07. Η Αγία Έδρα, η Ελληνική αντίθεση και η αποτυχία τής ένωσης των Εκκλησιών (1276-1282)

<-6. Το παπικό μεσοδιάστημα, ο Γρηγόριος Ι’ και η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών (1268-1274) 8. Ο Σικελικός Εσπερινός και ένας αιώνας παρακμής των Ανδεγαυών (1282-1383)->

7
Η Αγία Έδρα, η Ελληνική αντίθεση και η αποτυχία τής ένωσης των Εκκλησιών (1276-1282)

levant_1_7_map_left levant_1_7_map_right

Ο Πιέρ ντε Ταρενταίζ, ο πρώτος Δομινικανός πάπας, διαδέχθηκε τον Γρηγόριο Ι’ στις 21 Ιανουαρίου 1276. Το κογκλάβιο συγκεντρώθηκε στο Αρέτσο σύμφωνα με το εκλογικό διάταγμα «Ubi periculum» τού Γρηγορίου τής 7ης Ιουλίου 1274. Ο Πιέρ πήρε το όνομα Ιννοκέντιος Ε’. Λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή του στο παλάτι τού Λατερανού στη Ρώμη, ο Ιννοκέντιος Ε’ επανέλαβε τις συνομιλίες με τούς Βυζαντινούς πρέσβεις Γεώργιο Μετοχίτη και Θεόδωρο, οι οποίοι βρίσκονταν ασφαλώς σε διερευνητική αποστολή. Μπορούσαν να δουν οι ίδιοι τις προσπάθειες που καταβάλλονταν στη ρωμαϊκή κούρτη από την παράταξη των Ανδεγαυών, ώστε να εξασφαλίσουν την άδεια τού Ιννοκέντιου για να ξεκινήσει ο Κάρολος Ανδεγαυός εκστρατεία κατά τού Βυζαντίου. Βέβαια ο Ιννοκέντιος ήταν Γάλλος,1 αλλά δεν ήταν περισσότερο διατεθειμένος να βοηθήσει τον Κάρολο Ανδεγαυό απ’ ό,τι ο προκάτοχός του πάπας Γρηγόριος Ι’. Παρ’ όλα αυτά οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι αντιλήφθηκαν την ύπαρξη κινδύνου.

Κατά το τελευταίο τρίτο τού 13ου αιώνα το Ιερό Κολλέγιο και τα εκλογικά κογκλάβια σπαράσσονταν από τον ανταγωνισμό των παρατάξεων των Ανδεγαυών και των Ρωμαίων, παρατάξεων που είχαν συγκροτηθεί κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας των Ούρμπαν Δ’ και Κλήμεντος Δ’. Αν και η εξισορρόπηση των ανταγωνιζομένων δυνάμεών τους είχε ως αποτέλεσμα την άριστη επιλογή τού Γρηγορίου Ι’, στα επόμενα χρόνια η εξισορρόπηση αυτή θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα την παράλογη επιλογή τού Σελεστίνου Ε’. Όταν η παράταξη των Ανδεγαυών έκανε πάπα (το 1281) τον Μαρτίνο Δ’, παρέδωσε τόσο την κληρονομιά τού Πέτρου όσο και τη ρωμαϊκή Γερουσία στον Κάρολο Ανδεγαυό. Κι όταν η ρωμαϊκή παράταξη εξέλεξε τον Νικόλαο Γ΄ Ορσίνι (το 1277) και τον Βονιφάτιο Η’ Καετάνι (το 1294), οι γαλλικοί στόχοι προφανώς έπρεπε να θυσιαστούν για τα δυναστικά συμφέροντα των οικογενειών των παπών, ενώ έπρεπε να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για την ενίσχυση τής πολιτικής και στρατιωτικής θέσης των παπικών κρατών παρά για να βγουν τα γαλλικά κάστανα από την ιταλική φωτιά. Ο Πιέρ ντε Ταρενταίζ, ο πάπας Ιννοκέντιος Ε’, ήταν φυσικά Γάλλος ή μάλλον Βουργουνδός. Οι φυσικοί του δεσμοί ήσαν με τη γαλλο-ανδεγαυή παράταξη. Έκανε λοιπόν σημαντικές παραχωρήσεις στον Κάρολο Ανδεγαυό, οι οποίες όμως δεν περιλάμβαναν άδεια για Ανδεγαυή «σταυροφορία» κατά τού Βυζαντίου. Τη μέρα ακριβώς που ο Ιννοκέντιος Ε’ εγκαταστάθηκε στο παλάτι και τη βασιλική τού Λατερανού (25 Φεβρουαρίου 1276) κάλεσε τούς χριστιανούς ηγεμόνες να αποσπάσουν τούς Αγίους Τόπους στην Παλαιστίνη από τα χέρια των απίστων.2

Ο Ιννοκέντιος Ε’, απαντώντας στις ερωτήσεις τής πρεσβείας τού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ με επιστολές γραμμένες στο Λατερανό στις 23 Μαΐου 1276, αναγνώριζε την παρουσία στη ρωμαϊκή κούρτη των Βυζαντινών απεσταλμένων Γεώργιου Μετοχίτη, αρχιδιάκονου Κωνσταντινουπόλεως και Θεόδωρου, υπουργού οικονομικών (Magnus luae curiae dispensator), που αναζητούσαν πληροφορίες σχετικές με τα παπικά σχέδια για τη σταυροφορία. Ο πάπας πληροφορούσε τον αυτοκράτορα ότι ο Ροδόλφος των Αψβούργων, ο Φίλιππος Γ’ τής Γαλλίας, ο Αλφόνσο Γ’ τής Πορτογαλίας, ο γιος τού Καρόλου Ανδεγαυού και πολλοί ευγενείς και μεγιστάνες είχαν πάρει τον σταυρό, αλλά ότι η ημερομηνία τής αποστολής δεν είχε ακόμη προσδιοριστεί.3 Σε δεύτερη επιστολή τόνιζε τη χαρά που είχε νιώσει ο πάπας Γρηγόριος με την ένωση τής Λυών, την οποία είχε μοιραστεί και ο ίδιος ως καρδινάλιος. Έλεγε ότι έστελνε παπική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Θα αποτελούνταν από τέσσερις Φραγκισκανούς με επικεφαλής τον Τζερόμ (Jerome) τού Άσκολι, ο οποίος δεν ήταν άγνωστος στη Βυζαντινή αυλή. Προέτρεπε τον Mιχαήλ να επικυρώσει την πράξη και τα άρθρα τής ένωσης.4

Στην τρίτη επιστολή τής 23ης Μαΐου 1276, που απευθυνόταν στον Μιχαήλ Η’, ο πάπας Ιννοκέντιος επαναλάμβανε το αίτημά του για αυτοκρατορική επιβεβαίωση των ενωτικών πράξεων τής Λυών και έκανε σαφέστερη αναφορά στα σχέδια που ετοίμαζαν ο Φίλιππος τού Κουρτεναί και ο Κάρολος Ανδεγαυός κατά τού Βυζαντίου. Ο Ιννοκέντιος επιθυμούσε την ειρήνη καθώς και την ένωση και υπενθύμιζε στον Μιχαήλ ότι το Βυζάντιο μπορούσε να ξεφύγει από τις εχθρικές προθέσεις των οίκων Ανδεγαυών και Κουρτεναί μόνο διατηρώντας θρησκευτική ομόνοια υπό την προστασία τής Αποστολικής Έδρας. Υπό αυτό το πλαίσιο έστελνε τον Τζερόμ τού Άσκολι και τούς συναδέλφους του Φραγκισκανούς σε πρεσβεία στον Βόσπορο.5 Την ίδια μέρα ο Ιννοκέντιος έγραφε στον Ιωάννη Βέκκο, τον νέο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και στον ανώτατο Βυζαντινό κλήρο, υπενθυμίζοντάς τους την επιστολή που είχαν στείλει το 1274 στον πάπα Γρηγόριο Ι’ σε επιβεβαίωση τής εκ μέρους τους αποδοχής τής Λατινικής πίστης. Τούς καλούσε να μη φεισθούν προσπαθειών για την προώθηση και επιβεβαίωση τής συμφωνίας ένωσης (unionis negotium) και να αποφύγουν έτσι το παλαιό κακό τού σχίσματος, ενώ δήλωνε ότι έστελνε τη Φραγκισκανική πρεσβεία στην ελληνική πρωτεύουσα για να παραλάβει τη δήλωση πίστη τους και την εκ μέρους τους αναγνώριση τής πρωτοκαθεδρίας τής ρωμαϊκής εκκλησίας.6

Καθώς προετοιμάζονταν αυτές οι επιστολές για τούς Έλληνες αποδέκτες τους, ετοιμάζονταν επίσης οδηγίες προς τον Τζερόμ τού Άσκολι και τούς συντρόφους του, που θα μετέφεραν τον στοργικό χαιρετισμό και την ειδική ευλογία τού πάπα προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ και τον γιο του Ανδρόνικο και στη συνέχεια θα παρουσίαζαν τις επιστολές που απεύθυνε ο πάπας προς τον αυτοκράτορα, τον πατριάρχη και τον ελληνικό κλήρο. Οι απεσταλμένοι έπρεπε να καταστήσουν σαφή στους Έλληνες τη σημασία που απέδιδε ο παπισμός στην «υπόθεση τής ένωσης». Ο αυτοκράτορας έπρεπε να επιβεβαιώσει με όρκο (proprio praestando corporaliter juramento) την πίστη και την αναγνώριση τής ρωμαϊκής υπεροχής, στην οποία ο λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης είχε ορκιστεί πριν δύο χρόνια, γιατί αν και ο Ακροπολίτης το είχε κάνει αυτό για λογαριασμό τού αυτοκράτορα, δεν είχε προφανώς βρεθεί σε θέση να παρουσιάσει στη ρωμαϊκή κούρτη επαρκή αποδεικτικά τής εξουσιοδότησής του να διενεργήσει μια τόσο επίσημη πράξη.

