17. Οι Καταλανοί και Φλωρεντινοί στην Αθήνα στο τέλος τού 14ου αιώνα

<-16. Η εκκλησία και το δουκάτο των Αθηνών υπό τούς Βουργουνδούς (1204-1308)

17
Οι Καταλανοί και Φλωρεντινοί στην Αθήνα στο τέλος τού 14ου αιώνα

levant_1_17_map_left   levant_1_17_map_right

Τον Γκυγιώ ντε λα Ρος διαδέχθηκε ως δούκας των Αθηνών ο πλησιέστερος αρσενικός συγγενής του, ο Γκωτιέ Α’ [Δ’], κόμης τής Μπριέν και τού Λέτσε, «και ο εν λόγω κόμης», λέει ο Αραγωνέζος χρονικογράφος τού Μορέως, «έφτασε στη Γλαρέντζα [στις αρχές καλοκαιριού τού 1309], με δύο γαλέρες για να απαιτήσει την κληρονομιά τού αθηναϊκού δουκάτου, λόγω τού θανάτου τού άρχοντα Γκυ ντε λα Ρος, τού πρώτου εξαδέλφου του, δηλώνοντας ότι η μητέρα του ήταν αδελφή τού άρχοντα Γουλιέλμου ντε λα Ρος, πατέρα τού εν λόγω άρχοντα Γκυ ντε λα Ρος, ο οποίος ήταν πλέον νεκρός».1 Λίγο μετά την άνοδό του στον δουκικό θρόνο των Αθηνών, ο Γκωτιέ ντε Μπριέν βρέθηκε σε σύγκρουση με τούς Έλληνες γείτονές του προς τα βόρεια, με τον Ιωάννη Β’ Δούκα τής Nεοπάτρας, την Άννα Παλαιολογίνα τής Ηπείρου, καθώς και με τον ίδιο τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’. Την άνοιξη τού 1310 ο Γκωτιέ προσέλαβε την Καταλανική Μεγάλη Εταιρεία για να τον βοηθήσει εναντίον των νέων εχθρών που είχε βρει.

Οι Καταλανοί και Aραγωνέζοι που συγκροτούσαν τη Μεγάλη Εταιρεία είχαν μείνει χωρίς δουλειά, όταν η Συνθήκη τής Καλταμπελλότα τής 31ης Αυγούστου 1302 έφερε σε τέλος την πρώτη φάση τής σύγκρουσης Ανδεγαυών-Αραγωνίας, που είχε ξεκινήσει είκοσι χρόνια πριν με τον Σικελικό Εσπερινό. Με την έλευση τής ειρήνης, η οποία αποτελεί πάντοτε ευλογία για τούς πολίτες, αλλά πλήγμα για τούς μισθοφόρους, ο Ρότζερ ντε Φλορ, αποστάτης τού Τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών, είχε οργανώσει την Εταιρεία, για την οποία είχε εξασφαλίσει απασχόληση στην υπηρεσία τού Ανδρόνικου Β’ και τού γιου του και συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγου. Οι Καταλανοί πολέμησαν για τούς Βυζαντινούς με κάποια επιτυχία εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια τής άνοιξης και των αρχών τού καλοκαιριού τού 1304. Όμως στο τέλος Απριλίου 1305 ο Μιχαήλ Θ’ έβαλε να δολοφονήσουν τον Ρότζερ. Οι Παλαιολόγοι είχαν αρχίσει να φοβούνται την ανδρεία και τη φιλοδοξία του. Τώρα λοιπόν βρίσκονταν σε πόλεμο με την Εταιρεία. Οι Καταλανοί είχαν ήδη καταλάβει τη χερσόνησο τής Καλλίπολης, την οποία κράτησαν για δύο χρόνια και με αφετηρία την οποία λεηλατούσαν τα χωριά και την ύπαιθρο προς βορρά. Τον Ιούνιο τού 1307 άρχισαν να κινούνται προς τα δυτικά, καίγοντας και λεηλατώντας στον δρόμο τους μέσα από τη Θράκη και τη Μακεδονία. Πριν από το τέλος τού Αυγούστου 1307 έφτασαν στην Κασσάνδρεια τής χερσονήσου τής Χαλκιδικής. Κατά τη διάρκεια τής άνοιξης και τού καλοκαιριού τού 1308 παρενοχλούσαν τούς μοναχούς τού Αγίου Όρους, ενώ την άνοιξη τού 1309 μπήκαν στον κάμπο τής Θεσσαλίας, όπου ένα χρόνο αργότερα τούς βρήκε ο Γκωτιέ (έχοντας πολλούς Τούρκους ανάμεσά τους), εύκολα διαθέσιμους για χρήση εναντίον των Δούκα και των Παλαιολόγων.2

Για έξι μήνες οι Καταλανοί βοήθησαν τον δούκα Γκωτιέ να αναστείλει την επιθετικότητα των Ελλήνων. Κέρδισαν ακόμη για λογαριασμό του κάποια εδάφη και κάστρα στη νότια Θεσσαλία, αλλά όταν η ανάγκη του για αυτούς πέρασε, ο Γκωτιέ (όπως και οι προηγούμενοι εργοδότες τους), προσπάθησε να απαλλαγεί από αυτούς, αν και ο ίδιος τούς όφειλε ακόμη μισθούς τεσσάρων μηνών. Διάλεξε από τις τάξεις τούς 200 ιππείς και 300 πεζούς. Σε αυτούς πλήρωσε ό,τι χρωστούσε. Υποσχέθηκε να τούς δώσει γη και να τούς στρατολογήσει στην υπηρεσία του. Στους άλλους είπε να φύγουν, αλλά εκείνοι δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε και διεκδίκησαν ως φέουδα ορισμένες από τις θεσσαλικές τους κατακτήσεις. Ο Γκωτιέ δεν αποδέχθηκε τη φεουδαρχική υποταγή τους. Οι 500 επιλεγμένοι Καταλανοί τον εγκατέλειπαν τώρα και επανενώνονταν με τούς συμπατριώτες τους, των οποίων τα παράπονα μπορούσαν πια να επιλυθούν μόνο με την προσφυγή στα όπλα. Τη Δευτέρα 15 Μαρτίου 1311 οι Καταλανοί και οι Τούρκοι σύμμαχοί τους συνάντησαν τον Γκωτιέ κοντά στον Αλμυρό, βορειοανατολικά από το Ζειτούνιον (Λαμία). Οι Καταλανοί υπήρξαν νικητές, πιθανώς με τη βοήθεια τής βαλλίστρας, τού μηχανικού τόξου. Ο Γκωτιέ σκοτώθηκε στη μάχη, όπως και πολλοί άλλοι άρχοντες τής φράγκικης Ελλάδας. Οι Καταλανοί κατέλαβαν τη Θήβα, τη Λιβαδειά και την Αθήνα. Πολλοί από τούς Τούρκους λέγεται ότι σκοτώθηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι, καθώς προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία μέσω Θεσσαλίας. «Και έτσι [οι Καταλανοί] μοίρασαν ανάμεσά τους», αναφέρει ο Καταλανός χρονικογράφος Μουντανέρ, «την πόλη τής Θήβας και όλες τις πόλεις και τα κάστρα τού δουκάτου [της Αθήνας], ενώ έδωσαν τις κυρίες ως συζύγους στους άνδρες τής Εταιρείας, στον καθένα ανάλογα με τη σημασία του, ενώ σε κάποιον έδωσαν μια τόσο διακεκριμένη κυρία, που δεν ήταν άξιος ούτε να τής δίνει τη λεκάνη για να πλύνει τα χέρια της».3

Όσο ανάξιοι κι αν ένιωθε ο ειλικρινής Mουντανέρ ότι ήσαν κάποιοι από τούς συμπατριώτες του να έχουν τις ευγενείς συζύγους που είχαν έτσι αποκτήσει, η καταλανική Μεγάλη Εταιρεία κατείχε πλέον το δουκάτο των Αθηνών μέσω αυτού που θεωρούσαν ως δικαίωμα κατάκτησης. Στις αρχές τού 1312 δέχθηκαν, πιθανώς με κάποια απροθυμία, την επικυριαρχία τού Καταλανού βασιλιά Φρειδερίκου Β’ τής Σικελίας (1296-1337), ενώ για περισσότερο από σαράντα χρόνια υστερότοκοι γιοι τής καταλανικής-σικελικής βασιλικής οικογένειας θα έφεραν τον τίτλο τού δούκα των Αθηνών. Συνολικά 6-7.000 Καταλανοί και Αραγωνέζοι, καθώς και ορισμένοι Ιταλοί ανάμεσά τους, εγκαταστάθηκαν στην Αττική και τη Βοιωτία. Η Θήβα παρέμεινε πρωτεύουσα τού καταλανικού δουκάτου των Αθηνών, όπως ήταν και υπό τούς Βουργουνδούς. Όμως το 1318 πέθανε ο Ιωάννης Β’ Δούκας των Νεοπατρών και οι Καταλανοί είδαν ευκαιρία για περαιτέρω κατάκτηση. Ο δον Αλφόνσο Φαντρίκε, ο μεγαλύτερος γενικός εκπρόσωπός τους (vicar-general) και φυσικός γιος τού Φρειδερίκου Β’, κατέλαβε το βόρειο προπύργιο των Δούκα (το 1319) και το κάστρο τού Σιδηροκάστρου (κοντά στην αρχαία Ηράκλεια), μαζί με τα Φάρσαλα και τον Δομοκό στη Θεσσαλία. Κατέλαβε επίσης το κάστρο τού Zειτουνίου (αρχαίας Λαμίας) και το κοντινό Γαρδίκι, καθώς και το Λιδωρίκι δυτικά των Σαλώνων.4 Η Νεοπάτρα γινόταν τώρα δεύτερο «δουκάτο» κάτω από το καταλανικό-σικελικό στέμμα.

Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε κατά το μεγαλύτερο μέρος με την αντίθεση των παπών τής Αβινιόν προς την Καταλανική Εταιρεία, καθώς και με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Ενετοί όταν διαπραγματεύονταν με την Εταιρεία. Θα δώσουμε επίσης κάποια προσοχή στις υποθέσεις τής Λατινικής ιεραρχίας στα δύο δουκάτα. Αλλά πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο να δοθεί συνοπτική περιγραφή των πολιτικών θεσμών κάτω από τούς οποίους ζούσαν οι Καταλανοί και τού οποίους τιμούσαν μέχρι το τέλος τής κυριαρχίας τους επί τής Αττικής, τής Βοιωτίας και τής Φθιώτιδας.5

Η Εταιρεία, στα γενικά Άρθρα ή Νόμους τής (Capitols), που ήσαν γραμμένοι στα καταλανικά, είχε πραγματικό σύνταγμα, που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα έθιμα τής Βαρκελώνης. Το κείμενο αυτών των νόμων δεν έχει ποτέ ανακτηθεί, εκτός από μερικά βασανιστικά θραύσματα, ειδικά εκείνο που απαγόρευε δωρεές γης και κληροδοτήματα προς την εκκλησία.6 Το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα στα δουκάτα κατείχε ο γενικός εκπρόσωπος (vicarius generalis) και την υψηλότερη στρατιωτική θέση ο στρατάρχης (marescalcus exercitus ducatuum). Ο Καταλανός-Σικελός δούκας διόριζε τον γενικό εκπρόσωπο, ο οποίος ορκιζόταν φεουδαρχική υποταγή σε αυτόν πριν αναχωρήσει για την Αθήνα ή τη Θήβα, όπου έδινε και άλλο όρκο ενώπιον εκπροσώπων τής Εταιρείας, ότι θα κυβερνά τα δουκάτα σύμφωνα με τούς νόμους. Ο γενικός εκπρόσωπος υποτίθεται ότι είχε δευτεροβάθμια δικαιοδοσία τόσο επί αστικών όσο και επί ποινικών υποθέσεων, αν και γίνονταν συχνά προσφυγές στη δουκική και βασιλική αυλή τής Σικελίας και μετά το 1379-1380 στην Αραγωνία-Καταλωνία. Μπορούσε να μεταθέτει αξιωματούχους και να αναστέλλει τα αξιώματά τους, να δέχεται φόρο τιμής και φεουδαρχικής υποτέλειας στο όνομα τού επικυρίαρχου δούκα και (υποτίθεται) να διορίζει στα περισσότερα αξιώματα των δουκάτων και να καθορίζει τούς μισθούς που συμβάδιζαν με αυτά τα αξιώματα.7

Παρά τις ευρείες γενικές εξουσίες που δίνονταν έτσι σε γενικό εκπρόσωπο (vicar-general), ειδικά κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες, ήταν ο ίδιος ο βασιλικός δούκας εκείνος που συνήθως διόριζε στα κύρια αξιώματα τού κράτους, συμπεριλαμβανομένου τού στρατάρχη, αλλά τα περισσότερα από αυτά τα αξιώματα κρατούνταν για εξέχοντα μέλη τής Εταιρείας, ενώ μάλιστα το αξίωμα τού στρατάρχη, είτε με δουκική αναγόρευση ή χωρίς, κρατούσε για δύο σχεδόν γενιές (μέχρι το 1354;) η σημαντική οικογένεια των Νοβέλλες. Στην Αθήνα οι Καταλανοί διαχειρίζονταν τις υποθέσεις τους ως δημοτική αρχή (la universitat de Cetines), με δικούς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς (capità e veguer, castellà), καθώς και με δικούς τους συνδίκους, δημοτικούς συμβούλους και δημοτικό συμβούλιο (sindichs, prohomens e consell dela dita universitat). Η Nεοπάτρα ήταν η πρωτεύουσα τού βόρειου δουκάτου, εντός των ορίων τής οποίας βρισκόταν η σημαντική πόλη-κάστρο τού Ζειτουνίου (Λαμία, στα καταλανικά la Citó). Ένας διοικητής προέδρευε τής απονομής δικαιοσύνης στη Νεοπάτρα. Ένας καστελλάνος (διοικητής κάστρου) διοικούσε τούς ενόπλους άνδρες στο φρούριο στην κορυφή τού λόφου. Διοικητής και καστελλάνος ήταν συχνά το ίδιο πρόσωπο στην πρωτεύουσα πόλη των βορείων συνόρων. Το δουκάτο τής Nεοπάτρας έχει πολύ μικρότερη ιστορία από εκείνο τής Αθήνας.

Τα περισσότερα από τα έγγραφά μας προέρχονται από τα βασιλικά αρχεία στη Σικελία και την Αραγωνία-Καταλωνία. Μεγάλο μέρος από αυτά αφορά την δουκική επικράτεια, η οποία περιλάμβανε τούς πέντε δήμους (universitates) Θηβών, Αθηνών, Λιβαδειάς, Σιδηροκάστρου και Νεοπατρών. Τα συλλογικά (corporate) όργανα των «πολιτών» (cives) των δήμων από κοινού, παρέτειναν με πολλούς τρόπους την έννοια τής αρχικής Εταιρείας (exercitus, societas, universitas Francorum). Αραγωνικό έγγραφο τού 1380 αναφέρεται στους «ιεράρχες, βαρώνους των δήμων τού δουκάτου των Αθηνών» (prelats, barons, universitats del ducat d’Atenes),8 ενώ ο Λένερτς έχει περιγράψει τούς καταλανικούς δήμους στην Ελλάδα, ως «πραγματική τρίτη βαθμίδα οργάνωσης τού κράτους» (véritable organisation du tiers-état).9 Οι πιο σημαντικοί τοπικοί αξιωματούχοι στα δουκάτα ήσαν ο πολιτικός διοικητής (vigerius, veguer), ο στρατιωτικός διοικητής (capitaneus, capità) και ο καστελλάνος (castellanus, castellà). Ο πολιτικός διοικητής και ο στρατιωτικός διοικητής προέδρευαν των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων στα δουκάτα. Το αξίωμα τού πολιτικού διοικητή εισήχθη στο αθηναϊκό δουκάτο, όπως είχε εισαχθεί και στην καταλανική Σαρδηνία, από την κομητεία τής Βαρκελώνης, όπου διατηρούσε το όνομα και τη μνήμη τού παλαιού Καρολίγειου (Carolingian) «εκπροσώπου» (vicar, vicarius). Οι πολιτικοί διοικητές εκδίκαζαν αστικές και ποινικές υποθέσεις, ενώ τα έγγραφα αποκαλύπτουν τα ονόματα αρκετών που είχαν διοριστεί σε αυτό το αξίωμα στη Θήβα, την Αθήνα και τη Λιβαδειά, αν και η εδαφική έκταση αυτών των δικαιοδοσιών (vegueríes) παραμένει άγνωστη. Η Nεοπάτρα μπορεί επίσης να αποτελούσε τέτοια δικαιοδοσία (veguería), αλλά δεν διασώζεται καμία καταγραφή για διορισμό στο αξίωμα τού πολιτικού διοικητή (veguer) στη βόρεια πρωτεύουσα. Όμως παρόμοιες αρμοδιότητες ασκούσε στη Νεοπάτρα και στο Σιδηρόκαστρο ο στρατιωτικός διοικητής (capitaneus, capità), τίτλος και αξίωμα που εισήχθησαν στα ελληνικά κράτη από τη Σικελία, όπου δεν υπήρχαν πολιτικοί διοικητές. Στη Σικελία οι στρατιωτικοί διοικητές εκδίκαζαν αστικές και ποινικές υποθέσεις, αλλά στα ελληνικά δουκάτα ο στρατιωτικός διοικητής εκδίκαζε μόνο ποινικές υποθέσεις, ενώ το αξίωμα αυτό συνδέεται στα έγγραφα με τη γνώση τέτοιων περιπτώσεων (officium capitanie cum cognicione causarum criminaltum).10

Τα αξιώματα τού πολιτικού διοικητή και τού στρατιωτικού διοικητή, αν και διαφορετικά στην προέλευση και στη σωστή λειτουργία, κατείχε συνήθως στο αθηναϊκό δουκάτο ένα και το αυτό πρόσωπο, που ονομαζόταν «πολιτικός ή στρατιωτικός διοικητής»11 και λιγότερο συχνά «πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής».12 Τα καθήκοντα τού στρατιωτικού διοικητή προσδιορίζονται προσεκτικά στον διορισμό τού Ιωάννη ντε Μπονακόλσι ως στρατιωτικού διοικητή Λιβαδειάς,13 ενώ εκείνα τού πολιτικού διοικητή στον διορισμό τού Νικόλα ντε Αρντοΐνο ως πολιτικού διοικητή (βεγκέρ) τής Θήβας.14 Συμβούλιο αποτελούμενο από δικαστή, εκτιμητή και συμβολαιογράφο, διορισμένοι όλοι από τον δούκα, βοηθούσε τον πολιτικό διοικητή «και τον στρατιωτικό διοικητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του (ή τους).15 Ο πολιτικός διοικητής και ο στρατιωτικός διοικητής έδιναν όρκο φεουδαρχικής υποταγής στον δούκα, συμπεριλαμβανομένης και τής υπόσχεσης να ασκούν τα καθήκοντά τους «πιστά και νόμιμα», ενώ επαναλάμβαναν τον όρκο επί των ευαγγελίων, ενώπιον των συνδίκων τού δήμου, στον οποίον επρόκειτο να ασκήσουν τα καθήκοντα τού αξιώματός τους. Η θητεία τους ήταν περιορισμένη από το νόμο σε περίοδο τριών ετών,16 αν και ο βασιλιάς Φρειδερίκος Γ’ τής Σικελίας, ο οποίος ήταν και δούκας τής Αθήνας (1355-1377), πολύ συχνά διόριζε στα αξιώματα τού πολιτικού διοικητή και τού στρατιωτικού διοικητή (αλλά και τού καστελλάνου) «για τη διάρκεια τής ευαρέσκειας τής Μεγαλειότητάς μας». Όμως οι Καταλανοί πρόκριτοι στο αθηναϊκό δουκάτο συχνά διαμαρτύρονταν τόσο έντονα εναντίον τέτοιων διορισμών αορίστου χρόνου, ώστε ο Φρειδερίκος παραμέριζε (ή προσπαθούσε να παραμερίσει) τούς αξιωματούχους, αλλά μερικές φορές είναι δύσκολο να προσδιοριστεί από τα έγγραφα τι πραγματικά ήθελε ο Φρειδερίκος, γιατί παρασυρόταν συνεχώς προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση από τούς δυνατούς ανέμους τής αντίθεσης των βαρώνων.

