<-10. Ο Κλήμης ΣΤ’, ο Ουμβέρτος τής Βιέν και το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης (1345-1352) | 12. Η άλωση τής Αλεξάνδρειας και η αποκατάσταση τής ειρήνης με την Αίγυπτο (1365-1370)-> |
11
Πιέρ Τομά και Πέτρος Α’ τής Κύπρου. Η σταυροφορία και η εξέγερση τής Κρήτης (1352-1364)
![]() |
![]() |
Στις 16 Δεκεμβρίου 1352 εικοσιπέντε καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν στο παπικό ανάκτορο στην Αβινιόν, για να εκλέξουν τον διάδοχο τού Κλήμεντος ΣΤ’. Τέθηκαν σε απομόνωση, με συνοδούς τους ή «κογκλαβιστές» στον πάνω όροφο τού παλατιού, στην αίθουσα δεξιώσεων (magnum tinellum), από όπου είχαν εύκολη πρόσβαση στην αίθουσα των αμφίων (camera paramenti) στα νότια και στους ξενώνες στην παλαιά δυτική πτέρυγα ή «πτέρυγα τού κογκλάβιου», την οποία είχε χτίσει ο Βενέδικτος ΙΒ’. Ψήφιζαν στο μικρό παρεκκλήσι τού Σαιν Μαρσάλ, έξω από την αίθουσα δεξιώσεων, κάτω από τις τοιχογραφίες που είχε ζωγραφίσει ο Ματέο Τζοβανέτι το 1344-1345 και οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούνται καλά μέχρι σήμερα. Τα καταλύματα ήσαν ευρύχωρα και ευχάριστα, αλλά το κογκλάβιο δεν κράτησε πολύ, γιατί στις 18 Δεκεμβρίου οι καρδινάλιοι εξέλεξαν τον Ετιέν Ωμπέρ, ειδικό του κανονικού δικαίου (canonist) από το Λιμουζέν και καρδινάλιο-επίσκοπο Όστιας και Βελλέτρι, ως πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ’.1 Ο νέος πάπας πρόσθετε μέτρο λιτότητας στην κούρτη, αντιμετώπιζε τούς Φρατιτσέλλι με ακατάπαυστη σοβαρότητα, ξεκινούσε μεταρρύθμιση των Δομινικανών και απειλούσε τούς Ιωαννίτες ιππότες με απώλεια τής περιουσίας τους και δημιουργία νέου στρατιωτικού τάγματος, αν δεν επιδείκνυαν πολύ περισσότερο αγώνα κατά των Τούρκων.
Ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ επρόκειτο να έχει σκληρή δεκαετία ως πάπας (1352-1362) και μολονότι οι επιστολές του τον παρουσιάζουν ως αφοσιωμένο στον πόλεμο κατά των Τούρκων, την προσοχή του αποσπούσε ο δαπανηρός αγώνας για την επανεπιβολή τής παπικής κυριαρχίας στα κράτη τής εκκλησίας στην Ιταλία και (από το 1357) οι επιδρομές των «μεγάλων εταιρειών» (grand companies) ανέργων μισθοφόρων, που λυμαίνονταν την Προβηγκία και απειλούσαν την Αβινιόν. Συνέχισε φυσικά τις προσπάθειες τού προκατόχου του για ειρήνη μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας,2 καθώς και μεταξύ Βενετίας και Γένουας.3 Όπως πάντα, η ειρήνη μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων θεωρούνταν (και πολύ σωστά) ως απαραίτητο πρώτο βήμα για την οργάνωση εκστρατείας εναντίον των Τούρκων. Περιστασιακά κάποιο προσκύνημα ιπποτών έπαιρνε τον δρόμο για την Ιερουσαλήμ, για να δει τον Πανάγιο Τάφο και τα άλλα ιερά προσευχητήρια (οratoria) στους Αγίους Τόπους,4 αλλά ο πόλεμος μεταξύ Βενετίας και Γένουας έκανε τις συνθήκες στην Ανατολή όλο και περισσότερο ανασφαλείς. Οι ναυτικές επιδρομές των Τούρκων από τα εμιράτα τής Ανατολίας έκαναν επίσης κάθε προσκύνημα πολύ επικίνδυνο. Τολμούσαν λοιπόν να το αναλάβουν μόνο οι πιο ευσεβείς ή οι πιο παράτολμοι.
Προς το τέλος τής παπικής θητείας τού Κλήμεντος δύο απεσταλμένοι είχαν εμφανιστεί στην Αβινιόν ως εκπρόσωποι τού κλήρου και τού λαού τής βυζαντινής πόλης τής Φιλαδέλφειας στη Μικρά Ασία. Είχαν κάνει έκκληση στον Κλήμεντα για βοήθεια κατά των «ακατάπαυστων και απάνθρωπων» επιθέσεων των Τούρκων. Οι Φιλαδελφείς λεγόταν ότι ήσαν έτοιμοι να παραδώσουν την πόλη τους και τις οχυρώσεις της στην Αγία Έδρα και να υπακούουν για πάντα στα κοσμικά ζητήματα (quoad temporalia) τον πάπα και τη Λατινική Εκκλησία. Ο Κλήμης είχε ακούσει την έκκλησή τους με πλήρη συμπόνοια, όπως μάς λένε, αλλά ενδιαφερόταν όχι μόνο για τις κοσμικές αλλά και για τις πνευματικές τους ανάγκες. Ο κλήρος και ο λαός τής Φιλαδέλφειας έπρεπε να αποκηρύξουν το «αρχαίο σχίσμα» τους και να επιστρέψουν στους κόλπους τής Λατινικής Εκκλησίας, όπως τούς έγραφε ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ στις 19 Ιανουαρίου 1353, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να βρουν χάρη και σωτηρία. Ο Ιννοκέντιος είχε καλέσει τούς δύο απεσταλμένους να εμφανιστούν μπροστά σε αυτόν και τούς καρδινάλιους και τούς είχε ρωτήσει αν η αποστολή τους συμπεριλάμβανε εξουσιοδότηση να ασχοληθούν με τα βασικά προβλήματα τού σχίσματος, τής εκκλησιαστικής ένωσης και τής αναγνώρισης τής υπεροχής τής Λατινικής Εκκλησίας. Απάντησαν ότι δεν είχαν τέτοια εξουσιοδότηση. Παρά το γεγονός ότι ο Ιννοκέντιος και οι καρδινάλιοι συγκινήθηκαν βαθιά από τα βάσανα που υπέφεραν οι Φιλαδελφείς από τούς Τούρκους, η πνευματική ένωση με τη Λατινική Εκκλησία έπρεπε να προηγηθεί τής κοσμικής βοήθειας από τη λατινική Δύση. Έτσι ο Ιννοκέντιος προέτρεψε τούς Φιλαδελφείς να στείλουν στην παπική κούρτη με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα απεσταλμένους «με πλήρη και επαρκή εξουσιοδότηση» για να αποκηρύξουν το σχίσμα και να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία τής Ρώμης. Τότε ο Ιννοκέντιος θα τούς έστελνε βοήθεια στον μέγιστο βαθμό που μπορούσε με τη χάρη τού Θεού, ο οποίος είχε σώσει τούς Ισραηλίτες πνίγοντας τον Φαραώ και τον στρατό του στην Ερυθρά Θάλασσα (Έξοδος, 14). Έτσι θα αναχαιτιζόταν το θράσος των Τούρκων, θα εξαντλούνταν η μανία τους και θα καταστελλόταν η ανομία τους.5 Αυτά είπε λοιπόν ο Ιννοκέντιος στον κλήρο και τον λαό τής Φιλαδέλφειας, αλλά σίγουρα η Αγία Έδρα θα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τη Σμύρνη.
Σύντομα ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη ανοίγματα πιο εντυπωσιακά από εκείνα των Φιλαδελφέων. Τον Μάρτιο τού 1354 οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Καλλίπολη ύστερα από σεισμό και όλη η Θράκη βρισκόταν ανοιχτή στις επιθέσεις τους. Στις 22 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους, καθώς στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε ο φόβος, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος απομάκρυνε από τον θρόνο τον Τουρκόφιλο αντίπαλό τού Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, που κλείστηκε σε μοναστήρι. Ο Ιωάννης Ε’ όφειλε την επιτυχία του στη γενναία βοήθεια τού Γενουάτη τυχοδιώκτη Φραντσέσκο Γκατελούζο, που πήρε ως ανταμοιβή του το χέρι τής αδελφής τού νεαρού αυτοκράτορα Μαρίας Παλαιολογίνας και την ηγεμονία στο νησί τής Λέσβου.6 Στις 15 Δεκεμβρίου 1355 ο Ιωάννης Ε’ υπέγραψε σημαντικό (και γνωστό) χρυσόβουλλο, με το οποίο δεσμευόταν ο ίδιος να εξασφαλίσει την υπακοή τής Ελληνικής Εκκλησίας στην Αγία Έδρα με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Ζητούσε από τον πάπα Ιννοκέντιο να θέσει στη διάθεσή του 5 γαλέρες και 15 πλοία μεταφορών, 500 ιππείς και 1.000 πεζούς για έξι μήνες και μέσα σε αυτό το διάστημα θα έκανε τον Λατινικό Καθολικισμό επίσημη θρησκεία τού Βυζαντίου. Θα προωθούσε επίσης τον λατινικό πολιτισμό, ιδίως τη λατινική γλώσσα, ιδρύοντας τρία λατινικά κολλέγια, στα οποία θα ενθάρρυνε να σπουδάσουν τούς γιους των Ελλήνων προκρίτων.
Ως απόδειξη τής καλής του πίστης ο Ιωάννης Ε’ πρότεινε να στείλει ως όμηρο στην Αβινιόν το δεύτερο γιο τού Μανουήλ, ενώ ήθελε από τον πάπα να στείλει μεγάλο στρατό στην Ανατολική Μεσόγειο, να εισφέρει κονδύλια για πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων και να τον κάνει διοικητή των χριστιανικών δυνάμεων, που θα αναπτύσσονταν σε μεγάλη σταυροφορία. Οι υποσχέσεις και τα αιτήματα που διατυπώνονταν στο χρυσόβουλλο τού 1355 γράφηκαν σε στενή συνεργασία με τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Σμύρνης Παύλο, ο οποίος κατονομάζεται στο κείμενο και στον οποίο παραχωρήθηκε περαιτέρω άδεια μόνιμης διαμονής στην Κωνσταντινούπολη, επιπέδου παπικού απεσταλμένου (λεγάτου), στον οποίο ο αυτοκράτορας θα έδινε ανάκτορο και εκκλησία.7 Ο Ιωάννης Ε’ θα χρειαζόταν στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Τούρκων περισσότερη από όση αντιλαμβανόταν κατά τη στιγμή τής σύνταξης τού χρυσόβουλλου, γιατί στις 20 Δεκεμβρίου (1355) πέθανε ο Στέφανος Ντούσαν και η ραγδαία διάλυση τής ελληνο-σερβικής αυτοκρατορίας που είχε αυτός συγκροτήσει σήμαινε ότι στα Βαλκάνια δεν απέμενε κανένα χριστιανικό κράτος αρκετά ισχυρό, ώστε να ανακόψει την αυξητική τάση τής οθωμανικής επέκτασης. Αλλά αν ο Ντούσαν δεν είχε πεθάνει, τότε ο Ιωάννης σύντομα θα έκανε έκκληση προς την Αγία Έδρα για να τον βοηθήσει κατά τής σερβικής επιθετικότητας. Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής ζωής του, όπου κι αν στρεφόταν, αντιμετώπιζε άλυτα προβλήματα.
Ο Ιωάννης E’ επέλεξε τον αρχιεπίσκοπο Παύλο και τον Νικόλαο Σιγηρό, μεγάλο εταιριάρχη τής βυζαντινής αυλής, ως απεσταλμένους του που θα πήγαιναν το «χρυσόβουλλό» τού στην Αβινιόν. Οι χειμερινές θάλασσες συνήθως δεν ενθουσίαζαν τούς εκκλησιαστικούς και τούς αυλικούς. Ο Παύλος και ο Σιγηρός καθυστέρησαν προφανώς την αναχώρησή τους μέχρι το Πάσχα. Εν πάση περιπτώσει έφτασαν στην Αβινιόν πριν από το οκταήμερο τής Πεντηκοστής (12-19 Ιουνίου 1356). Η μικρή γαλέρα τους είχε ανέβει τον Ροδανό και τούς αποβίβασε κοντά στην εκκλησία τής Παναγίας των Θαυμάτων, κοντά στο «Πεδίο των Ανθέων» (Campus Floris), όπου οκτώ χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια τού μεγάλου λοιμού, τα πτώματα στοιβάζονταν σε ψηλούς σωρούς, αφού δεν υπήρχε πια χώρος στα νεκροταφεία τής πόλης.8
Η απάντηση τού Ιννοκέντιου έχει ημερομηνία 21 Ιουλίου (1356), πράγμα που δείχνει ότι δόθηκε από την παπική κούρτη άμεση προσοχή στο χρυσόβουλλο τού Ιωάννη και στις διαπιστευτήριες επιστολές τού Παύλου και τού Νικόλαου Σιγηρού. Ο πάπας επιβεβαίωνε την παραλαβή τής «επιστολής … που φέρει τη χρυσή σας σφραγίδα και υπογραφή από το αυτοκρατορικό σας χέρι» (littere … aurea bulla tua et imperialis manus subscriptione munite) και επαινούσε την επίσημη έκφραση αφοσίωσης τού Ιωάννη στον παπισμό, την εκφρασμένη επιθυμία του να υποδεχτεί λεγάτους και νούντσιους από την Αβινιόν, «και [ότι] θα καταβάλετε κάθε προσπάθεια, όσο καλύτερα μπορείτε, ώστε όλοι οι λαοί υπό την αυτοκρατορική σας εξουσία και υπήκοοι στη δικαιοδοσία σας, λαϊκοί ή κληρικοί, ανεξαρτήτως κατάστασης, κοινωνικής θέσης ή αξιώματος, να παραμένουν πιστοί, υπάκουοι, ευλαβικοί και αφοσιωμένοι σε εμάς και στους διαδόχους μας. …». Aυτό, διάσημε ηγεμόνα, ξεκινά τον προσηλυτισμό σας, αυτό είναι η απαρχή τής αφοσίωσής σας, αυτό είναι το σταθερό θεμέλιο τής πίστης! (Hec, princeps inclite, tue conversionis initia, hec devotionis primordia, hec firma fidei fundamenta!) Ο Ιννοκέντιος και οι καρδινάλιοι συγκινήθηκαν βαθιά ακούγοντας να διαβάζεται το χρυσόβουλλο τού Ιωάννη [στο εκκλησιαστικό συμβούλιο] και αγάλλονταν με την πολυπόθητη και αναμενόμενη επιστροφή τού Ιωάννη στην εκκλησιαστική ενότητα, καθώς και με την υπόσχεση για προσηλυτισμό τού τεράστιου πλήθους των υπηκόων του. Η επιστολή τού πάπα περιείχε πολλή θεολογική και προτρεπτική ρητορική, αλλά λάμβανε υπόψη την έκκληση τού Ιωάννη για βοήθεια εναντίον των τουρκικών επιθέσεων και εναντίον τού θράσους των «ανταρτών» [οπαδών τού Καντακουζηνού] μέσα στην αυτοκρατορία του. Μετά τον προσηλυτισμό του στον Καθολικισμό η εκκλησία θα έσπευδε να βοηθήσει τον Ιωάννη με πνευματικά όπλα και θα επιδίωκε να τον υποστηρίξουν οι χριστιανοί ηγεμόνες. Αλλά αυτό που δεν μπορούσε να πει η μακροσκελής επιστολή το είπαν οι νούντσιοι. Ο Ιννοκέντιος δήλωνε ότι έστελνε τον Καρμελίτη Πιέρ Τομά, επίσκοπο τού Πάττι στη Σικελία, και τον Δομινικανό Γουλιέλμο Κόντι, επίσκοπο Σωζοπόλεως (Sizebolu στη Θράκη) ως νούντσιούς του και αυτοί φυσικά θα έφερναν την επιστολή τού πάπα στην Κωνσταντινούπολη.9 Οι δύο νούντσιοι θα συζητούσαν μάλλον με τον αυτοκράτορα τις εξωπραγματικές υποσχέσεις του για ένωση των εκκλησιών, τις οποίες προφανώς δεν θα τηρούσε, σε αντάλλαγμα για ουσιαστική βοήθεια κατά των Τούρκων, την οποία προφανώς ο πάπας δεν θα μπορούσε να δώσει.
Ο Πιέρ Τομά, φίλος τού καρδιναλίου Ταλλεϋράνδου τού Περιγκόρ, είχε γίνει γνώριμη φιγούρα στην παπική κούρτη. Μέχρι τώρα ήταν σχεδόν διάσημος στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια, έχοντας μόλις περάσει έναν χωρίς αποτέλεσμα χρόνο στη Σερβία, προσπαθώντας να πείσει τον Στέφανο Ντούσαν να υποβάλει τη Σερβική Oρθοδοξία στην αρχή τής Λατινικής Εκκλησίας.10 Ο διορισμός τού Πιέρ ως παπικού νούντσιου στη βυζαντινή αυλή αναφέρεται για πρώτη φορά σε δύο επιστολές με ημερομηνία 14 Ιουλίου (1356), όταν ο Ιννοκέντιος τού παραχώρησε το δικαίωμα να απονέμει ιερά παράσημα στην επισκοπή του στο Πάττι καθώς και σε εκείνη τής Μεσσίνα, υπό τον όρο ότι αυτό θα γινόταν σε ιδιωτικές τελετές, χωρίς την παρουσία ατόμων υπό αφορισμό ή απαγόρευση (ianuis lamen clausis, voce summissa, excommunicato et interdictis exclusis), αν και η Σικελία βρισκόταν από καιρό υπό απαγόρευση για εκείνο που η παπική κούρτη θεωρούσε ως καταλανικό σφετερισμό τού νησιού. Ο Πιέρ έλπιζε να επισκεφθεί την επισκοπή του είτε καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη ή κατά την επιστροφή του. Με δεύτερη παραχώρηση τού επιτράπηκε να λειτουργήσει δημοσίως (alta voce) τρεις φορές στο Πάττι και τη Μεσσίνα, με ανοιχτές πόρτες και με καμπάνες, αλλά όλοι οι αφορισμένοι έπρεπε να αποκλείονται αυστηρά από τις λειτουργίες, αν και άτομα υπό απαγόρευση μπορούσαν φυσικά να γίνονται δεκτά.11
Ο Ιννοκέντιος δεν έχασε χρόνο να συνεγείρει τις χριστιανικές ναυτικές δυνάμεις για την επερχόμενη ανάγκη ενίσχυσης τού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου εναντίον των Τούρκων, γιατί στις 17 Ιουλίου (1356) η παπική αυλή ετοίμασε επιστολές προς τον Χιού Δ’ τής Κύπρου, προς τον μάγιστρο και το μοναστήρι των Ιωαννιτών και προς τις κυβερνήσεις τής Βενετίας και τής Γένουας. Ο Ιννοκέντιος τούς ενημέρωνε όλους χαρούμενος, ότι το άγρυπνο φως τής αληθινής πίστης είχε φωτίσει την απόφαση τού Ιωάννη E’ να αποφύγει τα σχισματικά λάθη τού ελληνικού παρελθόντος και να αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία τής ρωμαϊκής Έδρας. Όταν θα επιβεβαίωνε το γεγονός τού προσηλυτισμού του παρουσία τού Πιέρ Τομά ή τού Γουλιέλμο Κόντι, οι παραλήπτες των παπικών επιστολών έπρεπε να τον προστατεύουν από την ασταμάτητη παραφροσύνη τής επιθετικότητας των απίστων.12 Δεδομένου όμως ότι τα μέλη τής χριστιανικής ένωσης στην Ανατολή έδειχναν να διαθέτουν όλες τους τις δυνάμεις για την υπεράσπιση τής Σμύρνης από τις επιθέσεις που εξαπέλυαν τα σε παρακμή ευρισκόμενα εμιράτα τής Ανατολίας, δεν ήταν πιθανό ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλη προστασία στο Βυζάντιο κατά τής ολοένα αυξανόμενης δύναμης των Οθωμανών.
Όμως η αναχώρηση τού Πιέρ Τομά για την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η προοπτική τής τέλεσης από αυτόν λειτουργίας στο Πάττι, καθυστέρησαν και οι δύο όταν ο Ιννοκέντιος έκρινε ότι, δεδομένου ότι ο Πιέρ θα πήγαινε προς ανατολάς μέσω Βενετίας, έπρεπε επίσης να χρησιμεύσει ως νούντσιος τού πάπα στη Βενετία και την Ουγγαρία, γιατί ύστερα από οκταετή εκεχειρία είχε και πάλι ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ τους, στον αγώνα τους για τον έλεγχο τής δαλματικής ακτής. Ο Πιέρ δαπάνησε περίπου έξι μήνες, από το φθινόπωρο τού 1356 μέχρι την επόμενη άνοιξη, σε μάταιη προσπάθεια να κανονίσει την ειρήνη.13 Με την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και τη λήξη μιας άλλης εκεχειρίας, αυτή τη φορά πεντάμηνης, ο πόλεμος ξανάρχισε τον Απρίλιο τού 1357. Πήγαινε άσχημα για τούς Ενετούς, οι οποίοι διευθέτησαν τούς πόρους τους και σταμάτησαν την ετήσια εισφορά τους 3.000 φλουριών για την άμυνα τής Σμύρνης,14 αν και στις 2 Αυγούστου το Κολλέγιο υπερψήφισε να γράψουν στον διοικητή τού Κόλπου «να στείλει δύο γαλέρες τής Κρήτης μαζί με τις γαλέρες τής Ρωμανίας σε υπηρεσία στην ένωση εναντίον των Τούρκων».15 Υποκύπτοντας τελικά στην ουγγρική πίεση οι Ενετοί εγκατέλειψαν τις αξιώσεις τους για τη Νόνα, τη Zάρα, τον Σκάρδωνα, το Σεμπένικο, το Tράου, το Σπαλάτο και τη Ραγούσα σύμφωνα με τούς όρους τής συνθήκης τής Ζάρας (της 18ης Φεβρουαρίου 1358),16 ενώ θα περνούσαν δεκαετίες πριν μπορέσουν αυτοί να επανεγκαθιδρύσουν τη θέση τους κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τής Αδριατικής.
