06. Το παπικό μεσοδιάστημα, ο Γρηγόριος Ι’ και η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών (1268-1274)

<-5. Η μάχη τής Πελαγονίας, η απώλεια τής Κωνσταντινούπολης και η άνοδος των Ανδεγαυών (1259-1268) 7. Η Αγία Έδρα, η Ελληνική αντίθεση και η αποτυχία τής ένωσης των Εκκλησιών (1276-1282)->

6
Το παπικό μεσοδιάστημα, ο Γρηγόριος Ι’ και η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών (1268-1274)

levant_1_6_map_left levant_1_6_map_right

Με τον θάνατο τού πάπα Κλήμεντα Δ’, στις 29 Νοεμβρίου 1268, ο Κάρολος Ανδεγαυός (Charles of Anjou) απαλλάχτηκε από την ενοχλητική συγκράτηση, την οποία το ενδιαφέρον τού πάπα για την ένωση των εκκλησιών είχε επιβάλει στα σχέδιά του για εκστρατεία κατά τού Βυζαντίου. Όμως η προγραμματιζόμενη σταυροφορία τού βασιλιά Λουδοβίκου Θ’ καθιστούσε επίσης αναγκαία την αναβολή τής φιλοδοξίας τού Καρόλου, για την προώθηση τής οποίας είχε προχωρήσει σε συμμαχίες με τούς ηγεμόνες τής Ουγγαρίας, τής Σερβίας και τής Βουλγαρίας. Τα έτη 1269-1270 χαρακτηρίστηκαν από έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα αρχεία τής Γένουας (Annali Genovesi) «εκείνο το έτος [1269] ήρθαν στην πόλη [στη Γένουα] απεσταλμένοι τού σουλτάνου τής Βαβυλώνας, καθώς και απεσταλμένοι των Τατάρων και τού Έλληνα αυτοκράτορα, για να διαβουλευθούν με τον ανώτατο ποντίφηκα και με τούς βασιλείς τής Γαλλίας και τής Σικελίας. Έμειναν σε αυτή την πόλη πολλές ημέρες και στη συνέχεια έφυγαν για τούς τόπους (υποτίθεται) στους οποίους είχαν σταλεί. Τι κατάφεραν και τι πρότειναν δεν έγινε γενικά γνωστό».1

Ο σουλτάνος τής Βαβυλώνας ήταν φυσικά ο Μπαϊμπάρς, ο Μαμελούκος ηγεμόνας τής Αιγύπτου (1260-1277), τού οποίου τα στρατεύματα την άνοιξη τού 1269 είχαν ρημάξει τις περιοχές γύρω από την Ἀκρα (Acre) και την Τύρο. Προς το τέλος τού έτους ο Μπαϊμπάρς είχε βαδίσει προς βορρά για να διώξει τούς Μογγόλους (ή Τάταρους) από τη Συρία, όπου πέρασε τον χειμώνα τού 1269-1270. Ύστερα ο Μπαϊμπάρς επέστρεψε στην Αίγυπτο, για να προετοιμαστεί για την αναμενόμενη σταυροφορία τού Λουδοβίκου Θ’. Δεδομένου ότι οι Γενουάτες θα παρείχαν τα περισσότερα από τα πλοία για τη μεταφορά τού γαλλικού στρατού, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι «απεσταλμένοι τού σουλτάνου τής Βαβυλώνας» θα είχαν εμφανιστεί στη Γένουα. Ο Μογγόλος ιλ-Χαν (δευτερεύων Χαν) τής Περσίας, τώρα o Αμπάγα (1265-1282), o διάδοχος τού Ουλάγου, είχε παντρευτεί μια κόρη τού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Διασώζεται ακόμη λατινική επιστολή τού Αμπάγα προς τον πάπα, γραμμένη το 1268.2 Όμως οτιδήποτε κι αν επιθυμούσαν να προτείνουν ή έλπιζαν να επιτύχουν οι Μαμελούκοι, Τάταροι ή Έλληνες απεσταλμένοι, δεν θα περνούσαν καλά τον καιρό τους στην παπική κούρτη (Κουρία Ρομάνα), γιατί μετά τον θάνατο τού Κλήμεντα Δ’ ο αποστολικός θρόνος παρέμεινε κενός για περίοδο τριών ετών (από τις 30 Νοεμβρίου 1268 μέχρι την 1 Σεπτεμβρίου 1271), ενώ οι φατριαστικές διαμάχες στο Ιερό Κολλέγιο, καθώς και δυσκολίες των καρδιναλίων με τις τοπικές αρχές τού Βιτέρμπο, δυσκόλευαν τις διαπραγματεύσεις. Ο Κάρολος Ανδεγαυός παρέμβαινε επίσης όσο μπορούσε και οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι δυσκολεύονταν ακόμη και να πλησιάσουν στην κούρτη. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ανέλαβε να διαπραγματευτεί την ένωση των εκκλησιών με τον Λουδοβίκο Θ’ τής Γαλλίας, χωρίς την άδεια τού οποίου ο Κάρολος Ανδεγαυός δεν θα μπορούσε να ελπίζει να ξεκινήσει την επίθεσή του κατά τού Βυζαντίου.

Ήταν προφανώς καλοκαίρι τού 1269, όταν βυζαντινή πρεσβεία έφθασε στη Γαλλία, στην οποία ο Λουδοβίκος Θ’ απάντησε με δική του αντιπρεσβεία στο τέλος τού έτους. Χωρίς να μπορεί και χωρίς να είναι πρόθυμος να διευθετήσει τις εμπλεκόμενες εκκλησιαστικές διαφορές, ο Λουδοβίκος παρέπεμψε τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο στο Ιερό Κολλέγιο. Επιστολή τού Κολλεγίου, με ημερομηνία 15 Μαΐου 1270 προς τον Ραούλ Γκροσπαρμύ, τον καρδινάλιο επίσκοπο τού Αλμπάνο και λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας στη Γαλλία, αναφέρει ότι ο Λουδοβίκος Θ’ είχε προσφάτως ενημερώσει τούς καρδινάλιους ότι «ο υπέροχος Παλαιολόγος, ο ένδοξος αυτοκράτορας των Ελλήνων, είχε εξηγήσει στον βασιλιά με απεσταλμένους και επιστολές ότι ο ίδιος καθώς και οι κληρικοί και ο λαός υπό την εξουσία του, επιθυμώντας να επιστρέψουν στην υπακοή στη ρωμαϊκή εκκλησία και να ενωθούν στη λατρεία τής ίδιας πίστης, είχε στείλει για τον σκοπό αυτόν απεσταλμένους και επιστολές στην Αποστολική Έδρα, εκ των οποίων κάποιος αριθμός (κρατήθηκε στον δρόμο) δεν έφτασε στον προορισμό τους. Παρά τα συχνά και ταπεινά αιτήματά τους να γίνουν δεκτοί [στην ένωση], δεν ικανοποιήθηκαν μέχρι στιγμής οι επιθυμίες τους…». Τώρα ο Έλληνας αυτοκράτορας, επαναλαμβάνοντας τις πρεσβείες του, επέμενε ότι ο Λουδοβίκος Θ’ έπρεπε να αναλάβει τον ρόλο τού διαιτητή και «υποσχόταν ότι θα ακολουθούσε πλήρως και απαραβίαστα όποια δήλωση θα έκανε ο βασιλιάς γι’ αυτό το θέμα». Ο Μιχαήλ έλεγε ότι αν ο Λουδοβίκος αρνιόταν να δράσει, τότε ας εξηγούσε την άρνησή του ενώπιον τού Ανώτατου Δικαστή κατά την ύστατη κρίση. Παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με την επιστολή των καρδιναλίων, ο Λουδοβίκος δεν ήθελε να σφετεριστεί τις λειτουργίες τής Αγίας Έδρας και είχε κατευθύνει τον Μιχαήλ να απευθύνει την έκκλησή του στο Ιερό Κολλέγιο, το οποίο τώρα ενέκρινε τη βασιλική σύνεση και ταπεινότητα.3

Η επιστολή προς τον καρδινάλιο τού Αλμπάνο ανέφερε τις προσπάθειες για την ένωση τής εκκλησίας που είχαν γίνει την εποχή τού πάπα Ούρμπαν Δ’ και επαναλάμβανε με λεπτομέρειες εκείνες που έγιναν κατά την παπική θητεία τού Κλήμεντα Δ’, όταν ορίστηκαν ειδικές προϋποθέσεις για την αποδοχή των Ελλήνων στη ρωμαϊκή εκκλησία. Οι συγγραφείς τής επιστολής δεν είχαν τόσο την πρόθεση να ενημερώσουν τον Αλμπάνο για τις προηγούμενες διαδικασίες, όσο να καταγράψουν για μια ακόμη φορά τις προϋποθέσεις τού Κλήμεντος, ιδιαίτερα την «ομολογία αληθινής καθολικής πίστης» (verae catholicae fidei profession), στην οποία ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, οι κληρικοί και ο λαός έπρεπε να προσχωρήσουν «εφόσον επιθυμούν, σύμφωνα με την επιθυμία του, να επιστρέψουν στην ενότητα τής εκκλησίας» (si vellent iuxta eius desiderium redire ad ipsius Ecclesiae unitatem). Στη συνέχεια η Αγία Έδρα θα αποφάσιζε για τον τόπο στον οποίο θα μπορούσε να συγκληθεί σύνοδος (όπως είχε ζητήσει ο Μιχαήλ) «για την ενίσχυση τού παντοτινού δεσμού αγάπης μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων». Η απαραίτητη δήλωση πίστης (όπως είχε προετοιμαστεί για τον σκοπό αυτόν υπό τον Κλήμεντα Δ’) ενσωματωνόταν στην επιστολή των καρδιναλίων, οι οποίοι ανέφεραν ότι η ένωση των Εκκλησιών θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνον εάν γενική σύνοδος των Ελλήνων, δηλαδή τού αυτοκράτορα, τού πατριάρχη, των αρχιεπισκόπων, των επισκόπων, των αρχιμανδριτών, των ηγουμένων και άλλων ιεραρχών, καθώς και τού υπόλοιπου κλήρου και τού λαού ορκιζόταν δημοσίως, ότι αποδεχόταν την προβλεπόμενη ομολογία πίστης και την πρωτοκαθεδρία τής ρωμαϊκής εκκλησίας. Έπρεπε να ετοιμαστούν δημόσια έγγραφα με αυτά τα πρακτικά, ορισμένα από τα οποία (δεόντως σφραγισμένα) έπρεπε να αποσταλούν στην Αγία Έδρα για διατήρηση στα αρχεία.4 Την ίδια μέρα (15 Μαΐου 1270) οι καρδινάλιοι έγραψαν στον Λουδοβίκο Θ’ τα ίδια σχεδόν όπως και στον Αλμπάνο, αλλά πρόσθεταν δήλωση τής ένθερμης επιθυμίας τους για εκκλησιαστική ένωση, καθώς και κάποιες συμβουλές προσοχής τής ελληνικής σχολαστικότητας και υπεκφυγής.5

