13. Η σταυροφορία τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος στη Ρώμη και τη Βενετία (1366-1371)

<-12. Η άλωση τής Αλεξάνδρειας και η αποκατάσταση τής ειρήνης με την Αίγυπτο (1365-1370) 14. Οι σταυροφορίες τής Μπαρμπαριάς (1390) και τής Νικόπολης (1396)->

13
Η σταυροφορία τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος στη Ρώμη και τη Βενετία (1366-1371)

levant_1_13_map_left levant_1_13_map_right

Αν και η χριστιανική κατάληψη τής Σμύρνης (το 1344) και τής Αττάλειας (το 1361) προκάλεσε ενθουσιασμό στις αυλές τής Ευρώπης, η άλωση τής Αλεξάνδρειας θα παρέμενε το σταυροφορικό γεγονός τού αιώνα. Είχαμε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την αναβολή των σχεδίων τού Aμαδέου ΣΤ’, τού Πράσινου Κόμη τής Σαβοΐας, να τεθεί επικεφαλής εκστρατείας κατά των Σαρακηνών ή των Τούρκων. Δεδομένου ότι οι χρονικογράφοι και οι παπικοί βιογράφοι δεν αναφέρουν την παρουσία του στην παπική κούρτη τη Μεγάλη Παρασκευή 31 Μαρτίου 1363, όταν ο Ιωάννης Β’ τής Γαλλίας και ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου πήραν και οι δύο το «σημείο τού σταυρού» (signum crucis) από τα χέρια τού πάπα Ούρμπαν Ε’,1 ο Ιόργκα οδηγήθηκε να αμφιβάλλει για τη συμμετοχή τού Αμαδέου στη φαντασμαγορία που συνόδευε την παραμονή των δύο βασιλέων στην Αβινιόν.2 Τα έγγραφα δικαιολογούν τις επιφυλάξεις τού Ιόργκα, αλλά γνωρίζουμε ότι ο Αμαδέος πήρε το σταυρό στην Αβινιόν κάποια χρονική στιγμή πριν από την 1η Απριλίου 1364.3

Βρισκόταν στην Αβινιόν τον Ιανουάριο τού 1364, όταν συμμετείχε σε ένωση (colligatio) με τον κόμη τού Βαλεντινουά, των αρχι-οικονόμο (seneschal) Προβηγκίας και Φορκαλκιέ, τον κυβερνήτη τής Ντωφίν και τον παπικό ρέκτορα τής Κομτά-Βεναισέν για άμυνα εναντίον των εταιρειών μισθοφόρων που λεηλατούσαν.4 Είναι σχεδόν βέβαιο ότι εκείνη τη στιγμή πήρε τον σταυρό5 και ίδρυσε το σταυροφορικό Τάγμα τού Κολλάρου, «τάγμα δεκαπέντε ιπποτών προς τιμήν των δεκαπέντε χαρίτων τής Παναγίας μας».6

Εν πάση περιπτώσει, με τις βούλλες τής επόμενης 1ης Απριλίου ο Ούρμπαν Ε’ χορηγούσε στον Αμαδέο όλες τις μέχρι τότε μη δαπανημένες κληρονομιές, δωρεές, κατασχέσεις, πρόστιμα και επιτίμια, που είχαν κληροδοτηθεί, δοθεί, μεταβιβαστεί ή εισπραχθεί «για το προαναφερθέν πέρασμα και τη βοήθεια των Αγίων Τόπων» (pro dicto passagio et Terre Sancte subsidio) στην κομητεία τής Σαβοΐας και τις εξαρτήσεις της κατά τα προηγούμενα δώδεκα χρόνια και για τα επόμενα έξι. Ορισμένοι ανεκχώρητοι πόροι θα διατίθεντο επίσης για τη σταυροφορία. Όταν δεν μπορούσε να γίνει επιστροφή κερδών τοκογλυφίας, λεηλασίας, κλοπιμαίων και «άλλων με κακό τρόπο αποκτημένων» (alia male acquisita), αυτά τα παράνομα κέρδη θα χρησιμοποιούνταν για τα επόμενα έξι χρόνια σε βοήθεια τής χρηματοδότησης τής εκστρατείας εναντίον των Σαρακηνών, οι οποίοι είχαν καταλάβει και εξακολουθούσαν να κατέχουν τούς Αγίους Τόπους. Μετανοημένοι τοκογλύφοι και κλέφτες που θα έριχναν στο ταμείο τού Αμαδέου τούς πόρους που δεν μπορούσαν να επιστραφούν σε εκείνους που είχαν πέσει θύματά τους, θα έπαιρναν άφεση αμαρτιών. Ο Αμαδέος θα έπαιρνε επίσης φόρο δεκάτης από όλα τα εκκλησιαστικά έσοδα τής κομητείας τής Σαβοΐας για τα επόμενα έξι χρόνια, με εξαίρεση εκείνα των καρδιναλίων, των Ιωαννιτών ιπποτών και των μελών άλλων στρατιωτικών ταγμάτων, καθώς και των ιερέων οι οποίοι, έχοντας πάρει την απαιτούμενη άδεια, θα συμμετείχαν οι ίδιοι στη σταυροφορία. Το μισό τού φόρου δεκάτης κάθε χρονιάς θα συλλεγόταν τη μέρα τής γιορτής τής Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου) και το άλλο μισό τη μέρα τής γιορτής τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (15 Αυγούστου).7

Ο βασιλιάς Ιωάννης Β’ τής Γαλλίας είχε καταστήσει σαφές ότι δεν μπορούσε να ξεκινήσει για την Ανατολή πριν από την ημερομηνία που είχε καθοριστεί για την αναχώρηση τού κύριου σώματος των σταυροφόρων (1 Μαρτίου 1365), αλλά ο πάπας περίμενε να το κάνουν αυτό (ante dictum terminum) ο Αμαδέος καθώς και ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου.8 Δεδομένου ότι ο Aμαδέος χρειαζόταν τούς πόρους που προβλέπονταν στις παραπάνω παπικές βούλλες για να οργανώσει την εκστρατεία του, η επισκοπή Σαβοΐας και πέραν αυτής πήρε την εντολή να προχωρήσει στη συλλογή των συγκεκριμένων κληροδοτημάτων, δωρεών, προστίμων, ποινών και άλλων παρόμοιων «για χρήση από την εν λόγω εκστρατεία και για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων».9

Στις 3 Ιουλίου 1365 το παπικό ταμείο κατέβαλε σε κάποιον Τζιοβάννι Μπαρτόλι, Σιενέζο χρυσοχόο και αργυροχόο που ζούσε στην Αβινιόν, 115 φιορίνια, 22 σόλιδους «του ταμείου» (de camera) για χρυσό, ασήμι, πολύτιμους λίθους και την εργασία κατασκευής τού χρυσού ρόδου, το οποίο έδωσε ο Ούρμπαν Ε’ στον Αμαδέο την 4η Κυριακή των Νηστειών (Laetare Sunday), την Κυριακή 23 Μαρτίου 1365. Ο Μπαρτόλι είχε ήδη πάρει έναντι 80 φλουριά Φλωρεντίας, που αντιστοιχούσαν σε 78 φλουριά «του ταμείου».10 Το χρυσό ρόδο συμβόλιζε την επερχόμενη υπηρεσία τού Aμαδέου προς τη χριστιανοσύνη ως σταυροφόρος στην Ανατολή, ενώ καθώς αυτός ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για «πέρα από τη θάλασσα … εναντίον των Σαρακηνών, Τούρκων και άλλων απίστων», διόριζε τη σύζυγό του Μπον των Βουρβώνων ως «διοικητή και διαχειρίστρια» των εδαφών του. Αυτή θα εισέπραττε όλα τα έσοδα τής κομητείας τής Σαβοΐας και των εξαρτήσεών της, όπου μέχρι την επιστροφή του θα εξασφάλιζε δικαιοσύνη και ηρεμία. Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η Μπον θα κυβερνούσε μαζί με συμβούλιο, στο οποίο ο Aμαδέος όριζε επτά μέλη, εκ των οποίων δύο ή τρεις έπρεπε να είναι πάντοτε μαζί της όταν έπαιρνε αποφάσεις.11

Παρά το γεγονός ότι οι παπικές βούλλες τής 1ης Απριλίου 1364 τόνιζαν ότι ο Aμαδέος πήγαινε σε σταυροφορία για να βοηθήσει την ανάκτηση των Αγίων Τόπων12 (σε συνεννόηση με τον Πέτρο Α’ τής Κύπρου), κάποια αμφιβολία εκφραζόταν τώρα στην παπική κούρτη καθώς και στην αυλή τής Σαβοΐας, ως προς το πού έπρεπε πραγματικά να κατευθυνθεί ο Αμαδέος. Μια σταυροφορία εναντίον των Σαρακηνών στην Αίγυπτο και τη Συρία θα απαιτούσε εκτεταμένη μεταφορά, την οποία δεν θα παρείχαν ούτε οι Ενετοί ούτε οι Γενουάτες. Η σταυροφορία τής Αλεξάνδρειας είχε ήδη κάνει περισσότερη από αρκετή ζημιά στις εμπορικές τους συναλλαγές σε βαμβάκι, μετάξι, μπαχαρικά, καθώς και σε άλλες εισαγωγές από την Ανατολική Μεσόγειο. Αλλά οι Τούρκοι των εμιράτων τής Ανατολίας αποτελούσαν σταθερή απειλή για τη δυτική ναυτιλία και για τα λατινικά κράτη στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων τού Νεγκροπόντε και των ενετικών ηγεμονιών στο Αιγαίο. Η Σμύρνη βρισκόταν ακόμη σε λατινικά χέρια και χρειαζόταν προστασία. Οι φτωχοί Βυζαντινοί είχαν περιπέσει σε τέτοια απόγνωση από την επιθετικότητα των Οθωμανών, ώστε ίσως τώρα επέστρεφαν στη ζεστή αγκαλιά τής Λατινικής Εκκλησίας αν η σταυροφορία τούς διέσωζε από τη δύσκολη θέση τους. Ο Aμαδέος ξόδευε εκκλησιαστικούς φόρους δεκάτης για δύο σχεδόν χρόνια. Αν και οι προετοιμασίες του ήσαν εκτεταμένες, οι δυνάμεις δεν θα ήσαν επαρκείς για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Έπρεπε όμως να χρησιμοποιηθούν κάπου, κάπως για το καλό τής Λατινικής χριστιανοσύνης.

Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο Μέγας τής Ουγγαρίας μιλούσε για σταυροφορία για περισσότερο από δύο χρόνια, από τότε που τού είχε κάνει έκκληση ο πάπας Ούρμπαν Ε’ τον Μάιο τού 1363. Ο Λουδοβίκος ήθελε να δει ισχυρή ώθηση να σπρώχνει τούς Τούρκους πίσω από τα Βαλκάνια στη Μικρά Ασία και πέρασε τον χειμώνα τού 1364-1365 σε προφανή προετοιμασία για μια τέτοια εκστρατεία. Τον Ιανουάριο τού 1365 οι Ενετοί έμαθαν ότι δέκα γαλέρες εξοπλίζονταν για λογαριασμό του στην Προβηγκία και ότι ο ίδιος είχε εκδώσει πρόσκληση στα όπλα στη Zάρα (Ζάνταρ) και αλλού στη Δαλματία. Η Γερουσία ανησυχούσε.13 Όμως ο Λουδοβίκος ανακοίνωσε σύντομα την πρόθεσή του να προχωρήσει εναντίον τού Λαντίσλαους, τού βοεβόδα τής Βλαχίας που είχε επαναστατήσει εναντίον τής επικυριαρχίας του. Αλλά ο Λαντίσλαους, τρομοκρατημένος από την έκταση τού νέου ουγγρικού εξοπλισμού, μαζεύτηκε. Έτσι την άνοιξη τού 1365 ο Λουδοβίκος βάδισε κατά τής δυτικής Βουλγαρίας, κατέλαβε το Βιδίνι εξ εφόδου και έφερε μαζί του πίσω στην Ουγγαρία ως αιχμάλωτο τον Βούλγαρο ηγεμόνα Σρατιμίρ.14 Κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1365-1366 ο Λουδοβίκος συνέχισε την επίθεσή του εναντίον των δυτικών Βουλγάρων, αλλά όταν ήρθε η άνοιξη, φαινόταν έτοιμος να στρέψει τα όπλα του εναντίον των Τούρκων,15 πιθανώς σε συνεργασία με τον Αμαδέο τής Σαβοΐας.

Με επιστολή τής 25ης Ιανουαρίου 1366, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, ο πάπας Ούρμπαν έκανε αυτό που θεωρούσε ως ελκυστική πρόταση προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Αν ο Ιωάννης ήταν έτοιμος να εκπληρώσει την πρόθεση, που είχε ομολογήσει προ πολλού, δηλαδή να ελευθερώσει τον λαό του από το σχίσμα, τότε η παπική κούρτη θα σχημάτιζε συμμαχία τού Λουδοβίκου τής Ουγγαρίας, τού Πέτρου τής Κύπρου και τού Αμαδέου τής Σαβοΐας, «του εξαδέλφου σου» (consanguineus tuus), για να εξυψώσει τη λατινική πίστη στην Ανατολή και να υποτάξει τη σκληρόκαρδη εχθρότητα των ασεβών Σαρακηνών και των βδελυρών Τούρκων, «των κυρίων εχθρών σας». Ο Ιωάννης δεν πολυασχολούνταν με τούς Σαρακηνούς. Όμως οι Οθωμανοί Τούρκοι βρίσκονταν σχεδόν στο κατώφλι του. Ο Aμαδέος πήγαινε στην ανατολή, έγραφε ο πάπας, με μεγάλη δύναμη ευγενών και η εκστρατεία του θα έδινε στους Έλληνες την ευκαιρία να πετύχουν την ασφάλεια τού κράτους τους καθώς και τη σωτηρία των ψυχών τους.16

Η σταυροφορία τής Αλεξάνδρειας είχε εξάψει τη φαντασία τής Ευρώπης, ενώ τα κατορθώματα τού βασιλιά τής Κύπρου παρακινούσαν σε άμιλλα. Η προπαγάνδα των σταυροφορικών κηρύκων είχε τα αποτελέσματά της, ενώ αστοί και αγρότες μαζί ήθελαν από τούς ηγεμόνες τους να επιφέρουν πλήγμα για λογαριασμό τού σταυρού. Ο Μέγας Λουδοβίκος τής Ουγγαρίας φαινόταν να είναι σοβαρός στα σχέδιά του για σταυροφορία. Έστειλε δύο απεσταλμένους στη Βενετία για να μεριμνήσουν για τη θαλάσσια μεταφορά ορισμένων από τούς στρατιώτες του. Στις 10 Μαρτίου 1366 ο Λεονάρντο Ντάντολο, γιος τού εκλιπόντος δόγη Αντρέα, πήρε εντολή να πάει ως εκπρόσωπος τής Δημοκρατίας στον Λουδοβίκο, για να συζητήσουν το θέμα. Οι δύο απεσταλμένοι τού Λουδοβίκου είχαν διαβεβαιώσει τον δόγη Μάρκο Κορνέρ και το Κολλέγιο για τη φιλία τού βασιλιά τους, ο οποίος είχε μόλις εκδώσει διαταγές προς όλα τα εδάφη του, «ότι οι πολίτες και οι έμποροι τής Βενετίας έπρεπε να είναι καλά και να υφίστανται ευνοϊκή μεταχείριση». Ο Ντάντολο ευχαριστούσε τη Μεγαλειότητά του για αυτή τη χειρονομία φιλίας.

Οι Ούγγροι είχαν τότε ζητήσει άδεια να εξοπλίσουν με έξοδα τού βασιλιά τους δύο έως πέντε γαλέρες στον Ναύσταθμο (Αρσενάλε) τής Βενετίας,

λέγοντας ότι η Μεγαλειότητά του είχε την πρόθεση να πάει προσωπικά και με μεγάλο στρατό από στεριά και θάλασσα σε βοήθεια τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας κατά των Τούρκων και ότι αυτό γινόταν ύστερα από αίτημα και επιθυμία τού κυρίου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης: επιπλέον οι παραπάνω πρεσβευτές του έχουν ισχυριστεί, ότι πρόθεση τού άρχοντα βασιλιά, έχοντας εξετάσει την κατάσταση τής χριστιανοσύνης, δεν ήταν καθόλου να πάει στις περιοχές τής Συρίας και τής Αιγύπτου, λόγω τής πολύ μεγάλης [εμπορικής] ζημιάς που θα συνεπαγόταν αυτό για ολόκληρο τον κόσμο …, ενώ τελείωναν επιβεβαιώνοντας ότι πρόθεση τής βασιλικής Αυτού Μεγαλειότητας ήταν να διατηρεί τις εν λόγω γαλέρες σε ετοιμότητα στα ύδατα τής Αττάλειας και στο στόμιο [τού Κόλπου], ώστε να αποτρέπει τούς Τούρκους από επίθεση [στην] Ελλάδα [και υποχώρηση από αυτήν] στην Τουρκία.

Ο Ντάντολο θα μπορούσε να πληροφορήσει τον βασιλιά ότι η Βενετία ήταν διατεθειμένη να τού προσφέρει «δύο ή τρεις ή μέχρι πέντε γαλέρες, εξοπλισμένες πλήρως με δικά μας έξοδα, για χρονικό διάστημα έξι μηνών, όπως είχε ζητηθεί από τη βασιλική Αυτού Μεγαλειότητα». Ο Ντάντολο έπρεπε να υπενθυμίσει στον βασιλιά ότι οι Ενετοί βρίσκονταν σε ειρήνη με τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης και απολάμβαναν στην αυτοκρατορία ορισμένων δικαιωμάτων και δικαιοδοσίας, συμφώνων και προνομίων, ενώ βρίσκονταν επίσης σε ειρήνη με τούς εμίρηδες τής Μιλήτου (Παλάτια) και τής Εφέσου (Θεολόγος) (cum dominis Palacie et Teologi). Ο βασιλιάς έπρεπε φυσικά να γνωρίζει ότι η Βενετία θα χρειαζόταν αρκετό χρόνο προειδοποίησης για να έχει έτοιμες τις γαλέρες την εποχή που η μεγαλειότητά του θα τις χρειαζόταν.17

Είναι απολύτως κατανοητό ότι ο δόγης θεωρούσε απαραίτητο να υπενθυμίσει στον Λουδοβίκο ότι η Βενετία βρισκόταν σε ειρήνη με τα τουρκικά εμιράτα τής Μιλήτου και τής Εφέσου. Όμως γιατί άραγε να τού υπενθυμίσει ότι η Βενετία βρισκόταν σε ειρήνη με το Βυζάντιο και δεν επιθυμούσε να υποστούν κάποια βλάβη ή μείωση τα ιδιαίτερα προνόμιά της στην αυτοκρατορία; Προφανώς η ενετική κυβέρνηση υποπτευόταν τις προθέσεις τού Λουδοβίκου για τον Βόσπορο, ενώ κάποιος στη Γερουσία πρέπει να είχε παρατηρήσει ότι αν οι φτωχοί Έλληνες επρόκειτο να έχουν τούς Ούγγρους ως συμμάχους, τότε δεν θα χρειάζονταν τούς Τούρκους ως εχθρούς.

Καθώς οι Οθωμανοί Τούρκοι περιφέρονταν στη δυτική πλευρά τού Βοσπόρου, φόβος είχε κυριεύσει τη βυζαντινή αυλή και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος πήγε στη Βούδα, όπου ανανέωσε τον όρκο του να αποδεχθεί τον Λατινικό Καθολικισμό για δύο από τούς γιους του, καθώς και για τον εαυτό του. Υποσχόταν υπακοή στη Ρώμη σε αντάλλαγμα για άμυνα κατά των Τούρκων. Ήταν η πρώτη φορά που κυβερνών αυτοκράτορας τού Βυζαντίου πήγαινε σε ξένη χώρα ως ικέτης σε αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας για τον λαό του και (όπως πρέπει να είχε πει κάποιος στην Αβινιόν) σε αναζήτηση επίσης τής πνευματικής σωτηρίας τους. Σε προσφώνηση τού Ιουνίου ή Ιουλίου 1366, στην οποία παρότρυνε τούς συμπατριώτες του να δεχτούν με ευγνωμοσύνη τη βοήθεια των Λατίνων κατά των Τούρκων, ο Δημήτριος Κυδώνης (λατινόφρων ο ίδιος και προσήλυτος στον Καθολικισμό) περιέγραφε τις δυσκολίες τού μεγάλου ταξιδιού τού αυτοκράτορα στην Ουγγαρία «μέσα στη νέκρα τού χειμώνα». Ο Ιωάννης είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη με μικρή συνοδεία, κατά πάσα πιθανότητα τον Ιανουάριο (1366), έπλευσε κατά μήκος των δυτικών ακτών τής Μαύρης Θάλασσας προς τις εκβολές τού Δούναβη, στη συνέχεια μπήκε στον Δούναβη περιζώνοντας τη βόρεια Βουλγαρία μέχρι το Βιδίνι και από εκεί βόρεια μέσω τού Δούναβη και δια ξηράς σε όλη τη διαδρομή μέχρι την ουγγρική πρωτεύουσα.18

Σε μακροσκελή επιστολή τής 1ης Ιουλίου 1366 ο πάπας Ούρμπαν έγραφε στον αυτοκράτορα Ιωάννη για την υποδοχή στην κούρτη τού Βυζαντινού απεσταλμένου Γεωργίου Μανικαΐτη («Magnicartes»), τού αυτοκρατορικού καγκελάριου, και τού Ούγγρου απεσταλμένου Στέφεν ντε Ίνσουλα, επισκόπου Νίτρας, που υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή τού Γκραν (Έστεργκομ). Είχαν αναφέρει, όπως ενημέρωνε ο Ούρμπαν τον Ιωάννη,

πώς έχετε επισκεφθεί προσωπικά τον βασιλιά [Λουδοβίκο] στην πόλη τής Βούδας με αδελφική αγάπη, και πώς με αμοιβαία καλή θέληση και επιθυμία έχετε [τόσο] συζητήσει τη συμφιλίωσή σας και εκείνη τού λαού σας με την ρωμαϊκή εκκλησία, τη μητέρα και κυρία όλων των πιστών …, και έχετε επισήμως υποσχεθεί στον βασιλιά και επιβεβαιώσει με όρκο, ότι εσείς και οι γιοι σας, οι ευγενείς Mανουήλ και Μιχαήλ, θα δέχονταν, θα εκπλήρωναν και θα τηρούσαν όλα εκείνα [τις προσταγές], που θα επιβάλλαμε σε εσάς και τούς γιους σας για την τιμή τής ρωμαϊκής εκκλησίας και την αύξηση τής Καθολικής πίστης. Ο χριστιανικός κόσμος θα αγαλλόταν για την επιστροφή τού ελληνικού ποιμνίου στο ποιμνιοστάσιο.

Ο Ούρμπαν έστελνε στον αυτοκράτορα τη «διατύπωση πίστης» (fidei formula), την οποία έπρεπε να υπογράψουν οι Έλληνες, ενώ πληροφορούσε τον βασιλιά Λουδοβίκο ότι το είχε κάνει, γιατί ήθελε ο βασιλιάς να μεριμνήσει, ώστε οι Έλληνες να προχωρήσουν σε πλήρη ομολογία τής Καθολικής πίστης και κατάλληλη αποκήρυξη τού μακροχρόνιου σχίσματός τους. Όταν έδινε την άδεια στον καγκελάριο Γεώργιο να επιστρέψει στον αυτοκράτορα, ο Ούρμπαν έστελνε δύο δικούς του νούντσιους στον βασιλιά τής Ουγγαρίας και (αν ο τελευταίος συμφωνούσε) στον αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως. Νούντσιοι ήσαν ο Γκυγιώμ ντε Νοελλέ, διδάκτορας νομικής και «ακροατής υποθέσεων» (auditor causarum) στην παπική κούρτη και ο Αυγουστινιανός μοναχός Ροντόλφο ντε Τσίτα ντι Καστέλλο, καθηγητής θεολογίας. Θα έδιναν τόσο στους Ούγγρους όσο και στους Έλληνες όποιες εξηγήσεις ήσαν αναγκαίες, ενώ θα εξασφάλιζαν την τήρηση όλων των νομικών και θρησκευτικών λεπτομερειών.19

Με παπική βούλλα τής ίδιας ημερομηνίας (1η Ιουλίου), που απευθυνόταν στους αρχιεπισκόπους Γκραν, Καλόξα, Zάρας, Σπαλάτου (Σπλιτ) και Ραγούσας (Ντουμπρόβνικ) και στους υπαγόμενους σε αυτούς, ο Ούρμπαν διέταζε τον ουγγρικό κλήρο να κηρύξει τη σταυροφορία, να καρφώσει τον σταυρό στους ώμους εκείνων που θα ήσαν χρήσιμοι και να χορηγήσει στους σταυροφόρους που συνόδευαν τον βασιλιά Λουδοβίκο «πλήρη συγχώρεση για τις αμαρτίες τους» (plena suorum peccaminum venia). Ως συνήθως η άφεση επεκτεινόταν και σε εκείνους οι οποίοι με τις χρηματικές τους δωρεές θα επέτρεπαν σε άλλους να αναλάβουν δράση στο πεδίο τής μάχης κατά των Τούρκων. Γερά κουτιά (trunci) με τρεις κλειδαριές έπρεπε να τοποθετηθούν σε κάθε καθεδρική, συλλογική και ενοριακή εκκλησία. Οι πιστοί έπρεπε να προτρέπονται να καταθέτουν την «ελεημοσύνη» τους σε αυτά τα κουτιά, στο ποσό που θα τούς ενέπνεε ο Θεός για την άφεση των αμαρτιών τους. Οι τρεις κλειδαριές χρειάζονταν τρία κλειδιά και (ως συνήθως) ο επίσκοπος θα κρατούσε το ένα, ιεράρχης ή ιερέας το δεύτερο και λαϊκός αποδεδειγμένου χαρακτήρα το τρίτο. Μία φορά τη βδομάδα θα ψαλλόταν λειτουργία σε όλες τις εκκλησίες τής Ουγγαρίας, «για την ασφάλεια τού βασιλιά και για την επιτυχία τής ιερής του επιχείρησης».20 Την ίδια στιγμή ο Ούρμπαν απεύθυνε σταυροφορική βούλλα στον Λουδοβίκο, κατόπιν σχετικού αιτήματος τού τελευταίου (nobisque humiliter supplicasti), στην οποία καταφερόταν βιαίως εναντίον των ασεβών Τούρκων, των οποίων η τρέλλα είχε αυξηθεί με τις αυξανόμενες επιθέσεις τους κατά των πιστών χριστιανών, που παρέμεναν ακλόνητοι στην αφοσίωσή τους στη Λατινική Εκκλησία (fideles … in unitate Ecclesie persistentes). O Oύρμπαν χορηγούσε στον Λουδοβίκο και σε εκείνους που θα τον ακολουθούσαν την πλήρη άφεση αμαρτιών που έπαιρναν οι σταυροφόροι που πήγαιναν στο εξωτερικό για να αγωνιστούν για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων,21 αλλά έβλεπε την ουγγρική εκστρατεία κυρίως ως μέσο για την προστασία των Καθολικών στα λατινικά κράτη στην Ελλάδα και τα νησιά, οι οποίοι είχαν πράγματι παραμείνει ακλόνητοι στην πίστη των πατέρων τους για ενάμιση αιώνα. Αν εξασφάλιζαν και οι Έλληνες κάποιο όφελος από τις προσπάθειες τού Λουδοβίκου, τόσο το καλύτερο. Παρά το γεγονός ότι δυστυχώς ήσαν σχισματικοί, ήσαν τουλάχιστον χριστιανοί. Αλλά για να αναληφθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις απευθείας προς όφελός τους, αυτοί όφειλαν πρώτα να επιστρέψουν στην προστατευτική αγκαλιά τού λατινικού Καθολικισμού.

Όταν ο Λεονάρντο Ντάντολο εκπλήρωσε την αποστολή του, ο Λουδοβίκος έγραψε στον δόγη στις 20 Ιουνίου και στη Σινιορία στις 24 Ιουλίου (1366), ευχαριστώντας τους για τη γενναιόδωρη προσφορά τους δύο μέχρι πέντε γαλερών. Έλεγε ότι θα τούς γνωστοποιούσε εγκαίρως πότε και πού έπρεπε να σταλούν οι γαλέρες για δική του χρήση.22 Θα τούς γνώριζε επίσης κατά πάσα πιθανότητα πόσες γαλέρες ήθελε.

Τότε (στις 22 Ιουνίου) ο Ούρμπαν Ε’ έγραψε στον Λουδοβίκο μια περίεργη (και ιδιαίτερα αντικρουόμενη) επιστολή, με την οποία, αν και η «υπόθεση τής υπεράσπισης των Ελλήνων» (negotium defensionis Grecorum) έπρεπε να αναληφθεί για να εξασφαλίσει την επιστροφή των Ελλήνων στην ένωση με την Εκκλησία τής Ρώμης, έπρεπε να γίνεται με σύνεση και με τον δέοντα προβληματισμό. Έτσι κι αλλιώς οι Έλληνες ήσαν δόλιοι και αναξιόπιστοι άνθρωποι, όπως μπορούσαν να δείξουν πολλά παλαιά χρονικά τής εκκλησίας, ενώ πολύ πιθανόν έκαναν τώρα τα προφανή βήματα προς την ένωση λιγότερο από δική τους ελεύθερη βούληση και αφοσίωση και περισσότερο από καθαρή στρατιωτική αναγκαιότητα, δεδομένου ότι ο Λουδοβίκος ήταν έτοιμος να τούς βοηθήσει εναντίον των Τούρκων, αν αποκήρυσσαν το σχίσμα. Θα έπρεπε κανείς να ήταν επιφυλακτικός όταν τούς αντιμετώπιζε. Αν ο Λουδοβίκος είχε πραγματικά υποσχεθεί στον αυτοκράτορα ή στους απεσταλμένους του ότι θα τούς βοηθούσε μέσα σε προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, ο Ούρμπαν τώρα «ανέστειλε» την υπόσχεσή του για ένα έτος, αν και «στο μεταξύ μπορείτε να τούς βοηθάτε με τη μια ή την άλλη ένοπλη δύναμη, αν σάς φαινόταν χρήσιμο.»23

Η επιστολή τού πάπα είναι δύσκολο να εξηγηθεί, ενώ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις προσπάθειές του για την προώθηση τής σταυροφορίας, ιδιαίτερα αφότου ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος και οι γιοι του ανανέωσαν τούς όρκους τους να αποδεχθούν τον Καθολικισμό. Αλλά είναι γνωστό ότι ο Λουδοβίκος και ο Ιωάννης δεν πήγαν καλά στις συναντήσεις τους στη Βούδα και ο Χαλέτσκι έχει προτείνει ότι ο ίδιος ο Λουδοβίκος μπορεί να είχε ζητήσει αυτή την «αναστολή» ενός έτους και το παπικό κείμενο να αντικατοπτρίζει στην πραγματικότητα τούς όρους υπό τούς οποίους ο Λουδοβίκος το είχε ζητήσει αυτό. Η απάντηση τού πάπα σε μια αναφορά συνήθως αναπαρήγαγε τα λόγια τού αναφέροντος.24 Η θεωρία τού Χαλέτσκι είναι σχεδόν πειστική.

Όμως στη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1366 ο Λουδοβίκος έδινε κάθε ένδειξη συνέχισης των σχεδίων και προετοιμασιών του για τη σταυροφορία. Στις 20 Σεπτεμβρίου επανέλαβε τις ευχαριστίες του προς τούς «καλούς φίλους» (amici carissimi), τούς Ενετούς, για την προσφορά τους «δύο, τριών ή μέχρι πέντε γαλερών εξοπλισμένων εξ ολοκλήρου με δικές σας δαπάνες, για περίοδο έξι μηνών κατά των Τούρκων». Αλλά όταν ο Λουδοβίκος συνυπολόγιζε τις δοκιμασίες και τις επιβαρύνσεις που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι Ενετοί, καθώς και τις συνθήκες τους με τούς Τούρκους τής Μιλήτου και τής Εφέσου, δεν ήθελε να τούς εμπλέξει, έλεγε, στη σταυροφορία περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο. Ζητούσε λοιπόν να τού προμηθεύσουν τούς ολοκληρωμένους σκελετούς (corpora) πέντε γαλερών, καθώς και τα απαραίτητα κατάρτια και κουπιά. Θα τις εξόπλιζε ο ίδιος και θα παρείχε τα πληρώματα και το υπόλοιπο ανθρώπινο δυναμικό με δικές του δαπάνες.25 Με τον τρόπο αυτόν οι Τούρκοι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν την προέλευση των γαλερών και έτσι οι εμίρηδες τής Ανατολίας δεν θα είχαν κανένα λόγο να παραπονούνται κατά τής Βενετίας. Χωρίς Ενετούς στα πλοία η Δημοκρατία δύσκολα θα μπορούσε να κρατά την ουγγρική σταυροφορία υπό επιτήρηση.

