<-15. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, ο στρατάρχης Μπουσικώ και η σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και Γένουας | 17. Οι Καταλανοί και Φλωρεντινοί στην Αθήνα στο τέλος τού 14ου αιώνα-> |
16
Η εκκλησία και το δουκάτο των Αθηνών υπό τούς Βουργουνδούς (1204-1308)
![]() |
![]() |
Πριν μπει ο χειμώνας τού 1204, ο Όθων, άρχοντας τού λα Ρος (sire de la Roche), είχε εγκατασταθεί στη νέα αθηναϊκή βαρωνία του. Διάφορες λεπτομέρειες είναι γνωστές από την ιστορία τής οικογένειάς του. Ο παππούς του, για παράδειγμα, ο άρχοντας τού Λα Ρος-συρ-Ονιόν (Ντουμπς), αναφέρεται σε δωρεά προς την εκκλησία τής Μπεζανσόν από τον Ετιέν, κόμη τής Βουργουνδίας το 1170, όταν ο τελευταίος ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τούς Αγίους Τόπους. Ο πατέρας τού Όθωνα, ο Πονς ντε λα Ρος, εμφανίζεται ως μάρτυρας σε αρκετές δωρεές και φεουδαρχικές συμφωνίες, που έγιναν κατά τις δεκαετίες τού 1180 και τού 1190. Προφανώς το ενδιαφέρον μας για τούς ντε λα Ρος χρειάζεται να ξεκινά μόνο με τη συμμετοχή τού Όθωνα στην 4η Σταυροφορία και την εγκατάστασή του στην Αθήνα και τη Θήβα, αλλά δεν είναι χωρίς σημασία να σημειωθεί ότι ήταν μέλος οίκου διακεκριμένου στα χρονικά τής Βουργουνδίας από τον 11ο μέχρι τον 17ο αιώνα.1
Ο Όθων ντε λα Ρος είχε μεγάλο κύρος στο σταυροφορικό στράτευμα. Ήταν παρών στην πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης τον Ιούλιο τού 1203 ως ένας από το «γένος τής Βουργουνδίας» (gens de Borgoigne),2 που διακρίθηκαν σε ένα από τα πρώτα περιστατικά στην επίθεση των σταυροφόρων κατά τής πόλης,3 ενώ αργότερα βοήθησε στη διαπραγμάτευση των τελευταίων λεπτομερειών τής γαμήλιας συμμαχίας, που ένωνε τη κόρη τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού Αγνή με τον νέο αυτοκράτορα Ερρίκο, αδελφό τού εκλιπόντος Βαλδουΐνου, η οποία φάνηκε προς στιγμή να συμφιλιώνει την έχθρα, την τόσο επιζήμια για το μέλλον των Λατίνων στην Ελλάδα, μεταξύ των οίκων Μομφερράτ και Φλάνδρας.4
Η Θήβα καταλήφθηκε σίγουρα από τούς Λατίνους οπαδούς τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού χωρίς καμία αντίδραση, όπως έχουμε δει από τη μαρτυρία τού Νικήτα Χωνιάτη, ενώ το ίδιο πιθανότατα ισχύει και για την Αθήνα, αν και υπήρχε ενετική παράδοση σύμφωνα με την οποία, μετά την ενετική κατάληψη τής Μεθώνης και τής Κορώνης, «οι Αχαιοί και οι Αθηναίοι, μέσω αγγελιοφόρων τους, υποτάχθηκαν στους Ενετούς, αλλά αν και ο τελευταίοι ήσαν διατεθειμένοι να αναλάβουν τις πόλεις [τους], εμποδίστηκαν, όχι χωρίς να χυθεί αίμα, από τούς άνδρες τής Καμπανίας, των οποίων διοικητής ήταν ο άρχοντας ντε λα Ρος».5 Ακόμη κι αν είναι έτσι, η αντίσταση σίγουρα δεν προερχόταν από τούς Αθηναίους.
Δεν χρειάζεται να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίον ο Φλαμανδός Ζακ ντ’ Αβέν κατέλαβε το νησί τού Νεγκροπόντε (Εύβοια) και οι Βονιφάτιος Μομφερρατικός και Όθων ντε λα Ρος εγκαταστάθηκαν στον Μοριά, για να πολιορκήσουν τα φρούρια τού Έλληνα άρχοντα Λέοντος Σγουρού στην Ακροκόρινθο, στο Άργος και στο Ναύπλιο.6 Το μεγαλύτερο μέρος τού Μοριά τέθηκε κάτω από λατινική κυριαρχία στους μήνες που ακολούθησαν, λόγω τής ανδρείας τού Σαμπλίτ και τού νεότερου Βιλλεαρδουΐνου. Αλλά όταν ο Λέων Σγουρός αυτοκτόνησε τελικά σε απόγνωση, πέφτοντας καβάλα στο άλογό του από τα τείχη τής Ακροκορίνθου (το 1208),7 την Κόρινθο, το Άργος και το Ναύπλιο διασφάλισε ο Μιχαήλ Δούκας τής Ηπείρου, που έστειλε τον δραστήριο αδελφό του Θεόδωρο να τις κυβερνά ως υποδιοικητής του. Μετά τον θάνατο τού Σγουρού οι Έλληνες τού Μορέως έβλεπαν τούς Δούκα τής Ηπείρου ως φυσικούς προστάτες τους και υπερασπιστές τής υπόθεσής τους. Η υποταγή τής Μονεμβασίας εξασφαλίστηκε επίσης από τούς Δούκα λίγο αργότερα και αυτό το απόρθητο φρούριο παρέμενε για καιρό το οχυρό τους στον Μοριά. Στο μεταξύ ο θάνατος τού απεχθούς Σγουρού μπορεί να φαινόταν, έστω και για λίγους μήνες, ότι είχε ενισχύσει την ελληνική θέση στον Μοριά, γιατί οι Δούκα ήσαν ικανοί και αποτελεσματικοί.8 Ο Σγουρός πέθανε, λέει ο Γρηγορόβιος, «ως ελεύθερος άνθρωπος και Έλληνας».9 Τουλάχιστον ήταν Έλληνας, όπως αναγνώριζε με λύπη ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ενώ πέθανε με τον αρμόζοντα θάνατο. Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι ο Mιχαήλ υπογραμμίζει ότι οι Λατίνοι ήσαν ανθρώπινοι και πολιτισμένοι σε σύγκριση με τον Σγουρό και ότι οι ντόπιοι Αθηναίοι και Θηβαίοι ζούσαν σχετικά ανενόχλητοι στα αρχαία σπίτια τους υπό τον Όθωνα ντε λα Ρος. Περιπτώσεις Ελλήνων που υπηρετούσαν τούς Λατίνους κατακτητές δεν ήσαν ασυνήθιστες και παρέμεναν φυσικά χαρακτηριστική πτυχή των δυόμιση αιώνων λατινικής ηγεμονίας στην Ελλάδα.
Από τις πρώτες μέρες τής κατάκτησης βρίσκουμε επίσης τον πάπα να διαμαρτύρεται για Λατίνους ιππότες στην υπηρεσία των Ελλήνων.10 Τον Δεκέμβριο τού 1210 ο Ιννοκέντιος Γ’ θρηνούσε πικρά για το γεγονός, ότι Λατίνοι ιππότες, «τυφλωμένοι από την επιθυμία» (cupiditate caecati), υπηρετούσαν τον Μιχαήλ Δούκα τής Ηπείρου στις επιθέσεις του εναντίον των κάστρων και των πόλεων τού Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου και εναντίον τού λατινικού κλήρου, μέλη τού οποίου (όταν μπορούσε να τούς συλλάβει) λεγόταν ότι ο Μιχαήλ είχε εκτελέσει. Άλλοι Λατίνοι ιππότες είχαν εισέλθει στην υπηρεσία τού Θεοδώρου Λάσκαρι τής Νικαίας (qui pro imperatore se gerit), γιατί τούς πλήρωνε υψηλότερους μισθούς. Ο Ιννοκέντιος καταφερόταν βιαίως εναντίον αυτών των γυρολόγων τού πολέμου. Προειδοποιούσε για την προδοσία των Ελλήνων και για το μίσος τους προς τούς Λατίνους, «τους οποίους ακόμη και τώρα αποκαλούν σκυλιά». Και διέταζε τον Λατίνο πατριάρχη Θωμά Μοροζίνι να αφορίζει από δω και μπρος τέτοιους Λατίνους «υποστηρικτές των Ελλήνων» (fautores Graecorum), οι δραστηριότητες των οποίων απειλούσαν τα συμφέροντα τής Λατινικής αυτοκρατορίας και έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή της.11 Τον Αύγουστο τού 1211 ο Iννοκέντιος διέταξε έρευνα για τον αρχιεπίσκοπο Νεοπατρών, ο οποίος, σύμφωνα με τον κλήρο τού καθεδρικού του ναού που τον κατάγγειλε στην παπική κούρτη, είχε βοηθήσει τον Λέοντα Σγουρό, τον εκλιπόντα άρχοντα τής Κορίνθου, παίρνοντας μάλιστα τα όπλα εναντίον των συναδέλφων του Λατίνων, ορισμένοι από τούς οποίους λεγόταν ότι είχαν σκοτωθεί. Το έκανε αυτό για λογαριασμό εκείνου τού κακού Έλληνα, τού Σγουρού, τον οποίο λεγόταν ότι ο Λατίνος κληρικός είχε υπηρετήσει «για ένα χρόνο και περισσότερο!».12 Οι Έλληνες ηγεμόνες στην Κόρινθο, την Ήπειρο και τη Νίκαια είχαν ομολογουμένως εργαστεί σκληρά και όχι εντελώς ανεπιτυχώς, για να αξιοποιήσουν την εχθρότητα που υπήρχε μεταξύ των οπαδών τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού και εκείνων τού Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου, η οποία το 1208-1209 μετατράπηκε σε επικίνδυνη σύγκρουση, στην οποία έχουμε ήδη δώσει κάποια προσοχή.
Όταν ο πάπας Ιννοκέντιος στράφηκε στην οργάνωση τής Λατινικής Εκκλησίας στην Αττική και στη Βοιωτία, συνέχισε φυσικά την πολιτική που ακολουθούσε η παπική κούρτη στο λεγόμενο πριγκηπάτο τής Αχαΐας. Προσπάθησε να διατηρήσει το πλαίσιο τής Ελληνικής Εκκλησίας. Μπορεί να σημειωθεί μια παπική επιστολή στις 25 Μαρτίου 1210, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική στο ζήτημα αυτό, με την οποία ο πάπας διέταζε το σύνολο τής Αχαϊκής ιεραρχίας «ότι πρέπει να παραμένουν ικανοποιημένοι στις επισκοπές τους με εκείνα τα όρια που ήταν γνωστό ότι είχαν οι Έλληνες προκάτοχοί τους».13 Όπως στην Αχαΐα, έτσι και στην Αθήνα, ένας Γάλλος ονομαζόμενος Μπεράρ διορίστηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τού διάσημου Μιχαήλ Χωνιάτη.
Το υπόβαθρο τού διορισμού τού Μπεράρ ως αρχιεπισκόπου Αθηνών δεν είναι γνωστό. Μπορεί να ήταν ο ιερέας ή ελεοδότης (almoner) τού Όθωνα ντε λα Ρος ή ένας από τούς κληρικούς που συνόδευαν τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή του άρεσε στον Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος την επικύρωσε για ολόκληρη τη δικαιοδοσία που είχε ο Έλληνας προκάτοχός του επί των εκκλησιών και τού κλήρου τής αθηναϊκής επαρχίας (στις 27 Νοεμβρίου 1206).14 Η κατοικία τού Μπεράρ ήταν στην Ακρόπολη, ίσως στα ίδια δωμάτια που χρησιμοποιούσε ο μητροπολίτης Μιχαήλ. Ο Ιννοκέντιος Γ’ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την οργάνωση τής εκκλησίας των Αθηνών. Στις 10 Ιουλίου 1208 επικύρωσε τα προνόμια και τις κτήσεις της και την έθεσε «υπό την προστασία τού Ευλογημένου Πέτρου και τη δική μας».15 Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 14 Ιουλίου, ενώ ο καρδινάλιος λεγάτος Βενέδικτος, είχε ήδη αρκετό καιρό πριν καθορίσει τον αριθμό των εφημερίων που θα υπηρετούσαν στο προσωπικό τού καθεδρικού ναού τού Παρθενώνα, ο Iννοκέντιος αποδέχθηκε το αίτημα τού αρχιεπισκόπου Μπεράρ, ότι στην εκκλησία τής Αθήνας έπρεπε να χορηγηθούν τα έθιμα τής εκκλησίας τού Παρισιού.16 Στις 23 Ιανουαρίου 1209 επανεπιβεβαιώθηκε η παπική προστασία τού αρχιεπισκόπου και τής εκκλησίας των Αθηνών, κατ’ εφαρμογή, όπως αναφερόταν, τού ειδικού αιτήματος τού αρχιεπισκόπου Μπεράρ.17 Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου, ο Ιννοκέντιος έστειλε στον Μπεράρ μακροσκελή διακήρυξη και λεπτομερή επικύρωση των δικαιωμάτων, των κτήσεων και τής ασυλίας του, βασισμένη προφανώς σε έγγραφα που προσδιόριζαν τη μητροπολιτική εξουσία των προκατόχων τού Μπεράρ. Το έγγραφο συντάχθηκε προφανώς από τον παπικό καγκελάριο Ιωάννη, καρδινάλιο διάκονο τής κάποτε ελληνικής εκκλησίας τής Σάντα Μαρία στο Κοσμεντίν τής Ρώμης, ο οποίος ξεκινούσε πολύ σωστά τη χορήγηση με σεβασμό στην «αρχαία δόξα τής πόλης των Αθηνών», όπου η λατρεία των τριών ψεύτικων θεών δεν ήταν παρά το προανάκρουσμα τής Τριαδικής αλήθειας, όπου είχε φτιαχτεί βωμός για άγνωστο Θεό, αλλά όπου η Παναγία Μητέρα τού αληθινού Θεού επικρατούσε τώρα στη «φημισμένη ακρόπολη τής Παλλάδας». «Μια πόλη υψηλής φήμης και τέλειας ομορφιάς, διδάσκαλος τής φιλοσοφίας και σπουδαστής τής Αποστολικής πίστης, που ενέπνευσε τούς ποιητές και κατανόησε τούς προφήτες και που σωστά ονομαζόταν μητέρα των τεχνών και χαιρετιζόταν ως πόλη των γραμμάτων».18 Σε επίσημο ύφος υπενθύμιζε στον Μπεράρ την τιμή και την ευθύνη που ήσαν δικές του όταν ο πάπας τού ανέθεσε «δίκαια και σύμφωνα με τούς θρησκευτικούς κανόνες» (juste ac canonice) τις πολλές περιουσίες και τη μεγάλη δικαιοδοσία, που συγκροτούσαν την αρχιεπισκοπή τής Αθήνας. Έτσι επιβεβαιώθηκε για ακόμη μια φορά ο Μπεράρ στο υψηλό αξίωμα του, αλλά αυτή τη φορά η εξουσία του επί των Λατίνων κληρικών τής εκκλησίας τής Αθήνας προσδιοριζόταν σαφέστερα. Η επιστολή τού πάπα τής 13 Φεβρουαρίου 1209 έχει εύστοχα αποκληθεί από Γάλλο μελετητή ως «το σύνταγμα τής Λατινικής Εκκλησίας τής Αθήνας».19
Ανάμεσα στα ονόματα των εικοσιπέντε πόλεων και χωριών που επιβεβαιωνόταν ότι βρίσκονταν στην κατοχή τού Μπεράρ, εμφανίζονται αυτά τής Φυλής (Felin), τού Μενιδίου (το οποίο έχει παραμείνει αμετάβλητο) και τού Μαραθώνα (Mareton). Αλλά ως επί το πλείστον με τα ονόματα αυτά δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένος ο γραφέας και έχει μετατρέψει ορισμένα σε εντελώς ακατανόητα για εμάς. Ο Ιννοκέντιος ανακήρυξε τη δικαιοδοσία τού Μπεράρ επί έντεκα υπαγομένων σε αυτόν επισκοπών, οι οποίες με μεταβολές και περιπέτειες αποτελούσαν ευθύνη τού μητροπολίτη Αθηνών για αιώνες (ab antiquis temporibus): 1) Νεγκροπόντε, 2) Θερμοπυλών (εκκλησιαστικά Cermopilensis), 3) Δαύλειας, 4) Αυλώνος, 5) Ωρεών (Zorconensis), 6) Καρύστου, 7) Κορώνειας, 8) Άνδρου, 9) Μεγάρων, 10) Σκύρου (Squirensis) και 11) Κέας.20 Είκοσι περίπου μοναστήρια αναφέρονται στην εκχώρηση, ένα ή δύο από τα οποία ήσαν διάσημα: Kαισαριανής (abbatia S. Siriani), Αγίου Ιωάννη Κυνηγού, Αγίου Νικολάου Κάτω Περσικών (;) [Katapersica], Αγίου Νικολάου «στις Κολώνες» (ίσως στο Σούνιο), Παναγίας Βλαχερνών, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Οσίου Λουκά, Αγίου Γεωργίου «του νησιού» (δηλαδή τής Μακρονήσου), ενώ τα υπόλοιπα δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε.21
Γύρω στο 1207 ο Όθων ντε λα Ρος παραχώρησε την όμορφη μονή Δαφνίου, στον δρόμο από την Αθήνα προς την Ελευσίνα, στους Κιστερκιανούς μοναχούς τού αββαείου Μπελλβώ τής Βουργουνδίας.22 Αλλά ούτε τα έθιμα τής Παναγίας των Παρισίων έκαναν την Αθήνα οικεία στους Φράγκους κληρικούς της, ενώ κατόπιν αιτήματος τού Μπεράρ ο πάπας επέμεινε ότι ορισμένοι εφημέριοι τής αθηναϊκής εκκλησίας, που ήσαν απρόθυμοι να υπηρετήσουν αυτοπροσώπως στον Παρθενώνα, έπρεπε να αναλάβουν έστω και απρόθυμα την κατοικία τους στην Ακρόπολη.23 Στις 23 Ιανουαρίου 1209 ο πάπας πήρε υπό την προστασία του κάποιον Ρόμπερτ ντε Σουτσιάκο, «εφημέριο Αθηνών», ενώ επικύρωσε τον μισθό κληρικού που λάμβανε στο προσωπικό τού καθεδρικού τού Παρθενώνα.24 Ο Ρόμπερτ είχε ζητήσει παπική επέμβαση για λογαριασμό του και ο Ιννοκέντιος έστειλε θετική απάντηση στην αναφορά του. Παρόμοιες επιστολές προστασίας και επικύρωσης στάλθηκαν ταυτόχρονα σε δύο εφημέριους τής εκκλησίας τής Θήβας και στον αρχιμανδρίτη τής εκκλησίας τής Δαύλειας.25 Η παρέμβαση τού Ιννοκέντιου στις εσωτερικές υποθέσεις τής αθηναϊκής επαρχίας πρέπει να είχαν προκαλέσει κάποια ανησυχία στον νέο αρχιεπίσκοπο. Ο Μπεράρ προσπαθούσε να εξαναγκάσει σε διαμονή στην Αθήνα κάποια απρόθυμα μέλη τής ενορίας του, ενώ ορισμένοι κληρικοί που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του ζήτησαν παπική επικύρωση των αξιωμάτων τους. Όμως αυτή δεν ήταν ασυνήθιστη διαδικασία και δεν πρόδιδε κατ’ ανάγκη κάποια τριβή με τον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος ήταν προφανώς φιλικό πρόσωπο. Βέβαια ύστερα από την άνοδό του στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα ο Μπεράρ δεν τα πήγαινε καλά με τον Όθωνα ντε λα Ρος και με ορισμένους από τούς άλλους βαρώνους, κυρίως με τον Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι, αλλά οι σχέσεις του με το προσωπικό τού καθεδρικού ναού εμφανίζονται στο σύνολό τους ως ικανοποιητικές. Κατόρθωσε, για παράδειγμα, να επιβάλει κατανομή τού εισοδήματος και των εγκαταστάσεων τής εκκλησίας τής Αθήνας μεταξύ τού ιδίου και τής σώματος των κληρικών του, την οποία οι ίδιοι πιθανώς περιέγραψαν στον πάπα ως «πράξη … που ξεκινούσε φιλία» (compositio … amicabiliter inita).26 Μια τέτοια λύση για αυτό που ήταν ένα από τα κύρια προβλήματα στις περισσότερες λατινικές εκκλησίες στην Ελλάδα ανακούφιζε τον Ιννοκέντιο Γ’, γιατί ακόμη και ο πιο επιπόλαιος αναγνώστης τής παπικής αλληλογραφίας πρέπει να έχει εντυπωσιαστεί με την έκταση, στην οποία φιλονικίες για χρήματα και περιουσίες απειλούσαν τα νέα λατινικά κράτη στην ηπειρωτική Ελλάδα και στον Μοριά.
Η οργάνωση τής Λατινικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, όπως την αντιλαμβανόταν η παπική κούρτη, μπορεί να μελετηθεί στους καταλόγους των «Επαρχιών Ρωμανίας» (Provinciate Romanum) ή καταλόγου αρχιεπισκοπών και ορισμένων άλλων δικαιοδοσιών τής ρωμαϊκής εκκλησίας, όπως καθορίστηκε μετά την 4η Σταυροφορία. Από τον Τζέραλντ τής Ουαλλίας (Giraldus Cambrensis) παίρνουμε μια ενδιαφέρουσα εικόνα τού πάπα Ιννοκέντιου Γ’ να συμβουλεύεται μια τέτοια καταγραφή των εκκλησιαστικών επαρχιών, γιατί μόλις πριν λίγο η σταυροφορία είχε αυξήσει σημαντικά το μέγεθος τού μητρώου, καθιστώντας αναγκαία την προσθήκη τού κατακτημένου Βυζαντινού Πατριαρχείου. Ενώ ο Τζέραλντ βρισκόταν στη Ρώμη επιδιώκοντας την παπική έγκριση τής εκλογής του στην επισκοπή τού Σαιντ Ντέηβιντ στην Ουαλλία και επιζητώντας επίσης επικύρωση τής ανεξαρτησίας τού Σαιντ Ντέηβιντ από την περιφερειακή δικαιοδοσία τού Καντέρμπουρυ, συζήτησε αυτά τα ζητήματα με τον Ιννοκέντιο στην ευχάριστη απομόνωση τού παπικού διαμερίσματος. Ο Ιννοκέντιος βρισκόταν σε ιδιαίτερα χαρούμενη διάθεση εκείνο το βράδυ και κατά τη διάρκεια τής συζήτησης των υποθέσεων τού Σαιντ Ντέηβιντ με τον Τζέραλντ, «ο πάπας παρήγγειλε να φέρουν το μητρώο, στο οποίο απαριθμούνται οι εκκλησίες κάθε βασιλείου ολόκληρης τής χριστιανοσύνης που υπάγονται στον πάπα, τόσο των μητροπολιτικών εδρών, καταταγμένων ιεραρχικά, όσο και των επισκοπικών εδρών που υπάγονταν σε αυτές».27 Ένα κείμενο των «Επαρχιακών» (Provinciate), που προφανώς χρονολογείται περίπου από το 1211 ή κάπου τότε, μπορεί να βρεθεί στο «Βιβλίο των Επαρχιακών» (Liber provincialis), που αργότερα ονομάστηκε «Βιβλίο των επικεφαλής» (Liber cancellariae) ή εγχειρίδιο των γραμματέων τού παπικού αρχείου. Ένα άλλο κείμενο ενσωματώθηκε στην έκδοση τού «Βιβλίου τού πλούτου» (Liber censuum), που ετοιμάστηκε το 1228 για τούς αξιωματούχους τού πάπα Γρηγορίου Θ’. Σε αυτά τα κείμενα των «Επαρχιακών» (Provinciate), συντάξεων που μεταχρονολογούν την 4η Σταυροφορία, η αρχιεπισκοπή Αθηνών παρατίθεται με τις εξής οκτώ υπαγόμενες σε αυτήν επισκοπές: 1) Θερμοπυλών, 2) Δαύλειας, 3) Σαλώνων (από το 1228), 4) Nεγκροπόντε, 5) Αυλώνος (Abelonensis), 6) Ωρεών, 7) Μεγάρων και 8) Σκύρου. Τέσσερις από τις επισκοπές που κατονομάζονταν στην επιστολή τού πάπα Ιννοκέντιου προς τον αρχιεπίσκοπο Μπεράρ δεν παρατίθενται, ενώ μια προφανώς «νέα» έδρα, αυτή των Σαλώνων, εμφανίζεται εδώ υπό αθηναϊκή δικαιοδοσία.28 Στην πραγματικότητα όμως, επειδή λίγα είναι γνωστά για την προέλευση των «Επαρχιακών» (Provinciate), τα στοιχεία τους πρέπει να χρησιμοποιούνται με κάποια επιφύλαξη.
Στους Έλληνες επισκόπους τής παρηκμασμένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας δόθηκε κάθε δυνατότητα να διατηρήσουν τις επισκοπές τους αποδεχόμενοι την παπική πρωτοκαθεδρία και την προσθήκη τού «και εκ τού Υιού» (filioque) στο σύμβολο τής πίστεως και εισερχόμενοι στις αγκάλες τής Λατινικής Εκκλησίας. Στις 2 Αυγούστου 1206, απαντώντας σε σειρά ερωτημάτων επί πειθαρχικών και άλλων ζητημάτων που απεύθυνε προς αυτόν ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Θωμάς Μοροζίνι, ο Ιννοκέντιος Γ’ καθόριζε την πορεία τής Λατινικής εκκλησιαστικής πολιτικής που έπρεπε να επιδιωχθεί στην Ελλάδα. Η ανατολική αυτοκρατορία είχε μόλις πρόσφατα ανταλλάξει τη σχισματική πίστη και διακυβέρνησή της με τη λατινική εξουσία. Τα γεγονότα είχαν παραγάγει νέες συνθήκες και νέα προβλήματα. Και ο πατριάρχης έπρεπε να προχωρεί με τη μεγαλύτερη δυνατή περίσκεψη. «Ορισμένοι από τούς επισκόπους τής Ρωμανίας, αν και έχουν προειδοποιηθεί, περιφρονούν να σάς υπακούουν», έγραφε ο Ιννοκέντιος στον Μοροζίνι, επαναλαμβάνοντας τα λόγια τού τελευταίου, «αλλά δεν παύουν να εισπράττουν τα επισκοπικά τους έσοδα. Ορισμένοι άλλοι το έχουν σκάσει από τις επισκοπές τους, έτσι ώστε να μην μπορούν να προειδοποιούνται, εγκαταλείποντας την έδρα τους για έξι μήνες ή περισσότερο». Έλληνες επίσκοποι που αναγνώριζαν την πρωτοκαθεδρία τού πάπα και τον Λατίνο πατριάρχη έπρεπε να διατηρούν την επισκοπική τους υπευθυνότητα. Στους απείθαρχους έπρεπε να στέλνονται τρεις ξεχωριστές νουθεσίες, μετά τις οποίες θα απομακρύνονταν από τις έδρες τους και θα τοποθετούνταν στη θέση τους Λατίνοι επίσκοποι.29
Στη συνέχεια έχετε ζητήσει οδηγίες από την Αποστολική Έδρα ως προς το είδος τής χειροτονίας που πρέπει να κάνετε σε επισκοπές όπου ζουν μόνο Έλληνες, καθώς και ποιους πρέπει να διορίσετε σε εκείνες, στις οποίες αναμειγνύονται Έλληνες και Λατίνοι. Απαντούμε συνοπτικά στη Χάρη σας, ότι σε εκείνες τις εκκλησίες όπου υπάρχουν μόνο Έλληνες, πρέπει να χειροτονείτε Έλληνες επισκόπους, αν μπορείτε να βρείτε κάποιους, που να είναι αφοσιωμένοι και πιστοί σε εμάς και σε εσάς και οι οποίοι θα αποδέχονται με ταπεινή αφοσίωση χειροτονία από εσάς. Όμως σε εκείνες τις επισκοπές, στις οποίες οι Έλληνες είναι αναμεμειγμένοι με Λατίνους, να διορίζετε Λατίνους και να προτιμάτε τούς Λατίνους από τούς Έλληνες.30
Μεταξύ των λίγων Ελλήνων εκκλησιαστικών που δέχτηκαν την παπική πρωτοκαθεδρία και τη λατινική αρχή ήταν μια σημαντική φυσιογνωμία τής ίδιας τής Ελλάδας. Ήταν ο Θεόδωρος, επίσκοπος τού Νεγκροπόντε, φίλος και επίσκοπος πρώην υπαγόμενος στον Μιχαήλ Χωνιάτη, με τον οποίο συνέχισε την αλληλογραφία του. Κατά τις πρώτες ημέρες τής κατάκτησης, στις 27 Νοεμβρίου 1206, ο Ιννοκέντιος Γ’ έστειλε βούλλα παπικής προστασίας των Ελλήνων κληρικών τού Νεγκροπόντε.31 Όμως ο επίσκοπος Θεόδωρος υπήρξε αντικείμενο ενόχλησης και καχυποψίας για τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Μπεράρ, ο οποίος τον απομάκρυνε και τοποθέτησε άλλον στην επισκοπή. Αλλά ο Ιννοκέντιος διέταξε τον αρχιεπίσκοπο Nεοπατρών και δύο άλλους Λατίνους εκκλησιαστικούς να επιβάλουν την αποκατάσταση τού Θεόδωρου, γιατί ως μόνο αδίκημά του φαινόταν να είναι η απροθυμία τού να χειροτονηθεί «σύμφωνα με το έθιμο των Λατίνων» (juxta consuetudinem Latinorum), ενώ με την προσφυγή του στον πάπα ο Θεόδωρος είχε ισχυριστεί την προθυμία του να παρέχει «κανονική υπακοή», τόσο στον Ιννοκέντιο όσο και στον ίδιο τον Μπεράρ. Έπρεπε να επιτραπεί στον αποστερημένο κληρικό να αναλάβει και πάλι την καθέδρα του, ενώ οποιαδήποτε αντίθετη παρεμβολή θα αντιμετωπιζόταν με «εκκλησιαστική μομφή».32 Ο Θεόδωρος πιθανότατα αποκαταστάθηκε ως επίσκοπος τού Νεγκροπόντε και τα προβλήματα τού Μπεράρ συνεχίστηκαν. Ο Θεόδωρος φαίνεται ότι είχε την υποστήριξη τού Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι, τριάρχη τού Νεγκροπόντε από τον Αύγουστο τού 1205 μέχρι το 1208 και στη συνέχεια μοναδικού άρχοντα μέχρι τον θάνατό του το 1216.