Το καλοκαίρι τού 1270 η σταυροφορία τού Λουδοβίκου Θ’ παρέπαιε και απέτυχε τελικά στην καυτή άμμο γύρω από την αρχαία Καρχηδόνα. Ο αδελφός του, ο Κάρολος Ανδεγαυός, διαπραγματεύτηκε με τον βασιλιά τής Τυνησίας μάλλον ευνοϊκή ειρήνη (ευνοϊκή για τον ίδιο τουλάχιστον) και ήταν διατεθειμένος να επαναλάβει τα σχέδιά του για επίθεση εναντίον τής βυζαντινής αυτοκρατορίας.6 Όμως ο στόλος του καταστράφηκε στα ανοικτά των δυτικών ακτών τής Σικελίας (στις 22 Νοεμβρίου), ενώ συνάντησε και περαιτέρω ατυχία με την εκλογή τού νέου πάπα ύστερα από παρατεταμένο ενδιάμεσο διάστημα. Τόσο ο Κάρολος όσο και οι καρδινάλιοι είχαν βρει προσοδοφόρο το μεσοδιάστημα. Όμως την 1η Σεπτεμβρίου 1271, αφού οι φατριαστικές διαμάχες στο περίφημο «κογκλάβιο τού Βιτέρμπο» είχαν κάνει αδύνατη την επιλογή πάπα, εκλογική επιτροπή έξι καρδιναλίων επέλεξε τον Τεντάλντο Βισκόντι τής Πιατσέντζα, αχειροτόνητο αρχιδιάκονο από τη Λιέγη, ο οποίος πήρε το όνομα Γρηγόριος Ι’. Για μερικά χρόνια το Ιερό Κολέγιο είχε χωριστεί σε Ανδεγαυή παράταξη, που ήθελε υπεραλπικό και κατά προτίμηση Γάλλο πάπα και αυτοκρατορική παράταξη, που ήθελε Ιταλό πάπα και την πλήρωση τού αυτοκρατορικού κενού με κατάλληλο υποψήφιο. Όπως ο Ούρμπαν Δ’ και ο Ιννοκέντιος Δ’, έτσι κι ο Γρηγόριος εκλέχτηκε με συμβιβασμό, αλλά αυτή τη φορά η Ανδεγαυή παράταξη είχε προφανώς ηττηθεί.

Ο Tεντάλντο Βισκόντι ήταν ένθερμος υποστηρικτής τής σταυροφορίας, η οποία αποτελούσε το μόνο θέμα στο οποίο οι καρδινάλιοι μπορούσαν να φθάσουν σε ενιαία γνώμη. Μάλιστα κατά τη στιγμή τής εκλογής του βρισκόταν στον Άγιο Ιωάννη Άκρας, στους Αγίους Τόπους. Μια σταυροφορία με σκοπό την ανάσχεση τής Λατινικής παρακμής στη Βιβλική γη θα αποτελούσε εμπόδιο για εκστρατεία των Ανδεγαυών κατά τού Βυζαντίου. Αλλά ο Γρηγόριος, ενώ συνδεόταν με τη μνήμη τού Λουδοβίκου Θ’, ελάχιστα ενδιαφερόταν για τις φιλοδοξίες τού αδελφού του, τού Καρόλου Ανδεγαυού. Στις 10 Φεβρουαρίου 1272 ο νέος πάπας έφτασε στο Βιτέρμπο, όπου προφανώς χειροτονήθηκε και καθαγιάστηκε. Ενθρονίστηκε και στέφθηκε στον Άγιο Πέτρο τής Ρώμης στις 27 Μαρτίου και σύντομα ανέλαβε την κατοχή τού ανακτόρου τού Λατερανού.7 Είχε ξεκινήσει παπική θητεία μεγάλης σημασίας.

Ο καιρός απαιτούσε πάπα δυνατό και έξυπνο, απαλλαγμένο από φατριαστικές δεσμεύσεις. Η εκκλησία ήταν οικονομικά ανάπηρη, το ερώτημα τής εκλογής στο αξίωμα τού Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα παρέμενε αναπάντητο, το μέλλον τής Λατινικής επιβίωσης στους Αγίους Τόπους ήταν πολύ αμφίβολο και η επίτευξη τής επανένωσης των Εκκλησιών παρέμενε απίθανη. Οι ποιητές, οι τραγουδιστές και οι τροβαδούροι ενθάρρυναν όλοι τούς ιεράρχες να καταβάλουν τον φόρο δεκάτης για τη σταυροφορία και τούς φεουδάρχες να αναλάβουν τον σταυρό. Όμως είχαν περάσει δύο σχεδόν αιώνες από την εποχή που ο πάπας Ούρμπαν Β’ είχε εμπνεύσει τούς Γάλλους να προχωρήσουν σε περιπέτεια στη Συρία και την Παλαιστίνη, ενώ ο Γρηγόριος Ι’ ζούσε σε γενιά, που δεν ενδιαφερόταν να βοηθήσει τούς Ανατολικούς χριστιανούς, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει, προτιμούσαν να ζουν σε οικτρή ειρήνη με τούς Μαμελούκους, παρά να τούς προκαλέσουν σε επίθεση εναντίον τής Άκρας, τής Τύρου, τής Τρίπολης ή τής Αντιόχειας. Ποιος θα μπορούσε να τούς κατηγορήσει; Φυσικά το μόνο που χρειαζόταν για να κηρυχθεί μια σταυροφορία ήταν δυνατά πνευμόνια και το δώρο τής ευγλωττίας. Όμως χρειαζόταν ένα βουνό χρήματα και άοκνες προσπάθειες για να στρατολογηθούν άνδρες, να βρεθούν καταλύματα για αυτούς, να μεταφερθούν στην ανατολή και να οδηγηθούν στη μάχη με οποιαδήποτε ελπίδα επιτυχίας. Οι σταυροφόροι έπρεπε να αφήσουν πίσω τις οικογένειές τους και να αντιμετωπίσουν τούς ανησυχητικούς κινδύνους τής θάλασσας. Πριν ακόμη πολεμήσουν τις πρώτες μάχες τους στην Ανατολή για την προστασία των Αγίων Τόπων και την οικοδόμηση ασφαλέστερης ζωής για τούς εξανατολισμένους εξαδέλφους τους, οι τελευταίοι θα βιάζονταν να τούς δουν να επιστρέφουν στην Ευρώπη, στα κτήματα που είχαν μερικές φορές υποθηκεύσει μέχρι τον λαιμό για να πληρώσουν τούς Γενουάτες και τούς Ενετούς, που θα τούς μετέφεραν στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ανατολικοί χριστιανοί είχαν δίκιο. Δεν υπήρχε θέση στη Συρία και την Παλαιστίνη για τούς Δυτικούς εξαδέλφους τους, που συνήθως ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και αναρωτιούνταν εκ των υστέρων αν όσα είχαν πετύχει άξιζαν τις δαπάνες, την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο. Τέλος η αλληλεπίδραση των ισχυρών δυνάμεων στην Ανατολή κατά τη δεκαετία τού 1270 θα περιέπλεκε σε μεγάλο βαθμό τα τεράστια προβλήματα που εμπλέκονταν αναπόφευκτα με την έναρξη σταυροφορίας τέτοιου μεγέθους για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων.8

Στις αρχές τού αιώνα ο Ιννοκέντιος Γ’ είχε προσπαθήσει να επαναλάβει Σταυροφορία υπό παπική ηγεσία. Αλλά τώρα, ενώ ο Μπαϊμπάρς, ο Μαμελούκος «σουλτάνος» τής Αιγύπτου, κατέστρεφε την Καισάρεια και την Απολλωνία (Αρσούφ) το 1265 και καταλάμβανε το Σαφάντ το 1266, οι πάπες κήρυσσαν σταυροφορία εναντίον τού Μάνφρεντ (και στην επόμενη γενιά θα έκαναν το ίδιο εναντίον τού Πέδρο Γ’ τής Αραγωνίας). Το 1268 οι Μαμελούκοι κατέλαβαν τη Γιάφφα σε μία μέρα (στις 7 Μαρτίου), ενώ πήραν τη συριακή πρωτεύουσα Αντιόχεια στις 21 Μαΐου, όταν παραδόθηκε φρουρά 8.000 περίπου ανδρών.9 Μάλιστα οι πάπες είχαν χάσει τον έλεγχο τής σταυροφορίας πριν αρχίσουν να υποβιβάζουν τον σκοπό της. Όταν ήρθε η εποχή των «πολιτικών σταυροφοριών», οι άνθρωποι δεν εμπνέονταν εύκολα να πολεμήσουν στις μάχες των Γάλλων παπών και των Ανδεγαυών συνεργατών τους.

Δεν υπήρχε έλλειψη θεωρητικών, από τον Ουμβέρτο των Ρωμαίων και τον Φιντέντσιο τής Πάδοβα μέχρι τον Πιέρ Ντυμπουά, τον Ραμόν Λουλ και τον πρεσβύτερο Σανούντο, που θα προωθούσαν σχέδια και προγράμματα για την κατάκτηση ή τον προσηλυτισμό τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου, αλλά τα έργα τους τα διάβαζαν κυρίως (όταν τα διάβαζαν) υψηλόβαθμοι ιερωμένοι και πλούσιοι έμποροι, πίνοντας εκλεκτά κρασιά και μασουλώντας γλυκά. Όπως η επιδίωξη τής αρετής έτσι και η Σταυροφορία θεωρούνταν ευρέως καθήκον, καλή δουλειά, αλλά κάποιος θα μπορούσε να είναι ενάρετος με την αυταπάρνηση, με την αποχή από την αμαρτία. Η συμμετοχή σε σταυροφορία προϋπέθετε σε μεγάλο βαθμό θετική προσπάθεια, έξοδα και αυτοθυσία.10 Όμως κατά τα τέλη τού 13ου αιώνα ούτε η ιπποσύνη τής Ευρώπης ούτε ο κλήρος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για αυτοθυσία. Καθώς η ευρωπαϊκή κοινωνία γινόταν πλουσιότερη, οι πόλεις πιο πολυάνθρωπες, η αστική τάξη πιο ευημερούσα, αυξανόταν και η επιθυμία απόλαυσης τής ζωής. Η μαγειρική βελτιωνόταν, τα σπίτια γίνονταν μεγαλύτερα και υπήρχε τάση αναζήτησης τής οικονομικής μάλλον παρά τής πνευματικής σωτηρίας. Μόνο μια ξεχωριστή φυσιογνωμία όπως ο Λουδοβίκος Θ’ μπόρεσε να εμπνεύσει τούς ανθρώπους, τουλάχιστον μερικούς ανθρώπους, να εκστρατεύσουν σε σταυροφορία στην Ανατολή εναντίον των απίστων. Για αρκετό ακόμη καιρό το θρησκευτικό κίνητρο φαινόταν ότι είχε εξαντληθεί. Παρ’ όλ’ αυτά όμως ο πάπας Γρηγόριος Ι’ θα έκανε μεγάλη προσπάθεια, σε οικουμενική σύνοδο, για να αναβιώσει τη Σταυροφορία.