Οι ενετικές απαντήσεις ήσαν φιλικές, αλλά η πρόταση τού Λουδοβίκου χρειαζόταν περαιτέρω διαπραγμάτευση, όπως προκύπτει από τις επιστολές του προς τον δόγη Mάρκο Κορνέρ στις 6-7 Δεκεμβρίου (1366).26 Μέχρι τις 5 τού επόμενου Μαρτίου είχαν συμφωνήσει για δύο γαλέρες με τα κατάλληλα όπλα και εξοπλισμό.27 Ο Λουδοβίκος ήταν τουλάχιστον τόσο αναξιόπιστος, όσο και οι Έλληνες με τούς οποίους είχε δυσαρεστηθεί, ενώ οι Ενετοί είχαν μειώσει κατά πάσα πιθανότητα την προσφορά τους σε δύο γαλέρες, επειδή είχε ζητήσει από τον φίλο τού Φραντσέσκο ντα Καρράρα 300 πεζούς στρατιώτες, που ήθελε να εισέλθουν στην Ουγγαρία μέσω Σένια (Σεν), στη βορειοανατολική γωνία τής Αδριατικής. Στις 9 Φεβρουαρίου 1367 η Δημοκρατία είχε δώσει απρόθυμα στον Φραντσέσκο την άδεια να μεταφέρει τούς άνδρες του «μέσα από τα ύδατά μας και να μισθώσει πλοία μας με δικά του έξοδα μέχρι τη Σένια».28 Ο Φραντσέσκο, φίλος τού Πετράρχη, ήταν ο πρώτος των Καρράρα που εγκατέλειπε τη συμμαχία τού οίκου του με τη Βενετία. Είχε πάρει μαζί με τον λαό του το μέρος τής Ουγγαρίας, ενώ στράφηκε εναντίον τής Δημοκρατίας στον πόλεμο για τη Δαλματία. Οι Ενετοί τον μισούσαν και συνήθως θεωρούσαν ότι τίποτε καλό δεν θα μπορούσε να προέλθει από οποιαδήποτε επιχείρηση στην οποία εμπλεκόταν αυτός.

Ο Λουδοβίκος συνέχιζε να παίζει το ρόλο σταυροφόρου και τον Δεκέμβριο τού 1366 τον βρίσκουμε να διαπραγματεύεται με τη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) την απόκτηση γαλέρας, «για υπηρεσία στην εκστρατεία που πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη».29 Όταν είχε αρχίσει να μιλά για τη σταυροφορία, μπορεί να σκεφτόταν να βοηθήσει τούς Έλληνες εναντίον των Τούρκων (με κατάλληλο αντίτιμο). Αφού κανόνισε να δανειστεί δύο ενετικές γαλέρες χωρίς το εμπόδιο των ενετικών πληρωμάτων, ο Λουδοβίκος έγραψε τελικά στον δόγη ότι δεν ήθελε πια να χρησιμοποιήσει τις γαλέρες κατά των Τούρκων για λογαριασμό τού Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο καλά ενημερωμένος χρονικογράφος Τζαντζάκομο Καρόλντο, γραμματέας τού Συμβουλίου των Δέκα στις αρχές τού 16ου αιώνα, συνοψίζει τη συνέχεια για εμάς:

Η Αυτού Μεγαλειότητα [τώρα] είχε την πρόθεση να κάνει πόλεμο με τον βασιλιά τής Σερβίας και τον αυτοκράτορα τής Βουλγαρίας και ίσως με τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι αυτός [ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος] δεν ήταν πρόθυμος να τηρήσει τα σύμφωνα που είχε κάνει μαζί του, ο οποίος [αυτοκράτορας] δεν έπαυε να συνωμοτεί εναντίον τής βασιλικής μεγαλειότητάς του, έχοντας συμμετάσχει σε πολλές δολοπλοκίες. Αυτός [ο Λουδοβίκος] θα ήταν επομένως πολύ ευγνώμων για τη διάθεση των γαλερών, που θα εξοπλίζονταν με δικές του δαπάνες. Δόθηκε στην Αυτού Μεγαλειότητα απάντηση, ότι η Ενετική Δημοκρατία είχε συμφωνίες με τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης, που είχαν επιβεβαιωθεί με όρκο και ότι ο βασιλιάς τής Ράσκια ή Σερβίας ήταν Ενετός πολίτης, με τον οποίο [η Δημοκρατία] είχε συμφωνίες και την υποχρέωση να τον αντιμετωπίζει ως φίλο. Είχαν επίσης ειρήνη με τον αυτοκράτορα των Βουλγάρων, στη χώρα τού οποίου οι Ενετοί έμποροι πήγαιναν συχνά και [στην οποία] έκαναν εμπόριο με ασφάλεια. Για τον λόγο αυτό, παρακαλούσαν τη Μεγαλειότητά τού να συγχωρήσει τη Δημοκρατία. Από αυτή την ασυμφωνία μεταξύ τού βασιλιά τής Ουγγαρίας και τού αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης … οι Τούρκοι τότε άρπαξαν την ευκαιρία να αυξήσουν την ισχύ τούς και να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στην Ευρώπη.30

Αυτό ήταν το αποτέλεσμα τής συνηγορίας τού Μεγάλου Λουδοβίκου σε σταυροφορία, για να σαρώσει τούς Τούρκους από την Βαλκανική χερσόνησο.

Στο μεταξύ ο Aμαδέος ΣΤ’, ο Πράσινος Κόμης τής Σαβοΐας, συνέχιζε τα δικά του σχέδια για σταυροφορία. Στις 8 Φεβρουαρίου (1366) άφησε τον αγαπημένο τόπο διαμονής του, το κάστρο τού Λε Μπουρζέ κοντά στο Σαμπερύ, για να διασχίσει τις Άλπεις. Ήθελε να διευθετήσει τις υποθέσεις του στο Πεδεμόντιο, να ζητήσει οικονομική βοήθεια από τον Γκαλεάτσο Β’ Βισκόντι και γαλέρες από τη Γένουα και τη Βενετία για την εκστρατεία του και να προσπαθήσει με εντολή τού πάπα και προς το δικό του συμφέρον να κάνει ειρήνη μεταξύ τού αδελφού τού Γκαλεάτσο, τού ταραχώδους Μπερναμπό, και τής επισφαλούς κυβέρνησης τής Γένουας. Ο Aμαδέος έφτασε στη Σούζα στις 13 Φεβρουαρίου μέσω τού περάσματος Μον Σενί. Στις 15 τού μηνός ήταν στο Ρίβολι, τότε έδρα τού προερχόμενου από την Σαβοΐα κυβερνήτη τού Πεδεμοντίου. Στις 26 ήταν στο Μιλάνο, όπου παρέμεινε μερικές μέρες με τον Μπερναμπό, ο οποίος τον φιλοξένησε, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις προτάσεις του για ειρήνη. Ενώ βρισκόταν ακόμη στο Μιλάνο, ο Aμαδέος έμαθε ότι ο δεκατετράχρονος ανηψιός του, ο Τζαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, ο «κύριος τής Βίρτου» (il Conte di Virtu), ο γιος τού Γκαλεάτσο Β’, είχε γίνει πατέρας αγοριού και έσπευσε στην Παβία στις 9 Μαρτίου (ή νωρίτερα), για να δώσει συγχαρητήρια και να ζητήσει χρήματα και όπλα για την επερχόμενη εκστρατεία. Το μωρό είχε γεννηθεί στις 4 Μαρτίου. Μητέρα του ήταν η Ισαβέλλα των Βαλώνων, η αδελφή τού βασιλιά Καρόλου Ε’ τής Γαλλίας, η οποία δεν ήταν ακόμη δεκαοκτώ ετών. Στην Παβία ο Aμαδέος ήταν σαν στο σπίτι του, γιατί η αδελφή του Μπλανς τής Σαβοΐας ήταν σύζυγος τού Γκαλεάτσο Β’ και τώρα γιαγιά στα τριάντα.31

Ο Aμαδέος είχε προφανώς ήδη ζητήσει από την ενετική κυβέρνηση την άδεια να μισθώσει πέντε γαλέρες και δύο φούστες και «είχε προσφέρει», γράφει ο Καρόλντο, «μόλις δρομολογούνταν η εκστρατεία του σε βοήθεια τού αυτοκράτορα [Ιωάννη Ε’], να έθετε όλες τις δυνάμεις του στην υπηρεσία τής Ενετικής Σινιορίας». Παρά το γεγονός ότι αυτή η δήλωση δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τα αρχεία «Διάφορες αποφάσεις» (Deliberazioni miste) τής Γερουσίας ούτε από τις «Μυστικές επιστολές» (Lettere segrete) τού Κολλέγιου, ο Καρόλντο γνώριζε τα έγγραφα στα αρχεία τής εποχής του. Όμως επειδή οι Ενετοί απεσταλμένοι στο Κάιρο και στην Αβινιόν προσπαθούσαν να πετύχουν την επανέναρξη των συναλλαγών με την Αλεξάνδρεια, η Δημοκρατία δεν το διακινδύνευσε και απέρριψε ευγενικά το αίτημα τού Αμαδέου. Ο πάπας Ούρμπαν διαμαρτυρήθηκε στη Βενετία με δυναμική επιστολή τής 31ης Μαρτίου (1366),32 όταν πια η κυβέρνηση είχε ήδη υποχωρήσει, ιδίως υπό την πίεση των Βισκόντι. Αλλά στις 6 Απριλίου ο Αμαδέος υποχρεώθηκε να υποσχεθεί γραπτώς ότι κατά την εκστρατεία του στους Αγίους Τόπους δεν θα παρενοχλούσε κανένα στα συριακά ύδατα, ούτε θα επέτρεπε στους άνδρες του να το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεση τής Δημοκρατίας, ενώ υπό αυτούς τούς όρους οι Ενετοί τού επέτρεψαν να μισθώσει δύο γαλέρες,33 μια από τις οποίες θα διοικούσε ο Ενετός Σαρακίν Ντάντολο και την άλλη, σύμφωνα με τον Ρομάνιν, ο φημισμένος Λουκίνο νταλ Βέρμε.34 Ο Λουκίνο, αν και το όνομά του εμφανίζεται κι αλλού σε σχέση με τον Aμαδέο, δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία τής Σαβοΐας.35

Λαμβάνοντας υπόψη την κυριαρχία των Μαμελούκων στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, θα ήταν δύσκολο να οδηγηθεί εκστρατεία στους Αγίους Τόπους χωρίς να παρενοχλήσει κανένα στη συριακή ακτή, αλλά πολύ πριν τις 27 Μαΐου 1366 ο Aμαδέος γνώριζε ότι δεν θα πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Θα πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, για να βοηθήσει τον ξάδελφό του, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, όπως γίνεται απόλυτα σαφές από τη σύμβαση εκείνης τής ημερομηνίας, με την οποία ο Φλοριμόν ντε Λεσπάρ δεσμευόταν να υπηρετήσει στην εκστρατεία «πέρα από τη θάλασσα» (outre la mer) με τριάντα πάνοπλους άνδρες για ένα έτος.36

Σε κάθε περίπτωση ο Aμαδέος έπρεπε να αναζητήσει περισσότερες γαλέρες αλλού και όχι στη Βενετία. Η απογοήτευσή του μετριάστηκε από την «ευγενική χορηγία» (gratiose concessit) 9.600 φλουριών στις 6 Απριλίου (1366) από τον Γκαλεάτσο Β’, καθώς και ίδιου ποσού στις 8 τού μηνός, δηλαδή συνολικά 19.200 φλουριών, «για μισή από τις τέσσερις γαλέρες», ποσό στο οποίο στις 14 τού μηνός ο Γκαλεάτσο πρόσθεσε ακόμη 10.000 φλουριά ως καθαρό δώρο.37 Πριν φύγει από το Σαμπερύ ο Αμαδέος είχε συλλέξει 10.000 φλουριά από δύο τραπεζίτες τής Λυών, εκχωρώντας σε αυτούς για δύο χρόνια το δικαίωμα να συλλέγουν τον εκκλησιαστικό φόρο δεκάτης, τον οποίο τού είχε εκχωρήσει ο πάπας «ως επιδότηση τού υπερπόντιου ταξιδιού σου» (in subsidium viagii sui ultra mare). Έτσι ο εξαετής φόρος δεκάτης θα τού απέφερε 30.000 φλουριά και οι τραπεζίτες δεν θα έχαναν τίποτε από την επένδυσή τους.38

Στα τέλη Απριλίου ο Aμαδέος επέστρεψε για λίγο στη δική του επικράτεια, προφανώς για να συγκεντρώσει περαιτέρω βοήθεια για τη σταυροφορία, καθώς και για να ασχοληθεί με άλλα προβλήματα. Είδε τη γυναίκα του Μπον στο Σαιν Ζαν ντε Μωριέν από τις 5 μέχρι τις 8 Μαΐου και ύστερα πήγε στο Ρίβολι, όπου παρέμεινε μέχρι τις 19 τού μηνός, συμμετέχοντας ενεργά στις ταραγμένες υποθέσεις τού νότιου Πεδεμόντιου, όπου η βασίλισσα Ιωάννα τής Νάπολης εξακολουθούσε να έχει μάλλον εκτεταμένες αλλά σχεδόν απροστάτευτες εκτάσεις, που διήγειραν την απληστία των Βισκόντι. Φεύγοντας από το Ρίβολι στις 19 τού μηνός με μεγάλη συνοδεία, ο Αμαδέος έφτασε στην Παβία εγκαίρως για την βάπτιση, τη μέρα τής γιορτής τής Πεντηκοστής (24 Μαΐου), τού πρωτότοκου γιου τού νεαρού Τζαν Γκαλεάτσο, ο οποίος έπαιρνε τώρα το όνομα τού πατέρα του. Στο τέλος τού τριήμερου γιορτασμού (στις 28 ή 29 τού μηνός) ο Αμαδέος έκανε κάποιες τελικές προετοιμασίες για το ταξίδι του στο εξωτερικό, στρατολογώντας στην υπηρεσία του τούς Χιού και Λουδοβίκο τού Σαλόν, τον Φλοριμόν ντε Λεσπάρ, τον Ζαν ντε Μονφωκόν και άλλους. Τώρα ο Γκαλεάτσο, προφανώς με πληθωρική διάθεση, τού χορήγησε κι άλλο δάνειο 20.000 φλουριών, ενώ εφοδίασε τον Αμαδέο με εικοσιπέντε πάνοπλους άνδρες, κυρίως Γερμανούς, μαζί με τούς ακόλουθους και τούς υπηρέτες τους, καθώς και σώμα Ιταλών μπριγκάντι (ελαφρύ πεζικό) υπό τη διοίκηση δεκαέξι «κοντόσταβλων» (constables). Η αδελφή του Μπλανς έδωσε στον Αμαδέο κι άλλα 4.000 φλουριά.39

Ο τελικός υπολογισμός θα έδειχνε ότι τα δώρα και δάνεια τού Γκαλεάτσο προς τον Αμαδέο ανέρχονταν σε 85.000 φλουριά,40 που αποτελούσαν ένδειξη τής γενναιοδωρίας αλλά και τού πλούτου του. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο Αμαδέος μάθαινε τώρα την αποθαρρυντική είδηση τού θανάτου στις 25 Μαΐου τού Αρνώ ντε Σερβόλ, τού ισχυρού πειρατή ο οποίος θα τον συνόδευε μαζί με τις ομάδες μισθοφόρων του (routiers).41 Έτσι η εκστρατεία έχανε μερικές εκατοντάδες σκληροτράχηλων μισθοφόρων, για τούς οποίους ο πόλεμος είχε γίνει κερδοφόρος τρόπος ζωής. Όμως η απογοήτευση τού Aμαδέου μπορεί να ήταν χρωματισμένη με κάποια ανακούφιση, επειδή αυτοί δεν είχαν πειθαρχία και κατά πάσα πιθανότητα θα λεηλατούσαν τούς ευάλωτους Βυζαντινούς συμμάχους του με μεγαλύτερη σβελτάδα από εκείνη που θα έδειχναν απέναντι στους Τούρκους και τούς Βούλγαρους, τούς οποίους ο Aμαδέος επρόκειτο να αντιμετωπίσει.

Τη Δευτέρα 1 Ιουνίου (1366) ο Aμαδέος πήρε την άδεια τού Γκαλεάτσο Β’ και τής Μπλανς και αναχώρησε για τη Βενετία. Ο ανηψιός τού Τζαν Γκαλεάτσο, «ο κύριος τής Βίρτου», σχεδίαζε για βδομάδες να τού ζητήσει να τον πάρει μαζί του στην Ανατολή και τώρα το ζητούσε, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του προς αυτόν για την τιμή που τού έκανε. Ο Αμαδέος συνοδευόταν από πολλούς πάνοπλους άνδρες, ενώ όλοι γνώριζαν ότι ο Τζαν Γκαλεάτσο, που ποτέ δεν προσπαθούσε να συγκαλύψει τη φυσική δειλία του, θα συνοδευόταν από μεγάλη ένοπλη ακολουθία. Στις αρχές τής δεύτερης εβδομάδας τού Μαΐου ο ανήσυχος δόγης και το Κολλέγιο είχαν αναθέσει σε κάποιον Αντρέα ντε Ολντέντο να πάει ως απεσταλμένος στους κόμητες Σαβοΐας και Βίρτου. Ο Aντρέα έπρεπε να εξηγήσει ότι η ενετική κυβέρνηση επιθυμούσε να προσφέρει κάθε τιμή και στους δύο, αλλά ανησυχούσε επίσης για την αποφυγή διαφορών και ενοχλήσεων, που θα μπορούσαν να προκύψουν ανάμεσα στους στρατιώτες που θα έρχονταν μαζί τους, οι οποίοι μιλούσαν ποικιλία γλωσσών και ήσαν τόσο διαφορετικοί από τούς Ενετούς. Ζητιόταν λοιπόν από τούς κόμητες Σαβοΐας και Βίρτου να περιορίσουν τις δυνάμεις που θα έρχονταν στη Βενετία σε 500 άτομα καλής φήμης.42 Ο Αμαδέος, ο Τζαν Γκαλεάτσο και οι στρατιώτες τους έφτασαν προφανώς στη Βενετία το βράδυ τής 7ης Ιουνίου και το πρωί τής επομένης. Ο Aμαδέος παρέμεινε στην πόλη μέχρι τις 18 τού μηνός, διαμένοντας στο παλάτι που είχε δώσει απρόθυμα η Δημοκρατία στον Φραντσέσκο ντα Καρράρα, δίπλα στην εκκλησία τού Αγίου Παύλου (Σαν Πόλο).43

Στη Βενετία ο Αμαδέος είχε τη δυνατότητα να συγκεντρωθεί στην οργάνωση τής σταυροφορίας, χωρίς τούς πολλούς περισπασμούς που είχε αντιμετωπίσει στην αυλή τού Γκαλεάτσο στην Παβία, αν και τώρα οι μεγάλοι ευγενείς που θα πήγαιναν στο εξωτερικό συγκεντρώνονταν γύρω του μαζί με τα προβλήματά τους. Περισσότεροι από εκατό «ευγενείς» και μισθοφόροι αρχηγοί, που έθεσαν στους εαυτούς την υποχρέωση συμμετοχής στην εκστρατεία, είναι γνωστοί με τα ονόματά τους, ενώ πολλοί εξέχοντες βαρώνοι, φίλοι και υποτελείς τού Αμαδέου είχαν τελικά συγκεντρωθεί στη Βενετία και δώδεκα από αυτούς ήσαν μέλη τού Τάγματος τού Κολλάρου. Περιλάμβαναν τον Ετιέν ντε λα Μπωμ, άρχοντα τού Σαιν Ντενί τού Μπουζέ και τής Σαβάν στη Φρανς-Κομτέ, ο οποίος ως ναύαρχος τού Aμαδέου προβάλλεται στις περιγραφές τού Αντουάν Μπαρμπιέ. Περιλάμβαναν επίσης τον Ζαν ντε Βιέν, αργότερα ναύαρχο τής Γαλλίας (1373), που θα έχανε τη ζωή του στη Νικόπολη κατά την τελευταία σταυροφορία τού αιώνα, τον Χιού ντε Σαλόν-συρ-Σαόν, άρχοντα τής Αρλαί, τού οποίου ο μικρότερος αδερφός Λουδοβίκος θα πέθαινε στη σταυροφορία, τον Αιμάρ ντε Κλερμόν, άρχοντα τής Ωτερίβ στο Ντωφίν, τον Γκασπάρ ντε Μονμαγιέ, τον ενδέκατο ιππότη, και τον Ρισάρ Μουσάρ, τον δέκατο πέμπτο ιππότη τού Κολλάρου, καθώς και τρεις άλλους πρόκριτους τής περιοχής μεταξύ ποταμών Ντουμπ και Ισέρ, δηλαδή τον Ζαν ντε Σαιν Αμούρ τού Κολινύ, τον Ζαν ντε Γκρολέ τής Βιρώ και τον Γκυγιώμ ντε Σαλαμόν τού Μεξιμιέ και Μονταναί. Υπήρχαν κι άλλοι που προφανώς φιλοδοξούσαν σε σταυροφορική φήμη, όπως οι Γκυγιώμ ντε Γκρανσόν από το Σαιν Κρουά τής Βουργουνδίας, ο έβδομος ιππότης, και ο Ρολάν ντε Βαισύ από το Μπουρμπωναί, ο ένατος Ιππότης τού Κολλάρου, ενώ από το πιο μακρινό Μπορντελαί ερχόταν ο ανδρείος αλλά ευέξαπτος Φλοριμόν ντε Λεσπάρ, τού οποίου το σταυροφορικό πάθος είχε ανάψει ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου, όταν το 1364 είχε επισκεφθεί τον Μαύρο Πρίγκηπα στη Γασκωνία, τη γενέτειρα τού Λεσπάρ.44

Ο Αιμόν [Γ’] τής Γενεύης πήγε επίσης στη σταυροφορία. Ήταν γιος τού ηλικιωμένου κόμη Αμαδέου Γ’ και αδελφός τού Ροβέρτου τής Γενεύης, τού αργότερα αντι-πάπα Κλήμεντος Ζ’. Ο Αιμόν ήταν γνωστός στους παπικούς κύκλους τής Αβινιόν, γιατί λιγότερο από τρία χρόνια πριν είχε αποτελέσει το επίκεντρο διπλωματικής καταιγίδας. Το 1363-1364 ο ισχυρός θείος του, ο καρδινάλιος Γκυ ντε Μπουλόνιε, είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει για λογαριασμό του το χέρι τής πλούσιας νεαρής δούκισσας Ιωάννας τού Δυρραχίου, αλλά τα σχέδια τού Γκυ είχαν καταποντιστεί από την αντίθεση τού καρδινάλιου Ταλλεϋράνδου τού Περιγκόρ, τού αντιπάλου του στο Ιερό Κολλέγιο, καθώς και από την αντίθεση τής βασίλισσας Ιωάννας τής Νάπολης, η οποία ήθελε να παντρευτεί η δούκισσα τον Φρειδερίκο Γ’ τής Σικελίας, ως μέρος μεγαλεπήβολου σχεδίου για ειρήνη ανάμεσα στη Νάπολη και το νησιωτικό βασίλειο των Καταλανών.45 Ο Aιμόν βρισκόταν στη σταυροφορία όταν πέθανε ο πατέρας του (στις 18 Ιανουαρίου 1367) και έτσι έγινε ο δωδέκατος κόμης τής Γενεύης, αλλά για λίγο επέζησε τής εκστρατείας, πεθαίνοντας μετά την επιστροφή του από την Ανατολή.46

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το μέγεθος των ναυτικών δυνάμεων τού Αμαδέου, που τελικά αποδείχθηκε ότι αποτελούσαν εντυπωσιακή και δαπανηρή ποικιλία πολυγλωσσικών δυνάμεων. Όπως είχε ενημερώσει ο πάπας Ούρμπαν τον Κάρολο Ε’ τής Γαλλίας στις 9 Ιουνίου 1365, ο δυτικός αυτοκράτορας Κάρολος είχε υποσχεθεί να συμβάλει στη ναυτική μεταφορά σταυροφορίας «με το μισό τού συνόλου των εσόδων τού βασιλείου του τής Βοημίας … για τα επόμενα τρία χρόνια».47 Όμως ο αυτοκράτορας ήταν πάντοτε πιο πρόθυμος να υπόσχεται κεφάλαια παρά να τα διαθέτει και φαίνεται ότι δεν είχε δώσει στον Αμαδέο καμιά οικονομική βοήθεια. Πέρα από τα χρήματα που διέθεσε ο Γκαλεάτσο Βισκόντι, ο οποίος μοιράστηκε με τον Aμαδέο το κόστος τεσσάρων γαλερών, ο Ενετός έμπορος και χρηματοδότης Φεντερίκο Κορνέρ, φίλος τού βασιλιά τής Κύπρου, δάνεισε μεγάλα ποσά για την αντιμετώπιση των δαπανών τής εκστρατείας. Ο Κορνέρ διέθεσε επίσης μία γαλέρα, ενώ συνόδευσε την εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη.48 Χωρίς να υπολογίζουμε άλλες πηγές κεφαλαίων τού Αμαδέου, μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος υποσχέθηκε αργότερα, και πλήρωσε σε μεγάλο βαθμό, περίπου 15.000 φλουριά, έναντι των δαπανών διατήρησης των μισθωμένων γαλερών και πληρωμής των μισθών των πληρωμάτων τους.49

Ο στόλος τής σταυροφορίας τής Σαβοΐας φαίνεται ότι ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι έχει μέχρι σήμερα υποτεθεί. Οι κανονισμοί τού Aμαδέου με τίτλο «περί τής διοίκησης τής δια θαλάσσης μετάβασης» (sur le gouvernement d’ aler sur la mer), τούς οποίους συνέταξε πριν την αναχώρησή του από τη Βενετία, περιλάμβαναν κατάλογο δεκαπέντε γαλερών, προσδιορίζοντας τούς (ευγενείς) διοικητές τους και προδιαγράφοντας τη σειρά με την οποία θα ταξίδευαν.50 Όμως όταν οι Ενετοί διαβεβαιώθηκαν ότι ο Aμαδέος δεν θα επιχειρούσε σε συριακά ύδατα, τού επέτρεψαν να μισθώσει επιπλέον γαλέρες καθώς και πλοία μεταφορών, ενώ από δω και πέρα τουλάχιστον δέκα Ενετοί μπορούσαν να αναγνωριστούν ως πλοίαρχοι ή patroni, πράγμα το οποίον πιθανόν (αλλά όχι απαραίτητα) σήμαινε ότι οι γαλέρες και τα πλοία μεταφορών ήσαν ενετικού νηολογίου.51 Από τις δέκα αυτές γαλέρες οι οκτώ περιγράφονται σταθερά ως «γαλέρες των κυβερνητών» (patroni galearum). Επιπλέον, δεδομένου ότι η εκστρατεία είχε αναληφθεί για την άμυνα τής Κωνσταντινούπολης και για την ένωση των Εκκλησιών,52 προφανώς θα συνεισέφερε και στην ασφάλεια τής γενουάτικης αποικίας στον Πέρα. Ο στόλος λοιπόν τού Αμαδέου περιλάμβανε έντεκα γενουάτικες «γαλέρες κυβερνητών» (patroni galearum).53 Υπήρχαν τρεις γαλέρες από τη Μασσαλία, των οποίων οι κυβερνήτες συχνά αναφέρονται ως εισπράττοντες πληρωμές για τις υπηρεσίες και τα πληρώματά τους.54

Συνολικά λοιπόν και αγνοώντας τούς χαμηλότερους αξιωματικούς, που ήσαν υπεύθυνοι για τα πλοία μεταφορών και άλλα σκάφη (conductae, naves, ligna, panfili), οκτώ Ενετοί, έντεκα Γενουάτες και τρεις Mαρσεγιέζοι φαίνεται ότι είχε καθένας την ευθύνη μιας γαλέρας στην εκστρατεία τής Σαβοΐας. Αυτό σήμαινε συνολικά εικοσιδύο γαλέρες. Θεωρώντας πιθανή την ύπαρξη δύο αναπληρωτών «κυβερνητών» (patroni), δεν φαίνεται παράλογο να συμφωνήσουμε σε είκοσι γαλέρες. Οι περισσότερες ενετικές γαλέρες είχαν ναυπηγηθεί στον Ναύσταθμο τής Βενετίας (Αρσενάλε) και ανήκαν στο κράτος. Υπήρχε μόνο ένα «κυβερνήτης» (patronus) σε κάθε γαλέρα. Ήταν κύριος και διοικητής τού πλοίου, αλλά στη θάλασσα αναφερόταν σε «καπετάνιο» (capitaneus), ο οποίος είχε την ευθύνη τού πληρώματος και ήταν υπεύθυνος για την πειθαρχία. Ο «κυβερνήτης» (patronus), ο οποίος ονομάζεται συνήθως «αρχηγός» (skipper) σε αυτό το έργο, ήταν υπεύθυνος για την επιλογή και φόρτωση τού φορτίου (κάτω από αυστηρούς κανόνες που είχαν θεσπιστεί από την κυβέρνηση), ενώ τηρούσε τα οικονομικά αρχεία, τα οποία έγραφε ο γραφέας τού πλοίου.55

Αν ο Aμαδέος είχε είκοσι γαλέρες και αν οι ευγενείς και οι κυβερνήτες του υιοθετούσαν τη συμβουλή που δινόταν από τούς Ενετούς σε μελλοντικούς σταυροφόρους κατά την προηγούμενη γενιά, ότι δηλαδή κάθε γαλέρα έπρεπε να φέρει 200 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των ιπποτών, ακολούθων, κωπηλατών και λοιπών,56 τότε προφανώς το σύνολο ανερχόταν σε 4.000 άτομα, χωρίς να συνυπολογίζονται οι κωπηλάτες και τα άλλα μέλη των πληρωμάτων των πλοίων εφοδιασμού και μεταφορών. Ο Γκυγιώμ ντε Μασώ τοποθετεί 25 ιππότες σε κάθε γαλέρα,57 αλλά ο Aμαδέος φαίνεται ότι είχε περίπου χίλιους «ιππότες» ή πάνοπλους άνδρες58 και έπρεπε να μεταφέρει περίπου πενήντα από αυτούς σε κάθε γαλέρα. Όμως οι πάνοπλοι άνδρες προτιμούσαν πολύ τα πλοία μεταφοράς αλόγων, όταν ήσαν διαθέσιμα, ενώ γνωρίζουμε ότι ο κύριος (sire) ντε Μπασσέ ταξίδεψε ανατολικά με πλοίο μεταφοράς.59 Τα πλοία μεταφοράς αλόγων είχαν ράμπα στην πρύμνη, την οποία κατέβαζαν όταν έπιαναν στεριά, ώστε οι άνδρες με πανοπλίες να μπορούν να αποβιβάζονται έφιπποι και πλήρως εξοπλισμένοι, έτοιμοι για δράση. Τα άλογα υπέφεραν στις γαλέρες και ήταν πολύ δύσκολο να τα ξεφορτώσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Στους ιππείς άρεσε να μπορούν να ρίχνουν μια ματιά στις σέλλες καθώς και στα ζώα τους, ενώ ένιωθαν πιο άνετα στον ευρύτερο χώρο που συνήθως διέθεταν τα πλοία μεταφοράς. Ο συνωστισμός ήταν το κύριο πρόβλημα αυτών που ταξίδευαν διά θαλάσσης κι έτσι η εκστρατεία τού Αμαδέου προχωρούσε προς την ανατολή ανά μικρά διαστήματα και με παρατεταμένες στάσεις.

