14. Οι σταυροφορίες τής Μπαρμπαριάς (1390) και τής Νικόπολης (1396)

<-13. Η σταυροφορία τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος στη Ρώμη και τη Βενετία (1366-1371) 15. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, ο στρατάρχης Μπουσικώ και η σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και Γένουας->

14
Οι σταυροφορίες τής Μπαρμπαριάς (1390) και τής Νικόπολης (1396)

levant_1_14_map_left levant_1_14_map_right

Κατά τη στιγμή τής υπογραφής τής συνθήκης τού Τορίνο ο καλογηρικός Ούρμπαν Ε’ είχε ήδη πεθάνει πριν περισσότερα από δέκα χρόνια. Στις 29 Δεκεμβρίου 1370, ύστερα από τα συνήθη εννιάμερα τού πένθους, οι δεκαεπτά καρδινάλιοι που συμμετείχαν τότε στην κούρτη εισήλθαν σε κογκλάβιο στο παπικό ανάκτορο τής Αβινιόν, στην οποία ο Ούρμπαν είχε επιστρέψει τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Το επόμενο πρωί εξέλεξαν ως πάπα Γρηγόριο ΙΑ’ τον ανηψιό τού Κλήμεντος ΣΤ’, τον καλλιεργημένο καρδινάλιο Ροζέ Πιέρ ντε Μπωφόρ.1 Η παπική του θητεία αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και ως επί το πλείστον μέτρια μόνο επιτυχία είχε στις προσπάθειές του για τη μεταρρύθμιση των Ιωαννιτών ιπποτών και των Δομινικανών, στην επανέναρξη των αποστολών των Δομινικανών στην Ανατολή, στην προώθηση τής καταδίωξης των αιρετικών στην Ευρώπη μέσω τής Ιεράς Εξέτασης και στην επίτευξη σταθερής ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας. Η Αβινιόν παρέμενε εκτεθειμένη στις «εισβολές των επιβλαβών» (incursiones malignorum) και ο Χουάν Φερνάντεζ ντε Ερέδια διορίστηκε και πάλι γενικός διοικητής τής παπικής περιφέρειας Κομτά-Βεναισέν.2 Στην ιταλική σκηνή οι Βισκόντι και οι Φλωρεντινοί προκαλούσαν στον πάπα Γρηγόριο άπειρα προβλήματα, ενώ ακόμη και το ταξίδι τής επιστροφής του στη Ρώμη παρατάθηκε δυσάρεστα (από τον Σεπτέμβριο τού 1376 μέχρι τον Ιανουάριο τού 1377) εξαιτίας δυσμενών ανέμων και αβάσταχτων καταιγίδων.

Αν και η ανάγκη σταυροφορίας για την αναχαίτιση τής προέλασης των Τούρκων συζητιόταν (και ίσως συχνά) στην παπική κούρτη την εποχή τού Γρηγορίου, οι μεγάλες δυνάμεις είχαν βυθιστεί στα δικά τους προβλήματα και ο πάπας λίγα περισσότερα μπορούσε να κάνει από το να γράφει τις συνήθεις επιστολές. Στα τέλη Ιουλίου 1371, δύο μήνες πριν από την τουρκική νίκη στον Έβρο (Μαρίτσα), γενουάτικη πρεσβεία είχε έρθει στην Αβινιόν, για να ενημερώσει τον πάπα και την κούρτη ότι οι Τούρκοι και άλλοι εχθροί τής χριστιανοσύνης είχαν συγκεντρωθεί σε μεγάλους αριθμούς (in grandi multitudine congregati) και άπλωναν «δίνη πολέμου» στα εδάφη των ανατολικών χριστιανών «για να καταστρέψουν το όνομα και τη λατρεία τού Χριστού». Οι Γενουάτες ανέφεραν ότι αν μια εκστρατεία (passagium) δεν έφερνε ανακούφιση μέχρι τον επόμενο Μάρτιο, τότε μετά βίας θα βρισκόταν φωνή στις απειλούμενες περιοχές επικαλούμενη το όνομα τού Χριστού. Πολλοί άνθρωποι λεγόταν ότι πίστευαν ότι οι Τούρκοι θα εισέβαλαν ακόμη και στη Σικελία.

Οι Γενουάτες, θορυβημένοι από τις ειδήσεις που λάμβαναν, ετοίμαζαν «μεγάλο στόλο γαλερών» (magnus apparatus galearum) για τη μεταφορά αποστολής προς Ανατολάς σε ενίσχυση των ομοθρήσκων τους χριστιανών εναντίον τού τουρκικού χείμαρρου. Την 1η Αυγούστου (1371) ο Γρηγόριος έγραψε στον Ζαν ντε Γκραιγύ, στον «ιππότη τού Μπουές», Γάλλο υποστηρικτή τού Εδουάρδου Γ’ τής Αγγλίας, ζητώντας του να προτρέψει τούς Άγγλους να κάνουν ειρήνη με τούς Γάλλους και να βοηθήσουν τούς Γενουάτες στα σχέδιά τους για τη σταυροφορία. Παρόμοιες επιστολές πήγαν στον κόμη Λουδοβίκο τής Φλάνδρας και (στις 6 Αυγούστου) στον δόγη Aντρέα Κονταρίνι τής Βενετίας.3 Στις 21 Αυγούστου o Γρηγόριος διαβεβαίωνε τον δόγη Nτομένικο ντι Καμποφρεγκόζο τής Γένουας ότι ανάμεσα στις αγωνίες που τού προκαλούσε ο κόσμος, «αυτή η εκστρατεία είναι πιο κοντά στην καρδιά μας … και έχουμε γράψει σε διάφορους βασιλιάδες, ηγεμόνες και άλλους ευγενείς … για να τούς πείσουμε με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο θα μπορούσαμε … να ενταχθούν ή τουλάχιστον να βοηθήσουν σε αυτό το ζήτημα».4 Όμως, όπως παρατήρησε ο Ραϋνάλδος εδώ και πολύ καιρό, οι εκκλήσεις τού πάπα έπεφταν στο κενό, ενώ δεν πρόβαλλε ούτε ένας αξιοσημείωτος ηγέτης, ούτε ένα εφικτό σχέδιο διαδικασίας.

Τα συνεχή ξεσπάσματα πολέμου στην Ευρώπη και οι ολοένα πιο ασταθείς συνθήκες στην Ανατολή έκαναν αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή σκέψη για σταυροφορία. Τα ανατολικά φυλάκια τής Λατινικής χριστιανοσύνης ήσαν η Κύπρος, η Ρόδος και η Σμύρνη. Αλλά η Κύπρος δεν ανέκαμπτε από τις διαμάχες και την αναταραχή που προκάλεσε η δολοφονία τού βασιλιά Πέτρου Α’. Φήμες για πολυτελή διαβίωση και χαλάρωση τής στρατιωτικής πειθαρχίας των Ιωαννιτών τής Ρόδου ανησυχούσαν την παπική κούρτη. Και η Σμύρνη, το ίδιο το σύμβολο τής σταυροφορικής επιτυχίας, βρισκόταν σε ανησυχητική αναταραχή, καθώς ο Γενουάτης Πιέτρο Ραξανέλλι εγκατέλειψε τη διοίκηση τής διαρκώς απειλούμενης πόλης. Ο Γρηγόριος ΙΑ’ δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν τίποτε για την Κύπρο, όπου οι Γενουάτες ήσαν ανεξέλεγκτοι, αλλά αναζητούσε τρόπους για τη μεταρρύθμιση των Ιωαννιτών, ενώ η Σμύρνη αποτελούσε ειδική υπευθυνότητα τής Αγίας Έδρας από τότε που είχε καταληφθεί, κατά τις αλκυονίδες ημέρες τού θείου του Κλήμεντος.

Σε επιστολές αβέβαιης ημερομηνίας ο Γρηγόριος έδινε εντολή στον Ραϋμόν Μπερρενγκέρ, τον μάγιστρο τής Ρόδου, να εξετάσει την προφανώς μη ικανοποιητική απόδοση τού Πιέτρο Ραξανέλλι στη Σμύρνη, ενώ διέταζε τούς παπικούς συλλέκτες στην Κύπρο να πληρώνουν στον διάδοχο τού Ραξανέλλι, τον επίσης Γενουάτη Οττομπουόνο Καττάνεο, τον ετήσιο μισθό τού (salarium) 3.000 φλουριών την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Δεδομένου ότι η θέση αυτή είχε λεγόμενο «μισθό» 6.000 φλουριών, από τα οποία ο δικαιούχος πλήρωνε τούς μισθοφόρους του και τη φρουρά, οι συλλέκτες έπρεπε να προχωρήσουν σε συμφωνίες με τον Καττάνεο για την καταβολή των υπόλοιπων 3.000 φλουριών.5 Η θητεία τού Ραξανέλλι στη θέση αυτή μπορεί να είχε αμαυρωθεί από οικονομική κακοδιαχείριση, γιατί λεγόταν ότι δεν είχε πληρώσει μέρος τής φρουράς, το οποίο κατά συνέπεια αποσύρθηκε από τη Σμύρνη.6