Η καταιγίδα που κατέστρεψε τον στόλο τού Καρόλου Ανδεγαυού στα ανοικτά των δυτικών ακτών τής Σικελίας σε καμία περίπτωση δεν μείωσε τη φιλοδοξία του. Αυτός συνέχισε τις προσπάθειές του για να κερδίσει την υποστήριξη των Σέρβων και των Βουλγάρων, των Αλβανών και των Ούγγρων, στην ενδεχόμενη επίθεσή του εναντίον τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σε γενικές γραμμές οι προσπάθειές του δεν υπήρξαν ανεπιτυχείς, ιδιαίτερα μεταξύ των Αλβανών, οι οποίοι τον αναγνώρισαν ως «βασιλιά» και υποσχέθηκαν τη διαδοχή στους κληρονόμους του. Σε βασιλικό έγγραφο που υπογράφηκε στη Νάπολη στις 21 Φεβρουαρίου 1272 ο Κάρολος αναλάμβανε την υπεράσπιση των Αλβανών και υποσχόταν να τηρεί όλα τα προνόμιά τους, τα χρηστά ήθη και έθιμα.11 Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Κάρολος, «θείᾳ χάριτι βασιλεύς Σικελίας, Αλβανίας κλπ.» (dei gratia rex Sicilie et Albanie, etc.), διόρισε τον Γκάτσο Σινάρ, γιό τού περίφημου Φιλίππου, γενικό του εκπρόσωπο στο νέο βασίλειο, ενώ έκανε κάποιον Γουλιέλμο Μπερνάρντι διοικητή όλων των στρατευμάτων που είχαν σταλεί στην Αλβανία.12

Η ταχύτητα και η επιτυχία με την οποία ο Κάρολος έδειχνε να επιδιώκει τούς στόχους του ανησύχησε τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που αναγκάστηκε να γράψει στους υψηλόβαθμους κληρικούς και ευγενείς τής Αλβανίας, προσπαθώντας να τούς απομακρύνει από την υποταγή στους Ανδεγαυούς. Αλλά οι αποδέκτες τής επιστολής την παρέδωσαν στον Σινάρ και αυτή διαβιβάστηκε αμέσως στον Κάρολο, ο οποίος την 1η Σεπτεμβρίου 1272 έγραψε στους Αλβανούς κληρικούς και ευγενείς, συγχαίροντάς τους για τη νομιμοφροσύνη τους, προειδοποιώντας τους για τις δόλιες πρακτικές τού Μιχαήλ, «με τις οποίες, ως δικοί μας, θα εξαπατηθείτε για άλλη μια φορά» (quibus, sicut nostis, alias vos decepit) και καλώντας τους να προωθήσουν την υπόθεση των Ανδεγαυών ξεκινώντας έντονο πόλεμο εναντίον τού Έλληνα εχθρού.13 Καθώς ο Κάρολος προωθούσε τα στρατεύματά του στο Δυρράχιο, στεκόταν στην αφετηρία τής αρχαίας Εγνατίας οδού, τού μεγάλου στρατιωτικού δρόμου που οδηγούσε στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης, από το οποίο ήταν ανοικτή η προσέγγιση τής Κωνσταντινούπολης.

Η Σταυροφορία, η επανένωση των Εκκλησιών, καθώς και η εκλογή αυτοκράτορα ήταν τα τρία κύρια ζητήματα που αντιμετώπιζε ο Γρηγόριος Ι’ μόλις έγινε πάπας. Και τα τρία προβλήματα ήσαν αλληλένδετα. Υπήρχε μεγαλοπρέπεια στις μεσαιωνικές ιδέες, αντίστοιχη με τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Οι πολεμιστές μιας ενωμένης χριστιανοσύνης θα υπέτασσαν τον άπιστο και θα διέσωζαν τούς Αγίους Τόπους υπό την πνευματική και κοσμική ηγεσία τού πάπα και τού αυτοκράτορα αντίστοιχα. Έτσι η επανένωση των Εκκλησιών ήταν τόσο αναγκαία, όσο και η επιλογή αυτοκράτορα. Λίγες ημέρες μετά τη στέψη του στη Ρώμη (στις 27 Μαρτίου 1272) ο Γρηγόριος απεύθυνε σημείωμα στους χριστιανούς ηγεμόνες και υψηλούς αξιωματούχους, ενημερώνοντας για την πρόθεσή του να συγκαλέσει τη δέκατη τέταρτη οικουμενική σύνοδο, η οποία θα ξεκινούσε τις εργασίες της την 1η Μαΐου 1274, ενώ σε εκκλησιαστικό συμβούλιο τον Απρίλιο τού 1273 ανήγγειλε ότι είχε επιλέξει τη Λυών ως τόπο συνάντησης.14

Ο Γρηγόριος είχε ήδη ενημερώσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο για την επερχόμενη σύνοδο με μακρά επιστολή, που γράφηκε στο Ορβιέτο στις 24 Οκτωβρίου 1272, στην οποία είχε συμπεριλάβει για υπογραφή από τούς Έλληνες το λατινικό «σύμβολο» ή ομολογία πίστεως, το οποίο (όπως είδαμε) είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη μερικά χρόνια πριν ο πάπας Κλήμης Δ’. Ο πάπας Γρηγόριος προσκαλούσε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή να στείλει «αποκρισιαρίους … με πλήρη εξουσιοδότηση» (apocrisarii … cum potestate plenaria) να πραγματοποιήσουν την ένωση και να άρουν το σχίσμα.15 Ο Γρηγόριος σημείωνε επίσης στην επιστολή τής 24ης Οκτωβρίου την άφιξη στο Ορβιέτο τού Έλληνα Φραγκισκανού Ιωάννη Παράστρωνος, τον οποίο ο Mιχαήλ είχε στείλει ως απεσταλμένο στην παπική κούρτη.16 O Παράστρων, έχοντας διδαχθεί και τις δύο γλώσσες (utriusque linguae doctus), αποτελούσε πολύτιμο μεσάζοντα μεταξύ παπικής κούρτης και Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν έντονος υποστηρικτής τής ένωσης.17 Είχε φέρει επιστολή τού Μιχαήλ, στην οποία ο τελευταίος δήλωνε ότι έλπιζε ότι ο Γρηγόριος θα σταματούσε στην ελληνική πρωτεύουσα στον δρόμο του από τούς Αγίους Τόπους προς την Ιταλία, ώστε να μπορέσουν να εξετάσουν από κοινού τα μέσα για τον τερματισμό τού σχίσματος και τη διατήρηση τής ειρήνης στη χριστιανοσύνη.18

Στις 25 Οκτωβρίου ο Γρηγόριος διόρισε τον Τζερόμ τού Άσκολι (τον μελλοντικό πάπα Νικόλαο Δ’) και τρεις άλλους Φραγκισκανούς να συνοδεύσουν τον Παράστρωνα πίσω στον Βόσπορο και να λειτουργήσουν ως παπικοί νούντσιοι στην αυτοκρατορική αυλή, αναμένοντας ότι ο Μιχαήλ θα ανταποκρινόταν θετικά στην πρόσκληση να παραστεί ή να εκπροσωπηθεί στη Σύνοδο.19 Οι υποστηρικτές των Ανδεγαυών στην παπική κούρτη δεν έχασαν την ευκαιρία να συμβουλεύσουν τον πάπα, ότι ο καλύτερος τρόπος τερματισμού τού σχίσματος θα ήταν μια εκστρατεία, που θα αποκαθιστούσε τη Λατινική αυτοκρατορία στις ακτές τού Βοσπόρου, αλλά στις 26 Οκτωβρίου (1272) ο Κάρολος Ανδεγαυός διέταζε τον ναύαρχό του στο Μπρίντιζι να επισπεύσει την αναχώρηση των Φραγκισκανών και να τούς βοηθήσει κατά την επιστροφή τους.20 Ο Γρηγόριος Ι’ δεν ήταν Γάλλος και δεν είχε καμία πρόθεση να βγάλει τα κάστανα των Ανδεγαυών από τη φωτιά των Βαλκανίων. Στις 5 Νοεμβρίου ο πάπας εξουσιοδότησε τούς νούντσιούς του να χορηγήσουν στους Έλληνες απεσταλμένους άδειες ασφαλούς διέλευσης για την άφιξη στην Αγία Έδρα (ή στη σύνοδο), στην πιθανή περίπτωση που θα τούς έστελνε ο Μιχαήλ, ενώ στις 7 Νοεμβρίου απαίτησε να χορηγήσει τέτοιες άδειες και ο Κάρολος Ανδεγαυός στους Έλληνες «για διέλευση, παραμονή, καθώς και για επιστροφή» (in veniendo, morando et etiam redeundo).21 Ο Γρηγόριος προσπαθούσε να επιβάλει ειρήνη μεταξύ τού Όττοκαρ Β’ τής Βοημίας και τού Στέφανου τής Ουγγαρίας,22 καθώς και μεταξύ των ιταλικών πόλεων τού βορρά, ιδιαίτερα μεταξύ Γένουας και Βενετίας. Όταν ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανανεώσει την ελληνο-ενετική ειρήνη, ο Γρηγόριος προειδοποίησε τον δόγη Λορέντζο Τιέπολο να μην το πράξει χωρίς διαβούλευση με την Αγία Έδρα και όταν ο δόγης δεν τού απάντησε, ο Γρηγόριος τον επέπληξε με αδιάλλακτους όρους.23 Ο Γρηγόριος φοβόταν ότι ο Mιχαήλ θα έχανε μέρος τού σεβασμού του για την Αγία Έδρα και τού ενθουσιασμού του για την ένωση, αν μπορούσε να προωθήσει επιτυχώς πολιτική ουδετερότητας ή συμμαχίας με τα ισχυρά ναυτικά κράτη τής Δύσης.24