Ο Ανδρόνικος έπρεπε να πάρει τον ίδιο όρκο όπως ο πατέρας του, ενώ το ίδιο έπρεπε να κάνει και ο ελληνικός κλήρος. Οι αυτοκρατορικές δηλώσεις έπρεπε να γραφούν σε περγαμηνή, να υπογραφούν από τον Mιχαήλ και τον γιο του με τις συνήθεις υπογραφές τους και να σφραγιστούν με χρυσόβουλλο. Έπρεπε να γίνουν και αντίγραφα σε χαρτί. Οι Έλληνες κληρικοί δεν έπρεπε ούτε να κηρύσσουν δημόσια ούτε να διδάσκουν ιδιωτικά τίποτε αντίθετο με την δήλωση πίστης, την οποία τώρα ο πάπας απαιτούσε από αυτούς. Μάλιστα ο ελληνικός κλήρος έπρεπε να εξηγήσει την αληθινή πίστη (fidei Veritas) στο ποίμνιό του και να ψάλλει το σύμβολο τής πίστεως με την προσθήκη τού «και εκ τού Υιού» (filioque). Έπρεπε να συνταχθούν δημόσια έγγραφα τής από πλευράς Ελλήνων ιεραρχών ομολογίας πίστης και αναγνώρισης τής ρωμαϊκής υπεροχής, εκ των οποίων ορισμένα αντίγραφα έπρεπε να γραφτούν και να σφραγιστούν δεόντως, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ ορισμένα από αυτά έπρεπε να τηρούνται στα παπικά αρχεία.7

Όμως η επανεξέταση των προβλημάτων τού αυτοκράτορα, καθώς και οι δυσκολίες τις οποίες θα τού επέβαλαν οι απεσταλμένοι του, μπορεί να είχαν οδηγήσει τον πάπα να δώσει κι άλλη ομάδα οδηγιών στον Τζερόμ τού Άσκολι στις 26 Μαΐου 1276: Αν ο αυτοκράτορας δεν έδινε δημοσίως τον ζητούμενο όρκο, έπρεπε τουλάχιστον να το κάνει με την παρουσία πολλών υπευθύνων (praesentibus pluribus probis viris), συμπεριλαμβανομένων ιεραρχών και ευγενών. Αν ο Mιχαήλ δεν αποκήρυσσε το σχίσμα με προσωπικό όρκο, έπρεπε τουλάχιστον να επικυρώσει κάθε λεπτομέρεια τού όρκου που είχε δώσει ο Ακροπολίτης για λογαριασμό του στη σύνοδο τής Λυών. Αν δεν μπορούσαν να εξασφαλιστούν πολλά αντίγραφα των ομολογιών πίστης τού Μιχαήλ και τού Ανδρόνικου, «έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλιστούν ένα ή δύο». Ο όρκος των Ελλήνων ιεραρχών έπρεπε τουλάχιστον να περιλαμβάνει υπονοούμενη υποταγή στην Αποστολική Έδρα, ενώ αν δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί μεγάλος αριθμός δημόσιων εγγράφων, πιστοποιούντων την ομολογία πίστης και την αναγνώριση των παπικών πρωτείων, έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλιστούν αρκετά αντίγραφα.8

Ήταν βέβαια συνηθισμένο να εφοδιάζεται μια αναχωρούσα πρεσβεία με δευτερεύουσες ή απόρρητες οδηγίες, που θα έδειχναν τον βαθμό στον οποίον ένας πάπας ή ηγεμόνας ήταν πρόθυμος να συμβιβάσει τις αρχικές απαιτήσεις του. Οι παραχωρήσεις των οδηγιών τής 26ης Μαΐου φαίνεται ότι είναι επαρκείς, ώστε να υποδεικνύουν κάποιες διαφορές απόψεων στην παπική κούρτη, γιατί αν οι απαιτήσεις που περιέχονταν στην πρώτη ομάδα οδηγιών προς τον Τζερόμ τού Άσκολι απορρίπτονταν στην Κωνσταντινούπολη, θα ήταν καλό τουλάχιστον να εξασφαλιστεί ότι δεν θα χανόταν τίποτε από εκείνα που είχε κερδίσει στη Λυών ο Γρηγόριος Ι’.

Οι επιστολές Ιννοκέντιου Ε’ τής 23ης Μαΐου και οι εκχωρήσεις που περιέχονταν στις μυστικές οδηγίες τής 26ης είναι πολύτιμες, επειδή απεικονίζουν τη στάση τού πάπα και τής κούρτης απέναντι στη Βυζαντινή αυλή και εκκλησία. Όμως ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη ομάδα οδηγιών τού Ιννοκέντιου δεν μπορούσε να τεθεί σε ισχύ, γιατί καθώς ο Τζερόμ και η Φραγκισκανική αποστολή ξεκινούσαν το ταξίδι τους προς την Κωνσταντινούπολη, τούς πρόφτασαν στην Αγκώνα τα νέα τού θανάτου τού πάπα (στις 22 Ιουνίου 1276). Ο Τζερόμ και οι Φραγκισκανοί γύρισαν στη Ρώμη αφήνοντας τον Μετοχίτη και τον Θεόδωρο.9 Κατά πάσα πιθανότητα πίστευαν ότι ο θάνατος τού Ιννοκέντιου καταργούσε την εγκυρότητα τής αποστολής τους, αφού ο επόμενος πάπας ίσως είχε διαφορετικές ιδέες για μια αποστολή προς τη Βυζαντινή πρωτεύουσα.

Παπικοί θάνατοι και ταραχώδη κογκλάβια συνέβησαν συχνά κατά τη διάρκεια των ετών 1276 και 1277. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια πέντε πάπες κατέλαβαν διαδοχικό τον θρόνο τού Αγίου Πέτρου, οι Γρηγόριος Ι’, Ιννοκέντιος Ε’, Αδριανός Ε’, Ιωάννης ΚΑ’ και Nικόλαος Γ’. Στη διάρκεια αυτής τής περιόδου περισσότερες από μία πρεσβείες ταξίδεψαν μεταξύ Ιταλίας και Κωνσταντινούπολης.10 Ο ίδιος ο Γεώργιος Μετοχίτης επέστρεψε στη Ρώμη το 1277 ως μέλος βυζαντινής διπλωματικής αποστολής. Οι παπικές αλλαγές στη Ρώμη έφερναν σε αμηχανία τούς Βυζαντινούς και απογοήτευαν τούς Ανδεγαυούς, αλλά τουλάχιστον τρεις από τούς πέντε αυτούς πάπες ήθελαν να τεθούν σε εφαρμογή τα ψηφίσματα τής Δεύτερης Συνόδου τής Λυών όσον αφορά τη σταυροφορία και την ένωση των Εκκλησιών. Όμως ο πάπας Ιωάννης ΚΑ’ βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό κάτω από την επιρροή τού καρδινάλιου Τζιοβάνι Γκαετάνο Ορσίνι, ο οποίος τον διαδέχθηκε ως Νικόλαος Γ’ και ο οποίος (όπως θα αναφέρουμε) ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αποκατάσταση τής εξουσίας τού παπισμού και με την κοινωνική άνοδο τής δικής του οικογένειας και δεν μετέτρεψε τη σταυροφορία ως ένα από τούς πρωταρχικούς στόχους τής παπικής του θητείας.

Ο Αδριανός Ε’ πέθανε τον Αύγουστο τού 1276 πριν ακόμη στεφθεί11 και σε μάλλον ταραχώδες κογκλάβιο που πραγματοποιήθηκε στο Βιτέρμπο οι καρδινάλιοι εξέλεξαν τον Πιέτρο ντι Τζουλιάνο «Ισπανό», ο οποίος στέφθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου ως πάπας Ιωάννης ΚΑ’. Γιατρός, επιστήμων τής λογικής και θεολόγος, ο Ιωάννης ήταν τόσο αφοσιωμένος στο σταυροφορικό ιδεώδες όσο και οι προκάτοχοί του.12 Όμως ανεβαίνοντας στον παπικό θρόνο βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρό εμπόδιο. Ο βασιλιάς Φίλιππος Γ’ τής Γαλλίας, από τον οποίο θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία τής σχεδιαζόμενης σταυροφορίας, είχε εμπλακεί σε δυναστική διαμάχη με τον Αλφόνσο Ι’ τής Καστίλλης. Ο πάπας Ιωάννης έστειλε τον Τζερόμ τού Άσκολι μαζί με τον Δομινικανό στρατηγό Ζαν ντε Βερσέιλ στους δύο ηγεμόνες, σε προσπάθεια να επιλύσουν τις διαφορές τους, καθώς φοβόταν ότι η προσφυγή τους στα όπλα θα έκανε αδύνατη τη σταυροφορία. Έτσι όμως ο Τζερόμ, που ήταν γνωστός στην Κωνσταντινούπολη από προηγούμενη αποστολή του (και είχε στενή σχέση με τον Γεώργιο Μετοχίτη), δεν ήταν διαθέσιμος για την αποστολή προς τούς Έλληνες, στην οποία τον είχε διορίσει ο Ιννοκέντιος Ε’.13

Τώρα ο Ιωάννης ΚΑ’ επέλεγε εντελώς νέα αποστολή, αποτελούμενη από τούς επισκόπους τού Φερεντίνο και τού Τορίνο, καθώς και από δύο Δομινικανούς, ο ένας από τούς οποίους ήταν ηγούμενος σε μονή τού Βιτέρμπο και ο άλλος λέκτορας στη Λούκκα. Τον Νοέμβριο τού 1276 ο πάπας Ιωάννης τούς έδωσε νέα γράμματα και οδηγίες, που προφανώς είχαν συνταχθεί κατά τα πρότυπα των επιστολών Ιννοκεντίου Ε’ τής 23ης Μαΐου. Η Δομινικανή αποστολή πρέπει να έφυγε από το Βιτέρμπο στις αρχές Δεκεμβρίου 1276.14 Η ημερομηνία τής άφιξής της στην Κωνσταντινούπολη παραμένει άγνωστη, αλλά ο κατάλογος των παπικών επιστολών τού Νικολάου Γ’ περιέχει όλες τις ελληνικές απαντήσεις στα αιτήματα τού Ιωάννη ΚΑ’. Τον Απρίλιο τού 1277 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έστειλε την ομολογία τής Καθολικής του πίστης, ζήτησε τη διατήρηση τού αρχαίου Βυζαντινού τελετουργικού και επανέλαβε τον όρκο, τον οποίον ο Γεώργιος Ακροπολίτης είχε ορκιστεί για λογαριασμό του στη σύνοδο τής Λυών. Παρόμοιες ομολογίες πίστης θα έρχονταν προσεχώς και από τον γιο τού Μιχαήλ Ανδρόνικο [Β’], από τον πατριάρχη Ιωάννη Bέκκο, καθώς και από την Ιερά Σύνοδο τής Κωνσταντινούπολης.15

Στο σημείο αυτό ίσως πρέπει να ειπωθούν κάποια πράγματα σχετικά με τις υποθέσεις τού Μοριά, που ήταν πάντοτε σημαντικός για τον Κάρολο Ανδεγαυό. Για την παλινορθωμένη Παλαιολόγεια αυτοκρατορία η εκχώρηση τού Μυστρά, τής Μεγάλης Μάνης (ή Μάινας), τού Γερακιού και τής Μονεμβασίας το 1262 κυοφορούσε επιπτώσεις, που βρίσκονταν αρκετά πέρα από το οπτικό πεδίο εκείνων που συμμετείχαν στην παράδοσή τους. Το ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως (στίχοι 4534-35) προσδιορίζει κάποιον Καντακουζηνό ως πρώτο Βυζαντινό επικεφαλής («κεφαλή») τού παραχωρηθέντος εδάφους. Αυτός ξεκίνησε εγκαθιστάμενος στη Μονεμβασία, με εύκολη πρόσβαση σε ενισχύσεις από τη θάλασσα. Από το τετράπλευρο αυτό των ελληνικών φρουρίων η επιρροή των Παλαιολόγων επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον νοτιοανατολικό Μοριά. Δεκαετίες αργότερα, το 1349, συστάθηκε για να διοικήσει αυτά τα εδάφη το ελληνικό «δεσποτάτο» τού Μυστρά. Πρώτος δεσπότης ήταν ο Μανουήλ Καντακουζηνός, γιος τού αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’. Υπό τούς Καντακουζηνούς και τούς Παλαιολόγους, που τούς διαδέχθηκαν ως δεσπότες, η πολυάνθρωπη πόλη-φρούριο τού Μυστρά έγινε, μετά την Κωνσταντινούπολη, το κύριο κέντρο ελληνικής πολιτικής δύναμης και πολιτισμού. Ο Μυστράς επιβιώνει μέχρι σήμερα ως Βυζαντινή «πόλη-φάντασμα» και ο ενημερωμένος ταξιδιώτης που περπατά γύρω από τις επτά όμορφες εκκλησίες της, με εξωτερικά πλέον ανέπαφα ή αποκατεστημένα, μέσα στα εκτεταμένα ερείπια τού παλατιού των Παλαιολόγων και μέχρι το περίφημο φράγκικο κάστρο στην κορυφή τού λόφου, δεν μπορεί παρά να τη φανταστεί με τούς ανηφορικούς, στενούς και ελισσόμενους δρόμους της γεμάτους με τις αρχοντικές φυσιογνωμίες τού ηρωικού, πολύχρωμου και ρομαντικού παρελθόντος της.

