Σημειώσεις κεφαλαίου 7
- [←1]
-
Ο πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ γεννήθηκε περί το 1224 στο μικρό χωριό Ταρενταίζ, που υπάρχει ακόμη, στην επισκοπή τής Λυών. Υπήρξε επιφανής ως θεολόγος στο Πανεπιστήμιο τού Παρισιού (1259-1264, 1267-1269), υπηρέτησε δύο φορές ως επικεφαλής των Δομινικανών στη Γαλλία (1264-1267, 1269-1272), διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Λυών τον Ιούνιο τού 1272 και τελικά ονομάστηκε από τον Γρηγόριο Θ΄ καρδινάλιος επίσκοπος Όστια στα τέλη Μαΐου 1273 [M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V, 1947, ανατύπ. 1961, κεφ. i–v, ενώ για την εκλογή τού Ιννοκέντιου ως πάπα στις 21 Ιανουαρίου 1276 βλέπε στο ίδιο, σελ. 200 και εξής]. Κατά τον 13ο αιώνα η τοποθέτηση στην προαστιακή έδρα τής Όστια δεν σήμαινε καθαυτή (eo ipso) τη συμμετοχή στο Ιερό Κολλέγιο [Πρβλ., ό. π., σελ. 134, σημείωση 3]. Τα αρχειακά μητρώα τής σύντομης παπικής θητείας τού Ιννοκέντιου Δ΄ δυστυχώς δεν διασώζονται, έχοντας χαθεί προφανώς κατά τον 14ο αιώνα [ό. π., σελ. 16], αλλά αριθμός επιστολών του διασώζονται στη συλλογή που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Μπεράρ (Bérard) τής Νάπολης, που απασχολήθηκε στα παπικά αρχεία κατά το τέλος τού 13ου αιώνα. βλέπε Leopold Delisle, «… Recueils epistolaires de Bérard de Νaples», στο Notices et extraits des manuscrits de la Biblotheque Nationale, XXVII, μέρος 2 (Παρίσι, 1879), 87 και εξής και βλέπε επίσης M. H. Laurent, «Catalogue des actes imprimes concernant Innocent V», παραρτ. 5 στο Le B. Innocent V, σελ. 444-509, με συνόψεις (Regestes) 272 εγγράφων, από τα οποία δέκα τουλάχιστoν αποδίδονται σε λάθος ανθρώπους. Για τη σημασία που έχει το βιβλίο τού Μπεράρ τής Νάπολης για τις ανατολικές υποθέσεις βλέπε Friedrich Bock, «Annotationes zu der Sammlung Bérards von Neapel, Reg. Vat. 29A», Orientalia Christiana periodica, XXII (1956), 214-23, ενώ για τα μητρώα των Ανδεγαυών (που καταστράφηκαν το 1943) τής βασιλείας τού Καρόλου Ανδεγαυού βλέπε Nicola Nicolini, «Datazioni angioine», Accademia Pontaniana, νέα σειρά, VIII, 1-12.
- [←2]
-
Πρβλ. M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 228 και εξής. Ύστερα από την παπική θητεία τού Γρηγορίου Θ΄, ο Κάρολος Ανδεγαυός ήταν φυσικά ευτυχής με την εκλογή τού Πιέρ ντε Ταρενταίζ [Riccardo Filangieri (επιμ.), I registri della Cancelleria Angioina, XIII (Νaples, 1959), σελ. 209-10].
- [←3]
-
Martène και Durand, Veterum scriptorum … Amplissima collectio, VII (Παρίσι, 1733), Acta varia … conc. Lugdunen, αριθ. 28, στήλες 244-46, περιλαμβανομένου τού «Dudum ad sedem» (προ ολίγου στην έδρα). Πρβλ. M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, παραρτ. 5, αριθ. 146, σελ. 478, με παραπομπές και Delisle, «… Recueils epistolaires de Bérard de Νaples», Notices et extraits, XXVII-2, σελ. 131-52, 136-37.
Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα ο Γεώργιος Μετοχίτης έδωσε περιγραφή τής πρεσβείας του στην παπική κούρτη το 1275-1276 (εμφανίζεται σε διατριβή για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος), για την οποία βλέπε Vitalien Laurent, «Le Rapport de Georges le Metochite, apocrisiaire de Michel VIII Paléologue aupres du pape Grégoire X», στο Revue historique du sud-est européen, XXIII (1946), 233-47, ο οποίος παρέχει το σχετικό τμήμα τού ελληνικού κειμένου τού Μετοχίτη από κώδικα τον αρχών τού 14ου αιώνα [Cod. Vat. gr. 1716, φύλλα 72-74, ό. π., σελ. 240-47], τού οποίου επιμελήθηκε ανεξάρτητα από το ίδιο χειρόγραφο ο Giro Giannelli στο παραρτ. 4 τού M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 418 και εξής, 435-43.
Στην επιστολή τού Ιννοκέντιου προς τον Μιχαήλ Η΄ δεν γίνεται σαφής αναφορά στην εκ μέρους των σταυροφόρων διάσχιση βυζαντινών εδαφών και στη χρησιμοποίηση τής μέσω Ανατολίας διαδρομής προς τούς Αγίους Τόπους, όπως είχε προτείνει ο Μετοχίτης στον Γρηγόριο Θ΄. Ο Ιννοκέντιος πρέπει να γνώριζε αυτή την πρόταση. Άραγε δεν επαναλήφθηκε η πρόταση προς αυτόν ή μήπως επέλεξε να μη την πάρει υπόψη του κατά την απάντησή του προς τον Μιχαήλ;
- [←4]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII. αριθ. 30, στήλες 248-49 και M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, παραρτ., αριθ. 147, σελ. 478-79:
«… που με τούς δικούς μας αδελφούς θα σταθμιστούν σοφά εκείνα που έχουν γίνει από εσάς, έχοντας μάθει να εξασφαλίζουμε πληρέστερη σταθερή δύναμη» [Martène, στήλη 249C].
(… quo cum fratribus nostris pensato prudentius, ea quae per te acta sunt, soliditate roboris plenioris comperimus indigere)
Στις 23 Mαϊου (1276) ο Ιννοκέντιος έγραψε επίσης στον Ανδρόνικο [Β΄], τον γιο τού Μιχαήλ Η΄, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση την οποία είχε αναλάβει ο Ανδρόνικος πριν δύο χρόνα ενώπιον τού Γρηγόριου Ι’
«για ομολογία τής καθολικής πίστης και αναγνώριση τής υπεροχής τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας, τής αγαπημένης και μητέρας των πιστών»
(ad professionem catholicae fidei et recognitionem primatus ecclesiae Romanae matris fidelium et magistrae)
και δεσμεύοντάς τον να ανανεώσει την υποταγή του στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, όπως είχε ζητηθεί και από τον πατέρα του [Martène, VII, αριθ. 32, στήλες 251-52 και Laurent, ό. π., παραρτ., αριθ. 149, σελ. 479]. Την ίδια μέρα ο πάπας χορήγησε στον Τζερόμ τού Άσκολι και στην Φραγκισκανική αποστολή τις εξουσίες τής άφεσης, τού αφορισμού και τής απαγόρευσης και άλλες αρμοδιότητες, που θα τούς βοηθούσαν να πετύχουν την αδιαμφισβήτητη ένωση των Εκκλησιών όταν θα ήσαν στην Κωνσταντινούπολη [Martène, VII, αριθ. 33, στήλες 252-53 και Laurent, ό. π., παραρτ., αριθ. 151, σελ. 479-80].
- [←5]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII, αριθ. 29, στήλες 246-48 και M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V’…, παραρτ., αριθ. 150, σελ. 479:
«…όπως σάς ενημερώσαμε και με άλλες επιστολές, χρειάζεται δύναμη πληρέστερης στερεότητας…» [Martène, στήλη 247C].
(… sicut per alias tibi notificavimus litteras, plenioris soliditatis robore indigere…)
Η νύξη τού Ιννοκέντιου Ε΄ για τις προθέσεις τού Φιλίππου τού Κουρτεναί και τού Καρόλου Ανδεγαυού να ξαναπάρουν την Κωνσταντινούπολη μοιάζει με σκληρή ανοησία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ενότητα των εκκλησιών και η σταυροφορία θα ήσαν οι κύριοι στόχοι τής Φραγκισκανικής αποστολής [πρβλ. Martène, στήλη 247D].
- [←6]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII, αριθ. 31, στήλες 249-51 και M. H. Laurent, Le B. Innocent V, παραρτ., αριθ. 148, σελ. 479. Ο Κάρολος Ανδεγαυός εξέδωσε άδεια ασφαλούς διέλευσης για τον Τζερόμ τού Άσκολι στις 28 Μαΐου 1276 [Camillo Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’Angio», Archivio storico italiano, 3η σειρά, XXV (1877), 38].
- [←7]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII, αριθ. 34, στήλες 253-56 και πρβλ. αριθ. 34, στήλη 257. M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, παραρτ., αριθ. 153, σελ. 480 και πρβλ. αριθ. 156, σελ. 481. Για την προφανή ανεπάρκεια τής εντολής που είχε ο Ακροπολίτης από τον Μιχαήλ για να ορκιστεί όπως έκανε στη Λυών (στις 6 Ιουλίου 1274), βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 6, σημείωση 49.
- [←8]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII, αριθ. 35, στήλες 257-58 και M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, παραρτ. αριθ. 158, σελ. 481- 82. Δεδομένου ότι μοναδική πηγή μας για τις επιστολές τού Ιννοκέντιου Δ΄ είναι η συλλογή τού αποστολικού συμβολαιογράφου Μπεράρ τής Νάπολης, πρέπει να εξαρτιόμαστε απολύτως από την ακρίβεια και καλή πίστη τού Μπεράρ.
- [←9]
-
Πρβλ. V. Laurent, «Le Rapport de Georges le Metochite …», Revue historique du sud-est européen, XXIII (1946), 238 και βλέπε γενικά Emile A. van Moe, «L’ envoi de nonces a Constantinople par les papes Innocent V et Jean XXI (1276)», στο Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, XLVII (Παρίσι, 1930), 39-62, ιδιαίτερα σελ. 45 και εξής και φυσικά M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 279-85.
- [←10]
-
Πρβλ. άδεια ασφαλούς διέλευσης τού Καρόλου Ανδεγαυού με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1276 προς βυζαντινή πρεσβεία για την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη «των πρέσβεων των Παλαιολόγων» (ambassatores Palialogi redeuntes ad ipsum) [Filangieri, I Registri della cancelleria angioina, XV (Νaples, 1961), αριθ. 133, σελ. 31].
- [←11]
-
Υπήρχε στενή σχέση μεταξύ τού Καρόλου και τής οικογένειας τού πάπα Αδριανού Ε΄, «τους οποίους αγαπούσε πολύ» (quem multum dileximus). Filangieri, Registri, XVI (1962), αριθ. 22, σελ. 9, επίσης Minieri-Riccio «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Archivio storico italiano, 3η σειρά, XXV (1877), 108, εγγραφή υπό την ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1276, ο οποίος προφανώς δεν έζησε αρκετά για να προσφέρει κάποια βοήθεια στον Κάρολο, που είχε βοηθήσει στην εξασφάλιση τής εκλογής του στις 11 Ιουλίου (1276), για το οποίο βλέπε ιδιαίτερα Richard Sternfeld, Der Kardinal Johann Gaetan Orsini, Papst Nikolaus III, (1244-1277), Βερολίνο, 1905, ανατύπ. Βαντούζ, 1965, σελ. 252-63.
Κατά τη διάρκεια των τριανταεννέα ημέρων τής παπικής του θητείας ο Αδριανός συνεισέφερε 12.000 λίρες (pounds tournois) για τη βοήθεια των χριστιανών στους Αγίους Τόπους. Adolf Gottlob, Die Papstlichen Kreuzzugs-Steuern Des 13 Jahrhunderts, Heiligenstadt (Kichsfeld), 1892, σελ. 113. Βλέπε γενικά την ουσιώδη μονογραφία τής Natalie Schopp, Papst Hadrian V (Kardinal Ottobuono Fieschi), Χαϊδελβέργη, 1916 (Heidelberger Abhandlungen Zur Mittleren Und Neueren Geschichte, Heft 49).
- [←12]
-
O Ιωάννης ΚΑ΄ φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στις προσπάθειές του για συλλογή και διαχείριση τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης. Πρβλ. Jean Guiraud και Leon Cadier, Les Registres de Grégoire X (1272-1276) et de Jean XXI (1276-1277), Παρίσι, 1892- 1960, Cadier, Le Registre de Jean XXI, αριθ. 4, 11, 13, 68, 89, 91, 93-99, 102-6, 110, 116, 138, 143-44, Martin of Troppau, Chronicon pontificum et imperatorum, ad ann. 1276, στο MGH, SS., XXII (1872), 443. Σε επιστολή προς τούς επισκόπους τής επαρχίας τής Ρεμς με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1276, ο Ιωάννης κάνει νύξη για την αταξία που υπήρχε πριν από την εκλογή του «από τη σκληρότητα των πολιτών τού Βιτέρμπο» (per importunitatem Viterbiensium civium). Cadier, Registre de Jean XXI, αριθ. I, σελ. 1-2 και πρβλ. Sternfeld, Kardinal Johann Gaetan Orsini, σελ. 267-68.
- [←13]
-
E. A. van Moe, «L’ envoi de nonces a Constantinople …», Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, XLVII (1930), 48-49.
- [←14]
-
Ο Κάρολος Ανδεγαυός εξέδωσε άδεια ασφαλούς διέλευσης για την αναχώρηση τής αποστολής στις 8 Δεκεμβρίου. Filangieri, I Registri della cancelleria angiovina, XV (1961), αριθ. 136, σελ. 31-32.
- [←15]
-
Jules Gay και Suzanne Vitte, Les Registres de Nicolas III (1277-1280), 5 fascs., 1898-1938, αριθ. 228-30, σελ. 81-87 και σημειώστε επίσης στο ίδιο, αριθ. 220-21, 367 και εξής, J. D. Mansi, Concilia, XXIV (1780, ανατύπ. 1903), στήλες 183-90, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1277, αριθ. 21-39, τομ. XXII (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 392-99, Luke Wadding, Annales Minorum, V (3η εκδ., Καράτσι, 1931), 10-17. Βλέπε επίσης E. A. van Moe, «L’ envoi de nonces a Constantinople…», Μélanges d’ archeologie et d’ histoire, XLVII (1930), 49-56 και πρβλ. τα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν από τον τελευταίο στο ίδιο, σελ. 56-62, V. Grumel, «Le IIe Concile de Lyon et la reunion de l’ eglise grecque», Dictionnaire de theologie calholique, IX-1 (Παρίσι, 1926), στήλες 1395-96. O Chas. J. Hefele, Histoire des conciles, μετάφρ. H. Leclercq, VI-1 (Παρίσι, 1914), 210-11 είναι φυσικά ανακριβής. Angelo Mercati, «Note archivistiche … su un documento … di Giovanni Bekkos, patriarcha di Costantinopoli», Orientalia Christiana periodica, XXI (1955). O Georg Hofmann, Miscellanea, σελ. 256-64 έχει δημοσιεύσει λατινική εκδοχή τής συνοδικής επιστολής Βέκκου τής 16ης Ιουλίου 1277, που φέρει την αυτόγραφη υπογραφή τού «Ιωάννη, χάριτι Θεοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Νέας Ῥώμης» και αφορίζει τούς σχισματικούς και τούς διαταράκτες τής Ένωσης των Εκκλησιών.
- [←16]
-
Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Archivio storico italiano, 4η σειρά, IΙΙ (1879), 12-13. Ο Κάρολος Ανδεγαυός έδωσε επίσης εντολή στον Γκαλεράν ντ’ Ιβρύ να προσλάβει στην βασιλική υπηρεσία τούς Τούρκους και Κουμάνους, τούς οποίους χρησιμοποιούσε πριν ο εκλιπών πρίγκηπας Γουλιέλμος [στο ίδιο, σελ. 13], για το οποίο βλέπε το έγγραφο που έχει δημοσιευτεί από την by Evelyn M. Jamison, «Documents from the Angevin Registers of Νaples: Charles I», Papers of the British School at Rome, XVII (νέα σειρά, IV, 1949), αριθ. 181, σελ. 136. O ντ’ Ιβρύ διορίστηκε γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας στις 26 Αυγούστου 1278 [Minieri-Riccio, ό. π., 4η σειρά, I (1878), 433] και αντικαταστάθηκε από τον Φιλίπ ντε Λαγκονές στις 2 Aυγούστου 1280 [στο ίδιο, IΙΙ (1879), 164].
Όταν ο Λαγκονές ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τον Μοριά με έξι πλοία μεταφοράς φορτωμένα με στρατιώτες και προμήθειες, ο Κάρολος Ανδεγαυός διέταξε να πάνε μαζί του δύο νομικοί, οι Ταντέο ντι Φιρέντσε και Πιζάνο ντ’ Αμάλφι, «για να συνθέσουν τις διαφορές μεταξύ αυτού και τής χήρας τού πρίγκηπα Γουλιέλμου τής Αχαΐας» [στο ίδιο, σελ. 165 και πρβλ. Jamison, ό. π., αριθ. 206-7, σελ. 154-55]. Θα χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια σύνθεσης. Για τις τελικές ρυθμίσεις που έγιναν για τη χήρα Άννα τού πρίγκηπα Γουλιέλμου, την ονομαζόμενη Agnes από τούς Λατίνους, πρβλ. Minieri-Riccio [στο ίδιο, 4η σειρά, IV (1879), 176-77, 351 και στο ίδιο, VII (1881), 10]. Αυτή παντρεύτηκε το 1280 τον Νικόλαο Β΄ τού Σαιν Ομέρ και σύμφωνα με τον γενεαλογικό πίνακα στον Ch. Hopf, Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 469 πέθανε περί το 1284.
Αμέσως μετά τον θάνατο τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου ο Κάρολος Ανδεγαυός ανέλαβε το νομισματοκοπείο στη Γλαρέντζα και έκοψε νομίσματα ακριβώς ίδια με εκείνα τού Γουλιέλμου, αντικαθιστώντας μόνο το δικό του όνομα ως πρίγκηπας (K[arolus] R[ex] PRINC[eps] Ach[aye]):
«Με αυτόν τον τρόπο το νομισματοκοπείο αυτό, που έφτιαχνε νομίσματα επιμελώς και νόμιμα, ήταν κατά συνέπεια απαραίτητο σε άρχοντες και άλλα πρόσωπα, τα προϊόντα τού οποίου συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο λαμπρός πρίγκηπας Αχαΐας Γουλιέλμος, πολυαγαπημένος μας συγγενής …, και άφησε τέτοιας αξίας νομίσματα στο είδος και τη μορφή, που τότε αυτός ο πρίγκηπας άλλαξε μόνο από τη μία πλευρά τα νομίσματα αυτά με το όνομα τού ίδιου τού πρίγκηπα και τοποθέτησε το όνομα τού δικού μας ευτυχούς πρίγκηπα».
(Quam quidem monetam laborari et cudi facias in ipsa sicla [mint] studiose et legaliter per magistros et alias personas proinde necessarias per quas laborari et fieri consuevit tempore condam bone me[morie] Guillelmi illustris principis Achaye carissimi affinis nostri …, que sit illius tenoris valoris modi et forme cuius erat eodem tem[pore] ipsius principis mutato tantum ex una parte ipsius monete nomine eiusdem principis et posito felici nomine nostro.)