Ο Αμαδέος πέρασε έντεκα μέρες στη Βενετία (8-18 Ιουνίου 1366) περιηγούμενος και ψωνίζοντας. Οι πρώτες δαπάνες στους λογαριασμούς τού Αντουάν Μπαρμπιέ αφορούν δεκαοχτώ πήχεις (brachia) πράσινου υφάσματος, το οποίο αγόρασε ο ράφτης τού Αμαδέου για 1½ φλουρί τον πήχη, για να φτιάξει μανδύα, καλσόν και κουκούλα για τον Πράσινο Κόμη, με επιπλέον χρέωση για την κοπή τού υφάσματος σε σχέδιο που έδωσε ο ράφτης.60 Αργότερα αγοράστηκαν πέντε πήχεις πράσινου υφάσματος για να ντύσουν έναν ακόλουθο, ενώ άλλα ενδύματα αγοράστηκαν για τον ίδιο τον Αμαδέο. Νοίκιαζαν συχνά γόνδολες για να γυρίζουν την πόλη (bargae … pro eundo per civitatem), ενώ όπου πήγαιναν ο Aμαδέος και η ακολουθία του εύρισκαν πράγματα που χρειάζονταν ή ήθελαν.

Μερικές φορές ο ίδιος ο Aμαδέος έκανε την αγορά, αλλά κυρίως την έκαναν γι’ αυτόν οι βοηθοί του. Αγόραζαν τόνους προμηθειών, ενώ ο Γκυ Αλμπέν, ο γιατρός τού Aμαδέου, φορτώθηκε φάρμακα και αλοιφές από το φαρμακείο τού Πιέτρο ντε Κολόνα, όλα για τη γαλέρα τού άρχοντά του. Οι βοηθοί αγόρασαν χαρτί και μελάνι κι ένα μεγάλο δερμάτινο χαρτοφύλακα (nudeta) για την αλληλογραφία τού Aμαδέου, στρώματα, κλινοσκεπάσματα, μαξιλάρια, μαξιλαράκια, τραπέζια και γυαλικά, συμπεριλαμβανομένων δύο γυάλινων ρολογιών νερού κι ενός κουτιού από δέρμα, για να τα στείλουν στην κόμισσα Μπον στο Σαμπερύ. Πλήρωσαν ένα φλουρί για σούβλες (pro quibusdam rutissieurs) για την κουζίνα τής γαλέρας τού Αμαδέου, ενώ ανέβασαν στο πλοίο μεγάλη ποσότητα γλυκού κρασιού (Malmsey, Μονεμβασίας), που βρισκόταν πάντοτε σε αφθονία στη Βενετία. Ο Aμαδέος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για την επισκευή διαφόρων αντικειμένων από Ενετούς τεχνίτες, μεταξύ των οποίων ήσαν δύο αργυρά κηροπήγια και δύο χρηματοκιβώτια (bugiae), στα οποία φύλαγε μερικές φορές χρήματα, ενώ αγόρασε κι άλλη κασέλα χρημάτων (archa), που μπορεί να εξήψε τη φαντασία του. Ο οπλοποιός Αϊμονέτο έφτιαξε για τη γαλέρα τού Αμαδέου μεταξωτή σημαία μήκους δώδεκα ποδιών. Έφτιαξε επίσης μια πολύ μεγάλη σημαία, δώδεκα μεγάλες και εξήντα μικρές σημαίες, τέσσερα λάβαρα και μεταξωτό κρόσσι αρκετό για να κρεμάσουν στις σημαίες και τα λάβαρα, ενώ διέθεσε και τα κοντάρια που χρειάζονταν για να ανεμίζουν τις σημαίες και τα λάβαρα, καθώς η γαλέρα τού Αμαδέου θα έμπαινε σε λιμάνια ή θα έβγαινε από αυτά κατά την πορεία τού ταξιδιού της. Ένας άλλος οπλοποιός, ο Πιέρο Τουάρε, πληρώθηκε για την κατασκευή άλλων είκοσι μεγάλων σημαιών (viginti banderiae magnae), προφανώς μιας για καθεμιά από τις είκοσι γαλέρες του, καθώς και εβδομήντα μικρών σημαιών.61 Ο Αμαδέος έκανε τούς συνήθεις γύρους των εκκλησιών. Στις 11 Ιουνίου πήγε στον Άγιο Μάρκο, όπου έδωσε ένα φλουρί στους φτωχούς και άλλο ένα στον επιστάτη τού καμπαναριού, ο οποίος ξεκλείδωσε την πόρτα για να επιτρέψει σε αυτόν και τούς συντρόφους του να ανέβουν στο καμπαναριό και να απολαύσουν τη θέα από το ύψος του.62 Την ίδια μέρα πήγε στη Σάντα Λουτσία, όπου άφησε άλλο ένα φλουρί, καθώς και στον Σαν Αντόνιο, πράγμα που σήμαινε ακόμη ένα φλουρί. Στις 13 τού μηνός πήγε στον Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, όπου ασπάστηκε τα λείψανα και έδωσε τρία φλουριά στους Βενεδικτίνους.63

Στις 19 Ιουνίου (1366) οι βοηθοί τού Αμαδέου μίσθωσαν λάντζα για 14 ενετικούς σόλιδους και μετέφεραν τις κασέλες με τα χρήματά του από την πόλη στον Σαν Νικολό τού Λίντο.64 Ο Aμαδέος προφανώς είχε φτάσει στο Λίντο πριν από τον φορητό θησαυρό του, έχοντας ταξιδέψει με τη γαλέρα του κάτω από ηχηρές κραυγές «Ζήτω η Σαβοΐα» (Viva Savoia)! Στη συνέχεια οι οικονομικοί λογαριασμοί τής εκστρατείας καταγράφουν την πορεία του προς την Καλλίπολη. Στις 23 Ιουνίου βρισκόταν στην Πόλα (σήμερα Πούλα) στη νότια Ιστρία, όπου πρόσθεσε στον οπλισμό τής γαλέρας τού Τζιοβάννι ντι Κόντε, ενώ από τη χερσόνησο τής Ιστρίας έστειλε αγγελιοφόρους στη Βοημία, την Ουγγαρία και την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα άρχισε να παραπλέει προς νότο την ανατολική ακτή τής Αδριατικής και μετά από προφανή στάση στη Ζάρα έφτασε την 1η Ιουλίου στη Ραγούσα (σήμερα Ντουμπρόβνικ), όπου τον υποδέχθηκαν καλά και όπου νοίκιασε μικρό σκάφος για να μεταφέρει επιστολή προς τον δόγη τής Βενετίας. Φαίνεται ότι έπιασε και στο λιμάνι τού Δυρραχίου, ενώ έφτασε στην Κέρκυρα στις 6 Ιουλίου. Στις 17 τού μηνός είχε φτάσει στον ενετικό σταθμό τής Μεθώνης και στις 19 βρισκόταν πίσω από τα ψηλά τείχη τής Κορώνης. Ενώ βρισκόταν στην Κορώνη πλήρωσε αποζημίωση δύο φλουριά για ζημιά που είχαν κάνει οι στρατιώτες του στον αμπελώνα κάποιου Ιωάννη Αμοίρονα, ενώ πλήρωσε σε τοπικό υπάλληλο ονομαζόμενο Μικελέτο Φόσκο 15 φλουριά για πιο εκτεταμένη ζημία που είχε γίνει στους αμπελώνες του. Έκανε επίσης δώρο στους Φραγκισκανούς και πλήρωσε το ποσό των 25 φλουριών για ζημιές που είχαν γίνει στο μοναστήρι τους, όπου έμεινε κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στην Κορώνη, ενώ έδωσε ελεημοσύνη 5 φλουριά στο τοπικό νοσοκομείο.65

Όμως στην περιοχή Μεθώνης και Κορώνης ο Αμαδέος αντιμετώπισε σοβαρό θέμα και χρειάστηκε να ασχοληθεί (για λίγο τουλάχιστον) με την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα στη θεία τής συζύγου του, τη Μαρία των Βουρβώνων, που διατηρούσε ακόμη τις αξιώσεις της στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, και τού Άντζελο Ατσαγιόλι, αρχιεπισκόπου Πατρών (1365-1367), ο οποίος υποστήριζε τις διεκδικήσεις στην Αχαΐα των Ανδεγαυών-Ταραντίνων. Η Μαρία των Βουρβώνων είχε παντρευτεί, όπως είδαμε, τον κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Ροβέρτο, ο οποίος πέθανε τον Σεπτέμβριο τού 1364. Ο Ροβέρτος ήταν φυσικά και πρίγκηπας Αχαΐας και τώρα η Μαρία προσπαθούσε να υπερασπιστεί για λογαριασμό τού γιου της (από προηγούμενο γάμο), τού Χιού τού Λουζινιάν, κατ’ όνομα πρίγκηπα Γαλιλαίας, τα προβαλλόμενα δικαιώματά της στο πριγκηπάτο, απέναντι στις θεμιτές αξιώσεις τού νεώτερου αδελφού τού Ροβέρτου, τού Φιλίππου [Β’] Ανδεγαυού-Τάραντα, ο οποίος ονόμαζε τον εαυτό του πρίγκηπα τής Αχαΐας καθώς και Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης. Οι δυνάμεις τού αρχιεπισκόπου Άντζελο είχαν θέσει τη Μαρία και τον γιο της Χιού υπό πολιορκία στο Πορτ-ντε-Γιονκ (Παλαιό Ναυαρίνο) όταν ο Aμαδέος κατέφθασε στην περιοχή, ενώ ο ίδιος διαπραγματεύτηκε την άρση τής πολιορκίας, αλλά όχι και το τέλος τού ανταγωνισμού, αφού ο Χιού έλπιζε ακόμη να βρει στον Μοριά το μέλλον που είχε χάσει στην Κύπρο.66

Στην Κορώνη ενώθηκαν με τον στολίσκο τού Αμαδέου οι γαλέρες που είχαν έρθει από τη Γένουα και τη Μασσαλία67 και ο διευρυμένος στόλος απέπλευσε από τον κόλπο τής Κορώνης, περιέπλευσε το ακρωτήριο Ματαπάς (Ταίναρο) και πέρασε από το νησί Τσιρίγο (τα αρχαία Κύθηρα), κατευθυνόμενος στο ευβοϊκό λιμάνι τού Νεγκροπόντε. Στις 28 Ιουλίου ο Aμαδέος σταμάτησε για κάποιο λόγο στο νησί Σαν Τζόρτζιο ντ’ Άρμπορα,68 την αρχαία Βέλβινα στην είσοδο τού Σαρωνικού κόλπου, αλλά η εγγύτητα προς την Αθήνα δεν τον έφερε στο καταλανικό λιμάνι τού Πειραιά. Άλλωστε, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, οι Καταλανοί και οι Ενετοί είχαν πολύ άσχημες σχέσεις τον τελευταίο καιρό. Όμως αγκυροβόλησε στο ακρωτήριο Κολώνα, «in portu Colompnarum», στο αρχαίο Σούνιο, ενώ είχε φτάσει στο καλά περιτειχισμένο λιμάνι τού Νεγκροπόντε πριν από τις 2 Αυγούστου.69 Ο Αμαδέος έμεινε περίπου δύο εβδομάδες στο Nεγκροπόντε, όπου άλλαξε χρήματα σε ισοτιμία 70 σόλιδων ανά δουκάτο,70 ενώ ο γιατρός του, ο Γκυ Αλμπέν, ξόδεψε 57 λίρες, 4 ενετικούς σόλιδους, για ροδοζάχαρη, ροδόνερο, ροδέλαιο, λάδι από βιολέτες, σιρόπια από λεμόνι, ρόδα και βιολέτες, μαλακό σαπούνι, καραμέλες για το λαιμό και φάρμακα, κολλύριο για τα μάτια και τερέβινθο για διάφορους σκοπούς.71 Ενώ ο στόλος βρισκόταν στο Νεγκροπόντε, ο Αμαδέος έδωσε δύο φλουριά σε κάποιους από τη Θήβα, την πρωτεύουσα τού καταλανικού δουκάτου των Αθηνών, που τού έφεραν τρόφιμα, μάλλον ως δώρα από τον θηβαϊκό δήμο.72 Προφανώς δεν είχαν φθάσει ακόμη όλες οι γαλέρες, γιατί στις 8 Αυγούστου έδωσε 10 σόλιδους σε έναν ακόλουθο, που είχε πάει από τη στεριά να συναντήσει τις δύο γαλέρες που περίμενε, ενώ αργότερα (στις 18 Σεπτεμβρίου, ενώ βρισκόταν πια στην Κωνσταντινούπολη), έδωσε 20 φλουριά σε μη κατονομαζόμενο καπετάνιο γενουάτικης γαλέρας, για έξοδα που ο τελευταίος έλεγε ότι είχε υποστεί, περιμένοντας τέσσερις μέρες στο Ναύπλιο τις «άλλες γαλέρες» τού Αμαδέου, πιθανώς τις δύο που είχε πάει να συναντήσει ο ακόλουθος.73

Στις 15 Αυγούστου ο Aμαδέος διέταξε να δοθεί «επί αποδόσει» προκαταβολή 100 φλουριών στον Γκασπάρ ντε Μοντναγιέρ, τον οποίο έστειλε σε αναγνωριστική αποστολή στην κατεχόμενη από τούς Τούρκους Καλλίπολη.74 Λίγο αργότερα ο στόλος σήκωνε άγκυρες και οι κωπηλάτες απομάκρυναν σιγά-σιγά τις γαλέρες από το λιμάνι τού Nεγκροπόντε, με σημαίες και λάβαρα να ανεμίζουν στα πανιά και τα κατάρτια τους, «πράγμα που ήταν ωραίο να βλέπεις» (tellement que cestoit belle et riche επέλεξε ένα veoir). Περιέτρεξαν το νησί τής Εύβοιας (πιθανώς προς τα νότια, για να πλεύσουν προς τη Χίο, που βρισκόταν τότε χέρια των Γενουατών για είκοσι ήδη χρόνια) και έφτασαν στο νησί τής Λέσβου, όπου περίμενε την σταυροφορία ο Φραντσέσκο Γκατελούζο, ο «άρχοντας τής Μυτιλήνης» (dominus de Matelin). Ο Aμαδέος έδωσε στους τροβαδούρους τού Φραντσέσκο ένα φλουρί, ενώ στις 21 Αυγούστου πλήρωσε σε ενοικιαστή τού άρχοντα τής Μυτιλήνης τρία φλουριά, για να πάει επιστολή στον Μοντμαγιέ στην Καλλίπολη, γράφοντάς του αναμφίβολα για την άφιξή του στη Λέσβο και πληροφορώντας τον για την αναχώρηση τού στόλου με προορισμό την Καλλίπολη.75

Ο Aμαδέος έπλευσε στα Δαρδανέλια την ίδια μέρα (21 Αυγούστου), ενώ σύμφωνα με τούς χρονικογράφους τής Σαβοΐας ο Παύλος, ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, έβγαινε τώρα με γαλέρα για να τον συναντήσει.76 Ο Aμαδέος χάρηκε πολύ που τον είδε, γιατί ο Παύλος ήταν καλά ενημερωμένος για τις συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη και είχε μακροχρόνια εμπειρία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Aμαδέος τον ρώτησε για νέα από τον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας ήταν ακόμη «φυλακισμένος» (le quel ly dist quil estoit encores emprison). Ρώτησε για νέα από τον Μεγάλο Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας. Δεν υπήρχαν νέα από τον Λουδοβίκο (et ly dist quil nen savoit nulles nouvelles). «Για όνομα τού Θεού», είπε ο κόμης, «ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας προσφέρθηκε να έρθει από την ξηρά με πλήρη δύναμη και με βάση αυτόν τον λόγο του ήρθα εγώ, αλλά είτε έρθει είτε όχι, εμείς δεν θα παραλείψουμε να επιδιώξουμε σύγκρουση με τούς απίστους και εχθρούς τής χριστιανοσύνης και τού αυτοκράτορα».77

Απογοητευμένος αλλά απτόητος, ο Αμαδέος αποβίβασε τις δυνάμεις του στη βόρεια ακτή των Δαρδανελλίων και άρχισε αμέσως επίθεση εναντίον τής τουρκικής φρουράς τής Καλλίπολης. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την πόλη δώδεκα χρόνια πριν (το 1354)78 και αυτή ήταν το πρώτο προγεφύρωμά τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά η φρουρά τους φαινόταν να είναι ανεπαρκής για την υπεράσπιση τής πόλης εναντίον ενός στρατού τόσο μεγάλου, όπως αυτός που αντιμετώπιζαν τώρα. Η αντίστασή τους υπήρξε έντονη. Όμως οι τής Σαβοΐας τούς απώθησαν και «πήραν θάρρος από την καλή αρχή» (et prindrent corage pour ce bon commencement). Στη συνέχεια ο Aμαδέος «πολιόρκησε την Καλλίπολη από στεριά και θάλασσα, έτσι ώστε κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να βγει» και «ο κόμης διέταξε τρεις επιθέσεις, δύο από τη στεριά και μια τρίτη από τη θάλασσα ώστε οι καλύτεροι να κυκλώσουν την πόλη». Σύντομα όλα ήσαν έτοιμα, ενώ καθώς ηχούσαν οι σάλπιγγες και οι τρομπέτες ξέσπασε η κραυγή «επίθεση, επίθεση» (a l’ assaut, a l’ assault)! Ο Ρολάν ντε Βαισύ ήταν ο πρώτος που σκαρφάλωσε στα τείχη, αλλά χτυπήθηκε από μεγάλη πέτρα που εκσφενδονίστηκε από Τούρκο, έπεσε από ψηλά και σκοτώθηκε. Ήταν ο πρώτος ιππότης θύμα τής εκστρατείας. Η νύχτα έπεσε και σταμάτησαν οι επιθέσεις για να επαναληφθούν το πρωί, αλλά η Καλλίπολη και πάλι «δεχόταν καλές επιθέσεις και αμυνόταν καλά» (bien assally, bien deffandu). Μάς διαβεβαιώνουν ότι οι χριστιανοί ιππότες έκαναν θαυμαστά κατορθώματα με τα όπλα, «γιατί δεν λογάριαζαν τη ζωή τους και τούς φαινόταν ότι πεθαίνοντας θα πήγαιναν κατευθείαν στον παράδεισο». Ο Φραντσέσκο Γκατελούζο, ο άρχοντας τής Μυτιλήνης, είχε ενωθεί με τον Αμαδέο στην επίθεση και πρόσβαλλε τούς Τούρκους από τη θάλασσα.

Οι Τούρκοι ήσαν περισσότεροι από εκείνους τής Σαβοΐας σε αναλογία δύο προς ένα, όπως μάς λένε, αλλά ο Aμαδέος πολέμησε σαν λιοντάρι, όπως και οι άρχοντες τής Γενεύης, τής Σαλόν, τού Λεσπάρ, τού Μπασσέ, τού Κλερμόν και τού Γκρανσόν. Και πάλι η μακρά, σκληρή μάχη κράτησε μέχρι τη δύση τού ήλιου και κανένας δεν ήξερε ακόμη ποιος είχε νικήσει. Αν και ο Aμαδέος πίστευε ότι αν δεν είχε νυχτώσει, θα είχε νικήσει τούς Τούρκους και θα είχε πάρει την Καλλίπολη, αποδέχτηκε τη συμβουλή τού Γκατελούζο να υποχωρήσει προς την ασφάλεια των γαλερών και να επαναλάβει την επίθεση την επόμενη μέρα. Εκείνο το βράδυ οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τα υπάρχοντά τους «και εγκατέλειψαν την πόλη», έτσι ώστε το πρωί οι ντόπιοι Έλληνες φώναξαν στους σταυροφόρους στις γαλέρες «κύριοι χριστιανοί ελάτε, οι Τούρκοι έχουν φύγει από την πόλη!» (Signeurs cristiens venes, car les turcs ont la ville vuyde!). Ο Γκατελούζο τούς άκουσε και ενημέρωσε τον Aμαδέο. Όταν η έρευνα έδειξε ότι πράγματι, οι Τούρκοι είχαν φύγει, «ο κόμης κατέβηκε στην παραλία μαζί με όλους τούς συντρόφους του και μπήκαν στην πόλη, όπου παρέμειναν μερικές μέρες».79

Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Καλλίπολη την Κυριακή 23 Αυγούστου (1366), ημέρα κατά την οποία ο Aμαδέος διόρισε κάποιον Αιμόν «που ονομαζόταν Μισαλλύ» ως διοικητή τού κάστρου και τής πόλης με μηνιαίο μισθό 120 φλουριών. Όμως στις 16 Σεπτεμβρίου η διοίκηση των πολιτικών υποθέσεων ανατέθηκε στον Ιάκωβο τής Λουκέρνης, που θα έπαιρνε είκοσι φλουριά τον μήνα. Οι διορισμοί αυτοί ίσχυσαν μέχρι τα μέσα Ιουνίου τού επόμενου έτους, όταν ο Aμαδέος παρέδωσε την Καλλίπολη στον αυτοκρατορικό εξάδελφό τού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Τα ιστορικά στοιχεία προέρχονται από την περιγραφή τού Αντουάν Μπαρμπιέ:

Πλήρωσε στην Καλλίπολη με εντολή τού κυρίου [Aμαδέου] στη φρουρά τού εν λόγω τόπου τούς μισθούς που όφειλε ο κύριος στους άνδρες τής φρουράς, όπου η εξόφληση τού λογαριασμού με αυτούς έγινε στις 14 Ιουνίου [1367], ενώ εκείνη τη μέρα παρέδωσε το κάστρο και την πόλη τής Καλλίπολης στις δυνάμεις τού κυρίου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης. Πρώτον πλήρωσε στον προαναφερθέντα Μισαλλύ, διοικητή τού κάστρου τής Καλλίπολης, 1.168 φλουριά, που τού όφειλε ο κύριος για τούς μισθούς του εννέα μηνών και 22 ημερών, με αφετηρία τις 23 Αυγούστου 1366 και λήξη στις 13 [έπρεπε να είναι στις 14] Ιουνίου 1367, διάστημα κατά το οποίο υπηρέτησε τον κύριο φυλάσσοντας το εν λόγω κάστρο με μηνιαίο μισθό 120 φλουριών…80

Πλήρωσε στον Ιάκωβο τής Λουκέρνης, διοικητή τής πόλης τής Καλλίπολης, 178¾ φλουριά, ως εξόφληση τής αμοιβής που τού όφειλε για οκτώ μήνες και 28 ημέρες, με αφετηρία τις 16 Σεπτεμβρίου 1366 και λήξη τις 14 Ιουνίου 1367, διάστημα κατά το οποίο υπηρέτησε τον κύριο με μηνιαίο μισθό 20 φλουριών…81

Στο μεταξύ στις 26 Αυγούστου (1366) ο λογιστής τού Αμαδέου πήρε εντολή να δώσει ένα φλουρί σε συγκεκριμένο άνθρωπο, που έφερε στον κύριο την είδηση τής εξόδου των Τούρκων από το κάστρο και την πόλη τής Καλλίπολης».82 Την ίδια μέρα άρχισαν πληρωμές για την υπηρεσία φρουράς, όπως είχε διαμορφωθεί η φρουρά, ενώ την ίδια επίσης μέρα ο Aμαδέος έστειλε αγγελιοφόρο ονομαζόμενο Μάρτιν στη Σαβοΐα, για να πει στην κόμισσα Μπον και τούς συμβούλους της, ότι οι δυνάμεις του είχαν πετύχει σημαντική νίκη επί των Τούρκων.83 Η Μπον απάντησε αμέσως στον σύζυγό της, γιατί δύο μήνες αργότερα (στις 25 Οκτωβρίου) δύο ευγενείς από την αυλή της βρίσκονταν στη Βενετία, όπου η Γερουσία τούς έδωσε άδεια να πάνε στην Κωνσταντινούπολη στον εξοχώτατο άρχοντα κόμη τής Σαβοΐας με επιστολές και «με τρεις συντρόφους, με όπλα για τούς ίδιους και με άλλο ελαφρό εξοπλισμό». Θα μπορούσαν να πάνε με οποιαδήποτε γαλέρα ή άλλο σκάφος, εξοπλισμένο ή άοπλο, που έκανε το συνηθισμένο δρομολόγιο προς Μεθώνη, Κορώνη, Nεγκροπόντε και Κωνσταντινούπολη.84

Παρά το γεγονός ότι ο Ιόργκα δίνει ελάχιστη προσοχή στην εκστρατεία τού Αμαδέου, την οποία θεωρεί «όχι τόσο ως σταυροφορία, αλλά ως απόδραση»,85 όμως η κατάληψη τής Καλλίπολης ήταν (λέει ο Χαλέτσκι) «η πρώτη επιτυχία τού χριστιανών στον αγώνα τους για την άμυνα τής Ευρώπης και ταυτόχρονα η τελευταία μεγάλη χριστιανική νίκη [επί των Τούρκων] κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού 14ου αιώνα».86 Οι Τούρκοι είχαν χρησιμοποιήσει την Καλλίπολη ως πύλη προς την Ευρώπη. Το 1359 είχαν εμφανιστεί κάτω από τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται ότι είχαν εισέλθει στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο τού 1361, ενώ κατέλαβαν το Διδυμότειχο τον Νοέμβριο τού 1361 και τελικά εξασφαλίστηκαν στη Φιλιππούπολη πριν από το τέλος τού 1363. Φαίνεται ότι ο Μουράτ Α’ είχε εγκαθιδρύσει την οθωμανική αυλή στην Αδριανούπολη ένα ή δύο χρόνια πριν από την εκστρατεία των σταυροφόρων τής Σαβοΐας.87

Ο φοβισμένος αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος είχε λόγο να πάει στη Βούδα, όπως είδαμε, για να ζητήσει τη βοήθεια τού Λουδοβίκου τού Μεγάλου, τον οποίον ο Αμαδέος περίμενε να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Ο Γίρετσεκ υπενθυμίζει την περιγραφή ενός πεπειραμένου ανθρώπου τής εποχής, τού Τζιοβάννι ντι Κονβερσίνο ντα Ραβέννα (1343-1408), τού οποίου ο πατέρας ήταν γιατρός στην αυλή τού Λουδοβίκου, ότι ο αυτοκράτορας προσέβαλε τον βασιλικό οικοδεσπότη του αρνούμενος να βγάλει το καπέλο του παρουσία τού τελευταίου και φερόμενος με αλαζονεία ανάρμοστη για κάποιον, που ζητούσε τη βοήθεια τού άλλου.88 Αυτή δεν είναι η εικόνα που παίρνουμε για τον Ιωάννη Ε’ από άλλες πηγές, αλλά ανεξάρτητα από τον λόγο τής δυσπιστίας που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ηγεμόνων, όταν ο Ιωάννης αναχώρησε από την ουγγρική αυλή αναγκάστηκε να αφήσει εκεί ως όμηρο τον μικρό του γιο Μανουήλ.89 Είναι ευνόητο ότι ο Ιωάννης έβλεπε στις προετοιμασίες τού Λουδοβίκου για σταυροφορία την προοπτική περαιτέρω εισβολών σε σερβικά, βουλγαρικά, ακόμη και βυζαντινά εδάφη, ενώ ο Ιωάννης μπορεί να σκέφτηκε κάποια στιγμή ότι οι εξασθενημένοι Βούλγαροι, από τούς οποίους είχε αποσπάσει την Αγχίαλο τής Μαύρης Θάλασσας (το 1364), θα ήσαν καλύτεροι σύμμαχοι εναντίον των Τούρκων απ’ ό,τι οι Ούγγροι.

Αν ο Ιωάννης διατηρούσε τέτοιες ψευδαισθήσεις φεύγοντας από τη Βούδα, αυτές γρήγορα διαλύθηκαν όταν γύρισε στο Βιδίνι, την πρωτεύουσα τής δυτικής Βουλγαρίας, το οποίο είχαν καταλάβει οι Ούγγροι τον Μάιο τού 1365. Ο Ιωάννης Σίσμαν, ο τσάρος τής (ανεξάρτητης) ανατολικής Βουλγαρίας, καχύποπτος αναμφίβολα για την επίσκεψη τού Ιωάννη στη Βούδα, αρνιόταν να τού επιτρέψει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μέσα από τα εδάφη του και έτσι ο Ιωάννης δεν μπορούσε να καταπλεύσει τον Δούναβη (μέσω τής διαδρομής από την οποία είχε πάει στην Ουγγαρία), γιατί στον Δούναβη είχε εύκολη πρόσβαση ο Σίσμαν. Οι επικοινωνίες τού Ιωάννη με την Κωνσταντινούπολη προφανώς δεν είχαν αποκοπεί, αλλά είχε αποκοπεί η επιστροφή του, ενώ δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος γιος του Ανδρόνικος [Δ’] ήταν παντρεμένος με Βουλγάρα πριγκήπισσα,90 υποψιάζεται κανείς τώρα (όπως ενδεχομένως υποψιαζόταν και τότε) κάποιο βαθμό δυσάρεστης συμπαιγνίας μεταξύ τού Βούλγαρου τσάρου και τού Ανδρόνικου, τού οποίου τα επόμενα χρόνια θα ήσαν γεμάτα εξεγέρσεις εναντίον τού πατέρα του.

Οι χρονικογράφοι τής Σαβοΐας βοήθησαν να δημιουργηθεί ο μύθος ότι ο τσάρος Σίσμαν είχε φυλακίσει τον Ιωάννη (quil estoit encores emprison),91 αλλά ο Λατίνος πατριάρχης Παύλος είχε αναμφίβολα ενημερώσει τον Αμαδέο για την πραγματική φύση τής δύσκολης θέσης τού Ιωάννη, η οποία, έτσι κι αλλιώς, ήταν κάποιου είδους φυλάκιση. Ο Αμαδέος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 ή 3 Σεπτεμβρίου (1366) και από τις 4 τού μηνός ξεκίνησαν οι πληρωμές τού Μπαρμπιέ στην ελληνική πρωτεύουσα με την καταβολή μισθών στον διερμηνέα Πάολο ντα Βενέτσια και με δώρα προς τούς κυβερνήτες, τούς τιμονιέρηδες και τούς γραφείς των γαλερών.92 Λίγο μετά την άφιξή τού Aμαδέου στην πόλη, η σύζυγος τού Ιωάννη Ε’, η αυτοκράτειρα Ελένη Καντακουζηνή (κόρη τού Ιωάννη ΣΤ’), τού έδωσε 12.000 υπέρπυρα (parperi), με στόχο να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις δαπάνες «αρμάδας», με την οποία πρότεινε αυτός να εισέλθει στη Βουλγαρία από τη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να καθαρίσει τον δρόμο για τον «άρχοντα αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, ο οποίος δεν μπορούσε να επιστρέψει λόγω τής παρεμβολής που τού προκαλούσε ο αυτοκράτορας τής Βουλγαρίας».93

Σε αυτό το σημείο η εκστρατεία τού Αμαδέου έπαψε να αποτελεί «σταυροφορία» και κύριος στόχος της έγινε η διάσωση τού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου από τη δύσκολη θέση του στο Βιδίνι. Ο Γενουάτης δήμαρχος (ποντεστά) τού Πέρα έδωσε στον Aμαδέο μερικά άλογα, ενώ η «κοινότητα» διέθεσε γενναιόδωρα δύο ακόμη γαλέρες.94 Η Ελένη Καντακουζηνή διέθεσε επίσης δύο γαλέρες, οι οποίες εμφανίζονται στους λογαριασμούς τού Μπαρμπιέ ως δανεισμένες από τον ίδιο τον απόντα αυτοκράτορα.95 Ο ράφτης τού Αμαδέου αγόρασε μετάξια και γούνες από τα γενουάτικα καταστήματα στο Πέρα,96 ενώ οι βοηθοί του αγόρασαν έπιπλα και σκεύη «στην ενετική συνοικία» (in burgo Veneciarum), κατά μήκος τής νότιας ακτής τού Κερατίου, μεταξύ τής Πύλης Βίγλας (Porta Viglae) και τής Πύλης Περάματος και Αγίου Μάρκου (Portae Peramatis et S. Marci).97 Ο γιατρός Γκυ Αλμπέν ήταν και πάλι απασχολημένος στα φαρμακεία, αγοράζοντας 6 λίμπρες ροδοζάχαρη, 3 λίμπρες «καθαρτικής πάστας», 25 κιλά σύκα, 12 κιλά αποξηραμένα δαμάσκηνα και άλλα πράγματα, μεταξύ των οποίων 18 σκονάκια για το στομάχι (saculi pro stomaco),98 τα οποία δείχνουν όλα ότι ο Aμαδέος είχε κάποια εσωτερική δυσκολία.