Η μεγάλη περίοδος στην ιστορία τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας ήταν εκείνη κατά τη διάρκεια τής οποίας κυβέρνησαν οι τρεις Βιλλεαρδουΐνοι πρίγκηπες, ο Γοδεφρείδος Α’, ο Γοδεφρείδος Β’ και ο Γουλιέλμος, αν και τα τελευταία χρόνια τού Γουλιέλμου χαρακτηρίστηκαν από σοβαρή παρακμή, λόγω τής επανεγκαθίδρυσης τής ελληνικής εξουσίας και τού ελληνικού πνεύματος στον Μοριά. Παρά την αυξανόμενη δύναμη τής βυζαντινής κυβέρνησης, η οποία είχε καταλάβει τις λατινικές βαρωνίες τού Πασσαβά και των Καλαβρύτων, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος είχε διατηρήσει το πριγκηπάτο του σχεδόν στην έκταση στην οποία το είχε κληρονομήσει από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Στα βουνά τής Μεσσηνίας και στον κάμπο ανάμεσα στο Νικλί (κοντά στην αρχαία Τεγέα) και τη Βελιγοστή (κοντά στη Μεγαλόπολη), κατά μήκος τής κοιλάδας τού ποταμού Αλφειού στην Ηλεία και πέρα από το όρος Ερύμανθος στην Αχαΐα, καθώς και στην Κορινθία και στην Αργολίδα, οι ντόπιοι Έλληνες και οι Λατίνοι ιππότες και βαρώνοι ανήκαν στην κυριαρχία τού πρίγκηπα τής Αχαΐας. Ήταν καλή ηγεμονία.

Ο γαμπρός και διάδοχος τού πρίγκηπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, ο Φίλιππος Ανδεγαυός, πέθανε μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 1277. Αυτό υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τον Γουλιέλμο, που περίμενε ότι η κόρη του Ισαβέλλα θα μοιραζόταν τη μωραΐτικη διαδοχή με τον σύζυγό της Φίλιππο. Ο θάνατος τού τελευταίου σήμαινε τη στέρηση των δικαιωμάτων διαδοχής για την Ισαβέλλα, την ίδια την κόρη τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, αν και γενναιόδωρη τύχη θα τής έφερνε ξανά τον πριγκηπικό τίτλο τής Αχαΐας. Όταν πέθανε ο ίδιος ο Γουλιέλμος την 1η Μαΐου 1278, αν και μπόρεσε να εξασφαλίσει κάποια πράγματα για τη γυναίκα του, την Άννα τής Ηπείρου, καθώς και για τις κόρες του, το πριγκηπάτο των Βιλλεαρδουΐνων τής Αχαΐας πέρασε στην άμεση κατοχή των Ανδεγαυών. Ο Κάρολος Ανδεγαυός πρόσθετε τώρα στους πολλούς άλλους τίτλους του (βασιλιάς τής Ιερουσαλήμ και τής Σικελίας, δούκας τής Απουλίας, πρίγκηπας τής Κάπουα κλπ.) και τον τίτλο τού πρίγκηπα τής Αχαΐας, διατηρώντας το κύρος που σηματοδοτούσε ο τίτλος αυτός μέχρι τον θάνατό του (τον Ιανουάριο τού 1285). Για τον Κάρολο η Αχαΐα, όπως και η Αλβανία, αποτελούσε φυσικά σημαντικό ενδιάμεσο βήμα στον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Όμως απ’ όσα γνωρίζουμε ο Κάρολος Ανδεγαυός δεν πήγε ποτέ στον Μοριά, αλλά κυβερνούσε το πριγκηπάτο μέσω βαΐλου (bailie) και γενικού εκπροσώπου (vicar-general), όπου ο πρώτος κάτοχος αυτού τού αξιώματος, ο Γκαλεράν ντ’ Ιβρύ, μέγας αρχιοικονόμος (grand seneschal) τού βασιλείου τής Σικελίας, προκαλούσε με την αλαζονική συμπεριφορά και τις αυθαίρετες αποφάσεις του την έντονη δυσαρέσκεια των ανεξαρτήτων βαρώνων τού Μορέως. Αυτοί προσέφυγαν στον Κάρολο, που υποχρεώθηκε στις 12 Απριλίου 1280 να επιστήσει την προσοχή τού ντ’ Ιβρύ και να επιβεβαιώσει τα δικαιώματα των βαρώνων και τα έθιμα τού πριγκηπάτου.16 Οι παλιές καλές ημέρες ενός πρίγκηπα που ήταν πάντα εγκατεστημένος στον Μοριά, ομότιμος των υποτελών του, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κάτω από αυτόν στην Υψηλή Κούρτη τής Αχαΐας, για να ασκήσουν δικαιοσύνη σύμφωνα με τούς νόμους και τα έθιμα τού πριγκηπάτου, είχαν πια περάσει. Ο ηγεμόνας ήταν τώρα απών κύριος. Οι στρατιωτικές του δυνάμεις ήσαν κυρίως μισθοφόροι, οι οποίοι ορισμένες φορές λεηλατούσαν την ύπαιθρο. Ο Μοριάς μετατράπηκε σε θύμα των γραφειοκρατικών ιδιοτροπιών των αξιωματούχων τού ιδιαίτερα συγκεντρωτικού βασιλείου τής Σικελίας, το οποίο τού έδινε κάποιες φορές πάρα πολλή προσοχή και κάποιες άλλες πολύ λίγη.

Ο Κάρολος Ανδεγαυός δεν ξεκουραζόταν ποτέ. Τόσο οι πράξεις του όσο και τα όνειρά του ήσαν δαπανηρά. Όταν εξέφρασε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε σταυροφορία, ο πάπας Γρηγόριος Ι’ τού παραχώρησε για έξι χρόνια τον φόρο δεκάτης τής Σικελίας καθώς και τον αντίστοιχο των κομητειών τής Προβηγκίας και τού Φορκαλκιέ. Αν ο Κάρολος δεν ξεκινούσε τελικά την εκστρατεία, οι παραπάνω φόροι δεκάτης θα περνούσαν στον γιο του, τον πρίγκηπα τού Σαλέρνο, που θεωρείτο ότι θα πραγματοποιούσε το πέρασμα προς την ανατολή ως σταυροφόρος.17 Κι άλλοι ηγεμόνες, μάλιστα αναστήματος μεγαλύτερου από εκείνο τού Καρόλου και τού γιου του, είχαν επίσης πάρει τον σταυρό, γιατί η σύνοδος τής Λυών είχε θεωρηθεί ως μεγάλη επιτυχία από τούς άμεσα συγχρόνους της. Ο νέος αυτοκράτορας τής Γερμανίας, οι βασιλείς τής Γαλλίας, τής Αγγλίας, και τής Αραγωνίας, οι δούκες τής Βουργουνδίας και τής Μπραμπάντ, καθώς και διάφοροι άλλοι ηγεμόνες και υψηλόβαθμοι ιεράρχες αυτοανακηρύσσονταν σταυροφόροι. Όμως ο Ροδόλφος των Αψβούργων έπρεπε ακόμη να ασχολείται με τις αυτοκρατορικές διεκδικήσεις τού Αλφόνσο τής Καστίλλης-Λεόν και να αντιμετωπίζει τις ένοπλες επιθέσεις τού Όττοκαρ τής Βοημίας. Ο Εδουάρδος Α’ τής Αγγλίας, που γνώριζε τούς Αγίους Τόπους από πρώτο χέρι, δεν είχε καμία επιθυμία να επιστρέψει στην Ανατολή με κάποια ανεπαρκώς προετοιμασμένη σταυροφορία και να αφήσει άλυτα τα μεγάλα προβλήματα στην πατρίδα του. Ο Φίλιππος τής Γαλλίας, παρά τις περί τού αντιθέτου δηλώσεις και χειρονομίες, δεν είχε πρόθεση να μιμηθεί τη σταδιοδρομία τού πατέρα του ως σταυροφόρος. Ο Κάρολος Ανδεγαυός, για να επιστρέψουμε σε αυτόν, ενδιαφερόταν για τη σταυροφορία κυρίως ως τρόπο για την απόκτηση τής Κωνσταντινούπολης. Η επιτυχία τού πάπα Γρηγορίου Ι’ στη Λυών αποτελούσε απλώς ψευδαίσθηση.

Ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Καετάνο Ορσίνι διαδέχθηκε τον πάπα Ιωάννη ΚΑ’ στις 25 Νοεμβρίου 1277, ύστερα από εξάμηνη χηρεία (vacatio sedis) τής θέσης. Ο λόγιος Ιωάννης είχε πεθάνει τον προηγούμενο Μάιο, όταν το ταβάνι τού γραφείου του στο Βιτέρμπο κατέρρευσε πάνω του.18 Ο καρδινάλιος Ορσίνι πήρε το όνομα Νικόλαος Γ’. Η εκλογή του αποτελούσε στην παπική κούρτη νίκη τής ρωμαϊκής παράταξης επί τής αντίστοιχης των Ανδεγαυών.19 Ήταν πιθανότατα τέλη Ιανουαρίου 1278, όταν ο Νικόλαος Γ’ έστειλε δύο αγγελιοφόρους ονομαζόμενους Μάρκο και Mαρκέττο στην Κωνσταντινούπολη, για να φέρουν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ και στον πατριάρχη Ιωάννη Bέκκο την είδηση τής εκλογής του στο ανώτατο αξίωμα. Στα τέλη τής άνοιξης ή στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1278, καθώς οι Μάρκο και Mαρκέττο ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στη Ρώμη, ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης τούς εμπιστεύτηκαν συγχαρητήριες επιστολές προς τον Νικόλαο για τη χαρμόσυνη είδηση.20 Ο αυτοκράτορας τούς έδωσε επίσης προφορικό μήνυμα για τον νέο πάπα, ενώ κάποιος Ογέριος (Ογιέρ), αυτοκρατορικός πρωτονοτάριος και Λατίνος αρχιμεταφραστής στην αυλή τού Μιχαήλ, ετοίμασε γραπτές οδηγίες γι’ αυτούς. Μάλιστα οι «οδηγίες» αυτές αποτελούν λεπτομερή περιγραφή τής αντίθεσης την οποία συναντούσε ο Mιχαήλ στην προσπάθειά του να δέσει την εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης στην αντίστοιχη τής Ρώμης. Το υπόμνημα τού Ογέριου αναμφίβολα προοριζόταν λιγότερο για μελέτη από τούς Μάρκο και Mαρκέττο απ’ ό,τι για εξέταση από τούς παπικούς συμβούλους στη ρωμαϊκή κούρτη.21 Όμως τα γεγονότα σύντομα θα έδειχναν ότι ούτε το γραπτό κείμενο τού Ογέριου, ούτε το προφορικό μήνυμα που έφερναν στον πάπα οι Μάρκο και Mαρκέττο έκαναν τόση εντύπωση, ώστε να συντελέσουν στον μετριασμό κάποιας αδιαλλαξίας που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από την κούρτη στη Ρώμη, όταν αυτή άρχιζε να ασχολείται με το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα.