Ο Θεόδωρος διατήρησε το 1206 την κατοχή τής επισκοπής του μάλλον μέσω τής επιρροής τού Ραβάνο, γιατί ένας Έλληνας εκκλησιαστικός, αποδεκτός από τη Λατινική Εκκλησία, θα μπορούσε να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στον Ραβάνο για την εδραίωση και ίσως για την επέκταση επίσης τού ενός «τρίτου» τού νησιού τού Νεγκροπόντε. Ο Ραβάνο ήταν ιδιαίτερα δραστήριο άτομο. Είχε αγαπήσει τη σύζυγο άλλου άνδρα και μετά τον θάνατο τού τελευταίου, με τον οποίο η κυρία ενδεχομένως είχε κάποια σχέση, ο Ραβάνο ήθελε να την παντρευτεί. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο αρχιεπίσκοπος Μπεράρ, ο οποίος είχε μητροπολιτική εξουσία επί τής ευβοϊκής έδρας, είχε συγχωρήσει τις ιδιοτροπίες τής ιδιωτικής ζωής τού Ραβάνο, αλλά φαίνεται ότι εύρισκε απαράδεκτη τη δημόσια σχέση τού Ραβάνο με τον επίσκοπο Θεόδωρο τού Νεγκροπόντε. Ό,τι κι αν έγινε, έθεσε τον Ραβάνο υπό την ποινή τού αφορισμού. Όμως ο Ραβάνο είχε ισχυρούς φίλους, ιδιαίτερα μεταξύ τού ενετικού κλήρου που έλεγχε το λατινικό πατριαρχείο και τον Μάιο τού 1212 ο Ιννοκέντιος Γ’ ακύρωσε την ποινή τού αρχιεπισκόπου, υπό την προϋπόθεση ότι η σχέση τού Ραβάνο με την κυρία, που ονομαζόταν Ισαβέλλα, δεν είχε προηγηθεί τού θανάτου τού συζύγου της και υπό την προϋπόθεση επίσης, ότι ο θάνατός του δεν είχε επινοηθεί από αυτήν, για το σκοπό που τελικά εξυπηρέτησε.33
Στην Αττική και τη Βοιωτία, όπως και αλλού στην Ελλάδα και τον Μοριά, υπό τούς Λατίνους αρχιεπισκόπους Αθηνών και Θηβών και τούς Λατίνους εφημερίους των καθεδρικών ναών, το μεγαλύτερο μέρος των ενοριακών ιερέων που διαχειρίζονταν τα μυστήρια για τούς πιστούς, ιδιαίτερα στα μικρότερα χωριά, ήσαν Έλληνες. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Οι ανάγκες τού Έλληνα αγρότη, που ζούσε στην αγροτική κοινότητα (papatus), μπορούσαν να καλυφθούν μόνο από κάποιον που μιλούσε τη γλώσσα τού και ο οποίος παρέμενε, μετά τη λατινική κατάκτηση όπως και πριν από αυτήν, Έλληνας ιερέας (παπᾶς).34 Στη δεύτερη συνέλευση των Ραβεννίκων (στις 2 Μαΐου 1210), η οποία ήρε ορισμένες από τις τριβές μεταξύ παπισμού και φράγκικων κρατών στην Ελλάδα, αποφασίστηκε ότι οι Έλληνες ιερείς έπρεπε να εξακολουθούν να καταβάλλουν στους λαϊκούς άρχοντές τους τον αμφιλεγόμενο φόρο γης (crustica, ακρόστιχον). Οι σταυροφόροι επέμεναν να θεωρούν την ελληνική εκκλησιαστική περιουσία ως τμήμα των λαφύρων τής νίκης τους, άποψη την οποία ο Ιννοκέντιος Γ’, όπως είδαμε, είχε καταδικάσει από τις πρώτες εβδομάδες τής Λατινικής κατάκτησης τής Κωνσταντινούπολης. Οι Λατίνοι ιερείς έπρεπε επίσης να καταβάλουν τον φόρο γης. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε να γίνει ειρήνη και ο Ιννοκέντιος αναγκάστηκε να επικυρώσει τα άρθρα των Ραβεννίκων στις 21 Δεκεμβρίου 1210, ενώ οι βαρώνοι χορήγησαν απαλλαγή από τη φεουδαρχική δικαιοδοσία σε όλα τα εκκλησιαστικά πρόσωπα και περιουσίες, από τα σύνορα τού βασιλείου τής Θεσσαλονίκης μέχρι την πόλη τής Κορίνθου, «στα εδάφη χωρίς προκατάληψη ως προς τον φόρο, τού οποίου ο ελληνικός όρος ήταν πριν λίγο καιρό «ακρόστιχον» (crustica) και ο οποίος είχε καταργηθεί από τούς Έλληνες» (salvo tamen terrarum censu qui crustica Graeco vocabulo nuncupatur et dudum solvebatur a Graecis).35
Πριν από τον διακανονισμό ο Ιννοκέντιος εξαγριωνόταν διαρκώς από την πεισματική επιμονή των βαρώνων να εισπράττουν τον ελληνικό φόρο γης από τούς κληρικούς που κατοικούσαν στα εδάφη τους. Έτσι στις 14 Ιουλίου 1208 είχε απαγορεύσει στον άρχοντα τής Θήβας (domini Thebarum) να «αποσπάσει» από την θηβαϊκή εκκλησία και τον κλήρο τής αρχιεπισκοπής το «ακρόστιχον» ή οτιδήποτε άλλο αντίθετο με τη δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα τούς διέταζε να κάνουν το καθήκον τους ως καλοί χριστιανοί πληρώνοντας στον παπισμό τον φόρο δεκάτης και εξασφαλίζοντας ότι τον πλήρωναν επίσης οι υπήκοοί τους, Έλληνες και Λατίνοι.36
Ο Όθων ντε λα Ρος προειδοποιήθηκε επίσης, σε επιστολή που απευθύνθηκε σε αυτόν ως κύριο των Αθηνών, να μην αποσπά τον φόρο από την αθηναϊκή εκκλησία και να εξασφαλίζει επίσης την πληρωμή στον παπισμό των αθηναϊκών φόρων δεκάτης.37 Λίγους μήνες αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου 1208, ο Ιννοκέντιος ενημέρωνε με αγανάκτηση τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και δύο άλλους υψηλούς εκκλησιαστικούς, ότι οι άρχοντες τής Θήβας είχαν αρπάξει 700 υπέρπυρα ως ετήσιο φόρο γης από τα έσοδα τής εκκλησίας τής Θήβας, τα οποία ανέρχονταν συνολικά μόνον σε 900 υπέρπυρα και έτσι άφηναν τον αρχιεπίσκοπο και τον κλήρο του να καλύψει τα έξοδα ολόκληρης τής χρονιάς με 200 μόνο υπέρπυρα! Οι άρχοντες τής Θήβας (domini Thebani) είχαν υποστηριχθεί σε αυτό το σκάνδαλο από την ποταπή ενθάρρυνση (pravis suggestionibus) των Ιωαννιτών, οι οποίοι επίσης διαφωνούσαν με την πληρωμή τού φόρου δεκάτης, καθώς και με την πληρωμή στον παπισμό όλων των εσόδων τής πρώτης χρονιάς λειτουργίας κάθε εκκλησιαστικού ιδρύματος (annatae, annates).38
Ο Όθων ντε λα Ρος, έστω κι αν δεν ήταν τότε ένας από τούς άρχοντες των Θηβών, αποτελούσε πηγή μεγάλου άγχους για την παπική κούρτη. Λίγο μετά τον γάμο του, κατά πάσα πιθανότητα στα τέλη τού έτους 1207, με την Ισαβέλλα ντε Ρέυ, ο Όθων είχε αναγκάσει τον αρχιεπίσκοπο Μπεράρ τής Αθήνας να τού παραδώσει το αξίωμα τού ταμία τού καθεδρικού ναού (thesauraria), ενδεχομένως με την πρόθεση να το παραχωρήσει σε κάποιον από τούς συγγενείς τής Ισαβέλλας.39 Ο Ιννοκέντιος έδωσε εντολή στον αρχιεπίσκοπο τής Λάρισας και δύο από τούς συντρόφους του να ερευνήσουν και να διορθώσουν την κατάσταση, πράγμα που σήμαινε προφανώς την απομάκρυνση τού αξιωματούχου, αν υπήρχε τέτοιος και αν ήταν δυνατόν να απομακρυνθεί.40 Στις 10 Ιουλίου 1210 ο Ιννοκέντιος έγραψε από το παλάτι τού Λατερανού στη Ρώμη, ότι «ο ευγενής Όθων ντε λα Ρος, ο άρχοντας τής Αθήνας, καθώς και άλλοι βαρώνοι και ιππότες τής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, έχουν από κοινού απαγορεύσει, προς μεγάλη προσωπική τούς βλάβη, να μπορεί κάποιος κατά τη διάρκεια τής ζωής του να μεταβιβάζει οποιαδήποτε από τα υπάρχοντά του σε εκκλησίες ή να μπορεί κάποιος πεθαίνοντας να αφήνει με διαθήκη κληροδοτήματα σε εκκλησίες». Ο αρχιεπίσκοπος τής Θήβας και δύο επισκοπικοί συνάδελφοι πήραν εντολή να προειδοποιήσουν και να πείσουν τον ντε λα Ρος και τούς βαρώνους, ακόμη και με την απειλή τής εκκλησιαστικής μομφής, να χαλαρώσουν τούς περιορισμούς τους επί τής εκκλησίας.41
Όμως δεν πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι ο Όθων ντε λα Ρος ήταν κατά κάποιον τρόπο εχθρικός προς τη Λατινική Εκκλησία, αν και το όνομά του συνδέεται συχνά με εκείνο τού πρίγκηπα Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουΐνου και αναφέρεται με αποδοκιμασία στα έγγραφα που αφορούν τις εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Ελλάδα. Ο Όθων ήθελε απλώς να πετύχει το μεγαλύτερο δυνατό υλικό πλεονέκτημα από τις ελληνικές του κτήσεις. Οι Λατίνοι βαρώνοι δεν είχαν κανένα λόγο να επιδιώκουν αντι-παπική πολιτική. Είναι αλήθεια ότι στα Ραβέννικα τον Μάιο τού 1210 τα κοσμικά συμφέροντα τής Λατινικής αυτοκρατορίας βρήκαν πιο σταθερή υποστήριξη από εκείνη που θα επιθυμούσε ο Ιννοκέντιος. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι Ενετοί, οι οποίοι επόπτευαν προσεκτικά τις εκκλησίες στις αποικίες τους στην Ανατολική Μεσόγειο, έτειναν να τηρούν μάλλον αντι-παπική στάση, γιατί τα συμφέροντα τού Αγίου Μάρκου δεν φαίνονταν να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στο ανάκτορο τού Λατερανού. Ο Λατίνος πατριάρχης Θωμάς Μοροζίνι ήταν λίγο-πολύ εκπρόσωπος τής Ενετικής Δημοκρατίας. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον εκλέχτηκε καθώς και ο λόγος για τον οποίον οι Ενετοί ήθελαν να κρατήσουν το Πατριαρχείο για τον εαυτό τους.
Όμως η στάση των Λατίνων βαρώνων στην Ελλάδα απέναντι στον παπισμό ήταν σχεδόν η ίδια με εκείνη που κρατούσαν πριν από το 1204. Ήταν ευκαιριακή, αλλά η οργάνωση τής εκκλησίας στη Δυτική Ευρώπη είχε προβλέψει και διέθετε πολλές μεθόδους και μέτρα, για τις περιπτώσεις όπου η βαρωνία εξέφραζε τις λιγότερο ευσεβείς και πιο πεζές φιλοδοξίες της. Στην Ελλάδα φυσικά υπήρχαν νέες ευκαιρίες για τη βαρωνία, όπως η απόκτηση εκκλησιαστικών εισοδημάτων μέσω τού φόρου γης, την οποία η παπική κούρτη δεν είχε μπορέσει να προλάβει. Αν ήταν πιο δύσκολο να ελεγχθούν οι βαρώνοι στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην Ιταλία και στη Γαλλία, ο λόγος ήταν απλώς ότι ήσαν διαθέσιμες μεγαλύτερες ευκαιρίες «λόγω μιας νέας αυτοκρατορικής αλλαγής» (propter novitatem mutationis imperii), για τις οποίες ο ίδιος ο Ιννοκέντιος μίλησε περισσότερο από μία φορά,42 γιατί από εκείνο το νέο κόσμο που οι σταυροφόροι είχαν βρει και δημιουργούσαν στην Ελλάδα είχε προκύψει νέα δύναμη και νέο κύρος, ενώ αυτοί ήσαν ανυπόμονοι να αποκτήσουν τον περισσότερο δυνατό πλούτο. Οι σταυροφόροι ήσαν πάντοτε συγκριτικά λίγοι ανάμεσα στον εχθρικό πληθυσμό στην Ελλάδα. Στην Αττική και τη Βοιωτία η συγκέντρωση Λατίνων εποίκων μπορεί να ήταν μάλλον μεγαλύτερη από αλλού. Η ευημερία, πάντοτε σχετική έννοια στην Ελλάδα, τής βουργουνδικής ηγεμονίας και δουκάτου κατά τη διάρκεια τού 13ου αιώνα φαίνεται να μαρτυρά την παρουσία ικανού αριθμού Λατίνων κατοίκων. Εν πάση περιπτώσει, στις 9 Μαρτίου 1210, ο πάπας Ιννοκέντιος έγραφε, σε μια ασυνήθιστη επιστολή, ότι ο αγαπημένος του γιος Όθων ντε λα Ρος, ο άρχοντας τής Αθήνας, είχε ζητήσει για όλα τα κάστρα και τα χωριά του (castra sua et villae), στα οποία δώδεκα Καθολικοί είχαν τις σταθερές κατοικίες τους, να μπορούν να έχουν τούς δικούς τους ιερείς, για τη συντήρηση των οποίων θα πλήρωναν φόρο δεκάτης ή κάτι περισσότερο αν ο φόρος δέκατης δεν ήταν επαρκής. Ο πάπας βιαζόταν να δει το αίτημα τού Όθωνα να εκπληρώνεται.43 Μπορεί να υπήρχε κάποια προσωπική ευλάβεια στο αίτημα τού Όθωνα, γιατί στη διάρκεια όλων αυτών των ετών παρέμενε ως ένας από τούς κύριους ευεργέτες τής μονής τού Μπελλβώ στη Βουργουνδία. Αυτός μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι γενναιόδωρος με την εκκλησία στην Ελλάδα, ενώ το 1211, ένα χρόνο αφότου τού είχαν εγγυηθεί τον φόρο γης με τα άρθρα των Ραβεννίκων, τον βρίσκουμε να εμβάζει μέρος τού φόρου αυτού «με ευσεβή ελευθερία» (pia liberalitate) στην ευγνώμονα ενορία τής Θήβας.44
Παρά το γεγονός ότι βρίσκουμε πολλές εκφράσεις τής γενικής πολιτικής που έπρεπε να ακολουθούν απέναντι στους Έλληνες ως σύνολο οι Λατίνοι εκκλησιαστικοί, οι Ενετοί αξιωματούχοι, καθώς και άλλοι σε υψηλά κοινωνικά επίπεδα, αποτελούν λιγότερο γνωστά συγκεκριμένα παραδείγματα τού τρόπου με τον οποίον συμβίωναν οι δύο λαοί στην πραγματική δραστηριότητα τής ζωής, στις αγορές και στα κάστρα των μεγαλύτερων πόλεων, στις αποβάθρες των ναυτιλιακών κέντρων, καθώς και ανάμεσα στα μικρά κοπάδια προβάτων και κατσικιών κατά μήκος των σκονισμένων δρόμων των μικρών χωριών τής ενδοχώρας. Όμως μερικές φορές ακόμη και στην αλληλογραφία τού πάπα Ιννοκέντιου παίρνουμε μια γεύση από τέτοια πράγματα. Ο μάγιστρος Ούγκο, αρχιδιάκονος τής Δαύλειας, δεν ήταν προφανώς καθόλου δημοφιλής μεταξύ των ντόπιων Ελλήνων στη μικρή πόλη τής Γραβιάς. Σε μια περίπτωση κάποιοι από αυτούς επιτέθηκαν στον Λατίνο κληρικό και τον χτύπησαν τόσο άσχημα, που έκρινε σκόπιμο να απευθύνει επιστολή προς την παπική κούρτη σχετικά με την έκταση των τραυματισμών του και να ζητήσει να γίνει κάτι για το θέμα. Αλλά τούς Έλληνες αγρότες δεν τούς απασχολούσαν οι λατινικές ποινές αφορισμού. Οι Λατίνοι δεν μπορούσαν να εμπιστευθούν σε κανέναν Έλληνα ιερέα την τήρηση τής ποινής τους. Κι έτσι η παπική απάντηση στην έκκληση τού μάγιστρου Ούγκο ήταν να επιστρατεύσει τον κοσμικό βραχίονα: δόθηκε εντολή στον Λατίνο βαρώνο τής Γραβιάς να συλλάβει τούς κακοποιούς και να εξασφαλίσει την ικανοποίηση τού μάγιστρου Ούγκο.45
Ο επίσκοπος τής Ζαρατορίας, τού σημερινού Λιδωρικιού, ήταν τόσο φτωχός, όπως ενημέρωνε τον πάπα, που με δυσκολία μπορούσε να συντηρήσει με τον αρμόζοντα τρόπο έναν εφημέριο. Ο Ιννοκέντιος, φοβούμενος ότι το όνομα τού επισκόπου θα έπεφτε σε ανυποληψία απλώς και μόνον εξαιτίας τής έλλειψης χρημάτων, ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο τής Θήβας να προβλέψει κάτι αξιοπρεπές για τον δυστυχή υφιστάμενό του επίσκοπο, ώστε ο τελευταίος να είναι σε θέση να εκτελεί το καθήκον του προς το ποίμνιό του και να μη χρειάζεται να συμπληρώνει τούς ανεπαρκείς πόρους του συμμετέχοντας σε κάποιου είδους εμπόριο, «ούτε να υποχρεώνεται να εμπλακεί σε κοσμικές υποθέσεις» (nec … compellatur se saecularibus negotiis implicate).46 Μπορούμε να φανταστούμε το είδος τής βοήθειας που θα μπορούσε να περιμένει ο φτωχός επίσκοπος από τον αρχιεπίσκοπο και τούς εριστικούς εφημέριους τής Θήβας, από ένα ή δύο άλλα επεισόδια στις σχέσεις του με τούς Θηβαίους εν Χριστώ αδελφούς του. Μερικοί από το φράγκικο εκκλησίασμά του, συμπεριλαμβανομένων και ιπποτών, είχαν ένα σπίτι στη Θήβα και όταν ο επίσκοπος Ζαρατορίας τούς αφόρισε, πήγαιναν στη Θήβα για να παρακολουθούν τις ιερές λειτουργίες και γίνονταν εκεί δεκτοί από τον θηβαϊκό κλήρο, απολύτως ανάρμοστα.47 Σε μια άλλη περίπτωση ο αρχιμανδρίτης και μερικοί εφημέριοι τού θηβαϊκού καθεδρικού ναού, που συχνά αποτελούσε αιτία θλίψης για τον καλό επίσκοπο τής Ζαρατορίας, εισέβαλαν στην επισκοπή του με όπλα, άρπαξαν έναν από τούς ανθρώπους του, τον έδειραν άσχημα και τον παρέδωσαν σε κοσμικό δικαστή, ο οποίος τον κράτησε στην φυλακή για πολύ καιρό. Μάλιστα ο αρχιμανδρίτης, δύο εφημέριοι και ο καστελλάνος τής Θήβας (castellanus Thebanus), αξιωματικός τού Όθωνα ντε λα Ρος, μαζί με κάποιους άλλους ταραξίες, εισέβαλαν στο σπίτι τού επισκόπου, σήκωσαν βίαια τα χέρια τους πάνω του και τού έσκισαν τα ρούχα από τούς ώμους.48 Δόθηκε εντολή στον επίσκοπο, στον αρχιμανδρίτη και στον πρωτοψάλτη τής Δαύλειας να επιστήσουν την προσοχή τού αρχιεπισκόπου τής Θήβας και των εφημερίων του, ώστε να παραμένουν ικανοποιημένοι στα όρια τής δικής τους επισκοπής: ο παρενοχλούμενος επίσκοπος Ζαρατορίας είχε ενημερώσει τον πάπα για τις συχνές επιδρομές τους στην επισκοπή του και για τις πολλές προσβολές τους σε βάρος του.49 Οι Έλληνες αγρότες πρέπει να σκέφτονταν ότι καταλάβαιναν την πολύ αμφισβητούμενη παραβολή, ότι προφανώς οι Λατίνοι κληρικοί δεν είχαν έρθει στην Ελλάδα για να φέρουν την ειρήνη αλλά το ξίφος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Όθων ντε λα Ρος θα βρισκόταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα υπό την ποινή τού αφορισμού και τα εδάφη του υπό απαγόρευση, λόγω τής αδιάλλακτης στάσης του απέναντι στην εκκλησία και των συχνών από μέρους του παραβιάσεων τού κονκορδάτου των Ραβεννίκων. Έτσι στο τέλος τού καλοκαιριού τού 1213 ο άρχοντας τής Αθήνας, μαζί με τον φίλο του, τον πρίγκηπα τής Αχαΐας, βρισκόταν ακόμη κάτω από τέτοιους εκκλησιαστικούς περιορισμούς, γιατί ο αρχιεπίσκοπος τής Πάτρας είχε δημοσιεύσει απαγορεύσεις εναντίον τους ως «επιφέροντες σοβαρή διαταραχή … στα δικαιώματα τής εκκλησίας» (as jura ecclesiarum … graviter perturbantes).50 Όμως ο πάπας Ιννοκέντιος έτρεφε ελπίδες από το κονκορδάτο και κήρυξε άκυρες τις ποινές που επιβλήθηκαν στον ντε λα Ρος και στον Βιλλεαρδουΐνο, υπό την προϋπόθεση ότι θα ορκίζονταν να υπακούσουν στις παπικές εντολές που θα τούς στέλνονταν «με επιστολή ή λεγάτο».51 Σύντομα ο Όθων ντε λα Ρος βρέθηκε να κάνει υπόκλιση στην εκκλησία με μάλλον ασυνήθιστο τρόπο. Το 1214 παρέδωσε το κάστρο τής Λιβαδειάς, τής αρχαίας Λεβάδειας στη Βοιωτία, στον καρδινάλιο λεγάτο Πελάγιο, όπως ο βασιλιάς Ιωάννης είχε παραδώσει την Αγγλία, ενώ πήρε πίσω το κάστρο από τον Πελάγιο ως φέουδο τής εκκλησίας, συμφωνώντας να καταβάλει ως φεουδαρχικό ενοίκιο 16 ουγγιές (2 μάρκα) ασημιού τον χρόνο (στις 21 Ιουνίου).52 Αυτό δεν ήταν τόσο δώρο προς την εκκλησία, όσο μέσο περιορισμού τής επισκοπικής εξουσίας κάποιου επισκόπου επί τής Λιβαδειάς, έτσι ώστε ο Όθων να μπορεί να εξασφαλίζει κάποια από τα έσοδα τής εκκλησίας τής πόλης για τον εαυτό του. Ο Όθων προστατευόταν επίσης από λαϊκές ή εκκλησιαστικές παρεμβολές στα δικαιώματα και τα κέρδη του στη Λιβαδειά, η οποία ήταν τώρα φέουδο τής Αγίας Έδρας.53
Περιστασιακά η βλοσυρή πορεία των ιστορικών γεγονότων και η κουραστική, αν και αναγκαία, αναφορά των πραγματικών περιστατικών διακόπτεται από κάποιο στοιχείο πιο διασκεδαστικό ή πιο προσωπικού ενδιαφέροντος, σε σχέση με τα περισσότερα από όσα μαθαίνουμε από τα έγγραφα που συγκροτούν τα σποραδικά χρονικά των εκκλησιών τής Αθήνας και τής Θήβας κατά τον 13ο αιώνα. Για παράδειγμα το 1217 ο πάπας έγραψε στους αρχιμανδρίτες τής Αθήνας και τής Θήβας να διερευνήσουν τη συμπεριφορά τού ηγούμενου στο Στείρι (Stirensis), ο οποίος, σύμφωνα με την έκθεση τού άγρυπνου επισκόπου Δαύλειας, «ζούσε εντελώς έκλυτο βίο, σπαταλούσε τούς πόρους τού μοναστηριού του και αρνιόταν να δεχθεί τον σωφρονισμό τού εν λόγω επισκόπου, δηλώνοντας ότι η μονή του ήταν ελεύθερη και απαλλαγμένη [από επισκοπική επισκεψιμότητα]».54 Διάφορα έγγραφα καθιστούν σαφές το θλιβερό γεγονός ότι ενώ η φράγκικη βαρωνία στην Ελλάδα ήταν τυχοδιωκτική, ο κλήρος ήταν συχνά διεφθαρμένος, γιατί οι κληρικοί μετανάστες σε αυτά τα νεοαποκτηθέντα εδάφη σπανίως ήσαν από τα καλύτερα είδη τής Λατινικής ιεροσύνης.
