<-4. Η προέλαση τής Νικαίας και η παρακμή τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1246-1259) | 6. Το παπικό μεσοδιάστημα, ο Γρηγόριος Ι’ και η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών (1268-1274)-> |
5
Η μάχη τής Πελαγονίας, η απώλεια τής Κωνσταντινούπολης και η άνοδος των Ανδεγαυών (1259-1268)
![]() |
![]() |
Μια από τις πρώτες σημαντικές πράξεις τού Μιχαήλ μετά την τοποθέτησή του ως αντιβασιλέα και πριν την άνοδό του στον θρόνο ήταν να στείλει στην Ελλάδα με στρατό τον αδελφό του Ιωάννη Παλαιολόγο, τον οποίο είχε κάνει μεγάλο δομέστικο, για την άμυνα τής αυτοκρατορικής επικράτειας στα δυτικά και ιδιαίτερα τής Θεσσαλονίκης από τα σχέδια τού δεσπότη Μιχαήλ Β' Δούκα τής Ηπείρου. Τον Ιωάννη συνόδευαν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, ο Ιωάννης Ραούλ και άλλοι έμπειροι στρατιωτικοί. Καθώς ο στρατός βάδιζε προς τα δυτικά, ενισχυόταν κατά την πορεία του από τοπικές μονάδες. Όταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, έδωσε στον αδελφό του το αξίωμα τού σεβαστοκράτορα και έστειλε τα διακριτικά τού αξιώματος αυτού στον στρατόπεδό του στη Μακεδονία. Τότε ονομάστηκε μεγάλος δομέστικος ο Στρατηγόπουλος.1 Οι Παλαιολόγος, Στρατηγόπουλος και Ραούλ σύντομα βρέθηκαν μπροστά σε αποτυχία, όταν ο Ιωάννης Δούκας, νόθος γιος τού δεσπότη Μιχαήλ και άρχοντας των Νεοπατρών (Υπάτης) στη νότια Θεσσαλία, σταμάτησε στη Βέροια την προέλαση τού αυτοκρατορικού στρατού με μεγάλη δύναμη Βλάχων.2 Όμως η εκστρατεία θα σημείωνε την επόμενη χρονιά μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές στρατιωτικές νίκες στη μακρά ιστορία τής Παλαιολόγειας περιόδου.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ χρειαζόταν περισσότερους στρατιώτες για να ενταχθούν στον στρατό στη Μακεδονία υπό τούς Ιωάννη Παλαιολόγο και Αλέξιο Στρατηγόπουλο κι έψαξε για μισθοφόρους στη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Σερβία, και την Ανατολία. Σύμφωνα με το Χρονικόν τού Μορέως, οι εκκλήσεις του έφεραν τριακόσιους ιππότες από τη Γερμανία, που υποτίθεται ότι βρίσκονταν υπό τον δούκα τής Καρινθίας (σήμερα περιφέρεια τής Αυστρίας). Δύναμη χιλίων πεντακοσίων ιππέων ήλθε από την Ουγγαρία. Όποια κι αν ήταν η σχέση τού Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Ούρος με την τριπλή συμμαχία Ηπείρου, Αχαΐας και Σικελίας, το Χρονικόν τον παρουσιάζει να στέλνει εξακόσιους πάνοπλους άνδρες. Αναφέρεται επίσης η άφιξη εκστρατευτικού σώματος από τη Βουλγαρία. Επίσης πεντακόσιοι Τούρκοι και δύο χιλιάδες Κουμάνοι λέγεται ότι ανταποκρίθηκαν στην έκκληση τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου για ένοπλους άνδρες.3 Τον Μάρτιο τού 1259 οι βοηθητικές αυτές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στα πεδινά κοντά στην Αδριανούπολη για γενική επιθεώρηση, πριν από την αποστολή τους στον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο στη Μακεδονία.
Στο μεταξύ ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης, ενεργώντας με βάση τις εντολές τού αυτοκράτορα αδελφού του να αναζητήσει τον στρατό τής Ηπείρου, έμαθε ότι ο δεσπότης Μιχαήλ Β’ Δούκας είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Καστοριά με τη σύζυγό του και όλο το νοικοκυριό του. Βαδίζοντας μέσα από την κοιλάδα των Βοδενών ο Ιωάννης κινήθηκε προς την Καστοριά, αλλά η είδηση τής προέλασής του έφτασε εκεί ακριβώς πριν από τον ίδιο και οδήγησε τον στρατό των Ηπειρωτών σε πανικό μέσα στη νύχτα. Αν και πολλοί έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να διαφύγουν, αφού μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν πού ήταν ο δρόμος και πού υπήρχε γκρεμός, το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού κατάφερε να φτάσει με ασφάλεια στην Παλαιά Ήπειρο. Τότε ο σεβαστοκράτωρ επέδραμε στα εδάφη που εγκατέλειψαν οι Ηπειρώτες, αρπάζοντας τις ανυπεράσπιστες πόλεις, με αποτέλεσμα να χάσει ο δεσπότης όλα τα κέρδη τού προηγούμενου έτους. Ο Ιωάννης πήρε την Αχρίδα με τη βοήθεια τού αρχιεπισκόπου της, ο οποίος είχε συνοδεύσει τον στρατό τής Νικαίας πίσω στην εκκλησιαστική του έδρα, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ τού επέτρεψε να επιστρέψει εκεί από την εξορία, στην οποία τον είχε στείλει ο Θεόδωρος Λάσκαρις. Στη συνέχεια ο Ιωάννης κατέλαβε τη Δεάβολι (σήμερα Ντέβολ) με έφοδο και ύστερα από αυτό δεν είχε δυσκολία να επιβάλει την εξουσία του σε ολόκληρη τη δυτική Μακεδονία, εξασφαλίζοντας την υποταγή των Πρεσπών, τής Πελαγονίας, τού Σωσκού (σήμερα χωριό Φρούριο Κοζάνης) και τού Mωλυσκού (σήμερα στην περιοχή Παναγιάς Γρεβενών). Μετά την Δεάβολι, που είχε πέσει γρήγορα, ο Ιωάννης αντιμετώπισε μικρή ή καθόλου αντίσταση, γιατί οι δυτικοί Έλληνες, όπως παρατηρεί ο Ακροπολίτης, ήσαν μαλθακοί και δεν είχαν στομάχι που να αντέχει σε πολιορκίες και μάχες, ενώ στην αγωνία τους να σώσουν τις ζωές τους υποτάσσονταν εύκολα σε αποφασιστικό αντίπαλο. Ο Ακροπολίτης χρονολογεί όλα αυτά τα γεγονότα την άνοιξη τού 1259.4
Σε απόσπασμα που φαίνεται να αναφέρεται στα ίδια γεγονότα ο ιστορικός Παχυμέρης προσθέτει στον κατάλογο τού Ακροπολίτη των τόπων που κατακτήθηκαν και αρκετούς άλλους, συμπεριλαμβανομένου τού φρουρίου τού Βερατίου (Μπεράτ) και τής πόλης Κάνινα (σήμερα Κάνινε) κοντά στην ακτή νοτιοανατολικά τής Αυλώνας.5 Ο Παχυμέρης αναφέρει ότι η πορεία τού Ιωάννη Παλαιολόγου έφτασε στο Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Δούκας είχε υποχωρήσει στις πεδιάδες τής Αυλώνας, όπου συγκέντρωνε τις δυνάμεις του κι απ' όπου έστειλε την κόρη του Ελένη στο Τράνι τής νότιας ιταλικής ακτής, όπου παντρεύτηκε τον Μάνφρεντ,6 τη βοήθεια τού οποίου ζητούσε τώρα με ιδιαίτερη θέρμη. Κατά τον Βυζαντινό ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά ο Μιχαήλ Δούκας την εποχή εκείνη πολιόρκησε το Βεράτιον, πράγμα που αν αληθεύει σημαίνει ότι ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης είχε καταλάβει το φρούριο από τη σικελική φρουρά του.7 Οι προσπάθειες τού Μιχαήλ εναντίον τού Βερατίου υπήρξαν ανεπιτυχείς. Για να σημειώσει επιτυχία εναντίον τής Νικαίας χρειαζόταν προφανώς βοήθεια.
Τόσο ο Μάνφρεντ όσο και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ανταποκρίθηκαν στην έκκληση τού δεσπότη Μιχαήλ για βοήθεια, όχι τόσο για να βοηθήσουν τον Μιχαήλ, όπως γράφει ο Γρηγοράς, αλλά για να προσθέσουν εδάφη στις δικές τους επικράτειες, ελπίζοντας να αποκτήσουν μεγάλο τμήμα από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι την Κωνσταντινούπολη.8 Ο Ακροπολίτης γράφει ότι ο Mάνφρεντ έστειλε «τετρακόσιους [Γερμανούς] ιππείς, βαριά οπλισμένους, «κατάφρακτους», που κάλπαζαν επιβλητικά με υπέροχα άλογα».9 Αυτή η στρατιωτική μονάδα αποτελούσε μάλλον μεγάλο τμήμα των γερμανικών δυνάμεων που είχε ο Μάνφρεντ μαζί του στη νότια Ιταλία. Παρά το γεγονός ότι ο Γρηγοράς αναφέρει ότι ο Mάνφρεντ ήρθε ο ίδιος στην Ελλάδα,10 είναι αρκετά προφανές ότι η δήλωσή του είναι εσφαλμένη.11 Αλλά αν ο Mάνφρεντ δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος εμφανίστηκε, όπως περιγράφει τόσο γλαφυρά ο χρονικογράφος τού Μορέως.12
O Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος πορεύτηκε από τον Μοριά προς την ηπειρωτική χώρα, μπήκε στο δεσποτάτο από τα στενά τής Ναυπάκτου κι έφτασε στην Άρτα, όπου ο Μιχαήλ Β’ Δούκας είχε συγκεντρώσει τόσο μεγάλο στρατό, που ήταν θαύμα να τον βλέπεις. Η φράγκικη ιπποσύνη τού Μορέως ήταν γνωστή και μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ιππότες τού Γουλιέλμου θα ξεπερνούσαν με την περήφανη εμφάνισή τους ακόμη και το γερμανικό ιππικό τού Μάνφρεντ, για το οποίο λαμπρή αναφορά είχε φτάσει στον Ακροπολίτη. Αφού ένωσαν τις δυνάμεις τους, ο δεσπότης Μιχαήλ και ο Γουλιέλμος βάδισαν βόρεια από την Άρτα μέσω Ιωαννίνων, πέρα από τα βουνά τής Πίνδου προς τη νότια Θεσσαλία, ακολουθώντας μακρύτερη διαδρομή, προφανώς για να αποφύγουν πρόωρη συνάντηση με τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο. Στο μεταξύ οι λατινικές δυνάμεις από το μεγάλο δουκάτο Αθηνών και Θηβών, από τη βαρωνία των Σαλώνων, από την τριαρχία τού Νεγκροπόντε και από τα διάφορα νησιά τού Αρχιπελάγους είχαν κινηθεί προς τα βορειοδυτικά, κατευθείαν προς τη νότια Θεσσαλία, προχωρώντας μέσω τής Γραβιάς και τής Σιδερόπορτας και φτάνοντας σύντομα στη Νεοπάτρα (Υπάτη), όπου ο Ιωάννης Δούκας, ο γιος τού δεσπότη, κυβερνούσε από το κάστρο που είχε χτίσει σε βραχώδη γκρεμό πάνω από την πόλη. Σύμφωνα με το ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως (στίχος 3636), οι δυνάμεις αυτές ενώθηκαν με τα στρατεύματα τού Μιχαήλ Β' και τού Γουλιέλμου στην πεδιάδα τού Θαλασσινού. Φαίνεται ότι το Χρονικόν εννοεί την πεδιάδα τής Τραχινίας, κατά μήκος τού Μαλιακού κόλπου, νότια από το Ζειτούνιον (Λαμία) και δυτικά των Nεoπατρών (Υπάτης).13
Στο σημείο αυτό οι επικεφαλής συνεδρίασαν και αποφάσισαν να μη χρονοτριβήσουν προσπαθώντας να καταλάβουν ισχυρά οχυρωμένες θέσεις, αλλά να διακινδυνεύσουν μάχη σε ανοικτό πεδίο. Οι Γάλλοι ιππότες ήσαν συνήθως ανυπόμονοι με τις πολιορκίες. Έτσι ο ελληνο-λατινικός στρατός προχώρησε βόρεια διασχίζοντας τη Θεσσαλία, κατά πάσα πιθανότητα προς Λάρισα, από εκεί κατά μήκος τού δρόμου προς Ελασσώνα και ύστερα μέσα από τα βουνά προς το κάστρο των Σερβίων στη Μακεδονία, περνώντας από το τότε βόρειο όριο τής Θεσσαλίας σε θέση αποκαλούμενη Kατακόλου (στην κοιλάδα τού ποταμού Σαρανταπόρου), η οποία λέγεται ότι ονομάστηκε έτσι από εκεί αγρόκτημα τής μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Kατακόλων. Στα Σέρβια συνέλαβαν κάποιους αιχμάλωτους, από τούς οποίους πήραν πληροφορίες για τις κινήσεις τού σεβαστοκράτορα Ιωάννη, ο οποίος βρισκόταν τότε κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ Αχρίδας και Πελαγονίας, κατεύθυνση προς την οποία αποφάσισαν να βαδίσουν ο Μιχαήλ Β’ Δούκας και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος, πιστεύοντας ότι «ο Θεός θα τούς έδινε τη νίκη και θα γίνονταν κύριοι τής Ρωμανίας».14 Υπάρχουν κάποια στοιχεία για τις λεπτομέρειες τής προέλασης κάθε στρατού, αλλά και τον 13ο αιώνα (όπως και σήμερα) ένας στρατός δεν μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα από την ταχύτητα με την οποία κινιόταν ο συρμός αποσκευών (τροφίμων και εξοπλισμού) που τον συνόδευε. Χρειάζονταν τροχοφόρα οχήματα για βαριά φορτία και οι στρατοί ακολουθούσαν τούς δρόμους τής εποχής, όπως σήμερα ακολουθούν τούς σιδηροδρόμους. Κατά τον Μεσαίωνα από τούς μεγαλύτερους εχθρούς που αντιμετώπιζε ένας κινούμενος στρατός ήταν η λάσπη. Αποφεύγονταν λοιπόν κατά το δυνατόν οι μετακινήσεις κατά τη διάρκεια βροχερών περιόδων. Πολύ σπάνιες ήσαν επίσης οι νυχτερινές επιθέσεις, ενώ φυσικά δεν υπήρχαν αεροπορικοί βομβαρδισμοί, ώστε να αποτρέπουν την προσέγγιση τού εχθρού στο πεδίο τής μάχης. Αν και οι στρατιωτικοί διοικητές τού μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν φυσικά, όταν μπορούσαν, τεχνικές ενέδρας και αιφνιδιαστικής αναχαιτιστικής επίθεσης, συνήθως περίμεναν να συναντήσουν τούς αντιπάλους τους σε ανοιχτό πεδίο, όπως θα συνέβαινε και στη σύγκρουση που θα επακολουθούσε.