Εν πάση περιπτώσει ο Πιέρ Τομά έφτασε πιθανώς στον Βόσπορο προς το τέλος Μαΐου 1357 και παρέμεινε στην περιοχή τής Κωνσταντινούπολης για αρκετούς μήνες, περιμένοντας τον Ιωάννη Ε’ στην κατασκήνωση τού στρατού του εναντίον των Τούρκων και συζητώντας την ένωση των Εκκλησιών με τον αυτοκράτορα και με διάφορους Βυζαντινούς διανοούμενους στο αυτοκρατορικό παλάτι. Στις 7 Νοεμβρίου, καθώς ο Πιέρ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Αβινιόν, ο Ιωάννης απάντησε στην επιστολή τού Ιννοκέντιου ΣΤ’ τής 21ης Ιουλίου τού προηγουμένου έτους, αναγνωρίζοντας ότι (όταν είχε έρθει ο Πιέρ για πρώτη φορά) σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να προβεί σε δημόσια ομολογία πίστης, γιατί αντιμετώπιζε πάρα πολλά προβλήματα. Το έκανε όμως τώρα:
Να γνωρίζετε, λοιπόν, ιερότατε πατέρα, ότι εργαστήκαμε και συνεχίζουμε να εργαζόμαστε με κάθε δυνατή φροντίδα και περίσκεψη για να ενώσουμε την εκκλησία μας με την Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία. Με τις συμβουλές και τη γνώμη των αρχόντων μας έχουμε δώσει την απάντησή μας στον εν λόγω μοναχό, στον κύριο Πιέρ [Tομά], ότι, όπως ακριβώς είχαμε υποσχεθεί, επιθυμούμε να είμαστε υπάκουοι, πιστοί και αφοσιωμένοι στη ρωμαϊκή εκκλησία …, και υπόσχομαι ακράδαντα ότι θα τηρώ στο σύνολό τους όλα τα δόγματα τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και ότι με αυτή την πίστη θα ήθελα να ζήσω και να πεθάνω. Δεν θα απομακρυνθώ από αυτήν ποτέ και αυτό έχω υποσχεθεί στον εν λόγω μοναχό, τον κύριο Πιέρ. Έχω ορκιστεί στα χέρια του ενώπιον πολλών επισκόπων και στο εξής θα τηρώ την πίστη προς τον κύριό μου, τον ανώτατο ποντίφηκα, όπως κάνουν και οι άλλοι ηγεμόνες στη ρωμαϊκή εκκλησία. Όμως τώρα δεν μπορώ να κάνω ολόκληρο το λαό να υπακούσει, γιατί δεν είναι όλοι τους πιστοί και υποτακτικοί σε μένα, ενώ πολλοί ακόμη βρίσκονται σε αναμονή ευκαιρίας για να μού επιτεθούν. Αλλά θα εκπληρώσω την υποχρέωσή μου και θα παραμείνω σταθερά στο πλευρό σας αν στείλετε την ενίσχυση που ζήτησα, οπότε δεν θα υπάρχει κανένας να μάς αντιταχθεί. Ξέρω ότι αν έλθει ο λεγάτος σας με τις γαλέρες και την ενίσχυση που ζήτησα, όλοι θα υποταγούν και θα είναι πιστοί σε εσάς.
Ο Ιωάννης E’ υπενθύμιζε ότι ο πρώτος Παλαιολόγος αυτοκράτορας, ο Μιχαήλ Η’, είχε επιβάλει στη βυζαντινή εκκλησία την ένωση με τη Ρώμη και είχε παραμείνει υπάκουος και σε κοινωνία με τη Ρώμη μέχρι τη μέρα που πέθανε, «και το ίδιο θα κάνω και εγώ με τη βοήθεια τού Θεού». Δεδομένου ότι ο Πιέρ τού είχε φέρει την παπική ευλογία, ο Ιωάννης είχε πετύχει κάποιες σημαντικές επιτυχίες επί των εχθρών του, όπως έγραφε στον Ιννοκέντιο, «και πιστεύουμε ότι όλα αυτά έχουν συμβεί λόγω τής ευλογίας σας, στην οποία έχουμε στηρίξει μεγάλες ελπίδες». Ήταν ακόμη πρόθυμος να στείλει το δεύτερο γιο τού Μανουήλ ως όμηρο στην Αβινιόν [όπως είχε προσφερθεί να κάνει στο χρυσόβουλλό του στις 15 Δεκεμβρίου 1355], αλλά ο Πιερ είχε θεωρήσει άσκοπο να το κάνει εκείνη τη στιγμή. Μάλιστα ο Ιωάννης εξέφραζε την επιθυμία να πάει ο ίδιος στην Αβινιόν, για να δείξει στον πάπα την ευλάβεια που ήξερε ότι τού όφειλε. Υπήρχαν ασφαλώς όρια σε αυτά που μπορούσε κάποιος να πει σε μια επιστολή, αλλά ο Ιωάννης είχε ζητήσει από τον Πιέρ να παρουσιάσει πληρέστερη αναφορά, όταν θα επέστρεφε στην Αβινιόν. «Όμως μη σάς απασχολεί ο πατριάρχης [ο αντι-Λατίνος Κάλλιστος], γιατί θα τον καθαιρέσω και θα βάλω στη θέση του άλλον, που ξέρω ότι είναι νομιμόφρων στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία. … Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και την αυτοκρατορία μου στην Αγιότητά σας…»17
Από τις ακτές τού Βοσπόρου ο Πιέρ Τομά έπλευσε προς το νησιωτικό βασίλειο τής Κύπρου. Όταν ο Χιού Δ’ (Hugh IV) άκουσε την άφιξη του, λέγεται ότι βγήκε για να τον συναντήσει και να τον οδηγήσει στη Λευκωσία με τέτοιες τιμές, που θα αρκούσαν για μεγαλύτερο ιεράρχη απ’ ό,τι ήταν ακόμη ο Πιέρ σε αυτή την περίοδο τής σταδιοδρομίας του. Ύστερα από περίοδο ασθένειας στην Κύπρο, ο Πιέρ πήγε σε επικίνδυνο προσκύνημα στην Παλαιστίνη, όπου επισκέφθηκε τον Πανάγιο Τάφο και άλλους ιερούς τόπους, λειτούργησε στον Πανάγιο Τάφο και κήρυξε σε συγκέντρωση χριστιανών στο όρος Σιών, παρά το πήγαινε-έλα των μουσουλμάνων, που μουρμούριζαν για το θράσος του. Από εκεί επέστρεψε στην Κύπρο, από όπου ύστερα από παραμονή στον οίκο των Καρμελιτών μέσα από τα βορειοδυτικά τείχη τής Αμμοχώστου, ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι τής επιστροφής στην Αβινιόν, πιθανότατα το φθινόπωρο τού 1358, για να αναφέρει για την ελληνική αποστολή του στον Ιννοκέντιο και την παπική κούρτη και για να τούς πει αναμφίβολα την εξαιρετική ιστορία τού προσκυνήματός του στους τόπους τής ζωής και τού θανάτου τού Χριστού.18
Οι ετήσιες επιδοτήσεις για την υπεράσπιση τής Σμύρνης, 3.000 χρυσά φλουριά τον χρόνο, προφανώς πληρώνονταν με κάποια κανονικότητα από την Αγία Έδρα, την Κύπρο, το Οσπιτάλιο και τη Βενετία.19 Την 1η Απριλίου 1353 ο Ιννοκέντιος έγραψε, προτρέποντας τον βασιλιά Χιού Δ’ τής Κύπρου να παράσχει την απαραίτητη συνδρομή στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, με προφανή πρόθεση να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη ένωση των Εκκλησιών.20 (Αυτό συνέβη φυσικά περίπου είκοσι μήνες πριν από την πτώση τού Ιωάννη ΣΤ’ από την εξουσία). Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια ένωση θα αποτελούσε προφανές όφελος για την αντι-τουρκική πολιτική τής κούρτης, βρισκόταν αρκετά πέρα από τη δυνατότητα επίτευξης, ενώ η ειλικρίνεια τού Καντακουζηνού ήταν τουλάχιστον ύποπτη. Αλλά οι Λατίνοι κρατούσαν στη Σμύρνη και στις 28 Noεμβρίου (1353) ο Ιννοκέντιος προειδοποίησε τον βασιλιά Πέδρο Δ’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας και την κυβέρνηση τής Γένουας να επιτρέψουν ελεύθερη και απρόσκοπτη διέλευση σε δύο πλοία φορτωμένα με προμήθειες, που στέλνονταν στην σκληρά πιεζόμενη Σμύρνη με δαπάνες τής Αγίας Έδρας, τής Κύπρου, τού Οσπιταλίου και τής Βενετίας.21 Περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα βρίσκουμε τον Ιννοκέντιο να προσπαθεί να ασκήσει πίεση στον αυτοκράτορα Κάρολο Δ’ για να συμβάλει στην άμυνα τής Σμύρνης.22
Στις 11 Ιουνίου 1355 ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ έγραψε στον βασιλιά Χιού Δ’ τής Κύπρου και στον Πιέρ ντε Κορνεϊγιάν, τον νέο μάγιστρο τού Οσπιταλίου, ότι για τη χριστιανική κατοχή τής Σμύρνης έπρεπε να καταβληθεί τόση προσπάθεια, όση εκείνη που κατέβαλαν οι Τούρκοι για να αρπάξουν την πόλη. Οι υπερασπιστές τής Σμύρνης είχαν πάντοτε μεγάλη ανάγκη από προμήθειες. Ο Ιννοκέντιος προέτρεψε τον μάγιστρο και τον βασιλιά να στείλουν γρήγορα τις ετήσιες εισφορές τους για την ανακούφιση τής πόλης. Παρόμοια επιστολή στάλθηκε στη Βενετία, όπου μόλις δύο μήνες πριν ο ηλικιωμένος δόγης Μαρίνο Φαλιέρ είχε εκτελεστεί για προδοσία (στις 17 Απριλίου). Ο Ιννοκέντιος δήλωνε επίσης ότι ο επίσκοπος Όντο τής Πάφου στην Κύπρο είχε πάρει εντολή να στείλει τα 3.000 φλουριά τής ετήσιας αναλογίας τού παπισμού στον Πιέρ ντε Κορνεϊγιάν, ο οποίος θα έστελνε τα χρήματα στη Σμύρνη μαζί με την συνεισφορά των ίδιων των Ιωαννιτών.23 Ο Χιού Δ’ απάντησε ότι ήταν διατεθειμένος είτε να στείλει τα 3000 φλουριά, σύμφωνα με τη συμφωνία των τεσσάρων δυνάμεων (της εκκλησίας, τής Κύπρου, τού Οσπιταλίου και τής Βενετίας) ή να συντηρεί κάθε χρόνο ως συνεισφορά του δύο κυπριακές γαλέρες. Ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ απάντησε στις 26 Οκτωβρίου (1355) ότι είχε γράψει για να ρωτήσει τον μάγιστρο τού Οσπιταλίου, όπως προφανώς είχε προτείνει ο Χιού, ποια από τις εναλλακτικές λύσεις θα ήταν η πιο χρήσιμη για την προστασία τής Σμύρνης από τουρκικές επιθέσεις.24
Από τη διάλυση τού Τάγματος των Ναϊτών σαράντα χρόνια πριν, οι Ιωαννίτες αποτελούσαν το επίκεντρο τής σταυροφορικής δραστηριότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν καλό που ζητούσε τη συμβουλή τού Πιέρ ντε Κορνεϊγιάν ως μάγιστρου τού Οσπιταλίου, αλλά ότι το έκανε αυτό δεν σήμαινε ότι είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο τάγμα, για το οποίο υπήρχαν πολλές σοβαρές επικρίσεις στην παπική κούρτη. Μάλιστα ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ έγραψε στον Πιερ μια καυτή επιστολή στις 14 Οκτωβρίου 1355, υπενθυμίζοντάς του ότι λίγους μήνες νωρίτερα, όταν ο Χουάν Φερνάντεζ ντε Ερέδια, καστελλάνος τής Αμπόστα και ηγούμενος Καστίλλης και Λεόν, καθώς και δύο διδάσκαλοι τού Οσπιταλίου έφευγαν για τη Ρόδο, είχε υπογραμμίσει την πικρία που αισθανόταν ο ίδιος (και φυσικά και η κούρτη) για την «ολέθρια αμέλεια και αφόρητη τεμπελιά» των Ιωαννιτών.
Ο πάπας και οι καρδινάλιοι γνώριζαν καλά (σύμφωνα με την επιστολή) ότι οι Ιωαννίτες είχαν προ πολλού αποτύχει να ανταποκριθούν στις ευγενείς απαιτήσεις από μια χριστιανική πολιτοφυλακή (Christi militia), που τούς είχε κάνει ευχάριστους απέναντι στον Θεό τον παλιό καιρό, όταν έκαναν το καθήκον τους απέναντι στους εχθρούς τής πίστης. Τώρα κολυμπούσαν σε απολαύσεις, τις οποίες η μετριοφροσύνη απαγόρευε στον πάπα να περιγράψει. Ο Ερέδια, τον οποίον ο πάπας επαινούσε ως ένθερμο για την «καλή κατάσταση» τού Οσπιταλίου, καθώς και οι δύο διδάσκαλοι, μετέφεραν στη Ρόδο την παπική εντολή για πλήρη μεταρρύθμιση τού Τάγματος. Οι άμεσοι προκάτοχοι τού Ιννοκέντιου (όπως ο ίδιος υπενθύμιζε στον Κορνεϊγιάν), ο Ιωάννης ΚΒ’, ο Βενέδικτος ΙΒ’ και ο Κλήμης ΣΤ’, είχαν όλοι παροτρύνει τούς Ιωαννίτες να ασκήσουν τις δυνάμεις και εξουσίες τους (vires et virtutes) εναντίον τής «αποτρόπαιης δολιότητας των Τούρκων», εισβάλοντας στα εδάφη τα οποία εκείνοι τυραννούσαν προς όνειδος και κίνδυνο τής χριστιανοσύνης. Οι Ιωαννίτες έπρεπε να μεταφέρουν το μοναστήρι τους σε τουρκικό έδαφος και να το διατηρούν εκεί. Τούς είχαν διατεθεί άφθονοι πόροι, «όχι για να σκουριάζουν στη Ρόδο», αλλά για να τούς χρησιμοποιήσουν εναντίον των Τούρκων. Οι ανατολικοί χριστιανοί καλούσαν σε βοήθεια. Οι Ευρωπαίοι τραβούσαν τα μαλλιά τους με την άκαρπη αδράνεια των Ιωαννιτών. Αν δεν μετέφεραν ολόκληρο το μοναστήρι από τη Ρόδο στη Μικρά Ασία (in Turchiam), ο Ιννοκέντιος τούς προειδοποιούσε ότι θα ίδρυε νέα στρατιωτική τάξη και ότι θα την προίκιζε με την περιουσία που είχαν πάρει οι Ιωαννίτες με τη διάλυση των Ναϊτών. Έτσι οι Ιωαννίτες έπρεπε να ανακαταλάβουν στην «Τουρκία» (Τurchia) τα εδάφη που είχε καταλάβει και εξακολουθούσε να κατέχει η τουρκική ασέβεια.25
Τελικά ο Ερέδια επέστρεψε στην Αβινιόν με την είδηση ότι ο Πιέρ ντε Κορνεϊγιάν είχε λάβει τις εντολές τού πάπα με απόλυτη ταπεινοφροσύνη και αφοσίωση, αλλά ότι δεν μπορούσε να πάρει το συγκεκριμένο μέτρο (δηλαδή να μεταφέρει το μοναστήρι στην «Τουρκία»), χωρίς τη βοήθεια και τη συμβουλή των ηγουμένων και των ιπποτών τού Τάγματος. Είχε λοιπόν συμβουλεύσει να συγκληθεί «γενική συγκέντρωση» των Ιωαννιτών στην Ευρώπη, η οποία, όπως αποφάσιζε τώρα ο Ιννοκέντιος, θα πραγματοποιούνταν στη Νιμ ή στο Μονπελιέ στις αρχές Ιανουαρίου 1356. Προειδοποιώντας τον Κορνεϊγιάν ότι ορισμένοι ανεύθυνοι Ιωαννίτες στη Ρόδο έλεγαν ότι ο πάπας στην πραγματικότητα δεν είχε αναθέσει στον Ερέδια τη διαβίβαση εντολής για τη μεταρρύθμιση τού Τάγματος και τη μετεγκατάσταση τού μοναστηριού, ο Ιννοκέντιος επαναλάμβανε τις αυστηρές εντολές του, μαζί με κατάλληλες ηθικές παραινέσεις.26 Παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες τού Ιννοκέντιου για τη διατήρηση ναυτικής συμμαχίας εναντίον των Τούρκων συνάντησαν μικρή μόνο επιτυχία, οι προσπάθειές του ήσαν τόσο ειλικρινείς όσο και επίμονες. Είχε συγκινηθεί βαθύτατα από τις ιστορίες των τουρκικών επιθέσεων που έφθαναν στην Αβινιόν. Την 1η Απριλίου 1356 έγραφε στον Τζοβάνι Γκραντενίγκο, τον αργότερα δόγη τής Βενετίας, ότι ενώ οι Ενετοί και οι Γενουάτες βρίσκονταν σε πόλεμο, «οι Τούρκοι ανανέωναν την τόλμη τους και διέτρεχαν με εχθρική πρόθεση τη θάλασσα, επέβαλαν αξιοθρήνητες κακουχίες και άφθονες απώλειες στους πιστούς, ενώ συνεχίζουν ακόμη να το κάνουν». Ο Ιννοκέντιος επέμενε ότι [τρεις] ενετικές γαλέρες (σύμφωνα με το σύμφωνο τής 11ης Αυγούστου 1350, το οποίο είχε ανανεώσει τη συμμαχία για δέκα χρόνια) έπρεπε να ενωθούν με τις [δύο] κυπριακές και τις [τρεις] γαλέρες τού Οσπιταλίου στο λιμάνι τής Σμύρνης κατά την 1η τού προσεχούς Ιουλίου ή πριν από αυτήν. Ζητούσε επίσης να σταλθούν μέχρι την 1η Νοεμβρίου Ενετοί απεσταλμένοι στην Αβινιόν, «με πλήρη και επαρκή εξουσιοδότηση» (cum pleno ac sufficienti mandato), για να επιβεβαιώσουν ή να τροποποιήσουν τούς όρους τής συμμαχίας σε συνεννόηση με τούς απεσταλμένους τούς οποίους καλούσε από την Κύπρο και το Οσπιτάλιο.27
Στην Αβινιόν τον Μάρτιο τού 1357 επιτροπή πέντε καρδιναλίων συναντήθηκε με τούς απεσταλμένους τής Κύπρου, τού Οσπιταλίου και τής Βενετίας και στις 20 τού μηνός οι απεσταλμένοι συμφώνησαν να προσπαθήσουν να πείσουν τούς εντολείς τους να ανανεώσουν για πέντε χρόνια την Κλημεντινή συμμαχία εναντίον των Τούρκων. Κάθε πλευρά (Κύπριοι, Ιωαννίτες και Ενετοί) θα διατηρούσε δύο εξοπλισμένες γαλέρες στα ανατολικά ύδατα, αναμφίβολα ένα μικρό στολίσκο, αλλά «οι έξι οπλισμένες γαλέρες» (sex galee armate) θα βρίσκονταν σε συνεχή λειτουργία, κάτω από τη διοίκηση παπικού λεγάτου, γενικού διοικητή και συμβουλίου των διοικητών των γαλερών. Οι έξι γαλέρες θα συγκεντρώνονταν στη Σμύρνη τη μέρα τής γιορτής τής Γεννήσεως τής Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου). Αλλά αν το Οσπιτάλιο διέθετε και τρίτη γαλέρα, τότε το ίδιο έπρεπε να κάνει και η Βενετία, γεγονός που θα αύξανε το στόλο σε οκτώ γαλέρες, όπως προβλεπόταν στο σύμφωνο τού 1350. Τίποτε δεν γραφόταν, τουλάχιστον σε αυτό το έγγραφο, για την ετήσια επιχορήγηση ύψους 3.000 φλουριών από κάθε μέρος για την άμυνα τής Σμύρνης. Τα διάφορα άρθρα τής προσωρινής συμφωνίας έπρεπε να εγκριθούν από τον πάπα, ο οποίος θα έγραφε τότε στον Χιού Δ’ τής Κύπρου, στον Ροζέ ντε Πεν, τον νέο μάγιστρο τού Οσπιταλίου και στον Τζοβάνι Ντολφίν, τον νέο δόγη τής Βενετίας.28
Λαμβάνοντας υπόψη τη στάση τού Ιννοκέντιου απέναντι στους Ιωαννίτες θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι θα ζητούσε από αυτούς την τρίτη γαλέρα, αλλά όταν συγκροτήθηκε αργότερα η ένωση καθένας από τούς συμμετέχοντες συνεισέφερε δύο γαλέρες. Μάλιστα μάλλον λίγα θα προέκυπταν από όλον αυτό τον προγραμματισμό, αν και κατά την εποχή τού Ιννοκέντιου θα προέκυπτε ηγέτης, που θα εξαπέλυε τουλάχιστον μια σημαντική επίθεση εναντίον των Οθωμανών Τούρκων (στη Λάμψακο). Tα μητρώα τής Αβινιόν για τη θητεία τού Ιννοκέντιου καθιστούν σαφή τη μεγάλη έκταση των προσπαθειών του για λογαριασμό τής σταυροφορίας. Όμως η κατάληψη τής Σμύρνης είχε συμβεί πριν γίνει αυτός πάπας. Η άλωση τής Αλεξάνδρειας θα ερχόταν μετά τον θάνατό του. Στο μεταξύ βρήκε στην Ευρώπη όλα τα προβλήματα που θα μπορούσε να διαχειριστεί.
Ο τερματισμός τού δαπανηρού πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας και των ενετικών συγκρούσεων με τη Γένουα και την Ουγγαρία δεν ήταν η μόνη προϋπόθεση για επίθεση εναντίον των Τούρκων. Πριν αναλάβει το παπικό ταμείο (Κάμερα Αποστόλικα) μεγάλες οικονομικές δεσμεύσεις για τη σταυροφορία, έπρεπε επίσης να επιτευχθεί η αποκατάσταση τής παπικής εξουσίας επί των κρατών τής εκκλησίας στην Ιταλία. Λίγο μετά την άνοδό του στον παπικό θρόνο ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε διορίσει ως λεγάτο του στην Ιταλία (στις 30 Ιουνίου 1353) τον τρομερό Ζιλ ντε Αλμπορνόζ, καρδινάλιο-ιερέα τού Αγίου Κλήμεντα. Ο Aλμπορνόζ θα πήγαινε στη βόρεια Ιταλία «ως άγγελος ειρήνης» (tanquam pacis angelus) και θα αποκαθιστούσε την παπική υπεροχή στην Περιοχή (Μάρκε) τής Αγκώνας, στη Μάσσα Τραμπάρια των κεντρικών Απέννινων, στην περιοχή τού Ουρμπίνο, στη Ρομάνια, στο δουκάτο τού Σπολέτο, στη Σαμπίνα, στην «Κληρονομιά» τού Αγίου Πέτρου στην Τοσκάνη, στην Καμπανία, στην Μαρίττιμα «και στις άλλες γειτονικές περιοχές και εδάφη που υπόκεινται άμεσα και έμμεσα στην εκκλησία».29 Αν και οι Βισκόντι τού Μιλάνου ήσαν οι ισχυρότεροι αντίπαλοί τού παπισμού, σκληροί εχθροί του ήσαν επίσης οι Ορντελάφφι τού Φορλί και οι Μανφρέντι τής Φαέντσα. Ο Ιννοκέντιος διέταξε να κηρυχθεί «σταυροφορία» εναντίον τους.30 Η επιτυχία τής αποστολής τού Aλμπορνόζ (1353-1357, 1358-1363), παρά την ταλάντευση τού πάπα και τις ιδιοτροπίες τής πολιτικής τής κούρτης, αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα κεφάλαια στην πολυτάραχη ιστορία τού 14ου αιώνα.
Ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε άλλα προβλήματα, που καταβρόχθιζαν τα μειούμενα έσοδά του και τον εξέτρεπαν από τις ανατολικές υποθέσεις. Μετά την αγγλική νίκη στην τριήμερη «μάχη τού Πουατιέ», που δόθηκε κοντά στο Μωπερτύ (στις 17-19 Σεπτεμβρίου 1356), καθώς και τη σύλληψη τού βασιλιά Ιωάννη Β’ τής Γαλλίας, εκεχειρία δύο ετών αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο Μπορντώ και συμφωνήθηκε υπό παπική αιγίδα στις 23 Μαρτίου 1357.31 Αυτή οδήγησε αμέσως στην απόλυση των μισθοφόρων, οι οποίοι, οργανωμένοι σε «ελεύθερες εταιρείες», στράφηκαν στις λεηλασίες ως κύριο τρόπο επιβίωσής τους. Επαναλαμβανόμενες βούλλες αφορισμού και «καταστολής τού πνεύματος θρασύτητας» (ad reprimendas insolentias) απέτυχαν να μειώσουν τον ενθουσιασμό των ληστών για φόνους, βιασμούς, ληστείες και εκβιασμούς.32 Αν και ήσαν γνωστοί ως «Εγγλέζοι» (li Engles), λίγοι Άγγλοι υπήρχαν μεταξύ τους, τουλάχιστον στη νότια Γαλλία.
Τον Μάιο τού 1357 πανικός κατέλαβε την Αβινιόν, καθώς ο Γασκώνος διοικητής Αρνώ ντε Σερβόλ, αρχιερέας τής Βελίν στην επισκοπή τού Περιγκώ, ετοιμαζόταν να εισέλθει στην κομητεία τής Προβηγκίας, η οποία ανήκε ασφαλώς στη βασίλισσα Ιωάννα τής Νάπολης και στον σύζυγό της Λουδοβίκο τού Τάραντα. Οι εισβολείς τού Aρνώ λεηλατούσαν επί μήνες την πλούσια κομητεία στις ακτές τής Μεσογείου και δεν λυπήθηκαν ούτε την παπική επαρχία τής Κομτά-Βεναισέν. Πολιόρκησαν την Αιξ-αν-Προβάνς, τής οποίας οι κάτοικοι (όπως και οι πολίτες τής Μασσαλίας) κατέστρεψαν τα δικά τους προάστια για να εμποδίσουν τούς άνδρες τού Aρνώ να βρουν καταλύματα σε μοναστήρια, βίλλες και άλλα κτίρια έξω από τα τείχη τής πόλης. Έχοντας εξαντλήσει την ύπαιθρο τής Προβηγκίας ο Αρνώ αποσύρθηκε στη Γαλλία την άνοιξη τού 1358. Τον Ιούλιο βρισκόταν μαζί με τον δελφίνο, έτοιμος για υπηρεσία κατά τού Ετιέν Μαρσέλ και των ακόμη ετοιμοπόλεμων δημοτών τού Παρισιού. Μετά τον θάνατο τού Mαρσέλ ο Αρνώ επέστρεψε στην Προβηγκία, για να εισπράξει λύτρα από τούς κατοίκους της, για λογαριασμό των οποίων ο Ιννοκέντιος μερίμνησε για την πληρωμή 1.000 χρυσών φλουριών. Ο Aρνώ στη συνέχεια αναχώρησε (τον Σεπτέμβριο) για το Νιβερναί όπου, ως βασιλικός αξιωματικός για ένα χρόνο, έκανε καταχρήσεις σε βάρος των πολιτών τής Νεβέρ με προκλητικό τρόπο και έχασε το αξίωμά του. «Μια φορά βάρβαρος, για πάντα βάρβαρος» (Semel barbarus, semper barbarus), αλλά πάντοτε ο ίδιος, ο Αρνώ κατέληξε να παντρευτεί μια από τις πιο πλούσιες κληρονόμους στη Βουργουνδία.33
Ο Aρνώ θα μπορούσε να είχε γίνει καλός σταυροφόρος, και (αρκετά ειρωνικά) ο Αμαδέος ΣΤ’, ο Πράσινος Κόμης τής Σαβοΐας, θα στρατολογούσε τον ίδιο και τούς μισθοφόρους του για υπηρεσία στη Βαλκανική σταυροφορία τού 1366-1367. Όμως ο Aρνώ φονεύθηκε από έναν από τούς οπαδούς του στην περιοχή μεταξύ Λυών και Μακόν στις 25 Μαΐου 1366, καθώς προχωρούσε να ενωθεί με τον Αμαδέο, ο οποίος έμαθε την είδηση στη Βενετία καθώς τον περίμενε. Η απώλεια τού Aρνώ και των μισθοφόρων του αποτέλεσε πλήγμα για τον Aμαδέο και μπορεί να περιόρισε την έκταση τής σταυροφορίας τής Σαβοΐας. Όμως ήταν μάλλον ανεδαφική, όπως υπέδειξε ο Ντενίφλ, η προσπάθεια στρατολόγησης αυτών των συμμοριών κακούργων σε υπερπόντια εκστρατεία. Δεν είχαν καθόλου πειθαρχία, ενώ ήσαν «λιγότερο αξιόπιστοι από τούς Τούρκους».34
Η λεηλασία τής Προβηγκίας από τον Aρνώ ντε Σερβόλ το 1357-1358 είχε αναγκάσει τον Ιννοκέντιο ΣΤ’ να ξεκινήσει τις μεγάλες οχυρώσεις τής Αβινιόν, που ήσαν απολύτως αναγκαίες, γιατί ύστερα από τις μάταιες προσπάθειες για ειρήνη μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας στις δύο συνθήκες τού Λονδίνου (τον Ιανουάριο τού 1358 και τον Μάρτιο τού 1359), ο δελφίνος Κάρολος και ο Μαύρος Πρίγκηπας κατέληξαν σε συμφωνία στο Μπρετινύ στην περιοχή τής Μπως στις 8 Μαΐου 1360. Αυτή η συμφωνία επικυρώθηκε τον Οκτώβριο τού ίδιου έτους με βασιλική τελετή στο Καλαί. Διακηρύχθηκε ειρήνη και περισσότεροι μισθοφόροι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Τη νύχτα τής 28-29 Δεκεμβρίου 1360 μεγάλο στράτευμα τέτοιων πειρατών που ονομαζόταν «Μεγάλη Εταιρεία» (Magna Societa) κατέλαβε την πόλη Πον Σαιν Εσπρί στην επισκοπή τής Ουζ επί τού Ροδανού, ακριβώς βόρεια τής Οράνζ και τής Αβινιόν. Επρόκειτο για πολύ σοβαρό θέμα, επειδή (όπως ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ υπενθύμιζε σε όλους τούς αστούς τής νότιας Γαλλίας) το Πον Σαιν Εσπρί ήταν το σημείο, «μέσω τού οποίου έρχονται κάτω [στην Αβινιόν] τα εμπορεύματα και τα περισσότερα τρόφιμα που είναι αναγκαία και χρήσιμα για την παπική κούρτη».35 Με επιστολή τής 8ης Ιανουαρίου 1361 προς τον αρχιεπίσκοπο τής Ναρμπόν και τούς υπαγόμενους σε αυτόν επισκόπους ο Ιννοκέντιος κήρυσσε σταυροφορία εναντίον των αχρείων που είχαν καταλάβει το Πον Σαιν Εσπρί, υποσχόμενος στους σταυροφόρους την ίδια άφεση αμαρτιών που χορηγούνταν σε σταυροφόρους των Αγίων Τόπων.36 Συγκεντρώθηκαν χρηματικά ποσά για να ζωθεί η παπική πόλη με νέα τείχη,37 ενώ ο Χουάν Φερνάντεζ ντε Ερέδια, στον οποίο κυρίως στηριζόταν ο Ιννοκέντιος, έγινε κυβερνήτης τής Κομτά-Βεναισέν (στις 9 Μαΐου).38 Όμως περί το τέλος Μαρτίου (1361) οι περισσότεροι από τούς εισβολείς είχαν εξαγοραστεί έναντι τού σημαντικού ποσού των 14.500 χρυσών φλουριών. Εισήλθαν στην Ιταλία, κατά πάσα πιθανότητα μέσω τού γραφικού περάσματος τού Μον Ζενέβρ, για να υπηρετήσουν τον μαρκήσιο Τζιοβάννι τού Μομφεράτ εναντίον των Μιλανέζων.39 Οι κάτοικοι τής Αβινιόν, όπως και ο Ιννοκέντιος ΣΤ’, μπορούσαν για λίγο να αναπνέουν πιο άνετα.
Η εμπειρία τού Πιέρ Τομά επί των συνθηκών στην ανατολική Μεσόγειο τον είχε κάνει ένθερμο υποστηρικτή τής σταυροφορίας, ενώ μετά την επιστροφή του στην κούρτη ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ είδε αμέσως στο πρόσωπό του ένα τρόπο υπεράσπισης τής Σμύρνης από τούς εμίρηδες τής Ανατολίας και προώθησης τής χριστιανικής υπόθεσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 10 Μαΐου 1359 μετέθεσε τον Πιέρ από την επισκοπή τού Πάττι στη μωραΐτικη έδρα τής Κορώνης,40 ενώ την επόμενη μέρα με τη βούλλα Angit nos τον έκανε αποστολικό λεγάτο στην Ανατολή όπου, δήλωνε, «η τερατώδης μανία» των Τούρκων κρατούσε τούς χριστιανούς κάτω από συνεχή επίθεση, ειδικά στην Ελλάδα και στην πόλη τής Σμύρνης. Η βούλλα όριζε ότι η δικαιοδοσία τού Πιέρ περιλάμβανε το βασίλειο τής Κύπρου, τις αρχιεπισκοπές Κρήτης, Σμύρνης, Πατρών, Αθηνών, Θηβών, Κορίνθου, Ρόδου, Νάξου, Κέρκυρας, Δυρραχίου, Ναυπάκτου, Nεοπατρών και (δεδομένου ότι ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος είχε δηλώσει υπακοή στην Αγία Έδρα) το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Δινόταν στον Πιέρ πλήρης εξουσιοδότηση να έρχεται σε επαφή με βασιλιάδες, ηγεμόνες και άλλα πρόσωπα, εκκλησιαστικά και κοσμικά, να συγκροτεί και να επικυρώνει ενώσεις και συμμαχίες, καθώς και να κάνει ειρήνη και να την επιβάλλει με εκκλησιαστικές μομφές.41 Φυσικά η λατινική ιεραρχία και οι κληρικοί και λαϊκοί άρχοντες και αξιωματούχοι στην Ανατολική Μεσόγειο ενημερώθηκαν νομότυπα για τον διορισμό του.42
Την ίδια μέρα (11 Μαΐου 1359) στάλθηκαν και πάλι επιστολές στον Πιέρ, στους Λατίνους αρχιεπισκόπους υπό τη νέα του δικαιοδοσία ως λεγάτου (και στους υπαγόμενους σε αυτούς), στον αρχιεπίσκοπο Γένουας και στον επίσκοπο τού Καστέλλο (Βενετίας), που περιείχαν περαιτέρω καταγγελία των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλλαν ακατάπαυστα σε χριστιανικά εδάφη, περιλαμβανομένων των επαρχιών τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, έσφαζαν χριστιανούς, τούς πουλούσαν σαν «άγρια ζώα» (animalia bruta) σε ανυπόφορη δουλεία, τούς έκαναν να απαρνούνται την πίστη τους και ποδοπατούσαν τον σταυρό, το σύμβολο τής λύτρωσης τού ανθρώπου. Η λατινική ιεραρχία στην Ανατολή, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο τής Γένουας και τον επίσκοπο τού Καστέλλο, έπαιρναν εξουσιοδότηση να κηρύξουν τη σταυροφορία και να χορηγήσουν τα συνήθη συγχωροχάρτια σε όλους εκείνους που θα έπαιρναν το σταυρό με τη δέουσα αφοσίωση.43 Μεταξύ των πολλών αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν στον Πιέρ, καθώς αυτός ετοιμαζόταν για την αποστολή του στην ανατολή, ήταν εκείνη τής υποβολής σε εκκλησιαστική μομφή των χριστιανών αχρείων που συναλλάσσονταν με τούς Οθωμανούς και με τούς Τούρκους των εμιράτων, κάνοντας ακόμη και συμμαχίες μαζί τους, προκαλώντας ζημιά στους ομοθρήσκους τούς χριστιανούς και προσβάλλοντας τη θεία μεγαλειότητα.44 Από την εποχή τής 1ης Σταυροφορίας είχαν υπάρξει μουσουλμάνοι και χριστιανοί έμποροι στην Ανατολή, που είχαν μεταξύ τους αρκετά καλές σχέσεις, μερικές φορές καλύτερες από εκείνες που είχαν με τούς ομοθρήσκους τους.
Δεδομένου ότι ο Ιννοκέντιος προφανώς θεωρούσε ότι ο Ιωάννης Ε’ είχε αγκαλιάσει τον Καθολικισμό στα χέρια τού Πιέρ Τομά (όταν ο τελευταίος ήταν επίσκοπος τού Πάττι), ο Πιέρ έπρεπε τώρα να τού προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια για την υπεράσπιση τού συρρικνωμένου βασιλείου του και για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων και εδαφών του «εναντίον των Τούρκων και άλλων απίστων…» (contra Turchos et alios infideles).45 Τα προβλήματα που προκλήθηκαν από τον «προσηλυτισμό» τού Ιωάννη το 1357 έχουν επανεξεταστεί τα τελευταία χρόνια και δεν θα προσθέσουμε σε αυτές τις συζητήσεις, αλλά μεταγενέστερα γεγονότα θα αποδείκνυαν ότι η σταυροφορία που οργανωνόταν το 1359 είχε ως στόχο όχι μόνο την υπεράσπιση τής Σμύρνης απέναντι στους εμίρηδες τής Ανατολίας, αλλά επίσης και τη βοήθεια προς την Κωνσταντινούπολη απέναντι στην τρομακτική αύξηση τής οθωμανικής δύναμης. Η έκκληση τού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου προς τον πάπα για βοήθεια το 1355 και η υπακοή του στον Καθολικισμό δύο χρόνια αργότερα δεν θα αποδεικνύονταν εντελώς ανώφελες.
Η συνέχιση τής Λατινικής κυριαρχίας στη Σμύρνη για δεκαπέντε περίπου χρόνια φαινόταν ήδη στους ανθρώπους τής εποχής ως αξιοθαύμαστο επίτευγμα, και ίσως ήταν, αλλά αποτελούσε επίσης ένδειξη τής παρακμής των εμιράτων. Από το 1356 ο Όρσο Ντολφίν, αρχιεπίσκοπος Κρήτης και μέλος διακεκριμένης ενετικής οικογένειας, υπηρετούσε ως παπικός εκπρόσωπος (vicar) και διοικητής Σμύρνης, καθώς και ως παπικός λεγάτος στην Ανατολή.46 Ο Πιέρ Τομά τον αντικαθιστούσε ως λεγάτος, ενώ ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ διόριζε τώρα τον σκληραγωγημένο Φλωρεντινό Ιωαννίτη ιππότη, Νικολό Μπενεντέττι, διδάσκαλο (preceptor) τού Τάγματος στη Βενόζα, να αναλάβει τα καθήκοντα τού Ντολφίν ως παπικός εκπρόσωπος στη Σμύρνη.47 Στην αποστολή τού Μπενεντέττι ο Ιννοκέντιος τόνιζε τη συνεχιζόμενη ανησυχία τής παπικής κούρτης για την ασφάλεια τής Σμύρνης. Ο Μπενεντέττι θα κρατούσε το αξίωμα τού παπικού εκπροσώπου (vicariate) και διοικητή για οκτώ χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ο ίδιος θα έπαιρνε μέτρα «για τα τείχη και τούς οχυρωμένους πύργους [της πόλης]» (de muranda et turribus munienda [civitate]) και θα διατηρούσε υπό τις διαταγές του 150 Λατίνους μισθοφόρους και δύο γαλέρες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Ιννοκέντιος προφανώς θα πλήρωνε για τις γαλέρες, που θα έφεραν την παπική σημαία με τα σταυρωτά κλειδιά.48
Ο Νικολό Μπενεντέττι πήρε εντολή να ζώσει τη Σμύρνη με βαριά, καλά δομημένα τείχη μέσα στα πρώτα επτά χρόνια τής θητείας του, ενώ μπορούσε να πληρώνει τα έξοδα τού αξιώματός του στέλνοντας όσο συχνά επιθυμούσε ένα πλοίο και δύο γαλέρες φορτωμένες με εμπορεύματα, εκτός από σίδηρο, ξύλο και άλλα ναυτικά λαθραία, στην Αλεξάνδρεια ή οποιοδήποτε άλλο έδαφος που ανήκε στον σουλτάνο τής Αιγύπτου.49 Ως βοήθεια για την οικοδόμηση των νέων οχυρώσεων στη Σμύρνη, καθώς και για τη διατήρηση των δύο γαλερών τού πάπα, ο Μπενεντέττι, θα έπαιρνε ετήσια επιδότηση 3.000 χρυσών φλουριών από πόρους που θα εισέπραττε για λογαριασμό τού παπικού ταμείου ο αποστολικός νούντσιος Πέτερ Νταμάντι, αρχιδιάκονος Λεμεσού, καθώς και εκείνοι που θα τον διαδέχονταν ως νούντσιοι κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών τής θητείας τού Μπενεντέττι ως παπικού εκπροσώπου στη Σμύρνη. Παπική επιστολή τής 25ης Μαΐου (1359) διέταζε τον Νταμάντι να καταβάλει στον Μπενεντέττι το προσδιορισμένο ποσό, με χρήματα που είχαν διαβιβαστεί στον Ροζέ ντε Πεν, μάγιστρο τού Οσπιταλίου, «για την επιμέλεια τής Σμύρνης», ενώ την ίδια μέρα ο Ιννοκέντιος έγραφε στον Μπενεντέττι για τις οδηγίες που είχε στείλει στον Νταμάντι.50 Οι υψηλόβαθμοι κληρικοί και λαϊκοί παντού κατά μήκος τής διαδρομής προς Σμύρνη ενημερώθηκαν για τον διορισμό τού Μπενεντέττι και κλήθηκαν να τον υποδεχθούν φιλόξενα και να εξασφαλίσουν ότι ο ίδιος και η ακολουθία του θα απολάμβαναν ανά πάσα στιγμή πλήρους ασφάλειας.51
Ανάμεσα στην πλημμυρίδα των επιστολών τής κούρτης που γράφηκαν από υπαλλήλους τής αυλής τού πάπα στις 11 Μαΐου (1359), δύο άλλες, σχετικές με τον διορισμό τού Μπενεντέττι ως παπικού εκπροσώπου (vicar) στη Σμύρνη, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε μια από αυτές ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ χορηγούσε «στους αγαπητούς μας γιους Φραντσέσκο Μπενεντέττι από τη Φλωρεντία, τής αδελφότητας τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ και στον αδελφό του Πάτσε Μπενεντέττι, πολίτη τής Φλωρεντίας», ότι αν ο αδελφός τους Nικολό πέθαινε κατά τη διάρκεια τής οκταετούς θητείας του ως παπικός εκπρόσωπος (vicar) ή καθίστατο με άλλο τρόπο ανίκανος, θα τον διαδεχόταν «εσύ, γιε μου Φραντσέσκο, αν βρίσκεσαι στη ζωή και είσαι διαθέσιμος για τη θέση, αλλιώς εσύ, γιέ μου Πάτσε…».52 Η δεύτερη επιστολή παρείχε στα τρία (ή τέσσερα;) αδέλφια ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο για επίπονη υπηρεσία στην ακτή τής Ανατολίας. Καταλαβαίνοντας ότι ο Nικολό θα επιδίωκε την «καταστολή των Τούρκων» με ακόμη μεγαλύτερη επιμέλεια, αν μπορούσε να ελπίζει για κάποια περαιτέρω ανταμοιβή, ο Ιννοκέντιος ικανοποιούσε το αίτημα των Μπενεντέττι, ότι,
όποια φρούρια, εδάφη και κωμοπόλεις [loca], που ανήκουν στους Τούρκους και άλλους απίστους … συμβεί να καταληφθούν και να κατακτηθούν από σένα ή από τούς αγαπημένους μας γιους Τζιοβάννι και Πάτσε, πολίτες τής Φλωρεντίας και τούς αδελφούς σας …, με τη συμβουλή των αδελφών μας [των καρδιναλίων] και με την εξουσιοδότηση τής παρούσας επιστολής παραχωρούμε και χορηγούμε επιείκεια, στο όνομά μας και σε εκείνο τής ρωμαϊκής εκκλησίας, ώστε εσύ όσο ζεις και μετά τον θάνατό σου οι αδελφοί σου, να μπορούν να διατηρούν αυτούς [τους τόπους], με όλα τα δικαιώματα και τα παραρτήματα τους, για τούς ίδιους και για τούς διαδόχους τους και να χρησιμοποιούν για δικό τους λογαριασμό τα κέρδη, εισοδήματα και έσοδα, εφ’ όσον εσύ και οι αδελφοί σου και οι διάδοχοί τους αναγνωρίζουν αυτές [τις ιδιοκτησίες] ως εκχωρημένες από εμάς και από την προαναφερθείσα εκκλησία.53
Την ίδια στιγμή ο πάπας Ιννοκέντιος πληροφορούσε τον επιφυλακτικό σταυροφόρο Χιού Δ’ τής Κύπρου, τον μάγιστρο τού Οσπιταλίου Ροζέ ντε Πεν και τον δόγη τής Βενετίας Τζιοβάννι Ντολφίν για τον διορισμό τού Πιέρ Τομά ως ανατολικού λεγάτου. Περιέγραφε επίσης τις υπευθυνότητες τού Νικολό Μπενεντέττι ως νέου παπικού εκπρόσωπου (vicar) και διοικητή Σμύρνης. Για μια ακόμη φορά, όπως και σε διάφορες άλλες επιστολές, ο πάπας περιλάμβανε και το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μαζί με την πόλη τής Σμύρνης και τις «επαρχίες τής Ρωμανίας», στις περιοχές που έπρεπε να υπερασπιστούν κατά των Τούρκων, οι οποίοι αγωνίζονταν «με όλες τους τις δυνάμεις για την υποβάθμιση τού ονόματος τού Χριστού και τής Καθολικής πίστης». Όλοι έπρεπε να αναλάβουν το μερίδιό τους στο βάρος τής επικείμενης σταυροφορίας54 και ένα μήνα αργότερα (στις 8 Ιουνίου 1359) η Ενετική Γερουσία ψήφισε να το πράξουν αυτό για την τιμή τού κράτους και για την ασφάλεια των υπερπόντιων κτήσεων τής Δημοκρατίας (pro honore nostro et pro salute et bono locorum nostrorum). Η Γερουσία πήρε απόφαση, που διέταζε τον δούκα και το συμβούλιο τής Κρήτης να συντηρούν σε υπηρεσία επί πέντε χρόνια τις ενετικές γαλέρες που είχαν διατεθεί στην «ένωση εναντίον των Τούρκων», ενώ αφού τίποτε δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς χρήματα, σύμφωνα με την απόφαση έπρεπε να σταλούν στον δούκα 2.000 δουκάτα και στη συνέχεια να διατίθενται ακόμη μεγαλύτερα ποσά, «συγκεκριμένα με τη νηοπομπή [muda] τού Μαρτίου και τη νηοπομπή τού Σεπτεμβρίου θα τού σταλούν με καθεμιά 4.000 δουκάτα». Κατόπιν αιτήματος τού Πιέρ ένα πλήρωμα κωπηλατών, των οποίων υπήρχε τότε έλλειψη στην Ανατολή, καθώς και άλλα απαραίτητα έπρεπε επίσης να αποσταλούν στην Κρήτη για χρήση στη γαλέρα του.55
Οι Ενετοί είχαν λόγο να πιστεύουν ότι αναλάμβαναν πλήρως το μερίδιό τους στο βάρος. Στις 14 Ιουλίου (1359) η Γερουσία ενέκρινε να επιτραπεί στον λεγάτο Πιέρ Τομά και στον σύντροφό του Nικολό Μπενεντέττι η προσωπική χρήση μιας κρατικής γαλέρας, αλλά αρνήθηκε να προβεί σε περαιτέρω συνεισφορά 3.000 δουκάτων για την άμυνα τής Σμύρνης, υποστηρίζοντας ότι μόνο μια φορά είχαν δώσει τέτοιο ποσό, κάτω από συνθήκες επείγουσας ανάγκης, αλλά ότι δεν είχαν ποτέ υποσχεθεί να συνεχίζουν τέτοιες πληρωμές. Είχαν ήδη αναλάβει πολύ μεγάλο βάρος δαπάνης.56 Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι την εποχή εκείνη δεν θα έρχονταν άλλα κεφάλαια από τη Βενετία για υποστήριξη τής κατοχής τής Σμύρνης απέναντι στις θεωρούμενες ως συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων.57
Αν οι Πιέρ και Μπενεντέττι βρίσκονταν ακόμη στη Βενετία στα μέσα Ιουλίου, δεν θα μπορούσαν να έχουν φτάσει στην ακτή τής Ανατολίας πριν από τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τον Φιλίπ ντε Μεζιέρ, θαυμαστή φίλο και βιογράφο τού λεγάτου, ο Πέτρος συγκέντρωσε τις γαλέρες των Ενετών και των Ιωαννιτών και εισήλθε στο απειλούμενο λιμάνι τής Σμύρνης, όπου πρέπει να είχε παραμείνει ο Μπενεντέττι για να αναλάβει τη διοίκηση. Στη συνέχεια ο Πιέρ πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο πιεζόμενο ιδιαίτερα από τούς Τούρκους, σε δράση εναντίον των οποίων έριχνε τώρα τα πληρώματα και τούς πάνοπλους άνδρες των γαλερών. Η συμπλοκή έλαβε χώρα στη Λάμψακο στα Δαρδανέλλια. Με τη δύναμη των έντονων επιθέσεών τους (και των ένθερμων προσευχών τού λεγάτου) οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Λάμψακο, λεηλάτησαν και έκαψαν τον τόπο και στη συνέχεια αποφάσισαν να αποσυρθούν στις γαλέρες τους στην ακτή. Σύμφωνα με τον Φιλίπ ντε Μεζιέρ ο Πέτρος είχε μαζί του στην εκστρατεία πενήντα Ιωαννίτες και πολλούς Ενετούς, Γενουάτες, Άγγλους και Έλληνες. Οι Τούρκοι τούς περίμεναν σε ενέδρα και όταν τούς επιτέθηκαν, τότε οι ναύτες και πολλοί άλλοι πέταξαν τα λάβαρά τους και τράπηκαν σε φυγή προς τις γαλέρες μέσα σε θλιβερή αταξία.