Οι κυβερνήτες (patroni) των γαλερών προμηθεύτηκαν 71 νέα κουπιά φτιαγμένα «στο ναύσταθμο τού κυρίου αυτοκράτορα», ενώ 32 μόδιοι σιτηρών αγοράστηκαν από τον Μπερναμπό ντι Σαν Στέφανο στο Πέρα για την παρασκευή γαλέτας (ship’s biscuit). Ο Μπερναμπό τούς προμήθευσε επίσης δέκα κομμάτια χοιρομέρι (memnae baconis).99 Φτιάχτηκαν στο Πέρα μια τέντα και οκτώ ακόμη σημαίες για τη γαλέρα τού Αμαδέου.100 Καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη προετοιμασίες για τη μετάβαση μέρους τού στόλου προς βορρά στη Μαύρη Θάλασσα, ο Aμαδέος έστειλε τούς άρχοντες τής Ουρτιέρ και τής Φρομέντ με γαλέρα «στον άρχοντα αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης στο Βιδίνι, αλλά η γαλέρα δεν μπόρεσε να πάει πιο πέρα από το στόμιο τής Μαύρης Θάλασσας λόγω τού θυελλώδους καιρού, αν και παρέμειναν οκτώ μέρες σε συγκεκριμένο λιμάνι που ονομάζεται «Ζιρόν» [αποκαλούμενο (Aρ)-γυρόνιον από τούς Έλληνες, το σημερινό Umur-yeri], περιμένοντας για κατάλληλο καιρό».101 Ο Μπαρμπιέ πλήρωσε πολλούς λογαριασμούς στις 3 Οκτωβρίου, ενώ στις 4 τού μηνός ο στόλος τού Αμαδέου κινήθηκε προς βορρά, πέρασε από το «ρέμα τού διαβόλου» και στις 6 Οκτωβρίου έφτασε σε χωριό το οποίο ο Μπαρμπιέ αποκαλεί «Λ’ Ορφενάλ»,102 το σύγχρονο Ρούμελιφενέρι («φάρος τής Ευρώπης») στο αρχαίο ακρωτήριο Πάνιον, στην είσοδο τής Μαύρης Θάλασσας. Στις 17-19 Οκτωβρίου στη Σωζόπολη, στο νότιο άκρο τού Κόλπου τού Μπουργκάς (Πύργου), ο Μπαρμπιέ πλήρωσε 600 φλουριά σε έξι Γενουάτες κυβερνήτες (patroni) γαλερών, που πήγαιναν με τον Αμαδέο στη Βουλγαρία (“Burgaria”), δηλαδή στους Βιντσέντι, Ιουστιτσιέρ, Πάνσα, Οττομπόνο ντι Γκρόππο, Μάρκο ντι Κάναβα και Ισνάρντο ντι Γκάικο.103 Οι Γενουάτες στη Μαύρη Θάλασσα βρίσκονταν σαν στο σπίτι τους.

Η Σωζόπολις (η αρχαία Απολλωνία), που δεν διέθετε ισχυρή φρουρά, καταλήφθηκε γρήγορα με τη βία, αν μπορούμε να πιστεύουμε τα Χρονικά τής Σαβοΐας (Savoyard chronicles), όπως καταλήφθηκαν και οι κοντινές παραθαλάσσιες πόλεις «Μακρόπολις» (Manchopoly) και «Σκαφίδα» (Scafida, σήμερα κοντά στο Μπουργκάς/Πύργο τής Βουλγαρίας). Η Σωζόπολις βρισκόταν σε βουλγαρικά χέρια, αλλά στο λιμάνι τής Σκαφίδας οι σταυροφόροι βρήκαν αρκετά τουρκικά σκάφη, τα οποία βύθισαν «στη μάχη» (en combatant), χωρίς να δεχτούν την παράδοση εκείνων που βρίσκονταν πάνω τους. Σύμφωνα με την περιγραφή τού χρονικού τής Σαβοΐας ύστερα κατέλαβαν την Αγχίαλο («L’Assillo», Axillo, Anchialus, σήμερα Πομόριε), μέρος γνωστό στη βυζαντινή ιστορία. Οι κάτοικοι των πόλεων που είχαν καταληφθεί απορούσαν γιατί ο κόμης τής Σαβοΐας είχε εισβάλει έτσι στα εδάφη τού τσάρου τής Βουλγαρίας, ο οποίος ποτέ δεν τού είχε κάνει κακό, ενώ ο κόμης απαντούσε ότι το έκανε επειδή ο τσάρος είχε συλλάβει τον ξάδελφό του, τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης και ότι ποτέ δεν θα σταματούσε τον πόλεμο κατά των Βουλγάρων μέχρι να ελευθερωθεί ο αυτοκράτορας.104

Η Αγχίαλος βρισκόταν κοντά στη «Σκαφίδα» (ή «Σταφίδα»), από την οποία ο στόλος τού Aμαδέου έπλευσε αμέσως μικρή απόσταση προς βορρά στη Μεσημβρία (σήμερα Νέσεμπαρ), «που ανήκε στον αυτοκράτορα τής Βουλγαρίας» (appartenant a l’ empereur de Burgarie). Εδώ ο Aμαδέος περίμενε και συνάντησε πιο σοβαρή αντίσταση. Για μια ακόμη φορά αποφάσισε τρεις «επιθέσεις», δύο από την ξηρά και τρίτη από τη θάλασσα. Το πρώτο τμήμα των χερσαίων δυνάμεών του τέθηκε υπό τις διαταγές τού Φλοριμόν ντε Λεσπάρ και τού κυρίου ντε Μπασσέ, ο οποίος διάλεξε μαζί του τούς Γκυγιώμ ντε Γκρανσόν και Ζαν ντε Γκρολέ. Ο ίδιος ο Aμαδέος ανέλαβε τη διοίκηση τού δεύτερου (και προφανώς μεγαλύτερου) τμήματος, το οποίο περιλάμβανε τον Αιμόν Γ’ τής Γενεύης, τούς άρχοντες τής Σαλόν, τής Υρτιέρ και τού Κλερμόν, καθώς και τούς ευγενείς από τη Σαβοΐα, τη Βουργουνδία και το Ντωφίν. Ο άρχοντας τής Μυτιλήνης Φραντσέσκο Γκατελούζο θα επιτίθετο στη Μεσημβρία από το λιμάνι. Οι Βούλγαροι πολέμησαν σκληρά, λένε οι χρονικογράφοι τής Σαβοΐας, αλλά «η πόλη τους καταλήφθηκε και αλώθηκε, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν μέσα θανατώθηκαν, επειδή είχαν σκοτώσει πολλούς χριστιανούς κατά την επίθεση και επειδή υπήρχαν πολλοί τραυματίες ιππότες και ακόλουθοι».105 Η ευσέβεια τής περιγραφής θα είχε μειωθεί αν αναγνωριζόταν το γεγονός ότι οι Βούλγαροι ήσαν επίσης χριστιανοί.

Οι λογαριασμοί τού Μπαρμπιέ δείχνουν ότι ο Aμαδέος είχε εισέλθει στη Μεσημβρία στις 21 Οκτωβρίου (1366), όταν διέταξε την καταβολή 6 φλουριών σε αξιωματικό, τον οποίο έστελνε πίσω στην Αγχίαλο. Την ίδια μέρα έδωσε εντολή στον Μπαρμπιέ να πληρώσει 2 φλουριά «σε κάποιον που είχε εισχωρήσει στο τείχος τής πόλης τής Μεσημβρίας όταν ο κύριός μου επιτέθηκε στον τόπο…». Στις 22 τού μηνός φρόντισε για την καταβολή 120 φλουριών στους Μπερλιόν ντε Φορά και Γκυγιώμ ντε Σαλαμόν, τούς οποίους διόρισε «διοικητές Μεσημβρίας», για τις δαπάνες τους καθώς και για τις δαπάνες εκείνων που άφηνε ως φρουρά στο κάστρο δίπλα στο λιμάνι.106 Βρισκόταν προφανώς σε χαρούμενη διάθεση, γιατί στις 23 τού μηνός έδωσε φιλοδώρημα (pourboire) 10 φλουριά στους ναύτες των γαλερών των Βιντσέντι, Ιουστιτσιέρ, Οττομπόνο ντι Γκρόππο και Μάρκο ντι Κάναβα, καθώς και στους επιβαίνοντες στις δύο γενουάτικες γαλέρες από το Πέρα και στις δύο αυτοκρατορικές γαλέρες από την Κωνσταντινούπολη. Το ίδιο ποσό δόθηκε στους ναυτικούς από τη Μασσαλία, που ταξίδευαν με τούς Ζαν Κασσέ και Μαρτίν Γκεμ, που ήσαν και οι δύο «κυβερνήτες» (patroni) γαλερών, σε εκείνους τής γαλέρας τού Τζιοβάννι ντι Μανιάρι από τη Γένουα, καθώς και «στους ναυτικούς των τριών μεγάλων γαλερών και των δύο πλοίων μεταφοράς [conducte] από τη Βενετία, δηλαδή δέκα φλουριά σε κάθε γαλέρα και έξι φλουριά σε κάθε πλοίο μεταφοράς. …». Οι ενετικές γαλέρες ήσαν αυτές των Τζιοβάννι ντι Κόντε, Φραντσέσκο ντι Κόλα και Νταρμπιντόν. Τα πλοία μεταφοράς ήσαν εκείνα των Νικολό Μαρίνι «Κάσσο» και Τζουλιάνο Νέρι.107 Δεδομένου ότι το πλήρωμα τής γαλέρας τού Ραϋμόν Μπονζάν θα συνέχιζε στην υπηρεσία τού Aμαδέου και (όπως θα σημειώσουμε) πήρε τα 10 φλουριά του αργότερα, ο στόλος τής Σαβοΐας στις δυτικές ακτές τής Μαύρης Θάλασσας αποτελείτο από τουλάχιστον επτά γαλέρες από τη Γένουα και το Πέρα, δύο από την Κωνσταντινούπολη, τρεις από τη Μασσαλία και τρεις από τη Βενετία, συνολικά δεκαπέντε, χωρίς να συνυπολογίζονται δύο τουλάχιστον πλοία μεταφοράς από τη Βενετία και ορισμένα άλλα σκάφη, τα οποία αναφέρονται στους λογαριασμούς τού Μπαρμπιέ.108

Ο Aμαδέος παρέμεινε στη Μεσημβρία «μερικές ημέρες» για να φροντίσουν τούς τραυματίες, ενώ κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου λέγεται ότι είχε μετατρέψει τούς νέους κατακτημένους του «σε ανθρώπους τού αυτοκράτορα τής Ελλάδας» (aux gens de lempereur de Grece). Παρά το γεγονός ότι οι αποστάσεις που ταξίδευε τώρα η αποστολή του ήσαν μικρές, η ταχύτητα τής μετακίνησής του δίνει την εντύπωση πολύ κατάλληλης οργάνωσης, αφού το στράτευμα τής Σαβοΐας είχε φτάσει στη Βάρνα στις 25 Οκτωβρίου, έχοντας καταλάβει στον δρόμο του το κάστρο τού «Αίμονα» (Lemona). Αφήνοντας τη συνηθισμένη φρουρά στον Αίμονα (στο ακρωτήριο Έμινε), ο Aμαδέος προωθήθηκε αμέσως στη Βάρνα, στο κύριο βουλγαρικό φρούριο στην ακτή τού Εύξεινου Πόντου. Καθώς ο στόλος αγκυροβολούσε «πριν από τη Βάρνα», ο Αμαδέος έστειλε για κάποιο λόγο δύο πλοία μεταφοράς (ligna) πίσω στον Αίμονα και έδωσε στους κυβερνήτες τους 10 φλουριά για τις δαπάνες που θα συνεπαγόταν η εκεί μετάβασή τους.109 Στη Βάρνα την 1η Νοεμβρίου το πλήρωμα τού Ραϋμόν Μπονζάν στην τρίτη γαλέρα από τη Μασσαλία έλαβε φιλοδώρημα 10 φλουριά,110 πράγμα που δείχνει ότι δεν ήσαν παρόντες κατά την επίθεση στη Μεσημβρία, όπου ο Αμαδέος είχε δώσει αντίστοιχο ποσό στους ναυτικούς των άλλων γαλερών.

Η Βάρνα ήταν καλά περιτειχισμένη και καλά φρουρούμενη, προφανώς πολύ ισχυρή για να καταληφθεί εξ εφόδου και έτσι, με τις συμβουλές των παλαιών συντρόφων του στα όπλα, ο Aμαδέος αποφάσισε να καταλάβει τον τόπο με πολιορκία. Ήταν ζοφερή προοπτική, καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. Έστειλε λοιπόν στην πόλη σε διερευνητική αποστολή τούς Ζαν ντε Βιέν και Γκυγιώμ ντε Γκρανσόν, για να συζητήσουν τούς όρους παράδοσης. Βρήκαν ότι οι Βούλγαροι δεν είχαν πρόθεση να εγκαταλείψουν τη Βάρνα, αλλά ότι ήσαν πρόθυμοι να μην ενοχλούν τις δυνάμεις τής Σαβοΐας και συμφωνούσαν να τις προμηθεύουν με εφόδια. Πρότειναν επίσης την αποστολή «δώδεκα πολιτών τους στον άρχοντά τους, τον αυτοκράτορα τής Βουλγαρίας, για να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση τού αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης από τη φυλακή, ενώ ο κόμης υποσχόταν να μη τούς κάνει ζημία μέχρι την επιστροφή των απεσταλμένων τους. Ύστερα από αυτές τις υποσχέσεις οι δώδεκα πολίτες έφυγαν για τον αυτοκράτορά τους και ο κόμης συνέχισε την πολιορκία του».111

Όταν οι «δώδεκα πολίτες» τής Βάρνας ξεκίνησαν για την αυλή τού Ιωάννη Σίσμαν στο Τίρνοβο (σήμερα Βέλικο Τίρνοβο), ο Aμαδέος έβαλε τον Λατίνο Πατριάρχη Παύλο επικεφαλής δικής του πρεσβείας και έστειλε μαζί του στο Τίρνοβο τον άρχοντα τής Φρομέντ, τον Άλεμπρετ τής Βοημίας, τον Γκυγιώ Φερλαί και τον Γκαμπριέλ Μπίμπλια. Έφυγαν από τη Βάρνα στις 29 Οκτωβρίου, ενώ στις 10 Νοεμβρίου, λίγο μετά την άφιξή τους στο Tίρνοβο, ο Παύλος έστειλε τον Γκυγιώ Φερλαί πίσω στον Aμαδέο στη Βάρνα, προφανώς για να αναφέρει για την υποδοχή τους από τον τσάρο και να ζητήσει περαιτέρω οδηγίες.112 Οι απεσταλμένοι τής Σαβοΐας δεν επέστρεψαν παρά στις 22 Δεκεμβρίου, όταν ξαναενώθηκαν με τον Αμαδέο στη Μεσημβρία, όπου αυτός είχε στο μεταξύ πάει.113 Ένας Έλληνας αγγελιοφόρος, ο οποίος πιθανότατα είχε φύγει από το Βιδίνι και είχε φτάσει στη Βάρνα μέσω Tίρνοβου, είχε ήδη φέρει στις 10 Νοεμβρίου στον Aμαδέο «κάποιες ειδήσεις» τόσο από τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο όσο και από τον Σίσμαν.114 Ο τσάρος και ο αυτοκράτορας βρίσκονταν προφανώς σε μεταξύ τους επικοινωνία για πολλές εβδομάδες.

Οι διαπραγματεύσεις τού πατριάρχη Παύλου στο Tίρνοβο υπήρξαν επιτυχείς και ικανοποιητικές από την άποψη τής Σαβοΐας. Η συμφωνία δεν ήταν και τόσο δύσκολη, γιατί ο Σίσμαν φοβόταν για το μέλλον τής Βάρνας και ο Aμαδέος δεν ήταν πρόθυμος να παρατείνει την πολιορκία κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. Ο Παύλος προφανώς εξασφάλισε την απελευθέρωση τού στρατάρχη τής Βουργουνδίας Γκυ ντε Πονταρλιέ, τού άρχοντα Μπαρτολομέ Μπαλλυφιέ και κάποιου Πουάπ, «που τούς κρατούσε ως όμηρους ο αυτοκράτορας τής Βουλγαρίας» (qui capti detinebantur per imperatorem Burgarie), έναντι λύτρων 2.400 χρυσών υπέρπυρων βάρους Πέρα ή περίπου 1.200 χρυσών δουκάτων.115 Οι απεσταλμένοι από τη Βάρνα είχαν δώσει στον Σίσμαν τόσο ζοφερή περιγραφή τού τρόπου με τον οποίον ο Aμαδέος είχε λεηλατήσει βουλγαρικές «πόλεις, κωμοπόλεις, και κάστρα … και κρατούσε ακόμη την πόλη τής Βάρνας υπό πολιορκία, επειδή [ο Σίσμαν] κρατούσε φυλακισμένο τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης», ώστε ο ταλαιπωρούμενος τσάρος «συναίνεσε στην απελευθέρωση τού αυτοκράτορα … αλλά ο κόμης τής Σαβοΐας έπρεπε να υποσχεθεί ότι δεν θα συνέχιζε τον πόλεμο στη Βάρνα». Σύμφωνα με περαιτέρω μαρτυρία των χρονικογράφων τής Σαβοΐας, ο Παύλος στη συνέχεια διαβίβασε στον Σίσμαν τη διαβεβαίωση τού Αμαδέου, «ότι μόλις ο αυτοκράτορας [Ιωάννης], ο εξάδελφός του, βρισκόταν ελεύθερος στην Κωνσταντινούπολη, θα σταματούσε την πολιορκία τής Βάρνας…»116

Όμως ο Aμαδέος είχε πια αποσυρθεί στη Μεσημβρία στις 18 Νοεμβρίου, όταν έδωσε στον μάγειρά του Παλλιάρ τρία φλουριά ως δώρο, για να πάει και να τού αγοράσει μάλλινο παλτό και κουκούλα.117 Στις 24 τού μηνός τεχνίτες πήραν κρασί αξίας ενός φλουριού, όταν έχτισαν τζάκι στο δωμάτιο τού Aμαδέου «στο σπίτι τής πόλης τής Μεσημβρίας» (in domo ville Mesembrie).118 Την ίδια στιγμή ο Aμαδέος προχωρούσε σε τελικές πληρωμές προς τούς κυβερνήτες των τριών γαλερών από τη Γένουα (Ισνάρντο ντι Κάικο, Τζανφράνκο Πάνσα και Mάρκο ντι Κάναβα), οι οποίοι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, καθώς και στους δύο κυβερνήτες από το Πέρα, τον Ντομένικο Βεϋρόλ και τον Μαρτίνο ντι Καμποφρεγκόζο, των οποίων η θητεία είχε επίσης τελειώσει.119 Ο Ζαν Κασσέ, τού οποίου η γαλέρα προερχόταν από τη Μασσαλία, εξοφλήθηκε επίσης.120 Πιθανώς ήσαν όλοι ανήσυχοι να ξεκινήσουν πριν έρθει ο χειμώνας. Στις 8 Δεκεμβρίου ο ράφτης Αιμονέ ξόδεψε 33 χρυσά υπέρπυρα σε υλικά για παλτά, κουκούλες και γάντια για τον Αμαδέο και τον Γκυγιώμ ντε Γκρανσόν,121 γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχαν κάποια καλά καταστήματα στη Μεσημβρία. Ο άγρυπνος γιατρός Γκυ Αλμπέν βρήκε φαρμακείο και αγόρασε «πολλά φάρμακα … για τούς πολλούς ασθενείς μεταξύ των ανδρών τού κυρίου μου», όλα έναντι 2 φλουριών.122

Ενώ εξοφλούνταν άνδρες και γίνονταν αγορές, αγγελιοφόροι μετέφεραν επιστολές προς την Κωνσταντινούπολη και το Πέρα, προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ στο Βιδίνι και στους Βούλγαρους στο ακρωτήριο Καλή Άκρα (Kaliakra) βορειοανατολικά τής Βάρνας, «για τον ερχομό τού άρχοντα αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως» (pro adventu domini imperatoris Constantinopolis).123 Με την άρση τής πολιορκίας τής Βάρνας ο Αμαδέος έστειλε έμπιστο μέλος τής ακολουθίας του, τον Τρεβερνέ, μαζί με διερμηνέα και δύο τοξότες (βαλλιστές), να συναντήσουν τον Ιωάννη και να τον συνοδεύσουν στον στρατόπεδο τής Σαβοΐας. Προφανώς ο τσάρος Σίσμαν δεν επέτρεπε ούτε στον Ιωάννη ούτε στους απεσταλμένους τού Aμαδέου να διασχίσουν βουλγαρικό έδαφος και έτσι ο Τρεβερνέ πήγε στο ακρωτήριο Καλή Άκρα, όπου μάταια περίμενε επί εικοσιεννέα μέρες τον Ιωάννη, ο οποίος (αναμφίβολα με την άδεια τού Σίσμαν) μπόρεσε τελικά να ακολουθήσει διαδρομή πιο άμεση από την κοιλάδα τού Δούναβη και τελικά έφτασε στη Μαύρη Θάλασσα στο ύψος τής Σωζόπολης. Όταν έγινε γνωστή η διαδρομή τού αυτοκράτορα, ο Τρεβερνέ επέστρεψε από την Καλή Άκρα και στις 24 Δεκεμβρίου ή κάπου τότε αποζημιώθηκε με δεκαέξι φλουριά για τα έξοδά του, καθώς και για εκείνα τού διερμηνέα και των τοξοτών του.124

Στο μεταξύ, η αποπληρωμή των πλοιάρχων των γαλερών, οι πληρωμές που δόθηκαν στις φρουρές και στους πάνοπλους άνδρες που είχαν στρατολογηθεί στη Σαβοΐα, την Ιταλία και αλλού, καθώς και πολλές άλλες μικρότερες δαπάνες (τις οποίες ο Μπαρμπιέ καταγράφει προσεκτικά), είχαν εξαντλήσει το σταυροφορικό ταμείο τού Aμαδέου. Επέβαλε λοιπόν φόρο ή «εισφορά με βάση την ακίνητη περιουσία» (taillia) συνολικού ύψους 17.568½ χρυσών υπέρπυρων [περίπου 8.270 χρυσών φλουριών] στη Μεσημβρία, η οποία καταβλήθηκε «από πολλά και ποικίλα πρόσωπα τής πόλης», συμπεριλαμβανομένων 938½ υπέρπυρων που συλλέχθηκαν από τούς φτωχούς.125 Στους πλουσιότερους πολίτες επιβλήθηκαν σημαντικά ποσά: 2.000 υπέρπυρα στον Καλογιάννη Καστροφιλάτα, από τα οποία κατέβαλε 1.200 σε τρόφιμα, 500 στην αρχόντισσα Θεοδώρα, από τα οποία κατέβαλε επίσης 300 σε προμήθειες (victualibus) και 500 στον Κωνσταντίνο Οκτολίνα, τα τελευταία 100 από τα οποία συμφωνήθηκαν τελικά σε 60.126 Οι ακόλουθοι τού Aμαδέου πούλησαν 227 «τέταρτα» (quartae) κεχριού που βρήκαν στο κάστρο τής Μεσημβρίας σε κάποιον ντόπιο πλούσιο ονομαζόμενο Ανδρέα Νυχούδη για «ένα υπέρπυρο ανά τέταρτο», ενώ Γενουάτης έμπορος, που ονομαζόταν Γκαμπριέλε, αγόρασε 600 τέταρτα (quartae) κεχριού, που ήσαν επίσης αποθηκευμένα στο κάστρο, σε τιμή που φαινόταν ότι ήταν η μισή.127 Οι τής Σαβοΐας κατάσχεσαν και εκποίησαν χαλκό, αλάτι, κερί, κριθάρι, σιτάρι και άλλα πράγματα, για τα οποία έπρεπε να καταβληθεί αντίτιμο, μεταξύ άλλων και ξυνισμένο κρασί.128 Οι Εβραίοι τής Μεσημβρίας έκαναν στον Αμαδέο «δώρο» 20 φλουριών (περίπου 42 υπερπύρων), ενώ ο Ιωάννης Ακάρδης πλήρωσε 24 υπέρπυρα για να μην τού γκρεμίσουν το σπίτι.129

Ο Ζιράρ ντε Γκρανμόν συγκέντρωσε 2.734¾ υπέρπυρα από τούς κατοίκους τής Aγχιάλου «και δεν μπορούσε να τούς πάρει περισσότερα, όπως ο ίδιος λέει, αν και ο φόρος ανερχόταν σε μεγαλύτερο ποσό, λόγω των ταλαιπωρίων που υπέστη ο πληθυσμός τής πόλης στα χέρια των ανθρώπων, τούς οποίους ο άρχοντας [Aμαδέος] διατηρούσε στη φρουρά τής πόλης».130 Ο Ζιράρ είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Μια νύχτα προς τα Χριστούγεννα (του 1366) είχε τοποθετήσει αρκετούς από τούς πεζικάριους (briganti) τού Γκαλεάτσο Βισκόντι να φρουρούν εκκλησία, στην οποία είχε περιορίσει μερικούς από τούς πιο απρόθυμους και κατά πάσα πιθανότητα πλουσιότερους πολίτες τής Aγχιάλου «για τον φόρο τού άρχοντα Aμαδέου». Οι «μπριγκάντι» πήραν ένα επιπλέον φλουρί για τον κόπο τους και ένας μη κατονομαζόμενος διερμηνέας πήρε 2 φλουριά, επειδή βοήθησαν τον Ζιράρ να συλλέξει «μέρος τού εν λόγω φόρου». Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Ζιράρ μίσθωσε σκάφος για να τον πάει από την Aγχίαλο στη Μεσημβρία, πιθανώς για να φέρει στον Aμαδέο μερικά από τα απαιτούμενα χρήματα, ενώ στη συνέχεια ξαναγύρισε με το ίδιο σκάφος, πολύ πιθανό για να συλλέξει κι άλλα.131 Ένας άλλος διερμηνέας, ο Φραντσέσκο από την Καταλωνία, συγκέντρωσε 1.100 υπέρπυρα από τούς κατοίκους τού Αίμονα (Lemona) όπου ζούσε και παρέδωσε τα χρήματα στον Μπαρμπιέ «για τον φόρο που τούς είχε επιβάλει ο άρχοντας Aμαδέος».132 Καθώς οι ημέρες γίνονταν ψυχρότερες και ο βόρειος άνεμος σάρωνε τη Μαύρη Θάλασσα, περισσότερα τζάκια εγκαταστάθηκαν και τα παράθυρα έγιναν αεροστεγή στο σπίτι που καταλάμβανε ο Αμαδέος στη Μεσημβρία.133 Οι ώρες περνούσαν αργά. Ο Aμαδέος αγόρασε ένα τόξο από κάποιο Γενουάτη, ενώ έδωσε 18 αργυρά δηνάρια (denarii) σε βουλγαρικά χρήματα σε κάποιους τοξότες «με τούς οποίους ο κύριος έπαιζε με το τόξο» (qui cum domino luserunt ad balistam).134 Απέκτησε ένα άσπρο γεράκι135 και περνούσε τις αδρανείς ώρες του παίζοντας τυχερά παιχνίδια με τούς φίλους του.136 Στη Βάρνα στις 6 Νοεμβρίου είχε δανειστεί 200 φλουριά από τον Αρκέτο ντι Βαλ ντ’ Αόστα και τώρα στη Μεσημβρία, στις 3 Δεκεμβρίου, δανείστηκε άλλα 100 από τον γιατρό Γκυ Αλμπέν.137 Ο Aλμπέν ήταν απασχολημένος αυτό τον Δεκέμβριο, επειδή οι περισσότεροι από τούς στρατιώτες τής Σαβοΐας και τής Ιταλίας είχαν λιγότερα τζάκια στα καταλύματά τους και πολύ πιθανόν κανένας τους δεν είχε τέτοια παλτό, όπως εκείνο με επένδυση από δέρμα ελαφιού και γιακά από γούνα αλεπούς, για το οποίο ο ράφτης τού Αμαδέου είχε ξοδέψει πριν τρεις μήνες 3½ φλουριά στο Πέρα.138 Προφανώς έπεσε γρίππη στο στράτευμα και ο Αλμπέν αγόραζε «πολλά φάρμακα» κατά τη διάρκεια τής παραμονής τους στη Μεσημβρία. Ένας από τούς ευγενείς έχασε τη ζωή του, ενώ ο μικρός γιος τού Aμαδέου ο «νεαρός μπάσταρδος τής Σαβοΐας», έπεσε άρρωστος. Ο Αντέλμ ντ’ Υρτιέρ αρρώστησε τα Χριστούγεννα. Μέχρι το Πάσχα θα έπαιρνε φάρμακα αξίας 35 χρυσών δουκάτων και η αδιαθεσία του θα διαρκούσε μέχρι μετά την επιστροφή τής αποστολής στην Ιταλία.139

Προς το τέλος Δεκεμβρίου ήρθε η πολυαναμενόμενη είδηση ότι ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος θα έφτανε σύντομα στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας. Μπορεί να την είχαν φέρει στη Μεσημβρία «κάποιοι τροβαδούροι τού άρχοντα αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης», στους οποίους ο Aμαδέος έδωσε στις 31 τού μηνός 3 φλουριά. Ο Ιωάννης θα ερχόταν στη Σωζόπολη και στις 9 Ιανουαρίου (1367) ή κάπου τότε ο Αμαδέος διέσχισε τον κόλπο τού Πύργου (Μπουργκάς) για να τον περιμένει εκεί.140 Ο πατριάρχης Παύλος είχε ήδη επιστρέψει από τη βουλγαρική αποστολή του και από τις 23 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου δειπνούσε μαζί με τον Αμαδέο, τον Γκυγιώμ ντε Γκρανσόν, τον Γκασπάρ ντε Μονμαγιέ, τον Άλεμπερτ τής Βοημίας «και διάφορους άλλους ευγενείς». Συζητούσαν για τις διαπραγματεύσεις (negotia) που επρόκειτο να έχουν με τον Ιωάννη, ενώ δειπνούσαν τα βράδια με κόστος 102 σόλιδων, στο οποίο περιλαμβανόταν και το κόστος των έξι κέρινων πυρσών που ζύγιζαν 33 λίμπρες, καθώς και μικρών κεριών συνολικού βάρους 13 λιμπρών. Εμφανίστηκε και ο Ζαν ντε Γκρολέ στις 28 Ιανουαρίου, ημέρα κατά την οποία ο αυτοκράτορας είτε έφτασε ο ίδιος στη Σωζόπολη ή τουλάχιστον ήταν διαθέσιμος για συζητήσεις με τούς ανθρώπους τής Σαβοΐας. Ο Μπαρμπιέ έχει καταγράψει τα έξοδα που έγιναν «στην εν λόγω πόλη τής Σωζόπολης στις δεκαοκτώ ημέρες κατά τις οποίες [ο άρχοντας Aμαδέος] έμεινε εκεί για ορισμένες διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε με τον κύριο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, με αφετηρία το βράδυ τής 28ης Ιανουαρίου και τέλος τις 15 Φεβρουαρίου».141 Φαίνεται ότι ο Αμαδέος είχε επιστρέψει στη Μεσημβρία στις 22 Φεβρουαρίου,142 αλλά οι συζητήσεις αυτές συνεχίστηκαν αργότερα (για τρεις μέρες, από τις 12 μέχρι τις 15 Μαρτίου) από τον Παύλο και τον κύριο ντε Φρομέντ.143

Τα δύο ξαδέρφια και οι σύμβουλοί τους είχαν πολλά να συζητήσουν, από το κόστος τής εκστρατείας τής Σαβοΐας μέχρι το δόγμα τής παπικής πρωτοκαθεδρίας. Ο Ιωάννης Ε’ ήταν ευτυχής που είχε ανακτήσει τις πρώην βυζαντινές πόλεις Μεσημβρία και Σωζόπολη, για τις οποίες ο Αμαδέος ήθελε κάποια αποζημίωση για τις τεράστιες δαπάνες του για τη σταυροφορία. Όταν τον Μάρτιο (του 1367) ο Aμαδέος επέστρεψε τη Μεσημβρία στον Ιωάννη, πήρε κάπου 20.844 υπέρπυρα έναντι των 15.000 φλουριών (= 31.875 υπέρπυρα), που ο Ιωάννης είχε συμφωνήσει να τού δώσει σε μερική πληρωμή των εξόδων των γαλερών.144 Για το θέμα αυτό ο Μπαρμπιέ παρατηρεί ότι «δεν μπορούσε να πάρει τίποτε περισσότερο από αυτόν [τον κύριο αυτοκράτορα]» (nichil plus recuperare potuit ab eodem [domino imperatore], αλλά ακόμη και η κάλυψη των δύο τρίτων μιας τέτοιας οικονομικής υποχρέωσης ήταν εξαιρετική επιτυχία για τον πάντοτε οικονομικά εξαθλιωμένο αυτοκράτορα.