Σημαντικός σκοπός τής Συνόδου θα ήταν και η ηθική μεταρρύθμιση κληρικών και λαϊκών,25 αλλά αυτό δεν αποτελεί τόσο τωρινό ενδιαφέρον μας, όσο η ανατολική πολιτική τού Γρηγορίου Ι’ και τα σχέδιά του για σταυροφορία. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι καθώς η ομάδα τού πάπα ταξίδευε προς βορρά, η σταυροφορία ήταν αυτή που γέμιζε το μυαλό τού Γρηγόριου. Οι δραστηριότητές του κατά τη διάρκεια των προηγουμένων μηνών καθιστούσαν το γεγονός απολύτως σαφές.26 Ο Γρηγόριος έφτασε στη Λυών με μεγάλη ακολουθία μεταξύ 3ης και 18ης Νοεμβρίου 1273 και έστειλε αμέσως κι άλλη επιστολή στον Κάρολο Ανδεγαυό (με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου), ζητώντας την πλήρη προστασία των Βυζαντινών απεσταλμένων, που θα διέρχονταν από τα εδάφη του στον δρόμο τους προς τη σύνοδο.27 Την επόμενη μέρα (την 21η) έγραψε και πάλι στον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, προτρέποντάς τον να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια και προετοιμασία, ώστε να εξασφαλιστεί η ειλικρινής διακήρυξη τής εκκλησιαστικής ένωσης, ενώ υποσχόταν ότι η Αγία Έδρα εγγυόταν την ασφάλεια των απεσταλμένων του.28 Λίγες ημέρες αργότερα έγραψε στον Τζερόμ τού Άσκολι και τούς συναδέλφους του Φραγκισκανούς, ότι θα έπρεπε να παροτρύνουν τον Mιχαήλ να στείλει την ελληνική αντιπροσωπεία στη σύνοδο χωρίς προφάσεις καθυστερήσεων και ευχόταν να συμμετάσχουν στη σύνοδο και ο Τζερόμ και οι σύντροφοί του.29 Κάθε παπική επιστολή που αφορούσε τη σύνοδο ή τη σταυροφορία έφερε σημείωση επείγοντος και αποφασιστικότητας, είτε ζητούσε οικονομικές επιδοτήσεις για την «υπόθεση των Αγίων Τόπων» (negotium Terrae Sanctae) είτε επιδίωκε να διαλύσει τις εχθροπραξίες μεταξύ των κρατών, από τα οποία θα στρατολογούνταν οι αναγκαίοι άνδρες και τα πλοία. Ο Γρηγόριος προέτρεψε τον Εδουάρδο Α’ τής Αγγλίας να επιταχύνει ή να αναβάλει τη στέψη του, φοβούμενος ότι η προετοιμασία των τελετών θα καθυστερούσε ή θα εμπόδιζε την πρέπουσα αγγλική παρουσία στη σύνοδο.30 Όπως είναι γνωστό, κατεύθυνε τον μεγάλο Δομινικανό Θωμά Ακινάτη να εμφανιστεί στη σύνοδο. Ο Θωμάς ξεκίνησε από τη Νάπολη για τη Λυών στα τέλη Ιανουαρίου 1274, παίρνοντας μαζί του την πραγματεία που είχε συνθέσει ύστερα από αίτημα τού πάπα Ούρμπαν Δ’ «επί των λαθών των Ελλήνων». Αλλά ο Θωμάς δεν έφτασε μακρύτερα από το Κιστερκιανό μοναστήρι τής Φοσσανουόβα, κοντά στο κάστρο τού Πιπέρνο, όπου πέθανε το πρωί τής 7ης Μαρτίου 1274 πριν φτάσει σε ηλικία πενήντα ετών.31

Ύστερα από γενική νηστεία τριών ημερών, ο πάπας Γρηγόριος Ι’ άνοιξε τις εργασίες τής πρώτης συνεδρίασης τής Δευτέρας Συνόδου τής Λυών στις 7 Μαΐου 1274, στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Ιωάννη.32 Κήρυξε με βάση το κείμενο με το οποίο ο Ιννοκέντιος Γ’ είχε ανοίξει τις εργασίες τής Τέταρτης Συνόδου τού Λατερανού (κατά Λουκά Ευαγγέλιο, 22: 15), «καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς, ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν» και μακρηγόρησε επί τού τριπλού σκοπού για τον οποίο είχε συγκαλέσει την παρούσα σύνοδο, δηλαδή για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, την επανένωση Ελλήνων και Λατίνων και τη μεταρρύθμιση τής εκκλησίας.33 Ο Γρηγόριος βρέθηκε απέναντι σε σεβάσμια συγκέντρωση, η οποία (όπως και το κείμενο τού ανοίγματός του) θύμιζε το μεγαλείο τού Λατερανού σχεδόν εξήντα χρόνια πριν. Περίπου 412 αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι φαίνεται ότι είχαν συμμετάσχει στην Τέταρτη Σύνοδο τού Λατερανού. Ο μισός περίπου αριθμός ήταν παρών στην Πρώτη Σύνοδο τής Λυών. Σύμφωνα με τον Βοημό χρονικογράφο Μάρτιν τού Τρόππαου (πέθανε το 1278), ο οποίος είχε στενές σχέσεις με την παπική κούρτη, στη Δεύτερη Σύνοδο τής Λυών συμμετείχαν 500 επίσκοποι, 60 ηγούμενοι και 1.000 περίπου χαμηλότερου βαθμού ιεράρχες. Μεταγενέστεροι χρονικογράφοι μπορεί να μεταβάλουν τούς αριθμούς, αλλά όλοι αντλούν τις πληροφορίες τους, άμεσα ή έμμεσα, από τον Mάρτιν. Ο Χάινριχ Φίνκε έδειξε πριν πολλά χρόνια ότι η εκτίμηση τού Mάρτιν ήταν πολύ υπερβολική, αν και πρόσφατοι συγγραφείς φαίνεται γενικά να παραβλέπουν την πιο ρεαλιστική εκτίμηση τού Φίνκε ότι ο αριθμός των επισκόπων που συμμετείχαν στη Λυών ήταν μεταξύ 200 και 300.34 Ακόμη κι έτσι επρόκειτο για μεγάλη υπόθεση.

Η δεύτερη συνεδρίαση τής Συνόδου πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου. Η τρίτη στις 4 Ιουνίου. Η τέταρτη και η πέμπτη στις 6 και 16 Ιουλίου αντίστοιχα. Και η έκτη και τελευταία συνεδρίαση στις 17 Ιουλίου. Αν και ο Ιάκωβος (James) Α’ τής Αραγωνίας ήταν ο μόνος βασιλιάς που παρευρέθηκε αυτοπροσώπως, ήρθαν βασιλικοί απεσταλμένοι από τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Γερμανία, τη Σικελία, την Κύπρο, ακόμη και από την Περσία των Μογγόλων. Οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου παρευρέθηκαν στις τρεις τελευταίες συνεδριάσεις. Μεταξύ των καρδιναλίων τής Συνόδου τής Λυών τρεις θα εκλέγονταν σύντομα πάπες: ο Πιέρ ντε Ταρενταίζ (Iννοκέντιος Ε’), ο Οττομπόνο Φιέσκι (Αδριανός Ε’) και ο Πέτρος Ισπανός τής Λισαβώνας (Ιωάννης ΚΑ’), όπου όλοι τους φόρεσαν συνολικά την παπική τιάρα για λίγο περισσότερο από ένα έτος. Ο Αλβέρτος Μάγκνους, επίσκοπος τού Ρέγκενσμπουργκ, ήταν εκεί, ενώ εκεί φυσικά ήταν και ο καρδινάλιος Μποναβεντούρα, καθώς και μερικά από τα πιο γνωστά μέλη τής ιεραρχίας των επισκόπων τού 13ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των Γκυγιώμ Ντυράν Α’ τής Μέντης, Ετιέν Τεμπιέ τού Παρισιού και Ωντ Ριγκώ τής Ρουέν. Ήταν εκεί ο μάγιστρος των Ναϊτών ιπποτών, καθώς και εκπρόσωπος των Ιωαννιτών.35

Ο Γρηγόριος χρησιμοποίησε το διάλειμμα μεταξύ πρώτης και δεύτερης συνεδρίασης τής συνόδου για να αποσπάσει από τον ανώτατο κλήρο κάθε επαρχίας την υπόσχεση ότι θα δινόταν η δεκάτη (tithe) κάθε είδους εκκλησιαστικών εσόδων επί έξι χρόνια σε βοήθεια τής διάσωσης των Αγίων Τόπων. Αμέσως μετά τη δεύτερη συνεδρίαση πήρε πολύ ενθαρρυντική επιστολή από τούς νούντσιους που είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη και διέταξε να διαβαστεί αυτή δημοσίως στον καθεδρικό ναό, ενώ το κήρυγμα τού καρδινάλιου Μποναβεντούρα περιλάμβανε απολύτως κατάλληλο κείμενο από τον Βαρούχ (5, 5) τής Παλαιάς Διαθήκης: «Ἀνάστηθι, Ἱερουσαλήμ, καὶ στῆθι ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ καὶ περίβλεψαι πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἴδε συνηγμένα τὰ τέκνα σου ἀπὸ ἡλίου δυσμῶν ἕως ἀνατολῶν τῷ ρήματι τοῦ ἁγίου χαίροντας τῇ τοῦ Θεοῦ μνείᾳ…»36 Τα δεινά των Αγίων Τόπων αποτέλεσαν το κύριο ζήτημα τής δεύτερης συνεδρίασης τής συνόδου (στις 18 Μαΐου), όπου ο Γρηγόριος παρουσίασε λεπτομερές σχέδιο για τη σταυροφορία με παθιασμένη αγόρευση. Δεν είχε απλώς ακούσει για τις άφατες θηριωδίες των Σαρακηνών, είπε, αλλά τούς είχε δει με τα μάτια του (…non tantum audivimus sed oculis nostris aspeximus…) και η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων ήταν θέμα που απασχολούσε το σύνολο των Καθολικών (…prefate terre liberatio tangere debet omnes qui fidem katholicam profitentur…). Επιπλέον τής δεκάτης έξι ετών, που θα επιβαλλόταν στα εκκλησιαστικά εισοδήματα και σε άλλους οικονομικούς δασμούς, ο Γρηγόριος ζητούσε από τις κοσμικές αρχές να συγκεντρώνουν μια δεκάρα τον χρόνο από κάθε χριστιανό εντός τής δικαιοδοσίας τους. Κάθε δεκάρα μετρούσε και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Οι κουρσάροι και οι πειρατές θα αφορίζονταν, μαζί με τούς ψευτο-χριστιανούς που πουλούσαν όπλα στους Σαρακηνούς, σίδηρο, ξυλεία, πλοία και άλλα τέτοια αντικείμενα στρατιωτικού λαθρεμπορίου. Μάλιστα ο πάπας απαγόρευε κάθε είδους χριστιανική ναυτιλία στα ύδατα των Σαρακηνών στην Ανατολή επί έξι χρόνια, όχι μόνο για να αποδυναμώσει το Ισλάμ, αλλά και για να αυξήσει τα πλοία που θα ήσαν διαθέσιμα για τη σταυροφορία. Διακήρυξε απαραβίαστη ειρήνη έξι ετών στη χριστιανοσύνη, ενώ θέσπισε τη συνήθη άφεση αμαρτιών για εκείνους που επρόκειτο να συμμετάσχουν στη σταυροφορία.37

Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 6 Ιουνίου ο Γρηγόριος αποφάσισε για το από μακρού επίμαχο ζήτημα τής Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπέρ τού Ροδόλφου των Αψβούργων, τού οποίου οι εκπρόσωποι επιβεβαίωσαν αμέσως διάφορες δεσμεύσεις, τις οποίες ο Όθων Δ’ τού Μπράουνσβαϊκ και ο Φρειδερίκος Β’ είχαν αναλάβει έναντι τού παπισμού νωρίτερα στον αιώνα.38 Η αναγνώριση τού Ροδόλφου φαινόταν να λύνει ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Γρηγόριος από την άνοδό του στο παπικό αξίωμα. Κατά την τρίτη συνεδρίαση (στις 4 Ιουνίου) εγκρίθηκαν δώδεκα περίπου κανόνες. Δεδομένου ότι κανένας δεν ήταν σίγουρος αν θα έρχονταν οι Βυζαντινοί εκπρόσωποι, δεν ορίστηκε ημερομηνία για την τέταρτη συνεδρίαση και επιτράπηκε στους επισκόπους και στους αξιωματούχους να βγουν από τη Λυών σε ακτίνα έξι λευγών (περίπου εικοσιπέντε χιλιομέτρων), ώστε η ανάκλησή τους να είναι εύκολη και η επιστροφή τους γρήγορη.39 Έχοντας ορίσει και κατ’ όνομα επικεφαλής για τη γερμανική αυτοκρατορία, ο Γρηγόριος στράφηκε τώρα να ασχοληθεί με την ελληνική αυτοκρατορία.