Όταν ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης συγκέντρωνε τις δυνάμεις του το καλοκαίρι τού 1259, καθώς πλησίαζε ο στρατός των Ηπειρωτών και Φράγκων, διέθετε εικοσιεπτά τάγματα (ἀλλάγια, batailles),15 περιλαμβανομένων των ξένων μισθοφόρων που τού είχαν σταλεί από την Αδριανούπολη. Δεν υπάρχει τρόπος να εκτιμήσουμε με ακρίβεια τα μεγέθη των αντιπαραταχθέντων στρατών. Είχαν και οι δύο το μειονέκτημα τής πολύγλωσσης σύνθεσης, αλλά ο στρατηγός τής αυτοκρατορίας τής Νικαίας είχε το αποφασιστικό πλεονέκτημα ότι διέθετε σε μεγάλο βαθμό ενιαία αρχή.16 Ο στρατός των Ηπειρωτών και Φράγκων είχε πάρα πολλούς αρχηγούς. Ο Μιχαήλ Β’ Δούκας και ο γιος του Νικηφόρος ήσαν επικεφαλής τού στρατού που είχε στρατολογηθεί στην Ήπειρο, κατά πάσα πιθανότητα μαζί με άλλους Έλληνες και Λατίνους μισθοφόρους. Ο νόθος γιος του Ιωάννης Δούκας, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη τού Tάρωνα, Θεσσαλού Βλάχου οπλαρχηγού, είχε μεγάλη δύναμη Βλάχων, με την οποία είχε ήδη σταματήσει τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη στη Bέροια κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου χειμώνα.17 Οι τετρακόσιοι Γερμανοί ιππείς τού Μάνφρεντ είχαν δικό τους διοικητή. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος είχε συγκεντρώσει στρατιωτικά τμήματα από τα περισσότερα από τα λατινικά κράτη τής ηπειρωτικής Ελλάδας και τού Αιγαίου, περήφανη πανοπλία αλαζόνων πολεμιστών. Σύμφωνα με την υπερβολική περιγραφή τού Aραγωνικού Χρονικού τού Μορέως, «ο πρίγκηπας είχε στην ομάδα του είκοσι δούκες, κόμητες και βαρώνους, μερικούς πρόκριτους, πολλούς ιππότες και άλλους ανθρώπους. Συνολικά ήσαν οκτώ χιλιάδες πρώτης κατηγορίας πάνοπλοι και άλλες δώδεκα χιλιάδες πεζοί». Η ίδια αμφίβολη πηγή εκτιμά τον στρατό τού δεσπότη Μιχαήλ ως αποτελούμενο από οκτώ χιλιάδες πάνοπλους και δεκαοκτώ χιλιάδες πεζούς.18
Οι προετοιμασίες για τη μάχη υπήρξαν εκτεταμένες και στις δύο πλευρές. Προφανώς το έπαθλο τής νίκης θα ήταν η κυριαρχία επί τού ελληνικού κόσμου. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε προειδοποιήσει τον αδελφό του να προτιμήσει τις προσεκτικές ευκαιριακές κινήσεις από την κατά μέτωπο σύγκρουση. Οι Φράγκοι ιππότες ήσαν μεγάλοι ειδικοί τής κατά μέτωπον επίθεσης. Θα στέκονταν πάνω στους αναβολείς τής σέλλας, θα ορμούσαν στη μάχη με τρομακτικές πολεμικές κραυγές και θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπός τους. Λίγη στρατιωτική στρατηγική χρησιμοποιούσαν οι στρατοί κατά τον 13ο αιώνα, αλλά ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης χρησιμοποίησε τις τακτικές που γνώριζε ο ίδιος και οι σύμβουλοί του. Ο Ακροπολίτης γράφει ότι έβαλε το ιππικό και τούς βαριά οπλισμένους στρατιώτες του σε ασφαλείς χώρους στους γειτονικούς λόφους, ενώ ανέθεσε την άμεση δράση στις πεδιάδες σε πιο ευκίνητες μονάδες Κουμάνων, Τούρκων, καθώς και αριθμού Ελλήνων. Σε αυτές περιλαμβάνονταν και τοξότες οι οποίοι, ύστερα από την πρώτη σύγκρουση των αντιπάλων στρατών σε τόπο που ονομαζόταν Λόγγος Βορίλλα19 κοντά στο Μοναστήρι (Μπίτολα), άρχισαν να παρενοχλούν αδιάκοπα τον εχθρό, μέρα και νύχτα. Ευρισκόμενοι συνεχώς σε κίνηση, επιτίθεντο στους Ηπειρώτες και στους Φράγκους όταν αυτοί προσπαθούσαν να ποτίσουν τα άλογά τους. Τούς τόξευαν έφιπποι και ορμούσαν στον συρμό αποσκευών τους. Η επιτυχία τούς όπλισε με θάρρος και τελικά όρμησαν σε μάχη σώμα με σώμα, για να αφαιρέσουν από τούς αντιπάλους τα τιμαλφή τους. Ο στρατός των Ηπειρωτών δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε αυτού τού είδους τη μάχη και προσπάθησε να υποχωρήσει προς βορρά και να φτάσει μέσω Στανού (σήμερα στη θέση τής μονής Στανού-Ζιδανίου Κοζάνης), Σωσκού και Mολισκού στο Πρίλαπον (σήμερα Πρίλεπ), αλλά τα πράγματα ήσαν πολύ δύσκολα και ο δεσπότης Μιχαήλ με τον γιο του Νικηφόρο αποχώρησαν από την επικίνδυνη σκηνή υπό την κάλυψη τής νύχτας. Γνώριζαν τούς δρόμους και κατάφεραν να διαφύγουν. Όταν ξημέρωσε και ο στρατός τής Ηπείρου έμαθε τη φυγή των ηγετών τους, πολλοί τούς ακολούθησαν στην ίδια κατεύθυνση με έντρομη βιασύνη. Οι διοικητές των υπόλοιπων ελληνικών στρατευμάτων των Ηπειρωτών πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον σεβαστοκράτορα Ιωάννη, ενώ το ίδιο έκανε και ο νόθος Ιωάννης Δούκας των Νεοπατρών. Ο σεβαστοκράτωρ πρόσθεσε τις δυνάμεις τους στις δικές του και τούς υποχρέωσε να ορκιστούν όρκους υποταγής στον αυτοκράτορα τής Νικαίας.20
Αυτά μάς λέει ο Ακροπολίτης, αλλά ο Παχυμέρης εξηγεί με διαφορετικό τρόπο την ξαφνική αποχώρηση τού δεσπότη Μιχαήλ Β’ Δούκα και των δύο γιών του. Γράφει λοιπόν ο Παχυμέρης ότι κάποια μέλη τής συνοδείας τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, «τούς οποίους ονομάζουν ιππότες», πρόσβαλαν βαθύτατα τον νόθο Ιωάννη Δούκα πειράζοντας την όμορφη Βλάχα γυναίκα του και δείχνοντας περιφρονητική αδιαφορία για τον σύζυγό της. Ο Ιωάννης τούς απείλησε και ξέσπασε βίαιη φιλονικία, στην οποία παρασύρθηκε και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος. Λοιδόρησε τον Ιωάννη για το στίγμα τής γέννησής του και τον παράτησε με υποβόσκοντα θυμό «σαν άλλον Αχιλλέα». Θέλοντας λοιπόν να δείξει ότι με όποιαν πλευρά πήγαινε, εκείνη θα νικούσε, ο Ιωάννης ήρθε κρυφά σε επαφή με τούς διοικητές τής Νικαίας, προσφερόμενος να ενωθεί μαζί τους σε επίθεση εναντίον των Λατίνων, εφόσον εξασφαλιζόταν η ασφάλεια τού πατέρα του και τού αδελφού του. Παίρνοντας διαβεβαιώσεις με τούς αντίστοιχους όρκους, ο Ιωάννης έπεισε τον πατέρα του και τον αδελφό του να αποχωρήσουν από την επερχόμενη σύγκρουση. Στη συνέχεια ο Ιωάννης επιτέθηκε στον στρατό των Φράγκων από πίσω. Οι Λατίνοι συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι είχαν προδοθεί και προσπάθησαν να διαφύγουν διασκορπιζόμενοι. Πολλοί σφάχτηκαν από τούς Κουμάνους κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τούς Τούρκους. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ανακαλύφθηκε ενώ προσπαθούσε να κρυφτεί. Τον τράβηξαν από την κρυψώνα του και τον έστειλαν ως αιχμάλωτο στην αυτοκρατορική αυλή.21
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος προσπάθησε να διαφύγει στην Πελαγονία. Ο Ακροπολίτης γράφει ότι μετά την αποστασία των Δούκα ο Γουλιέλμος και οι ιππότες του σκορπίστηκαν, προσπαθώντας καθένας να σώσει τον εαυτό του, αλλά τον Γουλιέλμο τον βρήκαν σύντομα στην Καστοριά κρυμμένο κάτω από σωρό αχύρων και ένας στρατιώτης τον αναγνώρισε από τα προεξέχοντα μπροστινά δόντια του. Τον έδεσαν και τον έστειλαν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ. Αλυσοδέθηκαν επίσης σαν τον πρίγκηπα και στάλθηκαν στην αυτοκρατορική αυλή ο Ανθώ τού Τουσύ, ο Γοδεφρείδος τής Καρύταινας και άλλοι τριάντα περίπου Φράγκοι ιππότες. Οι τετρακόσιοι Γερμανοί ιππείς τού Μάνφρεντ, ευρισκόμενοι προφανώς σε σύγχυση από τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι πόλεμοι στην Ανατολή, παραδόθηκαν με τα όπλα και τα άλογά τους σε τέσσερις αξιωματικούς τής Νικαίας, ένας από τούς οποίους ήταν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, ο μεγάλος δομέστικος. Στάλθηκαν κι αυτοί στον αυτοκράτορα. Η φήμη αυτής τής νίκης, την οποία ο Ακροπολίτης πιστώνει στις σοφές συμβουλές τού αυτοκράτορα Μιχαήλ, εξαπλώθηκε στα πέρατα τής γης, γιατί ο ήλιος εκεί ψηλά σπάνια είχε δει τέτοιες νίκες.22 Τέτοια υπερβολή συγχωρείται. Επρόκειτο για εκπληκτική επιτυχία.
Ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης προχώρησε στη Θεσσαλία χωρίς καθυστέρηση, οχυρώνοντας στον δρόμο του πόλεις και κάστρα. Έστησε το στρατόπεδό του στη Νεοπάτρα, όπου τον είχε συνοδεύσει ο Ιωάννης Δούκας. Στο μεταξύ ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος και ο Ιωάννης Ραούλ, oι αρχιστράτηγοι τού σεβαστοκράτορα, πέρασαν από τα βουνά τής Πίνδου (τα Πυρρηναῖα) και αφήνοντας πίσω τους στρατό για να πολιορκήσει τα Γιάννινα προχώρησαν στην Άρτα, την πρωτεύουσα των Ηπειρωτών, την οποία κατέλαβαν και στην οποία βρήκαν τον ιστορικό Γεώργιο Ακροπολίτη, ο οποίος ήταν φυλακισμένος από τον δεσπότη επί δύο σχεδόν χρόνια. Ο Ακροπολίτης (όπως μάς πληροφορεί) είχε λοιπόν την ευκαιρία να μιλήσει για λίγες ημέρες με τούς Στρατηγόπουλο και Ραούλ, σε χρόνο κατά τον οποίον οι λεπτομέρειες τής εκστρατείας ήσαν προφανώς νωπές στο μυαλό τους. Συνεπώς ο Ακροπολίτης είναι η καλύτερη διαθέσιμη πηγή για τα γεγονότα που οδήγησαν στην Πελαγονία, καθώς και για την ίδια τη μάχη, αν και η περιγραφή του από ορισμένες απόψεις διαφέρει σημαντικά από εκείνες που μάς παρέχουν ο Παχυμέρης και ο Γρηγοράς. Ο Ακροπολίτης ήταν χαρούμενος που άφηνε την πόλη τού μακροχρόνιου εγκλεισμού του, για τον πρόσθετο λόγο ότι οι κάτοικοι τής Άρτας έβλεπαν με κακό μάτι τούς ανατολικούς Έλληνες, ενώ ο ιστορικός παραδέχεται ότι ο στρατός τής Νικαίας αντιμετώπισε τον πληθυσμό με άσχημο τρόπο (οὐ γάρ καλῶς οἱ τῶν στρατευμάτων τούτοις έχρήσαντο). Γι’ αυτό και η λαμπρή νίκη που έστεψε τούς Ρωμιούς αντιστράφηκε όχι πολύ αργότερα. Ό,τι κι αν συνέβη όμως, ο Ακροπολίτης έσπευδε τώρα να συναντήσει τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη στη Νεοπάτρα. Αφού πέρασε μερικές ημέρες μαζί του, επέστρεψε τελικά στην αυλή τής Νικαίας.
Ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης συνέχισε για λίγο ακόμη την πορεία του εναντίον των Λατίνων. Παρακάμπτοντας τη Λιβαδειά κατέλαβε τη Θήβα και λεηλάτησε την πόλη που ήταν πρωτεύουσα τού μεγάλου βουργουνδικού δουκάτου στη Βοιωτία και την Αττική. Εν τω μεταξύ ο Ιωάννης Δούκας, νιώθοντας άβολα στη σχέση του με τον στρατό τής Νικαίας από τη μάχη τής Πελαγονίας, διέφυγε με μερικούς ακόλουθούς του και έσπευσε να συναντήσει τον πατέρα του Μιχαήλ Β', ο οποίος μετά την πτώση τής Άρτας είχε αναζητήσει καταφύγιο αρχικά στο νησί τής Λευκάδας και στη συνέχεια στην αυλή των Ορσίνι στην Κεφαλονιά.23
Η μάχη τής Πελαγονίας είχε αναμφίβολα ηχήσει ως αγγελτήριο θανάτου τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, η οποία δύο χρόνια αργότερα (1261) έπεσε σχεδόν κατά τύχη στον στρατηγό τής Νικαίας Αλέξιο Στρατηγόπουλο, βοηθώντας έτσι στην πραγματοποίηση τής τελικής αποκατάστασης τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η μάχη αυτή θα προκαλούσε επίσης μεγάλες ζημιές στο φραγκικό πριγκηπάτο τής Αχαΐας, αλλά περιέργως δεν σήμανε το τέλος τού δεσποτάτου τής Ηπείρου, ακόμη κι αν οι δυνάμεις τής Νικαίας επέδραμαν, όπως γράφει ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος στην αυτοβιογραφία του, «στην Ακαρνανία και την Αιτωλία, στην περιοχή γύρω από τον κόλπο τής Κρίσσας [κόλπο των Σαλώνων] και σε όλη την Ήπειρο, Παλαιά και Νέα, στην Ιλλυρία μέχρι το Δυρράχιο και σε όλη τη Φωκίδα…».24 Οι Δούκα είχαν καταφέρει να διατηρήσουν το φρούριο τής Βόνιτσας, στη νότια ακτή τού Κόλπου τής Άρτας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο επιχειρήσεων για προς βορρά πορεία, με την οποία ξαναπήραν την πόλη τής Άρτας με τη βοήθεια των νομιμοφρόνων κατοίκων της και στη συνέχεια βάδισαν για να άρουν την πολιορκία των Ιωαννίνων. Ήδη οι τής Νικαίας είχαν αρχίσει να χάνουν τούς καρπούς των σοφών συμβουλών τού αυτοκράτορα Μιχαήλ προς τούς στρατιωτικούς διοικητές του, στην ανυπακοή και έλλειψη πειθαρχίας των οποίων αποδίδει ο Ακροπολίτης την έξωσή τους από την Παλαιά Ήπειρο, όπου ένα χρόνο μετά την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή τού κράτους του ο Μιχαήλ Β’ Δούκας κυβερνούσε ξανά ως δεσπότης και σχεδίαζε την επέκταση τής επικράτειάς του με κατακτήσεις από το κράτος τής Νικαίας.25
Ο χρονικογράφος Ματέο Σπινέλι ντα Τζοβινάτσο γράφει ότι ο νεαρός δεσπότης Νικηφόρος Δούκας, ο γιος τού Μιχαήλ Β’, πήγε στην Ιταλία στις 3 Δεκεμβρίου 1259, δύο περίπου μήνες μετά τη μάχη τής Πελαγονίας, προσπαθώντας να πετύχει την αντίθεση τού πάπα Αλεξάνδρου Δ’ και τού Μάνφρεντ προς τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο.26 Τα στοιχεία που δίνει ο Σπινέλι είναι συνήθως αμφίβολα, αλλά η αποστολή τού Νικηφόρου στην Ιταλία φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται από τον Παχυμέρη, ο οποίος δηλώνει ότι ο Μιχαήλ Β’, κάτω από λυπηρώς δυσχερείς συνθήκες μετά την Πελαγονία, ζήτησε και πήρε περισσότερη βοήθεια από τον Μάνφρεντ (και πλείστην συμμαχίαν λαβών). Ο Μιχαήλ έθεσε τις δυνάμεις τού Μάνφρεντ υπό την ηγεσία τού Νικηφόρου, ο οποίος το 1260 νίκησε τον καίσαρα Αλέξιο Στρατηγόπουλο σε αιματηρή μάχη κοντά στα Σάλωνα στη θέση Τρικόρυφος. Μεταξύ των αιχμαλώτων που συνέλαβε ο Νικηφόρος ήταν και ο ίδιος ο Στρατηγόπουλος, αλλά ο νεαρός δεσπότης τον απελευθέρωσε ύστερα από συνθήκη που συμφώνησαν μεταξύ τους και ο Στρατηγόπουλος επέστρεψε προφανώς στη Νίκαια. Η κατάσταση αυτή προξένησε τόση ανησυχία στην αυλή τής Νικαίας, ώστε ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη πίσω στην Μακεδονία. Λόγω των προσφάτων νικών του επί των δεσποτών τής Ηπείρου ο Ιωάννης είχε προαχθεί στο αξίωμα τού δεσπότη, αλλά τώρα λεγόταν αόριστα ότι οι δυνάμεις τού Μάνφρεντ είχαν καταλάβει «πολλά μέρη στην Ιλλυρία και τη Νέα Ήπειρο» και το καθήκον τού Ιωάννη ήταν να αποτρέψει την προέλασή τους στη Μακεδονία.27 Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ πέρασε τον χειμώνα στη Λάμψακο, μετά την οποία πήγε το καλοκαίρι τού 1260 στην περιοχή τής Κωνσταντινούπολης, περιμένοντας να κατακτήσει την πόλη μέσω τής προδοσίας ενός Λατίνου κατοίκου της, κάποιου Ανσώ ή Ανσέλ («Ἀσέλ»), πιθανώς ντε Τουσύ, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στην Πελαγονία. Αυτός ο Ανσώ, που φαίνεται ότι είχε κάποια συγγένεια με τον Λατίνο αυτοκράτορα μέσω γάμου, είχε σπίτι στην Κωνσταντινούπολη και ισχυριζόταν ότι ήταν υπεύθυνος για τις πύλες στη γειτονιά του. Ο Ανσώ είχε πει ότι μπορούσε να ανοίξει κρυφά τις πύλες για να μπουν τα στρατεύματα τής Νικαίας κι έτσι ο Μιχαήλ θα κατακτούσε την πόλη χωρίς να απαιτηθούν οι δυσκολίες μιας πολιορκίας. Απελευθερώθηκε λοιπόν ο Ανσώ για τον σκοπό αυτόν, τού δόθηκαν δώρα και τιμές και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μιχαήλ κρατούσε επαφή μαζί του με μυστικούς αγγελιοφόρους. Στο μεταξύ ο στρατός τής Νικαίας είχε στρατοπεδεύσει στον Γαλατά, όπου ο Μιχαήλ έκανε ανεπιτυχή προσπάθεια να καταλάβει το κάστρο ενώ περίμενε τον Ανσώ να κάνει εκείνο που είχε υποσχεθεί. Ο τελευταίος δεν είχε πρόθεση όμως να προδώσει την πόλη και τελικά πληροφόρησε τον απογοητευμένο Μιχαήλ ότι ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος τού είχε πάρει τα κλειδιά τής πύλης. Ο Μιχαήλ οπισθοχώρησε προς τον Ελλήσποντο. Έτρεξαν πίσω του τρεις Λατίνοι απεσταλμένοι ζητώντας ειρήνη, την οποία, όπως λέει ο Ακροπολίτης, χορήγησε ο Μιχαήλ για ένα έτος.28
Επιστρέφοντας στη Μικρά Ασία, ο Μιχαήλ σταμάτησε για λίγο στις Πηγές και στη συνέχεια πήγε στο Νυμφαίον, όπου προγραμμάτιζε να περάσει τον χειμώνα που πλησίαζε ήδη και όπου σύντομα διαπραγματεύτηκε την περίφημη συμμαχία με τούς Γενουάτες (στις 13 Μαρτίου 1261).29 Σε αντάλλαγμα για τη ναυτική βοήθεια που χρειαζόταν για την ανακατάληψη τής Κωνσταντινούπολης, ο Μιχαήλ συμφωνούσε να χορηγήσει στους Γενουάτες εξαιρετικά πολιτικά δικαιώματα και οικονομικά προνόμια στα μεγάλα λιμάνια τής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Σμύρνη. Η συνθήκη αποτελούσε έκφραση τής βυζαντινής εχθρότητας προς τούς Ενετούς, τούς οποίους οι Γενουάτες, όταν ο Μιχαήλ ξανάπαιρνε την Κωνσταντινούπολη, επρόκειτο να αντικαταστήσουν ως ευνοούμενη λατινική αποικία τού Βοσπόρου.30 Αν και οι όροι τής συνθήκης τού Νυμφαίου ουδέποτε τέθηκαν πλήρως σε ισχύ (γιατί πολύ σύντομα οι Έλληνες θα ανακτούσαν τη χαμένη πρωτεύουσά τους χωρίς βοήθεια από τούς Γενουάτες), αποτελούσε σημαντικό μέτρο, γιατί βοηθούσε να έρθει η μέρα, κατά την οποία η γενουάτικη αποικία στον Γαλατά θα γινόταν σχεδόν ανεξάρτητο κράτος στη βόρεια ακτή τού Κεράτιου κόλπου.
Για κάποιο διάστημα οι Ενετοί ένιωθαν ανήσυχοι και στα τέλη τής άνοιξης τού 1260 ο δόγης Ρανιέρι Ζένο έδωσε στον τοπάρχη (βαΐλο) τού Νεγκροπόντε Τομμάζο Τζουστινιάν και στους συμβούλους του πλήρη εξουσία να διαπραγματεύονται με τον Γκυ Α’ ντε λα Ρος τής Αθήνας, με τούς βαρώνους τού Μοριά (ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ήταν τότε φυσικά αιχμάλωτος στη Νίκαια), με τούς τριάρχες τής Ευβοίας Γουλιέλμο ντα Βερόνα και Nαρζότο ντάλλε Κάρτσερι, με τούς Ενετούς φεουδάρχες τής Κρήτης, με τον δούκα Άγγελο Σανούντο τής Νάξου και τον γαμπρό του «μεγάλο δούκα» Πάολο Ναβιγκαγιόζο τής Λήμνου, με τον νεαρό κόμη Ρικάρντο Ορσίνι τής Κεφαλονιάς, με τούς Ενετούς άρχοντες τού Αιγαίου, καθώς και με όποιον άλλο, η βοήθεια τού οποίου κρινόταν αναγκαία, για να εξασφαλιστεί εναντίον των Ελλήνων η κατοχή τής Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο. Ο βαΐλος έπρεπε να προτείνει ότι η Ενετική Δημοκρατία, οι βαρώνοι τού Μορέως και οι διάφοροι ηγεμόνες τού Αρχιπελάγους θα έδιναν από κοινού χίλιους άνδρες στην Κωνσταντινούπολη, θα τούς διατηρούσαν εκεί «συνεχώς» και θα μοιράζονταν τις δαπάνες τους με βάση αναλογία, την οποία οι Ενετοί εξουσιοδοτούσαν τον βαΐλο να επεξεργαστεί μαζί με τούς άλλους συμμετέχοντες στον συνασπισμό.31
Στο μεταξύ ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε στείλει τον πιστό του υπηρέτη Γεώργιο Ακροπολίτη σε διπλωματική αποστολή στην αυλή τού Βούλγαρου τσάρου Κωνσταντίνου Τιχ. Οι Βούλγαροι έκαναν πολλές προετοιμασίες για την περίοδο των Χριστουγέννων (του 1260) και ο Κωνσταντίνος επέμενε να παρακολουθήσει ο Ακροπολίτης όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις. Ο Βυζαντινός ιστορικός λοιπόν δεν είχε άλλη επιλογή και πέρασε αρκετές ημέρες στο Τίρνοβο, επιστρέφοντας στη συνέχεια στο Νυμφαίο με μηνύματα από τον τσάρο για τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο.32 Παρά το γεγονός ότι ο Ακροπολίτης λέει λίγα για την αποστολή του στη Βουλγαρία, αυτή πρέπει να ήταν εν μέρει μόνο επιτυχής, αφού το επόμενο καλοκαίρι (1261) ο αυτοκράτορας έστειλε στη Θράκη τον καίσαρα Αλέξιο Στρατηγόπουλο με «Σκυθική» (κουμανική) δύναμη και κάποιους βοηθητικούς να φρουρούν τούς ορεινούς δρόμους, γιατί οι Βούλγαροι και φυσικά οι Ηπειρώτες προκαλούσαν στην κυβέρνηση τής Νικαίας κάποια ανησυχία. Ο Κωνσταντίνος Tιχ είχε παντρευτεί την Ειρήνη, την κόρη τού Θεοδώρου Λάσκαρι, η οποία τον παρότρυνε να επιτεθεί στην αυτοκρατορική επικράτεια και να εκδικηθεί την πρόδηλη (πια) εκθρόνιση τού αδελφού της Ιωάννη Δ’.33 Τα στρατεύματα τού Στρατηγόπουλου έπρεπε να βρίσκονται σε άγρυπνη επιφυλακή για την αποφυγή προβλημάτων. Στον δρόμο του προς τη Θράκη έπρεπε επίσης να προσεγγίσει τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης ως απειλητική εκδήλωση και να καταγράψει τη λατινική αντίδραση στην παρουσία τού στρατού του. Δεν υπήρχε καμία σκέψη να καταλάβει αυτός την πόλη. Είχε πολύ μικρή στρατιωτική δύναμη και στερούνταν πολιορκητικών μηχανών.
Ο Στρατηγόπουλος διασχίζοντας τον Ελλήσποντο έφτασε στην Καλλίπολη, όπου αποφάσισε να πορευτεί κατά μήκος τής βόρειας ακτής τής Προποντίδας προς τη Σηλυμβρία και να κινηθεί από εκεί προς την Κωνσταντινούπολη απευθείας από τα δυτικά. Το σύνολο αυτού τού εδάφους, σχεδόν μέχρι τα τείχη τής πόλης, ανήκε στην αυτοκρατορία τής Νικαίας. Αφού έστησε τις σκηνές του στα προάστια ακριβώς τής Λατινικής «αυτοκρατορίας» στον Βόσπορο, κάλεσε στο επιτελείο του τούς διάφορους οπαδούς τής Νικαίας. Στην αυτοκρατορική αυλή εδώ και καιρό συζητιόταν πολύ η κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης και ο ίδιος ο Μιχαήλ Η' είχε κάνει μία ή δύο προσπάθειες με μισή καρδιά για να πάρει την πόλη. Ο Στρατηγόπουλος μιλούσε τώρα για την παλιά ελπίδα και υπογράμμιζε την προσδοκία ανταμοιβών σε εκείνους που θα συνέβαλαν στην εκπλήρωσή της. Τού απάντησαν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ευκαιρία από εκείνη που πρόσφεραν οι συγκεκριμένες περιστάσεις, γιατί ολόκληρη η ενετική μοίρα είχε βγει από την πόλη, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος τής Λατινικής φρουράς υπό τον Ενετό φρούραρχο (podestà) Μάρκο Γκραντενίγκο (1258-1261), υπερβολικά φιλόδοξο άνθρωπο, για να καταλάβει το ελληνικό νησί Δαφνουσία στη Μαύρη Θάλασσα.34 Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος κρατούσε την πόλη με πολύ μικρή δύναμη. Εντυπωσιασμένος από την ειλικρίνεια των πληροφοριοδοτών του και την προθυμία τους να βοηθήσουν, ο Στρατηγόπουλος πήρε την απόφαση που θα καθιστούσε αξιόλογη μια κατά τα άλλα μέτρια στρατιωτική σταδιοδρομία. Ανακοίνωσε ότι θα προσπαθούσε να καταλάβει την πόλη. Προφανώς εκ φύσεως αναποφάσιστος, αρρώστησε σχεδόν από αναποφασιστικότητα καθώς σκεφτόταν τις αποτυχίες τού Ιωάννη Β’ Ασάν και τού Βατάτζη, καθώς και άλλων μεγάλων στρατηγών πριν και μετά από αυτούς. Η κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης αποτελούσε το όνειρο όλων των πολιτικών τής Νικαίας (και τής Ηπείρου), απ’ όσα θυμόταν ο Στρατηγόπουλος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Τώρα ο ίδιος πρότεινε να γίνει το όνειρο αυτό πραγματικότητα με ασήμαντη στρατιωτική δύναμη και χωρίς προηγούμενο προγραμματισμό. Όμως όταν κάλεσε σε συνεδρίαση τούς αξιωματικούς του, ο ξάδελφός του Αλέξιος υποστήριξε σθεναρά να γίνει η προσπάθεια, ενώ το ίδιο έκανε και κάποιος Kουτριτζάκης, ένας από τούς συμπαθούντες τη Νίκαια που ζούσε μέσα ή κοντά στην Κωνσταντινούπολη.35
Ο Στρατηγόπουλος πείστηκε ότι είχε καλές πιθανότητες επιτυχίας, ενώ ο Παχυμέρης υπονοεί ότι έριχνε απλώς τον στρατό του στην προσπάθεια παρακινούμενος από τον ίδιο τον στρατό. Από τη στιγμή που δεσμεύτηκε, ο Στρατηγόπουλος εργάστηκε σκληρά και επιθεώρησε λεπτομερώς τα τείχη μαζί με τον Κουτριτζάκη, που γνώριζε πολύ καλά όλη την περιοχή. Ο Κουτριτζάκης ήταν επικεφαλής μιας από τις ομάδες των τοπικών Ελλήνων, που αποτελούνταν από εργάτες γης, γενικούς εργάτες, πραματευτές κι άλλους τέτοιους ανθρώπους τού λαού, στους οποίους ο Παχυμέρης δίνει το όνομα «θεληματάριοι».36 Όντας δήθεν ουδέτεροι στη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι «θεληματάριοι» ζούσαν μέσα κι έξω από τα τείχη και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και προς τις δύο πλευρές όταν αντιλαμβάνονταν τη δυνατότητα ή αποδέχονταν την ανάγκη να το πράξουν. Όμως δεν θα μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία ότι οι περισσότεροι από αυτούς προτιμούσαν να προσφέρουν «εθελοντικά» τις υπηρεσίες τους στους συμπατριώτες τους παρά στους Λατίνους. Με άλλα λόγια όχι μόνο εξυπηρετούσαν τούς άλλους κατά τη δική τους βούληση (θέλημα), αλλά υπηρετούσαν και κατά το θέλημα των άλλων.