Όμως ο Όθων ντε λα Ρος έκανε σταδιακά ειρήνη με την εκκλησία. Η Λατινική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης και το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης βρίσκονταν σε κίνδυνο καθώς αυξανόταν η ελληνική δύναμη στην Ήπειρο και στη Νίκαια. Η παπική κούρτη ήταν διατεθειμένη να αφήσει πολλά πράγματα περασμένα ξεχασμένα, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι ισχυροί βραχίονες τού ντε λα Ρος και τού Βιλλεαρδουΐνου θα υπερασπίζονταν τα συμφέροντα τής Λατινικής χριστιανοσύνης. Ο πάπας Ονώριος Γ’ βιαζόταν να διακανονίσει διάφορες μακροχρόνιες διαφορές55 και στις 4 Οκτωβρίου 1223 ενημέρωσε τούς αρχιμανδρίτες των καθεδρικών ναών τού Νεγκροπόντε και τής Θήβας, ότι θα γινόταν απογραφή για να καθοριστούν οι τοπικές κτήσεις και δικαιώματα «του πατριάρχη, τού κλήρου και τού σώματος των φράγκικων εκκλησιών τής Κωνσταντινούπολης». Ύστερα από αυτή την απογραφή των πατριαρχικών δικαιωμάτων στην αθηναϊκή ηγεμονία, ο πατριάρχης και οι επίτροποί του δεν θα είχαν περαιτέρω απαιτήσεις από τον άρχοντα τής Αθήνας (quod nulla alia a nobili viro … domino Alhenarum ac suis repetent) εκτός από εκείνες που θα ήσαν γνωστές και κατανοητές ως σωστές διεκδικήσεις τής πατριαρχικής έδρας τής Κωνσταντινούπολης, ενώ οι υπεύθυνοι για τη διεκδίκηση τέτοιων δικαιωμάτων δεν έπρεπε να επιτρέπουν στους εαυτούς τους να αποθαρρύνονται από αυτή τη διεκδίκηση λόγω «χρημάτων, εύνοιας ή φόβου». Οι κληρικοί έπρεπε να κάνουν ειλικρινείς δηλώσεις τέτοιων κτημάτων και τής διάρκειας κτήσης τους, καθώς επίσης να επεκτείνουν τις υποχρεώσεις τους στην καταβολή τού μισητού «ακροστίχου», ενώ παρόμοια φροντίδα για την αλήθεια έπρεπε να χαρακτηρίζει και τις δηλώσεις τού Όθωνα και των ανθρώπων του, όσον αφορά εκκλησιαστικές περιουσίες και δικαιώματα, ακρόστιχα, καθώς και, σε σχέση με το τελευταίο, την ειλικρινή εκτίμηση τυχόν υποτίμησης τής αξίας τής γης και των ιδιοκτησιών για τις οποίες οφείλονταν ακρόστιχα. Η Αυτού Αγιότητα εξουσιοδοτούσε την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στους πατριαρχικούς επιτρόπους και τον άρχοντα τής Αθήνας. Μιλούσε για την άφεση αμαρτιών για μέχρι και είκοσι χρόνια, που είχε χορηγήσει στον τελευταίο. Ο άρχοντας τής Αθήνας και οι οπαδοί του υπόσχονταν να καταβάλουν στην εκκλησία ετησίως «ενοίκιο» (census) εξήντα υπερπύρων για τα εκκλησιαστικά ακίνητα που κατείχαν, υπό την προϋπόθεση ότι ούτε αυτές οι περιουσίες ούτε οι καλλιεργητές τους είχαν μειωθεί σε αξία κάτω από εκείνη που άξιζαν κατά τη στιγμή τής παπικής παραχώρησης. Παρ’ όλα αυτά, η Αγιότητά του ήθελε να διατηρήσει τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ εκκλησίας και κράτους κατά τη στιγμή τής Λατινικής κατάκτησης, ενώ δεν ήταν πρόθεσή του να επιτρέψει στον άρχοντα τής Αθήνας να αναλάβει οποιοδήποτε μέρος των εσόδων των εκκλησιών που ανήκαν στην έδρα τής Κωνσταντινούπολης.56
Το 1222 και το 1223 ο πάπας Ονώριος Γ’ ανησυχώντας για τις συνθήκες στην Ελλάδα, απ’ όπου έρχονταν συνεχώς σε αυτόν κακές ειδήσεις, αναδιοργάνωσε μεγάλο μέρος τής δομής τής εκκλησιαστικής διοίκησης στον Μοριά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά για τις ρυθμίσεις του στον Μοριά δεν θα ενδιαφερθούμε εδώ.57 Οι αλλαγές ήσαν πολλές, γιατί είχαν συμβεί πολλά, ενώ συνέβαιναν ακόμη τότε58 και η πολιτική τής εκκλησίας ήταν να παραμένει ενημερωμένη για τις εξελίξεις τής εποχής: «Οι καιροί αλλάζουν και αλλάζουμε μαζί τους» (Tempora mutantur, nos et mutamur in illis). Όμως η προσοχή μας πρέπει κυρίως να περιοριστεί στις αθηναϊκές υποθέσεις. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1223 ο πάπας έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών ότι συνειδητοποιούσε το γεγονός ότι από τότε που οι ευβοϊκές επισκοπές Αυλώνος ή Αυλωναρίου (Abilonensis), Ωρεών και Καρύστου είχαν προσχωρήσει στην επισκοπή τού Νεγκροπόντε, πράγμα το οποίο έπρεπε να έχει ελαττώσει τις δαπάνες και να έχει αυξήσει την αποτελεσματικότητα τής διοίκησης, η υπαγόμενη στην αρχιεπισκοπή Αθηνών επισκοπή τού Νεγκροπόντε φαινόταν να ξεπερνά σε σπουδαιότητα την αρχιεπισκοπή στην οποία υπαγόταν. Ο πάπας λοιπόν μετέφερε από το Nεγκροπόντε στην Αθήνα κάποιους τόπους, που περιγράφονταν ασαφώς ως ευρισκόμενοι ανάμεσα στην κρήνη που ονομαζόταν «Σαμάκ», κοντά στη διάσημη «Μαύρη Γέφυρα» (Νέγκρο Πόντε) και στην επισκοπή τής Θήβας, «κατά μήκος τού δημόσιου δρόμου από τη Θήβα προς το Nεγκροπόντε», καθώς και ορισμένους άλλους τόπους, από τούς οποίους ένας διερχόταν από την κρήνη «Σαμάκ» και εκτεινόταν «κάτω προς την ακτή, στην κατεύθυνση τής Αθήνας» (citra mare versus Athenas).59
Ο Όθων ντε λα Ρος είχε ενδεχομένως θεσπίσει στην ηγεμονία του τής Αθήνας και τής Θήβας δικαστήριο βαρώνων (άνω κούρτη, haute cour), στην αρμοδιότητα τού οποίου βρίσκονταν θέματα που αφορούσαν τούς φεουδάρχες υποτελείς τους και τις θητείες τους. Ταυτόχρονα κατά πάσα πιθανότητα ο Όθων είχε επιλέξει τον υποκόμη και τούς ενόρκους τής «κούρτης των αστών» (cour des bourgeois), ενώπιον τής οποίας θα προσκομίζονταν οι περισσότερες περιπτώσεις που αφορούσαν τούς ελεύθερους, αλλά όχι φεουδάρχες, Λατίνους κατοίκους τής ηγεμονίας του. Όμως, πέρα από μια απλή αναφορά στον υποκόμη που προέδρευε τής δεύτερης κούρτης, η οποία διασώζεται στο γαλλικό κείμενο τού Χρονικού τού Μορέως, δεν υπάρχει κανένα λογοτεχνικό ή αποδεικτικό έγγραφο για τις εργασίες είτε τής κούρτης των βαρώνων, είτε εκείνης των αστών, ούτε διασώζεται καμία δικαστική απόφαση οποιασδήποτε από τις δύο. Στην αθηναϊκή εξοχότητα ο Όθων ντε λα Ρος ήταν μάλλον «πρώτος μεταξύ ανίσων» (primus inter impares), γιατί σε αντίθεση με τον πρίγκηπα τής Αχαΐας, που επρόκειτο να έχει πρόβλημα με τούς βαρώνους του, ο Όθων είχε από κάτω του πολύ λίγους σημαντικούς υποτελείς.60 Λίγοι ελληνικοί θεσμοί τοπικής διοίκησης είχαν επιβιώσει από τη βασιλεία τού Ηράκλειου, αν μάλιστα είχε κάποιος διαρκέσει τόσο πολύ. Την Αθήνα κυβερνούσαν εδώ και πολύ καιρό Βυζαντινοί αυτοκρατορικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν τραπεί σε φυγή κατά την προσέγγιση των Λατίνων. Παρ’ όλα αυτά, επιτράπηκε σε ορισμένους από τούς πιο επιφανείς Έλληνες γαιοκτήμονες τής Αττικής και τής Βοιωτίας να διατηρήσουν κάποιες από τις ιδιοκτησίες τους. Οι ειδικές τους γνώσεις για τη γη και τούς ανθρώπους ήσαν χρήσιμες στους Λατίνους κατακτητές. Η αλληλογραφία τού Μιχαήλ Χωνιάτη αποκαλύπτει διάφορα μέλη τής ελληνικής αρχοντικής τάξης, που ζούσαν σε ηρεμία στην Αθήνα και τη Θήβα υπό το καθεστώς τού Όθωνα ντε λα Ρος. Μάλιστα τότε λίγη ηρεμία υπήρχε στην Ελλάδα.
Προς το τέλος τού έτους 1224 η πτώση τού λατινικού βασιλείου τής Θεσσαλονίκης στον Θεόδωρο Δούκα, τον ικανό ηγεμόνα τής Ηπείρου (1215-1230), προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και τη Νίκαια. Ο Θεόδωρος ήταν, όπως είδαμε, ανήσυχος και επικίνδυνος άνθρωπος. Το 1226 οι δυνάμεις του βρέθηκαν ανατολικά από τη Θεσσαλονίκη και σύντομα συνάντησαν στην Αδριανούπολη στρατό τού αυτοκράτορα τής Νικαίας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη, που μόλις είχε καταλάβει την πόλη. Οι διοικητές τής Νικαίας υποχρεώθηκαν να παραδώσουν την Αδριανούπολη στον Θεόδωρο, που λυμαινόταν κατά βούληση τα λυπηρώς μειωμένα εδάφη τής Λατινικής αυτοκρατορίας, «ενώ έφτασε ακόμη και στα ίδια τα τείχη τής πόλης τού Κωνσταντίνου και έσπειρε μεγάλο φόβο στους Λατίνους».61 Η παπική κούρτη ήταν φυσικά πολύ απασχολημένη με τις ελληνικές υποθέσεις τόσο πριν όσο και μετά την κατάληψη από τον Θεόδωρο τής πρωτεύουσας εκείνου που ήταν εδώ και είκοσι χρόνια λομβαρδικό βασίλειο. Έτσι στις 25 Σεπτεμβρίου 1223 ο πάπας Ονώριος είχε γράψει στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών από το Ανάγκνι ότι πολλά άτομα (plures) είχαν αφοριστεί πριν κάποιο χρονικό διάστημα από τον παπικό λεγάτο Τζιοβάννι Κολόννα, ο οποίος τούς είχε επιβάλει λόγω τής ύβρης τους ταξίδι στην Ρώμη ως πρώτο βήμα για την άφεση των αμαρτιών τους. Αλλά τώρα, αφού η αθηναϊκή εξοχότητα τούς χρειαζόταν τόσο πολύ και το ταξίδι συνεπαγόταν κινδύνους (propter terre et viarum discrimina), η Αγιότητά του έδινε εντολή στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τούς χορηγήσει την επιθυμητή άφεση αμαρτιών τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα διέθεταν τα χρήματα, που θα τούς κόστιζε αυτό το ταξίδι στη Ρώμη, στα τείχη τού μεγάλου κάστρου των Σαλώνων (in munitionem castri de Sola), φέουδου των Ωτρεμανκούρ και αθηναϊκού αναχώματος σε περίπτωση πιθανής επίθεσης τού Θεόδωρου Δούκα είτε από την Ήπειρο ή από τη Θεσσαλονίκη.62
Τον επόμενο Φεβρουάριο βρίσκουμε τον πάπα να ανησυχεί για την υπεράσπιση τού κάστρου τής Μενδενίτσας («Βουδονίτσας), ακριβώς νότια από το διάσημο πέρασμα των Θερμοπυλών, το φέουδο τού ιδρυτή του Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι (1204-1237),63 βαΐλου τού τότε πολιορκούμενου βασιλείου τής Θεσσαλονίκης, για λογαριασμό τού οποίου ο πάπας ζητούσε βοήθεια, που έπρεπε να δοθεί «δυνατά και αποφασιστικά» (viriliter et potenter) από τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο, τον Όθωνα ντε λα Ρος και τούς ευγενείς άρχοντες τού Νεγκροπόντε.64 Με το ίδιο πνεύμα και προς τα ίδια πρόσωπα έγραφε η Αγιότητά του στις 5 Δεκεμβρίου 1224,65 σε στιγμή δηλαδή κατά την οποία τα στρατεύματα τού Θεόδωρου Δούκα ενδέχεται να είχαν ήδη εισέλθει στη Θεσσαλονίκη, ενώ στις αρχές τού επόμενου έτους (στις 12 Φεβρουαρίου 1225), προσπαθούσε να ενθαρρύνει τον Βιλλεαρδουΐνο, τον Όθωνα ντε λα Ρος και τούς άλλους Λατίνους βαρώνους, με την υπόσχεση ότι ο μαρκήσιος τού Μομφεράτ οδηγούσε εκστρατεία στην Ελλάδα,66 στην αποτυχία τής οποίας έχουμε ήδη αναφερθεί.
Οι εσωτερικές υποθέσεις τής αθηναϊκής ηγεμονίας φαίνεται ότι εξελίσσονταν αρκετά ειρηνικά κατά τα είκοσι χρόνια τής εξουσίας τού Όθωνα ντε λα Ρος επί τής ιστορικής γης, που είναι για πάντα συνδεδεμένη με τα ονόματα τού Περικλή και τού Επαμεινώνδα. Οι κύριες δυσκολίες του ήσαν με την εκκλησία, και αυτές σε μεγάλο βαθμό, όπως φαίνεται, προκλήθηκαν από τον ίδιο. Σε αντίθεση με τον πρίγκηπα τής Αχαΐας, ο Όθων είχε από κάτω του όχι ισχυρούς και μερικές φορές ανυπότακτους βαρώνους. Τα πια σημαντικά και εμφανή άτομα, που μπορούσε να δει κάποιος, από χρόνο σε χρόνο, σε αίθουσες δεξιώσεων στην Αθήνα και τη Θήβα, ήσαν μέλη τής οικογένειας τού ίδιου τού Όθωνα και αυτό εξακολούθησε να ισχύει κατά το μεγαλύτερο μέρος τού 13ου αιώνα. Στα τέλη τού έτους 1207 ο Όθων είχε παντρευτεί την Ισαβέλλα, κόρη και κληρονόμο τού Γκυ, άρχοντα τού ντε Ρέυ τής Φρανς-Κομτέ. Η Ισαβέλλα γέννησε δύο γιούς, τον Γκυ και τον Όθωνα, οι απόγονοι των οποίων κατείχαν τα εδάφη των ντε λα Ρος και των ντε Ρέυ μέχρι τον 14ο και 18ο αιώνα αντίστοιχα. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα τη μια ή την άλλη στιγμή κάποιοι από τούς απογόνους τού Όθωνα. Ένας εγγονός ονομαζόμενος Ιωάννης επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1259, ενώ ο Όθων, αδελφός τού Ιωάννη, βρισκόταν στην Αθήνα το 1265. Ένας δισέγγονος, ο Γκωτιέ, ήταν πρωτοψάλτης τού Παρθενώνα το 1292. Ένας συγγενής, ο Πιέρ ντε λα Ρος, έγινε, πολύ πριν από αυτό, καστελλάνος τής Ακρόπολης (1230-1233;). Και ένας ανηψιός που ονομαζόταν Γουλιέλμος έγινε μέσω τού γάμου του με μέλος τής οικογένειας των Βαλαινκούρ άρχοντας τής Βελιγοστής και τού Δαμαλά (1259-1264).67
Οι υστερότοκοι γιοι των ντε λα Ρος, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική των οικογενειών ευγενών, γίνονταν συχνά κληρικοί, αλλά ακόμη και στην Αθήνα ένας ντε λα Ρος μπορούσε να μην καταφέρει να πάρει το εκκλησιαστικό αξίωμα που ήθελε. Έτσι στις αρχές υ1268 οι εφημέριοι τής Αθήνας συγκεντρώθηκαν στον Παρθενώνα και εξέλεξαν κάποιον Γκυγιώμ ντε λα Ρος, που ήταν χαμηλόβαθμος κληρικός, στο υψηλό αξίωμα τού αρχιεπισκόπου. Όμως ο πάπας Κλήμης Δ’ αρνήθηκε να αποδεχθεί την εκλογή, αν και διόρισε τον Γκυγιώμ επίτροπο τής αθηναϊκής εκκλησίας, η οποία, όπως αυτός έλπιζε, θα κέρδιζε «από τη φιλοπονία και από τη φροντίδα τής διοίκησής σας».68 Ο Κλήμης, όπως και οι άλλοι πάπες, έβλεπε με μισό μάτι τις εκκλησιαστικές εκλογές, αλλά έχοντας ακυρώσει τον διορισμό ενός εφημέριου, ένας πάπας συχνά προχωρούσε μόνος του διορίζοντας τον ίδιο υποψήφιο. Στην περίπτωση αυτή ο Κλήμης δεν έκανε απλώς χρήση τού προνομίου του, γιατί ο Γκυγιώμ δεν έγινε ποτέ αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν αποδεκτός από την παπική κούρτη. Έχουμε λίγες πληροφορίες για τα λιγώτερο σημαντικά μέλη τής οικογένειας ντε λα Ρος.
Από τα πρώτα χρόνια τής εγκατάστασής τους στην Ελλάδα, ο Όθων ντε λα Ρος μοιραζόταν τη Θήβα με τον ανηψιό του Γκυ (1210-1211), στον οποίο παρέδωσε αργότερα όλες τις ελληνικές κτήσεις τού (1225) και ο οποίος επρόκειτο να γίνει, όπως έχει υποστηριχθεί, ο πρώτος δούκας των Αθηνών (1260). Λίγο καιρό αφότου χορηγήθηκε στον Γκυ ντε λα Ρος το μισό τής Θήβας, η αδελφή του Μπον έλαβε το άλλο μισό, το οποίο έφερε στον δεύτερο σύζυγό της, στον Μπέλα τού Σαιν Ομέρ προφανώς κατά τη δεκαετία τού 1230. Ο Μπέλα τού Σαιν Ομέρ έγινε πατέρας τριών γιων, που διακρίθηκαν κατά τον 13ο αιώνα στην ιστορία τής ηπειρωτικής Ελλάδας και τού Μορέως.69 Η αδελφή τού πρώτου Όθωνα ντε λα Ρος, η Σιμπύλ, είχε παντρευτεί τον Ζακ ντε Κικόν και ήταν μητέρα τού Όθωνα ντε Κικόν, ο οποίος έγινε αργότερα βαρώνος τής Καρύστου (1250-1263;) και φαίνεται ότι έχει παντρευτεί την Ανιές, αδελφή ή ετεροθαλή αδελφή των τρομερών κατακτητών Τζερεμία και Αντρέα Γκίζι.70
Ο Όθων ντε λα Ρος είχε περάσει είκοσι περίπου χρόνια στην Αθήνα, από εκείνη τη μέρα τού Οκτωβρίου ή Νοεμβρίου τού 1204, όταν ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός επέτρεψε στους Βουργουνδούς ιππότες του να καταλάβουν την πόλη. Τώρα ο Όθων ήταν κουρασμένος από τα κάστρα τής Καδμείας και τής Ακρόπολης και επέστρεφε στο σπίτι του στη Βουργουνδία με τη γυναίκα και τούς γιους του, αφήνοντας την αθηναϊκή ηγεμονία στον ανηψιό του, στον Γκυ ντε λα Ρος, ο οποίος κατείχε από καιρό, όπως έχουμε δει, το μισό τής πόλης τής Θήβας.71 Σχεδόν στο τέλος τής μακράς παραμονής του στην Ελλάδα ο Όθων ζούσε στις σκοτεινές σκιές τής εκκλησιαστικής μομφής. Στη δική του επικράτεια φαίνεται ότι ήταν δημοφιλής, ενώ η μητέρα και οι αδελφές τού Έλληνα λόγιου και εκκλησιαστικού Γεώργιου Βαρδάνη «Αττικού» ζούσαν στην Αθήνα υπό τον Όθωνα, χωρίς να αντιμετωπίζουν, όπως φαίνεται, καμιά σωματική ή υλική βλάβη από τούς Λατίνους.72 Ο ίδιος ο Βαρδάνης εγκατέλειψε την εξορία που μοιραζόταν με τον φίλο και δάσκαλό του μητροπολίτη Μιχαήλ Χωνιάτη (Ακομινάτο) και επέστρεψε στην Αθήνα, στην οποία είχε επιστρέψει για να ζήσει και ο ανηψιός τού Μιχαήλ.73 Ο Mιχαήλ έγραφε στον φίλο του Δημήτριο Mακρεμβολίτη ότι δεν γνώριζε «αν κατοικούσε στην Αθήνα ή στη Χαλκίδα τής Εύβοιας ή στη Θήβα τής Βοιωτίας»,74 αν και λίγο αργότερα ο Mιχαήλ έμαθε ότι ο φίλος του Δημήτριος βρισκόταν στην Αθήνα.75 Άλλα παραδείγματα Ελλήνων που ζούσαν με ειρήνη και ησυχία στην αθηναϊκή ηγεμονία τού Όθωνα ντε λα Ρος μπορούν εύκολα να εντοπιστούν στις ενδιαφέρουσες επιστολές τού Μιχαήλ Χωνιάτη, αλλά τα λίγα που έχουμε επιλέξει είναι ίσως αρκετά για να τονίσουν το γεγονός ότι η εξουσία τού Όθωνα δεν πρέπει να ήταν σκληρή.
Ο Όθων ντε λα Ρος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των Κιστερκιανών, στους οποίους είχε δώσει τη Μονή Δαφνίου και για των οποίων τη μονή τού Μπελλβώ στη Φρανς-Κομτέ, που υπήρξε αντικείμενο πολλών ευσεβών δωρεών από την οικογένειά του, η αφοσίωσή του δεν χαλάρωσε ακόμη και ύστερα από μακρά διαμονή στην Ελλάδα. Καθ’ όλη την τέταρτη δεκαετία τού αιώνα οι Κιστερκιανοί τού Δαφνιού εύρισκαν τη διεκδίκησή τους επί τής πόλης τής Λικονίας (casale de Liconia, σήμερα Λεχώνια Μαγνησίας) να αμφισβητείται από σπουδαίο ιππότη τού Νεγκροπόντε, τον Αλμπέρτο Μποτσεράνι, κηδεμόνα των ανηψιών του, τής Φλορέττας και τής Βερμίλιας, ενώ, αν και η εξέταση των περιστατικών στην παπική κούρτη είχε ως αποτέλεσμα παπικές επιστολές προς διάφορους εκκλησιαστικούς στην Ελλάδα, για να εξασφαλίσουν ότι η πόλη τής Λικονίας και οι εξαρτήσεις της θα περνούσαν στην κατοχή των μοναχών τού Δαφνιού, η υπόθεση σερνόταν χωρίς τέλος στα δικαστήρια, στη Ρώμη αλλά και στην Ελλάδα.76 Η υπόθεση διεκδικήθηκε σκληρά, αναμφίβολα επειδή εμπλέκονταν έσοδα εκτιμώμενα σε δέκα χιλιάδες υπέρπυρα.77 Οι Κιστερκιανοί τού Δαφνιού συνέχισαν την υπαγωγή τους στον οίκο τού Μπελλβώ και το Δαφνί εξακολουθούσε να εμφανίζεται, για παράδειγμα το 1276, σε σύνδεση με το Μπελλβώ, στα άρθρα τής γενικής συνέλευσης τού Κιστερκιανού Τάγματος.78 Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι βρίσκουμε τον ηγούμενο και τούς μοναχούς τού Δαφνιού, τα τελευταία χρόνια τού άρχοντα Όθωνα στην Ελλάδα, να αγνοούν την απαγόρευση που είχε επιβληθεί στα εδάφη του στην Αττική και τη Βοιωτία από τον καρδινάλιο λεγάτο Τζιοβάννι Κολόννα τής Αγίας Πραξέντιδος (S. Praxedis) και να επιπλήττονται γι’ αυτόν τον λόγο από τον πάπα, ο οποίος έδωσε εντολή στον επίσκοπο και στον αρχιδιάκονο τού Nεγκροπόντε να φροντίσει για να βελτιώσουν τη στάση τους, μη αναθέτοντας το ζήτημα, για προφανείς λόγους, στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών.79 Ίσως οι μοναχοί είχαν παρακινηθεί από αίσθημα αυτοσυντήρησης, γιατί η ζωή στην αθηναϊκή ηγεμονία ήταν ακόμη πολύ επικίνδυνη. Ο Όθων ντε λα Ρος βρισκόταν δίπλα τους και ο πάπας ήταν πολύ μακριά. Πειρατές συνέρρεαν στον Σαρωνικό και στον Κορινθιακό κόλπο υπό τούς Φράγκους, όχι λιγότερο απ’ ό,τι την εποχή τού Μιχαήλ Χωνιάτη, ενώ μια επιστολή τού 1232 από τον δεσπότη Μανουήλ Δούκα προς τον πατριάρχη Νικαίας Γερμανό περιγράφει το ταξίδι στα κορινθιακά ύδατα μέσω των στενών τής Ναυπάκτου ως «ταξίδι στον Αχέροντα» (τό ἐς Ἀχέροντα καταπλεῦσαι).80 Στις 9 Οκτωβρίου 1223 ο πάπας Ονώριος Γ’ είχε επιτρέψει στον αρχιεπίσκοπο τής Αθήνας, κατόπιν αιτήματος τού τελευταίου, να συγχωρήσει και να επιβάλει σωστή μετάνοια σε εν λόγω πειρατές, που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην εκκλησία. Οι πειρατές αυτοί ήσαν Λατίνοι, γνωστοί ως Καπελλέκτι και υποψιαζόμαστε ότι λίγοι υπήρχαν που ήσαν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το συναρπαστικό και προσοδοφόρο επάγγελμά τους για να βαδίσουν στα μονοπάτια τής νομιμότητας.81 Όμως οι ντε λα Ρος γνώριζαν περισσότερους κινδύνους από εκείνους που αντιπροσώπευαν οι πειρατές, ενώ μια γενιά αργότερα (το 1244) ο Γκυ ντε λα Ρος, τότε άρχοντας τής Αθήνας, διαπίστωσε ότι Έλληνες μοναχοί που ζούσαν στην επικράτειά του λειτουργούσαν ως «πέμπτη φάλαγγα», αποκαλύπτοντας μυστικά στους συμπατριώτες τούς Έλληνες τής Ηπείρου και τής Νικαίας.82
Το ενδιαφέρον τού παπισμού επεκτεινόταν αρκετά πέρα από τις υποθέσεις τής Λατινικής ιεραρχίας και των ευγενών στην Ελλάδα. Οι πάπες προστάτευαν τούς ίδιους τούς Έλληνες εναντίον εκμετάλλευσης από Λατίνους κληρικούς, ακόμη και όταν η προστασία αυτή ήταν αντίθετη με το λατινικό έθιμο. Έτσι κατά τη στιγμή τής κατάκτησης το 1204 οι ντόπιοι τής Αττικής, «ευγενείς καθώς και ανώνυμοι» (tam nobiles quam ignobiles), παντρεύονταν όπως ήθελαν, δίνοντας στον Έλληνα αρχιδιάκονο τής αθηναϊκής εκκλησίας και στον Λατίνο διάδοχό του μια κότα κι ένα καρβέλι ψωμί και τίποτε άλλο. Αλλά την εποχή τού πάπα Γρηγορίου Θ’ ο Λατίνος αρχιδιάκονος τής Αθήνας δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση γάμου χωρίς την εγγύηση χρηματικής πληρωμής. Αυτό είχε προκαλέσει μεγάλη προσβολή στους Έλληνες, οι οποίοι φυσικά προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την υπακοή στους Λατίνους. Στις 23 Φεβρουαρίου 1233 ο Γρηγόριος έδωσε εντολή στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο, στον ψάλτη και σε εφημέριο τής Κορίνθου να αναγκάσουν τον αρχιδιάκονο τής Αθήνας να επιστρέψει όσα είχε αποσπάσει με αυτόν τον τρόπο από τούς Έλληνες και να φροντίσουν για άμεση εκπροσώπησή τους για δικό του λογαριασμό στην Αποστολική Έδρα.83
Περί την τέταρτη δεκαετία τού 13ου αιώνα η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση είχε ξεφτίσει, αλλά τα μητρώα τού Γρηγορίου Θ’ αποκαλύπτουν ότι η υγεία τής εκκλησίας στη Δύση βρισκόταν σε άριστη κατάσταση. Όμως σύντομα θα έρχονταν προβλήματα, και παρ’ όλα τα καλά που θα έκαναν οι επαίτες μοναχοί (mendicants), θα είχαν επίσης ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για το εκκλησιαστικό ήθος. Στο μεταξύ ο λατινικός κοσμικός κλήρος στην Ελλάδα, «ζώντας σε μέρη σχισματικών» (in partibus schismaticorum existentes), το βρήκε εύκολο να χαλαρώσει τα δεσμά τής εντιμότητας ακόμη και σε επισκοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την έκθεση τού αρχιδιακόνου και τού «μεγαλύτερου και πιο ιερού μέρους» (maior ac sanior pars) τού κλήρου τού καθεδρικού ναού τής Κεφαλονιάς, ο επίσκοπος τού νησιού δεν είχε μπει στον κόπο να βαφτίσει παιδιά περισσότερες από οκτώ φορές σε τριάντα χρόνια και κατά συνέπεια πολλά παιδιά είχαν πεθάνει χωρίς να παραλάβουν καθόλου το μυστήριο. Εν πάση περιπτώσει, η εξοχότητά του δεν φαίνεται να είχε προσθέσει την υποκρισία στα άλλα μειονεκτήματά του, γιατί μεγάλωνε τα δικά του νόθα παιδιά σαν να ήσαν νόμιμα, ενώ επίσης διόριζε δωροδοκούμενος αφορισμένους Έλληνες ιερείς ως εφημερίους στον κλήρο τού καθεδρικού ναού τής Κεφαλονιάς.84 Οι ελληνικές εκκλησίες και μοναστήρια περνούσαν δύσκολη περίοδο, αλλά μερικές φορές κάποιοι Έλληνες με περισσότερα χρήματα από τούς περισσότερους από τούς ομοθρήσκους τους έκαναν κάτι γι’ αυτές, όπως μαθαίνουμε από μια στήλη, που στεκόταν για αιώνες στον Σταυρό, εκεί όπου ο προς ανατολάς δρόμος από την Αθήνα συνεχίζει προς Μαραθώνα και εκτρέπεται νότια προς το Πόρτο Ράφτη. Βρίσκεται κάτω από το μοναστήρι τού Αγίου Ιωάννη τού Κυνηγού, στον αυχένα τού Υμηττού. Η στήλη φέρει έμμετρη επιγραφή που χρονολογείται στο 1228 και ζητά από τον ταξιδιώτη να προσευχηθεί για την ψυχή κάποιου «Nεόφυτου στο όνομα, δούλου τού Κυρίου», ο οποίος είχε φτιάξει ή βελτιώσει τον δρόμο που ανεβαίνει στο μοναστήρι.85
Οι πηγές καθιστούν σαφές ότι Λατίνοι και Έλληνες συμβίωναν στην Αθήνα και τη Θήβα με κάποια ανησυχία. Σε προηγούμενο κεφάλαιο σημειώσαμε δύο σημαντικές αναφορές σε επιστολές τού πάπα Γρηγορίου Θ’, με ημερομηνίες 12 Ιουλίου 1235 και 27 Ιουνίου 1236, για «συχνές επιθέσεις εναντίον των Θηβών και καταστροφή τής πόλης», την οποία συχνά λεηλατούσαν οι Έλληνες.86 Όμως οι στρατιώτες πολεμούσαν, αλλά οι έμποροι εμπορεύονταν και η Θήβα ήταν ακόμη κέντρο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων. Στο κείμενο έχει επιβιώσει ενδιαφέρουσα εμπορική συμφωνία, που έγινε στη Θήβα στις 24 Δεκεμβρίου 1240, μεταξύ τού Ρίτσο ντι Σαν Ντονάτο, τού Γενουάτη πρόξενου που κατοικούσε στη Θήβα και τού άρχοντα Γκυ Α’ ντε λα Ρος τής Αθήνας. Ο δεύτερος εξέφραζε τη μεγαλύτερη εκτίμηση για τη γενουάτικη Δημοκρατία, οι πολίτες τής οποίας μπορούσαν να έρθουν στην περιοχή του από στεριά ή θάλασσα ή, «αν ήθελε ο Θεός» (quod Deus advertat), ακόμη και με ναυάγιο, με πλήρη ασφάλεια και εξασφάλιση, στο μέτρο που τον αφορούσε, για τα αγαθά και τα πρόσωπά τους και με ελευθερία από τούς συνήθεις δασμούς και επιβολές. Όμως υπήρχε ο περιορισμός ότι «για μεταξωτά υφάσματα υφασμένα ή φτιαγμένα στον τόπο μας από Γενουάτες ή για αυτούς, οι Γενουάτες υποχρεούνται να μάς πληρώνουν αυτά, που συνήθως ζητούνται και εισπράττονται από άλλους». Στους Γενουάτες είχε χορηγηθεί δικό τους δικαστήριο και πρόξενος, ενώπιον τού οποίου έπρεπε να δικάζονται τα μέλη τής γενουάτικης κοινότητας, εκτός από περιπτώσεις ανθρωποκτονιών, κλοπών, «και βίαιης αρπαγής γυναικών». Στην Αθήνα και τη Θήβα οι Γενουάτες θα είχαν προξενική κατοικία ή κοινοτικό κέντρο, μαζί με ανοικτή πλατεία (campus), που θα διατίθεντο από τον άρχοντα τής Αθήνας εκεί που θα επέλεγαν και θα χρειάζονταν οι Γενουάτες. Για τις παραχωρήσεις αυτές τόσο ο πρόξενος όσο και οι άλλοι Γενουάτες στην αθηναϊκή ηγεμονία θα ορκίζονταν να συμβάλουν στην εξασφάλιση των περιουσιών, των προσώπων και των εδαφών τού Γκυ ντε λα Ρος και τού λαού του.87
Η ομαλή φύση τής αρχής τού Γκυ ντε λα Ρος στην Αττική, τη Βοιωτία και τη Μεγαρίδα διακόπηκε φυσικά από τη συμμετοχή του στον πόλεμο τής ευβοϊκής διαδοχής εναντίον τού πρίγκηπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου τής Αχαΐας. Μετά την ήττα τού Γκυ στο όρος Καρύδι (το 1258) ο Γουλιέλμος λεηλάτησε τις πεδιάδες τής Αττικής και τής Βοιωτίας με φωτιά και σπαθί.88 Λαφυραγώγησε μέχρι τα ίδια τα τείχη τής Θήβας, όπως μάς πληροφορεί το Χρονικό τού Μορέως, ενώ αναμφίβολα τα εκκλησιαστικά κτήματα υπέφεραν μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Αλλά ο μητροπολίτης και κάποιοι από τούς δικούς του ευγενείς έπεισαν τον Γουλιέλμο να μην επιτεθεί στη Θήβα.89 Ο Γκυ ορκίστηκε να μην ξαναπάρει ποτέ τα όπλα εναντίον τού Γουλιέλμου, ενώ υποσχέθηκε να εμφανιστεί ενώπιον τής Υψηλής Κούρτης τής Αχαΐας για να απαντήσει στις κατηγορίες και να δεχθεί την ποινή που συνεπαγόταν η ένοπλη εξέγερσή του εναντίον τού φερομένου ως επικυριάρχου του. Η κούρτη συγκλήθηκε στο Νικλί, όπου προσήλθε ο Γκυ συνοδευόμενος από τον Θωμά Β’, άρχοντα των Σαλώνων, καθώς και από πολλούς άλλους ιππότες. Οι συγκεντρωμένοι άρχοντες, αντί να κηρύξουν τον Γκυ ένοχο για παραβίαση τής φεουδαρχικής υποταγής που όφειλε στον πρίγκηπα, και ως εκ τούτου να τού αποστερήσουν τα εδάφη που κατείχε από τον ίδιο, όπως προφανώς περίμενε ο Γουλιέλμος, αποφάσισαν ότι δεν ήσαν ομότιμοι τού Γκυ και επομένως ζήτησαν να παραπεμφθεί η περίπτωσή του για εκδίκαση στον βασιλιά Λουδοβίκο Θ’ τής Γαλλίας, ο οποίος κατά την εποχή του υπήρξε διαιτητής τόσων πολλών διαφορών μεταξύ υψηλοβάθμων αρχόντων σε ζητήματα πολιτικής και ιδιοκτησίας. Ο Γκυ ήταν υποτελής τού πρίγκηπα Γουλιέλμου για το Άργος, το Ναύπλιο και το μισό τής Θήβας, αλλά η αθηναϊκή ηγεμονία αποτελούσε κληρονομική του κατοχή, κερδισμένη με το σπαθί, κατεχόμενη με το δικαίωμα τής κατάκτησης, στην οποία ο Γκυ ντε λα Ρος ήταν κυρίαρχος. Αποκαταστάθηκε λοιπόν ειρήνη στο Νικλί και οι ιππότες την γιόρτασαν με αγώνες κονταρομαχίας στην πεδιάδα.