Στα οικονομικά ζητήματα κύριος εκπρόσωπος τού Αμαδέου ήταν σαφώς ο κύριος ντε Φρομέντ. Αλλά επειδή ο Ιωάννης είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει την ένωση των Εκκλησιών σε αντάλλαγμα για ουσιαστική βοήθεια εναντίον των Τούρκων, ο Αμαδέος και ο πατριάρχης Παύλος τον πίεζαν τώρα να τηρήσει αυτή την επίσημη δέσμευση. Η εκδίωξη των Τούρκων από την Καλλίπολη και των Βουλγάρων από τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη δεν ήταν μικρό επίτευγμα, ενώ η προσθήκη αυτών των φρουρίων στη συρρικνωμένη αυτοκρατορία τού Βυζαντίου αποτελούσε έργο Λατίνων πολεμιστών, οι οποίοι είχαν επίσης σώσει τον Ιωάννη από το δίλημμά του στο Βιδίνι. Ο Ιωάννης αναμενόταν να τηρήσει το δικό του μέρος τής συμφωνίας και η ένωση των Εκκλησιών ήταν το κύριο θέμα των εκτεταμένων συζητήσεων στη Σωζόπολη. Ο Aμαδέος και ο Παύλος μιλούσαν και οι δύο ως εκπρόσωποι τού Ούρμπαν Ε’, ο οποίος ετοιμαζόταν τότε να μεταφέρει τον παπισμό και πάλι στη Ρώμη. Αλλά στο εκκλησιαστικό πρόβλημα, το οποίο ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε διχόνοια στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και στην λύση που αποπειράθηκε γι’ αυτό ο Ιωάννης, θα επιστρέψουμε αργότερα.

Ο Aμαδέος πέρασε το διάστημα από τις 22 Φεβρουαρίου μέχρι τουλάχιστον τις 19 Μαρτίου στη Μεσημβρία, αλλά στις 31 Μαρτίου βρισκόταν πίσω στην Σωζόπολη, όταν διέταξε τον Μπαρμπιέ να πληρώσει 34 φλουριά για τα έξοδα τριάντα ενόπλων και ορισμένων τοξοτών, που θα τον συνόδευαν στην επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη.145 Στις 6 Απριλίου ο Aμαδέος βρισκόταν προφανώς πίσω στο «Λ’ Ορφενάλ» (L’ Orfenal, Rumelifeneri), απ’ όπου στάλθηκε δια ξηράς αγγελιοφόρος προς τον Γενουάτη τοπάρχη (ποντεστά) τού Πέρα και τον Γκασπάρ ντε Μονμαγιέ, που είχε φτάσει νωρίτερα στην Κωνσταντινούπολη.146 Στις 9 Απριλίου ο Αμαδέος είχε επιστρέψει στη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπου ο Ιωάννης Ε’ και ο ελληνικός λαός τού επιφύλαξαν εγκάρδια υποδοχή. Ο Ιωάννης τον ευχαρίστησε για «τα καλά που έχετε κάνει στη χριστιανοσύνη και κυρίως σε μένα» (les biens que vous aves fait a la christiente, et principalement a moy).147 Στην Κωνσταντινούπολη ο Aμαδέος βρήκε ένα πολεμικό άλογο και μεταξωτό ύφασμα που τού είχε στείλει ως δώρο ο Φραντσέσκο Γκατελούζο με δύο υπηρέτες, στους οποίους ο Μπαρμπιέ έδωσε 6 φλουριά.148 Πληρώθηκαν κι άλλοι λογαριασμοί, ενώ στις 28 τού μηνός ο Aμαδέος έκανε δώρο 1.800 χρυσών υπέρπυρων στον Αιμόν Γ’ τής Γενεύης και στον εξάδελφο τού τελευταίου Αιμόν τής Γενεύης-Ατόν.149 Αυτή τη φορά ο Aμαδέος κατέλυσε στα προάστια τού Πέρα, στο σπίτι τής χήρας τού Μάρκο ντε Εϊνάουντι, στην οποία έδωσε 54 χρυσά υπέρπυρα όταν ετοιμαζόταν να φύγει (δύο μήνες αργότερα),150 αλλά διέσχιζε συχνά τον Κεράτιο κόλπο,151 κατά πάσα πιθανότητα για να διαβουλευθεί με τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο στο αυτοκρατορικό παλάτι. Υπήρξαν κι άλλα ψώνια, ενώ μεγάλες ποσότητες υφάσματος αγοράστηκαν και πάλι από το κατάστημα τού Μπερναμπό ντι Σαν Στέφανο.152 Μεταξύ των διαφόρων αγορών που έγιναν για τον Aμαδέο ήσαν και δυο μικρές σκλάβες, που κόστισαν 72 χρυσά υπέρπυρα.153 Έγινε τελικά οικονομικός διακανονισμός με τον πατριάρχη Παύλο και στις 8 Μαΐου ο Aμαδέος τού επέστρεψε τα 1.600 χρυσά υπέρπυρα που είχε εκείνος προκαταβάλει για την παροχή προμηθειών και μισθών στην φρουρά τής Καλλίπολης.154

Η σταυροφορία πλησίαζε στο τέλος της, αλλά ο Aμαδέος έστρεψε τώρα την προσοχή του και πάλι στους Τούρκους, από τούς οποίους στις 14 Μαΐου οι δυνάμεις του άρπαξαν (και ξεδίπλωσαν το λάβαρό του στην κορυφή), τον πύργο των «Eννεακοσίων», τον οποίο ο σύγχρονός τού Ιωάννης Καντακουζηνός προσδιορίζει για εμάς δύο φορές ως «το φρούριο κοντά στο Ρήγιο», δηλαδή το σημερινό Κιουτσούκ-Τσεκμετζέ155 στη βόρεια (ευρωπαϊκή) πλευρά τής Προποντίδας (Μαρμαρά). Περίπου δέκα ημέρες αργότερα πυρπόλησαν το τουρκικό οχυρό που ονομαζόταν «Καλόνευρο», τη θέση τού οποίου ενδεχομένως σηματοδοτούν σήμερα τα βυζαντινά ερείπια κοντά στο Μπουγιούκ-Τσεκμετζέ.156 Αυτή ήταν η τελευταία επίθεση εναντίον των Τούρκων. Τα χρήματα τού Aμαδέου είχαν εξαντληθεί, αλλά προσπαθούσε να εξοφλήσει ορισμένα από τα χρέη του προς τούς Γενουάτες στο Πέρα.157 Άνθρωποι πέθαιναν, συμπεριλαμβανομένου τού μάγειρά του, που θάφτηκε στην εκκλησία των Φραγκισκανών στο Πέρα. Ο Aμαδέος ξόδεψε για την κηδεία του το αξιοσέβαστο ποσό των 40 φλουριών.158 Άλλοι ήσαν άρρωστοι κι ενώ ετοιμαζόταν να στείλει πίσω στη Βενετία τούς πεζικάριους (briganti) τού Γκαλεάτσο Βισκόντι,159 ο Aμαδέος έκανε γενναιόδωρη προσφορά προς όσους ήσαν «βαριά άρρωστοι» (infirmitate gravati) και τούς οποίους έπρεπε να αφήσουν πίσω στο Πέρα.160 Ορισμένοι από τούς οπαδούς του ήθελαν να συνεχίσουν προς Κύπρο, πιθανώς για να ενταχθούν στις σταυροφορικές προσπάθειες τού Πέτρου Α’, ενώ καθένας από αυτούς πήρε ως δώρο αποχωρισμού 50, 120 ή 200 χρυσά υπέρπυρα.161 Την ημέρα τής Αναλήψεως (3 Ιουνίου) ο Αντουάν, ο «νεαρός μπάσταρδος τής Σαβοΐας», ξόδεψε 85 υπέρπυρα σε αποχαιρετιστήριο συμπόσιο στο Πέρα για «πολλούς ευγενείς», ενώ ο Μπαρμπιέ πλήρωσε το λογαριασμό δύο μέρες αργότερα.162

Τέλος, στις 9 Ιουνίου (1367), ο Aμαδέος επιβιβάστηκε σε γαλέρα στο Πέρα για το ταξίδι τής επιστροφής στη Βενετία. Σταματώντας στην Καλλίπολη εξόφλησε τις πολλές οφειλές του προς τούς αξιωματικούς και τούς άνδρες τής φρουράς και στις 14 Ιουνίου παρέδωσε το φρούριο τής πόλης στον «λαό τού άρχοντα αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης».163 Οι λογαριασμοί τού Μπαρμπιέ τον εντοπίζουν στην Τένεδο στις 16 Ιουνίου, ενώ στις 21 και 22 τού μηνός βρισκόταν στο Nεγκροπόντε, όπου έδωσε 4 χρυσά υπέρπυρα σε δύο τροβαδούρους τού Ρότζερ ντε Λουρία, τού γενικού εκπροσώπου τού καταλανικού δουκάτου των Αθηνών. Αναμφίβολα οι τροβαδούροι έφεραν στον Αμαδέο τούς χαιρετισμούς τού Λουρία και πρόσφεραν μια βραδιά ψυχαγωγίας.164 Στη συνέχεια βρίσκουμε τον Αμαδέο και τον λογιστή του στην Κορώνη και την Μεθώνη, απ΄ όπου περιέπλευσαν το δυτικό πόδι τής χερσονήσου τού Μοριά κι έφτασαν στη Γλαρέντζα, όπου στις 5 Ιουλίου συνεισέφερε 20 ενετικούς σόλιδους στο τοπικό νοσοκομείο.165 Στις 10 Ιουλίου βρισκόταν στην Κέρκυρα,166 στις 14 τού μηνός στο Δυρράχιο και στις 17 στη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ), όπου ασπάστηκε τα λείψανα που τού έδειξαν οι Δομινικανοί167 και όπου άφησε μερικούς από τούς άρρωστους τής συνοδείας του, δίνοντας σε όλους τους μεγάλα χρηματικά ποσά, αλλά χωρίς να ενημερώσει τον Μπαρμπιέ «αν πρόκειται για δάνειο, δώρο ή καταβολή οφειλής».168 Έφτασε στο νησί τής Λεσίνα (Αλέσνα) στα ανοικτά των δαλματικών ακτών στις 21 Ιουλίου, στη Ζάρα (Ζάνταρ) στις 24 και στο λιμάνι τής Ιστρίας Ροβίνιο στις 28 τού μηνός.169 Τώρα το ταξίδι τελείωνε, γιατί η γαλέρα του σύντομα έδεσε στον Σαν Νικολό τού Λίντο και αυτός ξαναμπήκε στην πόλη τής Βενετίας στις 31 Ιουλίου.170 Είχε γράψει ιστορία και την είχε γράψει καλά.

Πριν έρθουμε στη σημασία τής εκστρατείας τού Αμαδέου από τη σκοπιά τής παπικής κούρτης μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο Aμαδέος παρέμεινε στη Βενετία (με ένα ταξίδι στο Τρεβίζο) μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου,171 κάνοντας λίγο-πολύ τελικές πληρωμές προς διάφορους κυβερνήτες (patroni) των γαλερών που είχαν λάβει μέρος στην εκστρατεία, εξοφλώντας αναρίθμητες οφειλές, κάνοντας δώρα και αγοράζοντας πράγματα. Στη Βενετία πέθανε ο γιατρός του, ο Γκυ Αλμπέν, και στις 13 Αυγούστου ο Aμαδέος τού έκανε επιμελημένη κηδεία στην εκκλησία των Φραγκισκανών (Ελασσόνων Αδελφών).172 Μια εβδομάδα αργότερα, στις 19 τού μηνός, έδωσε ένα χρυσό δουκάτο στον γονδολιέρη που τον έφερε πίσω «από το σπίτι τού [Φιλίπ ντε Μεζιέρ] καγκελάριου τής Κύπρου, όπου είχε δειπνήσει».173 Αναμφίβολα μίλησαν για την κυπριακή άλωση τής Αλεξάνδρειας και για την κατάληψη από τον Αμαδέο τής Καλλίπολης, τής Σωζόπολης και τής Μεσημβρίας. Πρέπει επίσης να είχαν συζητήσει την ένωση των Εκκλησιών. Ο Λατίνος πατριάρχης Παύλος βρισκόταν στη Βενετία. Ο Aμαδέος πλήρωσε εκατό δουκάτα για ένα γκρίζο μικρό ήμερο άλογο που έδωσε στον Παύλο, ενώ έγραψε στον πάπα Ούρμπαν Ε’, που βρισκόταν τότε στο Βιτέρμπο, προτρέποντάς τον να διορίσει τον άπορο πατριάρχη στην προσοδοφόρα αρχιεπισκοπική έδρα τής Πάτρας, η οποία είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο τού Άντζελο Ατσαγιόλι.174 Οι προσπάθειές του δεν υπήρξαν μάταιες, γιατί στις 20 Οκτωβρίου ο πάπας διόρισε τον Παύλο διαχειριστή τής έδρας.175 Ο Παύλος υπήρξε χρήσιμος για τον παπισμό στις συζητήσεις για την ενότητα τής εκκλησίας στη Σωζόπολη και στην Κωνσταντινούπολη.176

Από τούς λογαριασμούς τού Μπαρμπιέ μπορεί κανείς εύκολα να ακολουθήσει τη μετέπειτα διαδρομή τού Αμαδέου στην Ιταλία, μέχρι τη μέρα τής επιστροφής του στο Σαμπερύ τής Σαβοΐας.177 Ο κύριος σκοπός τού ταξιδιού του προς νότο ήταν να δει τον Ούρμπαν Ε’, τον οποίο βρήκε στο όμορφο παλάτι τού Βιτέρμπο στις αρχές Οκτωβρίου, ενώ ύστερα από αυτό ήθελε να επισκεφθεί κάποιες από τις ιστορικές εκκλησίες τής Ρώμης. Σύμφωνα με την ονομαζόμενη prima vita τού πάπα, «όταν ο Ούρμπαν βρισκόταν ακόμη στο Βιτέρμπο, ήρθε σ’ αυτόν ο γνωστός Aμαδέος, ο κόμης τής Σαβοΐας, ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης [Παύλος] και κάποια άλλα σημαντικά πρόσωπα, που είχαν σταλεί εξ ονόματος τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης και υποσχέθηκαν στον πάπα … ότι ο αυτοκράτορας θα επέστρεφε στην ενότητα τής ρωμαϊκής εκκλησίας και ότι γι’ αυτόν τον λόγο σύντομα θα ερχόταν αυτοπροσώπως στον πάπα».178 Τα άλλα «σημαντικά πρόσωπα», στα οποία αναφέρεται ο βιογράφος τού πάπα, ήσαν οι οκτώ Βυζαντινοί απεσταλμένοι, που είχαν ταξιδέψει μαζί με τον Αμαδέο στο ταξίδι τής επιστροφής του στη Βενετία.179

Αμέσως μετά την άφιξή του στη Ρώμη στις 13 Οκτωβρίου (1367) ο Aμαδέος ξεκίνησε περιοδεία των ρωμαϊκών εκκλησιών, ξεκινώντας από τον Σαν Σιλβέστρο, όπου ασπάστηκε το κεφάλι τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου, ενώ στη συνέχεια πήγε στη Σάντα Μαρία ιν Αρακοέλι, στον Σαν Πάολο άλλα Ρέγκολα και στον Σαν Αναστάζιο. Επέστρεψε ορισμένα χρέη στον πατριάρχη Παύλο, ενώ έδωσε 300 φλουριά στη Μαρία των Βουρβώνων, την κατ’ όνομα Λατίνη αυτοκράτειρα Κωνσταντινούπολης. Παρέμεινε στη Ρώμη μέχρι τις 25 Οκτωβρίου180 και έτσι είδε την επιστροφή τού Ούρμπαν Ε’ στην πόλη στις 16 τού μηνός,181 με τούς Βυζαντινούς απεσταλμένους να συμμετέχουν στην παπική ακολουθία.

Οι απεσταλμένοι, λαϊκοί καθώς και εκκλησιαστικοί, εκπροσωπούσαν τόσο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ όσο και τον Έλληνα πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινo. Οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν στο Βιτέρμπο συνεχίστηκαν στη Ρώμη, αλλά οι συμμετέχοντες προφανώς απέφευγαν τα θεολογικά προβλήματα, που κατά το παρελθόν είχε αποδειχθεί ότι δύσκολα μπορούσαν να ξεπεραστούν. Οι απεσταλμένοι ήσαν πιθανώς διχασμένοι ως προς τις οδηγίες και τούς στόχους που είχαν, γιατί τα συμφέροντα τής εκκλησίας και τής βασιλείας, όπως τα έβλεπαν ο Φιλόθεος και ο Ιωάννης, ήσαν λιγότερο στενά συνδεδεμένα απ’ ό,τι ο τελευταίος θα επιθυμούσε. Όμως η σειρά με τις εικοσιτρείς παπικές βούλλες, που δημοσίευσε ο πάπας Ούρμπαν στις 6 Νοεμβρίου, μαρτυρά την αισιόδοξη άποψη των προοπτικών για την ενότητα τής εκκλησίας, η οποία επικρατούσε στην παπική κούρτη ύστερα από αυτές τις συζητήσεις182 και επομένως μαρτυρά και την υπομονή των εκκλησιαστικών μελών τής βυζαντινής αποστολής. Οι τελευταίοι γνώριζαν ότι θα μπορούσαν να περιμένουν τις επίσημες συνεδριάσεις τής Οικουμενικής Συνόδου, για την οποία, όπως θα δούμε, είχαν αναμφίβολα ενημερωθεί ότι θα ήταν το τελικό και απαραίτητο βήμα για τη διευθέτηση των δογματικών διαφορών. Οι διαφορές αυτές ήσαν κυρίως η λατινική υπεράσπιση τής παπικής πρωτοκαθεδρίας στην εκκλησία, η προσθήκη τού «και εκ τού Υιού» (filioque) στη μορφή τής εκπόρευσης (ἐπίκλησις) τού Αγίου Πνεύματος, τα λατινικά άζυμα σε αντίθεση με τη χρήση από τούς Έλληνες ζυμωτού ψωμιού στη λειτουργία, η άρνηση από τούς Έλληνες τού «καθαρτηρίου πυρός» και η αντίθεσή τους στα συγχωροχάρτια. Ο παπισμός από την άλλη πλευρά είχε αντίρρηση για τη σύγκληση γενικής συνόδου εκείνη την εποχή, αφού μεταξύ άλλων λόγων η πολιτική αναταραχή στην Ιταλία καθιστούσε την ιδέα ανέφικτη. Έτσι η πραγματοποίηση τής ένωσης των εκκλησιών θα απαιτούσε περισσότερα πράγματα από την επίσκεψη στην παπική κούρτη, την οποία είχε υποσχεθεί ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος.

Για χρόνια ο παπισμός είχε θέσει την ένωση των Εκκλησιών ως τίμημα το οποίο οι Έλληνες έπρεπε να πληρώσουν για μεγάλης κλίμακας εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Αν από ορισμένες απόψεις η «σταυροφορία» τής Σαβοΐας υπολειπόταν των ελληνικών ελπίδων, όμως δεν ήταν μικρό το επίτευγμα που είχε κατορθωθεί εναντίον των Τούρκων και των Βουλγάρων. Για χρόνια ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε καταστήσει σαφές ότι ήταν διατεθειμένος να καταβάλει το τίμημα (από τις διαπραγματεύσεις κιόλας τού 1355, στις οποίες ο Παύλος, τότε Λατίνος αρχιεπίσκοπος Σμύρνης, είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο), ενώ όταν ήσαν ακόμη στη Σωζόπολη και την Κωνσταντινούπολη, ο κόμης Αμαδέος τής Σαβοΐας και ο Παύλος πίστευαν ότι είχαν βρει τρόπο να κρατήσουν τον Ιωάννη στη δέσμευση αυτή. Ο Aμαδέος χρειαζόταν χρήματα για να φέρει την εκστρατεία του πίσω στην Ιταλία και αντί να τα δανειστεί ο ίδιος, αυτός και ο Παύλος επέβαλαν στον Ιωάννη να τα δανειστεί, πριν τού επιστρέψουν τη Σωζόπολη, τη Μεσημβρία και την Καλλίπολη. Έφτασαν λοιπόν σε συμφωνία, με την οποία ο Ιωάννης δάνειζε στον Αμαδέο «20.000 φλουριά καλού βάρους [= 42.500 χρυσά υπέρπυρα], που έπρεπε να αποπληρωθούν μέσα σε ένα μήνα από τη στιγμή που ο άρχοντας αυτοκράτορας ή ο γιος του, ο άρχοντας Ανδρόνικος, θα έρχονταν ενώπιον τού άρχοντα πάπα». Χρειαζόταν προφανώς κάποιο χρονικό διάστημα για να βρεθούν τα χρήματα, αλλά τελικά ο Ιωάννης κατόρθωσε να δανειστεί από δύο Γενουάτες τραπεζίτες (banquerii) στο Πέρα το ποσό των 34.862 χρυσών υπέρπυρων (= 16.405 φλουριά), το οποίο παρέδωσε στον Aμαδέο στις 29 Μαΐου 1367,183 πράγμα που επέτρεψε στον τελευταίο να ολοκληρώσει τα σχέδιά του για επιστροφή στη Βενετία. Ήταν ασφαλώς μεγάλο ποσό και ο Aμαδέος αναμφίβολα βοήθησε να πειστούν οι τραπεζίτες να κάνουν το δάνειο, γιατί η πιστοληπτική ικανότητα τού αυτοκράτορα δεν ήταν πολύ καλή. Ο Ιωάννης όφειλε ακόμη περίπου 3.600 φλουριά (= 7.650 υπέρπυρα), τα οποία είχε εν μέρει συγκεντρώσει ενεχυριάζοντας κάποιες πολύτιμες πέτρες και κοσμήματα, συμπεριλαμβανομένου τού μεγάλου ρουμπινιού που συνήθιζε να φορά στο καπέλο του. Τα κοσμήματα παρέμειναν με τη συναίνεση τού Aμαδέου κατατεθειμένα στους δικαστές τής γενουάτικης κοινότητας τού Πέρα. Τα δύο έγγραφα που περιέγραφαν τις αυτοκρατορικές υποχρεώσεις είχαν συνταχθεί από τον συμβολαιογράφο Μπαλτασσάνο Νίκολι και εξαγοράστηκαν έναντι 50 υπερπύρων από τον Aμαδέο στις 4 Ιουνίου, πέντε μέρες πριν φύγει από το Πέρα.184

Παρά το γεγονός ότι τα έγγραφα που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Nίκολι δεν φαίνεται να διασώζονται πια, το υπόβαθρο αυτών των διαπραγματεύσεων παρέχεται σε επιστολή τού πάπα Ούρμπαν Ε’ προς τον Γενουάτη τοπάρχη (ποντεστά) και το συμβούλιο τού Πέρα. Η επιστολή φέρει ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1369, ένα μήνα μετά την εμφάνιση τού Ιωάννη Ε’ στην κούρτη τής Ρώμης και τη δημόσια από μέρους του αποδοχή τού λατινικού Καθολικισμού (και σχεδόν είκοσι μήνες αφότου είχε συμφωνήσει να πάει). Από την επιστολή αυτή είναι σαφές ότι σε περίπτωση που αποτύγχανε να τηρήσει την υπόσχεσή του, ο Ιωάννης θα εκχωρούσε στον Αμαδέο για πέντε χρόνια το δικαίωμα επί των αυτοκρατορικών τελωνειακών δασμών (κομμέρκια), δεδομένου ότι τουλάχιστον μέρος των πολύτιμων λίθων και κοσμημάτων που είχε υποσχεθεί και καταθέσει στους δικαστές τού Πέρα ήσαν «μικρής αξίας». Τον Νοέμβριο πια τού 1369 ο επίσημος προσηλυτισμός τού Ιωάννη είχε ακυρώσει τη δέσμευσή του να παραχωρήσει στον Aμαδέο τα αυτοκρατορικά τελωνειακά δικαιώματα για πέντε χρόνια και φυσικά ζητούσε επίσης την επιστροφή των «έτσι ενεχυριασμένων κοσμημάτων» (iocalia sic pignorata). «Και ως εκ τούτου έχει γίνει ταπεινή δέηση από εμάς για λογαριασμό τού εν λόγω αυτοκράτορα», έγραφε ο Ούρμπαν προς την αποικιακή κυβέρνηση τού Πέρα, «ότι, δεδομένου ότι έχει έρθει ο ίδιος σε εμάς σύμφωνα με την υπόσχεσή του, πρέπει να διατάξουμε την επιστροφή σε αυτόν των εν λόγω κοσμημάτων», πράγμα το οποίο ο Ούρμπαν διέταζε να κάνουν αμέσως οι αποδέκτες τής επιστολής του.185

Οι συζητήσεις που έχουμε δει να πραγματοποιούνται στη Σωζόπολη από το βράδυ τής 28ης Ιανουαρίου μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου (1367) μεταξύ τού Ιωάννη Ε’ και τού Αμαδέου μαζί με το προσωπικό τους, προκάλεσαν αναπόφευκτα κάποια αναταραχή στη βυζαντινή εκκλησία. Τον Απρίλιο ή Μάιο ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο Έλληνας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έγραφε στον αγαπημένο του αδελφό Γρηγόριο, μητροπολίτη Αχρίδας «και πάσης Βουλγαρίας», τα εξής:

Ο αγαπημένος εξάδελφος τού άριστου και ιερού αυτοκράτορά μου, ο κόμης τής Σαβοΐας, έχοντας φτάσει με τις γαλέρες του στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη που μεγαλώνει και φυλάσσει ο Θεός, είχε επίσης μαζί του τον Δυτικό επίσκοπο, τον κύριο Παύλο. Έφερε στον άριστο και ιερό αυτοκράτορά μου επιστολή από τον πάπα σχετική με την ένωση και την ομόνοια των Εκκλησιών, δηλαδή τής δικής μας εκκλησίας και εκείνης των Λατίνων.

Ο αυτοκράτορας είχε δείξει την επιστολή στον Φιλόθεο και στους πατριάρχες Νίφωνα Αλεξανδρείας και Λάζαρο Ιερουσαλήμ, που βρίσκονταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ συγκροτήθηκε σύνοδος και με άλλους ιεράρχες, που συνέβαινε να βρίσκονται επίσης στην πόλη. Έτσι, συγκεντρωμένοι και ευρισκόμενοι σε πλήρη ομοφωνία, οι Βυζαντινοί Άγιοι είχαν ψηφίσει ότι έπρεπε να συγκληθεί οικουμενική σύνοδος για την αντιμετώπιση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, ακολουθώντας τον τρόπο των επτά πρώτων τέτοιων συνόδων (των μόνων που αναγνώρισαν ποτέ οι Ορθόδοξες Εκκλησίες). Οι Πατριάρχες Νίφων και Λάζαρος θα έστελναν επιστολές προς τούς υπαγόμενους σε αυτούς και προς τοπικές συνόδους, καλώντας τους να συμμετάσχουν στην οικουμενική σύνοδο. Οι τρεις πατριάρχες είχαν ασφαλώς στείλει μήνυμα και στον τέταρτο συνάδελφό τους, τον πατριάρχη Αντιοχείας, ώστε να μπορέσει να έρθει με τούς υπαγόμενους σε αυτόν και τα μέλη τής συνόδου τής Αντιόχειας. Η Αυτού Αγιότητα τής Αχρίδας έπρεπε επίσης να έρθει με τούς υπαγόμενους σε αυτόν, δεδομένου ότι επρόκειτο για «καθολική και οικουμενική σύνοδο». Αν και ο Φιλόθεος έγραφε με ευνοϊκή διάθεση για τη δυνατότητα τής ένωσης, επαναλαμβάνοντας την ελληνική θέση λέει ότι αυτός και οι κληρικοί του δεν θα δέχονταν την παράλειψη ούτε μιας συλλαβής ή ενός γιώτα από τα Ορθόδοξα δόγματα. Θα βασίζονταν μόνο στα ευαγγέλια, στα αποστολικά και πατερικά κείμενα και στην αρχαία εκκλησιαστική νομοθεσία, διατηρώντας σε πλήρη ακεραιότητα τόσο την εκκλησία, όσο και τη Βασιλεία. Ο Φιλόθεος εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι οι ελληνικές ερμηνείες των ιερών κειμένων θα αποδεικνύονταν ανώτερες από εκείνες των Λατίνων και, αν γινόταν αυτό, τότε «μπορούν να έρθουν μαζί μας και να το αναγνωρίσουν» (ἔλθωσιν ἐκεῖνοι μεθ’ ἡμῶν και ὁμολογήσωσιν),186 πράγμα που αποτελούσε πολύ απίθανη προοπτική, αν μπορούμε να εμπιστευθούμε την κακή γνώμη τού Νικηφόρου Γρηγορά για τη διανοητική ικανότητα των Ελλήνων επισκόπων τής εποχής του.187

Η σταυροφορία τής Σαβοΐας παρακίνησε τον επιφυλακτικό αυτοκράτορα Ιωάννη να πάρει περαιτέρω δικά του μέτρα για την υπεράσπιση τής αυτοκρατορίας. Τον Νοέμβριο τού 1367 ο άρχοντας Μακάριος Γκλαβάς Tαρχανειώτης, θείος τού Ιωάννη και ο πιο αναγνωρισμένος από τούς Βυζαντινούς μοναχούς, ενημέρωσε τον πατριάρχη Φιλόθεο ότι ο Ιωάννης ήθελε να εγκαταστήσει στρατιώτες (καταστῆσαι στρατιώτας) κατά μήκος τής βόρειας ακτής τής Προποντίδας, από τα τείχη τής πρωτεύουσας δυτικά μέχρι τη Σηλυμβρία (τη σύγχρονη Σιλιβρί). Σχεδίαζε να δώσει στους στρατιώτες τα σχετικά εδάφη ως «πρόνοιες» ή στρατιωτικά κτήματα, περιλαμβανομένων και δύο χωριών (χωρία) που ανήκαν στη Μεγάλη εκκλησία. Ο Ιωάννης ζητούσε την εκχώρηση αυτών των χωριών για ένα χρόνο, ενώ αν τα χρησιμοποιούσε όπως πρότεινε, τότε φυσικά θα μπορούσε να τα κρατήσει περισσότερο, αλλά θα έδινε στην εκκλησία αποζημίωση ίση με τα έσοδά τους. Διαφορετικά θα τα επέστρεφε στην εκκλησία. Ο Φιλόθεος απάντησε ότι δεν μπορούσε να παραιτηθεί από τα δύο χωριά, γιατί ήταν μόνο θεματοφύλακας και όχι ιδιοκτήτης των εκκλησιαστικών κτημάτων. Συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος και μιλώντας όλοι «σαν να μιλούσε ένα στόμα» υπέρ των απόψεων τού πατριάρχη, διακήρυξαν ότι οι κανόνες απαγόρευαν απολύτως την εκποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας. Όταν ο Ταρχανειώτης πρότεινε να επιτραπεί στον αυτοκράτορα να νοικιάσει τις εν λόγω ιδιοκτησίες (για να εγκαταστήσει σε αυτές στρατιώτες), τότε η σύνοδος απάντησε ότι οι κανόνες απαγόρευαν επίσης τη μίσθωση εκκλησιαστικών κτημάτων στους ισχυρούς (δυνατοί), ακόμη και στον αυτοκράτορα (γιατί σε προηγούμενες γενιές η ανάκτησή τους είχε αποδειχθεί υπερβολικά δύσκολη). Ο πατριάρχης και η σύνοδος ήσαν άκαμπτοι, αλλά προφανώς όχι χωρίς διάθεση να βοηθήσουν. Επισήμαναν στον Ταρχανειώτη ότι μολονότι οι ίδιοι δεν θα παραβίαζαν τούς κανόνες παραχωρώντας τα χωριά, «αν θέλει να τα πάρει ο ιερός αυτοκράτορας με τη δική του αρμοδιότητα να κάνει αυτό που προτείνει, τότε ας το κάνει. Αυτός τα έδωσε την εκκλησία. Ας τα πάρει πίσω αν το επιθυμεί. Έχει τη δύναμη να κάνει με αυτά, ό,τι επιλέγει…»188

Δεν είναι σαφές αν ο Ιωάννης έκανε χρήση αυτού τού ορθολογικού σχεδίου, που είχε σχεδιαστεί για να προστατεύσει την εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και για να βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός προμαχώνα εναντίον των τουρκικών επιθέσεων. Η ανάκτηση τής Καλλίπολης από τον Αμαδέο πρέπει να υπήρξε μεγάλη ευλογία για τούς Έλληνες, οι οποίοι (αν η αντοχή τους αποδεικνυόταν αντίστοιχη με την ευκαιρία) μπορούσαν τώρα να εμποδίζουν την εύκολη διέλευση τουρκικών στρατευμάτων πέρα-δώθε στα Δαρδανέλια, ενώ οι νέοι στρατιωτικοί οικισμοί κατά μήκος τής βόρειας ακτής τής Προποντίδας (αν πραγματικά οργανώνονταν ποτέ) θα πρόσθεταν στην προστασία τής Κωνσταντινούπολης.