Το αξίωμα τού καστελλάνου (officium castellanie) ήταν συνδεδεμένο με τη φρούρηση ενός κάστρου και τη διοίκηση τής φρουράς του. Διάφορα κάστρα στα δουκάτα είχαν χορηγηθεί, όπως έπρεπε να περιμένουμε από φεουδαρχική κοινωνία, ως κληρονομικά φέουδα. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος Β’ αρνήθηκε «σε πολλές περιπτώσεις» να χορηγήσει το κάστρο των Nεοπατρών ως φέουδο στον γιο του, τον Δον Αλφόνσο Φαντρίκε,17 αλλά ο Aλφόνσο κατείχε (και οι κληρονόμοι του κατείχαν ύστερα από αυτόν) τα κάστρα των Σαλώνων, τού Ζειτουνίου και τού Λιδωρικιού, ενώ τον Ιούνιο τού 1366 ο ίδιος ο γιος του, ο Γουλιέλμος Φαντρίκε πήρε με ισόβια φεουδαρχική παραχώρηση το κάστρο στο Στείρι (Stiris),18 κοντά στο διάσημο μοναστήρι τού Οσίου Λουκά. Η Καταλανική Εταιρεία, αν και αναγνώριζε τα δικαιώματα τού επικυρίαρχου δούκα, ήθελε να ασκεί κάποιον έλεγχο πάνω στις μεγαλύτερες κοινότητες και μερικές φορές επιδίωκε επικύρωση των δικών της υποψηφίων για διορισμούς σε αξιώματα καστελλάνου (και πολιτικού διοικητή), φοβούμενη ότι με το πρόσχημα τής ευαρέσκειας (beneplacitum) τού δούκα τα αξιώματα αυτά θα έπεφταν ως οιονεί φέουδα στα χέρια τοπικών βαρώνων. Τα έγγραφα μαρτυρούν την ύπαρξη καστελλάνων στην Αθήνα, Λιβαδειά, Nεοπάτρα και Σιδηρόκαστρο, σε τόπους δηλαδή που λεγόταν ότι ανήκαν στη «βασιλική επικράτεια» (regium sacrum demanium) και φυσικά ο βασιλιάς και τα δημοτικά συλλογικά όργανα δεν βρίσκονταν σε συμφωνία για τη φρούρηση των κάστρων τους.19

Η νομική έννοια τής συλλογικής οργάνωσης των Καταλανών ως Εταιρείας επέζησε μέχρι το τέλος, αν και η αίσθηση τής πραγματικότητάς της γινόταν πιο θαμπή με τα χρόνια, καθώς η συλλογική στρατιωτική οργάνωση ταυτιζόταν λίγο-πολύ με τις δημοτικές κυβερνήσεις των δύο δουκάτων. Υπήρχαν καστελλάνοι στα Σάλωνα και στη Βιτρινίτσα εκτός από εκείνους στην Αθήνα, Λιβαδειά, Nεοπάτρα και Σιδηρόκαστρο, αλλά δεν υπήρχε καστελλάνος στην πρωτεύουσα των Θηβών, ενδεχομένως επειδή οι Καταλανοί είχαν καταστρέψει το κάστρο επί τής Καδμείας το 1331, για να αποτρέψουν την κατάληψή του από τον Γκωτιέ Β΄ [ΣΤ’] ντε Μπριέν, όταν εκείνος έκανε δαπανηρή αλλά μάταιη προσπάθεια να ανακαταλάβει το δουκάτο τού πατέρα του. Όμως ίσως δεν υπήρχε θέση για καστελλάνο στην πόλη, όπου είχαν την κατοικία τους τόσο ο γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) όσο και ο στρατάρχης τής Εταιρείας.20

Μερικές φορές τα αξιώματα τού καστελλάνου, στρατιωτικού διοικητή και πολιτικού διοικητή κατείχε όλα το ίδιο άτομο. Από κάποια στιγμή πριν το 1371 μέχρι το 1379 ο Γκαλσεράν ντε Περάλτα, σημαντική φυσιογνωμία στην ύστερη ιστορία τής καταλανικής Αθήνας, κυριαρχούσε τόσο στην Ακρόπολη όσο και στην κάτω πόλη ως «καστελλάνος, στρατιωτικός διοικητής και πολιτικός διοικητής τού κάστρου και τής πόλης τής Αθήνας» (castellà, capità e veguer del castell e ciutat de Cetines), παρά τις προσπάθειες τού Φρειδερίκου Γ’ να τον απομακρύνει.21 Ο Περάλτα λοιπόν διεκπεραίωνε τις κύριες στρατιωτικές, δικαστικές και πολιτικές λειτουργίες στην πόλη και καμία διαφοροποίηση των υπευθυνοτήτων τού δεν ήταν αναγκαία ή εφικτή. Αυτό μπορεί να ήταν βολικό. Ενδεχομένως το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αλλά ήταν σαφώς ζημιογόνο για τα προνόμια τού Στέμματος και για τα δικαιώματα των πολιτών. Στη Λιβαδειά ο Γουλιέλμος τού Αλμενάρα κατείχε πολλαπλά αξιώματα όπως ακριβώς ο Περάλτα στην Αθήνα και ήταν εξίσου δύσκολο να εκτοπιστεί.22 Παρά το γεγονός ότι το Στέμμα και η Εταιρεία μπορεί να έβλεπαν με μισό μάτι ένα τέτοιο πλουραλισμό, λίγα πράγματα μπορούσαν να κάνουν γι’ αυτό. Κατά την τελευταία δεκαετία τής καταλανικής εξουσίας στην Ελλάδα αναλάμβαναν την αρχή οι ευγενείς και θέσπιζαν ηγεμονίες για τον εαυτό τους, υπό το πρόσχημα τού αξιώματος που κατείχαν, με τρόπο παρόμοιο με εκείνον, με τον οποίο έκαναν το αντίστοιχο οι παπικοί «εκπρόσωποι» (vicars) στη βόρεια και κεντρική Ιταλία.

Στη μεγάλη φεουδαρχική πράξη (enfeoffment) τού 1312, όταν τα μέλη τής Καταλανικής Εταιρείας έθεσαν τούς εαυτούς τους υπό την επικυριαρχία τού πρώην εργοδότη τους, τού Φρειδερίκου Β’, ο οποίος διόρισε ως δούκα τής Αθήνας τον δευτερότοκο γιο του, τον πεντάχρονο Δον Μάνφρεντ, τα μέλη αυτά αυτοανακηρύχθηκαν ως «αληθινοί, νομιμόφρονες και νόμιμοι υποτελείς … σύμφωνα με τούς νόμους τής Αραγωνίας και τα έθιμα τής Βαρκελώνης». Το έκαναν αυτό, κάτω από ορισμένα «άρθρα και συμβάσεις», σε συμφωνία με την ιδέα εκείνης τής εποχής για σύμβαση ανάμεσα σε ηγεμόνα και στον λαό του, ενώ εξ ονόματος τού νεαρού ινφάντη δούκα ο Φρειδερίκος αναλάμβανε την υποχρέωση να διατηρεί όλα τα μέλη τής Εταιρείας «στο κράτος, στο αξίωμα ή στο φέουδο που βρίσκονται τώρα».23 Όμως κατά τη διάρκεια των ετών η σχέση μεταξύ στέμματος και Εταιρείας ήταν συχνά δύσκολη. Η Εταιρεία είχε τον δικό της καγκελάριο από τις μέρες τού χρονικογράφου Μουντανέρ, που είχε διατηρήσει και ο ίδιος το αξίωμα. Ο καγκελάριος φύλασσε τη σφραγίδα τής Εταιρείας, η οποία έφερε την προτομή τού Αγίου Γεωργίου που σκότωνε το δράκο. Ως δούκας Αθήνας και Nεοπάτρας ο Φρειδερίκος Γ’ αναγνώριζε ως σωστή τη χρήση τής σφραγίδας από καθέναν από τούς πέντε δήμους τής βασιλικής επικράτειας στην Ελλάδα, αλλά προφανώς είχε αντιρρήσεις στη χρήση της ως συμβόλου τού δικαιώματος τής Εταιρείας να αναλαμβάνει δράση ανεξάρτητα από το Στέμμα.24

Για τον οίκο τής Βαρκελώνης, τόσο στη Σικελία όσο και στην Αραγωνία-Καταλωνία, τα δουκάτα Αθηνών και Nεοπατρών αποτελούσαν κυρίως πηγή κύρους και όχι εισοδήματος. Ο γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) διαχειριζόταν τα δουκικά έσοδα, τα οποία περιλάμβαναν κάποια ενοίκια και τέλη τού Στέμματος, τούς φόρους που επιβάλλονταν στις πόλεις και περιοχές τής χώρας, διάφορα τέλη και εμπορικούς δασμούς, καθώς και τα φεουδαρχικά κέρδη από την επικράτεια, μέρος των οποίων ανήκαν στους Βουργουνδούς δούκες πριν από την κατάκτηση και μέρος των οποίων είχε κερδίσει ο Δον Αλφόνσο Φαντρίκε το 1318 και το 1319. Μεταγενέστερα έγγραφα μάς εφοδιάζουν με κάποιες λεπτομέρειες των δουκικών εσόδων. Στη Θήβα το Στέμμα είχε το δικαίωμα ορισμένων μισθωμάτων γαιών, που καταβάλλονταν κάθε χρόνο στο ταμείο σε κερί,25 πάντοτε πολύτιμο αγαθό κατά τον Μεσαίωνα, ενώ μεγάλο μέρος αυτού τού λεγόμενου «ενοικίου» (census) σε κερί καταβαλλόταν σαφώς από την Αρμενική αποικία στη Θήβα, για τα καταστήματα και σπίτια που μίσθωνε από τη δουκική αυλή.26 Η αυλή επέβαλλε επίσης φόρο γης, αναφορά στον οποίο γίνεται τουλάχιστον σε ένα έγγραφο.27 Έλληνες που αποδέχονταν τον Ρωμαϊκό Καθολικισμό και στη συνέχεια επανέρχονταν στην προηγούμενη πίστη τους υφίσταντο δήμευση τής περιουσίας τους υπέρ τού Στέμματος,28 το οποίο κατά πάσα πιθανότητα επαναχορηγούσε πάντα την περιουσία αυτή στους πιστούς ακόλουθους τής ορθής θρησκευτικής πεποίθησης.

Από την εποχή τής παπικής-γαλλικής συμμαχίας, που είχε καταστρέψει την προβηγκιανή-καταλανική εξουσία στη νότια Γαλλία με την Αλβιγενσιανή Σταυροφορία (στις αρχές τού 13ου αιώνα), παρακολουθούσαν με αγωνία και καχυποψία από το παπικό ανάκτορο τού Λατερανού στη Ρώμη την καταλανική εξωτερική πολιτική και τις καταλανικές φιλοδοξίες στη Μεσόγειο. Στις 30 Αυγούστου 1301, ένα χρόνο πριν από τον διακανονισμό τής Καλταμπελλόττα, ο πάπας Βονιφάτιος Η’ είχε διακηρύξει την πληρωμή φόρου δεκάτης για περίοδο τριών ετών, από όλα τα εκκλησιαστικά έσοδα «σε όλα τα μέρη τής Ιταλίας και στα νησιά Σικελία, Σαρδηνία και Κορσική, καθώς σε ολόκληρο το πριγκηπάτο τής Αχαΐας, το δουκάτο των Αθηνών, καθώς και στα άλλα νησιά που γειτόνευαν με τις γειτονικές περιοχές ή τα νησιά αυτά». Σκοπός ήταν να ξανακερδίσει για λογαριασμό των Ανδεγαυών το νησί τής Σικελίας, στο οποίο είχε εισβάλει και το είχε καταλάβει το 1282 «ο εκλιπών βασιλιάς Πέδρο [Γ’] τής Αραγωνίας με καταδικαστέα τόλμη».29 Ο πάπας Κλήμης Ε’ και οι διάδοχοί του στην Αβινιόν αναγνώριζαν τη σημασία για τον παπισμό, που ήθελε πάντοτε να επανεγκατασταθεί στη Ρώμη, τής δύναμης των Ανδεγαυών, οι οποία τούς είχε σώσει από τούς Χοχενστάουφεν. Αισθάνονταν επίσης με δύναμη παρακίνησης τη νέα σύνδεσή τους με τη μοναρχία στη Γαλλία. Τέλος παρακολουθούσαν με αγωνία τις μηχανορραφίες των Καταλανών βασιλιάδων τής Βαρκελώνης και τού Παλέρμο. Οι Μπριέν ήσαν γαλλική οικογένεια διακεκριμένης καταγωγής, πιστοί φιλο-παπικοί (Γκουέλφ) και υποτελείς των Ανδεγαυών πριγκήπων τής Αχαΐας. Αναπόφευκτα οι πάπες προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον νεαρό Γκωτιέ Β’ ντε Μπριέν, γιο τού σκοτωμένου δούκα τής Αθήνας, να ανακτήσει την κλασσική κληρονομιά, που οι Καταλανοί τού είχαν αποσπάσει στη μάχη τής 15ης Μαρτίου 1311. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στο συγκεχυμένο σχέδιο συμφερόντων και γεγονότων στην Ανατολική Μεσόγειο, αν μπορούσε να βρεθεί τρόπος να χρησιμοποιηθεί η Εταιρεία προς όφελος τής εκκλησίας, η παπική κούρτη δεν θα ήταν απρόθυμη να το πράξει.

Όταν συζητιόταν η Σταυροφορία στη Σύνοδο τής Βιέν, ο παπικός αντικαγκελάριος πρότεινε στους εκπροσώπους τού βασιλιά Ιακώβου Β’ τής Αραγωνίας, ότι η Καταλανική Εταιρεία, τώρα ασφαλώς εγκατεστημένη στη Θήβα και στην Αθήνα, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σε σταυροφορική εκστρατεία, η οποία έπρεπε να περάσει μέσα από την Ελλάδα, να υποτάξει τη σχισματική εκκλησία στην καθολική πίστη και να προχωρήσει μέσω τής χριστιανικής Αρμενίας εναντίον των μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους. Στις 22 Νοεμβρίου 1311 υπενθυμιζόταν στην αυτού μεγαλειότητα η στρατηγική, για τούς σκοπούς τής σταυροφορίας, τής Εταιρείας, «που αποτελείται από Καταλανούς και Aραγωνέζους, που βρίσκονται τώρα στην Ελλάδα, ήδη κατακτητές πολλών εδαφών».30 Όμως οι Καταλανοί και Aραγωνέζοι γνώριζαν από πολύ παλιά την παπική πολιτική, είχαν πάρα πολλούς Τούρκους φίλους και είχαν κερδίσει μεγάλη εύνοια τής τύχης με το δουκάτο τής Αθήνας, ώστε να μην ενδιαφέρονται για εκστρατεία στους Αγίους Τόπους. Το πρόβλημα λοιπόν των Καταλανών στην Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο, γιατί οι δραστηριότητές τούς αποδεικνύονταν πολύ επιβλαβείς για τούς Ανδεγαυούς και για τούς Λατίνους εκκλησιαστικούς, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στον Μοριά.

Στις 2 Μαΐου 1312 ο πάπας Κλήμης Ε’ έγραψε από τη Βιέν προς τούς «αγαπημένους του γιους, την Καταλανική Εταιρεία στη Ρωμανία», ότι ο Φίλιππος Α’ τού Τάραντα, πρίγκηπας τής Αχαΐας, είχε υποβάλει καταγγελία στην παπική κούρτη στην Αβινιόν, ότι η Εταιρεία είχε συνάψει «κάποιες συνθήκες και σύμφωνα» με εχθρούς τής Καθολικής πίστης εναντίον τού πρίγκηπα και των Μωραϊτών υποτελών του. Η Αγιότητά του διέταζε την άμεση εγκατάλειψη αυτών των συνθηκών και συμφώνων, προειδοποιώντας την Εταιρεία ότι το αντίτιμο τής άρνησής τους θα ήταν ο αφορισμός. Ενημέρωνε επίσης την Εταιρεία, ότι έγραφε στον Φουλκ ντε Βιγιαρέ, μάγιστρο τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ, για να βοηθήσει να τούς εκδιώξουν από τη Ρωμανία αν δεν υπάκουαν στην αποστολική παραίνεση.31 Την ίδια μέρα ο Κλήμης έγραψε για τον ίδιο λόγο στον Βιγιαρέ.32 Οι Καταλανοί βέβαια δεν υπάκουσαν. Αλλά ο Βιγιαρέ δεν έκανε καμία προσπάθεια να τούς διώξει από το αθηναϊκό δουκάτο. Ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με τις υποθέσεις των Ιωαννιτών στο νεοαποκτηθέν νησί τής Ρόδου. Αλλά οι συνθήκες στις χώρες τής Λατινικής Ελλάδας ήσαν σχεδόν ανυπόφορες και στην παπική κούρτη έφταναν συνεχώς καταγγελίες.

Τα έσοδα τής αρχιεπισκοπής τής Κορίνθου είχαν μειωθεί τόσο πολύ, «λόγω τής εισβολής και τής καταστροφής τής πόλης και τής περιοχής τής Κορίνθου, η οποία είναι γνωστό ότι έχει υποβληθεί σε ερήμωση από την Καταλανική Εταιρεία», ώστε τον Ιούνιο τού 1312 χορηγήθηκε στον νέο αρχιεπίσκοπο Βαρθολομαίο παράταση τριών ετών για την πληρωμή ορισμένων χρεών, που όφειλε ο προκάτοχός του Ιάκωβος (Τζέημς) στην παπική κούρτη.33 Ένα μήνα αργότερα ο πάπας έμαθε ότι οι Καταλανοί και Aραγωνέζοι είχαν προκαλέσει τόσα δεινά στην αρχιεπισκοπή τής Θήβας, ώστε ο Στέφανος, ο οποίος μόλις είχε γίνει αρχιεπίσκοπος, δεν μπορούσε να εγκατασταθεί στην έδρα τής αρχιεπισκοπής. Χορηγήθηκε λοιπόν στον Στέφανο το δικαίωμα να διατηρεί για δύο χρόνια όλα τα εκκλησιαστικά επιδόματα που έπαιρνε πριν από την προαγωγή του, γιατί βρισκόταν υπό τέτοιες συνθήκες, που ο ίδιος δεν μπορούσε «ούτε να απολαύσει τούς καρπούς, ούτε να φέρει τα βάρη τού αρχιεπισκοπικού αξιώματος».34 Στον ηλικιωμένο Γκωτιέ ντε Ρέϋ, επίσκοπο τού Νεγκροπόντε και μέλος τής οικογένειας των Βουργουνδών δουκών τής Αθήνας,35 χορηγήθηκε απαλλαγή τριών ετών, ώστε να κατοικεί εκτός τής έδρας του, όχι μόνο λόγω τής αδυναμίας τού οργανισμού που τού είχαν φέρει τα «απεχθή γεράματα», αλλά και λόγω των κινδύνων στους δρόμους και τής γενικής ανασφάλειας που είχε προκαλέσει η Καταλανική Εταιρεία. Ο Γκωτιέ είχε συμμετάσχει στη Σύνοδο τής Βιέν και βρισκόταν ακόμη κάπου στη νότια Γαλλία.36

Ο πάπας Κλήμης Ε’ δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται ότι η υπόθεση τής Λατινικής χριστιανοσύνης στην Ελλάδα είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα από την έλευση των Καταλανών, γιατί ο δούκας Γκωτιέ Α’ ήταν πιστός γιος τής Μητέρας εκκλησίας και προσεκτικός υπερασπιστής τής πίστης (solers christiane fidei propugnato).37 Στις 14 Ιανουαρίου 1314 λοιπόν ο Κλήμης είχε λόγους να γράψει την αγανακτισμένη επιστολή του προς τον Νικόλαο, τον Λατίνο πατριάρχη, καταγγέλλοντας την Καταλανική Εταιρεία για τις επιθέσεις της κατά εκκλησιών, εκκλησιαστικών και άλλων χριστιανών, καθώς και για τον θάνατο τού Γκωτιέ Α’ ντε Μπριέν, «ο οποίος εργαζόταν για την υπεράσπιση των πιστών σαν πραγματικός αθλητής τού Χριστού και πιστός πυγμάχος τής εκκλησίας εναντίον των Ελλήνων σχισματικών».38 Την ίδια μέρα ο πάπας έγραψε στον πατριάρχη ότι θα προχωρούσε στη μεταβίβαση περιουσιών, όπως εκείνες που κατείχαν οι Ναΐτες Ιππότες στο δουκάτο τής Αθήνας, στον Γκωσέ ντε Σατιγιόν, τον κοντόσταυλο τής Γαλλίας και παππού του κατ’ όνομα δούκα Γκωτιέ Β’, ώστε, όπως αναφερόταν, οι περιουσίες αυτές να χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση των πιστών από τούς σχισματικούς «και από ορισμένους άλλους τύπους συγκεκριμένης Εταιρείας» (et quidam alii viri cuiusdam Societatis).39 Η 14η Ιανουαρίου 1314 ήταν κουραστική μέρα για τούς υπαλλήλους τής παπικής αυλής. Ο Κλήμης απευθύνθηκε πάλι στον Φουλκ ντε Βιγιαρέ, τον μάγιστρο των Ιωαννιτών, τον οποίο διέταξε να θέσει στη διάθεση τού κοντόσταυλου ντε Σατιγιόν τρεις ή τέσσερις εξοπλισμένες γαλέρες, που θα διατηρούνταν για τρεις μήνες με δαπάνες τού Οσπιταλίου, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση ορισμένων κάστρων και πόλεων, που η Καταλανική Εταιρεία δεν είχε κατορθώσει ακόμη να καταλάβει.40 Μια άλλη επιστολή με την ίδια ημερομηνία στάλθηκε στον βασιλιά Ιάκωβο Β’ τής Αραγωνίας, «δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος τής Εταιρείας λέγεται ότι έχει στρατολογηθεί στο βασίλειό σας», ζητώντας από τη μεγαλειότητά του να προειδοποιήσει και να προτρέψει τούς Καταλανούς να εγκαταλείψουν τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν καταλάβει.41 Σύμφωνα με τον Πέδρο Αμπάρθα, χρονικογράφο τού 17ου αιώνα των βασιλέων τής Αραγωνίας, ο βασιλιάς Ιάκωβος Β’ απάντησε ότι η Αγιότητά του θα έκανε καλά να θεωρεί τούς Καταλανούς και Aραγωνέζους στην Ελλάδα ως «δεξί χέρι και πιστό όργανο» τής Αγίας Έδρας, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των σχισματικών Ελλήνων.42 Έστω κι έτσι, στις 28 Φεβρουαρίου 1314 ο Ιάκωβος Β’ έγραψε απευθείας στην Καταλανική Εταιρεία, εκφράζοντας την επιθυμία να τούς ανακαλέσει «στην οδό τής δικαιοσύνης», και διατάσσοντας «να απέχετε εντελώς από την εισβολή και κατάληψη τού δουκάτου τής Αθήνας και αποσυρόμενοι εντελώς από εκεί, να το αφήσετε ειρηνικά και ήσυχα στους νόμιμους κληρονόμους του».43 Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, πολύ πριν οι Καταλανοί στην Αθήνα μπορούσαν να έχουν παραλάβει την πρώτη επιστολή του, ο βασιλιάς απευθύνθηκε εκ νέου στην Εταιρεία, δίνοντάς τους εντολή να εγκαταλείψουν το δουκάτο τής Αθήνας.44 Όμως οι επιστολές αυτές δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο από διπλωματική κίνηση. Τα πραγματικά τού συναισθήματα ήσαν σίγουρα αυτά που τού αποδίδει ο Πέδρο Αμπάρθα.