Ο Γκυ επέστρεψε με τούς ιππότες του και τούς οπαδούς του στη Θήβα, όπου πέρασε τον χειμώνα προετοιμαζόμενος για το μεγάλο ταξίδι που βρισκόταν μπροστά του. Τον Μάρτιο τού 1259, αφήνοντας τον νεώτερο αδελφό τού Όθωνα ως βαΐλο στην ηγεμονία τής Αθήνας,90 ξεκίνησε με πολυάριθμους συνοδούς με δύο γαλέρες, που τον περίμεναν στο θηβαϊκό λιμάνι τού Λιβαντόστρο (σήμερα Λιβαδόστρα στην παραλία Πλαταιών). Έπλευσε προς Μπρίντιζι, από όπου επρόκειτο να πάει από τη στεριά στο Παρίσι, όπου θα τον δίκαζαν ο Λουδοβίκος Θ’ και γαλλικό δικαστήριο.91 Σύμφωνα με το ελληνικό Χρονικό τού Μορέως ο Γκυ πήγε αμέσως στον βασιλιά, ο οποίος τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές τη μέρα τής γιορτής τής Πεντηκοστής, η οποία το 1259 έπεφτε την 1η Ιουνίου.92
Ένας απεσταλμένος τού πρίγκηπα Γουλιέλμου, που είχε συνοδεύσει τον Γκυ σε όλη τη διαδρομή, έδωσε στον βασιλιά Λουδοβίκο επιστολή, με την οποία ο Γουλιέλμος εξηγούσε τη φύση τού αδικήματος τού Γκυ και τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε έρθει στο Παρίσι για να αναζητήσει βασιλική εκδίκαση. Ο βασιλιάς κάλεσε «όλους τούς υψηλούς άνδρες τής Γαλλίας και τούς σοφότερους υπαλλήλους που είχε» και έγινε ενώπιόν τους περιγραφή τής υπόθεσης, πώς και γιατί ο πρίγκηπας τής Αχαΐας είχε στείλει τον άρχοντα τής Αθήνας, που ήταν υποτελής του, στο Παρίσι, για να κριθεί και να τιμωρηθεί επειδή πήρε τα όπλα εναντίον του και τον πολέμησε στο πεδίο τής μάχης. Έγινε συζήτηση μεταξύ των υψηλών και ευγενών ανδρών τής Γαλλίας και αυτών των καλών υπαλλήλων, οι οποίοι, όπως μάς διαβεβαιώνει ο χρονικογράφος, έδειξαν μεγάλη κατανόηση. Τελικά η διάσκεψη κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση: Αν ο Γκυ ντε λα Ρος απέτιε φόρο τιμής στον πρίγκηπα και στη συνέχεια τον πολέμησε ως εχθρό, τότε τού άξιζε η δήμευση οσωνδήποτε κατείχε εκ μέρους τού πρίγκηπα. Αλλά δεδομένου ότι ο Γκυ ποτέ δεν είχε αποτίσει φόρο τιμής στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, ούτε οι προκάτοχοί του, δεν μπορούσε κανένας να θεωρήσει τον Γουλιέλμο επικυρίαρχο τού άρχοντα τής Αθήνας (on ne porroit dire que ilfust son lige seignor). Αποφασίστηκε λοιπόν ότι στέλνοντας τον Γκυ στη Γαλλία, «σε μια χώρα τόσο μακριά από τη Ρωμανία», ο πρίγκηπας τής Αχαΐας είχε ήδη λάβει επαρκή ικανοποίηση για την αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του από τον Γκυ, με τις δαπάνες και τούς κόπους στους οποίους είχε υποβληθεί ο τελευταίος για να φτάσει στο Παρίσι. Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στην ιστορία τής Γαλλίας, όπου Γάλλοι έχουν δηλώσει ότι ταξίδι στο Παρίσι και παραμονή σε αυτή την έξοχη πόλη αποτελεί τιμωρία. Ο Γκυ ευχαρίστησε επίσημα τον βασιλιά και τούς βαρώνους. Φίλησε τα πόδια τού βασιλιά. Και ζήτησε γράμματα δεόντως σφραγισμένα, αποδεικτικά τής εμφάνισής του ενώπιον τής βασιλικής αυλής και τής απόφασης τού εν λόγω δικαστηρίου. Όταν οι επιστολές ετοιμάστηκαν και παραδόθηκαν στον άρχοντα τής Αθήνας, ο βασιλιάς τον κάλεσε και τού είπε: «Κύριε ντε λα Ρος, έχετε έρθει στο Παρίσι από μια χώρα τόσο μακριά, όπως η Ρωμανία Είναι σωστό και δίκαιο να μην αναχωρήσετε από την αυλή μου χωρίς να δεχθείτε κάποια εύνοια από μένα και γι’ αυτό σάς χορηγώ οικειοθελώς ό,τι μού ζητήσετε, διασφαλίζοντας ανά πάσα στιγμή το στέμμα και την τιμή μου». Ο Γκυ απάντησε ότι ήθελε να μπορεί να αποκαλείται από τη μέρα εκείνη Δούκας των Αθηνών, γιατί η χώρα αυτή ήταν από παλιά δουκάτο και ο άρχοντάς της ονομαζόταν Δούκας των Αθηνών (πράγμα που αναμφίβολα συνέβαινε στη λαϊκή έκφραση) και έτσι ο Λουδοβίκος αποδέχθηκε το αίτημα τού Γκυ, δημιουργώντας όπως φαίνεται τον πρώτο μεσαιωνικό δούκα των Αθηνών.93 Η περιγραφή των μωραΐτικων Χρονικών είναι μάλλον απίθανη. Όμως οι άρχοντες τής Ακρόπολης και τής Καδμείας ήσαν επίσημα γνωστοί από το 1280 ως δούκες τής Αθήνας, τίτλο που έφερε ο Θησέας στα έργα τού Δάντη και τού Βοκκάκιου, τού Σωσέρ και τού Σαίξπηρ.
Στο ταξίδι τής επιστροφής του ο Γκυ πέρασε κάποιο διάστημα στη Βουργουνδία, όπου βρήκε συγγενείς και φίλους και ίσως κάποιους παλιούς ακολούθους τού οίκου του, τούς οποίους δεν είχε δει για πάνω από πενήντα χρόνια. Τον Φεβρουάριο τού 1260 δανείστηκε 2.000 λίρες τής Τουρ (livres tournois) από τον δούκα Χιού Δ’ «για τις ανάγκες τού τόπου μας».94 Ενώ βρισκόταν στη Γαλλία ή τη Βουργουνδία, σύμφωνα με τον Σανούντο, ο Γκυ συναντήθηκε με τον Χιού ντε Μπριέν, τον κόμη τού Λέτσε, ο οποίος χρόνια αργότερα (το 1277) θα παντρευόταν την Ιζαμπέλ ντε λα Ρος, κόρη τού Γκυ, τότε χήρα από τον θάνατο τού πρώτου συζύγου της, τού πολεμιστή Γοδεφρείδου τής Καρύταινας (πέθανε το 1275). Ο Χιού ντε Μπριέν και η Ιζαμπέλ θα γίνονταν γονείς τού Γκωτιέ Α’ (Ε’) ντε Μπριέν, επίσης κόμη τού Λέτσε και τελευταίου Γάλλου δούκα τής Αθήνας (1309-1311).95
Στο μεταξύ ο πρίγκηπας Γουλιέλμος τής Αχαΐας συνάντησε την καταστροφή στη μάχη τής Πελαγονίας (το φθινόπωρο τού 1259), όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ενώ όμως η θέση τού Γκυ ενισχύθηκε έτσι με την ήττα και ταπείνωση τού αντιπάλου του, προφανώς το λατινικό κατεστημένο στην Ελλάδα υπέστη σοβαρά πλήγματα. Η είδηση τής Πελαγονίας έφερε πίσω τον Γκυ Α’ ντε λα Ρος την άνοιξη τού 1260, προφανώς με κάποια βιασύνη, ενώ μέχρι την απελευθέρωση τού πρίγκηπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου από τη βυζαντινή φυλάκισή του, ο Γκυ ήταν ο στυλοβάτης των λατινικών κρατών στην Ελλάδα. Πέθανε το 1263 και τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος τού Ιωάννης (1263-1280), ο οποίος συνδέθηκε στενά με τούς Δούκα τής Ηπείρου, οι οποίοι, όπως ακριβώς και οι Λατίνοι, δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με τη νίκη τού αυτοκράτορα Μιχαήλ στην Πελαγονία. Όμως το 1264 ο αυτοκράτορας κατόρθωσε τελικά να κάνει αυτό που φαινόταν ως λίγο-πολύ μόνιμη ειρήνη με τούς περιπετειώδεις Ηπειρώτες. Ο Νικηφόρος, ο γιος τού δεσπότη Μιχαήλ Β’ Δούκα, παντρεύτηκε την ανηψιά τού αυτοκράτορα Άννα Παλαιολογίνα. Περίπου το 1267 ο δεσπότης Μιχαήλ Β’ πέθανε και τον διαδέχθηκαν οι δύο γιοί του. Ο Νικηφόρος κληρονόμησε τα εδάφη τού δεσποτάτου τής Ηπείρου, την Ακαρνανία και την Αιτωλία, μαζί με το νησί τής Λευκάδας. Ο Ιωάννης, νόθος γιος τού Μιχαήλ, ο οποίος προδίδοντας τούς συμμάχους τού πατέρα του είχε προκαλέσει κατά τούς ισχυρισμούς των Λατίνων την καταστροφή στην Πελαγονία, πήρε τη Θεσσαλία (τη μεσαιωνική Βλαχία) με το λεγόμενο δουκάτο των Νεοπατρών (τη σημερινή Υπάτη), την οποία θα κυβερνούσε μέχρι τον θάνατό του το 1295. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ βρήκε τον Ιωάννη Δούκα, τον οποίο οι Λατίνοι ονόμαζαν «δούκα» τής Nεοπάτρας (από το οικογενειακό του όνομα Δούκα), πολύ δύσκολο στην αντιμετώπιση, αλλά για μια ακόμη φορά προσέφυγε σε γαμήλια συμμαχία για να λύσει το πρόβλημά του, παντρεύοντας τον ανηψιό του Ανδρόνικο Tαρχανειώτη με μια από τις κόρες τού Ιωάννη. Ο ίδιος ο Ιωάννης πήρε τον τίτλο τού σεβαστοκράτορα και τώρα, όπως και ο αδελφός του Νικηφόρος δύο ή τρία χρόνια πριν, ορκίστηκε ή ανανέωσε όρκο πίστης στον αυτοκράτορα Μιχαήλ.96
Όμως ο γάμος με την αυτοκρατορική οικογένεια δεν ελάττωσε την εχθρικότητα τού σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και το 1270, έχοντας «παραβεί τον λόγο του πολλές φορές», λέει ο Νικηφόρος Γρηγοράς, «ρήμαξε την επικράτεια των Ρωμαίων» [εννοώντας βεβαίως των Βυζαντινών]. Ο αγανακτισμένος αυτοκράτορας έστειλε εναντίον του το 1271 τον αδελφό του, τον δεσπότη Ιωάννη Παλαιολόγο, τον νικητή τής Πελαγονίας. Ο στρατός τού δεσπότη υποστηριζόταν από μεγάλο στόλο. Προς στιγμήν φαινόταν ότι είχε φτάσει η τελευταία ώρα τού Ιωάννη Δούκα, καθώς οι Κουμάνοι μισθοφόροι τού Βυζαντινού διοικητή λεηλατούσαν τη Θεσσαλία. Αλλά ο Ιωάννης Δούκας κατέφυγε στο κάστρο του στην κορυφή τού λόφου στη Nεοπάτρα και έψαχνε απελπισμένα για σύμμαχο. Εφαρμόζοντας τολμηρό σχέδιο όταν η Νεοπάτρα τέθηκε υπό πολιορκία, κατέβηκε από τα ψηλά τείχη με σχοινί και με κουρελιασμένα ρούχα, κρύβοντας το πρόσωπό του με σκοτεινό μανδύα και πέρασε ανάμεσα από το βυζαντινό στρατόπεδο μεταμφιεσμένος ως ιπποκόμος, κρατώντας χαλινάρι στο χέρι του και ρωτώντας βραχνά αν είχε δει κανείς ένα αδέσποτο άλογο. Κανείς δεν το είχε δει και ο Ιωάννης Δούκας πέρασε με ασφάλεια ανάμεσα από τις εχθρικές γραμμές. Η αυγή τον βρήκε στον δρόμο προς τη Θήβα. Πήγαινε από δευτερεύοντες δρόμους και έφθασε στον προορισμό του χωρίς άλλη ατυχία. Η άφιξή του προκάλεσε έκπληξη στη Θήβα, γιατί ούτε οι των Νεοπατρών ήξεραν ακόμη ότι είχε διαφύγει από το κάστρο τους. Προφανώς τον υποδέχθηκε θερμά ο Ιωάννης ντε λα Ρος, γνωστός στον λαό, όπως λέει ο Παχυμέρης, ως Κυρ Ιωάννης. Ο Ιωάννης Δούκας παρακάλεσε τον άρχοντα τής Θήβας και τής Αθήνας για βοήθεια εναντίον των Βυζαντινών εισβολέων και τού πρόσφερε το χέρι τής κόρης του Ελένης ως βάση τής συμμαχίας. Ο Ιωάννης ντε λα Ρος, ο οποίος υπέφερε σοβαρά από αρθρίτιδα (ποδάγρα), αρνήθηκε το χέρι τής νεαρής κυρίας. Όμως πρότεινε να δοθεί αυτή στον πιο εύρωστο νεότερο αδελφό και διάδοχό του, τον Γουλιέλμο, άρχοντα τής Λιβαδειάς. Αργότερα τελέστηκε αυτός ο γάμος. Στο μεταξύ άλλα ζητήματα ήσαν πιο επείγοντα.97
Ο άρχοντας τής Αθήνας συγκέντρωσε περίπου τριακόσιους ή περισσότερους ιππότες και προχώρησε αμέσως προς την κοιλάδα τού ποταμού Σπερχειού, που ονομαζόταν τότε Ελλάδα, όπου η μικρή δύναμή του ενισχύθηκε από στρατεύματα που είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει ο Ιωάννης Δούκας. Από ένα ύψωμα κοντά στη Nεοπάτρα ο Ιωάννης ντε λα Ρος κοίταξε κάτω προς τον αντίπαλο στρατό και ο Ιωάννης Δούκας επισήμανε το τεράστιο μέγεθός του, 30.000 έφιπποι άνδρες (trenta mila a cavallo) όπως λένε, αλλά ο Ιωάννης ντε λα Ρος απάντησε στα ελληνικά, με μια φράση από τον Ηρόδοτο, που είχε μείνει παροιμιώδης, ότι «υπήρχε πολύς κόσμος εκεί, αλλά λίγοι άνδρες» (πολύς λαός, ὀλίγοι ἄνθρωποι). Η εμφάνιση των Φράγκων ιπποτών αποτελούσε έκπληξη. Αποτελούσε επίσης επιτυχία. Η πολιορκία των Nεοπατρών δεν είχε πετύχει τίποτε. Φήμες διαδόθηκαν γρήγορα στον βυζαντινό στρατό και διάφορες ομάδες είχαν αρχίσει να τρέπονται σε φυγή πριν ακόμη δουν τον εχθρό. Κάποιοι έλεγαν ότι ερχόταν ο πρίγκηπας Γουλιέλμος τής Αχαΐας. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν ο δούκας τής Αθήνας και είχαν δίκιο. Σύντομα ολόκληρος ο στρατός βρέθηκε σε άτακτη υποχώρηση, κατευθυνόμενος στην ακτή, όπου γνώριζαν ότι ήταν σταθμευμένος ο αυτοκρατορικός στόλος. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος αποσύρθηκε βιαστικά με τις ηττημένες δυνάμεις του, «έχοντας οι λίγοι κατακτήσει τούς πολλούς» και υπό την κάλυψη τού σκοταδιού τής νύχτας οι τρομαγμένοι στρατιώτες έσωσαν τις ζωές τους, ενώ εκείνοι που αντιστάθηκαν σκοτώθηκαν. Ο Παχυμέρης ζωγραφίζει μελαγχολική εικόνα τής βυζαντινής ήττας.98
Ο διασπασμένος στρατός τού Ιωάννη Παλαιολόγου οπισθοχώρησε προς βορρά, προς την πόλη τής Δημητριάδας, στον μυχό τού Κόλπου τού Βόλου (ή Αλμυρού), όπου μπορούσε να παίρνει δύναμη και προμήθειες από τον βυζαντινό στόλο. Οι τριάρχες και οι Ενετοί στο Νεγκροπόντε, παρακινούμενοι από ενθουσιασμό και ζήλεια όταν έμαθαν για την επιτυχία των αρχόντων τής Αθήνας και των Νεοπατρών, αποφάσισαν να μιμηθούν στη θάλασσα τη νίκη, που είχε μόλις εξασφαλιστεί στη στεριά. Εξόπλισαν δώδεκα γαλέρες και πλοία μεταφοράς (galee e tarrette) και πενήντα άλλα πλοία με κουπιά και ξεκίνησαν άσχημα σχεδιασμένη επίθεση εναντίον τής αυτοκρατορικής αρμάδας, τής οποίας οι ογδόντα γαλέρες (όπως λέγεται) βρίσκονταν αγκυροβολημένες στα ανοικτά τού λιμανιού τής Δημητριάδας. Επιλεγμένος διοικητής των λατινικών γαλερών ήταν ο κύριος Φίλιππο Σανούντο, γιος τού Λεόνε Σανούντο, άλλοτε βαΐλου τού Νεγκροπόντε (1252-1254). Ο ιστορικός Μαρίνο Σανούντο αναφέρει ότι ο Λεόνε είχε αφήσει καλό όνομα σε αυτό το σημαντικό αξίωμα, αλλά ότι ο άπειρος γιος διαχειρίστηκε άσχημα τη θέση του ως διοικητής. Όμως η δύναμη τής Λατινικής επίθεσης ήταν τέτοια, που απώθησε και συνώστισε πολλές από τις βυζαντινές γαλέρες, ενώ ο άνεμος έσπρωξε ορισμένες από αυτές στη στεριά. Όμως ο Βυζαντινός ναυτικός διοικητής ανταποκρίθηκε στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης και οι γαλέρες τραβήχτηκαν έξω. Πάνοπλοι άνδρες ξεπέζεψαν και στάλθηκαν βιαστικά πάνω στα ελληνικά σκάφη, οπότε εξαπολύθηκε αντεπίθεση στον λατινικό στόλο, λέει ο Σανούντο, «από άνδρες ειδικευμένους στον πόλεμο και ξεκούραστους και [οι Λατίνοι] ηττήθηκαν εύκολα». Οι ενετικές και λομβαρδικές απώλειες ήσαν πολύ σοβαρές. Μεταξύ άλλων σκοτώθηκε ο Γουλιέλμος τής Βερόνα, τον οποίον ο Σανούντο εσφαλμένα προσδιορίζει ως στρατάρχη τού Μοριά. Ο Σανούντο καταγράφει οκτώ ακόμη σημαντικά πρόσωπα που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, συμπεριλαμβανομένου τού διοικητή, τού ίδιου τού Φίλιππο Σανούντο, καθώς και τού Φραντσέσκο ντα Βερόνα, πατέρα τού εν λόγω Βονιφάτιου τής Βερόνα, που επρόκειτο να παίξει τόσο ευδιάκριτο ρόλο στην ευβοϊκή και αθηναϊκή ιστορία τής επόμενης γενιάς.99 Ο Τζιλμπέρτο Β’ τής Βερόνα, άρχοντας τού νότιου «τρίτου» τού Νεγκροπόντε, διέφυγε με ελαφρά οπλισμένο σκάφος και οργάνωσε την άμυνα τού Νεγκροπόντε, μαζί με κάποιους άλλους που είχαν επίσης ξεφύγει από την καταστροφή. ακόμη κι έτσι, οι Έλληνες πέτυχαν σχεδόν την κατάληψη τής πόλης. Όμως η ενετική αποικία, με επικεφαλής τον βαΐλο της και με τη μεγάλη βοήθεια αθηναϊκής δύναμης, την οποία έστειλε ο Ιωάννης ντε λα Ρος πάνω από τη μαύρη γέφυρα για να τούς βοηθήσει, απέκρουσε τις ελληνικές επιθέσεις και έσωσε την πόλη για λογαριασμό των Ενετών και Λομβαρδών ιδιοκτητών της. Ο άρχοντας τής Αθήνας πρόσφερε λοιπόν σημαντική υπηρεσία στην υπόθεση τής Λατινικής κυριαρχίας στην Ελλάδα,100 ενώ δεν είχε προσφέρει μικρή υπηρεσία στον Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών, τού οποίου το ανήσυχο πνεύμα φαίνεται ότι δεν είχε καμφθεί από τούς κινδύνους που είχε αντιμετωπίσει. Εν πάση περιπτώσει, ο Ιωάννης Δούκας έδινε τώρα την κόρη του στον Γουλιέλμο ντε λα Ρος, μαζί με πολύ σημαντική προίκα, που αποτελούσε ίσως το αντίτιμο για την αθηναϊκή βοήθεια εναντίον των Παλαιολόγων. Έτσι ο Γουλιέλμος, ήδη άρχοντας τής Λιβαδειάς, έπαιρνε και τις πόλεις τής Γραβιάς, τού Σιδηροκάστρου και τού Ζειτουνίου (Gitone), δηλαδή τής σημερινής Λαμίας.101 Ήταν επικερδής γάμος. Η αθηναϊκή ηγεμονία επεκτεινόταν τώρα προς βορρά στη Θεσσαλία, περικύκλωνε τη μαρκιωνία τής Βουδονίτσας και προσέγγιζε ακόμη και τη Νεοπάτρα, η οποία κατά τον επόμενο αιώνα θα γινόταν η ίδια λατινικό δουκάτο και θα κυβερνιόταν από Καταλανό «γενικό εκπρόσωπο» (vicar-general), που είχε έδρα την πρωτεύουσα πόλη τής Θήβας.