Οι αυτοκρατορικές ομολογίες πίστης, τις οποίες είχε ζητήσει ο πάπας Ιωάννης ΚΑ’, παρουσιάστηκαν στον Νικόλαο Γ’. Από το έγγραφο που φέρει την υπογραφή τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου με μελάνι από κιννάβαρι διασώζονται ακόμη στα Αρχεία τού Βατικανού τέσσερα πρωτότυπα τής εποχής στα λατινικά. Από το αντίστοιχο κείμενο που υπέγραψε ο Ανδρόνικος, διασώζονται ένα πρωτότυπο στα ελληνικά και δύο στα λατινικά. Δύο από τα κείμενα έχουν επίσης τις χρυσές σφραγίδες που τα καθιστούσαν «χρυσόβουλλα».22 Προφανώς το παπικό αίτημα για πολλαπλά αντίγραφα αυτών των κειμένων είχε γίνει ευγενικά αποδεκτό στην Κωνσταντινούπολη.

Οι Έλληνες εχθροί τού Μιχαήλ Η’ δεν επρόκειτο να δεχθούν την ένωση με τούς Λατίνους, την οποία ο αυτοκράτορας είχε επιβάλει στη βυζαντινή εκκλησία. Ο δεσπότης Νικηφόρος Δούκας τής Ηπείρου και ο νόθος αδελφός του Ιωάννης Δούκας των Νεοπατρών, που έφερε τον τίτλο τού σεβαστοκράτορα τής Θεσσαλίας, βασιζόμενοι (περιέργως) στην υποστήριξη των Λατίνων στην Ελλάδα, έγιναν ένθερμοι υπερασπιστές τής Ορθοδοξίας, πράγμα για το οποίο αυτοί (και όλοι οι απείθαρχοι σαν αυτούς) αφορίστηκαν από τον πατριάρχη Ιωάννη Bέκκο την Παρασκευή 16 Ιουλίου 1277 σε σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Σοφία.23 Η Νεοπάτρα (Υπάτη) έγινε τόπος συγκέντρωσης των λαϊκών και εκκλησιαστικών αντιπάλων τής ένωσης των εκκλησιών, ενώ ο Ιωάννης Δούκας, σε δική του εκκλησιαστική σύνοδο στα τέλη τού 1276, αφόρισε τον πάπα, τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Όμως, καθώς η διαμάχη συνεχιζόταν, καμία πλευρά δεν κέρδιζε ούτε πνευματικά όπλα, ούτε εντελώς καθοριστικές στρατιωτικές συγκρούσεις. Αν και ο Μιχαήλ Η’ ήταν ιδιαίτερα απασχολημένος προσπαθώντας να επιβάλει την ένωση στη βυζαντινή επικράτεια, ο πάπας Νικόλαος Γ’ διόρισε άλλη πρεσβεία τον Οκτώβριο τού 1278, για να απαιτήσει με μάλλον ασυμβίβαστους όρους την εκπλήρωση ορισμένων θεολογικών και άλλων απαιτήσεων, τις οποίες οι Έλληνες είχαν αποφύγει ή παραλείψει κατά την ομολογία τής πίστης τους και τής από πλευράς τους αποδοχής τού δόγματος τής παπικής πρωτοκαθεδρίας. Λεπτομερείς προετοιμασίες γίνονταν για την αποστολή τής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα αποτελούσαν ο αδελφός Βαρθολομαίος τής Αμέλια, επίσκοπος τού Γκροσσέτο, ο αδελφός Βαρθολομαίος τής Σιένα, Φραγκισκανός επαρχιακός εφημέριος Συρίας και οι αδελφοί Φίλιππος τής Περούτζια και Άγγελος τού Ορβιέτο, λέκτορες και οι δύο τού Φραγκισκανού τάγματος.24 Η αποστολή τους φαινόταν να έχει δυσκολίες, γιατί η στάση τής παπικής κούρτης γινόταν πιο σκληρή απέναντι σε εκείνο που ορισμένα μέλη της θεωρούσαν ως «σκόπιμη ασάφεια» (evasiveness) των Ελλήνων.

Σε κάθε περίπτωση οι Έλληνες δεν είχαν δηλώσει την υπακοή τους στη Ρώμη με τη μορφή που επιθυμούσε η παπική κούρτη (iuxta formam ab cadem ecclesia [Romano] traditam)25 και για να αποτραπούν παρεξηγήσεις ο Νικόλαος εφοδίασε τούς απεσταλμένους του με κείμενο τού όρκου, το οποίο θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν οι Έλληνες αξιωματούχοι για την από πλευράς τους αποδοχή τού λατινικού Καθολικισμού.26 Οι Έλληνες έπρεπε να υιοθετήσουν το «και εκ τού Υιού» (filioque) στο σύμβολο τής πίστεως, γιατί η ενότητα τής πίστης δεν μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από πολυμορφία.27 Αλλά κατά τα υπόλοιπα οι Έλληνες θα μπορούσαν ενδεχομένως να διατηρήσουν το αρχαίο τελετουργικό τους, εφόσον κατά την κρίση τού παπισμού δεν ήταν ασυμβίβαστο με την πίστη και τούς κανόνες. Ο Mιχαήλ έπρεπε να βοηθήσει διαπραγματευόμενος τη διατήρηση τής ειρήνης με τον Φίλιππο τού Κουρτεναί και τον Κάρολο Ανδεγαυό και να είναι ακόμη έτοιμος να δεχθεί παπικό λεγάτο-καρδινάλιο στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος θα διέθετε πλήρη εξουσία σε θρησκευτικά ζητήματα.28 Υπό τις δεδομένες συνθήκες αυτές και ορισμένες άλλες παπικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να κριθούν υπερβολικές. Ο πάπας Νικόλαος Γ’ πίεζε τον αυτοκράτορα πάρα πολύ. Η ένωση των εκκλησιών θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με αμοιβαία επιθυμία αναζήτησης των τρόπων. Η λατινική αλαζονεία και η ελληνική αίσθηση αδικίας αποτελούσαν σοβαρά εμπόδια για την ένωση. Αναμφίβολα οι Έλληνες εύρισκαν ικανοποίηση στις θεολογικές τους διαφορές με τη Ρώμη. Η αντίθεση στο filioque και στο δόγμα των παπικών πρωτείων αποτελούσε τρόπο να αποφευχθεί η υπαγωγή τού ελληνικού στο λατινικό πνεύμα.

Για διάφορους λόγους η αποστολή την οποία διόρισε ο πάπας Νικόλαος Γ’ τον Οκτώβριο τού 1278 δεν ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη πριν τον επόμενο Ιανουάριο. Ο Κάρολος Ανδεγαυός εξέδωσε διάταγμα ασφαλούς διέλευσης για τα τέσσερα μέλη της στις 7 Ιανουαρίου 1279.29 Όσον αφορά τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, η στιγμή δεν ήταν καλή για την υποδοχή παπικών απεσταλμένων. Ο Κάρολος έδειχνε δυσοίωνα δραστήριος στη Νάπολη τής Ιταλίας. Τον Ιανουάριο τού 1279 διέταξε παράταξη όλων των φεουδαρχών του στην Ιταλία, Σικελία, και Προβηγκία. Κάλεσε νομισματοκόπους και χύτες από το Μπρίντιζι μέχρι το Kαστέλ ντελ Ουόβο στη Νάπολη. Ξεκίνησε την κατασκευή βασιλικών κατοικιών στις περιοχές τού Μπάρι και τού Οτράντο. Τον επόμενο μήνα διέταξε να υψωθεί και δεύτερος πύργος, σαν κι εκείνον που είχε πρόσφατα κατασκευαστεί στο λιμάνι τού Μπρίντιζι, έτσι ώστε αλυσίδα που θα κρεμόταν από τούς δύο πύργους να εμποδίζει την πρόσβαση στο λιμάνι κατά τη νύχτα.30 Αντάλλαξε πρεσβείες με τον βασιλιά τής Σερβίας, ενώ δέχθηκε και πρεσβεία από τον βασιλιά τής Αρμενικής Κιλικίας. Τον Απρίλιο διέταξε να σταλούν στο Μπρίντιζι όπλα και πυρομαχικά, τα οποία έπρεπε να μεταφερθούν απέναντι στις δαλματικές ακτές «για να ενισχύσουν τα κάστρα τού Βουθρωτού (Butrinto) και των Συβότων (Suboto)»,31 τα οποία αποκτούσε από τον δεσπότη Νικηφόρο Δούκα τής Ηπείρου. Η θρησκευτική πολιτική τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου είχε βοηθήσει να μετατραπεί ο Νικηφόρος όχι απλώς σε σύμμαχο των Ανδεγαυών αλλά σε υποτελή, ενώ με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα ο Κάρολος είχε προσφάτως δεχθεί επίσημη πρεσβεία από την Ήπειρο. Στις 8 Απριλίου διέταξε τούς λιμενάρχες τής Απουλίας να επιτρέψουν στους Έλληνες, με την ολοκλήρωση τής αποστολής τους, την ελεύθερη αναχώρηση από το βασίλειο και στις 10 τού ίδιου μήνα επικύρωσε τα άρθρα συμφώνου Aνδεγαυών-Ηπειρωτών και εξουσιοδότησε τούς δικούς του απεσταλμένους στην Άρτα «να παραλάβουν εξ ονόματός του από τον εν λόγω δεσπότη όρκο υποταγής και υποτέλειας, καθώς και όρκο για την τήρηση τού συμφώνου».32 Στις 18 Μαΐου 1279 ο Κάρολος διέταξε να σταλούν 1700 μέτρα χαλκού στον Γκαλεράν ντ’ Ιβρύ, αρχιοικονόμο (seneschal) τού βασιλείου τής Σικελίας και από τον Αύγουστο τού 1278 γενικό του εκπρόσωπο στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας. Ο χαλκός έπρεπε να κατατεθεί στο νομισματοκοπείο στη Γλαρέντζα (Κυλλήνη). Στις 8-9 Ιουνίου διέταξε δύο αρχινομισματοκόπους κι έναν αργυροχόο από τη Μεσσίνα τής Σικελίας να σπεύσουν αμέσως στη Γλαρέντζα. Θα τούς υποδεχόταν ο Γκαλεράν ντ’ Ιβρύ και «θα έκοβαν τα νέα νομίσματα, ίδιας αξίας, βάρους και μορφής με εκείνα που έκοβε ο εκλιπών πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος τής Αχαΐας, ενώ θα άλλαζε σε αυτά μόνο το όνομα τού ηγεμόνα, αντικαθιστώντας το όνομα τού Γουλιέλμου με εκείνο τού Καρόλου».33 Βέβαια ο ηλικιωμένος Γουλιέλμος είχε πεθάνει στις 1 Μαΐου 1278 και στο πριγκηπάτο τον είχε διαδεχθεί ο Κάρολος Ανδεγαυός. Βυζαντινοί πράκτορες παρακολουθούσαν σαν γεράκια τον Κάρολο, καθώς αυτός φαινόταν να κινείται προς τα ανατολικά, τώρα που ήταν πρίγκηπας τής Αχαΐας και επικυρίαρχος τού δεσπότη Νικηφόρου Δούκα τής Ηπείρου, τού αυτοαποκαλούμενου υπερασπιστή τής Ορθοδοξίας εναντίον τού ενωτικού αυτοκράτορα.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε επίσης επιτυχίες, γιατί στη διάρκεια ολόκληρης τής δεκαετίας τού 1270 είχε προσλάβει τον περιβόητη Λατίνο τυχοδιώκτη Λικάριο, ο οποίος κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος τού Νεγκροπόντε (Εύβοια), καθώς και διάφορα νησιά τού Αρχιπελάγους. Θα επιστρέψουμε στη σταδιοδρομία τού Λικάριο συζητώντας το βουργουνδικό δουκάτο των Αθηνών.34