Ο Γρηγόριος ζητούσε από την κυβέρνηση τής Κύπρου να επιβλέψει τη συλλογή τού τριετούς φόρου δεκάτης «για την προστασία τής πόλης τής Σμύρνης» (pro custodia civitatis Smirnensis), ενώ απεύθυνε έκκληση προς το νεαρό βασιλιά Πέτρο Β’, τη μητέρα του Ελεονώρα και τον αντιβασιλέα Ιωάννη Αντιοχείας να βοηθήσουν τον Καττάνεο στην άμυνα τής πόλης.7 Στις 13 Ιουνίου 1374 ο Καττάνεο διατάχτηκε να πληρώσει από τα χρήματα που είχε εισπράξει το σύνολο των μισθών που οφείλονταν στους αξιωματούχους, μισθοφόρους και άνδρες τής φρουράς τής Σμύρνης.8 Αλλά προφανώς ο Καττάνεο δεν ασκούσε τα καθήκοντά του πιο ικανοποιητικά από τον προκάτοχό του, γιατί τρεις μήνες αργότερα ο Γρηγόριος παρέδωσε τη ανώτατη διοίκηση Σμύρνης στον μάγιστρο και στο μοναστήρι τής Ρόδου για περίοδο πέντε ετών (μέχρι το 1379), επειδή ο Καττάνεο απουσίαζε από τη θέση του και οι διαφωνίες αποτελούσαν συνηθισμένο φαινόμενο μεταξύ τού αρχιεπισκόπου Σμύρνης, των μισθοφόρων, των Ενετών, Γενουατών, Κρητικών και άλλων καλών χριστιανών στα υπερπόντια εδάφη.9

Όπως άλλοι ανίσχυροι πάπες πριν και μετά από αυτόν, ο Γρηγόριος έκανε το λίγο που μπορούσε εναντίον των Τούρκων, απευθύνοντας ζωηρές εκκλήσεις προς τούς Ιωαννίτες, Ενετούς, Γενουάτες και Ναπολιτάνους να βοηθήσουν τη βασίλισσα Μαρία τής Αρμενίας.10 Δεν είναι σαφές πότε έφτασε για πρώτη φορά στην Αβινιόν η ζοφερή είδηση τής μάχης τού Έβρου (Μαρίτσα), αλλά στις 15 Μαΐου 1372 ο Γρηγόριος προειδοποίησε τον Μεγάλο Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας να πάρει σοβαρά μέτρα κατά των Τούρκων, που είχαν εισβάλει σε τμήματα τής Ελλάδας, είχαν υποτάξει τούς Σέρβους και είχαν προχωρήσει μέχρι τα σύνορα τής Ουγγαρίας και τής Αλβανίας. Τώρα είχαν την πρόθεση να συνεχίσουν την προέλασή τούς προς την Αδριατική, για να αρπάξουν τις πόλεις-λιμάνια που βρίσκονταν κάτω από ουγγρικό έλεγχο από το 1358. Οι Ενετοί καλούνταν να παράσχουν στον Λουδοβίκο τον ναυτικό εξοπλισμό που θα χρειαζόταν αυτός για να πολεμήσει τούς Τούρκους.11 Όμως, δεδομένου ότι οι Ούγγροι είχαν εκτοπίσει τούς Ενετούς από την εξουσία κατά μήκος των δαλματικών ακτών, οι πιθανότητες να έπαιρναν αυτοί βοήθεια από τη Δημοκρατία ήσαν περιορισμένες. Στις 13 Νοεμβρίου 1372 ο Γρηγόριος κάλεσε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και όλους τούς Λατίνους άρχοντες τής Ανατολικής Μεσογείου να συναντηθούν την προσεχή 1η Οκτωβρίου σε μεγάλη διάσκεψη στη Θήβα, την πρωτεύουσα τού καταλανικού δουκάτου τής Αθήνας, για να σχηματίσουν ένωση για επιθετική δράση κατά των Τούρκων σε στεριά και θάλασσα,12 αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι κάποιος από εκείνους στους οποίους στάλθηκε η έκκληση (αν στάλθηκε ποτέ) πράγματι εμφανίστηκε στη Θήβα, ενώ σίγουρα καμιά επιθετική συμμαχία δεν σχηματίστηκε κατά των Τούρκων κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Γρηγορίου.

Μερικούς μήνες αργότερα ο Γρηγόριος έγραψε ξανά στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, επαναλαμβάνοντας παλαιότερη πρόταση για «κάποια ένωση γαλερών» (certa unio galearum) για την ανάληψη δράσης εναντίον των Τούρκων, αλλά βεβαίως έπρεπε να προηγηθεί η «εκκλησιαστική ένωση» (unio ecclesiarum), την οποία ο γνωστός Ιωάννης Λάσκαρις Καλόφερος και ο Δημήτριος Κυδώνης ήσαν έτοιμοι να διαπραγματευτούν με τη βοήθεια τού αυτοκράτορα. Ο Γρηγόριος πίστευε ότι είχε έρθει η ώρα για αυτή την ένωση των γαλερών και των εκκλησιών, «γιατί», όπως δήλωνε, «οι πόλεις τής Κωνσταντινούπολης και τής Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλα εδάφη που τώρα κατέχετε, λέγεται ότι βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο, σχεδόν περικλεισμένες από τούς ίδιους αυτούς Τούρκους».13

Οι γαλέρες τού Γρηγορίου θα προέρχονταν κυρίως από τούς Ενετούς και τούς Γενουάτες, αλλά οι πρώτοι είχαν εμπλακεί με τον Φραντσέσκο ντα Καρράρα τής Πάδουας και οι δεύτεροι βρίσκονταν σε πόλεμο με τούς Λουζινιάν τής Κύπρου. Ο Γρηγόριος βρισκόταν ο ίδιος σε άγρια σύγκρουση με τούς Βισκόντι και ο Aμαδέος ΣΤ’ τής Σαβοΐας σε εξίσου έντονη αντίθεση με τον μαρκήσιο τού Σαλούτσο. Υπήρχε συνεχής σύγκρουση στη Γαλλία, όπου μεταξύ άλλων οι κόμητες Ζαν ντ’ Αρμανιάκ και Γκαστόν ντε Φουά προσέφευγαν συχνά στα όπλα. Ο Γρηγόριος γνώριζε φυσικά πολύ καλά, όπως ο ίδιος είχε την ευκαιρία να γράψει στον δούκα Φίλιππο τον Ισχυρό τής Βουργουνδίας (στις 18 Μαΐου 1375), ότι όσο διεξάγονταν πόλεμοι στη Γαλλία και σε άλλα χριστιανικά βασίλεια, λίγα μπορούσαν να προκύψουν από τον «σχεδιασμό σταυροφορίας» (tractatus passagii), αλλά η εγκαθίδρυση ειρήνης θα εύρισκε «αναρίθμητους ένοπλους άνδρες», έτοιμους να συμμετάσχουν σε μια τέτοια επιχείρηση, ενώ στη συνέχεια, με θεία καθοδήγηση, μπορούσε ενδεχομένως να ξεκινήσει ο σχεδιασμός για τη σταυροφορία (passagium).14 Αργότερα την ίδια χρονιά ο Γρηγόριος καθυστέρησε την επιστροφή του στην Ιταλία, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αποκατασταθεί ειρήνη μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.15 Όταν τελικά επέστρεψε, η Ιταλία βρισκόταν σε βίαιη αναταραχή, τα παπικά κράτη σε μεγάλο βαθμό σε εξέγερση και οι Φλωρεντινοί στα όπλα εναντίον του, στον «πόλεμο των Οκτώ Αγίων». Ο πόλεμος τής Τενέδου και τής Κιότζα ξέσπασε πριν από τον θάνατό τού (στη Ρώμη) στις 27 Μαρτίου 1378 και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να «σχεδιάσει τη σταυροφορία».

Μετά την ειρήνη τού Τορίνο υπήρξε αύξηση τού όγκου τού ανατολικού εμπορίου. Για παράδειγμα οι ενετικές γαλέρες μπορούσαν να κάνουν με μεγαλύτερη ασφάλεια τις τακτικές διαδρομές τους προς Ρωμανία, Tάνα και Τραπεζούντα, Βηρυτό και Αλεξάνδρεια. Οι προσκυνητές συνέχιζαν να κάνουν το μακρύ, δύσκολο ταξίδι προς Ιερουσαλήμ.16 Όμως μέχρι την ανάπαυλα που πρόσφερε η μάχη τής Άγκυρας (1402), ο φόβος των Τούρκων αυξανόταν σταθερά, ειδικά στο βόρειο Αιγαίο, γιατί τα οθωμανικά στρατεύματα βρίσκονταν σχεδόν παντού στα Βαλκάνια, ασκώντας αμείλικτη πίεση στους Έλληνες, τούς Σέρβους και τούς Βούλγαρους. Οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τις Σέρρες το 1383, τη Σόφια το 1384 ή 1385, τη Νις το 1386, τη Λάρισα στη Θεσσαλία το 1386 και τη Θεσσαλονίκη το 1387. Η μάχη τού Κοσσυφοπέδιου (Κόσοβο) τον Ιούνιο τού 1389 έθεσε τη Σερβία υπό οθωμανική κυριαρχία για σχεδόν τέσσερις αιώνες. Τον Ιούλιο τού 1393 αλώθηκε το Τίρνοβο και η Βουλγαρία μετατράπηκε σε οθωμανική επαρχία, χάνοντας ανεπιστρεπτί τις ημέρες τού μεγαλείου της.17