Η γενική σύνοδος που ήθελε ο πατριάρχης Φιλόθεος δεν έγινε ποτέ, γιατί ο Ούρμπαν Ε’ δεν έβλεπε να υπάρχει λόγος για θεολογικό διαγωνισμό. Τα δόγματα τής αληθινής εκκλησίας ήσαν αρκετά σαφή για την Αγία Έδρα, ενώ παρά το γεγονός ότι ο Ούρμπαν έλπιζε τώρα για την ένωση, ήξερε ότι κατά τη διάρκεια των αιώνων δεκάδες ενωτικές συζητήσεις είχαν αποτύχει να βρουν λύση στο οδυνηρό πρόβλημα τού σχίσματος. Αλλά ο Ιωάννης Ε’ θα ερχόταν στην παπική κούρτη, όπως είχε υποσχεθεί στον Aμαδέο και στον Παύλο. Χωρίς να αμφισβητούμε τη θρησκευτική του ειλικρίνεια, στην οποία ο Χαλέτσκι έχει πιθανώς δώσει μάλλον υπερβολική έμφαση, ο Ιωάννης είχε πολλούς άλλους σοβαρούς λόγους για να έρθει. Ήθελε περισσότερη βοήθεια κατά των Τούρκων. Χρειαζόταν την επιστροφή των 16.400 φλουριών που είχε δανειστεί από τούς τραπεζίτες στο Πέρα για λογαριασμό τού Aμαδέου και βιαζόταν να αποτρέψει την αναγκαιότητα τής μεταβίβασης στον Aμαδέο των αυτοκρατορικών τελωνειακών εσόδων για πέντε χρόνια.

Παρά το γεγονός ότι είκοσι χρόνια πριν από τότε, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Γρηγορά, τα αυτοκρατορικά τελωνειακά έσοδα (φόροι) είχαν ήδη μειωθεί σε 30.000 υπέρπυρα ετησίως (ενώ οι Γενουάτες στο Πέρα λέγεται ότι μάζευαν σχεδόν 200.000 στο δικό τους τελωνείο),189 τέτοιοι δασμοί, οσοδήποτε μειωμένοι, αποτελούσαν αναμφίβολα μια από τις κύριες πηγές εισοδήματος τού Ιωάννη. Τέλος υπήρχε η πρόσθετη δέσμευση των πολύτιμων λίθων και κοσμημάτων του, που θα ήταν ευτυχής να επαναποκτήσει. Επί εικοσιπέντε περίπου χρόνια, από το καλοκαίρι τού 1343, οι Ενετοί κρατούσαν τα δικά του «πετράδια τού Στέμματος» (κόσμια τής βασιλείας, iocalia imperii) λόγω τής μη αποπληρωμής οφειλής 30.000 δουκάτων. Μάλιστα τον Φεβρουάριο τού 1369 η Γερουσία είχε γράψει σε μάλλον κατηγορηματικό ύφος γι’ αυτά τα κοσμήματα στον πρέσβη τής Δημοκρατίας Τζάκοπο Μπράγκαντιν, που είχε σταλεί στην Κωνσταντινούπολη την προηγούμενη άνοιξη. Ο Μπράγκαντιν μπορούσε να πει στον Ιωάννη να στείλει απεσταλμένο στη Βενετία, για να παρακολουθήσει την πώληση όλων σε δημοπρασία, εκτός αν ικανοποιούσε τις εναντίον του απαιτήσεις τους.190

Η Γερουσία είχε στείλει τον Μπράγκαντιν στα τέλη Απριλίου 1368 στην αυλή τού Ιωάννη Ε’, για να διαπραγματευτεί την ανανέωση πενταετούς εκεχειρίας τής Δημοκρατίας με το Βυζάντιο. Η προσπάθεια είχε αποτύχει και ο Ιωάννης φοβόταν περισσότερο από τούς Ενετούς τις πιθανές συνέπειες. Ίσως όσο βρισκόταν στην Ιταλία μπορούσε να εξαλείψει τις διαφορές του με τη Γερουσία, τής οποίας οι οδηγίες προς τον Μπράγκαντιν ενδεχομένως δεν ήσαν απολύτως άγνωστες στη βυζαντινή αυλή. Καθώς ο πρέσβης στελνόταν στην αποστολή του, τού είχαν πει να διερευνήσει τη δυνατότητα απόκτησης από τούς Ενετούς τού λιμανιού τού Σκουταριού, στην ακριβώς απέναντι από την Κωνσταντινούπολη ακτή τού Βοσπόρου, ως παραχώρηση από τον Μουράτ Α’. Αξιόπιστοι πληροφοριοδότες είχαν αναφέρει ότι ο τελευταίος ήταν πρόθυμος να τούς δώσει κατάλληλο εμπορικό σταθμό σε τουρκικό έδαφος. Το Σκουτάρι θα ήταν κατάλληλο μέρος. Είχε καλό λιμάνι, κατά μήκος τής εισόδου τού οποίου μπορούσε να τοποθετηθεί αλυσίδα, για να αποτρέπει την είσοδο εχθρών. Όμως οι Ενετοί ήσαν προφανώς πολύ ιδιοτελείς στις απαιτήσεις τους από τούς Τούρκους κι έτσι τίποτε δεν προέκυψε από αυτή την προσπάθεια να εξασφαλιστεί οχυρωμένο λιμάνι κάτω από το λάβαρο των Οθωμανών. Η αποστολή τού Μπράγκαντιν υπήρξε λοιπόν αποτυχημένη, τόσο για το Σκουτάρι όσο και για την ανανέωση τής ενετο-βυζαντινής ανακωχής. Το σφάλμα πιθανώς ήταν λιγότερο δικό του απ’ όσο τής Γερουσίας, τής οποίας τις οδηγίες όφειλε να ακολουθεί.191

Στο βαθμό που ο Ιωάννης Ε’ γνώριζε την προσέγγιση τού Μπράγκαντιν προς τούς Τούρκους, πρέπει να είχε τρομοκρατηθεί. Με εμπορική βάση στο τουρκικό Σκουτάρι, άραγε πότε θα μετέφεραν οι Ενετοί πάλι στρατό σταυροφόρων στα ανατολικά ύδατα;

Στις 6 Αυγούστου 1369 ο αυτοκράτορας Ιωάννης αποβιβάστηκε στο Καστελλαμάρε, στη νότια ακτή τού Κόλπου τής Νάπολης, με μεγάλη συνοδεία Βυζαντινών αρχόντων. Είχαν έρθει με τέσσερις γαλέρες. Ύστερα από περισσότερο από μία εβδομάδα ως φιλοξενούμενος τής Ιωάννας Α’ στο Καστελνουόβο επί τής προκυμαίας τής Νάπολης, ο Ιωάννης επέστρεψε στη γαλέρα του (στις 18 Αυγούστου) για να συνεχίσει το ταξίδι προς Ρώμη,192 στην οποία έφθασε κάποια στιγμή τον Σεπτέμβριο. Στις 6 Οκτωβρίου η Ενετική Γερουσία ψήφισε να στείλει σε αυτόν δύο απεσταλμένους, για να προσπαθήσουν να ανανεώσουν την πενταετή ανακωχή. Ο Ιωάννης ήθελε να διευθετήσει το ζήτημα. Είχε πρόσφατα στείλει επιστολή στη Βενετία, ενώ είχε προφανώς ζητήσει από τον Λατίνο πατριάρχη Παύλο να κάνει το ίδιο.193 Μπορεί να φανταστεί κανείς τον ενθουσιασμό τού λαού τής Ρώμης. Κανένας κυβερνών αυτοκράτορας δεν είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώμη από την εποχή τού Κώνστα Β’ πριν από επτά αιώνες, ενώ τώρα αυτός ο αυτοκράτορας από τη θρυλική Ανατολή είχε έρθει για να ταπεινωθεί ενώπιον τού επισκόπου τους και να προσηλυτιστεί στον Λατινικό Καθολικισμό.

Υπαινιγμοί για τις δύο σημαντικές τελετές που ακολούθησαν υπάρχουν στο Secunda vita Urbani V, στη συλλογή τού Μπαλούζ για τούς βίους των παπών τής Αβινιόν:

… Στις 13 Οκτωβρίου ο πάπας ήρθε στην πόλη, όπου ο άρχοντας αυτοκράτορας των Ελλήνων, Ιωάννης Παλαιολόγος στο όνομα, τον περίμενε ήδη, ενώ την ημέρα τής γιορτής τού Αγίου Λουκά [18 Οκτωβρίου] στο Οσπιτάλιο τού Αγίου Πνεύματος [Σάντο Σπίριτο]… έκανε την ομολογία του [της πίστης] παρουσία πέντε καρδιναλίων και δύο πρωτονοταρίων και ορκίστηκε ότι θα την τηρεί πάντοτε. Στη συνέχεια την υπέγραψε με το χέρι του με μελάνη κιννάβαρης και σφράγισε με χρυσή σφραγίδα το έγγραφο, που ήταν γραμμένο στα ελληνικά και λατινικά και το τοποθέτησε στα αρχεία τής εκκλησίας. Ύστερα, την Κυριακή στις 21 τού εν λόγω μηνός, ο άρχοντας πάπας, βγαίνοντας από τις σκάλες τού Αγίου Πέτρου, υποδέχθηκε τον αυτοκράτορα καθώς ανέβαινε τις σκάλες για να τον συναντήσει, ενώ μπαίνοντας μαζί στην εκκλησία ο πάπας έψαλε λειτουργία παρουσία του.194

Έξι αιώνες αργότερα αυτό το έγγραφο, με ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 1369, με τη χρυσή σφραγίδα ακόμη πάνω του, διατηρείται στα Αρχεία τού Βατικανού, μαζί με δεύτερο χρυσόβουλλο, άλλη σύνταξη τής αυτοκρατορικής ομολογίας πίστης, που συντάχθηκε τον Ιανουάριο τού 1370, για να άρει κάθε δυνατή αμφισβήτηση για τον πλήρη προσηλυτισμό τού Ιωάννη στον Λατινικό Καθολικισμό.195

Ο συντάκτης τού Prima vita Urbani αναφέρει ότι υποδέχθηκαν τον Ιωάννη στη Ρώμη με «κάπως λιγότερη» (pauio minus) τυπικότητα από εκείνη με την οποία θα είχαν υποδεχθεί τον δυτικό αυτοκράτορα, ο οποίος προηγείτο στην παπική κούρτη όλων των άλλων ηγεμόνων.196 Ίσως ο Ιωάννης και οι Έλληνες τής ακολουθίας του δεν ήσαν αρκετά καλά εξοικειωμένοι με την εθιμοτυπία τής ρωμαϊκής κούρτης, ώστε να γνωρίζουν τη διαφορά. Βέβαια ο δικός του προσηλυτισμός δεν συνιστούσε «ένωση των Εκκλησιών», αλλά η κούρτη τον θεωρούσε ως το πιο σημαντικό πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Στις 4 Νοεμβρίου (1369), δύο εβδομάδες μετά την τελετή στον Άγιο Πέτρο, ο Ούρμπαν έγραφε στον Αμαδέο τής Σαβοΐας ότι ο εξάδελφος τού τελευταίου, ο αυτοκράτορας Ιωάννης, είχε αποκηρύξει δημοσίως το σχίσμα στις 21 Οκτωβρίου «στη βασιλική τού πρίγκηπα των αποστόλων». Είχε επομένως το δικαίωμα να τού επιστραφούν τα 20.000 φλουριά [ή λιγότερα], που είχε δανείσει στον Αμαδέο στο Πέρα, και «που εσείς υποσχεθήκατε να τού επιστρέψετε μέσα σε ένα μήνα αφότου θα παρουσιαζόταν ενώπιόν μας». Ο Ούρμπαν προέτρεπε τον Aμαδέο να τηρήσει αμέσως αυτή την υποχρέωση, για να εξασφαλίσει τη δική του τιμή και για να ανακουφίσει την ένδεια τού αυτοκράτορα. Επίσης ενημέρωνε τον Aμαδέο ότι έγραφε σε «μερικούς βασιλείς και άλλους μεγιστάνες» να στείλουν τώρα βοήθεια «στον αυτοκράτορα, έναν Καθολικό ηγεμόνα, για να ανακτήσει τις αυτοκρατορικές εκτάσεις, τις οποίες έχουν καταλάβει οι ασεβείς». Προέτρεπε τον Aμαδέο να στείλει περαιτέρω βοήθεια στο Βυζάντιο, γιατί κανένας δεν ήξερε καλύτερα από τον σταυροφόρο κόμη την «άθλια κατάσταση τής αυτοκρατορίας, την οποία είδατε με τα μάτια σας μόλις πριν λίγο καιρό».197 Στις 13 Νοεμβρίου ο Ούρμπαν εξέδωσε εγκύκλιο, ζητώντας από τούς χριστιανούς ηγεμόνες να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα, «πραγματικό τέκνο τής εκκλησίας» (verus … Ecclesiae filius)», ενώ στις 29 Ιανουαρίου (1370) έστειλε ειδική έκκληση για το ίδιο ζήτημα στον δόγη τής Βενετίας Αντρέα Κονταρίνι και στον δόγη τής Γένουας Γκαμπριέλε Αντόρνο. Η εκκλησία αγαλλίαζε, τούς έλεγε, «όταν ο αγαπητός μας εν Χριστώ γιος, ο Ιωάννης Παλαιολόγος, επιφανής αυτοκράτορας των Ελλήνων, ήρθε στην ιερή Αποστολική Έδρα με πνεύμα αφοσίωσης, αποκήρυξε εντελώς το σχίσμα και ομολόγησε την Καθολική πίστη, την οποία έχει πλέον και την οποία διδάσκει η ανωτέρω εκκλησία …, και εμείς ευλαβικά ελπίζουμε ότι όπως πριν πολύ καιρό ο προσηλυτισμός τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προκάλεσε τον προσηλυτισμό αναρίθμητων ανθρώπων, ακριβώς έτσι (από το παράδειγμα και την προσπάθεια τού αυτοκράτορα Ιωάννη) αναρίθμητος λαός, που ακολουθεί τώρα το σχίσμα και τα λάθη των Ελλήνων, θα επιστρέψει θεία χάριτι στο ποιμνιοστάσιο τού Κυρίου!» Έπρεπε συνεπώς να φροντίσουν τον Ιωάννη οι χριστιανικές δυνάμεις, των οποίων τη βοήθεια χρειαζόταν απελπισμένα για να σώσει την ανατολική αυτοκρατορία, που οι Τούρκοι είχαν περιορίσει σχεδόν σε σημείο εξόντωσης.198

Αν και, σύμφωνα με τις οδηγίες από τη Γερουσία, ο Τζάκοπο Μπράγκαντιν είχε κρατήσει αδιάλλακτη στάση κατά τις διαπραγματεύσεις του με τον Ιωάννη Ε’ για την προτεινόμενη ανανέωση τής ενετο-βυζαντινής συνθήκης ή εκεχειρίας (treuguae), η Γερουσία έβλεπε τελικά ότι ο Ιωάννης είχε προσφέρει όλα όσα βρισκόταν σε θέση να δώσει. Ο προσηλυτισμός του είχε επίσης προσφέρει την ενεργητική υποστήριξη τού Ούρμπαν. Οι νέοι απεσταλμένοι τούς οποίους έστειλε η Γερουσία στη Ρώμη περί τα τέλη Οκτωβρίου, ο Θωμάς Σανούντο και ο Μάρκο Τζουστινιάν, είχαν εξουσιοδότηση να δεχθούν συμβιβασμό «μέσω ευγενείας» (per viam curialitatis), χωρίς να παραιτούνται από τα ενετικά δικαιώματα και αξιώσεις σε μελλοντικές επιβεβαιώσεις τής εκεχειρίας.199 Όμως οι δύο απεσταλμένοι προσπαθούσαν να κερδίσουν ό,τι μπορούσαν, πράγμα που οδήγησε σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση λύσης, αλλά τελικά συμφωνήθηκε εκεχειρία την 1η Φεβρουαρίου 1370.

Ο Ιωάννης αναγνώριζε το δικαίωμα των Ενετών, σύμφωνα με αυτοκρατορικές δεσμεύσεις τού παρελθόντος, να αγοράζουν σπίτια, γη, κήπους και άλλες περιουσίες «στην Κωνσταντινούπολη και την αυτοκρατορία», αλλά η ενετική κυβέρνηση έπρεπε να τούς απαγορεύει να το κάνουν αυτό κατά τη διάρκεια των πέντε ετών τής παρούσας εκεχειρίας. Όμως τέτοιες ιδιοκτησίες που βρίσκονταν ήδη σε χέρια Ενετών, θα διατηρούνταν σύμφωνα με τούς όρους υπό τούς οποίους κατέχονταν τότε, ενώ ο αυτοκράτορας δεν θα επέβαλλε τυχόν πρόσθετους φόρους ή τέλη για αυτές. Δεδομένου ότι ο Ιωάννης ισχυριζόταν ότι είχε χάσει μεγάλο μέρος των εσόδων από τις πολλές ταβέρνες που είχαν τότε οι Ενετοί στην Κωνσταντινούπολη και από την μεγάλη ποσότητα κρασιού που πουλιόταν σε αυτές, οι Ενετοί αποδέχονταν το αίτημά του ότι δεν έπρεπε να λειτουργούν πάνω από δεκαπέντε ταβέρνες στην πόλη και ότι όλες οι άλλες έπρεπε να κλείσουν, αλλά η παραχώρηση αυτή δεν σήμαινε καμία «εκ των πραγμάτων» (ipso facto) περικοπή ενετικών δικαιωμάτων και προνομίων στο μέλλον. Υπήρξαν κάποιες ρυθμίσεις για το εμπόριο σιτηρών, ενώ ο Ιωάννης ανέλαβε τη δέσμευση να επανορθώσει κάθε «νεωτερισμό, απόσπαση, βλάβη, προσβολή και καταστροφή» (novitates, extorsiones, iniuriae, offensae, et damna), που η κυβέρνησή του είχε προκαλέσει σε πολίτες και υπηκόους τής Δημοκρατίας από την τελευταία επιβεβαίωση τής εκεχειρίας (το 1363).

Οι Ενετοί ισχυρίζονταν ότι ο Ιωάννης τούς χρωστούσε 25.663 υπέρπυρα για καταστροφές και ανάρμοστες εισφορές που τούς είχε επιβάλει η αυτοκρατορική κυβέρνηση. Στο θέμα αυτό ο Ιωάννης αναγνώρισε βυζαντινές υπερβάσεις προηγουμένων συμφωνιών, συμμορφούμενος με το αίτημά τους για πληρωμή. Είχε ήδη δώσει στον Μπράγκαντιν 4.500 υπέρπυρα, ενώ ο ίδιος δεσμευόταν τώρα να πληρώσει το υπόλοιπο των 21.163 υπερπύρων σε ετήσιες δόσεις των 4.212 υπερπύρων δεκατεσσάρων και άνω καρατίων. Η πρώτη πληρωμή έπρεπε να γίνει την 1η τού επομένου Ιανουαρίου (1371), ενώ οι επόμενες πληρωμές έπρεπε οπωσδήποτε να γίνονται κατά την ίδια ημερομηνία τα τέσσερα επόμενα χρόνια. Αλλά αυτές οι επιστροφές για «καταστροφές» (damna) δεν εξοφλούσαν και δεν ήσαν κατά κανένα τρόπο συνδεδεμένες με δύο προηγούμενα δάνεια των Ενετών προς τη βυζαντινή κυβέρνηση, 30.000 χρυσών δουκάτων το καλοκαίρι τού 1343 και 5.000 στη συνέχεια, για τα οποία δάνεια ο δόγης και η κοινότητα τής Βενετίας κρατούσαν ως ενέχυρο τα «κοσμήματα τής αυτοκρατορίας», ενώ ο Ιωάννης δεν πιεζόταν με αυτή την εκεχειρία να εξαγοράσει τα «κοσμήματα τής αυτοκρατορίας» (iacalia imperii), τόσο επειδή είχαν μεγάλη αξία, όσο και επειδή οι απεσταλμένοι ήξεραν ότι δεν διέθετε τρόπο να το κάνει.

Το κείμενο τής εκεχειρίας ετοιμάστηκε στα ελληνικά και λατινικά, και υπογράφηκε με μελάνι κιννάβαρης από τον αυτοκράτορα Ιωάννη, που έβαλε στο έγγραφο τη χρυσή του σφραγίδα. Οι διάφορες διατάξεις του τέθηκαν σε εφαρμογή και επιβεβαιώθηκαν «στο πανδοχείο τού [Ρα]νούτσιο Mασσαρόκκα, στην περιοχή τής Ρέγκολα, όπου κατοικούμε τώρα».200 Ο αυτοκράτορας λοιπόν ζούσε τότε στην περιοχή, όπου τον Οκτώβριο τού 1367 ο Aμαδέος τής Σαβοΐας είχε επισκεφθεί τις εκκλησίες τού Σαν Αναστάζιο και τού Σαν Πάολο άλλα Ρέγκολα, στην πολυσύχναστη έβδομη περιφέρεια, η οποία ήταν πιθανώς τόσο τής μόδας περιοχή, όσο μπορούσε να διαθέτει τέτοια η υποβαθμισμένη κατάσταση τής Ρώμης τού 14ου αιώνα. Αν και ο Ιωάννης θα μπορούσε ίσως να είχε διαμείνει, για παράδειγμα, στο οχυρωμένο ανάκτορο Ορσίνι στο Μόντε Τζορντάνο, όπου θεωρώ πιθανό ότι διέμεινε ο Aμαδέος,201 η παπική κούρτη θεωρούσε αναμφίβολα καλύτερο να αποφύγει τη διαμονή του με ρωμαϊκή οικογένεια, ώστε να τον κρατήσει έτσι μακριά από κάθε ανάμιξη στις φατριαστικές διαμάχες που έπλητταν συνεχώς την πόλη.

Όποιες κι αν ήσαν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του, ο Ιωάννης Ε’ είχε πάει στη Ρώμη για να εξασφαλίσει περαιτέρω ένοπλη βοήθεια κατά των Τούρκων και για να εκπληρώσει τούς απαιτούμενους όρους για την επιστροφή σε αυτόν των 20.000 φλουριών [ή λιγότερων], που είχε υποχρεωθεί να δανείσει στον Αμαδέο τής Σαβοΐας στο Πέρα. Μια εβδομάδα ή περισσότερο πριν ο Ιωάννης αφήσει τη Ρώμη, ο πάπας Ούρμπαν απεύθυνε επιστολή (με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1370) προς όλους τούς κληρικούς, κάθε βαθμού και αξιώματος σε όλη την «Ελλάδα», εκφράζοντας τη χαρά του για την επιστροφή τού Ιωάννη στη «μητρική αγκαλιά» τής ρωμαϊκής εκκλησίας και συγκρίνοντας πάλι τον προσηλυτισμό του με εκείνον τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αλλά ο Ούρμπαν αναγνώριζε ότι η εκκλησία θα είχε σίγουρα μεγαλύτερο λόγο για πανηγυρισμούς, αν ο βυζαντινός κλήρος ακολουθούσε τώρα παντού το αυτοκρατορικό παράδειγμα και επέστρεφε επίσης «στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική εκκλησία, εκτός τής οποίας δεν υπάρχει σωτηρία». Ικετεύοντάς τους να επιστρέψουν στο ποιμνιοστάσιο υπό την ποιμενική ράβδο τού εκπροσώπου τού ίδιου τού Χριστού, ο Ούρμπαν αναφωνούσε: «Ω, τι μεγάλη χάρη έχει κάνει ο Θεός στις μέρες μας, ώστε να μπορούμε να δούμε την ένωση τής Ανατολικής και τής Δυτικής εκκλησίας, που ήσαν διχασμένες η μια από την άλλη, αλίμονο, για τόσο πολύ καιρό!» Τόνιζε και πάλι προς στους Έλληνες την ελπίδα λατινικής βοήθειας εναντίον των Τούρκων, αν ακολουθούσαν το αυτοκρατορικό παράδειγμα και επανέρχονταν στο ποιμνιοστάσιο.202

Προφανώς ο Ιωάννης πήρε κάποια μικρή στρατιωτική βοήθεια εκείνη την εποχή, η οποία κατά πάσα πιθανότητα τού κόστισε μεγάλο μέρος από τις 20.000 φλουριά [ή λιγότερα], που υποθέτουμε ότι ο Aμαδέος τού είχε επιστρέψει όσο συντομότερα μπορούσε. Ο πάπας Ούρμπαν, πάντοτε ανήσυχος να απαλλάξει την Ιταλία από τούς μισθοφόρους (routiers) και να τούς στείλει μακριά να πολεμήσουν τούς Τούρκους, ενθάρρυνε τον Ιωάννη να στρατολογήσει ορισμένους από αυτούς στη βυζαντινή υπηρεσία. Στις 27 Φεβρουαρίου (1370), πέντε ημέρες μετά την γενική παρότρυνσή του προς τον ελληνικό κλήρο, ο Ούρμπαν έγραψε στην Ιωάννα Α’ τής Νάπολης και τον Φίλιππο τού Τάραντα, τον κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης (imperator Constantinopolitanus), ζητώντας τους να επιτρέψουν την ελεύθερη διέλευση από τις περιοχές τους (ο Φίλιππος ήταν επίσης πρίγκηπας τής Αχαΐας) σε «ένοπλους άνδρες διαφόρων εθνικοτήτων», τούς οποίους ο αυτοκράτορας Ιωάννης σύντομα θα οδηγούσε ή θα έστελνε πέρα από τη θάλασσα εναντίον των Τούρκων. Η Ιωάννα και ο Φίλιππος καλούνταν να παράσχουν σε αυτά τα «έθνη πολεμιστών» (gentes armigerae) τρόφιμα, μεταφορά και άλλα αναγκαία με δαπάνες τού τελευταίου,203 πράγμα που πρέπει να σημαίνει ότι είτε ο πάπας ή ο αυτοκράτορας είχαν κατορθώσει να προκαταβάλουν στους μισθοφόρους ορισμένες από τις αποδοχές τους.

Ύστερα από διαμονή στη Ρώμη για περισσότερο από πέντε μήνες ο Ιωάννης αναχώρησε για τη Νάπολη στις αρχές Μαρτίου 1370 «με τις τέσσερις γαλέρες με τις οποίες είχε έρθει».204 Έφτασε στη Νάπολη ύστερα από χαλαρό ταξίδι κατά μήκος τής ακτής και εγκαταστάθηκε πάλι στο Καστελνουόβο. Κατόπιν ο στολίσκος του κύκλωσε την ιταλική χερσόνησο, ανέπλευσε την Αδριατική, σταμάτησε για λίγο στην Αγκώνα και στη συνέχεια πήγε στη Βενετία, όπου αυτός έλπιζε να βρει χρήματα και μέσα μεταφοράς για τα στρατεύματα, που θα στέλνονταν εναντίον των Τούρκων. Φαίνεται ότι είχε φθάσει τον Μάιο, αλλά μάλλον απρόσμενα θα περνούσε στη λιμνοθάλασσα περισσότερους από δέκα μήνες. Όταν πέρασε η χειμερινή περίοδος, έφυγε στις αρχές Απριλίου (1371), πιθανώς σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη για κάποιο χρονικό διάστημα και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Οκτωβρίου.205 Η ακραία οικονομική αμηχανία την οποία υπέφερε ο Ιωάννης κατά τη διάρκεια τής μακράς παραμονής του στη Βενετία είναι γνωστή και έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης.