Πραγματικά, δεν ήταν καλή στιγμή για την υποδοχή παπικών απεσταλμένων στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μιχαήλ Η’ είχε μεγάλες δυσκολίες με τον ανεξάρτητο Ιωάννη Βέκκο, ο οποίος ύστερα από κάποιες παρενοχλήσεις είχε εγκαταλείψει τον πατριαρχικό θρόνο τον Μάρτιο τού 1279 και είχε αποσυρθεί στη μονή Παναχράντου,35 αποχωρώντας έτσι από την πολιτική σκηνή, τη στιγμή ακριβώς που οι παπικοί απεσταλμένοι έρχονταν στον αυτοκράτορα στην Αδριανούπολη. Ο Mιχαήλ είχε χρησιμοποιήσει το πρόσχημα τής μη αποδοχής τής παραίτησης τού Βέκκου και απαιτούσε τώρα να συναντήσει εκείνος τούς παπικούς απεσταλμένους στη μονή Μαγγάνων, χωρίς να κάνει λόγο για την από πλευράς του εγκατάλειψη τού Πατριαρχείου. Ο Μιχαήλ βρήκε τις απαιτήσεις τού πάπα Νικόλαου Γ’ αποκαρδιωτικές, γιατί ήξερε ότι θα προκαλούσαν την έντονη αντίθεση τού Βυζαντινού κλήρου. Όμως σε ειδική συνέλευση προειδοποίησε ήσυχα τον κλήρο για τις υπερβολικές απαιτήσεις τού πάπα για την ένωση, τις οποίες απέδωσε σε εκθέσεις τις οποίες πρέπει να είχαν στείλει στη Ρώμη Λατίνοι κληρικοί τού Πέρα και οι οποίες προφανώς υπονοούσαν ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν την ένωση ως θρησκευτική φάρσα, απλά ως πολιτικό ελιγμό. Ο Μιχαήλ διαβεβαίωσε τούς κληρικούς ότι δεν θα επέτρεπε να προστεθεί ούτε ένα γιώτα στο σύμβολο τής πίστεως, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πόλεμο με τούς Λατίνους, αλλά ζήτησε από τον κλήρο να υποδεχθεί τούς απεσταλμένους με τιμή και να τούς ακούσει με υπομονή.36

Οι παπικοί απεσταλμένοι είχαν τον λόγο τους και αναμφίβολα πίστευαν ότι εκτελούσαν σωστά τα καθήκοντά τους. Για να αποδείξει την αποφασιστικότητά του στη διατήρηση τής ένωσης τής Λυών, ο Mιχαήλ κανόνισε, ώστε να επισκεφτούν οι απεσταλμένοι τις φυλακές, όπου κρατούνταν αλυσοδεμένοι οι ανθενωτικοί, περιλαμβανομένων και μελών τής αυτοκρατορικής οικογένειας.37 Οι φιλο-ενωτικές απόψεις τού Ιωάννη Βέκκου ήσαν γνωστές και αυτός αποκαταστάθηκε τώρα στο αξίωμά του. Στις 6 Αυγούστου (1279) ο Βέκκος επέστρεψε στο Πατριαρχείο επιδεικτικά, συνοδευόμενος από λαμπρό όμιλο γερουσιαστών και υψηλόβαθμων ιεραρχών. Τώρα πια μια σύνοδος θα μπορούσε να εξετάσει επισήμως τις παπικές απαιτήσεις. Όμως για μια ακόμη φορά η ελληνική ιεροσύνη αρνούνταν να ορκιστεί τον ζητούμενο όρκο, υποστηρίζοντας ότι αυτό ήταν αντίθετο με το έθιμό τους. Ο όρος «και εκ τού Υιού» (filioque) δεν προστέθηκε στο ελληνικό σύμβολο τής πίστεως και ο κλήρος δεν θα έκανε τίποτε περισσότερο από την προετοιμασία μιας συνοδικής δήλωσης όπως εκείνη τού Απριλίου τού 1277. Όμως οι υπογράψαντες τη δήλωση αυτή ήσαν τόσο λίγοι, που ο Μιχαήλ διέταξε να προστεθούν πολλά ονόματα φανταστικών επισκόπων, ώστε να βελτιώσει την εντύπωση που θα έκανε το έγγραφο αυτό στην παπική κούρτη. Ο Παχυμέρης παραδέχεται ότι δεν γνώριζε αν ο Ιωάννης Βέκκος έδωσε ή όχι τη συγκατάθεσή του σε αυτή την εξωφρενική πλαστογραφία. Αντιμετωπίζοντας το ακανθώδες πρόβλημα τής εκπόρευσης τού Αγίου Πνεύματος, η συνοδική δήλωση παρέθετε πολλά ελληνικά πατερικά κείμενα, που προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τη σχέση τού Αγίου Πνεύματος με τον Υιό. Όμως κανένα από τα επιλεγμένα κείμενα δεν περιλάμβανε την καθοριστική φράση «ἐκ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι» και προφανώς σκοπός των Ελλήνων ήταν να θάψουν το πρόβλημα κάτω από όγκο παραπομπών. Αν και η δήλωση κατέληγε με εντολή για κατάλληλη τιμωρία εκείνων που απέρριπταν τη θρησκευτική ειρήνη, υπήρχαν ασφαλώς ορισμένοι στην παπική κούρτη, που θα επιτίθεντο στην αδιαλλαξία και παλινωδία τού ελληνικού κλήρου.38

Ο Μιχαήλ Η’ και ο γιος του Ανδρόνικος [Β’] επανεπιβεβαίωσαν τις ομολογίες πίστης με όρκο στο παλάτι των Βλαχερνών τον Σεπτέμβριο τού 1279, ενώ σχετικές επιστολές δόθηκαν στον επίσκοπο Βαρθολομαίο τού Γκροσσέτο και στην αποστολή των Φραγκισκανών, για να τις παραδώσουν στον πάπα Νικόλαο Γ’.39 Τώρα όμως ο καλός επίσκοπος και οι σύντροφοί του συνειδητοποιούσαν ότι η αποστολή τους δεν είχε επιτυχία. Δεν είχαν εξασφαλίσει καμία παραχώρηση, καμία χειρονομία πέρα από εκείνες που είχε κερδίσει η πρεσβεία τού πάπα Ιωάννη ΚΑ’ και είχαν προφανώς θυσιάσει στη βυζαντινή αυλή πολλή καλή θέληση.

Όταν οι Φραγκισκανοί έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη επιστρέφοντας στη Ρώμη, άφησαν τον Μιχαήλ Η’ να αντιμετωπίζει αυξανόμενη ανθενωτική εξέγερση από τούς λαϊκούς, από τούς κοσμικούς κληρικούς και από τούς μοναχούς. Ο Μιχαήλ αντιμετώπισε τούς διαφωνούντες με θυμό, ακόμη και με μοχθηρία και ξεκίνησε σκληρή καταστολή, για την οποία ο Παχυμέρης πίστευε ότι μπορούσε καλύτερα να γραφτεί με δάκρυα παρά με μελάνι (τά δ’ ἐκείνῳ τότε πραττόμενα δακρύοις μᾶλλον ἤ μέλανι γράφειν ἦν ἄξιον).40 Η βία τού Mιχαήλ ενέπνευσε μίσος, που στρεφόταν και κατά τού πατριάρχη Ιωάννη Bέκκου, τού οποίου η πνευματική υπεράσπιση τής ένωσης των Εκκλησιών γινόταν ανυπόφορη για εκείνους, που δεν αναγνώριζαν πια ούτε την πολιτική της χρησιμότητα.41

Η αποστολή των Φραγκισκανών πρέπει να είχε επιστρέψει στην παπική κούρτη στις αρχές τού έτους 1280 και μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί την ενόχληση τού πάπα Νικολάου Γ’ με τα αποτελέσματα που είχαν εξασφαλίσει. Ίσως οι επικρίσεις τής παράταξης των Ανδεγαυών βοηθούν να εξηγηθεί το αγέρωχο ύφος που ο πάπας επέτρεψε να χαρακτηρίζει τις επιστολές και τις οδηγίες που είχαν μεταφέρει οι Φραγκισκανοί στην Κωνσταντινούπολη. Ως καρδινάλιος Ορσίνι, ο πάπας Νικόλαος είχε υπάρξει ο επικεφαλής τής ρωμαϊκής παράταξης στην παπική κούρτη. Η εκλογή του είχε φυσικά απογοητεύσει τον Κάρολο Ανδεγαυό, ο οποίος μπορούσε τώρα να χαίρεται με την πλήρη αποτυχία των Φραγκισκανών να εξασφαλίσουν τη βυζαντινή υπακοή στις απαιτήσεις τού πάπα. Δεν ήταν το τέλος τής ένωσης, αλλά η Ένωση των Εκκλησιών δεν θα μπορούσε να διαρκέσει.

Γενιές λεγομένων σταυροφόρων είχαν πλήρως αποξενώσει τούς Έλληνες. Ακριβώς όπως μετά το Κηρουλάριο Σχίσμα η φιλοδοξία των Νορμανδών ηγεμόνων τής νότιας Ιταλίας είχε εμποδίσει τις προσπάθειες εκκλησιαστικής επανένωσης, έτσι και ο Κάρολος Ανδεγαυός είχε προσπαθήσει επίμονα να διαταράξει τη θρησκευτική ειρήνη τής Λυών. Αλλά μέχρι την απόλυτη αποτυχία τής πρεσβείας τού πάπα Νικόλαου Γ’ στην Κωνσταντινούπολη, λίγα μπορούσε να κάνει ο Κάρολος τα τελευταία έξι περίπου χρόνια. Ο Μιχαήλ Η’ μπορεί να προσπαθούσε με αυξανόμενη βία να επιβάλει την επανένωση τής Ελληνικής Εκκλησίας, ακριβώς όπως ο Ιωάννης Η’ αργότερα θα ασκούσε την επιρροή του για να την πετύχει και πάλι κατά τη σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας (το 1438-1439). Όμως παρέμενε το απλό γεγονός ότι ούτε η ελληνική ιεραρχία, με εξαίρεση τον Ιωάννη Βέκκο, ούτε ο ελληνικός λαός ήθελαν επανένωση με τη Ρώμη. Η απόλυτη παπική εξουσία ήταν ασυμβίβαστη με την «πενταρχική» άποψη τής βυζαντινής εκκλησίας, τής οποίας οι τέσσερις ανατολικοί πατριάρχες, μολονότι αναγνώριζαν τα λόγω τόπου πρωτεία τού πάπα τής Ρώμης, δεν δέχονταν ούτε τη δευτεροβάθμια αρμοδιότητά του, ούτε το δικαίωμα δογματικών δηλώσεων που οι Ρωμαίοι ποντίφηκες ισχυρίζονταν ότι τούς ανήκαν. Πολλοί Έλληνες πίστευαν ότι η ασφάλεια τής αυτοκρατορίας, με την προστατευόμενη από τον Θεό πρωτεύουσά της στον Βόσπορο, εξαρτιόταν από τη διατήρηση τής Ορθοδοξίας.