Σε αυτό το σημείο πρέπει να στρέψουμε λίγο την προσοχή μας προς το δυτικό Ισλάμ, αν και μικρή σύνδεση υπήρχε ανάμεσα σε αυτό και την Ανατολική Μεσόγειο. Στα μέσα τού 13ου αιώνα η Μουαχίντ ή «Αλμοχάντ» αυτοκρατορία είχε θρυμματιστεί όπως και οι άλλες αυτοκρατορίες και τώρα κυβερνούσαν οι Νασρίντ στο Ανδαλουσιανό βασίλειο τής Γρανάδας. Κατά μήκος τής νοτιοδυτικής ακτής τής Μεσογείου την εξουσία των Μουαχίντ είχαν αναλάβει οι Μαρινίντ τού Μαρόκου, που έλεγχαν τα σημαντικά κέντρα τού Μαρακές και τής Φεζ, οι Ζιγιανίντ τής δυτικής Αλγερίας, των οποίων η πρωτεύουσα Τιλιμσάν χρειαζόταν σταθερή άμυνα κατά των Μαρινίντ, καθώς και οι Χαφσίντ τής ανατολικής Αλγερίας, τής Τυνησίας και τής Τριπολίτιδας, που κατείχαν την Μπιζάγια, την Τύνιδα, την Μαχντία και το νησί τής Τζάρμπα. Τότε Χαφσίντ ηγεμόνας, «βασιλιάς τής Τύνιδας», ήταν ο Αμπούλ Αμπάς Άχμαντ Β‘ ιμπν-Μουχάμαντ (1360-1394),18 τού οποίου οι υπήκοοι απολάμβαναν υψηλό επίπεδο ευημερίας και τού οποίου τα λιμάνια προσέλκυαν γαλέρες και εμπορικά πλοία από την Καταλωνία και τα ιταλικά κράτη, την Αλεξάνδρεια και τη συριακή ακτή. Όμως τα λιμάνια τού Άχμαντ Β’ αποτελούσαν επίσης παράδεισους για τούς «πειρατές τής Μπαρμπαριάς», που έκαναν επιθέσεις στη βόρεια ακτογραμμή καθώς και στα καταλανικά, γαλλικά και ιταλικά εμπορικά πλοία. «Εμφανίζονται απροσδόκητα», λέει ο Ιμπν-Χαλντούν,

και αρπάζουν οτιδήποτε, πέφτει στα χέρια τους. Επιτίθενται επίσης στα πλοία των απίστων, συχνά τα αρπάζουν και επιστρέψουν στο λιμάνι φορτωμένοι με λάφυρα και αιχμαλώτους. Έτσι η Μπουγία και τα άλλα δυτικά λιμάνια [της επικράτειας των Χαφσίντ] έχουν γεμίσει αιχμαλώτους. Οι δρόμοι αυτών των πόλεων αντηχούν με το θόρυβο των αλυσίδων τους, ιδίως όταν αυτοί οι φτωχοί δυστυχείς, φορτωμένοι με σίδερα, απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις ξεκινώντας για τις καθημερινές εργασίες τους. Η τιμή των λύτρων τους έχει οριστεί τόσο ψηλή, ώστε είναι πολύ δύσκολο και συχνά ακόμη και αδύνατο για αυτούς να την πληρώσουν.19

Από το εσωτερικό τής Αφρικής, Μπερμπερίνοι έμποροι εμφανίζονταν με ελεφαντόδοντο και φτερά στρουθοκαμήλου, όπως έχει επισημάνει ο Μιρό, ενώ οι αγορές των Χαφσίντ εφοδίαζαν τούς Λατίνους εμπόρους με αποξηραμένα φρούτα, χουρμάδες, ελαιόλαδο, παστά ψάρια, μπαχαρικά, δέρματα, βαμβάκι, κοράλλι, χαλιά, σκλάβους και άλλα βασικά προϊόντα, για τα οποία υπήρχε πάντοτε μεγάλη ζήτηση.20 Αν και τα φορτία τροφίμων ήσαν ογκώδη, οι αποστάσεις από τα λιμάνια τής Ιταλίας στο Τυρρηνικό πέλαγος και τη Γένουα, τη Μασσαλία και τη Βαρκελώνη ήσαν πολύ μικρότερες από εκείνες που διέσχιζαν οι νηοπομπές προς τον Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα, τη Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια. Όμως στη δυτική Μεσόγειο το εμπόριο υπέφερε από τις απαράδεκτες παρενοχλήσεις των πειρατών και των δουλεμπόρων, που δεν άρπαζαν μόνο τα φορτία, αλλά και τα πληρώματα.21

Οι Γενουάτες, έχοντας καταλήξει σε αναγκαία κατανόηση με τούς εμπορικούς τους αντιπάλους στην Καταλωνία, υποδέχθηκαν το 1388 σε αντι-μαυριτανικό συνασπισμό τούς Σικελούς και τούς Πιζάνους. Σκοπός τους ήταν να ασχοληθούν με τα πειρατικά στέκια στην επικράτεια τού Άχμαντ Β’, ιδιαίτερα εκείνο τής Τζέρμπα και των άλλων νησιών στον κόλπο τού Γκαμπές (σήμερα στην Τυνησία). Οι Γενουάτες εξόπλισαν δώδεκα γαλέρες υπό τον Ραφαέλε Αντόρνο, αδελφό τού δόγη Aντονιότο. Οι Πιζάνοι άλλες πέντε. Και η σικελική κυβέρνηση τής βασίλισσας Μαρίας τρεις μεγάλες γαλέρες υπό τον ναύαρχο Μανφρέντο ντε Κιαραμόντε.22 Στα μέσα τού καλοκαιριού (του 1388) ο συμμαχικός στόλος κατέλαβε τα νησιά στον κόλπο τού Γκαμπές. Οι Γενουάτες εγκατέλειψαν όλα τα δικαιώματα τής κατάκτησης στη Τζέρμπα και τα άλλα νησιά έναντι αποζημίωσης 36.000 χρυσών φλουριών. Ο Μανφρέντο ντε Κιαραμόντε κατέβαλε το απαιτούμενο ποσό και εγκατέστησε φρουρά στη Τζέρμπα. Ο πάπας Ούρμπαν ΣΤ’, ως επικυρίαρχος τού καταλανικού βασιλείου τής Σικελίας (Τρινακρία), παραχώρησε στις 29 Ιανουαρίου 1389 τη Τζέρμπα και τα νησιά Κερκένα ανατολικά τού Σφαξ στον Κιαραμόντε και τούς κληρονόμους του ως κληρονομικό φέουδο, για το οποίο έπρεπε να πληρώνουν φόρο τιμής και να ορκίζονται φεουδαρχική υποταγή στην Αγία Έδρα.23

Η εκστρατεία τού 1388 υπήρξε βήμα προς την καταστολή των πειρατών τής Μπαρμπαριάς, των οποίων οι επιδρομές αύξαναν τούς κινδύνους και μείωναν τα κέρδη τού ναυτικού εμπορίου. Αλλά ήταν μόνο ένα βήμα ενώ, όπως μάς λέει ο Φρουασσάρ, διαδόθηκε σύντομα η είδηση σε όλη τη Γαλλία και σε άλλες χώρες, ότι οι Γενουάτες ήθελαν «να συγκροτήσουν στρατό για να πάει στη Μπαρμπαριά». Ήσαν διατεθειμένοι να παρέχουν γαλέτα (ship’s biscuit), «πόσιμο νερό και ξηρό κρασί», καθώς και τις γαλέρες και τα πλοία για τη μεταφορά όλων των ιπποτών και των ακολούθων τους, που θα ενώνονταν μαζί τους σε επιχείρηση κατά τού απίστου λιμανιού τής Μαχντία στην επικράτεια των Χαφσίντ τής Τυνησίας, «η οποία πόλη ονομάζεται Αφρική» (laquelle ville on appelle Affrique). Ακριβώς όπως το Καλαί ήταν το κλειδί για εύκολη είσοδο και έξοδο από τη Γαλλία και τη Φλάνδρα, λέει ο Φρουασσάρ, έτσι και η Μαχντία ήταν το «κλειδί και επιστροφή» (clef et retour) προς και από τα τρία μουσουλμανικά βασίλεια στην ακτή τής Μπαρμπαριάς. Αποτελούσε επίσης «λαβύρινθο» (garenne) πειρατών, των οποίων οι ξαφνικές επιδρομές μπορούσαν να χτυπήσουν οποιαδήποτε παραλία ή νησί στη δυτική Μεσόγειο. Εκτός από τις προμήθειες και τις γαλέρες που θα διέθεταν οι Γενουάτες σε σταυροφορική εκστρατεία εναντίον τής Μαχντία, πρότειναν επίσης τη στρατολόγηση 12.000 βαλλιστών και 8.000 «μεγάλων ακολούθων» (gros varlets) οπλισμένων με λόγχες και ασπίδες. Όμως μια σταυροφορία χρειαζόταν ηγεσία από ιππότες μεγάλης υπόληψης και δεδομένου ότι για χρόνια οι γενουάτικες γαλέρες και τοξότες είχαν τεθεί στην υπηρεσία των Γάλλων στους πολέμους τους με τούς Άγγλους, ο δόγης Αντονιόττο Αντόρνο και οι Γέροντες (Anziani) στράφηκαν προς τη Γαλλία. Μια γενουάτικη πρεσβεία περίμενε λοιπόν τον νεαρό βασιλιά Κάρολο ΣΤ’ στην Τουλούζ το Δεκέμβριο τού 1389 ή στις αρχές Ιανουαρίου τού 1390. Σύμφωνα με τον Καμπαρέ ντ’ Ορβίλ, ο εκπρόσωπός τους είπε στον Κάρολο: «Μην αμφιβάλλετε ότι αν η Αφρίκ [Μαχντία] βρισκόταν σε χριστιανικά χέρια, κι αν θέλει ο Θεός θα την πάρουμε, τότε οι τρεις άπιστοι βασιλιάδες και οι χώρες τους θα καταστρέφονταν ή θα αποδέχονταν τη χριστιανική πίστη, που θα ήταν ωραίο πράγμα για τη Μεγαλειότητά σας, να βλέπετε ότι είστε ο μεγαλύτερος βασιλιάς τής χριστιανοσύνης».24