G. M. Monti, «La Zecca di Clarenza sotto Carlo I», στο Nuovi Studi angioini, Trani, 1937, σελ. 601-2.
- [←17]
-
J. B. Martin, Conciles et bullaire du diocese de I.yon, Lyon, 1905, αριθ. 1945, σελ. 471, έγγραφο γραμμένο στη Λωζάννη στις 13 Οκτωβρίου 1275. Ο σταυροφορικός φόρος δεκάτης, που είχε ψηφιστεί στη Λυών, χορηγήθηκε επίσης στον Αλφόνσο τής Καστίλλης-Λεόν και στον Εδουάρδο Α΄ τής Αγγλίας [στο ίδιο, αριθ. 1946-47].
- [←18]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1277, αριθ. 19, τομ. XXII (1870), σελ. 390-91 από τον Πτολεμαίο τής Λούκκα και πρβλ. Salimbene (degli Adami), Cronica, επιμ. O. Holder-Egger, MGH, SS., XXXII (1905-13, ανατύπ. 1963), 304, 497, 498.
- [←19]
-
Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1277, αριθ. 53, τομ. XXII (1870), σελ. 405-6. Για το μεσοδιάστημα τού 1277 και την φατριαστική διαμάχη που προηγήθηκε τής εκλογής τού Νικόλαου Γ΄ βλέπε Sternfeld, Kardinal Johann Gaetan Orsini, σελ. 288-300. Παρά τον έλεγχο τής φιλοδοξίας τού Καρόλου Ανδεγαυού με την εκλογή τού Νικόλαου, οι Ανδεγαυοί βρίσκονταν στο απώγειο τής δύναμής τους το 1277.
- [←20]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1277, αριθ. 60-61, τομ. XXII (1870), σελ. 410-11, Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 382-83, σελ. 132-34, Franz Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μερός 3 (1932), αριθ. 2038, σελ. 71-72. Επίσης βλέπε ιδιαίτερα R. J. Loenertz, «Mémoire d’ Ogier, protonotaire, pour Marco et Μarchetto nonces de Michel VIII Paléologue auprès du Pape Nicolas III», στο Byzantina et Franco-Graeca, Ρώμη, 1970, σελ. 537 και εξής (Storia e letteratura, Raccolta di studi e testi, αριθ. 118). Ο τόμος αυτός αποτελεί ανατύπωση διάφορων άρθρων τού Loenertz, όπου το συγκεκριμένο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Orientalia Christiana periodica, XXXI (1965), 374-408.
- [←21]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1278, αριθ. 13-14, τομ. XXII (1870), σελ. 417-19, Wadding, Annales Minorum, V (1931), 72-76, Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 134-37. Επίσης πρβλ. R. J. Loenertz, «Notes d’ histoire et de chronologie byzantines: Les instructions d’ Ogier …», Revue des études byzantines, XX (1962), 178-80, ο οποίος δείχνει ότι η επιστολή τού Ογέριου παραδόθηκε στην παπική κούρτη το αργότερο τον Σεπτέμβριο τού 1278 και όχι ύστερα από τον θάνατο τού πάπα Νικόλαου Γ΄ στις 22 Αυγούστου 1280, όπως υποστήριξε ο Grumel, «Le IIe Concile de Lyon», Dictionn. de theologie catholique, IX-1 (1926), στήλη 1402 και πρβλ. το άρθρο του, «Les Ambassades pontificales a Byzance apres le IIe concile de Lyon (1274-1280)», Échos d’ Orient, XXIII (1924), 442 και εξής.
Ο Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, σελ. 539-41 υποστηρίζει ότι ενώ ο Νικόλαος Γ΄ είχε στείλει τούς Μάρκο και Μαρκέττο στην Κωνσταντινούπολη απλώς ως αγγελιοφόρους (latores litterarum), o Μιχαήλ Η΄ τούς έστειλε πίσω στη Ρώμη ως διαπιστευμένους απεσταλμενους του (nuntii), εμπιστευόμενος σε αυτούς μυστική επιστολή προς τον πάπα.
- [←22]
-
Gustave Schlumberger, «Bulles d’ or byzantines conservees aux Archives Vaticanes», Revue numismatique, 3η σειρά, XII (Παρίσι, 1894), 194-97, με πιν. iv, αριθ. 1-2, από Arch. Segr. Vaticano, A. A., Arm. I-XVIII, αριθ. 399, 393 (παλαιότερα Arm. II, caps. 2, αριθ. 13, 7). Για τα διασωζόμενα αντίγραφα εκείνης τής εποχής των ομολογιών πίστης τού Μιχαήλ Η΄ και τού Ανδρόνικου [Β΄] βλέπε ιδιαίτερα Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2028, 2073, σελ. 70, 76-77.
- [←23]
-
Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 189-90, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1277, αριθ. 41-42, τομ. XXII (1870), σελ. 400, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1 (1914), 212, Grumel, «Le IIe Concile de Lyon», Dictionn. de theologie catholique, IX-1, στήλες 1396 και εξής. Ο Ιωάννης Δούκας ήταν γνωστός στους Λατίνους ως «δούκας Νεοπατρών», όπως παρατηρούσε ο πρωτονοτάριος Ογέριος στις οδηγίες του προς τούς παπικούς αγγελιοφόρους Μάρκο και Μαρκέττο: «… φυσικός γιός τού άρχοντα Μιχαήλ [τού δεσπότη Μιχαήλ Β΄ τής Ηπείρου], τον οποίο οι Λατίνοι ονομάζουν δούκα Πατρών» (… filius naturalis domini Michalicii qui a Latinis dux Patre vocatur).
Βλέπε Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 135a και Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, παρ. 5, σελ. 552.
Ο Ογέριος ασχολείται εκτεταμένα με την εχθρότητα που έδειχναν ο δεσπότης Νικηφόρος και ο αδελφός του δούκας Ιωάννης προς τον Μιχαήλ Η΄ και με τις δυσκολίες που τού προξενούσαν. Οι αντίπαλοι τής εκκλησιαστικής ένωσης στην Κωνσταντινούπολη υποστήριζαν την αντι-Παλαιολόγεια στάση των Δούκα, στέλνοντας και μήνυμα στον Μεγάλο Κομνηνό Γεώργιο τής Τραπεζούντας (1266-1280), για να τον πληροφορήσουν ότι «ο αυτοκράτορας έχει γίνει αιρετικός, είναι υπήκοος τού πάπα και έχει ενώσει την Ελληνική και τη Λατινική Εκκλησία και αν αυτοανακηρυχθείς αυτοκράτορας, θα ενωθούμε με σένα …», ενώ ο Γεώργιος «παρασυρμένος από αυτή την ανόητη συμβουλή, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, στέφθηκε, φορούσε αυτοκρατορικά ενδύματα και διόριζε αξιωματούχους…» [Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 136a, Loenertz, ό. π., παρ. 12, σελ. 554].
Για τις αντιδράσεις τής Κωνσταντινούπολης στη χρήση τού αυτοκρατορικού τίτλου από τον ηγεμόνα τής Τραπεζούντας πρβλ. Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 34 (CSHB, Βόννη, I, 519 και εξής):
Και στον ηγεμόνα τού κράτους των Λαζών Ιωάννη, ο οποίος παρέλαυνε με αυτοκρατορικά εμβλήματα, αν και δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα στην αυτοκρατορική εξουσία, έστελνε συχνά μηνύματα να ασκεί την εξουσία του ελεύθερα και όπως ήθελε, αλλά να απέχει από αυτοκρατορικούς τίτλους και διακριτικά. Ήταν όντως ακατάλληλο, ενώ ο ίδιος βασίλευε ως αυτοκράτορας στην ίδια την αυτοκρατορική έδρα και πόλη, να δίνεται και σε άλλους το μεγαλύτερο και υψηλότερο αξίωμα. Έπρεπε και ο ίδιος, ως μέρος, να εντάσσεται στο σύνολο και έτσι να μην επιφέρει σύγχυση στην αυτοκρατορική τάξη. Έκανε, λοιπόν, συχνά αυτό το βήμα, χωρίς να πετυχαίνει τίποτε περισσότερο από την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να πετύχει τίποτε.
«Τῷ δέ γε τῆς τῶν Λαζῶν ἄρχοντι Ἰωάννῃ, παρασήμοις βασιλικοῖς ἐμπομπεύοντι, οὐ μετὸν ὅλως βασιλείας ἐκείνῳ, πέμπων πολλάκις ἐπήγγελλε τῆς μὲν καθ´ αὑτὸν ἐξουσίας ἀνέδην ἔχειν ὡς βούλεται, ὀνομάτων δὲ καὶ παρασήμων βασιλικῶν φείδεσθαι· μηδὲ γὰρ ἄξιον, αὐτοῦ βασιλέως ὄντος ἐπ´ αὐτοῦ βασιλείου θώκου καὶ πόλεως, καί τινας ἄλλους ἐπὶ τοῦ μείζονός τε καὶ ὑπερτάτου φημίζεσθαι ἀξιώματος, ἀλλά, μέρος ὄντα κἀκεῖνον, ἐπισυνάπτειν τῷ ὅλῳ, μηδ´ οὕτως βασιλικῇ τάξει τὴν σύγχυσιν ἐπιφέρειν. Τοῦτο γοῦν πολλάκις ποιῶν, οὐδὲν πλέον ἤνυτεν ἢ τὸ δοκεῖν μηδὲν ἔχων ἀνύτειν…»
Πρβλ. επίσης τις ελισσόμενες σκέψεις τού A. A. Vasiliev, «The Foundation of the Empire of Trebizond», Speculum, XI (1936), 30 και εξής.
Οι Λατίνοι στη Θήβα και την Αθήνα, το Νεγκροπόντε και τον Μοριά, ενθάρρυναν φυσικά και βοηθούσαν τον Νικηφόρο και τον Ιωάννη Δούκα εναντίον τού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου [Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 136b-137a] και στις 14 Μαρτίου 1280 βρίσκουμε απεσταλμένους τού δεσπότη Νικηφόρου να ετοιμάζονται να φύγουν από το Μπρίντιζι για τον Μοριά, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή τους στην Ανδεγαυή αυλή και πηγαίνοντας ίσως τώρα να διαβουλευτούν με τη λατινική βαρωνία τής Αχαΐας [Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò», Archivio storico itatiano, 4η σειρά, IΙΙ (1879), 8]. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1281 ο Νικηφόρος είναι πια σε συμμαχία με τον Κάρολο Ανδεγαυό, με τον Λατίνο αυτοκράτορα Φίλιππο και με τούς Ενετούς, «για να πολεμήσουν τον Παλαιολόγο» (per combattere il Paleologo) [στο ίδιο, IV (1879), 17].
- [←24]
-
Διασώζονται δεκαπέντε επιστολές, που έχουν σχέση με την αποστολή αυτής τής πρεσβείας [Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 367-81, σελ. 123-32, κείμενα με ημερομηνία 7-18 Oκτωβρίου 1278]. Πρβλ. Wadding, Annales Minorum, V (1931), 32 και εξής. Ο Μπαρτολομμέο ντα Σιένα έχει αναφερθεί ότι ήταν μέλος τής οικογένειας Πικκολομίνι [Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica della Terra Santa, I (Καράτσι, 1906), 300]. Ο V. Grumel, «Les Ambassades pontificales a Byzance…», Εchos d’ Orient, XXIII (1924), 443 και «En Orient apres le IIe concile de Lyon», στο ίδιο, XXIV (1925), 321-24, έχει χρονολογήσει την αντι-ενωτική σύνοδο τού Ιωάννη Δούκα στον Δεκέμβριο τού 1277. Συγκλήθηκε πιθανώς στη Νεοπάτρα. Όμως η χρονολόγηση των γεγονότων έχει δυσκολίες [Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2044, σελ. 73]. Η μόνο πηγή για την αντι-ενωτική σύνοδο είναι οι «οδηγίες» τού Ογέριου προς τούς Μάρκο και Μαρκέττο, ενώ ο Loenerz, Byzantina et Franco-Graeca, σελ. 548-49, έχει δείξει λόγους για να τοποθετείται αυτή η σύνοδος στο τέλος τού 1276, «το αργότερο τον Ιανουάριο τού 1277».
- [←25]
-
Πρβλ. Martène και Durand, Veterum scriptorum … Amplissima collectio, VII (1733), Acta varia … conc. I.ugdunen., αριθ. 43, στήλη 269C, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1278, αριθ. 7, τομ. XXII (1870), σελ. 415a, Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 376, σελ. 128b.
- [←26]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII, στήλη 270 και Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1278, αριθ. 9, τομ. XXII (1870), σελ. 415b.
- [←27]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, VII, στήλη 269D, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1278, αριθ. 8, τομ. XXII (1870), σελ. 415a, Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 376, σελ. 128b:
«Ομοίως, για αυτό που ζήτησε ο εν λόγω αυτοκράτορας στις προαναφερθείσες επιστολές του, δηλαδή να λέει η Ελληνική Εκκλησία το ιερό σύμβολο όπως το έλεγε πριν από το σχίσμα και να παραμείνουν οι Έλληνες στο δικό τους τελετουργικό. Η απάντηση είναι ότι η ενότητα τής πίστης δεν επιτρέπει την πολυμορφία στην διακήρυξη ούτε στην ομολογία ούτε στην ψαλμωδία ή άλλη δημοσιοποίηση αυτής τής πίστης …, και ως εκ τούτου η Ρωμαϊκή Εκκλησία αποφάσισε και η ίδια επιθυμεί να ψάλλεται το σύμβολο ομοιμόρφως και από τούς Λατίνους και από τούς Έλληνες με την προσθήκη τού “και εκ τού Υιού” (Filioque)»
(Item super eo quod dictus imperator in prefatis suis litteris petiit ut ecclesia Grecorum dicat sanctum symbolum sicut dicebat hoc ante scisma, et ipsi Greci maneant in ritibus suis. Respondendum est quod unitas fidei non patitur diversitatem in professorbus [Raynaldus: professionibus] suis, sive in professione sive in decantatione vel alia ipsius fidei publicatione …, et ideo deliberavit eadem Romana ecclesia et vult ipsum cum adiectione illa Filioque tam a Latinis quam a Grecis uniformiter decantari…).
Οι Έλληνες δεν έπρεπε να ισχυρίζονται ότι το να ορκίζονται ήταν αντίθετο με το έθιμό τους.
- [←28]
-
Martène και Durand, Amplissima collectio, στήλες 270-72, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1278, αριθ. 10-11, τομ. XXII (1870), σελ. 415-16, Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 376, σελ. 130a: «… ότι θα ήταν πολύ χρήσιμη σε αυτά τα μέρη η παρουσία καρδινάλιου, που θα είχε πλήρη εξουσία…» (… quod multum esset utilis in partibus illis presentia cardinalis, qui auctoritatem plenam haberet…) [Martène, στήλη 272C].
- [←29]
-
Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I, 299, «datum Neapoli die VII Ianuarii (1279)». O Κάρολος χορήγησε στην παπική αποστολή, στον επίσκοπο τού Γκροσσέτο και στους τρεις συντρόφους του, ελεύθερη διέλευση από το βασίλειο «χωρίς διόδια ή άλλους δασμούς» (sine pedagio vel iure aliquο) και περιέλαβε στην άδεια ασφαλούς διέλευσης «τους νούντσιους ή απεσταλμένους [apocrisarii] τού Παλαιολόγου», οι οποίοι επέστρεφαν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη. Tο έγγραφο παρέχεται στον Golubovich, ό.π. και συνοψίζεται στο C. Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d‘ Angiò…», Archivio storico italiano, 4η σειρά, II (1878), 193.
- [←30]
-
Minieri-Riccio, Arch. star, ital., 4η σειρά, II (1878), 193, 194, 196.
- [←31]
-
Στο ίδιο, σελ. 195, 197, 198.
- [←32]
-
Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I, 300, Minieri-Riccio, Arch. Stor. Ital., 4η σειρά, II (1878), 198, 199. Χρειάζονταν είκοσι άλογα, σαμάρια και υποζύγια για τη μεταφορά των απεσταλμένων τού δεσπότη από τη Μπαρλέττα στο Μπρίντιζι και ο Ανδεγαυός βαΐλος τής Μπαρλέττα πήρε εντολή να βρει τα άλογα και να στείλει τούς απεσταλμένους την επομένη τής άφιξής τους στη δικαιοδοσία του.
- [←33]
-
Στο ίδιο, σελ. 201-2, 203. Για τον Γκαλεράν νυ’ Ιβρύ βλέπε Jean Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principaute de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 254 και εξής και για τούς Ηπειρώτες βλέπε Donald M. Nicol, «The Relations of Charles of Anjou with Nikephoros of Epiros», Byzantinische Forschungen, IV (Άμστερνταμ, 1972), 170-94.
- [←34]
-
Για τον Λικάριο βλέπε Marino Sanudo Torsello, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes (1873), σελ. 119-20, 122-27, Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2042, σελ. 72, Hopf, «Geschichte Griechenlands…» στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 304-6, 308-9 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 238-40, 242-43), Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 136-41 και Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964, σελ. 164 και εξής και D. J. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus and the West, Καίμπριτζ, Μασσ., 1959, σελ. 295-99.
Βλέπε επίσης Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 27 (CSHB, Βόννη, I, 410-13):
Όταν ο αυτοκράτορας απελευθερώθηκε από τον φόβο των όπλων τού Καρόλου, στράφηκε πιο έντονα στις υποθέσεις τού εσωτερικού τής αυτοκρατορίας του. Δέχεται τον Λικάριo, ο οποίος έχει περάσει στο πλευρό του, άνθρωπο που είχε μεγάλη πολεμική εμπειρία και ήταν κύριος ενός πολύ μεγάλου νησιού, που οι κάτοικοι τού τόπου συνήθως αποκαλούν Ανεμοπύλες, όταν ένα γεγονός τής τύχης τον οδήγησε να φύγει από εκεί. Παραχωρεί λοιπόν την κυριαρχία τού νησιού στον αυτοκράτορα και ο ίδιος συγκαταλέγεται μεταξύ των οικείων τού αυτοκράτορα.
«Οὕτως ἀναχαιτιζομένου τοῦ Καρούλου, ὁ βασιλεύς, τῶν ἐξ ἐκείνου φροντίδων ἀπολυθείς, ἐπεβάλλετο τοῖς ἐγγὺς κραταιότερον. Καὶ Ἰκάριον προσχωρήσαντα δέχεται, ἄνδρα πολλὴν μὲν τὴν ἐς μάχας πεῖραν ἔχοντα, κατάρχοντα δὲ καὶ νήσου μεγίστης, ἣν Ἀνεμοπύλας ἔθος τοῖς ἐκεῖ λέγειν, συμβάματι δὲ τύχης ἐκεῖθεν φυγόντα. Τὴν γοῦν νῆσον προσκυροῖ βασιλεῖ καὶ αὐτὸς τοῖς τοῦ βασιλέως οἰκείοις ἐγγράφεται.
Έχοντας χάσει τον σεβαστοκράτορα λίγο πριν, έχασε και τον δεσπότη, και τούς δύο αδελφούς του, ενώ και πάλι, πριν από αυτούς, τον άλλο σεβαστοκράτορα και τον καίσαρα και τον πρωτοβεστιάριο και τον μεγάλο δούκα, με λίγα λόγια τούς ανώτατους αξιωματούχους, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να βάλει στη θέση τούς άλλους. Κρατούσε ακόμη αυτόν τον Λικάριο στην τάξη των ιδιωτών, και αφού τον επιβίβασε σε πλοία με χερσαία στρατεύματα, τον έστειλε στον Εύριπο για να πολεμήσει τον μεγάλο άρχοντα Ιωάννη.
