12. Η άλωση τής Αλεξάνδρειας και η αποκατάσταση τής ειρήνης με την Αίγυπτο (1365-1370)

<-11. Πιέρ Τομά και Πέτρος Α’ τής Κύπρου. Η σταυροφορία και η εξέγερση τής Κρήτης (1352-1364) 13. Η σταυροφορία τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος στη Ρώμη και τη Βενετία (1366-1371)->

12
Η άλωση τής Αλεξάνδρειας και η αποκατάσταση τής ειρήνης με την Αίγυπτο (1365-1370)

levant_1_12_map_left levant_1_12_map_right

Η πτώση τού Χάνδακα και η υποταγή τής Κρήτης, που προχωρούσε ικανοποιητικά, απελευθέρωνε προφανώς ενετικές γαλέρες και πλοία μεταφορών για υπηρεσία στην προσεχή σταυροφορία. Είχε έρθει η ώρα να ζητηθεί από τον δόγη Λορέντσο Τσέλσι να επαναλάβει την εξαιρετική προσφορά που είχε κάνει τον Φεβρουάριο τού 1364, κατά το αποκορύφωμα τής κρίσης τού Χάνδακα, να μεταφέρει δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο το μισό σταυροφορικής εκστρατείας 2.000 ανδρών με τα άλογά τους, τα όπλα τους και προμήθειες, με έξοδα τής ίδιας τής Ενετικής Δημοκρατίας. Στις 5 Ιουλίου (1364) ο ακούραστος Πιέρ Τομά διορίστηκε Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, τίτλος ο οποίος κατά τον τελευταίο μισό αιώνα έφερνε μαζί του τα έσοδα και τη δικαιοδοσία επί τής επισκοπής τού Νεγκροπόντε.1 Όπως ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου, έτσι και ο Πιέρ Τομά γινόταν προσωποποίηση τής σταυροφορίας, ενώ ο λόγος τού νέου διορισμού του θα γινόταν σύντομα σαφής.

Αν και ο καρδινάλιος Ταλλεϋράνδος τού Περιγκόρ είχε πεθάνει έξι μήνες πριν (στις 17 Ιανουαρίου), δεν είχε ακόμη οριστεί παπικός λεγάτος τής σταυροφορίας. Ο Ούρμπαν Ε’ μπορεί να αισθανόταν ότι δεν υπήρχε ανάγκη για ανατολικό λεγάτο μέχρι να τελειώσει ο κρητικός πόλεμος, αλλά τώρα, στις 10 Ιουλίου, διόριζε τον Πιέρ Τομά ως διάδοχο τού Ταλλεϋράνδου. Ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου εγκωμιαζόταν στη βούλλα διορισμού ως «υπέρμαχος τού Χριστού και ατρόμητος πρόδρομος» τής σταυροφορίας, ενώ η προσεχής 1η Μαρτίου (1365) οριζόταν ως ημερομηνία αναχώρησης για όσους είχαν ήδη πάρει το σταυρό, καθώς και για εκείνους που επρόκειτο να το πράξουν. Οι άφθονοι έπαινοι τού Ούρμπαν για τον Πιέρ Τομά ως άνθρωπο «πολύ παρόμοιας με εμάς καρδιάς» (utique secundum cor nostrum) και για τον Πέτρο περιείχαν τις εκτεταμένες ικανότητες που αναγνωρίζονταν συχνά στους σταυροφορικούς λεγάτους στην Ανατολή. Μπορούσε να εξουσιοδοτεί κήρυκες να ζητούν στρατολογήσεις για το «πέρασμα» (passagium) χορηγώντας τα συνήθη συγχωροχάρτια σε ευρείες περιοχές, που συμπεριλάμβαναν το Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία, το Γκραν στην Ουγγαρία, το Γκράντο και την Ακουιλέια στο Φριούλι τής Ιταλίας, το Κάπο ντ’ Ίστρια και τις κύριες πόλεις τής Δαλματίας, το Παλέρμο, τη Μεσσίνα και το Μονρεάλε στη Σικελία, τη Ναύπακτο, Πάτρα και Κόρινθο, την Αθήνα, Θήβα, και Nεoπάτρα στα καταλανικά εδάφη, τα νησιά Κέρκυρα, Νάξο, Κρήτη, Ρόδο και Κύπρο, το Πέρα στην Κωνσταντινούπολη, τον Καφφά στη Μαύρη Θάλασσα και αλλού.2 Τώρα πια κανένας στην παπική κούρτη δεν μπορούσε να αμφιβάλλει ούτε για την ειλικρίνεια τής απόφασης τού Ούρμπαν, ούτε για την ένταση τής επιθυμίας τού Πιέρ Τομά να ξεκινήσουν αποτελεσματική σταυροφορία εναντίον των απίστων.

Η προοπτική μεγάλης κλίμακας εκστρατείας εναντίον των Τούρκων, αν επρόκειτο να είναι τελικά εναντίον των Τούρκων, έπρεπε να συνάρπαζε περισσότερο την Κωνσταντινούπολη παρά τη Δύση, αλλά ο μορφωμένος Δημήτριος Κυδώνης δεν παρακινήθηκε αδικαιολόγητα όταν κάθισε να γράψει από καιρό καθυστερούσα επιστολή στον φίλο του Σίμωνα Ατουμάνο, τον Έλληνα επίσκοπο τού Γκεράτσε στη νότια Ιταλία. Ο Σίμων είχε γράψει στον Κυδώνη από την Αβινιόν, δίνοντάς του τις πρόσφατες ειδήσεις και λέγοντάς του για τη δική του αναμενόμενη μετάθεση από την επισκοπή τού Γκεράτσε σε εκείνη τού Κασσάνο. Ο Κυδώνης τώρα απαντούσε ότι η προαγωγή τού Σίμωνα αποτελούσε απόδειξη τής ευθυκρισίας τού πάπα Ούρμπαν και ότι οι επιτυχίες τού Σίμωνα τιμούσαν όλους τούς Έλληνες. Όμως ο Σίμων είχε επίσης προτείνει την αποστολή κι άλλης πρεσβείας από την Κωνσταντινούπολη στη Δύση, για να κάνει έκκληση για βοήθεια εναντίον των Τούρκων.

Αλλά αλίμονο, απαντούσε ο Κυδώνης, οι εκκλήσεις μας προς τούς Λατίνους έχουν γίνει παροιμιώδεις για τη ματαιότητά τους. Θα περίμενε κανείς ότι όσο θα μάς βοηθούσαν οι αντίποδες, τόσο θα μάς βοηθήσουν και οι Φράγκοι. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε ακόμη και οι Τούρκοι τώρα ρωτούν με χλευασμό «αν έχει να μάς πει κανείς τίποτε για τη σταυροφορία» (εἴ τις λέγειν ἔχοι περὶ τοῦ πασαγγίου). Νέα πρεσβεία στη Δύση φαινόταν εντελώς άχρηστη. Έτσι κι αλλιώς κανένας δεν μπορούσε να ξεχάσει τις γαλέρες που είχε υποσχεθεί ο Παύλος τής Σμύρνης, ούτε αργότερα εκείνες τού λεγάτου [Πιέρ Τομά], ενώ οι παπικές προσπάθειες δεν είχαν αποδώσει τίποτε περισσότερο από όγκο επιστολών και πομπώδεις διπλωματικές ανταλλαγές. Κοίταξε τι παίρνει ο βασιλιάς τής Κύπρου για όλη την προσπάθειά του. Δεν ζήτησε βοήθεια στέλνοντας πρέσβεις στη Δύση. Πήγε ο ίδιος προσωπικά για να απευθύνει έκκληση στους ομοθρήσκους και συναδέλφους του Λατίνους. Προφανώς υπέθεσε ότι τουλάχιστον δεν θα αποτύγχανε να πάρει αυτό που χρειαζόταν. Τώρα όμως διέτρεξε τον κίνδυνο τής επιστροφής στην Κύπρο έχοντας χάσει τις ελπίδες του, μη έχοντας αποκτήσει τίποτε από τη μακρά επιχείρησή του στο εξωτερικό, εκτός από τη φήμη τού «ρομαντικού σπάταλου» (ἀναλωτικός τις καὶ μεγαλόψυχος). Η απουσία του στην Ευρώπη όχι μόνο δεν τρόμαξε τούς εχθρούς του, αλλά τούς ενθάρρυνε, γιατί όλα τα χρήματα που ξόδεψε στο εξωτερικό θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να καλέσει άλλους στο πεδίο τής μάχης, να αντιταχθούν στους εχθρούς του.3

Παρά το γεγονός ότι ο Κυδώνης δεν ενδιαφερόταν πια για τη σταυροφορία, ο αυτοκράτοράς του ενδιαφερόταν και στις 16 Οκτωβρίου 1364 ο πάπας Ούρμπαν επιβεβαίωνε την παραλαβή επιστολής από τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, στην οποία ο τελευταίος προσφερόταν με «φιλελεύθερη μεγαλοπρέπεια» να βοηθήσει στην ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Ο Γενουάτης Μικέλε Μαλασπίνα είχε φέρει την αυτοκρατορική επιστολή στην παπική κούρτη και είχε αναπτύξει προφορικά την προσφορά τού αυτοκράτορα. Ο Μικέλε ετοιμαζόταν τώρα να φέρει την παπική απάντηση πίσω στην Κωνσταντινούπολη: ο Ούρμπαν ζητούσε απλώς από τον Ιωάννη να δώσει την υποστήριξή του στους σταυροφόρους όταν θα έφταναν στα εδάφη του και έλεγε ότι προσευχόταν για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τις τουρκικές επιθέσεις. Δεν παρέλειπε να παροτρύνει τον Ιωάννη για την επιστροφή των σχισματικών Ελλήνων στην Αποστολική εκκλησία, αλλά δήλωνε επίσης ότι θα επαινούσε τον Ιωάννη και τούς υπηκόους του στον παπικό λεγάτο [Πιέρ Τομά] και στον γενικό διοικητή των σταυροφορικών δυνάμεων, για τον διορισμό τού οποίου δεν είχε ακόμη αποφασίσει.4 Ο Κυδώνης είχε άδικο για τη σταυροφορία, γιατί δύο μεγάλες εκστρατείες θα εμφανίζονταν στην πραγματικότητα. Η πρώτη θα έπληττε τούς μουσουλμάνους στην Αίγυπτο. Η δεύτερη θα διέσωζε τον ίδιο τον Ιωάννη Ε’ από δυσάρεστη κατάσταση. Όμως είναι αλήθεια ότι καμία από τις δύο δεν θα παρεμπόδιζε τη δυτική προέλαση των Οθωμανών Τούρκων.

Η πρώτη από αυτές τις δύο εκστρατείες όφειλε την προέλευσή της και τη λεγόμενη επιτυχία της τόσο στις προσπάθειες τού Πέτρου Α’ τής Κύπρου και τού καγκελαρίου τού Φιλίπ ντε Μεζιέρ, όσο και στον πάπα και τον αξιόλογο λεγάτο του. Αλλά η εγκωμιαστική βιογραφία τού Φιλίπ για τον Πιέρ Τομά, καθώς και τα διασωζόμενα έγγραφα, στρέφουν αναπόφευκτα μεγάλο μέρος τής προσοχής μας στον Καρμελίτη διδάσκαλο και ιεροκήρυκα, ο οποίος βρισκόταν τώρα στο αποκορύφωμα τής σταδιοδρομίας του. Δάσκαλος τής ιερής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο τού Παρισιού, παπικός απεσταλμένος στο Μιλάνο και τη Νάπολη, στη Σερβία και την Ουγγαρία, στη Βενετία, τη Γένουα και την Κωνσταντινούπολη, ταπεινός προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ, λεγάτος από πλευράς (a latere) πάπα στην Ανατολή, ο Πιέρ Τομά υπήρξε ένας από τούς πιο διακεκριμένους κληρικούς και ευσεβείς σταυροφόρους τού 14ου αιώνα. Γεννημένος ως γιος αγρότη στην κομητεία τού Περιγκόρ, είχε γίνει αξιόπιστος και επιδέξιος διπλωμάτης. Η ευφυΐα, η ακεραιότητα και η προσωπικότητά του τον είχαν οδηγήσει ψηλά και πέρασε τα τελευταία δώδεκα χρόνια τής ζωής του ασχολούμενος με πάπες και αυτοκράτορες, ηγεμόνες και δόγηδες, καρδινάλιους, επισκόπους, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Όπως είδαμε, έστεψε βασιλιά Ιεροσολύμων τον Πέτρο Α’ στον καθεδρικό ναό τής Αμμοχώστου την Κυριακή τού Πάσχα τού 1360. Από τον πρώτο διορισμό του στο αξίωμα τού λεγάτου το 1359 είχε εργαστεί ακατάπαυστα για τη σταυροφορία, την οποία είχε ονειρευτεί ο Πέτρος και είχε υποσχεθεί να οδηγήσει ο Ιωάννης Β’ τής Γαλλίας, μια σταυροφορία που είτε θα αναχαίτιζε τούς Τούρκους ή θα ανακτούσε τούς Αγίους Τόπους. Όλοι γνώριζαν ότι η ειρήνη μεταξύ των λατινικών κρατών ήταν απαραίτητη για τη σταυροφορία και ο πάντα έτοιμος Πιέρ Τομά, μαζί με τον φίλο τού Μεζιέρ, ο οποίος τον θαύμαζε, είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για να φέρουν τον Μπερναμπό Βισκόντι σε συμβιβασμό με την Αγία Έδρα.

Τώρα, καθώς ο Πιέρ Τομά ταξίδευε από την Αβινιόν προς τη Βενετία τον Ιούλιο τού 1364 (πήγε μέσω Μιλάνου και Μπολώνια),5 τις ελπίδες του για τη σταυροφορία σκοτείνιαζε η απειλή πολέμου μεταξύ Κύπρου και Γένουας. Η αιματοχυσία μεταξύ Γενουατών και Κυπρίων ναυτικών στο λιμάνι τής Αμμοχώστου είχε σύντομα εμπλέξει τούς αξιωματούχους των δύο λαών, ενώ η γενουάτικη κυβέρνηση φαινόταν πιθανό ότι θα αξιοποιούσε στο έπακρο αυτή την ευκαιρία, για να διευθετήσει κάποιες παλιές διαφορές με τούς Λατίνους Κυπρίους. Ο Ούρμπαν Ε’ εργαζόταν επίπονα για τη διατήρηση τής ειρήνης στη Μεσόγειο και αναπόφευκτα η παρουσία τού Πιέρ Τομά στη βόρεια Ιταλία και το γνωστό διπλωματικό του ταλέντο τον έβαζαν για μια ακόμη φορά στον γνώριμο ρόλο τού ειρηνοποιού.

Ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου είχε τελικά επιστρέψει στη Βενετία στις 11 Νοεμβρίου (1364) από τα ευρωπαϊκά ταξίδια του,6 ενώ με πράξη εκπροσώπησης, που εκδόθηκε στις 28 Ιανουαρίου (1365) στο υπνοδωμάτιό του στο Παλάτσο Κορνέρ-Πισκόπια, πάνω στο Μεγάλο Κανάλι, ονόμαζε απεσταλμένους του τον παπικό λεγάτο Πιέρ Τομά και τον βασιλικό γιατρό Γκουΐντο ντα Μπανιόλο ντι Ρέτζο, για να επιδιώξουν ειρήνη με τούς Γενουάτες. Φοβόταν βέβαια μήπως ο πόλεμος τον ανάγκαζε να παραμερίσει τα σταυροφορικά σχέδια που έτρεφε ως κύρια φιλοδοξία του, «τα οποία οδηγούνταν», όπως γράφει το κείμενο, «από τη σπλαχνική, ένθερμη και παθιασμένη επιθυμία που είχε, να δρομολογήσει και να φέρει σε πέρας … την ιερή εκστρατεία…»7 Στη διάρκεια ολόκληρου τού χειμώνα τού 1364-1365 έμενε αναπάντητο το κρίσιμο ζήτημα ειρήνης ή πολέμου, σταυροφορίας ή όχι σταυροφορίας, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου ο Ούρμπαν Ε’ έστειλε επιστολή στον Πιέρ Τομά, «διατάζοντας να πάτε χωρίς καθυστέρηση στην πόλη τής Γένουας και να εργαστείτε εκ μέρους μας με επιμέλεια για την εν λόγω ειρήνη, σύμφωνα με τη σύνεση που σάς έχει δώσει ο Θεός…»8

Τελικά ο Πιέρ Τομά και ο γιατρός Γκουΐντο ντα Ρέτζο κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία με τούς σχεδόν αμετάπειστους Γενουάτες στις 18 Απριλίου, με όρους πολύ δυσμενείς για τον Πέτρο Α’, ο οποίος μεταξύ άλλων σαρωτικών παραχωρήσεων έπρεπε και πάλι να ανανεώσει την παλαιά κυπριακή-γενουάτικη συνθήκη τού Ιουνίου τού 1232 (με την οποία ο πρόγονός του Ερρίκος Α’ είχε χορηγήσει στους Γενουάτες εκτεταμένα δικαιώματα ετεροδικίας).9 Ο Γενουάτης δόγης Γκαμπριέλε Αντόρνο και οι Γέροντες (Anziani) έπρεπε να είχαν μείνει ευχαριστημένοι, ενώ ο Πιέρ Τομά και ο Γκουΐντο ντα Ρέτζο είχαν τουλάχιστον κατά την επιστροφή τους στη Βενετία την ικανοποίηση να ενημερώσουν τον βασιλιά ότι οι Γενουάτες θα παρείχαν τρεις εξοπλισμένες γαλέρες για υπηρεσία στην κυπριακή σταυροφορία. Ανέφεραν επίσης ότι η γενουάτικη κυβέρνηση επρόκειτο να ζητήσει από τον πάπα να ορίσει αρχηγό όλης τής επιχείρησης τον βασιλιά. Σε επιστολή τής 16ης Μαΐου ο Πέτρος ευχαριστούσε τον Αντόρνο και το γενουάτικο συμβούλιο, τούς αγαπητούς του φίλους (amici carissimi), για τις γαλέρες, καθώς και για την πρότασή τους να γίνει αρχηγός τής σταυροφορίας, δηλώνοντας ότι έστελνε κι αυτός απεσταλμένους στην κούρτη τής Αβινιόν με το ίδιο αίτημα.10

Ο Πέτρος Α’ είχε φτάσει στη λιμνοθάλασσα τρεις μήνες αργότερα από τότε που είχε γράψει στον δόγη ότι θα έφτανε. Στο μεταξύ υψηλόβαθμοι σταυροφόροι είχαν συγκεντρωθεί στη Βενετία, όπως μάς πληροφορεί ο Μεζιέρ, «σε επαρκώς μεγάλους αριθμούς», ενώ οι Ενετοί ήσαν ακόμη διατεθειμένοι να τηρήσουν την υπόσχεση να τούς διαθέσουν μεταφορά στη μισή τιμή. Όμως όταν ο βασιλιάς δεν εμφανίστηκε τον Αύγουστο, οι Πιέρ Τομά και Μεζιέρ έβλεπαν ότι το κρασί από τον σταυροφορικό αμπελώνα, τον οποίο ο Πιέρ είχε φυτέψει με τόση εργατικότητα, μετατρεπόταν σε ξύδι, «και οι προαναφερθέντες ευγενείς, περιμένοντας στη Βενετία για την έναρξη τής εκστρατείας, άρχιζαν να αμφιβάλλουν ότι θα έρθει ο βασιλιάς και αποχωρούσαν σε απόγνωση, εγκαταλείποντας την εκστρατεία». Η ενετική κυβέρνηση θεωρούσε ότι η ίδια είχε απαλλαγεί από την υποχρέωσή της (και δικαίως το θεωρούσε αυτό, προσθέτει ο Mεζιέρ). Οι έμποροι που δραστηριοποιούνταν στην Ανατολή χαίρονταν και χλεύαζαν τη σταυροφορία.

Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε τελικά με άδεια χέρια από τις περιπλανήσεις του στις αυλές τής Ευρώπης, ήταν πολύ απογοητευμένος. Ο Πιέρ Τομά, που έπαιρνε δύναμη από τις αντιξοότητες, τον παρηγορούσε και τον προέτρεπε να πιάσει δυνατά το άροτρο και να μην κοιτάζει πίσω. Ο Πέτρος συγκέντρωσε τούς λίγους οπαδούς του στη Βενετία και ο λεγάτος προφανώς τον έπεισε «ότι η νίκη δεν βρισκόταν στο πλήθος των ανθρώπων, ότι το θάρρος ερχόταν από τον ουρανό, … ότι ο Θεός θα βοηθούσε τούς λίγους στη σταυροφορία….». Αλλά το πρόβλημα με τη Γένουα εισερχόταν πια στην κρίσιμη φάση του, ενώ υπήρχαν μήνες περαιτέρω καθυστέρησης. Τελικά όμως,

οι δυσφημιστές τής σταυροφορίας, βλέποντας τις ετοιμασίες τού βασιλιά και την αποφασιστικότητα τού λεγάτου, βρέθηκαν σε αμηχανία και ησύχασαν για λίγο: τα νέα έφτασαν γρήγορα στους χριστιανούς ηγεμόνες, παρακινώντας τους στον πόλεμο τού ίδιου τού Θεού, αλλά αυτοί συνέχισαν τον ύπνο τους σαν να ήσαν μεθυσμένοι με κρασί. Μη ενδιαφερόμενοι καθόλου για την εκστρατεία, δεν έδωσαν καμία βοήθεια. Και δεν κούνησαν ούτε το πόδι τους για να συμμετάσχουν στη σταυροφορία τού βασιλιά, η οποία άρχιζε τώρα και την οποία είχε κηρύξει στον κόσμο ο ανώτατος ποντίφηκας.11

Στη διάρκεια τού Μαΐου τού 1365 ο Πέτρος Α’, ο Πιέρ Τομά και ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ εργάστηκαν σκληρά για να ολοκληρώσουν τις συμφωνίες για την αναχώρηση τού στόλου από τη Βενετία, όπου Γάλλοι, Άγγλοι και Γερμανοί σταυροφόροι αναμφίβολα ήσαν επιφυλακτικοί για μερικές εβδομάδες, περιηγούμενοι τις εκκλησίες και τα παλάτια τής υπέροχης πόλης. Γύρω στην πρώτη εβδομάδα τού Ιουνίου ο Πέτρος έστειλε πριν από αυτόν στη Ρόδο, σύμφωνα με τον Mεζιέρ, «πολλά πλοία φορτωμένα με ένοπλους άνδρες και περίπου 500 άλογα». Αν και οι αξιωματικοί και ο στρατός των σταυροφόρων σίγουρα δεν γνώριζαν ότι προορισμός τους θα ήταν η Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου και ότι κατά τις προσεχείς εβδομάδες τόσο οι Γενουάτες όσο και οι Ενετοί θα κρατούσαν τις κινήσεις τού στόλου τού Πέτρου υπό συνεχή επιτήρηση,12 διερωτάται κανείς κατά πόσο ο πάπας Ούρμπαν Ε’ δεν γνώριζε ότι στόχος των σταυροφόρων ήταν η Αλεξάνδρεια. Παρ’ όλα αυτά στις 25 Αυγούστου ο Ούρμπαν παραχώρησε στους Ενετούς τη «χάρη» τής αποστολής έξι πλοίων μεταφοράς (naves) με εμπορικά φορτία (εκτός από όπλα, μέταλλα και τα συνήθη λαθραία) προς την Αλεξάνδρεια και τα άλλα εδάφη τού σουλτάνου τής Αιγύπτου.13

Αλλά όταν ο διοικητής των γαλερών τού (ετήσιου) δρομολογίου προς Αλεξάνδρεια θα έφτανε στον Χάνδακα (Κάντια), έπρεπε να συμβουλευτεί τον δούκα και το συμβούλιο τής Κρήτης και τούς επόπτες (προβεντιτόρι), καλώντας ενδεχομένως τούς δύο τότε Ενετούς προξένους στην Αλεξάνδρεια, για να δει αν ήταν ασφαλές να πάει στην Αίγυπτο, «επειδή προς το παρόν δεν υπάρχουν νέα σχετικά με την πρόθεση και την απόφαση τού άρχοντα βασιλιά τής Κύπρου».14 Θεωρώντας ότι οι γαλέρες τής Αλεξάνδρειας θα ήσαν σε θέση να προχωρήσουν προς τον προορισμό τους, το συμβούλιο (collegium) των Ενετών στο λιμάνι των Μαμελούκων ήταν εξουσιοδοτημένο να υποβάλλει διαφορές μεταξύ Ενετών και Αιγυπτίων σε μουσουλμάνο δικαστή ή καδή ή σε κάποια άλλη τοπική αρχή.15 Η Γερουσία ένιωθε μεγάλη υποχρέωση για την παπική άδεια να σταλούν έξι «πλοία» (naves) για εμπόριο στην Αλεξάνδρεια. Όμως, αν και το στρογγυλό πλοίο μετέφερε πολύ μεγαλύτερο φορτίο από τη γαλέρα, η Γερουσία υπενθύμιζε στον εκπρόσωπό τους στην Αβινιόν, στον συμβολαιογράφο Ντεζιντέριο Λούτσιο, ότι για λόγους ασφαλείας στο μακρινό ταξίδι στην Ανατολική Μεσόγειο η Δημοκρατία στην πραγματικότητα χρειαζόταν άδεια για να στείλει γαλέρες. Ο Ντεζιντέριο λοιπόν έπρεπε να επικαλεστεί τη βοήθεια τού επισκόπου τής Αβινιόν και τού αρχιεπισκόπου τής Τουλούζ και να ζητήσει από τον πάπα την άδεια για αποστολή γαλερών στην Αίγυπτο αντί για «πλοία». Έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον πάπα να αντικαταστήσει κάθε πλοίο με έξι γαλέρες (ή να πάρει άδεια για όσο περισσότερες γαλέρες μπορούσε) και να ζητήσει την έκδοση νέων επιστολών «χάριτος» για τον σκοπό αυτόν, δαπανώντας όποιο ποσό κρινόταν αναγκαίο για την εξασφάλιση τού αιτήματος τής Δημοκρατίας.16 Ο Ντεζιντέριο σημείωσε μέτρια επιτυχία, γιατί όταν θα ερχόταν η νέα «χάρη» στις 23 Σεπτεμβρίου (1365), ο Ούρμπαν θα την περιόριζε σε οκτώ γαλέρες.17 Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν ο Ούρμπαν γνώριζε ή όχι «την πρόθεση και την απόφαση» τού Πέτρου Α’, όταν χορηγούσε αυτή την άδεια για εμπόριο με την Αλεξάνδρεια.

Αν και οι Ενετοί δεν γνώριζαν τον προορισμό τού στόλου των σταυροφόρων και είναι σαφές ότι δεν τον γνώριζαν, όμως διατηρούσαν κάποια δικαιολογημένη υποψία. Πέντε χρόνια αργότερα (το 1370), μετά τον θάνατο τού Πέτρου, έγινε δήλωση στη Γερουσία, ότι αυτός είχε αποτύχει να τηρήσει την υπόσχεση που υποτίθεται ότι είχε δώσει πριν ξεκινήσει, δηλαδή «να μην προχωρήσει προς την Αλεξάνδρεια» παρά μόνο μετά τον Οκτώβριο (του 1365).18

Στις 25 Ιουνίου, καθώς ο Πέτρος Α’, ο παπικός λεγάτος και ο καγκελάριος των Κυπρίων ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για την Ανατολική Μεσόγειο, ο δόγης τής Βενετίας και τα μέλη τού Κολλεγίου είχαν επείγοντα λόγο να γράψουν προς τον συμβολαιογράφο τους Ραφαίν Καρεζίνι, που βρισκόταν τότε σε αποστολή στην παπική κούρτη τής Aβινιόν. Η επιστολή τους ρίχνει κάποιο φως στο σκοτεινό υπόβαθρο τού ιταλικού εμπορίου με τα μουσουλμανικά κράτη. Στις 13 Ιουλίου 1352, πέντε μήνες πριν πεθάνει, ο πάπας Κλήμης ΣΤ’, τού οποίου ο νεποτισμός ήταν ανάλογος με τον χαρακτήρα του, είχε παραχωρήσει στον ανηψιό του Γκυγιώμ Ροζέ ντε Μπωφόρ, υποκόμη τής Τουρέν και στη σύζυγό του Ελεονώρα την «ιδιότητα» ή «χάρη» να στέλνουν στο εξωτερικό δέκα πλοία (naves vel coquae) και τριάντα γαλέρες φορτωμένα με ό,τι εμπόρευμα επέλεγαν, εκτός φυσικά από τα συνήθη απαγορευμένα (prohibita) ή λαθραία. Οι Ενετοί είχαν αγοράσει αυτά τα δικαιώματα από κάποιον Ετιέν ντε Μπατούτο, εφημέριο τής Αγκέν και εκπρόσωπο τής οικογένειας Ροζέ.19 Ήθελαν τη «χάρη» να στείλουν τα δέκα πλοία και τις τριάντα γαλέρες στα προσοδοφόρα εδάφη των Μαμελούκων (ad terras soldam), ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια.

Η Δημοκρατία είχε συμφωνήσει να καταβάλει το εκπληκτικό ποσό των 12.000 δουκάτων σε δόσεις, ενώ είχε ήδη πληρώσει 3.000 όταν ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ ανακαλούσε «αυτήν και όλες τις άλλες τέτοιες χάρες». Στη συνέχεια οι «άρχοντες τής Τουλ και τού Μπωφόρ», πιθανώς ο Λωράν ντ’ Αλμπιάρ, επίσκοπος τής Τουλ και ο Πιέρ Ροζέ, γνωστός ως καρδινάλιος τού Μπωφόρ, είχαν γράψει στην ενετική κυβέρνηση, ζητώντας την καταβολή τού οφειλομένου υπολοίπου. Ο Καρεζίνι, όντας στην παπική κούρτη, είχε μεταφέρει την απάντηση τής Σινιορίας στις εξοχότητες τους: οι Ενετοί δεν έπρεπε να θεωρούνται υπεύθυνοι για τέτοιο χρέος, ενώ μάλιστα είχαν υποστεί σοβαρή ζημιά, αφού είχαν στείλει στο ανατολικό εμπόριο μόνο έξι γαλέρες (και κανένα πλοίο), σύμφωνα με τα δικαιώματα που είχαν αγοράσει. Όμως, σε αποζημίωση για την ακύρωση τής «ιδιότητας» για εμπόριο στην Ανατολή, οι άρχοντες τής Τουλ και τού Μπωφόρ είχαν εξασφαλίσει από τον Ιννοκέντιο ΣΤ’ άλλη «χάρη» τεσσάρων πλοίων (naves) για τoν υποκόμη και την υποκόμησσα τής Τουρέν και διαπραγματεύονταν με τον Καρεζίνι την πώληση τής νέας «χάρης», δίνοντάς του εξοφλητική απόδειξη για το οφειλόμενο υπόλοιπο τής πρώτης. Τα γεγονότα λεγόταν ότι ήσαν γνωστά και στις δύο πλευρές. Όμως τώρα ο υποκόμης Γκυγιώμ Ροζέ είχε έρθει ο ίδιος στη Βενετία (θα πήγαινε στη σταυροφορία), «απαιτώντας από εμάς 9.000 δουκάτα ως υπόλοιπο πληρωμής για την πρώτη χάρη».

Το Κολλέγιο δεν μπορούσε να κάνει αποδεκτό το αίτημά του και έγραψε στον Καρεζίνι ότι ήσαν έτοιμοι να υποβάλουν την υπόθεση στον πάπα Ούρμπαν Ε’, πράγμα για το οποίο συμφωνούσε ο υποκόμης. Στη συνέχεια ο τελευταίος παρουσίασε στον εκπρόσωπο (vicar) τού επισκόπου τού Καστέλλο (Βενετίας) εντολή κλήτευσης τής ενετικής κυβέρνησης, που ζητούσε εντός σαρανταπέντε ημερών να στείλει η Δημοκρατία εκπρόσωπο, για να εμφανιστεί στην Αβινιόν ενώπιον τού δικαστηρίου τού δικαστή τής κούρτης ή ελεγκτή (auditor), στο όνομα τού οποίου είχε εκδοθεί η κλήτευση. Όμως, δεδομένου ότι αυτός ήταν ο πρώτος υπαινιγμός που είχαν ποτέ παραλάβει οι Ενετοί ότι εκκρεμούσε σε βάρος τους υπόθεση στην παπική κούρτη, το Κολλέγιο αγανάκτησε και έδωσε εντολή στον Καρεζίνι να διαμαρτυρηθεί στον πάπα, στον αδελφό του Ανγκλίκ ντε Γκριμόρ, επίσκοπο Αβινιόν, στον Ζεφρέ ντε Βεϋρόλ, αρχιεπίσκοπο Τουλούζ, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα μέλη τής παπικής κούρτης θα τού φαίνονταν κατάλληλα, ώστε να σταματήσουν τις ενέργειες τού δικαστηρίου τού ελεγκτή. Δεδομένου ότι ο Γκυγιώμ Ροζέ και οι Ενετοί είχαν συμφωνήσει για την άμεση εκδίκαση τής υπόθεσης από τον πάπα, ούτε αυτός ο ελεγκτής ούτε οποιοσδήποτε άλλος έπρεπε να παρεμβαίνει πλέον ή να επιδιώκει να εισαγάγει χαριστικές επιπλοκές. Tο Κολλέγιο έστελνε στον Καρεζίνι αντίγραφο τού πρωτοτύπου τής αγοράς από τη Βενετία τής «χάρης» καθώς και τής επιστολής κλήτευσης τού ελεγκτή και τον διέταζε «να εξασφαλίσετε τα δικαιώματά μας, να αναπτύξετε τα επιχειρήματα που θα σάς φανούν καλύτερα και να φροντίσετε ώστε ο κύριος πάπας να θέσει τέρμα σε αυτήν την επιχείρηση, με την ελάχιστη δυνατή ζημιά για το κράτος μας».20

Ο Πέτρος Α’ απέπλευσε από τη Βενετία με δύο γαλέρες το πρωί τής 27ης Ιουνίου 1365 και λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του ο δόγης και τα μέλη τού Κολλέγιου έγραψαν στον διοικητή τού Κόλπου και στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης, διατάζοντάς τους να παρακολουθούν κάθε κίνηση και να αναφέρουν συνεχώς για τα μέρη στα οποία αποβιβάστηκε και για τις διαφαινόμενες προθέσεις του.21 Στις 3 Ιουλίου έγραψαν επίσης στον Τζάκοπο Μπράγκαντιν και τούς συναδέλφους του επιτρόπους (provveditori) στην Κρήτη, ότι σε περίπτωση που ο Πέτρος επιτίθετο

σε κάποιον τόπο ή τόπους στην Τουρκία … με τον οποίο έχουμε συνθήκες, … θα στείλετε αμέσως στον υπόψη Τούρκο άρχοντα ή άρχοντες τα καθησυχαστικά μηνύματα που θα φανούν καλύτερα σε εσάς, ώστε να μάς συγχωρήσει και να καταλάβει ότι αυτό δεν είναι [γίνεται] με την έγκριση ή τη γνώση μας, ενώ … παρόμοια λόγια πρέπει επίσης να απευθυνθούν στους Τούρκους. που βρίσκονται στην υπηρεσία μας στην Κρήτη…22

Ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ λέει ότι ο Πέτρος πλήρωσε από δικούς του πόρους όλα τα έξοδα των πλοίων, των ναυτικών και των 600 πανόπλων ανδρών, που τώρα κατέπλεαν την Αδριατική, με εξαίρεση μια γαλέρα που είχε θέσει στη διάθεσή του η Σινιορία τής Βενετίας. Ευνοϊκοί άνεμοι τον μετέφεραν γρήγορα στη Ρόδο μαζί με τούς Πιέρ Τομά και Μεζιέρ και εκεί έτυχε βασιλικής υποδοχής από τον Ραϋμόν Μπερενγκέρ, τον νέο μάγιστρο των Ιωαννιτών. Μερικούς μήνες νωρίτερα είχε γράψει στον Ιωάννη τού Λουζινιάν, τον αδελφό του, πρίγκηπα Αντιόχειας και αντιβασιλέα τής Κύπρου κατά τη διάρκεια τής απουσίας του, να στείλει το «στρατό τού βασιλείου του» στη Ρόδο, εξασφαλίζοντας ότι η Κύπρος θα παρέμενε καλά προστατευμένη. Ο Mεζιέρ μάς ενημερώνει ότι σε εύθετον χρόνο (στις 25 Αυγούστου σύμφωνα με τον Μαχαιρά) εξήντα πλοία έφτασαν στα δύο λιμάνια τής Ρόδου, γαλέρες, πλοία μεταφοράς αλόγων και άλλα σκάφη. Ο Μπερενγκέρ πρόσθεσε στο στράτευμα τέσσερις γαλέρες (ή πλοία μεταφοράς αλόγων) και εκατό ιππότες. Οργανώθηκαν πομπές και ψάλθηκαν επίσημες λειτουργίες.

Ο Πιέρ Τομά βρισκόταν παντού, κηρύσσοντας, συγχωρώντας αμαρτωλούς, επισκεπτόμενος ασθενείς, μοιράζοντας σταυροφορικούς σταυρούς, συμφιλιώνοντας αντιπάλους στο συμβούλιο τού βασιλιά και διευθετώντας διαφορές μεταξύ των ναυτικών και των ντόπιων κατοίκων. Κέρδισε την αγάπη ολόκληρου τού στρατεύματος στη Ρόδο, «και όποιος μπορούσε να φιλήσει το χέρι του ή να πάρει την ευλογία του, θεωρούσε τον εαυτό του ασφαλή από κάθε κίνδυνο εκείνη την ημέρα». Πάνοπλοι άνδρες που δεν είχαν εξομολογηθεί για δέκα ή είκοσι χρόνια έρχονταν τώρα στον λεγάτο για να ξαλαφρώσουν από συσσωρευμένες αμαρτίες. Αλλά ο Mεζιέρ αναγνωρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος των ετερόκλητων δυνάμεων που είχαν συγκεντρωθεί στη Ρόδο δεν είχαν έρθει με τα υψηλά ιδανικά των πραγματικών σταυροφόρων, αλλά μάλλον με την επιθυμία για δόξα, κέρδος ή βασιλική εύνοια.23

Η Ρόδος ήταν το σκηνικό τρομερής παράταξης. Ο Μαχαιράς αναφέρει ότι ο Πέτρος είχε δεκαέξι γαλέρες έτοιμες για δράση, στις οποίες σύντομα εντάχθηκαν τρεις ακόμη από τη Γένουα. Λέει επίσης ότι ο Ιωάννης τού Λουζινιάν είχε συγκεντρώσει 108 σκάφη, που περιλάμβαναν 33 πλοία μεταφοράς αλόγων (τα οποία ονομάζει σατίες), 10 εμπορικά πλοία (καραβία) και 20 άλλα σκάφη, «τα οποία αποκαλούν περιστέρια» (και ἕτερα τά λέγουν περιστιρία).24 Μετρώντας όλα αυτά, τις τέσσερις γαλέρες τής Ρόδου «και τα πολλά διαφορετικά εμπορικά πλοία», ο Μαχαιράς υπολογίζει το γενικό σύνολο τής αρμάδας τού Πέτρου σε 165 σκάφη (ἅρμενα).25 Σύμφωνα με τον Mεζιέρ, που αποτελεί την καλύτερη πηγή μας για τη σταυροφορία,

ανάμεσα στις γαλέρες, τα πλοία μεταφοράς αλόγων, τα πακέτα (packets), τα πλοία και άλλα σκάφη, [ο Πέτρος Α’] είχε μαζί του περίπου εκατό με δικά του έξοδα, εκτός από τα τέσσερα μεταφοράς αλόγων και μερικά άλλα σκάφη που ανήκαν στο Οσπιτάλιο, ενώ στα πλοία αυτά υπήρχαν περίπου χίλιοι ένοπλοι ευγενείς. … Ολόκληρος ο στρατός τού βασιλιά ανερχόταν σε περίπου 10.000 πολεμιστές και περίπου 1.400 άλογα.26

Εν πάση περιπτώσει οι προετοιμασίες τού Πέτρου ήσαν αρκετές, ώστε να αναγκάσουν τούς εμίρηδες τής Εφέσου (Αλτολουόγκο) και τής Μιλήτου (Παλάτια) να στείλουν απεσταλμένους στη Ρόδο, για να εξασφαλίσουν ότι η κυπριακή σταυροφορία δεν επρόκειτο να κατευθυνθεί εναντίον των κρατών τους. Οι εμίρηδες προσφέρθηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας και να αναγνωρίσουν πάνω τους την ονομαστική επικυριαρχία τού Πέτρου.27

Αν και δεν μπορούμε να καθορίσουμε τον αριθμό των ανδρών τού Πέτρου και το μέγεθος τού στόλου του, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλούς από τούς συναδέλφους του σταυροφόρους. Μάλιστα το έχουν κάνει αυτό για εμάς ο Μαχαιράς και ο Ιόργκα.28 Μεταξύ των περίπου πενήντα ονομάτων, όπου πολλά από αυτά είναι απλώς ονόματα, πρέπει να αναφέρουμε για ακόμη μια φορά τον Γκυγιώμ Ροζέ, υποκόμη τής Τουρέν, ο οποίος είχε πωλήσει τούς Ενετούς την παπική «χάρη» για συναλλαγές με τούς Μαμελούκους και ο οποίος την ώρα τού κινδύνου και τής κρίσης θα υποστήριζε την εγκατάλειψη τής καταληφθείσας Αλεξάνδρειας.29 Δεν πρέπει επίσης να παραλείψουμε να σημειώσουμε τον φερόμενο ως σοφό και γενναίο ιππότη Ζαν ντε Ρεμς, «που αγαπούσε τα όπλα και τούς έρωτες» (il aimme armes et amours) και αργότερα εφοδίασε τον Μασώ με πλήρη περιγραφή τής σταυροφορίας.30 Ο Ιωάννης Λάσκαρις Καλόφερος, διακεκριμένος Βυζαντινός και φίλος τού Πέτρου Α’, ήταν επίσης μεταξύ εκείνων που έλαβαν μέρος στην άλωση τής Αλεξάνδρειας. Ο Καλόφερος, ο οποίος είχε προσηλυτιστεί στον Καθολικισμό από τον Πιέρ Τομά, προβάλλει ιδιαίτερα στα χρονικά τού ύστερου 14ου αιώνα ως σύνδεσμος μεταξύ λατινικής Ευρώπης και ελληνικής Ανατολής.31