Ο Γενουάτης ιστορικός τού 16ου αιώνα Φολιέττα λέει ότι οι απεσταλμένοι προέτρεψαν τον Κάρολο ΣΤ’ να ακολουθήσει το παράδειγμα των προγόνων του,25 ενώ οι ίδιοι ήσαν αποφασισμένοι να πράξουν αυτό που διακήρυσσαν. Για περισσότερους από τρεις αιώνες οι πειρατές διάρπαζαν την εμπορική ναυτιλία στη δυτική Μεσόγειο. Ήδη από το 1087 μια ένωση ιταλικών ναυτικών κρατών, που περιλάμβανε τη Γένουα και την Πίζα, είχε καταλάβει και λεηλατήσει τη Μαχντία, αλλά δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρατήσει το περιβαλλόμενο από τη θάλασσα οχυρό. Ένας νορμανδικός στόλος που είχε στείλει ο βασιλιάς Ρότζερ Β’ τής Σικελίας στον κόλπο τού Γκαμπές το 1135 είχε πάρει το νησί τής Τζέρμπα. Μια δεκαετία αργότερα οι Νορμανδοί κατέλαβαν την Τρίπολη (το 1146), ενώ το καλοκαίρι τού 1148 κατέλαβαν την ίδια τη Μαχντία, τερματίζοντας τη δυναστεία των Ζιρίντ. Συνεχίζοντας εξαιρετική σταδιοδρομία κατάκτησης, πήραν επίσης τις παράκτιες πόλεις τού Γκαμπές, τής Μπόνα, δηλαδή τής αρχαίας Ίππο στη σημερινή Αλγερία, τής Σούσα και τού Σφαξ. Ο Ρότζερ Β’ πήρε τον απίθανο τίτλο τού βασιλιά Αφρικής (rex Africae), αλλά μετά τον θάνατό του το 1154 η εσωτερική διαφωνία στο νορμανδικό βασίλειο τής Σικελίας και νότιας Ιταλίας, καθώς και ο πόλεμος με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία αποδυνάμωσαν τη νορμανδική κατοχή τής Τυνησίας. Τότε η πουριτανική αίρεση των Μουαχίντ (Aλμοχάντ), φλεγόμενη από θρησκευτικό ζήλο, σάρωσε τις πρώην νορμανδικές κατακτήσεις στην Τυνησία, ενώ στις αρχές τού 1160 ξανακέρδισε τη Μαχντία για το Ισλάμ, εξαλείφοντας έτσι το νορμανδικό «βασίλειο» στη Βόρεια Αφρική.26 Τα γεγονότα αυτά παρέμεναν άσβεστα στη μνήμη και για μια ακόμη φορά το πνεύμα τής σταυροφορίας καταλάμβανε την ιπποσύνη τής Γαλλίας. Ακριβώς τότε (το 1388-1389) ο γέρος πια Φιλίπ ντε Μεζιέρ έγραφε το διάσημό του «Όνειρο τού παλαιού προσκυνητή» (songe du vieil pèlerin), με τα περίτεχνα σχέδιά τού για σειρά σταυροφοριών, μία από τις οποίες έπρεπε να στρέφεται κατά τής Βόρειας Αφρικής. Το έργο του, που απευθυνόταν στον Κάρολο ΣΤ’, είχε αναμφίβολα την επιρροή του και στον βασιλιά και στην υψηλή αριστοκρατία τής Γαλλίας.27

Ο Καμπαρέ αναφέρει ότι ο Κάρολος βρήκε τις γενουάτικες αιτήσεις για ηγεσία και βοήθεια «δίκαιες και δικαιολογημένες» (justes et raisonnables) και υποσχέθηκε να απαντήσει σε δύο μέρες. Σύμφωνα με τον Φρουασσάρ, οι Γενουάτες ήθελαν «ως αρχηγό και διοικητή έναν από τούς θείους τού βασιλιά ή τον αδελφό του [Λουδοβίκο], τον δούκα τής Τουραίν», αλλά ο τελευταίος ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών, ενώ ο Κάρολος και το βασιλικό συμβούλιο συμφωνούσαν ότι «δεν ήταν γι’ αυτόν ένα τέτοιο ταξίδι» (que ce n’estoit pas ung voiage pour luy). Αλλά αν ο ισχυρογνώμων νεαρός Λουδοβίκος, αργότερα δούκας τής Ορλεάνης, ο οποίος είχε μόλις παντρευτεί την Βαλεντίνα Βισκόντι, κόρη τού Τζιαν Γκαλεάτσο, είχε θελήσει να ηγηθεί τής σταυροφορίας τής Μπαρμπαριάς, τότε ο αναποφάσιστος Κάρολος δεν θα μπορούσε να τον αποτρέψει. Μόλις το προηγούμενο έτος ο Λουδοβίκος και οι δικοί του «Μαρμουσέ» είχαν βοηθήσει τον Κάρολο να ελευθερωθεί από την κηδεμονία των βασιλικών θείων, ιδιαίτερα τού Φιλίππου τού Τολμηρού τής Βουργουνδίας. Δραστήριος και φιλόδοξος, ο Λουδοβίκος δεν είχε πρόθεση να απουσιάζει από τη γαλλική σκηνή για τέτοια απρόβλεπτη περιπέτεια όπως μια σταυροφορία. Όχι, «δεν ήταν ταξίδι γι’ αυτόν», ούτε για τον Φίλιππο τον Τολμηρό, τον νικητή στο Ρουζμπέκε (το 1382), ο οποίος είχε γίνει κόμης τής Φλάνδρας και ήταν πολύ απασχολημένος με τις φλαμανδικές υποθέσεις. Ο δούκας τού Μπερρύ Ιωάννης, ειρηνόφιλος προστάτης των τεχνών, ούτε ενδιαφερόταν αρκετά, ούτε ήταν ικανός να οδηγήσει εκστρατεία στο εξωτερικό.

Τον Ιούνιο τού 1389 είχε συναφθεί τριετής εκεχειρία με την Αγγλία, οι Γάλλοι ιππότες δεν είχαν πεδίο μάχης για να δοξαστούν και, ύστερα από σύσκεψη δύο ημερών με το συμβούλιό του, ο Κάρολος έδωσε στους Γενουάτες τη σύμφωνη γνώμη του για τη συμμετοχή των Γάλλων στην προτεινόμενη εκστρατεία και για την ανάληψη τής ηγεσίας της: «έχω βρει τον αρχηγό σας» (Je vous bailie pour vostre chief), τούς είπε, «τον καλό θείο, τον δούκα των Βουρβώνων, που είναι τέτοιος ιππότης, όπως γνωρίζετε…» (bel oncle, le duc de Bourbon, qui est ung tel chevalier comme vous savez…) Η επιλογή λοιπόν είχε γίνει για τον από τη μητέρα του θείο τού βασιλιά, τον Λουδοβίκο Β’, τον «καλό δούκα» των Βουρβώνων, ο οποίος (λέει ο Καμπαρέ) είχε ζητήσει τη διοίκηση, «γιατί είναι αυτό που έχω επιθυμήσει περισσότερο σε [όλο] τον κόσμο και ύστερα από εγκόσμια έργα, είναι πανέμορφο πράγμα να υπηρετείς τον Θεό». Έλεγε επίσης ότι μπορούσε να βρει στη δική του επικράτεια όλους τούς ιππότες και άρχοντες που θα ήσαν αναγκαίοι και οι οποίοι δεν θα αρνούνταν να ανταποκριθούν στην πρόσκληση στα όπλα. Όταν ο Κάρολος μετέφερε τα καλά νέα στους Γενουάτες, λέγεται ότι αυτοί έπεσαν στα γόνατα για να τον ευχαριστήσουν που τούς έδινε «τον ηγεμόνα που ήθελαν οι περισσότεροι».28 Αν κατά τη διάρκεια των ετών ο Λουδοβίκος των Βουρβώνων είχε ζηλέψει τα κατορθώματα τού σταυροφόρου γαμπρού του, τού εκλιπόντος Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας, τώρα έβλεπε επιτέλους την ευκαιρία του να κερδίσει φήμη ως υπερασπιστής τής πίστης κατά των απίστων. Λέγεται ότι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που θα ακολουθούσε τα βήματα τού ευλογημένου προγόνου τού Αγίου Λουδοβίκου και ίσως, όπως και εκείνος, θα τερμάτιζε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία πολεμώντας τούς μουσουλμάνους στην Τυνησία.29