Βασιλεὺς δ´ ἀποβαλὼν πρὸ ὀλίγου μὲν σεβαστοκράτορα, ἀποβαλὼν δὲ καὶ δεσπότην, τοὺς αὐταδέλφους, ἔτι δὲ πρὸ τούτων καὶ ἄλλον σεβαστοκράτορα καὶ καίσαρα καὶ πρωτοβεστιάριον καὶ μέγαν δοῦκα καὶ ἁπλῶς τοὺς ἐν τοῖς μεγίστοις ἀξιώμασιν, ἄλλους ἀνάγκην εἶχεν ἱστάναι. Καὶ δὴ τοῦτον μὲν τὸν Ἰκάριον καὶ ἔτι ἐν ἰδιώταις εἶχε καί, ἅμα δυνάμεσι πεζικαῖς ἐμβιβάσας ναυσίν, ἐκεῖνον ἐπ´ Εὐρίπου πέμπει τῷ μεγάλῳ κυρίῳ Ἰωάννῃ συμμίξοντα.
Όταν ο στρατός αποβιβάστηκε από τα πλοία κοντά στους Ωρεούς, ο Ιωάννης, όταν έμαθε για την απόβασή τους, αν και ήταν άρρωστος με ποδάγρα, δεν αρνήθηκε να τούς πολεμήσει, αλλά έβαλε αμέσως τις λατινικές του δυνάμεις στη σειρά και όρμησε κατευθείαν στα στρατεύματα. Έδωσε σκληρή μάχη και έπεσε χτυπημένος από ακόντιο. Το πονεμένο του πόδι δεν τού επέτρεπε να πατάει σταθερά και από τις δύο πλευρές στις υποδοχές τού αναβολέα, αλλά μόλις χτυπήθηκε, έπεσε αμέσως και τον συνέλαβαν. Μαζί του αιχμαλωτίστηκε πολύ μεγάλος αριθμός Λατίνων, ακόμη και ο αδελφός τού Λικάριο.
Καὶ δὴ ἐπεὶ ὁ στρατὸς τῶν νηῶν ἀπέβαινε περί που τοὺς Σωρεούς, ὁ Ἰωάννης, πυθόμενος τὴν ἐκείνων ἀπόβασιν καί γ´ ὡς εἶχε, ποδαλγὸς ὤν, τῆς πρὸς ἐκείνους οὐκ ἀπέσχετο μάχης, ἀλλ´ αὐτόθεν συνταξάμενος καὶ τὸ λατινικὸν εὐτρεπίσας, εὐθὺ τῶν ἀκουσθέντων ἤιε. Καὶ μάχην κρατερὰν συμμίξας, ἀκοντισθεὶς πίπτει· τὸ γὰρ τῶν ποδῶν ἄλγημα οὐ παρεῖχε στερρῶς ἀντιβαίνειν ταῖς ἐφ´ ἑκάτερα τῆς ἐφεστρίδος κλίμαξιν, ἀλλ´ ἅμ´ ἠκοντίζετο καὶ παρευθὺς ἔπιπτε καὶ ἡλίσκετο. Καὶ σὺν αὐτῷ ἄλλοι τε πλεῖστοι συμποδίζονται καὶ δὴ καὶ ὁ τοῦ Ἰκαρίου αὐτάδελφος.
Τότε εισέβαλε και ένας στρατός από την ηπειρωτική χώρα υπό τη διοίκηση τού μεγάλου στρατοπεδάρχη Ιωάννη Συναδηνού και τού μεγάλου κοντόσταβλου Μιχαήλ Καβαλλάριου. Καθώς όρμησαν προς το φρούριο τής Φαρσάλου, που στην αρχαία γλώσσα ονομάζεται Φθία, με σκοπό να τροφοδοτήσουν όσους βρίσκονταν στο φρούριο, έπεσαν πάνω στον Ιωάννη τον νόθο, ο οποίος, πολεμώντας τους με γενναιότητα και ανδρεία, σκότωσε πάρα πολλούς άνδρες ενώ σκότωσε και τον Συναδηνό, τον μεγάλο στρατοπεδάρχη. Όσο για τον μεγάλο κοντόσταβλο, τα ιταλικά στρατεύματα στην υπηρεσία τού Ιωάννη τον καταδίωξαν χωρίς να μπορέσουν να τον φτάσουν, αλλά εκείνος άφησε εντελώς τα γκέμια και τράπηκε σε φυγή. Χάρη σε σημαντική προέλαση ξέφυγε από τούς διώκτες του, αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα, αν και είχε κάνει τα πάντα γι’ αυτό. Προωθώντας το άλογό του αχαλίνωτα, νομίζοντας ότι τον έφταναν εκείνοι που έρχονταν πίσω, και έχοντας στο μυαλό του μόνο εκείνους, για να τούς ξεφύγει, όταν χτύπησε σε ένα δέντρο με όλη την ορμή τού αλόγου και τσάκισε το στήθος του.
Ἐν τούτῳ δὲ καὶ στρατὸς ἀπὸ ξηρᾶς εἰσβάλλει, οὓς ὁ μέγας στρατοπεδάρχης ὁ Συναδηνὸς Ἰωάννης ἦγεν καὶ ὁ μέγας κονοσταῦλος ὁ Καβαλλάριος Μιχαήλ. Καὶ δὴ ὁρμήσαντες ἐπὶ Φάρσαλα φρούριον, ὃ Φθίαν ὁ παλαιὸς ἔχει λόγος, ἐφ´ ᾧ σιταρκοῖεν τοὺς ἐν τῷ φρουρίῳ, προσπίπτουσι τῷ ἐκ νοθείας Ἰωάννῃ, ὃς δὴ καί, σφίσι συρράξας πόλεμον γενναῖον καὶ ἀνδρικόν, αἱρεῖ μὲν καὶ ἄλλους πλείστους, αἱρεῖ δὲ καὶ τὸν Συναδηνὸν καὶ μέγαν στρατοπεδάρχην. Τὸν μέντοι γε μέγαν κονοσταῦλον ὁ ὑπ´ ἐκείνῳ λαὸς Ἰταλὸς διώκων καταλαβεῖν οὐκ ἴσχυσεν, ἀλλ´ ὅλαις ἡνίαις ἐκεῖνος ἐνδούς, εἰς φυγὴν ἤλαυνε καὶ τοὺς μὲν διώκοντας, πολὺ προθέων, ἐξήλυξε, τὸ δέ γε μοιρίδιον ἀλύξαι οὐκ ἦν ἐκείνῳ, κἂν πάντ´ ἔπραττεν. Ἀτακτότερον γὰρ ἐλαύνων τὸν ἵππον, τοὺς ὄπισθεν οἰόμενος φθάνειν καὶ πρὸς ἐκείνοις μόνοις ἔχων τὸν νοῦν, ὅπως ἐκφύγοι, προσπταίει δένδρῳ μεθ´ ὅλης τῆς τοῦ ἵππου φορᾶς καὶ κατὰ στῆθος συνθλᾶται.
Κάποιοι, αφού σταμάτησαν το άλογό του, γιατί ο άνθρωπος δεν ασχολούνταν πια με το άλογο, αλλά με τον τραυματισμό και τον θάνατο, τον κατέβασαν μισοπεθαμένο και τον πήγαν όσο καλύτερα μπορούσαν στη Θεσσαλονίκη, όπου πέθανε και όπου τον έθαψαν. Ο Ιωάννης και οι δικοί του ήσαν ελεύθεροι να σφάζουν όποιον έβγαινε μπροστά και να μαζεύουν λάφυρα ως έπαθλα πολέμου. Τότε οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν πόσο επικίνδυνο ήταν να έρθουν σε σύγκρουση με έναν στρατηγό τόσο τρομερό όσο ο Ιωάννης. Γιατί δεν έσπευδε μπροστά σε διάταξη μάχης, αλλά, όταν έβγαινε από ενέδρα, όσο ικανός για τέτοια χτυπήματα, τούς άφηνε άναυδους με την εμφάνισή του. Έχοντας νικήσει γενναία, με απροσδόκητη επίθεση, ένα επίλεκτο στρατό που είχε καλή εμπειρία μάχης, κέρδισε δόξα με τη μεγαλύτερη λαμπρότητα.
Μόλις δέ τινες τὸν ἵππον στήσαντες —οὐ γὰρ ἦν ἐκείνῳ μέλον τοῦ ἵππου,ἀλλά γε τῆς πληγῆς τε καὶ τοῦ θανάτου—, ἡμιθνῆτα καταβιβάζουσι καί,ὡς εἶχον πρὸς Θεσσαλονίκην ἀπαγαγόντες,ἐκεῖ θάπτουσι τελευτήσαντα. Τοῖς δὲ περὶ τὸν Ἰωάννην ἀνέδην ἦν κτείνειν τὸν προστυχόντα καὶ πολέμου γέρα σκυλεύειν.Ἔγνωσαν δὲ καὶ τότε Ῥωμαῖοι λειφθέντες μάχῃ τοῦ Ἰωάννου· οὐ γὰρ ἐξ ἐμφανοῦς ὥρμα παραταξάμενος, ἀλλ´ ἐκ λόχου προσβαλών, οἷος ἐκεῖνος τὰ τοιαῦτα, κατέπληξε θεαθείς· καὶ λαὸν ἔκκριτον καὶ ἐπιεικῶς μαχῶν ἔμπειρον τῷ παρ´ἐλπίδα πταίσματι ἀνδρικῶς καταγωνισάμενος,δόξαν εὐκλείας ἀποφέρεται τῆς μεγίστης.
Οι ναυτικές δυνάμεις και όλοι όσοι ήσαν στα πλοία, χωρίς να υποστούν ζημιά ή μάλλον έχοντας πάρει ως πολεμικά βραβεία τούς ανθρώπους τού μεγάλου άρχοντα Ιωάννη, πήγαν στον κυρίαρχο με χαρούμενη διάθεση.
Τὸ δέ γε ναυτικὸν καὶ ὅσον ἀνὰ ταῖς ναυσὶν ἦν, ἀζήμιοι διατηρηθέντες ἢ μᾶλλον καὶ γέρα μάχης ἀπενεγκάμενοι τοὺς περὶ τὸν μέγαν κύριον Ἰωάννην, εὐθύμῳ καρδίᾳ πρὸς τὸν κρατοῦντα γίνονται.
Ο μεγάλος άρχοντας και η οικογένειά του αλυσοδέθηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ ο Λικάριο, ως ανταμοιβή για τούς αγώνες του, τιμήθηκε με το αξίωμα τού μεγάλου κοντόσταβλου. Όσο για τούς Θηβαίους, εγκατέστησαν αντ’ αυτού, ως μεγάλο άρχοντα, τον Γουλιέλμο, τον αδελφό τού Ιωάννη. Αφού τίμησε τον τελευταίο και επέλεξε να τον πάρει για γαμπρό του, ο αυτοκράτορας τον άφησε ελεύθερο με όρκους. Αλλά αυτοί ήσαν γάμοι στα λόγια, βασισμένοι μόνο σε υποσχέσεις.
Καὶ οἱ μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν κύριον ὑπὸ δεσμοῖς φρουρᾷ δίδονται, τιμᾶται δὲ ὁ Ἰκάριος ἀντίποινα τῶν ἀγώνων τῷ τοῦ μεγάλου κονοσταύλου ἀξιώματι. Ὁ μέντοι γε τῶν Θηβῶν λαὸς τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου Γουλίελμον μέγαν κύριον ἀντικαθιστᾶσιν. Ἐκεῖνον δ´ ἀγήλας ὁ βασιλεὺς καὶ δοκιμάσας λαμβάνειν γαμβρὸν ὑφ´ ὅρκοις ἀσφαλέσιν ἀπέλυε· μετέωροι δ´ ἦσαν οἱ γάμοι καθ´ ὑποσχέσεις καὶ μόνας.
Αλλά ο Ιωάννης, μόλις έφτασε στη χώρα του, αρρώστησε και πέθανε. Ο αδελφός του Γουλιέλμος, τον οποίο η αφήγηση παρουσιάζει ως γαμπρό τού Ιωάννη, τον διαδέχθηκε σε όλα τα δικαιώματα κυριαρχίας του. Ήταν εχθρικός προς τούς Ρωμαίους, αν και κάθε χρόνο ο στόλος εισέβαλλε εκεί, υπονόμευε τα εδάφη του και δεν τού επέτρεπε να πετύχει τίποτε, ενώ στον Λικάριο απονεμήθηκε το αξίωμα τού μεγάλου δούκα και διοικούσε τον στόλο.
Ἀλλ´ ἐκεῖνος ἅμ´ ἐπιβὰς τῆς πατρίδος καὶ ἅμα νόσῳ περιπεσὼν τελευτᾷ· διαδέχεται δὲ ὁ ἀδελφὸς ἐκείνου Γουλίελμος, ὃν καὶ γαμβρὸν Ἰωάννου ὁ λόγος παρίστα, ὁλοτελῶς τὴν τοῦ τεθνηκότος κυριότητα. Καὶ ἦν πρὸς Ῥωμαίους ἀντιφερόμενος, εἰ καὶ κατ´ ἔτος ὁ στόλος, ἐκεῖσε προσβάλλων, ἐκάκου τἀκείνου καὶ οὐδὲν εἴα ἀνύειν, περιζωσαμένου τὴν τοῦ μεγάλου δουκὸς ἀξίαν τοῦ Ἰκαρίου καὶ τὸν στόλον ἄγοντος».
Βλέπε και Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 5 (CSHB, Βόννη, I, 95-97, 98):
Εκείνη την εποχή κάποιος ονομαζόμενος Λικάριο αποστάτησε από την ηγεμόνα τής Εύβοιας (η οποία είναι επαρχία των Ενετών), αποστάτησε λοιπόν αυτός μετά την ανακατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης και αφού προσεταιρίστηκε αρκετούς και άλλους Ευβοείς, κατέλαβε οχυρωμένο ύψωμα, από το οποίο κατέβαινε συχνά και λεηλατούσε τα γειτονικά χωράφια και χωριά. Σύντομα οδήγησε όλους μαζί τούς χωρικούς σε τέτοιο φόβο, που δεν κατοικούσαν πια έξω από τείχη, ούτε παρέμεναν στα χωριά και τα χωράφια χωρίς ημερήσιους φύλακες. Πριν περάσει πολύς καιρός, κατέλαβε ένα κάστρο, κι έτσι από εκεί αντιμετώπιζε και σε μάχες κατά παράταξη τον ηγεμόνα τής Εύβοιας. Επειδή όμως φοβήθηκε μήπως έλθει εκείνος με πολὺ στρατό και τον υποτάξει, διαπραγματεύτηκε συμμαχία με τον αυτοκράτορα. Και παίρνοντας στο μεταξύ μεγάλη φρουρά, την εγκατέστησε στο κάστρο. Ο ίδιος λιποτάκτησε και πήγε στον αυτοκράτορα, υποσχόμενος διάφορα και ότι αν έπαιρνε αρκετό στρατό από τούς Ρωμαίους, τίποτε δεν θα τον εμπόδιζε να φέρει όλη την Εύβοια υπό την εξουσία τού αυτοκράτορα.
«Κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον ἀποστάς τις, Ἰκάριος ὄνομα, τοῦ τῆς Εὐβοίας κρατοῦντος, (ἔστι δ’ αὕτη Βενετικῶν ἐπαρχία) ἀποστὰς τοίνυν οὗτος μετὰ τὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἅλωσιν καὶ προσεταιρισάμενος οὐκ ὀλίγους καὶ ἄλλους τῶν Εὐβοέων ἄκρας ἐκράτησεν ὀχυρᾶς· ἀφ’ ἧς συχνὰ παρακατιὼν ἐληΐζετο τοὺς ὁμοροῦντας ἀγροὺς καὶ τὰς κώμας· ὡς ἐν βραχεῖ τοὺς ἀγροίκους πάντας ἐς τοσοῦτον συνελαθῆναι δέους, ὡς μήτ’ ἔξω τείχους οἰκεῖν, μήτ’ ἄνευ ἡμεροσκόπων ταῖς κώμαις ἐνδιατρίβειν καὶ τοῖς ἀγροῖς. χρόνος οὐ μάλα συχνὸς παρεῤῥύη καὶ ὀχυροῦ τινος πολιχνίου γίνεται ἐγκρατὴς, ὡς ἐντεῦθεν καὶ πρὸς μάχας ἐμφανεῖς παρατάττεσθαι τοῦ τῆς Εὐβοίας κρατοῦντος. δείσας δ’ ὅμως μὴ πολὺς ἐπελθὼν ἐκεῖνος χειρώσηται τοῦτον, διαπρεσβεύεται περὶ συμμαχίας πρὸς βασιλέα· καὶ λαβὼν τέως μὲν φρουρὰν τῷ πολιχνίῳ καθίστησιν ἱκανήν· αὐτὸς δ’ αὐτόμολος ἥκει πρὸς βασιλέα, ἄλλα τε ὑπισχνούμενος καὶ ἢν στρατιὰν ἱκανὴν ἐκ Ῥωμαίων κομίσηται, μηδὲν εἶναι τὸ κωλύον ὑποχείριον τῷ βασιλεῖ καταστῆσαι τὴν ἅπασαν Εὔβοιαν.
Έφυγε λοιπόν βιαστικά με μεγάλη δύναμη στρατού των Ρωμαίων, πριν καταλάβουν οι Ευβοείς την προσέγγιση. Γνωρίζοντας την υπερηφάνεια των Λατίνων και ότι ο ηγεμόνας τής Εύβοιας δεν θα ανεχόταν να μην εξορμήσει ξαφνικά από την πόλη, βλέποντας να επιπίπτει ξένος στρατός, στήνει τη νύχτα ενέδρα γύρω από την πόλη με πολλούς οπλίτες. Έπειτα εμφανίζεται ο ίδιος το πρωί απροσδόκητα να κυκλώνει, ώστε οι μέσα από τα τείχη Λατίνοι, μαζί με τον ηγεμόνα τους, να αναγκαστούν αμέσως να πάρουν τα όπλα και να αντιμετωπίσουν τούς εχθρούς πολύ έντονα. Επομένως, πέφτοντας ξαφνικά πάνω τους από πίσω και κυκλώνοντάς τους με τούς λόχους οι λοχαγοί, και από μπροστά πάλι ο Λικάριο με όσο στράτευμα είχε μαζί του, συνέλαβαν ζωντανό τον ηγεμόνα τής Εύβοιας και πολλούς άλλους μαζί με αυτόν. Όσους απέμειναν, τούς σκότωσαν. Οδηγείται λοιπόν από τον Λικάριο προς τον αυτοκράτορα δεμένος ο ηγεμόνας τής Εύβοιας και πέθανε αφού έζησε λίγο. Μάλιστα πέθανε ως εξής. Εισήλθε στα ανάκτορα και στάθηκε μπροστά στην πύλη, όπως έπρεπε να κάνει ένας αιχμάλωτος. Είδε τον αυτοκράτορα να κάθεται στον αυτοκρατορικό θρόνο και γύρω του να στέκεται όλη η σύγκλητος, με λαμπρή και επίσημη εμφάνιση. Ύστερα είδε τον Λικάριο, χθες και προχθές υπηρέτη, τώρα ντυμένο με υπέροχα ρούχα, να μπαινοβγαίνει με αυτοπεποίθηση και να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί τού αυτοκράτορα. Ξεψύχησε αμέσως με το θέαμα και έπεσε ξαφνικά στο έδαφος μπρούμυτα, μη μπορώντας να αντέξει την απροσδόκητη έκβαση και τη βία τής τύχης.