Ο Ραϋμόν ντε λα Πραντέλ, αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας (Nicosia) από το 1361 μέχρι το 1376, μπορεί να είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία και εν πάση περιπτώσει έστειλε στρατιωτικό σώμα, χωρίς αμφιβολία με δικά του έξοδα. Ο Γκυ ντ’ Ιμπελέν, επίσκοπος Λεμεσού (Nemosia), έστειλε επίσης στρατεύματα και πολύ πιθανόν πρέπει κι αυτός να απαριθμείται μεταξύ των σταυροφόρων.32 Αργότερα, λίγο μετά την επιστροφή τού στόλου στην Κύπρο, ο Ραϋμόν ντε λα Πραντέλ θα χοροστατούσε στην κηδεία τού Πιέρ Tομά στην Αμμόχωστο τον Ιανουάριο τού 1366.33

Σύμφωνα με τον Μαχαιρά, ο λεγάτος Πιέρ Τομά είχε αναγγείλει στη Ρόδο ότι οι σταυροφόροι θα πήγαιναν στη Συρία, πράγμα που αποτελούσε θλιβερή είδηση για τούς εμπόρους τής Αμμοχώστου, οι οποίοι ως συνήθως είχαν αγοράσει πολλά πράγματα από τη Συρία και έβλεπαν ότι δεν υπήρχε εύκολος τρόπος παράδοσής τους πριν το ξεκίνημα τής εκστρατείας.34 Επρόκειτο πιθανώς για προσπάθεια παραπλάνησης τής κυβέρνησης τού νεαρού ηγεμόνα τής Αιγύπτου, τού αλ-Aσράφ Nασραντίν Σαμπάν (1363-1376), ενώ αν παραπλανούσαν και τούς προσεκτικούς Ενετούς, τόσο το καλύτερο. Η Αίγυπτος ήταν ώριμη για επίθεση και η Αλεξάνδρεια για μάδημα. Στη διάρκεια των ετών, πετυχημένοι πόλεμοι εναντίον των Μογγόλων τής Περσίας και κερδοφόρες εκστρατείες εναντίον των βασιλέων τής Κιλίκιας Αρμενίας είχαν βοηθήσει να πλουτίσουν οι άπληστοι Μαμελούκοι εμίρηδες, οι οποίοι τελικά βρέθηκαν κάτω από την κυριαρχία τού αξιόλογου σουλτάνου αν-Νασίρ Nασραντίν Μουχάμαντ. Η τρίτη βασιλεία τού αν-Νασίρ (είχε εκθρονιστεί δύο φορές) υπήρξε μάρτυρας τού μεγαλείου τού μεσαιωνικού αιγυπτιακού πολιτισμού (1310-1341). Ο αν-Νασίρ προτιμούσε τη διπλωματία από τον πόλεμο και (ως επί το πλείστον) τη δικαιοσύνη από την αρπακτικότητα. Απολάμβανε τη συντροφιά μορφωμένων ανθρώπων και την αναπαραγωγή αλόγων ιπποδρομιών. Κατασκεύασε όμορφα τζαμιά, υπέροχα παλάτια και δημόσια έργα. Αλλά όταν πέθανε, στην Αίγυπτο επέστρεψε το χάος, ενώ στα επόμενα σαρανταδύο χρόνια δώδεκα από τούς απογόνους του τον ακολούθησαν στον θρόνο, οκτώ γιοι, δύο εγγονοί και δύο δισέγγονοι. Ο Σαμπάν ήταν δισέγγονός του, έντεκα περίπου ετών το 1365. Αν και η βασιλεία του θα ήταν μακρύτερη από εκείνη οποιουδήποτε άλλου από τούς απογόνους τού αν-Νασίρ, αυτός ήταν μαριονέτα στα χέρια τού αρπακτικού εμίρη Γελμπόγα αλ-Χασεκί, ο οποίος δεν έβλεπε να υπάρχει ανάγκη για εκτεταμένες παράκτιες οχυρώσεις, αφού η τελευταία προσπάθεια εισβολής στην Αίγυπτο από τη θάλασσα είχε γίνει από τον Λουδοβίκο Θ’ τής Γαλλίας πριν περισσότερο από έναν αιώνα.35

Όμως κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των πολεμικών ραντεβού στη Ρόδο ο Πέτρος Α’ αποκάλυψε τελικά τα σχέδιά του στο βασιλικό συμβούλιο. Ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ λέει ότι τώρα πρότεινε να επιτεθούν στον «σουλτάνο τής Βαβυλώνας [Κάιρο], ο οποίος κατείχε την ιερή πόλη τής Ιερουσαλήμ και την δική του κληρονομιά», δηλαδή το παλαιό λατινικό βασίλειο των σταυροφόρων. Θα χτυπούσε «στο κεφάλι και όχι στην ουρά». Στόχος θα ήταν η Αλεξάνδρεια. Ήταν ένας από τούς βασικούς εμπορικούς σταθμούς στην Ανατολική Μεσόγειο και πηγή πολλών εσόδων για τούς Μαμελούκους ηγεμόνες τής Αιγύπτου. Ο Γκυγιώμ ντε Μασώ μάς πληροφορεί ότι ο Πέρσιβαλ τής Κολωνίας, αρχιθαλαμηπόλος τού Πέτρου που είχε υπάρξει κρατούμενος στην Αλεξάνδρεια36 και γνώριζε καλά την πόλη, είχε συμβουλεύσει τον κύριό του: «Αν θέλετε να ακούσετε τη συμβουλή μου, απλώστε τα πανιά σας δεξιά προς την πόλη τής Αλεξάνδρειας».37

Στις αρχές Οκτωβρίου (1365) ο Πέτρος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Είχε αναμείνει για τη φθινοπωρινή υπερχείλιση τού Νείλου, η οποία θα εμπόδιζε τις προσπάθειες των εμίρηδων να στείλουν ενισχύσεις στην Αλεξάνδρεια. Καθώς πλησίαζε η ώρα τής αναχώρησης, ο Πιέρ Τομά σκαρφάλωσε στην ψηλή πρύμνη τής γαλέρας τού βασιλιά, όπου θα μπορούσε να τον βλέπει όλο το στράτευμα. Με το βασιλιά να στέκεται δίπλα του και όλα τα μάτια στραμμένα πάνω του, ο λεγάτος ευλόγησε τούς στρατιώτες και τη θάλασσα που θα τούς έφερνε στην αποστολή τους. Ένα λάβαρο με το κόκκινο λιοντάρι των Λουζινιάν υψώθηκε πάνω από τη βασιλική γαλέρα, τρομπέτες ήχησαν και χιλιάδες φωνές υψώθηκαν στον ουρανό, φωνάζοντας «Ζήτω ο Πέτρος, ζήτω!» (Vivat, Petrus Vivat!) και «Εναντίον των απίστων Σαρακηνών!» (Contra Saracenos infideles!) «Μέχρι τώρα ο στρατός δεν ήξερε που σχεδίαζε ο βασιλιάς να πάει», λέει ο Mεζιέρ, «αν θα πήγαινε στην Τουρκία, τη Συρία ή την Αίγυπτο». Ο στόλος απέπλευσε από τα δίδυμα λιμάνια τη Ρόδου το Σάββατο 4 Οκτωβρίου και κυκλώνοντας το Καστελλόριζο (Καστελρόσσο) κατευθύνθηκε προς το μικρό νησί Κραμβούσα (σήμερα Μπεσσανταλάρ), κοντά στο ακρωτήριο Χελιδόνια (σήμερα Γκελιντόνυα) στη δυτική απόληξη τού Κόλπου τής Αττάλειας (σήμερα Αντάλυα). Εκεί οι ναύτες πήραν πόσιμο νερό και οι στρατιώτες πέρασαν προφανώς την τέταρτη νύχτα στο νησί. Tο επόμενο πρωί ο βασιλιάς μπήκε αμέσως και πάλι στη θάλασσα, πλέοντας κατευθείαν προς νότο. Όταν ο στόλος είχε απομακρυνθεί πολύ από την ακτή, ο Πέτρος ανακοίνωσε δημοσίως τον προορισμό του. «Τότε όλοι χάρηκαν», λέει ο Mεζιέρ, «και ύψωσαν τη φωνή τους φωνάζοντας Αλεξάνδρεια!, υποθέτοντας ότι η πόλη είχε ήδη καταληφθεί, σαν να επρόκειτο για κάποιο μικρό κάστρο ή πόλη».38

Όμως ο Γκυγιώμ ντε Μασώ αναφέρει ότι όταν σαλπιγκτές συγκέντρωσαν τον στόλο κοντά για να ακούσουν την ανακοίνωση τού βασιλιά στη θάλασσα, οι περισσότεροι από τούς σταυροφόρους ήσαν δυσαρεστημένοι. Η Αλεξάνδρεια ήταν πολύ δυνατή πόλη. Κανένας δεν μπορούσε να την πάρει. Ο «εμίρης» μπορούσε να επιστρατεύσει 500.000 άνδρες σε μια ώρα! Ο βασιλιάς είχε δεχθεί κακές συμβουλές. Θα υστερούσαν αριθμητικά σε αναλογία 100 προς 4. Αλλά αν επρόκειτο να πεθάνουν στην Αλεξάνδρεια, τουλάχιστον θα κέρδιζαν με αυτόν τον τρόπο την εύνοια τού Θεού.39 Βόρειοι άνεμοι τούς βοήθησαν να προχωρήσουν από τον κόλπο τής Αττάλειας προς το δέλτα τού Νείλου και παρά το γεγονός ότι οι γαλέρες και τα πλοία μεταφοράς διαχωρίστηκαν στη διάρκεια τού ταξιδιού, «ο Θεός έφερε ως εκ θαύματος το σύνολο τού στρατού μαζί στο [Παλαιό] Λιμάνι τής Αλεξάνδρειας νωρίς το πρωί τής τέταρτης μέρας μετά την αναχώρησή τους από τη στεριά».40 Ήταν Πέμπτη 9 Οκτωβρίου, ημέρα τής γιορτής τού Αγίου Διονυσίου (jour de la feste St. Denis),41 ευοίωνη μέρα για Γάλλους σταυροφόρους. Ήταν επίσης η μέρα των τριακοστών έκτων γενεθλίων τού βασιλιά Πέτρου.42

Η Αλεξάνδρεια αποτελούσε οικείο θέαμα για πολλούς από τούς τυχοδιώκτες και κωπηλάτες στις γαλέρες. Λεγόταν ότι ήταν όμορφη πόλη και το ισχυρότερο φρούριο στην επικράτεια των Μαμελούκων, αλλά τα τείχη βρίσκονταν σε κατάσταση μερικής αποσύνθεσης. Αμμώδεις παραλίες έφταναν μέχρι τα λευκά πέτρινα σπίτια, χτισμένα μέσα σε άλση φοινικόδεντρων έξω από τα τείχη. Καθημερινά στα στενά δρομάκια συνωστίζονταν πολύχρωμα πλήθη, μουσουλμάνοι σε λευκά τουρμπάνια, Εβραίοι σε κίτρινα, οι χριστιανοί με μπλε καλύμματα κεφαλής, έμποροι και ταξιδιώτες από κάθε γωνιά τής Ευρώπης και τής Ασίας. Ο αρχιθαλαμηπόλος τού βασιλιά Πέτρου, ο Πέρσιβαλ τής Κολωνίας, τού είχε πει ότι η Αλεξάνδρεια ήταν τόσο μεγάλη πόλη, που μπορούσες να δεις εκεί «εκατό χιλιάδες άτομα σε ένα τόπο», αλλά ότι οι κάτοικοι δεν ήσαν πολεμοχαρείς και θα τρέπονταν σε φυγή σαν κατσίκια στην πρώτη σύγκρουση των όπλων. Η επίθεση θα γινόταν Παρασκευή, γιατί υπήρχε προφητεία την οποία πίστευαν ευρέως οι μουσουλμάνοι, ότι τέτοια μέρα η Αλεξάνδρεια θα καταλαμβανόταν και θα καταστρεφόταν.43

Στη θέα τού στόλου οι Σαρακηνοί συγκεντρώθηκαν κατά μήκος τής ακτής, έκπληκτοι και φοβισμένοι. Όταν πρωτοείδαν τα πλοία, είχαν λανθασμένα περάσει τις γαλέρες και τα πλοία μεταφοράς για ενετικά εμπορικά πλοία, τα οποία συνήθως έρχονταν στην Αλεξάνδρεια περίπου αυτή την ώρα. Παραμένοντας αρκετά μακριά από την ακτή οι χριστιανοί αγκυροβόλησαν μετά την είσοδό τους στο δυτικό ή Παλαιό Λιμάνι, το οποίο χωριζόταν από το Νέο Λιμάνι (στα ανατολικά) από ακρωτήριο που οδηγούσε προ βορρά στο νησί τού Φάρου. Είχαν έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή. Ο πρόσφατα διορισθείς κυβερνήτης (wali, ουαλί) τής πόλης απουσίαζε για προσκύνημα στη Μέκκα και μόνο μικρή φρουρά, χωρίς Μαμελούκους ανάμεσά τους, επάνδρωνε τις επιβλητικές οχυρώσεις. Η άνοδος τής στάθμης των νερών τού Νείλου θα εμπόδιζε την αποστολή στρατευμάτων από την πρωτεύουσα τού Καΐρου.

Ο βασιλιάς και το συμβούλιό του αποφάσισαν να μην αποβιβαστούν αμέσως. Μια ήσυχη βραδιά στο πλοίο θα προετοίμαζε καλύτερα τούς σταυροφόρους για πρωινή δράση. «Τότε, ολόκληρη εκείνη τη μέρα και τη νύχτα, οι Σαρακηνοί οχύρωναν την πόλη», γράφει ο Mεζιέρ, «και ενώνονταν σε αναρίθμητα πλήθη με τον στρατό τους κατά μήκος τής ακτής. Δεν φαίνονταν να ανησυχούν για τις δυνάμεις μας, ενώ με σάλπιγγες, λάβαρα υψωμένα ψηλά και αμέτρητους δαυλούς στην ακτή τού λιμανιού μάς παρακολουθούσαν προσεκτικά στη διάρκεια ολόκληρης τής νύχτας».44

Όταν ήρθε το πρωί τής Παρασκευής 10 Οκτωβρίου, συνεχίζει ο Mεζιέρ, ο ήλιος έλαμπε έντονα πάνω στις ασπίδες, τα όπλα και τις γαλέρες τού χριστιανικού στρατεύματος «προς τρόμο των εχθρών τού σταυρού». Αλλά στην πραγματικότητα πολλοί από τούς κατοίκους βγήκαν από την πόλη, για να θαυμάσουν την ναυτική παράταξη κάτω από τα τείχη τους. Υπήρχαν οι συνήθεις πωλητές με είδη για παζάρεμα. Λίγοι από αυτούς φαίνονταν να έχουν επίγνωση τής έκτασης τού κινδύνου που βρισκόταν μπροστά τους. Προς το παρόν τα μέλη τής φρουράς κι ένα τραχύ σώμα βεδουΐνων απλώνονταν κατά μήκος τής ακτής, για την υπεράσπιση τής πόλης από την επίθεση που φαινόταν προ των πυλών. Είχαν όπλα, αλλά όχι πανοπλίες, ενώ έλπιζαν να αποτρέψουν την αποβίβαση τού εχθρού με βέλη, ακόντια και σπαθιά. Ο εκτελών χρέη διοικητή, κάποιος Τζανγκάρα, που είχε έρθει στην Αλεξάνδρεια μόλις πριν τέσσερις μήνες, υπέκυψε στην επιμονή εκείνων που είχαν ιδιοκτησίες έξω από τα τείχη και τις οποίες είχαν άγχος να προστατεύσουν. Θα ήταν καλύτερο να είχε συγκεντρώσει όλη τη διαθέσιμη ανθρώπινη δύναμή του μέσα στην πόλη, για να υπερασπιστεί τα τείχη και τις πύλες.45

Ο βασιλιάς Πέτρος και το συμβούλιό του είχαν αποφασίσει να ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις απόβασης την τρίτη ώρα. Ο Πιέρ Τομά έδωσε στο ένοπλο πλήθος την ευλογία του και τούς προέτρεψε «να δώσουν θαρραλέα τη μάχη τού Θεού, γιατί σήμερα οι πύλες τού παραδείσου είναι ανοιχτές!» Βασιλικός σαλπιγκτής έδωσε το σύνθημα. Σιγά-σιγά οι γαλέρες και τα άλλα πλοία άρχισαν να κινούνται με καθορισμένη σειρά προς την παραλία όπου υπήρχαν πολλοί άνθρωποι. Οι Σαρακηνοί τοξότες τούς περίμεναν και έριχναν βέλη στα πλήθη των ανδρών επί τού καταστρώματος «σαν βροχή πάνω στο χώμα». Αλλά οι γαλέρες συνέχιζαν να πλησιάζουν και οι ναύτες άρχισαν να ρίχνουν έξω σκαλοσάνιδα (gangplanks) για την απόβαση. Οι Σαρακηνοί δεν έδειχναν να φοβούνται τα βλήματα των χριστιανών και καλυπτόμενοι από τις ασπίδες τους μπήκαν μέχρι το στήθος στο νερό για να αντιταχθούν στους εισβολείς.

Σύμφωνα με τον αν-Νουαΐρι, μια ομάδα εθελοντών από το Μαρόκο προσπάθησε να εμποδίσει την αποβίβαση των σταυροφόρων εκσφενδονίζοντας πυρσούς με νάφθα στις γαλέρες που πλησίαζαν, αλλά είχαν τόσο λίγη και τόσο καθυστερημένη υποστήριξη από την ακτή, ώστε οι λίγοι πυρσοί που έριξαν προφανώς δεν έφτασαν στον στόχο τους και ο Mεζιέρ δεν τούς αναφέρει καθόλου. Οι αντίσταση των Σαρακηνών ήταν τέτοια, ώστε χρειάστηκαν σχεδόν μια ώρα για να αποβιβαστούν. Όμως καθώς άρχισαν να οπισθοχωρούν, το χριστιανικό πεζικό ξεχύθηκε από τις γαλέρες, ενώ έφιπποι πάνοπλοι άνδρες κάλπασαν έξω από τις χαμηλές πρύμνες των πλοίων μεταφοράς αλόγων. Ο Mεζιέρ γράφει ότι «οι Σαρακηνοί γύρισαν τις πλάτες τους και τράπηκαν σε φυγή προς την πόλη, αλλά οι άνδρες μας τούς ακολούθησαν και σφάζοντάς τους τούς καταδίωξαν μέχρι την ίδια την πύλη (πύλες)».46 Ο Mασώ μάς πληροφορεί ότι σε αυτές τις πρώτες συγκρούσεις οι 8.000 άνδρες τού στρατού των Κυπρίων σκότωσαν τόσο πολλούς Σαρακηνούς, ώστε η θάλασσα γέμισε αίμα,47 ενώ ο αν-Νουαΐρι βεβαιώνει επίσης τις μεγάλες απώλειες των μουσουλμάνων πριν κλείσουν οι πύλες.48

Οι Σαρακηνοί μέσα στην πόλη επάνδρωσαν αμέσως τα προς τη θάλασσα τείχη, αλλά οι σταυροφόροι άναψαν φωτιές στις δεμένες με σίδερο βαριές ξύλινες πύλες και (λέει ο Μεζιέρ) «μέσα σε μια ώρα οι Σαρακηνοί, δεχόμενοι επίθεση από τον Θεό, άφησαν τα τείχη και τούς πύργους, έχασαν το θάρρος τους, εγκατέλειψαν την πόλη και τράπηκαν σε φυγή προς τη Βαβυλώνα [Κάιρο]». χριστιανικά λάβαρα ανέμιζαν σύντομα στα τείχη και ο βασιλιάς, ο λεγάτος και το σύνολο τού στρατού μπόρεσαν να εισέλθουν «με τον σταυρό μπροστά» (cruce praecedente) από τις καμένες πύλες. «[Με αυτόν τον τρόπο] η μεγάλη πόλη τής Αλεξάνδρειας καταλήφθηκε από τούς χριστιανούς, με θεία βοήθεια, περίπου την ένατη ώρα, την Παρασκευή, τη δέκατη ημέρα τού Οκτωβρίου τού έτους ΄εξήντα πέντε΄».49

Όμως ο Γκυγιώμ ντε Μασώ έχει να πει μάλλον διαφορετική ιστορία με τον απεραντολόγο τρόπο του. Όταν ο βασιλιάς Πέτρος μελετούσε τις κλειδωμένες πύλες και τούς τοξότες στα ψηλά τείχη, διέταξε τον σαλπιγκτή του να σαλπίσει υποχώρηση. Έδωσε εντολή στους κουρασμένους άνδρες του να ξεκουραστούν και να βγάλουν τα υπόλοιπα άλογα από τα πλοία μεταφοράς. Όταν έγινε αυτό, ορισμένοι ιππότες συγκεντρώθηκαν γύρω του. Χαιρετώντας τους με φιλικό τρόπο, ο Πέτρος παρατήρησε ότι έπρεπε όλοι να εξετάσουν με ποιο τρόπο θα καταλάμβαναν την πόλη: «Επειδή σίγουρα χρειαζόμαστε συμβουλή με ποιόν τρόπο θα παρθεί αυτή η μεγάλη πόλη».50