Δεδομένου ότι βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για τη μετατροπή τής τριετούς ανακωχής με την Αγγλία σε πιο μακροχρόνια ειρήνη, οι αστοί (bourgeois) σύμβουλοι τού βασιλιά, οι Μαρμουσέ, ήσαν αντίθετοι με την απογύμνωση τής επικράτειας από τούς υπερασπιστές της. Κατά συνέπεια, όπως γράφει ο Φρουασσάρ, «δεν πήγαν όλοι όσοι ήθελαν να πάνε», γιατί καθένας έπρεπε να πληρώσει ο ίδιος τις δικές του δαπάνες. Κανένας άρχοντας δεν μπορούσε να στρατολογήσει άνδρες που δεν ανήκαν στη δική του ακολουθία (hostel), ενώ σε κανένα δεν θα επιτρεπόταν η έξοδος από τη Γαλλία χωρίς άδεια ασφαλούς διέλευσης από τον βασιλιά. Δεν θα υπήρχαν «ακόλουθοι» (varlets) στο στράτευμα, παρά μόνο «κύριοι» (gentlemen) και πάνοπλοι άνδρες (men-at-arms), ενώ ιππότες και ευγενείς έπρεπε να αναζητηθούν και από άλλες χώρες εκτός Γαλλίας.30 Τόσο ο Φρουασσάρ όσο και ο Καμπαρέ χαίρονται καταγράφοντας τα ονόματα των μεγάλων ευγενών, που ενώθηκαν με τον «καλό δούκα» Λουδοβίκο των Βουρβώνων, καθώς και των εθελοντών που προσήλθαν μαζικά κάτω από τα λάβαρα των σταυροφόρων από την ενδοχώρα τής Γαλλίας και από τη Βρετάννη, τη Νορμανδία και την Αγγλία. Υπήρχαν ακόμη και κάποιες στρατολογήσεις από την εχθρική Αραγωνία-Καταλωνία, η οποία είχε από καιρό αμφισβητήσει την κατοχή τού τότε στρατηγικού νησιού τής Σαρδηνίας από τούς θαλασσοπόρους Γενουάτες. Ο Λουδοβίκος έβαλε να φτιαχτούν κατάλογοι στρατολόγησης και διαπιστώνοντας ότι περιλάμβαναν περίπου 1.500 ευγενείς (gentilshommes), δηλαδή το όριο που είχε επιβάλει ο βασιλιάς, έγραψε στον δόγη Aντονιόττο Αντόρνο για να βεβαιωθεί ότι οι Γενουάτες ετοίμαζαν πλοία μεταφοράς και συγκέντρωναν αρκετές προμήθειες για τον στρατό του. Οι Γενουάτες απάντησαν ότι θα μπορούσαν να μεταφέρουν 6.000 «ενόπλους» (homines d’ armes) στην ακτή τής Μπαρμπαριάς, γιατί είχαν έτοιμες εικοσιδύο γαλέρες και δεκαοκτώ πλοία (nefs): «Για αυτό, αν έχετε την ευχαρίστηση, εσείς και όλοι οι άνθρωποι σας, να βρίσκεστε στη Γένουα την εβδομάδα μετά τη γιορτή τού Αγίου Ιωάννη [24 Ιουνίου 1390] και θα τα βρείτε εδώ όλα έτοιμα για το πέρασμα στο εξωτερικό».31

Η περιγραφή τού Καμπαρέ για τούς καταλόγους στρατολόγησης τού Λουδοβίκου είναι πιθανώς ακριβής, γιατί ο Μιρό έχει συλλέξει τα ονόματα 232 ευγενών (gentilshommes) ή τουλάχιστον των περισσότερων από αυτούς, που συνόδευσαν τον Λουδοβίκο στη Μαχντία, εκ των οποίων 76 λέγεται ότι έχασαν τη ζωή τους ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι κατά τη διάρκεια τής σταυροφορίας.32 Περί τις αρχές Φεβρουαρίου (1390), πριν επιστρέψει στο Παρίσι, ο Κάρολος ΣΤ’ «πήγε στην Αβινιόν για να δει τον πάπα Κλήμεντα [Ζ’] και μαζί με αυτόν τον δούκα των Βουρβώνων, ο οποίος ήταν στην ευχάριστη θέση να πάει εκεί για να ζητήσει την άδεια τού πάπα να προχωρήσει εναντίον των απίστων [mescreans] και να ζητήσει άφεση από την τιμωρία και τις αμαρτίες για τον ίδιο και για τούς ανθρώπους του. Ο Άγιος πατέρας το έπραξε πολύ ευχαρίστως, για τον δούκα των Βουρβώνων και τούς ανθρώπους του, καθώς και για τούς Γενουάτες και για όλους εκείνους που θα συμμετείχαν στον στρατό του».33 Χρειάζονταν όμως και χρήματα πέρα από την παπική άφεση αμαρτιών και ο Λουδοβίκος τής Τουραίν δάνεισε στον καλό δούκα 20.000 φλουριά, ενώ ο Κάρολος ΣΤ’ τού έδωσε 12.000 χρυσά φράγκα. Στις 22 Μαρτίου ο Κάρολος έδωσε πρόσθετη επιδότηση 20.630 φράγκων σε εκείνους που πήγαιναν στη σταυροφορία τής Μπαρμπαριάς, ενώ ο ταμίας τού Λουδοβίκου τής Τουραίν κατέβαλε 13.530 φράγκα σε διάφορους από τούς υφιστάμενους άρχοντές του.34 Προφανώς δεν πήγαν όλοι «με δικές τους δαπάνες» (à ses frais).

Αν και ο δούκας των Βουρβώνων χρειάστηκε να αναζητήσει στην Προβηγκία κρασί και σιτάρι (για τις γαλέτες), τα οποία οι Γενουάτες είχαν ελαφρά τη καρδία υποσχεθεί να παράσχουν, την 1η Ιουλίου 1390, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, όντως μετέφεραν τον ίδιο και τούς Γάλλους σταυροφόρους από τη Μασσαλία στη Γένουα,35 όπου συγκεντρώνονταν οι Άγγλοι, Βουργουνδοί, Φλαμανδοί και άλλοι σταυροφόροι. Υπερβολικές φήμες για το μέγεθος τής εκστρατείας είχαν φθάσει στον άρρωστο βασιλιά Ιωάννη Α’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, ο οποίος διέταξε να τεθούν οι άνδρες του σε ετοιμότητα στις Βαλεαρίδες Νήσους και στο Άλγκερο και Κάλιαρι τής Σαρδηνίας.36 Η Γένουα επρόκειτο να είναι το λιμάνι επιβίβασης για το σύνολο τού στρατού, στον οποίο ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί λέει ότι οι Γενουάτες συνεισέφεραν 1.000 βαλλιστές και 2.000 πάνοπλους άνδρες, χωρίς να μετρά τον αριθμό των ναυτικών, οι οποίοι υπολογίζονται σε περίπου 4.000. Ο Ζαν Ζουβενάλ ντε Ουρσέν, αρχιεπίσκοπος τής Ρεμς κατά τα μέσα τού 15ου αιώνα, αναφέρει ότι το γενουάτικο σώμα περιλάμβανε 1.000 βαλλιστές και 4.000 ναυτικούς, καλά οπλισμένους και καλά εξοπλισμένους, αλλά δεν αναφέρει τίποτε για πάνοπλους άνδρες.37

Ο αγιασμός τού στόλου πριν από την αναχώρησή του απετέλεσε δύσκολο πρόβλημα, γιατί ήταν φυσικά η εποχή τού Μεγάλου Σχίσματος τής Καθολικής Εκκλησίας. Όπως επισημαίνει ο Ζαν Ζουβενάλ, οι Γάλλοι ήσαν με τον πάπα Κλήμεντα Ζ’, ο οποίος είχε χορηγήσει στους σταυροφόρους πλήρη άφεση αμαρτιών, αλλά οι Γενουάτες και ορισμένες άλλες ομάδες σταυροφόρων αναγνώριζαν τον Βονιφάτιο Θ’ ως πάπα στη Ρώμη. Σύμφωνα με τον Ζαν Ζουβενάλ, η γενική διοίκηση εξέδωσε εντολές ότι κανένας δεν έπρεπε να αναφέρεται στη σύγκρουση υποταγής, αλλά ότι όλοι έπρεπε να ενωθούν σε πνεύμα αδελφικής αφοσίωσης και να χρησιμοποιήσουν την ένωσή τους «εναντίον των αχρείων και για την υπεράσπιση τής Καθολικής πίστης» (contre les mescreans, en la defense de la foy catholique).38 Όμως ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί γράφει ότι ξέσπασε τότε διαμάχη στο στράτευμα «με αφορμή το σχίσμα» (occasione scimalis), αλλά ότι, ακολουθώντας τη συμβουλή σοφών συμβούλων, οι ηγέτες τής εκστρατείας αποφάσισαν να ευλογήσουν τον στόλο δύο ιεράρχες, ένας από κάθε πλευρά τού σχίσματος, προστατεύοντας έτσι τούς οπαδούς τους με το σημείο τού σταυρού και με τις συνήθεις προσευχές.39