Ἄπεισι τοίνυν σπουδῇ μετὰ συχνοῦ τοῦ Ῥωμαίων στρατοῦ, πρὶν αἰσθέσθαι τοὺς Εὐβοέας τὴν ἔφοδον. εἰδὼς δὲ τὴν λατινικὴν ὀφρῦν καὶ ὡς οὐκ ἀνέξεται ὁ τῆς Εὐβοίας ἀρχηγὸς μὴ αἰφνιδίως προάλασθαι τῆς πόλεως στρατὸν ἐπιτρέχοντα βλέπων ἀλλότριον, προλοχίζει νυκτὸς περὶ τὴν πόλιν συχνοὺς ὁπλίτας. ἔπειτα ἐπιφαίνεται πρωΐας αὐτὸς κατατρέχων τὰ κύκλῳ, ὡς ἐν ὅπλοις εὐθὺς ἀναγκασθῆναι γενέσθαι τοὺς ἔνδον τειχῶν εὑρεθέντας Λατίνους ἅμα τῷ σφῶν ἀρχηγῷ, καὶ μάλα τοι λίαν ὀξέως ἀπαντᾷν ἐς τοὺς πολεμίους. ὅθεν αὐτοῖς ἐξαπίνης ὄπισθεν μὲν ἐπιπεσόντες καὶ κυκλώσαντες μετὰ τῶν λόχων οἱ λοχαγοὶ, ἔμπροσθεν δ’ αὖ μεθ’ ὧν ἐπεφέρετο στρατοπέδων ὁ Ἰκάριος, τὸν μὲν ἀρχηγὸν τῆς Εὐβοίας ζῶντα χειροῦνται καὶ πλείστους ἄλλους ἅμα αὐτῷ· ὅσοι δ’ ἐπίλοιποι, τούτους δ’ ἔργον ἀπέφηναν ξίφους. Ἄγεται μέντοι παρ’ Ἰκαρίου πρὸς βασιλέα δέσμιος ὁ τῆς Εὐβοίας ἀρχηγὸς καὶ βραχύ τι ἐπιβιοὺς ἐτελεύτησεν. ἐτελεύτησε δὲ οὕτως. εἰσελθὼν ἐν τοῖς βασιλείοις καὶ στὰς πρὸ τῆς πύλης ὡς δεσμίῳ χρεὼν καὶ ἰδὼν αὐτὸν μὲν βασιλέα καθήμενον ἐπὶ τοῦ βασιλείου θρόνου, περὶ δ’ αὐτὸν πᾶσαν τὴν σύγκλητον μετὰ λαμπροῦ καὶ κοσμίου τοῦ σχήματος ἱσταμένην, τὸν δ’ Ἰκάριον, τὸν χθὲς καὶ πρότριτα δοῦλον, νῦν μετὰ λαμπρᾶς μὲν τῆς ἐσθῆτος, σοβαροῦ δὲ τοῦ ἤθους εἰσιόντα καὶ ἐξιόντα καὶ πρὸς οὖς τῷ βασιλεῖ κοινολογούμενον, ἀποῤῥήγνυσιν εὐθὺς τὴν ψυχὴν καὶ πίπτει πρηνὴς ἐπ’ ἐδάφους ἐξαίφνης, μὴ δυνηθεὶς ἐνεγκεῖν τὸ τῆς βιαίας τύχης παράλογον.
Ύστερα λοιπόν από την έξωση των Λατίνων από την Πόλη, απέμεινε μικτό πλήθος ανθρώπων που εργαζόταν σε χειρωνακτικές εργασίες και στην αγορά και αποτελούνταν από Ενετούς και Πιζάνους. Επομένως θεωρήθηκε ότι δεν θα ήταν ασφαλές ούτε θα αποσκοπούσε στην ειρήνη, αν κατοικούσαν και οι Γενουάτες μέσα στην πόλη. Γι’ αυτό και τούς παραχώρησε περιοχή για κατοίκηση απέναντι, στον τόπο τού Γαλατά, χαρίζοντάς τους και την απαλλαγή από τον φόρο εμπορίου, την οποία τούς είχε υποσχεθεί. Γιατί πριν κατακτηθεί η βασιλεύουσα, ο αυτοκράτορας είχε συμφωνήσει να τούς παράσχει αυτή την απαλλαγή, αν τον βοηθούσαν εναντίον των Λατίνων που κατείχαν την Πόλη. Πράγμα που εκπλήρωνε τώρα, παρά το γεγονός ότι την είχε καταλάβει χωρίς τη βοήθειά τους. Εκείνοι λοιπόν που στέλνονται από αυτούς για να διοικούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ονομάζονται «βαΐλος» ο σταλμένος από τη Βενετία, «κόνσουλος» ο σταλμένος από την Πίζα και «ποντεστά» ο σταλμένος από τη Γένουα. Τα ονόματα αυτά, μεταφερόμενα στα ελληνικά, είναι αντίστοιχα επίτροπος, έφορος και εξουσιαστής.
Μετὰ μέντοι τὸ ἐξωσθῆναι τῆς πόλεως τοὺς Λατίνους ἐναπελείφθη χειρωνακτικὸν καὶ ἀγοραῖς ἀσχολούμενον πλῆθος, σύμμικτον ἔκ τε Βενετικῶν καὶ Πισσαίων. ὅθεν οὐκ ἀσφαλὲς οὐδὲ πρὸς εἰρήνην βλέψειν ἐδόκει τὸ καὶ τοὺς ἐκ Γεννούας ἔνδον εἰσοικίζειν τῆς πόλεως. διὰ τοῦτο καί σφισιν ἀντιπέραν περὶ τὸν τοῦ Γαλάτου τόπον ἀπονέμει χωρίον εἰς οἴκησιν, χαρισάμενος αὐτοῖς καὶ τὴν τῆς ἐμπορίας ὑπεσχημένην ἀτέλειαν. πρὶν γὰρ ἁλῶναι τὴν βασιλεύουσαν συνεφώνησε τὴν τοιαύτην αὐτοῖς παρέχειν ἀτέλειαν ὁ βασιλεὺς, εἰ βοηθοῖεν αὐτῷ κατὰ τῶν κρατούντων τῆς πόλεως Λατίνων. ὃ δὴ καὶ πεπλήρωκε νῦν, καὶ ταῦτα δίχα τῆς σφῶν βοηθείας γενόμενος αὐτῆς ἐγκρατής. οἵ γε μὴν κατὰ χρόνους τακτοὺς ἄρχειν ἀποστελλόμενοι τούτων ὁ μὲν ἐκ Βενετίας καλεῖται μπαΐουλος, ὁ δ’ ἐκ Πίσσης κούνσουλος, ὁ δ’ ἐκ Γεννούας ποτεστάτος· ἅπερ εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταγόμενα τὸ μὲν τῶν ὀνομάτων καλεῖται ἐπίτροπος, τὸ δὲ ἔφορος, τὸ δὲ ἐξουσιαστής.
Και ο Βαλδουίνος, έχοντας αποδράσει από τον κίνδυνο τής Κωνσταντινούπολης καὶ αποπλεύσει στην Ιταλία, συγγένεψε μέσω γάμου με τον βασιλιά τής Ιταλίας Κάρολο, δίνοντας την κόρη του νύφη στον γιο εκείνου. Έλπιζε ότι χρησιμοποιώντας εκείνον ως σύμμαχο θα ξανάπαιρνε την Κωνσταντινούπολη, αλλά η διάθεση και οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Γιατί ο αυτοκράτορας ετοίμασε μεγάλο στόλο, γεμίζοντας τις γαλέρες, που ήσαν περισσότερες από εξήντα, μεταξύ άλλων και με Γασμούλους. Αυτοί είχαν ανατραφεί τόσο με τα ρωμαϊκά όσο και με τα λατινικά έθιμα, έχοντας από μεν τούς Ρωμαίους το να προχωρούν ενσυνείδητα στις μάχες, από δε τούς Λατίνους το γενναίο πνεύμα. Μαζί τους υπήρχε και πολεμικός στόλος, Λάκωνες που είχαν μόλις φτάσει από την Πελοπόννησο στον αυτοκράτορα, τούς οποίους η καθομιλουμένη γλώσσα, καταστρέφοντας τη λέξη, μετονόμασε σε Τσάκωνες. Ο αυτοκρατορικός λοιπόν στόλος, έτσι λαμπρά συγκροτημένος, προχωρούσε με εντολή τού αυτοκράτορα και προκαλούσε μεγάλο φόβο και ανησυχία στους Λατίνους. Μάλιστα είχε πάρει σύντομα και όλα τα νησιά τού Αιγαίου: τη Λήμνο, τη Χίο, τη Ρόδο και όλα όσα ήσαν υποταγμένα στους Λατίνους. Ενώ αυτοί ήσαν έτσι απασχολημένοι στη θάλασσα, ο Αιτωλός Μιχαήλ άρχισε πάλι να παραβιάζει τις συνθήκες και να λεηλατεί τη συνορεύουσα περιοχή των Ρωμαίων. Πράγμα που όταν ακούστηκε, προκάλεσε λύπη και οργή στον αυτοκράτορα. Έτσι έφυγε αμέσως ο ίδιος για εκεί, για να διορθώσει προσωπικά τα προβλήματα των εκεί υποθέσεων. Όταν ο αυτοκράτορας είχε φτάσει και και διέμενε στη Θεσσαλία, φάνηκε σημάδι στον ουρανό, που ήταν προάγγελος και μάντης κακών. Ήταν λαμπρός κομήτης στο δωδεκατημόριο τού αστερισμού τού ταύρου, που φαινόταν προς το ξημέρωμα λίγο πάνω από τον ορίζοντα. Και όσο ο ήλιος υψωνόταν, τόσο και αυτός κατά τη διάρκεια τής ημέρας απομακρυνόταν από τον ορίζοντα, μέχρι που έφτανε και στο ίδιο το μεσουράνημα. Όταν ο κομήτης άρχισε να φαίνεται για πρώτη φορά, ο ήλιος ακολουθούσε τη θερινή πορεία περνώντας από τον καρκίνο. Και όταν αυτός μαράθηκε και χάθηκε, ο ήλιος ακολουθούσε τη φθινοπωρινή πορεία. … Αυτό φάνηκε στον αυτοκράτορα ότι ήταν προάγγελος και μάντης κακών. Και αμέσως αποχαιρέτησε τη Θεσσαλία και αφήνοντας τα γκέμια ακολουθούσε τον δρόμο για το Βυζάντιο. Γιατί τον τάραζε αρκετά και μια φήμη ότι οι Σκύθες επρόκειτο να εισβάλουν στη γη των Ρωμαίων όσο ποτέ στο παρελθόν. Αλλά πριν φτάσει στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας, έφτασαν σε όλη τη Θράκη και ξεχύθηκαν γρήγορα οι Σκύθες που κατοικούν δίπλα στον Δούναβη, σαν θάλασσα που πλημμύρησε και πήδηξε πολύ πάνω από τα βουνά. Γιατί η φυλή των Σκυθών προελαύνει γρήγορα και πολλές φορές κάνει σε μία μέρα την απόσταση τριών ημερών.
Ὁ δὲ Βαλδουῖνος διαδρὰς τὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως κίνδυνον καὶ ἀποπλεύσας εἰς Ἰταλίαν ἐκήδευσε τῷ ῥηγὶ τῆς Ἰταλίας Καρούλῳ, νύμφην ἀγόμενος τῷ υἱῷ τὴν θυγατέρα ἐκείνου· ἐλπίζων ἐκείνῳ συμμάχῳ χρησάμενος τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀναλήψεσθαι, μάταιος τῆς τε ἐφέσεως καὶ τῶν ἐλπίδων. ὁ γὰρ βασιλεὺς πλεῖστον ἐξήρτυσε ναυτικὸν, ἐμπλήσας τριήρεις ὑπὲρ τὰς ἑξήκοντα ἔκ τε ἄλλων καὶ γένους τοῦ Γασμουλικοῦ. ἦσαν δὲ οὗτοι συντεθραμμένοι τοῖς τε Ῥωμαϊκοῖς καὶ λατινικοῖς ἔθεσιν, ὡς ἔχειν ἐκ μὲν Ῥωμαίων τὸ ἐσκεμμένως ἐς τὰς μάχας ἰέναι, ἐκ δὲ Λατίνων τὸ εὔτολμον. συνῆν δὲ τούτοις καὶ στρατὸς ἐν τοῖς ὅπλοις θαλάττιος, Λάκωνες ἄρτι προσελθόντες ἐκ Πελοποννήσου τῷ βασιλεῖ, οὓς ἡ κοινὴ παραφθείρασα γλῶσσα Τζάκωνας μετωνόμασεν. ὁ γοῦν βασιλικὸς στόλος οὕτω λαμπρῶς συγκεκροτημένος ἔπλει κελεύσει τοῦ βασιλέως καὶ πλεῖστον ἐνεποίει φόβον καὶ θόρυβον τοῖς Λατίνοις. προσειλήφει δὲ καὶ τὰς ἐν Αἰγαίῳ νήσους μικροῦ πάσας, Λῆμνον καὶ Χίον καὶ Ῥόδον καὶ ὅσαι Λατίνοις ἐδούλευον. Τούτων οὕτως ἀσχολουμένων περὶ τὴν θάλασσαν, ἤρξατο πάλιν παρασπονδεῖν καὶ τὴν ὅμορον χώραν Ῥωμαίων· δῃοῦν ὁ Αἰτωλὸς Μιχαήλ· ὅπερ ἀκουσθὲν εἰς λύπην καὶ ὀργὴν τὸν βασιλέα κεκίνηκεν· ὥστε καὶ τὴν ταχίστην αὐτὸν ἀπελθεῖν ἐκεῖσε δι’ ἑαυτοῦ καταστήσοντα τὰ τῶν ἐκεῖσε πραγμάτων νοσήματα. οὗ γενομένου καὶ τοῦ βασιλέως ἐν Θετταλίᾳ τὰς διατριβὰς ποιουμένου ἐφάνη σημεῖον ἐξ οὐρανοῦ, μάντις κακῶν καὶ προάγγελος· τὸ δὲ ἦν κομήτης περιφανὴς περὶ τὸ τοῦ ταύρου δωδεκατημόριον, περὶ τὰ ἑωθινά τε καὶ ὄρθρια τῆς νυκτὸς φαινόμενος μικρὸν ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα· καὶ ὅσον ὁ ἥλιος παρήλαυνεν εἰς τὰ ἑπόμενα, τοσοῦτον καθημέραν καὶ αὐτὸς ἐς πλέον ἠρέμα διΐστατο τοῦ ὁρίζοντος, ἕως καὶ αὐτὸ δὴ τὸ μεσουράνημα ἤδη παρήλλαξεν. ὁπότε γὰρ ὁ κομήτης τὰ πρῶτα φαίνεσθαι ἤρξατο, τὴν θερινὴν ὁ ἥλιος ὥραν ἐποίει διϊὼν τὸν καρκίνον. ὁπότε δ’ αὐτὸς ἐμαράνθη καὶ ἀφανὴς ἦν, τὰς φθινοπωρινὰς ὁ ἥλιος ἐποίει τροπάς· … τοῦτο μάντις κακῶν καὶ προάγγελος ἔδοξεν εἶναι τῷ βασιλεῖ· καὶ αὐτίκα χαίρειν εἰπὼν τὰ Θετταλικὰ ὅλῳ ῥυτῆρι τὴν ἐς Βυζάντιον ἤλαυνεν. ἐτάραττε γὰρ αὐτὸν οὐ μετρίως καὶ φήμη τις Σκυθικὴ, μελλόντων αὐτῶν ὅσον οὐδέπω ἐς τὴν Ῥωμαίων ἐσβαλεῖν γῆν. ἀλλὰ πρὶν εἰς Βυζάντιον ἰέναι τὸν βασιλέα, φθάνουσιν ἐς πᾶσαν μικροῦ περιχυθέντες τὴν Θρᾴκην οἱ παρὰ τὸν Ἴστρον οἰκοῦντες Σκύθαι, καθάπερ θάλασσα πλημμυρήσασα καὶ λίαν ἐπὶ πολὺ τοὺς ὅρους ὑπερπηδήσασα. ταχύδρομον γὰρ τὸ τῶν Σκυθῶν ἔθνος καὶ μιᾶς ὁδὸν ἡμέρας πολλάκις ποιεῖται τὴν τῶν τριῶν.»
Για τη χρονολόγηση τής σταδιοδρομίας τού Λικάριο βλέπε Regestes στον R. J. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, XXXV (1965), αριθ. 70, 77, 79, 82, 85, 87, 89, 94-96, 98, 102-3, σελ. 256-65.
- [←35]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 13 (CSHB, Βόννη, I, 454-55):
Καθώς, λοιπόν, δεν επιτυγχανόταν τίποτε άλλο παρά μόνο προσβολή, ενώ σκοπός ήταν να υποχωρήσει αυτός ο άνθρωπος στις υβριστικές επιθέσεις και να αποκηρύξει τον θρόνο, τον Μάρτιο, στα μέσα τής Σαρακοστής, δίνει στον συγγραφέα την εντολή να γράψει μια επιστολή παραίτησης και, αφού την έδωσε στον αυτοκράτορα, που έκανε ότι δεν τη δεχόταν, αποσύρθηκε και πήγε στο μοναστήρι τής Παναχράντου!
«…ὡς γοῦν οὐδὲν ἄλλο ἢ λοιδορία ἠνύετο, σκοπὸς δ´ ἦν ἐκεῖνον, ἀπειρηκότα πρὸς τὰς ἐπιφορὰς τῶν ὕβρεων, παραιτεῖσθαι τὸν θρόνον, μηνὸς κρονίου, μεσούσης νηστείας, λίβελλον γράφειν τῷ συγγραφεῖ παραιτήσεως ἐπιτάττει καί γ´ ἐπιδοὺς βασιλεῖ, προσποιουμένῳ μὴ δέχεσθαι, ἀπηλλάττετο καὶ φέρων τῇ τῆς Παναχράντου μονῇ ἑαυτὸν δίδωσιν.»
Ο Παχυμέρης λέει ότι ο ίδιος έγραψε τον λίβελλο παραίτησης. Ήταν γραμματέας τού Ιωάννη Βέκκου.
- [←36]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 14-15 (CSHB, Βόννη, I, 455-59):
Γιατί εγώ, μάρτυς μου ο Θεός, για να μην αποκοπεί τίποτε από τα δικά μας, ούτε μια γραμμή ή ένα γιώτα, υπόσχομαι εγώ ο ίδιος ότι θα κάνω σημαία αυτό το θείο σύμβολο των πατέρων και θα πολεμήσω όχι μόνο τούς Ιταλούς, αλλά και όποιον λαό αμφισβητήσει αυτό το θέμα. Αυτή είναι η διαβεβαίωση που σάς δίνω. Επιπλέον, η μεταχείριση και η ειρηνική απόλυση των πρέσβεων δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να τιμωρήσει εμένα ή να βλάψει εσάς. Ζητώ λοιπόν να τούς φέρεστε φιλικά και να τούς υποδἐχεστε με καλοσύνη, ώστε να μην τρομάξουμε το θήραμα, όπως λένε, ιδιαίτερα την ώρα που υπάρχει νέος πάπας, που δεν έχει την ίδια ευνοϊκή διάθεση με τον Γρηγόριο για τις δικές μας υποθέσεις. Για τα υπόλοιπα θα φροντίσω να τούς απαντήσω, χωρίς καν να χρειαστώ περίοδο προβληματισμού».