Οι δραστηριότητες τής Καταλανικής Εταιρείας απασχολούσαν τούς Ενετούς τόσο, όσο αυτές απασχολούσαν και τον γαλλικό παπισμό στην Αβινιόν. Το 1317 δόθηκε εντολή στους προξένους τής Δημοκρατίας στην Αβινιόν να ενημερώσουν τον διάδοχο τού πάπα Κλήμεντος, τον Ιωάννη ΚΒ’, ότι μια επιθετική ένωση, αποτελούμενη από τον βασιλιά Ροβέρτο τής Νάπολης, τούς Ανδεγαυούς ηγεμόνες, τον κοντόσταυλο ντε Σατιγιόν και το Οσπιτάλιο επρόκειτο να εκδιώξει την «Καταλανική Εταιρεία» (Societas Catellanorum) από τις πρόσφατες κατακτήσεις της, αποβιβαζόμενη με δύναμη ιππικού στην Αττική.45 Όμως τον Απρίλιο τού 1318, όταν εκπρόσωποι τού κοντόσταυλου ντε Σατιγιόν και τής κόρης του, τής χήρας τού Γκωτιέ Α’, υπέβαλαν αναφορά προς τον δόγη Τζιοβάννι Σοράντσο, ζητώντας μεγάλο δάνειο και αρκετά πλοία για τη μεταφορά τετρακοσίων ή πεντακοσίων ιπποτών και χιλίων ή περισσοτέρων πεζών στο Νεγκροπόντε ή στο Ναύπλιο, ο δόγης απάντησε ότι οι φιλο-Μπριέν φεουδάρχες τού Άργους και τού Ναυπλίου βρίσκονταν τώρα σε συμμαχία με την Καταλανική Εταιρεία και δεδομένου ότι οι ίδιοι οι υποτελείς τους δεν ήσαν πιστοί, η πρότασή τους δεν θα ήταν παρά μάταιη δαπάνη ανδρών και χρημάτων.46

Ίσως οι Ενετοί είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τούς Καταλανούς, αλλά ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ δεν ήθελε να ακούσει για κανένα συμβιβασμό μαζί τους. Στις 8 Μαΐου τού 1318 έγραψε στον Σοράντσο και τη Σινιορία τής Βενετίας, παροτρύνοντας για την εκδίωξη των Καταλανών από το νησί τού Νεγκροπόντε, όπου ο Δον Αλφόνσο Φαντρίκε κατείχε τις οχυρές πόλεις Κάρυστο και Άρμενα (Larmena, Στύρα) ως προίκα τής συζύγου του. Ο πάπας υποστήριζε ότι ο Aλφόνσο είχε στόχο την κατάληψη ολόκληρου τού νησιού και, πράγμα που ήταν αλήθεια ότι είχε Τούρκους στην υπηρεσία του. Οι Ενετοί έπρεπε να εκδιώξουν τούς Καταλανούς όχι μόνο από το Νεγκροπόντε αλλά και από το δουκάτο τής Αθήνας, επιχειρήσεις για τις οποίες, όπως ανέφερε ο πάπας, ο αγαπημένος του γιος βασιλιάς Ροβέρτος τής Νάπολης είχε κάποιο ενδιαφέρον.47 Στις 18 Ιουνίου (1318) ο ίδιος ο Αλφόνσο έγραψε επιστολή από την Αθήνα προς τον στρατιωτικό διοικητή και βαΐλο τού Νεγκροπόντε, εκφράζοντας την έκπληξή του ότι Καταλανοί από το αθηναϊκό δουκάτο είχαν κριθεί ένοχοι για λεηλασίες κατά των Ενετών, «με τούς οποίους έχουμε ανακωχή και βρισκόμαστε σε ειρήνη». Υποσχόταν έρευνα και τιμωρία των παραβατών. Επιθυμούσε ειρήνη με τούς Ενετούς, με τούς οποίους όμως ήταν σαφώς καχύποπτος.48 Αλλά η ενετική διπλωματία είχε ήδη αποδώσει κάποιους καρπούς.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1318 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Β’ τής Σικελίας απάντησε στα διάφορα παράπονα που τού είχε υποβάλει Ενετός απεσταλμένος.49 Πολύ πιθανόν ο Φρειδερίκος είχε ήδη προειδοποιήσει τον γιο του Αλφόνσο να είναι προσεκτικός, αλλά τα αρχεία τής Σικελίας είναι πολύ αποσπασματικά για την περίοδο αυτή. Εν πάση περιπτώσει, ο βασιλιάς αρνιόταν να αναγνωρίσει ως παραβιάσεις τής ειρήνης ή ως άδικες τις περισσότερες από τις πράξεις που καταλογίζονταν στον Δον Αλφόνσο, ενώ οι απαντήσεις του προς τούς Ενετούς απεσταλμένους ήσαν γεμάτες καταλανική εχθρότητα προς τούς Ανδεγαυούς άρχοντες τής Αχαΐας.50 Όμως ο βασιλιάς τής Σικελίας επιθυμούσε φιλικές σχέσεις με τούς Ενετούς και την επίλυση των διαφορών που υπήρχαν μεταξύ τους και όρισε απεσταλμένους να διαπραγματευτούν με τον δόγη και τη Δημοκρατία τής Βενετίας «για να επιτευχθεί οριστική ειρήνη και ομόνοια ή μακροχρόνια εκεχειρία μεταξύ τής Δημοκρατίας τής Βενετίας, των πολιτών και των υπηκόων και τού Aλφόνσο και τής Καταλανικής Εταιρείας [universitas exercitus Franchorum]».51

Μια τέτοια εκεχειρία ξεκίνησε τελικά, ύστερα από λεπτομερείς διαπραγματεύσεις, σε διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Nεγκροπόντε στις 9 Ιουνίου 1319 μεταξύ τού Δον Αλφόνσο και ολόκληρης τής Εταιρείας από τη μια πλευρά και τού Ενετού βαΐλου, των συμβούλων του και των φεουδαρχών τού Νεγκροπόντε αφετέρου. Η εκεχειρία επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τα Χριστούγεννα.

Ο Αλφόνσο και η Εταιρεία συμφωνούσαν να μην εξοπλίζουν ούτε να διατηρούν σκάφη στον Σαρωνικό κόλπο ή στα ύδατα γύρω από το Nεγκροπόντε. Τέτοια σκάφη, όπως αυτά που οι Καταλανοί ήδη διέθεταν, έπρεπε να βγουν στη στεριά, να αφαιρεθεί μια σανίδα από το κάτω μέρος κάθε σκάφους και να αποθηκευτούν όλα τα ξάρτια στην Ακρόπολη. Οι Καταλανοί μπορούσαν να χρησιμοποιούν τον Κορινθιακό κόλπο για τέτοια άοπλη ναυτιλία, όπως ήδη έκαναν. Δεν θα υποδέχονταν κουρσάρους στο αθηναϊκό δουκάτο. Και δεσμεύονταν για την καταβολή προστίμου 5.000 υπέρπυρων για οποιαδήποτε παράβαση των όρων τής εκεχειρίας.52 Η συνθήκη αυτή ανανεώθηκε τον Μάιο 1321 και ξανά σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στη Θήβα τον Απρίλιο τού 1331,53 ενώ και τις δύο φορές η Εταιρεία συμφώνησε να παραμένει υπόχρεη για το πρόστιμο σε περιπτώσεις παραβίασης των δεσμεύσεών της, οι οποίες τώρα περιείχαν μισή ντουζίνα ή περισσότερα πρόσθετα άρθρα, όπως ότι οι Καταλανοί δεν έπρεπε να συνάπτουν περαιτέρω συμμαχίες με τούς Τούρκους, ενώ δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να τούς βοηθούν σε επιδρομές στο νησί τού Νεγκροπόντε ή στις ενετικές κτήσεις στο Αιγαίο.54 Με την πάροδο τού χρόνου αυτή η συνθήκη ανανεωνόταν ή επιβεβαιωνόταν συχνά, σε μια περίπτωση ακόμη και για είκοσι χρόνια, αν και οι Καταλανοί και οι Ενετοί είχαν συχνά την ευκαιρία να αλληλοκατηγορούνται για παραβιάσεις της.55 Στο ζήτημα αυτό η Δημοκρατία είχε καλύτερες επιδόσεις από την Εταιρεία, αλλά φυσικά ήσαν οι Ενετοί εκείνοι που ωφελήθηκαν από τη συνθήκη, ενώ πάντοτε επέμεναν ότι οι Καταλανοί δεν έπρεπε να διατηρούν εξοπλισμένα πλοία στον Πειραιά.

Η παπική αντίθεση προς την Καταλανική Εταιρεία συνεχίστηκε με αμείωτο σθένος και στις 4 Σεπτεμβρίου 1318, όταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τού Καταλανού βασιλιά Σικελίας και των Ενετών είχαν προχωρήσει, ο καρδινάλιος επίσκοπος Νικόλαος τής Όστιας και τού Βελλέτρι έγραψε στον δόγη και στο συμβούλιο τής Βενετίας για τις ανησυχητικές ειδήσεις σχετικά με τούς Καταλανούς, που έπαιρνε συνεχώς η παπική κούρτη από την Ελλάδα.56 Όμως σύμφωνα με τον Καρλ Χοφ, που παραθέτει ενετικό έγγραφο τής 6ης Δεκεμβρίου 1317, ο Δον Αλφόνσο Φαντρίκε είχε ήδη αποσυρθεί από την πρωτεύουσα και το νησί τού Νεγκροπόντε, διατηρώντας μόνο τα επίμαχα κάστρα τής Καρύστου και των Άρμενων (Larmena).57 Η καταλανική και η τουρκική πειρατεία δεν μπορούσαν να ελεγχθούν,58 αλλά σοβαρής κλίμακας εχθροπραξίες με τούς Ενετούς φαίνεται ότι δεν ανανεώθηκαν μετά την απόσυρση τού Δον Αλφόνσο από το Νεγκροπόντε, ενώ, όπως είδαμε, ισχυριζόταν τον Ιούνιο τού 1318 ότι τηρούσε την «εκεχειρία και ειρήνη», που είχε ήδη η Εταιρεία με τούς Ενετούς. Μια συνεννόηση μεταξύ Καταλανών και Ενετών δεν εύρισκε οπαδούς στην παπική κούρτη και στις 2 Αυγούστου 1319, τότε περίπου που έγινε γνωστή στην Αβινιόν η είδηση τής καταλανικής-ενετικής ειρήνης τού Ιουνίου, ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ έγραψε στον Γκωτιέ ντε Φουσερόλ (1311-1324), οπαδό τού Μπριέν στο Άργος και το Ναύπλιο, καθώς και στους πολίτες και κληρικούς τής επισκοπής Αργολίδας, προτρέποντας τη συνέχιση τής νομιμοφροσύνης τους προς τον νεαρό Γκωτιέ Β’ και τη μητέρα του, τη δούκισσα τής Αθήνας.59 Οι Μπριέν προφανώς θα χρειάζονταν όλη τη διαθέσιμη τοπική στήριξη, γιατί τα έτη μετά το 1318-1319 ήσαν τα πιο ασφαλή και επιτυχημένα που θα απολάμβαναν οι Καταλανοί στην Ελλάδα. Ο Mουντανέρ έχει περιγράψει την άφιξη τού Δον Αλφόνσο Φαντρίκε στον Πειραιά με δέκα γαλέρες. Γιος βασιλιά, ικανός και επιθετικός, ο Aλφόνσο ήταν ο πιο σημαντικός Καταλανός που εγκαταστάθηκε ποτέ στο αθηναϊκό δουκάτο, ζώντας μερικές φορές στην Αθήνα, χωρίς αμφιβολία στο βουργουνδικό παλάτι στην Ακρόπολη.60 Έγινε σύντομα αποδεκτός ως φίλος και σύμμαχος από τον μεγάλο Λομβαρδό μεγιστάνα Βονιφάτιο τής Βερόνας, τριάρχη τού Νεγκροπόντε, ο οποίος τού έδωσε κατά πάσα πιθανότητα την κόρη του Μαρούλλα (Μαρία) σε γάμο το 1317:

Και αυτοί [οι Καταλανοί] ήσαν πολύ ευχαριστημένοι και σύντομα προμηθεύτηκαν γυναίκα για αυτόν [τον Φαντρίκε] και τού έδωσαν για σύζυγο την κόρη τού κυρίου Μπονιφάτσο τής Βερόνα, στην οποία είχαν αφεθεί όλα όσα διέθετε ο κύριος Μπονιφάτσο, δηλαδή το ένα τρίτο τής πόλης και τού νησιού τού Nεγκροπόντε και δεκατρία πλήρη κάστρα στην ενδοχώρα τού δουκάτου των Αθηνών [που ο Βονιφάτιος είχε λάβει ως φέουδα από τον Βουργουνδό δούκα Γκυ Β’ ντε λα Ρος]. …61 Και από αυτήν την κυρία ο Εν [Δον στα καταλανικά] Aλφόνσο Φεντερίκο είχε πολλά παιδιά και ήταν η καλύτερη κυρία και η σοφότερη που υπήρξε ποτέ στη χώρα αυτή. Και σίγουρα είναι μια από τις πιο όμορφες χριστιανές τού κόσμου. Την είδα στο σπίτι τού πατέρα της, όταν ήταν περίπου οκτώ ετών. …62

Όταν πέθανε ο Βονιφάτιος τής Βερόνα στα τέλη φθινοπώρου τού 1317, ο Δον Αλφόνσο ήταν έτοιμος να διεκδικήσει τις αξιώσεις τής συζύγου του στην πατρική κληρονομιά της και κατέλαβε αμέσως τα κάστρα τού Βονιφάτιου Κάρυστο και Άρμενα στο νησί τού Νεγκροπόντε. Ο Θωμάς ή Τομμασάτσο τής Βερόνα, ο οποίος φαίνεται ότι (για οποιονδήποτε λόγο) είχε σχεδόν αποκληρωθεί από τον πατέρα του, διεκδικούσε επίσης τα κάστρα των Άρμενων (Στύρων) και τής Καρύστου. Ο Θωμάς ήταν Ενετός πολίτης, αλλά όπως ενημέρωσαν την ενετική κυβέρνηση απεσταλμένοι τού βασιλιά Φρειδερίκου Β’, ο Βονιφάτιος τής Βερόνας κατείχε αυτά τα κάστρα ως φέουδα από τον Ζαν ντε Νογιέρ ντε Μαισύ και ο τελευταίος είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα τής Μαρούλλας σε αυτά και τής τα είχε επισήμως αναθέσει, αποφασίζοντας ενάντια στις διεκδικήσεις τού Θωμά, ενώ ο τελευταίος είχε δηλώσει ρητά ότι αποδεχόταν αυτή την απόφαση.63 Όμως ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ διαμαρτυρήθηκε ότι ο Θωμάς τής Βερόνα είχε αποστερηθεί την κληρονομιά του,64 ενώ οι Ενετοί, που έβλεπαν με φόβο την καταλανική κατοχή τής Καρύστου και των Άρμενων, απαιτούσαν την παράδοσή τους στη Δημοκρατία, υποσχόμενοι κάπως ασαφώς ότι θα αντιμετώπιζαν με πλήρη δικαιοσύνη τις διεκδικήσεις τής Μαρούλλας.65 Ο Δον Αλφόνσο διατηρούσε την κατοχή τής Καρύστου, αν και οι Ενετοί φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει τα Άρμενα. Αργότερα επέστρεψαν ορισμένα χωριά στο νησί τού Nεγκροπόντε (γύρω από τα Άρμενα) στον Θωμά τής Βερόνα. Όταν ο τελευταίος πέθανε το Φεβρουάριο τού 1326, η αδελφή του Μαρούλλα διεκδίκησε τα κτήματά του. Όταν η Μαρούλλα και, θεωρητικά, ο Δον Αλφόνσο προσπάθησαν να μπουν στην πόλη τού Νεγκροπόντε την 1η Μαρτίου για να αποτίσουν φόρο τιμής στους τριάρχες Πιέτρο ντάλλε Κάρτσερι, Μπεατρίς ντε Νογιέ ντε Μαισύ και Μπαρτολομέο Β’ Γκίζι, αρνήθηκαν και οι τρεις στην κυρία την είσοδο στην πόλη, όπου αυτή είχε έρθει «με μεγάλη επιχείρηση ενόπλων ανδρών» (cum magna comitatu armatorum), για να αποτίσει φόρο τιμής για τα εν λόγω εδάφη και φέουδα. Γιατί το νησί βρισκόταν, όπως έγραψαν στον δόγη, υπό την προστασία τής Βενετίας, και επειδή φοβούνταν τις συνέπειες τής καταλανικής κατοχής των εν λόγω φρουρίων στο Νεγκροπόντε, η Σινιορία έπρεπε να αναφέρει την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί.66 Όμως οι Ενετοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσεις στον Φαντρίκε, γιατί αν και είχαν αποφευχθεί οι σημαντικές εχθροπραξίες, ήταν γνωστό στη Βενετία ότι η καταλανική-τουρκική πειρατεία αποτελούσε σχεδόν αμείωτη απειλή. Όσο για το κάστρο τής πόλης τής Καρύστου, η Βενετία δεν το εξασφάλισε από την οικογένεια Φαντρίκε μέχρι το 1365-1366.67

Όσο για τον Δον Αλφόνσο, αυτός έγινε άρχοντας των Σαλώνων υπό συνθήκες που δεν γνωρίζουμε, αλλά ίσως το φέουδο επιστράφηκε στην Εταιρεία ύστερα από τον θάνατο χωρίς κληρονόμους τού Ρότζερ Ντέσλωρ και τής συζύγου του, τής χήρας τού Θωμά Γ’ ντ’ Ωτρεμανκούρ). Ο Δον Αλφόνσο πιθανώς κατείχε στον βορρά τα κάστρα των Φαρσάλων, τού Δομοκού, τού Zειτουνίου και τού Γαρδικιού, ενώ στον νότο σίγουρα κατείχε εκείνα τού Λιδωρικιού και τής Βιτρινίτσας. Όπως η Nεοπάτρα, έτσι και το Σιδηρόκαστρο αποτελούσε περιουσία τού Στέμματος. Η δεκαετία τού 1320 ήταν η περίοδος εξουσίας και επιτυχίας τού Δον Αλφόνσο. Ήταν γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) από το 1317 μέχρι περίπου το 1330. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο τής απομάκρυνσής του από το αξίωμα. Στις 20 Νοεμβρίου 1330 έγινε κληρονομικός κόμης Μάλτας και Γκότσο στην κεντρική Μεσόγειο.68 Από τη σύζυγό του Μαρούλλα είχε πάρει την ηγεμονία τής Αίγινας και την οχυρωμένη πόλη τής Καρύστου στο νησί τού Νεγκροπόντε. Επίσης η Μαρούλλα τού έδωσε πέντε γιους, που όλοι τους θα έπαιζαν σημαντικούς ρόλους στην ιστορία τού καταλανικού δουκάτου τής Αθήνας. Οι συμπατριώτες τού Δον Αλφόνσο είχαν κακή φήμη σε ολόκληρη την Ελλάδα και τα νησιά. Πολλοί από αυτούς ήσαν πειρατές και δουλέμποροι. Ένας Ενετός που αποβιβάστηκε από καταλανικό πλοίο στο λιμάνι τού Σαν Νικολό (τον σημερινό Αυλαίμονα), στην ανατολική ακτή τού νησιού τού Τσιρίγο (Κύθηρα), παρατήρησε σε βοσκό που συνάντησε: «Μείνε μακριά από αυτούς τούς Καταλανούς, γιατί είναι κακιά φάρα…»69

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια τής τέταρτης ή των αρχών τής πέμπτης δεκαετίας τού αιώνα οι Καταλανοί έχασαν τις βόρειες κατακτήσεις τού Δον Αλφόνσο, δηλαδή τις οχυρωμένες πόλεις των Φαρσάλων, τού Δομοκού και τού Γαρδικιού, ενώ μετά τις επιτυχίες των Σέρβων και Αλβανών υπό τον Σέρβο τσάρο Στέφανο Ντούσαν, ο οποίος το 1348 κατέκλυσε τη Θεσσαλία καθώς και την Ήπειρο, δεν είχαν πιθανότητες να τις ανακτήσουν.70 Όμως οι Καταλανοί κατείχαν ακόμη την πόλη τής Nεοπάτρας μέχρι το 1390, οπότε αυτή υπέκυψε στην πολιορκία κάποιου «κυρίου Αρνέρ» (Micer Arner), αναμφίβολα τού Φλωρεντινού Νέριο Ατσαγιόλι, ο οποίος είχε κατακτήσει την Αθήνα δύο χρόνια πριν.71

Είκοσι χρόνια μετά την ήττα και τον θάνατο τού πατέρα του, ο νεαρός Γκωτιέ Β’ [Δ’] ντε Μπριέν προσπάθησε να ανακτήσει το χαμένο δουκάτο τής Αθήνας. Η μητέρα του, η Ζαν ντε Σατιγιόν και ο πατέρας της, ο κοντόσταυλος τής Γαλλίας, είχαν υποστηρίξει σταθερά τα συμφέροντά του ενώπιον τού πάπα, τού βασιλιά τής Νάπολης, τού δόγη τής Βενετίας και τού βασιλιά τής Γαλλίας. Η απώλεια τού δουκάτου συνεπαγόταν μεγάλο κόστος, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν προκάλεσε στην οικογένεια των Μπριέν «διαμάχη και διαφωνία». Όταν ενηλικιώθηκε, ο νεαρός Γκωτιέ Β’ ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να παραλάβει από τη μητέρα του τα εδάφη του «απαλλαγμένα και ελεύθερα από κάθε είδους χρέη», αλλά η μητέρα του διαμαρτυρήθηκε ότι το βάρος τής δαπάνης ήταν πάρα πολύ μεγάλο για να μπορέσει να το κάνει. Τον Ιανουάριο τού 1321 ο βασιλιάς Φίλιππος τής Γαλλίας αποφάνθηκε επί τής μεταξύ τους διαφοράς: ο Γκωτιέ θα πλήρωνε μέχρι 7.000 «λίρες Τουρ» (livres tournois) και η μητέρα του το υπόλοιπο των χρεών των Μπριέν «πέρα από τη θάλασσα».72 Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ ήταν έτοιμος να βοηθήσει τον Γκωτιέ να επανακτήσει το δουκάτο, «το οποίο είναι αρχαία και πατρογονική κληρονομιά [του]» και στις 14 Ιουνίου 1330, καθώς ο Γκωτιέ ετοίμαζε εκστρατεία εναντίον των Καταλανών, ο πάπας εξέδωσε σταυροφορική βούλλα για λογαριασμό του. Ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και οι αρχιεπίσκοποι Οτράντο, Κορίνθου και Πατρών πήραν την εντολή να κηρύξουν σταυροφορία, με «πλήρη συγχώρεση όλων των αμαρτιών τους» σε όσους συμμετείχαν εναντίον των Καταλανών, «των σχισματικών, υιών τής απωλείας και μαθητών τής ανομίας, στερημένων από κάθε λογική και απεχθών».73 Στις 21 Ιουλίου 1330 ο βασιλιάς Ροβέρτος τής Νάπολης χορήγησε άδεια στους φεουδαρχικούς υποτελείς του να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη εκστρατεία τού Μπριέν εναντίον τής Καταλανικής Εταιρείας στο δουκάτο τής Αθήνας και, με κάποιες επιφυλάξεις, απάλλασσε από τη φεουδαρχική υπηρεσία που όφειλαν στη βασιλική αυλή εκείνους που θα αγωνίζονταν μαζί με τον Μπριέν «κατάλληλα εξοπλισμένοι με όπλα και άλογα» (armis et equis decenter muniti).74 Στις 12 Οκτωβρίου ο βασιλιάς Ροβέρτος δημοσίευσε σε όλο το βασίλειό του την παπική βούλλα (της 14ης Ιουνίου) που ανακοίνωνε τη σταυροφορία.75

Τον Απρίλιο τού 1331 οι Ενετοί ανανέωσαν τη συνθήκη τους με τούς Καταλανούς και έδωσαν στον Γκωτιέ λίγο θάρρος και καθόλου βοήθεια, καθώς ο ίδιος συγκέντρωνε τον Αύγουστο τις δυνάμεις του στο Μπρίντιζι. Η εκστρατεία του ξεκίνησε αρκετά καλά. Ως εκπρόσωπος (vicar) τού πρίγκηπα τού Τάραντα, μέλος τής οικογένειας τού οποίου είχε παντρευτεί, ο Γκωτιέ κατέλαβε το νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδα), το οχυρό τής Βόνιτσας στην ηπειρωτική χώρα και την Άρτα, την πρωτεύουσα τού δεσποτάτου τής Ηπείρου, αναγκάζοντας τον κόμη Ιωάννη Β’ Ορσίνι τής Κεφαλονιάς να αναγνωρίσει την επικυριαρχία τού βασιλιά Ροβέρτου. Αλλά όταν διέσχιζε τη χερσόνησο προς Αττική και Βοιωτία, οι Καταλανοί δεν θα αντιμετώπιζαν τούς Γάλλους ιππότες του και τούς πεζούς τής Τοσκάνης σε μάχη. Παρέμεναν στην Ακρόπολη και πίσω από τις επάλξεις της κάτω πόλης των Αθηνών και παρά το γεγονός ότι κατέστρεψαν το κάστρο τού Σαιν Ομέρ (από το οποίο ένας τετράγωνος πύργος παραμένει ακόμη) στην Καδμεία, ώστε να μη μπορέσει να το καταλάβει, ο Γκωτιέ προφανώς απέτυχε να διεισδύσει ακόμη και στα πρόσθετα τείχη τής Θήβας. Ρήμαξε την ύπαιθρο, αλλά οι πόροι του εξαντλούνταν. Στις 28 Φεβρουαρίου 1332, στη Φραγκισκανική εκκλησία τού Αγίου Νικολάου στην Πάτρα, όπου ο Γκωτιέ είχε κατά πάσα πιθανότητα εγκαταστήσει το επιτελείο του, ο αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος Φρανγκιπάνι (1317-1337) διακήρυξε και πάλι την ποινή τού αφορισμού των Καταλανών.76 Ο Γκωτιέ δεν εύρισκε πουθενά υποστήριξη από στους Έλληνες, οι οποίοι δεν έβλεπαν τον λόγο γιατί να προτιμούν τη γαλλική από την καταλανική κυριαρχία. Η αποστολή υπήρξε δαπανηρή αποτυχία και ο Γκωτιέ επέστρεψε στο Μπρίντιζι προς το τέλος τού καλοκαιριού τού 1332, φορτωμένος με χρέη. Είχε κερδίσει για τον εαυτό του τη Λευκάδα και τη Βόνιτσα, είχε αποκαταστήσει για χρόνια την επικυριαρχία των Ανδεγαυών επί τής Ηπείρου και ίσως είχε κάνει ασφαλέστερη την από μέρους του κατοχή των φέουδων τού Άργους και τού Ναυπλίου στον Μοριά.