Ο στόλος απέπλευσε από τη Γένουα στις 3 Ιουλίου 1390 ή κάπου τότε και ο Φρουασσάρ περιγράφει εκτεταμένα την ομορφιά τού θεάματος, καθώς οι σημαίες και τα λάβαρα ανέμιζαν στο αεράκι, ο ήλιος έλαμπε πάνω στις ασπίδες, που ήσαν πλουσιοπάροχα διακοσμημένες με τα οικόσημα των μεγάλων αρχόντων, ενώ τρομπέτες, σάλπιγγες και αυλοί αντηχούσαν στο λιμάνι.40 Ναύαρχος τού στρατεύματος ήταν ο Γενουάτης Τζιοβάννι Τσεντουριόνε, γνωστός αλλιώς ως Ολτραμαρίνο. Ο Φρουασσάρ μάς λέει ότι οι ακόλουθοι (varlets) και τα άλογα έμειναν έξω. Οι ακόλουθοι μπορούσαν πιθανώς να φροντίσουν για τον εαυτό τους, αλλά ένα άλογο που άξιζε εξήντα φράγκα μπορούσε τότε να αγοραστεί στη Γένουα για δέκα. Λέει επίσης ότι μιλούσαν σε όλους στον στόλο για 120 γαλέρες, 200 πλοία που μετέφεραν πάνοπλους άνδρες και βαλλιστές, καθώς και για πάνω από 100 πλοία μεταφοράς με προμήθειες και εξοπλισμό.41 Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί μιλάει με ποιητική αμφισημία για «ογδόντα πλοία [naves] που κινούνταν με την τέχνη των κωπηλατών και με τη βοήθεια των ανέμων».42 Ο Καμπαρέ, ο οποίος έγραψε σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφει, βάσιζε την περιγραφή του στις αναμνήσεις τού γέροντα Ζαν ντε Σατωμοράν, που είχε συνοδεύσει στη σταυροφορία τον δούκα των Βουρβώνων. Με όλες τις ατέλειές του, ο Καμπαρέ φαίνεται ότι αποτελεί την καλύτερη λογοτεχνική πηγή για την εκστρατεία, ενώ ο ίδιος μάς πληροφορεί κατηγορηματικά ότι ο στόλος αποτελούνταν από 22 γαλέρες και 18 πλοία μεταφοράς (nefs),43 εκτίμηση που πιθανώς προσεγγίζει τον πραγματικό αριθμό.

Ο στόλος απέπλευσε από τη Γένουα νοτιοανατολικά προς το Πορτοβένερε στην είσοδο τού Κόλπου τής Σπέτσια, κατόπιν προς νότο περνώντας το μικρό νησί τής Γοργόνας (Ίζολα ντι Γκοργκόνα), ενώ περνώντας ανάμεσα στα νησιά Καπράια και Έλβα περιέτρεξε τις ανατολικές ακτές τής Κορσικής και τής Σαρδηνίας, κατευθυνόμενος προς τον κόλπο τού Κάλιαρι, για να πάρει πόσιμο νερό και τρόφιμα. Στο Κάλιαρι οι Γενουάτες απέφυγαν σύγκρουση με τούς Καταλανούς, «και πέρασαν το ‘’χάσμα τής Λυών’’ (gouffre du Lyon), που είναι πολύ επικίνδυνο και φοβούνται να το περάσουν, αλλά με την κατεύθυνση που είχαν δεν μπορούσαν να το αποφύγουν». Έπεσαν σε τρομερή καταιγίδα, σύμφωνα με τον Φρουασσάρ, και διέτρεξαν τον κίνδυνο να χαθούν όλοι. Tα ραπίσματα των κυμάτων και οι βρυχηθμοί των ανέμων καθιστούσαν αδύνατη την πλοήγηση, ενώ δεν υπήρχε τίποτε να κάνουν, παρά να περιμένουν το θέλημα τού Θεού και το γύρισμα τής τύχης. Οι γαλέρες και τα πλοία μεταφοράς σκορπίστηκαν «το ένα εδώ, το άλλο εκεί) (l’ un çà l’ autre là), αλλά ύστερα από καταιγίδα μια μέρας και μια νύχτας η θάλασσα ηρέμησε, οι άνεμοι κόπασαν και κάποιες από τις γαλέρες σύντομα έφτασαν στο νησί, το οποίο ο Φρουασσάρ αποκαλεί «Κομμινέρ», ο Καμπαρέ «Κοννιγιέρ» και οι Γενουάτες «Κονιλιέρα». Ο Φρουασσάρ το τοποθετεί «τριάντα μίλια από την Αφρική» (à trente milles d’ Affrique) και ο Καμπαρέ «δεκαέξι λεύγες από την Αφρική» (à seize lieues d’ Auffricque), πολύ περισσότερο από τριάντα μίλια από τη Μαχντία. Ο χάρτης δείχνει ότι το εν λόγω νησί είναι κατά πάσα πιθανότητα το Κουριάτ (σήμερα Κουρία), στα ανοικτά τής ανατολικής ακτής τής Τυνησίας, ακριβώς ανατολικά από τη Σούσα (σήμερα Σούσσε) και το Μοναστίρ (σήμερα Αλ Μουναστίρ). Οι σταυροφόροι και οι Γενουάτες θαλασσοπόροι τους είχαν συνειδητοποιήσει ότι ενδεχομένως θα διασκορπίζονταν στη θάλασσα, ενώ είχαν ήδη συμφωνήσει ότι η «Κονιλιέρα» θα ήταν η θέση τού ραντεβού τους. Εκείνοι που είχαν σπρωχτεί από τα κύματα πιο μακριά χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να φτάσουν στο νησί, όπου το στράτευμα έμεινε εννιά μέρες. Ο πρώτοι που έφτασαν ξεκουράστηκαν περισσότερο, ενώ οι ηγέτες «συζητούσαν και κολάτσιζαν μαζί», μελετώντας τα σχέδιά τους για την επίθεση στη Μαχντία.44 Αφού οι Γενουάτες καπετάνιοι έδωσαν στον Λουδοβίκο των Βουρβώνων και στους βαρώνους του τις «οδηγίες και συμβουλές» τους (advis et conseil) για τον καλύτερο τρόπο πραγματοποίησης τής αρχικής απόβασης στη Μαχντία, ο στόλος απέπλευσε με ήρεμη θάλασσα, με σημαίες και λάβαρα να ανεμίζουν στο αεράκι και «ο στόλος των χριστιανών ήταν όμορφος και μεγάλος και καλά οργανωμένος» (la navie des crestiens estoit belle et grosse et bien ordonnée). Αργά το απόγευμα έβλεπαν τούς τεράστιους αμυντικούς πύργους στην πυκνοκατοικημένη χερσόνησο τής Μαχντία, η οποία εκτεινόταν μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση ενός μιλίου από το εμπορικό προάστιο τής Ζαουΐλα, όπου οι Γενουάτες έμποροι πρέπει να ήσαν γνωστοί στους κατοίκους.45 Φυσικά είχαν ήδη φτάσει αναφορές στους μουσουλμάνους ότι οι σταυροφόροι πλησίαζαν και τώρα φρουροί από τούς ψηλούς πύργους χτυπούσαν ταμπούρλα και τύμπανα ειδοποιώντας για την άφιξή τους. Ήταν όμορφη βραδιά, λέει ο Φρουασσάρ, καθαρή και ήρεμη, «περίπου Μαγδαληνή» (environ la Magdalène). Ήταν Παρασκευή 22 Ιουλίου 1390. Λέγεται ότι οι μουσουλμάνοι συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο και τελικά αποφάσισαν να μην αντιταχθούν στην αποβίβαση των χριστιανών, πιστεύοντας ότι ήσαν ασφαλείς στις άφθονες οχυρώσεις τους και ότι οι σταυροφόροι τελικά θα υπέκυπταν στη ζέστη, την αρρώστια, την απογοήτευση και τις δυσκολίες εξασφάλισης πόσιμου νερού και προμηθειών.46

Τα σχέδια για την αποβίβαση είχαν ήδη ετοιμαστεί στην Κονιλιέρα και την επομένη ο στόλος αγκυροβόλησε στα ανοιχτά, ενώ εμπροσθοφυλακή 600 πανόπλων ανδρών και χιλίων βαλλιστών αποβιβάστηκαν πρώτοι υπό τις διαταγές τού Ενγκεράν Ζ’ ντε Κουσύ και τού Φιλίπ ντ’ Αρτουά, κόμη τού Ου. Γρήγορα συντάχθηκαν «σε διάταξη μάχης» (en ordonnance de bataille) περιμένοντας επίθεση των Μπερμπερίνων. Τοξότες τούς έριχναν από τα τείχη, αλλά καθώς δεν επιχειρούσαν έξοδο, ο δούκας των Bουρβώνων αποβιβάστηκε βιαστικά από τη γαλέρα του, μαζί με όλους «της μάχης και όλους τούς άλλους τής οπισθοφυλακής του», που περιλάμβαναν Άγγλους, Γενουάτες και άλλα στρατιωτικά σώματα. Ο Φρουασσάρ εντοπίζει εξήντα περίπου άρχοντες, των οποίων οι σκηνές στήθηκαν στην ακτή. Δεν μπορούσε να τούς αναφέρει όλους, λέει, γιατί θα χρειαζόταν να γράψει πολλά, αλλά υπήρχαν 1.400 πολεμιστές στο χριστιανικό στρατόπεδο, «όλοι ευγενείς» (tous gentilshommes). Ξεκινούσε τώρα η πολιορκία τής Μαχντία από στεριά και θάλασσα, καθώς οι γενουάτικες γαλέρες απέκλειαν τη μόνη υδάτινη πύλη και ο στρατός διέκοπτε την πρόσβαση στην πόλη από τις τρεις πύλες των χερσαίων τειχών. Το βράδυ τής τρίτης ημέρας, λέει ο Καμπαρέ, «την ώρα που στη δύση δειπνούν» (à l’ heure que l’ en souppoit en l’ ost), οι μουσουλμάνοι έκαναν ξαφνική εξόρμηση από τις τρεις χερσαίες πύλες, ελπίζοντας να πετύχουν τούς χριστιανούς αφρούρητους. Αλλά η επίθεσή τους απέτυχε. Έχασαν 300 άνδρες, τράπηκαν σε φυγή στο καταφύγιο των τειχών τους και πιθανώς δεν επιχείρησαν άλλη πλήρους κλίμακας εξόρμηση κατά την υπόλοιπη διάρκεια τής πολιορκίας.47