Ο Νικόλαος Γ’ δεν είχε πολύ χρόνο για να εκτιμήσει τις θλιβερές συνέπειες τής πρεσβείας του στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν πολυάσχολος πάπας. Κατά τη διάρκεια τής σύντομης θητείας του είχε προσπαθήσει να κρατήσει υπό έλεγχο τη φιλοδοξία τού Καρόλου Ανδεγαυού, καθώς και να διευθετήσει τις δυσκολίες τού τελευταίου με τον Ροδόλφο των Αψβούργων, προκειμένου να διασφαλίσει την ειρήνη στην Ιταλία.42 Με το γνωστό διάταγμα Fundamenta militantis ecclesie (της 18ης Ιουλίου 1278) είχε απαγορεύσει την εκλογή ως Γερουσιαστή Ρώμης κάθε αυτοκράτορα, βασιλιά, πρίγκηπα, μαρκησίου, δούκα, κόμη ή βαρώνου χωρίς τη ρητή συγκατάθεση τής Αποστολικής Έδρας,43 πράγμα που εμπόδιζε την επανεκλογή τού Καρόλου Ανδεγαυού στο αξίωμα αυτό, από τον οποίον ζητήθηκε επίσης να παραιτηθεί από το αξίωμα τού αυτοκρατορικού εκπροσώπου Τοσκάνης.44 Παρά το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτόν χαλάρωνε ο έλεγχος τού Καρόλου επί τής κεντρικής Ιταλίας, αυτός συνέχιζε να προωθεί την πολιτική συμμαχιών με τα αντι-ελληνικά κράτη στα Βαλκάνια και ειδικότερα με τη Βουλγαρία.45 Από την άλλη πλευρά ο Νικόλαος Γ’ ενδιαφερόταν για πιθανή συμμαχία Μογγόλων-Χριστιανών εναντίον τού Ισλάμ και την άνοιξη τού 1278 είχε στείλει αποστολή Φραγκισκανών στον ιλ-χάνο Αμπάγα τής Περσίας, η οποία θα συνέχιζε μέχρι τον μεγάλο Κουμπιλάι Χαν στο Πεκίνο.46 Ο Νικόλαος υποστήριζε στα λόγια την ιδέα των Σταυροφοριών και συνήθως επέμενε για την καταβολή τής σταυροφορικής δεκάτης, όπως προβλεπόταν από τη σχετική απόφαση τής συνόδου τής Λυών, αν και ως συνήθως τα κεφάλαια διοχετεύονταν σε άλλες χρήσεις.47 Ο πάπας Νικόλαος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από πρακτικός πολιτικός. Είχε πάρα πολλά προβλήματα και πάρα πολλές φιλοδοξίες, ώστε να αναλώνει δυνάμεις σε αυτό που αναμφίβολα θεωρούσε, για τη θητεία του τουλάχιστον, ως ανέφικτο ιδανικό, ενώ χρειαζόταν τούς πόρους του για να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία των παπικών κρατών, καθώς και για να εγκαθιδρύσει, αν ήταν δυνατό, την οικογένεια Ορσίνι σε κληρονομική επικράτεια στη βόρεια Ιταλία.48

Ως Ρωμαίος εκ γενετής, ο Νικόλαος Γ’ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος τής σύντομης θητείας του στην πόλη, την οποία οι πάπες είχαν σχεδόν εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια τού 13ου αιώνα, αν και η ζέστη τού καλοκαιριού τον οδηγούσε στα ευχάριστα υψώματα και την καταπράσινη θέα τού ανακτόρου στο Βιτέρμπο. Δεδομένου ότι κατά την εποχή του το ανάκτορο Λατερανού χρειαζόταν ανοικοδόμηση και η Ρώμη ήταν συχνά ταραχώδης, ο Νικόλαος εγκαταστάθηκε στον Άγιο Πέτρο, απ’ όπου στάλθηκαν πολλές από τις επιστολές του, ενώ υπήρξε ο ιδρυτής τού ανακτόρου και των κήπων τού Βατικανού.49 Όμως, παρά την προτίμησή του για τη Ρώμη, ο Νικόλαος πέθανε, κατά τα λεγόμενα από αποπληξία, στο κάστρο τού Σοριάνο, κοντά στο Βιτέρμπο, στις 22 Αυγούστου 1280. Υπήρξε σθεναρός πάπας και θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγάλος αν είχε ζήσει περισσότερο.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ελπίδες για σταυροφορία εξασθένησαν από την αποτυχία τής αποστολής τού Νικόλαου Γ’ στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κάρολος Ανδεγαυός είδε την ευκαιρία και αμέσως μετά την επιστροφή τής παπικής αποστολής στην κούρτη βρέθηκε σε επικοινωνία με τον Τζιοβάννι Ντάντολο, τον νέο δόγη τής Βενετίας, ο οποίος στις 28 Απριλίου 1280 όρισε πρεσβεία, για συζητήσεις με τον Κάρολο Ανδεγαυό και με τον κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Φίλιππο τού Κουρτεναί.50 Παρά τη γενική διατύπωση των σκοπών τής αποστολής τους, οι απεσταλμένοι προφανώς θα ασχολούνταν με το πρόβλημα τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας (imperium Romanie).

Ύστερα από μεσοδιάστημα έξι μηνών, κατά τη διάρκεια τού οποίου ο Κάρολος Ανδεγαυός πίεζε όσο περισσότερο μπορούσε το Ιερό Κολλέγιο, εκλέχτηκε πάπας ο καρδινάλιος Σιμόν ντε Μπριόν (ή Μπρι) σε κογκλάβιο στο Βιτέρμπο στις 22 Φεβρουαρίου 1281 και πήρε το όνομα Μαρτίνος Δ’. (Ως αποτέλεσμα τού περίεργου σφάλματος εκείνης τής εποχής, που αποκαλούσαν Μαρτίνο τούς πάπες Μαρίνο A’ και Β’, ο καρδινάλιος ντε Μπριόν έγινε πάπας Μαρτίνος Δ’, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο δεύτερος μόνο με αυτό το όνομα). Η αντίθεση τού λαού τού Βιτέρμπο, όπου συγκεντρωνόταν το κογκλάβιο των καρδιναλίων, προς την οικογένεια Ορσίνι, ματαίωσε τις προσπάθειες των Γκουέλφ τής Ρώμης να εκλέξουν νέο πάπα από την παράταξη τού Νικολάου Γ’. Εκδηλωνόταν και πάλι ο συνήθης τρόπος εκλογής πάπα: όταν οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στο κογκλάβιο, τότε προέκυπτε Γάλλος πάπας. Ο Μαρτίνος στέφθηκε στο Ορβιέτο στις 23 Μαρτίου, επειδή η Ρώμη βρισκόταν σε επανάσταση. Μάλιστα η πόλη ποτέ δεν ειρήνευσε εντελώς, αν και στις 29 Απριλίου ο Μαρτίνος ανέθεσε στον Κάρολο Ανδεγαυό την εξουσία τού γερουσιαστή Ρώμης. Ο Μαρτίνος δεν έζησε ποτέ στη Ρώμη, ενώ στα τέσσερα χρόνια τής θητείας του ο έλεγχός του επί των παπικών κρατών παρέμενε επισφαλής. Ο Μαρτίνος, πατριώτης Γάλλος και εργαλείο στα χέρια των Ανδεγαυών, ανέθεσε σε πάρα πολλούς συμπατριώτες του εκκλησιαστικά και άλλα αξιώματα. Πολύ πιο σοβαρό ήταν ότι σκόπιμα και επικίνδυνα αντέστρεψε τη συνετή πολιτική των Ιταλών προκατόχων του, των Γρηγορίου Ι’ και Νικολάου Γ’, που είχαν επιδιώξει την εκκλησιαστική ένωση με τούς Έλληνες και την πολιτική καταπίεση τού Καρόλου Ανδεγαυού.51 Επί χρόνια ολόκληρη η Ευρώπη είχε παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον την εντυπωσιακή σταδιοδρομία τού Καρόλου και φαινόταν πραγματικά να χωρίζεται σε δύο μεγάλες παρατάξεις, μια υπέρ του και μια άλλη εναντίον του. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τη θέση που έπαιρνε ο καρδινάλιος ντε Μπριόν σε αυτή την αντιπαράθεση, ενώ από τη στιγμή τής εκλογής του ως πάπας Μαρτίνος Δ’ υπήρξε, όπως ήταν πάντοτε, θιασώτης των Γάλλων.

Στο μεταξύ ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, μη γνωρίζοντας ίσως τον θάνατο τού πάπα Νικολάου Γ’, είχε στείλει νέα πρεσβεία στην παπική κούρτη, αποτελούμενη από τον επίσκοπο Ηρακλείας Λέοντα και τον αρχιεπίσκοπο Νικαίας Θεοφάνη, που έπεσαν στα χέρια τού Καρόλου Ανδεγαυού. Οι Λέων και Θεοφάνης στάλθηκαν αμέσως τον Ιανουάριο τού 1281 ως αιχμάλωτοι στην παπική κούρτη. Μετά την εκλογή του ο Μαρτίνος Δ’ υποδέχθηκε τούς Έλληνες απεσταλμένους με πολύ ψυχρό τρόπο, πράγμα το οποίο θα ανέφερε αργότερα ο Θεοφάνης στον αγανακτισμένο Μιχαήλ, αλλά ο δυστυχής Λέων Ηρακλείας θα πέθαινε κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού τής επιστροφής.52