Η ελληνική αντιπροσωπεία έφτασε στη Λυών στις 24 Ιουνίου και τη συνάντησαν, σύμφωνα με το έθιμο τής παπικής κούρτης, οι επικεφαλής αξιωματούχοι τής οικογένειας (famiglia), τού νοικοκυριού τού πάπα, καθώς φυσικά και τού σώματος των καρδιναλίων.40 Τα τρία κύρια μέλη τής ελληνικής αντιπροσωπείας ήσαν ο πρώην πατριάρχης Γερμανός [Γ΄], ο μητροπολίτης Θεοφάνης τής Νικαίας και ο Μεγάλος Λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης, τού οποίου η ιστορική αφήγηση τής δικής του εποχής τελειώνει δυστυχώς πολύ πριν από την ημερομηνία τής συνόδου. Οι Έλληνες, συνοδευόμενοι από την τιμητική συνοδεία τους, οδηγήθηκαν στο αρχιεπισκοπικό ανάκτορο, όπου ο Γρηγόριος στεκόταν στη μεγάλη αίθουσα για να τούς υποδεχθεί και να τούς δώσει τον ασπασμό τής ειρήνης. Ανέφεραν ότι είχαν έρθει στη Λυών για να δηλώσουν υπακοή στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία και να αποδεχθούν το λατινικό καθολικό σύμβολο τής πίστεως, να αναγνωρίσουν τα πρωτεία τής Αγίας Έδρας και να μεταφέρουν στον πάπα αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, στο οποίο ο αυτοκράτοράς τους ομολογούσε επίσης την καθολική πίστη, στη μορφή και με τη διατύπωση που τού είχε ζητηθεί (ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ἥν διδάσκει και ὁμολογεῖ και κηρύττει ἡ ἁγία ἐκκλησία τῆς Ῥώμης).41

Οι περισσότερες από τις συζητήσεις στη Λυών έγιναν στο παρασκήνιο (όπως συμβαίνει συνήθως σε συνόδους και συμβούλια), αλλά η ελληνο-λατινική συμφωνία επί των άρθρων τής πίστεως ήταν φυσικά δεδομένη. Τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου) ο πάπας Γρηγόριος έκανε τη λειτουργία μπροστά σε μεγάλη συγκέντρωση εκκλησιαστικών, ενώ η επιστολή, το ευαγγέλιο και το σύμβολο τής πίστεως ψάλθηκαν όλα στα ελληνικά και στα λατινικά. Ο καρδινάλιος Μποναβεντούρα κήρυξε την ορθή πίστη τής Ρώμης και την αναγκαιότητα τής ένωσης των εκκλησιών. Όταν απαγγέλθηκε στα ελληνικά το σύμβολο τής πίστεως τής οικουμενικής συνόδου τής Νικαίας, ο Δομινικανός Γουλιέλμος τού Μέρμπεκε (ο μεταφραστής τού Αριστοτέλη και τού Αρχιμήδη), ο οποίος αργότερα έγινε Λατίνος αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1278-1286), καθώς και ο Φραγκισκανός Ιωάννης Παράστρων, ο οποίος προφανώς υπηρετούσε ως αρχιδιερμηνέας τής συνόδου, έψαλλαν μαζί. Ο όρος «και εκ τού Yιού» (filioque) ψάλθηκε τρεις φορές και ο πατριάρχης Γερμανός Γ’, ο μητροπολίτης Θεοφάνης τής Νικαίας και ο «λογοθέτης» Ακροπολίτης έψαλλαν επίσης, ενώ ύστερα έψαλλαν στα ελληνικά τα «εγκώμια των επισήμων» (laudes solemnes) προς τιμή τού πάπα.42

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Ιουλίου, οι καλοί πολίτες τής Λυών και τα μέλη τής παπικής κούρτης ξαφνιάστηκαν βλέποντας την άφιξη πρεσβείας από τον Aμπάγα, τον Μογγόλο ιλ-Χάνο τής Περσίας, που αναζητούσε συμμαχία με τούς χριστιανούς εναντίον των μουσουλμάνων στην Ανατολή. Οι απεσταλμένοι είχαν κάνει το μεγάλο ταξίδι τους με ασφάλεια, υπό την καθοδήγηση λίγων Δομινικανών μοναχών. Η επιστολή που έφερναν στον πάπα, στους καρδινάλιους και στους συνοδικούς πατέρες ξεκινούσε με πομπώδη κομπασμό για όλες τις κατακτήσεις των Μογγόλων στη Μέση και Εγγύς Ανατολή. Τόνιζε τη γενναιοδωρία των Μογγόλων προς τούς χριστιανούς και την προστασία που παρείχαν σε αυτούς. Και πρότεινε συνομοσπονδία με τη χριστιανοσύνη εναντίον τού Ισλάμ, η οποία φυσικά θα έθετε την πόλη και το βασίλειο τής Ιερουσαλήμ υπό χριστιανική κατοχή, αλλά προφανώς υπό την επικυριαρχία των Μογγόλων.43 Οι απεσταλμένοι αναφέρθηκαν εκτεταμένα στο ενδιαφέρον που είχε δείξει για τον χριστιανισμό ο Ουλάγου, ο πατέρας τού Aμπάγα. Ο Ουλάγου είχε αποκαλύψει τα μυστικά τής καρδιάς του στους Δομινικανούς μοναχούς στην αυλή του, λέγοντάς τους πράγματα που ποτέ δεν είχε πει σε άλλους. Οι απεσταλμένοι ισχυρίζονταν μάλιστα ότι ο Ουλάγου θα είχε προσηλυτιστεί και βαφτιστεί, «αν ο Θεός δεν είχε επιτρέψει την απομάκρυνσή του από τον κόσμο μας, λόγω των δικών μας αμαρτιών». [Αναρωτιέται κανείς αν οι Δομινικανοί δεν είχαν ετοιμάσει αυτή την υποτιθέμενη «επιστολή που έστειλε ο βασιλιάς των Τατάρων προς τη σύνοδο τής Λυών» (littera quam misit rex Tartarorum ad Concilium Lugdunense), όπως τιτλοφορείται η επιστολή στο χειρόγραφο Βιέννης τού κειμένου].44 Τώρα ο Aμπάγα ακολουθούσε τα βήματα τού πατέρα του, δείχνοντας για τούς χριστιανούς την ίδια και ακόμη μεγαλύτερη προσοχή. Τόσο ο πατέρας όσο και ο γιος είχαν απελευθερώσει τούς [χριστιανούς] αιχμαλώτους που είχαν βρει στις εκστρατείες τους, αφαιρώντας τα δεσμά από αυτούς και οδηγώντας τους στην ασφάλεια τής Μεσογείου. Για όλα αυτά μπορούσε να μιλήσει ο Δομινικανός μοναχός Δαβίδ, που είχε συνοδεύσει τούς Μογγόλους σε τέτοιες εκστρατείες.

«Κάνουμε λοιπόν γνωστό σε όλους όσοι ζουν κάτω από τον ήλιο, ότι ο πανίσχυρος βασιλιάς μας Aμπάγα, επιθυμώντας να συγκροτήσει συμμαχία και να διατηρήσει σταθερή ειρήνη με όλους τούς χριστιανούς υπηκόους τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να μάς στείλει ως επισήμους απεσταλμένους του ενώπιον τής Αγίας Αποστολικής Έδρας και τής παρούσας ιερότατης Συνόδου, όπως αναφέρεται σε επιστολές γραμμένες στη μογγολική και λατινική γλώσσα, επικυρωμένες με τη σφραγίδα του, τις οποίες έχουμε υποβάλει στον ιερότατο πατέρα, τον ανώτατο ποντίφηκα, παρουσία των σεβασμίων κυρίων καρδιναλίων και των άλλων συμμετεχόντων ιερωμένων…»45

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ειλικρινή αφοσίωση στον χριστιανισμό από την πλευρά τού Aμπάγα. Μια χριστιανική συμμαχία εναντίον των Μαμελούκων θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής και ένας από τούς απεσταλμένους των Μογγόλων, καθώς και δύο άλλα μέλη τής αποστολής, ζήτησαν και βαφτίστηκαν από τον Δομινικανό καρδινάλιο Πιέρ ντε Ταρενταίζ (τον αργότερα Ιννοκέντιο Ε’), ενώ την επόμενη μέρα, στις 13 Μαρτίου 1275, όταν οι Μογγόλοι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην Περσία, ο Γρηγόριος Ι’ έγραψε στον ιλ-Χάνο ότι είχε καλωσορίσει τούς απεσταλμένους του με ευχαρίστηση. Ο Γρηγόριος είχε προσευχηθεί και προσευχόταν «με συντετριμμένη καρδιά και ταπεινό πνεύμα» (corde contrito et spiritu humiliato), ότι ο Θεός, το αληθινό φως που φωτίζει την ψυχή κάθε ανθρώπου που γεννιέται στον κόσμο, θα πρόσφερε στον Aμπάγα και στον λαό του την επιθυμία να αναγνωρίσουν την αλήθεια και να αναζητήσουν στην εξύψωση τής χριστιανικής πίστης τη σωτηρία τους. Όσο για τη σταυροφορία ο Γρηγόριος δήλωνε ότι πριν εμφανιστούν στην Ανατολή χριστιανικοί στρατοί, παπική αποστολή θα ενημέρωνε με τη σειρά της την αυλή τού ιλ-Χάνου στην Περσία και θα παρείχε στους Μογγόλους περαιτέρω μέσα, αν αφουγκράζονταν το μήνυμα τής επίτευξης τής σωτηρίας, που ποθούσε ο πάπας για αυτούς.46