Οι χριστιανοί έπαιρναν τρόφιμα από τα πλοία μεταφοράς που ήσαν αγκυροβολημένα στα ανοιχτά, ενώ έπαιρναν κρασί από τον Χάνδακα και προμήθειες από τη Νάπολη και τη Σικελία, αλλά κάθε μέρα έφερνε νέες δυσκολίες. Δεν διέθεταν άλογα, δεν μπορούσαν να καθαρίσουν την ύπαιθρο, δεν είχαν ξύλα για μαγείρεμα ούτε ξυλεία για να φτιάξουν καταλύματα για τούς στρατιώτες που δεν είχαν σκηνές. Οι βασιλείς τής Τύνιδας, τού Μαρόκου και τής Μπουγία είχαν στείλει «όλους τούς καλύτερους πολεμιστές τους», λέει ο Φρουασσάρ. Έστηναν τα στρατόπεδά τους στα χωράφια και στην ακτή, με πυκνά δάση (και λόφους) πίσω τους, όλα σε αποστάσεις ασφαλείας από τον στενό καταυλισμό των σταυροφόρων έξω από τη Μαχντία. Ο Φρουασσάρ νομίζει ότι υπήρχαν 30.000 μουσουλμάνοι πεζοί και τοξότες και 10.000 ή περισσότεροι ιππείς. Όμως πολλοί από αυτούς ήσαν στην πραγματικότητα «συχνά ανεφοδιαστές» (souvent raffreschis), γιατί καμήλες και άλλα υποζύγια τους έφερναν συχνά προμήθειες. Κάθε μέρα, «ή το πρωί ή το βράδυ» (ou du soir ou du matin), αυτοί επιτίθεντο αιφνιδιαστικά στους χριστιανούς και υποχωρούσαν αμέσως.48

Οι Γενουάτες είχαν αναφέρει ότι οι «τρεις βασιλείς των Σαρακηνών» έρχονταν με 60.000 ιππείς για να σπάσουν την πολιορκία τής Μαχντία, ενώ ο Καμπαρέ μάς διαβεβαιώνει ότι αυτό έγινε τελικά.49 Για να αποτρέψει τις καθημερινές επιθέσεις, ο δούκας των Βουρβώνων απέκλεισε τη χερσόνησο τής Μαχντία από την ηπειρωτική χώρα με κλοιό από σχοινιά (προφανώς στερεωμένα σε πασσάλους) «από τη μια θάλασσα στην άλλη» (d’ une mer à autre), σε ύψος τεσσάρων ποδιών, έτσι ώστε οι μουσουλμάνοι ιππείς να μη μπορούν να τα υπερπηδήσουν. Το ύψος αυτό θα ήταν αρκετό, τον διαβεβαίωναν οι Γενουάτες, για να κρατήσει «αυτό τον όχλο» (celle canaille) μακριά από την κατασκήνωσή τους. Κουπιά από γαλέρες περιστράφηκαν μέσα στα σχοινιά και προσδέθηκαν κατακόρυφα για να στηρίζουν τις βαλλίστρες και να βοηθούν το έργο των βαλλιστών. Τοποθετήθηκαν επίσης πάνοπλοι άνδρες κατά μήκος τής γραμμής σε καθορισμένες αποστάσεις, ενώ ο ίδιος ο δούκας με χίλιους «μαχητές» (combatans) και 500 βαλλιστές ανέλαβε να ανακόψει κάθε μουσουλμανική εξόρμηση, που θα μπορούσε να επιχειρηθεί από την κύρια χερσαία πύλη τής πόλης. Το λάβαρό του κρατούσε ο Ζαν ντε Σατωμοράν, ο πληροφοριοδότης τού Καμπαρέ για ολόκληρη την ιστορία τής σταυροφορίας τής Μαχντία.50

Υπήρχε πιθανώς κάποια επικοινωνία μεταξύ των πολιορκημένων και των δυνάμεων επικουρίας που είχαν αποσταλεί από τούς τρεις βασιλιάδες, οι οποίες είχαν φτάσει υπό τούς ήχους τρομπετών, σαλπίγγων και αυλών. Μετά την πρώτη τους αποτυχημένη έξοδο οι πολιορκημένοι είχαν αποφασίσει να παραμείνουν στη θέση τους, αφήνοντας τη ζέστη, την αρρώστια και τις μειούμενες προμήθειες να υπερνικήσουν τούς εισβολείς. Λίγο μετά την άφιξή τους, σύμφωνα με τον Καμπαρέ, οι μουσουλμανικές δυνάμεις επικουρίας διακινδύνευσαν σύγκρουση με τούς χριστιανούς, «οι οποίοι, όταν είδαν τη δειλία τους, έσπευσαν να τούς αντιμετωπίσουν, ιδίως εκείνους που ήσαν παραταγμένοι, και τούς χτύπησαν αποφασιστικά». Οι μουσουλμάνοι υποχώρησαν, χάνοντας εξηνταπέντε άλογα και εκατό άνδρες. Παρά την υποτιθέμενη δυσαναλογία στους αριθμούς, οι χριστιανοί προσπάθησαν να τραβήξουν τον εχθρό σε μάχη. Υπήρχαν συχνές αψιμαχίες, όπου η μία ή η άλλη πλευρά υποχρέωνε τούς αντιπάλους της σε οπισθοχώρηση, «γιατί έτσι είναι η άσκηση των όπλων» (car ainsi est le mestier d’ armes), αλλά οι μουσουλμανικές δυνάμεις επικουρίας, υιοθετώντας τη στρατηγική τής φρουράς τής Μαχντία, απέφευγαν κάθε εμπλοκή που θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο αποφασιστική, ενώ αυτό συνεχίστηκε (όπως μάς λένε) για σαρανταδύο ημέρες.51

Όμως σε ένα χριστιανικό πολεμικό συμβούλιο οι Γενουάτες πρότειναν τελικά τη χρησιμοποίηση ικριώματος (testudo) πάνω σε ρόδες (eschaffault sur petites roues), για το οποίο είπαν ότι είχαν τα στοιχεία συναρμολόγησης πάνω στα πλοία μεταφορών τους. Όταν συναρμολογούνταν, θα είχε ύψος τριών ορόφων. Θα κυλούσαν το ικρίωμα μέχρι τον πύργο τού λιμανιού, ο οποίος, όπως είχαν προσπαθήσει να τούς ενημερώσουν οι Λατίνοι έμποροι που βρίσκονταν τότε στη Μαχντία, ήταν το αδύνατο σημείο των τειχών. Οι Γενουάτες είχαν επίσης φέρει μαζί τους δύο τεράστιους γάντζους, που ονομάζονταν «ράμφη γερακιού» (bees de faulcon), τούς οποίους μπορούσαν να προσαρμόσουν στις στέγες δύο ξύλινων κατασκευών με πλευρικά τοιχώματα, για την πλευρική προστασία δεκαπέντε πανόπλων ανδρών και δέκα βαλλιστών, καθώς αυτοί θα ανέβαιναν με σκάλες στον πύργο. Θα έφτιαχναν αυτές τις κατασκευές πάνω σε τέσσερις γαλέρες, που θα τις μετέφεραν στον πύργο τού λιμανιού απέναντι από το αγκυροβόλιό τους, «και αν μπορούμε να έχουμε αυτόν τον πύργο, τότε τα έχουμε όλα!» (et si celle tour povons avoir, nous aurons tout!). Οι Γενουάτες έλεγαν ότι χρειάζονταν μόνο οκτώ ημέρες για να φτιάξουν αυτές τις κατασκευές.