Αν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ είχε βρει ανάχωμα για τις επιθέσεις των Ανδεγαυών στην εκκλησιαστική ένωση τής Λυών το 1274, αναγκάστηκε, όπως γνωρίζουμε καλά, να παραδεχθεί την παπική πρωτοκαθεδρία και να αποδεχθεί την προσθήκη «και εκ τού Υιού» (filioque) στο σύμβολο τής πίστεως,102 πράγμα το οποίο τον εξέθεσε για μια ακόμη φορά στις επικρίσεις των Ελλήνων εχθρών του, μεταξύ των οποίων καταλάμβαναν πολύ σημαντική θέση ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης Δούκας των Nεοπατρών και ο αδελφός του, ο δεσπότης Νικηφόρος τής Άρτας. Αμέσως μετά την επίσημη επικύρωση τού διατάγματος τής ένωσης τον Απρίλιο τού 1277 από τον Μιχαήλ Η’, τον γιο του Ανδρόνικο [Β’], τον πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ’ Bέκκο, καθώς και την Ιερά Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ έστειλε πρεσβεία στους Δούκα, παραινώντας τους να υποταγούν επίσης στη Ρώμη. Η νουθεσία αυτή αποτελούσε αναγκαιότητα από τούς θρησκευτικούς κανόνες. Αν παρέλειπαν να την πάρουν σοβαρά υπόψη, θα υφίσταντο την ποινή τού αφορισμού. Αφορίστηκαν βέβαια, αλλά όταν ο Μιχαήλ προσπάθησε να βαδίσει εναντίον τους, η προδοσία των ανθενωτικών διαχειριστών κατά μήκος των θεσσαλικών συνόρων επέτρεψε, μάλιστα ενθάρρυνε, στον δραστήριο Ιωάννη Δούκα να αρπάξει «ορισμένα κάστρα» στην αυτοκρατορική επικράτεια.103 Η Nεοπάτρα έγινε ο τόπος συσπείρωσης των αντιπάλων τού Μιχαήλ Η’ και ο αναγνώστης πρέπει να θυμάται ότι ο Ιωάννης Δούκας συγκάλεσε ανθενωτική σύνοδο στο τέλος τού έτους 1276, στην οποία διαφωνούντες ιερωμένοι αφόρισαν τον πάπα, τον αυτοκράτορα και τον Βυζαντινό πατριάρχη. Η μοναδική πηγή από την οποία γνωρίζουμε για τη σύνοδο αυτή είναι το υπόμνημα που εκπονήθηκε από τον αυτοκρατορικό διερμηνέα και πρωτονοτάριο Ογέριο στα τέλη τής άνοιξης ή στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1278. Ο Μιχαήλ Η’, όπως είδαμε, έδωσε αυτό το υπόμνημα στους παπικούς απεσταλμένους Μάρκο και Mαρκέττο να το πάρουν μαζί τους στην παπική κούρτη, για να εξηγήσουν γιατί εύρισκε πολύ άσκοπο να επιβάλλει κάθε πτυχή τής δέσμευσής του για ενότητα τής εκκλησίας στους Έλληνες, αφού η θρησκευτική του στάση είχε προκαλέσει τρομερή διαφωνία στην οικογένειά του, καθώς και στην στρατιωτική διοίκηση κατά μήκος των θεσσαλικών συνόρων, όπου ο Ιωάννης Δούκας είχε μετατραπεί σε σοβαρή απειλή.104 Ο Μιχαήλ ήταν ιδιαίτερα εξοργισμένος από το ανήθικο γεγονός ότι ενώ προσπαθούσε να εξασφαλίσει την υποταγή των Ελλήνων στη Λατινική Εκκλησία, οι Λατίνοι στη Θήβα και στην Αθήνα, στο Nεγκροπόντε και στον Μοριά, ποτέ δεν σταματούσαν να βοηθούν και να υποκινούν τούς αντιπάλους του, «δηλαδή αυτούς τούς αποστάτες, τον Νικηφόρο και τον νόθο [Ιωάννης Δούκας]». Στο τέλος ο Mιχαήλ έστειλε μερικά πλοία και άνδρες εναντίον των τριαρχών και των Ενετών τού Νεγκροπόντε, όπως ενημέρωνε ο Ογέριος την παπική κούρτη, ενώ θεία δίκη έδωσε στις δυνάμεις του αξιοσημείωτη νίκη επί μεγαλύτερου αριθμού Λατίνων βλασφήμων.105
Η βυζαντινή επίθεση εναντίον τού Νεγκροπόντε στην οποία αναφέρεται ο Oγέριος είναι σίγουρα εκείνη που έγινε το 1276, όταν ο Μιχαήλ Η’ έστειλε στόλο με ορισμένες χερσαίες δυνάμεις εναντίον των τριαρχών και των Ενετών. Ο στόλος έφτασε για ανάληψη δράσης στα βόρεια ευβοϊκά ύδατα υπό την δραστήρια διοίκηση κάποιου Λικάριο, τού οποίου η εχθρότητα προς τούς συναδέλφους του Λατίνους θα οδηγούσε στην ανατροπή τους. Χρόνια πριν, οι πρόγονοι τού Λικάριο είχαν έρθει στο Νεγκροπόντε από τη Βιτσέντσα και η πρώτη εμφάνιση τού Λικάριο στις σελίδες τής ιστορίας τού Σανούντο είναι «ως απλός ιππότης τής πόλης τής Καρύστου» (un cavallier della citta di Caristo detto Miser Licario), που υπηρετούσε στην ακολουθία τού Τζιμπέρτο Β’ ντα Βερόνα, τού υπερήφανου τριάρχη τού Νεγκροπόντε. Στο σπίτι τού Τζιμπέρτο ζούσε και η αδελφή του, η μαντόννα Φελίσα, χήρα τού τριάρχη Ναρτσότο ντάλλε Κάρτσερι (πέθανε το 1264), με τον οποίο είχε εμπλακεί πριν δύο δεκαετίες ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος. Η Φελίσα φρόντιζε τότε τα πολλά παιδιά της. Ο Λικάριο την ερωτεύτηκε ή τον ερωτεύτηκε εκείνη και παντρεύτηκαν κρυφά. Η οικογένεια τής κυρίας Φελίσα απέρριψε τον νέο της σύζυγο με περιφρόνηση και ο Λικάριο επέστρεψε με οργισμένη διάθεση στο σπίτι του, στο νότιο τμήμα τού νησιού. Εκεί στα βουνά, «στις πύλες τού ανέμου», κοντά στην Κάρυστο, ο Λικάριο είχε ένα φρούριο.106 Οχύρωσε το βραχώδες ύψωμα του και συγκεντρώνοντας γύρω του μερικά από τα δυσαρεστημένα στοιχεία στο νησί έγινε όλεθρος για τούς αγρότες τής υπαίθρου. Όμως δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ ζώντας αυτή την άδοξη ζωή, μακριά από τις ευβοϊκές αυλές και τις τελετές τους. Κουράστηκε από τη ληστεία, τουλάχιστον αυτής τής μικρής κλίμακας, και έτσι, λέει ο Σανούντο, «πήγε να συναντήσει τον αρχηγό τού στόλου τού αυτοκράτορα [μετά τη βυζαντινή ναυτική νίκη στη Δημητριάδα το 1271], τον Κύρη Μιχαήλ Παλαιολόγο. Τού είπε ότι ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα και να τού δώσει αυτό το μέρος [το κάστρο του στα βουνά]. Έτσι μπήκε στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα και τού έδωσε αυτό το μέρος, από το οποίο ο αυτοκράτορας προκάλεσε τότε μεγάλη ζημιά στο νησί τού Nεγκροπόντε και στα άλλα νησιά…107 Οι Ευβοιώτες και οι άλλοι νησιώτες βαρώνοι διάρπαζαν από καιρό σε ελληνικά παραλίες και παράκτιες πόλεις και ο Μιχαήλ Η’ ικανοποιήθηκε που θα διέθετε τα μέσα να παρεμβαίνει στις δραστηριότητές τους, καταλαμβάνοντάς τούς αμυνόμενους στην πατρίδα τους.
Ο Λικάριο υπηρέτησε καλά τον Μιχαήλ Η’ και ευημέρησε στην υπηρεσία του. Από περίπου το 1272 μέχρι το 1275 πολέμησε υπό την αυτοκρατορική σημαία στη Μικρά Ασία, όπου ο Σανούντο λέει ότι σημείωσε «μεγάλη νίκη» επί των Τούρκων.108 Τώρα, στις αρχές τού 1276, ο Λικάριο είχε επιστρέψει στο νησί τού Νεγκροπόντε ως μεγάλος ναύαρχος (mega duca) βυζαντινού στολίσκου εικοσιτεσσάρων γαλερών. Ξεκίνησε με την πολιορκία των Ωρεών, τής αρχαίας Ιστιαίας, στο βόρειο άκρο τού νησιού, νίκησε δύναμη είκοσι ενετικών γαλερών και κατάφερε να κερδίσει την οχυρωμένη πόλη.109 Οι δραστηριότητές του συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και τής άνοιξης (1276-1277), ενώ ενώθηκαν μαζί του πολλοί Ευβοιώτες, Έλληνες και Λατίνοι. Πολιόρκησε τη γενέτειρά του πόλη τής Καρύστου. Η πολιορκία κράτησε πολύ χρόνο και ο Λικάριο ανακούφιζε τούς άνδρες του από την ανία τής αναμονής και εργασίας λεηλατώντας το Νεγκροπόντε και τα άλλα νησιά, των οποίων τα νερά και τον πλούτο γνώριζε τόσο καλά. Τελικά πήρε την Κάρυστο, τόσο την πόλη όσο και το «κόκκινο κάστρο»110 και ο ευτυχισμένος αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ παραχώρησε στον Λικάριο ολόκληρο το νησί τού Nεγκροπόντε ως φέουδο, για το οποίο έπρεπε να προσφέρει στρατιωτική υπηρεσία διακοσίων ιπποτών, προφανώς όταν θα κατακτιόταν ολόκληρο το νησί.111 Ο αυτοκράτορας έδωσε επίσης στον Λικάριο ως σύζυγο μια ευγενή Ελληνίδα που κατείχε μεγάλο πλούτο και η κυρία Φελίσα ξεχάστηκε. Ο Λικάριο είχε ενθαρρυνθεί πολύ. Τα ευβοϊκά κάστρα Άρμενα (Larmena), Κλεισούρα (la Clisura) και Κούππα (la Cuppa), που είχαν ήδη καταληφθεί, οχυρώθηκαν ξανά, ενώ από το αρχαίο ακρωτήριο τού Αρτεμησίου ο Λικάριο έριχνε την αρπακτική του ματιά στο γειτονικό νησί τής Σκοπέλου, τού οποίου οι Λατίνοι κάτοικοι συνήθιζαν να καυχώνται, σύμφωνα με τον Σανούντο, ότι θα χανόταν πρώτα όλη η Ρωμανία πριν υποκύψει το οχυρό νησί τους σε εχθρό, ενώ περίμεναν ότι αν ερχόταν ποτέ η καταστροφή, θα ανέβαιναν στα πλοία τους με όλους τούς θησαυρούς τους και θα αναχωρούσαν με ασφάλεια περιφρονώντας τον εχθρό. Αλλά ο Λικάριο γνώριζε τη Σκόπελο από παλιά. Το νησί δεν διέθετε νερό. Επιτέθηκε κατά τη διάρκεια τής καλοκαιρινής ξηρασίας (του 1277) και πήρε το νησί. Μεταξύ των αιχμαλώτων του ήταν ο Ενετός άρχοντας τής Σκοπέλου, Φίλιππο Γκίζι, συγγενής των Αντρέα και Τζερεμία Γκίζι, που είχαν μοιραστεί με τον περίφημο Μάρκο Σανούντο την κατάκτηση τού Αρχιπελάγους. Χωρίς να ενδιαφερθεί για τη χορήγηση κατ’ εξαίρεση άδειας, ο Φίλιππο είχε παντρευτεί την εξαδέλφη του Ιζαμπέττα, κόρη τού άρχοντα Τζερεμία, ενώ είχε αρπάξει τη Σκόπελο, τη Σκύρο και μερικά άλλα νησιά από την ίδια την οικογένειά του. Ο Φίλιππο ήταν τολμηρός και ωραίος, εύγλωττος επίσης, αλλά είχε μάλλον υπερβολικά μεγάλη άποψη για τον εαυτό του, κατά τη γνώμη τού Σανούντο, αποδίδοντας την καταγωγή του, με κλασική υπερηφάνεια, στη γενεαλογία τού Οβίδιου, με αποτέλεσμα να είναι τόσο μεγάλος άνθρωπος, που δεν μπορούσε να τον τραυματίσει η τύχη (Maior sum, quam cui possit fortuna nocere).112 Όμως οι θεοί, εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν, πρώτα τούς τρελλαίνουν. Έτσι ο αιχμάλωτος Φίλιππο στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στη φυλακή, για την οποία τον είχε προορίσει μια τραυματισμένη τύχη.113
Παρά τις εκπληκτικές επιτυχίες τού Λικάριο στο Νεγκροπόντε και στα νησιά, ακόμη και τόσο μακριά μέχρι το Τσιρίγο (Κύθηρα) και το Τσιριγόττο (Αντικύθηρα) στα νότια τού Μορέως, ένας βυζαντινός στρατός υπό τον Ιωάννη Συναδηνό και τον Μιχαήλ Καβαλλάριο, που είχε σταλεί εναντίον τού Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών, ηττήθηκε άσχημα στον κάμπο των Φαρσάλων. Ο Συναδηνός πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Καβαλλάριος διέφυγε και παρά το γεγονός ότι τον καταδίωξαν ορισμένοι από τούς Φράγκους ιππότες τού Ιωάννη Δούκα, δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν. Αλλά ο Καβαλλάριος, δίνοντας πλήρη ελευθερία στο άλογό του, πίστεψε λανθασμένα ότι είχε ξεφύγει από όλους τούς κινδύνους. Έπεσε ολοταχώς πάνω σε δέντρο και πέθανε λίγο μετά.114 Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών πρέπει να φαινόταν στον Μιχαήλ Η’, ότι μόνο ο Λικάριο θα μπορούσε να προκύψει νικητής σε εμπλοκή με τούς Λατίνους. Η τύχη την οποία ο Ιωάννης Δούκας είχε προκαλέσει περισσότερες από μία φορά, πιο ανεκτική στην περίπτωσή του σε σύγκριση με εκείνη τού Φίλιππο Γκίζι τής Σκοπέλου, διατήρησε την εξουσία του στο ευάερο ύψωμα των Νεοπατρών για σχεδόν είκοσι ακόμη χρόνια.
Ο Λικάριο ήταν ακούραστος και η επιτυχία ερέθιζε τη φιλοδοξία του. Στα τέλη τού έτους 1279 ή στις αρχές τού 1280, με ενισχύσεις για επιχειρήσεις σε στεριά και θάλασσα, έκανε επιδρομή στο νησί τού Νεγκροπόντε από τούς Ωρεούς μέχρι την πρωτεύουσα Νεγκροπόντε, την αρχαία Χαλκίδα. Ο τριάρχης Τζιμπέρτο Β’ ντα Βερόνα και ο ξάδερφός τού Ιωάννης ντε λα Ρος, «άρχοντας τού δουκάτου τής Αθήνας», που τύχαινε να βρίσκονται και οι δύο στην πόλη τού Nεγκροπόντε, βγήκαν να συναντήσουν τον εχθρό. Ο Λικάριο τούς περίμενε με μεγάλο σώμα πανόπλων ανδρών, που περιλάμβανε Ισπανούς, Καταλανούς και μερικούς Σικελούς, που ήσαν κάποτε στην υπηρεσία τού βασιλιά Μάνφρεντ. Τούς συνάντησε σε αποφασιστική σύγκρουση κοντά στο σημερινό χωριό Βατώντας, λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά τής πόλης τού Νεγκροπόντε και πέτυχε εναντίον τους σημαντική νίκη. Ο Ιωάννης ντε λα Ρος χτυπήθηκε από λόγχη και έπεσε πληγωμένος στο έδαφος. Υποφέροντας όπως πάντα από αρθρίτιδα, δυσκολευόταν να κρατά τα πόδια του στους αναβολείς. Τώρα δεν μπορούσε να ξανανέβει στο άλογό του και έτσι συνελήφθη. Σύμφωνα με τον Σανούντο, ο Τζιμπέρτο ντα Βερόνα σκοτώθηκε στη μάχη, αλλά ο Νικηφόρος Γρηγοράς μάς δίνει πιο δραματική περιγραφή τού τρόπου με τον οποίο ο Τζιμπέρτο, τον οποίο αποκαλεί «άρχοντα τής Εύβοιας», αφού συνελήφθη στον Βατώντα, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς στεκόταν στην πόρτα τής αίθουσας υποδοχής τού αυτοκρατορικού παλατιού, αιχμάλωτος πολέμου στο έλεος αυτών που τον είχαν συλλάβει, έβλεπε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ να κάθεται σε θρόνο και γερουσιαστές να στέκονται γύρω του. Ύστερα είδε τον Λικάριο, τον γαμπρό του που απαξίωνε να αποδεχτεί, «χθες και προχθές υπηρέτη, τώρα ντυμένο με υπέροχα ρούχα». Ο Λικάριο μπαινόβγαινε με την αυτοπεποίθηση Βυζαντινού άρχοντα, εξοικειωμένος με την εξυψωμένη ατμόσφαιρα μιας αυτοκρατορικής αυλής. Τώρα ο Λικάριο ψιθύριζε κάτι στο αυτί τού αυτοκράτορα και ο Τζιμπέρτο έπεφτε νεκρός στο θέαμα, «αφού δεν μπορούσε να αντέξει την απροσδόκητη έκβαση και τη βία τής τύχης».115 Όμως μαζί με τον Ιωάννη ντε λα Ρος πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πολλοί άλλοι, ενώ ο θρίαμβος τού Λικάριο δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακός και πλήρης, ακόμη κι αν ο Τζιμπέρτο δεν υπήρξε στην πραγματικότητα μάρτυρας τής τελικής σκηνής του.
Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από αυτό (το 1260), ο Μιχαήλ Η’ κρατούσε αιχμάλωτο τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο και η τιμή τής απελευθέρωσής του, όπως είδαμε, ήταν η εκχώρηση των μωραΐτικων κάστρων τού Μυστρά, τής Παλαιάς Μάνης (Mάινας) και τής Μονεμβασίας. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, ο Μιχαήλ είχε απαιτήσει τότε και το Άργος και το Ναύπλιο,116 αλλά ο Γουλιέλμος δεν μπορούσε να παραδώσει τα φέουδα τού κυρίου Γκυ ντε λα Ρος, που τα είχε στην κατοχή του ως υποτελής του. Είναι μάλιστα περίεργο ότι ο Mιχαήλ δεν επέμενε τώρα για την παράδοση τού Άργους και τού Ναυπλίου ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση τού Ιωάννη ντε λα Ρος. Ίσως το έκανε, αλλά ο Ιωάννης απάντησε ότι δεν μπορούσε να τα παραδώσει χωρίς τη συγκατάθεση τού επικυριάρχου του και ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί, γιατί ο Γουλιέλμος σε ολόκληρη τη διάρκεια τής τελευταίας δεκαετίας τής ζωής του ήταν υποτελής τού Καρόλου Ανδεγαυού, τού κύριου εχθρού των Ελλήνων στον Μοριά. Εν πάση περιπτώσει, ο αυτοκράτορας φαίνεται ότι είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τον Ιωάννη ντε λα Ρος τής Αθήνας. Λέγεται ότι πρόσφερε την κόρη του σε γάμο στον Ιωάννη, για να παράσχει στον άρχοντα τής Αθήνας κληρονόμο για τα αξιόλογα εδάφη του στη Βοιωτία και στην Αττική. Αλλά ο Ιωάννης ήταν άρρωστος και όπως ο ίδιος είχε προηγουμένως υποχρεωθεί να αρνηθεί μια Δούκαινα ως νύφη, έτσι και τώρα ήταν ανίκανος να παντρευτεί μια Παλαιολογίνα. Ο ίδιος ο Μιχαήλ είδε, όταν έφεραν τον Ιωάννη ενώπιον τού αυτοκράτορα, ότι ήταν τόσο άρρωστος, «που φαινόταν να βρίσκεται έξω από τον εαυτό του και ότι τού έμενε λίγος χρόνος να ζήσει». Έτσι ο Mιχαήλ συναίνεσε να τού πληρώσει ο Ιωάννης λύτρα ύψους 30.000 σόλιδων (soldi di grossi) και «ο εν λόγω δούκας, έχοντας επιστρέψει στη δική του Αθήνα, πέθανε λίγο αργότερα και τον διαδέχθηκε στο δουκάτο ο αδελφός του, ο κύριος Γουλιέλμος ντε λα Ρος, ο άρχοντας τής Λιβαδειάς…»117
Όταν η είδηση τής ήττας τού Βατώντα και τού κινδύνου για το Νεγκροπόντε έφτασε στον εξάδελφο τού Ιωάννη ντε λα Ρος, στον Ιάκωβο (Ζακ), βαρώνο τής Βελιγοστής και διοικητή των αθηναϊκών κτήσεων τού Άργους και τού Ναυπλίου, ο τελευταίος συγκέντρωσε βιαστικά δύναμη ιππικού και περνώντας από το δουκάτο τής Αθήνας έφτασε στο Nεγκροπόντε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σύμφωνα με τον Σανούντο, ολοκληρώνοντας σε εικοσιτέσσερις ώρες μια πορεία που απαιτούσε συνήθως τρεις μέρες. Ο Ζακ ντε λα Ρος μπήκε στην πόλη και ανέλαβε με μεγάλο σθένος την υπεράσπισή της, συνεργαζόμενος με τον Ενετό βαΐλο Nικολό Μοροζίνι Ρόσσο (1278-1280), που αργότερα ονομάστηκε «καλός βαΐλος» (il bon bailo) στο Nεγκροπόντε, επειδή ξόδεψε περίπου 14.000 σόλιδους για τις οχυρώσεις τής πόλης. Ο Λικάριο δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει τέτοια αντίσταση. Εγκατέλειψε την πολιορκία τού Νεγκροπόντε και έδωσε την αγενή προσοχή του στην κατάκτηση τού υπόλοιπου τού νησιού. Μάλιστα τώρα ήταν, λέει ο Σανούντο, που καταλήφθηκαν και οχυρώθηκαν τα κάστρα Άρμενα (Larmena), Κούππα (la Cuppa) και Κλεισούρα (la Clisura). Δεν είναι εύκολη η ανασυγκρότηση τής χρονολογίας των γεγονότων. Ο Λικάριο κατέλαβε επίσης το κάστρο Φύλλα (Filla), κάποια ερείπια τού οποίου εξακολουθούν να υπάρχουν στον δρόμο από το Αφράτι προς το Βασιλικό, που φρουρούσε το Ληλάντιο πεδίο, «έτσι ώστε κατέληξε να γίνει άρχοντας όλης τής επικράτειας έξω από την πόλη τού Νεγκροπόντε και κανένας δεν μπορούσε να πάει με ασφάλεια στη Ληλάντια πεδιάδα, ούτε να ευλογήσει τον σταυρό στην κρήνη [της Αρεθούσας τη μέρα των Θεοφανείων]».118 Βασίλευε τρόμος στο Νεγκροπόντε και στα νησιά. Η Σέριφος και η Σίφνος κατελήφθησαν. Κατελήφθησαν κι άλλα κάστρα στην ηπειρωτική χώρα. Και ο Σανούντο μάς πληροφορεί ότι οι ντε λα Ρος τού Ναυπλίου υπέφεραν σοβαρά από τούς κουρσάρους τού Λικάριο.119
Οι ίδιοι οι ντε λα Ρος είχαν υπάρξει προφανώς λίγο απρόσεκτοι στην καταστολή τής πειρατείας στο Ναύπλιο, ενώ μάλλον ήταν προς όφελός τους να λειτουργήσουν διαφορετικά. Όταν ο Γκυ ντε λα Ρος βρισκόταν στην αυλή τού Λουδοβίκου Θ’ τον Ιούνιο τού 1259, υπήρχαν εκεί προσκυνητές και έμποροι, που παραπονιούνταν για τις ζημίες που είχαν υποστεί από τούς «πειρατές τού Ναυπλίου» και που επίσης (σύμφωνα με τον Σανούντο) ισχυρίζονταν ότι ο Γκυ δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει ότι θα εύρισκαν το δίκιο τους.120 Ο Σανούντο ήταν καλός Ενετός και ευαίσθητος στη ζημία που έκαναν οι κουρσάροι στην εμπορική ναυτιλία. Όταν ο Λικάριο έπλεε μέσα-έξω στο Αιγαίο για σχεδόν τέσσερα χρόνια (1276-1280), πάντοτε σε αναζήτηση λατινικής λείας, οι Ενετοί έμποροι υφίσταντο κατά πάσα πιθανότητα αυξημένες απώλειες. Για μερικές εβδομάδες πριν από τον Μάρτιο τού 1278 τρεις Ενετοί δικαστές παραλάμβαναν αναφορές, εξέταζαν διεκδικήσεις, άκουγαν μάρτυρες και ενέκριναν εκτιμήσεις ζημιών, που είχαν προκληθεί σε πολίτες και υπηκόους τής Δημοκρατίας από Έλληνες πειρατές και κουρσάρους, παρά την εκεχειρία που υποτίθεται ότι υπήρχε μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου. Υπάρχουν μόνο δύο αναφορές στον Λικάριο στις ένορκες καταθέσεις που περιλαμβάνουν υποθέσεις, οι οποίες εκτείνονταν προς τα πίσω σε περίοδο μεγαλύτερη από έξι χρόνια, αλλά ο Λικάριο ήταν εκείνος που είχε προκαλέσει την ατμόσφαιρα πολέμου στο Αιγαίο και είχε παράσχει εντυπωσιακό παράδειγμα επιθετικής δράσης. Τα ονόματα ορισμένων κουρσάρων είναι επαναλαμβανόμενα, μεταξύ των οποίων και κάποιος Βουλγαρίνος ντε Άνια. Για παράδειγμα την Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 1275 ο Bουλγαρίνος επιτέθηκε σε πέντε Ενετούς εμπόρους στην Άνδρο που είχαν μικρό πλοίο μεταφοράς φορτωμένο με εμπορεύματα για το Νεγκροπόντε. Τούς ρώτησε από πού κατάγονταν και τού είπαν, «Είμαστε όλοι Ενετοί από το Νεγκροπόντε». «Ακριβώς οι άνθρωποι που ψάχνω», απάντησε. «Θέλω να βρω Ενετούς και ψάχνω γι’ αυτούς!» τούς συνέλαβε όλους, ποδοπάτησε τα έγγραφα ασφαλείας τους, πήρε όλα τα εμπορεύματά τους και άλλα περιουσιακά τους στοιχεία και τούς άφησε αδέκαρους στην ακτή. Οι ζημίες τους δεν ήσαν μεγάλες, μόνο 231 υπέρπυρα συμπεριλαμβανομένου τού σκάφους, αλλά τυχοδιώκτες σαν τον Βουλγαρίνο βρίσκονταν παντού. Ορισμένοι έμποροι υπέστησαν πολύ μεγαλύτερες ζημιές και τέτοια ανεξέλεγκτη πειρατεία αποτελούσε σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα για το εμπόριο.121
Όσο για τον Λικάριo, στο απόγειο τής δόξας και τής καλής τύχης εξαφανίζεται από τις σελίδες τής ιστορίας (περίπου το 1280), το ίδιο αναπάντεχα όπως έκανε την πρώτη του εμφάνιση. Είχε προσφέρει ιδιαίτερα στον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο και είχε προκαλέσει τεράστια ζημιά στην ευημερία και την ασφάλεια των Λατίνων στο Αιγαίο. Μερικά από τα νησιά που κατέλαβε παρέμειναν έκτοτε υπό βυζαντινή κυριαρχία, έως ότου έπεσαν τελικά στους Τούρκους. Όμως δεν είναι γνωστό τι απέγινε ο Λικάριο, η πλούσια σύζυγός του και τα παιδιά τους. Ο Μιχαήλ Η’ πέθανε τον Δεκέμβριο τού 1282, οκτώ μήνες αφότου ο Σικελικός Εσπερινός είχε μειώσει κατά πολύ στο Βυζάντιο τον φόβο των Φράγκων. Ως συνήθως, η αλλαγή βασιλιά στον Βόσπορο έφερε στο προσκήνιο νέους αυτοκρατορικούς ευνοούμενους και ίσως ο Ανδρόνικος Β’ επέτρεψε στον Λικάριο να βυθιστεί στην αφάνεια, από την οποία οι ιστορικές πηγές δεν έκαναν τίποτε για να τον ανασύρουν.
Το νησί τής Άνδρου, όπου ο Βουλγαρίνος είχε εγκαταλείψει τούς Ενετούς εμπόρους στην ακτή, δεν είχε γνωρίσει παρά μόνο βία από την εποχή τής 4ης Σταυροφορίας. Η Άνδρος είχε μάλιστα πέσει στη Βενετία με τη συνθήκη διανομής τού 1204, αλλά καταλήφθηκε το 1207 από τον Μαρίνο Ντάντολο, που την πήρε ως φέουδο από τον δούκα Μάρκο Α’ Σανούντο τού Αρχιπελάγους (Νάξος). Ο Σανούντο και οι σύντροφοί του είχαν όπως λέγεται κατακτήσει το νησί με δικά τους έξοδα. Οι Λατίνοι κατακτητές (conquistadores) ήσαν σκληροί και στην Άνδρο, όπως στην Αθήνα και στην Αχαΐα, το εκκλησιαστικό ρεύμα δεν μπορούσε να κυλίσει ομαλά. Ο επίσκοπος Ιωάννης τής Άνδρου υπαγόταν στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να τον προστατεύσει από την αλαζονεία τού Ντάντολο και εν πάση περιπτώσει η παπική πολιτική δεν ενθάρρυνε τούς επισκόπους να προσφεύγουν στους αρχιεπισκόπους τους για την άρση αδικιών. Έτσι λοιπόν ο Ιωάννης έφερε την υπόθεσή του ενώπιον τής παπικής κούρτης.