Σύμφωνα με τον ιστορικό τού ύστερου 15ου αιώνα Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, ο Ιωάννης κρατήθηκε από την ενετική κυβέρνηση (κατεσχέθη τε αὐτοῦ ὑπό Ἑνετῶν) μέχρι να καταφέρει να πληρώσει αυτά που χρωστούσε στους πιστωτές του (δανεισταί). Έστειλε να ειδοποιήσουν για χρήματα τον γιο του Ανδρόνικο [Δ’], τον οποίο είχε αφήσει ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη, κατευθύνοντάς τον να συλλέξει και να διαβιβάσει τα απαραίτητα κεφάλαια στη Βενετία με πώληση εκκλησιαστικών και άλλων διαθέσιμων θησαυρών (κειμήλια) και να μην τον αφήσει να περνά μεγάλο χρονικό διάστημα σε εικονική φυλάκιση (καί μή περιιδεῖν αὐτόν ἐν φυλακῇ ὄντα πάνυ πολύν διατρίβειν χρόνον). Όμως ο Ανδρόνικος, ο οποίος απολάμβανε την άσκηση τής αυτοκρατορικής εξουσίας και δεν είχε μεγάλη αγάπη για τον πατέρα του, δεν έκανε καμία προσπάθεια γι’ αυτό που τού ζητήθηκε και απάντησε ότι οι συμπατριώτες τους δεν τού επέτρεπαν να χρησιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τούς θησαυρούς τής βυζαντινής εκκλησίας και ότι δεν ήταν σε θέση να αντλήσει από άλλες πηγές τα ποσά που ο Ιωάννης έλεγε ότι χρειαζόταν. Υποδείκνυε μάλιστα στον πατέρα του να αναζητήσει αλλού τα μέσα που απαιτούνταν για να εξοφλήσει τα χρέη του και για να ανακτήσει έτσι την ελευθερία του. Αλλά ο νεώτερος γιος τού Ιωάννη, ο Μανουήλ [Β’], μαθαίνοντας τις δυσκολίες τού πατέρα του, συγκέντρωσε αμέσως μεγάλο χρηματικό ποσό, επιβιβάστηκε βιαστικά σε πλοίο για τη Βενετία, όπου προσφέρθηκε ο ίδιος ως πιόνι στο παιχνίδι που δήθεν έπαιζαν οι Ενετοί και σύντομα έσωσε τον Ιωάννη από τη δύσκολη θέση του. Η υιική αφοσίωση τού Μανουήλ τον έκανε προσφιλή στον Ιωάννη, ο οποίος φυσικά είχε πικραθεί από την άπιστη συμπεριφορά τού Ανδρόνικου, η οποία προκάλεσε την εχθρότητα μεταξύ Ιωάννη και Ανδρόνικου, που συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο τού τελευταίου (τον Ιούνιο τού 1385).206

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιωάννης είχε περιπέσει σε οικονομικό τέλμα. Οι «τσιγκούνηδες» έμποροι τής Βενετίας δεν θα τού δάνειζαν άλλα δουκάτα, ενώ η επιστροφή του θα τού κόστιζε ακριβά, γιατί κατά πάσα πιθανότητα συνέχιζε να διατηρεί τις τέσσερις γαλέρες του. Το προοίμιο σε ένα από τα χρυσόβουλλά του παραπέμπει στο γεγονός ότι όσο περισσότερο παρέμενε στη λιμνοθάλασσα, τόσο χειροτέρευαν τα δεινά του. Τελικά θα άφηνε πίσω τον γιο τού Μανουήλ ως «ενέχυρο», να προχωρήσει στην εξόφληση μέρους των χρεών του.207 Όμως αν και ο Ιωάννης ήταν ακινητοποιημένος από έλλειψη χρημάτων (με συνεχιζόμενα τα καθημερινά του έξοδα), σίγουρα δεν ήταν «κρατούμενος»» από το κράτος με πρωτοβουλία των πιστωτών του, όπως υποδεικνύει η περιγραφή τού Χαλκοκονδύλη και όπως μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θέλουν να μάς κάνουν να πιστέψουμε.208

Αν υποθέσουμε ότι ο Ιωάννης ανέπλευσε όλο το μήκος τής Αδριατικής για την απομακρυσμένη πιθανότητα ότι οι Ενετοί θα αφουγκράζονταν την έκκληση τού Ούρμπαν Ε’ προς τη Σινιορία και θα τού επέτρεπαν να προσθέσει μεγάλα ποσά σε εκείνα που χρωστούσε ήδη, τότε υποτιμάμε την ευφυΐα του. Όταν έγινε σαφές ότι οι οικοδεσπότες του δεν θα τού παρείχαν επιπλέον χρήματα «χωρίς αντιστάθμισμα» (quid pro quo), τότε ενημέρωσε τη Σινιορία (στις αρχές Ιουλίου 1370) ότι επιθυμούσε να συζητήσει μαζί τους «κάποια σημαντικά θέματα» και σύμφωνα με τον χρονικογράφο Τζιαντζάκομο Καρόλντο, επιλέχτηκε πενταμελής επιτροπή για να ακούσει τις προτάσεις του, στην οποία συμμετείχε και ο Τζάκοπο Μπράγκαντιν, ο οποίος είχε διατελέσει απεσταλμένος τής Δημοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη το 1368-1369. Ο Ιωάννης προφανώς δήλωνε ότι ήταν τώρα έτοιμος να παραχωρήσει το νησί τής Τενέδου, το οποίο εποφθαλμιούσε η Βενετία για πολύ καιρό, ως αντίβαρο στη γενουάτικη κατοχή τού Πέρα. Όπως λέει ο Καρόλντο, το ζήτημα τής Τενέδου συζητήθηκε επί μακρόν (et fo trattala la materia de Tenedo). Οι Ενετοί διαπραγματευτές πρότειναν ότι σε αντάλλαγμα για το νησί ο Ιωάννης θα έπαιρνε τριπλή πληρωμή που θα περιλάμβανε (1) την επιστροφή των αυτοκρατορικών κοσμημάτων, τα οποία οι επίτροποι τού Αγίου Μάρκου κρατούσαν για τριάντα σχεδόν χρόνια ως ενέχυρο για το χρέος, (2) έξι πλοία μεταφοράς, τα οποία ο Ιωάννης έπρεπε να εξοπλίσει με δικά του έξοδα και (3) το ποσό των 25.000 δουκάτων, από το οποίο προφανώς χρειαζόταν αμέσως κάποιο μέρος για τις τρέχουσες δαπάνες του. Λέγεται ότι η Σινιορία τού είχε προκαταβάλει 4.000 δουκάτα, τα οποία είχε ζητήσει «για τα έξοδα διαμονής του» (per il viver suo), αν και κάποια σύντομη, δελεαστική εγγραφή στα Μικτά (Misti) αρχεία τής Βενετίας δείχνει ότι μέχρι τις 21 Ιουλίου ο Ιωάννης δεν είχε ακόμη αποδεχθεί την προσφορά. Σε αυτό το σημείο μια περιθωριακή σημείωση στον Καρόλντο προσθέτει ότι «η αυτοκρατορική μεγαλειότητά του, έναντι τού ενεχύρου μερικών από τα κοσμήματά του, ζήτησε 30.000 δουκάτα, τα οποία καταβλήθηκαν σε αυτόν, αφού λήφθηκαν με τη μορφή δανείου από την «Κάμερα ντελ Φορμέντο» (Τράπεζα Σιτηρών), δηλαδή από διάφορα πρόσωπα που κατέθεταν κεφάλαια στην εν λόγω Κάμερα. Και διευκρινίστηκε ότι όταν ο αυτοκράτορας θα παρέδιδε την Τένεδο, δεν θα πλήρωνε τόκους [il pro] παρά μόνο για τρία έτη και ότι εκείνος θα μπορούσε να έχει τα κοσμήματα».209

Το κείμενο τού Καρόλντο έχει αναφερθεί συχνά, για να αποδείξει ότι τον χειμώνα τού 1370-1371 ο Ιωάννης Ε’ ζήτησε και πήρε από τούς Ενετούς κι άλλο δάνειο 30.000 δουκάτων με ενέχυρο άλλο σύνολο κοσμημάτων. Για το ζήτημα αυτό ο Λένερτς κάποτε πρότεινε ότι το ποσό (χρήματα), το οποίο κατά τον Χαλκοκονδύλη συγκέντρωσε ο Μανουήλ στην περιοχή τής Θεσσαλονίκης και έφερε στον πατέρα του στη λιμνοθάλασσα, ήταν στην πραγματικότητα σε μορφή κοσμημάτων (κειμήλια), εκκλησιαστικών σκευών και άλλων τέτοιων αντικειμένων αξίας, τα οποία χρησίμευσαν ως εχέγγυα για το δεύτερο δάνειο. Όμως ο Καρόλντο, που έγραψε στις αρχές τού 16ου αιώνα, έκανε λάθος, γιατί τα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν από τον Μπέρτελε πριν δώδεκα χρόνια δείχνουν ότι υπήρχε μόνο ένα σύνολο κοσμημάτων και μόνο ένα δάνειο 30.000 δουκάτων και ότι ο Ιωάννης είχε πάρει τα χρήματα πριν από εικοσιεπτά χρόνια.210 Τα έγγραφα δεν αποκαλύπτουν καμία τότε συζήτηση για πώληση τής Τενέδου.

Το ενοχλητικό χρέος τού Ιωάννη Ε’ προς τη Βενετία ανέτρεχε στον Ιούλιο τού 1343, όταν αυτός ήταν έντεκα χρονών, στην εποχή δηλαδή όπου η μητέρα τού αυτοκράτειρα Άννα τής Σαβοΐας δανείστηκε 30.000 δουκάτα από τη Βενετία. Η Άννα και ο Ιωάννης έπρεπε να αποπληρώσουν το δάνειο σε τρία χρόνια (το 1346), με ετήσιο τόκο πέντε τοις εκατό (in ratione quinque pro C. in anno). Η Άννα είχε υποσχεθεί πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και χρυσό ως ενέχυρο στη Δημοκρατία, για λογαριασμό τής οποίας εννέα Ενετοί έμποροι στην Κωνσταντινούπολη είχαν πληρώσει τα χρήματα. Η Βενετία θα έπαιρνε ετησίως 10.000 δουκάτα συν τούς τόκους (cum prode) από τούς Βυζαντινούς τελωνειακούς δασμούς που εισπράττονταν στον Βόσπορο. Η επιμέλεια των αυτοκρατορικών «κοσμημάτων» ανατέθηκε στους επιτρόπους τού Αγίου Μάρκου. Την 1η Δεκεμβρίου 1343 η Γερουσία ψήφισε να δανειστεί 30.000 δουκάτα (που χρειαζόταν για να τα επιστρέψει στους εννέα εμπόρους) από την «Κάμερα Φρουμέντι», στην οποία πολίτες τής Βενετίας και αλλοδαποί (tarn rives quam forenses) κατέθεταν χρήματα για τούς τόκους που πλήρωνε η Κάμερα.

Μια δεκαετία αργότερα, τον Οκτώβριο τού 1352, ο Ιωάννης Ε’ είχε δανειστεί κι άλλα 5.000 δουκάτα. Ήσαν τα χρόνια τής σύγκρουσής του με τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Τη φορά αυτή έδωσε ως ενέχυρο ένα ρουμπίνι, το οποίο επίσης παραδόθηκε στους επιτρόπους τού Αγίου Μάρκου (τον Δεκέμβριο τού 1352). Τα δάνεια αυτά δεν είχαν αποπληρωθεί (στην πραγματικότητα δεν θα αποπληρώνονταν ποτέ) και ο τόκος συσσωρευόταν. Προφανώς ο Ιωάννης Ε’ θεωρούσε ότι ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει τόκο για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα των τριών ετών (1344, 1345 και 1346), εντός τού οποίου έπρεπε αυτός να απαλλαγεί από το χρέος, αλλά οι Ενετοί επέμεναν να πληρωθούν όχι μόνο τον κύριο τόκο, αλλά και τόκο ανατοκισμού για την πλήρη περίοδο διάρκειας τού δανείου (ad habendum tam capitale quam prode, quam etiam prode prodis), σύμφωνα με τη συζήτηση στη Γερουσία στις 15 Ιουλίου 1350. Ήθελαν «τόκο στον τόκο». Δεκατρία χρόνια αργότερα (στις 27 Ιουνίου 1363), η Γερουσία διέταζε τον Ενετό βαΐλο Κωνσταντινούπολης και τούς συμβούλους του, ότι αν ο αυτοκράτορας υποστήριζε ότι ήταν υπεύθυνος μόνο για το «κεφάλαιο και τόκους των εν λόγω [πρώτων] τριών ετών» (capitate … et prode dictorum trium annorum), που ανέρχονταν σε 34.500 δουκάτα, έπρεπε να τού προτείνουν διαιτησία για το ποσό από κάποιο τρίτο μέρος (aliquis princeps vel dominus mundi). Mε ανατοκισμό από την 1η Ιανουαρίου 1364 το αυτοκρατορικό χρέος είχε φτάσει στο σημαντικό ποσό των 79.598 δουκάτων, 22 «γκρόσσι» και 7 «πίκκολι» (24 «γκρόσσι» ανά δουκάτο και 32 «πίκκολι» ανά «γκρόσσο»).

Ακόμα και με απλό επιτόκιο το ποσό είχε γίνει όχι μικρότερο από 67.500 δουκάτα στο τέλος των εικοσιπέντε ετών (1343-1368), σε εποχή δηλαδή όπου, στις 21 Απριλίου 1368, αναφερόταν στη Γερουσία ότι το δάνειο παρέμενε ανεξόφλητο, παρά το γεγονός ότι «πάρα πολλοί» (pluries et pluries) Ενετοί πρέσβεις, βαΐλοι και σύμβουλοι είχαν πιέσει τον αυτοκράτορα για την πληρωμή του. Με οδηγίες τής Γερουσίας είχαν ακόμη απειλήσει τον Ιωάννη με πώληση των δικών του «πετραδιών τού Στέμματος» σε δημοπρασία, πράγμα το οποίο έκαναν (όπως είδαμε) στις 23 Φεβρουαρίου 1369, όταν ακόμη επέμεναν για την καταβολή τόσο τού κεφαλαίου όσο και τού τόκου «από τη στιγμή που χορηγήθηκε το δάνειο μέχρι σήμερα» (α tempore mutui facti usque nunc). Αντιμέτωπος με χρέος δεκάδων χιλιάδων δουκάτων, έχοντας την πολύτιμη συλλογή κοσμημάτων του κλειδωμένη στις ντουλάπες τού Αγίου Μάρκου και ευρισκόμενος σε απελπιστική ανάγκη χρημάτων για άμυνα κατά των Τούρκων, ο Ιωάννης ήταν έτοιμος να συζητήσει την πώληση τής Τενέδου.

Ύστερα από σκληρό παζάρι, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, οι Ενετοί πρόσφεραν στον Ιωάννη (σύμφωνα με τον Καρόλντο) σε αντάλλαγμα για την Τένεδο, την επιστροφή των κοσμημάτων του, έξι πλοία μεταφοράς, καθώς και πληρωμή 25.000 δουκάτων. Η μοναδική εγγραφή στα Μικτά (Misti) αρχεία σχετική με αυτά τα θέματα μεταξύ 23 Φεβρουαρίου 1369 και 21 Ιουνίου 1373 βρίσκεται εν μέσω ακριβώς των διαπραγματεύσεων τού Ιωάννη με τη Βενετία. Έχει ημερομηνία 21 Ιουλίου 1370 και γράφει: «Αποφασίστηκε: Ότι αυτά τα 25.000 δουκάτα καθώς και ό,τι θα δαπανηθεί για την προετοιμασία των πλοίων μεταφοράς αλόγων, αν ο άρχοντας αυτοκράτορας αποδέχεται [την προσφορά μας], θα ληφθούν με δάνειο από την Κάμερα Φρουμέντι με το συνηθισμένο επιτόκιο…».211 Δεν καταγράφεται ψηφοφορία. Όμως ο σταυρός στο αριστερό περιθώριο τής εγγραφής μαρτυρά ότι η απόφαση πέρασε από τη Γερουσία. Αλλά ο Ιωάννης δεν παρέδωσε την Τένεδο. Ούτε πήρε ποτέ πίσω τα κοσμήματά του. Και έξι χρόνια αργότερα οι Ενετοί θα έπαιρναν το νησί με τη βία, όπως θα δούμε, όταν ο Ανδρόνικος Δ’, ο ανυπότακτος γιος τού Ιωάννη, προσπάθησε να το δώσει στους Γενουάτες.

Στο μεταξύ όχι νησί για τη Βενετία σήμαινε όχι κοσμήματα και όχι χρήματα για τον Ιωάννη. Οι διαπραγματεύσεις είχαν αποδειχθεί όχι ικανοποιητικές για τούς Έλληνες. Μια επιστολή τού Δημητρίου Κυδώνη εκφράζει την αποθάρρυνση που υπήρχε στη συνοδεία τού αυτοκράτορα. Ο Κυδώνης, που είχε συνοδεύσει τον Ιωάννη στη Ρώμη και από εκεί στη Βενετία, έγραφε στον φίλο του Κωνσταντίνο Aσάνη προς το τέλος τού έτους 1370. Ο Aσάνης είχε επίσης πάει στη Ρώμη, αλλά είχε αφήσει τον αυτοκράτορα και τούς συντρόφους του όταν έφτασαν στην Αγκώνα, για να προσπαθήσει να συγκεντρώσει χρήματα στην Πελοπόννησο και να βοηθήσει την επιστροφή τής αυτοκρατορικής συντροφιάς. Ο Κυδώνης ενημέρωνε τον Aσάνη για τη μεγάλη υποδοχή και την επιδοκιμασία που είχε εισπράξει ο αυτοκράτορας κατά την είσοδό του στη Βενετία, αλλά επισήμαινε ότι τώρα όλα κατέληγαν σε ματαιότητα. Είχαν σπεύσει στη Βενετία, ελπίζοντας να τούς εμφανίσουν τα πλούτη τού Κροίσου. Όμως ήταν προφανές ότι το μόνο που θα έβλεπαν ήταν άνθρακες. Ο αυτοκράτορας και η ακολουθία του δεν είχαν ακόμη χρήματα αρκετά για να επιστρέψουν στον Βόσπορο.212

Η απροθυμία τού Ιωάννη να δεχθεί την ενετική προσφορά είναι σαφής. Οι λόγοι τής απροθυμίας του δεν είναι σαφείς. Πολύ πιθανόν, όπως έχει προτείνει ο Λένερτς, ο Ανδρόνικος Δ’ και (πολύ περισσότερο) οι Γενουάτες είχαν αντιταχθεί στην εκχώρηση τής Τενέδου στη Βενετία. Ο Γενουάτης κουνιάδος τού Ιωάννη, ο Φραντσέσκο Α’ Γκατελούζο τής Μυτιλήνης, είχε πάει μαζί του στη Ρώμη και πιθανώς γνώριζε καλά την πρόθεσή του να συζητήσει την πώληση τού νησιού. Ο Καρόλντο αναφέρει ότι «όταν ο αυτοκράτορας παρέδιδε την Τένεδο, δεν θα πλήρωνε τόκο παρά μόνο για τρία χρόνια [1344-1346], ενώ θα μπορούσε να έχει και τα κοσμήματα».

Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί ήσαν έτσι επιτέλους διατεθειμένοι να απαλλάξουν τον Ιωάννη από τούς συσσωρευμένους τόκους για τα έτη 1347-1370 (= 36.000 δουκάτα), επέμεναν όμως για τούς τόκους των τριών ετών τής αρχικής σύμβασης (= 4.500 δουκάτα). Μπορεί με πειστικότητα να υποστηριχθεί ότι αν οι Ενετοί ήθελαν πληρωμή των τόκων των τριών ετών, κατά μείζονα λόγο (a fortiori) έπρεπε επίσης να απαιτήσουν αποπληρωμή τού αρχικού χρέους τού αυτοκράτορα (= 30.000 δουκάτα). Αν συνέβαινε αυτό, τότε ο Ιωάννης θα έπαιρνε 25.000 δουκάτα, αλλά έπρεπε και πάλι να πληρώσει 34.500 για να πάρει πίσω τα κοσμήματα του, οπότε πώς άραγε θα μπορούσαν οι Ενετοί να περιμένουν από αυτόν να πληρώσει τα υπόλοιπα 9.500 δουκάτα; Από την άλλη πλευρά, η Γερουσία ήταν σαφώς διατεθειμένη να δώσει στον Ιωάννη 25.000 δουκάτα σε μετρητά, όταν στις 21 Ιουλίου 1370 ενέκρινε απόφαση δεύτερου δανείου για λογαριασμό του από την Κάμερα ντελ Φορμέντο. Το 1370 κανένας πια στη Γερουσία δεν πίστευε ότι ο Ιωάννης θα μπορούσε ποτέ να αποπληρώσει είτε απλό ή σύνθετο τόκο για ολόκληρη την περίοδο τής οφειλής. Γιατί λοιπόν να μην τον μετριάσει; Όμως ως ζήτημα επιχειρηματικής πρακτικής και προηγουμένου, κρινόταν προφανώς σκόπιμο να επιμείνουν στην εφικτή πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων ετών, τούς οποίους ο Ιωάννης θα μπορούσε εύκολα να πληρώσει στη Σινιορία, όταν η Γερουσία θα κανόνιζε το νέο δάνειο από την Κάμερα.

Εξάλλου η προτεινόμενη επιστροφή των κοσμημάτων στον Ιωάννη δείχνει ότι η Γερουσία είχε επίσης συμφιλιωθεί με την ιδέα τής διαγραφής τού κεφαλαίου, για το οποίο κρατούνταν τα κοσμήματα ως ενέχυρο. Η διαγραφή τού κεφαλαίου συνεπαγόταν την επιστροφή των κοσμημάτων. Φαίνεται λοιπόν ότι στην πραγματικότητα οι Ενετοί ήσαν διατεθειμένοι να πληρώσουν 55.000 δουκάτα για το νησί τής Τενέδου,213 δηλαδή τα 25.000 που αναφέρει ο Καρόλντο και που ψηφίστηκαν από τη Γερουσία στις 21 Ιουλίου 1370, καθώς και τα 30.000 τού αρχικού δανείου. Ήσαν επίσης πρόθυμοι να τον εφοδιάσουν με τούς σκελετούς έξι παλαιών πλοίων μεταφοράς, τα οποία θα μπορούσαν σύντομα να ετοιμαστούν στον Ναύσταθμο για υπηρεσία. Ο Ιωάννης ήθελε ίσως τα πλοία μεταφοράς για να μεταφέρει ορισμένους από τούς μισθοφόρους (routiers), τούς «ένοπλους άνδρες διαφόρων εθνικοτήτων», μαζί με τα άλογα και τον εξοπλισμό τους, τούς οποίους ο Ούρμπαν Ε’ τον είχε βοηθήσει να στρατολογήσει στην κεντρική και νότια Ιταλία.

Γιατί λοιπόν δεν πούλησε ο Ιωάννης την Τένεδο στη Βενετία; Ποιο ήταν το αντίτιμο; Ο Ιωάννης έπρεπε να αναγνωρίσει ότι με την επιστροφή των κοσμημάτων του οι Ενετοί τού είχαν προσφέρει 55.000 δουκάτα. Η ενετική άποψη ήταν ότι με την απαλλαγή από όλους τούς τόκους μετά το 1347 (για τούς οποίους ο Ιωάννης προφανώς δεν αναλάμβανε ευθύνη), τού πρόσφεραν περίπου 100.000. Ποιο ήταν το εμπόδιο; Δεν ξέρουμε, αλλά για να παραθέσουμε πάλι τον Καρόλντο: «Η εν λόγω Μεγαλειότητά τού Πέρασε ολόκληρο εκείνο τον χειμώνα στην Ιταλία και τελικά έδωσε [στους Ενετούς] να καταλάβουν μέσω τού γιου του, τού δεσπότη [τού Μανουήλ, ο οποίος είχε σμίξει μαζί του στη Βενετία], ότι για διάφορους λόγους δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η εκχώρηση τής Τενέδου».214

Ο Μανουήλ είχε φτάσει στην λιμνοθάλασσα το καταχείμωνο. Μάλλον συμμετείχε στην τελική απόφαση να μην πωληθεί το νησί, ενώ μπορεί να είχε πει στον πατέρα του: σού έχω φέρει χρήματα αρκετά για να γυρίσουμε στην πατρίδα και φοβάμαι την αντίδραση των Γενουατών σε αυτή την πρόταση. Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε τι είπε, αλλά το αναθεωρημένο κείμενο τού Καρόλντο δείχνει ότι ήταν ο Μανουήλ εκείνος που ενημέρωσε τη Σινιορία ότι η Τένεδος δεν μπορούσε να πωληθεί στη Δημοκρατία. Μπορεί να είχε προσθέσει ότι το ζήτημα θα μπορούσε να επανεξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Μάλιστα μάλλον το έκανε, γιατί φαίνεται ότι είχε επικρατήσει πνεύμα φιλίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων τής παραμονής τού αυτοκράτορα στην πόλη.

Ο Ιωάννης παρέμενε στη Βενετία, γιατί δεν επιθυμούσε χειμερινό ταξίδι γύρω από το ακρωτήριο Ματαπάς (Ταίναρο). Όμως με την προσέγγιση τής άνοιξης και τη βελτίωση τού καιρού άρχισε να προετοιμάζεται για την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, «και για να έχει λόγους η Αυτού Μεγαλειότητα να αναχωρήσει πολύ ικανοποιημένος», συνεχίζει ο Καρόλντο, «στις 2 Μαρτίου 1371 [περίπου ένα μήνα πριν την αναχώρησή του] δόθηκε εντολή ότι τα περίπου 4.000 δουκάτα που τού είχαν δανείσει ως μέρος των 25.000 δουκάτων που θα τού κατέβαλαν για την Τένεδο, η οποία [συναλλαγή] δεν είχε πραγματοποιηθεί, έπρεπε να τού δοθούν γενναιόδωρα …». Οι Ενετοί τού έδωσαν επίσης 400 μέτρα γαλέτα για τα πληρώματά του, ενώ έκαναν στον Μανουήλ δώρο 300 δουκάτων.215 Mόλις δύο χρόνια αργότερα, όταν τον Ιούνιο τού 1373 σχηματίστηκε η νηοπομπή των εμπορικών γαλερών (η muda) προς Ελλάδα, Tάνα και Τραπεζούντα, η Γερουσία ψήφισε, «ότι τα κοσμήματα τού κυρίου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης μπορούν [τώρα] να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη με τις γαλέρες τού ταξιδιού προς Ρωμανία χωρίς χρέωση για τη μεταφορά και οι προαναφερθείσες γαλέρες θα φορτωθούν υπό αυτή την προϋπόθεση». Υπήρχαν δύο λευκές ψήφοι και μόνο τέσσερις αρνητικές.216 Είναι δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι ο Ιωάννης είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα τής παραχώρησης τής Τενέδου, αλλά τα κοσμήματα δεν στάλθηκαν. Μάλιστα παρέμειναν υπό ενετική επιτήρηση μέχρι μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης ογδόντα χρόνια αργότερα.

Πολλά παραμένουν ασαφή, αλλά αν η περιγραφή τού Καρόλντο έχει κάποια ακρίβεια, ενώ μάλιστα επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις τής Γερουσίας στις 21 Ιουλίου 1370 και στις 21 Ιουνίου 1373, ο Ιωάννης πρέπει να αισθανόταν κάποια μικρή ικανοποίηση όταν σαλπάριζε για την πατρίδα του στις αρχές τής άνοιξης τού 1371. Οι Ενετοί ήσαν προφανώς πρόθυμοι να διαγράψουν το χρέος του και να επιστρέψουν τα πετράδια τού Στέμματος μόλις αποκτούσαν την Τένεδο, την οποία αυτός δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί. Ύστερα από υποτιθέμενη στάση στη Θεσσαλονίκη, όπως σημειώσαμε, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Οκτωβρίου, για να αντιμετωπίσει πληθώρα προβλημάτων, τα οποία δεν θα έλυνε ποτέ. Αν και ο ίδιος παρέμεινε πιστός στη θρησκευτική δέσμευση που είχε αναλάβει στη Ρώμη, ποτέ δεν προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ένωση των Εκκλησιών. Δεδομένου ότι η Αγία Έδρα αρνιόταν να λάβει μέρος σε οικουμενική σύνοδο, ο πατριάρχης Φιλόθεος αρνήθηκε να επικοινωνήσει με την παπική κούρτη και προσπαθούσε ακούραστα να δέσει πιο σφιχτά τις Ορθόδοξες Εκκλησίες τής Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και τής Ρωσίας με την πατριαρχική έδρα τής Κωνσταντινούπολης.217

Ενώ η βυζαντινή κυβέρνηση στεκόταν στην άκρη, πιθανώς λόγω τής απουσίας τού αυτοκράτορα, οι Τούρκοι προκάλεσαν στους Σέρβους συντριπτική ήττα στη μάχη τού Τσέρνομεν (Ορμένιου) επί τού Έβρου (Μαρίτσα) στις 26 Σεπτεμβρίου 1371, η οποία ήχησε ως αναγγελία θανάτου τής σερβικής ανεξαρτησίας. Σε ψευδαίσθηση βυζαντινής επέκτασης ο νεαρός Μανουήλ, δεσπότης τής Θεσσαλονίκης, άδραξε την ευκαιρία για να καταλάβει τον Νοέμβριο την νοτιοανατολική Μακεδονία, αλλά η κλονιζόμενη αυτοκρατορία τού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου τώρα πια φαινόταν ότι θα επιζούσε μόνο όσο θα το επέτρεπε η ανοχή των Τούρκων. Μετά το Τσέρνομεν τα μισά από τα εδάφη που ανήκαν στους μοναχούς τού Αγίου Όρους και στη Θεσσαλονίκη μετατράπηκαν σε «πρόνοιες», σε προσπάθεια να βρεθεί κάποια οικονομική βάση για την υποστήριξη των συρρικνούμενων στρατιωτικών δυνάμεων τής αυτοκρατορίας.218

Όμως ήταν δύσκολο να βρεθούν στρατιώτες και τα μέτρα αυτά δεν είχαν ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Τα υπόλοιπα είκοσι χρόνια τής βασιλείας τού Ιωάννη Ε’ αποτελούσαν συνεχιζόμενη καταστροφή. Η αυτοκρατορική οικογένεια διχάστηκε από αλληλοκτόνες διαμάχες και η αυτοκρατορική κυβέρνηση παράκμασε στο χάος. Ο Ιωάννης αντιμετώπισε τρεις εξεγέρσεις (το 1373, το 1376 και το 1385) κατά τής εξουσίας του από τον γιο του Ανδρόνικο, από τον οποίο προσπάθησε να αφαιρέσει τη διαδοχή στον θρόνο υπέρ τού πιστού Μανουήλ. Αλλά η αποφασιστικότητα τού Ανδρόνικου να κυβερνήσει στον Βόσπορο θα τερματιζόταν μόνο με τον θάνατό του (το 1385), μετά τον οποίο ο γιος τού Ιωάννης [Ζ’] θα συνέχιζε τον αγώνα και μάλιστα κάνοντας τον εαυτό τού αυτοκράτορα για πέντε μήνες το 1390. Όμως όταν τελικά πέθανε ο κουρασμένος Ιωάννης Ε’ το 1391, ο Μανουήλ κατόρθωσε να εξασφαλίσει το επικίνδυνο στέμμα.

Μετά την επιστροφή τού Ιωάννη Ε’ από τη Βενετία, οι σχέσεις του με τη Σινιορία ήσαν γενικά καλές, αν και θα ανταλλάσσονταν σκληρά λόγια όταν θα ερχόταν η ώρα για την ανανέωση τής πενταετούς ανακωχής.219 Η Γερουσία είχε ψηφίσει να τού επιστρέψει τα κοσμήματά του τον Ιούνιο τού 1373, πράγμα που δεν είχε γίνει, προφανώς για τούς ίδιους «διάφορους λόγους», οι οποίοι πριν δυόμιση χρόνια είχαν εμποδίσει την πώληση τής Τενέδου. Υπήρχαν διάφορα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν σε περίπτωση μεταβίβασης τού νησιού στη Βενετία και τα οποία ήσαν ανεξάρτητα από την τιμή και από την αντίθεση των Γενουατών. Για παράδειγμα είχε συμφωνηθεί, κατά κάποιο αμφίβολο (και εν μέρει προφανώς ανακριβές) τμήμα τού κειμένου τού Καρόλντο, ότι οι Τενέδιοι έπρεπε να έχουν δικό τους αρχιεπίσκοπο, οι ιερείς τους να χειροτονούνται από τον Έλληνα πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης και η σημαία με τον δικέφαλο αετό να ανεμίζει μαζί με τη σημαία με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου.220 Η προβλεπόμενη πώληση από τον Ιωάννη τού στρατηγικού νησιού τής Τενέδου, τού «κλειδιού για τα Δαρδανέλλια», είχε προκαλέσει την εχθρότητα των Γενουατών, οι οποίοι βοήθησαν τον Ανδρόνικο να αποδράσει από τον εγκλεισμό στον οποίο τον είχε θέσει ο πατέρας του και υποστήριξαν τη δεύτερη απόπειρά του να πάρει τον θρόνο το καλοκαίρι τού 1376. Για κάποιο διάστημα οι προσπάθειες τού Ανδρόνικου στέφθηκαν με επιτυχία. Με τη βοήθεια των Τούρκων, καθώς και των Γενουατών, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη ύστερα από πολύμηνη πολιορκία και φυλάκισε τώρα τον πατέρα του και τον αδελφό τού Μανουήλ. Με χρυσόβουλλο τής 23ης Αυγούστου (1376) εκχωρούσε «το νησί τής Τενέδου μαζί με το κάστρο» (insulla Tenedi cum castro) στους Γενουάτες, λόγω, όπως έλεγε, τής αγάπης τους γι’ αυτόν και τής βοήθειας που τού είχαν προσφέρει.221 Ξεσπούσε αναπόφευκτα πόλεμος μεταξύ των δύο ναυτικών κρατών, γιατί τον Οκτώβριο τού 1376 οι Ενετοί κατέλαβαν την Τένεδο.222 Μερικές εβδομάδες αργότερα, ως ανταπόδοση τής τουρκικής υποστήριξης που είχε πάρει, ο Ανδρόνικος παρέδωσε την Καλλίπολη στον Μουράτ,223 ακυρώνοντας έτσι το σημαντικό επίτευγμα τής σταυροφορίας τής Σαβοΐας.