Η τέταρτη συνεδρίαση τής Δεύτερης Συνόδου τής Λυών πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 6 Ιουλίου. Οι Έλληνες απεσταλμένοι πήραν τις θέσεις τους στα δεξιά τού πάπα μετά τούς καρδινάλιους και άκουσαν κήρυγμα από τον καρδινάλιο Πιέρ ντε Ταρενταίζ, ο οποίος διακρινόταν στις δραστηριότητες τής συνόδου. Στη συνέχεια ο πάπας εξέφρασε τη χαρούμενη ικανοποίησή του για την ελεύθερη επιστροφή των Ελλήνων στην υπακοή τής ρωμαϊκής εκκλησίας47 και έβαλε να διαβαστούν στη σύνοδο λατινικές μεταφράσεις των σημαντικότερων ελληνικών επιστολών, όπως η εκτεταμένη επιστολή τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, που περιλάμβανε το ρωμαϊκό σύμβολο τής πίστεως («Πιστεύουμε στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα…», Credimus sanctam trinitatem, patrem et filium et spiritum sanctum…), άλλη επιστολή αποδοχής τής Καθολικής πίστης με έκφραση υιικής υπακοής από τον Ανδρόνικο, τον μεγαλύτερο γιο τού Μιχαήλ, καθώς και επιστολή από την ελληνική ιεραρχία, που επαινούσε τον ζήλο τού Μιχαήλ για την ένωση των Εκκλησιών και αναγνώριζε την ένωση και τα πρωτεία τού πάπα.48

Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ιστορικός, στρατιωτικός και διπλωμάτης, προχωρούσε τώρα μπροστά, στο κέντρο τής προσοχής. Πρέπει να υπήρχε επίσημη ακινησία μέσα στην εκκλησία καθώς άρχισε να διαβάζει:

Εγώ, ο Γεώργιος Ακροπολίτης, μέγας λογοθέτης, απεσταλμένος τού κυρίου μας, τού Έλληνα αυτοκράτορα Μιχαήλ Δούκα Άγγελου Κομνηνού, διαθέτοντας την πλήρη εντολή τού τελευταίου για αυτό που ακολουθεί, αποκηρύσσω εντελώς κάθε σχίσμα. Με τη δήλωση πίστης που έχουμε προσυπογράψει, όπως διαβάστηκε πλήρως και γράφηκε πιστά στο όνομα τού παραπάνω κυρίου μου, αναγνωρίζουμε ότι είναι η αληθινή, αγία, καθολική και ορθόδοξη πίστη. Την αποδέχομαι. Την ομολογώ στην καρδιά μου και με τα χείλη μου και υπόσχομαι ότι θα την διατηρήσω απαραβίαστη, όπως η Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία την τηρεί πραγματικά, τη διδάσκει πιστά και την κηρύττει και υπόσχομαι ότι δεν θα την εγκαταλείψω ποτέ, ούτε θα παρεκκλίνω από αυτήν, ούτε θα διαφωνήσω με αυτήν καθ’ οιονδήποτε τρόπο…

Στη συνέχεια ο Ακροπολίτης αποδέχτηκε πανηγυρικά την πρωτοκαθεδρία τής ρωμαϊκής εκκλησίας και δεσμεύτηκε υπακοή σ’ αυτήν, τόσο για δικό του λογαριασμό, όσο και εκ μέρους τού αυτοκράτορά του.49

Όταν τελείωσε ο Ακροπολίτης, ο πάπας άρχισε να ψάλλει το «Εσύ Θεέ» (Te Deum) με δυνατή φωνή, ενώ αυτόπτης μάρτυρας μάς πληροφορεί ότι παρέμενε όρθιος, χωρίς τη μίτρα του, «με μεγάλη αφοσίωση και άφθονα δάκρυα». Ήταν ίσως η υπέρτατη στιγμή τής παπικής του θητείας. Κήρυξε πάλι, εν συντομία αυτή τη φορά, με το κείμενο με το οποίο είχε ανοίξει τις εργασίες τής συνόδου (από το κατά Λουκάν, 22:15), «…ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν…» (Desiderio desideravi hoc pascha manducare vobiscum). Στη συνέχεια οι Έλληνες απεσταλμένοι κατέβηκαν από την εξέδρα για να πάρουν τις θέσεις τους πίσω από τούς καρδιναλίους, στους ψηλούς πάγκους που είχαν στηθεί στο κεντρικό κλίτος τού ναού, ενώ ο πάπας άρχισε να ψέλνει το «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν» (Credo in unum Deum) κι έψελνε μαζί του όλη η σύνοδος. Ύστερα οι απεσταλμένοι το έψαλλαν στα ελληνικά, μαζί με τούς Έλληνες κληρικούς από τη νότια Ιταλία και τη Σικελία, οι οποίοι βρίσκονταν σε κοινωνία με τη Ρώμη από την αξέχαστη σύνοδο τού Μπάρι το 1098. Έψαλλαν το «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (filioque) δύο φορές. Ύστερα ο πάπας ζήτησε να διαβαστεί στη σύνοδο το γράμμα τού Aμπάγα, τού ιλ-Χάνου τής Περσίας και στη συνέχεια προσδιόρισε κατ’ αρχήν ως ημερομηνίες για τις επόμενες συνεδριάσεις τής συνόδου τη Δευτέρα και Τρίτη 9 και 10 Ιουλίου.50

Το Σάββατο, 7 Ιουλίου ο Γρηγόριος έδειξε στους καρδινάλιους το διάταγμα που είχε ετοιμάσει «περί τής εκλογής τού Ρωμαίου ποντίφηκος» (super electione Romani pontificis), για το οποίο υπήρχε μεγάλη διάσταση απόψεων στο Ιερό Κολλέγιο. Ο Γρηγόριος επέμενε για την ανανέωση των διαταγμάτων ορισμένων από τούς προκατόχους του, ειδικά τού Αλέξανδρου Γ’, ώστε μετά τα εννιάμερα τού πένθους για τον νεκρό ποντίφηκα, οι καρδινάλιοι να συγκεντρώνονται σε κογκλάβιο τη δέκατη ημέρα και αν μετά τρεις ημέρες σε κογκλάβιο δεν κατόρθωναν να εκλέξουν νέο πάπα, τότε η τροφή τους να μειωνόταν σε ένα μόνο πιάτο (ferculum), σερβιριζόμενο κάθε πρωί και βράδυ. Εάν μετά από πέντε μέρες τέτοιας αναγκαστικής δίαιτας δεν είχαν ακόμη εκλέξει πάπα, τότε δεν θα έτρωγαν τίποτε πια παρά μόνο ψωμί, κρασί και νερό, μέχρι να μπορέσουν να ανακοινώσουν στον αναμένοντα κόσμο το όνομα τού νέου πάπα. Κατά τη διάρκεια τού κογκλάβιου οι καρδινάλιοι δεν θα έπαιρναν τίποτε από το παπικό ταμείο (Camera Apostolica) ή άλλη εκκλησιαστική πηγή.51 Τής εκλογής τού ίδιου τού Γρηγορίου είχε προηγηθεί μεσοδιάστημα τριών ετών και ήταν αποφασισμένος να μη μείνει ξανά η χριστιανοσύνη χωρίς επικεφαλής πάστορα από μια τέτοια σκανδαλωδώς παραμένουσα κενή θέση.

Το γενικό αίσθημα ικανοποίησης των περισσότερων συνοδικών πατέρων στη Λυών ελαττώθηκε δυστυχώς την Κυριακή 15 Ιουλίου, όταν πέθανε ο καρδινάλιος Μποναβεντούρα, «άνθρωπος άριστης γνώσης και ευγλωττίας, μάλιστα άνθρωπος αγιότητας, κομψός … καταδεκτικός άνθρωπος, ευσεβής … αγαπημένος τού Θεού και των ανθρώπων» (homo eminentis scientie et eloquentie, vir quidem sanctitate precipuus, … benignus, affabilis, pius … Deo et hominibus dilectus). Κηδεύτηκε την ίδια ημέρα στο μοναστήρι των Φραγκισκανών στη Λυών παρουσία τού πάπα, των μελών τής κούρτης και των πενθούντων πατέρων τής συνόδου. Ο Πιέρ ντε Ταρενταίζ, ο καρδινάλιος επίσκοπος τής Όστια, κήρυξε με βάση το κείμενο (Βασιλειών Β’ [Σαμουήλ Β’], 1, 26) «…ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν· ὡραιώθης μοι σφόδρα…»52 Οι Έλληνες είχαν μεταφράσει το όνομα τού Μποναβεντούρα ως Ευτύχιος και τούς είχε εντυπωσιάσει τόσο η γοητεία τής προσωπικότητάς του όσο και οι γνώσεις του. Αγιοποιήθηκε το 1482 υπό τον πάπα Σίξτο Δ’ και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ τής εκκλησίας από τον Σίξτο Ε’ το 1588, υπενθυμίζοντας και οι δύο ποντίφηκες τις εξαιρετικές υπηρεσίες του στη Λυών.53

Ήταν η πέμπτη γενική συνεδρίαση τής Συνόδου στις 16 Ιουλίου, όταν ο Πιέρ ντε Ταρενταίζ βάφτισε τούς τρεις Τάταρους, που ήσαν ντυμένοι (πιο λατινικά) στα πορφυρά για την περίσταση. Μετά την τελετή ο πάπας Γρηγόριος μπήκε στην εκκλησία και διαβάστηκαν στη συνέλευση δεκατέσσερα συνοδικά διατάγματα. Ο πάπας στη συνέχεια μίλησε για τον Μποναβεντούρα και για την «ανεκτίμητη απώλεια» που είχε υποστεί η εκκλησία με τον θάνατό του. Διέταξε ότι όλοι οι ιεράρχες και ιερείς σε όλο τον κόσμο (per totum mundum) έπρεπε να κάνουν λειτουργία για την ψυχή του κι άλλη μία για τις ψυχές εκείνων που είχαν πεθάνει συμμετέχοντας στη σύνοδο. Προχωρούσε όμως η ώρα και η συνέχιση των υποθέσεων τής συνόδου προσδιορίστηκε για τη συνεδρίαση τής επόμενης ημέρας. Η έκτη και τελευταία συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε λοιπόν την Τρίτη 17 Ιουλίου, όπου διαβάστηκαν δημοσίως άλλα δύο διατάγματα. Ο πάπας απευθυνόταν τώρα στη συνέλευση για τελευταία φορά. Επανέλαβε τούς τρεις λόγους τής σύγκλησης τής συνόδου. Είχαν ετοιμαστεί σχέδια για τη Σταυροφορία (την υπόθεση των Αγίων Τόπων, negotium Terre Sancte) και είχε πραγματοποιηθεί η ένωση με την Ελληνική Εκκλησία, αλλά είπε ότι «οι ιεράρχες προκαλούν την καταστροφή όλου τού κόσμου» (quod prelati faciebant ruere totum mundum). Απεύθυνε λοιπόν σε αυτούς επίσημη προειδοποίηση. Αν δεν μεταρρυθμίζονταν οι ίδιοι, τότε θα τούς επιβαλλόταν μεταρρύθμιση. Μόνο άξιοι άνδρες έπρεπε να χειροτονούνται ως ενοριακοί ιερείς και έπρεπε να κατοικούν μέσα στις ενορίες τους. Παρέμεναν φυσικά κι άλλα ζητήματα, αφού η σύνοδος δεν ήταν σε θέση να ασχοληθεί με όλα όσα απαιτούσαν προσοχή, αλλά ο πάπας θα αναζητούσε κατάλληλα αντίδοτα για τέτοια προβλήματα. Μετά τις συνηθισμένες προσευχές ο πάπας έδωσε την ευλογία του και ο καρδινάλιος Οττομπόνο Φιέσκι, αργότερα πάπας Αδριανός Ε’, έψαλλε το «Αποχωρούμε» (Recedamus) με ρυθμό, «κι έτσι διαλύθηκε η Σύνοδος».54