Αλλά ο ατρόμητος απεσταλμένος, «με τούς ιππότες τού Οσπιταλίου και λίγους άλλους Δυτικούς, αντιστάθηκε στους Τούρκους πρόσωπο με πρόσωπο, [και] στη συνέχεια η μάχη έγινε χειρότερη, γιατί οι χριστιανοί μας ήσαν πολύ λίγοι και οι Τούρκοι αμέτρητοι». Αποκρούοντας τούς επιτιθέμενους και επιτιθέμενοι με τη σειρά τους, οι Ιππότες και οι λίγοι γενναίοι που είχαν παραμείνει μαζί τους άνοιξαν προοδευτικά τον δρόμο τους προς τις γαλέρες, φτάνοντας σε αυτές ασφαλείς με τη χάρη τού Θεού και την ευλογία τού λεγάτου. Μόνο επτά από τη συνοδεία τού Πέτρου σκοτώθηκαν, πολεμώντας γενναία τούς Τούρκους, αλλά πολλά από τα μέλη των πληρωμάτων είχαν χάσει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια τής φυγής. Περίπου τριακόσιοι Τούρκοι σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένου τού αρχηγού τους, «και έτσι ο Θεός ήθελε να δώσει στον λεγάτο του νίκη στη κατάληψη τού φρουρίου, να επιδείξει το θάρρος και τη σταθερότητά του στη μάχη και να πάρει εκδίκηση από τούς εχθρούς του στην έκβαση τής μάχης».58
Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Μεζιέρ, ο Πιέρ Τομά εξάντλησε εντελώς τον εαυτό του στις προσπάθειές του. «Με τέτοια έργα», μάς λέει,
δηλαδή κηρύσσοντας, διδάσκοντας, πολεμώντας, βαπτίζοντας απίστους, φέρνοντας σχισματικούς πίσω στο μαντρί και επεκτείνοντας την εκκλησία τού Θεού, ο κύριος λεγάτος ήταν ανεκτίμητος στην υπηρεσία του, πότε στη Σμύρνη, πότε στη Ρόδο, την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, το νησί τής Κρήτης και την Τουρκία, πότε με πολλές γαλέρες, πότε με λίγες και μερικές φορές μόνο με μία. Δεν λογάριαζε τον εαυτό του, μπαίνοντας στη θάλασσα και πολεμώντας, ενδεδειγμένα ή όχι, χειμώνα και καλοκαίρι, ανάμεσα στους κινδύνους τής θάλασσας … σε εχθρικούς ανθρώπους και ψευτοκαλόγερους. Αναλάμβανε τα πάντα πρόθυμα και εργαζόταν τόσο σκληρά με τη βοήθεια τού Θεού, ώστε κατά την περίοδο τής θητείας του ως λεγάτου οι Τούρκοι έχασαν γενικά έδαφος. Ένας από τούς πιο σημαντικούς Τούρκους ηγεμόνες, δηλαδή ο εμίρης τού Aλτολουόγκο [Έφεσος], τού απέτισε φόρο τιμής, πράγμα που δεν είχε κάνει ποτέ πριν για κανένα λεγάτο ή χριστιανό, ενώ στη συνέχεια τιμούσε πάντοτε τούς χριστιανούς στα εδάφη του.59
Αν τα στοιχεία αυτά είναι ακριβή και ο εμίρης τής Εφέσου ήρθε έτσι σε συμφωνία με τη χριστιανική ένωση (τον απασχολούσε επίσης η συνεχιζόμενη επιτυχία των Οθωμανών), τότε η απειλή κατά τής Σμύρνης χαλάρωσε προφανώς και τα δυτικά εμπορικά πλοία ταξίδευαν με μεγαλύτερη ασφάλεια στο Αιγαίο.
Αλλά με την αγγλο-γαλλική σύγκρουση ανεπίλυτη, τις συνθήκες στο ναπολιτάνικο βασίλειο κακές, την καταλανική Σικελία υπό απαγόρευση, τις ενετικές και γενουάτικες εχθροπραξίες χωρίς κατευνασμό, τούς Ούγγρους με επεκτατική διάθεση και τη Γερμανία μόλις να συνέρχεται από το χάος, ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ και ο σκληρά αγωνιζόμενος λεγάτος του δεν έπαιρναν βοήθεια από τις μεγάλες δυνάμεις. Όμως προς το τέλος τού 1359 ο Ιννοκέντιος διέταξε πάλι να κηρυχθεί σταυροφορία, σχεδίαζε να εξοπλίσει νέες γαλέρες με δικές του δαπάνες και επέβαλε σταυροφορικούς φόρους δεκάτης για να βοηθήσει τη χρηματοδότηση μιας ανανεωμένης προσπάθειας κατά των Τούρκων.60 Ο Πιέρ Τομά, από τον οποίο εξαρτιόταν κυρίως η σταυροφορία, είχε εξαντλήσει τις δυνάμεις του και είχε δαπανήσει όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο τού Χιού Δ’ τής Κύπρου (στις 10 Οκτωβρίου 1359),61 ο Πιέρ αρρώστησε, βρισκόταν σε επίμονο πυρετό από την εξάντληση και έπλευσε από την Ρόδο στην Κύπρο. Σύμφωνα με τον Μαχαιρά αποβιβάστηκε στην Κερύνεια στις 8 Δεκεμβρίου και σύντομα προκάλεσε εξέγερση, προσπαθώντας να επιβάλει τον Λατινικό Καθολικισμό στους απρόθυμους Κυπρίους Έλληνες.62
Η ασθένεια τού Πιέρ Τομά τον κράτησε στο κρεβάτι από τα Χριστούγεννα μέχρι σχεδόν το Πάσχα (5 Απριλίου 1360),63 όταν ταχεία ανάκαμψη του επέτρεψε να κάνει δεκτό το αίτημα τού Πέτρου Α’ των Λουζινιάν, τού μεγαλύτερου επιζώντος γιου τού βασιλιά Χιού Δ’, να τον στέψει βασιλιά τής Ιερουσαλήμ. Ο Χιού απέβλεπε ήδη στη στέψη τού Πέτρου ως βασιλιά τής Κύπρου (στις 24 Νοεμβρίου 1358), προσπαθώντας να προλάβει τις διεκδικήσεις νεαρού εγγονού ονομαζόμενου επίσης Χιού, από τον οποίο η αποφασιστική μητέρα του Μαρία των Βουρβώνων θα εξαρτιόταν για να διεκδικήσει το δικαίωμα τού γιου της στον θρόνο.64 Οι Λουζινιάν είχαν πάρει το στέμμα τής Κύπρου στη Λευκωσία και εκείνο τής Ιερουσαλήμ στην Αμμόχωστο (Φαμαγκούστα), όπου στον όμορφο καθεδρικό ναό τού Αγίου Νικολάου, την Κυριακή τού Πάσχα τού 1360 ο Πιέρ Τομά, «ντυμένος με αρχιερατικά άμφια, συνοδευόμενος πανηγυρικά από όλους τούς κληρικούς», έχρισε τον Πέτρο με ιερό λάδι, τον καθαγίασε και τοποθέτησε στο κεφάλι του το στέμμα τής Ιερουσαλήμ, «για τη δόξα τού Θεού και τής Αγίας εκκλησίας του», λέει ο Μεζιέρ, «και την επέκταση τής πίστης και την καταστροφή των εχθρών τού σταυρού».65 Ο Πέτρος ενδιαφερόταν από καιρό για τη σταυροφορία, ενώ μερικά χρόνια πριν από την άνοδό του στον θρόνο λέγεται ότι είχε σκεφτεί την ίδρυση τού Τάγματος τού Ξίφους (l’Ordre de l’Espée), τα μέλη τού οποίου θα αφιερώνονταν στην ανάκτηση των Αγίων Τόπων.66
Από δεκαετία σε δεκαετία και από τόπο σε τόπο ο ιστορικός τής εποχής αυτής αντιλαμβάνεται κοινωνικές αλλαγές, που εκδηλώθηκαν στη λογοτεχνία, την τακτική τής πολιορκίας, τη μαγειρική, το ντύσιμο, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική, αλλά η σταυροφορία συνέχιζε με ασυνήθιστη συνέχεια, αποτελώντας την παπική απάντηση στο αιώνιο «ανατολικό ζήτημα». Όμως οι επαναλαμβανόμενες διατυπώσεις στις παπικές επιστολές καθώς και οι επίμονοι χαρακτηρισμοί για καταχρήσεις των Τούρκων, παρέχουν μάλλον παραπλανητική αίσθηση επαναληπτικότητας, γιατί από δεκαετία σε δεκαετία οι συνθήκες ειρήνης ή πολέμου στην Ευρώπη, ο φόβος των Τούρκων, η εχθρότητα προς την Αίγυπτο, η διαθεσιμότητα πόρων, η λαϊκή ανταπόκριση προς τούς κήρυκες των σταυροφοριών, η ικανότητα και η προσωπικότητα των ηγετών και φυσικά το γεγονός τής ηρεμίας ή αναταραχής στην ίδια την Αποστολική Έδρα, όλα βοηθούσαν ή παρεμπόδιζαν το μεγάλο έργο τής οργάνωσης ακόμη και μικρής εκστρατείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Αλλά είναι δύσκολο να διαβαστούν τα κείμενα τού 1359 χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι το πνεύμα των Κλημεντινών σταυροφοριών ήταν ακόμη ισχυρό. Όπως ο Κλήμης πριν και ο Ούρμπαν μετά από αυτόν, ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ ήταν αφοσιωμένος στο σταυροφορικό ιδανικό.
Αναμφίβολα οι ισχύουσες συνθήκες βοηθούσαν να κρατηθεί το ιδανικό κοντά στην καρδιά τού Ιννοκέντιου, γιατί αν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι έπαιρναν σοβαρά τη σταυροφορία, τότε έπρεπε να κάνουν ειρήνη στην πατρίδα, ενώ αν στρατολογούσαν τούς μισθοφόρους (routiers) σε ευσεβή υπερπόντια υπηρεσία, τότε η ύπαιθρος τής Προβηγκίας θα γινόταν ασφαλέστερο μέρος για να ζει κάποιος, τότε θα συνέχιζαν να εισρέουν το κρασί στα παπικά κελάρια, το σιτάρι στα αρτοποιεία και τα οικοδομικά υλικά στα χέρια των εργολάβων τής Αβινιόν. Αλλά όσο ισχυρή κι αν ήταν η επιθυμία να στρέψουν τούς τοπικούς ταραξίες κατά των μακρινών Τούρκων, γεγονός είναι ότι υπήρχαν πολλά μέλη τής παπικής κούρτης (όπως οι Ιννοκέντιος και Πιέρ Τομά) που ανησυχούσαν για την τύχη των ομοθρήσκων τους χριστιανών στην Ανατολή.
Ο Πιέρ Τομά έφυγε μάλλον από την Κύπρο στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1360. Επισκέφτηκε την επισκοπική έδρα τής Κορώνης και πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στον Μοριά.67 Τώρα πια ο βασιλιάς Πέτρος Α’ τής Κύπρου είχε ήδη καταλάβει το λιμάνι τής Κωρύκου στην Κιλίκια Αρμενία, στη νότια ακτή τής Μικράς Ασίας, απέναντι από το κυπριακό ακρωτήριο τού Ανδρέα. Η Κώρυκος ήταν κάποτε σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο, αλλά για χρόνια οι Τούρκοι των εμιράτων ασκούσαν πιέσεις στους απελπισμένους κατοίκους της, οι οποίοι είχαν στείλει τελικά απεσταλμένους στον Πέτρο, προσφέροντάς του την πόλη (τον Ιανουάριο τού 1360). Ο δραστήριος νεαρός βασιλιάς έστειλε αμέσως τις δύο κυπριακές γαλέρες τής ένωσης τής Σμύρνης να καταλάβουν τον τόπο (ὁ ρήγας ἔπεμψε κάτεργα τῆς Σμύρνης …) και η λατινική χριστιανοσύνη απέκτησε άλλο ένα προγεφύρωμα στην ακτή τής Ανατολίας.68
Ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ πρέπει να γνώριζε εδώ και μερικούς μήνες για την παρουσία κυπριακής φρουράς στην Κώρυκο, όταν έγραφε στον Πιέρ Τομά στις 12 Οκτωβρίου (1360), ότι η φρουρά αυτή θα μπορούσε
πιο αποτελεσματικά να επισπεύσει και να ασκήσει τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί σε εσάς, καθώς σάς έχει χορηγηθεί από εμάς για το σκοπό αυτό μεγαλύτερη εξουσιοδότηση να λειτουργείτε στις περιοχές στις οποίες είστε ο λεγάτος τής Αποστολικής Έδρας, σε μερικές από τις οποίες, εκτός από τούς Τούρκους είναι γνωστό ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι άπιστοι, όπως Σαρακηνοί και άλλοι διάφοροι [εχθροί]. Εναντίον όλων αυτών των απίστων χορηγούμε στην αδελφότητά σας πλήρη και ελεύθερη δυνατότητα [να λειτουργείτε] με τον τρόπο που θα σάς φαινόταν πιο δίκαιο και λογικό να γίνει.69
Το νόημα αυτής τής νέας «δυνατότητας» είναι ασαφές, αλλά σίγουρα την είχε ζητήσει ο Πιέρ Τομά. Οι όροι της ήσαν αρκετά ασαφείς, ώστε να τον δικαιολογούν σε ευρύ φάσμα διαδικασιών, δεδομένου ότι αυτός θα έκρινε τι ήταν «δίκαιο και λογικό να γίνει» (iuste et racionabiliter faciendum). Ο Πιέρ βρισκόταν αναμφισβήτητα σε στενή επικοινωνία με τον Πέτρο Α’ και είχε κατά πάσα πιθανότητα εγκρίνει την αρχική χρήση των δύο «γαλερών τής Σμύρνης». Κάτι σχεδιαζόταν. Δεν ξέρουμε τι. Ο Ενετός δούκας και το συμβούλιο τής Κρήτης ήσαν σε εγρήγορση, αλλά (όπως και εμείς) απορούσαν. Δύο μέρες αφότου υπάλληλος τής κούρτης είχε ετοιμάσει την μάλλον αινιγματικά απάντηση τού Ιννοκέντιου στο προφανές αίτημα τού Πιέρ για τη νέα «δυνατότητα», συγκλήθηκε η Ενετική Γερουσία (στις 14 Οκτωβρίου 1360), ιδιαίτερα παρακινημένη από τα ακατανόητα νέα που είχαν μόλις φτάσει από την Ανατολική Μεσόγειο:
… Ο κύριος λεγάτος τής ένωσης εναντίον των Τούρκων [Πιέρ Τομά], όπως αναφέρεται σε επιστολή τού δούκα και τού συμβουλίου τής Κρήτης, έχει εγκαταλείψει την ένωση … που αποτελεί τη σωτηρία τής χριστιανοσύνης. Έχει πάει στην Κύπρο με μια από τις κρητικές γαλέρες μας και με τις δύο κυπριακές γαλέρες. Έχει [επίσης] αφοπλίσει τη δική του γαλέρα και τις δύο γαλέρες τού μάγιστρου τού Οσπιταλίου και μόνο μια δική μας κρητική γαλέρα έχει απομείνει στην υπηρεσία τής ένωσης, πράγμα από το οποίο θα μπορούσαν να προκύψουν μεγάλες ζημιές και κίνδυνοι για τούς χριστιανούς [στην Ανατολή], [και] το οποίο είναι επιπλέον ρητά αντίθετο προς τη συμφωνία τής ένωσης και αντίθετο με την πρόθεση τού κυρίου πάπα και με τη δική μας πρόθεση…
Έτσι η Γερουσία αποφάσισε να ενημερώσει τον Ιννοκέντιο, τούς καρδινάλιους και άλλα κατάλληλα πρόσωπα για τις δραστηριότητες τού λεγάτου, καθώς και για τούς κινδύνους στους οποίους είχε αυτός εκθέσει τούς πιστούς στην Aνατολική Μεσόγειο.70
Οι Ενετοί φαίνεται ότι είχαν παραμείνει πιστοί στη δέσμευσή τους για τη χριστιανική ένωση, παρά τις πρόσφατες κατηγορίες για το αντίθετο. Όμως στις 26 Δεκεμβρίου 1360, «λόγω των νέων που έχουμε πάρει από την Κωνσταντινούπολη [όπου ορισμένοι Ενετοί είχαν σκοτωθεί]71 και προκειμένου η θέση μας να είναι ισχυρότερη και πιο ασφαλής σε αυτές τις περιοχές», η Γερουσία αποφάσιζε να αναθέσει στον δούκα και το συμβούλιο τής Κρήτης να στείλουν τρεις εξοπλισμένες γαλέρες (που προηγουμένως υπηρετούσαν σε περιπολία στον Κόλπο) στα ύδατα τής Κορώνης και τής Μεθώνης, όπου έπρεπε να παραμείνουν μέχρι τον Μάρτιο τού 1361, ενώ διέταζε επίσης ότι με τις τρεις γαλέρες τού Κόλπου έπρεπε να συμπράξουν και «εκείνες οι δύο γαλέρες, τις οποίες σύμφωνα με τούς όρους τής ένωσης πρέπει να διατηρούμε κατά των Τούρκων». Αλλά δεδομένου ότι οι δύο τελευταίες γαλέρες απαιτούσαν εσπευσμένο εξοπλισμό, φαίνεται ότι για τούς μάλλον μη πλοήγιμους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο η αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης είχε υποθέσει ότι η ένωση δεν θα χρειαζόταν τις δύο γαλέρες.72
Βέβαια αργότερα η Γερουσία σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τις δύο γαλέρες τής ένωσης για να «προωθήσει» δύο Ενετούς απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη.73 Δεν είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά σε κάθε περίπτωση η Γερουσία διέταζε ρητά ότι οι δύο γαλέρες έπρεπε να αμέσως «να επιστρέψουν στην υπηρεσία τής ένωσης».74 Στις 22 Ιουλίου 1361 η επιτροπή των «σοφών τής πλοήγησης» (Savi agli Ordini) πρότεινε στη Γερουσία ότι, αν χρειαζόταν μεγαλύτερη ασφάλεια, «οι δύο γαλέρες τής ένωσης» έπρεπε να διαταχθούν να ενταχθούν σε ένοπλη νηοπομπή στην πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Οι σοφοί επέμεναν και η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία στη Γερουσία τέσσερις φορές. Καταψηφίστηκε όλες τις φορές75 και δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η Βενετία αφαίρεσε τις δύο γαλέρες της από την υπηρεσία τής ένωσης κατά τη διάρκεια τού κρίσιμου καλοκαιριού τού 1361, καθώς ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου επέκτεινε τις δραστηριότητές του στη Μικρά Ασία.