Εγκαταλείφθηκαν όλες οι σκέψεις για άσκοπες παρελάσεις κάτω από τα τείχη προς εκφοβισμό των Λατίνων και τώρα πια κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να καθησυχάσουν τις υποψίες των ανθρώπων στην πόλη. Η επιτυχία θα εξαρτιόταν από την ταχεία δράση. Η προσπάθεια θα γινόταν χωρίς θόρυβο τη νύχτα. Όπως και οι κυνηγοί που ξεκινούν θανάσιμο παιχνίδι, λέει ο Παχυμέρης, οι άνδρες τού Στρατηγόπουλου έστησαν σκάλες στα τείχη σε προσεκτικά επιλεγμένο σημείο. Ο Ακροπολίτης έχει διαφορετική άποψη για τον τρόπο με τον οποίον οι στρατιώτες τής Νικαίας μπήκαν στην πόλη. Λέει ότι οι πληροφοριοδότες τού Στρατηγόπουλου τού είπαν ότι υπάρχει άνοιγμα στο τείχος (ὀπήν τινά εἶναι περί το τεῖχος τῆς πόλεως), μέσω τού οποίου μπορούσαν να περνούν ένας-ένας οπλισμένοι άνδρες. Πέρασαν λοιπόν από αυτό το άνοιγμα ο ένας μετά τον άλλο, μέχρις ότου δεκαπέντε ή περισσότεροι άνδρες μπήκαν στην πόλη. Ορισμένοι από αυτούς τούς άνδρες, σκαρφαλώνοντας στο τείχος από την εσωτερική πλευρά, άρπαξαν τον μοναδικό φρουρό που βρήκαν και τον έριξαν έξω. Άλλοι πετσόκοψαν με τσεκούρια τα δοκάρια που κρατούσαν τις πύλες κλειστές κι άνοιξαν τουλάχιστον μία για τον στρατό τής Νικαίας, που περίμενε σε ετοιμότητα για να εισέλθει.37
Ο Παχυμέρης δίνει μακρά και συναρπαστική περιγραφή τής ελληνικής ανάκτησης τής Κωνσταντινούπολης, λέγοντας ότι ο Στρατηγόπουλος είχε συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και περίμενε καθώς περνούσε η νύχτα, φοβούμενος προδοσία. Ο Κουτριτζάκης έκανε ό,τι μπορούσε για να τον καθησυχάσει, αλλά καθώς η καθυστέρηση συνεχιζόταν ο Στρατηγόπουλος υποπτεύτηκε κι αυτόν και προέβλεψε την καταστροφή τού στρατού του σε λατινική παγίδα. Φαινόταν να περνούν ώρες πριν πάρει κάποιο σήμα από τούς συνεργάτες του μέσα στην πόλη. Ο στρατός περίμενε σιωπηλός. Το σινιάλο θα ήταν μια ιαχή (εὐφημία), όπως αυτή που απευθύνουν στους αυτοκράτορες, που θα τη φώναζαν από το τείχος με δυνατή, καθαρή φωνή. Διαλεχτοί άνδρες αναρριχήθηκαν ένας-ένας στις επάλξεις των τειχών, όπου βρήκαν τούς Λατίνους φρουρούς να κοιμούνται «και τούς προκάλεσαν φοβερό όνειρο». Μερικοί από τούς φρουρούς που δέχθηκαν επίθεση πριν ξυπνήσουν, στραγγαλίστηκαν και πετάχτηκαν στο χώμα έξω από τα τείχη. Αυτοί που ξύπνησαν σκοτώθηκαν αμέσως με σπαθιά πριν προλάβουν να σημάνουν συναγερμό. Η ατρόμητη ομάδα προχώρησε στη συνέχεια προς την Πύλη τής Κρήνης, την οποία βρήκαν αποκλεισμένη με φράγμα από πέτρες, που έπρεπε να αφαιρέσουν για να κάνουν πέρασμα. Ύστερα, κόβοντας τούς μεντεσέδες με μπρούτζινες σφήνες, γκρέμισαν την πύλη. Η αυτοκρατορική ευφημία φωνάχτηκε δυνατά από το πάνω μέρος τού τείχους και την άκουσαν εύκολα ο Στρατηγόπουλος που αγωνιούσε και ο στρατός του που περίμενε. Όρμησαν από τούς χώρους όπου ήσαν κρυμμένοι (γύρω από το κοντινό μοναστήρι τής Κρήνης) και άρχισαν να περνούν την πύλη. Ήταν η πρώτη ώρα τής αυγής.
Μέσα στην παραζάλη τής επιτυχίας ορισμένοι από τούς στρατιώτες τής Νικαίας άρχισαν να επιτίθενται σε όποιον έβρισκαν ή να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν, αλλά οι Κουμάνοι τούς διατήρησαν σε στρατιωτική πειθαρχία και καθάριζαν τούς δρόμους από το πλήθος των πολιτών, που μαζευόταν για να μάθει τι συνέβαινε. Ο Στρατηγόπουλος προχωρούσε συστηματικά και προσεκτικά, έμπειρος στις βίαιες εισόδους σε ακροπόλεις και πόλεις. Ήθελε να είναι βέβαιος για τη δύναμη των Λατίνων υπερασπιστών, πριν τα στρατεύματά του διεισδύσουν πολύ βαθιά στην πόλη. Πρωτοείδε με φρίκη τη λατινική δύναμη, που ήταν πιο πολυάνθρωπη απ’ ό,τι περίμενε. Ο Παχυμέρης λέει ότι έδωσε σχεδόν εντολή υποχώρησης, αλλά οι ντόπιοι Έλληνες «εθελοντές» που τον είχαν βοηθήσει αγωνίστηκαν εξαγριωμένα, βέβαιοι για τη δική τους καταστροφή αν το εγχείρημα αποτύγχανε. Όμως οι Λατίνοι σύντομα απωθήθηκαν και αναζήτησαν ασφάλεια διασκορπιζόμενοι τη σκοτεινή ακόμη ώρα τού ξημερώματος. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος, μαθαίνοντας την προέλαση τού στρατού τής Νικαίας στην πόλη, σκέφτηκε μόνο τη διαφυγή. Αφήνοντας το παλάτι των Βλαχερνών στη βορειοδυτική γωνιά τής πόλης, κατέφυγε στο Μεγάλο Παλάτι κοντά στη θάλασσα. Στη βιασύνη του να ξεφύγει έχασε το καπέλο του, πέταξε το σπαθί του και άφησε πίσω του τα διακριτικά τού αυτοκρατορικού του αξιώματος.38
Εκείνη την ώρα ο ενετικός στόλος, που αποτελούνταν από τριάντα περίπου πλοία και περιλάμβανε και γαλέρες, είχε επιστρέψει από την αποτυχημένη επίθεση κατά τής Δαφνουσίας. Μαθαίνοντας τα νέα τής προσπάθειας τής Νικαίας να καταλάβει την πόλη και φοβούμενοι για τις συζύγους, τα παιδιά και τις περιουσίες τους, προσπαθούσαν όλοι να επιταχύνουν όσο μπορούσαν την επιστροφή. Οι εισβολείς είχαν πυρπολήσει τις λατινικές συνοικίες τής πόλης, ειδικά εκείνη των Ενετών και οι διοικητές τού στόλου εκτιμούσαν ότι η αποβίβαση θα ήταν αυτοκαταστροφική. Ανέβασαν στα πλοία, εξαντλώντας τη χωρητικότητά τους, όλους τούς Λατίνους που κατόρθωσαν να φτάσουν σε αυτά. Στάλθηκε μια γαλέρα στην ακτή κοντά στο Μεγάλο Παλάτι και φαίνεται ότι ο Βαλδουΐνος ήταν τυχερός κι ανέβηκε στο πλοίο στη διάρκεια αυτής τής επικίνδυνης επιχείρησης. «Έτσι έγινε λοιπόν και με τη θεία πρόνοια η πόλη τού Κωνσταντίνου πέρασε και πάλι στα χέρια τού αυτοκράτορα των Ρωμαίων με δίκαιο και αρμόζοντα τρόπο στις 25 Ιουλίου τής τέταρτης ινδικτιώνος, κατά το έτος 6769 από τη δημιουργία τού κόσμου, αφού ο εχθρός την είχε κρατήσει για πενήντα οκτώ χρόνια».39
Όταν έφτασαν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ οι πρώτες φήμες ότι ο Στρατηγόπουλος είχε πάρει την Κωνσταντινούπολη, εκείνος βρισκόταν στρατοπεδευμένος στο Μετεώριον. Ύστερα από ανήσυχη μέρα ένας αγγελιοφόρος επιβεβαίωσε την είδηση και ο Μιχαήλ ξεκίνησε πορεία προς την πόλη, σταματώντας κοντά στην Αχυραούντα, όπου τού παραδόθηκαν τα αυτοκρατορικά διακριτικά τού Βαλδουΐνου, προϊόντα λατινικής καλλιτεχνίας. Τώρα πια ακόμη και ο πιο δύσπιστος δεν μπορούσε να έχει αμφιβολία ότι η Κωνσταντινούπολη είχε πραγματικά επανακτηθεί. Πλησιάζοντας την πόλη ο Μιχαήλ άρχισε να σκέφτεται για τον κατάλληλο τρόπο με τον οποίο έπρεπε να γίνει η είσοδός του. Αποφάσισε να μη μπει με λαμπρότητα και στρατιωτική επίδειξη, αλλά με τρόπο που θα ευχαριστούσε περισσότερο τον Θεό.40 Ήθελε να συνθέσει ο Νικηφόρος Bλεμμύδης ευχαριστήριες προσευχές για την περίσταση. Όμως ο Bλεμμύδης ζούσε πολύ μακριά, στην Έφεσο, κι έτσι προσφέρθηκε ο Ακροπολίτης να γράψει κατάλληλες προσευχές, πράγμα στο οποίο συμφώνησε ο Μιχαήλ, όντας φυσικά ανυπόμονος να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Η αυτοκρατορική συνοδεία έφτασε στην πόλη στις 14 Αυγούστου, αλλά ο Μιχαήλ δεν ήθελε να μπει στην πόλη την ίδια μέρα. Έστησε τις σκηνές του στο μοναστήρι τού Κοσμιδίου κοντά στις Βλαχέρνες. Εκεί πέρασε τη νύχτα και μπήκε στην πόλη την επόμενη μέρα. Την εορταστική λειτουργία τής νίκης έκανε ο μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος Κλειδάς αφού απουσίαζε ο πατριάρχης. Ανεβαίνοντας σε έναν από τούς πύργους τής Χρυσής Πύλης και έχοντας μαζί του την εικόνα τής Παναγίας που ανήκε στο μοναστήρι τής Οδηγήτριας, ο Γεώργιος απήγγειλε τις προσευχές ενώπιον πλήθους, που πρέπει να είχε συγκινηθεί βαθιά. Ο αυτοκράτορας έπεσε στο έδαφος με ακάλυπτο το κεφάλι και λυγισμένα γόνατα, ενώ το ίδιο έκαναν και όλοι οι παρευρισκόμενοι. Όταν η πρώτη προσευχή τελείωσε, ο μητροπολίτης τούς υπέδειξε να σηκωθούν. Ύψωσαν τη φωνή τους ψάλλοντας εκατό φορές το «Κύριε ελέησον» και στη συνέχεια συνεχίστηκαν οι τελετές. Αυτό συνεχιζόταν επί μέρες.41 Όμως ο Μιχαήλ, αν και γεμάτος ευγνωμοσύνη για αυτό το σημάδι θείας εύνοιας, σκεφτόταν συνεχώς την πολιτική σημασία τού σημαντικού επιτεύγματος τού Στρατηγόπουλου και καταπιάστηκε σύντομα με την ανοικοδόμηση τής νέας του πρωτεύουσας, την οποία τα ζοφερά χρόνια τής Λατινικής κατοχής είχαν αφήσει σχεδόν έρημη.
Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος, αφού δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη, αποβιβάστηκε για λίγο στο Νεγκροπόντε, όπου οι τριάρχες τού επιφύλαξαν υπέροχη υποδοχή, όπως άρμοζε στο αυτοκρατορικό μεγαλείο που δεν θα ξαναγνώριζε ποτέ. Ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη όλα τα καλά του χαρακτηριστικά, ο Βαλδουΐνος είχε θλιβερή βασιλεία (1237-1261). Τώρα δεν τού είχαν απομείνει παρά ο αυτοκρατορικός τίτλος και κάποιες βυζαντινές λειψανοθήκες με το πολύτιμο περιεχόμενό τους. Τα λείψανα αποδείχθηκαν διαπραγματεύσιμα τοις μετρητοίς και ο Βαλδουΐνος, καθώς και η ακολουθία του, χρειάζονταν μετρητά πέρα από οτιδήποτε άλλο. Τόσο απελπιστική ήταν η δυστυχία τους. Τα λείψανα ήσαν στην πραγματικότητα θεόσταλτα, αφού σε ενετικά χέρια είχαν βρεθεί από καιρό λιγότερο ουράνιες πηγές εσόδων. Από το Nεγκροπόντε ο Βαλδουΐνος πήγε στη Θήβα και στην Αθήνα. Τον δεξιώθηκαν στα κάστρα τής Καδμείας και τής Ακρόπολης. Υπήρχαν ασφαλώς ορισμένοι παρόντες σε αυτές τις δεξιώσεις, που δίνονταν τώρα από τον Γκυ Α’ ντε λα Ρος, που είχε επιστρέψει από την παραμονή του στη Γαλλία, οι οποίοι αναπολούσαν τη δεξίωση που είχε δοθεί το 1209 προς τιμήν τού Ερρίκου, τού προκατόχου τού Βαλδουΐνου, όταν η Λατινική αυτοκρατορία εισερχόταν μόλις στη βραχύβια περίοδο τού μεγαλείου της. Ένας μονάρχης που έχει χάσει τον θρόνο του προκαλεί συμπάθεια στις κυρίες. Έτσι η δούκισσα τής Νάξου, η μητέρα τού Μάρκο Β’ Σανούντο, ήρθε να προσθέσει τα δικά της δώρα σε εκείνα που είχε πάρει ο Βαλδουΐνος από τούς τριάρχες και τον άρχοντα τής Αθήνας. Χρίζοντας πολλούς ιππότες πρόσθεσε στον εαυτό του μια ακόμη πηγή εισοδήματος. Συνεχίζοντας στον Μοριά, ο Βαλδουΐνος σαλπάρισε από τη Γλαρέντζα για την Απουλία, όπου τον υποδέχθηκε εγκάρδια ο βασιλιάς Μάνφρεντ. Το επόμενο έτος ο Βαλδουΐνος πήγε στη Γαλλία, αναζητώντας άνδρες και χρήματα για μια χαμένη υπόθεση42 και αρχίζοντας έτσι να παίζει τον ρόλο τού εξόριστου μονάρχη.
Ενώ βρισκόταν στην Αθήνα τον Οκτώβριο τού 1261, ο Βαλδουΐνος εξόφλησε δάνειο 5.000 χρυσών υπερπύρων, που τού είχε δανείσει στο παρελθόν ο άρχοντας τής Καρύστου Όθων ντε Κικόν για «τις μεγάλες δικές σας ανάγκες και γι’ αυτές τής αυτοκρατορίας σας» (por le grant necessite de nos et de nostre empire), δωρίζοντας στον Όθωνα το δεξί χέρι και τμήμα τού βραχίονα τού Ιωάννη τού Βαπτιστή, ανεκτίμητο βυζαντινό λείψανο, το χέρι δηλαδή με το οποίο είχε βαφτιστεί ο Σωτήρας, το οποίο ο άξιος άρχοντας τής Καρύστου σύντομα δώρισε στη μονή τού Σιτώ στη Βουργουνδία, ζητώντας τις προσευχές των Kιστερκιανών μοναχών για την καθόλου αμελητέα γενναιοδωρία του (20-21 Μαρτίου 1263).43 Και οι μοναχοί αναμφίβολα προσεύχονταν γι' αυτόν «να τον ανταμείψει ο Κύριος ανάλογα με τα έργα του».