Τρεις μήνες αργότερα, στις 1 Νοεμβρίου 1274, ο Γρηγόριος δημοσίευσε τα διατάγματα ή κανόνες τής Συνόδου, τριάντα ένα σε αριθμό, από τα οποία όλα (με εξαίρεση το δέκατο ένατο) περάστηκαν δεόντως στο βιβλίο των κανόνων (Sextus decretalium).

Εκτός από την επανεπιβεβαίωση τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος και την πρόβλεψη για άμεσα κογκλάβια για την εκλογή νέου πάπα, οι κανόνες ασχολούνταν με διάφορα ζητήματα εκλογής σε εκκλησιαστικά αξιώματα, διοίκησης, πειθαρχίας μέσα στην εκκλησία, εκκλησιαστικών χορηγιών και εκκλησιαστικής περιουσίας, ταγμάτων ακτημόνων, λειτουργίας, τοκογλυφίας, αφορισμού και απαγορεύσεων.55

Οι Έλληνες απεσταλμένοι προφανώς έφυγαν από τη Λυών λίγο μετά την διάλυση τής συνόδου. Κατά τον Παχυμέρη το φθινόπωρο είχε προχωρήσει πολύ όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, συνοδευόμενοι από παπικούς απεσταλμένους.56 Επικεφαλής παπικός απεσταλμένος ήταν ο Βερνάρδος Α’ Αιγλέριος, ηγούμενος τού Μόντε Κασσίνο, που θα εξηγούσε στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ ότι η ένωση είχε γεμίσει τις λατινικές καρδιές με χαρά (σύμφωνα με το έγγραφο αποδεικτικό τής 28ης Ιουλίου 1274, το οποίο έφερε ο Bερνάρδος από την παπική κούρτη στην Κωνσταντινούπολη). Ο ηγούμενος θα διαπραγματευόταν επίσης ανακωχή μεταξύ τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου αφενός και τού κατ’ όνομα Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Φιλίππου τού Κουρτεναί και τού βασιλιά Καρόλου Ανδεγαυού τής Σικελίας αφετέρου. Η ανακωχή αυτή θα είχε επαρκή διάρκεια (treguae sufficientis temporis) ώστε να επιτρέψει σε παπικό λεγάτο, που θα στελνόταν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, να κανονίσει πλήρη συνθήκη ειρήνης (foedera concordiae plenioris). Ο απεσταλμένος θα εξηγούσε επίσης γιατί ο πάπας δεν έστελνε αμέσως λεγάτο. Σε ένα θέμα τέτοιας σημασίας έπρεπε να αποφεύγεται «αλόγιστη βιασύνη».57 Ο Φραγκισκανός Ιωάννης Παράστρων με επιστολή τής ίδιας ημέρας (28 Ιουλίου) πήρε εντολή να επιστρέψει με τούς παπικούς απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη.58

Ο ηγούμενος Bερνάρδος έφερνε μαζί του τρεις επιστολές προς τη βυζαντινή αυλή, που είχαν όλες την ίδια ημερομηνία με τα διαπιστευτήριά του (28 Ιουλίου). Στην πρώτη επιστολή ο πάπας πληροφορούσε τον αυτοκράτορα ότι η Μητέρα εκκλησία αγαλλόταν για την Ένωση και πανηγύριζε ότι «είχε βρει τη χαμένη δραχμή της» (se drachmam deperditam invenisse). Στη δεύτερη προέτρεπε τον νεαρό Ανδρόνικο [Β’] να συμβάλει στη διατήρηση τής ένωσης, για την οποία θα τον αντάμειβε ο Θεός. Και στην τρίτη επιστολή ο πάπας έγραφε προς την ελληνική ιεραρχία ότι ο Θεός είχε επιφυλάξει την πράξη τής ένωσης για την εποχή τους και έπρεπε να φανούν αντάξιοι αυτής τής ευλογίας διατηρώντας την και προστατεύοντας τα ποίμνιά τους από τη θανάσιμη ασθένεια τού σχίσματος.59

Η θρησκευτική ειρήνη δεν έφερε κοσμική ειρήνη, αλλά για τον Μιχαήλ Η’ ο Κάρολος Ανδεγαυός είχε γίνει πολύ λιγότερο επικίνδυνος εχθρός, αφού δεν μπορούσε τώρα να φορέσει τον μανδύα τού σταυροφόρου κα να επιτεθεί στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Έλληνες ήσαν πια γιοι τής Μητρός εκκλησίας και καλοί χριστιανοί (τῆς ἐκκλησίας υἱοί καὶ χριστιανοί), όπως λέει ο Παχυμέρης και ο Γρηγόριος Ι’ δεν θα ανεχόταν μια τέτοια επίθεση με το πρόσχημα σταυροφορίας.60 Μάλιστα ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος περνούσε τώρα στην επίθεση και προέλασε με τόλμη στην Αλβανία. Οι δύο αντίπαλοι δεν είχαν δυσκολία να προβλέψουν ο ένας τις κινήσεις τού άλλου. Ο Κάρολος επισκεύασε το κάστρο τού Δυρραχίου και αποθήκευσε εκεί τρόφιμα (με εντολές τού Απριλίου 1274 και σταθερά άλλες στη συνέχεια),61 χορήγησε φέουδα σε έμπιστους στρατιώτες του62 και έκανε ατέλειωτες επιθεωρήσεις σχετικές με την κατάσταση των εδαφών και των στρατευμάτων του ύστερα από πολυάριθμες ελληνικές επιθέσεις.63 Η Αχαΐα αποτελούσε αιτία ανησυχίας, όπως ακριβώς και η Αλβανία.64

Η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών πέτυχε στοιχειώδη μόνο ένωση των Εκκλησιών. Ο πάπας και ο αυτοκράτορας είχαν έρθει σε συμφωνία. Για τον Μιχαήλ Η’ η διατήρηση τού Βυζαντίου άξιζε το αντίτιμο μιας λατινικής θρησκευτικής λειτουργίας. Είχε λοιπόν υποκύψει στον Γρηγόριο Ι’ όσον αφορά τη δογματική αυθεντία τού παπισμού. Παρά το γεγονός ότι γενιές θεολογικών συζητήσεων και διαφωνιών καθιστούσαν σαφές ότι τα μέλη τής ελληνικής ιεραρχίας δεν αντιλαμβάνονταν τις επιπτώσεις τής Λατινικής ομολογίας πίστης, είναι εξίσου σαφές ότι την αποδέχθηκαν μόνο κάτω από εξαναγκασμό και είναι άχρηστο να δηλώσουμε ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ούτε οι επίσκοποι ήσαν ελεύθεροι να αντισταθούν στην αυτοκρατορική επιθυμία» (il n’ est pas douteux non plus que les évêques étaient libres de résister au désir impérial).65 Δεν υπήρξε ελεύθερη συζήτηση ούτε τυπική αποδοχή τού λατινικού συμβόλου στη Λυών. Προφανώς η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν χρειαζόταν έγκριση για την πίστη στην οποία είχε προσχωρήσει εδώ και αιώνες. Η διατύπωση διαβάστηκε και έγινε αποδεκτή από τούς αυτοκρατορικούς απεσταλμένους, οι οποίοι όμως δεν εκπροσωπούσαν τη βυζαντινή εκκλησία, πόσο μάλιστα τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η «Ένωση» τής Λυών υπήρξε άκαρπη. Υπήρξε αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης κάτω από φόβο, παρατάθηκε κάτω από εξαναγκασμό και θα εγκαταλειπόταν από τον Ανδρόνικο Β’ όταν θα περνούσε η απειλή των Ανδεγαυών.

Στο μεταξύ ο Μιχαήλ Η’ καθαίρεσε τον Βυζαντινό πατριάρχη Ιωσήφ Α’, ο οποίος αποσύρθηκε στη μονή Περιβλέπτου κοντά στον Ανάπλου. Στις 16 Ιανουαρίου 1275, τη μέρα τής γιορτής τής «προσκυνήσεως τής αλύσεως τού αποστόλου Πέτρου» όπως μάς πληροφορεί ο Παχυμέρης, η ένωση των Εκκλησιών εκφωνήθηκε στο παρεκκλήσι τού παλατιού. Η λειτουργία έγινε από τον Νικόλαο Χαλκηδόνος. Η επιστολή και το ευαγγέλιο διαβάστηκαν στα λατινικά καθώς και στα ελληνικά και ο Γρηγόριος Ι’ ανακηρύχθηκε «υπέρτατος ποντίφηξ τής Αποστολικής εκκλησίας και οικουμενικός πάπας» (ἄκρος ἀρχιερεύς τῆς ἀποστολικῆς ἐκκλησίας και οἰκουμενικός πάπας). Η διακήρυξη τής ένωσης προκάλεσε στον Βόσπορο μεγάλες διαφωνίες και χώρισε τούς Έλληνες σε παρατάξεις φιλο-Λατίνων και αντι-Λατίνων, που αντιμετώπιζαν η μία την άλλη με μεγαλύτερη έχθρα απ’ ό,τι τούς Λατίνους.66 Ο Μιχαήλ ονόμασε τώρα πατριάρχη ως διάδοχο τού Ιωσήφ Α’ (στις 26 Μαΐου) τον περίφημο Ιωάννη Βέκκο, τον ενωτικό Χαρτοφύλακα και ο Βέκκος ενθρονίστηκε την επόμενη Κυριακή (2 Ιουνίου).67 Είχε τη στήριξη δύο εκκλησιαστικών φωστήρων, των αρχιδιακόνων Γεώργιου Μετοχίτη και Κωνσταντίνου Mελιτηνιώτη. Αν και μερικά εξέχοντα μέλη τού κλήρου στην πρωτεύουσα υποστήριζαν την ένωση για πολιτικούς ή άλλους λόγους, αναμφίβολα οι Βυζαντινοί επαρχιακοί επίσκοποι δεν την υποστήριζαν, ούτε οι μοναχοί που αποτελούσαν ισχυρή δύναμη στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη τής αυτοκρατορίας. Η αριστοκρατία ήταν επίσης εχθρική ακόμη και σε θεωρητική υποταγή στη Ρώμη.