Φαίνεται πιθανό ότι οι κυπριακές «γαλέρες τής Σμύρνης» είχαν αφοπλιστεί. Τουλάχιστον ο Μαχαιράς, που διέθετε πρόσβαση σε γραπτές πηγές «στη βασιλική αυλή»,76 αναφέρει ότι βρίσκονταν σε χρήση στην Κώρυκο πολύ καιρό χωρίς να έχουν ζητήσει άδεια από τον πάπα.77 Είναι ευνόητο ότι ο Πέτρος Α’ και ο Πιέρ Τομά λειτουργούσαν συνωμοτικά για να αποκρύψουν από τούς Ενετούς την επόμενη κίνησή τους. Οι κατηγορίες που απεύθυνε η Γερουσία εναντίον τού Πιέρ είχαν ενδεχομένως σχεδιαστεί για να αποσπάσουν πληροφορίες από την Αβινιόν, δεδομένου ότι ο Πιέρ έστελνε πιθανώς αναφορές για τις σταυροφορικές του δραστηριότητές στον πάπα, αν όχι και στον δόγη.
Μερικές γαλέρες αναμφίβολα τοποθετήθηκαν σε δεξαμενή για επανεξοπλισμό προς ανάληψη δράσης το επόμενο έτος, γιατί σύμφωνα με τον Μαχαιρά ο Πέτρος Α’ συγκέντρωσε σταδιακά στόλο περίπου 119 σκαφών, μικρών και μεγάλων, εκ των οποίων 46 ήσαν από την Κύπρο. Ο Μαχαιράς αναφέρει επίσης ότι ο στόλος τού Πέτρου περιλάμβανε δύο παπικές γαλέρες και τέσσερις των Ιωαννιτών. Στις 12 Ιουλίου 1361 ο Πέτρος συγκέντρωσε τις ναυτικές του δυνάμεις στην Αμμόχωστο. Τώρα πια στόχος του ήταν τόσο ευρέως γνωστό ότι ήταν η Αττάλεια (Αντάλια, Σατάλια, στη νότια ακτή τής Μικράς Ασίας, δυτικά τής Κωρύκου), ώστε ο εμίρης τού Τεκκέ φέρεται να είχε στείλει αρκετές πρεσβείες στην Κύπρο, σε προσπάθεια να τον μεταπείσει από την εκστρατεία. Η Αττάλεια ήταν πρωτεύουσα τού εμιράτου τού Τεκκέ, στην περιοχή τής αρχαίας Παμφυλίας. Όμως οι πρεσβείες τού εμίρη δεν έφεραν αποτέλεσμα, γιατί τη Δευτέρα 23 Αυγούστου78 οι κυπριακές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στα «Τετράμηλα» κοντά στην Αττάλεια και κατέλαβαν την πόλη το επόμενο απόγευμα. Ένα μήνα αργότερα ο Πέτρος επέστρεψε στην Κύπρο και αποβιβάστηκε στην Κερύνεια στις 22 Σεπτεμβρίου (1361). Είχε αφήσει τρεις εξοπλισμένες γαλέρες να φρουρούν την Αττάλεια, ενώ οι υπόλοιπες τοποθετήθηκαν σε νεώριο τής Αμμοχώστου. Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων που ακολούθησαν ο εμίρης τού Τεκκέ έκανε τρεις προσπάθειες ανακατάληψης τής πρωτεύουσάς του, αλλά ήσαν όλες ανεπιτυχείς. Η κατάκτηση τής Αττάλειας ήταν νίκη όχι μικρής σημασίας,79 ενώ η φήμη τού νεαρού βασιλιά τής Κύπρου εξαπλωνόταν και στα πιο απομακρυσμένα χωριά τής Ευρώπης.
Ο Πέτρος Α’ είχε προφανώς αντιμετωπίσει μια μάλλον ασαφή συμμαχία μεταξύ τού Μεγάλου Καραμάνου (του “Gran Caramano” των Ιταλών, τού οποίου η πρωτεύουσα ήταν το Ικόνιο (Κόνυα) από το 1335) και των εμίρηδων τής Αττάλειας (Αντάλια), τής Αλάνιας (Σκαντελόρο) και τού Μονοβγκάτ, κανένας από τούς οποίους δεν είχε κινηθεί για να αποτρέψει την απόβασή του στην Αττάλεια. Αλλά τώρα οι εμίρηδες τής Αλάνια και τού Μονοβγκάτ αναγνώριζαν την επικυριαρχία τού Πέτρου, έστελναν απεσταλμένους με δώρα, προσφέρονταν να ανεμίζουν το βασιλικό λάβαρο των Λουζινιάν και υπόσχονταν να τού πληρώνουν φόρο υποτέλειας.80 Ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ μάς λέει ότι ο λεγάτος Πιέρ Τομά χάρηκε ιδιαίτερα όταν έμαθε την «ανήκουστη νίκη» τού Πέτρου. Είχε προφανώς επιστρέψει στην Κύπρο μετά την παραμονή του στον Μοριά και τώρα έσπευδε στην Αττάλεια (πιθανώς τον Οκτώβριο τού 1361) για να καθαγιάσει εκκλησίες και να εγκαταστήσει ιερείς που θα έκαναν λειτουργίες. Ενθάρρυνε την κυπριακή φρουρά να υπερασπιστεί την πόλη και τούς απένειμε «πολλά πνευματικά προνόμια». Στη συνέχεια έφυγε για την Κύπρο, όπου οργάνωσε λιτανείες και λειτουργίες προς τιμήν τής νίκης τού Πέτρου επί των μουσουλμάνων «και με θαυμαστό τρόπο ξεσήκωσε τον βασιλιά, τούς ευγενείς, ακόμη και τον [Ελληνικό] πληθυσμό τής Κύπρου για την καταστροφή των εχθρών τής πίστης».81
Κάποια καταστροφή των χριστιανών φαινόταν επίσης στον ορίζοντα, γιατί από το φθινόπωρο τού 1361 μέχρι τα τέλη τού καλοκαιριού τού 1363 η πανούκλα ρήμαξε τον κόσμο τής Μεσογείου (και απλώθηκε προς βορρά), στη χειρότερη επίσκεψη τού μαύρου θανάτου από το 1348. Η θνησιμότητα ήταν υψηλή στην Κωνσταντινούπολη και τον Μοριά, τη Μικρά Ασία και τη Συρία, τη Ρόδο και τη Νάπολη, όπου τρομοκρατούσε τούς κατοίκους κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1363. Έφτασε και στην Κύπρο. Ο Mεζιέρ έχει περιγράψει τις ακούραστες προσπάθειες τού Πιέρ Τομά κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1362 στη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, όπου έκανε λειτουργίες και κηρύγματα και οργάνωνε λιτανείες για να καθησυχάσει τη θεία οργή, καλώντας την εκκλησία, την αυλή και το λαό σε μετάνοια για τις προφανείς αμαρτίες τους. Στο λιμάνι τής Αμμοχώστου, στο «καμίνι τής επιδημίας και τής θνησιμότητας» (fornax pestilentiae et mortalitatis), οι άρρωστοι πέθαιναν με ρυθμό τριάντα ή σαράντα την ημέρα, αλλά κάποια μέρα εισακούστηκαν οι εκκλήσεις τού λεγάτου και τα δάκρυα των ανθρώπων «και από τη θλιβερή εκείνη μέρα στην Αμμόχωστο και σε όλα τα μέρη τού βασιλείου τής Κύπρου η επιδημία υποχώρησε, λόγω τού ελέους τού Θεού και των προσευχών τού λεγάτου».82
Ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ είχε υπάρξει μάρτυρας τού ευσεβούς ηρωισμού τού λεγάτου κατά τη διάρκεια τής κυπριακής πανούκλας και είχε αμέσως στραφεί προς αυτόν, λόγω τής αφοσίωσής του στη σταυροφορία. Έχοντας μεγαλώσει διαβάζοντας χρονικά σχετικά με τούς Αγίους Τόπους από τα νεανικά του χρόνια στην Αμιένη τής Πικαρδίας, ο Φιλίπ παρέμενε πάντοτε ρομαντικός, οραματιστής και σταυροφόρος. Συχνά απογοητευόταν, αλλά ποτέ εντελώς. Οι δύο ηγεμόνες που αγαπούσε περισσότερο, ο Ανδρέας τής Ουγγαρίας, σύζυγος τής Ιωάννας Α’ τής Νάπολης και ο Πέτρος Α’ των Λουζινιάν, ο περιπετειώδης βασιλιάς τής Κύπρου, δολοφονήθηκαν και οι δύο από προδότες ανάμεσά τους. Κατά τη διάρκεια των γηρατειών του ανάμεσα στους Σελεστίνους μοναχούς στο Παρίσι ο Φίλιππος, o «γέρος προσκυνητής» (le vieil pelerin), θα στοχαζόταν το θλιβερό συνάφι και τη θεία τιμωρία ανάξιων σταυροφόρων, που είχαν παραλύσει τις ίδιες τις προσπάθειές τους από φιλαργυρία και ματαιοδοξία, από ανικανότητα και έλλειψη πειθαρχίας. Αλλά το 1361 ο Φιλίπ ήταν ακόμη νέος, τριαντατεσσάρων ή τριανταπέντε ετών και γεμάτος όνειρα για να βοηθήσει στην ανάκτηση των Αγίων Τόπων από τούς μουσουλμάνους. Αμέσως μετά την κατάληψη τής Αττάλειας ο Πέτρος Α’ τον έκανε καγκελάριο τής Κύπρου, ενώ αμέσως μετά ο Φίλιππος συνάντησε τον λεγάτο Πιέρ Τομά, τον οποίο κατέληξε να αγαπά και να θαυμάζει περισσότερο από όλους τούς ανθρώπους και τη ζωή τού οποίου περιέγραψε σε «ένα πολύ όμορφο βιβλίο προπαγάνδας για τη σταυροφορία» (un tres beau livre de propagande pour la croisade).83 Ο ενθουσιασμός για τη σταυροφορία υποχωρούσε και ξεσηκωνόταν από δεκαετία σε δεκαετία, ενώ τώρα η παλίρροια είχε αρχίσει και πάλι να αυξάνεται.
Ο Πέτρος Α’, «βασιλεύς Ιερουσαλήμ και Κύπρου» (Ierusalem et Cipri rex), απεύθυνε από τη Λευκωσία στις 15 Ιουνίου 1362 ρητορική επιστολή προς την κυβέρνηση τής Φλωρεντίας, ζητώντας να τον βοηθήσουν να ανακτήσει την πόλη τής Ιερουσαλήμ, τον Πανάγιο Τάφο, τον τόπο τού Γολγοθά και τούς ιερούς τόπους που βρίσκονταν στα χέρια των Σαρακηνών. Οι σκηνές τής ζωής και τού θανάτου τού Χριστού υπόκεινταν σε καθημερινή βεβήλωση και σε συνεχείς προσπάθειες καταστροφής των χριστιανών και τής πίστης τους. Λόγω παρελθόντων αλλά και τωρινών αμαρτημάτων ο Θεός είχε επιτρέψει να βασιλεύουν ο λοιμός και ο πόλεμος «στους Άγιους Τόπους, που διαφορετικά θα βρίσκονταν στα χέρια των χριστιανών» (nec … Terram Sanctam esse voluit in manibus christianis). Αλλά ο Πέτρος έλεγε ότι είχε ποθήσει από την παιδική του ηλικία [όπως και ο Mεζιέρ, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνέταξε την επιστολή] να αναλάβει την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Ο Θεός τον είχε κάνει να αναλάβει αυτό το έργο, που γέμιζε την καρδιά του και το οποίο υποσχόταν στο βασίλειο τής Κύπρου και στους ιππότες του, καθώς και σε όλους εκείνους που θα ενώνονταν μαζί του στην επιχείρηση. Το βασίλειο τής Ιερουσαλήμ ήταν δικό του από τον φυσικό νόμο τής κληρονομιάς.
Ο Πέτρος θα εξιλεωνόταν για τις αμαρτίες τού προσπαθώντας για την εδαφική επέκταση τής χριστιανικής πίστης, παρά το μεγάλο κόστος σε άνδρες και πόρους που είχε υποστεί με την κατάληψη τής Αττάλειας (Satalia), «που ο Θεός μάς έχει αναθέσει με θαύμα και δεν πρέπει να κρατάμε μυστικό το γεγονός ότι επρόκειτο για θαύμα, γιατί έχει δώσει νέα υπόσταση στην επιθυμία μας, στη διάθεσή μας και στον στόχο μας…». Επομένως ο Πέτρος έκανε έκκληση στους Φλωρεντινούς, σε όλους μαζί και καθένα χωριστά σύμφωνα με τις δυνατότητές του, να τον βοηθήσουν να ανακτήσει την Ιεροσολυμίτικη κληρονομιά, τη γη όπου ο Χριστός είχε λυτρώσει την ξεπεσμένη φύση τής ανθρωπότητας χύνοντας το ίδιο του το αίμα. Προκειμένου καθένας να έχει επαρκή χρόνο «να έρθει μαζί μας στην ιερή υπηρεσία τού Θεού» (ad veniendum nobiscum in servitio sancto Dei), ο Πέτρος όριζε την 1η Μαρτίου 1364 ως ημερομηνία συγκέντρωσης των σταυροφόρων. Δικός του άνθρωπος, ο Συλβέστρο Μπολονκίνι, κομιστής τής επιστολής αυτής στη Φλωρεντία, θα ενημέρωνε τη Σινιορία για τις λεπτομέρειες.84
Σύμφωνα με τούς χρονικογράφους ο Πέτρος Α’ απέπλευσε από την Πάφο τη Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 1362 με ακολουθία Κυπρίων ιπποτών. Απέπλευσαν μαζί του ο λεγάτος Πιέρ Τομά και ο καγκελάριος Φιλίπ ντε Μεζιέρ και ο τελευταίος γράφει ότι πήγαιναν να αναζητήσουν στη Δύση τη συνδρομή των βασιλέων και τού αυτοκράτορα Καρόλου Δ’, επειδή ο Πέτρος ήξερε καλά ότι τού έλειπε «επαρκής δύναμη ανδρών και όπλων για να πάρει τούς Αγίους Τόπους». Σταματώντας για λίγο στη Ρόδο, ο μικρός στόλος τού βασιλιά πήγε στη Βενετία, όπου έφτασε στις 5 Δεκεμβρίου ή κάπου τότε. Τον Πέτρο υποδέχθηκε με βασιλικές τιμές ο νεαρός δόγης Λορέντσο Τσέλσι, φίλος τού Πετράρχη, ενώ κατέλυσε στο Παλάτσο Κορνέρ-Πισκόπια (τώρα Δημαρχείο/Μουνιτσίπιο) στο Μεγάλο Κανάλι, ακριβώς νότια τής Γέφυρας τού Ριάλτο. Το παλάτι τότε ανήκε στον Αντρέα Ζάνε, τον τοπάρχη (ποντεστά) τού Τρεβίζο. Η Γερουσία επέτρεψε στον Ζάνε να εγκαταλείψει τη θέση του και να επιστρέψει στην πόλη για δύο μέρες και μία νύχτα (χρόνος που μετά βίας έφτανε για το ταξίδι με άλογο από το Τρεβίζο στη Βενετία και πίσω πάλι), προφανώς επειδή ο βασιλιάς ήθελε να ευχαριστήσει προσωπικά τον απόντα οικοδεσπότη του.85
Ο Πέτρος και ο δόγης συζήτησαν τον τουρκικό κίνδυνο86 και ο δόγης μπορούσε να τού πει ότι λίγο πριν από την άφιξή του η Γερουσία είχε ψηφίσει να εξοπλιστούν δώδεκα γαλέρες, έξι στη Βενετία και έξι στην Κρήτη, «για την προστασία τού Κόλπου και τής Ρωμανίας» (ad custodiam Culfi et Romanie).87 Ο Πέτρος πήρε διαβεβαίωση για πλοία και προμήθειες για τη σταυροφορία, αλλά θα κρατούσε κρυφή την ενετική δέσμευση για βοήθεια.88 Ακριβώς τότε η Γερουσία ετοιμαζόταν να στείλει πρεσβευτές στην Αβινιόν και «… ο άρχοντας βασιλιάς τής Κύπρου ζητά επειγόντως, τόσο για την τιμή του όσο και για την πρόοδο των επιχειρήσεων για τις οποίες έχει έρθει», να τον δεχθούν και να προετοιμάσουν το έδαφος για την άφιξή του στην παπική κούρτη, ως ένδειξη των δεσμών που συνδέουν τώρα τη Βενετία και την Κύπρο. Η Γερουσία συμφώνησε να κάνουν οι πρεσβευτές της αυτό που επιθυμούσε ο βασιλιάς.89 Ο Πέτρος έφυγε από τη Βενετία στις 2 Ιανουαρίου 1363 και με την άδεια τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio) ο δόγης τον συνόδευσε μέχρι κάποιο σημείο πέρα από το Μέστρε και τη Μαργκέρα.90
Ο Πέτρος Α’ συνέχισε προς Πάδουα, Βιτσέντζα και Βερόνα, φτάνοντας στο Μιλάνο στις 21 Ιανουαρίου (1363). Παρέμεινε για μερικές ημέρες με τον Μπερναμπό Βισκόντι (που τού υποσχέθηκε βοήθεια) και ύστερα συνέχισε το ταξίδι του μέσω Παβίας, Βογκέρα και Τόρτονα. Έφθασε στη Γένουα στις αρχές Φεβρουαρίου και ήταν ακόμη εκεί στις 5 Μαρτίου, όταν ανανέωσε τα δικαιώματα ετεροδικίας και τα προνόμια συναλλαγών που είχε χορηγήσει ο προκάτοχός του Ερρίκος Α’ στους Γενουάτες (στις 10 Ιουνίου 1232). Μεταξύ των μαρτύρων συναντάμε το όνομα «Φιλίπ ντε Μεζιέρ, καγκελάριος τού βασιλιά τής Κύπρου» (Philippus de Mayzeriis, regni Chipri cancellarius).91 Ο Πιέρ Τομά είχε ήδη αναχωρήσει για την παπική κούρτη, αλλά ο Πέτρος ήθελε να είναι βέβαιος ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο πριν επιχειρήσει στην Αβινιόν, όπου τα αισθήματα τής κούρτης φαινόταν ότι μάλλον ευνοούσαν ακόμη τον νεαρό του ανιψιό Χιού, τον πρίγκηπα τής Γαλιλαίας, ο οποίος δεν έδειχνε να εγκαταλείπει τις διεκδικήσεις του επί τού βασιλείου τής Κύπρου.
Όμως ο πάπας που περίμενε τον Πέτρο στην Αβινιόν δεν ήταν ο Ιννοκέντιος ΣΤ’. Έχοντας ασταθή υγεία και ειρηνική διάθεση, είχε υποστεί τις απογοητεύσεις μιας ταραχώδους παπικής θητείας. Οι ελπίδες και τα σχέδιά του για τη σταυροφορία δεν είχαν αποδώσει τίποτε, αλλά η Σμύρνη παρέμενε ακόμη σε χριστιανικά χέρια όταν αυτός πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 1362. Ενταφιάστηκε στο Σαρτρέζ, το οποίο είχε χτίσει στη Βιλλνέβ, στην απέναντι από την Αβινιόν όχθη τού ποταμού. Οι επισκέπτες τής Βιλλνέβ μπορούν ακόμη να δουν τον όμορφο γοτθικό τάφο του στο μερικώς αποκατεστημένο μοναστήρι, όπου εύρισκε σύντομες περιόδους ανάπαυσης και όπου επιθυμούσε να ταφεί.92
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1362 το Ιερό Κολλέγιο απηύθυνε επιστολές προς τον καρδινάλιο Ζιλ ντε Αμπορνόζ, λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας στην Ιταλία, προς τούς πολίτες τής Μπολώνια, τούς Έστε τής Φερράρα, τούς Σκαλιγκέρι τής Βερόνα, τούς Καρράρα τής Πάδουα και άλλους, ενημερώνοντάς τους για το θλιβερό γεγονός τού θανάτου τού Ιννοκέντιου ΣΤ’ και συμβουλεύοντάς τους να διατηρήσουν τα κράτη, τις περιουσίες και τα δικαιώματα τής ρωμαϊκής εκκλησίας.93 Μετά τα εννιάμερα τού πένθους οι καρδινάλιοι εισήλθαν σε κογκλάβιο στο παπικό ανάκτορο τής Aβινιόν στις 22 Σεπτεμβρίου. Στις 28 τού μηνός εξέλεξαν τον ηγούμενο τού Σαν Βικτόρ τής Μασσαλίας, τον Γκυγιώμ ντε Γκριμόρ, που υπηρετούσε τότε ως νούντσιος στο βασίλειο τής Νάπολης, από όπου ανακλήθηκε βιαστικά στην Αβινιόν. Έφτασε στις 31 Οκτωβρίου και στις 6 Νοεμβρίου έγινε η στέψη του στο παλάτι.94 Πήρε το όνομα Ούρμπαν Ε’ και στις 7 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στον κόσμο την άνοδό του στο παπικό αξίωμα.95
Ο απεσταλμένος Πιέρ Tομά ήταν ένας από τούς αποδέκτες τής ανακοίνωσης. Ο Ούρμπαν τού ζητούσε «να στηρίξετε την αστάθειά μας με τις ευσεβείς προσευχές σας προς τον Ύψιστο», και να συνεχίσει να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει τις υπευθυνότητες τού αξιώματός του ως λεγάτος.96 Δώδεκα μέρες αργότερα, ακολουθώντας τα χνάρια των δύο προκατόχων του, που είχαν επιβάλει φόρο δεκάτης στο βασίλειο τής Κύπρου «για την κατάπνιξη των Τούρκων», ο Ούρμπαν διέταζε τον αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας και τούς υπαγόμενους σε αυτόν να πληρώσουν τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης για άλλα τρία χρόνια, για την υπεράσπιση τής Σμύρνης κατά των Τούρκων.97
Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα ημέρες όταν ο Ούρμπαν έγραψε στον βασιλιά Πέτρο Α’ τής Κύπρου (στις 29 Νοεμβρίου 1362), καθώς ο τελευταίος βρισκόταν σε πλοίο στην Αδριατική, ταξιδεύοντας προς τη Βενετία. Η επιστολή αυτή προφανώς τού παραδόθηκε στο Παλάτσο Ζάνε κοντά στο Ριάλτο. Ο Ούρμπαν ανέφερε ότι πρεσβευτές τής Μαρίας των Βουρβώνων, τώρα κατ’ όνομα Λατίνης αυτοκράτειρας Κωνσταντινούπολης, καθώς και τού γιου της Χιού, τού πρίγκηπα Γαλιλαίας, είχαν έρθει πρόσφατα στην παπική κούρτη. Είχαν υποβάλει «ορισμένα αιτήματα, των οποίων μεταφέρουμε εδώ τα περιεχόμενα προς την βασιλική γαληνότητά σας», που έχουν σχέση με διεκδικήσεις τού Χιού επί τού θρόνου τής Κύπρου. Η Αγιότητά του, στον οποίο, παρά την αναξιότητά του (όπως γράφει η επιστολή) ο Θεός είχε αναθέσει τη φροντίδα όλων των χριστιανών, ανησυχούσε πολύ, γιατί οι πιστοί έπρεπε να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους, ιδιαίτερα εκείνοι των υψηλών αξιωμάτων, που συνδέονταν με δεσμούς αίματος και ήσαν εκτεθειμένοι σε κίνδυνο τουρκικής επίθεσης. Προέτρεπε τον Πέτρο, για τη δική του τιμή, να αντιμετωπίσει δίκαια και έντιμα τούς συγγενείς του, τη Μαρία και τον Χιού, και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντί τους με τη γενναιοδωρία που αρμόζει σε βασιλιά, γιατί «τον εν λόγω Χιού, που είναι σάρκα από τη σάρκα σας και αίμα από το αίμα σας και τον οποίο θα πρέπει να βλέπετε σαν γιο σας, θα πρέπει να φροντίζετε να αντιμετωπίζετε ευλαβικά και καλοπροαίρετα, να ικανοποιείτε το χρέος αίματος και να παίρνετε σοβαρά τη δική σας τιμή και την ηρεμία τού μυαλού σας». Ο Ούρμπαν πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως μεσολαβητής και πρόσθετε κάπως επίμονα, «και επειδή, όπως έχουμε ακούσει, ο προκάτοχός μας, ο αξιομακάριστος πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ’, σάς έγραφε διακριτικά για αυτά τα ζητήματα εδώ και πολύ καιρό και η υψηλότητά σας δεν τού έστειλε απάντηση, πράγμα που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε, εναπόκειται στη βασιλική σας σύνεση να μην καθυστερήσετε κι άλλο την αποστολή σε εμάς μιας ειλικρινούς και εύλογης απάντησης».98
Την ίδια μέρα (29 Νοεμβρίου 1362) ο Ούρμπαν έγραψε επίσης στον αδελφό τού Πέτρου Α’, στον πρίγκηπα Αντιόχειας Ιωάννη, καθώς και στον λεγάτο Πιέρ Τομά, ζητώντας και από τούς δύο να μεσολαβήσουν στον Πέτρο για λογαριασμό τού Χιού τής Γαλιλαίας. Στην επιστολή προς τον Πιέρ Τομά ο Ούρμπαν δήλωνε ότι όπως καταλάβαινε, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως λεγάτου, ο Πιέρ βρισκόταν συχνά κοντά στον βασιλιά.99 Με δεδομένες τις συνθήκες διακίνησης αλληλογραφίας εκείνη την εποχή, ο Πέτρος και ο λεγάτος δεν πρέπει να είχαν παραλάβει τις παπικές επιστολές πριν από τα μέσα Δεκεμβρίου, αν τις είχαν παραλάβει τόσο σύντομα, ενώ αναμφίβολα συσκέφθηκαν για το ζήτημα τής απάντησης τού Πέτρου. Ο Πιέρ Τομά θα αναχωρούσε σύντομα για την Αβινιόν. Θα μπορούσε να δώσει στον πάπα κατάλληλες εξηγήσεις για τα επίδικα ζητήματα τής αμφισβητούμενης διαδοχής και ενδεχομένως συμφωνούσε να ενημερώσει τον Πέτρο για την αντίδραση τού πάπα. Στην πραγματικότητα λίγα μπορούσε να κάνει ο Ούρμπαν για το κυπριακό ζήτημα. Ήταν σχεδόν αδιανόητο να πάρει θέση εναντίον τού Πέτρου, γιατί αυτό θα έθετε προφανώς τη σταυροφορία σε απελπιστικό κίνδυνο.