Ο Γκωτιέ δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα, αλλά κατά τη διάρκεια των ετών 1334 και 1335 μιλούσε για νέα εκστρατεία εναντίον των Καταλανών σφετεριστών τού δουκάτου του, ενώ και πάλι η παπική κούρτη τής Αβινιόν έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει. Στις 12 Αυγούστου 1334 ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ ενέκρινε βιτριολική βούλλα αφορισμού των Καταλανών,77 η οποία στάλθηκε στον αρχιεπίσκοπο Γουλιέλμο Φρανγκιπάνι τής Πάτρας. Στις 29 Δεκεμβρίου 1335 ο Γουλιέλμος δημοσίευσε τη βούλλα εναντίον των ηγετών τής Καταλανικής Εταιρείας, δηλαδή τού δούκα Γουλιέλμου τού Ραντάτσο, τού Δον Αλφόνσο Φαντρίκε και των γιων τού Πέδρο και Τζέημς, τού γενικού εκπροσώπου τής Εταιρείας Νικολάου Λάνσια, τού στρατάρχη Όντο ντε Νοβέλλες και πλήθους άλλων.78 Όμως η επιτυχία εξαρτιόταν από τη Βενετία και στις 4 Νοεμβρίου 1335 η Σινιορία, εκφράζοντας τη βαθιά αγάπη της, αρνήθηκε να τον βοηθήσει, αν και αυτή τη φορά τού διέθεσαν τη χρήση των κρατικών γαλερών στη Γλαρέντζα ή στα εδάφη του στον Μοριά,79 γνωρίζοντας αναμφίβολα ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά κι άλλη εκστρατεία.

Αν και οι πιθανότητες τού Γκωτιέ για ανάκτηση τού αθηναϊκού δουκάτου απομακρύνονταν ολοένα περισσότερο με το πέρασμα των χρόνων, χρησιμοποίησε όλες τις διαθέσιμες ευκαιρίες για να υπενθυμίζει στον δόγη και τον πάπα τις διεκδικήσεις του επί τού δουκάτου και την ανομία των Καταλανών.80 Αλλά ο ανεξάρτητος αρχιεπίσκοπος τής Θήβας, ο Δομινικανός Ισνάρ Τακόνι, τον οποίο ο Κλήμης Ε’ είχε ανακηρύξει κατ’ όνομα πατριάρχη Αντιοχείας (το 1311) και ο Ιωάννης ΚΒ’ είχε επαναφέρει στη Θήβα το 1326,81 είχε δει πολλά με τούς Γάλλους και τούς Καταλανούς στην Ελλάδα και προφανώς δεν ήθελε να δει τον Γκωτιέ να ανακτά το δουκάτο. Ο Iσνάρ ήταν φιλο-Γιβελλίνος (φιλο-αυτοκρατορικός) από την εποχή του στην Παβία και εχθρικός προς τον Γκωτιέ, ο οποίος τον Μάρτιο τού 1337 τον κατήγγειλε στον πάπα Βενέδικτο ΙΒ’ και ζήτησε την ανανέωση τής μομφής κατά τής Καταλανικής Εταιρείας.82 Δύο χρόνια αργότερα, ύστερα από περαιτέρω έρευνα, ο Βενέδικτος όχι μόνο συναίνεσε στο αίτημα τού Γκωτιέ, αλλά διέταξε τούς εκπροσώπους (vicars) στην Κωνσταντινούπολη και στο Νεγκροπόντε να καλέσουν τον Ισνάρ και τον εκπρόσωπό του Γρηγόριο τής Παβίας, επίσης Δομινικανό, να εμφανιστούν εντός έξι μηνών στην παπική κούρτη στην Αβινιόν, για να αντιμετωπίσουν τις κατηγορίες ότι είχαν αγνοήσει τον αφορισμό από τον Ιωάννη ΚΒ’ των Καταλανών «εισβολέων, καταληψιών και σφετεριστών» (invasores, occupatores et detentores) τού αθηναϊκού δουκάτου, παρουσία των οποίων ο Ισνάρ είχε σκοπίμως κάνει λειτουργία και για λογαριασμό των οποίων είχε δημοσιεύσει ψευδώς δήλωση, ότι ο παπισμός είχε άρει την ποινή τού αφορισμού που τούς είχε επιβάλει.83 Όμως τώρα πια πρέπει να ήταν σαφές σε όλους, ότι ο Γκωτιέ δεν είχε καμία πιθανότητα να ανακτήσει το δουκάτο. Και όμως η ιστορία δεν είχε ακόμη τελειώσει μαζί του, γιατί το 1342-1343 ενίσχυσε τη φήμη του (ή την κακή του φήμη) ως τύραννος τής Φλωρεντίας. Πολέμησε στο Κρεσύ τον Αύγουστο τού 1346, ενώ πέθανε μια δεκαετία αργότερα (τον Σεπτέμβριο τού 1356) ως τελευταίος τής γενεαλογίας του και κοντόσταυλος τής Γαλλίας στο Πουατιέ.

Ο Δον Αλφόνσο Φαντρίκε είχε απομακρυνθεί από το αξίωμα τού γενικού εκπροσώπου πριν από την εκστρατεία τού Μπριέν το 1331-1332. Οι Ενετοί είχαν ενδεχομένως ζητήσει την αντικατάστασή του ως βασική προϋπόθεση για την ουδετερότητά τους. Ανεξάρτητα από τον λόγο, οι διάδοχοί του ήσαν λιγότερο επιθετικοί και οι Καταλανοί δεν απέκτησαν περαιτέρω εδάφη στην Ελλάδα. Αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα οι Ενετοί στο Nεγκροπόντε και στα νησιά τού Αιγαίου είχαν αυξανόμενους λόγους να φοβούνται επιθέσεις από τούς Τούρκους των εμιράτων τής Ανατολίας.84 Οι Ενετοί φαίνεται να είχαν σκεφτεί ότι χωρίς τον Δον Αλφόνσο η Καταλανική Εταιρεία θα τούς βοηθούσε να προστατεύσουν τις ακτές από τις τουρκικές επιθέσεις. Στις 4 Μαρτίου 1339 η Γερουσία ψήφισε να ενημερώσει τον βαΐλο τού Nεγκροπόντε ότι «αν οι Καταλανοί είναι διατεθειμένοι να συνεισφέρουν χρηματικό ποσό για το σχηματισμό αρμάδας, ο βαΐλος μπορεί να εισπράξει τα χρήματα που θα καταβάλουν, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που θα κάνει μαζί τους, ενώ στη συνέχεια η εν λόγω αρμάδα πρέπει να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, όπως αυτός φαίνεται καλύτερος στον βαΐλο και το συμβούλιό του».85 Όμως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι Καταλανοί συνέβαλαν στην «αρμάδα», που φαίνεται να προοριζόταν ως περίπολος ακτής.

Μετά τον θάνατο τού Δον Αλφόνσο (περίπου το 1338), οι καταλανικές σχέσεις με την ενετική αποικία στο Nεγκροπόντε εμφανίζονται να βελτιώνονται σταδιακά. Οι ηγέτες τής Εταιρείας αναμφίβολα πίστευαν ότι η συνεχιζόμενη ενετική ουδετερότητα θα συνέβαλε στην αντιστάθμιση τής επιρροής τού Γκωτιέ ντε Μπριέν στις γαλλικές αυλές τής Αβινιόν και τής Nάπολης. Έτσι ενετικό έγγραφο τής 6ης Ιουλίου 1346 μάς πληροφορεί για δάνειο 9.000 υπερπύρων, που δόθηκε στον Μάρκο Σοράντσο, τον Ενετό βαΐλο τού Νεγκροπόντε, από τον Μπερενγκέρ ντε Πιγκβέρντε, «στρατιώτη και πολίτη τής Αθήνας» (miles et civis Athenarum).86 Το δάνειο θα βοηθούσε τον Σοράντσο να σηκώσει «το φορτίο των δαπανών, με τις οποίες η Δημοκρατία είναι βαριά φορτωμένη». Ο Πιγκβέρντε είχε υπογράψει την καταλανική-ενετική ανακωχή τού 1321. Όμως οι Ενετοί εύρισκαν ακόμη ευκαιρίες, από καιρό σε καιρό, να παραπονούνται για καταλανική βία και πειρατεία, γιατί τον Μάρτιο τού 1350 η Σινιορία εξέφρασε τη δυσφορία της για μια επίθεση εναντίον Ενετών υπηκόων στο Πτελεόν από «μέλη τής Εταιρείας και Αλβανούς», ενώ κατήγγειλε την πειρατική συμπεριφορά τού Πέδρο [Α’] Φαντρίκε, τού μεγάλου γιου τού Δον Αλφόνσο.87 Ο Δον Πέδρο είχε διαδεχθεί τον πατέρα του ως άρχοντας Σαλώνων, Λιδωρικιού, Βιτρινίτσας, Αίγινας και ενδεχομένως Zειτουνίου, αλλά κάποια στιγμή μεταξύ 1350 και 1355 το Στέμμα «ανακάλεσε» τα φέουδά του, για λόγους, όπως έγραφε ο Φρειδερίκος Γ’ τον Δεκέμβριο τού 1355, «οι οποίοι πιστεύουμε ότι δεν είναι άγνωστοι σε εσάς». Όμως τα διασωζόμενα έγγραφα δεν παρέχουν τούς λόγους τής ανάκλησης. Μετά τον θάνατο τού Πέδρο (πριν από το 1355), ο αδελφός τού Ιάκωβος (Τζέημς) ξαναπήρε τα φέουδα, τα οποία ο πατέρας τους είχε ευχηθεί να αναλάβει αυτός σε περίπτωση θανάτου τού Πέδρο χωρίς κληρονόμους.88

Ένας τρίτος αδελφός, ο Ιωάννης, ήταν άρχοντας τής Αίγινας και τής Σαλαμίνας τον Απρίλιο τού 1350, όταν ο πάπας Κλήμης ΣΤ’ χορήγησε εξαίρεση για τον γάμο του με τη Μαρούλλα Ζακκαρία, κόρη τής Γουλιέλμα Παλαβιτσίνι, τής «κυρίας των Θερμοπυλών», από τον πρώτο της σύζυγο Μπαρτολομέο Ζακκαρία. Παρά το γεγονός ότι η Μαρούλλα και ο Ιωάννης Φαντρίκε συνδέονταν με τον απαγορευμένο τρίτο βαθμό συγγένειας, ο Κλήμης χορήγησε την εξαίρεση, γιατί ήταν απαραίτητος ο ισχυρός βραχίονας τού Ιωάννη για να προστατεύσει την μαρκιωνία τής Γουλιέλμα στη Boυδονίτσα από εισβολές Τούρκων και Αλβανών.89 Ένας τέταρτος αδελφός, ο Βονιφάτιος, κληρονόμησε από τη μητέρα του, τη Μαρούλλα τής Βερόνα, το κάστρο τής πόλης τής Καρύστου στο Νεγκροπόντε, καθώς και ορισμένες άλλες ιδιοκτησίες στην Αττική, τις οποίες το 1359, ύστερα από μακρά διαμονή στη Σικελία, επέστρεψε στην Ελλάδα για να διεκδικήσει.90 Από έγγραφα σχετικά με τούς Ιάκωβο και Βονιφάτιο Φαντρίκε μπορεί να γραφεί μεγάλο μέρος τής ιστορίας τού αθηναϊκού δουκάτου μέχρι την τελευταία περίπου δεκαετία τής καταλανικής κυριαρχίας στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Αν και ο Μπερενγκέρ ντε Πιγκβέρντε μπόρεσε να δανείσει χρήματα το 1346 στον βαΐλο τού Νεγκροπόντε, η Καταλανική Εταιρεία ελάχιστα μπόρεσε να κάνει για να βοηθήσει τούς Ενετούς και να ανταποκριθεί στις παραινέσεις τού πάπα εναντίον των Τούρκων των εμιράτων τής Ανατολίας. Λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών της πόρων, η Βενετία δεν ήταν τόσο βαριά φορτωμένη, όσο ακόμη και η πατρίδα τής Εταιρείας, η Αραγωνία-Καταλωνία. Η καταλανική αυτοκρατορία βρισκόταν πιθανότατα στο αποκορύφωμά της, αλλά οι πόλεμοι τού βασιλιά Πέδρο Δ’, ο οποίος αργότερα έγινε δούκας Αθήνας και Nεοπατρών (το 1380), θα εξαντλούσαν τις δυνατότητες των δραστήριων συμπατριωτών του. Οι Καταλανοί μπορούσαν να προωθήσουν τις φιλοδοξίες τους απέναντι στους εχθρικούς Γενουάτες και τούς Μαυριτανούς τής Βόρειας Αφρικής μόνον αν η ναυτική τους δύναμη ανταποκρινόταν στις μεγάλες απαιτήσεις που τούς επέβαλλαν οι άστατες συνθήκες τής εποχής. Τα καταλανικά συμφέροντα στη Σαρδηνία, στην Κορσική, στη Σικελία και στα ελληνικά δουκάτα μπορούσαν να προστατεύονται μόνο με επαρκή αριθμό γαλερών και πλοίων μεταφοράς και με τη στρατολόγηση επαρκών πληρωμάτων και μαχίμων δυνάμεων. Μάλιστα οι Καταλανοί είχαν υπερεκταθεί στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ τα μέσα και το ανθρώπινο δυναμικό τού Στέμματος τής Αραγωνίας στραγγίζονταν για τη διάθεση τού ναυτικού εξοπλισμού, που ήταν απαραίτητος για την αντιμετώπιση δυτικών αντιπάλων όπως οι Μαυριτανοί και οι Γενουάτες.91 Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των τελευταίων, ο Δον Πέδρο Δ’ κοίταζε φυσικά προς τη Βενετία, ενώ το 1351 ακόμη και οι Καταλανοί στο αθηναϊκό δουκάτο ενεπλάκησαν περιφερειακά στην επανέναρξη τού μακροχρόνιου εμπορικού πολέμου μεταξύ Βενετίας και Γένουας (1350-1355). Την 1 Ιουνίου 1351 ο Δον Πέδρο υπενθύμισε στους συμπατριώτες του «στη Ρωμανία» τούς ισχυρούς δεσμούς έμφυτης νομιμοφροσύνης, τούς οποίους αυτοί γνώριζαν πολύ καλά και οι οποίοι τούς έδεναν με τα εδάφη καταγωγής τους.92 Δεν μπορούμε εδώ να ασχοληθούμε με αυτόν τον πόλεμο, πού ήταν τόσο σημαντικός στην ιστορία τού Βυζαντίου. Έγινε ειρήνη την 1η Ιουνίου 1355, αλλά ο πόλεμος συνεχίστηκε χρόνια αργότερα επί τού ζητήματος τής κατοχής τής Τενέδου και ολοκληρώθηκε με την ειρήνη τού Τορίνο τον Αύγουστο τού 1381, μετά την τελική επιτυχία των Ενετών στην Κιότζα.93

Για δεκαετίες η παπική κούρτη τής Αβινιόν θεωρούσε ότι οι Καταλανοί στην Ελλάδα δεν διέθεταν χριστιανική ανδρεία, αν και το Φεβρουάριο τού 1341 ο πάπας Beνέδικτος ΙΒ’ έγραφε στον Ερρίκο τού Άστι, τον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, καθώς και στον επίσκοπο τού Νεγκροπόντε, ότι θα υποδεχόταν τούς επιτρόπους τούς οποίους η Εταιρεία ήθελε να στείλει στην κούρτη, για να εξετάσουν την επιστροφή των Καταλανών «στην αγκαλιά τής Μητρός εκκλησίας».94 Το 1342 πέθανε ο δύσκολος, αλλά κατά πάσα πιθανότητα φιλο-Καταλανός, Ισνάρ Τακόνι. Ο Καρμελίτης μοναχός Φίλιππος, πρώην επίσκοπος Σαλώνων (1332-1342), τον αντικατέστησε ως αρχιεπίσκοπος τής Θήβας,95 αλλά τώρα πια ο ειρηνικός Βενέδικτος ΙΒ’ ήταν επίσης νεκρός και οι καταλανικές ελπίδες για συμφιλίωση είχαν πεθάνει μαζί του. Ο Βενέδικτος είχε προσπαθήσει να οργανώσει ένωση των μεγάλων δυνάμεων εναντίον των Τούρκων, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, και ο διάδοχός του Κλήμης ΣΤ’ προωθούσε σχέδια για σταυροφορία. Ο Λατίνος πατριάρχης Ερρίκος τού Άστι διορίστηκε παπικός λεγάτος στην Ανατολή στις 31 Αυγούστου 1343,96 ενώ στις 21 Οκτωβρίου ο Κλήμης τού έδωσε εντολή να προσπαθήσει να επιφέρει «ειρήνη και ομόνοια» μεταξύ τού Γκωτιέ ντε Μπριέν και τής καταλανικής Μεγάλης Εταιρείας, προκειμένου να μπορέσει να ανοίξει ο δρόμος για επίθεση εναντίον των Τούρκων.97 Μετά τον θάνατο τού Ερρίκου τού Άστι στη Σμύρνη, κατά την τουρκική επίθεση τής 17ης Ιανουαρίου 1345, ο Κλήμης ανέθεσε στον Ραϋμόν Σακέ, επίσκοπο τής Τερουάν, τον οποίο είχε ορίσει ως νέο λεγάτο στην Ανατολή, να συνεχίσει τις προσπάθειες για ειρήνη μεταξύ Γκωτιέ και Εταιρείας, γιατί η ειρήνη αυτή ήταν σημαντική για την κήρυξη πολέμου κατά των Τούρκων.98

Υπήρχε προφανώς διαδεδομένη πεποίθηση, ότι η Καταλανική Εταιρεία θα μπορούσε να είναι χρήσιμη στη σταυροφορία και στις 15 Ιουνίου 1346, κατόπιν εντολής τού δελφίνου Ουμβέρτου Β’ Βιεννουά, που βρισκόταν τότε στην Ανατολή για τη δεύτερη σταυροφορία τής Σμύρνης, ο Κλήμης ΣΤ’ δήλωσε έτοιμος να άρει, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα τού Γκωτιέ ντε Μπριέν, την ποινή τού αφορισμού και την απαγόρευση που είχε επιβάλει πολύ πριν στους Καταλανούς και στις περιουσίες τους, εφόσον η Εταιρεία διέθετε εκατό ιππείς, για να υπηρετήσουν για τρία χρόνια με τον σταυροφορικό στρατό τού Ουμβέρτου.99 Όμως, όπως γνωρίζουμε, η Καταλανική Εταιρεία δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία και έτσι (ίσως ύστερα από μικρή διακοπή) οι απαγορεύσεις ανανεώθηκαν αυτόματα. Όμως το 1354-1355, όταν ο βασιλιάς Πέδρο Δ’ τής Αραγωνίας προσπαθούσε να αποκτήσει την κατοχή τής πολυπόθητης κάρας τού Αγίου Γεωργίου, προστάτη τής Καταλωνίας, λείψανο που φυλασσόταν στο κάστρο τής Λιβαδειάς,100 υποσχέθηκε στην Εταιρεία ότι θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να αρθεί η απαγόρευση υπό την οποία τούς είχε θέσει ο Άγιος Πατέρας στην Αβινιόν με πρωτοβουλία τού Γκωτιέ ντε Μπριέν.101 Στις 16 Σεπτεμβρίου 1356 ο Δον Πέδρο έγραψε στον καρδινάλιο Πιέρ ντε Κρος), ζητώντας του να επιδιώξει την άρση τής απαγόρευσης «για τη σύγχυση των απίστων Τούρκων και των σχισματικών Ελλήνων, εχθρών τής Ρωμαιοκαθολικής πίστης»,102 ενώ στις 3 Δεκεμβρίου 1358 ο πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ’ ανέστειλε για ένα χρόνο τις ποινές αφορισμού και απαγόρευσης.103 Όμως ανανεώθηκαν «ακριβώς όπως και πριν», ενώ στις 25 Δεκεμβρίου 1363 αφαιρέθηκαν και πάλι για τρία χρόνια από τον πάπα Ούρμπαν Β’.104 Σε περίπτωση που ο Πατέρας τους στον ουρανό ήταν τόσο αμείλικτος όπως ο Πατέρας τους στην Αβινιόν, οι Καταλανοί έπρεπε να χάσουν κάθε ελπίδα για τη βασιλεία των ουρανών.