Οι ιππότες αποθαρρύνθηκαν. Η πόλη δεν μπορούσε να παρθεί ούτε με επίθεση ούτε με πολιορκία, ενώ δεν θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα τείχη, ούτε να εξαναγκάσουν τούς υπερασπιστές της σε παράδοση από πείνα. Οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν καταστροφή, γιατί οι εχθροί ήσαν περισσότεροι από αυτούς, «χίλιοι προς ένα» (bien mille contre un). Αυτή ήταν η κοινή άποψη. Ο Πέτρος συγκάλεσε το συμβούλιό του για να εξετάσει το θέμα σε υψηλότερο επίπεδο σοφίας. Θα ήταν ντροπή, τούς είπε, να αποσυρθούμε χωρίς να καταλάβουμε την πόλη ή τουλάχιστον χωρίς να επιτεθούμε στους μουσουλμάνους. Ζήτησε συμβουλή που θα τιμούσε τον Θεό και δεν θα ντρόπιαζε το χριστιανικό στράτευμα. Όταν οι σοφοί τον άκουσαν και ζύγισαν τα λόγια του, ένας ναύαρχος (un amiraut) ήταν ο πρώτος που μίλησε: «Μεγαλειότατε, μπορείτε να δείτε καθαρά ότι αυτή η πόλη είναι πολύ ισχυρή…». Τα τείχη ήσαν ψηλά και παχιά, οι στέρεοι πύργοι καλά εφοδιασμένοι με πυροβολικό (bonnes tours … bien garnies d’ artillerie). Οι Σαρακηνοί στα τείχη ήσαν έξυπνοι και προσεκτικοί. Διέθεταν πολλές πέτρες και καταπέλτες (mangonels) για να τις εκτοξεύουν. Υπό αυτές τις συνθήκες «καθένας τους θα αξίζει για δέκα από τούς ανθρώπους σας». Επιπλέον, σε ολόκληρη τη διαδρομή από την Αλεξάνδρεια μέχρι το Κάιρο, ακόμη και μέχρι την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με τον εύγλωττο ναύαρχο, δεν υπήρχε ούτε καλύβα, σπίτι ή φρούριο στο οποίο θα μπορούσαν να καταφύγουν οι χριστιανοί σε περίπτωση ανάγκης. «Μεγαλειότατε, με όλη τη νομιμοφροσύνη μας», δήλωσε ομόφωνα το Συμβούλιο, «σας λέει την απλή αλήθεια».51

Αλλά ο Πέτρος ήταν πεπεισμένος ότι ο Θεός θα αντάμειβε τις προσπάθειές τους για τη χριστιανική υπόθεση. Τούς ζήτησε απλώς να δείξουν τη λεβεντιά τού ιππότη. «Τότε αυτοί απάντησαν όλοι μαζί, ΄Εμείς λέμε ό,τι φαίνεται καλύτερο σε εμάς. Μεγαλειότατε, πάμε όπου θέλετε. Κανείς μας δεν θα λιποτακτήσει, γιατί η τιμή μας και οι ζωές μας είναι δικές σας, είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε!΄» Η καρδιά τού Πέτρου αγαλλίασε με την απάντηση και έβαλε κράχτη να φωνάξει ανάμεσα στο στράτευμα ότι επρόκειτο να επιτεθούν στην πόλη. Πρόσφερε 1.000 φλουριά στον πρώτο που θα ανέβαινε στα τείχη, 500 στον δεύτερο και 300 στον τρίτο. Τότε κάλεσε τον αρχιθαλαμηπόλο του, τον Πέρσιβαλ τής Κολωνίας, που γνώριζε την πόλη και ο οποίος είχε πει ότι μια πύλη ήταν «λιγότερο δυνατή από τις άλλες» και ότι αυτό ήταν το ιδανικό μέρος για δυναμική επίθεση. Ο Πέρσιβαλ προσδιόρισε το αδύνατο σημείο τού κυκλώματος των τειχών ως «Πύλη Τελωνείου» (c’est la Porte de l’ Audouanne), μέσω τής οποίας περνούσαν στην πόλη όλα τα εμπορεύματα. Ο Πέτρος στη συνέχεια κάλεσε τον κοντόσταυλό του (constable), «που ήταν ξεχωριστό πρόσωπο» και τούς δύο διοικητές του. Τούς είπε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε αμέσως και ότι ο Πέρσιβαλ θα τούς οδηγούσε στην πύλη. Μια σύντομη ώρα αρκούσε για να συγκεντρώσει ο σαλπιγκτής τον στρατό στην Πύλη Τελωνείου, στο ανατολικό άκρο τού βόρειου τείχους και η επίθεση ήταν έτοιμη να ξεκινήσει.52

Στο μεταξύ, ο εμίρης Τζανγκάρα, ύστερα από τη μάταιη προσπάθεια να αποτρέψει την αποβίβαση των χριστιανών, είχε παρακολουθήσει τη φυγή των μουσουλμάνων προς τις πύλες τής πόλης από τη θέση του στη χερσόνησο που ονομάζεται νησί τού Φάρου. Ήταν τραυματισμένος από βέλος, ενώ το χριστιανικό κύμα τον είχε σχεδόν αποκόψει από τις πύλες προς την πόλη, αλλά ιππεύοντας και τσαλαβουτώντας με τη συνοδεία του στο νερό, κατόρθωσε με κάποιο τρόπο να ξαναμπεί στην πόλη μέσω τής Πύλης τής Νεκρόπολης (Bab al-Khaukhah), τής μόνης πύλης στο δυτικό τείχος. Έσπευσε στο θησαυροφυλάκιο εκεί κοντά και συσκεύασε όλο το χρυσάφι και το ασήμι για γρήγορη μεταφορά στο Κάιρο μέσω μιας από τις νότιες χερσαίες πύλες. Η αστυνομία τής Αλεξάνδρειας συνέλαβε περίπου πενήντα Λατίνους προξενικούς αξιωματούχους και εμπόρους (συμπεριλαμβανομένου τού Ενετού πρόξενου Αντρέα Βενιέρ) και τούς έστειλε μακριά ως ομήρους μέσω χερσαίας πύλης προς την πόλη τής Νταμανχούρ. Εκτέλεσαν ένα ταραχώδη Λατίνο «για να ενθαρρύνουν τούς άλλους» (pour encourager les autres). Τώρα πια οι χριστιανοί είχαν φθάσει στο βόρειο τείχος και είχαν προσπαθήσει να πυρπολήσουν την Πύλη τής θάλασσας (Bab al-Bahr) κυλώντας βαρέλια με καύσιμο μέχρι την πύλη και βάζοντάς τους φωτιά. Οι αντίπαλοί τους από το τείχος τούς απομάκρυναν και οι χριστιανοί μετακινήθηκαν πιο ανατολικά, όπου βρήκαν θέση χωρίς υπερασπιστές και όπου δεν υπήρχε τάφρος να εμποδίζει την αναρρίχησή τους στο τείχος. Έτσι, σύμφωνα με τον αν-Nουαΐρι, βρήκαν την ευάλωτη θέση στην πύλη Μπαμπ αντ-Ντιουάν (Bab ad-Diwan), την οποία οι Γάλλοι γνώριζαν ως Πύλη Τελωνείου και στην οποία ο Μασώ λέει ότι τούς είχε οδηγήσει ο Πέρσιβαλ τής Κολωνίας.

Οι σταυροφόροι πυρπόλησαν την Πύλη Τελωνείου προφανώς χωρίς παρεμβολή των μουσουλμάνων. Εισέβαλαν μέσω τής καιόμενης πύλης και ανέβηκαν στα τείχη με σκάλες. Δεν υπήρχαν μέλη τής φρουράς σε αυτό το σημείο, επειδή ο προϊστάμενος υπάλληλος και ο επιθεωρητής τού κυβερνητικού γραφείου ή Ντιουάν (Diwan) είχαν αποκλείσει την πύλη (και προφανώς κλειδώσει τις εσωτερικές πύλες που οδηγούσαν στην περιοχή τού τελωνείου) για να εμποδίζουν τούς εμπόρους να τη χρησιμοποιούν αποφεύγοντας την καταβολή τελωνειακών δασμών. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται ότι είχαν μπλοκάρει τις εσωτερικές προσπελάσεις προς τούς πύργους εκατέρωθεν τής Πύλης Τελωνείου. Γρήγορη πρόσβαση σε αυτούς τούς πύργους από το υπόλοιπο τείχος ήταν προφανώς αδύνατη, πράγμα που αποτελούσε προφανή ανεπάρκεια στο αμυντικό σύστημα, την οποία ο Πέρσιβαλ τής Κολωνίας είχε ενδεχομένως παρατηρήσει κατά την περίοδο τής φυλάκισής του στην Αλεξάνδρεια. Εν πάση περιπτώσει, υπήρξε υποψία προδοσίας και αργότερα ο κυβερνήτης τής πόλης εκτέλεσε τον επικεφαλής υπάλληλο, ο οποίος φημολογούνταν ότι είχε έρθει σε επαφή με τον βασιλιά τής Κύπρου.

Όταν οι μουσουλμάνοι είδαν τον εχθρό πάνω στο τείχος και να ξεχύνεται από τη σπασμένη και καιόμενη Πύλη Τελωνείου, τράπηκαν σε φυγή μέσω των τριών χερσαίων πυλών στα νότια και ανατολικά τείχη τής πόλης. Σταυροί και χριστιανικά λάβαρα στήθηκαν στις επάλξεις και οι σταυροφόροι άρχισαν να λεηλατούν την πόλη. Ο αν-Nουαΐρι μάς έχει αφήσει σπαραξικάρδια ιστορία τής λεηλασίας. Οι εισβολείς εισέβαλαν σε αποθήκες, ιδιωτικές κατοικίες και ξενώνες και στοίβαζαν τη λεία τους σε καμήλες, μουλάρια και άλογα. Σκότωσαν όσους προσπαθούσαν να κρυφτούν, σακάτεψαν υποζύγια που δεν θα χρειάζονταν, θρυμμάτισαν λάμπες στα τζαμιά και συνέλαβαν μεγάλο αριθμό τρομοκρατημένων αιχμαλώτων.

Οι σταυροφόροι συμμετείχαν σε λεηλασία καταστροφής από το απόγευμα τής Παρασκευής μέχρι την επόμενη μέρα 11 Οκτωβρίου, λεηλατώντας και πυρπολώντας τα περίπτερα των ανταλλακτών χρημάτων και τα καταστήματα των εμπόρων ακριβών υφασμάτων, παλαιών ρούχων, κηροπηγίων, γυάλινων φιαλών, τσουκαλιών και τηγανιών. Λεηλάτησαν τα καταστήματα των χρυσοχόων και άρπαξαν τα εμπορεύματα εμπόρων από το Κάιρο και τη Δαμασκό, τα οποία βρήκαν όλα συσκευασμένα και έτοιμα για εξαγωγή. Πήραν τα καρούλια φίνου μεταξιού που είχαν φέρει στην Αλεξάνδρεια Πέρσες και άλλοι έμποροι, ενώ γύμνωσαν τις ιδιωτικές κατοικίες από κοσμήματα, στολίδια, χάλκινα σκεύη, ακόμη και κρεβάτια. Οι φωτιές που έβαλαν επεκτάθηκαν σε εκτεταμένες περιοχές, δημόσιες αγορές καταναλωτών, μουσουλμανικά σχολεία και εργαστήρια κεντημάτων και έφτασαν σε κάθε δρόμο, σοκάκι και πλατεία τής πόλης. Λάδι, μέλι, και ζωικό λίπος κυλούσαν στους δρόμους γεμάτα με σπασμένα γυαλιά και πήλινα θραύσματα. Μέσα στην άγνοια ή την παράλογη οργή τους έβαλαν φωτιά στους ξενώνες (fondachi) των Καταλανών, Γενουατών και Μαρσεγιέζων, αλλά προς ικανοποίηση τού αν-Νουαΐρι δεν κατάφεραν να βρουν το μουσουλμανικό οπλοστάσιο, το οποίο ήταν γεμάτο όπλα. Οι ευσεβείς σταυροφόροι σκότωναν μουσουλμάνους όπου τούς συναντούσαν, ακόμη και στα τζαμιά, όπου πολλοί είχαν προφανώς αναζητήσει καταφύγιο. Κατέστρεφαν ό,τι δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους κι έτσι τα καταστήματα φουντουκιών και φτηνότερων ειδών έβγαζαν καπνούς, όπως και οτιδήποτε άλλο το οποίο οι επιδρομείς δεν μπορούσαν να ανεβάσουν στα παραφορτωμένα πλοία τους, από τα οποία (λέει ο αν-Νουαΐρι) υπήρχαν περισσότερα από εβδομήντα. Πυρπολήθηκαν τζαμιά και άλλα κτίρια μέσα στα τείχη και κατεδαφίστηκαν τα ανάκτορα και οι τάφοι στο νησί Φάρος. Πτώματα αφέθηκαν πίσω να σαπίζουν στα λουτρά και τις αγορές, ενώ οι δρόμοι ήσαν στρωμένοι με κουφάρια ζώων. Τα μπαχαρικά αφέθηκαν στοιβαγμένα στην ακτή, γιατί οι γαλέρες και τα πλοία μεταφοράς δεν μπορούσαν να σηκώσουν περισσότερο φορτίο. Πολύτιμα αγαθά ρίχτηκαν στη θάλασσα για να εξασφαλιστεί ασφαλής πλοήγηση, καθώς οι γαλέρες βυθίζονταν από το βάρος πολύ χαμηλά στο νερό. Ο αν-Νουαΐρι λέει ότι αν οι Φράγκοι δεν είχαν κάψει δύο από τις τρεις χερσαίες πύλες, θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει κύριοι τής πόλης και οι μουσουλμάνοι θα ήταν δύσκολο να τούς εκβάλουν.53 Αν ο Αλλάχ δεν είχε εγκαταλείψει τον λαό του, τον είχε σίγουρα τιμωρήσει. Από την εποχή των Φαραώ, λέει ο Μασώ, δεν είχε υπάρξει τόσο μεγάλη σφαγή.54

Δεδομένου ότι ο βασιλιάς Πέτρος είχε ελπίσει να κρατήσει την Αλεξάνδρεια ως προγεφύρωμα για ενδεχόμενη επίθεση στο Κάιρο και ως σημείο αποβίβασης για την ανακατάληψη τής Ιερουσαλήμ, η αλόγιστη πυρπόληση των δύο χερσαίων πυλών αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τα σχέδια του. Θα ερχόταν κατά πάσα πιθανότητα δύναμη από το Κάιρο για την άρση τής κατάληψης, πριν μπορέσουν να αντικαταστήσουν τις πύλες. Ο Πέτρος έπρεπε λοιπόν να καταστρέψει μια γέφυρα πάνω από το μεγάλο κανάλι, το οποίο συνέδεε την Αλεξάνδρεια με τον Νείλο στο Φουβά. Η γέφυρα ήταν ο κύριος σύνδεσμος ανάμεσα στον επί τού αναχώματος δρόμο από το Κάιρο και τις καμένες πύλες. Αργά το απόγευμα τής Παρασκευής 10 Οκτωβρίου ο Πέτρος εξόρμησε με ομάδα σαράντα ανδρών για να αφαιρέσει τη γέφυρα, αλλά σύμφωνα με τον Mασώ έπεσε σχεδόν ανάμεσα σε μερικές «εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες» Σαρακηνούς, οι οποίοι προφανώς φρουρούσαν τη γέφυρα σε αναμονή ενισχύσεων από το Κάιρο. Φοβούμενος μην αποκοπεί από τις δυνάμεις του, ο Πέτρος έστρεψε με βιαστική υποχώρηση προς το καταφύγιο των τειχών τής πόλης. Ο Mασώ λέει ότι χρειάστηκε να παλέψει για να βγει από την επικίνδυνη σύγκρουση και για να το κατορθώσει σκότωσε πάνω από εκατό Σαρακηνούς.55

Εκείνο το βράδυ ο βασιλιάς είχε εξαντληθεί, «γιατί είχε πολεμήσει πολύ εκείνη την ημέρα και είχε πολύ προσπαθήσει». Διάλεξε ένα θάλαμο σε καλά οχυρωμένο πύργο, αλλά υπήρχε λίγος χρόνος για ύπνο, γιατί κατά κάποιο τρόπο υπό την κάλυψη τού σκότους μεγάλο σώμα Σαρακηνών μπήκε στην πόλη μέσω μιας από τις καμένες χερσαίες πύλες. Ο Mασώ προσδιορίζει τον τόπο εισόδου τους ως «Πύλη Αγίου Μάρκου», αλλιώς γνωστή ως «Πύλη Πιπεριού» (la Porte du Poivre). Και πάλι ο Πέτρος βρέθηκε στη σέλλα, καθώς ξημέρωνε το Σάββατο 11 Οκτωβρίου, επικεφαλής πενήντα ή εξήντα πανόπλων ανδρών (hommes d’ armes), προκειμένου να αντιμετωπίσει (λέει ο πληθωρικός Μασώ) 10.000 Σαρακηνούς. Η Θεία βοήθεια αναπλήρωσε τη δυσαναλογία των αριθμών και μετά τη σύγκρουση των όπλων ο Πέτρος καταδίωξε τούς Σαρακηνούς κατά μήκος τού Δρόμου τού Πιπεριού και έξω από την πύλη από την οποία είχαν μπει. Τούς κυνηγούσε σαν κυνηγός στην ύπαιθρο, στα νότια τής πόλης, σχεδόν μέχρι την καλά φυλασσόμενη γέφυρά τους.56 Όμως εννοείται ότι οι Σαρακηνοί θα κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανακτήσουν το λιμάνι, το οποίο για μισό σχεδόν αιώνα τούς προσέφερε μια από τις κύριες πηγές εσόδων τους. Μετά την εκδίωξη τού εχθρού από την Αλεξάνδρεια, αλλά ακόμη το Σάββατο στις 11 τού μηνός, ο Πέτρος συγκάλεσε συμβούλιο, στο οποίο συγκέντρωσε

κάθε είδος ανθρώπων, πάνοπλους άνδρες, υπηρέτες και λοχίες, οι οποίοι έπρεπε όλοι να συγκεντρωθούν σε μακρύ και πλατύ τόπο, που βρίσκεται ανάμεσα στην πόλη και τη θάλασσα, γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να τον ονομάσω. [Ο χώρος ήταν η χερσόνησος που ονομάζεται νησί τού Φάρου.] Ο βασιλιάς εμφανίστηκε ενώπιον των ανθρώπων του και ζητούσε να έχει τη συμβουλή τους, με ποιόν τρόπο θα διατηρούσε τη θέση του και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κρατήσει την πόλη.

Η απάντησή τους θα ερχόταν γρήγορα, γιατί μα τον Άγιο Πέτρο τον Μάρτυρα όλοι ήθελαν να φύγουν. Ο Γκυγιώμ Ροζέ, υποκόμης τής Τουρέν, αυτοδιορίστηκε εκπρόσωπός τους και σηκώθηκε να μιλήσει. Ανηψιός τού Κλήμεντος ΣΤ’ και ένας από τούς πλουσιότερους άρχοντες στη νότια Γαλλία, μπορούσε πάντοτε να επιβάλλει ακρόαση. Είπε ότι δεν είχαν ούτε το ένα εικοστό, ούτε το ένα εκατοστό από τούς άνδρες που χρειάζονταν για να υπερασπιστούν τούς πύργους, τα τείχη και τις επάλξεις. Υπήρχαν πεντακόσια σημεία από τα οποία οι Σαρακηνοί θα μπορούσαν να εισέλθουν στην πόλη. Οι χριστιανοί δεν διέθεταν προμήθειες και δεν είχαν τρόπο να τις αποκτήσουν. Οι Σαρακηνοί μπορούσαν να βάλουν πεντακόσιες φορές 500.000 άνδρες στο πεδίο τής μάχης «εναντίον των λίγων που είμαστε εμείς …» και κατέληξε: «Τώρα απλώς σκεφτείτε τι θα συμβεί, όταν έρθει ο σουλτάνος καλπάζοντας. Θα πιαστούμε όλοι σε ποντικοπαγίδα. Έτσι σε καμία περίπτωση μεγαλειότατε δεν συμβουλεύω να παραμείνουμε. Ας φύγουμε όλοι, γιατί πραγματικά είναι η κατάλληλη ώρα!» Οι περισσότεροι από το στράτευμα συμφώνησαν μαζί του, κυρίως οι μη-Γάλλοι σταυροφόροι. Δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω συζητήσεις, όπως είπαν, γιατί δεν μπορούσαν να κρατήσουν την πόλη και δεν ήθελαν να το κάνουν.