Η ίδια η αδελφή τού αυτοκράτορα Μιχαήλ, η Ευλογία, ήταν τόσο ανθενωτική, που τελικά υποστήριξε την ιδέα επίθεσης Βουλγάρων-Μαμελούκων κατά τού Βυζαντίου, με ευσεβή στόχο την καταστροφή τής πρόσφατα παλινορθωμένης αυτοκρατορίας προκειμένου να διατηρηθεί η καθαρότητα τής Ορθόδοξης πίστης. Προφανώς υπήρχαν πολλά προβλήματα. Ο Μιχαήλ, ψάχνοντας πάντοτε για συμμάχους, είχε παντρέψει τη φυσική του κόρη Μαρία με τον Aμπάγα, τον ιλ-Χάνο τής Περσίας,68 ο οποίος σχεδίαζε συνεχώς εχθροπραξίες εναντίον των Μαμελούκων. Παρά το γεγονός ότι ο ηγούμενος Bερνάρδος τού Mόντε Κασσίνο διαπραγματεύτηκε ετήσια ανακωχή μεταξύ τού αυτοκράτορα Μιχαήλ και τού ενωμένου πια οίκου των Ανδεγαυών-Κουρτεναί, ο Mιχαήλ ήξερε ότι μόνο ο θάνατος θα σταματούσε τη φιλοδοξία τού Καρόλου Ανδεγαυού.

Λίγο μετά την άνοδο τού Ιωάννη ΙΑ’ Βέκκου στον πατριαρχικό θρόνο τής Κωνσταντινούπολης (στις 26 Μαΐου 1275), ο Μιχαήλ Η’ έστειλε πρεσβεία στον πάπα Γρηγόριο Ι’, για να τον ενημερώσει σχετικά με την επίσημη διακήρυξη στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τής ένωσης των Εκκλησιών που έχει διακηρυχθεί στη Λυών.69 Η πρεσβεία είχε επικεφαλής τον νεαρό Γεώργιο Μετοχίτη, πρόσφατα εκλεγμένο αρχιδιάκονο τής Αγίας Σοφίας. Τον Μετοχίτη συνόδευε ο υπουργός οικονομικών Θεόδωρος, ο οποίος λέγεται ότι γνώριζε λατινικά. Ο αυτοκράτορας ήθελε επίσης να μάθει με κάθε λεπτομέρεια αν ο πάπας συναντούσε επιτυχία στην οργάνωση τής σταυροφορίας. Αν ναι, τότε ο Μιχαήλ δεν θα μπορούσε να μείνει στην άκρη. Κάθε σταυροφορία στην οποία δεν θα συμμετείχε θα κατέληγε πιθανώς στρεφόμενη εναντίον του. Με ένωση ή χωρίς ένωση λοιπόν, είχε κάθε λόγο να φοβάται την εμφάνιση στρατού σταυροφόρων στην Ανατολή. Ο Mιχαήλ ήθελε επίσης να αφορίσει ο πάπας τον Έλληνα εχθρό του, τον αεικίνητο Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών, και να διαλύσει τη συμμαχία που είχε κάνει ο Ιωάννης με τούς Λατίνους ηγεμόνες στην Ελλάδα.70 Ο Γρηγόριος Ι’ υποδέχθηκε τον Γεώργιο Μετοχίτη και τον Θεόδωρο στη νότια Γαλλία, καθώς ταξίδευε κατά μήκος τού Ροδανού επιστρέφοντας από τη Λυών στη Ρώμη. Ο Γρηγόριος βρισκόταν στο Μπωκαίρ, ακριβώς βόρεια τής Αρλ, από τις 14 Μαΐου μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 127571 και προφανώς στο Μπωκαίρ παραχώρησε ο Γρηγόριος ακρόαση στον Μετοχίτη και στη συνέχεια τον έστειλε στη Ρώμη να περιμένει εκεί την άφιξή του. Όμως στις 10 Ιανουαρίου 1276 ο πάπας Γρηγόριος Ι’ πέθανε στο Αρέτσο και οι Έλληνες απεσταλμένοι βρήκαν την παραμονή τους στην Ιταλία πολύ παρατεταμένη. Δεν είχαν δυσκολία να ανακαλύψουν ότι ο Κάρολος Ανδεγαυός συνέχιζε την αδιάκοπη πίεσή του προς την παπική κούρτη για χορήγηση παπικής άδειας για εκστρατεία κατά τής Κωνσταντινούπολης, αλλά τού αρνούνταν σταθερά αυτή την άδεια, φοβούμενοι ότι επίθεση χριστιανών εναντίον χριστιανών θα προκαλούσε την οργή τού Θεού.72

Ο Μετοχίτης είχε κάνει κάποιες αναπάντεχες προτάσεις στον Γρηγόριο Ι’. Ειπώθηκε ότι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ήταν πρόθυμος να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των Λατίνων από το έδαφός του, αν αυτοί επέλεγαν τη χερσαία διαδρομή, την οποία οι σύμβουλοι τού πάπα μάλλον προτιμούσαν. Οι σταυροφόροι θα μπορούσαν στη συνέχεια να διασχίσουν τη Μικρά Ασία στην πορεία τους προς τη Συρία και την Παλαιστίνη. Ο πάπας ήταν τουλάχιστον διατεθειμένος να εξετάσει την αρχική εκτροπή τής σταυροφορίας από την Παλαιστίνη προς τη Μικρά Ασία (τουλάχιστον έτσι πληροφορούμαστε), με την οποία θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει τον Mιχαήλ να απωθήσει ή να υποτάξει τούς απείθαρχους Τούρκους και να επανεγκαθιδρύσει τη βυζαντινή εξουσία στα εδάφη που ανήκαν κάποτε στην αυτοκρατορία. Στη συνέχεια ο Mιχαήλ θα βοηθούσε τον παπισμό σε πραγματική σταυροφορία για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων.

Επρόκειτο για επάνοδο σε ιδέες που είχαν συνοδεύσει την 1η Σταυροφορία. Άραγε όμως υπήρχαν πιθανότητες επιτυχίας ύστερα από δύο σχεδόν αιώνες ελληνο-λατινικής εχθρότητας; Ποια θα ήταν η στάση τού ιλ-Χάνου τής Περσίας, ο οποίος διεκδικούσε επικυριαρχία επί των Τούρκων εμίρηδων τής Ανατολίας; Τι σχέση είχαν αυτά με τις συνεννοήσεις τού Μιχαήλ με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου, εναντίον τού οποίου φυσικά κατευθυνόταν πραγματικά η σταυροφορία; Τι θα γινόταν με τη φιλοδοξία τού Καρόλου Ανδεγαυού; Θα αρκούσε άραγε η συμμετοχή τού ίδιου τού πάπα Γρηγόριου στην εκστρατεία για να κρατήσει υπό έλεγχο αυτόν τον νέο Βοεμούνδο; Ποια θα ήταν η στάση των ίδιων των Ελλήνων απέναντι στο σχέδιο αυτό; Ο Μετοχίτης πρότεινε να συζητήσουν ο πάπας και ο αυτοκράτορας αυτού τού είδους τα προβλήματα σε προσωπική συνάντηση που θα πραγματοποιούνταν λίγο μετά το Πάσχα τού 1276, είτε στο Μπρίντιζι ή στην Αυλώνα, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιστάσεις θα καθιστούσαν εφικτή μια τέτοια συνάντηση. Ο Mιχαήλ θα μπορούσε κάλλιστα να επιμείνει ότι για την από μέρους του παράδοση τής βυζαντινής θρησκευτικής ανεξαρτησίας έπρεπε να υπάρξει το αντίτιμο τής εδαφικής αύξησης τής αυτοκρατορίας του. Ο Κάρολος Ανδεγαυός και οι Ενετοί ενδέχεται να είχαν διαφορετική γνώμη, αλλά οι Δυτικοί χριστιανοί μάλλον δεν θα είχαν αντίρρηση για τη βυζαντινή ανακατάληψη των εδαφών τής Ανατολίας, στα οποία στο παρελθόν είχαν βασιλεύσει ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός.73

Δεν είναι εύκολο να τα πάρουμε όλα αυτά σοβαρά (αφού ούτε ο Παχυμέρης ούτε ο Γρηγοράς αναφέρουν τίποτε σχετικό), ενώ αν ο Μετοχίτης δεν παραποιεί κατάφωρα τα γεγονότα, τότε αναρωτιέται κανείς ποιος ήταν ο σκοπός τού αυτοκράτορα Μιχαήλ. Άραγε ήταν έτοιμος να αναλάβει τον ιδιαίτερο κίνδυνο να επιτρέψει σε λατινικούς στρατούς να προελάσουν μέσα από ελληνικά εδάφη, προκειμένου να εξασφαλίσει τμήματα τής Μικράς Ασίας, όπως είχε κάνει ο Αλέξιος Α’ κατά την εποχή τής 1ης Σταυροφορίας; Ή μήπως έδινε απλώς στους Λατίνους άλλη μια αιτία για διαφωνίες μεταξύ τους, γνωρίζοντας ότι οι προτάσεις του θα συναντούσαν ταυτόχρονα αποδοχή και αντίθεση; Μήπως υπενθύμιζε στον πάπα Γρηγόριο Ι’ ότι αν οι Έλληνες, που είχαν δεχθεί την εκκλησιαστική ένωση, επρόκειτο επίσης να συμμετάσχουν και στην εκστρατεία, τότε η παπική κούρτη έπρεπε να βρει γι’ αυτούς κάποια σημαντική αποζημίωση; Θα ήταν άραγε ικανοποιητική η επαναπόκτηση μεγάλων εκτάσεων στη Μικρά Ασία; Αν όχι, τότε η παπική κούρτη έπρεπε να κάνει αντιπροτάσεις, τις οποίες ο Mιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ήταν πρόθυμος να εξετάσει. Ή μήπως απλώς ο Μετοχίτης άφηνε τη φαντασία του να οργιάζει όταν, τριάντα χρόνια μετά το συμβάν, έγραφε τελικά την περιγραφή τής πρεσβείας του;

<-5. Η μάχη τής Πελαγονίας, η απώλεια τής Κωνσταντινούπολης και η άνοδος των Ανδεγαυών (1259-1268) 7. Η Αγία Έδρα, η Ελληνική αντίθεση και η αποτυχία τής ένωσης των Εκκλησιών (1276-1282)->
Scroll to Top