Τον Απρίλιο ή Μάιο τού 1362 υπήρξε εξέγερση στην πρωτεύουσα πόλη των Θηβών εναντίον τού τυραννικού γενικού εκπροσώπου (vicar-general) Πέδρο ντε Που, ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με τη σύζυγό του Αντζελίνα, τον Μιχαήλ Όιλερ αρχιμανδρίτη τού θηβαϊκού καθεδρικού ναού και έξι ακόμη από τούς πιο προεξέχοντες υποστηρικτές του.105 Ο ισχυρός και πεισματάρης Ρότζερ ντε Λουρία, ο οποίος ήταν στρατάρχης τής Εταιρείας για δέκα σχεδόν χρόνια (πριν από τον Δεκέμβριο τού 1354) και υπήρξε επικεφαλής τής αντιπολίτευσης στον ντε Που, ανέλαβε καθήκοντα και χρησιμοποιούσε σαφώς τον τίτλο τού γενικού εκπροσώπου από το 1362 μέρι το 1366, όταν ο Φρειδερίκος Γ’ τής Σικελίας αναγκάστηκε τελικά να νομιμοποιήσει τον σφετερισμό του.106 Δεν γνωρίζουμε τι συνέβαινε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αυτής τής περιπετειώδους άνοιξης τού 1362, αλλά η θηβαϊκή πανωλεθρία αναμφίβολα προκάλεσε ενθουσιασμό στη βασιλική αυλή στη Σικελία.

Οι πηγές υποδεικνύουν ότι ο Πέδρο ντε Που ήταν ανεπαρκής κυβερνήτης, άδικος και άπληστος, αλλά προφανώς ήταν σε θέση να υπολογίζει στον αρχιμανδρίτη τής Θήβας, τον Μιχαήλ Όλλερ, που είχε πεθάνει χωρίς διαθήκη. Όπως και άλλοι στην εποχή του, ο Όλλερ είχε προφανώς βρει την εκκλησιαστική ζωή συμβατή με τη συσσώρευση πλούτου, γιατί εκτός από άλλη περιουσία, λέγεται ότι είχε αφήσει ποσό μετρητών ύψους περίπου 5.000 ή 6.000 χρυσών ρεαλιών (regales) Μαγιόρκας.107 Παρά το γεγονός ότι οι λογαριασμοί τού Όλλερ δεν υφίστανται πια για να ελεγχθούν, μπορούμε ασφαλώς να αναρωτηθούμε ποιο μέρος από τα μετρητά του και τα «άλλα καλά» (alia bona) είχαν παρθεί από την περιουσία τού εκλιπόντος Σιρέλλο ντι Πιέτρο ντ’ Ανκόνα, αρχιεπίσκοπου τής Θήβας.

Ο πάπας Ούρμπαν Ε’ αναρωτιόταν το ίδιο πράγμα όταν στις 3 Νοεμβρίου 1363 έγραφε στον Φραγκισκανό μοναχό Θωμά, αρχιεπίσκοπο Πάρου και Νάξου, ότι ο προκάτοχός του Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε μάθει ότι όλα τα κινητά αγαθά, η περιουσία και το εισόδημα τού εκλιπόντος Σιρέλλο ντ’ Ανκόνα προορίζονταν κατάλληλα για την Αγία Έδρα. Παρ’ όλα αυτά, ο προσφάτως εκλιπών Μιχαήλ Όιλερ και οι συνεργοί του είχαν αρπάξει παράνομα τα υπάρχοντα τού Σιρέλλο και είχαν αναλάβει το εισόδημά του. Ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ έδινε λοιπόν εντολή στον Θωμά τής Πάρου, στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Νικόλαο και στον επίσκοπο Άνδρου Νικόλαο να προχωρήσουν σε πλήρη διερεύνηση των περιουσιακών στοιχείων τού Σιρέλλο, πράγμα που ο Θωμάς προσπάθησε να κάνει, αλλά ανέφερε στην παπική κούρτη στην Αβινιόν ότι αντιμετώπιζε εμπόδιο. Όταν σε εκτέλεση τής παπικής εντολής διεκδίκησε την περιουσία τού Όιλερ για το αποστολικό ταμείο, παρενέβη κάποιος Γκριφόν από το Αρέτσο, ένας εφημέριος τής Κορώνης. Ο Γκριφόν αυτοπαρουσιαζόταν ως γενικός εκπρόσωπος τού Πιέρ Τομά, τώρα αρχιεπισκόπου Κρήτης και τότε επισκόπου Κορώνης. Ο Πιέρ Τομά είχε υπάρξει για κάποιο χρονικό διάστημα αποστολικός λεγάτος στα «υπερπόντια εδάφη» (partibus ultramarinis), ενώ αργότερα αύξησε τη φήμη του με τον ρόλο που διαδραμάτισε στη σταυροφορία τής Αλεξάνδρειας το 1365. Ο Γκριφόν δήλωνε ότι τα κινητά αγαθά τού Όιλερ είχαν ειδικά κρατηθεί με παπικές επιστολές για τον Πιέρ Τομά, ενώ για το ίδιο πράγμα προειδοποίησε τόσο τούς αρχιεπισκόπους Πάρου και Αθηνών κατά τη διάρκεια τής έρευνάς τους, όσο και τον αρχιεπίσκοπο Θηβών Παύλο. Ο Γκριφόν μάλιστα τούς ενημέρωσε όλους ότι αντιμετώπιζαν την προοπτική αφορισμού αν ενεργούσαν αντίθετα προς την ειδική αποστολή, την οποία τού είχε αναθέσει ο λεγάτος Πιέρ. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Θωμάς τής Πάρου, όπως έγραφε στον πάπα, σταματούσε την εκτέλεση τής παπικής αποστολής μέχρι να μπορέσει να πάρει περαιτέρω οδηγίες από την Αβινιόν. Εκείνη την εποχή ο πάπας Ούρμπαν μπορούσε να συμβουλευτεί τον ίδιο τον λεγάτο Πιέρ Τομά, γιατί ο Πιέρ βρισκόταν στην Αβινιόν, έχοντας μόλις επιστρέψει από την Ανατολή. Ο λεγάτος δεν γνώριζε τίποτε για οποιαδήποτε παπική παραχώρηση τής ιδιοκτησίας τού Όιλερ (ούτε για την περιουσία τού εκλιπόντος Σιρέλλο), ενώ αρνιόταν ότι είχε ποτέ εξουσιοδοτήσει τον Γκριφόν να τη διεκδικήσει για λογαριασμό του. Ο πάπας λοιπόν έδωσε εντολή στον αρχιεπίσκοπο Πάρου να αναλάβει και να επιστρέψει στην Αγία Έδρα τις περιουσίες και τα εισοδήματα που είχε αφήσει ο Σιρέλλο (οι οποίες αποτελούσαν το κυρίως ζητούμενο), παρά την υποτιθέμενη εντολή προς τον Γκριφόν ή οποιονδήποτε άλλον αιτούντα, οποιουδήποτε βαθμού ή κατάστασης, εμφανιζόταν στο προσκήνιο. Ο Θωμάς τής Πάρου έπρεπε, αν χρειαζόταν, να προσφύγει στον κοσμικό βραχίονα, ενώ όποιος προσπαθούσε να τον εμποδίσει εξέθετε τον εαυτό του σε αφορισμό.108

Τον Αύγουστο τού 1362 ο στρατάρχης Ρότζερ ντε Λουρία είχε αρπάξει από Ενετό πολίτη χρήματα ή τιμαλφή αξίας μεγαλύτερης των 500 υπέρπυρων,109 και γι’ αυτόν ή κάποιον άλλο λόγο οι Καταλανοί στο αθηναϊκό δουκάτο θα εμπλέκονταν σύντομα σε ένοπλες συρράξεις με τούς Ενετούς τού Νεγκροπόντε, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι το 1365. Υπήρχε διχόνοια στα καταλανικά δουκάτα. Ο Ρότζερ, μη διαθέτοντας νομική βάση για την άσκηση τής εξουσίας του, στράφηκε προς τούς Τούρκους για βοήθεια, όπως είχε κάνει ο Δον Αλφόνσο πριν περισσότερα από σαράντα χρόνια. Μάλιστα στις αρχές τού 1363 οι Τούρκοι έγιναν δεκτοί εντός των τειχών τής Θήβας. Ο Παύλος, ο αρχιεπίσκοπος τής Θήβας (1357-1366) και αργότερα Λατίνος πατριάρχης,110 καθώς και τρία άλλα σπουδαία πρόσωπα εμφανίστηκαν ενώπιον τού Φρειδερίκου Β’ στη Σικελία, φερόμενοι ως «απεσταλμένοι ή πρεσβευτές που είχαν σταλεί από ορισμένους δήμους … των εν λόγω δουκάτων». Στα μέσα τού καλοκαιριού τού 1363 είπαν στη βασιλική αυλή για τούς Τούρκους στρατιώτες στη Θήβα και ο Φρειδερίκος τώρα διόριζε ξανά έναν πρώην γενικό εκπρόσωπο (vicar-general), τον Ματέο ντε Μονκάδα, στην επίσημη διοίκηση των δουκάτων. Ο Μονκάδα έπρεπε να απελευθερώσει τούς πιστούς υπηκόους τού βασιλικού δούκα από τον εν μέσω τούς καταυλισμό των απίστων. Έπρεπε επίσης να χορηγήσει αμνηστία. Να αναλάβει τα κάστρα στη βασιλική επικράτεια. Να διορίσει αξιωματούχους και να πάρει από αυτούς όρκους φεουδαρχικής υποταγής στο όνομα τού βασιλιά. Και να συλλέγει τα έσοδα τού Στέμματος για την ενίσχυση τής ακολουθίας του και τη συντήρηση των βασιλικών κάστρων.111 Αν και ο Μονκάδα δεν επιχείρησε ο ίδιος στην Ελλάδα, έστειλε ένοπλη ομάδα, η οποία απερίσκεπτα προσπάθησε να συλλάβει ορισμένους οπαδούς τού ανυπότακτου στρατάρχη Ρότζερ ντε Λουρία, οι στρατιώτες των οποίων, περιλαμβανομένων των Τούρκων μισθοφόρων, νίκησαν γρήγορα τη δύναμη τού Μονκάδα.112 Κύριος σύμμαχος τού Ρότζερ στη διάρκεια αυτών των μηνών ήταν ο αδελφός τού Ιωάννης, ενώ η παπική κούρτη τής Αβινιόν συγκλονίστηκε από τη χρησιμοποίηση Τούρκων για την εξασφάλιση τής θέσης τους.113

Όσον αφορά την κοινή γνώμη, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να έχει κανείς Τούρκους συμμάχους. Το προηγούμενο έτος (τον Μάρτιο τού 1363), ο Ιωάννης Β’ τής Γαλλίας και ο Πέτρος Α’ τής Κύπρου είχαν πάρει το σταυρό σε επίσημη τελετή στην Αβινιόν, όπως είδαμε, ενώ στην παπική κούρτη μιλούσαν πολύ για επερχόμενη σταυροφορία. Ο Ούρμπαν Ε’, ειρηνικός από τη φύση του, Bενεδικτίνος μοναχός, ασκητικός και μορφωμένος, ήταν ομοίως πρόθυμος για τη συνέχιση τής σταυροφορίας. Είχε σκανδαλιστεί από το γεγονός ότι «στην πόλη τής Θήβας και σε άλλα γύρω μέρη κατοικεί βέβηλο πλήθος απίστων Τούρκων», όπως έγραφε στον αρχιεπίσκοπο τής Πάτρας στις 27 Ιουνίου 1364, «και προσπαθούν διαρκώς να επιτεθούν στα εδάφη τής εκκλησίας σας τής Πάτρας και σε άλλες κοντινές περιοχές που ανήκουν στους πιστούς». Ο Ούρμπαν καλούσε τον αρχιεπίσκοπο, «φλεγόμενος από την αγάπη τού Θεού και με θέρμη για την πίστη Του, πρέπει να ξεσηκωθείτε κατά των εν λόγω Τούρκων, γενναία και τόσο ισχυρά, όσο σάς επιτρέπει η δύναμή σας, έτσι ώστε να απωθηθούν οι εν λόγω Τούρκοι από το δεξί χέρι τού Θεού, που παρέχει ανδρεία σε εσάς και στο λοιπό προσωπικό …, και βγαίνοντας μπροστά ως πραγματικός πυγμάχος τού Χριστού, να μπορέσετε να κερδίσετε πληρέστερα με τον τρόπο αυτό το βραβείο τής αιώνιας ανταμοιβής και την πληρότητα τής χάριτός μας.114

Την ίδια μέρα ο Ούρμπαν απεύθυνε επιστολή ζοφερής διαμαρτυρίας προς τούς αδελφούς Ρότζερ και Ιωάννη ντε Λουρία, «που κηλιδώνετε τη φήμη και τις ψυχές σας» (vestras famam et animas maculantes), διατάζοντας να διώξουν τούς Τούρκους μισθοφόρους τους και να πάρουν τα όπλα εναντίον τους, να επιστρέψουν στη θηβαϊκή εκκλησία τα αγαθά και τις περιουσίες που τής είχαν αρπάξει και να δεχτούν και πάλι τον αρχιεπίσκοπο Παύλο, που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την έδρα του.115

Ο Ανδεγαυός βαΐλος τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας και ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο δεσπότης τού Μυστρά, μαζί με τούς Ενετούς και τούς Ιωαννίτες Ιππότες, χρησιμοποίησαν από κοινού τούς πόρους τους για να καταπολεμήσουν τον τουρκικό κίνδυνο. Οι Τούρκοι νικήθηκαν σε ναυμαχία στα ανοικτά των Μεγάρων, που ήταν το νότιο φρούριο τού καταλανικού δουκάτου των Αθηνών. Έχασαν τριανταπέντε πλοία και στράφηκαν προς τα τείχη τής Θήβας για ασφάλεια και βοήθεια από τον Ρότζερ ντε Λουρία. Αλλά μακροπρόθεσμα οι ηττημένοι Τούρκοι θα ήσαν φτωχός σύμμαχος και ο αγανακτισμένος πάπας, ο εχθρικός Ανδεγαυός και οι σοφοί Ενετοί θα ήσαν οι λάθος εχθροί. Ο Λουρία επιδίωξε ειρήνη με τούς Ενετούς στο Νεγκροπόντε και στις 25 Ιουλίου 1365 η Γερουσία, με κάποιες επιφυλάξεις, επικύρωσε την παύση των εχθροπραξιών και ενημέρωσε γι’ αυτό τον βαΐλο τους στο Nεγκροπόντε.116 Όταν οι Τούρκοι είχαν αναχωρήσει από τη Θήβα και η ειρήνη με τούς Ενετούς είχε αποκατασταθεί, επανεγκαθιδρύθηκαν στενές σχέσεις ανάμεσα στους ανυπότακτους Καταλανούς τού αθηναϊκού δουκάτου με επικεφαλής τον στρατάρχη ντε Λουρία και στον βασιλιά και δούκα τους στη μακρινή Σικελία.

Όταν φαίνονταν να έχουν περάσει οι αβεβαιότητες τής εξέγερσης και τού πολέμου, οι ελεύθεροι κάτοικοι των δουκάτων συναντήθηκαν στα δημοτικά τους συμβούλια για να εξετάσουν το μέλλον. Στη συνέχεια, κατά τις τελευταίες ημέρες τού Δεκεμβρίου τού 1366, συγκλήθηκε γενική συνέλευση στη Θήβα, όπου ετοιμάστηκε αναφορά για να υποβληθεί στον βασιλιά Φρειδερίκο Γ’ τής Σικελίας. Στις 2 Ιανουαρίου 1367 ο καγκελάριος τής Μεγάλης Εταιρείας τοποθέτησε τη σφραγίδα τού Αγίου Γεωργίου στο έγγραφο, το οποίο ο Ρούμπιο ι Λουχ έχει ονομάσει «Άρθρα τής Θήβας», ενώ στις 18 Μαΐου ο βασιλιάς στη Μεσσίνα απαντούσε στα αιτήματα των υπηκόων του στο εξωτερικό ένα προς ένα, καθώς διαβαζόταν σε αυτόν το κείμενο. Ο Φρειδερίκος επέμενε στη διατήρηση τού τελικού του δικαιώματος να διορίζει στα σημαντικά κάστρα τής Λιβαδειάς, Nεοπάτρας και Σιδηροκάστρου, αλλά συμφωνούσε να συνεχίσει ο στρατάρχης Ρότζερ ντε Λουρία ως γενικός εκπρόσωπος, για τον οποίο βέβαια δεν διέθετε καμία εναλλακτική λύση. Συμφωνούσε επίσης για αμνηστία στον Ρότζερ και τούς οπαδούς του και για την απαλλοτρίωση λίγο-πολύ τής περιουσίας τού εκλιπόντος Πέδρο ντε Που υπέρ τού στρατάρχη, ως αποζημίωση για τα έξοδα που είχε αναλάβει και τις απώλειες που είχε υποστεί.117 Ο Ρότζερ είχε νικήσει, αλλά σε λιγότερα από τρία χρόνια ο θάνατος θα τον απομάκρυνε από τη σκηνή.

Τα Άρθρα τής Θήβας βοήθησαν να εξασφαλιστούν κάποια χρόνια δύσκολης ειρήνης στα δουκάτα, αν και φυσικά οι Καταλανοί είχαν εξωτερικούς εχθρούς. Το 1370-1371 οι ανηψιοί τού Γκωτιέ Β’ ντε Μπριέν (οι γιοι τής αδελφής του Ισαβέλλας), δηλαδή ο κόμης Ιωάννης ντ’ Ενγιέν τού Λέτσε, ο κόμης Λουδοβίκος (Louis) τού Κονβερσάνο και ο Γκυ, άρχοντας τού Άργους και τού Ναυπλίου, ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον των Καταλανών.118 Απέτυχαν όμως να κερδίσουν ενετική υποστήριξη για να τούς βοηθήσει να αποσπάσουν το αθηναϊκό δουκάτο από εκείνη τη «φαύλη Εταιρεία των Καταλανών, που είχε αρπάξει και κατείχε ακόμη το εν λόγω δουκάτο ενάντια στον Θεό και τη δικαιοσύνη».119 Οι Μπριέν κληρονόμοι αναγκάστηκαν λοιπόν να δεχτούν ανακωχή με τούς Καταλανούς τον Αύγουστο τού 1371, ενώ ακόμη και μια πρόταση γαμήλιας συμμαχίας μεταξύ των Eνγιέν και Λουρία δεν κατέληξε πουθενά.120 Στο μεταξύ οι Καταλανοί στην Αθήνα, που παρακολουθούσαν με ανησυχία την ανίκανη διακυβέρνηση τού βασιλιά Φρειδερίκου Γ’ στη Σικελία, την εμμονή τού Ενγιέν, καθώς και την ολοένα αυξανόμενη απειλή των Τούρκων, είχαν «σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις» ρωτήσει τη βασίλισσα Eλεονώρα τής Αραγωνίας, σύζυγο τού βασιλιά Πέδρο Δ’ και αδελφή τού Φρειδερίκου Γ’, «αν ήταν πρόθυμη να τούς δεχθεί ως υποτελείς». Τον Ιούνιο τού 1370 η Αυτής Μεγαλειότητα πληροφορούσε τον βασιλικό αδελφό της στη Σικελία, ότι ήταν διατεθειμένη να αναλάβει τα καταλανικά δουκάτα στην Ελλάδα και έκανε γι’ αυτό προβλέψεις συνολικού ύψους περίπου 100.000 φλουριών.121 Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν κατέληξαν πουθενά και οι Καταλανοί στην Αθήνα και τη Νεοπάτρα θα περίμεναν για άλλη μια δεκαετία, μέχρι να βρουν για τον εαυτό τους κάποιον άμεσα αναφερόμενο στο «ιερό στέμμα τής Αραγωνίας».

Το κύρος τού Φρειδερίκου Γ’ μεταξύ των ηγεμόνων τής Ευρώπης φαινόταν να ενισχύεται το 1372, όταν η βασίλισσα Ιωάννα Α’ τής Νάπολης εγκατέλειψε τελικά τις διεκδικήσεις των Ανδεγαυών επί τού βασιλείου τής Σικελίας και ο πάπας Γρηγόριος ΙΑ’ δέχθηκε και πάλι τον σικελικό κλάδο τού οίκου τής Βαρκελώνης στις πτυχές τής εκκλησίας.122 Την εποχή εκείνη ο Γρηγόριος ήταν πολύ αναστατωμένος, όπως και ο θείος του Κλήμης ΣΤ’ μια γενιά πριν, από τον κίνδυνο που απειλούσε τα λατινικά κράτη στην Ελλάδα, επειδή τεράστιοι αριθμοί Τούρκων μετέφεραν τις επιθέσεις τους «στα όρια τού βασιλείου τής Σερβίας, τής Αλβανίας, τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας και τού δουκάτου τής Αθήνας». Στις 13 Νοεμβρίου 1372, ύστερα από το δακρύβρεχτο αίτημα τού αρχιεπισκόπου Φραγκίσκου τής Nεοπάτρας (1369;-1376), ο Γρηγόριος συγκάλεσε διάσκεψη τού μεγαλύτερου μέρους των χριστιανών ηγεμόνων τής Ανατολικής Ευρώπης και τής Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και των δόγηδων τής Βενετίας και τής Γένουας, που θα συναντιούνταν στη Θήβα, που «θεωρείται ότι είναι πιο κατάλληλο από κάθε άλλο μέρος». Η διάσκεψη θα πραγματοποιούνταν την 1η τού επόμενου Οκτωβρίου (1373) και κάθε ηγεμόνας έπρεπε να στείλει αντιπροσώπους με πλήρη εξουσιοδότηση «να διαπραγματευτούν και να διαμορφώσουν μια ένωση ιεραρχών, ηγεμόνων και μεγιστάνων, οι οποίοι θα συμφωνούσαν να δεσμευτούν σε αυτή την ένωση [εναντίον των Τούρκων], να συμβάλλουν σε αυτήν και να προσφέρουν και να υποσχεθούν την εγγυημένη βοήθεια μιας ένοπλης δύναμης, που έπρεπε να διατηρείται σε στεριά και θάλασσα». Η Αυτού Αγιότητα προειδοποιούσε για τούς κινδύνους των καθυστερήσεων και των δυσκολιών τής απόστασης και καλούσε κάθε αποδέκτη τής πρόσκλησής του να αρχίσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων για ανάληψη δράσης εναντίον των Τούρκων, χωρίς να περιμένει τη συγκέντρωση των εκπροσώπων στη διάσκεψη.123 Τα αποτελέσματα τής παπικής προτροπής είναι αβέβαια, αλλά προφανώς η διάσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.124 Ένωση λατινικών κρατών δεν ήταν δυνατή εκείνη την εποχή, ενώ ακόμη και αν ήταν, οι Καταλανοί δεν ήσαν σε θέση να βοηθήσουν μια χριστιανική συμμαχία. Προς το τέλος τού 1374 ο Νέριο Ατσαγιόλι, ο Φλωρεντινός άρχοντας τής Κορίνθου, κατέλαβε ξαφνικά το καταλανικό κάστρο των Μεγάρων,125 το οποίο έλεγχε τον δρόμο από Ισθμό προς Αθήνα και Θήβα, ενώ κατά τη διάρκεια των ετών Έλληνες και Τούρκοι συνέχιζαν συνεχώς να παρενοχλούν το αθηναϊκό δουκάτο.126

Έχουμε αρκετές ακριβείς πληροφορίες για την εκκλησιαστική οργάνωση των καταλανικών δουκάτων Αθηνών και Nεοπατρών, αν και φυσικά σημαντικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Υπήρχαν τρεις επαρχίες (αυτές των Αθηνών, Θηβών και Nεοπατρών), οι οποίες αναφέρονταν θεωρητικά στον Λατίνο «πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως», ο οποίος υπαγόταν πάντοτε στον παπισμό, στην Αβινιόν και τελικά στη Ρώμη. Οι δικαιοδοσίες των αρχιεπισκόπων Θηβών και Nεοπατρών βρίσκονταν εξ ολοκλήρου μέσα σε καταλανική επικράτεια, αλλά αυτή τού αρχιεπισκόπου Αθηνών επεκτεινόταν πέρα από τα όρια των δουκάτων. Η ιστορία τής Λατινικής Εκκλησίας στην Ανατολή περιπλέκεται πάντοτε από τις σκιώδεις φυσιογνωμίες των κατ’ όνομα (titular) επισκόπων, που αιωρούνται μέσα στα έγγραφα. Η παράδοση των θρησκευτικών κανόνων τοποθετούσε έναν επίσκοπο στην έδρα του, αλλά αυτός δεν μπορούσε να ζήσει σε μια επισκοπή, όσο αρχαία κι αν ήταν αυτή, η οποία ήταν πια πολύ φτωχή και δεν μπορούσε να τον στηρίξει ή είχε καταληφθεί από απίστους ή σχισματικούς, που τού αρνιόντουσαν τη διαμονή. Και φυσικά τέτοια μη-διαμονή δεν θα τού κόστιζε το αρχιερατικό αξίωμα. Όταν η δυσκολία ματαιώνει τις καλές προθέσεις, τότε πρόκειται για δοκιμασία τής αρετής και όχι για σημάδι αποδοκιμασίας. Άλλωστε και ο Άγιος Παύλος είχε ναυαγήσει καθ’ οδόν, όταν ερχόταν να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην Ιταλία.