Μάταια ο Πέτρος έδωσε μακροσκελή απάντηση. Ήταν χίλιες φορές πιο δύσκολο να καταληφθεί μια πόλη από το να κρατηθεί. Είχαν άφθονα όπλα, άφθονη τροφή και θα μπορούσαν να πάρουν κι άλλα από την Κύπρο. Βοήθεια θα ερχόταν επίσης από την Κωνσταντινούπολη και τη Ρόδο. Έντιμοι άνδρες από παντού στη χριστιανοσύνη θα ανταποκρίνονταν στην έκκλησή τους. Ο Πιέρ Τομά «ο καλός πατριάρχης» (le bon patriarche), κήρυξε τα ίδια πράγματα με τον ίδιο σκοπό, ή μάλλον άσκοπα, αν και θρηνούσε και έκλαιγε και φώναζε στον ουρανό, ότι έπρεπε να παραμείνουν στην Αλεξάνδρεια για τη ίδια την τιμή τού Θεού, για τις ανάγκες τής χριστιανοσύνης και για την ανάκτηση τής Ιερουσαλήμ. Ο Μεζιέρ πρόσθεσε τη δική του ένθερμη έκκληση σε εκείνη τού βασιλιά και τού λεγάτου. Ο ίδιος προσφέρθηκε να υπερασπιστεί τον πιο ευάλωτο πύργο με πενήντα χέρια από τα πλοία και σαράντα από τούς ενόπλους συντρόφους του. Ήδη το βράδυ τής Παρασκευής τής διαφαινόμενης κατάκτησης, ο βασιλιάς είχε καλέσει τον Μεζιέρ στον ξενώνα του, στο κτίριο τού Τελωνείου, και τού πρόσφερε το ένα τρίτο τής πόλης ως κέντρο και υποστήριξη τού ιπποτικού τάγματος τη δημιουργία τού οποίου ονειρευόταν, των Ιπποτών τού Πάθους (Chevalerie de la Passion), που έπρεπε να έχει ως κύρια αποστολή του την ανάκτηση και υπεράσπιση των Αγίων Τόπων. Όλα ήσαν άσκοπα. Τόσοι πολλοί σταυροφόροι είχαν επιστρέψει στα φορτωμένα με λάφυρα πλοία τους, ώστε οι Σαρακηνοί σύντομα θα ξανάμπαιναν στην πόλη και ο απρόθυμος βασιλιάς, ο καγκελάριός του και ο λεγάτος δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τούς ακολουθήσουν.57

Ύστερα από μία σχεδόν εβδομάδα άγριας λεηλασίας, οι χριστιανοί απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 1365, όπως αναφέρει ο αν-Νουαΐρι, «οκτώ ημέρες» μετά την άφιξή τους. Πήραν μαζί τους 5.000 αιχμαλώτους για να τούς πουλήσουν ή να τούς δώσουν ως σκλάβους. Λέγεται ότι ο ίδιος ο σουλτάνος χρειάστηκε να έρθει στην Αλεξάνδρεια και η κυβέρνησή του χρειάστηκε να διατάξει την ανοικοδόμηση τής κατεστραμμένης πόλης. Οι Κόπτες και οι χριστιανοί έμποροι στην Αίγυπτο υποχρεώθηκαν να διαθέσουν σημαντικά ποσά για την πληρωμή λύτρων για τούς αιχμαλώτους που βρίσκονταν σε χριστιανικά χέρια. Η κυβέρνηση τού σουλτάνου φυλάκισε διακεκριμένους χριστιανούς υπηκόους, πολλοί από τούς οποίους έχασαν την περιουσία τους με δήμευση.58 Αλλά η λεηλασία τής Αλεξάνδρειας ήταν τόσο απόλυτα, ανενδοίαστα καταστροφική, ώστε η περιοχή εντός των τειχών ποτέ δεν αποκαταστάθηκε και η πόλη δεν ξανάρχισε να ανακτά την προηγούμενη εμπορική σημασία της παρά μόνο τον 19ο αιώνα.59

Κατά κάποιο τρόπο ίσως υπήρχε λιγότερη λύπη στο Κάιρο μετά την αποχώρηση τού χριστιανικού στόλου απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Αν ο αφανισμός τής Αλεξάνδρειας ως κέντρο τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου σήμαινε λιγότερους ξένους στην Αίγυπτο, όμως οι ξένοι αποτελούσαν ενόχληση για τούς εμίρηδες, τούς Μαμελούκους, καθώς και για τον στρατό, που συγκέντρωναν σημαντικά έσοδα από φόρους γης, ορυχεία στυπτηρίας και νίτρου, υποτιμημένο νόμισμα, επιβολές σε Εβραίους και χριστιανούς και (όταν δινόταν η ευκαιρία) από λεηλασίες.60 Όμως η επιθυμία για εκδίκηση παρέμενε ισχυρή ανάμεσα στους σουλτάνους και τούς εμίρηδες για περισσότερα από εξήντα χρόνια, έως ότου τελικά ικανοποιήθηκε με την αιγυπτιακή επίθεση εναντίον τής Κύπρου το 1425 και την σχεδόν κατάκτηση τού νησιού το 1426, όταν ο βασιλιάς Ιανός των Λουζινιάν συνελήφθη και οδηγήθηκε σε οκτάμηνη φυλάκιση στο Κάιρο.61 Ένα από τα κύρια αποτελέσματα τής σταυροφορικής καταστροφής τής Αλεξάνδρειας ήταν η ενδεχόμενη καταστροφή τού βασιλείου των ίδιων των σταυροφόρων, τού βασιλείου τής Κύπρου.

Σύμφωνα με τον Φιλίπ ντε Μεζιέρ το κλυδωνιζόμενο από καταιγίδες ταξίδι τού χριστιανικού στόλου προς την Κύπρο ήταν τόσο τρομακτικό, που οι σταυροφόροι εύχονταν να είχαν παραμείνει για το έργο τού Θεού στην Αλεξάνδρεια. Αλλά τελικά αποβιβάστηκαν με ασφάλεια στη Λεμεσό στη νότια ακτή τού νησιού και οι γαλέρες συνέχισαν γύρω από το Κάβο Γκρέκο προς την Αμμόχωστο για να ξεφορτώσουν τα λάφυρα.62 Ο βασιλιάς Πέτρος και ο Πιερ Τομά πήγαν στη Λευκωσία, όπου ο λεγάτος έβαλε τον βασιλιά και τον στρατό να ευχαριστήσουν τον Θεό, οργανώνοντας πομπή και γιορτάζοντας τη νίκη τους επί των Σαρακηνών. Ο Πιέρ κήρυξε στους Κυπρίους αυτοπεποίθηση για τον πόλεμο που είχε έτσι αρχίσει με τον σουλτάνο και για τη σταυροφορία που φαινόταν πια ότι είχε ξεκινήσει. Ύστερα από συνάντηση τού βασιλικού συμβουλίου, ο Πέτρος ζήτησε από τον λεγάτο να επιστρέψει στην παπική κούρτη, να ενημερώσει τον πάπα για ό,τι είχε επιτευχθεί και να αναζητήσει περαιτέρω βοήθεια, πράγμα το οποίο ο Πιέρ Τομά συμφώνησε να κάνει και αποχαιρετώντας το βασιλιά έφυγε για την Αμμόχωστο, απ’ όπου σχεδίαζε να μπαρκάρει για την Αβινιόν. Λίγο μετά την άφιξή του διαπίστωσε ότι «άπληστοι έμποροι ήθελαν να πάνε στην Αλεξάνδρεια και πρότειναν να κάνουν δική τους ειρήνη με τον σουλτάνο». Ο Πιέρ απαγόρευσε συναλλαγές με τον άπιστο απειλώντας με την ποινή τού αφορισμού. Όμως κάποιος Ενετός, ο οποίος λίγο ενδιαφερόταν για την ποινή, απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια με μία γαλέρα, αλλά πέρασε τέτοιους κινδύνους στη θάλασσα, που γύρισε πίσω στην Κύπρο, ναυάγησε, έχασε τη γαλέρα και όλα τα υπάρχοντά του και το μόνο που κατάφερε ήταν να σώσει τη ζωή του, «και ακόμη και σήμερα», λέει ο Mεζιέρ, «ενώ η εν λόγω απαγόρευση βρίσκεται ακόμη σε ισχύ, όλο και περισσότερα πλοία από παντού ξεκινούν για την Αλεξάνδρεια σε εμπορικές επιχειρήσεις και σχεδόν όλα έχουν αντιμετωπίσει κινδύνους, ενώ ένας έμπορος, που κατάφερε να φτάσει εκεί με ασφάλεια, συνελήφθη από τούς Σαρακηνούς».63

Ήταν πιθανότατα κατά τη διάρκεια τής παραμονής τού Πιέρ Τομά στην Αμμόχωστο όταν αυτός ετοίμασε ανοιχτή επιστολή ή προσφώνηση προς τον πάπα Ούρμπαν Ε’ και τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ’, σχετικά με τη σταυροφορία τής Αλεξάνδρειας, η οποία δεν υπήρξε «δική μας μάχη, αλλά τού Θεού και αυτό είναι πιο θαυμαστό από όλα τα θαύματα και η ιστορία θα λέγεται πάντοτε …, καθώς η μάχη δεν κράτησε ούτε μια ώρα και κανένας από τούς άνδρες μας δεν έχασε τη ζωή του στη μάχη, αν και τα τείχη ήσαν απόρθητα και άοπλοι άνδρες ήταν εκείνοι που αναρριχήθηκαν πρώτοι σε αυτά». Η Αλεξάνδρεια είχε πέσει στο χριστιανικό στράτευμα από θαύμα, μια πόλη τόσο πολυάνθρωπη όπως το Παρίσι, τόσο ελκυστική όσο η Βενετία, τόσο καλοσχεδιασμένη όπως η Γένουα, πλούσια, ευχάριστη, γόνιμη, κέντρο για τούς εμπόρους όπως και για όλη την ανθρωπότητα, η ίδια η βασίλισσα τής Αιγύπτου, ενώ η Αλεξάνδρεια μπορούσε να μετατραπεί σε Ανατολική πύλη τής χριστιανοσύνης αν οι σταυροφόροι κατόρθωναν να την κρατήσουν. Ο θρήνος τού Πιέρ Τομά ήταν σχεδιασμένος για παρουσίαση ενώπιον κοινού (nunc materiam deduco gemitus in publicum). Το πομπώδες ύφος του και τα βιβλικά αποσπάσματα θα τύγχαναν καλής υποδοχής στην παπική κούρτη, όπου έλπιζε ίσως να διαβάσει το κείμενό του.

Η κακία, κατά τον Πιέρ Τομά, είχε χωρίσει εκείνους που ο Θεός είχε ενώσει για να καταλάβουν την πόλη, ενώ ανταγωνισμός είχε προκύψει ανάμεσα στους ηγεμόνες. Οι Άγγλοι είχαν αποσυρθεί πρώτοι, αφού συνωμότησαν με ηγεμόνα, τού οποίου το όνομα ο Πιέρ απέφευγε να αναφέρει [τού Γκυγιώμ Ροζέ] λόγω τής καταγωγής του και τής κακής του πρόθεσης. Μερικοί Γάλλοι, περισσότεροι Γερμανοί και όλοι οι Ιταλοί φώναζαν εναντίον του και ήταν τότε που ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ είχε προσφερθεί να υπερασπιστεί τον περισσότερο εκτεθειμένο σε επιθέσεις πύργο. Αλλά υπήρξε εκτεταμένη λιποταξία στις τάξεις των σταυροφόρων, που είχαν εξοργίσει τον Θεό με την έλλειψη πίστης στη θεϊκή δύναμη, ενώ ο ναύαρχος τού Οσπιταλίου, προς διαρκή ντροπή του, βρισκόταν ανάμεσα σε αυτούς τούς αχρείους.

Είχαν δει θαύματα στο ταξίδι προς Αλεξάνδρεια, τη φυγή των μουσουλμάνων και την κατάληψη τής πόλης χωρίς αντίσταση, αλλά τούς έλειπαν η πίστη, ο επαρκής αριθμός και η υποστήριξη από τη Δύση. Ο Πιέρ έκανε έκκληση για επανάληψη τής σταυροφορίας και παρακαλούσε τον πάπα να «προτρέψει τούς ανθρώπους, να χορηγήσει συγχωροχάρτια, να δαπανήσει τον θησαυρό τής εκκλησίας», ενώ αναζητούσε βοήθεια από τον αυτοκράτορα, για τον οποίο οι φήμες έλεγαν ότι ήταν πλούσιος, «στον οποίο ο Θεός είχε δώσει περισσότερη σοφία από τον Σολομώντα, περισσότερη δύναμη από τον Φαραώ». Οι Ενετοί και οι Γενουάτες θα παρείχαν τα πλοία, ο παπισμός τα συγχωροχάρτια, οι άνθρωποι την αφοσίωση, ο κλήρος τις προσευχές και τη νηστεία και έτσι ολόκληρη η χριστιανοσύνη θα πρόσφερε τη συμβολή της. «Δείξε τη δύναμή σου, Κύριε, έλα και ελευθέρωσέ μας. Ελευθέρωσε αυτή την ιερή πόλη τής Ιερουσαλήμ!»64

Ο Πιέρ Τομά δεν έζησε πολύ μετά τη σύνθεση αυτής τής προσφώνησης, ενώ από την εγκατάλειψη τής Αλεξάνδρειας μέχρι την ημέρα που πέθανε, σύμφωνα με τον καγκελάριο Μεζιέρ, η συνήθης χαρά του έδωσε τη θέση της στη μελαγχολία. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από την Αμμόχωστο για την Αβινιόν, ο Πιέρ ρίχτηκε στις επαχθείς επισημότητες τής παλίρροιας των Χριστουγέννων, κάνοντας λειτουργίες σχεδόν χωρίς τέλος. Την παραμονή των Χριστουγέννων τσαλαβουτούσε μέσα στη λάσπη από το μοναστήρι των Καρμελιτών όπου διέμενε μέχρι τον καθεδρικό ναό τού Αγίου Νικολάου για να λειτουργήσει τον Όρθρο. Η κατάστασή του είχε αποδυναμωθεί από παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες, ενώ κρύωσε γιατί φορούσε το ίδιο ελαφρύ ρούχο χειμώνα και καλοκαίρι. Το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου πήγε ξυπόλυτος μέσα στη λάσπη από την εκκλησία των Καρμελιτών στην Παναγία τής Κανά έξω από την πόλη. Στάθηκε με γυμνά πόδια (nudis pedibus) πάνω στο κρύο πέτρινο πάτωμα και χοροστάτησε ο ίδιος σε μια ακόμη πανηγυρική λειτουργία. Υπήρξαν κι άλλες λειτουργίες την Κυριακή και τη Δευτέρα. Την Τρίτη, στις 30 τού μηνός, βρισκόταν στην αγωνία υψηλού πυρετού. Την Τετάρτη ήλθε ο Μεζιέρ από τη Λευκωσία με το γιατρό τού βασιλιά.

Ο Πιέρ Τομά φαινόταν να είναι καλύτερα και ο Mεζιέρ έμεινε μαζί του μέχρι το Σάββατο 3 Ιανουαρίου (1366), όταν αυτός επέμενε να επιστρέψει ο Μεζιέρ στη βασιλική αυλή στη Λευκωσία, για να ολοκληρώσει τις ρυθμίσεις για το μακρύ ταξίδι τους στην Αβινιόν, επειδή ο λεγάτος και ο καγκελάριος θα πήγαιναν μαζί στην παπική κούρτη. Την Κυριακή ο Πιέρ εξομολογήθηκε για τελευταία φορά, έλαβε την επιθανάτια κοινωνία των αχράντων μυστήριων και υπαγόρευσε τη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο. Η κατάστασή του χειροτέρευε και τη Δευτέρα στις 5 τού μηνός πήρε το Άγιο μύρο από τα χέρια τού Σίμωνα, τού επισκόπου Λαοδικείας, που ήταν ένας από τούς Κυπρίους απεσταλμένους στην κούρτη τον Αύγουστο τού 1350.65 Ο Mεζιέρ έσπευσε πίσω στην Αμμόχωστο και έφτασε έγκαιρα για να παραστεί μάρτυρας τού θανάτου τού Πιέρ Τομά το βράδυ των Φώτων, στις 6 Ιανουαρίου.66 Ο Φραγκισκανός Χουάν Καρμεσσόν, επαρχιακός προϊστάμενος τού τάγματός του στους Αγίους Τόπους, κήρυξε το επικήδειο κήρυγμα, και έχοντας ξαφνικά κατανικηθεί από το Άγιο Πνεύμα (όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα), εξέπληξε τούς ακροατές του αποκαλώντας τον Πιέρ Τομά Άγιο σε όλο το κήρυγμά του67 και μολονότι ο Πιέρ ποτέ δεν αγιοποιήθηκε, οι συνάδελφοί του Καρμελίτες τον λατρεύουν για αιώνες σαν πραγματικό Άγιο.

Η σταυροφορία τής Αλεξάνδρειας είχε ενθουσιάσει την Ευρώπη με τα νέα, που έγιναν γνωστά στην Αβινιόν περί τις αρχές Δεκεμβρίου (1365),68 μιας επιτυχίας κατά των απίστων σχεδόν ισοδύναμης στην τόλμη και το μακελειό της με την πρώτη κατάληψη τής Ιερουσαλήμ. Όμως η ικανοποίηση ήταν βραχύβια, καθώς οι ανατολικοί χριστιανοί άρχιζαν να αισθάνονται το βάρος τής οργής των μουσουλμάνων. Η διατάραξη τού εμπορίου με την Αίγυπτο προκάλεσε ελλείψεις μπαχαρικών, τα οποία κόστιζαν όλο και περισσότερο στις δυτικές αγορές.69 Αλλά η κυβέρνηση τού σουλτάνου έστειλε απεσταλμένο στη Βενετία, όπως διαμαρτυρόταν ο πάπας Ούρμπαν Ε’ στον δόγη Mάρκο Κορνέρ (στις 25 Ιανουαρίου 1366), για να παραπλανήσει τούς υπηρέτες τού Χριστού κουνώντας μπροστά τους «μεζέδες βρώμικου χρήματος» (esca mundani lucri). Οι Αιγύπτιοι έστειλαν παρόμοια αποστολή στη Γένουα και φυσικά κατά τη γνώμη τού Ούρμπαν οι προτάσεις τους, προφανώς για ειρήνη και επανάληψη τού εμπορίου, θα ήσαν μόνο επιζήμιες για τον βασιλιά τής Κύπρου και για εκείνους που αναμενόταν να συμμετάσχουν σε άλλη εκστρατεία. Ο Ούρμπαν λοιπόν απαγόρευσε στους Ενετούς (και στους Γενουάτες) να διαπραγματεύονται με τούς Αιγυπτίους απεσταλμένους χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με την Αγία Έδρα και ρητή άδειά της, «ιδιαίτερα όσο το ημιτελές έργο τής σταυροφορίας παραμένει σε εκκρεμότητα».70

Στις 29 Ιανουαρίου, μία εβδομάδα πριν φτάσει η επιστολή τού πάπα στη λιμνοθάλασσα, διαπιστευτήρια και πιστωτική επιστολή είχε εκδοθεί από τον δόγη και το Κολλέγιο για τούς Φραντσέσκο Μπέμπο και Πιέτρο Σοράντσο, που ξεκινούσαν για την αυλή τού σουλτάνου στο Κάιρο.71 Δύο άλλοι πρέσβεις, ο Μαρίνο Βενιέρ και ο Τζιοβάννι Φοσκαρίνι, στάλθηκαν στην παπική κούρτη για να κερδίσουν για λογαριασμό τής Δημοκρατίας παραχωρήσεις, τις οποίες ο πάπας δεν φαινόταν πρόθυμος να δώσει. Μερικούς μήνες αργότερα, στις 6 Ιουνίου, ο δόγης και το Κολλέγιο έγραψαν στους Βενιέρ και Φοσκαρίνι ότι οι δύο πρέσβεις στην Αίγυπτο είχαν ενημερώσει την κυβέρνηση στην πατρίδα, ότι είχαν διαπραγματευτεί συνθήκη (concordium) με τον σουλτάνο. Οι Βενιέρ και Φοσκαρίνι έπρεπε να μεταφέρουν την είδηση αυτή στον πάπα και τούς καρδινάλιους, ενώ «τώρα [έγραφε το Κολλέγιο] πρέπει να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσετε την απόλυσή σας και τον αντικειμενικό μας σκοπό, που είναι να μάς δοθεί άδεια να ταξιδεύουμε στην Αλεξάνδρεια και στις άλλες χώρες που υπακούουν στον σουλτάνο, με τον τρόπο που απαιτεί η κατάσταση τού κράτους μας». Έχοντας ρυθμίσει τη νέα συνθήκη με την κυβέρνηση τού σουλτάνου, οι Μπέμπο και Σοράντσο είχαν πάει κατευθείαν στην Κύπρο, για να προσπαθήσουν να κάνουν ειρήνη μεταξύ τού σουλτάνου και τού Πέτρου Α’. Οι Βενιέρ και Φοσκαρίνι είχαν εξουσιοδοτηθεί να πουν στον πάπα και στους καρδινάλιους, ότι η Βενετία δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα γινόταν τέτοια ειρήνη, επειδή την ήθελε ο σουλτάνος. Συνεπώς η ειρήνη εξαρτιόταν από τον Πέτρο. Λεγόταν ότι οι Ιωαννίτες ήσαν πρόθυμοι να λύσουν τις διαφορές τους με τούς Αιγυπτίους. Η παπική κούρτη έπρεπε επίσης να ενημερωθεί ότι η νέα συνθήκη που είχαν κάνει οι Μπέμπο και Σορέντσο στο Κάιρο περιλάμβανε μόνο τη συνήθη εμπορική διατύπωση τελών, δασμών και παρομοίων.72

Οι Βενιέρ και Φοσκαρίνι είχαν τις δυσκολίες τους στην Αβινιόν. Το αίτημά τους για παπική άδεια για εμπόριο με την Αίγυπτο είχε μπλοκαριστεί από επιστολή, που προφανώς είχε μόλις παραληφθεί από την παπική κούρτη, προερχόμενη από τον Γκουΐντο ντα Μπανιόλο ντι Ρέτζο, κάποτε γιατρό τού Πέτρου Α’ τής Κύπρου. Είχαν γράψει κι άλλοι τέτοια γράμματα (προφανώς μη ευνοϊκά για τη Βενετία) και ο Ούρμπαν Ε’ απαγόρευσε και πάλι στη Δημοκρατία να συνάπτει ή να τηρεί ειρήνη με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου χωρίς ρητή άδεια από την Αγία Έδρα. Το Κολλέγιο ήθελε πληρέστερες πληροφορίες σχετικά με τις κατηγορίες που διατυπώνονταν προφανώς σε βάρος τής Βενετίας, έτσι ώστε να μπορούσαν να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα για να απαντηθούν.73 Όμως ο δόγης και το Κολλέγιο επέμεναν στις προσπάθειές τους να εξασφαλίσουν την παπική άδεια και να ρυθμίσουν συνθήκη ειρήνης μεταξύ τής Αιγύπτου και τής Κύπρου, παρά το γεγονός ότι, όπως έγραψαν και πάλι στους Βενιέρ και Φοσκαρίνι στις 25 Ιουνίου, το όλο ζήτημα τώρα εξαρτιόταν από τον βασιλιά τής Κύπρου.74 Ο Μαχαιράς αναφέρει ότι οι Ενετοί είχαν εξαπλώσει στη Δύση τη φήμη ότι είχε γίνει ειρήνη μεταξύ τού σουλτάνου και τού βασιλιά, η οποία τερμάτιζε τα σχέδια των Ευρωπαίων ηγεμόνων να σπεύσουν σε βοήθεια τού βασιλιά,75 αλλά φυσικά ο Πέτρος είχε ήδη καταλάβει πόσο λίγη βοήθεια ήταν πιθανό να πάρει από την Ευρώπη. Επιστρέφοντας από την Αλεξάνδρεια είχε απολύσει (το Νοέμβριο τού 1365) τούς αλλοδαπούς ιππότες που τον είχαν βοηθήσει να καταλάβει την πόλη και τούς αντάμειβε τώρα με δώρα από «χρυσό, ασήμι, αγγεία, κοσμήματα, μεταξωτά ρούχα και μικρά άλογα».76 Ο Πέτρος ήταν πια έτοιμος για ειρήνη, τουλάχιστον αν μπορούσε να την έχει με ευνοϊκούς όρους.