Ο Ιωάννης Ε’ και ο Μανουήλ ανέκτησαν με κάποιο τρόπο την ελευθερία τους, διαφεύγοντας από τη φυλακή τους, τον πύργο τού Ανεμά, και καταφεύγοντας στην αυλή τού Μουράτ στη Μικρά Ασία. Τον Ιούλιο τού 1379 επανεισήλθαν νικηφόρα στην Κωνσταντινούπολη με τη βοήθεια τουρκικών στρατευμάτων, ενώ στις αρχές Αυγούστου Ενετοί ναύτες τούς βοήθησαν να καταβάλουν τη γενουάτικη φρουρά, την οποία είχε αφήσει πίσω στο φρούριο ο Ανδρόνικος, όταν διέφυγε στο Πέρα. Αλλά περί τον Απρίλιο τού 1381 οι Γενουάτες έκαναν ειρήνη με τούς Τούρκους συμμάχους τού Ιωάννη Ε’ και ο Ιωάννης συμφώνησε για συνθήκη με τον Ανδρόνικο και τον γιο τού τελευταίου, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματά τους στη διαδοχή. Μια άλλη συνθήκη τού Νοεμβρίου 1382 μεταξύ των Παλαιολόγων, την οποία διαπραγματεύτηκαν και εγγυήθηκαν οι Γενουάτες, επιβεβαίωνε τις διατάξεις τής προηγούμενης (μη διασωζόμενης) συμφωνίας. Είναι κατανοητό ότι ο Μανουήλ και ο πατέρας του βρίσκονταν σε χειρότερη θέση σε σχέση με το παρελθόν, γιατί οι αυτοκρατορικές αξιώσεις τού Μανουήλ (που είχε γίνει συναυτοκράτορας τον Σεπτέμβριο τού 1373), δεν ελήφθησαν υπόψη στις δύο αυτές συνθήκες. Παρά την αποκατάσταση τού Ιωάννη Ε’ στον θρόνο, ο Ανδρόνικος και ο γιος τού Ιωάννης Ζ’ διατηρούσαν τη βόρεια ακτή τής Προποντίδας (Μαρμαρά) με τις οχυρωμένες πόλεις Σηλυμβρία, Ηράκλεια, Ραιδεστό και Πάναδο. Ύστερα από παραμονή ανάμεσα στους Τούρκους και σύντομη διαμονή στην Κωνσταντινούπολη, ο Μανουήλ κατόρθωσε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε να αυτοαποκαλείται αυτοκράτορας και όπου κυβέρνησε για πέντε έτη (1382-1387), ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής τής περιόδου οι πρώην φίλοι του, οι Τούρκοι, είχαν την πρωτεύουσα τής «αυτοκρατορίας» του υπό πολιορκία (και μάλιστα πήραν την Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο τού 1387). Ένας άλλος αδελφός, ο Θεόδωρος Α’, ονομάστηκε δεσπότης τού Μορέως (πιθανώς στις αρχές τής άνοιξης τού 1381) και προς το τέλος τού επόμενου έτους έφυγε από τον Βόσπορο για τα μεγάλα τείχη και το ψηλό φρούριο τού Μυστρά. Την άνοιξη τού 1385 ο Ανδρόνικος έκανε πόλεμο εναντίον τού άμοιρου πατέρα του για τρίτη φορά, ενώ με τον θάνατό του (στις 28 Ιουνίου) κληροδότησε τη Σηλυμβρία, τις αυτοκρατορικές του αξιώσεις και το μίσος του για τον παλαιό αυτοκράτορα στον Ιωάννη Ζ’, τον οποίο οι Γενουάτες θα βοηθούσαν να προκαλεί όσο το δυνατόν περισσότερα προβλήματα. Οι Παλαιολόγοι είχαν βοηθήσει στην καταστροφή τής ίδιας τής αυτοκρατορίας τους και έτσι οι Τούρκοι ωφελήθηκαν πάρα πολύ, τόσο από τις διαμάχες στο εσωτερικό τής κυβερνώσας οικογένειας, όσο και από τον πόλεμο μεταξύ Βενετίας και Γένουας (1378-1381) για το ζήτημα τής κατοχής τού νησιού τής Τενέδου.224

Στο σκληρό αγώνα τους εναντίον τής Βενετίας οι Γενουάτες ενώθηκαν με τούς Καρράρα τής Πάδουας. Οι Γενουάτες κατέλαβαν την Κιότζα νοτίως τής Βενετίας και άρχισαν αποκλεισμό τής λιμνοθάλασσας. Οι Ούγγροι εισέβαλαν στη Μάρκα Τρεβιτζάνα και πολιορκούσαν την πόλη τού Τρεβίζο. Όμως μετά την κατάληψη τής Κιότζα ο Φραντσέσκο ντα Καρράρα φιλονίκησε με τον Γενουάτη διοικητή στη κατανομή τής λείας, ενώ η Βενετία αργότερα παραιτήθηκε από τη Mάρκα υπέρ των Αυστριακών, για να βοηθήσει στην αναχαίτιση τής φιλοδοξίας των Καρράρα. Τελικά λοιπόν, λόγω των σφαλμάτων των Γενουατών και τής ενετικής επιχείρησης, τα πράγματα αντιστράφηκαν στην Κιότζα. Οι Γενουάτες πολιορκητές εγκλωβίστηκαν στην πόλη και μετατράπηκαν σε πολιορκούμενους (τον Ιανουάριο τού 1380). Στο τέλος οι σοβαρά πληττόμενες και λιμοκτονούσες δυνάμεις τους παραδόθηκαν (στα τέλη Ιουνίου 1381). Πρέπει να αγνοήσουμε τις λεπτομέρειες αυτού τού περίπλοκου αγώνα, που αφορούσε επίσης την ενετο-γενουάτικη αντιπαλότητα στο κυπριακό λιμάνι τής Αμμοχώστου. Ο πόλεμος συνεχίστηκε το καλοκαίρι, αλλά η παρέμβαση τού Aμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας τον οδήγησε σε τέρμα με την ειρήνη τού Τορίνο. Την Πέμπτη 8 Αυγούστου 1381, πριν από την ώρα τού εσπερινού, μεγάλη συνέλευση απεσταλμένων και ευγενών, κληρικών και καθηγητών τού δικαίου, συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη αίθουσα τού κάστρου τού Τορίνο, όπου ζούσε τότε ο Αμαδέος. Μεταξύ των ευγενών ήσαν αρκετοί, που είχαν συνοδεύσει τον Aμαδέο στη σταυροφορία. Στους απεσταλμένους περιλαμβάνονταν εκπρόσωποι τής Ουγγαρίας, τής Γένουας, τής Πάδουας, τής Βενετίας και τού πατριαρχείου τής Ακουιλέια.

Το κείμενο τής συνθήκης, καταδικάζοντας τα «πολλαπλά κρίματα τού κακού» (multipharia nephanda crimina) τού πρόσφατου πολέμου, εκθείαζε τον Aμαδέο ως υποστηρικτή τής ειρήνης και αθλητή τής χριστιανοσύνης. Οι Ούγγροι απεσταλμένοι φρόντιζαν για τα συμφέροντα τού Λουδοβίκου τού Μεγάλου (πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 1382), τού οποίου επικυρώθηκε η κατοχή τής Δαλματίας (την οποία είχε πάρει με την ειρήνη τής Ζάρας το 1358) και ο οποίος θα έπαιρνε τώρα ετήσιο φόρο υποτέλειας 7.000 δουκάτων από τη Βενετία. Επιδιώχθηκε περαιτέρω διευθέτηση ενετο-ουγγρικών διαφωνιών και διαφορών, καθώς και των πολυάριθμων ενετικών παραπόνων από τούς Καρράρα. Θα υπήρχε γενική απελευθέρωση αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένων και των άθλιων απομειναριών τής γενουάτικης αρμάδας που είχε παραδοθεί στην Κιότζα. Πιο ενδιαφέρον για εμάς στο παρόν πλαίσιο είναι ότι οι Ενετοί θα παρέδιδαν στον Αμαδέο ή σε αξιωματικό του το νησί τής Τενέδου με όλες τις οχυρώσεις του μέσα σε δυόμιση μήνες και ότι ο Αμαδέος θα κρατούσε το νησί με από κοινού έξοδα τής Βενετίας και τής Γένουας. Η σύγκρουση των δύο ναυτικών κρατών για την Τένεδο θα τερματιζόταν με την ανάλγητη καταστροφή και ερήμωση τού νησιού. Το κείμενο τής συνθήκης προέβλεπε λοιπόν,

ότι όλα τα κάστρα, κτίρια, φρούρια, σπίτια και οικήματα, οτιδήποτε στο εν λόγω νησί [όλα αυτά], oποτεδήποτε ευχαριστεί τον …άρχοντα δόγη και την κοινότητα τής Γένουας, ο ίδιος ο άρχοντας τής Σαβοΐας οφείλει να καταστρέψει εντελώς και να γκρεμίσει από πάνω μέχρι κάτω, αλλά με δαπάνες τής εν λόγω κοινότητας τής Γένουας, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο τόπος να μη μπορεί ούτε να ξαναχτιστεί ούτε να ξανακατοικηθεί.

Οι Ενετοί υπόσχονταν να καταθέσουν, ως ενέχυρο για τη ελεύθερη παράδοση από μέρους τους τής Τενέδου στον Aμαδέο, το ποσό των 150.000 φλουριών ή κοσμήματα ίσης αξίας εντός των επομένων πενήντα ημερών, ενώ τα χρήματα ή κοσμήματα θα επιστρέφονταν αν εφαρμόζονταν οι όροι τής συμφωνίας, διαφορετικά θα παραδίδονταν στους Γενουάτες.

Η συνθήκη τού Τορίνο προέβλεπε επίσης ότι όταν θα αποκαθίστατο ειρήνη μεταξύ τού Ιωάννη Ε’ και των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, «όπως εκτιμούν κάποιοι» (sicut per alicuos asseritur), οι Ενετοί θα είχαν το δικαίωμα να πηγαινοέρχονται ελεύθερα σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια, χωρίς να παρεμβάλλουν οι Γενουάτες «εμπόδια ή προβλήματα» (impedimentum vel molestia) στα αγαθά τους ή στους ανθρώπους τους.

Και ας δεχτεί ο ίδιος ο άρχοντας αυτοκράτορας Kαλογιάννης τον γιο τού άρχοντα Ανδρόνικο πίσω στη χάρη του, ρυθμίζοντας ώστε ο άρχοντας Ανδρόνικος … να διαδεχθεί … τον πατέρα του στην αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης μετά τον θάνατο τού εν λόγω πατέρα του. … Στην περίπτωση που … ο αυτοκράτορας Kαλογιάννης αρνηθεί να επιστρέψει ο ίδιος και να φέρει τούς ανθρώπους του στην Καθολική πίστη, οι … Γενουάτες και Ενετοί αναλαμβάνουν και εξασφαλίζουν, ότι οποτεδήποτε τούς ζητηθεί από τον … άρχοντα κόμη τής Σαβοΐας, θα τού παράσχουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους βοήθεια, συμβουλή και υποστήριξη κατά … τού αυτοκράτορα Καλογιάννη, έτσι ώστε με τη δύναμη και την εξουσία τους, με την ευνοϊκή βοήθεια τού Θεού, να μπορέσει να [επανα]προσηλυτιστεί στην Καθολική πίστη.

Η αφοσίωση τού Ιωάννη Ε’ στη Λατινική Εκκλησία είχε προφανώς μειωθεί με την αποτυχία να τού δοθεί βοήθεια από τη Δύση εναντίον των Τούρκων. Η Αγία Έδρα έπρεπε να εκδικάσει «αμφισβητήσεις και διαφωνίες» που μάστιζαν μέχρι τότε τις σχέσεις τού πατριάρχη και τής εκκλησίας τής Ακουιλέια με τον δόγη και την κοινότητα τής Βενετίας, όσον αφορά τα δικαιώματα και τη δικαιοδοσία τους στην επαρχία τής Ιστρίας.225

Στις 4 Σεπτεμβρίου (1381), σύμφωνα με διάταγμα τής προηγούμενης 10ης Δεκεμβρίου, γράφτηκαν τα ονόματα τριάντα πολιτών στη Χρυσή Βίβλο και συμπεριλήφθηκαν στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio), επειδή είχαν διακριθεί στην υπεράσπιση τής Βενετίας εναντίον των Γενουατών, των Καρράρα και των Ούγγρων. Η εκ μέρους τους απόκτηση τής «ενετικής ευγένειας» (nobilta veneziana) ήταν κληρονομική, ενώ μεταξύ εκείνων που έγιναν ευγενείς για τις υπηρεσίες τους προς τη Δημοκρατία ήταν ο χρονικογράφος και καγκελάριος Ραφαίν Καρεζίνι. Άλλες οικογένειες που έβλεπαν τώρα να τούς ανοίγει η πόρτα για πολιτική εξέλιξη περιλάμβαναν τούς Τρεβιζάν, Κοντουλμέρ, Ζακκαρία, Τσιτσόνια, Πασκουαλίγκο ντι Κάντια, Λόνγκο, Βεντραμίν, Καλλέργη, Παρούτα, Λιππομάνο, Ντονάτο ντι Κα ντα Πόρτο και Νάνι ντι Σαν Βιτάλε.226 Κατά τον επόμενο αιώνα βρίσκουμε έναν Κοντουλμέρ ως πάπα και έναν Τρεβιζάν ενεργό κατά των Τούρκων ως παπικό ναύαρχο.

Παρά το γεγονός ότι οι Γενουάτες είχαν πάρει την κοντινή Κιότζα, οι Ενετοί είχαν κρατήσει τη μακρινή Τένεδο σε όλη τη διάρκεια τού πολέμου. Απρόθυμα αλλά ειλικρινά, η Σινιορία ξεκινούσε τώρα να εκπληρώσει την υποχρέωση εξάλειψης τής στρατηγικής σημασίας τού νησιού, με την καταστροφή όλων των εγκαταστάσεων πάνω σε αυτό και με την μετεγκατάσταση τού συνόλου τού ελληνικού πληθυσμού στις ενετικές αποικίες τής Κρήτης και τού Νεγκροπόντε. Μήνα με το μήνα στέλνονταν επιστολές, διαταγές και απεσταλμένοι στον Τζανάκι Μουντάτσο (Μοάτσο)], βαΐλο και στρατιωτικό διοικητή Τενέδου, να παραδώσει το νησί στον επίτροπο τού Aμαδέου τής Σαβοΐας, αλλά με ανεξαρτησία σχεδόν απίστευτη για Ενετό αξιωματούχο ο Μουντάτσο αρνιόταν να το κάνει. Προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες και αλλάζοντας τακτική από καιρό σε καιρό επέμενε ότι αν υπάκουε στις εντολές τής Σινιορίας, το νησί τής Tενέδου θα έπεφτε αναπόφευκτα στα εχθρικά χέρια των Γενουατών. Το πείσμα του προκαλούσε μεγάλα προβλήματα στην ενετική κυβέρνηση στην Ιταλία, προς μεγάλη αγανάκτηση τού καγκελάριου Ραφαίν Καρεζίνι, που μιλά στο χρονικό του για «απερίσκεπτη εξέγερση και έγκλημα εσχάτης προδοσίας» (temeraria rebellio et laesae maiestatu crimen) τού Μουντάτσο.227

Όπως απαιτούσε η δέσμευση καλής πίστης τής συνθήκης τού Τορίνο, οι Ενετοί είχαν παραδώσει κοσμήματα αξίας 150.000 φλουριών στους Φλωρεντινούς, οι οποίοι, ως χειρονομία εμπιστοσύνης τους στην ενετική ακεραιότητα, τα είχαν αφήσει κατατεθειμένα στη Βενετία, βέβαιοι ότι η Γερουσία θα ξεκινούσε αμέσως την καταστροφή των οχυρώσεων τής Τενέδου. Όμως στις αρχές Αυγούστου 1382 δύο απεσταλμένοι από τον Άρνο εμφανίστηκαν ενώπιον τού νέου δόγη, τού Μικέλε Μοροζίνι, που ήταν ένας από τούς Ενετούς αντιπροσώπους στο Τορίνο, εξηγώντας ότι οι Γενουάτες είχαν απαιτήσει τα κοσμήματα, επειδή οι δυόμιση μήνες που όριζε η συνθήκη για την παράδοση τού νησιού στον Αμαδέο τής Σαβοΐας είχαν παρέλθει προ πολλού. Επιπλέον οι Γενουάτες προσέδιδαν βαρύτητα στη διαμαρτυρία τους κατάσχοντας Φλωρεντινό μαλλί και εμπορεύματα αξίας 200.000 φλουριών, που είχαν βρει εύκολα προσβάσιμα στο δικό τους λιμάνι. Οι Ενετοί απάντησαν ότι δεν είχαν καθόλου αμελήσει. Είχαν συμμορφωθεί με όλες τις απαιτήσεις τής συνθήκης. Είχαν κάνει και θα έκαναν οτιδήποτε δυνατό για την εξασφάλιση τής παράδοσης τής Τενέδου στον Αμαδέο. Η καθυστέρηση είχε προκληθεί από την προδοσία τού Μουντάτσο και η ενετική κυβέρνηση δεν ήταν υπεύθυνη για την κατάσχεση τής Φλωρεντινής περιουσίας, αλλά η Σινιορία θα έστελνε απεσταλμένους στη Γένουα, σε προσπάθεια να εξασφαλιστεί η αποδέσμευση αυτής τής περιουσίας.228

Η πρεσβεία τής Φλωρεντίας ώθησε την Ενετική Γερουσία σε ανανεωμένη δράση και στις 19 Αυγούστου (1382) έγραψαν στον δόγη και στο συμβούλιο τής Γένουας ότι αγωνιούσαν πάντοτε και τώρα να εφαρμόσουν πλήρως το σχετικό με την Τένεδο άρθρο τής ειρήνης. Δύο μέρες πριν, την Κυριακή 17 τού μηνός, ο Φαντίνο Τζόρτζο (Τζόρτζι) είχε φύγει από τη Βενετία με προορισμό την Τένεδο, με τέσσερις εξοπλισμένες γαλέρες και δύο μεγάλα στρογγυλά εμπορικά πλοία (cogs), με πάνοπλους άνδρες, τοξότες και βαρύ πυροβολικό. Η Βενετία δεν είχε λυπηθεί τα έξοδα για να εξοπλίσει τις δυνάμεις τού Τζόρτζο, ενώ είχε θεσπίσει και δημοσιεύσει τις άμεσες κυρώσεις κατά τού Τζανάκι Μουντάτσο, «αυτού τού αθλιότατου προδότη και στασιαστή» (ille nephandissimus proditor et rebellis), που θα πλήρωνε για την αποτρόπαιη και άθλια προδοσία του. Η Γερουσία είχε επίσης διατάξει ότι οι ύποπτοι συνέργειας έπρεπε να προσαχθούν στη Βενετία αλυσοδεμένοι και ένας ύποπτος είχε ήδη φυλακιστεί. Η Γερουσία ζητούσε από τον δόγη και το συμβούλιο τής Γένουας να γράψουν στον Φραντσέσκο Γκατελούζο τής Μυτιλήνης και στις γενουάτικες αρχές στο Πέρα και τη Χίο, για να πουλήσουν στον Τζόρτζο προμήθειες και να τού παράσχουν τη συνδρομή που άρμοζε στην ευγένεια και μάλιστα μεταξύ φιλικών κρατών.229 Σύμφωνα με τον Καρεζίνι, η εξέγερση τού Μουντάτσο δεν θα είχε διαρκέσει τόσο πολύ, αν δεν εφοδιαζόταν με προμήθειες από τούς Τούρκους, τούς οποίους ήταν δύσκολο να παρεμποδίσουν, λόγω τού θυελλώδους καιρού που ερχόταν με την έλευση τού χειμώνα.230

Δεδομένου ότι ο Μουντάτσο είχε κάτω από σταθερό έλεγχο τη φρουρά τής Τενέδου και είχε κερδίσει την υποστήριξη τού τοπικού πληθυσμού, στις 20 Φεβρουαρίου 1383 η Γερουσία επέτρεψε στον Τζόρτζο να τον προσεγγίσει με καλό τρόπο, ώστε να αποφύγει τα έξοδα και τον κίνδυνο αντιμετώπισης περαιτέρω αντίθεσής του.231 Έτσι ο ισχυρογνώμων αντάρτης παραδόθηκε τελικά στα μέσα Απριλίου και στη συνέχεια επέστρεψε στη Βενετία υπό φρούρηση, αλλά προφανώς χωρίς ταπείνωση.232 Στο μεταξύ στις 30 Μαρτίου η Γερουσία επέλεξε δύο Tενέδιους «φροντιστές» (provisores) για να συνεργαστούν με τον Τζόρτζο στις πολλαπλές υποχρεώσεις που βρίσκονταν μπροστά.233 Στις 19 Μαΐου ο Τζιοβάννι Μέμο εκλέχτηκε διοικητής Τενέδου για έξι μήνες. Άρνηση τής θέσης συνεπαγόταν πρόστιμο 200 δουκάτων. Ο μισθός για τη συγκεκριμένη περίοδο υπηρεσίας του θα ήταν 800 δουκάτα. Θα ήταν υπεύθυνος «για τις υποθέσεις τής Τενέδου, που έχουν πολύ μεγάλο βάρος» (negotia Tenedi, que sunt maximi ponderis). Ορίστηκαν επίσης δύο καστελλάνοι, ο Αντόνιο Πιζάνι και ο Τζάκοπο Λορεντάν, που θα συνόδευαν τον Μέμο, ενώ στις 23 Μαΐου η Γερουσία αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να επιτρέπεται σε κανέναν Έλληνα να εισέρχεται στο κάστρο τής Τενέδου, καθώς και ότι τουλάχιστον ένας από τούς καστελλάνους έπρεπε να βρίσκεται πάντοτε στο κάστρο κατά τη διάρκεια τής ημέρας, ενώ τη νύχτα έπρεπε να βρίσκονται και οι δύο εκεί.234

Στις 4 Ιουνίου (1383) οι Λεονάρντο Ντάντολο και Πιέτρο Έμο ανέλαβαν αποστολή να πάνε ως απεσταλμένοι στη Γένουα, για να εξηγήσουν ότι η Τένεδος είχε ήδη ανακτηθεί από τον Μουντάτσο και ότι η Βενετία ήταν έτοιμη να κάνει με το νησί αυτά που προβλέπονταν στην ειρήνη τού Τορίνο. Οι Ενετοί δεν είχαν καμία ενοχή ή δόλο στην όλη υπόθεση, έπρεπε να πουν οι Ντάντολο και Έμο, και δεν έπρεπε να υποστούν την ποινή τής απώλειας κοσμημάτων αξίας 150.000 φλουριών, αλλά ούτε και οι καλοπροαίρετοι Φλωρεντινοί, που είχαν διατελέσει εγγυητές γι’ αυτούς. Τώρα, δυστυχώς, μπορούσαν να προχωρήσουν στην «εφαρμογή τής καταστροφής τής Τενέδου» (factum ruynationis Tenedi).235 Η κυβέρνηση τής Γένουας έπρεπε να προσκληθεί να στείλει παρατηρητή στο νησί, για να δει με πόσο τέλειο τρόπο σκόπευε η Βενετία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις τής ειρήνης. Σε κάποιο σημείο των συζητήσεων, των σχετικών με τούς όρους τής αποστολής τού Ντάντολο και τού Έμο, παρενέβη ο δόγης Aντόνιο Βενιέρ, ισχυριζόμενος ότι θα ήταν προσβλητικό τόσο για τον Θεό αλλά και για όλη την ανθρωπότητα να διασκορπίσουν τον ελληνικό πληθυσμό τής Τενέδου και να καταστρέψουν τα πάντα στο νησί. Η Τένεδος έπρεπε να διατηρηθεί λόγω τής αξίας της για τη ναυτιλία, «έτσι ώστε να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι θα μπορούσαν εύκολα να την ξαναχτίσουν». Ο δόγης λοιπόν πρότεινε ότι το νησί έπρεπε να δοθεί στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’, με την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναγινόταν ποτέ ούτε ενετικό ούτε γενουάτικο. Όμως, για προφανείς λόγους, οι Γενουάτες δεν θα δέχονταν τη λύση αυτή, όπως ούτε οι Ενετοί θα ήσαν πρόθυμοι να παραιτηθούν από την Τένεδο υπέρ τού Ανδρόνικου, τού γιου τού αυτοκράτορα. Έτσι η πρόταση τού δόγη δεν συμπεριλήφθηκε στις οδηγίες προς τούς απεσταλμένους.236 Μάλλον μέτριες τιμωρίες επιβάλλονταν τώρα στους συνεργούς τού Τζανάκι Μουντάτσο για την προδοτική τους ανυπακοή στις εντολές τής Σινιορίας. Αν και ο ανηψιός του (με το ίδιο όνομα) ανακηρύχθηκε αθώος, στις 17 Απριλίου (1383) ο διακεκριμένος Πανταλεόνε Μπάρμπο, ο οποίος είχε υπηρετήσει τη Δημοκρατία ως βαΐλος και διοικητής τού Νεγκροπόντε, καταδικάστηκε σε στέρηση όλων των κρατικών αξιωμάτων για δέκα χρόνια. Προτάσεις να τον καταδικάσουν για έξι μήνες ή ένα χρόνο «σε κάποια από τις χαμηλότερες φυλακές» και να τον εξορίσουν από τη Βενετία και το Βένετο για πέντε χρόνια, δεν υπερψηφίστηκαν από τη Γερουσία. Όταν η Γερουσία ήρθε στην περίπτωση τού Ενρίκο Ντάντολο, ενός κυβερνήτη γαλέρας που κατηγορούνταν ότι έδινε βοήθεια και συμβουλές στον Μουντάτσο, τότε ο δόγης, ο οποίος είχε προτείνει την πιο σκληρή τιμωρία για τον Μπάρμπο, πρότεινε τώρα τον εγκλεισμό τού Ντάντολο για έξι μήνες σε κάποια από τις βλοσυρές «κατώτερες φυλακές» (carceres inferiores). Όμως η Γερουσία τον εξόρισε για πέντε χρόνια από το νησί τής Κρήτης, αλλά αν μέσα στην παραπάνω προθεσμία ξανάμπαινε στο νησί, τότε θα τιμωρούνταν με φυλάκιση τριών μηνών. Ο Τζάκοπο Βιτσεμάνο, ο οποίος ήταν επίσης κυβερνήτης γαλέρας, δεν θα ξανάμπαινε επικεφαλής εξοπλισμένου σκάφους ενετικού νηολογίου, αλλά η Γερουσία αντιστάθηκε στην επιβολή αυστηρότερων ποινών.237 Οι ποινές αυτές χαλάρωσαν όταν πέρασε ο σάλος τής Τενέδου, ενώ στις 8 Μαρτίου 1392 (λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα), ο Πανταλεόνε Μπάρμπο στελνόταν στην Κωνσταντινούπολη ως πρέσβης, για να εκφράσει τη θλίψη τής Δημοκρατίας για τον θάνατο τού «αληθινού και τέλειου φίλου μας», τού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, καθώς και για να συζητήσει διάφορα σημαντικά θέματα με τον διάδοχο τού τελευταίου, τον Μανουήλ Β’.238

Με την ανάκτηση τής Τενέδου τα σχέδια κατεδάφισης τέθηκαν γρήγορα σε εφαρμογή, για να καθησυχαστούν οι υποψίες των Γενουατών. Όμως υπήρχαν, όπως λέγεται, περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι στο νησί, ενώ οι έξι μήνες δεν θεωρούνταν επαρκής χρόνος για να ασχοληθούν με όλα όσα απέμενε να γίνουν.239 Εξετάστηκαν με ανθρωπιά, όπως έχει τονίσει ο Τιριέ, τα προβλήματα των φτωχών Ελλήνων, οι οποίοι τώρα έπρεπε να απελαθούν από τα προγονικά τους σπίτια και να ξεκινήσουν νέα ζωή στο άγνωστο περιβάλλον τής Κρήτης και τού Νεγκροπόντε. Μόλις μετακινούνταν όλοι από την Τένεδο (επρόκειτο να αποζημιωθούν για τις ζημιές τους), θα ξεκινούσε η κατεδάφιση των σπιτιών τής πόλης και όλων των άλλων οικημάτων. Πληρώματα ναυαγίων θα γκρέμιζαν αργότερα όλες τις οχυρωμένες θέσεις, αλλά το κάστρο τής Τενέδου επρόκειτο να αφεθεί να στέκεται «στα πόδια του» μέχρι να ολοκληρωθεί η συνολική διαδικασία απομάκρυνσης των κατοίκων και καταστροφής των σπιτιών τους και άλλων κτιρίων.240

Ο Aμαδέος ΣΤ’ τής Σαβοΐας είχε πεθάνει στη νότια Ιταλία στις αρχές Μαρτίου 1383, καθώς συνόδευε τον Λουδοβίκο Ανδεγαυό ( Λουί ντ’ Ανζού) στην άσχημα οργανωμένη εκστρατεία, η οποία απέτυχε να κερδίσει το βασίλειο τής Νάπολης από τον Κάρολο τού Δυρραχίου. Στις 28 Απριλίου η Ενετική Γερουσία κανόνισε να στείλει πρεσβεία συλλυπητηρίων στη χήρα τού Αμαδέου, την κόμισσα Μπον και στον γιο τού Aμαδέο [Ζ’], θρηνώντας την απώλεια τού «πολύ αγαπητού και έμπιστου φίλου» (karissimus et intimus amicus).241 Ο επίτροπος τού Aμαδέου δεν είχε κατορθώσει να παραλάβει την Τένεδο, ενώ κανείς στη Βενετία δεν γνώριζε ακόμη για την παράδοση τού Τζανάκι Μουντάτσο (στις 18 Απριλίου). Η Τένεδος μετατράπηκε σε καταφύγιο γλάρων και κατά πάσα πιθανότητα πειρατών, αλλά οι Ενετοί διατήρησαν προτεκτοράτο επί τού νησιού, το οποίο, αν και έρημο, συνέχιζαν να θεωρούν ιδιοκτησία τους. Αρνήθηκαν να το παραχωρήσουν στη βυζαντινή κυβέρνηση, γιατί έλεγαν ότι αυτό θα αποτελούσε παραβίαση τής ειρήνης τού Τορίνο, αλλά μερικές φορές το χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι ως αποθήκη διαμετακόμισης για τις γαλέρες τους, πράγμα που επίσης αποτελούσε παραβίαση. Οι οχυρώσεις δεν ξαναχτίστηκαν, αλλά οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν συχνά το νησί ως παρατηρητήριο, για να εποπτεύουν τούς Τούρκους στην Καλλίπολη. Υπάρχουν δύο μεταγενέστερα κείμενα, αρκετά γνωστά αλλά σημαντικά, που δείχνουν ότι η Τένεδος παρέμεινε άξονας τής ενετικής πολιτικής στο Αιγαίο.

Τον Ιούλιο τού 1405 ο μάγιστρος των Ιωαννιτών τής Ρόδου έγραψε στη Γερουσία τής Βενετίας, ζητώντας την άδεια να χτίσει κάστρο στην Τένεδο, «για την υπεράσπιση τής χριστιανικής πίστης». Μετά την παραλαβή τής επιστολής του τον Σεπτέμβριο η Γερουσία αποφάσισε να τού στείλει προφορική απάντηση με κάποιον Τζανάκι Γκρίνο, που πήγαινε στην ανατολή ως κυβερνήτης (patronus) γαλέρας προσκυνητών, «επειδή είναι πολύ καλύτερο και πιο διακριτικό η απάντηση [μας] να είναι προφορική και όχι γραπτή». Ο Γκρίνο έπρεπε να παρουσιάσει στον μάγιστρο τις διαπιστευτήριες επιστολές του από τη Γερουσία και να τού υπενθυμίσει ότι οι Ενετοί δεν λογάριαζαν ούτε εργασία ούτε έξοδα για λογαριασμό τής πίστης. Βέβαια η Τένεδος ανήκε σε αυτούς, αλλά σύμφωνα με την ειρήνη τού Τορίνο, την οποία είχε διαπραγματευθεί μεταξύ Βενετίας και Γένουας ο εκλιπών κόμης Aμαδέος τής Σαβοΐας, «είχε αποφασιστεί και καθοριστεί από αυτόν, για τη διατήρηση τής ειρήνης και τής ηρεμίας μεταξύ των δύο μερών, να καταστραφεί και να κατεδαφιστεί η Τένεδος, έτσι ώστε ποτέ ξανά να μη μπορεί να αποκατασταθεί και να ανοικοδομηθεί, πράγμα το οποίο [τον περιορισμό] είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε πλήρως».242

Έξη χρόνια αργότερα, στις 4 Ιουνίου 1411, ο δόγης Μικέλε Στένο ανέθεσε αποστολή στον Τζάκοπο Τρεβιζάν, που στελνόταν στην ανατολή για να κανονίσει ειρήνη με τον Mούσα, τον γιο τού εκλιπόντος σουλτάνου Βαγιαζήτ. Ήταν η εποχή τής οθωμανικής αδυναμίας (μετά τη μάχη τής Άγκυρας στα τέλη Ιουλίου 1402) και η Γερουσία «δεν αμφέβαλε ότι ο εν λόγω κύριος Μούσα, όταν σάς ακούσει, θα καταδεχτεί να κάνει ειρήνη με εμάς». Σύμφωνα με τις οδηγίες προς τον Tρεβιζάν,

… πρέπει να περιλάβετε [στη συμφωνία] το νησί τού Νεγκροπόντε, το Πτελεόν, το Άργος και το Ναύπλιο, τη Μεθώνη και την Κορώνη, την Πάτρα, την Κρήτη, τη Ναύπακτο, τα νησιά τής Τήνου και τής Μυκόνου, καθώς και όλα τα εδάφη τής Αλβανίας. … Επιπλέον, [θα καταστήσετε σαφές] ότι η εν λόγω ειρήνη πρέπει να τηρείται παντού στην ξηρά και στη θάλασσα εντός των Στενών, αλλά έξω από τα Στενά από την Τένεδο μέχρι κάτω στη θάλασσα … [δηλαδή νότια και δυτικά τού νησιού] τόσο οι δικοί μας όσο και οι δικοί του επιτρέπεται να επιτίθενται και να προκαλούν ζημιά ο ένας στην περιουσία και στους ανθρώπους τού άλλου.243

Η Τένεδος μπορεί να ήταν το κλειδί για τα Δαρδανέλλια, αλλά οι Τούρκοι δεν επρόκειτο να ξεκλειδώσουν την πόρτα προς το Αιγαίο, αν το απαγόρευαν οι Ενετοί.

<-12. Η άλωση τής Αλεξάνδρειας και η αποκατάσταση τής ειρήνης με την Αίγυπτο (1365-1370) 14. Οι σταυροφορίες τής Μπαρμπαριάς (1390) και τής Νικόπολης (1396)->
Scroll to Top