«…Ἐγὼ γάρ, καὶ ὁ συνίστωρ εἴη Θεός, ὑπὲρ τοῦ μή τι παραλυθῆναι τῶν ἡμετέρων μέχρι καὶ αὐτῆς κεραίας ἢ μὴν ἰῶτα, αὐτὸς ἐγὼ καθυπισχνοῦμαι αὐτὸ τὸ θεῖον σύμβολον τῶν πατέρων ἐνθεῖναι σημαίᾳ καὶ πολεμῆσαι μὴ ὅτι γε Ἰταλοῖς, ἀλλὰ καὶ παντὶ ἔθνει ὑπὲρ τούτων ἀμφισβητοῦντι. Καὶ αὕτη μέν ἐστιν ἡ πληροφορία ἣν δίδωμι πρὸς ὑμᾶς· ἄλλως δὲ κυβερνῆσαι καὶ μετ´ εἰρήνης ἀποπέμψαι τοὺς πρέσβεις οὔτ´ ἐμοὶ νέμεσις πάντως οὔθ´ ὑμῖν ἀδικία τὸ σύνολον. Ἀξιῶ γοῦν καὶ προσπτύσσεσθαι σφᾶς φιλικῶς καὶ ἀσπάζεσθαι εὐμενῶς, μήπως καὶ τὴν θήραν, ὃ δή φασιν, ἀνασοβήσωμεν, καὶ μᾶλλον πάπα γεγονότος νέου καὶ οὐ κατὰ τὸν Γρηγόριον ὄντος εὐμενοῦς οὕτω τοῖς ἡμετέροις πράγμασι. Τὸ δ´ ἐντεῦθεν ἐμοὶ μελήσει, μηδὲ διωρίαν λαβόντι βουλῆς, τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀποκρίσεως.»
- [←37]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 16 (CSHB, Βόννη, I, 459-60):
Για να πείσει τούς πρέσβεις για την ειλικρίνεια με την οποία είχε γίνει ειρήνη, διέταξε τον Ισαάκ, επίσκοπο Εφέσου, να τούς πάει στη φυλακή και να τούς δείξει τούς συγγενείς του που ήσαν κλεισμένοι εκεί, επειδή δεν ήθελαν να συναινέσουν σε συμφωνία. Αυτοί ήσαν ο πρωτοστράτωρ Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ο πιγκέρνης Μανουήλ Ραοὺλ, ο αδελφός του Ισαάκιος καὶ τέταρτος ο ανηψιός τού πρωτοστράτορος Ιωάννης Παλαιολόγος.
«…Ταῦτ´ ἄρα καὶ βασιλεύς, ὡς οὐ χλεύην εἶναι τὴν εἰρήνην πληροφορῶν, τὸν Ἐφέσου Ἰσαὰκ σὺν πρέσβεσιν ἀποστείλας, καθειργμένους ἐδείκνυ τοὺς προσγενεῖς ἐν ταῖς φυλακαῖς. Οἱ δ´ ἦσαν ὁ πρωτοστράτωρ Παλαιολόγος Ἀνδρόνικος, ὁ πιγκέρνης Ῥαοὺλ Μανουήλ, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἰσαάκιος καὶ τέταρτος ὁ τοῦ πρωτοστράτορος αὐτανέψιος Παλαιολόγος Ἰωάννης.»
- [←38]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 17 (CSHB, Βόννη, I, 460-62):
…Κάτω από ένα σωρό άλλα γραπτά των δικών μας Πατέρων, όπως ξεχύνεται, χορηγείται, δίνεται, λάμπει, φανερώνεται από τον Υιό και τα παρόμοια, που τύλιγαν τη λέξη «εκπορεύεται». Γνωστοποιήσαμε επίσης ότι όσους δεν συναινούσαν στην ειρήνη, τούς υποβάλαμε σε δίκαιες τιμωρίες.
«…Πολλαῖς δ´ ἑτέραις γραφαῖς τῶν ἡμετέρων πατέρων, ταῖς ἐκ τοῦ Υἱοῦ δηλαδὴ προχεῖσθαι, χορηγεῖσθαι, δίδοσθαι, ἐκλάμπειν, ἐκφαίνεσθαι καὶ ταῖς ὁμοίαις, τὴν τοῦ ἐκπορεύεσθαι λέξιν ἐπείλυον, δηλοῦντες καὶ τοῦτο, ὡς καὶ τοὺς μὴ πειθομένους εἰρηνεύειν ταῖς ἀξίαις δίκαις καθυποβάλλομεν.»
Πρβλ. γενικά M. Viller, «La Question de l’union des eglises entre grecs et latins depuis le concile de Lyon jusqu’ a celui de Florence (1274-1438)», Revue d’ histoire ecclesiastique, XVII (1921), 264-65 και στο ίδιο, XVIII (1922), 46-47, ενδιαφέρουσα αλλά μάλλον διάχυτη μελέτη.
- [←39]
-
Οι επιστολές παρέχονται στον Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1280, αριθ. 19-22, τομ. XXII (1870), σελ. 478-80:
«Αλλά δόθηκαν προσωπικά οι εγγυήσεις στη δική μας ευτυχισμένη πόλη τής Κωνσταντινούπολης, στο ιερό αυτοκρατορικό παλάτι μας των Βλαχερνών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριο τής 8ης ινδικτιώνος τού έτους από δημιουργίας 6788, που είναι φυσικά το έτος τής χριστιανικής ευτυχούς σωτηρίας 1280…»,
(Praesens autem sacramentum actum est in nostra urbe felici Constantinopolitana in nostro sacro imperiali palatio Blachernarum mense Septembris indict. VIII anno sexto milleno septimo centeno octuagesimo octavo, hoc ipso nimirum Christianae salutis MCCLXXX feliciter…)
αλλά το βυζαντινό νέο έτος και η όγδοη ινδικτιών άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου 1279. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2041, σελ. 72.
- [←40]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 24 και εξής (CSHB, Βόννη, I, 483 και εξής):
Τότε λοιπόν, στις 12 Ιουλίου, περάσαμε τον Βόσπορο και πηγαίναμε κατευθείαν στον αυτοκράτορα. Αφού δεχτήκαμε τη φιλοξενία τής μονής Λυχνίας, από εκεί ξαναβρεθήκαμε με τον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια τής ημέρας. Αυτά που έκανε τότε αξίζει να γραφτούν με δάκρυα και όχι με μελάνι. Γιατί ο κυρίαρχος ήταν μεθυσμένος από άγριες σκέψεις και υποψιαζόταν τούς πάντες, δεν ξέρω γιατί, αλλά όπως φαινόταν πονούσε για τον εαυτό του και για τη λεγόμενη θρησκεία του. Αγανακτούσε που, ενώ συμπεριφερόταν ως τέλειος ορθόδοξος, κατηγορούνταν ότι κατέστρεφε την πίστη. Έστειλε λοιπόν και έβγαλαν από τη φυλακή εκείνους τούς ευγενείς άνδρες που αναφέραμε πριν από λίγο, τούς αδελφούς Ραούλ, Μανουήλ και Ισαάκ, και τρίτο τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Γιατί ο πρωτοστράτωρ Ανδρόνικος είχε ήδη πεθάνει στη φυλακή λίγο πριν. Τούς οδήγησαν ενώπιόν του ως καταδικασμένους. Για ολόκληρες ημέρες, τούς εξεταζε με λόγια που συνοδεύονταν από πολλές και τρομερές κατάρες. Στο τέλος, καθώς δεν λύγιζαν στη θέληση τού κυρίαρχου, έδωσε εντολή να στερήσουν τα μάτια πρώτα από τον Μανουήλ και ύστερα από τον Ισαάκ, αλλά μόνο από αυτούς τούς δύο. Γιατί ο Καντακουζηνός, οδηγούμενος εκεί, δείλιασε και υποτάχθηκε, επειδή φοβήθηκε ότι αυτή ήταν η μόνη μορφή βασανιστηρίων. Γι’ αυτό μπόρεσε ο Ικαντακουζηνός να εξασφαλίσει τη σωτηρία του με την υποταγή του, ενώ οι άλλοι κέρδισαν τη δόξα τού να κάνουν εκείνο που κανένας άλλος δεν τόλμησε για την υπόθεση των προγονικών εθίμων, έχοντας προηγουμένως, παρουσία τού αυτοκράτορα, κατηγορήσει έντονα και τον ίδιο τον πατριάρχη. Τον πίστευαν για αυτά που ομολογούσε όταν ήταν ακόμη κύριος τού εαυτού του και δεσμευόταν από μομφές, όχι για εκείνα που ομολογούσε την εποχή που πήρε το αξίωμα. Και είδε μια ημέρα στερημένους την όραση εκείνους που γέννησε η ίδια μήτρα και εκείνους που ένωνε η συγγένεια και η ταλαιπωρία για τον ίδιο σκοπό να χωρίζονται, έτσι ώστε να κλειστεί ο ένας κάπου αλλού και ο Μανουήλ φρουρούμενος σε φρούριο απάνθρωπο, στις Κεγχρεές κοντά στον Σκάμανδρο…
«Τότε τοίνυν, δωδεκάτῃ ἀνθεστηριῶνος μηνός, τὸν Βόσπορον διαπεραιωσάμενοι, εὐθὺ βασιλέως ἠλαύνομεν καί, τῇ τῆς Λυχνίας μονῇ ξεναγηθέντες, ἐκεῖθεν καθ´ ἡμέραν τῷ βασιλεῖ συνεμίσγομεν. Τὰ δ´ ἐκείνῳ τότε πραττόμενα δακρύοις μᾶλλον ἢ μέλανι γράφειν ἦν ἄξιον· λογισμοῖς γὰρ ἀγρίοις διεκβακχευθεὶς ὁ κρατῶν καὶ πᾶσιν ὑπόπτως ἔχων, οὐκ οἶδα καθότι, τέως δέ γε τοῖς φαινομένοις καὶ τῷ δοκεῖν ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῆς αὐτοῦ δῆθεν θρησκείας πονῶν, εἰ, ὀρθοδοξῶν ἐς τὰ μάλιστα, τὰ πρὸς παρατροπὴν πίστεως διαβάλλοιτο, δεινὰ ἐποίει. Ὅθεν καὶ πέμψας ἐξάγει τῆς φυλακῆς τοὺς εὐγενεῖς ἄνδρας ἐκείνους ὧν καὶ πρώην ἐμνήσθημεν, τοὺς ἐκ Ῥαοὺλ αὐταδέλφους, τὸν Μανουήλ τε καὶ τὸν Ἰσαάκιον, καὶ τρίτον τὸν ἐκ Καντακουζηνῶν Ἰωάννην—ὁ γὰρ πρωτοστράτωρ Ἀνδρόνικος φθάσας ἐν τῇ φυλακῇ προτετελευτήκει—, καὶ σφᾶς πρὸς ἑαυτὸν κατακρίτους φέρει· οὓς δὴ καὶ ἐφ´ ἡμέραις ἐτάζων λόγοις καὶ ὕβρεσι πλείσταις τε καὶ δειναῖς, τέλος, ἐπεὶ οὐκ ἦν σφᾶς ὑποκλίνεσθαι τῷ τοῦ κρατοῦντος θελήματι, τὸν μὲν Μανουὴλ πρῶτον, ἐπ´ ἐκείνῳ δὲ καὶ τὸν Ἰσαάκιον στερεῖ τῶν ὀμμάτων κελεύσας, ἄμφω καὶ μόνους· ὁ γὰρ Καντακουζηνὸς ἀπαγόμενος δειλιάσας ὑπέκλινεν· ἐπ´ ἐκείνοις γὰρ μόνοις τὸ παθεῖν μὴ καὶ ἦν. Καὶ διὰ τοῦτο ἐκείνῳ μὲν ἦν ὑποκλιθέντι σῴζεσθαι, οἱ δὲ τὴν τοῦ διαπράξασθαι ἃ μηδεὶς ἄλλος ἐτόλμα δόξαν ὑπὲρ πατρίων ἐθῶν ἀπηνέγκαντο, πολλὰ πρότερον καὶ αὐτὸν πατριάρχην ἐπὶ βασιλέως ἐλέγξαντες, ὡς ἐκεῖνα πείθονται τούτῳ ἃ δὴ ἐφ´ ἑαυτοῦ ὢν ὡμολόγει καὶ ἐπιτιμίοις πεδούμενος καὶ οὐχ ἃ τέως μετ´ ἀξιώματος. Καὶ εἶδε μία ἡμέρα ἐστερημένους ὀμμάτων οὓς μία γαστὴρ ὤδινε, καὶ οὓς ἥ τε σχέσις συνῆγε καὶ τὸ ὑπὲρ ἑνὸς παθεῖν, τούτους ἀπ´ ἀλλήλων διῃρημένους, ὡς τὸν μὲν ἀλλαχοῦ που, τὸν δὲ Μανουὴλ ἐν ταῖς κατὰ Σκάμανδρον Κεγχρεαῖς ἀπανθρώπῳ τινὶ φρουρίῳ ἐγκατακλεισθῆναι φρουρούμενον…»
- [←41]
-
Για την υπεράσπιση από τον Βέκκο τής ένωσης των εκκλησιών και τής διπλής εκπόρευσης τού Αγίου Πνεύματος, Πρβλ. Grumel, «Le IIe Concile de Lyon», Dictionn. de theologie catholique, IX-1 (1926), στήλες 1400-1 και L. Brehier, «Jean XI Beccos», Dictionnaire d’ histoire et de geographie ecclesiastiques, VII (Παρίσι, 1934), στήλες 360-63.
- [←42]
-
Πρβλ. Gay και Vitte, Registres de Nicolas ΙΙI, αριθ. 226, 302, 704 και εξής, 724, 728 και εξής, 765 και εξής. 797 και εξής, 847-48, 860 και πρβλ. αριθ. 257, 684 και εξής, κλπ.
- [←43]
-
Gay και Vitte, Registres de Nicolas ΙΙΙ, αριθ. 296. σελ. 106-8.
- [←44]
-
Πρβλ. Gay και Vitte, ό. π., αριθ. 303-4, 344 και εξής, 601, 604, 661, 705, 711, κλπ.. Ο διορισμός τού Καρόλου Ανδεγαυού ως Γερουσιαστή Ρώμης εξέπνευσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1278.
- [←45]
-
Υπήρξε ανταλλαγή βουλγαρικών και ανδεγαυών πρεσβειών το 1278, για την οποία σημειώστε J. Radonic, Acta et diplomata ragusina, I (Belgrade, 1934), αριθ. 39, σελ. 60 και R. Filangieri, I Registri della cancelleria angioina, XX (Νάπολη, 1966), add. ad reg. lxxx, αριθ. 5, σελ. 259.
- [←46]
-
Gay και Vitte, ό. π., αριθ. 232-38, σελ. 88-90. Πρβλ. Wadding, Annales Minorum, V (1931), 39 και εξής. Στην πραγματικότητα η αποστολή τού Νικόλαου Γ΄ δεν πήγε πέρα από την Περσία. Πρβλ. E. Amann, «Nicolas III», Dictionn. de theologie catholique, XI (Παρίσι, 1931), στήλες 534-35. Tην εποχή εκείνη υπήρξε επίσης ανταλλαγή πρεσβειών μεταξύ Αμπάγα και Καρόλου Ανδεγαυού. Πρβλ. Filangieri, Registri, XIX (1964), σελ. 148, 150, 245.
Την αποστολή των Φραγκισκανών αποτελούσαν οι Ζεράρ τού Πράτο, Αντόνιο τής Πάρμα, Ιωάννης τής Σάντα Άγκαθα, Αντρέα τής Φλωρεντίας και Ματθαίος τού Αρέτσο, στον οποίο ανατέθηκε η παράδοση παπικής επιστολής με ημερομηνία 4 Απριλίου 1278 προς τον Κουμπιλάι Χαν, ο οποίος πίστευαν στη Ρώμη ότι είχε αποδεχθεί χριστιανική βάπτιση:
«Αγαπημένε μας εν Χριστῷ γιε Κουμπιλάι, μεγάλε Χάνε, αυτοκράτορα και συντονιστή όλων των Τατάρων, τούς χαιρετισμούς και την αποστολική ευλογία μας. … Εδώ και πολύ καιρό η μητέρα Ρωμαϊκή εκκλησία χάρηκε και ο ευτυχούς μνήμης προκάτοχός μας, ο πάπας Ιωάννης πήρε μεγάλη ευτυχία, όταν από τον Αμπάγα, τον βασιλιά των ανατολικών Τατάρων και επιφανή εγγονό σας, έφτασε στα αυτιά τους η περιγραφή για εσάς, δηλαδή ότι η θεία χάρη έφτασε στο μυαλό σας και η ελεήμων δύναμή της το μετακίνησε, ώστε εγκαταλείποντας εσφαλμένα μονοπάτια να πορευθείτε στην οδό τής αλήθειας, αποδεχόμενος βάπτισμα στον Χριστό και έτσι αναγεννημένος στον Χριστό να προσχωρήσετε στον λαό των πιστών. Λέγεται ότι από αυτό η αφοσίωσή σας πυρπολήθηκε από ευλάβεια για την Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία, τη λατρεία τής χριστιανικής αγάπης και τούς ίδιους τούς χριστιανούς που ζουν κάτω από την κυριαρχία σας, τούς οποίους φροντίζετε με φιλανθρωπία, προστατεύετε με εύνοια, μεταχερίζεστε ευγενικά και τούς διατηρείτε σε ελευθερία … [Ο Νικόλαος Γ’ στέλνει τούς Φραγκισκανούς στο Πεκίνο, για να δώσουν τις κατάλληλες οδηγίες χριστιανικής πίστης στον Κουμπιλάι Χαν, στους γιους του και άλλους τού λαού του, οι οποίοι δεν έχουν βαφτιστεί μέχρι τώρα ή δεν έχουν βαφτιστεί με τον κατάλληλο τρόπο. Κλείνοντας ζητούσε ευγενική υποδοχή τής αποστολής του και συνεργασία με αυτήν]. Γράφτηκε στη Ρώμη, στο ναό τού Αγίου Πέτρου δύο μέρες πριν από τις νόνες Απριλίου κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας.»
(Carissimo in Christo filio Quobley magno Caano imperatori et moderatori omnium Tartarorum salutem et apostolicam benedictionem: … ab olim in eo Romana mater exultavit ecclesia et felicis recordationis Johannes papa predecessor noster letitie incrementa suscepit quod de te per Abagua regem orientalium Tartarorum illustrem nepotem tuum suis extitit auribus intimatum, videlicet quod dudum te gratia divina preveniens mentem tuam sua misericordi virtute commovit ut semitas erroris abiciens vias incederes veritatis recipiendo Christi baptismum ut sic regeneratus in Christo populo fidelium iungereris. Ex hoc tua fertur accensa devotio ut sacrosanctam Romanam reverearis ecclesiam, cultum diligas Christianum, et ipsos Christianos sub ditionis tue degentes imperio caritative foveas, favoribus munias, benigne pertractes, ac ipsos in libertate conserves… Datum Rome apud Sanctum Petrum II nonas Aprilis anno primo)
[Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 39, φύλλο 72].
Υπάρχουν συνοπτικές σημειώσεις για αυτή την επιστολή στους Gay και Vitte, ό. π., αριθ. 233, σελ. 89 και Aug. Potthast, Regesta pontificum Romanorum, αριθ. 21.293 (τομ. II, Βερολίνο, 1875, σελ. 1722).
- [←47]
-
Gay και Vitte, ό. π., αριθ. 3, 8, 14, 62, 80-83, 110-11, 126, 131, 165-67, 186-88, 190, 193-94, 491, 537 και εξής. 761.
- [←48]
-
Πρβλ. Sternfeld, Cardinal Johann Gaetan Orsini (1905, ανατύπ. 1965), σελ. 309-13.