Η αποστολή τους δεν θα μπορούσε να είναι πετυχημένη. Στις 3 Ιουλίου 1281 απεσταλμένοι τού δόγη Τζιοβάνι Ντάντολο επιβεβαίωναν στο Ορβιέτο συνθήκη με τον Λατίνο αυτοκράτορα Φίλιππο και τον Κάρολο Ανδεγαυό «για την ανάκτηση τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας, την οποία κατέχουν ο Παλαιολόγος και άλλοι σφετεριστές…» (ad recuperationem eiusdem imperii Romanie, quod detinetur per Paleologum et alios occupatores…). Αν οι σύμμαχοι κατόρθωναν να ανακαταλάβουν την αυτοκρατορία, τότε θα ανακτούσαν όλα τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, τις περιουσίες, τις αρμοδιότητες, τα εδάφη και τα προνόμια που κατείχαν αντίστοιχα κατά την περίοδο τής Λατινικής κυριαρχίας, ενώ θα τηρούνταν πλήρως και όλες οι συμφωνίες που είχαν κάνει οι Ενετοί με τούς προηγούμενους Λατίνους αυτοκράτορες, τόσο σε πνευματικά όσο και σε κοσμικά ζητήματα. Ο ίδιος ο Ντάντολο (ή ο διάδοχός του δόγης), ο Λατίνος αυτοκράτορας Φίλιππος και ο Κάρολος Ανδεγαυός (ή ο γιος του Κάρολος τού Σαλέρνο) θα αναλάμβαναν προσωπικά την ανακατάληψη τής Κωνσταντινούπολης. Ο Φίλιππος και ο Κάρολος θα παρείχαν περίπου 8.000 ιππείς, καθώς και το απαιτούμενο ένοπλο προσωπικό και τη μεταφορά (videlicet naves et teridae), ενώ οι Ενετοί θα παρείχαν τουλάχιστον σαράντα καλά εξοπλισμένες γαλέρες ή και περισσότερες αν χρειαζόταν. Τα συμβαλλόμενα μέρη έπρεπε να είναι έτοιμα να ξεκινήσουν την εκστρατεία τους (passagium) τον Απρίλιο τού 1283. Ο δόγης θα απέπλεε από τη Βενετία με τον στόλο του την 1η Απριλίου το αργότερο, ενώ ο Φίλιππος και ο Κάρολος θα απέπλεαν από το Μπρίντιζι περίπου στις 15 Απριλίου το αργότερο, «έτσι ώστε στα μέσα αυτού τού μήνα όλα τα σκάφη να βρίσκονται μαζί στη θάλασσα στα ανοικτά τού Μπρίντιζι».53

Οι σύμμαχοι υπέγραψαν την ίδια ημέρα (3 Ιουλίου 1281) κι άλλο σύμφωνο, με το οποίο «αποφασίζεται και συμφωνείται ρητά να στείλουν και να διατηρούν στη θάλασσα γαλέρες και μεταφορικά πλοία για επτά μήνες τον χρόνο, έως ότου [οι σύμμαχοι] πραγματοποιήσουν τη διέλευσή τους στη Ρωμανία εναντίον τού Παλαιολόγου και των άλλων, που κατέχουν και καταλαμβάνουν την αυτοκρατορία τής Ρωμανίας…». Οι Ενετοί θα παρείχαν δεκαπέντε οπλισμένες γαλέρες και οι Ανδεγαυοί άλλες δεκαπέντε γαλέρες καθώς και δέκα πλοία μεταφορών (teridae) με 300 άλογα, ενώ η συμμαχική δύναμη θα συγκεντρωνόταν στην Κέρκυρα την 1η Μαΐου 1282, «για να κάνει πόλεμο και να καταστρέψει τον Παλαιολόγο και άλλους…» (ad faciendam guerram et dampnificandum Paleologum et alios...). Όταν ο δόγης έβαλε τη μολύβδινη σφραγίδα του στο κείμενο τής συμφωνίας και οι Φίλιππος τού Κουρτεναί και Κάρολος Ανδεγαυός πρόσθεσαν τις δικές τους κέρινες σφραγίδες,54 ένοπλοι άνδρες απέπλευσαν για να λεηλατήσουν τις βυζαντινές ακτές και νησιά και να εμποδίσουν έτσι τις προετοιμασίες τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου για την άμυνα κατά τής εκστρατείας, που επρόκειτο να ξεκινήσει τον Απρίλιο τού 1283.

Κατά τα τελευταία αρκετά χρόνια μετά τη διακήρυξη τής ένωσης στη Λυών, ο Κάρολος Ανδεγαυός έπρεπε να αμύνεται εναντίον ελληνικών εισβολών στο ονομαζόμενο βασίλειό του τής Αλβανίας. Με διαταγή που εκδόθηκε στο Λαγκοπέζολε στις 13 Αυγούστου 1279, ο Κάρολος απαιτούσε να ετοιμαστούν πλοία για την επιβίβαση τού Χιού λε Ρουσσώ ντε Σουλλύ, τον οποίο είχε μόλις διορίσει ναύαρχο και εκπρόσωπό του (vicar) στην Αλβανία. Ο Σουλλύ πήρε εντολή να κατευθυνθεί αμέσως στο Μπρίντιζι με την αξιόλογη δύναμη που βρισκόταν κάτω από τις διαταγές του και από εκεί να προχωρήσει στις 22 Αυγούστου προς την Αλβανία.55 Μεγάλη δύναμη είχε συγκεντρωθεί και πολλοί άνδρες είχαν στρατολογηθεί για να υπηρετήσουν υπό τον Σουλλύ εναντίον των δυνάμεων τού Μιχαήλ Η’, τού οποίου η επιθετική στάση στην Αλβανία αποτελούσε πηγή ακραίας αγανάκτησης για τον Κάρολο. Από τα τέλη φθινοπώρου 1279 ο Σουλλύ, ο οποίος εγκατέστησε αρχικά το επιτελείο του στη Σφενάριτζα, στις εκβολές τού ποταμού Βογιούσα (Αώου), καθώς και άλλοι αξιωματικοί των Ανδεγαυών στην Αλβανία, παρελάμβαναν συνεχείς ενισχύσεις, που περιλάμβαναν Σαρακηνούς τοξότες και λατινικό τμήμα μηχανικού (ingenieritis), καθώς και χρήματα, πολεμοφόδια, πολιορκητικές μηχανές, σιτηρά, κρασί, τυρί, φασόλια και άλλες προμήθειες.56

Ο αριθμός των ανδρών και η ποσότητα τού υλικού που στελνόταν στην Αλβανία καθιστούσε απολύτως σαφές ότι στόχος δεν ήταν απλώς η υπεράσπιση των οχυρών των Ανδεγαυών.

Βασιλική διαταγή τής 29ης Ιουνίου (1280) φαίνεται να τοποθετεί τον στρατό τού Σουλλύ ανάμεσα στην Αυλώνα και το φρούριο τού Βερατίου στην ενδοχώρα, ενώ ο Σουλλύ ζητούσε μηχανικό, τον Γιοχάνες ντε Τούλλο, ξυλουργό από τη Φότζια με δύο βοηθούς, καθώς και μεγάλη ποσότητα από βαριές πολιορκητικές μηχανές, προφανώς με σκοπό να επιτεθεί σε κάστρο ή οχυρωμένη πόλη. Δεδομένου ότι το έγγραφο τής 29ης Ιουνίου κατευθύνει την προσοχή μας με ιδιαίτερη έμφαση προς το Βεράτιον (ad partes Belligradi), μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Σουλλύ είχε ήδη περικυκλώσει την πόλη, που ήταν βαριά οχυρωμένη, ή ότι ετοιμαζόταν να το κάνει.57 Ο Κάρολος Ανδεγαυός είχε χάσει το Μπεράτ από τον Μιχαήλ Η’ το 1274. Τώρα ήταν αποφασισμένος να το ανακτήσει.

Στη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1280 ο Κάρολος συνέχιζε να στέλνει στον Σουλλύ ένοπλους άνδρες, χρήματα, πολεμοφόδια, προμήθειες, άλογα, ξυλεία, ακόμη και υγρό πυρ.58 Σύμφωνα με τον Σανούντο ο Κάρολος «ήθελε να κατακτήσει την αυτοκρατορία τής Ρωμανίας» και εφοδίασε τον Σουλλύ «με περίπου 2.000 ή περισσότερους πάνοπλους άνδρες, καθώς και με περίπου 6.000 πεζούς, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί Σαρακηνοί». Το Μπεράτ τέθηκε υπό παρατεταμένη πολιορκία, το κόστος και οι κόποι τής οποίας μπορούν να εκτιμηθούν από τα διασωζόμενα έγγραφα.59 Αναμφίβολα ο Κάρολος ένιωθε την πίεση για τούς πόρους του, αλλά στις 6 Δεκεμβρίου (1280) έγραψε στον Σουλλύ, αναγνωρίζοντας με χαρά την είδηση ότι οι δυνάμεις των Ανδεγαυών είχαν καταλάβει τα περίχωρα τού Βερατίου (suburbia castri Bellogradi) και ενημερώνοντάς τον ότι έστελνε χειρουργό για να φροντίσει τούς τραυματίες άνδρες του.60 Στη συνέχεια, επιστολή γραμμένη στη Νάπολη τον Μάρτιο τού 1281 προς τον Ζαν Λεσκό, τον διοικητή τού Δυρραχίου, τον διατάζει να στείλει κάθε δυνατή βοήθεια στον Σουλλύ, προκειμένου «να ενισχύσει τον ευτυχή στρατό μας στην πολιορκία τού κάστρου τού Βερατίου».61

Την ανησυχία τού Καρόλου προκαλούσε η αργή, προσεκτική προσέγγιση των Βυζαντινών δυνάμεων, τις οποίες είχε στείλει ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος σε ενίσχυση τού απειλουμένου φρουρίου.62 Αλλά προφανώς ο Κάρολος έπρεπε περισσότερο να φοβάται τη βιασύνη τού διοικητή του παρά την προσοχή των εχθρών του. Όταν στις αρχές Απριλίου (1281) ο Σουλλύ πληροφορήθηκε από τούς ανιχνευτές του ότι οι Βυζαντινοί είχαν φθάσει στην περιοχή τού Βερατίου και μάλιστα είχαν καταφέρει να περάσουν κάποιες προμήθειες στην πολιορκούμενη πόλη, σύμφωνα με τον Σανούντο «διάλεξε εικοσιπέντε από τούς ιππότες του, τούς είπε ότι ήθελε να πάει και να ρίξει μια ματιά στον στρατό τού εχθρού και ότι τούς ήθελε να πάνε μαζί του…». Η τολμηρή προέλαση τού Σουλλύ τον οδήγησε κατευθείαν σε ενέδρα, την οποία προφανώς τού είχαν στήσει Τούρκοι μισθοφόροι στον βυζαντινό στρατό. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Σουλλύ, για τον οποίον ενδιαφέρονταν κυρίως. Ορισμένα μέλη τής συνοδείας του διέφυγαν κι έφεραν την ανησυχητική είδηση τής σύλληψής του στις δυνάμεις των Ανδεγαυών κάτω από τα ψηλά τείχη τού Βερατίου.