Ο Πιέρ Τομά έτυχε ευνοϊκής υποδοχής στην παπική κούρτη, όπου γνώριζε μερικούς από τούς καρδινάλιους, ειδικά τον Ηλία Ταλλεϋράνδο τού Περιγκόρ. Όλοι ενδιαφέρονταν για τις λεπτομέρειες τής αποστολής του ως λεγάτου και «ακριβώς όπως ο Παύλος έφερε το όνομα τού Χριστού ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων», λέει ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ, «έτσι και ο λεγάτος δόξασε το όνομα τού βασιλιά [Πέτρου] ενώπιον τού πάπα, των καρδιναλίων και των ηγεμόνων και ανήγγειλε τα σχέδιά του για τη σταυροφορία». Αν ο Πέτρος Α΄ έγραφε ιστορία, το ίδιο έκανε και ο Πιέρ Τομά και στις 6 Μαρτίου (1363) ο πάπας Ούρμπαν Ε’ τον μετέθεσε από την επισκοπή Κορώνης στην αρχιεπισκοπή Κρήτης.100 Ο βασιλιάς Ιωάννης Β’ τής Γαλλίας βρισκόταν τότε στην παπική κούρτη, έχοντας φτάσει στην Αβινιόν στις 20 Νοεμβρίου (1362). Διέμενε στη Βιλλνέβ, στην απέναντι όχθη τού Ροδανού, στη (θερινή) κατοικία τού Κλήμεντος ΣΤ’.101 Όλοι ήθελαν να δουν το νεαρό βασιλιά τής Κύπρου, ο οποίος παρέμενε στη Γένουα μέχρι να πάρει επιστολή επιβεβαίωσης από τον Πιέρ Τομά. Στη συνέχεια ξεκίνησε και έφτασε στην Αβινιόν την Μεγάλη Τετάρτη 29 Μαρτίου (1363) «και τον υποδέχθηκαν ευλαβικά και στοργικά ο πάπας, ο βασιλιάς τής Γαλλίας και οι καρδινάλιοι». Δύο μέρες αργότερα, στις 31 τού μηνός, την Παρασκευή πριν από το Πάσχα, ο Ούρμπαν έκανε λειτουργία και απένειμε με τα χέρια του τον σταυρό των σταυροφόρων στον Ιωάννη Β’, στον Πέτρο Α’, στον καρδινάλιο Ταλλεϋράνδο τού Περιγκόρ «και σε πλήθος βαρώνων και ευγενών».102
Ο πάπας Ούρμπαν ονόμασε τον Ιωάννη Β’ «ρέκτορα και γενικό διοικητή» τής εκστρατείας και όρισε ως λεγάτο τον καρδινάλιο Ταλλεϋράνδο, που θα πήγαινε μαζί του. Ταυτόχρονα ο Ούρμπαν ενημέρωσε τον αρχιεπίσκοπο τής Μπουρζ Ροζέ λε Φορ και τούς επισκόπους Μεντ και Σαιν Φλουρ, ότι έδινε στον Ιωάννη φόρο δεκάτης που έπρεπε να εισπραχθεί στη Γαλλία, καθώς και ανεκχώρητα και μη δαπανημένα δώρα, πρόστιμα, κληρονομιές, ποινές και αντίστοιχα των τελευταίων δώδεκα ετών και παρόμοιες επιδοτήσεις (subsidia) για τα επόμενα έξι «για να βοηθήσει στα τεράστια έξοδα» τής σχεδιαζόμενης εκστρατείας. Η γαλλική ιεραρχία θα συγκέντρωνε τούς προσδιορισμένους πόρους κάθε έξι μήνες και θα τούς έστελνε σε χρυσό στην παπική κούρτη δύο μήνες ύστερα από κάθε συλλογή, ενώ μάλλον περίπλοκα μέτρα προφύλαξης θα έπρεπε να λαμβάνονται, ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτή η οικονομική συγκομιδή θα ξοδευόταν αποκλειστικά και μόνο για την σταυροφορία. Παπικές επιστολές έφυγαν προς τούς περισσότερους από τούς σημαντικούς ηγεμόνες και ιεράρχες τής χριστιανοσύνης, ανακοινώνοντας τη σταυροφορία (που θα ξεκινούσε την 1η Μαρτίου 1365), χορηγώντας στους σταυροφόρους τη συνηθισμένη άφεση αμαρτιών και θέτοντας τις περιουσίες τους υπό την προστασία τής Αγίας Έδρας.103 Κλέφτες και τοκογλύφοι με διάθεση μετάνοιας μπορούσαν να εξασφαλίσουν άφεση για τα παραπτώματά τους, διαθέτοντας τα «κακώς κτηθέντα» (male acquisita) στα ταμεία των σταυροφόρων,104 ενώ παρόμοια παραχώρηση επεκτεινόταν στις αρχιεπισκοπές Κρήτης, Κερκύρας και Ρόδου, για να συνδράμουν τον βασιλιά τής Κύπρου «που βρίσκεται τώρα στην Αποστολική Έδρα» (qui est ad presens apud Sedem Apostolicam constituius).105
Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε κίνηση και ενδεχομένως είχαν ήδη καταλάβει την Αδριανούπολη από τον Ιανουάριο τού 1361. Οι εμίρηδες τής Μικράς Ασίας έστελναν ακόμη πειρατικές εξορμήσεις στο Αιγαίο. Ήταν ώρα για σταυροφορία. Ο βασιλιάς Πέτρος Α’ τής Κύπρου πέρασε τριάντα περίπου μήνες στην Ευρώπη, εκ των οποίων περίπου δεκαεπτά πέρασε ταξιδεύοντας από την Αγγλία προς την Πολωνία, αναζητώντας βοήθεια για την εκστρατεία που προγραμμάτιζε. Οι συνάδελφοί του μονάρχες τον καλωσόριζαν παντού με μεγάλες γιορτές και άφθονες τιμές, αλλά λίγη βοήθεια τού έδιναν. Ο Πέτρος είχε φτάσει στην Αβινιόν, όπως είδαμε, στις 29 Μαρτίου (1363). Παρέμεινε στην περιοχή μέχρι τις 31 Μαΐου106 και η παπική κούρτη έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του. Παίρνοντας άδεια από τούς θαυμαστές του στην Αβινιόν πήγε βόρεια στη Γαλλία, στη Ρηνανία, πίσω στη Γαλλία και στη Νορμανδία. Πέρασε το Νοέμβριο τού 1368 στην Αγγλία, όπου απόλαυσε τις γιορτές στο Γουεστμίνστερ και σε μεγάλο τουρνουά στο Σμίθφηλντ,107 αλλά ο Ούρμπαν θεωρούσε ότι καθυστερούσε πολύ. Στις 28 Νοεμβρίου ο πάπας έστειλε στον Πέτρο επιστολή διαμαρτυρίας (προφανώς ακόμη αδημοσίευτη), υπενθυμίζοντάς του ότι όταν βρισκόταν στην Αβινιόν τον είχε παροτρύνει να κάνει τις επισκέψεις που ήθελε να κάνει στους διάφορους βασιλιάδες και ηγεμόνες όσο το δυνατόν γρηγορότερα και στη συνέχεια να επιστρέψει στην Κύπρο, που βρισκόταν στο στόμα τού λύκου. Τώρα ο Ούρμπαν ενημερωνόταν ότι οι Τούρκοι σχεδίαζαν επίθεση εναντίον τού βασιλείου τού Πέτρου και πολιορκούσαν την Αττάλεια (Antalya), την οποία ο Πέτρος είχε καταλάβει με επίθεση τον Αύγουστο τού 1361, «και προσευχόμαστε να μην καθυστερήσει κι άλλο η επιστροφή σας και να την κάνει ο Θεός γόνιμη επιστροφή».108
Οι συνθήκες στη Γαλλία και την Ιταλία εμπόδιζαν την επιστράτευση των μεγάλων δυνάμεων που είχε προβλέψει ο Ούρμπαν, ο οποίος έκανε κάθε προσπάθεια για να προετοιμάσει το έδαφος για εκστρατεία στην Ανατολή. Προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Κάρολο τον «Κακό» τής Ναβάρρας με τούς βασιλικούς συγγενείς του τής Γαλλίας και τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, για να βοηθήσει περαιτέρω το «υπερπόντιο έργο ευσέβειας».109 Οι επιδρομές των ανέργων μισθοφόρων (routiers) αποτελούσαν τρομερό πρόβλημα στη νότια Γαλλία, ενώ τα παπικά κονδύλια εξαφανίζονταν στον δαπανηρό αγώνα εναντίον τού Μπερναμπό Βισκόντι στη βόρεια Ιταλία. Ο Ιωάννης Β’ και ο Πέτρος Α’ έστειλαν απεσταλμένους σε προσπάθεια να γίνει η ειρήνη. Τον Πέτρο εκπροσώπησε ο καγκελάριός τού Μεζιέρ και ο πανταχού παρών Πιέρ Τομά. Όπως έγραφε ο Ούρμπαν στον καρδινάλιο Ζιλ ντε Αλμπορνόζ στην Ιταλία (την 1η Μαΐου 1363),
. . . Οι επιφανείς βασιλείς Ιωάννης τής Γαλλίας και Πέτρος τής Κύπρου, που ασθμαίνοντας ως πυγμάχοι τού Χριστού για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων έχουν υποσχεθεί βάζοντας τα χέρια τους στα δικά μας ότι θα αποπλεύσουν για το εξωτερικό μέσα σε προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, τώρα στέλνουν ορισμένους πρεσβευτές, τόσο για να επισπεύσουν την εκστρατεία τους και για να φέρουν ειρήνη και ηρεμία στη ρωμαϊκή εκκλησία και στη Λομβαρδία, σε εκείνο τον άπιστο Μπερναμπό Βισκόντι, τον εχθρό τού Θεού και τής Αγίας εκκλησίας του, για να προσπαθήσουν να πείσουν τον εν λόγω Μπερναμπό, αν μπορούν, να επιστρέψει ελεύθερα στη ρωμαϊκή εκκλησία όλα τα κάστρα που κατέχει στην περιοχή τής Μπολώνια, καθώς και το κάστρο τού Λούγκο…110
Αν και οι απεσταλμένοι τού Ιωάννη Β’ απέτυχαν στις προσπάθειές τους, ο Πιέρ Τομά κατόρθωσε να φέρει τον Βισκόντι σε συμβιβασμό, σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Mεζιέρ,111 που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα χρονικά τής Μπολώνια.112 Η ειρήνη ανακοινώθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1364, αλλά η οριστική διευθέτηση δεν ήρθε μέχρι τις 13 Μαρτίου, ενώ για την απόσυρσή του από το Μπολωνιέζε (Βolognese) ο Μπερναμπό Βισκόντι θα έπαιρνε από την Αγία Έδρα 500.000 φλουριά «από καλό χρυσάφι και σωστού βάρους», που έπρεπε να καταβληθούν σε διάστημα οκτώ ετών με ετήσιες δόσεις των 62.500 φλουριών.113 Η σοφία αυτής τής συμφωνίας μπορεί να είναι συζητήσιμη, αλλά την εποχή εκείνη η συμφωνία αυτή θεωρείτο ως απαραίτητο πρώτο βήμα για να προχωρήσει η σταυροφορία.
Όποιοι κι αν ήσαν οι περισπασμοί στην παπική κούρτη και όποια κι αν ήσαν τα προβλήματα στην Ιταλία, ο Ούρμπαν Ε’ κρατούσε στο μυαλό του την Ανατολή. Στις 12 Μαΐου 1363 διόρισε τον Γενουάτη Πιέτρο Ρατσανέλλι διοικητή Σμύρνης για δέκα χρόνια και ρύθμισε ώστε να καταβάλλονται σε αυτόν 6.000 φλουριά τον χρόνο «για μισθούς τού ιδίου και των ακολούθων του». Ο μάγιστρος τού Οσπιταλίου θα ήταν υπεύθυνος για το μισό ποσό και οι αρχιδιάκονος τής Λεμεσού, ο παπικός συλλέκτης στην Κύπρο, θα φρόντιζε για την καταβολή τού άλλου μισού.114 Όπως και οι δύο προκάτοχοί του, ο Ούρμπαν ήταν αποφασισμένος να κρατήσει τη Σμύρνη.
Θα χρειάζονταν όλες οι ικανότητες τού Ρατσανέλλι για τη διατήρηση τού νόμου και τής τάξης στην απειλούμενη Σμύρνη, όπου ορισμένοι «γιοι τής ανομίας» αμφισβητούσαν ανοιχτά την εξουσία τού παπικού εκπροσώπου (vicar) Πιέτρο Πατριτσέλλι από το Φάνο. Ο Πιέτρο ήταν Φραγκισκανός λαϊκός αδελφός (conversus), στενός φίλος (familiaris) τού Κλήμεντος ΣΤ’ και τού Ιννοκέντιου ΣΤ’, που διεκπεραίωνε ήσυχα τα καθήκοντά του, παρέχοντας οδηγίες για τη λατινική πίστη και παρενοχλώντας τούς τοπικούς μουσουλμάνους. Οι «γιοι τής ανομίας» έσπαγαν τις πόρτες των σπιτιών όπου διέμεναν ο Πιέτρο και οι ακόλουθοί του και έπαιρναν σιτηρά, κρασί και τρόφιμα καθώς και κρεβάτια, ρούχα, σκεύη, όπλα και άλλα πράγματα. Στις 16 Ιουνίου (1363) ο Ούρμπαν έγραψε στους αρχιεπισκόπους Ρόδου και Σμύρνης και στον επίσκοπο Χίου να απευθύνουν στους παραβάτες δημόσια προειδοποίηση στις εκκλησίες, για να επιστρέψουν τα κλοπιμαία μέσα σε δεδομένη προθεσμία ή να αποζημιώσουν πλήρως για την αξία τους ή να αντιμετωπίσουν την ποινή τού αφορισμού.115
Δύο εβδομάδες μετά το διορισμό τού Ραξανέλλι, καθώς ο Πέτρος Α’ ετοιμαζόταν να φύγει από την Αβινιόν, υπήρξε νέα έκρηξη δραστηριότητας στο αποστολικό ανάκτορο, καθώς οι υπάλληλοι ετοίμαζαν επιστολές προς αποστολή στον αυτοκράτορα Κάρολο Δ’, τον Εδουάρδο Γ’ τής Αγγλίας, τον Ιωάννη τής Βοημίας, τούς δούκες Λουξεμβούργου, Αυστρίας, Σαξωνίας και Βαυαρίας, τούς ευγενείς τής Γερμανίας και τής Λωρραίνης, καθώς και τούς δόγηδες τής Βενετίας και τής Γένουας, προτρέποντας όλους να ετοιμαστούν για το «γενικό πέρασμα» (passagium generale), που θα ξεκινούσε για τούς Αγίους Τόπους σε λιγότερο από δύο χρόνια (την 1η Μαρτίου 1365). Έλεγαν σε όλους ότι γενικός διοικητής τής εκστρατείας θα ήταν ο βασιλιάς τής Γαλλίας, ενώ θα πήγαινε επίσης ο βασιλιάς τής Κύπρου και πολλοί άλλοι ευγενείς, γιατί είχαν όλοι πάρει τον σταυρό και είχαν ορκιστεί επισήμως να πολεμήσουν τούς απίστους πέρα από τη θάλασσα.116 Αλλά, όπως έγραφε ο Ούρμπαν στον δόγη Λορέντσο Τσέλσι, ο βασιλιάς τής Κύπρου θα πήγαινε πριν από τη γενική εκστρατεία όλων των σταυροφόρων. Θα ήταν ο «υπέροχος προάγγελος».117
Οι μισθοφορικές εταιρείες στο γαλλικό Μιντί παρέμεναν κίνδυνος και αγανάκτηση για την παπική κούρτη και στις 25 Μαΐου (1363) ο Ούρμπαν Ε’ απεύθυνε έκκληση και προς αυτές, «προς τούς αρχηγούς και όλο το προσωπικό των κάθε είδους εταιρειών, που έχουν εγκατασταθεί στο βασίλειο τής Γαλλίας και σε γειτονικές περιοχές». Τούς υπενθύμιζε ότι «τόσο οι ποταποί Σαρακηνοί και εκείνοι οι σκληροί ειδωλολάτρες που κοινώς ονομάζονται Τούρκοι, οι οποίοι ζουν στην Ανατολή κοντά σε χριστιανικούς λαούς …, έχουν εισβάλει στα εδάφη των πιστών με τέτοια δύναμη και τόλμη, που κανένας ή λίγοι μπορούν να τούς αντισταθούν». Οι Τούρκοι είχαν κατακλύσει τη χριστιανική Αρμενία. Είχαν καταλάβει διάφορες επαρχίες, νησιά, πόλεις και κάστρα, είχαν βεβηλώσει ιερά, είχαν σφάξει χριστιανούς, τούς είχαν υποδουλώσει και τούς είχαν βάλει στη γραμμή προς πώληση σαν να ήσαν γελάδια. Αλλά τώρα αυτοί οι άπιστοι είχαν οι ίδιοι αποδυναμωθεί από πανούκλα και αλληλοκτόνες διαμάχες, ενώ αφότου ο Πέτρος, ο επιφανής βασιλιάς τής Κύπρου, τούς είχε πάρει το λιμάνι τής «Σατάλια» (Αττάλειας), είχε πέσει πάνω τους ο τρόμος. Ο Πέτρος δεν απέφευγε τούς κινδύνους μακρινών ταξιδιών στα κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη, για να εξηγήσει στον πάπα και στους ηγεμόνες ότι τώρα η εξουσία των απίστων μπορούσε επιτέλους να συνθλιβεί. Οι Άγιοι Τόποι μπορούσαν να ανακτηθούν.