- [←49]
-
Αν μπορεί να υπάρχει εμπιστοσύνη στον Μπολωνέζο Δομινικανό Francesco Pipino (1276-1314), Chron. de papa Nicolao III, IV, 20, στο Muratori, RISS, IX (Λούκκα, 1726), στήλη 724, o Nικόλαος «έχτισε το παλάτι του από τούς φόρους δεκάτης των εκκλησιαστικών εισοδημάτων, τούς οποίους είχε συλλέξει ο Γρηγόριος Ι’ για τη Σταυροφορία» (ex pecunia collecta de decima proventuum universarum ecclesiarum occasione passagii, quod statuerat facere Gregorius X papa), ενώ παρόμοια δήλωση υπάρχει στο Chronicon imperatorum et pontificum Bavaricum στο MGH, SS., XXIV (1879), 225, ότι ο Νικόλαος έχτισε «το θαυμαστό μαρμάρινο παλάτι του στη Ρώμη … από φόρους δεκάτης, τούς οποίους ο Γρηγόριος Ι’ επέβαλε επί έξι χρόνια σε όλους τούς κληρικούς για την επιδότηση τής εκστρατείας στην Ιερουσαλήμ» (miri operis palladum de marmore Rome … de pecunia decimali quam Gregorius X universo clero pro subsidio terre Ierosolimitane inposuerat per sexennium).
Αυτές οι παραπομπές προέχονται από τούς Franz Ehrle και Hermann Egger, Der Vaticanische Palast in Seiner Entwicklung bis zur Mitte des XV. Jahrhunderts, Citta del Vaticano, 1935, σελ. 39 (στα Studi e documenti per la storia del Palazzo Apostolico Vaticano, τομ. II).
Ο καρδινάλιος Ehrle, ό. π., σελ. 27 έχει παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει έγγραφο τού Νικόλαου Γ΄ με ένδειξη ότι έχει γραφτεί στο Λατερανό. Οι επισκευές και ανακατασκευές που αναλήφθηκαν τα πρόσφατα χρόνια στα παλαιότερα τμήματα τού Ανακτόρου τού Βατικανού, γύρω από την Αυλή τού Παπαγάλου (Cortile del Pappagallo), έχουν προσθέσει σημαντικά στις γνώσεις μας για την πρώιμη ιστορία και ανάπτυξη των παπικών κατοικιών στον λόφο βορείως τού Αγίου Πέτρου.
Σύμφωνα με τα Πεπραγμένα Ιννοκέντιου [Gesta Innocentii, κεφ. cxlvi, στην PL 214, στήλη ccxia (σε ένα κάπως ελλιπές κείμενο)], εκτεταμένες κατασκευές άρχισαν πριν το 1208 από τον Ιννοκέντιο Γ΄, από τις οποίες εργασίες διασώζονται ακόμη ένας δυνατός πύργος και η υποδομή μιας επιμήκους αίθουσας, ενσωματωμένης στην ανατολική πτέρυγα τού νέου ανακτόρου (palatium novum), το οποίο έχτισε ο Νικόλαος Γ΄ το 1278. Η επιμήκης αίθουσα τού Ιννοκέντιου, ονομαζόμενη τρίτη αυλή (aula tertia), σχηματίζει το παλαιότερο τμήμα τής (μεταγενέστερης) Δουκικής Αίθουσας (Sala Ducale), την οποία ο Νικόλαος ολοκλήρωσε με την κατασκευή τής ονομαζόμενης δεύτερης αυλής (aula secunda). Ο Πίος Δ΄ ξαναέφτιαξε τον θόλο τής Δουκικής Αίθουσας κατά το τρίτο τέταρτο τού 16ου αιώνα. Ο Nικόλαος Γ΄ πρόσθεσε επίσης την πρώτη αυλή (aula prima), τη σημερινή Βασιλική Αίθουσα (Sala Regia).
Η κύρια πηγή για τις οικοδομικές δραστηριότητες τού Νικόλαου στο Βατικανό είναι μια επιγραφή, που βρέθηκε δίπλα στη Βία Αουρέλια από κάποιον Monsignor F. Bianchini, ο οποίος την παρουσίασε στη Ρωμαϊκή Γερουσία το 1727. Βρίσκεται τώρα στο Καπιτώλιο, στη Σάλα ντέι Καπιτάνι τού Παλάτσο ντέι Κονσερβατόρι:
«Το έτος Κυρίου 1278 ο ιερότατος πατέρας άρχοντας πάπας Νικόλαος Γ΄ προκάλεσε την κατασκευή ανακτόρων και μεγάλης αίθουσας και παρεκκλησίου και την επέκταση άλλων αρχαίων οικοδομημάτων κατά το πρώτο έτος τής παπικής του θητείας, ενώ κατά το δεύτερο έτος τής παπικής του θητείας προκάλεσε την κατασκευή ολόγυρα τού διαχωριστικού αυτού τοίχου [δηλαδή “αυτού τού κήπου”, στον τοίχο τού οποίου είχε στηθεί η πλάκα]. Ο εν λόγω ανώτατος ποντίφηκας ήταν τού Ρωμαϊκού έθνους, με πατέρα τον Ματτέο Ρόσσο τού οίκου των Ορσίνι»
(Anno domini MCCLXXVIII sanctissimus pater dominus Nicolaus Papa IIΙ fieri fecit palatia et aulam maiora [sic] et capellam, et alias domos antiquas amplificavit pontificatus sui anno primo, et anno secundo pontificatus sui fieri fecit circuitum murorum pomerii huius: fuit autem predictus summus pontifex natione Romanus ex patre domini Mathei Rubei de domo Ursinorum).
Για την οικοδόμηση βορείως τού Αγίου Πέτρου κατά τον 13ο αιώνα και την παπική απόκτηση γαιών και αμπελώνων, βλέπε Ehrle και Egger, Der Vaticanische Palast, σελ. 25-27, 33-52, 57, 71, με καλή εικόνα τής παραπάνω επιγραφής (πιν. II, απέναντι από σελ. 40) και ιδιαίτερα D. Redig de Campos, «Les Constructions d’ Ιnnocent III et de Nicolas III sur la colline vaticane», στο Mélanges d’ archeologie et d’histoire, I-XXI (1959), 359-76 και τού ιδίου, I Palaizi Vaticani [Μπολώνια: Cappelli, 1967, σελ. 25-33], με διάφορα σχέδια και εικόνες, καθώς και με αναγνώσιμη φωτογραφία τής επιγραφής (σχ. II). Η διάταξη τού Ανακτόρου τού Βατικανού γίνεται σημαντική και ενδιαφέρουσα κατά τούς 15ο και 16ο αιώνες, όταν για παράδειγμα οι χρονικογράφοι των τελετών προσδιορίζουν τις αίθουσες, στις οποίες συνέβησαν συγκεκριμένα δραματικά ιστορικά γεγονότα. Για την αιώνια πόλη κατά τον 13ο αιώνα Βλέπε Robert Brentano, Rome before Αvignon, Νέα Υόρκη, 1974.
- [←50]
-
G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, III (Βιέννη, 1857), 287, 293-94, 303-4 και πρβλ. Erwin Dade, Versuche zur Wiedererrichtung der lateinischen Herrschaft in Konstantinopel im Rahmen der abendldndischen Politik (1261 bis etioa 1310), Ιένα, 1938, σελ. 54 και εξής. Στις 19 Μαρτίου 1277, ύστερα από ανταλλαγή «πολλών και διάφορων πρεσβειών» (multe et diverse ambaxate) μεταξύ Βενετίας και Κωνσταντινούπολης, ο Μιχαήλ Η΄ και ο δόγης Τζάκοπο Κονταρίνι «ανανέωσαν για δύο χρόνια» (usque ad complementum duorum annorum) τη συνθήκη που είχε υπάρξει μεταξύ τής αυτοκρατορίας και τής Δημοκρατίας [Tafel και Thomas, Urkunden, III, 134, 137]. Αλλά αυτή η συνθήκη είχε εκπνεύσει στις 18 Μαρτίου 1279, ελευθερώνοντας τούς Ενετούς για διαπραγματεύσεις με τον Κάρολο Ανδεγαυό.
- [←51]
-
βλέπε γενικά Richard Sternfeld, «Das Konklave von 1280 und die Wahl des Martins IV. (1281)», Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, XXXI (Ίννσμπρουκ, 1910), 1-53, ο οποίος διερευνά το ιστορικό υπόβαθρο τής δεκαετίας ή περισσότερο που προηγήθηκε τής εκλογής τού Mαρτίνου Δ΄, καθώς και τούς οικογενειακούς δεσμούς, τις πολιτικές συμπάθειες και τα κίνητρα των καρδινάλιων που συγκροτούσαν το μεγάλο κογκλάβιο τού 1280-1281. Πέντε πάπες εκλέχτηκαν στο Βιτέρμπο μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια. Ο Κάρολος Ανδεγαυός δεν βρισκόταν καθόλου στην πόλη κατά τη διάρκεια των ετών 1280-1281 [βλέπε το δρομολόγιό του στο Paul Durrieu, Les Archives angevines de Νaples, 2 τόμοι, Παρίσι, 1886-87, II, 185-87] και έτσι η επιρροή του για την εκλογή τού Μαρτίνου ήταν έμμεση. Για την αναφορά τού Σάμπα Μαλασπίνα σχετικά με την εκλογή βλέπε Sternfeld, ό. π., ιδιαίτερα σελ. 24 και εξής, ενώ για την ιστορία τού Σάμπα για το σικελικό βασίλειο από τον Μάνφρεντ μέχρι τον θάνατο τού Καρόλου Ανδεγαυού, στο ίδιο, σελ. 45-53.
- [←52]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 30 (CSHB, Βόννη, I, 505-6):
Έτυχε, ενώ έμενε στην Προύσα, να έχει νέα και από τον πάπα, που μετά τον Νικόλαο ήταν ο Μαρτίνος. Μόλις τού είχε στείλει τον Λέοντα Ηρακλείας και τον Θεοφάνη Νικαίας, οι οποίοι, όταν έφτασαν, δεν έτυχαν από εκείνους τούς ανθρώπους τής υποδοχής που έλπιζαν ως απεσταλμένοι, αλλά το εντελώς αντίθετο. Γιατί έχοντας μάθει τι συνέβαινε με εμάς, υποψιάζονταν την πραγματικότητα, δηλαδή ότι τα γεγονότα ήσαν προφανώς κοροϊδία και όχι η αλήθεια. Γιατί με μόνη εξαίρεση τον αυτοκράτορα, τον πατριάρχη και μερικούς ανθρώπους γύρω τους, όλοι ήσαν απρόθυμοι για την ειρήνη, και κυρίως επειδή ο αυτοκράτορας ήθελε να την εξασφαλίσει με φρικτές τιμωρίες. Επίσης εκείνοι οι άνθρωποι τούς αντιμετώπισαν αδιάφορα και τούς επέτρεψαν μόνο καθυστερημένα και με δυσκολία να παρουσιαστούν στον πάπα. Τελικά επέβαλαν εκκλησιαστικές ποινές στον αυτοκράτορα και τη συνοδεία του επειδή τούς κορόιδευαν και αφορισμό επειδή δεν τηρούσαν την αλήθεια, ενώ άφησαν τούς πρέσβεις να φύγουν χωρίς να τούς αποδώσουν καμία από τις συνήθεις τιμές.
«…Ξυνέβη δὲ τότ´ ἀνὰ τὴν Προῦσαν διάγοντι καὶ τὰ κατὰ τὸν πάπαν μαθεῖν, ὃς δὴ καὶ Μαρτῖνος μετὰ Νικόλαον ἦν. Πρὸς γὰρ αὐτὸν ἔφθασε πέμψαι τόν τε Ἡρακλείας Λέοντα καὶ τὸν Νικαίας Θεοφάνην, οἳ δὴ καὶ ἐπιστάντες οὐ κατ´ ἐλπίδας, ἃς εἶχον ἀποστελλόμενοι, παρ´ ἐκείνων ἐδέχοντο, ἀλλὰ τοὐναντίον ἅπαν. Τὰ γὰρ καθ´ ἡμᾶς ὡς εἶχον μαθόντες καὶ ὅπερ ἦν ὑποτοπάσαντες, χλεύην τὸ γεγονὸς καὶ οὐκ ἀλήθειαν ἄντικρυς—παρὰ μόνον γὰρ βασιλέα καὶ πατριάρχην καί τινας τῶν περὶ αὐτούς, πάντες ἐδυσμέναινον τῇ εἰρήνῃ, καὶ μᾶλλον ὅτι καὶ ποιναῖς ἀλλοκότοις ἤθελεν ἀσφαλίζεσθαι ταύτην ὁ βασιλεύς—, ἐκείνους μὲν ἐν ἀτίμοις εἶχον καὶ τὴν εἰς τὸν πάπαν πρόσοδον ὀψὲ καὶ μόλις παρεῖχον· τέλος δὲ βασιλέα μὲν καὶ τοὺς ἀμφ´ αὐτὸν ὡς χλευαστὰς ἐπιτιμίοις καὶ μὴ ἀληθείαις στοιχοῦντας ἀφορισμοῖς καθυπέβαλον, τοὺς δὲ πρέσβεις, μηδενὸς ἀξιώσαντες τῶν εἰκότων, ἀπέπεμπον.»
Βλέπε και Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2049, σελ. 73-74. Για την προηγούμενη ζωή τού πάπα Mαρτίνου Δ΄ Πρβλ. Richard Kay, «Martin IV and the Fugitive Bishop of Bayeux», Speculum, XL (1965), 461- 65 και εξής.
- [←53]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 287-95, συνθήκη που κυρώθηκε επίσης στις 2 Αυγούστου 1281 [στο ίδιο, III, 298-308]. Πρβλ. E. Dade, Versuche zur Wiedererrichtung d. latein. Herrschaft in Konstantinopel, σελ. 56-57 και Nicola Nicolini, «Sui rapporti diplomatici veneto-napoletani durante i regni di Carlo I e Carlo II d’ Angiò», Archivio storico per le province napoletane, LX (n.s. XXI, 1935), 264-65. Πρβλ. Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, ανατύπ. Νέα Υόρκη. 1958, σελ. 626 και σημείωση 2 για τη χρονολογία Απριλίου 1283 και Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 337-38.
- [←54]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 296-97 και πρβλ. Dade, Versuche, σελ. 57 και εξής.
- [←55]
-
L. de Thallóczy, Const. Jirecek και Em. de Sufflay, Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia, I (Βιέννη, 1913), αριθ. 394, σελ. 115-17.
Τόσο ο Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes (1873), σελ. 129 όσο και ο Γεώργιος Παχυμέρης είχαν προφανώς γοητευθεί από την υπερήφανη προσωπικότητα και την ωραία εμφάνιση τού Σουλλύ, τον οποίον ο Παχυμέρης αποκαλεί «Ῥὼς Σολυμᾶς» [Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 32 (CSHB, Βόννη, I, 509)]:
p>
«…Ἐξῆρχε δὲ τούτων ἁπάντων ὁ καὶ τῷ φρονήματι τοὺς πάντας ὑπερφερόμενος Ῥὼς Σολυμᾶς, μέγιστος μὲν ἡλικίᾳ, σοβαρὸς δὲ ταῖς τῆς ψυχῆς καταστάσεσιν, ὑπέροφρυς δὲ ταῖς ἐντυχίαις, ξανθὸς τὴν τρίχα καὶ ὑπεραυχὴς ἐκ ψυχικοῦ τινος ἐκθέρμου κινήματος· οἶμαι δὲ κἀντεῦθεν τὴν ὀνομασίαν σχεῖν, παρὰ τὴν πρὸς Ῥὼς ὁμοιότητα….»
Πρβλ. την παράξενη μελέτη τού Γεώργιου E. Tυπάλδου, «Ο ‘Ῥὼς Σολυμάς’ των βυζαντινών και οι Ροσόλυμοι τής Κεφαλονιάς», Ἐπετηρίς Ἑταιρείας βυζαντινῶν Σπουδῶν, II (Aθήνα, 1925), 316-20, ο οποίος θέλει να αποδείξει ότι η σημερινή οικογένεια Ροσόλυμοι τής Κεφαλονιάς κατάγονται από τον Ρουσσώ ντε Σουλλύ.
Πριν από χρόνια ο Karl Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 324-25 (ανατύπ. 1960, I, 258-59) έγραψε εξαιρετική λεπτομερή περιγραφή τής αλβανικής εκστρατείας τού Σουλλύ και τής ανεπιτυχούς πολιορκίας τού Μπεράτ, από τα αρχεία τής Ανδεγαυής Καγκελλαρίας (Cancelleria Angioina) στη Νάπολη, τα οποία, αποθηκευμένα για φύλαξη στη Βίλλα Μοντεσάνο, κοντά στο Σαν Πάολο Μπελσίτο κατά τη διάρκεια τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καταστράφηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 1943, για το οποίο πρβλ. Ernesto Pontieri, «Rovine di guerra in Napoli», Archivio storico per le province napoletane, LXVIII (νέα σειρά, XXIX, 1943), 278-81 και E. M. Jamison, «…Angevin Registers …», Papers of the British School at Rome, XVII (νέα σειρά, IV, 1949), 87-89.
Για τον διορισμό τού Σουλλύ ως γενικού εκπρόσωπου Αλβανίας, Δυρραχίου, Αυλώνας, Βουθρωτού και Κέρκυρας στις 13 Αυγούστου 1279, βλέπε επίσης Minieri-Riccio, «II Regno di Carlo I d’ Angiò…», Archivio storico italiano, 4η σειρά, 11 (1878), 355 και πρβλ. σελ. 360-362. Ένας απεσταλμένος τού Νικηφόρου Δούκα βρισκόταν τότε στη βασιλική αυλή [στο ίδιο, σελ. 356]. Οι Δούκα ήσαν πάντα έτοιμοι να κάνουν στον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο όση ζημιά μπορούσαν.
- [←56]
-
Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 397-413, σελ. 117-25. Για την τοποθεσία τού επιτελείου τού Σουλλύ τον Νοέμβριο τού 1279 σημειώστε στο ίδιο, αριθ. 397, σελ. 118a: «στα μέρη τής Σφενάριτζας, όπου παραμένει αυτό το έθνος με τον διοικητή του [τον εν λόγω Χιού λε Ρουσσώ ντε Σουλλύ]» (… ad partes Spinarse, ubi gens ipsa cum capitaneo ipso [Hugone dicto Russo de Suliaco] moratur…).
Προφανώς ο Σουλλύ μοίραζε μεγάλο μέρος τού χρόνου του μεταξύ Σφενάριτζας και τής κοντινής Αυλώνας [στο ίδιο, αριθ. 418, σελ. 126]. Για το θέμα αυτό σημειώστε την αναφορά στο έγγραφο που συνοψίζεται από τον C. Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Arch. stor. italiano, 4η σειρά, III (1879), 165 προς «τον εν λόγω Χιού λε Ρουσσώ ντε Σουλλύ, διοικητή Ρωμανίας, που βρίσκεται στη Σφενάριτζα» (Ugo detto Rosso de Sully, capitano di Romania, che sta a Spinarsa) (με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1280).
- [←57]
-
Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 413, σελ. 125:
«εκδόθηκε … την προτελευταία ημέρα τού Ιουνίου: Μαζί … με τα αναφερόμενα πράγματα που διακρίνονται παρακάτω [τον πολιορκητικό και άλλο εξοπλισμό, που καταγράφεται στη συνέχεια στο έγγραφο] προς τον εν λόγω ευγενή Χιού λε Ρουσσώ ντε Σουλλύ, διοικητή μας στα μέρη τής Ρωμανίας … που προβλέπονται για την περιοχή των Βελλεγράδων [Μπεράτ], για τον οποίο προορισμό να βιαστούμε, ιδού ο μηχανικός Γιοχάνες ντε Τούλλο, κλπ., διαβιβάζεται ειδικά σε εσάς [στον κυβερνήτη τού καπετανάτου, στον οποίο στελνόταν η εντολή] από την αυλή μας …»
(datum … die penultimo Junii: Cum … subscriptas res que infra distinguuntur, ad nobilem virum Hugonem dictum Russum de Solliaco capitaneum nostrum in partibus Romanie … ad partes Belligradi providerimus destinandas, pro quarum destinatione festina ecce magistrum Johannem de Tullo ingenierium, etc., ad te specialiter de curia nostra transmittimus…).