Η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει κατά τη διάρκεια παπικού μεσοδιαστήματος. Ο Αλέξανδρος Δ' είχε πεθάνει στο Βιτέρμπο στις 27 Μαΐου 1261. Ο Ούρμπαν Δ’ εξελέγη στις 29 Αυγούστου. Μόλις ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έμαθε την εκλογή τού Ούρμπαν, έστειλε στην παπική κούρτη πρεσβεία αποτελούμενη από δύο πρώην γραμματείς τής Λατινικής αυτοκρατορικής αυλής, οι οποίοι έτυχαν σκληρής υποδοχής στην Ιταλία. Ο Μιχαήλ επιθυμούσε να στείλει ο νέος πάπας λεγάτους στη βυζαντινή αυλή, για να συζητήσουν την πιθανή ένωση των Εκκλησιών. Δεδομένου ότι η πρεσβεία τού Μιχαήλ προφανώς έφυγε για την παπική κούρτη τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο τού 1261, είναι σαφές ότι δεν έχασε χρόνο στην προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει τη διπλωματία για να προστατευτεί από γρήγορα αντίποινα.44
Ήταν φρόνιμο ότι ο Μιχαήλ δεν έχασε χρόνο. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος, ενώ βρισκόταν στην Ιταλία, έκανε θλιβερή εμφάνιση ενώπιον τού πάπα Ούρμπαν Δ’, ο οποίος έγραφε από το Βιτέρμπο στις 5 Ιουνίου 126245 στον βασιλιά Λουδοβίκο Θ’ τής Γαλλίας, ότι η τρομερή είδηση τής πτώσης τής Κωνσταντινούπολης είχε σκάσει στ' αυτιά του ως είδος έκρηξης (veluti ex quodam terrifico sonitu vehementer attoniti). Η Αγιότητά του είχε μείνει έκπληκτη από αυτή τη φοβερή απώλεια για τη χριστιανοσύνη και απεύθυνε προσευχές προς τον Παντοδύναμο, ο οποίος προφανώς τιμωρούσε τούς Λατίνους για τις ατέλειωτες αμαρτίες τους. Όμως οι Ενετοί είχαν υποσχεθεί στόλο και οι Λατίνοι άρχοντες στην Ελλάδα συγκέντρωναν στρατό, για να βοηθήσουν στην ανάκτηση τής μεγάλης πόλης τού Βοσπόρου. Αλλά ο Ούρμπαν περίμενε από τη Γαλλία, «τον καθρέφτη και πρότυπο όλων των χριστιανικών βασιλείων», να αναλάβει δράση εναντίον τού Έλληνα σφετεριστή. Αν γινόταν αυτό, τότε τα άλλα κράτη στην Ευρώπη θα ακολουθούσαν και η εκστρατεία θα ξεκινούσε σύντομα.
Οι Μινορίτες στη Γαλλία πήραν εντολή να κηρύξουν σταυροφορία εναντίον τού «σχισματικού Παλαιολόγου, ο οποίος αυτοαποκαλείται αυτοκράτορας των Ελλήνων».46 Τα χρήματα που μαζεύονταν στη Γαλλία για τη σταυροφορία στους Αγίους Τόπους (subsidium Terrae Sanctae) επρόκειτο να δαπανηθούν για τρία χρόνια με στόχο την αποκατάσταση τού εκθρονισμένου Βαλδουΐνου στον χαμένο θρόνο των Κουρτεναί στην Κωνσταντινούπολη.47 Ο Ούρμπαν Δ’ αφόρισε και τούς Γενουάτες, λόγω τής συμμαχίας που είχαν κάνει με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο «εις βάρος τής χριστιανοσύνης και τής ρωμαϊκής εκκλησίας».48 Σε γενικές γραμμές, οι γραμματείς τής παπικής κούρτης ετοίμασαν μερικά εύγλωττα έγγραφα, που πέτυχαν λίγα πράγματα.
Συλλέκτες πόρων για τη σταυροφορία στάλθηκαν στην Καστίλλη και στην Αγγλία, καθώς και στη Γαλλία, αλλά τα ποσά που συγκέντρωσαν υπολείπονταν κατά πολύ των απαιτήσεων μιας εκστρατείας κατά τού Μιχαήλ Η’. Η απογοήτευση είχε μειώσει τον ενθουσιασμό των λαϊκών για τη σταυροφορία, ο οποίος έτεινε να αυξάνεται και να ελαττώνεται με το πέρασμα των γενεών, ενώ ο πάπας είχε λόγους να ανησυχεί και να απογοητεύεται με τη μικρή ανταπόκριση των κληρικών (privati commodi nimium tenaces, λέει ο Ραϋνάλδος, ac publici immemores). Δεν πρόσφερε τίποτε στον Ούρμπαν η έκδοση τής επίσημης προειδοποίησης, ότι η φουσκωμένη υπερηφάνεια των Ελλήνων τούς είχε πια δώσει τη φιλοδοξία «με πνεύμα υπερηφάνειας» (in elationis spiritu) να καταλάβουν το «πριγκηπάτο τής Αχαΐας και τις γειτονικές περιοχές».49 Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο Καθολικός κλήρος στην Ελλάδα έδειξε πολύ μεγαλύτερη προθυμία στην προσφορά χρημάτων για την υποβοήθηση τής διατήρησης των λατινικών εδαφών, που απειλούνταν τώρα από τον Μιχαήλ Η’, αν και ο πάπας απεύθυνε τις καθιερωμένες επιστολές προς τούς αρχιεπισκόπους Πατρών, Κορίνθου, Αθηνών και Θηβών, στους επισκόπους Κορώνης, Σπάρτης και Nεγκροπόντε, καθώς και στους ηγούμενους και άλλους αξιωματούχους τής κινδυνεύουσας Λατινικής Εκκλησίας, που ζούσαν τόσο στενόχωρα στα εδάφη τής Ελληνικής Ορθοδοξίας.50
Όμως οι Ενετοί ανησυχούσαν βαθιά. Είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη ζημιά από τη βυζαντινή ανακατάληψη τής Κωνσταντινούπολης. Τα προνόμιά τους αποτελούσαν μέρος τής ίδιας τής δομής τής Λατινικής αυτοκρατορίας. Ήταν τώρα φυσικό να ονειρεύονται οι πολιτικοί τής ενετικής λιμνοθάλασσας την ανακατάληψη τού Βοσπόρου. Έτσι, στις 8 Σεπτεμβρίου 1264, ο δόγης Ρανιέρι Ζένο έγραψε στον πάπα Ούρμπαν Δ’:
Δεν είναι άγνωστο στην Αγιότητά σας πόσο μεγάλη, πόσο έντιμη, και πόσο εξαιρετική ήταν και είναι η αυτοκρατορία τής Ρωμανίας για τη δύναμη τού χριστιανικού κόσμου, ούτε με πόσους κόπους, δαπάνες και απώλειες ζωής αποκτήθηκε και στη συνέχεια προασπίστηκε με την υποστήριξη τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Δεν επιμένω σ' αυτό, γιατί είναι περισσότερο από σαφές στην Αγιότητά σας και σε ολόκληρο τον κόσμο. … Γιατί λέγεται ότι ένα διάταγμα [edictum] έχει εκδοθεί από την Αποστολική Έδρα, ότι όποιος είναι πρόθυμος να ξεκινήσει προς βοήθεια τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας θα τού χορηγηθεί τέτοια άφεση [venia], όπως εκείνη που χορηγείται σε αυτούς που διασχίζουν τη θάλασσα για να υπηρετήσουν στους Αγίους Τόπους …51
Οι Ενετοί ήθελαν να γυρίσουν πίσω το πέρασμα τού χρόνου και να ξεκινήσουν και πάλι την 4η Σταυροφορία.
Ήταν περίπου η εποχή που η προσοχή τής παπικής κούρτης στρεφόταν και πάλι προς τη μακρινή Ανατολή σε αναζήτηση συμμάχων για την επίλυση των συσσωρευομένων προβλημάτων, που απειλούσαν τη λατινική χριστιανοσύνη στην ανατολική Μεσόγειο. Για είκοσι περίπου χρόνια, από τότε που ο πάπας Ιννοκέντιος Δ’ είχε στείλει αποστολή υπό τον Φραγκισκανό Τζιοβάνι ντε Πιανκαρπίνο το 1245 στον Μεγάλο Χάνο Γκουγιούκ (πέθανε το 1248), η κούρτη είχε τουλάχιστον μία αδύναμη διπλωματική σχέση με τούς Μογγόλους, η οποία είχε προκαλέσει το ζωηρό ενδιαφέρον συγγραφέων όπως ο Βενσέν ντε Μπωβαί και ο Μάθιου Πάρις.52 Υπήρχαν φήμες ότι το καλοκαίρι τού 1248 ο πάπας είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Μογγόλων εναντίον τού αυτοκράτορα τής Νικαίας Ιωάννη Γ' Βατάτζη.53 Μια δεκαετία αργότερα (το 1258) ο Ουλάγου, ο Μογγόλος ιλ-χάνος τής Περσίας, κατέστρεφε το χαλιφάτο των Αββασιδών τής Βαγδάτης και άρπαζε συσσωρευμένο πλούτο πέντε αιώνων. Οι Μογγόλοι έσφαξαν τούς κατοίκους τής πόλης και οι ευσεβείς χριστιανοί στη Δύση είδαν την καταστροφή των μουσουλμάνων ως δίκαιη τιμωρία από ψηλά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι δυνάμεις τού Ουλάγου στις θανατηφόρες επιδρομές τους χάριζαν τη ζωή στους χριστιανούς και ότι οι Τούρκοι ηγεμόνες και εμίρηδες τής Συρίας και τής Ανατολίας έβλεπαν το μέλλον με φόβο.
Μάλιστα οι Μογγόλοι κατέλαβαν γρήγορα τη μουσουλμανική Συρία (μέχρι την άνοιξη τού 1260), αλλά η προέλασή τους σύντομα διακόπηκε από τα νέα που ήλθαν ότι πέθανε ο Μεγάλος Χάνος Μόνγκε τον Σεπτέμβριο τού 1259, πολεμώντας για την κατάκτηση τής Κίνας. Ο πόλεμος διαδοχής στην Άπω Ανατολή, στον οποίο επιδιδόταν τώρα ο ίδιος ο τρομερός Ουλάγου, περιόριζε τη δραστηριότητα των Μογγόλων στην Ανατολική Μεσόγειο. Για κάποια περίοδο το χριστιανικό βασίλειο τής Κιλικίας Αρμενίας και το λατινικό πριγκηπάτο τής Αντιόχειας πέτυχαν άφθονα κέρδη και προφανή ασφάλεια από την εγκατάσταση των Μογγόλων. Αλλά η νίκη των Μαμελούκων επί των Μογγόλων στο Αϊν Τζαλούτ στις 3 Σεπτεμβρίου 1260 απείλησε αμέσως ό,τι είχε απομείνει από τα λατινικά κράτη τής Συρίας και τής Παλαιστίνης.
Ο Μαμελούκος στρατιωτικός διοικητής Μπαϊμπάρς δολοφόνησε τον σουλτάνο και έγινε σύντομα αδιαφιλονίκητος κύριος τής Αιγύπτου καθώς και τής Συρίας. Ο Μπαϊμπάρς ήξερε πώς να επωφεληθεί από την αντιπαλότητα ανάμεσα στον ιλ-χάνο τής Περσίας Ουλάγου και στον ξάδελφό του Μπέρκε, που κυβερνούσε το χανάτο των Κιπτσάκων Μογγόλων στη νότια Ρωσία. Σε αντίθεση με τον Ουλάγου, ο Μπέρκε είχε αναλάβει τον ρόλο τού προστάτη των μουσουλμάνων στη Συρία, στους οποίους είχε επιτεθεί ο ιλ-χάνος. Ο Μπαϊμπάρς άρχισε σύντομα να αλληλογραφεί με τον Μπέρκε και αντάλλαξε με αυτόν πρεσβείες το 1262-1263, όταν ξεσπούσε ο πόλεμος μεταξύ των δύο Μογγόλων ηγετών στην Ανατολική Μεσόγειο.54 Τότε ο πάπας Ούρμπαν Δ’, λίγο πριν τον θάνατό του στις 2 Οκτωβρίου 1264, έστειλε την επιστολή «Η καρδιά μας αγαλλιάζει» (Exultavit cor nostrum) στον Ουλάγου, ο οποίος, όπως πίστευαν, επιθυμούσε να προσηλυτιστεί στον χριστιανισμό και από τον οποίο θα ζητιόταν συμμαχία εναντίον των Μαμελούκων, των οποίων η νίκη στο Αϊν Τζαλούτ υπήρχε κίνδυνος να τερματίσει την ολοένα και λιγότερο ένδοξη ιστορία τού λατινικού βασιλείου τής Ιερουσαλήμ και να προκαλέσει την έξωση τού λατινικού καθεστώτος στην Άκρα (Acre).55
Ο Ούρμπαν Δ’, παρά το άγχος του για τούς χριστιανούς που βρίσκονταν ακόμη στους Αγίους Τόπους και παρά την επιστολογραφική του δραστηριότητα για σταυροφορία εναντίον των Ελλήνων και ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, ήξερε καλά ότι ο παπισμός δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει τούς πόρους του σε τέτοια επιχείρηση, πριν ηττηθεί ο Χοχενστάουφεν Mάνφρεντ, βασιλιάς Σικελίας και νότιας Ιταλίας. Ο Mάνφρεντ προσφερόταν να βοηθήσει τον πάπα και τον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουΐνο σε επίθεση εναντίον τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (ακόμη και στην επιχείρηση για την Ιερουσαλήμ) σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση των δικαιωμάτων του στη μοναρχία. Αλλά αυτή η πρόταση, που ήταν ενδιαφέρουσα για τον εκθρονισμένο Βαλδουΐνο, ήταν εντελώς απαράδεκτη για τον πάπα, ο οποίος αναζητούσε στον Κάρολο Ανδεγαυό τον ανταγωνιστή που θα εκθρόνιζε τον Μάνφερντ και φυσικά δεν έψαχνε για ευκαιρία επέκτασης τής επιρροής των Χοχενστάουφεν από την Ιταλία στον Βόσπορο.56 Έτσι, αν και οι αυλές τής Ευρώπης έπαιρναν διάφορες παπικές εκκλήσεις για σταυροφορία εναντίον των Ελλήνων, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ο ίδιος ο πάπας άρχιζε να εξετάζει σοβαρά την πραγματοποίηση τής ένωσης των Εκκλησιών (αν ήταν εφικτή) με τη συνεργασία τού Μιχαήλ Η’, ως πρώτο βήμα εναντίον τού Μάνφρεντ. Όσο ασυνεπής κι αν δείχνει αυτή η παπική πολιτική, είναι εύκολα εξηγήσιμη. Μόνο ο χρόνος και η πολιτική συγκυρία θα προσδιόριζε αν ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος θα εύρισκε στον πάπα σύμμαχο ή εχθρό, αλλά γινόταν όλο και πιο σαφές ότι δεν θα υπήρχε σταυροφορία εναντίον των Ελλήνων, παρά μόνο αν και όταν γινόταν βασιλιάς τής Σικελίας ο Κάρολος Ανδεγαυός.