Με τούς Ενετούς ως διαμεσολαβητές, υπήρξαν ανταλλαγές πρεσβειών και δώρων μεταξύ Καΐρου και Κύπρου. Κατόπιν αιτήματος τής κυβέρνησης τού σουλτάνου, ο Πέτρος απελευθέρωσε τούς περισσότερους από τούς Σαρακηνούς αιχμαλώτους που εξακολουθούσαν να κρατούνται στο νησί του. Όμως όταν ο σουλτάνος κέρδισε ό,τι μπορούσε από διαπραγματεύσεις, ξαφνικά προσβλήθηκε, σύμφωνα με τον Μαχαιρά, επειδή οι Κύπριοι πρέσβεις που είχαν σταλεί στο Κάιρο, δεν ήταν τόσο υψηλόβαθμοι, ώστε να τούς υποδεχθεί αυτός χωρίς απώλεια αξιοπρέπειας. Ο ίδιος αρνήθηκε να κάνει ειρήνη. Ο Πέτρος κατάλαβε ότι είχε εξαπατηθεί και έστειλε Γάλλο ιππότη στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει για το διπλό παιχνίδι των Σαρακηνών τον κόμη Αμαδέο ΣΤ’ τής Σαβοΐας, που βρισκόταν τότε στη μέση τής λεγόμενης σταυροφορίας του. Προέτρεψε τον Aμαδέο να ενωθεί με τούς Κυπρίους σε νέα επίθεση εναντίον των εδαφών των Μαμελούκων. Όμως ο κόμης απάντησε ότι «Ήμουν πράγματι έτοιμος να έρθω, αλλά οι Ενετοί μού είπαν ότι θα γινόταν ειρήνη και δεν υπήρχε τίποτε για μένα να κάνω. Ήρθα λοιπόν εδώ για να βοηθήσω τον εξάδελφό μου [τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο] και δεν μπορώ να τον αφήσω».77

Ύστερα από αυτό, για πέντε σχεδόν χρόνια, οι ανταλλαγές πρεσβειών μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου εναλλάσσονταν με κυπριακές επιδρομές στις ακτές τής Συρίας, ακόμη και τής Αιγύπτου. Στο μεταξύ ήδη από την 1η Μαρτίου 1366 ο Ραϋμόν Μπερενγκέρ, ο μάγιστρος τής Ρόδου, είχε ειδοποιήσει τούς Ιωαννίτες στο Ροντέζ τής νότιας Γαλλίας ότι ως αποτέλεσμα τής Αλεξανδρινής εκστρατείας ο σουλτάνος τού Καΐρου ήταν «πολύ οργισμένος» (multa furia indignatus) με τη χριστιανοσύνη τής Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα με την Κύπρο και την Ρόδο. Ο σουλτάνος δεν επιδίωκε τίποτε λιγότερο από την «πλήρη καταστροφή και ερήμωση» όλων των ανατολικών χριστιανών. Είχε στείλει απεσταλμένους δύο φορές σε όλους τούς Τούρκους εμίρηδες, ζητώντας τους να απαγορεύσουν τις εξαγωγές τροφίμων προς Κύπρο και Ρόδο και να σχηματίσουν μαζί του μουσουλμανική ένωση εναντίον των Λατίνων χριστιανών «και ειδικά εκείνων τής Κύπρου και τής Ρόδου».

Ο σουλτάνος ήθελε περισσότερες γαλέρες και πλοία, για τα οποία θα πλήρωνε όλα τα έξοδα και θα έδινε στους εμίρηδες τα έσοδα από τα εμπορικά τέλη στα λιμάνια του. Ο πλούτος του ήταν θρυλικός και τα ανατολικά φυλάκια τής Λατινικής χριστιανοσύνης αντιμετώπιζαν σοβαρότατο κίνδυνο, εκτός αν ο Θεός παρέμβαινε για να τούς βοηθήσει και ο πάπας και οι ηγεμόνες στην Ευρώπη άπλωναν τα χέρια τους για να τούς προστατεύσουν. Ήταν γνωστό ότι ο σουλτάνος κατασκεύαζε εκατό δικές του γαλέρες, με τις οποίες, σε συμμαχία με τούς Τούρκους, σχεδίαζε να επιτεθεί την άνοιξη στην Κύπρο και τη Ρόδο. Λεγόταν ότι μεγάλος αριθμός Τούρκων ναυτικών είχαν ήδη ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Θα βοηθούσαν στην επάνδρωση των αιγυπτιακών γαλερών. Ο Μπερενγκέρ λοιπόν διέταζε τον ηγούμενο τού Λα Σελβ (στην περιοχή τού Ροντέζ) να εξοπλίσει δύο γαλέρες στη Μασσαλία, με τις οποίες ο αρχηγός τού Τάγματος, τότε ο Ντραγκονέ ντε Μοντραγκόν, θα έβαζε πλώρη για τη Ρόδο το συντομότερο δυνατό με εξήντα ιππότες. Σαράντα ακόμη είχαν κληθεί να αποπλεύσουν από τη Βενετία. Ο Μπερενγκέρ καλούσε λοιπόν μεγάλο μέρος των Ιωαννιτών στη Γαλλία και τη βόρεια Ιταλία να έρθουν να υπερασπιστούν το οχυρό τού νησιού τους.78 Σύμφωνα με τον Μασώ, οι Τούρκοι εμίρηδες συγκέντρωσαν «μεγάλο στόλο» (grant navire) για να βοηθήσουν τον σουλτάνο τού Καΐρου, αλλά από εύνοια τής τύχης ο Κύπριος ναύαρχος Ζαν ντε Μονστρύ συνάντησε την αρμάδα στη θάλασσα και κατέστρεψε ή διασκόρπισε «όλες τις γαλιότες τους, που ήσαν μικρές γαλέρες».79

Αν δεν υπήρχε άμεσα διαθέσιμη γαλέρα για την προώθηση επιστολών, ακόμη και η πιο επείγουσα αλληλογραφία μπορεί να έφτανε στον προορισμό της πολύ αργότερα απ’ ό,τι υπολογιζόταν με βάση τις συνηθισμένες εκτιμήσεις απόστασης και χρόνου. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η είδηση τής επίθεσης των Μαμελούκων, που περιλαμβανόταν σε επιστολή τού Μπερενγκέρ τής 1ης Μαρτίου, θα γινόταν γνωστή στην Αβινιόν όταν στις 23 Ιουνίου οι Ενετοί πρέσβεις Βενιέρ και Φοσκαρίνι παραλάμβαναν παπική βούλα, που χορηγούσε στη Δημοκρατία το δικαίωμα να στέλνει «τέσσερα πλοία και οκτώ γαλέρες» για εμπόριο στα εδάφη τού σουλτάνου τής Αιγύπτου. Τα εν λόγω πλοία και γαλέρες θα μετέφεραν μόνο εμπορεύματα (ή χρήματα) που ανήκαν σε Ενετούς, εξαιρουμένων κάθε είδους λαθραίων όπως ξυλεία, σίδηρο ή όπλα. Η Δημοκρατία δεν θα προχωρούσε σε συνθήκη ή άλλη δραστηριότητα επιβλαβή για την εκκλησία ή τη σταυροφορία, ενώ ο πάπας απάλλασσε το ενετικό κράτος και τούς πολίτες του από κάθε πολιτική δέσμευση, την οποία είχαν ενδεχομένως αναλάβει με την κυβέρνηση τού σουλτάνου.80 Η Γερουσία, καλά ενημερωμένη στις ανατολικές υποθέσεις, προσπάθησε να θέσει την άδεια τής 23ης Ιουνίου σε άμεση ισχύ, ενώ μόλις ένα μήνα αργότερα (στις 24 Ιουλίου) ψήφισε να βάλουν τελάλη να φωνάζει από τα σκαλοπάτια τής γέφυρας τού Ριάλτο, ότι όποιος επιθυμούσε να βάλει «πλοίο, ή άλλο σκάφος» στα επερχόμενα ταξίδια προς Κύπρο, Συρία και Αίγυπτο (για να φέρει βαμβάκι στο ταξίδι τής επιστροφής) έπρεπε να εγγραφεί στην παπική κούρτη εντός τριών ημερών.81 Χρειαζόταν αυτή η βιασύνη, γιατί τον επόμενο μήνα εμφανίστηκαν στην Αβινιόν απεσταλμένοι τού Πέτρου Α’ τής Κύπρου και ζήτησαν από τον Ούρμπαν να αναστείλει την εμπορική χάρη που είχε χορηγήσει στη Βενετία, πράγμα που αυτός έκανε (στις 17 Αυγούστου 1366), λόγω τού πολέμου που υπήρχε τότε μεταξύ των Σαρακηνών και των Κυπρίων με τούς Ροδίους συμμάχους τους. Κατά την άποψη τού Ούρμπαν επρόκειτο για ιερό πόλεμο, για σταυροφορική επιχείρηση, αλλά ζητούσε από τον δόγη Mάρκο Κορνέρ να συνεχίσει τις προσπάθειές του για εξασφάλιση από τον σουλτάνο ειρήνης ή ανακωχής, ευνοϊκής για τον βασιλιά και τούς Ιωαννίτες. Δόθηκε φυσικά εντολή στον επίσκοπο τού Καστέλλο (Βενετίας) να δημοσιεύσει την παπική βούλλα τής αναστολής στην επισκοπή του.82

Ο πόλεμος και οι παπικές απαγορεύσεις είχαν περικόψει σοβαρά τα κέρδη τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου. Στις 22 Ιανουαρίου 1367 ο Ούρμπαν έδωσε άδεια στους Ενετούς να στείλουν δύο γαλέρες στα εδάφη των Μαμελούκων για να μεταφέρουν στην πατρίδα πολίτες και υπηκόους τής Δημοκρατίας, οι οποίοι κρατούνταν σε αιχμαλωσία κατά παράβαση των συνθηκών που οι Ενετοί υποτίθεται ότι είχαν με την αιγυπτιακή κυβέρνηση. Οι γαλέρες αναχώρησαν για την Ανατολή στις 18 Φεβρουαρίου, μεταφέροντας τούς Φραντσέσκο Μπέμπο και Ντομένικο Μιτσιέλ ως απεσταλμένους στον σουλτάνο,83 αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα η αποστολή τους έφερε λίγα αποτελέσματα. Μέχρι να γίνει ειρήνη το 1370 μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου (όπως θα δούμε), τα εμπορικά ταξίδια στη Συρία καθώς και στον Νείλο δεν ήσαν χωρίς κίνδυνο, αν και οι Ενετοί φαίνεται ότι ήσαν περισσότερο αποδεκτοί στο Κάιρο από οποιουσδήποτε άλλους Ευρωπαίους. Στις 17 Μαΐου 1367 ο Ούρμπαν Ε’ παραχώρησε στη Δημοκρατία άλλη άδεια, αυτή τη φορά για να στείλει δώδεκα γαλέρες και τέσσερα πλοία υπό τούς συνήθεις περιορισμούς στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα λιμάνια των Μαμελούκων, ενώ το 1367 στάλθηκαν τουλάχιστον πέντε γαλέρες και ένα ιστιοφόρο πλοίο μεταφοράς (cog). Τέσσερις ακόμη γαλέρες και ένα πλοίο μεταφοράς πήγαν το επόμενο έτος, ενώ υπήρχε αναμφίβολα ορισμένη ποσότητα λαθρεμπορίου, αλλά ακόμη και μετά το 1370 το εμπόριο μπαχαρικών υστερούσε σημαντικά, παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον μια γαλέρα και ένα πλοίο μεταφοράς στάλθηκαν στην Αλεξάνδρεια το 1371, τέσσερις γαλέρες και ένα πλοίο το 1372, τρεις γαλέρες το 1373 και τέσσερις ακόμη γαλέρες το 1377.84

Υπήρχε έλλειψη μπαχαρικών, όπως μάς λένε οι μοναχοί τού Σαιντ Ώλμπανς, αλλά και η έλλειψη βαμβακιού δεν ήταν λιγότερο έντονα αισθητή. Στις 22 Ιουνίου 1367 αναφέρθηκε στη Γερουσία τής Βενετίας ότι η πόλη αντιμετώπιζε πλήρη έλλειψη βαμβακιού, «του οποίου υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για την ευημερία τού κράτους αυτού». Πάρθηκε λοιπόν απόφαση να σταλεί μέσα σε ένα μήνα πλοίο μεταφοράς (cog) επαρκούς μεγέθους απευθείας στην Αλεξάνδρεια, προκειμένου να ανακουφίσει αυτή την έλλειψη, αν ήταν δυνατό, και να επωφεληθεί άμεσα από την τελευταία χάρη που είχε χορηγήσει ο Ούρμπαν Ε’. Βέβαια το πλοίο δεν έπρεπε να σταλεί σε ύδατα Μαμελούκων, εκτός αν ερχόταν διαβεβαίωση από τούς Ενετούς απεσταλμένους στο Κάιρο, ότι είχε επιτευχθεί συνεννόηση μεταξύ αυτών και τής κυβέρνησης τού σουλτάνου.85

Στο μεταξύ οι Ενετοί ήθελαν να κρατήσουν αποστάσεις από τον πόλεμο στην ανατολική Μεσόγειο. Στις 22 και 25 Αυγούστου 1366 η Γερουσία ψήφισε να μην επιτρέψει τη μεταφορά όπλων και αλόγων στην Κύπρο με πλοία τής Δημοκρατίας, ενώ διέταξε τον βαΐλο της στο νησί να απαγορεύσει σε κάθε πολίτη ή υπήκοο τής Δημοκρατίας να υπηρετήσει στην αρμάδα που υποτίθεται ότι ετοίμαζε ο Πέτρος εναντίον των Μαμελούκων. Ταυτόχρονα όμως επέτρεψε τη δαπάνη 600 δουκάτων για την αγορά γερακιών για τον εμίρη Γελμπόγα, ο οποίος ήταν μεγάλος κυνηγός και αποτελούσε τη δύναμη πίσω από τον αβέβαιο θρόνο τού σουλτάνου.86 Στις 15 Οκτωβρίου (1366) ο πάπας Ούρμπαν διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος στον δόγη και την κοινότητα τής Βενετίας κατά των λυπηρών διαταγμάτων τής Γερουσίας, τα οποία θα αύξαναν υπέρμετρα τις δυσκολίες μεταφοράς ανδρών, όπλων, ξυλείας, αλόγων, τροφίμων, ζωοτροφών και άλλων απαραίτητων για τούς ετοιμοπόλεμους υπερασπιστές τής πίστης στα απειλούμενα νησιά τής Κύπρου και τής Ρόδου.87

Αλλά αν η ενετική κυβέρνηση υποχωρούσε, από πού θα έρχονταν οι επιδοτήσεις για την εκμίσθωση πλοίων, τη μίσθωση ανδρών και την αγορά όπλων; Απεσταλμένοι τού Πέτρου Α’ βρίσκονταν τότε στην παπική κούρτη και καθώς ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην Κύπρο, ο Ούρμπαν τούς έδωσε επιστολή (με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου) για να την παραδώσουν στον βασιλιά. Ο πάπας εξέφρασε τη θλίψη του που δεν μπορούσε να στείλει στον Πέτρο τη σημαντική βοήθεια που είχε ζητήσει,

… γιατί ξέρουμε, αγαπημένε μου γιε, ότι εσείς προχωρήσατε θαυμάσια εναντίον των Σαρακηνών, ασεβών εχθρών τής ιεράς πίστεώς μας, με βαρύ κόστος για τον εαυτό σάς και κίνδυνο για το ίδιο το άτομό σας. Παίρνοντας θάρρος από τη χάρη τού σωτήρα μας, τού οποίου την υπόθεση αγκαλιάσατε ως δυνατό λιοντάρι και ατρόμητος αθλητής, εξαπολύσατε επίθεση στο πλήθος των Σαρακηνών και παρά το γεγονός ότι σημειώσατε νίκη εναντίον τους, στην οποία το θάρρος σας υπερέβη τη δύναμή σας, δεν μπορέσατε να κρατήσετε τη πόλη τής Αλεξάνδρειας … λόγω αξεπέραστων εμποδίων…

Ο Ούρμπαν αναγνώριζε ότι ο Πέτρος άξιζε τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση, αφού το βασίλειό του είχε ήδη τεθεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο από ποτέ. Αλλά όπως είχαν πει στους Κυπρίους πρέσβεις στην κούρτη, η τρομερή μάστιγα των ελευθέρων εταιρειών και η επικράτηση τού πολέμου στην Ευρώπη αποστράγγιζαν τούς πόρους τής χριστιανοσύνης. Ούτε ο κλήρος ούτε οι λαϊκοί θα μπορούσαν να παράσχουν στον Πέτρο τις επιδοτήσεις που όλοι γνώριζαν ότι χρειαζόταν. Την ίδια επίσης εποχή η αναστάτωση και τα έξοδα τής προβλεπόμενης επιστροφής τής παπικής κούρτης στη Ρώμη άρχιζαν να βαραίνουν στο μυαλό τού πάπα, ο οποίος δεν έβλεπε καμία εναλλακτική λύση σε μια «έντιμη και κατά τα άλλα κατάλληλη ειρήνη ή ανακωχή με τον σουλτάνο», που θα απομάκρυνε από την Κύπρο και τη Ρόδο τον κίνδυνο, στον οποίο φαίνονταν ότι ήσαν εκτεθειμένες. Είχε αναστείλει τις άδειες (gratiae) για συναλλαγές στα εδάφη των Σαρακηνών, τις οποίες είχε χορηγήσει πριν από την άφιξη των Κυπρίων απεσταλμένων. Οι Ενετοί και οι Γενουάτες, «τους οποίους αγαπάμε ειλικρινά και των οποίων τις υπηρεσίες σύντομα θα χρειαστούμε», είχαν στενοχωρηθεί, αλλά η αναστολή θα παρέμενε σε ισχύ για όσο διάστημα θα έκρινε ο πάπας ότι ήταν αναγκαίο. Στο μεταξύ, έλεγε ο Ούρμπαν, είχε απευθύνει έκκληση στη Δύση για στρατιωτική βοήθεια προς την Κύπρο, ενώ θα χορηγούσε τη σταυροφορική άφεση αμαρτιών σε όλους όσους θα πήγαιναν ή θα έστελναν άλλους να πολεμήσουν τούς μουσουλμάνους για λογαριασμό τού Πέτρου.88