Στις 21 Ιανουαρίου 1233 ο Ιωάννης εξασφάλισε βούλλα από τον πάπα Γρηγόριο Θ’, που βρισκόταν τότε στο Ανάγκνι, η οποία αφόριζε τον Μαρίνο Ντάντολο, τού οποίου η ασέβεια απλωνόταν σαν φωτιά εναντίον τού Θεού και τής Αγίας εκκλησίας. Ο Ιωάννης είχε εμφανιστεί ενώπιον τού πάπα και είχε πει δακρυσμένος την ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο τον είχε φυλακίσει ο Ντάντολο, «και για τη νέα μορφή εξουσίας με την οποία ένας λαϊκός αφόριζε κληρικούς, καλούσε όλους στην επικράτεια, με απειλή τιμωρίας, να μην τού μιλούν και να μη τού δίνουν καμία βοήθεια ή συμβουλή». Όταν ο Ιωάννης διέφυγε επιτέλους από αυτή την άθλια τυραννία και κατέφυγε στην εξορία, ο Ντάντολο τού καταλήστευσε όλα τα υπάρχοντα και τα εκκλησιαστικά έσοδα. Για οκτώ χρόνια ο Ιωάννης είχε ζήσει ως απόβλητος στη φτώχεια (και έτσι η σύγκρουση πρέπει να είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από το έτος 1225). Κάποια στιγμή ο Σίμων, ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1227-1232), καθώς και ορισμένοι άλλοι θρησκευτικοί και έντιμοι άνδρες, είχαν παρέμβει σε προσπάθεια να διευθετήσουν τις διαφορές μεταξύ τού επισκόπου και τού άρχοντα τής Άνδρου. Μάλιστα ο Ντάντολο ορκίστηκε να συμμορφώνεται προς τούς όρους που συμφωνήθηκαν, αλλά χαμένος στην αμαρτωλή αλαζονεία του, αντιμετώπιζε την απειλή αφορισμού με περιφρόνηση και δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση να κρατήσει τον λόγο του. Ο πάπας λοιπόν, για να τον ταρακουνήσει κάπως, με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα γεγονότα ήσαν όπως τα είχε περιγράψει ο Ιωάννης στην παπική κούρτη, έδωσε εντολή στον επίσκοπο Μοσυνούπολης, στον αρχιμανδρίτη τού αθηναϊκού κλήρου και στον αρχιδιάκονο τής Θήβας, να διακηρύξουν δημοσίως τον αφορισμό τού Ντάντολο με κωδωνοκρουσίες και άναμμα των κεριών. Έπρεπε επίσης να μεριμνήσουν ότι θα τον απέφευγαν όλοι οι άνθρωποι έως ότου επιστρέψει την περιουσία τού εξόριστου Ιωάννη, αποκαταστήσει όλες τις ζημιές που τού είχε προκαλέσει και σταματήσει εντελώς να παρενοχλεί τον επίσκοπο και την εκκλησία του. Αν ήταν αναγκαίο, οι αποδέκτες τής βούλλας έπρεπε να επικαλεστούν τη βοήθεια τού κοσμικού βραχίονα. Στο μεταξύ έπρεπε να διαθέσουν στον εξαθλιωμένο επίσκοπο τα έσοδα των εκκλησιών Κορώνειας, Δαύλειας και Θερμοπυλών, για να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς.122
Για περίπου τρία χρόνια ο επίσκοπος Ιωάννης τής Άνδρου κατείχε τις επισκοπές που είχε έτσι πάρει «κατ’ ανάθεση» (in commendam), αλλά έμεινε απένταρος για ακόμη μια φορά το 1236, όταν τού αφαιρέθηκαν τα έσοδά τους. Ο Ιωάννης έπρεπε και πάλι να αναζητήσει την παπική παρουσία, γιατί ο Μαρίνο Ντάντολο δεν είχε σε καμία περίπτωση χαλαρώσει την αδιαλλαξία του παρά τον αφορισμό. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών είχε στερήσει από τον Ιωάννη τις εκκλησίες τής Δαύλειας και των Θερμοπυλών, τις οποίες έδωσε σε κάποιον Κόνραντ, που ήταν τότε εφημέριος τής Αθήνας. Ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικολό ντι Κάστρο Αρκάτο (1234; -1251) επικύρωσε τις εκχωρήσεις και μάλιστα παραχώρησε την Κορώνεια σε κάποιον Ρινάλτο, προφανώς εφημέριο τής Αγίας Σοφίας. Ο πάπας διέταξε τον αρχιμανδρίτη τής Αθήνας και τον αρχιδιάκονο και τον ψάλτη τής Θήβας να επιστρέψουν τα έσοδα των τριών εκκλησιών στον Ιωάννη, αλλά ο αρχιμανδρίτης τής Αθήνας φαίνεται ότι είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα, ενώ οι δύο Θηβαίοι «δικαστές» (iudices) ήσαν κατά τη γνώμη τού Ιωάννη απολύτως αναξιόπιστοι (valde suspecti). Ο Γρηγόριος Θ’ υποδεχόταν τώρα τον αποστερημένο επίσκοπο Άνδρου για τρίτη φορά και στις 26 Οκτωβρίου 1238 διέταξε τον αρχιμανδρίτη, τον ψάλτη και τον ταμία τής εκκλησίας τής Κορίνθου να επιστρέψουν τα έσοδα τής Δαύλειας, των Θερμοπυλών και τής Κορώνειας στον Ιωάννη, αν διαπίστωναν ότι τα πραγματικά περιστατικά ήσαν όπως τα είχε παρουσιάσει αυτός στην παπική κούρτη. Εκφράζοντας την συμπόνοιά του για τη φτώχεια και τις κακουχίες που είχε υποστεί ο ηλικιωμένος Ιωάννης όλα αυτά τα χρόνια, ο Γρηγόριος έδωσε εντολή να παραμείνουν σε αυτόν τα εν λόγω έσοδα, μέχρι να καταφέρει να επιστρέψει στην Άνδρο και να κατοικήσει ειρηνικά στη δική του εκκλησία.123
Η βία γεννά βία και η εξορία και απώλεια περιουσίας που είχε επιβάλει ο Μαρίνο Ντάντολο στον άμοιρο επίσκοπο Άνδρου σύντομα αποδείχθηκε και δική του τύχη. Για οποιουσδήποτε λόγους ο ίδιος ο Ντάντολο εκδιώχθηκε από τη νησιωτική επικράτειά του (γύρω στο 1239;) από τον Τζερεμία Γκίζι, άρχοντα Σκιάθου, Σκοπέλου και Σκύρου, ο οποίος είχε τη βοήθεια τού αδελφού του Αντρέα, άρχοντα Τήνου και Μυκόνου. Μετά τον θάνατο τού Ντάντολο, η χήρα του Φελίσα και η αδελφή της Μαρία Ντόρo, με την ίδια τη Σινιορία ως τρίτο καταγγέλλοντα, κατέθεσαν στη Βενετία αγωγή κατά των αδελφών Γκίζι και στις 11 Αυγούστου 1243 το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) πήρε αποφάσεις κατάσχεσης των περιουσιών των αδελφών στη Βενετία. Ο δόγης Τζάκοπο Τιέπολο έπρεπε να στείλει επιστολή στον Τζερεμία Γκίζι και να τού δώσει εντολή να παραδώσει άνευ όρων στα χέρια τού Ενετού βαΐλου στο Νεγκροπόντε ή σε κάποιον άλλον απεσταλμένο τού δόγη πριν από το Πάσχα (που έπεφτε στις 3 Απριλίου 1244), «το κάστρο τής Άνδρου με ολόκληρο το νησί και όλη την περιουσία που είχε κατασχεθεί στα προαναφερθέντα κάστρο και νησί, όταν το κάστρο είχε παρθεί από τον ευγενή άρχοντα Μαρίνο Ντάντολο, τώρα νεκρό, και από την αδελφή του, την ευγενή κυρία Μαρία Ντόρο». Σύμφωνα με την ενετική εκτίμηση η περιουσία τού Ντάντολο ανερχόταν σε 36.450 υπέρπυρα, χωρίς να συνυπολογίζονται τα άλογά του και τα άλλα ζώα, ενώ τής Μαρίας Ντόρο σε 1.400 υπέρπυρα, περιλαμβανομένης τής αξίας των ζώων της. Πριν από τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Πέτρου (29 Ιουνίου 1244) οι Τζερεμία και Αντρέα Γκίζι έπρεπε να έρθουν προσωπικά στη Βενετία «υπακούοντας στις εντολές τού άρχοντα δόγη και τού συμβουλίου του» (ad obediendum precepta domini ducis et sui consilii), παρά το γεγονός ότι, αν υπήρχαν επαρκείς λόγοι που τούς εμπόδιζαν να έλθουν, μπορούσαν να στείλουν εκπροσώπους με πλήρη εξουσιοδότηση να ενεργούν για λογαριασμό τους. Αν ο Τζερεμία Γκίζι παρέδιδε στην καθορισμένη ημερομηνία το κάστρο και το νησί τής Άνδρου, μαζί με τις εν λόγω περιουσίες, ο δόγης και το συμβούλιό του θα αποφαίνονταν στη συνέχεια για τις διεκδικήσεις που στρέφονταν κατά των αδελφών Γκίζι από τούς τρεις καταγγέλλοντες, 1) την κοινότητα τής Βενετίας, 2) τον ευγενή Τζάκοπο Κουρίνι, ο οποίος είχε προφανώς παντρευτεί τη Φελίσα, χήρα τού Μαρίνο Ντάντολο και 3) την αδελφή τού Ντάντολο Μαρία Ντόρο. Σε αντίθετη περίπτωση, από τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Πέτρου οι αδελφοί Γκίζι θα ήσαν «απαγορευμένοι» παντού στην ενετική επικράτεια ατομικά και ως περιουσία (forbanniri in habere et persona) και οι περιουσίες τους θα κατάσχονταν και θα κρατούνταν για την ικανοποίηση των εναντίον τους απαιτήσεων.124
Ο Τζάκοπο Κουρίνι, για τον οποίο μπορούμε να υποθέσουμε μόνο ότι ήταν σύζυγος και υπερασπιστής τής Φελίσα, καθώς και η αδελφή του Ντάντολο, η Μαρία Ντόρο, ζητούσαν την επιστροφή τής περιουσίας τους. Η Βενετία ήθελε να ανακτήσει την παραχωρημένη κυριαρχία της επί τής Άνδρου. Ο Τζερεμία πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, προφανώς εξακολουθώντας να έχει στην κατοχή του το νησί, το οποίο τότε ανέλαβε ο δούκας Άντζελο Σανούντο ως επικυρίαρχος. Η υπόθεση συνέχιζε να σέρνεται και έγινε «διάσημη» (cause célèbre) στο Αιγαίο. Ο Aντρέα Γκίζι προσπάθησε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες στη Βενετία και έδωσε όρκο υπακοής σε δύο απεσταλμένους τής Δημοκρατίας. Μια απόφαση τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio) στις 14 και 28 Μαρτίου 1252 περιλάμβανε τις οδηγίες που έπρεπε να αποσταλούν στον Aντρέα, ότι έπρεπε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για την παράδοση τού νησιού και τού κάστρου τής Άνδρου στις ενετικές αρχές πριν από τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων (1η Νοεμβρίου) εκείνου τού έτους. Αν το έκανε, τότε τα χρήματα και άλλα αγαθά που ανήκαν σε αυτόν, τα οποία κρατούνταν από τούς επιτρόπους τού Αγίου Μάρκου, θα τού επιστρέφονταν, αλλά (αλλοίμονο!) θα εξακολουθούσαν να φυλάσσονται για ένα χρόνο ως ενέχυρο για την ικανοποίηση ορισμένων κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένης τής πειρατείας, οι οποίες είχαν απαγγελθεί εναντίον του στη Βενετία. Στο μεταξύ, μέχρι την εορτή των Αγίων Πάντων, ο Aντρέα μπορούσε να επενδύσει τα κατασχεμένα περιουσιακά του στοιχεία σε πιπέρι, κερί, μετάξι, χρυσό και ασήμι. Οι συναλλαγές θα εποπτεύονταν από τούς επιτρόπους τού Αγίου Μάρκου. Αλλά αν η Δημοκρατία δεν εξασφάλιζε την κατοχή τής Άνδρου τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων ή πριν από αυτήν, τα χρήματα και τα αγαθά τού Αντρέα θα κατάσχονταν ξανά και αυτός θα έπεφτε και πάλι κάτω από την απαγόρευση τού κράτους.125 Φαίνεται μάλιστα ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίον ο Αντρέα θα μπορούσε να αποφύγει την απαγόρευση ήταν να πείσει τον δούκα Άντζελο να παραδώσει το νησί στην επίμονη Σινιορία.
Οι ενετικές διαδικασίες ήσαν χρονοβόρες και το κράτος ήταν ανένδοτο. Τελικά με απόφαση τού Μεγάλου Συμβουλίου στις 19 Μαρτίου 1253 οι επίτροποι τού Αγίου Μάρκου έπρεπε να ανακαλέσουν εντός ενός μηνός το σύνολο των κεφαλαίων τού Αντρέα Γκίζι που είχαν ανατεθεί σε επενδυτές, με ποινή δύο σόλιδων για κάθε λίρα που δεν θα επιστρεφόταν εγκαίρως. Ένας μήνας θεωρήθηκε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και η προθεσμία παρατάθηκε έως τις 18 Μαΐου, ενώ στη συνέχεια έγιναν περαιτέρω προσαρμογές.126 Στις 10 Ιανουαρίου 1259 ο Μαρίνο Γκίζι τής ενορίας τού Αγίου Μωυσή, κρατώντας γραπτή εντολή τού Αντρέα, εγγυήθηκε γι’ αυτόν μέχρι το ποσό των 30.000 ενετικών λιρών (που ήταν πιθανώς το σύνολο τής περιουσίας τού Αντρέα, η οποία κρατούνταν τότε από τούς επιτρόπους τού Αγίου Μάρκου), για να άρουν την απαγόρευσή του και να τού επιτρέψουν να έρθει με ασφάλεια στη Βενετία για ένα χρόνο και μια ημέρα, προκειμένου να διευθετήσει τις υποθέσεις του και να αποδοθεί δικαιοσύνη ενώπιον τού δόγη και των δικαστηρίων, τόσο για δικό του λογαριασμό, όσο και για εκείνο των εναντίον του καταγγελλόντων.127 Στις 28 Μαρτίου (1259) η απαγόρευση αυτή τελικά αποσύρθηκε και ο Aντρέα μπορούσε να επιστρέψει στη Βενετία.128
Αλλά ο Aντρέα δεν γύρισε ποτέ στην πατρίδα για να δει αν θα μπορούσε να βγει από τον λαβύρινθο, στον οποίο είχε πιαστεί. Ήταν γέρος πια, πολύ γέρος. Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο αδελφός του Τζερεμία είχε αρπάξει την Άνδρο, ενώ πάνω από πενήντα χρόνια είχαν περάσει από την απίστευτη περίοδο τής κατάκτησης. Δεν είναι σαφές πότε κατηγορήθηκε ο Αντρέα για πρώτη φορά για «ληστείες» (super facto raubariarum) στη θάλασσα, αλλά αναμφίβολα μερικοί από τούς καταγγέλλοντες και μάρτυρες είχαν στο μεταξύ πεθάνει. Ο Αντρέα πέθανε πιθανώς εκείνη την εποχή (1260-1261), ενώ είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, στις 17 Οκτωβρίου 1280, η ενετική κυβέρνηση πήρε μέτρα για να ικανοποιήσει τα αιτήματα εκείνων, τούς οποίους οι επίτροποι τού Αγίου Μάρκου είχαν περιλάβει στα αρχεία τους ως δικαιούχους πιστωτές του, ενώ οι πληρωμές έγιναν «από τα χρήματα που ανήκαν στον εκλιπόντα ευγενή Αντρέα Γκίζι».129
Αυτά λοιπόν για την τελική διάθεση τής ενετικής περιουσίας τού Αντρέα Γκίζι, αλλά η υπόθεση τής Άνδρου δεν είχε ακόμη διευθετηθεί. Η κυρία Φελίσα, χήρα τού Μαρίνο Ντάντολο, είχε ανακτήσει το μισό τού νησιού, που αποτελούσε προικώο δικαίωμά της, πράγμα στο οποίο πρέπει προφανώς να είχε δώσει τη συγκατάθεσή του ο δούκας Μάρκο Β’ Σανούντο, που είχε διαδεχθεί στις αρχές τού 1262 τον πατέρα τού Άντζελο ως δούκας τής Νάξου. Σύμφωνα με τον Μαρίνο Σανούντο, ύστερα από τον θάνατο τής κυρίας Φελίσα, ο Νικολό Κουρίνι ντα Κα Γκράντε άφησε τον Άγιο Ιωάννη τής Άκρας (S. Jean d’Acre) στους Αγίους Τόπους όπου ήταν Ενετός βαΐλος (1278-1280;) «και ήρθε στη Ρωμανία για να ζητήσει από τον κύριο Μάρκο Σανούντο το μισό νησί τής Άνδρου, το οποίο η μιλαίδη Φελίσα … είχε στην κατοχή και ιδιοκτησία της». Ο Nικολό είχε αντικαταστήσει τον Τζάκοπο Κουρίνι στο ενετικό διάταγμα τού 1243 προωθώντας διεκδίκηση επί τής Άνδρου. Είναι δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι ο Nικολό ήταν γιος τής Φελίσα από το δεύτερο γάμο της με τον Τζάκοπο. Αλλά ακόμη κι έτσι ο Νικολό δεν είχε κανένα δικαίωμα σε κανένα μέρος τού φέουδου τού Μαρίνο Ντάντολο, ενώ το προικώο δικαίωμα τής Φελίσα είχε ακυρωθεί με τον θάνατό της. Πρόβαλε όμως τη διεκδίκηση και ο δούκας Μάρκο Β’ την απέρριψε, δηλώνοντας ότι ήταν έτοιμος να απαντήσει για την απόφασή του (λέει ο Μαρίνο Σανούντο) «στην αυλή τού ηγεμόνα του» [τού Καρόλου Ανδεγαυού, που ήταν πια πρίγκηπας τής Αχαΐας]. Ο Nικολό έφερε την υπόθεσή του στη Βενετία, όπου οι νομικοί και οι πολιτικοί θυμήθηκαν ότι κατά τη διανομή τής βυζαντινής επικράτειας το 1204 η Άνδρος είχε ανατεθεί στη Δημοκρατία. Στις 12 Μαρτίου 1282 το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) ενέκρινε απόφαση, «εξ ονόματος τής κοινότητας τής Βενετίας, τού ευγενούς Nικολό Κουρίνι και άλλων προσώπων», ότι πριν από τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μιχαήλ (29 Σεπτεμβρίου) εκείνου τού έτους ο Μάρκο Σανούντο έπρεπε να προσέλθει ο ίδιος ή να στείλει εξουσιοδοτημένο αναπληρωτή στην Βενετία, όπου ο δόγης θα επανεξέταζε την υπόθεση τής Άνδρου. Αν δεν εμφανιζόταν και δεν έστελνε κάποιον στη θέση του, έπρεπε να ληφθούν μέτρα εναντίον του.130 Ο Μαρίνο Σανούντο λέει ότι ο Μάρκο Β’ Σανούντο κλήθηκε στη Βενετία «ως Ενετός πολίτης» (come cittadin venezian), αλλά αυτός ήταν επίσης δούκας τής Νάξου, ενώ σε σταθερή του απάντηση προς τη Σινιορία ο Μάρκο δήλωνε ότι ο παππούς του, ο πρώτος δούκας, είχε στην κατοχή του την Άνδρο, όπως ακριβώς είχε στην κατοχή του και τη Νάξο, από το δικαίωμα τής κατάκτησης και τής αυτοκρατορικής απονομής, από απονομή μάλιστα «περισσότερο ελεύθερη από εκείνη οποιουδήποτε βαρώνου που βρισκόταν τότε στη Ρωμανία». Το υπόμνημα τού Mάρκο Β’ προς τον δόγη Τζιοβάννι Ντάντολο, που δικαιολογούσε την κατοχή από αυτόν τής Άνδρου, αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά έγγραφα στην ιστορία τής Λατινικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Επανεξετάζοντας την ιστορία τού δουκάτου Νάξου-Άνδρου από την αρχή και σημειώνοντας την μετατόπιση τής επικυριαρχίας από τούς Λατίνους αυτοκράτορες στους πρίγκηπες τής Αχαΐας ο Μάρκο δήλωνε ότι ο παππούς του, ο πατέρας του και ο ίδιος απέτιαν φόρο τιμής στους επικυρίαρχούς τους κάθε γενιάς και με κάθε αλλαγή τής επικυριαρχίας, χωρίς ποτέ ούτε λέξη διαμαρτυρίας από τη Βενετία. Μετά τον θάνατο τού Γουλιέλμου, τού τελευταίου των Βιλλεαρδουΐνων πριγκήπων (το 1278), ανέφερε ο Μάρκο, «αποτίσαμε τον φόρο τιμής που οφείλαμε στον κύριό μας τον βασιλιά» [στον Κάρολο Ανδεγαυό]. Διαβεβαιώνοντας για την αφοσίωσή του στην τιμή και την ευημερία τής Βενετίας, για την οποία υποστήριζε ότι είχε δώσει αποδείξεις σε περασμένες εποχές, ο Μάρκο ομολογούσε ότι δεν γνώριζε τις διεκδικήσεις τής Δημοκρατίας επί τής Άνδρου «σύμφωνα με την κατάτμηση τής αυτοκρατορίας» (pro imperii particione). Αλλά αν η Άνδρος είχε πραγματικά εκχωρηθεί στη Βενετία με την κατάτμηση, τότε ο Μάρκο ευχαρίστως θα απέτιε φόρο τιμής στη Δημοκρατία.
Το υπόμνημά του ετοιμάστηκε πιθανότατα την εποχή που έφταναν στη Νάξο τα νέα τού Σικελικού Εσπερινού. Η θέση τού Καρόλου Ανδεγαυού φαινόταν αποδυναμωμένη και ο Μάρκο είχε επίγνωση ότι η Βενετία ήταν εχθρική προς τις αξιώσεις των Ανδεγαυών στην Ανατολική Μεσόγειο. Καθιστούσε όμως σαφές ότι κατά τη γνώμη του η Βενετία δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον καλέσει στην λιμνοθάλασσα για την εκδίκαση μιας προσχηματικής διεκδίκησης επί τμήματος τής Άνδρου. Όταν στις 19 Μαρτίου 1277 η Δημοκρατία διαπραγματεύθηκε την ανανέωση τής συνθήκης (treuga) με τον Mιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, το όνομά του δεν αναφερόταν μαζί με εκείνα των άλλων Ενετών. Τού είχε δοθεί διαφορετικό καθεστώς και η Δημοκρατία αρνιόταν να αναλάβει ευθύνη για τυχόν παραβίαση τής συνθήκης για την οποία θα ήταν ένοχος, γιατί κατείχε την επικράτειά του από τον πρίγκηπα Γουλιέλμο τής Αχαΐας, ο οποίος ζούσε ακόμη τότε. Ο Mάρκο επέμενε ότι, σύμφωνα με τις Ασσίζες τής Ρωμανίας, ο Νικολό Κουρίνι δεν είχε κανένα δικαίωμα σε κανένα μέρος τής Άνδρου, ενώ η προβαλλόμενη διεκδίκησή του έπρεπε πρώτα να εκδικαστεί από το φεουδαρχικό δικαστήριο στη Νάξο, ενώ έφεση κατά τής απόφασης αυτού τού δικαστηρίου έπρεπε να απευθυνθεί στον Κάρολο Ανδεγαυό, τον επικυρίαρχο τού δούκα Νάξου και Άνδρου και σίγουρα όχι στον δόγη τής Βενετίας. Έκλεινε το υπόμνημά του με έκκληση προς την Σινιορία, να μην επιτρέψει να ξεσπάσει διχόνοια ανάμεσα στη Δημοκρατία και τον Κάρολο Ανδεγαυό με αφορμή τις διεκδικήσεις ενός άπληστου πολίτη, τού οποίου οι απαιτήσεις ήσαν αντίθετες προς το φεουδαρχικό δίκαιο και τη δικαιοσύνη.131
Είτε ο δούκας Μάρκο Β’ Σανούντο έπρεπε να θεωρείται Ενετός πολίτης είτε όχι, οι Κουρίνι είχαν επιρροή και ο Νικολό δραστηριοποιούνταν στις υποθέσεις τής Δημοκρατίας. Υπήρξε σύγκρουση στο Αιγαίο και το 1286 ο Μάρκο μπλέχτηκε σε πόλεμο με τούς Γκίζι για ένα κλεμμένο γάιδαρο. Ο πόλεμος στοίχισε στους αντιπάλους, σύμφωνα με τον Μαρίνο Σανούντο, πάνω από 30.000 σόλιδους. Ο Μάρκο Β’ ήθελε ειρήνη στα νησιά και ειρήνη με τούς Ενετούς και έτσι ανταποκρίθηκε στα ανοίγματα τού Νικολό Τζουστινιάν, τού Ενετού βαΐλου στο Nεγκροπόντε (1291-1293), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό τού επίμονου Νικολό Κουρίνι. Επιτεύχθηκε συμφωνία, με την οποία ο Μάρκο εξαγόρασε τις αξιώσεις τού Κουρίνι επί τού μισού τού νησιού τής Άνδρου για 5.000 «λίρες», που έπρεπε να καταβληθούν μέσα σε διάστημα πέντε ετών και έτσι τερματίστηκε αυτή η ασυνήθιστη περίπτωση.132 Οι υποθέσεις τής Άνδρου, όπως και εκείνες τής Αθήνας και τής Αχαΐας, δείχνουν ότι οι κληρονόμοι των σταυροφόρων τής 4ης Σταυροφορίας είχαν κληρονομήσει μαζί με τα εδάφη και τούς ανταγωνισμούς και τη σύγχυση που είχαν ακολουθήσει την κατάκτηση.