Το Μπεράτ ήταν φυσικά πολύ σημαντικό μέρος, έδρα επισκόπου.
Για τον Johannes de Tullo, Πρβλ. τις εντολές τού Καρόλου Ανδεγαυού στις 27 Μαρτίου και 9 Σεπτεμβρίου 1280, στο Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Αrchivio storico italiano, 4η σειρά, IΙΙ (1879), 9, 166. Σε έγγραφο στις 17 Σεπτεμβρίου 1280 καταγράφονται τα ονόματα τριάντα περίπου ξυλουργών, σιδηρουργών και χτιστών πέτρας (petraroli) από τη Μπαρλέττα, ως εχόντων αναλάβει την κατασκευή πολεμικών μηχανών [στο ίδιο, σελ. 168].
Για τη χρήση πολιορκητικών μηχανών (μηχανήματα πετροβόλα) εναντίον τού Μπερατίου πρβλ. Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 32 (CSHB, Βόννη, I. 510):
«Παμπληθεὶ γοῦν ἐκεῖνον περαιωσάμενοι, κατασχόντες τὸν λόφον, μετεώρους ὄντας ἐπὶ τῷ μέλλοντι φόβῳ, τοὺς τοῦ φρουρίου περικαθίζουσι καὶ δή, ἐπιστήσαντες μηχανήματα πετροβόλα, ἐκεῖθεν βολαῖς ἰσχυραῖς ἐκάκουν τὸ τεῖχος.»
- [←58]
-
Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 414-15, 418, 422-24, σελ. 125-27. Στις 26 Αυγούστου 1280 ο καστελλάνος και ο θησαυροφύλακας τής Αυλώνας πήραν εντολή να στείλουν στον Σουλλύ «το ελληνικό πυρ [υγρό πυρ], που βρίσκεται στο κάστρο μας στην Αυλώνα» (de igne [sic] greco, quod [sic] est in castro nostra Avellone).
Η μεγάλη έκταση των προετοιμασιών τού Καρόλου Ανδεγαυού για την αλβανική εκστρατεία τού Σουλλύ απεικονίζεται εύκολα στις λεπτομέρειες τής εντολής του που είχε σχέση με εφοδιασμό και γράφτηκε στις 13 Μαρτίου 1280 στο Τόρρε ντι Σαν Εράσμο, κοντά στην Κάπουα. Minieri-Riccio, Arch. stor. italiano, 4η σειρά, III, 7-8 και σημειώστε διάφορα άλλα έγγραφα με τον ίδιο σκοπό, που συνοψίζονται από τον Minieri-Riccio σε αυτό το άρθρο.
- [←59]
-
Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 425-40, 443-48, σελ. 128-31, 132-33, Sanudo, Regno di Romania, Hopf. (επιμ.) Chron. greco-romanes, σελ. 120. O Παχυμέρης και o Γρηγοράς συμφωνούν επίσης ότι μετά την κατάληψη τού Μπεράτ ο Κάρολος Ανδεγαυός σχεδίαζε να σαρώσει τη Μακεδονία και να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 32 (CSHB, Βόννη, I, 509):
Συγκέντρωσε στο Μπρίντιζι τρεις χιλιάδες άνδρες, ιππικό και πεζικό, και τούς πέρασε στην απέναντι ακτή τής Αδριατικής. Έφτασαν στην Κάνινα, εξοπλίστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν και ξεκίνησαν από εκεί με τέτοιο ενθουσιασμό, που κάποιοι σκέφτονταν με το θράσος τους ότι θα έφταναν στην πόλη τής Θεσσαλονίκης από ξηράς και ακόμη και στην ίδια την Πόλη.
«…λαὸν ἱκανὸν ἐκ Βρεντησίου ἅμα μὲν ἱππότην, ἅμα δὲ καὶ πεζόν, ὡς εἰς τρεῖς χιλιάδας ποσούμενον, διαπεραιοῖ τὸν Ἰόνιον· οἳ δὴ καὶ καταλαβόντες τὰ Κάνινα καί, ὡς εἶχον ἐνσκευασάμενοι, οὕτως ἐκεῖθεν ἐξώρμων ὡς τῇ κατὰ σφᾶς τόλμῃ οἴεσθαί τινας μέχρι καὶ πόλεως Θεσσαλονίκης, ἔτι δὲ καὶ πόλεως αὐτῆς, πεζῇ ξυμβαλεῖν.»
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, V, 6, 2 (CSHB, Βόννη, I, 146):
Γιατί ο Κάρολος, σε ολόκληρη τη διάρκεια τής ζωής του, δεν σταμάτησε να ενεργεί επίβουλα και εχθρικά κατά των Ρωμαίων. Αλλά δεν πετύχαινε τίποτε, καθώς τη φήμη του ξεπερνούσαν οι έντονες αντεπιθέσεις και αντεπιχειρήσεις τού αυτοκράτορα. Και τα μεν άλλα, τα διηγηθήκαμε το καθένα στη δική του θέση. Τώρα θα μιλήσω για το τελευταίο. Γιατί ο Κάρολος σχδίαζε πάντοτε δόλιες ενέργειες εναντίον τού αυτοκράτορα και αναζητούσε ευκαιρία να θέσει αυτές τις ενέργειες σε εφαρμογή. Τώρα μάλιστα, βλέποντας να έχουν ξεσηκωθεί σε πόλεμο εναντίον τού αυτοκράτορα από τη μία πλευρά ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης, ο άρχοντας τής Θεσσαλίας, και από την άλλη οι Ιλλυριοί, κατάλαβε ότι θα είχε και ο ίδιος ευκαιρία, σε τέτοια αναταραχή που βρίσκονταν οι υποθέσεις των Ρωμαίων στη στεριά και στη θάλασσα και να πετύχει αυτό που επιδίωκε από παλιά. Και αφού ετοίμασε μεγάλο πολεμικό στόλο, συγκρότησε και πολλούς χερσαίους στρατούς, αρχηγό των οποίων όρισε έναν γενναίον άνδρα που ονομαζόταν Σουλλύ. Αυτός, παραλαμβάνοντας τις χερσαίες δυνάμεις, πέρασε το Ιόνιο, και θεωρούσε απολύτως σκόπιμο να καταλάβει το φρούριο τού Μπεράτ καθώς και τα πιο επίκαιρα τής Μακεδονίας. Στη συνέχεια θα μπορούσε να πορευτεί άφοβα μέχρι το Βυζάντιο.
«Ἰδοὺ γὰρ κἀνταῦθα παρὰ πάντα τὸν χρόνον τῆς αὐτοῦ βιοτῆς οὐκ ἔληξεν ἐπίβουλα δρῶν καὶ πολέμια κατὰ τῶν Ῥωμαίων ὁ Κάρουλος· ἀλλ’ ἔμενεν ἄπρακτος παρευδοκιμούμενος ταῖς τοῦ βασιλέως ὀξείαις ἀντεμβολαῖς καὶ ἀντεπιχειρήσεσι. καὶ τὰ μὲν ἄλλα κατὰ τὴν οἰκείαν ἕκαστα διεξεληλύθειμεν χώραν· ἤδη δὲ τὸ τελευταῖον ἐρῶν ἔρχομαι. ὤδινε μὲν γὰρ ὁ Κάρουλος ἀεὶ κατὰ βασιλέως ἐπιβουλὴν καὶ καιρὸν ἐζήτει τὴν ὠδῖνα ἐκρῆξαι. ἄρτι δ’ ἐκπολεμωθέντας ἰδὼν κατὰ βασιλέως ἔνθεν μὲν Ἰωάννην τὸν σεβαστοκράτορα τὸν τῆς Θετταλίας ἄρχοντα, ἐκεῖθεν δὲ τοὺς Ἰλλυριοὺς, ἔγνω καιρὸν καὶ αὐτὸς ἔχειν οὕτω τεταραγμένοις τοῖς Ῥωμαίων ἐπιθέσθαι πράγμασιν ἔκ τε γῆς καὶ θαλάττης καὶ ἀνύσαι τὸ πάλαι σκοπούμενον. καὶ δὴ πολλὰς τὰς ναυτικὰς ἐξαρτύσας δυνάμεις πλείονα συγκροτεῖ τὰ ἐκ τῆς χέρσου στρατόπεδα, ὧν ἡγεμόνα καθίστησιν ἄνδρα γεννάδαν ὄνομα Ῥωσονσουλῆν. οὗτος τὰς ἠπειρωτικὰς παρειληφὼς δυνάμεις διαπερᾷ τὸν Ἰόνιον, καὶ ἦν αὐτῷ σκοπιμώτατον ἐκπολιορκήσαντι τὸ τῶν Βελλεγράδων φρούριον καὶ ὅσα τῶν Μακεδονίας καιριωτέρων, ἔπειτα ἀδεῶς ἄχρι Βυζαντίου πορεύεσθαι.»
Ο Κάρολος προσπάθησε να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Μακεδονία και έθεσε επίσης υπό πολιορκία κι άλλα κάστρα στην περιοχή τού Μπεράτ. Minieri-Riccio, Arch. stor. itatiano, 4η σειρά, III, 165, με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1280.
- [←60]
-
Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 441, σελ. 131-32. Ο Κάρολος ζητά από τον Σουλλύ να επισπεύσει την κατάληψη τού οχυρού με «συχνές επιθέσεις» (frequentes insultus).
- [←61]
-
Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 449, σελ. 133, έγγραφο με ημερομηνία (από τούς εκδότες) 12 Μαρτίου 1281, αλλά έπρεπε πιθανώς να είναι 22 Μαρτίου [πρβλ., στο ίδιο, αριθ. 450, σελ. 133b, με την ημερομηνία δηλαδή που έχει στο άρθρο τού Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 325a (ανατύπ. 1960. I, 259a)]. Ο Ζαν Λεσκό (Lescot), ο οποίος εμφανίζεται στις συνόψεις Minieri-Riccio των Ανδεγαυών εγγράφων ως Τζιοβάννι Σκόττο (Johannes Scottus) και με τον ίδιο τρόπο στον Francesco Carabellese, Carlo d’Angiò nei rapporti politici e commerciali con Venezia e l’Oriente, Bari, 1911, σελ. 33, 71, 87 και εξής, ήταν φυσικά Γάλλος. Πρβλ. Paul Durrieu, Les Archives angevines de Νάπολη, II (1887), 338. Σχεδόν κανένας Ιταλός δεν καταλάμβανε θέσεις διοίκησης στην Ανδεγαυή στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία τής εποχής.
- [←62]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 32 (CSHB, Βόννη, I, 510, 512):
Ο αυτοκράτορας έστειλε τον γαμπρό του τον δεσπότη Μιχαήλ, τον μεγάλο δομέστικο Ταρχανειώτη, επίσης Μιχαήλ, επιπλέον τον μεγάλο στρατοπεδάρχη Ιωάννη Συναδηνό και έναν τέταρτο μαζί τους, τον ευνούχο Ανδρόνικο, που ήταν τότε τατάς τής αυλής και αποκαλούνταν Ηονοπολίτης, αφού τούς έδωσε αρκετές δυνάμεις για την επιχείρηση. Τούς αφαίρεσε κάθε φόβο και τούς ενέπνευσε μεγαλύτερη σιγουριά χάρη στη βοήθεια που θα τούς έφερναν οι προσευχές των ιερέων.
«…Βασιλεὺς δὲ τὸν αὐτοῦ γαμβρὸν Μιχαὴλ τὸν δεσπότην καὶ τὸν μέγαν δομέστικον τὸν Ταρχανειώτην καὶ αὐτὸν Μιχαήλ, ἔτι δὲ καὶ τὸν μέγαν στρατοπεδάρχην τὸν Συναδηνὸν Ἰωάννην καὶ τέταρτον σὺν τούτοις τὸν ἐκτομίαν Ἀνδρόνικον, τατᾶν μὲν τῆς αὐλῆς ὄντα τῷ τότε, Ἠονοπολίτην δ´ ἐπικεκλημένον, ἐγχειρίσας δυνάμεις ἱκανὰς πρὸς τοὖργον, ἐκπέμπει, ὀρρωδίαν μὲν πᾶσαν ἐξ αὐτῶν ἐκβάλλων, θάρρος δ´ ἐντιθεὶς πλεῖστον ταῖς ἀπὸ τῶν εὐχῶν τῶν ἱερέων συνάρσεσιν.»
O Σουλλύ συνέχιζε να παίρνει ενισχύσεις κατά τη διάρκεια τού Μαρτίου 1281. Minieri Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Arch. stor. ital., 4η σειρά, IV (1879), 5, 6 και ακόμη αργότερα [στο ίδιο, σελ. 14].
- [←63]
-
Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 129.
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 32 (CSHB, Βόννη, 1, 512-15):
Πολλοί ιππείς αναχαιτίζονταν πριν φτάσουν στο ποτάμι, και το περήφανο ιππικό έπεφτε θύμα τού ευκίνητου πεζικού. Με αυτόν τον τρόπο συνελήφθη πολύ μεγάλος αριθμός στρατιωτών και αμέσως οδηγήθηκε στο φρούριο, ὐστερα άλλοι πάλι και άλλοι πέρα από αυτούς. Έτσι διαδοχικά κάποιοι σκοτώθηκαν, ενώ οι προύχοντες αιχμαλωτίστηκαν, και αυτό μέχρι τη στιγμή που φτάνοντας στον ποταμό Bιόσα [Αώο], κάποιοι ρίχνονταν οικειοθελώς στο ρέμα, προτιμώντας να εξαφανιστούν εκεί παρά να πέσουν ντροπιαστικά στα χέρια των Ρωμαίων, ενώ οι άλλοι, λίγοι ανάμεσα σε πολλούς, άνοιγαν με το ζόρι δρόμο για τον εαυτό τους πέρα από το ποτάμι και δραπέτευαν διαφεύγοντας στο φρούριο στα Κάνινα, γυμνοί, άοπλοι, πεζοί, αυτοί που λίγο πριν περήφανα προχωρούσαν και έλπιζαν να αρπάξουν τη Ρωμαΐδα ως φωλιά πουλιών.
«…πολλοὶ δὲ καὶ ὑπετέμνοντο οἱ ἱππεῖς πρὶν φθάσαι τὸν ποταμόν, καὶ ἔργον εὐζώνου πεζοῦ ἱππεὺς ἐγένετο σοβαρός, ὡς ἁλίσκεσθαι μὲν πλείστους, ἅμα δ´ ἑαλωκότας ἀπάγεσθαι πρὸς τὸ φρούριον, καὶ πάλιν ἄλλους καὶ ἐπ´ ἐκείνοις ἄλλους, καὶ οὕτως ἐφεξῆς τοὺς μὲν φονεύεσθαι, τοὺς ὀνομαστοὺς δὲ συλλαμβάνεσθαι, μέχρις οὗ καὶ τὸν ποταμὸν Βοώσην φθάσαντες, οἱ μὲν ἑκοντὶ ἑαυτοὺς ἐρρίπτουν κατὰ τοῦ ῥεύματος, τὸ ἐξαπολωλέναι προτιμῶντες τοῦ μετ´ αἰσχύνης πεσεῖν εἰς χεῖρας Ῥωμαίων, οἱ δέ, βίᾳ τὸν ποταμὸν διεκπαίοντες, ἐκ πολλῶν ὀλίγοι, πρὸς τὸ τῶν Κανίνων φρούριον διεσῴζοντο φεύγοντες, γυμνοί τε καὶ ἄοπλοι καὶ πεζοί, οἱ πρὸ μικροῦ σοβοῦντες καὶ ὡς νοσσιὰν τὴν Ῥωμαΐδα καταλαβεῖν κατ´ ἐλπισμὸν ἔχοντες.»
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, V, 6, 4-5 (CSHB, Βόννη, I, 147-48):
Ύστερα από αυτά, κι αφού παράγγειλε να γίνουν δεήσεις προς τον Θεό σε όλες τις εκκλησίες, τότε ακριβώς έστειλε κατά τού Σουλλύ τον στρατό που είχαν οι Ρωμαίοι. Οι οποίοι αναχωρώντας θεώρησαν ότι δεν θα ήταν καλό ούτε ασφαλές να πολεμήσουν σε ανοιχτό πόλεμο τούς εχθρούς, οι οποίοι ήσαν περισσότεροι και πολύ καλά οπλισμένοι και άριστα προφυλαγμένοι. Αντίθετα, με ενέδρες και παγίδες και ακροβολισμούς από ψηλότερους γειτονικούς λόφους έπρεπε να διεγείρουν την υπηρηφάνεια και την αλαζονεία τους, παρασύροντάς τους σε κάποια ασύντακτη και ορμητική κίνηση. Γιατί το γένος των Ιταλών με τέτοια ήθη έχει ανατραφεί εξαρχής. Όταν στη μάχη παρουσιάζεται σε τάξη, είναι τείχος στιβαρό και ακαταμάχητο. Αν όμως βγει για λίγο από τη συνηθισμένη τάξη, τίποτε δεν εμποδίζει να οδηγηθούν αμέσως αιχμάλωτοι από τούς εχθρούς. Μάλιστα κάποιες φορές τούς έβλαψε πολύ και η έμφυτη ανοησία και αλαζονεία, στο να μη καθοδηγούνται πρόθυμα σε περιπτώσεις ταραχής. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά από πολύ καιρό, ο στρατός των Ρωμαίων με τέτοιες πανουργίες και τεχνάσματα τούς αντιμετώπιζε. Σκότωναν σε ενέδρες τα μουλάρια που κουβαλούσαν τρόφιμα και διέλυαν τις αγορές στις οποίες αυτά κατευθύνονταν, ενώ με ακροβολισμούς από τούς λόφους σκότωναν τούς νεροκουβαλητές. Ο Σουλλύ λοιπόν, την άμεση μετεγκατάσταση τού δικού του στρατόπεδου από το πολιορκούμενο Μπεράτ σε ασφαλέστερο τόπο τη θεώρησε εντελώς αναντίστοιχη με τη δική του αλαζονεία καθώς και πάρα πολύ μεγάλη ντροπή να το αφήσει άδειο για πολύ καιρό και να επιστρέψει. Αντίθετα, παρακινούμενος από θυμό, επιτέθηκε μαζί με λίγους άλλους σε εκείνους που έβαλλαν εναντίον των νεροκουβαλητών. Μόλις τούς είδαν οι δικοί μας, έσπευσαν κατεβαίνοντας και τούς κύκλωσαν, σκότωσαν αμέσως τα άλοφα με τόξα και όλους αυτούς τούς οδήγησαν ζωντανούς στο στρατόπεδο των Ρωμαίων. Αυτό αναστάτωσε πολύ και συντάραξε τούς Λατίνους, ενώ έπεισε τούς Ρωμαίους να επιτεθούν το συντομώτερο δυνατό εκμεταλλευόμενοι την αναταραχή τους. Οι Ρωμαίοι λοιπόν, τόσο εύκολα και χωρίς μεγάλες προσπάθειες, έστησαν μεγάλο τρόπαιο εναντίον των Λατίνων και διέψευσαν με ευκολία όλες τις ελπίδες.