Ο Πέτρος ήταν εξοργισμένος από τη στάση που κρατούσαν οι Ενετοί και στις 23 Νοεμβρίου (1366) έγραψε στον δόγη Μάρκο Κορνέρ με σχεδόν βίαιη διαμαρτυρία για το διάταγμα που απαγόρευε τη χρήση ενετικών πλοίων για τη μεταφορά ανδρών και όπλων στην Κύπρο. Σε μια περίπτωση οι Ενετοί είχαν ακόμη αναγκάσει να βγει στη στεριά ένα πλοίο φορτωμένο με όπλα, τα οποία εκπρόσωποι των Κυπρίων είχαν αγοράσει για χρήση από αυτόν στον πόλεμο εναντίον των μουσουλμάνων. Για να εμποδίσει τις προσπάθειές του για εξαγωγή όπλων και μεταφορά ανδρών στο νησιωτικό βασίλειό του, η ενετική κυβέρνηση είχε επίσης χρησιμοποιήσει το πρόσχημα ότι δεν γνώριζαν ποιος ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος τού βασιλιά στην πόλη τους, αν και μέλη τού δικού τους Συμβουλίου στέκονταν δίπλα στον εκλιπόντα δόγη Λορέντσο Κορνέρ, όταν παρουσία και με τη συγκατάθεση τού τελευταίου ο Πέτρος είχε ορίσει ως εκπρόσωπό του τον φίλο του Φεντερίκο Κορνέρ (στου οποίου το παλάτι διέμενε τότε, πάνω στο Μεγάλο Κανάλι). Ο οργισμένος βασιλιάς έβλεπε στο επιθετικό διάταγμα την απόδειξη τής ενετικής μνησικακίας και εκδικητικότητας, τής αντίδρασης των εμπόρων στην παπική κατάργηση τής άδειάς τους να εμπορεύονται με την Αίγυπτο και τη Συρία. Δεν μπορούσε να συμβιβάσει την τωρινή στάση τους με τούς εορτασμούς που είχαν οργανώσει προς τιμήν του όταν βρισκόταν στη Βενετία, ενώ υπαινισσόταν ότι το διάταγμα αποτελούσε αληθινά κατευνασμό τού σουλτάνου σε βάρος τής χριστιανοσύνης και τής σταυροφορίας, ώστε οι ενετικές γαλέρες να μπορούν να διαπλέουν τις θάλασσες με ασφάλεια, καθώς οι έμποροι θα αναζητούσαν το κέρδος ανάμεσα στους μουσουλμάνους. Είχε καθυστερήσει τη δική του αναχώρηση με στόλο από την Αμμόχωστο, προκειμένου οι ενετικές γαλέρες, που βρίσκονταν τότε σε ύδατα Μαμελούκων, να μην υποστούν καμία ζημιά ή απώλεια. Όμως σίγουρα έλπιζε ότι οι Ενετοί θα ανακαλούσαν αμέσως το σκανδαλώδες διάταγμα, θα επέστρεφαν στον ευγενή δρόμο των σταυροφόρων πατέρων τους και θα τον βοηθούσαν με πλοία και άνδρες να ξανακερδίσει τούς Αγίους Τόπους, «τους οποίους κατείχαν πριν οι χριστιανοί».89

Ο Μαχαιράς αναφέρει ότι, ύστερα από μάταιες προσπάθειες να κάνει ειρήνη με την Αίγυπτο, ο Πέτρος Α’ είχε συγκεντρώσει στην Αμμόχωστο περί τα τέλη Νοεμβρίου 1366 στόλο 116 σκαφών, που συμπεριλάμβανε 56 γαλέρες, από τις οποίες ο μάγιστρος τού Οσπιταλίου είχε συνεισφέρει τις τέσσερις. Ο Πέτρος προφανώς απέπλευσε την Κυριακή 17 Ιανουαρίου (1367) με πρόθεση να επιτεθεί στην ακτή τής Συρίας. Μια καταιγίδα σκόρπισε τον στόλο, αλλά ο Γασκώνος ιππότης Φλοριμόν ντε Λεσπάρ και οι διοικητές άλλων δεκατεσσάρων γαλερών αποβιβάστηκαν στην Τρίπολη (Ταράμπουλους) και άλωσαν την πόλη.90 Η κυβέρνηση τού σουλτάνου επανέλαβε διαπραγματεύσεις για ειρήνη, στις οποίες ο Πέτρος ανταποκρίθηκε θετικά, αφού πιεζόταν από Ενετούς, Γενουάτες και Καταλανούς, αλλά το Κάιρο βρισκόταν σε αναταραχή. Ο Γελμπόγα είχε σκοτωθεί τον Δεκέμβριο τού 1366 σε σκευωρία Μαμελούκων εμίρηδων και οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για ειρήνη και πάλι δεν κατέληξαν πουθενά.91 Ο Πέτρος Α’ είχε γίνει θρύλος στην Ευρώπη, καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε πολύ γνωστή επιστολή τής 20ης Ιουλίου 1367 (Sen. viii, 8), ο Πετράρχης τον επαινεί για την κατάκτηση τής Αλεξάνδρειας, που θα κατέληγε προς όφελος και επέκταση τού χριστιανισμού αν δινόταν τόση προσοχή στην κατοχή τής πόλης, όση είχε δοθεί στην κατάληψή της. Όμως, σύμφωνα με τις αναφορές, η αποτυχία δεν ήταν τού Πέτρου αλλά των δυνάμεων του, οι οποίες αποτελούμενες από βόρειους (transalpini, «υπεραλπικούς») ήσαν καλύτερες στο να ξεκινούν πράγματα παρά να τα τελειώνουν. Τον είχαν εγκαταλείψει στη μέση ακριβώς τής μοναδικής του προσπάθειας, ενώ τον είχαν ακολουθήσει όχι από ευσέβεια, αλλά από απληστία. Αφού συγκέντρωσαν τα λάφυρα τους, εγκατέλειψαν την Αλεξάνδρεια. Αφήνοντάς τον χωρίς δύναμη να εκπληρώσει το ευσεβές τάμα του, είχαν ικανοποιήσει τη δική τους ταπεινή επιθυμία για κέρδος.

Αλλά αν ο Πέτρος είχε απογοητευθεί στο δέλτα τού Νείλου, είχε ακόμη ευρύ πεδίο για τον σταυροφορικό του ζήλο. Στα τέλη Σεπτεμβρίου (1367) οδήγησε άλλη επιδρομή στην Τρίπολη. Οι Κύπριοι λεηλάτησαν τον τόπο για μια ακόμη φορά, αλλά καταστράφηκαν σχεδόν σε ενέδρα Σαρακηνών, καθώς επέστρεφαν άτακτα από την πόλη στις γαλέρες τους, ένα περίπου μίλι μακριά από το λιμάνι. Από εκεί ο στόλος προχώρησε στην Τορτόζα (Ταρτούς), άλωσε τον μουσουλμανικό οικισμό και λεηλάτησε την ύπαιθρο. Εδώ έκαψαν σωρούς από κουπιά και ποσότητες πίσσας και στουπιού, που προορίζονταν για κάποιες από τις εκατό γαλέρες τού σουλτάνου (που αναφέρονται στην επιστολή τού Μπερενγκέρ), ενώ πέταξαν καρφιά και ποσότητες σιδήρου στη θάλασσα. Στη συνέχεια έκαψαν τη Βαλάνια (Μπανιγιάς), αλλά δεν μπόρεσαν να αποβιβαστούν στη Λαοδίκεια (Λατάκια) λόγω καταιγίδας. Συνέχισαν προς βορρά στο Aγιάς (Αιγαιαί), το οποίο οι Ιταλοί γνώριζαν ως Αγιάτσο ή Λαγιάτσο στον κόλπο τής Αλεξανδρέττας «και σκότωσαν πολλούς Σαρακηνούς», αλλά αποφάσισαν να μην επιτεθούν στο καλά υπερασπιζόμενο κάστρο στην ενδοχώρα. Στις 5 Οκτωβρίου ο στόλος επέστρεψε στην Αμμόχωστο. Ήταν μια γεμάτη εβδομάδα. Φερόμενος ακόμη ως εκνευρισμένος με την απροθυμία τής αιγυπτιακής κυβέρνησης να κάνει ειρήνη, ο Πέτρος έκανε την Αμμόχωστο κέντρο πειρατικών επιδρομών, δύο από τις οποίες επέδραμαν αμέσως στη Σιδώνα (Σαΐντα), όπου άρπαξαν τρία εμπορικά πλοία και κατέλαβαν άλλο ένα Σαρακηνό σκάφος στον δρόμο τής επιστροφής τους στην Κύπρο, «προς δόξαν τού Τιμίου Σταυρού».92

Ο βασιλιάς Πέτρος πίστευε ότι το αδιέξοδο στην Ανατολή, που ήταν σχεδόν τόσο κακό για τούς εμπόρους τής Αμμοχώστου, όσο και για τούς Ενετούς και Γενουάτες, θα μπορούσε να αρθεί μόνο με άλλη μεγάλης κλίμακας εκστρατεία κατά των Μαμελούκων τής Αιγύπτου. Ύστερα από κάποιες δυσκολίες στη συγκέντρωση των αναγκαίων χρημάτων, ξεκίνησε από την Πάφο προς το τέλος τού 1367, ενώ ύστερα από στάση στη Ρόδο συνέχισε προς Νάπολη, όπου η Ιωάννα Α’ τον φιλοξένησε για αρκετές ημέρες. Από εκεί προχώρησε στη Ρώμη, στην οποία ο Ούρμπαν Ε’ και η κούρτη είχαν επιστρέψει στα μέσα Οκτωβρίου. Ήθελε να αντιμετωπίσει την πρόκληση και τις κατηγορίες τού Φλοριμόν ντε Λεσπάρ, με τον οποίο είχε συγκρουστεί το προηγούμενο καλοκαίρι. Στην κούρτη ο Πέτρος και ο Φλοριμόν συμφιλιώθηκαν (με τούς όρους τού Πέτρου),93 αλλά φυσικά κύριος σκοπός τής άφιξης τού βασιλιά στην παπική κούρτη ήταν να ζητήσει βοήθεια για τις σταυροφορικές του δραστηριότητες.

Φαίνεται ότι ο Πέτρος είχε πάρει τις συνήθεις υποσχέσεις από τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες, ενώ τώρα ο πρώην εχθρός του, ο Φλοριμόν, καλούσε τον πάπα και τούς ηγεμόνες να βοηθήσουν τη σταυροφορία. Από τη Ρώμη ο Πέτρος πήγε στη Σιένα, όπου έκανε βασιλική είσοδο στις αρχές Ιουνίου (1368). Επόμενος σταθμός του ήταν η Πίζα, όπου έφτασε στις 14 Ιουνίου και παρέμεινε τρεις ημέρες ως επίτιμος καλεσμένος τής κοινότητας. Τον υποδέχθηκαν πανηγυρικά στη Λούκκα, ενώ μέσω Πιστόια και Πράτο έφτασε στη Φλωρεντία, όπου οργανώθηκαν κονταρομαχίες προς τιμήν του. Στη Μπολώνια συνάντησε τον Γάλλο χρονικογράφο Ζαν Φρουασσάρ, ενώ συσκέφτηκε με τον αδελφό τού πάπα, τον καρδινάλιο-επίσκοπο τού Αλμπάνο Ανγκλίκ ντε Γκριμόρ, ο οποίος πριν μερικούς μήνες είχε διοριστεί γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) των παπικών κρατών.94 Αφήνοντας τη Μπολώνια στις 10 Ιουλίου ο Πέτρος προχώρησε στη Φερράρα, όπου περίμενε να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ’, τον οποίο βρήκε στην Μάντουα και μπορεί να συνόδευσε πίσω στη Φερράρα και τη Μόντενα, όπου η αυτοκρατορική ακολουθία έφτασε στις 4 Αυγούστου.95 Βρισκόταν στον δρόμο του προς τη Βενετία, όπου θα τον βρούμε τώρα, και απ’ όπου σχεδίαζε να σαλπάρει για την Κύπρο. Η Βενετία, η Γένουα και άλλα ιταλικά κράτη πίεζαν ήδη για ειρήνη στην παπική κούρτη96 και δεδομένου ότι ο πάπας θεωρούσε ότι δεν υπήρχε προοπτική χρηματοδότησης εκστρατείας εναντίον των Μαμελούκων ή των Τούρκων97 λόγω τής διχόνοιας στην Ευρώπη,98 ο Πέτρος συμφώνησε να μην εμποδίσει το έργο των διαπραγματευτών τής ειρήνης.99

Στο μεταξύ Γενουάτες πειρατές είχαν συλλάβει εμπορικό πλοίο από την Τρίπολη (στην ακτή τής Μπαρμπαριάς) καθώς αυτό προσπαθούσε να αναχωρήσει από το λιμάνι τής Αλεξάνδρειας και τον έφεραν με όλο του το φορτίο στην Αμμόχωστο (την 1η Απριλίου 1368). Μια κυπριακή ομάδα επιδρομών επιτέθηκε στη Σαρέπτα (Σαραφάντ) τής παλαιστινιακής ακτής, μεταξύ Άκρας και Καισάρειας. Λεηλάτησαν την πόλη και πήραν όλους τούς κατοίκους της στη συνήθη δουλεία (Κυριακή τού Πάσχα, 9 Απριλίου). Ο Μαχαιράς αναφέρει ότι τώρα η κυβέρνηση τού σουλτάνου προσπαθούσε να ανταποδώσει στους Κυπρίους τα ίδια και έστειλε «δύο γαλέρες από το Μαρόκο» (κάτεργα β’ μαγραπίτικα), ενώ ο Στραμπάλντι λέει ότι ήσαν από το «Αράμπι», να επιτεθούν στην ακτή τού βασιλείου τού Πέτρου. Συνέλαβαν ενετικό πλοίο και το ρυμούλκησαν με το πλήρωμα και το φορτίο του στην Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια οι Γενουάτες άρπαξαν πλούσια φορτωμένο πλοίο Σαρακηνών έξω από το λιμάνι τής Νταμιέτα και το έφεραν στην Αμμόχωστο,100 όπου οι σκλάβοι και τα εμπορεύματα πωλούνταν αναμφίβολα σε υψηλές τιμές.

Αλλά αν οι τιμές ήσαν υψηλές, ήταν προφανές ότι η πειρατεία και ο πόλεμος αποτελούσαν καταστροφή για το εμπόριο. Οι χρονικογράφοι λένε ότι αφού στάθηκε ενώπιον τού πάπα, ο Πέτρος εξουσιοδότησε τούς Ενετούς και τούς Γενουάτες, που τού είχαν στείλει απεσταλμένους στη Ρώμη, να ρυθμίσουν ειρήνη με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου, ενώ βρισκόταν ακόμη στην πόλη στις 19 και 20 Μαΐου, όταν δήλωνε ότι θα τηρούσε απαραβίαστα μια τέτοια ειρήνη (concordia) «υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω σουλτάνος θα επιθυμούσε επίσης να την τηρήσει». Όμως ο Πέτρος ζητούσε δικαιώματα ετεροδικίας και μείωση των δασμών εξαγωγών και εισαγωγών για όλους τούς πραγματικά Κυπρίους υπηκόους σε όλη την επικράτεια των Mαμελούκων. Ήθελε εγγυήσεις εξασφάλισης για τούς άνδρες και τα εμπορεύματα σε περιπτώσεις ναυαγίων, ενώ συμφωνούσε ότι οι ποινές για προσπάθειες εξαπάτησης των τελωνείων των Κυπρίων ή των Σαρακηνών έπρεπε να είναι οι ίδιες (ius duplum comercii solvere). Ναύλοι και κόμιστρα μεταφοράς μεταξύ Κύπρου και επικράτειας Μαμελούκων έπρεπε να είναι ίδια για τούς χριστιανούς και τούς Σαρακηνούς, εκτός αν είχαν θεσπιστεί με προγενέστερη σύμβαση. Ανέντιμοι μεσίτες, Σαρακηνοί ή χριστιανοί, που αφαιρούσαν με απάτη από τούς εντολείς τους χρήματα ή αγαθά, θα έβλεπαν την ίδια την περιουσία τους να κατάσχεται και να πωλείται, για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών τους. Τούρκοι σε πόλεμο με την Κύπρο δεν έπρεπε να ανεφοδιάζονται ή να προστατεύονται σε εδάφη Μαμελούκων, ούτε ο Πέτρος θα επέτρεπε σε κουρσάρους και πειρατές (adapides) τη χρήση κυπριακών λιμανιών για δραστηριότητές τους εναντίον των υπηκόων τού σουλτάνου. Έπρεπε να επιτρέπεται ελεύθερη πρόσβαση στους αγίους τόπους τής Παλαιστίνης σε συγγενείς, «γνωστούς» και υπηρέτες τού Πέτρου, που θα έφεραν βασιλική θεώρηση (visa). Δικαστήριο Ενετών, Γενουατών και Καταλανών θα διευθετούσε τις διαφορές που ενδεχομένως θα προέκυπταν μεταξύ Πέτρου και σουλτάνου, ενώ αν ήταν αδύνατος ο διακανονισμός, το καταπιεζόμενο μέρος θα μπορούσε να ανακηρύξει την κατάργηση τής ειρήνης και να επιτρέψει την παρέλευση ενός έτους «με αφετηρία την ημέρα τής πρόκλησης» (incipiendo die diffidacionis), πριν ξεκινήσει πόλεμο επί τού άλλου, το οποίο έπρεπε με τη σειρά του να περιμένει ένα χρόνο πριν επιτεθεί στον αντίπαλό του. Οι Ιωαννίτες θα περιλαμβάνονταν στην ειρήνη, ενώ οι Φιλίπ ντε Μεζιέρ και Γκουΐντο ντα Μπανιόλο ντι Ρέτζο ήσαν μεταξύ των μαρτύρων στη βασιλική «ανοικτή επιστολή» (letters patent), με την οποία θεσπίζονταν οι όροι τού βασιλιά.101

Τότε (20 Μαΐου 1368) ο Πέτρος εξέδωσε και άλλη «ανοιχτή επιστολή», στην οποία ανέφερε ότι κατόπιν εντολής τού πάπα Ούρμπαν Ε’ δεχόταν την ενετική και γενουάτικη διαμεσολάβηση για ρύθμιση «ομόνοιας» μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου. Όμως έπρεπε να είναι πλήρως κατανοητό ότι αυτή η ειρήνη δεν συνιστούσε καθόλου παρέκκλιση ή παραίτηση από τα δικαιώματά του στο βασίλειο τής Ιερουσαλήμ, τα οποία είχε την πρόθεση να διατηρήσει πλήρως. Έπρεπε να απελευθερωθούν αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο και την Κύπρο. Έπρεπε επίσης να επιτρέπεται κάθε χρόνο το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους, χωρίς πληρωμή φόρου υποτέλειας ή οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο, σε πενήντα Κύπριους που θα προσδιορίζονταν σε βασιλικές επιστολές ως οικείοι τού βασιλιά.

Ο Πέτρος ήθελε να αποζημιωθεί για τα έξοδα των πρόσφατων εκστρατειών του εναντίον των Μαμελούκων τής Συρίας, δεδομένου ότι είχε υποχρεωθεί να πάει σε πόλεμο, όταν ο σουλτάνος είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη συνθήκη ειρήνης, την οποία είχε ζητήσει ο ίδιος. Έπρεπε να χορηγηθεί σε Κύπριους προξένους, με τα συνήθη προξενικά δικαιώματα, άδεια διαμονής, σε όλα τα λιμάνια και εμπορικά κέντρα των Μαμελούκων, ενώ έπρεπε να επιτρέπεται σε Κύπριους εμπόρους, που είχαν πληρώσει τούς φόρους τους (drictum), να αποθηκεύουν τα εμπορεύματά τους στα σπίτια τους και να τα πωλούν σε όποιον και όταν επέλεγαν. Μεταξύ άλλων εμπορικών διατάξεων, ο Πέτρος ήθελε να κατασκευαστεί στην Αλεξάνδρεια κυπριακό πανδοχείο ή «φοντάτσο» ως «κοινή κατοικία» των υπηκόων του. Μερικές από τις άλλες απαιτήσεις του για ειρήνη είχαν ήδη παρουσιαστεί στη δημόσια επιστολή του τής 19ης Μαΐου, ενώ ο Πέτρος χορηγούσε τώρα στους Ενετούς και Γενουάτες απεσταλμένους, οι οποίοι θα τον εκπροσωπούσαν στο Κάιρο, ορισμένα περιθώρια ελιγμών στις συζητήσεις τους με την κυβέρνηση τού σουλτάνου, αλλά δεν έπρεπε να τον δεσμεύσουν σε οποιονδήποτε συμβιβασμό ή σύμβαση, που δεν είχε εκδηλώσει πρόθεση να αναλάβει. Επίσης αν οι πρέσβεις διαπίστωναν ότι ο αδελφός τού Ιωάννης, πρίγκηπας Αντιοχείας και τότε αντιβασιλέας στην Κύπρο, είχε ήδη ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για διακανονισμό με την κυβέρνηση τού σουλτάνου, έπρεπε να τον βοηθήσουν και σε καμία περίπτωση να μην εμποδίσουν την επίτευξη κάποιου πλεονεκτήματος για την Κύπρο. Οι Μεζιέρ και Γκουΐντο ντα Μπανιόλο υπήρξαν μάρτυρες και σε αυτό το έγγραφο, στο οποίο, όπως και στη δημόσια επιστολή τής προηγούμενης ημέρας, μπήκε η μεγάλη σφραγίδα τού βασιλιά.102 Οι Γενουάτες επέλεξαν ως απεσταλμένο τους στο Κάιρο τον Κασσάνο Τσιγκάλλα και οι Ενετοί τον Νικολό Τζουστινιάν. Ο Πέτρος έγραψε στον αδελφό τού Ιωάννη να είναι έτοιμος να ελευθερώσει τούς Σαρακηνούς αιχμαλώτους (που ήσαν τότε φυλακισμένοι στην Κερύνεια), όταν οι Τσιγκάλλα και Τζουστινιάν θα ζητούσαν την απελευθέρωσή τους. Σύμφωνα με τον Μαχαιρά, οι απεσταλμένοι έκαναν στάση στη Ρόδο και απέπλευσαν από το οχυρό των Ιωαννιτών στις 25 Ιουνίου (1368), κατευθυνόμενοι απευθείας στην Αλεξάνδρεια, όπου εμίρηδες εχθρικοί προς την ιδέα τής ειρήνης με την Κύπρο πέτυχαν, προς ακραία ενόχληση τού Πέτρου, να ματαιώσουν την αποστολή τους.103