Ο Πιέρ Τομά, ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης και ανατολικός λεγάτος τής Αποστολικής Έδρας, είχε επιβεβαιώσει την ακρίβεια τής εκτίμησης τού βασιλιά τής Κύπρου για τις συνθήκες στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ούρμπαν είχε επομένως κηρύξει τη σταυροφορία. Η συνήθης άφεση αμαρτιών και τα συνήθη προνόμια θα χορηγούνταν σε όλους εκείνους που θα εντάσσονταν στις δυνάμεις που πήγαιναν στο εξωτερικό. Τα μέλη των ελευθέρων εταιρειών είχαν την πιο φοβερή ανάγκη για άφεση αμαρτιών και έτσι έπρεπε να ανταποκριθούν γρήγορα στην πρόσκλησή του στα όπλα, «με πνεύμα αφοσίωσης και ενότητας», για την εξιλέωση των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει εναντίον τού Θεού, κληρικών και αθώων. Ήσαν ικανοί στη χρήση των όπλων και έπρεπε να επιδιώξουν συγχώρεση σε υπηρεσία αποδεκτή από τον Θεό. Θα μπορούσαν να αποκτήσουν και να κρατήσουν τούς Αγίους Τόπους για πάντα και έτσι σε αυτή τη ζωή θα άρπαζαν τον πλούτο των εχθρών τής χριστιανοσύνης, ενώ διορθώνοντας τούς τρόπους τους θα κέρδιζαν επίσης αιώνιο πλούτο στην άλλη ζωή. Ο Ούρμπαν τούς καλούσε να ενδιαφερθούν για τη δική τους σωτηρία, να πάψουν να λεηλατούν χριστιανούς και να βοηθήσουν να κερδηθεί πάλι ο τόπος τής γέννησης τού Σωτήρα. Τούς ενημέρωνε επίσης ότι έστελνε ανάμεσά τους τον Αυγουστινιανό αδελφό Νικόλ ντε Μπρομ, για να τούς δώσει περαιτέρω οδηγίες και να χορηγήσει άφεση αμαρτιών σε εκείνους που θα έπαιρναν το σταυρό.118
Ίσως το καθήκον τού Νικόλ ντε Μπρομ δεν ήταν τόσο παράλογα δύσκολο όσο φαινόταν εκ πρώτης, γιατί η εμφάνιση τού Πέτρου στον νότο τής Γαλλίας είχε προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον. Ήταν διάσημος, αντικείμενο οικουμενικού θαυμασμού, ενώ μερικοί μισθοφόροι (routiers) είχαν προφανώς εκφράσει την επιθυμία να υπηρετήσουν μαζί του στην Ανατολή. Δεδομένου ότι φεύγοντας από την Αβινιόν ο Πέτρος φαινόταν πρόθυμος να ξεκινήσει τη σταυροφορία (και ο Ιωάννης Β’ δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία), ο πάπας Ούρμπαν χορήγησε στον ανυπόμονο Κύπριο το δικαίωμα να στρατολογήσει στην υπηρεσία του και να στείλει στην Ανατολική Μεσόγειο 200 Γάλλους ευγενείς, 2.000 ιππείς και 6.000 πεζούς «από άλλα μέρη τού κόσμου», καθώς και μισθοφόρους (routiers) από τις ελεύθερες εταιρείες και οποιουσδήποτε άλλους στρατολογημένους θα μπορούσε να συγκεντρώσει από τις εκκλησιαστικές επαρχίες τής Ακουιλέια, τού Γκράντο και τού Σάλτσμπουργκ, των βασιλείων Ουγγαρίας και Κύπρου, των περιοχών τής Σικελίας, Δαλματίας και Ελλάδας.119 Με τη χαλάρωση τής στρατιωτικής απασχόλησης στην Ιταλία κατά τούς επόμενους μήνες, ειδικά αφότου ο Μπερναμπό Βισκόντι έκανε ειρήνη με τον πάπα, Άγγλοι μισθοφόροι στη χερσόνησο ζήτησαν επίσης και έλαβαν πλήρη διαβεβαίωση για σταυροφορική άφεση αμαρτιών για καθένα χωριστά και για ολόκληρη την εταιρεία, αν ήσαν πρόθυμοι να διασχίσουν τη θάλασσα και να αγωνιστούν «για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων».120
Οι ελπίδες για τη σταυροφορία εξακολουθούσαν να μεγαλώνουν στην παπική κούρτη, όταν έφτασε στην Αβινιόν η είδηση τού ξαφνικού θανάτου τού Γάλλου Ιωάννη στην Αγγλία (στις 8 Απριλίου 1364), ενώ σε επιστολή συλλυπητηρίων προς τον γιο και διάδοχό του Κάρολο Ε’ ο Ούρμπαν θρηνούσε για την τραγική απώλεια τής ηγεσίας του.121 Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος δεν διέθετε νοοτροπία σταυροφόρου, τα σχέδια για την εκστρατεία συνεχίστηκαν και τα συγχωροχάρτια επεκτάθηκαν,122 αλλά τώρα περισσότερο από ποτέ ο Ούρμπαν έβλεπε ότι τα πάντα εξαρτιόνταν από το νεαρό βασιλιά τής Κύπρου, ο οποίος είχε παρευρεθεί στην κηδεία τού Ιωάννη στις αρχές Μαΐου στο Παρίσι και στο Σαιν Ντενί, καθώς και στη στέψη τού Καρόλου στη Ρεμς δύο περίπου εβδομάδες αργότερα.123
Στο μεταξύ είχε συμβεί θεαματικό γεγονός, που απειλούσε τις ελπίδες και τα σχέδια τού Πέτρου Α’ για τη σταυροφορία. Στις αρχές Αυγούστου 1363 ξέσπασε σοβαρή εξέγερση στο ενετικό νησί τής Κρήτης.124 Παρά το γεγονός ότι η αποικιακή πολιτική τής Βενετίας ήταν συνολικά δίκαιη και ανθρώπινη, ήταν επίσης ανένδοτη και εκμεταλλευτική. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, Ενετοί γαιοκτήμονες και Έλληνες άρχοντες έτειναν να ενώνονται και να επιδιώκουν τα τοπικά τους συμφέροντα, μερικές φορές σε αντίθεση με την κυβέρνηση τής πατρίδας. Η Κρήτη ήταν μακριά από τη Βενετία. Το ταξίδι μιας γαλέρας προς τα εκεί κρατούσε ένα μήνα. Η σοβαρή δυσαρέσκεια τόσο των Ενετών εποίκων όσο και των Ελλήνων ιδιοκτητών εκφράστηκε με εξεγέρσεις το 1332 και το 1342,125 που αποτελούσαν δυσοίωνο πρελούδιο τής μεγάλης εξέγερσης τού 1363, όταν αγανάκτηση και βία ακολούθησε την επιβολή νέου φόρου για τη χρηματοδότηση επισκευών στο λιμάνι τού Χάνδακα. Οι ενετικές οικογένειες των Γκραντενίγκο, Βενιέρ και Γκριμάλντι, ονόματα από καιρό τιμώμενα στη λιμνοθάλασσα, ενώθηκαν με τούς Καλλέργηδες αψηφώντας τον δούκα τού Χάνδακα Λεονάρντο Ντάντολο, ο οποίος επέμενε για την είσπραξη τής αντιδημοφιλούς εισφοράς.126
Οι εξεγερμένοι επιτέθηκαν στο δουκικό ανάκτορο τού Χάνδακα φυλακίζοντας τον θαρραλέο Ντάντολο, ο οποίος έχασε σχεδόν τη ζωή του μέσα στον σάλο. Ενετοί αξιωματούχοι σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν ή εκδιώχθηκαν από το νησί. Ένας σημαντικός φεουδάρχης, ο Μάρκο Γκραντενίγκο «ο Πρεσβύτερος», έγινε «κυβερνήτης και ρέκτωρ Κρήτης» (gubernator et rector Crete), ενώ τέσσερις άποικοι διορίστηκαν ως εκτελεστικό συμβούλιο για να τον βοηθούν στα καθήκοντά του. Οι επαναστάτες σχημάτισαν στρατό απελευθερώνοντας από τη φυλακή κακοποιούς και οφειλέτες, που ήσαν πρόθυμοι να ανταλλάξουν στρατιωτική υπηρεσία έξι μηνών με την απονομή χάριτος. Η νέα κυβέρνηση δέχτηκε Έλληνες στο Μεγάλο Συμβούλιο τού νησιού και στο συμβούλιο των φεουδαρχών. Ο Άγιος Μάρκος καθαιρέθηκε από προστάτης τής Κρήτης, τής οποίας οι κάτοικοι τον αντικατέστησαν τώρα με τον δικό τους συμπατριώτη Άγιο Τίτο. Καταργήθηκαν οι περιορισμοί χειροτονίας Ελλήνων ιερέων, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που θα αντικαθιστούσαν με το ελληνικό το λατινικό τελετουργικό στον καθεδρικό ναό τού Χάνδακα,127 τού οποίου αρχιεπίσκοπος φυσικά δεν ήταν άλλος από τον Πιέρ Τομά, ο οποίος ήταν τότε απασχολημένος (όπως έχουμε δει) με παπικές υποθέσεις στην Αβινιόν και στην Ιταλία. Έλληνες και Λατίνοι είχαν μεταξύ τους κακές σχέσεις και οι Καλλέργηδες σκόπευαν σε τελική εκκαθάριση τού λατινικού κατεστημένου τής Κρήτης. Η ένταση λοιπόν και η εχθρότητα μεταξύ των συμμάχων έδινε κάποια άνεση στους πολιτικούς τής Δημοκρατίας.128 Η κρητική εξέγερση έγινε γνωστή στη Βενετία περί τις 10 Σεπτεμβρίου (1363) και η κυβέρνηση κατόρθωσε πολύ γρήγορα να απομονώσει τούς εξεγερμένους από την υπόλοιπη χριστιανοσύνη, αν και αναφέρθηκε σύντομα ότι βρίσκονταν σε διάφορα μέρη τού νησιού περιπετειώδες Καταλανοί. Στις 8 Οκτωβρίου ο δόγης και οι σύμβουλοί του έγραψαν επιστολές προς τον μάγιστρο τής Ρόδου, τη βασίλισσα Ελεονώρα τής Κύπρου, τον πρίγκηπα Ιωάννη τής Αντιοχείας (τον αντιβασιλέα Κύπρου κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού αδελφού του Πέτρου), τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και τον Αντρέα Κουρίνι, Ενετό βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη. Στις 11 Οκτωβρίου έγραψαν επίσης στον Μεγάλο Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας και στον Πέτρο Α’ τής Κύπρου και στη συνέχεια στην Ιωάννα Α’ τής Νάπολης, στον κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Ροβέρτο, δούκα Τάραντα και Αχαΐας, καθώς και στον λεγάτο Πιέρ Τομά. Έστειλαν απεσταλμένο στη Γένουα.129 Όλοι οι αποδέκτες των ενετικών επιστολών, ακόμη και οι Γενουάτες, ανταποκρίθηκαν με καθησυχαστικές απαντήσεις,130 ενώ στις 15 Οκτωβρίου ο πάπας Ούρμπαν Ε’ έστειλε στους εξεγερμένους τού Χάνδακα επιστολή πατρικής διαμαρτυρίας. Τούς υπενθύμιζε ότι με βάση την καταγωγή, τον πολιτισμό και τα προνόμια ήσαν «σε μεγάλο βαθμό Ενετοί» και ότι χρειάζονταν την πατρίδα τους για να τούς υπερασπιστεί απέναντι στους σχισματικούς και τούς μουσουλμάνους. Αν η εξέγερσή τους διατάρασσε τη σταυροφορία για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, στην οποία ο πάπας είχε ακουμπήσει την καρδιά του, τότε η Καθολική Εκκλησία θα υφίστατο σοβαρή ατυχία. Τούς παρότρυνε λοιπόν να κάνουν ειρήνη με τούς Ενετούς, ως πιστοί πολίτες και αφοσιωμένοι γιοι τής Δημοκρατίας.131
Ο δόγης και οι σύμβουλοί του (στο Κολλέγιο), γράφοντας στον Πέτρο Α’ τής Κύπρου στις 11 Οκτωβρίου, είχαν ήδη δηλώσει ότι αν δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί γρήγορη νίκη, η κρητική εξέγερση θα αποδεικνυόταν σοβαρό εμπόδιο στα σχέδιά του για τη σταυροφορία.132 Ο Πέτρος απάντησε από το Λονδίνο στις 24 Νοεμβρίου (1363), εκφράζοντας την προθυμία του να έρθει στη Βενετία το ταχύτερο δυνατό και «με την επίλεκτη ομάδα ευγενών πολεμιστών, που έχουμε συγκεντρώσει από διάφορες περιοχές» να ενωθεί με ενετική δύναμη για την ταχεία καταστολή τής «τρελλής τόλμης» των Κρητικών. Ταυτόχρονα ο Πέτρος έγραψε στη γυναίκα του Ελεονώρα και στον αδελφό τού Ιωάννη, ότι οι Κύπριοι όχι μόνο δεν επρόκειτο να δώσουν βοήθεια στους Κρητικούς, αλλά θα διέκοπταν κάθε σχέση με αυτούς, εμπορική ή άλλη, μέχρι τον τερματισμό τής εξέγερσης.133
Ο Πέτρος είχε ήδη ενημερώσει τον δόγη με επιστολή από το Καλαί στις 20 Οκτωβρίου για την επιτυχία του στη στρατολόγηση σταυροφόρων μεταξύ Γάλλων και Γερμανών ευγενών. Ήθελε να ξεκινήσει από τη Βενετία τον επόμενο Μάρτιο. Έτσι για άλλη μια φορά, στις 29 Νοεμβρίου, ο δόγης τού έγραψε για το ανησυχητικό αποτέλεσμα που θα είχε η ξαφνική είδηση τής κρητικής εξέγερσης στα ενετικά σχέδια για συμβολή στην επιτυχία τής σταυροφορίας. Η Δημοκρατία έπρεπε τώρα να επικεντρωθεί στην ανάκτηση τού νησιού. Στόλος και στρατός έμπαιναν σε ετοιμότητα. Χρειάζονταν τόσο πολλά πλοία, οπλισμένα και άοπλα, για τη μεταφορά ανδρών, προμηθειών και εξοπλισμού, που ο δόγης δεν έβλεπε «με ποιόν τρόπο τα πλοία μας μόνο θα αρκέσουν για αυτές τις αποστολές». Αλλά η κυβέρνησή του έλπιζε σε γρήγορη επιτυχία στην Κρήτη, μετά την οποία ο Πέτρος θα εύρισκε τούς Ενετούς έτοιμους και πρόθυμους να κάνουν αυτό που μπορούσαν για να βοηθήσουν την υπόθεση τής σταυροφορίας.134
Η σταυροφορία θα χρειαζόταν ενετικές γαλέρες και πλοία μεταφοράς και ο Ούρμπαν Ε’ δεν έκανε καθόλου άσχημα που φοβόταν. Η κρητική εξέγερση όντως απειλούσε το «γενικό πέρασμα» εναντίον των μουσουλμάνων. Στις 17 Δεκεμβρίου (1363) ο δόγης και οι σύμβουλοί του έγραψαν στον Ούρμπαν ότι παρά το γεγονός ότι είχαν πάντοτε αντιμετωπίσει τούς Ενετούς φεουδάρχες στην Κρήτη «ως αδελφούς και γιους, που είχαν γεννηθεί από τούς ίδιους γονείς και την ίδια πατρίδα (patria) και απολάμβαναν τις ίδιες τιμές και αξιώματα με εμάς», οι εν λόγω φεουδάρχες είχαν επαναστατήσει. Η ενετική κυβέρνηση δεν ανησυχούσε μόνο για αυτή την ειδεχθή πατροκτόνο εξέγερση, αλλά και για το γεγονός ότι αυτή θα αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο για την οργάνωση τής υπερπόντιας εκστρατείας κατά των μουσουλμάνων, για την οποία ο πάπας είχε κάνει τόσο ελπιδοφόρα σχέδια. Αλλά τώρα οι Ενετοί έπρεπε να ετοιμάσουν ισχυρές ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις για να εξασφαλίσουν την ανάκτηση τής Κρήτης και δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να διαθέσουν επιδοτήσεις [σε χρήματα και πλοία], όπως επιθυμούσαν και όπως σκόπευαν να κάνουν. Όμως έλπιζαν σε γρήγορη νίκη στην Κρήτη, ενώ οι ευσεβείς γιοί τού Αγίου Μάρκου επιθυμούσαν ακόμη να εργαστούν για την εξύψωση και την επέκταση τής χριστιανικής πίστης στην Ανατολική Μεσόγειο.135
Στο μεταξύ στην Κρήτη οι αντάρτες είχαν απορρίψει τις ενετικές προσφορές να συζητήσουν τα παράπονά τους και δεν είχαν δεχτεί κανένα δικό τους όρο ως βάση για την αποκατάσταση τής ειρήνης και την επιστροφή τής αποικίας στην προηγούμενη υποταγή της. Στις 10 Ιανουαρίου (1364) ο δόγης ανέθεσε σε κάποιον Άντζελο Μιτσιέλ να πάει στην Τουρκία για να αγοράσει προμήθειες.136 Όμως οι Ενετοί εξουσιοδοτούσαν τώρα τον συμβολαιογράφο τους Ντεζιντέριο Λούτσιο να διαβουλευθεί με τούς Πιέρ Τομά και Φιλίπ ντε Μεζιέρ (κατόπιν αιτήματος των τελευταίων) σχετικά με την προς ανατολάς μεταφορά των σταυροφόρων τού βασιλιά τής Κύπρου. Στις 24 Ιανουαρίου οι Πιέρ και Φιλίπ έγραψαν στον δόγη από τη Μπολώνια ότι ανέμεναν να έχουν περίπου 1.000 σταυροφόρους (equites de gentibus passagii) έτοιμους να αποπλεύσουν από τη Βενετία περί τα μέσα Μαρτίου. Η επιστολή τους παραδόθηκε γρήγορα και στις 28 τού μηνός ο δόγης απάντησε ότι η κυβέρνησή του ήταν έτοιμη να μεταφέρει αυτό το στρατιωτικό σώμα στην Κρήτη «για την ανάκτηση τού νησιού μας, που είναι τόσο απαραίτητο για την εν λόγω σταυροφορία και όχι περισσότερους [από χίλιους], επειδή επί τού παρόντος δεν έχουμε έτοιμα πλοία για μεγαλύτερο αριθμό». Αλλά το κρητικό ζήτημα δεν ανεχόταν καθυστέρηση και ο δόγης ζητούσε να έρθουν οι Πιερ και Φιλίπ στη Βενετία το συντομότερο δυνατό, για να συζητήσουν το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν όλοι.137
Ο Ενετός συμβολαιογράφος Ντεζιντέριο είχε λοιπόν συμφωνήσει ότι αν οι σταυροφόροι σταματούσαν στην Κρήτη για επαρκή χρόνο, ώστε να βοηθήσουν τη Δημοκρατία να καταστείλει την εξέγερση τού Χάνδακα, τότε θα τούς παρεχόταν μεταφορά προς κάποιον περαιτέρω προορισμό στην Ανατολή. Το Κολλέγιο συγκλονίστηκε από την απερισκεψία τού συμβολαιογράφου και στις 28 Ιανουαρίου ο δόγης τού έγραψε:
Λάβαμε και εξετάσαμε την επιστολή τού κυρίου αρχιεπισκόπου Κρήτης και τού καγκελάριου τού άρχοντα βασιλιά τής Κύπρου, καθώς και τη δική σας επιστολή, γραμμένη από τη Μπολώνια στις 24 Ιανουαρίου …, και έχοντας λάβει γνώση τού περιεχομένου τής επιστολής σας, βλέπουμε καθαρά ότι έχετε επεκταθεί πέρα από την εξουσιοδότηση τής αποστολής σας, δίνοντάς τους πλήρη αναφορά για τις [διαθέσιμες σε εμάς] γαλέρες, πλοία μεταφοράς αλόγων, πλοία και μικρά σκάφη (cogs), ενώ τούς έχετε ακόμη αποκαλύψει τα μέτρα που πήραν οι αποστολές των εποπτών (provveditori), τούς οποίους στείλαμε στην Κρήτη, τόσο για να εφαρμοστεί [εκεί] δικαιοσύνη, όσο και για να αντιμετωπιστούν άλλα θέματα, που είχαν διαταχθεί να τηρούν σε εχεμύθεια…138
Στις 29 Ιανουαρίου (1364) ο δόγης και τα μέλη τού Κολλεγίου έγραψαν στον Πέτρο Α’ ότι είχαν μισθώσει στρατό 1.000 ιππέων και 2.000 πεζών και ότι είχαν τα πλοία μεταφοράς έτοιμα για να τούς πάνε όλους στην Κρήτη, αλλά ότι ήσαν διατεθειμένοι να περιμένουν πριν ξεκινήσουν μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Αν ο Αμαδέος ΣΤ’, ο κόμης τής Σαβοΐας, καθώς και άλλοι σταυροφόροι, έφταναν στη Βενετία πριν από αυτή την ημερομηνία «σε επαρκή αριθμό, με όπλα, άλογα και εξοπλισμό», οι Ενετοί ήσαν έτοιμοι να τούς πάνε στην Κρήτη, υπό την προϋπόθεση ότι θα βοηθούσαν (σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν προωθήσει οι Πιέρ Τομά και Φιλίπ ντε Μεζιέρ) στην καταστολή τής εξέγερσης τού Χάνδακα. «Μετά από αυτό, που ελπίζουμε ότι θα ολοκληρωθεί γρήγορα και εύκολα, θα φροντίσουμε για την μεταφορά τους στην Κύπρο ή οπουδήποτε αλλού θέλουν για την προαναφερθείσα σταυροφορία [passagium]…». Στη συνέχεια ίδιες ρυθμίσεις θα γίνονταν για τον Πέτρο και τούς άλλους, «και έτσι με τον ίδιο τρόπο και μια για πάντα θα γίνουν τόσο η δική σας επιχείρηση, όσο και η δική μας».139
Οι Πιέρ Τομά και Φιλίπ ντε Μεζιέρ ήρθαν στη Βενετία στις αρχές Φεβρουαρίου (1364), όπως ζητήθηκε από τον δόγη, αλλά τώρα ήθελαν από τη Σινιορία να μεταφέρει 2.000 ιππείς στην Ανατολή, ενώ προφανώς έπρεπε να αποσύρουν την προσφορά τους να υποτάξουν κατά τη διαδρομή τους τους επαναστάτες τού Χάνδακα. Ο Φιλίπ είχε πάρει επιστολή από τον Πέτρο Α’, γραμμένη «με τα δικά του χέρια» (manu sua propria), η οποία τον είχε ταράξει άσχημα και τον είχε στείλει τρέχοντας στον Πιέρ Τομά για συμβουλές.140 Ο Πέτρος ήθελε τώρα «πέρασμα» για 2.000 ιππείς (αν και ο δόγης είχε δηλώσει κατηγορηματικά στις 28 Ιανουαρίου ότι η Βενετία μπορούσε να μεταφέρει χίλιους το πολύ), ενώ φαινόταν ότι δεν ήταν πλέον έτοιμος να δαπανήσει στο νησί τής Κρήτης το χρονικό διάστημα που χρειαζόταν για να βοηθήσει στην υποταγή των εξεγερμένων. Ο Φιλίπ έχει περιγράψει τις συζητήσεις, που κράτησαν δέκα μέρες, μεταξύ τού Πιέρ Τομά και των τεσσάρων Ενετών «σοφών» (savi) στους οποίους είχε ανατεθεί να ασχοληθούν με το θέμα, αλλά τελικά οι απεσταλμένοι τού Πέτρου Α’ πήραν αυτό που ζητούσαν.141