«Μετὰ δὲ ταῦτα δεήσεις πρὸς θεὸν παραγγείλας ἁπάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τὸν ὄντα Ῥωμαίοις τηνικαῦτα στρατὸν ἐκπέμπει κατὰ τοῦ Ῥωσονσουλῆ· οἷς δὴ καὶ ἀπελθοῦσιν οὐκ εὖ ἔχειν ἔδοξεν οὐδὲ πάνυ τοι ἀσφαλὲς πόλεμον ἐμφανῆ κατὰ τῶν ἐναντίων ἐγείρειν, πλείστων τε ὄντων καὶ λίαν ἀσφαλῶς ὡπλισμένων καὶ ἄριστα πεφραγμένων· ἀλλ’ ἐνέδραις καὶ λόχοις καὶ ἀκροβολισμοῖς ἐκ λόφων ὑπερδεξίων παρακειμένων τὴν ἐκείνων παροξύνειν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον ἐς ἀσύντακτόν τινα κίνησιν καὶ ὁρμήν. τὸ γάρ τοι γένος τῶν Ἰταλῶν τοιούτοις ἀρχῆθεν συντέθραπται τοῖς ἤθεσι. ἂν μὲν γὰρ εὐτάκτως ἀπαντᾷ πρὸς τὸν πόλεμον, τεῖχός ἐστιν ὀχυρὸν καὶ ἀμήχανον· ἂν δὲ βραχύ τι τῆς νενομισμένης παραλύσῃ τάξεως, οὐδὲν ἂν εἴη τὸ κωλύον αἰχμαλώτους σφᾶς ὑπὸ τῶν πολεμίων αὐτίκα μάλα ἀχθήσεσθαι. ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ τῆς ἐμφύτου κορύζης τε καὶ ὀφρύος μεγάλως παρέβλαψε τῷ μὴ ἐν καιρῷ τοῦ θυμοῦ στρατηγουμένους ῥᾳδίως. ταῦτ’ οὖν ἐκ πολλοῦ συνειδότες ὁ Ῥωμαίων στρατὸς τοιούτοις αὐτοὺς περιήρχοντο δόλοις καὶ μηχανήμασι· καὶ τοῖς μὲν λόχοις τὰς σιταγωγοὺς ἡμιόνους κατέκοπτον καὶ τὰς ἑπομένας κατέλυον ἀγοράς· τοῖς δ’ ἐκ τῶν λόφων ἀκροβολισμοῖς τοὺς ὑδρεύοντας ἔκτεινον. Τὸ μὲν οὖν αὐτίκα μεταστῆσαι τὸ ἑαυτοῦ στρατόπεδον ἐκ τῆς τῶν Βελλεγράδων πολιορκίας ὁ Ῥωσονσουλῆς εἰς ἀσφαλέστερον τόπον σφόδρα ἀνάξιον ἔκρινε τῆς οἰκείας ὀφρύος καὶ ἅμα οὐ πόῤῥω μεγάλης αἰσχύνης, δηρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι. ὁ δὲ ἀλλὰ τῷ θυμῷ κινηθεὶς ἔπεισι μετὰ πάνυ βραχέων κατὰ τῶν βαλλόντων τοὺς ὑδρεύοντας· οὓς οἱ ἡμέτεροι θεασάμενοι σπουδῇ παρακατιόντες ἐκύκλωσαν, καὶ αὐτίκα τοὺς μὲν ἵππους νεκροὺς τοῖς τοξεύμασιν ἔφηναν, πάντας δ’ αὐτοὺς εἰς τὸ τῶν Ῥωμαίων στρατόπεδον ζῶντας ἐκόμισαν. τοῦτο μὲν Λατίνους τὰ ἔσχατα συνεκύκησέ τε καὶ συνετάραξε· τοὺς δὲ Ῥωμαίους τὴν ταχίστην παρέπεισέ σφισιν ἐπιθέσθαι τεταραγμένοις. ἀλλ’ οἱ μὲν Ῥωμαῖοι οὕτω ῥᾳδίως καὶ πόνων μεγάλων χωρὶς κατὰ Λατίνων ἐστήσαντο τρόπαιον μέγιστόν τε καὶ πάσας ἐλπίδας εὐχερῶς ὑπερβαῖνον.»
Για την ημερομηνία τής σύλληψης τού Σουλλύ πρβλ. το άρθρο τού Hopf, ό. π. και για την πολιορκία τού Μπεράτ και την ιστορική της σημασία πρβλ. επίσης Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus (1959), σελ. 329-34. O στρατός των Ανδεγαυών ηττήθηκε και ο Σουλλύ πιάστηκε αιχμάλωτος στις αρχές Απριλίου, όπως αναφέρει ο Hopf, ό. π. και όπως προκύπτει σαφώς από επιστολή τού Καρόλου Ανδεγαυού γραμμένη στο Ορβιέτο στις 17 Απριλίου 1281 [Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 451, σελ. 133-34]: ο Κάρολος γνώριζε τότε την τύχη τού στρατού του, όπως προκύπτει από το αίτημά του «για απογραφή των πραγμάτων των στρατιωτών του στο Μπεράτ» (… tam ab illis de hospicio nostro quam stipendiariis nostris olim in obsidione castri Bellogradi…). Όμως η φυλάκιση τού Σουλλύ δεν κράτησε τόσο πολύ όσο πίστευε ο Sanudo, δεδομένου ότι το όνομά του βρίσκεται επικεφαλής καταλόγου Γάλλων αρχόντων στην υπηρεσία των Ανδεγαυών τον Νοέμβριο τού 1282 [Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Arch, stor. ital., 4η σειρά, IV (1879), 357]. Πρβλ. γενικά τις αναμνήσεις τού Σανούντο για τα γεγονότα εκείνων των ετών σε επιστολή απευθυνόμενη στον καρδινάλιο Μπερτράν ντυ Πουζέ, γραμμένη στη Βενετία στις 10 Απριλίου 1330, στον Friedrich Kunstmann, «Studien über Marino Sanudo den Älteren», Abhandlungen der historischen Classe der k. bayer. Akademie der Wissenschaften zu Munchen, VII (1855), παραρτ., επ. II, σελ. 773-74.
- [←64]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, VI, 33 (CSHB, Βόννη, I, 516-19):
Έτσι ο αυτοκράτορας, υποδεχόμενος τούς δικούς του, έμαθε ακριβώς τι είχε συμβεί. Έβλεπε επίσης τον καθένα από τούς αιχμαλώτους με το άλογό του και τα υπάρχοντά του. Τα άλογα ήσαν αδυνατισμένα και έδειχναν μόνο με το δέρμα και τα οστά το προηγούμενο σθένος τους. Τα ρούχα ήσαν σχισμένα, και αναμφίβολα δεν ήσαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν πριν, αλλά τυχαία, όποια τούς είχαν δοθει σε ελεημοσύνη. Κοίταζε αυτούς που είχαν έρθει μπροστά στη σειρά: σώματα τότε στυγνά, τέτοια που δεν θα έλεγε κανείς ούτε σώματα, αλλά σκιές των αρχαίων γιγάντων. Ψυχές εξαιρετικά απογοητευμένες από την ατυχία τους, που έδειχναν όμως με τη συστολή τού προσώπου και τη βαρύτητα των συναισθημάτων την προηγούμενη ελευθερία τους. Ο αυτοκράτορας συγκινήθηκε από τη μοίρα τού ανθρώπου. Σήκωσε τα χέρια του προς τον Θεό και ομολόγησε την ευγνωμοσύνη του με καθαρή φωνή. Θέλοντας να δει ζωγραφισμένο αυτό το κατόρθωμα, διέταξε να το ζωγραφίσουν στους τοίχους τού παλατιού, αλλά όχι μόνο αυτό, αλλά και εκείνα που έγιναν από την αρχή με το έλεος τού Θεού. Αυτά τα κατορθώματα ζωγραφίστηκαν μετά στον προθάλαμο, αλλά δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, επειδή τον αυτοκράτορα τον βρήκε ο θάνατος.
«…Ὁ γοῦν βασιλεύς, ὑποδεξάμενος μὲν τοὺς ἰδίους, μαθὼν δ´ ἐς τὸ ἀκριβὲς τὰ πραχθέντα, ἔτι δὲ καὶ ἰδὼν ἕκαστον αὐτοῖς ἵπποις τε καὶ σκευαῖς, τοῖς μὲν κατεσκληκόσι καὶ μόνοις ὀστέοις καὶ δέρμασι τὴν πάλαι δεικνύουσιν εὐκληρίαν, ταῖς δὲ διερρωγυίαις, οὐκ αὐταῖς ἴσως αἷς καὶ πρώην ἐχρῶντο, ἀλλὰ ταῖς τυχούσαις καὶ αἷς ἂν ἐκείνους ἐπολυώρουν οἱ ἐλεοῦντες, καί γε στιχηδὸν διεληλακότας κατανοήσας, σώματα στυγνὰ μὲν τῷ τότε καὶ οἷα μηδὲ σώματ´ ἄν τις εἶπεν, ἀλλὰ σκιὰς τῶν πάλαι γιγάντων, ψυχὰς δὲ τῷ μὲν κατὰ σφᾶς πάθει καὶ λίαν καμπτομένας, τῇ δὲ τῶν προσώπων τάσει καὶ τῷ τοῦ φρονήματος ἐμβριθεῖ τὴν πάλαι δηλούσας ἐλευθερίαν, ἐπεκάμφθη μὲν τοῖς κατ´ ἄνθρωπον συναντήμασι, χεῖρας δ´ αἴρει πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὁμολογεῖ τὴν χάριν τρανῷ στόματι καί γε, θέλων ἀνάγραπτα θεῖναι, προστάσσει γράφεσθαι τοῖς τῶν ἀνακτόρων τοιχίσμασι, πλὴν οὐκ αὐτὰ καὶ μόνα, ἀλλ´ ἃ δὴ καὶ ἀρχῆθεν Θεοῦ γέγονεν ἐλεοῦντος· κἂν ἐκεῖνα μὲν καὶ αὖθις ἐν προστώοις γεγράφατο, τὰ δ´ οὐκ ἔφθασαν τελεσθῆναι, ἐπελθόντος τῷ βασιλεῖ τοῦ θανάτου.»
- [←65]
-
A. Potthast, Regesta pontificum Romanorum, II (Βερολίνο, 1875), αριθ. 21.815, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1281, αριθ. 25, τομ. XXII (1870). σελ. 490-91, «τη μέρα την αφιερωμένη στις βασιλικές των πρώτων αποστόλων, τού πρώτου έτους τής παπικής μας θητείας» (in festo dedicationis basilicae principis apostolorum, pontificatus nostri anno primo). [η μέρα που είναι αφιερωμένη στις βασιλικές τού Αγίου Πέτρου και Αγίου Παύλου στη Ρώμη είναι η 18η Noεμβρίου]. Η ημερομηνία τού αφορισμού τού Μιχαήλ Η΄ παρέχεται εσφαλμένα ως 18 Οκτωβρίου (1281) από τούς Dade, Versuche, σελ. 58 και Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 341, αλλά σωστά ως 18 Noεμβρίου από τον Ε. Amann,, «Martin IV», στο Dictionn. de theologie catholique, X-l (Παρίσι, 1928), στήλη 195. Η βούλλα εκδόθηκε στο Ορβιέτο, σε φιλο-παπική πόλη (Guelf) η οποία, μετά τη εκεί διαμονή τού Ούρμπαν Δ΄ για δύο χρόνια (το 1262-1264), είχε μετατραπεί σε κέντρο των Ανδεγαυών. Με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα, ο Μαρτίνος Δ΄ διέμεινε στο Ορβιέτο από την άνοιξη τού 1281 μέχρι το καλοκαίρι τού 1284 [Πρβλ. γενικά Daniel Waley, Mediaeval Orvieto, Καίμπριτζ, 1952, σελ. 44-53].
- [←66]
-
Potthast, Regesta, II, αριθ. 21.896 και 21.948, F. Olivier-Martin, Les Registres de Martin IV (1281-1285), 3 δέσμες, 1901-35, αριθ. 269, 278, σελ. 100-1, 115-16, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1282, αριθ. 8-9, τομ. XXII (1870), 495-96, «έγινε στο Ορβιέτο … τη μέρα τής Ανάληψης τού Κυρίου…» (actum apud Urbemveterem … in the Ascensionis Domini …). H Aνάληψη (Αscension) είναι σαράντα μέρες μετά το Πάσχα, δηλαδή στις 7 Mαϊου 1282, αφού το Πάσχα έπεφτε στις 29 Μαρτίου και στο ίδιο, αριθ. 10, σελ. 496, όταν o Μιχαήλ Η΄ αφορίστηκε για τρίτη φορά, όπως παρατηρεί ο Raynaldus, «recurrente festo dedicationis principis apostolorum» (δηλαδή ξανά στις 18 Noεμβρίου). Πρβλ. Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 475 και εξής.
- [←67]
-
Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 138.
- [←68]
-
Πτολεμαίος τής Λούκκα, Hist. ecclesiastica, στο Muratori, RISS, XI (Λούκκα, 1727), στήλες 1186-87:
«Πρώτον, για τούς διαμεσολαβητές που συμφωνήθηκαν μεταξύ τού Παλαιολόγου και τού βασιλιά τής Αραγωνίας, που ονομαζόταν Πέτρος και είχε παντρευτεί μια κόρη τού Mάνφρεντ, που ονομαζόταν κυρία Κονστάνς. Οι μεσολαβητές λοιπόν ήσαν: ένας ήταν ο Bενέδικτος Ζαχαρίας από τη Γένουα με ορισμένους άλλους Γενουάτες, οι οποίοι άρχοντες ήσαν στη γη των Παλαιολόγων. Ένας άλλος ήταν ο κύριος Ιωάννης ντε Πρόσιντα. Και αυτοί, ιδιαίτερα ο άρχοντας Ιωάννης, ήσαν οι μεσολαβητές μεταξύ αφενός τού μεγάλου ηγεμόνα τού κόσμου και τού προαναφερθέντα βασιλιά τής Αραγωνίας, για να αφαιρέσουν το βασίλειο από τον βασιλιά Κάρολο: κείμενο που εγώ έχω δει. Αλλά αυτός ο βασιλιάς θα διέσωζε τον Παλαιολόγο, κάνοντας κάποιες καινοτομίες και με τη βοήθειά του θα έμπαιναν ένοπλοι άνδρες στη θάλασσα»
(Primo namque assumuntur mediatores inter Palaeologum et regem Aragonum, qui vocabatur Petrus, qui uxorem habebat filiam Manfredi, quae vocabatur domina Constantia. Hi autem fuerunt mediatores: unus fuit dominus Benedictus Zacharias de Janua cum quibusdam aliis Januensibus, qui domini erant in terra Palaeologi. Alius autem fuit dominus Joannes de Procida. Et hi, praecipue autem dominus Joannes, mediatores fuerunt inter unum de majoribus principibus mundi et regem Aragonum supradictum de auferendo regnum regi Carola: quem tractatum ego vidi. Sed illi regi succurrit Palaeologus propter novitates eidem facias, et cum suo adjutorio facit armatam in mari).
Bλέπε γενικά Richard Sternfeld, «Der Vertrag zwischen dem Paläologen Michael VIII. und Peter von Aragon im Jahre 1281», στο Archiv für Urkundenforschung, VI (Λειψία, 1918), 276-84. Ο Πτολεμαίος εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν (το 1309), όπου τελείωσε την εκκλησιαστική του ιστορία, η οποία φτάνει μέχρι το 1294, όπως υποδεικνύει ο Sternfeld. Ίσως ο Πτολεμαίος είχε δει τη «συνθήκη» τής συμμαχίας (στη Ρώμη;), όταν ως ηγούμενος τής μονής στη Λούκκα από το 1288 αναλάμβανε σημαντικές υποθέσεις τού τάγματος των Δομινικανών και ενδεχομένως βρέθηκε στην παπική κούρτη σε διάφορες περιπτώσεις.
- [←69]
-
Fritz Kern, Acta Imperii, Angliae et Franciae (1267-1315), Τύμπινγκεν, 1911, έγγραφο αριθ. 28, σελ. 17 και πρβλ. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 348-49, ο οποίος σωστά επισημαίνει τη σημασία αυτού τού κειμένου.
- [←70]
-
Olivier-Martin, Registres de Martin IV, αριθ. 276, σελ. 112. Ο πάπας αναφέρει ότι «η κοινή γνώμη» (vox … publico et communis) κατηγορεί τον Πέδρο Γ΄ και τον Μιχαήλ Η΄ για συμμαχία «εναντίον τής εκκλησίας μας και τού βασιλιά Καρόλου» (contra nos, … Ecclesiam et regem Carolum…). Η απαγόρευση εναντίον τού Πέδρο Γ΄ επαναλήφθηκε ένα χρόνο αργότερα, στις 18 Νοεμβρίου 1283, «στις μέρες τις αφιερωμένες στη βασιλική τού πρίγκηπα των αποστόλων» (in die dedicationis basilice principis apostolorum) [στο ίδιο, αριθ. 482, σελ. 220-22 και πρβλ. αριθ. 571, 573, 577].
- [←71]
-
Mιχαήλ Η΄, De vita sua, κεφ. IX, επιμ. H. Grégoire, Byzantion, XXIX-XXX (1959-60), 461. Μπορούμε ίσως να παρατηρήσουμε εδώ ότι ο κατά τίτλο ανταγωνιστής τού Μιχαήλ, ο Λατίνος αυτοκράτορας Φίλιππος τού Κουρτεναί, υπηρετούσε ως διοικητής για τον Κάρολο Ανδεγαυό στη Σικελία εναντίον τού Πέδρο τής Αραγωνίας [Minieri- Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Arch. stor. ital., 4η σειρά, V (1880), 179].
- [←72]
-
Πρβλ. Salimbene (degli Adami), Cronica, επιμ. O. Holder- Egger, MGH, SS., XXXII (1905-13, ανατύπ. 1963), 517:
«Αντίστοιχα ο πάπας Νικόλαος Γ΄ είχε δώσει [τη Σικελία] σε αυτόν [στον Πέτρο], λόγω τού μίσους του για τον βασιλιά Κάρολο, με τη συγκατάθεση ορισμένων καρδιναλίων που ήσαν τότε στην παπική κούρτη, ενώ από την άλλη πλευρά αυτός ο Πέτρος, ο βασιλιάς τής Αραγωνίας, πίστευε ότι ήταν νόμιμο, γιατί ήταν γαμπρός τού ηγεμόνα Μάνφρεντ»,
για το οποίο πρβλ. Sternfeld, «Der Vertrag zwischen dem Paläologen Michael VIII. und Peter von Aragon im Jahre 1281», σελ. 282-83 και «Das Konklave von 1280 und die Wahl Martins IV. (1281)», Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, XXXI (1910), 19 και εξής.
- [←73]
-
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την αποστολή τού απεσταλμένου τού Πέδρο Γ΄, τού Α. Τάμπερνερ, το 1278-1279 «για ορισμένες υποθέσεις μας με την παπική κούρτη και τον κύριο αυτοκράτορα» (pro quibusdam nostris negociis ad Curiam Romanam et ad dominum imperatorem) [Helene Wieruszowski, «Conjuraciones y alianzas politicas del rey Pedro de Aragon contra Carlos de Anjou antes de las Visperas Sicilianas», Boletin de la Academia de la Historia, CVII (Μαδρίτη, 1935), 561-63, 591-92], για να μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο πάπας Νικόλαος Γ΄ ήταν πρόθυμος να υποστηρίξει τον ελληνο-καταλανικό συνασπισμό εναντίον τού Καρόλου Ανδεγαυού, ακόμη κι αν ο πιο πάνω «κύριος αυτοκράτορας» (dominus imperator) ήταν πραγματικά ο Μιχαήλ Η΄ και ο Τάμπερνερ συζήτησε με τον Νικόλαο καταλανική εκστρατεία εναντίον τής Σικελίας.