Το πριγκηπάτο τής Αχαΐας δεν συνήλθε ποτέ από το πλήγμα που υπέστη η λατινική βαρωνία στην Πελαγονία. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ αντιλήφθηκε την ευκαιρία ανάκτησης ορισμένων από τα εδάφη, που είχαν χάσει οι Έλληνες ως συνέπεια τής 4ης Σταυροφορίας. Για περισσότερα από δύο χρόνια ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος παρέμεινε κρατούμενος τού Μιχαήλ, αφού δεν ήταν σε θέση να συναινέσει στο αντίτιμο που ζητούσε ο αυτοκράτορας για την ελευθερία του, δηλαδή στην παράδοση τού Μορέως έναντι χρηματικής αποζημίωσης. Το πριγκηπάτο τής Αχαΐας ήταν φεουδαρχικό κράτος. Οι χρήσεις του κατοχυρώνονταν στις Ασσίζες τής Ρωμανίας, που θα καταγράφονταν μισό αιώνα αργότερα. Τα δικαιώματα των οικογενειών των βαρώνων τής κατάκτησης ήσαν ακόμη νωπά στο μυαλό.
Ο Γουλιέλμος, λίγο μετά τη σύλληψή του, σύμφωνα με τις διάφορες εκδοχές τού Χρονικού τού Μορέως, ενημέρωνε τον Μιχαήλ Η’ σε δραματική ακρόαση:
Κύριέ μου αυτοκράτορα, αφού με ρωτάτε για τη γη τού Μοριά, είναι σωστό να σάς πω όλη την αλήθεια και όλα όσα θα είμαι σε θέση να κάνω, ακόμη κι αν παραμείνω εκατό χρόνια στη φυλακή σας. Ο Μοριάς είναι γη που αποκτήθηκε με τη δύναμη των όπλων και κατέχεται με το δικαίωμα τής κατάκτησης. Τον κατέκτησαν ο πατέρας μου και άλλοι καλοί άνδρες από τη Γαλλία, που ήσαν οι σύντροφοί του, ενώ αυτοί καθόρισαν και καθιέρωσαν μεταξύ τους, με νόμους και έθιμα, ότι η γη πρέπει να περνά στους κληρονόμους τους. Θα έκανα συνεπώς μεγάλο λάθος αν εγώ, που είμαι ένα μόνο πρόσωπο, προσπαθούσα για την απελευθέρωση τού σώματός μου να αποκληρώσω όλους εκείνους που θα έρθουν στη ζωή μέχρι την ημέρα τής κρίσης…
Ο πρίγκηπας Γουλιέλμος εξηγούσε ότι ήταν απλώς πρώτος μεταξύ ομοτίμων του, των οποίων τη γη δεν μπορούσε να απαλλοτριώσει, αλλά ότι ο αυτοκράτορας μπορούσε να τον κρατήσει ζητώντας λύτρα, «όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο όπου διεξάγονται πόλεμοι», και ότι ο ίδιος και οι υποτελείς του θα πλήρωναν, καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του. Αν ο Μιχαήλ δεν δεχόταν λύτρα σε χρήμα, τότε «είμαστε στη φυλακή σας, κάνετε με εμάς αυτό που θέλετε, γιατί δεν θα πάρετε τίποτε άλλο από εμάς».57
Η πτώση τής Κωνσταντινούπολης στις 25 Ιουλίου 1261 μετρίασε την αδιαλλαξία τού πρίγκηπα Γουλιέλμου και επίσης οδήγησε τον θριαμβευτή αυτοκράτορα Μιχαήλ σε συμβιβασμό. Μέσα σε ένα εξάμηνο ο Γουλιέλμος είχε απελευθερωθεί, εγγυώμενος στον Μιχαήλ την παράδοση των μεγάλων μωραΐτικων κάστρων τού Μυστρά, τής Μεγάλης Μάινας (Μάνης) και τής Μονεμβασίας. Ο Γουλιέλμος είχε χτίσει ο ίδιος τον Μυστρά και τη Μεγάλη Μάινα, ενώ είχε πάρει τη Μονεμβασία το 1248 ύστερα από πολιορκία τριών ετών. Έτσι τα δικαιώματα των Λατίνων βαρώνων τής Αχαΐας και τα ήθη και έθιμα τού πριγκηπάτου δεν παραβιάζονταν, όταν ο Γουλιέλμος για να ελευθερωθεί συμφωνούσε να παραδώσει τα προϊόντα αυτά των δικών του επιχειρήσεων. Σύμφωνα με ελληνική πηγή, ο Γουλιέλμος έγινε επίσης υποτελής τού αυτοκράτορα Μιχαήλ για το πριγκηπάτο τής Αχαΐας,58 όπως και στο παρελθόν κατείχε το μεγάλο φέουδό του ως υποτελής τού Λατίνου αυτοκράτορα, αλλά σύντομα μετά την απελευθέρωση τού Γουλιέλμου ο πάπας Ούρμπαν Δ’ τον απάλλαξε από τέτοιες υποχρεώσεις απέναντι στον Μιχαήλ Η’, με το αιτιολογικό ότι είχαν αναληφθεί κάτω από πίεση.59
Όμως η εκχώρηση των μωραΐτικων κάστρων έπρεπε πρώτα να επιβεβαιωθεί από «συνέλευση κυριών» (το 1261), που εκπροσωπούσαν τούς φυλακισμένους συζύγους τους, την οποία η πριγκίπισσα Άννα [τής Ηπείρου], η Ελληνίδα σύζυγος τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, είχε συγκαλέσει στο Νικλί, επειδή οι Ασσίζες τής Ρωμανίας προέβλεπαν ότι «αν ο πρίγκηπας έχει κάστρο επί συνόρων εχθρού, δεν μπορεί να το υποσχεθεί στον εχθρό ή να το καταστρέψει χωρίς τη συμβουλή και συναίνεση των ομοτίμων του» (άρθρο 19). Η μοναξιά των γυναικών επικράτησε επί των προσταγών τής στρατιωτικής σύνεσης και οι παραχωρήσεις τού πρίγκηπα προς τον Έλληνα αυτοκράτορα κυρώθηκαν, παρά τις αντιρρήσεις τού Γκυ Α’ ντε λα Ρος τής Αθήνας. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος επέστρεψε στο πριγκηπάτο του περί το τέλος τού 1261 και σύντομα βρέθηκε ξανά σε πόλεμο με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' για δύο ακόμη χρόνια. Οι δυνάμεις τού Γουλιέλμου στον Μοριά οδήγησαν δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες κατά των αυτοκρατορικών στρατευμάτων (που περιλάμβαναν και Τούρκους μισθοφόρους), αλλά δύσκολα μπορούσε να σκεφτεί την ανακατάληψη των φρουρίων που είχε αναγκαστεί να παραδώσει στον αυτοκράτορα. Οι μάχες ήταν «τόσο πικρές και αιματηρές», σύμφωνα με τον Σανούντο, «που μια γυναίκα παντρεύτηκε με επτά άντρες, τον ένα μετά τον άλλο, που σκοτώθηκαν σε αυτόν τον πόλεμο….»60
Ο πάπας Ούρμπαν Δ’ είχε δώσει στον πρίγκηπα Γουλιέλμο όση βοήθεια μπορούσε, δίνοντας εντολή στη λατινική ιεραρχία στην Ελλάδα να υποστηρίζει τούς εμπόλεμους βαρώνους τής Αχαΐας εναντίον τής ένοπλης δολιότητας των σχισματικών Ελλήνων.61 Οι Ανατολικές υποθέσεις, ακόμη και οι μωραΐτικες υποθέσεις, ζητούσαν την προσοχή τού πάπα σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που μπορούμε να αναφέρουμε εδώ. Διάφορες επιστολές και βούλλες είχαν εκδοθεί, που ασχολούνταν με τα εκκλησιαστικά και άλλα προβλήματα στους Αγίους Τόπους, γιατί η πτώση τής Άκρας βρισκόταν ακόμη τριάντα σχεδόν χρόνια μακριά. Βρίσκουμε τώρα τον πάπα να εκδικάζει μακροχρόνια διαφωνία ανάμεσα στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κρήτης Λεονάρδο και τούς Ενετούς άρχοντες (Σινιορία) τού νησιού, σχετική με ορισμένα δικαιώματα και δικαιοδοσίες που αφορούσαν το εκκλησιαστικό προσωπικό, τον φόρο δεκάτης, καθώς και την κατοχή αριθμού μοναστηριών και χωριών.62 Τον βλέπουμε και πάλι να υποδέχεται «με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση και την δέουσα τιμή» (cum ingenti gaudio et exultatione ac honorificentia condigna) ελληνική πρεσβεία από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, στον οποίον αναγνώριζε πια τον αυτοκρατορικό τίτλο και στον οποίο θα ήταν ευτυχής να στείλει τούς δικούς του νούντσιους (apocrisarii seu legati nostri) για να συζητήσουν την ένωση των Εκκλησιών και να παραλάβουν την έκφραση τής υιικής αφοσίωσης τού Μιχαήλ στην Αγία Έδρα. Όμως στο μεταξύ ο Ούρμπαν δεν μπορούσε παρά να εκφράζει την ανησυχία του για τις αναφορές που έφταναν σε αυτόν από τον Μοριά, για τις «διώξεις, τις παρενοχλήσεις, τα βάσανα και τις πιέσεις» στις οποίες υποβαλλόταν ο πρίγκηπας Γουλιέλμος από τις δυνάμεις τού Μιχαήλ. Μάλιστα αυτές οι εκθέσεις καθυστερούσαν την αποστολή τής παπικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο Ούρμπαν έλπιζε για τον γρήγορο τερματισμό αυτών των εχθρικών πράξεων εναντίον τού λατινικού πριγκηπάτου τής Αχαΐας καθώς και για την σεβάσμια και έντιμη υποδοχή των απεσταλμένων του στην αυλή τού Μιχαήλ. Αν ο Μιχαήλ επιθυμούσε πραγματικά την ειρήνη και την ομόνοια, έπρεπε να κάνει τις προθέσεις του φανερές και θα εύρισκε την Αγία Έδρα δεκτική, αφού η ενότητα τής χριστιανοσύνης αποτελούσε την πιο σοβαρή και εγκάρδια επιθυμία τού πάπα.63
Όμως, δεδομένου ότι οι ελληνικές επιθέσεις κατά τού λατινικού πριγκηπάτου δεν σταματούσαν, ο Ούρμπαν Δ’ ανανέωσε τη διακήρυξη σταυροφορίας εναντίον των σχισματικών Ελλήνων και τού Μιχαήλ Η’ (στις 13 Μαΐου 1264),64 αλλά δέκα μόνο μέρες αργότερα (στις 23 Μαΐου) ο πάπας έγραψε στον Μιχαήλ ότι έστελνε τον επίσκοπο Νικολό τού Κρότωνα και δύο Φραγκισκανούς, τον Τζεράρντο ντα Πράτο και τον Ραϊνέριο ντα Σιένα, σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την ένωση των Εκκλησιών.65 Σε μια δεκαετία οι διαπραγματεύσεις αυτές θα πετύχαιναν εκπληκτικά αποτελέσματα.
Ύστερα από την ήττα των Γενουατών από τούς Ενετούς την άνοιξη τού 1263 στην ναυμαχία των «Επτά Πηγαδιών» (Σέττε Πότσι, το νησί των Σπετσών κοντά στην Ύδρα),66 ο Μιχαήλ Η’ είδε ότι θα ήταν σοφό να αποκαταστήσει ειρήνη με τούς Ενετούς και να ανανεώσει τα οικονομικά προνόμια και τις απαλλαγές τους. Ήταν έτοιμος να αποκλείσει τούς Γενουάτες από τα προνόμια που τούς είχε υποσχεθεί στο Νυμφαίον. Ετοιμάστηκε συνθήκη, που εγκρίθηκε από τον Μιχαήλ στις 18 Ιουνίου 1265,67 αλλά ο δόγης τής Βενετίας, δεν την επικύρωσε και ο Μιχαήλ, ενόψει τής αυξανόμενης απειλής τού Καρόλου Ανδεγαυού, έπρεπε να επιστρέψει στην εξάρτησή του από τούς Γενουάτες. Όμως η ανανέωση τής ελληνο-γενουάτικης συμμαχίας ώθησε αργότερα τούς ίδιους τούς Ενετούς (στις 30 Ιουνίου 1268) να δεχτούν για πέντε χρόνια «στη θάλασσα καθώς και στη στεριά, χωρίς κανένα δόλο» (tam in mari quam in terra sine omni dolo) σύμφωνο μη επίθεσης με τον Mιχαήλ, αν ο τελευταίος μπορούσε πια να συμφωνήσει στην έξωση των Γενουατών, που είχαν επιστρέψει στον Γαλατά.68