Ο πανικός υπήρξε άμεσος και ο «ευτυχής στρατός» τού Καρόλου Ανδεγαυού τράπηκε σύντομα σε απερίσκεπτη φυγή, περνώντας από την Κλεισούρα προς την Κάνινα, κοντά στην ακτή νοτιοανατολικά τής Αυλώνας. Πολλοί σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Έλληνες πήραν τις πολιορκητικές μηχανές, τα πολεμοφόδια, τα όπλα, τις προμήθειες και άλλα κάθε είδους εφόδια των Ανδεγαυών. «Ο κύριος Ρουσσώ [ντε Σουλλύ] οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη», μάς λέει ο Σανούντο, «μαζί με πολλούς από τούς ανθρώπους του και τούς έβαλαν στη φυλακή όπου παρέμειναν πολλά χρόνια. Στο τέλος ελευθερώθηκε και επέστρεψε στο βασίλειο τής Απουλίας και σίγουρα αυτά τα πράγματα δεν συνέβησαν χωρίς την υψηλή κρίση και την πλήρη αιτιολόγηση τού ίδιου τού Θεού…».63

Ενθουσιασμένος από την εξαιρετική επιτυχία των στρατευμάτων του, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ πρόσφερε ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Θεό, ο οποίος τού είχε δώσει τη νίκη (χεῖρας δ’ αἴρει πρός τόν θεόν και ὁμολογεῖ τη χάριν τρανῷ τῷ στόματι), γιόρτασε δημόσιο θρίαμβο και ζήτησε να ζωγραφιστούν τοιχογραφίες στο αυτοκρατορικό παλάτι, κατά πάσα πιθανότητα σε αυτό των Βλαχερνών, που να απεικονίζουν μεταξύ άλλων νικών εκείνη τού Βερατίου.64 Ο Mιχαήλ δεν είχε απολαύσει τέτοια επιτυχία επί των Λατίνων αντιπάλων του από την Πελαγονία, πάνω από είκοσι χρόνια πριν. Σίγουρα με τις ενωτικές διαπραγματεύσεις του είχε κερδίσει χρόνο, ενώ φαίνεται ότι είχε καθυστερήσει πλήρους κλίμακας επίθεση των Ανδεγαυών κατά τής βυζαντινής αυτοκρατορίας για έξι τουλάχιστον χρόνια. Μετά το Μπεράτι το υποβόσκον μίσος τού Καρόλου Ανδεγαυού κατά τού Μιχαήλ ξέσπασε με νέα φλόγα, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη μεταφορά τού ψύχραιμου πραγματιστή, ο οποίος τώρα ξεκινούσε την οργάνωση εκστρατείας εναντίον τού Βυζαντίου μεγαλύτερης από κάθε άλλη που είχε σχεδιάσει μέχρι τότε, τη φορά αυτή (όπως είδαμε) σε συμμαχία με τούς Ενετούς, οι οποίοι, όπως και ο Κάρολος, δεν είχαν καθόλου συμφιλιωθεί με την ιδέα τής ελληνικής ανακατάληψης τού 1261. Καθώς ετοιμαζόταν για την αποστολή, που θα συγκεντρωνόταν στο Μπρίντιζι τον Απρίλιο τού 1283, ο Κάρολος είχε τώρα, για πρώτη μάλιστα φορά, την πλήρη και αδιάκοπη βοήθεια τού παπισμού.

Ο πάπας Mαρτίνος Δ’ ήταν ένθερμος Ανδεγαυός. Στις 18 Νοεμβρίου 1281 εξέδωσε επίσημη βούλλα αφορισμού κατά τού «Μιχαήλ Παλαιολόγου, που ονομάζεται αυτοκράτορας των Ελλήνων» και ο οποίος όπως και ο λαός του ήταν σχισματικός και αιρετικός. Ο πάπας απαγόρευε σε όλους τούς ηγεμόνες να συμπήξουν συμμαχία (societas vel confoederatio) με αυτόν ή να τού παρέχουν βοήθεια ή συμβουλή για όσο διάστημα παρέμενε υπό αφορισμό.65 Το διάταγμα επαναλήφθηκε στις 7 Μαΐου και στις 18 Νοεμβρίου 128266 και η «ένωση» των Εκκλησιών είχε εντελώς συντριβεί, προς ευσεβή αποδοκιμασία τού Ενετού Μαρίνο Σανούντο, όταν εκείνος, μισό αιώνα αργότερα, μελετούσε αυτά τα ταχέως εξελισσόμενα γεγονότα.67 Ένα πράγμα ήταν φανερό στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη και τη Νάπολη: ο Μιχαήλ Η’ χρειαζόταν σύμμαχο. Για τούς ενημερωμένους παρατηρητές τής εποχής ήταν εξίσου φανερό πού θα μπορούσε να βρει τέτοιο σύμμαχο.

Ο βασιλιάς Πέδρο Γ’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας είχε παντρευτεί την Κωνσταντία, κόρη τού δύσμοιρου Mάνφρεντ. Αυτή δεν είχε χαλαρώσει τις αξιώσεις της επί τού Χοχενστάουφεν βασιλείου τής Σικελίας. Οι Γιβελλίνοι πρόσφυγες από τη Σικελία και τη νότια Ιταλία συγκεντρώνονταν στην καταλανική αυλή τής Βαρκελώνης, όπου ποτέ δεν έπαυαν να ζητούν φορτικά από την Κωνσταντία να θυμηθεί τα δικαιώματά της και από τον Δον Πέδρο να τούς δώσει ουσία. Πρόσφατοι ιστορικοί έχουν μελετήσει τη ζωή και τούς θρύλους τού Τζιοβάννι ντα Πρόσιντα και τού Μπενεντέττο Ζακκαρία, που έπαιξαν και οι δύο σημαντικό ρόλο στη διπλωματία που οδήγησε στην ελληνο-καταλανική συνεργασία εναντίον τού Καρόλου Ανδεγαυού. Όμως είναι πια γνωστό ότι από το 1279 μέχρι την άνοιξη τού 1282, όταν ο φερόμενος ως αρχι-συνωμότης Τζιοβάννι ντα Πρόσιντα υποτίθεται ότι έκανε τα μυστικά ταξίδια του στη Ρώμη, τη Σικελία, και το Βυζάντιο, αυτός κατοικούσε πολύ συχνά στην Αραγωνία-Καταλωνία, όπου υπηρετούσε τον Δον Πέδρο ως καγκελλάριος και ταξίδευε στο εξωτερικό αρκετά συχνά και αρκετά μακριά, ώστε να υφάνει τον διπλωματικό ιστό, στον οποίο πιάστηκε τελικά ο Κάρολος Ανδεγαυός. Οι άνθρωποι τής εποχής κατανοούσαν ότι ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος και ο Δον Πέδρο διέθεταν κοινό δεσμό στην εχθρότητά τους απέναντι στον Κάρολο Ανδεγαυό. Έτσι αυτό που τελικά αποδείχθηκε εκπληκτικό δεν ήταν τόσο το γεγονός τής συνεργασίας τους, όσο η συντριπτική αποτελεσματικότητά της.

Είτε κανείς πιστεύει ότι υπήρχε επίσημη συμμαχία μεταξύ Δον Πέδρο Γ’ και Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου είτε όχι, αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που ορίζει τον όρο συμμαχία. Δεν υφίσταται κείμενο συμμαχίας, στο οποίο να προσδιορίζονται οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, αλλά ο Δομινικανός χρονικογράφος Πτολεμαίος τής Λούκκα, γράφοντας στις αρχές τού 14ου αιώνα, φαίνεται να λέει με σαφήνεια ότι είδε κάποτε το κείμενο μιας τέτοιας συνθήκης, που είχε στόχο να πάρει από τον Κάρολο Ανδεγαυό το βασίλειό του.68 Ο Δον Πέδρο φαίνεται να ομολογεί το ίδιο πράγμα σε επιστολή τον Ιανουάριο τού 1282 προς τη γιβελλινική κυβέρνηση τής Πίζας, από την οποία ζητούσε βοήθεια κατά τού Καρόλου:

«Δεδομένου ότι είναι κατανοητό ότι ο Κάρολος, αυτός ο άθλιος παλιάνθρωπος, σχεδιάζει σύντομα να επιτεθεί στον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης, ο οποίος δεσμεύεται πλέον με εμάς με δεσμό πρόσφατης φιλίας [nove amicitie linea nobis unitus], έχουμε πάρει με την καρδιά μας την απόφαση, να αντιταχθούμε σταθερά στις απερίσκεπτες φιλοδοξίες αυτού τού βασιλιά με όλες μας τις δυνάμεις. Πρόθεσή μας είναι ως εκ τούτου … να κατευθυνθούμε στο βασίλειο τής Σικελίας και να παραμείνουμε εκεί … με τον στρατό μας κι έτσι όταν ο βασιλιάς αρχίζει να πιστεύει τις ιστορίες τής κατάκτησης των Ελλήνων, τότε οι Σικελοί θα βρεθούν σαφώς υπό την κυριαρχία μας».69

Στην ενδιαφέρουσα παπική βούλλα τής 18ης Νοεμβρίου 1282, με την οποία ο Mαρτίνος Δ’ επέβαλε την από καιρό αναμενόμενη ποινή τού αφορισμού στον Δον Πέδρο Γ’ τής Αραγωνίας, την ίδια στιγμή που εκφωνούσε για τρίτη φορά τον αφορισμό τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, γίνεται γενική αναφορά στις συνθήκες, συμβάσεις και συνομοσπονδίες (pacta, conventiones et confederationes), για τις οποίες η παπική κούρτη είχε πια πειστεί ότι υπήρχαν μεταξύ των δύο συμμάχων.70 Σκοπός αυτού τού ελληνο-καταλανικού συνασπισμού θα ήταν προφανώς να επιτεθούν στον Κάρολο στη Σικελία, εκεί δηλαδή όπου ήταν πιο ευάλωτος. Με τον τρόπο αυτόν ο Πέδρο Γ’ θα διεκδικούσε τα δικαιώματα τής γυναίκας του στο νησί, ενώ ο Μιχαήλ Η’ θα ήταν αναγκαστικά ικανοποιημένος με οποιαδήποτε κίνηση, που θα παρέκκλινε τον Κάρολο από την επίθεσή του κατά τού Βυζαντίου. Ο Mιχαήλ θα μπορούσε να ισχυρίζεται στα απομνημονεύματα των επιτευγμάτων του ότι υπήρξε το εργαλείο που είχε διαλέξει ο Θεός για να βοηθήσει τούς Σικελούς να αποτινάξουν τον ζυγό των Ανδεγαυών και να κερδίσουν την ελευθερία τους.71 Ο Φραγκισκανός χρονικογράφος τής εποχής Σαλιμπένε τής Πάρμα θεωρεί ότι ο πάπας Νικόλαος Γ’, ο οποίος ως καρδινάλιος Ορσίνι ήταν επικεφαλής τής ρωμαϊκής ή αντι-ανδεγαυής παράταξης στην παπική κούρτη, είχε βοηθήσει να προετοιμαστεί το έδαφος για τη σικελική εκστρατεία τού Δον Πέδρο λόγω τού μίσους του για τον Κάρολο, υποστηριζόμενος σε αυτή την προσπάθεια από τούς καρδιναλίους που ήσαν αφοσιωμένοι στους Ορσίνι.72 Ο Σαλιμπένε πιθανώς αναπαράγει φήμες τής εποχής, οι οποίες υιοθετήθηκαν από μεταγενέστερους συγγραφείς όπως ο Δάντης και ο Τζιοβάνι Βιλλάνι. Όμως φαίνεται πολύ απίθανο να αποτελούσε ο Νικόλαος Γ’ μέρος τής συνωμοσίας, η οποία είχε οπωσδήποτε διαμορφωθεί κατά τού Καρόλου Ανδεγαυού από τον Πέδρο Γ’, τον Μιχαήλ Η’, διάφορους Σικελούς ηγέτες τής Σικελίας, καθώς και μερικούς από τούς Ιταλούς Γιβελλίνους.73 Όπως γνωρίζει κάθε αναγνώστης τής ιστορίας, η συνωμοσία αυτή παρήγαγε εντυπωσιακά αποτελέσματα.

<-6. Το παπικό μεσοδιάστημα, ο Γρηγόριος Ι’ και η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών (1268-1274) 8. Ο Σικελικός Εσπερινός και ένας αιώνας παρακμής των Ανδεγαυών (1282-1383)->
Scroll to Top