Κατ’ όνομα επίσκοποι κατεχομένων ανατολικών εδρών ήσαν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τα δικαιώματα και τούς τίτλους τού αξιώματος, ενώ μερικές φορές τέτοιες επισκοπικές έδρες είχαν μεγάλες περιουσίες στην Ευρώπη. Μεταξύ των πολλών επισκόπων που κάλπαζαν σηκώνοντας σκόνη στους δρόμους τού 14ου αιώνα ορισμένοι ήσαν κατ’ όνομα (titulars), που υπηρετούσαν τον παπισμό και τα διάφορα θρησκευτικά τάγματα σε σημαντικές διπλωματικές αποστολές προς λαϊκές και εκκλησιαστικές αρχές, ενώ μεταξύ των απεσταλμένων και εκκλησιαστικών συμβούλων των καταλανικών βασιλέων τής Σικελίας και τής Aραγωνίας βρίσκουμε κατ’ όνομα επισκόπους εδρών «στα μέρη τής Ελλάδας» (in partibus Graeciae), που δεν είδαν ποτέ τούς καθεδρικούς τους ναούς και ίσως είχαν απομακρυσμένη μόνο ιδέα για το που πραγματικά βρίσκονταν. Ένας αρχιεπίσκοπος Νεοπατρών ή επίσκοπος Zειτουνίου στην παπική κούρτη στην Αβινιόν δεν διαδραμάτιζε κανένα ρόλο στην ιστορία τής Ελλάδας.

Παρά το γεγονός ότι ο παπισμός πετσόκοβε το δικαίωμα τής συνέλευσης των κληρικών μιας περιοχής να εκλέγουν αρχιεπισκόπους και επισκόπους, φαίνεται ότι οι εφημέριοι εξέλεγαν τούς Λατίνους αρχιεπισκόπους Αθηνών κατά το πρώτο μισό τού 14ου αιώνα. Η μικρή συνέλευση των κληρικών τής Δαύλειας φαίνεται ότι εξέλεγε τούς επισκόπους της για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα. Οι εφημέριοι μερικές φορές προσπαθούσαν να διατηρήσουν το δικαίωμά τους να εκλέγουν ενάντια στις παραβιάσεις τής κούρτης, αλλά όπου το κατόρθωσαν, τα ονόματα των αξιωματούχων έχουν γενικά εξαφανιστεί. Το παπικό δικαίωμα κράτησης (reservation) και διορισμού στο αξίωμα έχει διατηρήσει τα ονόματα των αξιωματούχων στα μητρώα των αρχείων τού Βατικανού. Έτσι κάποιες φορές γνωρίζουμε τούς λάθος ανθρώπους, γιατί αυτοί δεν πήγαν ποτέ στην Ελλάδα.127

Δεδομένου ότι ο Λατίνος πατριάρχης και οι αρχιεπίσκοποι αντιδρούσαν σε αυτόν τον περιορισμό που προσπαθούσε να επιβάλει η παπική κούρτη στην εξουσία τους, επέμεναν να αναγορεύουν επισκόπους στην Ελλάδα, μερικές φορές ακόμη και σε καθεδρικούς ναούς, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν πια. Με άλλα λόγια δημιουργούσαν κατ’ όνομα (titular) επισκόπους. Ένα τέτοιο ενδιαφέρον παράδειγμα συνέβη το 1346, όταν ο Νικόλαος Σάλαμον, ο μόνος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Αθηνών που μάς είναι πραγματικά γνωστός κατά τη διάρκεια τού πρώτου μισού αυτού τού αιώνα,128 διόρισε τον Καρμελίτη αδελφό Άλμπερτ ντε Νογκέριο ως επίσκοπο Κορώνειας (Carminensis), η οποία παραδοσιακά αποτελούσε επισκοπή υπαγόμενη στην Αθήνα, αλλά είχε σαφώς εξαφανιστεί ως εκκλησία, «μη διαθέτοντας εφημέριους και κλήρο» (canonicis et clero carens). Λόγω τού «κενού» που είχε προκληθεί από τον θάνατο τού προηγούμενου επισκόπου Κορώνειας, ο Νικόλαος Σάλαμον διόρισε τον αδελφό Αλβέρτο στον άνευ περιεχομένου τίτλο και κάλεσε όσους ήθελαν να κάνουν ένσταση να το πράξουν εντός προθεσμίας οκτώ ημερών «ενώπιόν μας, στο σπίτι που κατοικούμε, στο Νεγκροπόντε» (coram nobis in domibus nostre habitationis Nigroponte), από όπου είναι σαφές ότι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών κατοικούσε τότε στο Νεγκροπόντε. Ο Νικόλαος είχε ζητήσει από τον αρχιεπίσκοπο Φίλιππο τής Θήβας, που ήταν και ο ίδιος Καρμελίτης και πιθανώς υποστηρικτής τού αδελφού Αλβέρτου, να δημοσιεύσει το «διάταγμα τής εκλογής», πράγμα που έγινε στις 13 Σεπτεμβρίου (1346), με την τοποθέτησή του για οκτώ μέρες στις πύλες τής νέας εκκλησίας στη Θήβα, όπου ο αδελφός Αλβέρτος ζούσε ως εφημέριος. Στις 25 Σεπτεμβρίου ένας συμβολαιογράφος ετοίμασε ένορκη βεβαίωση (affidavit), δεόντως υπογεγραμμένη από μάρτυρες, η οποία πιστοποιούσε τη δημοσίευση τής προκήρυξης (και μάς έχει προσφέρει το κείμενό της), ενώ, δεδομένου ότι δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις όσον αφορά την προαγωγή τού αδελφού Αλβέρτου, ο Νικόλαος προχώρησε αναμφίβολα στη χειροτονία του ως επισκόπου Κορώνειας.129

Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών μπορεί ενδεχομένως να είχε επιδιώξει την επικύρωση τής εκλογής τού αδελφού Αλβέρτου από τον Λατίνο πατριάρχη, αλλά είναι μάλλον απίθανο να ενημέρωσε κανείς την κούρτη στην Αβινιόν, όπου μια τέτοια εκλογή θα θεωρούνταν άκυρη, αν και ο πάπας μπορούσε κάλλιστα να προχωρήσει ο ίδιος στην επιλογή τού αδελφού Αλβέρτου, για να διατηρήσει την αμφιλεγόμενη αρχή τής παπικής αναγόρευσης στην επισκοπή. Αλλά ήταν πάντοτε δυνατό να μάθει η κούρτη για την κενή θέση στην επισκοπή Κορώνειας (όταν για παράδειγμα θα γινόταν προσπάθεια να συλλεγεί η περιουσία τού αποθανόντος αξιωματούχου, την οποία θα διεκδικούσε το παπικό ταμείο), χωρίς να ακούσει ποτέ για την προαγωγή τού αδελφού Αλβέρτου. Ο πάπας μπορούσε στη συνέχεια να διορίσει στο αξίωμα αυτό κάποιον ιεράρχη τής κούρτης ή κάποιον βοηθητικό κάπου στη Γερμανία, κι έτσι μια μη υφιστάμενη επισκοπή θα είχε δύο επισκόπους, γεγονός που εξηγεί τις επισκοπικές «δυάδες» που έχει εντοπίσει ο Λένερτς στις Θερμοπύλες (Βουδονίτσα), στα Σάλωνα, στο Ζειτούνιον και πιθανώς στα Μέγαρα.130

Η Αθήνα μάς μαγεύει όλους και σε κάθε περίοδο τής ιστορίας της διεγείρει το ενδιαφέρον. Στον αιώνα πριν από την 4η Σταυροφορία η ιστορική πόλη κατατασσόταν 24η κατά σειρά στην ιεραρχία των αρχιεπισκοπών στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η μητροπολιτική εξουσία τού αρχιεπισκόπου Αθηνών εκτεινόταν σε έντεκα υπαγόμενες σε αυτόν επισκοπές, τις οποίες ο Νείλος Δοξαπατρής προσδιορίζει για εμάς ως εξής (το 1142-1143): 1) Ευρίπου (αρχαίας Χαλκίδας, μεσαιωνικού Νεγκροπόντε), 2) Δαύλειας και 3) Κορώνειας στη Βοιωτία, 4) Άνδρου, 5) Ωρεών στο βόρειο άκρο τής Εύβοιας, 6) Σκύρου, 7) Καρύστου και 8) Πορθμού, 9) Αυλώνος, 10) Σύρου και Σερίφου και 11) Κέας (Τζιάς) και Θερμιών (αρχαίας Κύθνου) στις Κυκλάδες. Κάποια στιγμή αφότου ο Όθων ντε λα Ρος ανέλαβε την ηγεμονία τής Αθήνας το φθινόπωρο τού 1204, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, διορίστηκε κάποιος Μπεράρ ως πρώτος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Αθηνών, πιθανότατα το καλοκαίρι τού 1206. Τον Νοέμβριο τού 1206 και τον Φεβρουάριο τού 1209 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιβεβαίωσε τον Μπεράρ σε όλες τις εξουσίες, τις οποίες ο Έλληνας Μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης (1182-1204) είχε μόλις παύσει να ασκεί επί των εκκλησιών και των κληρικών τής αθηναϊκής επαρχίας.131

Ο εκκλησιαστικός διαχειριστής είναι τόσο συντηρητικός όσο και ο θεολόγος. Κατά τη διάρκεια λοιπόν ολόκληρου τού αιώνα τής βουργουνδικής αρχής δεν εισήχθησαν σαρωτικές αλλαγές στην επισκοπική διάρθρωση τής αθηναϊκής εκκλησίας. Στις 13 Φεβρουαρίου 1209 ο Ιννοκέντιος Γ’ επιβεβαίωσε (δεν δημιούργησε) τα δικαιώματα και τη δικαιοδοσία τού Μπεράρ επί των έντεκα επισκοπικών εδρών τής επαρχίας, οι οποίες τώρα διακρίνονταν ως εξής: 1) Νεγκροπόντε, 2) Θερμοπυλών (Βουδονίτσας), 3) Δαύλειας, 4) Αυλώνος, 5) Ωρεών, 6) Καρύστου, 7) Κορώνειας, 8) Άνδρου, 9) Μεγάρων, 10) Σκύρου και 11) Κέας.132 Βέβαια ο Μπεράρ είχε εφοδιάσει τον Ιννοκέντιο Γ’ με τις λεπτομερείς πληροφορίες που περιέχονταν στην επιβεβαίωση. Μπορεί επίσης να τον είχε εφοδιάσει και με μέρος τής ρητορικής με την οποία εκφράστηκε. Χρειάζεται απλώς να συγκρίνουμε τον κατάλογο των υπαγομένων στην Αθήνα επισκοπών τού Ιννοκέντιου με εκείνον τού Νείλου Δοξαπατρή, για να δούμε πόσο κοντά βρίσκονται.133 Παρ’ όλα αυτά η ζωή είχε αλλάξει πολύ στην Αθήνα. Ο ελληνικός ανώτατος κλήρος είχε οδηγηθεί στην εξορία, ενώ οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας επαναφιέρωσαν τον Παρθενώνα, το ναό τής Παναγίας Aθηνιώτισσας, στη Λατίνη Αγία Μαρία των Αθηνών (S. Mary of Athens), όπως έμελλε να παραμείνει αυτός μέχρι την τουρκική κατοχή τής πόλης.

Η αρχιεπισκοπή Αθηνών τέθηκε υπό την δικαιοδοσία τού Λατίνου πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης, αλλά η εξουσία και οι πόροι τής πατριαρχικής έδρας, που είχε κάποτε τολμήσει να αντισταθεί στον Ιννοκέντιο Γ’ και στον Ονώριο Γ’, είχαν υποχωρήσει τόσο πολύ, ώστε τον Μάιο τού 1241 ο Γρηγόριος Θ’ είχε διατάξει την πληρωμή φόρου δεκάτης, που έπρεπε να καταβληθεί στον Λατίνο πατριάρχη από τα έσοδα των καθεδρικών ναών, μοναστηριών και κληρικών, Λατίνων και Ελλήνων, στον Μοριά, στο Νεγκροπόντε και στα νησιά, που υπάγονταν στην τότε έδρα τής Κωνσταντινούπολης. Η πατριαρχική αξιοπρέπεια είχε βυθιστεί σε τέτοια θλιβερή ένδεια, που ο Γρηγόριος δεν μπορούσε να σκέφτεται τα δεινά της χωρίς θλίψη, «και όμως δεν υπήρχε κανένας πρόθυμος ή ικανός να απλώσει χέρι βοήθειας».134 Με την πτώση τής Λατινικής αυτοκρατορίας είκοσι χρόνια αργότερα (το 1261), μια κατάσταση που δεν μπορούσε να χειροτερεύσει δυστυχώς έγινε πολύ χειρότερη, μέχρις ότου ο θάνατος τού ηλικιωμένου επισκόπου Νεγκροπόντε Γκωτιέ ντε Ραι, συγγενούς τού σκοτωμένου δούκα Γκωτιέ Α’ τής Αθήνας, οδήγησε σε λύση, με την οποία θα μπορούσε να συντηρηθεί η πατριαρχική αξιοπρέπεια. Στις 8 Φεβρουαρίου 1314 ο πάπας Κλήμης Ε’ έθεσε τη νησιωτική επισκοπική έδρα υπό την ευθύνη τού Λατίνου πατριάρχη,135 που κέρδισε έτσι πρόσβαση στα έσοδα τού Νεγκροπόντε.

Αν και έχουμε μόλις δει κάτι για τον Νικόλαο Σάλαμον, οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών αποτελούν απλά ονόματα για εμάς κατά τη διάρκεια τού μεγαλύτερου μέρους τού 14ου αιώνα. Μετά τον θάνατο τού Νικολάου ο πάπας Κλήμης ΣΤ’ αναγόρευσε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τής Ακρόπολης (στις 8 Ιουνίου 1351) τον Ιωάννη, αρχιδιάκονο τού Χάνδακα στην Κρήτη.136 Έξι χρόνια αργότερα (στις 19 Ιουνίου 1357), ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ προήγαγε κάποιον Νίκολας ντε Ραϋνάλντο, Ενετό υποδιάκονο και αρχιμανδρίτη τού Νεγκροπόντε, τον οποίο η συνέλευση των κληρικών τού καθεδρικού ναού είχε εκλέξει ποιμένα τού ποιμνίου των Αθηνών. Αλλά επειδή ο Ιωάννης είχε πεθάνει «εκτός παπικής κούρτης» (extra Romanam curiam), ο πάπας διατηρούσε το δικαίωμα τής δέσμευσης αυτού τού διορισμού σε αξίωμα. Όμως ο Ιννοκέντιος αποδέχθηκε την προαγωγή τού Νίκολας ντε Ραϋνάλντο και ακυρώνοντας την εκλογή του από τη συνέλευση, τον αναγόρευσε ο ίδιος.137 Διάδοχός του ήταν ένας άλλος Ενετός, ο αδελφός Φραγκίσκος, Μινορίτης και επαρχιακός τού Τάγματος στη Ρωμανία. Κι αυτός εξελέγη από τούς πεισματάρηδες εφημέριους στην Αθήνα, «αλλά η φωνή τής συνέλευσης δεν είναι φωνή τού Θεού» (sed vox capituli non erat vox Dei) και ο Ούρμπαν Ε’ ακύρωσε την πράξη τους. Η επισκοπική θέση δεσμεύτηκε, αλλά ο Ούρμπαν διόρισε τον αδελφό Φραγκίσκο έτσι κι αλλιώς (στις 20 Αυγούστου 1365).138 Προφανώς ένας κατά τα άλλα άγνωστος Ιωάννης ακολούθησε τον Φραγκίσκο (σε χρονολογία επίσης άγνωστη), ενώ διάδοχος τού Ιωάννη ήταν ο Καταλανός Αντόνιο Μπάλλεστερ, επίσης Φραγκισκανός, που διορίστηκε από τον Ούρμπαν Ε’ στις 27 Μαρτίου 1370.139 Μόνο με τον Αντόνιο Μπάλλεστερ μπορεί να ειπωθεί ότι η αρχιεπισκοπική τής Αθήνας κατά τη διάρκεια τής καταλανικής εποχής είχε αρκετή ιστορία. Μέχρι τον θάνατό του το 1387 αποτελούσε εμφανή φυσιογνωμία στις ελληνο-λατινικές υποθέσεις.140

Λίγα χρόνια μετά τη φραγκική κατάκτηση τής Αττικής, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ υποχρεώθηκε να επιβάλει σε ορισμένους από τούς Λατίνους κληρικούς να υπηρετούν προσωπικά στον Παρθενώνα και να κατοικούν στην Αθήνα,141 ενώ γνωρίζουμε ότι στις αρχές τού 14ου αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών είχε το δικαίωμα να υποχρεώνει τούς υπαγόμενους σε αυτόν να αναλαμβάνουν προσωπικά διαμονή στις επισκοπές τους.142 Αν η ζωή στην Αθήνα ήταν οδυνηρή (όπου ακόμη και ο αρχιεπίσκοπος φαίνεται ότι συνήθως διέμενε στο Nεγκροπόντε κατά τη διάρκεια τής καταλανικής εποχής), πρέπει να ήταν σχεδόν αφόρητη στη Nεοπάτρα, όπου οι αρχιεπίσκοποι απέφευγαν επίσης για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα να διαμένουν στην αρχιεπισκοπή τους. Ο πιο γνωστός από αυτούς ήταν ο Δομινικανός αδελφός Φερρέρ ντ’ Άμπελλα. Στις 27 Ιουνίου 1323 ο Ιωάννης ΚΒ’ τού ανέθεσε την αρχιεπισκοπική έδρα Νεοπατρών με τον βαθμό τού επισκόπου, καθώς και με τον υψηλό έπαινο για «γνώση γραμμάτων, αγνότητα ζωής, εκλεπτυσμένους τρόπους και άλλα δώρα τής αρετής» (litterarum scientia, vite munditia, morum elegantia, aliaque dona virtutum).143 Ο αδελφός Φερρέρ προερχόταν από διακεκριμένη αραγωνική οικογένεια. Αν και ήταν έμπιστος φίλος και ακόλουθος τού βασιλιά Ιακώβου Β’, η «αποστολή» τού διορισμού του καθυστέρησε πέντε χρόνια, όταν προκάλεσε την οργή τού ευερέθιστου πάπα, «επειδή δεν ήταν πιστός σε αυτόν και στην εκκλησία».144 Ο παπάς τον καθήλωσε στην Αβινιόν και το 1326 περιγράφεται ως «παρακωλυτικός, μικρός άνθρωπος και καταπιεσμένος» (impeditus, pauper et oppressus). Αλλά ο Ιάκωβος Β’ και ο Ινφάντε Δον Αλφόνσο προσπαθούσαν για λογαριασμό τού μοναχού και τού έστελναν χρήματα για την κάλυψη των εξόδων του. Τελικά λόγω τής συνεχούς επιμονής τού Δον Αλφόνσο [Δ΄], βασιλιά πια, ο αδελφός Φερρέρ μπορούσε να γράψει στις 24 Ιουνίου 1328, ότι η Αυτού Αγιότης τον είχε αποκαταστήσει στην εύνοιά του και τον έκανε επίσκοπο στην αρχιεπισκοπή των Nεοπατρών, «και το έκανε γιατί αν ήμουν αρχιεπίσκοπος, δεν θα μπορούσε εύκολα να με μεταθέσει σε εκκλησίες τού βασιλείου σας».145 Περιττό να προστεθεί ότι ο Φερρέρ ντ’ Άμπελλα δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στη Nεοπάτρα. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1330 πέτυχε τη φιλοδοξία του να τοποθετηθεί σε επισκοπή υπό καταλανική εξουσία, όταν μετατέθηκε στη Ματσάρα στη Σικελία, ενώ το 1334 ανέλαβε την έδρα τής Βαρκελώνης, όπου και πέθανε μια δεκαετία αργότερα.146