Όταν πέθανε ο Ιωάννης ντε λα Ρος το 1280, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Γουλιέλμος, το πρώτο μέλος τής οικογένειας που έφερε επίσημα τον τίτλο τού δούκα των Αθηνών. Ήδη άρχοντας τής Λιβαδειάς, ο Γουλιέλμος είχε αποκτήσει τα βόρεια φέουδα Γραβιάς, Σιδηροκάστρου, Zειτουνίου και Γαρδικιού από τον γάμο του με την Ελένη Δούκαινα των Νεοπατρών, η οποία έγινε μητέρα τού γιου του, τού Γκυ Β’, γνωστού και ως Γκυγιώ ή Γκυντόττο. Παρά το γεγονός ότι, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τής ευβοϊκής διαδοχής, ο Γκυ Α’ είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο ως επικυρίαρχό του (παρά μόνο για το Άργος, το Ναύπλιο, και το μισό τής Θήβας) και παρά το γεγονός ότι η θέση τού ίδιου τού Ιωάννη σε σχέση με την Αχαϊκή επικυριαρχία ήταν ασαφής, ο δούκας Γουλιέλμος ντε λα Ρος αναγνώρισε αμέσως τον Κάρολο Ανδεγαυό ως επικυρίαρχό του. Ζήτησε όμως να απαλλαγεί από την υποχρέωση εμφάνισης στη ναπολιτάνικη αυλή για να αποτίσει προσωπικά φόρο τιμής, γιατί η παρουσία του ήταν απαραίτητη στην Ελλάδα. Ο Κάρολος αποδέχτηκε το αίτημά του στις 8 Ιουλίου 1280, ενώ τού επέτρεψε επίσης να εξαγάγει πενήντα άλογα από την Απουλία για χρήση στα ελληνικά του εδάφη.133
Φαίνεται ότι η αυλή τού Γουλιέλμου αποτελούσε κέντρο τής φραγκικής ιπποσύνης, όπως εκείνη τού Βιλλεαρδουΐνου πριν από αυτόν. Ο γαμπρός του, ο κόμης Χιού ντε Μπριέν, έμεινε μαζί του για λίγο όταν ήρθε για να αναλάβει το μισό τής βαρωνίας τής Καρύταινας, την οποία η νεαρή σύζυγός του Ισαβέλλα ντε λα Ρος τού είχε αφήσει με τον θάνατό της (ο πρώτος σύζυγός της, ο Γοδεφρείδος τής Μπριέλ, κατείχε τη βαρωνία όταν πέθανε το 1275). Ένας άλλος συγγενής, ο Γκωτιέ ντε λα Ρος-Ραι, ήταν πρωτοψάλτης στον Παρθενώνα, στον καθεδρικό ναό τής Αθήνας. Αλλά στην πραγματικότητα ελάχιστα είναι γνωστά για τη βασιλεία τού Γουλιέλμου επί τής Αττικής και τής Βοιωτίας. Δεν έχει βρεθεί ακόμη κανένα έγγραφο που να έχει εκδοθεί στο όνομά του. Όμως το 1282 εξόπλισε εννέα πλοία στην Εύβοια για να προστεθούν σε στόλο Aνδεγαυών υπό τις διαταγές τού Ζαν Σωντερόν, κοντόσταυλου τής Αχαΐας, σε υπηρεσία εναντίον των Ελλήνων, των οποίων οι συνεχιζόμενες επιτυχίες ανησυχούσαν τούς Λατίνους φεουδάρχες για περισσότερα από είκοσι χρόνια.134
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών τής αιχμαλωσίας τού Καρόλου Β’ τού Χωλού στη Σικελία και την Αραγωνία-Καταλωνία (1284-1289), ως βαΐλος ή αντιβασιλέας υπηρέτησε ο εξάδελφός του, ο κόμης Ροβέρτος Β΄ τού Αρτουά. Ο Ροβέρτος ήταν αναπόφευκτα πολύ απορροφημένος με υποθέσεις στη Νάπολη και γρήγορα στράφηκε προς τούς πιο ισχυρούς φεουδάρχες στην Ελλάδα για τη διακυβέρνηση τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας. Ο Ροβέρτος διόρισε ως βαΐλο των Ανδεγαυών και γενικό εκπρόσωπο (vicar-general) τον δούκα Γουλιέλμο ντε λα Ρος, ο οποίος είχε ισχυρή στρατιωτική βάση στην Αθήνα και τη Θήβα και συνδεόταν μέσω γάμου με τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών. Η θητεία τού Γουλιέλμου ήταν ειρηνική (1285-1287). Φρόντισε για την άμυνα τού πριγκηπάτου και έχτισε το στρατηγικό κάστρο Δημάτρα κοντά στον άνω ρου τού Πάμισου, για να φρουρεί την κάθοδο προς τη Μεσσηνία. Αλλά ο τελευταίος ντε λα Ρος δεν έζησε πολύ και όταν πέθανε ο Γουλιέλμος, ο Ροβέρτος τού Αρτουά διόρισε στη θέση του ως βαΐλο τής Αχαΐας τον στιβαρό βαρώνο Νικόλαο τού Σαιν Ομέρ, άρχοντα τού μισού τής Θήβας, όπου αυτός έχτισε το κάποτε επιβλητικό κάστρο επί τής Ακρόπολης τής Καδμείας, με τις περίφημες τοιχογραφίες τής 1ης Σταυροφορίας. Ο Νικόλαος συνέχισε με τις εργασίες επανοχύρωσης τού Μορέως κατασκευάζοντας δύο κάστρα στο νοτιοδυτικό τμήμα τής χερσονήσου. Σύμφωνα με τον Χοφ, ο Κάρολος ο Χωλός απομάκρυνε τον Νικόλαο από το αξίωμα στις 25 Ιουλίου 1289, ενώ περίπου έξι εβδομάδες αργότερα, όπως έχουμε ήδη δει, το πριγκηπάτο επιστράφηκε στην κόρη τού πρίγκηπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου Ισαβέλλα και στον σύζυγό της Φλωρέντιο τού Αινώ, υπό τούς οποίους ο Μοριάς ευημέρησε για κάποιο διάστημα, ενώ ύστερα συνέχισε την πτωτική πορεία τής ιστορίας του.135
Ο Κάρολος Β’ είχε στείλει βασιλικούς επίτροπους στον Μοριά για να εξασφαλίσουν ότι το πριγκηπάτο θα περνούσε στην κατοχή τού πρίγκηπα Φλωρεντίου και τής πριγκήπισσας Iσαβέλλας, ενώ στο Νεγκροπόντε στις 22 Δεκεμβρίου 1289 ο τριάρχης Μαρίνο ντάλλε Κάρτσερι και ορισμένοι πρόκριτοι τής Αχαΐας πιστοποίησαν το γεγονός ότι οι βαρώνοι και φεουδάρχες τής Αχαΐας είχαν ορκιστεί φεουδαρχική αφοσίωση και φόρο τιμής στον νέο πρίγκηπα και την πριγκήπισσα. Αυτοί χρησίμευσαν ως μάρτυρες για το στέμμα, «λόγω έλλειψης δικαστών και συμβολαιογράφου, γιατί τέτοιοι δεν διορίζονται από την αυλή στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας». Η αποστολή των Ανδεγαυών είχε προχωρήσει ικανοποιητικά, «εκτός από την ευγενή κυρία Ελένη, δούκισσα τής Αθήνας, σύζυγο τού εκλιπόντος Γουλιέλμου ντε λα Ρος, η οποία ενεργεί ως θεματοφύλακας [balia] για το γιο της [Γκυ Β’], που είναι τώρα μικρός, και από τον μαρκήσιο Θωμά, άρχοντα τής Βουδονίτσας, οι οποίοι αρνήθηκαν να δώσουν όρκο φεουδαρχικής αφοσίωσης και να αποτίσουν φόρο τιμής…»136
Ο Γουλιέλμος ντε λα Ρος σαφώς δεν είχε διστάσει να αποτίσει φόρο τιμής στον Κάρολο Α’ Ανδεγαυό, είτε ως βασιλιά Σικελίας ή ως πρίγκηπα Αχαΐας, αν και επί μισό αιώνα μετά την κατάκτηση οι άρχοντες τής Αθήνας ήσαν υποτελείς τής Αχαΐας μόνο για το Άργος, το Ναύπλιο και το μισό τής ηγεμονίας τής Θήβας. Ο Δαμαλάς, η αρχαία Τροιζήνα, απέτισε επίσης φόρο τιμής στον πρίγκηπα τής Αχαΐας. Όμως βρισκόταν στα χέρια ενός νεώτερου κλάδου τής οικογένειας ντε λα Ρος. Αλλά η υποτακτική στάση τού Γκυ προς τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο στη συνέλευση στο Νικλί (μετά τη νίκη τού Γουλιέλμου στο όρος Καρύδι) φαίνεται ότι υπονοούσε ότι ο Γκυ αναγνώριζε πια την υποτέλειά του και για την ηγεμονία τής Αθήνας. Στη δεύτερη συνθήκη τού Βιτέρμπο (της 27ης Μαΐου 1267) ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος λέγεται ότι είχε κάνει επιδρομή σε όλες τις χώρες τής Λατινικής αυτοκρατορίας, εκτός από το πριγκηπάτο τής Αχαΐας και δεδομένου ότι δεν είχε καταλάβει το αθηναϊκό δουκάτο, η αυλή των Ανδεγαυών πρέπει να θεωρούσε το δουκάτο ως αναπόσπαστο τμήμα τού πριγκηπάτου. Και προφανώς αυτό ακριβώς κατανοούσε ο Κάρολος Β’, όταν παραχωρούσε το πριγκηπάτο στην Ισαβέλλα και στον σύζυγό της Φλωρέντιο τού Αινώ.137
Ο Κάρολος Β’ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Αθήνα έπρεπε να βρίσκεται υπό την επικυριαρχία τής Αχαΐας. Στις 18 Απριλίου 1290 έγραψε στη δούκισσα Ελένη «πρέπει να αποτίσετε φόρο τιμής στον Φλωρέντιο, τόσο για δικό του λογαριασμό, όσο και για λογαριασμό τής συζύγου του, για τα νησιά και τα εδάφη που κατέχετε στο εν λόγω πριγκηπάτο». Τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο βέβαιο, από το ότι δεν αναφερόταν στο Άργος και το Ναύπλιο, επειδή την ίδια μέρα η ίδια εντολή στάλθηκε στον μαρκήσιο τής Βουδονίτσας, ο οποίος δεν κατείχε εδάφη στον Μοριά.138 Όμως στις αρχές Σεπτεμβρίου 1291 έφτασε η είδηση στον Κάρολο ότι ο κόμης Χιού τού Μπριέν και Λέτσε, ένας από τούς υψηλότερους φεουδάρχες τού βασιλείου τής «Σικελίας», επρόκειτο να παντρευτεί την Ελένη Δούκαινα, τη δούκισσα τής Αθήνας, ενώ στις 14 τού μηνός ο Κάρολος έγραψε στον πρίγκηπα Φλωρέντιο από το Ταρασκόν στην κοιλάδα τού Ροδανού, ότι επέτρεπε στον Χιού να αποτίσει τον ίδιο φόρο τιμής, «όπως η ίδια η δούκισσα έχει αποτίσει άλλοτε στην αυλή μας, λόγω τής κηδεμονίας που ασκεί αυτή για τον γιο της στο δουκάτο τής Αθήνας». Ο Φλωρέντιος δεν έπρεπε να αντιταχθεί σε αυτήν την πράξη άμεσης υπακοής στο στέμμα, γιατί δεν υπήρχε πρόθεση αδικίας και τα δικαιώματα όλων θα ήσαν σεβαστά χωρίς προκαταλήψεις. Αλλά για την επίλυση τής διαμάχης που είχε προκύψει μεταξύ Φλωρεντίου και Ελένης, ο Κάρολος δήλωνε ότι καλούσε έναν εκπρόσωπο (procurator) από κάθε πλευρά να εμφανιστεί ενώπιόν του σε καθορισμένη ημερομηνία.139
Η ημερομηνία ορίστηκε για τα Χριστούγεννα. Η βασιλική αυλή θα βρισκόταν ακόμη στην Προβηγκία.140 Όμως μέχρι τις 7 Ιανουαρίου 1292 ούτε ο Φλωρέντιος ούτε η Ελένη είχαν στείλει εκπροσώπους και ο Κάρολος, που βρισκόταν τότε στην Αιξ-αν-Προβάνς, επανέλαβε την κλήση για την Πεντηκοστή (25 Μαΐου),141 αλλά για οποιονδήποτε λόγο η υπόθεση δεν διακανονίστηκε ούτε εκείνο το έτος ούτε το επόμενο, ενώ ο Κάρολος από το Παρίσι στις 10 Οκτωβρίου 1293, απαντώντας σε αίτημα τού Φλωρεντίου, ανέθετε σε δύο ιππότες και ένα δικαστή να πάνε στον Μοριά, να διερευνήσουν ορισμένα φέουδα τού πριγκηπάτου και να αναφέρουν για το ζήτημα τού φόρου τιμής των ντε λα Ρος.142 Υπήρχε ανάγκη διευκρινίσεων, γιατί ο Γκυγιώ μεγάλωνε και σύντομα θα διοικούσε το δουκάτο ο ίδιος. Το 1294, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου (24 Ιουνίου), μεγάλη συγκέντρωση επισκόπων και βαρώνων παρέστη μάρτυρας τού προφανούς τερματισμού τής ανηλικότητας τού Γκυγιώ, όταν αυτός χρίστηκε ιππότης σε δραματική τελετή από τον Βονιφάτιο τής Βερόνα,143 τού οποίου ο κύριος ρόλος στην ιστορία τής Αθήνας, όπως είπαμε, δεν είχε ακόμη παιχτεί.
Ο αγώνας για την επικυριαρχία επί τού αθηναϊκού δουκάτου αποτελούσε προφανώς αναζήτηση εξουσίας και κύρους. Δείχνει κάτι από τη φεουδαρχική νοοτροπία τής εποχής, καθώς και τις αβεβαιότητες που εισήγαγαν οι ταλαντεύσεις τού Καρόλου Β΄ στην ασταθή πολιτική δομή τής Λατινικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Όμως η δούκισσα τής Αθήνας φαινόταν να έχει κερδίσει στον ανταγωνισμό, όταν στις 9 Ιουλίου 1294 ο Κάρολος, που είχε τώρα γυρίσει στην Ιταλία στο Μέλφι, εξέφραζε την προθυμία του να αποδεχθεί φόρο τιμής και φεουδαρχικής υποταγής απευθείας από τον δούκα Γκυγιώ ντε λα Ρος, ο οποίος λεγόταν ότι είχε ενηλικιωθεί, ενώ διόριζε δύο επίτροπους, έναν εκκλησιαστικό και έναν ιππότη, να πάνε στην Ελλάδα και να παραλάβουν τον νεαρό δούκα ως βασιλικό υποτελή.144 Όμως στις 25 Ιουλίου ο Κάρολος ενημέρωσε ξαφνικά τον Χιού ντε Μπριέν και τη δούκισσα Ελένη, ότι ο φόρος τιμής και οι υπηρεσίες που όφειλε το δουκάτο τής Αθήνας ανήκαν στον Φλωρέντιο και την Ισαβέλλα, επειδή τούς είχε εκχωρήσει το πριγκηπάτο με βασιλική χορηγία. Τώρα ανανέωνε την εκχώρηση «εκ νέου» (de novo) και ζητούσε η «αντικατάσταση» (relevium) που οφειλόταν λόγω τής κληρονομικής διαδοχής τού Γκυγιώ στο δουκικό φέουδο να υποβληθεί στον Φλωρέντιο και την Ισαβέλλα, «σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας». Πρόσθετε ότι αν ο Χιού και η Ελένη επρόκειτο να ασκήσουν περαιτέρω κηδεμονία επί τού Γκυγιώ, τότε «πρέπει να αποτίετε τον απαιτούμενο φόρο τιμής για το εν λόγω δουκάτο … στους προαναφερθέντες πριγκήπισσα και πρίγκηπα». Με προνόμιο (privilege) τής ίδιας ημέρας, παρουσία μαρτύρων και δεόντως σφραγισμένο, ο Κάρολος δήλωνε ότι το δουκάτο τής Αθήνας δεν εξαρτιόταν από το στέμμα «άμεσα και στην κεφαλή του» (immediate et in capite), «γιατί εμείς, στο βάθος τής συνείδησής μας, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τον χρόνο τής πιο πάνω παραχώρησης ήταν πρόθεσή μας ότι ο φόρος τιμής και οι υπηρεσίες τού εν λόγω δούκα, τις οποίες τότε το δουκάτο όφειλε στην αυλή μας, είχαν παραχωρηθεί όπως όλα τα άλλα δικαιώματα τού πριγκηπάτου στους εν λόγω πριγκήπισσα και πρίγκηπα…». Το διάταγμα δεν φείδεται επαναλήψεων προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι εφεξής η Αθήνα ήταν υποταγμένη φεουδαρχικά στην Αχαΐα.145 Ο Κάρολος έδινε επίσης εντολή στον Όθωνα τού Σαιν Ομέρ, ο οποίος είχε μόλις διαδεχθεί τον αδελφό του Νικόλαο Β’ ως άρχοντας τής μισής Θήβας, στον Θωμά Γ’ ντ’ Ωτρεμανκούρ, άρχοντα των Σαλώνων, καθώς και σε όλους τούς άλλους υποτελείς τού Γκυγιώ, να αρνούνται να αποτίουν φόρο τιμής και υπηρεσίες σε αυτόν, εφόσον εκείνος δεν απέτιε φόρο τιμής στην Ισαβέλλα και τον Φλωρέντιο.146 Όμως ο Γκυγιώ συνέχιζε να σέρνει τα πόδια του και γι’ αυτή την κατάσταση λίγα μπορούσαν να κάνουν ο Κάρολος ή ο Φλωρέντιος,
Στο μεταξύ ο Κάρολος Β’ είχε επαναλάβει τούς στενούς διπλωματικούς δεσμούς τού πατέρα του με τον ηλικιωμένο δεσπότη Νικηφόρο Δούκα τής Ηπείρου και τη σύζυγο τού τελευταίου Άννα Παλαιολογίνα. Ήδη από την 1η Ιουνίου 1291 ο Κάρολος είχε δώσει στον Φλωρέντιο τού Αινώ, καθώς και στον πάντοτε χρήσιμο ιππότη Πιέρ ντε λ’ Ιλ, πλήρη εξουσιοδότηση να διαπραγματευθούν με τούς Ηπειρώτες τον γάμο τής κόρης τους Θάμαρ, κατά προτίμηση με τον Φίλιππο, τον τέταρτο γιο τού Καρόλου ή, αν αυτό αποτύγχανε, με τον τρίτο γιο του, τον Ροβέρτο Ανδεγαυό. Ο Κάρολος υποσχόταν ότι θα προέβλεπε για τον ενδεχόμενο σύζυγο τής Θάμαρ αυτά που θα εξασφάλιζαν την πριγκηπική τιμή τού νεαρού καθώς και τη δική του, «και ότι η εν λόγω κόρη τού δεσπότη και τής δέσποινας θα είχε ως προίκα της, το ένα τρίτο εκείνου που θα δώσουμε στον γιο μας, σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα τού βασιλείου μας…»147 Επρόκειτο βέβαια για θέμα μεγάλης σημασίας τόσο για τη Νάπολη όσο και για την Άρτα. Χρειάστηκε πολλή συζήτηση και ανταλλαγή πρεσβειών για τρία περίπου χρόνια.148 Τελικά όμως στις 12 Ιουλίου 1294 ο νεαρός Φίλιππος Ανδεγαυός, ο οποίος είχε γίνει πρίγκηπας τού Τάραντα πέντε μήνες πριν, ανακοίνωσε ο ίδιος τον προσεχή γάμο του με τη Θάμαρ και έστειλε επιτρόπους στην Άρτα για να κανονίσουν τις διατυπώσεις τού αρραβώνα τους και να υπογράψουν τις σχετικές με αυτόν διάφορες συμφωνίες και συμβάσεις.149 Ο γάμος έγινε στη Λ’ Άκουϊλα τον Αύγουστο και η Θάμαρ πήρε ως προίκα τα οχυρά τής ενδοχώρας Αγγελόκαστρο και Βραχώρι (Αγρίνιο), μαζί με τις οχυρωμένες πόλεις Βόνιτσα στα νότια τού Κόλπου τής Άρτας και Ναύπακτο (Λεπάντο) στην είσοδο τού Κορινθιακού κόλπου. Ταυτόχρονα ο Κάρολος παραχώρησε στον Φίλιππο σε μεγάλη φεουδαρχική παραχώρηση (της 13ης Αυγούστου 1294) όλα τα εδάφη και τα δικαιώματα των Ανδεγαυών «στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, στο δουκάτο τής Αθήνας, στο βασίλειο τής Αλβανίας, στην επαρχία τής Θεσσαλίας [Βλαχία], καθώς και σε άλλα μέρη τής αυτοκρατορίας ή περιοχής τής Ρωμανίας», για τα οποία ο Φίλιππος θα πλήρωνε ως φεουδαρχικά τέλη κάθε έτους, έξι τόπια χρυσοΰφαντου μεταξωτού υφάσματος σε τρία διαφορετικά χρώματα.150 Ο Κάρολος είχε εν τω μεταξύ ενημερώσει τον Φλωρέντιο, την Ισαβέλλα και τον Γκυγιώ ντε λα Ρος, ότι προκειμένου να υπάρξει ένα πιο αποτελεσματικό προπύργιο κατά των συνεχών επιθέσεων των εχθρών, επρόκειτο να οργανώσει κεντρικά την άμυνα τού αχαϊκού πριγκηπάτου και τού αθηναϊκού δουκάτου, παραχωρώντας όλα τα δικαιώματά του και την επικυριαρχία επί αυτών στον Φίλιππο, ο έλεγχος επίσης τού οποίου επί των εδαφών τής Θάμαρ θα συνέβαλε πιθανώς σε μια νέα εποχή ασφάλειας μεταξύ των λατινικών κρατών στην Ελλάδα.151
Για άλλη μια φορά φαινόταν ότι η παρελκυστική τακτική τής δούκισσας τής Αθήνας είχε αποδειχθεί αποτελεσματική. Αναμφίβολα την συμβούλευε και την υποστήριζε ο σύζυγός της, ο Χιού ντε Μπριέν, ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στη Νάπολη και ενεργούσε μαζί της ως βαΐλος ή κηδεμόνας τού Γκυγιώ. Τώρα η Αχαΐα και η Αθήνα βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο στη φεουδαρχική πυραμίδα, υποτελείς και οι δύο τού πρίγκηπα Φιλίππου τού Τάραντα, όπου ο ίδιος ήταν υποτελής τού Ανδεγαυού βασιλιά. Αλλά στην πραγματικότητα το καθεστώς τού αθηναϊκού δουκάτου δεν ήταν καθόλου οριστικοποιημένο, ενώ τώρα ο Φλωρέντιος και η Ισαβέλλα εμπόδιζαν την μετατροπή τής Αχαΐας σε υποφέουδο. Αρνήθηκαν να αποτίσουν φόρο τιμής στον Φίλιππο, πράγμα που προκάλεσε «όχι μικρή έκπληξη» στον Κάρολο Β’, όπως τούς έγραψε στις 15 Μαρτίου 1295, γιατί αυτός και το βασιλικό συμβούλιο εύρισκαν τις αντιρρήσεις τους ασήμαντες και τούς διέταζε να αποτίσουν τον απαιτούμενο φόρο τιμής αμέσως μετά την παραλαβή τής επιστολής του. Απεσταλμένοι τού Φλωρεντίου και τής Ισαβέλλας τού είχαν εξάλλου ζητήσει και πάλι να εξαναγκάσει τον δούκα τής Αθήνας να αποτίει φόρο τιμής σε αυτούς, ανέφερε ο Κάρολος, «και όμως, αντιθέτως, ο γιος μας, ο πρίγκηπας τού Τάραντα, έχει ισχυριστεί ότι έχουμε απονείμει το προαναφερθέν δικαίωμα υποτέλειας και φόρου τιμής από τον δούκα τής Αθήνας προς τον πρίγκηπα τού Τάραντα, πολύ πριν το χορηγήσουμε σε εσάς». Στο πλαίσιο αυτό ο Χιού ντε Μπριέν, ενεργώντας ως βαΐλος τού Γκυγιώ, λέγεται ότι νομίμως είχε δώσει όρκο υποτέλειας στον πρίγκιπα τού Τάραντα. (Προφανώς ο Χιού είχε βρει την ευκαιρία να παρεκκλίνει από τον Φλωρέντιο και την Ισαβέλλα.) Όλα αυτά δημιουργούσαν νέο πρόβλημα, το οποίο ο Κάρολος, που βρισκόταν τότε στη Ρώμη, ήταν απρόθυμος να επιλύσει, αλλά για το οποίο θα αποφάσιζε εντός έξι μηνών από την επιστροφή του στο βασίλειό του, με δικούς του συμβούλους και τα σχετικά έγγραφα στο χέρι. Τότε ο Φλωρέντιος και η Ισαβέλλα, καθώς και ο Φίλιππος τού Τάραντα, θα μπορούσαν είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω επιτρόπων να εκθέσουν πλήρως τις απόψεις τους. Στο μεταξύ ο Φλωρέντιος και η Ισαβέλλα δεν έπρεπε να ενοχλούν τον νεαρό δούκα τής Αθήνας με οποιονδήποτε τρόπο.152 Κάποιος θα σκεφτόταν ότι τώρα πια ο Φλωρέντιος και η Ισαβέλλα είχαν διατυπώσει τη διεκδίκησή τους επί τής αθηναϊκής επικυριαρχίας τόσο πλήρως και συχνά, όσο ήταν απαραίτητο.
Στις 6 Οκτωβρίου 1295 ο Κάρολος έγραψε και πάλι στον Φλωρέντιο και την Ισαβέλλα για το ίδιο θέμα, παρατηρώντας ότι, αν ένας υποτελής όφειλε να υπερασπίζεται την περιουσία τού άρχοντά του, ο άρχοντάς του με τη σειρά του δεσμευόταν να υπερασπίζεται τον υποτελή του. Ο δεσπότης Νικηφόρος Δούκας ήταν υποτελής τού Καρόλου και ο Κάρολος έπρεπε να υπερασπιστεί τα εδάφη του, συμπεριλαμβανομένης τής προίκας τής Θάμαρ, που είχε πάει στον Φίλιππο τού Τάραντα. Ο Κάρολος λοιπόν απαιτούσε από τον Φλωρέντιο και την Ισαβέλλα να προσφέρουν για την υπεράσπιση των εδαφών τής Θάμαρ τη στρατιωτική υπηρεσία που όφειλαν στους Ανδεγαυούς για το πριγκηπάτο, «χωρίς προηγούμενη εκτίμηση τού δικαιώματός μας ή εκείνου τού εν λόγω πρίγκηπα τού Τάραντα». Έπρεπε επίσης να απαιτήσουν, ή αν ήταν αναγκαίο να αναγκάσουν, τούς βαρώνους και φεουδάρχες τής Αχαΐας να κάνουν το ίδιο. Επιπλέον, αν ο Φλωρέντιος και η Ισαβέλλα δεν απέτιαν τον απαιτούμενο φόρο τιμής στον πρίγκηπα τού Τάραντα, ο Κάρολος θα διέταζε τούς δικούς τους βαρώνους και φεουδαρχικούς ηγεμόνες να αρνούνται υπακοή σε αυτούς και θα απαιτούσε από αυτούς να δώσουν απάντηση ενώπιον τού βασιλιά για την ανυπακοή τους.153
Είτε για να απαντήσει για την ανυπακοή της ή όχι, η Ισαβέλλα πήγε στην Ιταλία. Βασιλικές εντολές στις 26-27 Σεπτεμβρίου 1296 την εντοπίζουν στο Μπρίντιζι, ετοιμαζόμενη να επιστρέψει στην Αχαΐα.154 Φαίνεται ότι αυτή ήταν ελκυστικό πρόσωπο και άρεσε στον συμπαθή Κάρολο Β’. Εμφανίζεται μερικές φορές στα έγγραφα ως «αγαπητότατη αδελφή μας» (soror nostra carissima), ενώ έτσι κι αλλιώς τής έδωσε πίσω το πριγκηπάτο τής Αχαΐας, πράγμα που ο πατέρας του ποτέ δεν εκδήλωσε σοβαρή πρόθεση να κάνει. Η Ισαβέλλα έκανε καλά τη δουλειά της, αναμφίβολα συζητώντας το πρόβλημά της και με τον Κάρολο και με τον Φίλιππο τού Τάραντα. Αλλά όταν βρισκόταν στη ναπολιτάνικη αυλή απέτιε φόρο τιμής προσωπικά στον Φίλιππο τού Τάραντα, ως τον αναγνωριζόμενο από αυτήν επικυρίαρχο τής Αχαΐας.