Για να προστατέψει τον εαυτό του από τη λατινική επιθετικότητα ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος προσέφυγε στη συνήθη διαδικασία τής διαθεσιμότητάς του να συζητήσει την ένωση των Εκκλησιών, όπως έχουμε παρατηρήσει, η οποία οδήγησε τον πάπα Ούρμπαν Δ’, που επιδίωκε τώρα να καταστρέψει τον Χοχενστάουφεν βασιλιά Mάνφρεντ τής Σικελίας και Νότιας Ιταλίας, ώστε να αποτρέψει τις προσπάθειές του εναντίον τής παλινορθωμένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Ούρμπαν βοήθησε στην εγκαθίδρυση δύσκολης ειρήνης μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού πρίγκηπα τής Αχαΐας, αλλά πέθανε στις 2 Οκτωβρίου 1264 και τον διαδέχθηκε στις 5 Φεβρουαρίου τού επομένου έτους ο Κλήμης Δ’. Όταν η είδηση τής εκλογής τού πάπα Κλήμεντα έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, μάλλον κάποια στιγμή τον Απρίλιο τού 1265, ο Μιχαήλ έβαλε τον Βυζαντινό ρήτορα Μανουήλ Ολόβωλο να συντάξει επιστολή προς τον νέο ποντίφηκα. Ένας από τούς απεσταλμένους στους οποίους ο Mιχαήλ ήθελε να αναθέσει τη διαβίβαση τής επιστολής ήταν ο Έλληνας Nικολό, επίσκοπος Κρότωνα (Κοτρόνε), πιστός υποστηρικτής τής Αγίας Έδρας. Η επιστολή τού Ολόβωλου περιέχει πολλούς επαίνους για τον Νικολό. Οι άλλοι απεσταλμένοι δεν είχαν ακόμη επιλεγεί όταν ο Ολόβωλος συνέθεσε το κείμενο τής αυτοκρατορικής επιστολής. Άφησε κενά διαστήματα για τα ονόματά τους, αλλά τα κενά δεν συμπληρώθηκαν ποτέ, γιατί η επιστολή δεν εστάλη. Ο Παχυμέρης μάς πληροφορεί ότι ο Νικολό είχε χάσει πια την εύνοια τής αυλής τού Μιχαήλ και εξορίστηκε στην Ηράκλεια τού Πόντου,69 γεγονός που μπορεί να είναι ο λόγος τής στη συνέχεια μη αποστολής τής επιστολής Ολόβωλου. Γιατί αν και οι λίγες γραμμές που επαινούσαν τον Νικολό θα μπορούσαν εύκολα να διαγραφούν, τα μοναδικά προσόντα τού Νικολό για τη συγκεκριμένη πρεσβεία δεν μπορούσαν εύκολα να βρεθούν σε άλλον απεσταλμένο. Ήταν Έλληνας Καθολικός, πλήρως εξοικειωμένος με τα δόγματα τής Ορθοδοξίας και εντελώς πιστός στον παπισμό. Σε κάθε περίπτωση, η επιστολή που έστειλε τελικά ο Mιχαήλ στον Κλήμεντα Δ’ δεν φαίνεται να έχει διασωθεί, αν και το περιεχόμενό της μπορούμε να το συμπεράνουμε από την απάντηση τού πάπα σε αυτήν (με ημερομηνία 4 Μαρτίου 1267).70
Δεδομένου ότι η αυτοκρατορική επιστολή στην οποία απάντησε ο πάπας Κλήμης Δ’ βασιζόταν εν μέρει στο σχέδιο τού Ολόβωλου, ίσως κάποιες ενδείξεις για το περιεχόμενο αυτού τού σχεδίου είναι κατά σειρά οι εξής: Ο Μιχαήλ Η’ υπενθυμίζει στον πάπα την εποχή κατά την οποία λαμπρή ειρήνη έλαμπε σαν τα αστέρια μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, αλλά (αλίμονο!) οι ενάντιοι άνεμοι τού κακού πνεύματος είχαν διαλύσει αυτή την αρμονία. Τώρα οι σχέσεις Ελλήνων και Λατίνων είχαν μετατραπεί σε ζοφερή ιστορία σχεδόν καθημερινών εχθροπραξιών, ερείπωσης πόλεων, ερήμωσης τής υπαίθρου, αναζήτησης λεηλασίας και πρόωρου θανάτου αμέτρητων ανθρώπων. Χρόνια πριν φτάσει ο Mιχαήλ στην κορυφή τής αυτοκρατορικής εξουσίας, η τραγική αυτή κατάσταση τού προκαλούσε αγωνία, καθώς κάθε πλευρά επικαλούνταν τον ίδιο Χριστό για βοήθεια εναντίον τής άλλης. Αλλά τότε, μόλις ανέβηκε στον θρόνο, έστειλε απεσταλμένους στον εκλιπόντα πάπα Αλέξανδρο Δ’, προσπαθώντας να διορθώσει αυτή τη θλιβερή διαίρεση τής χριστιανοσύνης. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, ο Mιχαήλ είχε στείλει παρόμοια πρεσβεία στον Ούρμπαν Δ’, κάνοντας έκκληση και σε αυτόν για εκκλησιαστική και πολιτική ειρήνη. Ο μορφωμένος Νικολό τού Κότρωνα είχε χρησιμοποιηθεί ως αιδεσιμότατος απεσταλμένος μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Φαινόταν να υπάρχει μεγάλος λόγος για πανηγυρισμούς και ο Μιχαήλ ετοίμαζε δεύτερη πρεσβεία όταν πέθανε και ο πάπας Ούρμπαν. (Ο Ολόβωλος δεν ήταν καλά ενημερωμένος για τις σχέσεις τού Μιχαήλ με την παπική κούρτη). Όμως τώρα ο Μιχαήλ μπορούσε να ευχαριστεί τον Θεό για την ανάδειξη τού Κλήμεντα Δ' στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου, γιατί η σοφία, η φιλανθρωπία και η μετριοπάθεια τού νέου πάπα ήσαν γνωστές. Ο Μιχαήλ καλούσε τον Κλήμεντα να συνεργαστεί με όλες του τις δυνάμεις για την ένωση των Εκκλησιών και να επανεγκαθιδρύσει την αίσθηση αδελφοσύνης μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, υπενθυμίζοντας όλα αυτά που οι Άγιοι, οι μάρτυρες και οι διδάσκαλοι είχαν κάνει για την εκκλησία στην αντίθεσή τους με την αίρεση κατά το μακροχρόνιο και επίπονο παρελθόν. Ο Μιχαήλ υποστήριζε τη σύγκληση γενικής συνόδου για την άρση κάθε μνησικακίας και παρανόησης, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αποκατάσταση τής αναγκαίας ενότητας τής χριστιανοσύνης. Υποσχόταν την πλήρη συνεργασία του στην κοινή αναζήτηση αυτής τής ειρήνης και δικαιοσύνης, που ήθελε ο Mιχαήλ να επικρατήσει στην αυτοκρατορία του. Ο πάπας Κλήμης, αν επιτύγχαναν οι προσπάθειές του, θα κέρδιζε τόσο την ευγνωμοσύνη τού ουρανού όσο και την επιδοκιμασία τής ανθρωπότητας. Ο ίδιος ο Μιχαήλ, ως στοργικός γιος, θα ενέκρινε και θα διατηρούσε απαραβίαστα όσα είχαν γίνει στην ιερή παράδοση τής χριστιανικής Ορθοδοξίας.71
Παρά τον λαμπερό τόνο τού σχεδίου τού Ολόβωλου, το οποίο ήταν απολύτως σύμφωνο με άλλες επικοινωνίες τού Μιχαήλ Η' με την Αγία Έδρα, ο Mιχαήλ προφανώς δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία για την επανάληψη των ενωτικών διαπραγματεύσεων μετά τον θάνατο τού Ούρμπαν Δ᾿. Αντίθετα, φαίνεται ότι ήταν ο Κλήμης Δ’ εκείνος που το έκανε. Κατά τη διάρκεια τού δεύτερου έτους τής παπικής θητείας τού Κλήμεντος υπήρχαν παπικοί αποκρισιάριοι στην Κωνσταντινούπολη, που είχαν ήδη επιστρέψει στην κούρτη στις 4 Μαρτίου 1267, όταν ο πάπας έγραφε σε απάντηση τής επιστολής, που είχε πρόσφατα λάβει από τον Mιχαήλ Η’.72
Στην επιστολή αυτή ο Κλήμης εξέφραζε επιφυλακτική ευχαρίστηση που ο Μιχαήλ έδειχνε έτοιμος να βοηθήσει στον τερματισμό τού ελληνικού σχίσματος από τη Ρώμη, αλλά δεν έδειχνε τάση να αποδεχτεί θεολογικούς ή άλλους συμβιβασμούς που θα βοηθούσαν τη διαδικασία. Απέρριπτε επίσης την πρόταση τού Μιχαήλ για σύγκληση γενικής συνόδου επί ελληνικού εδάφους για την αντιμετώπιση τού προβλήματος τής ένωσης των εκκλησιών, αλλά προέτρεπε τον Μιχαήλ για την πραγματοποίηση τής ένωσης, μετά την οποία ο Κλήμης θα ήταν στην ευχάριστη θέση να εξετάσει τη σύγκληση συνόδου, που θα μπορούσε να ρυθμίσει ορισμένες διαφορές που υπήρχαν μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων. Παρατηρώντας ότι ο Mιχαήλ δεν είχε κάνει κανένα βήμα επί τρία σχεδόν χρόνια για την προώθηση τής εκκλησιαστικής ένωσης την οποία υποστήριζε, ο Κλήμης έγραφε ότι «σχεδόν τρία χρόνια τώρα, στο διάστημα που έχει περάσει, δεν λαμβάνεται μέριμνα, παρά τούς αποκρισιαρίους μας … που σάς έχουν σταλεί πρόσφατα, που είναι μαζί σας και παραμένουν για πολύ καιρό, χωρίς να μάς έχετε στείλει κάποιο προφορικό ή γραπτό μήνυμα» (…iam elapso fere triennio non curasti, nec per nostros apocrisarios … novissime ad te missos, qui apud te moram diutius contraxerunt, nobis misisti aliquid verbo vel scripto…),73 καθιστώντας σαφές ότι ο ίδιος ο Κλήμης είχε στείλει πρόσφατα (novissime) νούντσιους στην Κωνσταντινούπολη, που είχαν παραμείνει εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα (το 1266), και ότι ο Mιχαήλ δεν είχε απαντήσει στα ανοίγματά τους είτε προφορικώς είτε γραπτώς. Τώρα όμως ο Κλήμης ενσωμάτωνε στην επιστολή του τής 4ης Μαρτίου μια μάλλον λεπτομερή ομολογία πίστης, απαιτώντας την αποδοχή της από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ και από τον ελληνικό κλήρο και λαό. Η ομολογία αυτή, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε τη βάση για τη λεγόμενη ένωση τής Λυών (το 1274), περιλάμβανε την αναγνώριση τού Αγίου Πνεύματος ως «αληθώς … εκπορευομένου εκ τού Πατρός και τού Υιού» (verus … Deus ex patre et filio procedens), έναν αιχμηρό υπαινιγμό για το «μυστήριο τής ευχαριστίας με άζυμο άρτο» (sacramentum eucharistiae ex azymo [confectum], καθώς και ανυποχώρητη επιμονή στην πρωτοκαθεδρία τής ρωμαϊκής εκκλησίας και στην πλήρη εξουσία (potestatis plenitudo) τού πάπα, με το δικαίωμα τού δογματικού ορισμού και τής εφετειακής δικαιοδοσίας.74
Αυτή η επιστολή δεν ήταν εύκολο να απαντηθεί από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Τα γεγονότα εξελίσσονταν γρήγορα στην Ιταλία. Στις 26 Φεβρουαρίου 1266 οι Χοχενστάουφεν νικήθηκαν και ο Mάνφρεντ σκοτώθηκε στο Μπενεβέντο. Ο Κάρολος Ανδεγαυός, ο ατρόμητος αδελφός τού Λουδοβίκου Θ΄ τής Γαλλίας, έγινε βασιλιάς τής Σικελίας και μαζί με τον θρόνο απέκτησε σύντομα και τις βλέψεις των προκατόχων του Νορμανδών και Χοχενστάουφεν για την πρωτεύουσα στον Βόσπορο.75 Οι Βυζαντινοί ιστορικοί Γεώργιος Παχυμέρης και Νικηφόρος Γρηγοράς (καθώς επίσης οι δυτικοί σύγχρονοί τους) έχουν πολλά να πουν για τον Κάρολο Ανδεγαυό. Ο φόβος των Ελλήνων για τον άνθρωπο και τα έργα του ηχεί ακόμη στα γραπτά τους. Από την άλλη πλευρά μεγάλος ήταν στον Μοριά ο φόβος για τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο και ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος καλωσόρισε την έλευση μιας ισχυρής γαλλικής μοναρχίας στη νότια Ιταλία, σε απόσταση λίγων ημερών από την επικράτειά του και φυσικά στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση και ζήτησε την προστασία της.
Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, καθώς τα σχέδια τού Καρόλου για επίθεση εναντίον τής Κωνσταντινούπολης έδειχναν να προχωρούν, ο Μιχαήλ θορυβήθηκε και απεύθυνε συχνές εκκλήσεις προς τον πάπα Κλήμεντα, μερικές φορές μέσω Ιταλών μοναχών, οι οποίοι μπορούσαν να ταξιδεύουν με ασφάλεια μέσω τού νεοαποκτηθέντος βασιλείου τού Καρόλου. Προέτρεπε τον πάπα να αποτρέψει τον Κάρολο από τη σχεδιαζόμενη εισβολή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να μην επιτρέψει σε χριστιανούς να κάνουν πόλεμο εναντίον χριστιανών. Διαβεβαίωνε «ότι ήσαν και Ρωμαίοι αυτοί, που οι Λατίνοι ονομάζουν Έλληνες» (εἶναι γάρ και Ῥωμαίους, οὕς αὐτοί Γραικούς ὀνομάζουσι) και ήσαν υπήκοοι τού ίδιου Χριστού και μέλη τής ίδιας εκκλησίας όπως οι Ιταλοί. Οι Έλληνες αναγνώριζαν επίσης τον πάπα (έλεγε ο Μιχαήλ) ως πνευματικό τους πατέρα και τον θεωρούσαν «πρώτο μεταξύ των επισκόπων» (ἀρχιερέων ὤν ὁ πρώτιστος). Ο Mιχαήλ υποσχόταν ότι θα εργαζόταν για να συγκεντρώσει όλα το ποίμνιο τού Χριστού σε ένα μαντρί. Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρει ο Παχυμέρης, ο Μιχαήλ αναλάμβανε την κοσμική προφύλαξη τής αποστολής χρυσού στους καρδιναλίους.76 Ο Mιχαήλ ήταν ρεαλιστής και πάντοτε χρησιμοποιούσε τον χρυσό ως ατού του στο διπλωματικό παιχνίδι.