Στις 22 Φεβρουαρίου ο δόγης απεύθυνε επιστολή στον Πέτρο, ενημερώνοντάς τον ότι «για το σεβασμό που οφείλουμε στον Θεό και την Αποστολική Έδρα, καθώς και για τον απόλυτο σεβασμό και την αγάπη που έχουμε για σας, είμαστε στην ευχάριστη θέση να αποδεχθούμε το αίτημά σας, χωρίς να υπολογίζουμε τις δικές μας γνωστές ανάγκες…». Ενετικά πλοία θα έπαιρναν 1.000 άνδρες με τα άλογα, τα όπλα και τις προμήθειές τους από την περιοχή τού Οτράντο πριν από τα μέσα Ιουνίου (τρεις μήνες αργότερα από την εποχή που ζητούσε ο Πέτρος) και θα τούς μετέφεραν χωρίς χρέωση στα εδάφη των απίστων. Όσο για τούς άλλους χίλιους, μπορούσαν να μισθώσουν ενετικά πλοία για τη μεταφορά τούς στην Ανατολή, ενώ σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση θα τούς έδινε συμβουλές και θα τούς εξασφάλιζε κάθε ενδεχόμενο πλεονέκτημα. Ο Πέτρος μπορούσε επίσης να εξοπλίσει τρεις ή τέσσερις γαλέρες για το δικό του Πέρασμα, καθώς και για εκείνο των βαρώνων που θα πήγαιναν μαζί του.142
Οι Ενετοί έμειναν έκπληκτοι με την ίδια τη γενναιοδωρία τους. Ο δόγης Λορέντσο Τσέλσι, πολύ ευχαριστημένος με τούς συμπολίτες του, περιέγραφε την παραμονή των Πιέρ Τομά και Φιλίπ ντε Μεζιέρ στη Βενετία σε μακροσκελή επιστολή τής 26ης Φεβρουαρίου προς τον Ούρμπαν Ε’: «… Αυτοί οι αξιέπαινοι άνδρες —και πραγματικά αξιέπαινοι και άξιοι μεγάλης επιδοκιμασίας σε ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι εργάσθηκαν τόσο φλογερά για αυτή την ευσεβή υπόθεση και δεν παύουν να εργάζονται ακούραστα για αυτήν— έχουν περιγράψει σε εμάς τον ζήλο τής Αγιότητάς σας για την προώθηση αυτής τής ιερής εκστρατείας…». Στο όνομα τού πάπα, καθώς και σε εκείνο τού Πέτρου, είχαν ζητήσει τη θαλάσσια μεταφορά 2.000 ιππέων στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ενετοί βρίσκονταν σε δίλημμα. Το νησί τής Κρήτης ανέμενε ακόμη την ανακατάληψη. Αλλά τα αιτήματα των σταυροφόρων ήσαν επιτακτικά. Οι Ενετοί θα χορηγούσαν περισσότερα από αυτά που τούς είχαν ζητήσει. Θα μετέφεραν τούς 2.000 άνδρες τού Πέτρου στην ανατολή, τούς μισούς χωρίς καμία χρέωση για το πέρασμά τους (gratis absque scilicet solutione nabuli alicuius). Ο κόσμος έπρεπε να σημειώσει και να μιμηθεί αυτό το παράδειγμα.143
Όμως στις 17 Φεβρουαρίου ο Πέτρος έστειλε μήνυμα από το Παρίσι, με το οποίο διαπίστωνε με μεγάλη του λύπη ότι η κρητική εξέγερση καθιστούσε αδύνατο για τούς Ενετούς να διαθέσουν τις γαλέρες που είχαν υποσχεθεί. Εν πάση περιπτώσει, ο κόμης τής Σαβοΐας και πολλοί άλλοι άρχοντες δεν θα ήσαν έτοιμοι να αποπλεύσουν μέχρι τον Αύγουστο, ενώ μέχρι τότε η κρητική εξέγερση θα είχε κατασταλεί και θα υπήρχε στόλος διαθέσιμος για τη σταυροφορία.144 Την επιστολή τού Πέτρου δεν γνώριζε ακόμη ο καγκελάριός τού Μεζιέρ, όταν στις 26 Μαρτίου αυτός έγραψε στον κόμη τής Σαβοΐας από την αυλή των Βισκόντι στο Μιλάνο. Ο Mεζιέρ είχε ακούσει ότι η αναχώρηση των ανθρώπων τής Σαβοΐας είχε αναβληθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο, «πράγμα για το οποίο λυπάμαι πολύ από τα βάθη τής καρδιάς μου» (de quo multum doleo in visceribus cordis). Ζητούσε τώρα να πληροφορηθεί τις προθέσεις τού Aμαδέου και τον επέκρινε για την ασυγχώρητη καθυστέρησή του να εκπληρώσει την υπόσχεσή του ξεκινώντας τη σταυροφορία κατά τον χρόνο που είχε συμφωνηθεί, γιατί κατέφθαναν στη Βενετία ιππότες από όλες τις χώρες για να ακολουθήσουν τον βασιλιά τής Κύπρου στους Αγίους Τόπους.145 Ο Ούρμπαν Ε’ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, γράφοντας τη μια επιστολή μετά την άλλη, για να αποσπάσει τούς Άγγλους «πειρατές» (freebooters) από την Ιταλία και να χρησιμοποιήσει τα όπλα τους σε εκστρατεία κατά των μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους. Την ίδια στιγμή προσπαθούσε να επιταχύνει τη μετάβαση προς ανατολάς τού κόμη τού Ουώρικ Τόμας Μπωσάμπ (πέθανε το 1369), τού πλούσιου λόρδου τού Κασλ Άσμπυ Τόμας ντε Ώφφορντ, γιου τού κόμη τού Σάφολκ, καθώς και δύο ισχυρών Γάλλων ευγενών, που είχαν επίσης πάρει τον σταυρό.146
Κανένας δεν ήξερε καλύτερα από τον δόγη και τούς συμβούλους του πόσο δύσκολο ήταν να οργανωθούν σταυροφορικές αποστολές. Κατά τούς τελευταίους τρεις αιώνες οι Ενετοί είχαν βοηθήσει στην μεταφορά πολλών από αυτές στα ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου. Ήσαν έτοιμοι να μεταφέρουν τον Πέτρο Α’ και τον Aμαδέο ΣΤ’ στην ανατολή, αλλά ούτε τούς εξέπληξε ούτε τούς απογοήτευσε η αναβολή τής σταυροφορίας. Θα μπορούσαν τώρα να ξεκινήσουν την υποταγή τής Κρήτης με λιγότερους περισπασμούς. Στις αρχές Φεβρουαρίου τού 1364 ο συμβολαιογράφος Ραφαίν Καρεζίνι, ενεργώντας για λογαριασμό τού δόγη και τής κοινότητας τής Βενετίας, είχε συνάψει σύμβαση στο Μιλάνο με τον φίλο τού Πετράρχη, τον Βερονέζο αρχηγό μισθοφόρων (κοντοττιέρε) Λουκίνο νταλ Βέρμε, ο οποίος συμφώνησε να αναλάβει τη διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων τής Δημοκρατίας. Η εκστρατεία τού νταλ Βέρμε εναντίον τής Κρήτης θα ξεκινούσε στα μέσα Μαρτίου.147 Λέγεται ότι είχε φτάσει στη Βενετία στις 3 τού μηνός, ενώ σε τελετή στο δουκικό παλάτι στις 28 έδωσε τον όρκο τού αξιώματός του «στα άγια ευαγγέλια τού Θεού» (ad evangelia sancta Dei), οπότε και παρέλαβε την εντολή και το λάβαρο τού Ευαγγελιστή Μάρκου από τα χέρια τού δόγη Λορέντσο Τσέλσι.148 Στη συνέχεια τα γεγονότα προχώρησαν γρήγορα. Ύστερα από μεγάλη επιθεώρηση των στρατευμάτων, ο στόλος απέπλευσε από την Βενετία στις 10 Απριλίου 1364, κάτω από τις διαταγές τού Ντομένικο Μιτσιέλ από τη Σάντα Φόσκα τής Βενετίας, που είχε προβιβαστεί στον βαθμό τού γενικού διοικητή των ναυτικών δυνάμεων.149 Μετέφερε στη βόρεια ακτή τής Κρήτης 1.000 ιππείς και 2.000 πεζούς, που είχαν στρατολογηθεί στο Βένετο, στην Τοσκάνη, στη Δαλματία και πέρα από τις Άλπεις.150 Αποβιβάστηκαν στις 6-7 Μαΐου στα Φρασκιά, έξι περίπου μίλια από τον Χάνδακα.151
Στο μεταξύ η ανήσυχη συμμαχία μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, που βρισκόταν πάντοτε κάτω από την εχθρότητα που προκαλούσαν οι μεταξύ τους εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές, είχε οδηγήσει σε διάσταση, που έκανε πολύ πιο εύκολο το έργο των στρατευμάτων τού νταλ Βέρμε. Οι ντόπιοι Έλληνες και άρχοντες, υποκινούμενοι από τον Τζανάκη Καλλέργη, ο οποίος φιλοδοξούσε να ηγεμονεύσει σε ολόκληρο το νησί, είχαν επιτεθεί σε λατινικούς οικισμούς και είχαν σκοτώσει πολλούς από τούς Ενετούς εξεγερμένους των οικογενειών Κορνέρ, Γκρίττι και Βενιέρ. Aπέτυχε προσπάθεια να δολοφονήσουν τον εξεγερμένο δούκα Μάρκο Γκραντενίγκο τον Πρεσβύτερο και ο επικεφαλής συνωμότης αντιμετωπίστηκε συνοπτικά με εκπαραθύρωση. Αλλά αφού όλα τα ενετικά ανοίγματα είχαν απορριφθεί και μερικοί από τούς εξεγερμένους έκαναν εκκλήσεις στη Γένουα, τα στρατεύματα τού νταλ Βέρμε προχώρησαν σε δράση, από την οποία λίγη χρειάστηκε, γιατί ο Χάνδαξ (Κάντια) παραδόθηκε στις 10 Μαΐου ύστερα από κάποια αρχική αιματοχυσία, ενώ τον ακολούθησαν σύντομα το Ρέθυμνο (Ρέτιμο) και τα Χανιά (Κανέα).152
Ο δούκας τής Κρήτης Λεονάρντο Ντάντολο απελευθερώθηκε από τη φυλακή. Ο Γκραντενίγκο ο Πρεσβύτερος αποκεφαλίστηκε στην πλατεία τού Χάνδακα, ενώ η Δημοκρατία δεν έδειξε έλεος για τούς άλλους ηγέτες τής εξέγερσης, επικηρύσσοντάς τους έναντι αμοιβής, ενώ πολλούς από αυτούς παρέδωσαν στις αρχές ως αιματοβαμμένα δέματα και για να εισπράξουν την αμοιβή οι αγρότες, οι οποίοι στην Κρήτη ήσαν πάντοτε καλοί σε αυτό το παιχνίδι. Ορισμένοι από τούς χαμηλότερους εξεγερμένους εξορίστηκαν. Η ενετική κυβέρνηση κατάσχεσε τις περιουσίες των οικογενειών Γκραντενίγκο και Βενιέρ, οι οποίοι συνέχισαν τον αγώνα με τον Καλλέργη υπό την ηγεσία τού Τίτο Βενιέρ. Στις 10 Αυγούστου δήλωσαν φεουδαρχική υποταγή στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, τον οποίο πρέπει να έφεραν σε αμηχανία με τη χειρονομία αυτή, ενώ αυτοανακηρύχθηκαν υπερασπιστές τής Ελληνικής Ορθοδοξίας εναντίον τού λατινικού Καθολικισμού. Αποσύρθηκαν στα βουνά και ερήμωναν το νησί με ανταρτοπόλεμο. Η κρητική εξέγερση δεν είχε εντελώς καταπνιγεί μέχρι τη βασιλεία τού δόγη Μάρκο Κορνέρ (Κορνάρο), ο οποίος διαδέχθηκε τον Λορέντσο Τσέλσι τον Ιούλιο τού 1365, όταν τελικά εκτελέστηκαν (τον Απρίλιο τού 1366) οι υπόλοιποι ηγέτες και αποκαταστάθηκε στο νησί η καθόλου δημοφιλής κυριαρχία τής Γαληνοτάτης για τρεις ακόμη ανήσυχους αιώνες.153 Η νίκη επί των εξεγερμένων Κρητικών έγινε γνωστή στη Βενετία στις 4 Ιουνίου 1364, όταν το μεσημέρι ο Πετράρχης στεκόταν με τον καλό του φίλο Μπαρτολομέο ντε Παπατζούρι, αρχιεπίσκοπο Πατρών (1363-1365) στο παράθυρο τού σπιτιού του στη Βενετία, πολύ πιθανό, όπως λέει ο Σανούντο, στο Παλάτσο Μολίνα (που σήμερα επισημαίνεται με πλάκα) επί τής Ρίβα ντέλι Σκιάβονι (Προκυμαία των Σλάβων) με θέα προς το Μπατσίνο (τη λεκάνη τού Αγίου Μάρκου).154 Ξαφνικά είδε να μπαίνει στο λιμάνι μια στολισμένη με γιρλάντες γαλέρα, που έφερνε στην πατρίδα την είδηση ότι το λάβαρο με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου ανέμιζε και πάλι πάνω σε κάθε σημαντικό οχυρό τής Κρήτης. Στις 12 Ιουνίου ο δόγης και τα μέλη τού Κολλεγίου ενέκριναν το κείμενο συγχαρητήριας επιστολής προς τον Λουκίνο νταλ Βέρμε, ενώ παρόμοια επιστολή εκτίμησης στελνόταν στον Ντομένικο Μιτσιέλ.155 Στις 13 τού μηνός επιστολή που ανακοίνωνε τη νίκη στάλθηκε στον Ενετό βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη. Θα την προσκόμιζε στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’.156
Αγγελιοφόροι μετέφεραν τις ειδήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ ο δόγης δέχθηκε συγχαρητήρια μηνύματα από τον πάπα Ούρμπαν Ε’ και τον αδελφό του Ανγκλίκ ντε Γκριμόρ, τότε επίσκοπο Αβινιόν, από τούς καρδινάλιους Αντρουάν ντε λα Ρος και Ζιλ ντε Αλμπορνόζ, αποστολικούς λεγάτους στην Ιταλία, από τον Μεγάλο Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας, από την Ιωάννα τής Νάπολης, από τον Ροβέρτο τού Τάραντα, πρίγκηπα Αχαΐας και κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, καθώς και από τον αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Κάρολο Δ’.157 Ο πάπας είχε λάβει την είδηση τής ενετικής καταστολής τής επανάστασης «με πολύ μεγάλη χαρά στην καρδιά» (cum immensa letitia cordis) και προέτρεπε τον δόγη και τον λαό του να δείξουν τώρα την ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεό, αυξάνοντας τη βοήθεια που είχαν ήδη υποσχεθεί για τη σταυροφορία.158 Στο μεταξύ στις 16 Ιουνίου το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) ψήφισε τη χορήγηση στον νταλ Βέρμε ισόβιας σύνταξης 1.000 χρυσών δουκάτων ετησίως.159 Αυτός έφτασε με τον στρατό του στις 25 τού μηνός και οι Ενετοί ξέσπασαν σε παρατεταμένους εορτασμούς.
Ο Πετράρχης έχει περιγράψει τις εορταστικές εκδηλώσεις σε πολύ γνωστή επιστολή προς τον Σανούντο, καθώς και προς τον Ρομανίν (Epistolae Seniles, IV, 3, με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1364):160
Η σεβασμιότατη πόλη των Ενετών είναι σήμερα η πατρίδα τόσο τής ελευθερίας όσο και τής ειρήνης και τής δικαιοσύνης, μόνο καταφύγιο των εντίμων, μοναδικό λιμάνι το οποίο αναζητούν τα πλοία εκείνων που θέλουν να ζήσουν έντιμη ζωή, έχοντας κλονιστεί από τις πανταχού παρούσες καταιγίδες τής τυραννίας και τού πολέμου, πόλη πλούσια σε χρυσό, αλλά πιο πλούσια σε φήμη, ισχυρή στις κτήσεις της αλλά ισχυρότερη σε ανδρεία, χτισμένη πάνω σε σταθερά θεμέλια από μάρμαρο, αλλά συγκροτημένη πάνω στα ακόμη πιο γερά θεμέλια τής πολιτικής σύμπνοιας, ζωσμένη από την αλμυρή θάλασσα, αλλά ασφαλέστερη στο άλας τής σοφίας της. Δεν πρέπει να πιστεύετε ότι η Βενετία θριαμβολογούσε και ήταν χαρούμενη για την ανάκτηση τού νησιού τής Κρήτης, η οποία, όσο θαυμαστό μπορεί να φαινόταν το κατόρθωμα λόγω τής αρχαίας φήμης τού νησιού, δεν ήταν παρά μικρό επίτευγμα για αυτά τα καταπληκτικά πνεύματα. Όλα τα πράγματα, αν και μπορεί να φαίνονται πολύ μεγάλα, είναι μικρά σε σύγκριση με το διαρκές θάρρος. Φυσικά το αποτέλεσμα ήταν αυτό που έπρεπε να είναι, αλλά η Βενετία πανηγύριζε όχι για τη νίκη της, αλλά για εκείνη τής δικαιοσύνης. Άλλωστε γιατί θα ήταν μεγάλο επίτευγμα για τολμηρούς και ισχυρούς ανθρώπους με τέτοιο δόγη και με τέτοιους διοικητές στη στεριά και στη θάλασσα, να έχουν κατακτήσει αυτούς τούς φτωχούς χωρίς όπλα μικρούς Έλληνες [inermes Graeculi] και να έχουν ξεπεράσει την κακία των λιποτακτών; Το μεγάλο επίτευγμα είναι ότι ακόμη και τώρα στην εποχή μας η απάτη υποκύπτει γρήγορα στο σθένος, οι διαστροφές υποκύπτουν στις αρετές και ο Θεός φροντίζει ακόμη και ενδιαφέρεται για τις υποθέσεις των ανθρώπων. …161
Θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να περιγραφεί με λέξεις ολόκληρη η πορεία τού πανηγυρικού εορτασμού τους και η απασχολημένη και ταπεινή πέννα μου δεν είναι κατάλληλη γι’ αυτό. Ακούστε περίληψη όσων συνέβησαν. Όταν στις 4 Ιουνίου τού τρέχοντος έτους 1364, περίπου το μεσημέρι [hora dici sexta],162 έτυχε να στέκομαι στο παράθυρό μου κοιτάζοντας έξω προς την ανοικτή θάλασσα, ενώ ήταν εκεί μαζί μου αυτός που ήταν κάποτε αδελφός μου, αλλά τώρα είναι ο αγαπημένος πατέρας μου, ο αρχιεπίσκοπος Πατρών, ο οποίος, σκοπεύοντας να μεταβεί στις αρχές φθινοπώρου στην έδρα του, περνούσε αυτό το καλοκαίρι εδώ στο δικό μου —μάλλον στο δικό του— σπίτι, επειδή από την καλοσύνη τής τύχης η αμοιβαία αγάπη μας έχει παραμείνει αμετάβλητη, ξαφνικά ένα από τα μεγάλα πλοία που ονομάζουν γαλέρες, στολισμένο με στεφάνι από πράσινα κλαδιά, μπήκε με κουπιά στο στόμιο τού λιμανιού, διακόπτοντας τη συνομιλία μας με το απροσδόκητο θέαμα που πρόσφερε. Αμέσως αρχίσαμε να υποθέτουμε, ότι το πλοίο έφερνε κάποια καλά νέα. Τα πανιά ήσαν στολισμένα. Οι ναύτες χτυπούσαν το νερό με ζέση [καθώς κωπηλατούσαν]. Οι νέοι άνδρες είχαν στεφάνια στο κεφάλι και τα πρόσωπά τους ήσαν χαρούμενα. Με λάβαρα που ανέμιζαν ψηλά από την πλώρη τού πλοίου χαιρετούσαν την πόλη, νικηφόροι, αλλά χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε το γεγονός. Ήδη ο φύλακας τού λιμανιού από τον ψηλότερο πύργο είχε δώσει το σήμα και είχε ανακοινώσει τον ερχομό πλοίου από μακριά και έτσι πλήθος είχε συγκεντρωθεί από όλη την πόλη κάτω στην ακτή, όχι επειδή το διέταξε κάποιος, αλλά απλά και μόνο από επιθυμία να μάθει τι σήμαιναν όλα αυτά.
Όταν τελικά το πλοίο πλησίασε και όλα πια φαίνονταν, παρατηρήσαμε τα λάβαρα τού εχθρού που κρέμονταν από την πρύμνη και δεν υπήρχε πια αμφιβολία, ότι το πλοίο ήταν αγγελιοφόρος νίκης. Όμως δεν ελπίζαμε ακόμη για νίκη στον πόλεμο, αλλά μάλλον για νίκη σε κάποια μάχη ή για την κατάληψη κάποιας πόλης και τα πνεύματά μας δεν έπιασαν το νόημα όλων αυτών. Αλλά όταν οι αγγελιοφόροι αποβιβάστηκαν και μίλησαν στο Συμβούλιο, υπήρχε χαρά πέρα από κάθε ελπίδα και προσδοκία. Ο εχθρός είχε χτυπηθεί, είχε κοπεί σε κομμάτια, είχε συλληφθεί και είχε τραπεί σε φυγή. Οι πολίτες μας είχαν απελευθερωθεί από τις αλυσίδες τους. Οι πόλεις [τού νησιού] είχαν επιστρέψει στην υποταγή τους. Ο ζυγός είχε επανεπιβληθεί στην Κρήτη. Τα νικηφόρα όπλα μας είχαν αφεθεί κάτω. Τουλάχιστον ο πόλεμος είχε τελειώσει χωρίς σφαγή και η ειρήνη είχε κερδηθεί με δόξα. Όταν έμαθε αυτά τα πράγματα ο δόγης Λορέντσο Τσέλσι, άντρας (εκτός αν τυχαίνει να με εξαπατά η αγάπη μου γι’ αυτόν) πραγματικά μεγαλειώδους μυαλού και αβρότητας τρόπων και πάνω απ’ όλα αξιοσημείωτος για τη μοναδική ευσέβειά του και την αγάπη του για την πατρίδα, ξέροντας ότι τίποτε δεν θα γινόταν σωστά και χαρούμενα αν δεν εμπνεόταν από θρησκευτική τελετή, στράφηκε να υμνήσει τον Θεό και να εκφράσει τις ευχαριστίες του μαζί με το σύνολο τού λαού.
Σε ολόκληρη την πόλη, αλλά κυρίως στη βασιλική τού Αγίου Μάρκου τού Ευαγγελιστή, και κατά τη γνώμη μου τίποτε πιο όμορφο από αυτή την εκκλησία δεν έχει χτιστεί πουθενά, είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να κατασκευάσει ο άνθρωπος για τον Θεό, ιεροί εορτασμοί και υπέροχη πομπή λάμβαναν χώρα μπροστά και γύρω από την εκκλησία [στην Πλατεία τού Αγίου Μάρκου], όπου δεν ήσαν μόνο παρόντες όλος ο λαός και οι κληρικοί, αλλά και ξένοι ιεράρχες, τούς οποίους κάποια τύχη ή περιέργεια ή η κοινή αφοσίωση κρατούσε στην πλατεία…
Ο Πετράρχης συνεχίζει περιγράφοντας τούς αγώνες, τις ιπποδρομίες και τις κονταρομαχίες που οργανώθηκαν στην πλατεία, τις οποίες, παρά τη ζέστη τού απογεύματος, παρακολούθησε τεράστιο πλήθος ανδρών και γυναικών, νέων και ηλικιωμένων, πλούσιων και φτωχών. Ο ίδιος ο δόγης καταλάμβανε θέση πάνω από την κεντρική πύλη τής εκκλησίας, «στο μέρος όπου βρίσκονται τα τέσσερα επιχρυσωμένα ορειχάλκινα άλογα αρχαίας και θαυμάσιας τέχνης». Ο Πετράρχης είχε προσκληθεί να παραστεί στους εορτασμούς, πράγμα το οποίο έκανε. Καθόταν στα δεξιά τού δόγη, αλλά δύο μέρες παρακολούθησης τέτοιων θεαμάτων ήσαν αρκετές γι’ αυτόν. Ζήτησε συγνώμη και επέστρεψε στις λογοτεχνικές του αναζητήσεις, τις οποίες ο ίδιος περιγράφει ταπεινά ως «γνωστές σε όλους» (occupatio nulli incognita).163 Σε κάθε περίπτωση η ενετική νίκη επί των εξεγερμένων Κρητικών σύντομα «θα γινόταν γνωστή σε όλους», τουλάχιστον σε όλους στις πρωτεύουσες τής χριστιανοσύνης.
<-10. Ο Κλήμης ΣΤ’, ο Ουμβέρτος τής Βιέν και το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης (1345-1352) | 12. Η άλωση τής Αλεξάνδρειας και η αποκατάσταση τής ειρήνης με την Αίγυπτο (1365-1370)-> |