Οι Ανδεγαυοί είχαν κερδίσει το σημείο τους και είχαν αναγνωρίσει το δικό της. Επίσης ο Χιού ντε Μπριέν, το στήριγμα τής Αθήνας, είχε πεθάνει πριν από μερικές εβδομάδες και ο δούκας Γκυγιώ δεν είχε πια ένθερμο υποστηρικτή στη Νάπολη. Την 1η Οκτωβρίου 1296 λοιπόν ο Κάρολος Β’ έγραφε στον Γκυγιώ ότι είχε προηγουμένως χορηγήσει στην Ισαβέλλα και στον Φλωρέντιο, καθώς και στους κληρονόμους «στο διηνεκές τον φόρο τιμής και την υπηρεσία που οφείλεται στην αυλή μας για το δουκάτο τής Αθήνας …, προσδιορίζοντας έτσι και μάλιστα δηλώνοντας ότι εσείς και οι κληρονόμοι σας θα αποτίετε αυτόν τον φόρο τιμής και την υπηρεσία στους προαναφερομένους πρίγκηπα και πριγκήπισσα…». Ο βασιλιάς δήλωνε ότι τα μητρώα στα βασιλικά αρχεία μαρτυρούσαν πλήρως αυτή την επιχορήγηση, ενώ εξέφραζε την έκπληξή του για το γεγονός ότι ο Γκυγιώ είχε καθυστερήσει τόσο πολύ την εκτέλεση τής εντολής του. Ο Φίλιππος τού Τάραντα είχε αποσύρει κάθε διεκδίκηση για τον αθηναϊκό φόρο τιμής, αφαιρώντας κάθε αμφιβολία ως προς το ποιοι ήσαν οι ορθοί αποδέκτες τής υπακοής τού δούκα, «και συναινεί και συμφωνεί ότι πρέπει να αποτίετε τον εν λόγω φόρο τιμής και υπηρεσία στην πριγκήπισσα και στον πρίγκηπα…». Ο Κάρολος επομένως ανανέωνε τη διαταγή του, ότι παρ’ όλα τα προηγούμενα περί τού αντιθέτου θεσπίσματα, ο Γκυ έπρεπε τώρα να συμμορφωθεί με την παρούσα διάταξη και να αποτίει έτσι φόρο τιμής «επί ποινή απώλειας ολοκλήρου τού δουκάτου …, [και] μπορείτε να γνωρίζετε με βεβαιότητα, ότι αν καθυστερήσετε περαιτέρω ή αγνοήσετε [αυτή την εντολή], θα διατάξουμε εναντίον σας διαδικασία με τέτοιο τρόπο, ώστε θα καταλάβετε τι σημαίνει να παρακούτε τις εντολές μας».155
Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Γκυγιώ καθυστέρησε ακόμη περισσότερο. Πιθανώς ο ίδιος υπέκυψε και απέτισε φόρο τιμής, γιατί η διαμάχη περί τής αθηναϊκής επικυριαρχίας εξαφανίζεται από τα έγγραφα. Αλλά ύστερα από επτά χρόνια ειρήνης στον Μοριά ο Φλωρέντιος τού Αινώ ήταν τώρα (το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τού 1296) απασχολημένος με την ανανέωση των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, κατά τη διάρκεια των οποίων το φράγκικο κάστρο τού Αγίου Γεωργίου, που έλεγχε την είσοδο στα Σκόρτα (Αρκαδία), μεταξύ Καρύταινας και Λεονταρίου, προδόθηκε και έπεσε στα χέρια Τούρκων μισθοφόρων υπό τον Βυζαντινό διοικητή τού Μυστρά. Παρά τις προσπάθειές του ο Φλωρέντιος δεν μπόρεσε να ανακτήσει το κάστρο. Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας αποσύρθηκε στην Ανδραβίδα, όπου και πέθανε, προφανώς στις 23 Ιανουαρίου 1297156 και η Ισαβέλλα άρχισε να διοικεί το πριγκηπάτο μόνη της. Με τον Φλωρέντιο νεκρό το ερώτημα τής αθηναϊκής επικυριαρχίας ήταν πιθανό ότι θα επανερχόταν και ο Νικόλαος Γ’ τού Σαιν Ομέρ, ο στρατηλάτης τής Αχαΐας, πρότεινε να παντρέψει η Ισαβέλλα την τριών ετών κόρη της Μαώ, το μόνο της παιδί, με τον Γκυγιώ, τώρα τολμηρό νεαρό δούκα τής Αθήνας. Θα ήταν «ο ευγενέστερος γάμος στη Ρωμανία». Το Χρονικό τού Μορέως περιγράφει ότι ο γάμος κανονίστηκε γρήγορα.157
Τουλάχιστον ο αρραβώνας κανονίστηκε γρήγορα και η μικρή Μαώ ανατέθηκε στη φροντίδα τής δουκικής αυλής στη Θήβα και στην Αθήνα. Φυσικά ο γάμος τού δούκα Γκυγιώ και τής πριγκήπισσας Mαώ θα τερμάτιζε τη μακροχρονίως συνεχιζόμενη διεκδίκηση για το ποιος ήταν ο επικυρίαρχος τής Αθήνας. Αλλά θα καθιστούσε επίσης δυνατή τη διαδοχή τού ίδιου τού Γκυγιώ στο πριγκηπάτο και έτσι ο Κάρολος Β’ παρέμβαλε αμέσως ένσταση. Στις 3 Ιουλίου 1299 έγραψε στον Γκυγιώ, ότι το πριγκηπάτο τής Αχαΐας είχε περιέλθει σε αυτόν με τη συνθήκη τού Βιτέρμπο και ότι το είχε παραχωρήσει στην Ισαβέλλα ως πράξη ειδικής χάρης, υπό ορισμένες εκφρασμένες προϋποθέσεις, μία εκ των οποίων αυτή προσπαθούσε τώρα να παραβιάσει, γιατί καμία κληρονόμος τής Αχαΐας δεν μπορούσε να παντρευτεί χωρίς τη βασιλική συγκατάθεση. Ο Κάρολος δεν είχε γνωμοδοτήσει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισαβέλλας και Γκυγιώ. Η Μαώ βρισκόταν ακόμη στα «παιδικά χρόνια» (annis infancie), ενώ λεγόταν ότι σχετιζόταν με τον Γκυγιώ με τον απαγορευμένο τρίτο βαθμό συγγένειας, για τον οποίο δεν είχε εξασφαλιστεί παπική απαλλαγή. Ο Κάρολος λοιπόν διέταζε επιτακτικά τον νεαρό δούκα τής Αθήνας να επιστρέψει τη Μαώ στη μητέρα της εντός τριών ημερών από την παραλαβή τής βασιλικής επιστολής. Όταν η Μαώ θα έφτανε στην κατάλληλη ηλικία, η μητέρα της θα μπορούσε να αποφασίσει, «όμως με τη συγκατάθεσή μας, με ποιον έπρεπε να παντρευτεί, είτε με εσάς, αν αυτό ευχαριστεί την εκκλησία και εμάς, ή με κάποιον άλλο». Ο Κάρολος απειλούσε να πάρει κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση αγνόησης τής εντολής του, ενώ διέταζε τον Γκυγιώ να τον ενημερώσει για το «τι έχετε κάνει για το θέμα αυτό».158
Η απάντηση τού Γκυγιώ στην επιστολή τού βασιλιά, αν υπήρξε απάντηση, είναι άγνωστη, αλλά οι σύμβουλοι του, καθώς και εκείνοι τής Ισαβέλλας, είχαν πλήρη επίγνωση τού κανονικού κωλύματος για τον σχεδιαζόμενο γάμο και είχαν ήδη προσφύγει στην παπική κούρτη για την απαιτούμενη απαλλαγή. Περίπου πέντε εβδομάδες μετά την ημερομηνία τής επιστολής τού Καρόλου προς τον Γκυγιώ, ο πάπας Βονιφάτιος Η’ χορηγούσε την εξαίρεση στο Ανάγκνι (στις 9 Αυγούστου 1299), πιθανόν ύστερα από κάποια συνεννόηση με τη ναπολιτάνικη αυλή. Ο πάπας πήρε την απόφασή του «για ειρηνική διευθέτηση» (pro bono pacis)159 και μπορεί να είχε ασκήσει κάποια πίεση στον Κάρολο, ο οποίος συνήθως υπέκυπτε στις πιέσεις. Εν πάση περιπτώσει όντως υπέκυψε και στις 20 Απριλίου 1300 έγραψε στον Γκυγιώ, συναινώντας στον γάμο με την Mαώ και δίνοντας εντολή να τηρεί την εκεχειρία, την οποία τότε η Ισαβέλλα, με βασιλική εξουσιοδότηση, επιδίωκε να συνάψει με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο.160 Όταν ο Γκυγιώ ενηλικιώθηκε, ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία στο αθηναϊκό δουκάτο και σαφώς δεν τα πήγαινε καλά με τη μητέρα του, τη χήρα δούκισσα Ελένη, και «επειδή δεν τηρούσε το χρέος τής υιικής αφοσίωσης που τής όφειλε, αυτή κατέλαβε με τη βία τη μονή στο Στείρι [τη μονή Οσίου Λουκά στη Φωκίδα], μαζί με τα δικαιώματα και τα εξαρτήματά της, που είχαν προσδιοριστεί στην προίκα της, καθώς και πολλή κινητή περιουσία». Παρά το γεγονός ότι με εντολή τού βασιλιά ο Φίλιππος τού Τάραντα είχε στείλει επιστολές τόσο προς τον Γκυγιώ όσο και προς την μελλοντική πεθερά του Ισαβέλλα, που διέταζαν την επιστροφή τής περιουσίας τής Ελένης, αυτές δεν είχανε καμία επίπτωση, λόγω τής άρνησης τού πεισματάρη Γκυγιώ να συμμορφωθεί. Η Ελένη λοιπόν είχε ανανεώσει την έκκλησή της προς τον Κάρολο Β’, ο οποίος στις 31 Ιουλίου 1299 διέταξε την Iσαβέλλα να αναγκάσει τον Γκυγιώ να επιστρέψει τη μονή Οσίου Λουκά και άλλα περιουσιακά στοιχεία στη δούκισσα. Διαφορετικά, δήλωνε ο Κάρολος, θα διέταζε τον βαΐλο στα ελληνικά και ηπειρωτικά εδάφη τού Φιλίππου τού Τάραντα να βαδίσει εναντίον τού Γκυγιώ, πράγμα που δεν θα ήταν αναγκαίο αν η παρούσα επιστολή είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.161
Ο Γκυγιώ και η μητέρα του διαφωνούσαν επίσης για την κατοχή των πόλεων-φρουρίων Zειτουνίου και Γραβιάς, που αποτελούσαν μέρος τής προίκας της και την οποία αυτή ήταν προφανώς «διατεθειμένη να πωλήσει ή να αποξενώσει» ενάντια στις επιθυμίες τού γιου της και προς «εμφανή εναντίον του προκατάληψη και απώλεια για αυτόν». Τώρα ήταν ο Γκυγιώ αυτός που προσέφευγε στον Κάρολο Β’, ο οποίος απάντησε στις 12 Ιανουαρίου 1300, ότι διέταζε τον βαΐλο τού Φιλίππου τού Τάραντα στη Ρωμανία να ακούσει και τις δύο πλευρές τής υπόθεσης και να πάρει απόφαση σχετικά με το ποιος έπρεπε να κατέχει νομίμως τις δύο πόλεις. Ο Κάρολος έγραψε επίσης στην Ελένη να μην αναλάβει «περαιτέρω δράση» (nulla novitas) όσον αφορά τις πόλεις, ενώ ενημέρωσε το γιο της, ότι αν τελικά αρνιόταν να συμμορφωθεί με την απόφαση τού βαΐλου, η τάξη θα αποκαθίστατο με τη δύναμη. Στην περίπτωση αυτή θα επιτρεπόταν στον Γκυγιώ να αναλάβει την κατοχή τού Zειτουνίου και τής Γραβιάς, αλλά μόνο αφού είχε επισήμως διαμαρτυρηθεί κατά τής αδιαλλαξίας της και τής είχε δώσει την ευκαιρία να σεβαστεί την απόφαση τού βαΐλου.162
Οι διαφωνίες τής Ελένης Δούκαινας με τον γιο της ήσαν οι μικρότερες από τις εχθροπραξίες που εκδήλωναν ορισμένοι από τούς Δούκα ο ένας προς τον άλλο. Παρά το γεγονός ότι ο δεσπότης Νικηφόρος τής Ηπείρου και ο νόθος αδελφός τού Ιωάννης Δούκας των Νεοπατρών είχαν μπορέσει τα πρώτα χρόνια να συνδυάσουν τις δυνάμεις τους εναντίον τού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, δεν είχαν καμία αγάπη ο ένας για τον άλλον και η σύζυγος τού Νικηφόρου Άννα Παλαιολογίνα, που παρέμενε πιστή στην αυτοκρατορική οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη, ήταν πάντα εχθρική προς τούς Δούκα των Νεοπατρών. Ο ταραχώδης Ιωάννης Δούκας πέθανε κάποια στιγμή πριν τις 8 Απριλίου 1295 και ο γιος του Κωνσταντίνος τον διαδέχθηκε ως «δούκας» τής Nεοπάτρας.163 Μαζί με τον αδελφό του Άγγελο ο Κωνσταντίνος εισέβαλε αμέσως βίαια στην Ήπειρο και την 1η Ιουλίου ο βασιλιάς Κάρολος Β’ διέταξε τον Φλωρέντιο τού Αινώ, τότε πρίγκηπα τής Αχαΐας, καθώς και τον νεαρό Γκυγιώ ντε λα Ρος, να βοηθήσουν στην απόκρουση των καταστροφικών τους επιθέσεων κατά τού δεσποτάτου.164 Ένα χρόνο αργότερα τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Νικηφόρος έστειλαν πρεσβείες στον Κάρολο Β’ στο Μπρίντιζι.165 Αποκαταστάθηκε ειρήνη μεταξύ Νεοπατρών και Ηπείρου, ενώ ο Κάρολος κατεύθυνε ακόμη τούς Λατίνους άρχοντες στην Ελλάδα να βοηθήσουν τον Κωνσταντίνο εναντίον των Βυζαντινών, στους οποίους ο Νικηφόρος και η Άννα είχαν προσφύγει για βοήθεια.166 Όμως ο Νικηφόρος δεν επέζησε για πολύ στην ειρήνη και ο γιος του Θωμάς κληρονόμησε ό,τι είχε απομείνει από το δεσποτάτο, αφ’ ότου οι Ανδεγαυοί είχαν καταλάβει τα εδάφη που αποτελούσαν προίκα τής Θάμαρ. Ο Θωμάς ήταν μικρός και στο όνομά του κυβερνούσε η μητέρα του Άννα. Ο Κωνσταντίνος τη μισούσε, γιατί είχε προδώσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιχαήλ σε φυλάκιση οκτώ περίπου ετών και βίαιο θάνατο στην Κωνσταντινούπολη.167
Το 1301-1302 εισέβαλε ξανά στην Ήπειρο.168 Πέθανε όμως στη μέση τής εκστρατείας του και άφησε το δουκάτο των Νεοπατρών στον μικρό του γιο Ιωάννη Β’ (1302-1318). Εξετάζοντας ο Κωνσταντίνος το ενδεχόμενο τού θανάτου του, ήθελε ο ανηψιός τού Γκυ ντε λα Ρος, ο δούκας τής Αθήνας, να λειτουργήσει ως κηδεμόνας τού Ιωάννη Β’, πράγμα το οποίο ο Γκυγιώ ήταν ευτυχής να κάνει (όπως μάς πληροφορεί ο Μωραΐτης χρονικογράφος), γιατί αυτό αύξανε την τιμή και το κύρος του στην Ελλάδα.169
Ο δούκας των Nεοπατρών ήταν μικρό αγόρι, χωρίς δυνατότητα να χειριστεί τις υποθέσεις του. Ο κηδεμόνας του, ο δούκας τής Αθήνας, ήταν νεαρός άνδρας, αδοκίμαστος σε συνθήκες κρίσης. Η Άννα Παλαιολογίνα είδε την ευκαιρία να χτυπήσει τη Nεοπάτρα και καθώς οι Βυζαντινοί και οι Βούλγαροι ετοιμάζονταν οι ίδιοι να εισβάλουν στη Θεσσαλία, τα στρατεύματά της ξαφνικά όρμησαν στο Φανάρι, μεταξύ Tρικάλων και Καρδίτσας. Ο Γκυγιώ ντε λα Ρος ανταποκρίθηκε στην πρόκληση καλώντας όλους τούς υποτελείς του, συμπεριλαμβανομένων τού Νικολάου τού Σαιν Ομέρ, στρατάρχη τού Μορέως και άρχοντα τής μισής Θήβας, τού Θωμά Γ’ ντ’ Ωτρεμανκούρ, άρχοντα των Σαλώνων και τού Βονιφάτιου τής Βερόνα, άρχοντα τής Καρύστου. Κάλεσε επίσης «τους κυρίους τού Νεγκροπόντε … να έρθουν και να τον βοηθήσουν σε αυτό τον πόλεμο που η δέσποινα [Άννα] είχε ξεκινήσει εναντίον του». Η πρόσκληση ήταν για υπηρεσία τριών μηνών στον πεδίο και μολονότι ο Φίλιππος τής Σαβοΐας, τώρα πια πρίγκηπας τής Αχαΐας, απαγόρευσε στον στρατάρχη του να πάει μακριά και να πολεμήσει στη Θεσσαλία, ο Νικόλαος τού Σαιν Ομέρ συγκέντρωσε 89 έφιππους άνδρες, εκ των οποίων 13 ήσαν ιππότες και οι υπόλοιποι τσιφλικάδες και άρχοντες. Πήγε από την Ανδραβίδα στη Βόστιτζα (Αίγιο), από εκεί πέρασε τον Κορινθιακό κόλπο προς Βιτρινίτσα, βόρεια προς Σάλωνα (Άμφισσα), μέσα από το χώρισμα ανάμεσα στα βουνά Έλατο και Παρνασσός προς Γραβιά και στη συνέχεια μέσω τής κοιλάδας τής Ελλάδας (Σπερχειού) στο Ζειτούνιον (Λαμία). Στη Γραβιά πληροφορήθηκε ότι ο Γκυγιώ τον περίμενε μια εβδομάδα στην Ελλάδα (Σπερχειό) και στη συνέχεια είχε προχωρήσει βορείως στη Θεσσαλία. Ο Νικόλαος πέρασε δύο ημέρες στο πρώην στρατόπεδο τού Γκυγιώ δίπλα στην Ελλάδα αναπαύοντας τούς κουρασμένους άνδρες και τα άλογα του. Την τρίτη μέρα συνέχισε προς Δομοκό, «σε ένα κάστρο που βρίσκεται στην είσοδο προς την πεδιάδα τής Θεσσαλίας». Ο Γκυγιώ βρισκόταν μόλις έξι μίλια μακριά.170
Ο Μωραΐτης χρονικογράφος είναι καλά ενημερωμένος. Βρισκόταν πιθανώς στην ακολουθία τού Νικόλαου τού Σαιν Ομέρ και μάς έχει αφήσει ζωντανή περιγραφή ενός στρατού σε πορεία στις αρχές τού 14ου αιώνα:
Όταν ο στρατάρχης σηκώθηκε το πρωί [σηκώνοντας τον στρατόπεδο από το Δομοκό], έβαλε τούς άνδρες του στη σειρά με την οποία θα ίππευαν. Μπροστά έβαλε τα υποζύγια. Είχε πάνω από εκατό τέτοια, μουλάρια και άλογα, δικά του και των ανθρώπων του. Στη συνέχεια έβαλε τούς ένοπλους ιππείς, τον ένα μετά τον άλλο. Υπήρχαν περισσότεροι από εκατόν τριάντα από αυτούς και οι ιπποκόμοι τους οδηγούσαν με το δεξί χέρι. Ακολουθούσαν δύο άρχοντες, που κρατούσαν τις δύο σημαίες του προσαρμοσμένες σε λόγχες και ύστερα από τις σημαίες δύο άλλοι άρχοντες, ένας από τούς οποίους κρατούσε την ασπίδα του μπροστά του και ο άλλος τη λόγχη του με λάβαρο που έφερε το οικόσημό του. … Ακολουθούσε ο ίδιος, με ένα μόνο ιππότη κοντά του. Ύστερα έρχονταν οι ιππότες ανά δύο. Και τέλος οι άρχοντες στη γραμμή. Έτσι ίππευαν, σε τέτοια σειρά, που το στράτευμά εκτεινόταν σε μήκος δύο μιλίων.171
Καθώς ο Νικόλαος τού Σαιν Ομέρ προχωρούσε, συνάντησε τον Βονιφάτιο τής Βερόνα, άρχοντα τής Καρύστου, ο οποίος είχε από τον δούκα δύο κάστρα και τώρα ερχόταν σε ενίσχυσή του με 100 ιππότες. Εμφανίστηκαν επίσης ο Θωμάς Γ’ των Σαλώνων και ο γέρος Φραντσέσκο ντα Βερόνα, επίσης με 200 άνδρες στην ομάδα. Ο Γκυγιώ ίππευσε δυο μίλια για να τούς συναντήσει και αγκάλιασε τον στρατάρχη (λέει ο χρονικογράφος) «πάνω από δέκα φορές». Οι Γκυγιώ και Νικόλαος δείπνησαν μαζί, κοιμήθηκαν λίγο και στη συνέχεια συζήτησαν για τον συγκεντρωμένο στρατό, «το καλύτερο στράτευμα που είδε ποτέ κανείς στη Ρωμανία», πάνω από 900 Λατίνους ιππότες, 6.000 ιππείς από τη Θεσσαλία και τη Βουλγαρία, «και τουλάχιστον 30.000 πεζούς». Ο Νικόλαος ανέλαβε τη διοίκηση τού στρατού μετά από αίτηση τού δούκα και την επόμενη μέρα όλοι ξεκίνησαν την πορεία. Το βράδυ είχαν φτάσει στο Θαλασσινόν, όπου πέρασαν τη νύχτα και όπου ο Νικόλαος και οι άλλοι ηγέτες συσκέπτονταν για τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν προς Γιάννινα, «όπου βρισκόταν η δέσποινα, όπως τούς είχαν πει, με όλο το στράτευμά της, για να υπερασπιστεί τη χώρα της εναντίον τού δούκα τής Αθήνας».172
Την επόμενη μέρα ακολούθησαν τον καλά πατημένο δρόμο προς Τρίκαλα, όπου έφτασαν σε δύο μέρες. Στη συνέχεια πέρασαν από την Καλαμπάκα (Stagus, Σταγαί) και έφτασαν σε τόπο που ο χρονικογράφος αποκαλεί «Σερκίς» (πιθανόν Σαρακίνα). Εδώ στρατοπέδευσαν και τούς είπαν ότι απείχαν ταξίδι μιας μέρας από τα Γιάννινα, τρεις μέρες πορείας για τον στρατό. Οι ανιχνευτές τής δέσποινας Άννας την ενημέρωναν για την προέλαση τού δούκα και αυτή μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι η κατάστασή της δεν προσφερόταν για επίδειξη ανδρείας. Έστειλε αγγελιοφόρους στο φράγκικο στρατόπεδο στο «Σερκίς», διαβεβαιώνοντας τον δούκα και τον στρατάρχη για τις καλές της προθέσεις απέναντί τους. Ισχυριζόταν ότι το Φανάρι δεν είχε καταληφθεί «με δική της συμβουλή ή επιθυμία». Προσφερόταν να παραδώσει τον τόπο, «ενώ για τα έξοδα που είχαν υποστεί για να έρθουν τόσο μακριά, θα τούς έδινε 10.000 υπέρπυρα …, 7.000 στον δούκα και 3.000 στον στρατάρχη». Δεδομένου ότι οι Θεσσαλοί άρχοντες καθώς και οι Λατίνοι βαρώνοι σκέφτονταν ότι θα ήταν καλό να ανακτήσουν έτσι το Φανάρι χωρίς παραπέρα προσπάθεια, η προσφορά τής δέσποινας έγινε αποδεκτή και επανεγκαθιδρύθηκε ειρήνη με την Ήπειρο.173
Όμως οι Λατίνοι και οι Έλληνες πίστευαν ότι ένας τόσο μεγάλος στρατός θα ήταν κρίμα να έχει συγκεντρωθεί μάταια, «χωρίς να κάνει κάτι έντιμο». Υπό τις παρούσες συνθήκες το πιο έντιμο πράγμα που μπορούσαν να σκεφτούν ήταν να ανταποδώσουν ένα μικρό παράπονο στους Βυζαντινούς στη Μακεδονία, Έτσι «μπήκαν στη γη τού αυτοκράτορα, πέρα από τα σύνορα που χώριζαν την αυτοκρατορία από τη Θεσσαλία», κάνοντας επιδρομή στη γραφική ύπαιθρο σχεδόν μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου διέμενε τότε η αυτοκράτειρα Ειρήνη (η Γιολάντα τού Moμφεράτ), η σύζυγος τού Ανδρόνικου Β’. Όπως η δέσποινα έτσι και η Ειρήνη, έστειλε δύο Λατίνους ιππότες και δύο Έλληνες άρχοντες ως αγγελιοφόρους στον δούκα τής Αθήνας και στον στρατάρχη τού Μορέως. Έφερναν μαζί τους πλούσια δώρα, καθώς και τη διαμαρτυρία τής αυτοκράτειρας για αυτή την εισβολή στην αυτοκρατορική επικράτεια, δεδομένου ότι ο Ανδρόνικος είχε «ανακωχή και καλή ειρήνη» με τούς Λατίνους γείτονές του στον νότο. Οι αγγελιοφόροι μίλησαν με ειλικρίνεια «ότι ο δούκας δεν είχε καμία νόμιμη αιτία για να σπάσει την ειρήνη που είχε ορκιστεί με τον αυτοκράτορα», ο οποίος εν πάση περιπτώσει είχε δώσει στην αυτοκράτειρα ως «φέουδο» (chevance) την πόλη τής Θεσσαλονίκης και τις εξαρτήσεις της και δεν ήταν σωστό «γενναίοι άνδρες όπως εκείνοι και τέτοιας φήμης να κάνουν πόλεμο εναντίον γυναικών». Έκανε έκκληση στην ιπποτική τους τιμή και ευγένεια. Άλλωστε ήσαν και συγγενείς της (comme ses chiers parans que il estoient). Ο δούκας, ο στρατάρχης και όλες οι βαρώνοι εντυπωσιάστηκαν πολύ από το μήνυμα τής ειρήνης. Έβλεπαν ότι ήταν πράγματι ευγενής και σοφή κυρία. Και αποφάσισαν αμέσως να μην τής προκαλέσουν περαιτέρω προβλήματα. Σήκωσαν λοιπόν τον στρατόπεδό τους και πορεύτηκαν πίσω στη Θεσσαλία. Οι τοπικοί άρχοντες επέστρεψαν στα σπίτια τους. Όταν ο Γκυγιώ έφτασε στην Ελλάδα (Σπερχειό), κοντά στο κάστρο τής πόλης τού Ζειτουνίου, οι άνδρες από το Νεγκροπόντε πήραν άδεια από αυτόν, όπως επίσης και αριθμός άλλων από το Άργος, το Ναύπλιο και την Αθήνα. Αλλά οι Γκυγιώ, Νικόλαος τού Σαιν Ομέρ, Θωμάς των Σαλώνων, καθώς και ορισμένοι άλλοι βαρώνοι πήγαν να δουν τον μικρό Ιωάννη Β’ στη Nεοπάτρα, όπου παρέμειναν δύο μέρες. Ο Γκυγιώ πέρασε κάποιον ακόμη χρόνο στην κοιλάδα τής Ελλάδας, παίρνοντας σοβαρά τα καθήκοντά τού ως κηδεμόνας τού Ιωάννη. Ο Νικόλαος τού Σαιν Ομέρ πέρασε μία βδομάδα μαζί του, «περνώντας καλά», ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην αναταραχή που προκαλούσε ο πρίγκηπας Φίλιππος τής Σαβοΐας στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας.174
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι στην εκστρατεία το Γκυγιώ ντε λα Ρος το 1302 συμμετείχαν 30.000 πεζοί στρατιώτες. Μπορεί επίσης να είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αποχώρησε από τη Θεσσαλονίκη επειδή η Βυζαντινή αυτοκράτειρα, ευγενής και σοφή κυρία όπως ήταν, έκανε έκκληση στην πριγκηπική του τιμή. Αλλά η θεατρική επίδειξη αρετής αποτελούσε μέρος τής τότε μόδας τής ιπποσύνης και αν κάποιος προσπαθούσε να απεικονίσει την κοινωνιολογία τής φράγκικης Ελλάδας από την άποψη των ιδανικών τύπων τού Μαξ Βέμπερ, ο Γκυγιώ θα μπορούσε να ληφθεί ως πρότυπο για την εποχή του. Καλλιεργούσε τη γοητεία, εφάρμοζε την ευγένεια και παρασυρόταν στην επίδειξη. Τον Μάιο τού 1304 συμμετείχε με ορμή και τόλμη στο λαμπρό κοινοβούλιο που συγκάλεσε ο Φίλιππος τής Σαβοΐας στην Κόρινθο. Στη μεγάλη, επίπεδη πεδιάδα, εκεί που γίνονταν κάποτε οι αγώνες των Ισθμίων, οι Λατίνοι ιππότες αγωνίζονταν για είκοσι μέρες σε κονταρομαχίες, σε αξέχαστες συγκρούσεις, υπό τα εγκριτικά βλέμματα των κυριών. Ο Γάλλος χρονικογράφος τού Μορέως αναφέρει ότι ο Γκυγιώ είχε έρθει «με μεγάλη ιπποσύνη» (avec belle chevalerye), ενώ το χρονικό του τελειώνει με το τουρνουά, στο οποίο η ανδρεία τού Γκυγιώ δοκιμάστηκε και πέρασε τις εξετάσεις.175
Κάποια στιγμή αφότου ο αγαπημένος γιος τού Καρόλου Β’, ο Φίλιππος τού Τάραντα, έγινε πρίγκηπας τής Αχαΐας (Μάιος 1307), διόρισε τον δούκα Γκυγιώ ντε λα Ρος βαΐλο του στο πριγκηπάτο, ίσως για να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια τού Γκυγιώ ότι η κληρονομική διεκδίκηση τής συζύγου του Μαώ τού Αινώ στο πριγκηπάτο δεν είχε τιμηθεί από τούς Ανδεγαυούς. Αλλά ο Γκυγιώ δεν άσκησε για πολύ αυτή την αρχή στον Μοριά. Πέθανε στις 5 Οκτωβρίου 1308, στα εικοσιοκτώ του χρόνια, ο τελευταίος μιας επιφανούς γενεαλογίας. Ο πλούτος προφανώς τού είχε δώσει άφθονες ευκαιρίες να απολαύσει τη μεγάλη ικανότητά του για ηδονή. Ο Έλληνας χρονικογράφος τού Μορέως λέει ότι πέρασε τη ζωή του στην ακολασία. Ο Γκυγιώ θάφτηκε την επόμενη μέρα μετά τον θάνατό του στην Κιστερκιανή μονή Δαφνίου, στον δρόμο από την Αθήνα προς την Ελευσίνα. Μια όμορφη μαρμάρινη σαρκοφάγος με λατινικά διακοσμητικά μοτίβα, συμπεριλαμβανομένων δύο ανθών κρίνου, υπάρχει ακόμη και σήμερα κάτω από την κιονοστοιχία στην αυλή στο Δαφνί. Ο Μπουσόν πίστευε ότι ήταν η σαρκοφάγος τού Γκυγιώ και ίσως κάποτε περιείχε το σώμα ενός από τούς Γάλλους δούκες τής Αθήνας.176 Όμως για αυτό, όπως και για πολλά άλλα πράγματα τής βουργουνδικής ιστορίας τής Αθήνας και τής Θήβας, δεν μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα.
<-15. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, ο στρατάρχης Μπουσικώ και η σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και Γένουας | 17. Οι Καταλανοί και Φλωρεντινοί στην Αθήνα στο τέλος τού 14ου αιώνα-> |