Όταν το ξίφος τού Ισλάμ έπεσε βαρύ επί των Αρμενίων (της Κιλικίας) και ο Μιχαήλ εξέφρασε συμπόνια για τα δεινά τους σε άλλη επιστολή προς τον Κλήμεντα Δ’, ο τελευταίος απάντησε στις 17 Μαΐου 1267, επιδοκιμάζοντας ελαφρώς την υποστηριζόμενη από τον Μιχαήλ αγάπη του για τούς ομόθρησκούς του χριστιανούς τής Ανατολής. Ο Κλήμης έλεγε ότι θα ήταν λιγότερο φειδωλός στους επαίνους του, αν ο Mιχαήλ έδινε και κάποια δράση στην υποτιθέμενη αγάπη του (si affectui respondent effectus). Ο Λουδοβίκος Θ’ πήγαινε σε σταυροφορία με τρεις γιούς, έγραφε ο πάπας, και αν οι Γάλλοι επιτίθεντο στους μουσουλμάνους από τη μία πλευρά και ο Mιχαήλ ήταν πρόθυμος να τούς επιτεθεί από την άλλη, οι εχθροί τής πίστης έπρεπε να αναμένουν σύντομα το τέλος τής λοιμώδους αίρεσής τους. Αυτό που είχε γράψει ο Μιχαήλ μπορεί να υποτεθεί από την απάντηση τού Κλήμεντος, που συνέχιζε λέγοντας:
Αλλά αν λέτε ότι φοβάστε λατινική επίθεση, παίρνοντας τον στρατό σας μαζί σας [στη σταυροφορία] και αφήνοντας τη χώρα σας απογυμνωμένη και σχεδόν άοπλη, η απάντηση δεν πρέπει να αναζητηθεί μακριά, γιατί είναι στο χέρι σας να ξεριζώσετε αυτόν τον φόβο, επιστρέφοντας στην ενότητα τής ρωμαϊκής εκκλησίας, συμφωνώντας με τις σωτήριες συμβουλές της και όντας ταπεινά έτοιμος να υπακούσετε τις εντολές τής εκκλησίας που θα σάς γίνουν γνωστές. … Αυτά που γράψατε δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία, δηλαδή ότι η ευθύνη πρέπει να αποδοθεί στους [Έλληνες] ιεράρχες και κληρικούς, όχι σε σάς ή τον λαό σας, αν αυτοί δεν αποδίδουν την οφειλόμενη σε εμάς υπακοή, δεδομένου ότι μπορεί να θεωρηθεί ως πιο βέβαιο από την ίδια τη βεβαιότητα [certo certius], ότι ασκείτε πολύ μεγαλύτερη εξουσία επί των ιεραρχών και κληρικών απ’ όσο είναι σωστό! Δεν πρέπει να τούς εμπιστεύεστε στην πλάνη τους, σε αντίθεση με τον Θεό και όλη τη δικαιοσύνη, αλλά πρέπει να τούς αποφεύγετε ως σχισματικούς αν δεν μπορείτε να τούς υποχρεώσετε.77
Η Ανατολή βρισκόταν στο μυαλό τού Κλήμεντα Δ' εκείνη την εποχή. Στην παπική αυλή στο Βιτέρμπο στις 24 Μαΐου 1267, ύστερα από παρατεταμένες συζητήσεις, ο παρενοχλούμενος πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος τής Αχαΐας παρέδωσε το πριγκηπάτο στον Κάρολο Ανδεγαυό, με πλήρη συμφωνία τού κατ’ όνομα Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουΐνου Β'. Στο προοίμιο τής συνθήκης, στο οποίο έθεσαν τη σφραγίδα τους τόσο ο Γουλιέλμος όσο και ο Βαλδουΐνος, ο Γουλιέλμος δήλωνε ότι το άτομό του και το πριγκηπάτο του είχαν εκτεθεί σε σοβαρούς κινδύνους από τις επιθέσεις τού «σχισματικού Μιχαήλ Παλαιολόγου, που αυτοαποκαλείται αυτοκράτορας» και ότι τα εδάφη των Βιλλεαρδουΐνων στον Μοριά είχαν «σε μεγάλο βαθμό καταληφθεί». Ισχυριζόταν ότι είχε ζητήσει τη βοήθεια διαφόρων Ευρωπαίων ηγεμόνων και μεγιστάνων, αλλά μάταια, μέχρις ότου «τελικά προσφύγαμε σε εσάς, γαληνότατε ηγεμόνα, κύριε Κάρολε, επιφανή βασιλιά τής Σικελίας». Ο Γουλιέλμος είχε λάβει υπόψη «τα θαυμαστά κατορθώματα των προγόνων σας και την αποδεδειγμένη αξία τής πολύ χριστιανικής καταγωγής σας» και συνέχιζε: «Αναγνωρίζουμε την ανδρεία σας και γνωρίζουμε καλά ότι λόγω τής ειδικής ευλογίας τής ενέργειας και των επιχειρήσεων που διέθεσε σε εσάς ο Θεός, καθώς και λόγω τής δύναμης και τής εγγύτητας τού βασιλείου σας, έχετε τον πιο γρήγορο τρόπο, όχι μόνο για να βοηθήσετε εμάς και τη γη μας, αλλά και για να αντιμετωπίσετε τούς κινδύνους των Αγίων Τόπων με την ανάκτηση των εδαφών μας και την υπεράσπιση τής ορθόδοξης [λατινικής] πίστης…»
Ο Γουλιέλμος ομολογούσε ότι ενδιαφερόταν εξίσου για το κοινό καλό τής χριστιανοσύνης και των Αγίων Τόπων αφενός και για την προστασία των δικών του συμφερόντων αφετέρου, ενώ συνεχίζοντας την άμεση προσηγορία του προς τον Κάρολο στο προοίμιο, παραδεχόταν ότι ήταν «προφανώς πιο συμφέρον για εμάς να ανακτηθεί η προαναφερθείσα γη μας μέσω των προσπαθειών σας, με τη βοήθεια τού Θεού και να κρατηθεί με τον τρόπο που παρατίθεται στη συνέχεια, παρά να τη χάσουμε μόνοι μας ανεπανόρθωτα…» Ο αυτοκράτορας Βαλδουΐνος συμφωνούσε ότι
«… όλοι οι προαναφερθέντες τόποι μας πρέπει να μεταβιβαστούν σε εσάς και τούς κληρονόμους ή διαδόχους σας με αυτόν τον τρόπο, ότι δηλαδή ένας από τούς γιους σας, τον οποίο θα επιλέξει και θα ορίσει ο ιερότατος πατέρας και άρχοντας Κλήμης, από θεία πρόνοια ανώτατος ποντίφηκας τής Αγίας Ρωμαϊκής και τής Παγκόσμιας Εκκλησίας, θα πάρει ως σύζυγο την κόρη μας Ισαβέλλα, την οποία έχουμε από τη σύζυγό μας Αγνή, κόρη τού δεσπότη Μιχαήλ και αφού επιστρέψουμε στη γη μας, θα στείλουμε σε εσάς την Ισαβέλλα, να παραμείνει με την σύζυγό σας Βεατρίκη, την ένδοξη βασίλισσα τής Σικελίας, μέχρι την ολοκλήρωση αυτού τού γάμου. Όμως εμείς θα διατηρήσουμε για όλη τη διάρκεια τής ζωής μας όλα τα εδάφη μας και όλα τα δικαιώματά μας και θα έχουμε σε ολόκληρη τη γη μας όλη τη δικαιοδοσία και την εξουσία που έχουμε τώρα, αλλά με αυτή την εξαίρεση, ότι δεν θα μπορούμε να αποδίδουμε φέουδα που θα παραμείνουν σε ισχύ μετά τον θάνατό μας, για γη αξίας μεγαλύτερης των 14.000 υπερπύρων…»
Αν η Ισαβέλλα και ο Ανδεγαυός σύζυγός της δεν έκαναν γιο (θα παντρευόταν τον γιο τού Καρόλου Ανδεγαυού Φίλιππο και τελικά δεν θα έκαναν παιδιά), το πριγκηπάτο των Βιλλεαρδουΐνων θα περνούσε αμετάκλητα στους Ανδεγαυούς, γιατί ακόμη κι αν ο Γουλιέλμος αποκτούσε γιο (το αναμενόμενο παιδί του ήταν τελικά μια δεύτερη κόρη), ο γιος αυτός θα έπαιρνε μόνο το ένα πέμπτο των εδαφών τού πατέρα του ως φέουδο, υπό την επικυριαρχία των Ανδεγαυών. Ο Γουλιέλμος θα διασφάλιζε τη συμμόρφωση των Μωραϊτών βαρώνων και ελευθέρων αστών με τούς όρους τής συνθήκης, καθώς επίσης και ότι αμέσως μετά τον θάνατό του οι καστελλάνοι και φρούραρχοι των κάστρων και άλλων οχυρών θα παρέδιδαν τα αξιώματά τους σε διορισμένους από τούς Ανδεγαυούς. Σε αντάλλαγμα για αυτή την εξαιρετική παραχώρηση ο Κάρολος Ανδεγαυός θα βοηθούσε τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο να ανακτήσει τις χαμένες κτήσεις του στον Μοριά, παρά το γεγονός ότι η έκταση τής στρατιωτικής δέσμευσης τού Καρόλου δεν προσδιορίζεται στη συνθήκη ως προς αυτό το σημείο. Η συνθήκη τής 24ης Μαΐου κυρώθηκε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στα παπικά διαμερίσματα στο Βιτέρμπο, παρουσία τού ίδιου τού πάπα, δεκατεσσάρων καρδιναλίων, δύο αρχιεπισκόπων, καθώς και διαφόρων αξιωματούχων και βαθμοφόρων από την παπική αυλή και από την αυλή των Ανδεγαυών.78 Αν και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος δήλωνε στο προοίμιο τής συνθήκης ότι ενδιαφερόταν για τις ανάγκες τής χριστιανοσύνης και των Αγίων Τόπων, καθώς και για τα δικά του συμφέροντα, στην πραγματικότητα φυσικά είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει απέναντι στην αδυσώπητη φιλοδοξία τού Καρόλου Ανδεγαυού, τού οποίου τα μάτια έβλεπαν στην Ανατολή το ξημέρωμα αυτοκρατορικού μέλλοντος για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Στα διαμερίσματα τού Κλήμεντος Δ’ στο Βιτέρμπο στις 27 Μαΐου 1267 συζητήθηκε και άλλη συνθήκη μεταξύ τού Καρόλου Ανδεγαυού και τού Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουΐνου, εναντίον τού «σχισματικού Mιχαήλ Παλαιολόγου που σφετερίζεται τον τίτλο τού αυτοκράτορα» (Michael Palialogus schismaticus imperatoris sibi nomen usurpans). Ο Κάρολος θρηνούσε για την απόσπαση (από τούς σχισματικούς) τής Λατινικής αυτοκρατορίας από το σώμα τής ιερής ρωμαϊκής εκκλησίας και υποσχόταν ότι μέσα σε έξι (ή επτά) χρόνια ο ίδιος ή οι κληρονόμοι του θα παρείχαν στον Βαλδουΐνο ή τούς κληρονόμους του 2.000 ένοπλους άνδρες (equites armati) για να υπηρετήσουν στο εξωτερικό επί έναν ολόκληρο χρόνο, στην ευγενή αποστολή τής ανάκτησης τής αυτοκρατορίας για τούς δικαιούχους άρχοντες τής οικογένειας των Κουρτεναί. Η δέσμευση αυτή γινόταν με την παρουσία, έγραφε η συνθήκη, και με την πλήρη έγκριση τού πάπα Κλήμεντα Δ’. Ο Βαλδουΐνος από την πλευρά του παραχωρούσε στον Κάρολο πλήρη επικυριαρχία και κάθε είδους άλλα δικαιώματά του επί τού πριγκηπάτου τού Μορέως, έτσι ώστε ο οίκος των Ανδεγαυών γινόταν τώρα κύριος (principals domini) τού βασικού φραγκικού κράτους που είχε απομείνει στην ανατολική Μεσόγειο. Ο Βαλδουΐνος εκχωρούσε επίσης στον Κάρολο
«όλες τις εκτάσεις τις οποίες ο δεσπότης Μιχαήλ [της Ηπείρου] μέσω προίκας ή άλλου τρόπου, είχε μεταβιβάσει ή παραχωρήσει στην κόρη του Ελένη, χήρα τού εκλιπόντος Μάνφρεντ, άλλοτε ηγεμόνα τού Τάραντα, τις οποίες ο ίδιος ο Μάνφρεντ και ο εκλιπών Φιλίπ Σινάρ, … ο ναύαρχος …, κατείχαν όσο ζούσαν, καθώς και όλα τα νησιά που ανήκουν στην εν λόγω [Λατινική] αυτοκρατορία … [νότια τής Αβύδου] εκτός από τέσσερα, δηλαδή τη Μυτιλήνη, τη Σάμο, την Κω και τη Χίο»,
τα οποία ο Βαλδουΐνος θα κρατούσε για τον εαυτό του και για τούς αυτοκρατορικούς διαδόχους του. Ο Κάρολος θα έπαιρνε το ένα τρίτο τού συνόλου των αυτοκρατορικών εδαφών που θα ανακτούσαν τα στρατεύματά του. Φυσικά τα άλλα δύο τρίτα, καθώς και η Κωνσταντινούπολη και τα τέσσερα προαναφερθέντα νησιά, έπρεπε να επιστραφούν στον Βαλδουΐνο. Αλλά ακόμη και εδώ ο Κάρολος μπορούσε να επιλέξει ως δικό του τρίτο όποια εδάφη ήθελε, συμπεριλαμβανομένων (αν το επιθυμούσε) τμημάτων τού δεσποτάτου τής Ηπείρου ή των βασιλείων τής Αλβανίας και τής Σερβίας.
Ο Κάρολος, ως ενεργός παράγοντας τής συνθήκης, συμφωνούσε επίσης ότι
«… αν τύχει τα δύο πρόσωπα με τα οποία εσείς [ο Βαλδουΐνος και οι κληρονόμοι του] έχετε συνάψει συμφωνίες σε σχέση με το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης, να αποτύχουν στην υποχρέωσή τους να τηρούν τις συμφωνίες αυτές, επιθυμείτε και συναινείτε το ίδιο το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης, ολόκληρη η επικράτεια και όλα τα δικαιώματα που διατηρείτε στο ίδιο βασίλειο τής Θεσσαλονίκης … ότι εμείς και οι κληρονόμοι μας … μπορούμε να υπολογίζουμε στο εν λόγω τρίτο μας και να έχουμε την πλήρη [plenissime] κυριαρχία εφ’ όσον το επιθυμούμε».
Επαναλαμβανόμενα άρθρα τής συνθήκης τής 27ης Μαΐου υπογράμμιζαν ότι οτιδήποτε αποκτούσε ο οίκος των Ανδεγαυών με αυτή τη συνθήκη θα το κατείχε με πλήρη κυριαρχία, «in capite et tanquam principales domini», απαλλαγμένο από κάθε υπηρεσία και κάθε είδους υποχρέωση απέναντι στον Λατίνο αυτοκράτορα. Στην πραγματικότητα, αν ο Βαλδουΐνος και ο γιος του Φίλιππος τού Κουρτεναί, που θα παντρευόταν την κόρη τού Καρόλου Βεατρίκη, η οποία ήταν αρκετά μεγάλη, πέθαιναν και οι δύο χωρίς διαδόχους, ολόκληρη η Λατινική αυτοκρατορία, μαζί με όλες τις τιμές και τα εξαρτήματά της, θα μεταβιβαζόταν στον άπληστο Κάρολο και τούς Ανδεγαυούς κληρονόμους του. Κανένα μέρος αυτής τής συνθήκης δεν θα προκαλούσε ζημία «στο αρχαίο δικαίωμα που λέγεται ότι έχουν οι Ενετοί στην εν λόγω επικράτεια τής αυτοκρατορίας». Τέλος τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούσαν στη νομιμοποίηση τής συνθήκης από τον Κλήμεντα Δ’, η οποία επικυρώθηκε κατ' άρθρο παρουσία του στη μεγάλη αίθουσα τού Βιτέρμπο, που τον Μάιο βλέπει από ψηλά την καταπράσινη και ανθισμένη εξοχή.79 Πέρα από τον ρόλο που είχαν εναποθέσει στον πάπα τα γεγονότα, κάνοντάς τον προστάτη τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, ο Κλήμης ήταν αναμφίβολα ικανοποιημένος με την προοπτική να δει όπλα των Ανδεγαυών να μεταφέρονται από την ιταλική ύπαιθρο στις ακτές τού Βοσπόρου.
Ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ίππευσε στο πλευρό τού επικυρίαρχού του στην περίφημη μάχη που δόθηκε κοντά στο Ταλιακότσο στις 23 Αυγούστου 1268,80 μαζί με εκατό από εκείνους τούς Μωραΐτες ιππότες, τούς οποίους ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ’ είχε θαυμάσει στην Αίγυπτο είκοσι χρόνια πριν. Στη μάχη αυτή ο Κάρολος Ανδεγαυός νίκησε τον δεκαεξάχρονο Κονραντίνο, τον τελευταίο νόμιμο Χοχενστάουφεν, καθώς και τον νεαρό σύντροφο τού Κονραντίνου, τον Φρειδερίκο τού Μπάντεν, οι οποίοι ύστερα από σύντομη φυλάκιση στο Καστέλ ντελ’ Ουόβο δικάστηκαν και εκτελέστηκαν στη δημόσια πλατεία τη Νάπολης (στις 29 Οκτωβρίου 1268), έτσι ώστε ο Κάρολος να μπορεί να κάθεται ασφαλής στον θρόνο τής Σικελίας. Ο πάπας Κλήμης Δ’ πέθανε ένα μήνα αργότερα (στις 29 Νοεμβρίου) και στη διάρκεια παπικού μεσοδιαστήματος τριών περίπου ετών ο Κάρολος ήταν ελεύθερος να αναδιοργανώσει το νέο του βασίλειο και να προωθήσει τις φιλοδοξίες του στην Ιταλία.
Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος είχε υπάρξει πιστός υποτελής και ο Κάρολος Ανδεγαυός τού έστειλε σημαντική βοήθεια στον Μοριά. Όμως το πριγκηπάτο τής Αχαΐας είχε περάσει πια, στη διάρκεια τής πολυτάραχης ιστορίας του, στην τροχιά τής πολιτικής, τού πολέμου και των δολοπλοκιών τής Νάπολης, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς που υπηρέτησαν τούς Ανδεγαυούς στην Ελλάδα δεν ανταμείφθηκαν ιδιαίτερα για τις προσπάθειές τους. Η νίκη στο Ταλιακότσο έφερε τον Κάρολο Ανδεγαυό στο προσκήνιο ως κύριο ανταγωνιστή τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, με σημαντικές συνέπειες για την Ανατολή και τη Δύση.81 Στη σύγκρουση που επακολούθησε οι πάπες έπαιξαν εμφανή ρόλο, ειδικά ο Γρηγόριος Θ’, που θα κρατούσε υπό έλεγχο τον Κάρολο, και ο Μαρτίνος Δ’, που αποδείχθηκε άγριος υποστηρικτής των συμφερόντων των Ανδεγαυών.
<-4. Η προέλαση τής Νικαίας και η παρακμή τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1246-1259) | 6. Το παπικό μεσοδιάστημα, ο Γρηγόριος Ι’ και η Δεύτερη Σύνοδος τής Λυών (1268-1274)-> |