Όμως ο αδελφός Φερρέρ ντ’ Άμπελλα συνέχιζε να διοικεί την έδρα τής Νεοπάτρας από τη μέρα τής μετάθεσής τού στη Ματσάρα μέχρι σχεδόν τη στιγμή τού θανάτου του τον Δεκέμβριο τού 1344.147 Η εκκλησία πρέπει να είχε καλά προικιστεί, πράγμα που εξηγούσε γιατί ο Ιωάννης ΚΒ’ τη χορηγούσε «κατ’ ανάθεση» (in commendam), παρά τη δική του εύγλωττη καταδίκη των ωφελημάτων τής πολυφωνίας στο γνωστό διάταγμά του «Καταραμένο» (Exsecrabilis) τής 21ης Νοεμβρίου 1317.148 Σύμφωνα με τον Λένερτς, διάδοχος τού αδελφού Φερρέρ ως αρχιεπίσκοπος Νεοπατρών ήταν ο Ιάκωβος Μάσκο, ο οποίος πληρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1344 με χρήματα από την «κοινή υπηρεσία» (servitium commune), γεγονός που δείχνει ότι ο διορισμός του ήταν πρόσφατος.149 Το 1356 ο Ιάκωβος Μάσκο, ο οποίος μπορεί να ήταν ιεράρχης τής κούρτης στην Αβινιόν, παρέδωσε επιστολή από τον καρδινάλιο Πιέρ ντε Κρος στον Δον Πέδρο Δ’ τής Αραγωνίας, ο οποίος έγραψε στον καρδινάλιο στις 16 Σεπτεμβρίου, ζητώντας του να βοηθήσει τον Μάσκο για περαιτέρω προαγωγή και να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να εξασφαλίσει την άρση τής απαγόρευσης από τα δουκάτα Αθηνών και Nεοπατρών, για να κατατροπωθούν οι άπιστοι Τούρκοι και οι σχισματικοί εχθροί τής χριστιανικής πίστης τής Ρώμης.150

Μετά τον θάνατο τού Ιάκωβου Μάσκο ο πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ’ διόρισε ως αρχιεπίσκοπο Nεοπατρών (στις 9 Αυγούστου 1361) ένα Φραγκισκανό που ονομαζόταν Πέτερ Φάμπρι ντε Αννονιάτσο.151 Τον Πέτερ Φάμπρι ακολούθησε κάποιος Φραγκίσκος (1369;-1376), Φραγκισκανός και ενδεχομένως ιεράρχης τής παπικής κούρτης, τον οποίο έχουμε συναντήσει σε σχέση με την προτεινόμενη αντι-τουρκική διάσκεψη στη Θήβα.152 Όταν πέθανε ο Φραγκίσκος, ο Γρηγόριος ΙΑ’ διόρισε άλλο Φραγκισκανό, τον Ματθαίο, τον οποίον είχε ήδη εκλέξει παράνομα η συνέλευση των κληρικών τού καθεδρικού τής Νεοπάτρας, «αγνοώντας ίσως το παπικό διάταγμα περί δέσμευσης» (reservationis et decretiforsan ignari).153

Ενώ η παπική κούρτη ήταν ικανοποιημένη με αυτόν τον ισχυρισμό παπικής «δυνατότητας επιλογής» (eligendi potestas), οι εφημέριοι των Νεοπατρών ήσαν αναμφίβολα ικανοποιημένοι, που έπαιρναν αρχιεπίσκοπο τής επιλογής τους. Ο Ματθαίος γνώριζε την Ελλάδα, και μάλλον διέμεινε για κάποιο τουλάχιστον χρονικό διάστημα στην αρχιεπισκοπή του, γιατί ένα έγγραφο τής 10ης Σεπτεμβρίου 1380 τον δείχνει να ταξιδεύει (πιθανώς μέσω Φωκίδας) με τον Ιωάννη Μπόυλ, κατ’ όνομα επίσκοπο Μεγάρων, ο οποίος είχε μισθώσει δύο άλογα για τον σκοπό αυτό. Η εξαθλιωμένη κατάσταση τής Λατινικής επισκοπής περιγράφεται λυπηρά από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Μπόυλ, για να πληρώσει για τα άλογα, είχε δανειστεί είκοσι χρυσά δουκάτα από δύο Έλληνες δανειστές χρήματος, τον Πέτρο Μόσχο και τον «γιο τού Καχούνη», οι οποίοι πήραν ως εγγύηση για το δάνειο «ένα κουτί γεμάτο βιβλία».154 Ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος Νεοπατρών τής καταλανικής περιόδου ήταν κάποιος Ιωάννης ντε Ρούϊς, ένας Αυγουστινιανός τον οποίον ο Κλήμης Ζ’ αναγόρευσε στην επισκοπική έδρα στις 7 Αυγούστου 1382155 και ο οποίος κατείχε ακόμη τον τίτλο το 1390, όταν η Νεοπάτρα έπεσε στα χέρια τού Φλωρεντινού Νέριο Ατσαγιόλι .

Ένα αραγωνέζικο έγγραφο, που χρονολογείται από το 1380-1381, μάς εφοδιάζει με καταγραφή τού επισκοπικού κλήρου στα δουκάτα Αθηνών και Nεοπατρών κατά τη διάρκεια τής τελευταίας δεκαετίας τής καταλανικής εξουσίας. Αναφέρονται οι τρεις αρχιεπισκοπές, δηλαδή αυτές των Αθηνών, Θηβών και Νεοπατρών. Ο Aντόνιο Μπάλλεστερ αναφέρεται ως αρχιεπίσκοπος Αθηνών, υπαγόμενοι στον οποίο ήσαν δεκατρείς επίσκοποι, δύο περισσότεροι από εκείνους τής εποχής τού Μιχαήλ Χωνιάτη. Όμως σύμφωνα με τον κατάλογο αυτόν μόνο τέσσερις από τούς δεκατρείς αυτούς επισκόπους κατείχαν έδρες εντός τού αθηναϊκού δουκάτου, δηλαδή οι επίσκοποι Μεγάρων, Δαύλειας (στη Φωκίδα), Σαλώνων (της αρχαίας Άμφισσας) και Bουδονίτσας (των αρχαίων Θερμοπυλών). Όμως τα Μέγαρα μάλλον δεν βρίσκονταν σε καταλανικό έδαφος εκείνη την εποχή, γιατί ο Νέριο Ατσαγιόλι είχε καταλάβει την πόλη το 1374. Λέγεται ότι στον αρχιεπίσκοπο Θηβών δεν υπαγόταν κανένας επίσκοπος και μάλιστα είχε σοβαρό πρόβλημα χωρίς επισκόπους, γιατί η Εταιρεία Ναβάρρας είχε καταλάβει την πόλη περίπου ένα χρόνο πριν συντεθεί για πρώτη φορά αυτός ο κατάλογος. Στον αρχιεπίσκοπο Νεοπατρών λέγεται ότι υπαγόταν μόνο ο επίσκοπος Ζειτουνίου (της αρχαίας Λαμίας), η έδρα τού οποίου βρισκόταν μέσα στο δουκάτο των Nεοπατρών.156 Όμως στις τέσσερις επισκοπές που καταγράφονται ως ευρισκόμενες μέσα στα όρια τού αθηναϊκού δουκάτου, θα πρέπει να προστεθεί η κατ’ όνομα επισκοπή Κορώνειας στη Βοιωτία,157 ενώ το 1380 η Αίγινα είχε γίνει επίσης επισκοπή. Την Καθολική ιεραρχία στα καταλανικά κράτη στην Ελλάδα αποτελούσαν λοιπόν τρεις αρχιεπίσκοποι και επτά επίσκοποι, ενώ ο μητροπολίτης Αθηνών (με δεκατρείς υπαγόμενους σε αυτόν επισκόπους) αποτελούσε προφανώς σημαντικό ιεράρχη στην κεντρική Ελλάδα.

Αφήνει κανείς τα εκκλησιαστικά έγγραφα τού 14ου αιώνα με την εντύπωση ότι οι κατηφείς μοναχοί που καταλάμβαναν τις ενίοτε άπορες επισκοπικές έδρες στην Ελλάδα, συχνά απομακρύνονταν πολύ λιγότερο από το στενό μονοπάτι τής ευπρέπειας σε σύγκριση με μερικούς από τούς αιδεσιμότατους θορυβοποιούς, που είχαν ακολουθήσει τούς σταυροφόρους τής 4ης Σταυροφορίας. Τα έγγραφα ασχολούνται λιγότερο με διαμάχες κληρικών και αναταραχές (για τις οποίες μαθαίνουμε τόσα πολλά από τις επιστολές τού Ιννοκέντιου Γ’) απ’ ό,τι με καθημερινότητες τής δουλειάς: παπικές αναγορεύσεις αρχιεπισκόπων και επισκόπων, καταγραφές πληρωμών «κοινής υπηρεσίας» (servitium commune, όπου ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών πλήρωνε μόνο 70 φλουριά!), αιτήσεις αδειών για δανεισμό χρημάτων, τα οποία θα αποπληρώνονταν από τα έσοδα των επισκοπών τους, χειροτονίες επισκόπων και μεταθέσεις από τη μια έδρα στην άλλη, απονομή ωμοφορίων (pallium), παροχές βοηθημάτων σε μη-κατοίκους στην έδρα τούς κληρικούς για τη συλλογή των ωφελημάτων τού αξιώματός τους, παραχωρήσεις άφεσης αμαρτιών, επιπλήξεις, απαλλαγές και ούτω καθεξής. Αυτά υπάρχουν στις πηγές. Αν ο επιπόλαιος αναγνώστης θα ευχόταν να είναι πιο συναρπαστικές, ο ιστορικός είναι ευγνώμων για αυτά που έχει, ενώ αν δεν υπήρχαν τα εντυπωσιακά μητρώα, που γεμίζουν τα ράφια των Αρχείων τού Βατικανού, η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα δεν θα είχε εκκλησιαστική ιστορία.

Στις 27 Ιουλίου 1377 πέθανε στη Μεσσίνα τής Σικελίας ο Φρειδερίκος Β’, βασιλιάς Σικελίας και δούκας Αθήνας και Nεοπάτρας, ο τελευταίος αρσενικός απόγονος τής καταλανικής δυναστείας στη Σικελία. Ήθελε να αφήσει τόσο το βασίλειό του όσο και τα δουκάτα στη νεαρή του κόρη Μαρία, αν και η διαθήκη τού Φρειδερίκου Β’ (πέθανε το 1337) εξαιρούσε ρητά τις γυναίκες τού οίκου του από τη βασιλική διαδοχή. Έτσι ο βασιλιάς Πέδρο Δ’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας διεκδίκησε τόσο τη Σικελία όσο και τα καταλανικά κράτη στην Ελλάδα. Η Μαρία παντρεύτηκε τελικά τον Μαρτίνο, τον εγγονό τού Δον Πέδρο, και έτσι ενώθηκαν οι ανταγωνιζόμενες δυναστικές διεκδικήσεις, αλλά στο μεταξύ υπήρχαν από το 1377 μέχρι το 1379 αγώνες διαδοχής στη Σικελία, ενδεχομένως και στην Ελλάδα, ενώ πριν γίνει ο Δον Πέδρο δούκας Αθήνας και Nεοπάτρας, οι Καταλανοί έχασαν ξαφνικά τη Θήβα. Στα τέλη τής άνοιξης τού 1379 η πόλη κατελήφθη από ομάδα μισθοφόρων γνωστή ως «Εταιρεία Ναβάρρας» (Navarrese Company), η οποία πήρε επίσης τη Λιβαδειά με τη βία προς τα τέλη τού 1380 ή τις αρχές τού 1381. Η εν λόγω εταιρεία πειρατών, η οποία πιθανώς περιλάμβανε τόσους Γασκώνους και Ιταλούς, όσους και Ναβαρρέζους, βοηθήθηκε από «προδότες» τού Στέμματος τής Αραγωνίας, που βρίσκονταν εντός των τειχών και των δύο φρουρίων. Η ιστορία τής τελευταίας περίπου δεκαετίας τής καταλανικής κυριαρχίας στην ηπειρωτική Ελλάδα (1379-1390) μπορεί να γραφτεί λεπτομερώς με τη βοήθεια περισσότερων από 250 έγγραφα, ο μεγάλος αριθμός των οποίων επιβεβαιώνει την ανησυχία τού Δον Πέδρο Δ’ και τού γιου του Ιωάννη Α’ για τις υποθέσεις των ετοιμόρροπων δουκάτων τους.

Όταν υποχώρησε ο κλονισμός που προκάλεσε η κατάληψη τής Θήβας από την Εταιρεία Ναβάρρας, συγκλήθηκε συνέλευση στην Αθήνα (πιθανότατα στον Παρθενώνα), στην οποία είχαν κληθεί οι σύνδικοι, οι δημοτικοί σύμβουλοι και το συμβούλιο τού δημοτικού συλλογικού οργάνου (sindichs, prohomens e Cornell dela dita universitat). Η συνέλευση συνέταξε αναφορά, τα «Άρθρα τής Αθήνας», με ημερομηνία 20 Μαΐου 1380, που περιέχει δεκαέξι ή δεκαεπτά αιτήματα, η αποδοχή ή απόρριψη των οποίων από τον Δον Πέδρο Δ’ θα προσδιόριζε τούς όρους βάσει των οποίων οι κύριοι αξιωματικοί και πολίτες τής Αθήνας θα γίνονταν υποτελείς και υπήκοοι τού Στέμματος. Μόνο τέσσερα ή πέντε από αυτά τα αιτήματα σχετίζονταν με θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Τα υπόλοιπα ζητούσαν ανταμοιβές για εξέχοντα πρόσωπα που είχαν αποδείξει τη νομιμοφροσύνη τους προς το στέμμα κατά την εποχή τής εισβολής τής Εταιρείας Ναβάρρας. Το πιο ενδιαφέρον γενικό αίτημα αφορούσε την εκκλησία. Οι αναφέροντες ζητούσαν την ανάκληση τού νόμου ή νόμων, τούς οποίους οι Κατακτητές (Conquistadors) είχαν θεσπίσει πριν από δεκαετίες «εναντίον τής αληθινής συνείδησης τής ψυχής και εναντίον τής εκκλησίας τής Καθολικής πίστης» και οι οποίοι απαγόρευαν στους πιστούς να αφήνουν στην εκκλησία «κτήματα, εδάφη, αμπέλια, καθώς και άλλα πράγματα» ή ακόμη και να ελευθερώνουν δουλοπάροικους από τα σκληρά δεσμά τους με το έδαφος (e eticara que puxen afranquir lurs vilans et vilanes de tota servitut de vilanatge…). Μέχρι τότε οι Καταλανοί είχαν χρησιμοποιήσει ιδιοκτησίες που είχαν παραχωρηθεί στην εκκλησία, κατά παράβαση τού καταστατικού τής Εταιρείας, για να επεκτείνουν ή να συντηρήσουν τις οχυρώσεις τής Ακρόπολης. Όταν την 1η τού επομένου Σεπτεμβρίου (1380) στη Λέριδα τής Καταλωνίας ο Δον Πέδρο επιβεβαίωσε ή τροποποίησε ένα προς ένα τα διάφορα στοιχεία τής αναφοράς, ο ίδιος απέρριψε αυτή την έκκληση για λογαριασμό τής εκκλησίας, θυμίζοντας στους Καταλανούς στην Αθήνα ότι ήσαν λίγοι σε αριθμό (com hi ha poca gent nostrada) και αν άρχιζαν να αφήνουν τα υπάρχοντά τους στην εκκλησία, σύντομα δεν θα διέθεταν τούς άνδρες και τούς πόρους που ήσαν απαραίτητοι για να υπερασπιστούν τα δουκάτα, «γιατί οι εκκλησιαστικοί δεν είναι στρατιώτες και δεν βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία τού άρχοντα βασιλιά». Ο Δον Πέδρο έλεγε ότι παρόμοιος περιορισμός εναντίον κληροδοτημάτων προς την εκκλησία επικρατούσε και στα βασίλειά του τής Βαλένθια και τής Μαγιόρκα, αλλά όταν ο πρόσφατα διορισμένος γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) Φελίπε Νταλμάου, ο περίφημος υποκόμης τού Ροκαμπέρτι, θα έφτανε στην Ελλάδα, θα έπαιρνε όλα τα μέτρα για την εκκλησία, τα οποία βρίσκονταν σε συμφωνία με το δημόσιο συμφέρον.158

Από τούς δύο απεσταλμένους που μετέφεραν την αθηναϊκή αναφορά στον βασιλιά Πέδρο Δ’ στην Καταλωνία, ο ένας ήταν ο επίσκοπος Ιωάννης Μπόυλ των Μεγάρων, ο οποίος έκανε σαφώς θετική εντύπωση στον βασιλιά. Μάλιστα ο Δον Πέδρο τώρα προσπαθούσε (στις 10 Σεπτεμβρίου 1380) να εξασφαλίσει τον διορισμό του στην αρχιεπισκοπή τής Θήβας, η οποία ήταν προσοδοφόρα έδρα, με εισόδημα περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από εκείνο τής Αθήνας.159 Ο Νέριο Ατσαγιόλι είχε βεβαίως καταλάβει τα Μέγαρα έξι χρόνια πριν, ενώ η Εταιρεία Ναβάρρας είχε πάρει τη Θήβα κατά τη διάρκεια τής άνοιξης τού προηγούμενου έτους. Αλλά προφανώς ο Ιωάννης Μπόυλ σκεφτόταν ότι οι Καταλανοί θα μπορούσαν να ανακτήσουν τη Θήβα, ενώ στο μεταξύ ο Δον Πέδρο ήθελε να παίρνει αυτός το ετήσιο εισόδημα των εικοσιτεσσάρων χρυσών δουκάτων, που προερχόταν από «το παρεκκλήσι τού Αγίου Βαρθολομαίου στο παλάτι τού κάστρου τής Αθήνας», καθώς και την αποζημίωση που έπαιρνε ήδη για τον εαυτό του και δύο ακολούθους.160 Το παλάτι στην Ακρόπολη ήταν χτισμένο στα Προπύλαια και οι γραμμές τού παρεκκλησίου είναι ακόμη ορατές ανατολικά τής λεγόμενης Πινακοθήκης.

Ο Ιωάννης Μπόυλ και ο συνάδελφός του απεσταλμένος μίλησαν στον Δον Πέδρο για την εισβολή τής Εταιρείας Ναβάρρας, την απώλεια τής Θήβας, καθώς και για τον κίνδυνο στον οποίο ήταν ακόμη εκτεθειμένη η Αθήνα και άλλα καταλανικά φρούρια. Εντόπισαν αναμφίβολα διάφορους «προδότες τού ιερού στέμματος τής Αραγωνίας», αλλά δεν έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε με πόση ακρίβεια εξιστόρησαν τα γεγονότα. Μεταξύ των υποτιθέμενων προδοτών ήταν ο αρχιεπίσκοπος Θηβών Σίμων Ατουμάνο, τον οποίον ο Ιωάννης Μπόυλ ήθελε προφανώς να αντικαταστήσει στην καθέδρα. Ο Δον Πέδρο λοιπόν έγραψε στις 11 Σεπτεμβρίου (1380) στον πάπα Ούρμπαν ΣΤ’, κατηγορώντας τον Σίμωνα ως ενεργούντα σε συμπαιγνία με την Εταιρεία Ναβάρρας:

Υπεράγιε Πατέρα: Είμαστε βέβαιοι ότι λόγω των μηχανορραφιών και των προσπαθειών τού αρχιεπισκόπου τής πόλης των Θηβών, η οποία μαζί με άλλες πόλεις, κάστρα και τόπους στα δουκάτα Αθηνών και Nεοπατρών ανήκουν τώρα στην επικράτειά μας, η εν λόγω πόλη καταλήφθηκε από τούς εχθρούς μας, ενώ ακόμη και σήμερα κατέχεται από αυτούς με τις συμβουλές τού ίδιου τού αρχιεπισκόπου. Ως αποτέλεσμα αυτού, αμέτρητα κακά και σκάνδαλα έχουν συμβεί στα εν λόγω δουκάτα, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τον λόγο αυτόν ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος έχει αμαρτήσει εναντίον τής εκκλησίας τού Θεού και τής βασιλικής μεγαλειότητάς μας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει, γιατί ο αρχιεπίσκοπος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας του ήταν Τούρκος, η μητέρα του σχισματική [Ελληνίδα] και ενώ ήταν Έλληνας μοναχός [calogerius, καλόγηρος], λόγω τραγικών φαυλοτήτων, τις οποίες αποφεύγουμε ακόμη και να αναφέρουμε λόγω τού τεράστιου μεγέθους τους, στις οποίες φαυλότητες [ο Σίμων Ατουμάνο] εξακολουθεί να επιμένει, θα είχε καεί στην πυρά, αν δεν είχε ο ίδιος μετακινηθεί κρυφά προς άλλα μέρη [στην Ιταλία;], όπου παρελαύνοντας ο ίδιος ως έντιμος άνθρωπος, με ψευδείς παραστάσεις όπως η εμπειρία καθιστά πλέον σαφές, έλαβε την προαναφερθείσα αρχιεπισκοπή από τον άρχοντα πάπα Γρηγόριο ΙΑ’. Όμως, επιεικέστατε Πατέρα, δεδομένου ότι είναι αποκρουστικό για τούς θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους ένας τέτοιος κακός άνθρωπος να διατηρείται σε τόσο μεγάλο αξίωμα, παρακαλούμε ταπεινά την Αγιότητά σας να στερήσετε από τον αρχιεπίσκοπο, αν έτσι τού αξίζει να ονομάζεται, αυτό το αξίωμα, γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι σοφό να τού επιτρέψουμε να διαμένει στα εν λόγω δουκάτα…»161

Ο Δον Πέδρο επανέλαβε το αίτημά του για τη μετάθεση στη θηβαϊκή έδρα τού επισκόπου Ιωάννη Μπόυλ, «που έχει υποστεί προσωπικά πολλά δεινά για την υπεράσπιση των χριστιανών». Σε δύο άλλες επιστολές τής ίδιας ημέρας (11 Σεπτεμβρίου 1380) ζητούσε πρώτον να διοριστεί ο Ιωάννης Μπόυλ αποστολικός λεγάτος στα δουκάτα Αθηνών και Nεοπατρών καθώς και στις γειτονικές επαρχίες τής Ρωμανίας (πράγμα που θα σήμαινε πιθανόν την εκτόπιση τού αρχιεπισκόπου Αθηνών Aντόνιο Μπάλλεστερ από τη θέση τού εκπροσώπου (vicar) τού λεγόμενου πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης) και δεύτερον να αρθεί η απαγόρευση από τις νεοαποκτηθείσες κτήσεις τής Αραγωνίας στην Ελλάδα.162

Ο ιστορικός τού Μεσαίωνα είναι εγκλεισμένος στο μοναστήρι των πηγών του. Όταν η φαντασία τον οδηγεί να δραπετεύσει από τον εγκλεισμό, βαδίζει συνήθως στο επικίνδυνο μονοπάτι τής εφεύρεσης. Παρ’ όλα αυτά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Ιωάννης Μπόυλ είπε στον Δον Πέδρο κάτι για τα ασυνήθιστα κτίρια με τα οποία είχε εξοικειωθεί στην Αθήνα. Ζήτησε από τον βασιλιά φρουρά δέκα ή δώδεκα πανόπλων ανδρών για την Ακρόπολη, ενώ ο ταμίας τής Αραγωνίας ενημερώθηκε αμέσως ότι η Αυτού Μεγαλειότητα έστελνε δώδεκα καλά εξοπλισμένους βαλλιστές στην Αθήνα, για να υπηρετήσουν επί τέσσερις μήνες, δηλαδή μέχρι τότε (έλεγε), που ο νέος γενικός εκπρόσωπος (vicar-general) Ροκαμπέρτι θα βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Ελλάδα. Στο μεταξύ η Ακρόπολη χρειαζόταν αυτή την ενίσχυση, «ιδιαίτερα καθώς το εν λόγω κάστρο είναι το πλουσιότερο κόσμημα που υπάρχει στον κόσμο και τέτοιο, που όλοι οι βασιλιάδες τής χριστιανοσύνης δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αντίστοιχο!»163