Ο Πέτρος επέστρεφε στην πατρίδα του. Η παραμονή του στην Ιταλία είχε αποβεί άκαρπη. Στα τέλη Ιουλίου ή στις αρχές Αυγούστου είχε πάει στη Βενετία, όπου στις 27 Ιουλίου η Γερουσία τού είχε χορηγήσει άδεια για εξαγωγή 250 αλόγων στην Κύπρο με πλοία τής Δημοκρατίας.104 Στις 17 Αυγούστου η Γερουσία τού επέτρεψε να αγοράσει 2.000 κουπιά (stellae remorum) από τον Ναύσταθμό (Αρσενάλε), καθώς και όπλα αξίας 1.500 δουκάτων για αποστολή στην Κύπρο. Με δεδομένη τη ζέστη και την υγρασία τού Αυγούστου ο Πέτρος προτιμούσε το Τρεβίζο από το Μεγάλο Κανάλι και στις 21 τού μηνός η Γερουσία έδωσε εντολή στον τοπάρχη (ποντεστά) και διοικητή τού Τρεβίζο και στους ρέκτορες τής Τσένεντα να τον υποδεχθούν με τις κατάλληλες τιμές. Η Δημοκρατία συμφωνούσε επίσης να τού επιτραπεί να αποπλεύσει από τη λιμνοθάλασσα «με δικά μας πλοία καθώς και δικά του», με ακολουθία 300 ατόμων και με την προϋπόθεση ότι θα το έκανε πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου.105

Ο Πέτρος απέπλευσε από τη Βενετία στις 23 Σεπτεμβρίου106 και ο Μασώ αναφέρει ότι επέστρεφε στην πατρίδα του με πρόθεση να ανανεώσει τον πόλεμο με τούς Σαρακηνούς και με την προσδοκία να διεκδικήσει το στέμμα τού «καλού βασιλείου τής Αρμενίας» (bon royaume d’ Ermenie), γιατί οι Αρμένιοι τον είχαν μόλις εκλέξει βασιλιά τους.107 Όμως ο Πέτρος δεν πήγε ποτέ στην Αρμενία, γιατί μια Τετάρτη πρωί, πριν το ξημέρωμα, στις 17 Ιανουαρίου 1369, δολοφονήθηκε μέσα στο υπνοδωμάτιό του από τρεις δυσαρεστημένους Κύπριους βαρώνους.108

Ο θάνατος τού υπέρμαχου των χριστιανών, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο ο νεαρός γιος του Πέτρος Β’, δεν αποτελούσε φυσικά κίνητρο για την αιγυπτιακή κυβέρνηση να προχωρήσει σε ειρήνη με την Κύπρο. Όταν ο Γενουάτης απεσταλμένος Κασσάνο Τσιγκάλλα ανέφερε στον θείο τού νέου βασιλιά, στον πρίγκηπα Αντιοχείας και ακόμη αντιβασιλέα Κύπρου Ιωάννη, την αποτυχία να καταλήξουν σε συμφωνία, ο Ιωάννης έδωσε πάλι άδεια σε πειρατές να λυμαίνονται το μουσουλμανικό εμπόριο μπαίνοντας στα λιμάνια των Μαμελούκων. Έτσι περισσότερη λεία εκφορτωνόταν στις ευρύχωρες αποβάθρες τής Αμμοχώστου. Ο Ιωάννης εξόπλισε επίσης τέσσερις γαλέρες, που επιχείρησαν επιδρομή στη Σιδώνα (Σαΐντα) στις 5 Ιουνίου 1369, αλλά ύστερα από ολοήμερη σύγκρουση με τούς Σαρακηνούς, μια καταιγίδα εξέτρεψε τούς Κύπριους από το στόχο τους. Συνέχισαν προς τη Βηρυτό (Μπαϊρούτ), όπου οι δύο αμυντικοί πύργοι που στέκονταν σαν φρουροί στην είσοδο τού λιμανιού τους απέτρεψαν από επίθεση

Συνεχίζοντας προς βορρά πραγματοποίησαν αποβάσεις στο Μπατρούν (Μποτρόν, Βότρυς) και στην Τορτόζα (Ταρτούς) και λεηλάτησαν και τα δύο μέρη. Ερήμωσαν την παράκτια περιοχή μέχρι τη Λαοδίκεια (Λατάκια), όπου για μια ακόμη φορά ισχυροί αμυντικοί πύργοι τούς απέτρεψαν από τούς κινδύνους επίθεσης. Την Κυριακή 17 Ιουνίου είδαν μπροστά τους το Λαγιάτσο (Αγιάς) τής Κιλίκιας Αρμενίας, το οποίο διέφυγε τη λεηλασία, λέει ο Μαχαιράς, «λόγω τής μεγάλης φρουράς που είχε» (διά τον πολλύν λαόν τον εἶχεν). Πέρασαν τρεις ημέρες στο Πορτ ντε Παλλί, δέκα περίπου μίλια νοτιοδυτικά τού Λαγιάτσο109 και συνέχισαν προς Αττάλεια (Αντάλυα), όπου οι γαλέρες ξαναστεγανοποιήθηκαν με πίσσα, που πήραν από την κοντινή Κώρυκο (Γκόριγκος). Τώρα ξεκινούσαν για την Αλεξάνδρεια, όπου στις 9 ή 10 Ιουλίου διείσδυσαν στις οχυρώσεις τού λιμανιού. Οι Μαμελούκοι αρνούνταν ακόμη να συζητήσουν για ειρήνη και οι Κύπριοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες σε μάταιη προσπάθεια να καταλάβουν στο Παλαιό Λιμάνι μεγάλο εμπορικό πλοίο από το Μαρόκο (μεγαλη νάβα μαγραπίτικη). Παρακάμπτοντας τη Ροζέττα οι Κύπριοι επέστρεψαν στην Σιδώνα, όπου αποβιβάστηκαν και πάλι (στις 19 Ιουλίου), υπερνικώντας προσπάθεια τής φρουράς να τούς αποκρούσει, αλλά οδηγήθηκαν πίσω στις γαλέρες τους για μια ακόμη φορά από καταιγίδα. Έπλευσαν προς Βηρυτό και στη συνέχεια βορειοδυτικά προς Αμμόχωστο, όπου αγκυροβόλησαν στις 22 Ιουλίου, ύστερα από επτά περιπετειώδεις, καταστροφικές και μάλλον απογοητευτικές εβδομάδες.110 Στο μεταξύ οι δυσκολίες που συναντούσαν προσπαθώντας να διαπραγματευτούν ειρήνη είχαν οδηγήσει τούς Γενουάτες και Ενετούς εμπόρους σε επιθετική στάση απέναντι στην ασταθή κυβέρνηση τού Καΐρου. Στις 2 Ιουλίου 1369 ο δόγης Γκαμπριέλε Αντόρνο και οι Γέροντες (Anziani) τής Γένουας διόρισαν επιτρόπους για να συζητήσουν το κοινό πρόβλημά τους με τον δόγη Αντρέα Κονταρίνι και την κοινότητα τής Βενετίας.111 Στις 26 τού μηνός ο Ούρμπαν Ε’, που βρισκόταν τότε στο Μοντεφιασκόνε, εξέδωσε παπική βούλλα, που εξουσιοδοτούσε τούς δύο δόγηδες να σχηματίσουν συμμαχία και να κάνουν πόλεμο εναντίον τού σουλτάνου τής «Βαβυλώνας», που είχε αρπάξει στην Αλεξάνδρεια και στη Συρία πολίτες των δημοκρατιών και τα αγαθά τους, καθώς και προσκυνητές από άλλα έθνη και τις περιουσίες τους.112 Την επόμενη μέρα, στις 27 τού μηνός, ο Ούρμπαν εξέδωσε κι άλλη βούλλα «στη μνήμη των μελλοντικών πραγμάτων» (ad futuram rei memoriam), απαγορεύοντας σε όλους τούς χριστιανούς να εμπορεύονται με τούς Σαρακηνούς και ακυρώνοντας όλες τις «χάρες» που τούς είχε χορηγήσει για τέτοιο εμπόριο. Εκείνοι που θα παραβίαζαν τις παπικές απαγορεύσεις εξέθεταν τούς εαυτούς τους στον κίνδυνο αφορισμού και τα πλοία και εμπορεύματά τους στον κίνδυνο δήμευσης, προς όφελος κάθε είδους ναυτικών κυνηγών που θα τα καταλάμβαναν. Ο Ούρμπαν χορηγούσε επίσης την πλήρη άφεση αμαρτιών που δινόταν στους σταυροφόρους σε όλους όσοι με συντετριμμένη καρδιά θα συμμετείχαν στην εκστρατεία.113

Στο Mοντεφιασκόνε, στις 28 Ιουλίου (1369), η ενετο-γενουάτικη συμμαχία καθαγιάστηκε στο Φραγκισκανό μοναστήρι των Ελασσόνων Αδελφών υπό το άγρυπνο βλέμμα τού καρδινάλιου Μάρκο ντα Βιτέρμπο. Επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τα Χριστούγεννα τού 1370 και καθένα από τα δύο μέρη θα συνεισέφερε δύο εξοπλισμένες γαλέρες, που θα απέπλεαν από τα λιμάνια τής πατρίδας τους προς Ρόδο τον επόμενο μήνα. Όταν η μοίρα θα ενωνόταν, η διοίκησή της θα εναλλασσόταν κάθε μέρα ανάμεσα σε Ενετό και Γενουάτη διοικητή. Οι γαλέρες θα κατευθύνονταν στα ύδατα τής Αλεξάνδρειας, όπου επρόκειτο να παραμείνουν μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, αρπάζοντας όσους υπηκόους τού σουλτάνου και όσες περιουσίες Σαρακηνών μπορούσαν. Αν οι Σαρακηνοί αποφάσιζαν να ελευθερώσουν τούς Ενετούς και Γενουάτες αιχμαλώτους και να τούς αποκαταστήσουν τα αγαθά τους, τότε οι διοικητές έπρεπε να ενεργήσουν όπως θα τούς φαινόταν κατάλληλο, αλλά κανένα μέρος δεν έπρεπε να διαπραγματευτεί χωριστή ειρήνη με το Κάιρο, ενώ μέχρι να εγκαθιδρυθεί γενική ειρήνη, κανένα μέρος δεν θα εμπορευόταν με τούς υπηκόους τού σουλτάνου, ούτε θα επέτρεπε σε άλλους χριστιανούς να το κάνουν. Η εκστρατεία τού 1370 θα διαρκούσε από την 1η Μαΐου μέχρι τις 30 Νοεμβρίου και είχε γίνει πρόβλεψη για την κατανομή των αιχμαλώτων και των λαφύρων, που αναμενόταν να πάρουν οι γαλέρες. Τα δύο μέρη δεσμεύονταν για πληρωμή προστίμου 20.000 χρυσών φλουριών σε περίπτωση παράβασης των άρθρων αυτής τής σύμβασης.114 Στις 29 Ιουλίου ο πάπας έδωσε εντολή στον μάγιστρο τού Οσπιταλίου Ραϋμόν Μπερενγκέρ και προσκάλεσε τον αντιβασιλέα Κύπρου Ιωάννη Λουζινιάν να ενταχθούν στη συμμαχία εναντίον των Σαρακηνών.115 Οι ενετικές γαλέρες θα συνέχιζαν φυσικά τα εμπορικά τους δρομολόγια προς Κρήτη και Κύπρο.116 Στις 31 Αυγούστου κατασχέθηκαν τα αγαθά Αιγυπτίων και Σύρων υπηκόων τού σουλτάνου, στα οποία είχε πρόσβαση η ενετική κυβέρνηση.117

Σχεδόν τίποτε δεν προέκυψε από την ενετο-γενουάτικη συμμαχία. Οι ανταγωνιζόμενες δημοκρατίες δεν μπορούσαν να συνεργαστούν πολύ σοβαρά σε πόλεμο κατά των Μαμελούκων, με τούς οποίους ήθελαν να ξαναρχίσουν τις εμπορικές τους σχέσεις. Οι Ενετοί και οι Γενουάτες λοιπόν, καθώς και οι Κύπριοι και οι Ιωαννίτες, ανανέωσαν τις προσπάθειές τους «για να άρουν τις φιλονικίες» (tantas componere lites) και να φτάσουν σε συμφωνία με την κυβέρνηση τού σουλτάνου στο Κάιρο. Υπήρχαν μεγάλες καθυστερήσεις και περαιτέρω διαπληκτισμοί. Όμως ο Ούρμπαν Ε’ ήταν απορροφημένος με τις υποθέσεις τής Ιταλίας και με τη μάταιη προσπάθειά του να επανεγκαταστήσει τον παπισμό στη Ρώμη. Κανένας δεν μπορούσε να δει άλλη σταυροφορία στον ορίζοντα. Ο Μαχαιράς αναφέρει ότι όταν μια λατινική αποστολή πήγε στο Κάιρο τον Αύγουστο τού 1370, τότε ο σουλτάνος έμαθε για πρώτη φορά ότι ο Πέτρος Α’ ήταν νεκρός και ότι οι Κύπριοι δεν μπορούσαν να περιμένουν περαιτέρω βοήθεια από την Ευρώπη, «ένιωσε οίκτο για εμάς [και ἐσπλαγχνίστην μας] και ήθελε να συμφωνήσει την ειρήνη».118 Αυτός φαίνεται να είναι ένας από τούς λιγότερο σωστούς ισχυρισμούς σε ολόκληρο το χρονικό τού Μαχαιρά. Όμως η κυβέρνηση των Μαμελούκων, που μαστιζόταν τότε από εσωτερική διχόνοια, είχε αναμφίβολα υποφέρει αρκετά από τις επιδρομές των Κυπρίων και έτσι το φθινόπωρο τού 1370 ορκίστηκαν ο σουλτάνος Αιγύπτου στο Κοράνι και ο πρίγκηπας αντιβασιλέας Κύπρου στα Ευαγγέλια, να τηρούν την ειρήνη που είχαν τελικά συμφωνήσει, με σοβαρότητα και με νόμιμη εξουσία, λέει ο Μαχαιράς, χωρίς κακή πρόθεση ή εξαπάτηση.119

Αν και το κείμενο τής συνθήκης αυτής δεν φαίνεται να διασώζεται, το γενικό τής περιεχόμενο μπορεί ενδεχομένως να αναζητηθεί στην ανοικτή επιστολή (letters patent) τού Πέτρου Α’ (του Μαΐου 1368). Όμως οι Μαμελούκοι δεν είχαν πρόθεση να υποκύψουν στα σαρωτικά αιτήματα τού νεκρού βασιλιά. Οι Ιωαννίτες περιλαμβάνονταν φυσικά στη συνθήκη, ορισμένες διατάξεις τής οποίας μπορούν επίσης να συναχθούν από το καθήκον που ανατέθηκε στον ηγούμενο τής Τουλούζ Ραϋμόν ντε Λεσκούρ τον Νοέμβριο τού 1403, όταν πήγε στο Κάιρο για να εξασφαλίσει την επικύρωση άλλης συμφωνίας με τούς Μαμελούκους, η οποία κατ’ αρχάς έπρεπε να διαπιστώσει το γεγονός ότι «η ειρήνη που είχε γίνει μετά την κατάληψη τής Αλεξάνδρειας έπρεπε να συνεχιστεί και να τηρηθεί για όλους τούς ελεύθερους λαούς, όπως αυτοί περιέχονται στα άρθρα που συντάχθηκαν τότε». Μεταξύ αυτών των άρθρων υπήρχαν προφανώς διατάξεις που πρόβλεπαν προειδοποίηση τριών μηνών (όχι ενός έτους) πριν από την επανάληψη εχθροπραξιών, επιστροφή των λατινικών προξενείων στα εδάφη των Μαμελούκων, το δικαίωμα των χριστιανών προσκυνητών να πηγαίνουν στον Πανάγιο Τάφο και στο μοναστήρι τής Αγίας Αικατερίνης στην κοιλάδα κάτω από το όρος Σινά, καθώς και την καθιέρωση τελωνειακών δασμών με σταθερά τέλη, τα οποία αναμφίβολα ήσαν διαφορετικά στα λιμάνια από την Αλεξάνδρεια μέχρι τη Δαμασκό.120 Ύστερα από πέντε χρόνια πολέμου και πειρατείας το λατινικό εμπόριο ξανάρχιζε στα λιμάνια των Μαμελούκων στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά η ανάμνηση τής άλωσης τής Αλεξάνδρειας δεν επρόκειτο ούτε να ξεχαστεί ούτε να συγχωρηθεί.

Ο καγκελάριος Φιλίπ ντε Μεζιέρ δεν είχε πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ειρήνη μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου και η οποία είχε καταστρέψει τις ελπίδες του για μεγάλη σταυροφορία, για συντριβή των Μαμελούκων και ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Βρισκόταν στη Βενετία όταν πρωτάκουσε για τον θάνατο τού Πέτρου Α’ και ούτε επιθυμούσε ούτε τολμούσε να επιστρέψει στην αυλή, όπου βρίσκονταν καθημερινά οι συνεργοί τής δολοφονίας τού βασιλιά. Φαίνεται ότι ο Μεζιέρ παρέμεινε στη λιμνοθάλασσα κατά τη διάρκεια των ετών 1369-1370, στρέφοντας την προσοχή του από την εγκόσμια απογοήτευση τού παρελθόντος προς την πνευματική πειθαρχία επί τής οποίας θα οικοδομούσε το μέλλον του. Αφού απόλαυσε τη φιλοξενία τής Αδελφότητας ή Σχολής τού Ευαγγελιστή Αγίου Ιωάννη (Σαν Τζιοβάννι Εβαντζελίστα), μιας από τις έξι Μεγάλες Σχολές (Σκουόλε Γκράντι) στη Βενετία, τής οποίας η εκκλησία, η αίθουσα συντεχνίας και ο ξενώνας βρίσκονταν κοντά στο Φράρι τής Βενετίας, ο Mεζιέρ έδωσε στην αδελφότητα μικρό κομμάτι τού Τίμιου Σταυρού. Το είχε αποκτήσει ως κληρονομιά από τον σεβαστό Πιέρ Τομά, που το μετέφερε σε στολισμένο με κοσμήματα σταυρό πομπής κατά τη διάρκεια τής επίθεσης στην Αλεξάνδρεια. Ο Πιέρ είχε πάρει το πολύτιμο θραύσμα από αντιπροσωπεία χριστιανών τής Συρίας το 1360. Τώρα, σε επίσημη τελετή στην εκκλησία τού Σαν Τζιοβάννι Εβαντζελίστα μετά τη λειτουργία τής 23ης Δεκεμβρίου 1370, ο Mεζιέρ έβγαζε το μανδύα του, ξεσκέπαζε το κεφάλι του και γονάτιζε ενώπιον «μεγάλου πλήθους ανθρώπων», παραδίδοντας το θραύσμα στον θεματοφύλακα τής Σχολής Αντρέα Βεντραμίν, καθώς και στους αξιωματούχους και αδελφούς της που στέκονταν δίπλα του. Ο Mεζιέρ ορκιζόταν ότι πίστευε ακράδαντα ότι το δώρο του ήταν «από το ξύλο πάνω στο οποίο υπέφερε στον σταυρό ο κύριός μας Ιησούς» (del legno medemo sopra il qual in croce ha patito Jesu signor nostra).121

Αυτό το κομμάτι τού Τιμίου Σταυρού επρόκειτο να έχει εξέχουσα θέση στις θρησκευτικές πομπές κατά τη διάρκεια τού επόμενου αιώνα, ενώ εξακολουθεί να διατηρείται στη Σχολή σε ασημένια λάρνακα (σε εσοχή πάνω από το ιερό), στην Αίθουσα τού Σταυρού. Κατά τα έτη ακριβώς πριν και μετά το 1500, μερικοί από τούς κύριους Ενετούς καλλιτέχνες τής εποχής, ο Τζεντίλε Μπελίνι, ο Βιττόρε Καρπάτσο, ο Τζιοβάννι Μανσουέτι και ο Λάζαρο Μπαστιάνι ζωγράφισαν τεράστιους καμβάδες για τη Σχολή, που απεικόνιζαν τα θαύματα που είχε κάνει το κειμήλιο για τη Βενετία. Μετά την εγκατάσταση τής Ακαδημίας στο συγκρότημα κτιρίων τής Σάντα Μαρία ντέλλα Κάριτα στις αρχές τού 19ου αιώνα, όλοι αυτοί οι καμβάδες μεταφέρθηκαν τελικά στην Πινακοθήκη τής Ακαδημίας, περιλαμβανομένου και τού πίνακα τού Μπαστιάνι, που απεικονίζει την τελετή στην οποία ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ έδωσε στους Ενετούς τον κύριο θησαυρό του. Οι πίνακες αυτοί, πρόσφατα καθαρισμένοι και αποκατεστημένοι, κρέμονται μαζί σε ειδική αίθουσα (που χτίστηκε γι’ αυτούς το 1940), αλλά ανάμεσα στις πολλές χιλιάδες που τούς βλέπουν κάθε χρόνο, λίγοι μόνο υπάρχουν, για τούς οποίους το όνομα τού Φιλίπ ντε Μεζιέρ μπορεί να έχει κάποια σημασία.

<-11. Πιέρ Τομά και Πέτρος Α’ τής Κύπρου. Η σταυροφορία και η εξέγερση τής Κρήτης (1352-1364) 13. Η σταυροφορία τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος στη Ρώμη και τη Βενετία (1366-1371)->
Scroll to Top