Κατά τη δεύτερη εβδομάδα τού Αυγούστου 1381, ύστερα από παρατεταμένες καθυστερήσεις που ερέθισαν το βασιλικό αφεντικό του, ο υποκόμης τού Ροκαμπέρτι έφυγε από τη Βαρκελώνη με δύο γαλέρες για το μεγάλο ταξίδι προς την Ελλάδα, απ’ όπου επέστρεψε στην πατρίδα του την επόμενη άνοιξη. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι πέτυχε κάποια αξιοσημείωτη βελτίωση στο συνάφι των συμπατριωτών του στο εξωτερικό, ενώ τα γεγονότα που επακολούθησαν δείχνουν ότι δεν είχε κάνει τη θέση τους ασφαλέστερη. Παρά τη διαθεσιμότητα πενήντα περίπου σχετικών εγγράφων, δεν είμαστε ακόμη σε θέση να προσδιορίσουμε ποιος κατείχε τη Θήβα και τη Λιβαδειά κατά τη διάρκεια των ετών 1382-1383. Ο Δον Πέδρο Δ’ έγραφε στον πάπα Ούρμπαν ΣΤ’ στις 31 Δεκεμβρίου 1382, ότι μετά την ένωση τού δουκάτου των Αθηνών με το στέμμα τής Αραγωνίας, οι μηχανορραφίες ορισμένων αντιφρονούντων είχαν προκαλέσει επαίσχυντη εξέγερση εναντίον τής εξουσίας του. Άφηνε να εννοηθεί ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο λόγος για την επιβολή απαγόρευσης στο δουκάτο, πράγμα που δεν ήταν έτσι (αλλά ο Ούρμπαν δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία στην Αβινιόν). Τώρα όμως όλοι οι κάτοικοι τού δουκάτου είχαν με δική τους συμφωνία αναγνωρίσει το λάθος των πράξεών τους, επέστρεφαν σε υπακοή στην Αραγωνία και έτσι η απαγόρευση δεν ήταν πια απαραίτητη. Ο Δον Πέδρο ζητούσε από την Αγιότητά του να άρει την απαγόρευση και να επαναφέρει τούς «πιστούς υπηκόους» του στη στοργική αγκαλιά τής εκκλησίας. Κομιστής τής βασιλικής επιστολής θα ήταν ο επίσκοπος Ιωάννης Μπόυλ των Μεγάρων, ο οποίος έφευγε τώρα από την Καταλωνία και ξεκινούσε για τη Ρώμη. Ο βασιλιάς σημείωνε ότι ο Ιωάννης Μπόυλ θα παρείχε στον πάπα περισσότερες πληροφορίες για αυτά τα ζητήματα,164 πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα έκανε, αλλά φυσικά δεν διασώζεται καταγραφή όσων είπε στην παπική κούρτη. Ο βασιλιάς έκανε νέα προσπάθεια για την απομάκρυνση τού Σίμωνα Ατουμάνο από την αρχιεπισκοπική έδρα τής Θήβας, ενώ συνιστούσε και πάλι τον διορισμό εκεί τού Ιωάννη Μπόυλ,165 αν και το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε ούτε αυτή τη φορά, όπως δεν είχε ικανοποιηθεί και πριν δύο χρόνια.166 Μάλλον ο Ιωάννης Μπόυλ έκανε καλύτερη εντύπωση στην αυλή τής Αραγωνίας, όπου μπορούσε να μιλά καταλανικά, παρά στην παπική κούρτη, γιατί δεν έμαθε ποτέ την ιταλική καθομιλουμένη. Αλλά εν πάση περιπτώσει ο Σίμων Ατουμάνο βρισκόταν τότε στη Ρώμη και θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον τού πάπα, που τον γνώριζε. Είναι σαφές ότι ο Σίμων δεν παρέμεινε στη Θήβα πολύ καιρό μετά την κατάληψη τής πόλης από την Εταιρεία Ναβάρρας, αν και (όπως είδαμε) ο Δον Πέδρο τον είχε κατηγορήσει ως δρώντα σε συμπαιγνία με τούς κατακτητές.

Ο Σίμων Ατουμάνο αποτελεί ξεχωριστή φυσιογνωμία τής βιβλικής και κλασσικής έρευνας. Ένα πολύ σημαντικό ελληνικό χειρόγραφο στη Λαυρεντιανή (Laurenziana) βιβλιοθήκη τής Φλωρεντίας (cod. 32, 2), που αποτελούσε κάποτε ιδιοκτησία του, περιέχει τραγωδίες τού Αισχύλου, τού Σοφοκλή και τού Ευριπίδη, καθώς και τα Έργα και Ημέρες τού Ησίοδου. Σημειώσεις γραμμένες στον πρώτο φάκελο (folio) αυτoύ τού χειρογράφου από το χέρι τού ίδιου τού Σίμωνα έχουν διατηρήσει αυτοβιογραφικά στοιχεία μεγάλου ενδιαφέροντος:

Στις 23 Ιουνίου τού έτους 6856 [δηλ. 1348], τής πρώτης ινδικτιώνος, έγινα επίσκοπος τού Γκεράτσε στο όνομα τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος. Στις 13 Ιουλίου τού ίδιου έτους και τού ίδιου ινδικτιώνα, προήχθην σε ιερό κατώτερο βαθμό από τον αγαπητό μου ιερό κύριο Μπέρτραμ! [Ντυ Πουζέ], καρδινάλιο Όστιας τής Αγίας τού Θεού Εκκλησίας τής Ρώμης, στο μοναστήρι τού Αγίου Ανδρέα κοντά στην Αβινιόν, στον τόπο που ονομάζεται Βιλλνέβ. … Στις 6 Δεκεμβρίου τής δευτέρας ινδικτιώνος, κατά το έτος 6857 [ακόμη 1348], το Σάββατο, μέσω ειδικής χάριτος που χορήγησε η Αγιότητά του ο πάπας Κλήμης ΣΤ’ για τη χειροτονία μου, χειροτονήθηκα ιερέας από τον επίσκοπο τής Βαμπρ (τον Πιέρ ντ’ Αιγκρεφέιγ) στην εκκλησία τής Αγίας Αικατερίνης στην Αβινιόν. Την έβδομη ημέρα τού ίδιου μήνα, την Κυριακή, χειροτονήθηκα επίσκοπος στον ναό των Δομινικανών από τον επιφανέστατο καρδινάλιο τής Εμπρούν (τον Μπερτράν ντε Ντω) …167

Ο Σίμων Ατουμάνο παρέμεινε για μερικά χρόνια επίσκοπος Γκεράτσε στον απώτατο νότο τής ιταλικής χερσονήσου, όταν, λόγω τού εσφαλμένου συμπεράσματος στην Αβινιόν ότι ο επίσκοπος Ιωάννης ντε Παπασιντέρο τού Κασσάνο ήταν νεκρός, ο Σίμων ονομάστηκε επίσκοπος στην έδρα του, η οποία (όπως και το Γκεράτσε) υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή τού Ρέτζιο Καλάμπρια. Αλλά ο Ιωάννης ήταν ακόμη ζωντανός κι έτσι στις 8 Ιουλίου 1363 ο πάπας Ούρμπαν Ε’ επέτρεψε στον Σίμωνα να διατηρεί την επισκοπή και τα έσοδα τού Γκεράτσε (τα οποία είχε φοβηθεί ότι θα έχανε λόγω τής ατυχούς παρανόησης), μέχρις ότου καταφέρει να πάρει στην κατοχή του την έδρα τού Κασσάνο.168 Όμως ο θάνατος τού επισκόπου Ιωάννη πρέπει να φαινόταν επικείμενος, επειδή στις 5 Aυγούστου (1363) ο Ούρμπαν Ε’ ενήργησε ευνοϊκά σε αναφορά που τού υποβλήθηκε από το «ταπεινό του πλάσμα, τον Σίμωνα τής Κωνσταντινούπολης, επίσκοπο τού Κασσάνο», ο οποίος, μεταξύ άλλων αιτημάτων ζητούσε την «χορήγηση άδειας» (licentia testandi) για ιδιοκτησίες τής εκκλησίας τού Κασσάνο.169 Παρ’ όλα αυτά ο Σίμων παρέμεινε επίσκοπος Γκεράτσε μέχρι την αναγόρευσή του στις 17 Απριλίου 1366 στην αρχιεπισκοπή τής Θήβας, τής οποίας ο αρχιεπίσκοπος Παύλος ονομαζόταν την ίδια μέρα Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.170

Την εποχή που ο απεσταλμένος τού Δον Πέδρο, ο Ιωάννης Μπόυλ, έφτανε στην παπική κούρτη, ο Σίμων Ατουμάνο είχε ήδη γίνει γνώριμη φυσιογνωμία στον πνευματικό κόσμο τής Ρώμης, όπως ο ίδιος είχε γίνει πιο πριν στην Αβινιόν, όπου είχε διδάξει ελληνικά. Έτσι τον Αύγουστο τού 1373 ο Φραντσέσκο Μπρούνι, ο οποίος ήταν παπικός γραμματέας για περισσότερο από δέκα χρόνια, είχε γράψει σε ένα φίλο στη Φλωρεντία:

Χάρη στον αιδεσιμότατο πατέρα [Σίμωνα Ατουμάνο] …, τον άρχοντα αρχιεπίσκοπο Θηβών, έμαθα να διαβάζω και να γράφω ελληνικά με επιφανειακό τρόπο αφότου ήρθα στην παπική κούρτη ως γέρος άνθρωπος. Ήταν και είναι μετριόφρων, σοβαρός και με ευχάριστους τρόπους, πνευματώδης στην ομιλία και μεγάλης φήμης. Εξοικειώθηκα μαζί του και λόγω τής φιλίας του εκείνη την εποχή βρισκόταν συνεχώς στο σπίτι μου και έτσι, όπως είπα, επέλεξε [να μού διδάξει], ακόμη και να με αναγκάσει, να μάθω ελληνικά, δηλαδή τα βασικά στοιχεία. Το έκανε με καλό χαρακτήρα, ευγένεια, γοητεία λόγου και συντροφικότητα.171

Ο Σίμων Ατουμάνο ήταν καλά εγκατεστημένος στη Ρώμη την εποχή που έφτασε εκεί ο Ιωάννης Μπόυλ (στις αρχές τού έτους 1383). Ο Σίμων προσφερόταν ευχαρίστως να διδάξει και προφανώς το είχε κάνει για δύο περίπου χρόνια, είτε ως δημόσιος ομιλητής ή ως ιδιωτικός δάσκαλος. Κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1381-1382 έχει παραδώσει μαθήματα ελληνικών στον Ραντούλφ ντε Ρίβο (πέθανε το 1403), τον γνωστό αρχιμανδρίτη τού Τονγκρ.172

Μάλιστα δεν είναι απίθανο, όπως πρότεινε κάποτε ο εκλιπών καρδινάλιος Τζιοβάννι Μερκάτι, να είχε διοριστεί ο Σίμων καθηγητής ελληνικών (και εβραϊκών;) στην παπική κούρτη από τον Ούρμπαν ΣΤ’, στον οποίον αφιέρωσε τα «Τρίγλωσσα Βιβλία» (Biblia Triglotta) του, εκ των οποίων μερική ελληνική μετάφραση τής Παλαιάς Διαθήκης διασώζεται ακόμη σε πρώτο σχέδιο τού Σίμωνος, χειρόγραφο αυτόγραφο, που βρισκόταν κάποτε στην κατοχή τού καρδινάλιου Βησσαρίωνα. Υπάρχει ακόμη στη Βενετία, στη Μαρκιανή Κεντρική Βιβλιοθήκη (Biblioteca Centrale Marciana, Cod. gr. VII).173 Παρεμπιπτόντως, για να ταιριάζει με την ελληνική μετάφραση τής Παλαιάς Διαθήκης, ο Σίμων ετοίμασε επίσης για ακαδημαϊκούς ή ιεραποστολικούς σκοπούς Εβραϊκή εκδοχή τής Καινής Διαθήκης, η οποία (τουλάχιστον εν μέρει) διασωζόταν ακόμη κατά το έτος 1516.174 Και πιθανόν εργαζόταν ακόμη πάνω στα «Τρίγλωσσα Βιβλία», όταν στις 29 Μαΐου 1383 ο Ούρμπαν ΣΤ’ τον εφοδίασε με άδεια ασφαλούς διέλευσης για αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναφέρεται ότι είναι πιθανόν να διήρκεσε ένα έτος. Όταν πέθανε ο Σίμων (πριν από το 1387), λέγεται ότι ο Ούρμπαν πήρε στην κατοχή του τα «Βιβλία»,175 πράγμα που καταδεικνύει ότι η εκτίμηση τής οποίας έχαιρε ο Σίμων στην παπική κούρτη δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί από τον Ιωάννη Μπόυλ.

Τώρα πια η αρχιεπισκοπική πόλη τού Σίμωνα, η Θήβα, μαζί με την γειτονική Λιβαδειά, είχε περάσει στα χέρια τού Φλωρεντινού τυχοδιώκτη Νέριο Ατσαγιόλι, ο οποίος στις 2 Μαΐου 1388 κατέλαβε την Ακρόπολη των Αθηνών ύστερα από μακρά πολιορκία. Φαίνεται ότι ο Νέριο είχε καταλάβει και τη Νεοπάτρα, αλλά αν την είχε καταλάβει, δεν την κράτησε για πολύ. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’ εισέβαλε στην κεντρική Ελλάδα στα τέλη 1393 ή στις αρχές τού 1394. Τα οθωμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Nεοπάτρα και τη Λιβαδειά και άρπαξαν τη λεγόμενη «κομητεία» των Σαλώνων (την αρχαία Άμφισσα) μαζί με τις εξαρτήσεις της Zειτούνιον (Λαμία), Λιδωρίκι και Βιτρινίτσα. Τα καταλανικά λοιπόν κράτη στην ηπειρωτική Ελλάδα εξαλείφθηκαν έτσι από τούς Ναβαρρέζους, τούς Φλωρεντινούς και τούς Τούρκους. Όμως μέσα στη σύγχυση τής δεκαετίας τού 1390 η καταλανική οικογένεια των Καουπένας απέκτησε την ηγεμονία τής Αίγινας, την οποία κράτησαν μέχρι το 1451, όταν ο τελευταίος άρχοντας, αγνοώντας τις διεκδικήσεις συγγενών, κληροδότησε το νησί στη Βενετία.176

Ο Νέριο Ατσαγιόλι πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1394, έχοντας υπαγορεύσει οκτώ ημέρες πριν την τελευταία διαθήκη του στην Κόρινθο. Με μάλλον δονκιχωτική χειρονομία, η οποία μαρτυρά προβληματικό πνεύμα, άφηνε «στην εκκλησία τής Παναγίας Αθηνιώτισσας την πόλη τής Αθήνας με όλες τις εξαρτήσεις και τις επιπτώσεις της».177 Δεδομένου ότι η Παναγία και το προσωπικό τού καθεδρικού ναού τού Παρθενώνα θα είχαν δυσκολίες στην υπεράσπιση τής κληρονομιάς τους, τοποθετούσε την πόλη υπό την προστασία τής Βενετίας. Η κληροδότηση από τον Νέριο τής πόλης των Αθηνών στη Λατινική Εκκλησία ήταν άλλος ένας σταυρός που έπρεπε να κουβαλήσει ο Έλληνας μητροπολίτης Μακάριος, τού οποίου τον προκάτοχο Δωρόθεο είχε εκδιώξει από την πόλη ο Νέριο δύο χρόνια πριν, κατηγορώντας τον για προδοτικές σχέσεις με τούς Τούρκους. Τον Μάρτιο τού 1393 η Ιερά Σύνοδος τής Κωνσταντινούπολης, συνεδριάζοντας υπό τον πατριάρχη Αντώνιο, είχε κρίνει τον Δωρόθεο αθώο και υπενθύμιζε ότι από την λατινική κατάκτηση τής Αθήνας, σε εποχή που είχε προ πολλού περάσει από τη μνήμη των ζώντων ανθρώπων, κανένας εκλεγμένος μητροπολίτης Αθηνών, μέχρι τον Δωρόθεο, δεν είχε τολμήσει να διαμένει στην Αθήνα, υπό την συνδυασμένη τυραννία των Βουργουνδών και Καταλανών, και τώρα των Φλωρεντινών. Αλλά οι Έλληνες Άγιοι με τη συνοδική σοφία έπλεκαν το εγκώμιο τού αθηναϊκού λαού, που είχε κρατήσει άσπιλη την Ορθόδοξη πίστη του, αν και είχαν μείνει «ανεπίσκοποι» για γενιές, «καθένας φροντιστής τής δικής του πίστης», καθώς τα σκληρά καθεστώτα είχαν αναγκάσει τούς Έλληνες να αναζητούν τη σωτηρία στα κρυφά και χωρίς διδασκαλία.178

Παρ’ όλα αυτά υπήρχε διχόνοια στην ελληνική ιεραρχία και παρά το γεγονός ότι ο πατριάρχης και η Ιερά Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη δεν ήσαν σε θέση να επιβάλουν την εξουσία τους, ήσαν προφανώς δυσαρεστημένοι με τον τρόπο που ασκούσε το ποιμαντικό του αξίωμα στην Αθήνα ο μητροπολίτης Μακάριος.179 Οι Ενετοί, που είχαν αναλάβει την πόλη σύμφωνα με τούς όρους τής διαθήκης τού Νέριο, ήσαν ακόμη πιο δυσαρεστημένοι, γιατί τα αντι-λατινικά αισθήματα τού Μακαρίου τον οδηγούσαν στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο βαΐλος τού Νεγκροπόντε έστελνε ανησυχητικές εκθέσεις στη Γερουσία. Η Αθήνα απειλούνταν, καθώς και το Νεγκροπόντε, αλλά οι επίμονες προσπάθειες των Ενετών απεσταλμένων και αξιωματούχων δεν μπορούσαν να βρουν απάντηση στο αιώνιο ερώτημα τής τουρκικής επίθεσης.180 Όμως όταν ο μητροπολίτης Μακάριος συνέχισε να παίζει ανεύθυνα με τούς Τούρκους, οι ενετικές αρχές αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι. Συνέλαβαν τον Μακάριο, τον έστειλαν στη Βενετία και τον φυλάκισαν αλλά, όπως φαίνεται από παπική επιστολή, τον Μάιο τού 1396 προσπαθούσε ακόμη να ασχοληθεί με τούς Τούρκους από τον τόπο εγκλεισμού του στη λιμνοθάλασσα.181 Αναφέρεται μερικές φορές ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν την κάτω πόλη τής Αθήνας την άνοιξη ή το καλοκαίρι τού 1397, αν και τα αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι πειστικά.182 Είναι βέβαια πιθανό. Οι Τούρκοι όντως κατέλαβαν το Άργος στις 3 Ιουνίου 1397, λεηλάτησαν και έκαψαν την πόλη, ενώ λέγεται ότι οδήγησαν 14.000 άτομα στη σκλαβιά.183 Οι συνεδριάσεις τής Ενετικής Γερουσίας αποτελούσαν λυπηρά γεγονότα, καθώς ολόκληρη την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1398 συνέχιζαν να έρχονται νέα ότι οι Τούρκοι παρενοχλούσαν επίσης το Nεγκροπόντε και τα νησιά τού Αιγαίου184 και ότι σοβαρή επιδημία πανούκλας σάρωνε τον Μοριά και την Κρήτη, όπου «πολλοί πέθαιναν» (multi et multi mortui sunt).185 Ήταν ο έκτος μεγάλος λοιμός που χτυπούσε τον Μοριά και τα νησιά κατά τη διάρκεια τού μισού αιώνα μετά την επιδημία τού Μαύρου Θανάτου.

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών η Αθήνα βρισκόταν υπό ενετική αρχή (από τα τέλη τού 1394 έως τις αρχές τού 1403) και ο ένας ύστερα από τον άλλο τέσσερις τοπάρχες (ποντεστά) και στρατιωτικοί διοικητές τής πόλης μας των Αθηνών» κυβερνούσαν την Αττική για λογαριασμό τής Δημοκρατίας. Ο Νέριο Ατσαγιόλι είχε αφήσει στον νόθο γιο του Αντόνιο την πόλη τής Θήβας και το κάστρο τής Λιβαδειάς, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πρώτη τουρκική κατοχή τής Λιβαδειάς υπήρξε πολύ σύντομη. Όμως ο Aντόνιο ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την κατάληψη τής Αθήνας από τούς Ενετούς και τούς παρενοχλούσε συνεχώς. Το καλοκαίρι τού 1402 κατέλαβε την κάτω πόλη, νίκησε μεγάλη ενετική δύναμη υπό τον βαΐλο τού Νεγκροπόντε και πήρε την Ακρόπολη τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο τού 1403. Η βασιλεία τού Αντόνιο για περίπου τριαντατρία χρόνια (μέχρι το 1435) ως «άρχοντα τής Αθήνας, τής Θήβας και όλου τού δουκάτου και των εξαρτήσεών του» (αὐθέντης Ἀθηνῶν, Θηβῶν, παντός δουκιάμου και τῶν ἑξῆς) βρίσκεται πέρα από τα όρια τού παρόντος τόμου. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να σημειωθεί ότι μετά τον θάνατό του τρία ακόμη μέλη τής οικογένειας Ατσαγιόλι, ο Νέριο Β’, ο Αντόνιο Β’ και ο Φράνκο, συνέχισαν να κυβερνούν ως «άρχοντες τής Αθήνας και τής Θήβας», μέχρις ότου οι Τούρκοι κατέλαβαν την κάτω πόλη των Αθηνών τον Ιούνιο τού 1456 και την Ακρόπολη αμέσως μετά.186 Τώρα πια η μεσαιωνική ιστορία τής Ελλάδας έδινε τη θέση σε μια άλλη εποχή, την «Toυρκοκρατία», την περίοδο τής τουρκικής κυριαρχίας. Ο Παρθενώνας θα μετατρεπόταν σε τζαμί. Ένας μιναρές θα υψωνόταν πάνω από αυτό, ενώ ο φράγκικος Πύργος θα συνέχιζε να δεσπόζει στα Προπύλαια, δίδυμα σύμβολα τής ξένης κυριαρχίας στην «ιοστεφή» πόλη των Αθηνών, όπως και αλλού στην Ελλάδα.

<-16. Η εκκλησία και το δουκάτο των Αθηνών υπό τούς Βουργουνδούς (1204-1308)
Scroll to Top