Οι αρχές τής Μαχντία, παρακολουθώντας από μέρα σε μέρα την κατασκευή τού τριώροφου πύργου ή ικριώματος, περιόρισαν τούς Λατίνους εμπόρους στις κατοικίες τους. Οι μουσουλμάνοι συγκέντρωσαν τούς βαλλιστές τους στον πύργο τού λιμανιού και υπερασπίστηκαν τούς εαυτούς τους, λέει ο Ιμπν-Χαλντούν, με τη βεβαιότητα ένδοξης ανταμοιβής στον άλλο κόσμο. Έριχναν βροχή από πέτρες και βέλη στους πολιορκητές, ενώ έριχναν βλήματα με μπαρούτι και νάφθα στο ψηλό ικρίωμα, καίγοντάς το εντελώς σε μια νύχτα και μια μέρα, καθώς οι Γενουάτες το κινούσαν αργά (πολύ αργά, λέει ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί) προς τον πύργο. Ο δούκας των Βουρβώνων διέταξε τότε μεγάλη επίθεση κατά των τριών χερσαίων πυλών, για να εκτρέψει μέρος τής φρουράς από τον πύργο, ώστε τα «ράμφη τού γερακιού» πάνω στις οχυρώσεις των γαλερών να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με κάποια ελπίδα επιτυχίας. Αλλά οι μουσουλμάνοι είχαν ήδη κατασκευάσει πάνω από τον πύργο τού λιμανιού ένα παράξενο ικρίωμα με σχισμές στο δάπεδο και καθώς οι Γενουάτες έφθαναν στην κορυφή και πατούσαν από τα ράμφη τού γερακιού στο δάπεδο με τις σχισμές, οι υπερασπιστές πετσόκοβαν τα πόδια τους με ταινίες από κάτω. Οι χριστιανοί επιτιθέμενοι δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να φτάσουν σε αυτούς που τούς επιτίθεντο από κάτω και πολλοί Γενουάτες πηδούσαν από τον ψηλό πύργο στη θάλασσα. «Έτσι», λέει ο Καμπαρέ, «τερματίστηκε η επίθεση με τα ράμφη τού γερακιού».

Στο μεταξύ ο δούκας των Βουρβώνων, οι ευγενείς και οι πάνοπλοι άνδρες είχαν επιτεθεί στα χερσαία τείχη «τόσο σκληρά, ώστε μία από τις πύλες κάηκε, αλλά οι πολλοί άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα από αυτήν την έχτισαν κι έτσι κανένας δεν μπορούσε να μπει». Οι τρεις βασιλιάδες των Σαρακηνών, λέει ο Καμπαρέ, καθώς και οι περισσότεροι από τούς 46.000 άνδρες που ήσαν μαζί τους, σε απόσταση μόνο βολής βέλους από τούς χριστιανούς που επιτίθεντο στην πόλη, κατά τούς ισχυρισμούς του δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να φωνάζουν για να ενθαρρύνουν τούς υπερασπιστές στα τείχη. Η πολιορκία τής Μαχντία είχε αποτύχει, «και παρ’ όλα αυτά ήταν θαυμάσια», ενώ ο Καμπαρέ επιβεβαιώνει το γεγονός, «ότι ο δούκας Λουδοβίκος των Βουρβώνων και η συντροφιά του επιτέθηκαν σε μια τόσο ισχυρή και ωραία πόλη πάνω στη θάλασσα, όπως είναι η «Αφρική» (Auffricque), παρά τη δύναμη των τριών Σαρακηνών βασιλιάδων, που είχαν ξεκινήσει με 60.000 ιππείς…»52

Η πολιορκία είχε κρατήσει περίπου εννέα ή δέκα εβδομάδες.53 Οι χριστιανοί πολεμιστές είχαν βρει τη ζέστη εξαντλητική, ενώ φαινόταν ότι βρίσκονταν πιο μακριά από το στόχο τους απ’ ό,τι όταν είχαν πρωτοέρθει. Οι πάνοπλοι άνδρες πολεμούσαν συνήθως πάνω σε άλογα και οι περισσότεροι από αυτούς εύρισκαν την πανοπλία τους πολύ βαριά για ταχεία πεζή μετακίνηση. Το πόσιμο νερό και τα τρόφιμα άρχιζαν να εξαντλούνται. Διαδόθηκαν ασθένειες στον στρατόπεδο και οι γιατροί δεν προλάβαιναν να εξυπηρετήσουν το στράτευμα. Οι χρονικογράφοι μαρτυρούν τη γκρίνια, ενώ οι άνδρες άρχιζαν να φοβούνται ότι θα εξακολουθούσαν «να παραμένουν στην Αφρική» (devant Affrique), όταν θα έρχονταν οι μακρές, κρύες νύχτες τού χειμώνα. Οι μουσουλμάνοι υπερασπιστές τής Μαχντία βρίσκονταν στην ίδια τους τη χώρα. Οι χριστιανοί βρίσκονταν σε ξένο, εχθρικό έδαφος. Θυμούνταν την καταιγίδα που είχε σκορπίσει τον στόλο τους τον Ιούλιο και δείλιαζαν στην προοπτική χειμωνιάτικης θάλασσας. Ορισμένοι μάλιστα πίστευαν ότι οι Γενουάτες, «που είναι σκληροί άνθρωποι και προδότες» (qui sont dures gens et traittres), θα επιβιβάζονταν στις γαλέρες κάποιο βράδυ και θα έφευγαν, αφήνοντας τούς πρώην συμμάχους τους να πληρώσουν το τίμημα τής κοινής τους αποτυχίας. Αν μπορούμε να πιστεύουμε τον Φρουασσάρ, οι Γενουάτες ήδη μέμφονταν τούς Γάλλους: «Όταν αφήσαμε τη Γένουα, ελπίζαμε ότι όταν θα ερχόσασταν στη Μαχντία, θα κατακτούσατε τον τόπο σε μια εβδομάδα ή δύο, αλλά βρισκόμαστε ήδη εδώ περισσότερο από δύο μήνες και ακόμη δεν έχετε κάνει τίποτε!»

Οι ηγέτες συμφωνούσαν με τούς αξιωματικούς και τούς στρατιώτες. Ήθελαν επίσης να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες ετοιμάζονταν ήδη να προδώσουν τούς Γάλλους και να τούς παραδώσουν στους μουσουλμάνους. Μερικοί από τούς σταυροφόρους ήθελαν να προχωρήσουν προς Κύπρο και Ρόδο, ακόμη και να πάρουν «τον δρόμο για την Ιερουσαλήμ» (le chemin de Jherusalem), αλλά οι περισσότεροι επιβιβάστηκαν στις γαλέρες και τα πλοία μεταφοράς με την ισχυρή επιθυμία να επιστρέψουν στην πατρίδα, όπου τούς περίμεναν οι γυναίκες τους «με μεγάλη αγωνία» (en grant ennuy). Ο Κάρολος ΣΤ’ τής Γαλλίας χάρηκε για την ασφαλή επιστροφή τους, λέει ο Φρουασσάρ, και ζήτησε να μάθει νέα για τη Μπαρμπαριά και την εκστρατεία. Μάλιστα λέγεται ότι ο Κάρολος τούς είπε:

Αν κατορθώσουμε να φέρουμε ενότητα στην εκκλησία και ειρήνη ανάμεσα σε εμάς και τούς Άγγλους, τότε θα κάνουμε ευχαρίστως ταξίδι στο εξωτερικό, για να εξυψώσουμε τη χριστιανική πίστη, να κατατροπώσουμε τούς απίστους και να καθαρίσουμε τις ψυχές των προγόνων μας, τού βασιλιά Φιλίππου, ευλογημένη η μνήμη του, και τού βασιλιά Ιωάννη, τού παππού μας, γιατί και οι δύο … θα έπαιρναν το σταυρό και θα πήγαιναν πέρα από τις θάλασσες στους Αγίους Τόπους και θα το είχαν κάνει αν δεν τούς έδεναν τα χέρια τέτοιοι φρικτοί πόλεμοι…54

Οι χρονικογράφοι τής εποχής είναι συχνά ζωηροί αλλά σπάνια ακριβείς, ενώ ο Καμπαρέ βασίστηκε στις αναμνήσεις τού γέρου Ζαν ντε Σατωμοράν. Ο Καμπαρέ μάς λέει ότι ήσαν οι Γενουάτες εκείνοι που ήθελαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία και ότι εξασφάλισαν δέσμευση εκ μέρους των μουσουλμάνων, να μην παρενοχλούν τούς χριστιανούς για δέκα χρόνια. Παρουσιάζει τον δούκα των Βουρβώνων ως διαμαρτυρόμενο ότι οι σταυροφόροι δεν είχαν έρθει στη Μαχντία αναζητώντας συμφωνία, αλλά για δράση στο πεδίο. Παρ’ όλα αυτά, λέγεται ότι οι Γενουάτες είχαν διαπραγματευθεί «συνθήκη», σύμφωνα με την οποία τα συνολικά ετήσια έσοδα τού βασιλιά τής Τύνιδας από τη Μαχντία θα πήγαιναν στη Γένουα για δεκαπέντε χρόνια. Οι Τυνήσιοι έπρεπε επίσης να καταβάλουν «στον δόγη και την κοινότητα τής Γένουας» (au duc et commun de Gennes) 25.000 δουκάτα για την κάλυψη των δαπανών τής εκστρατείας. Οι Καταλανοί, Ναπολιτάνοι και Σαρδηνοί έμποροι που ζούσαν στη Μαχντία αναγκάστηκαν να εγγυηθούν για τις υποχρεώσεις των Τυνησίων. Ο δούκας των Βουρβώνων συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο για να συζητήσει τούς όρους αυτούς και ένα σεβάσμιος γέρος πολεμιστής δήλωσε ότι «αυτή ήταν η πιο έντιμη θέση στην οποία είχε ποτέ βρεθεί ο ίδιος, έχοντας αποκρούσει τη δύναμη τριών βασιλιάδων για δυόμιση μήνες και έχοντας επιτεθεί στην πόλη τους υπό την παρουσία τους και χωρίς να μπορούν αυτοί να προσφέρουν επικουρία, … που είναι μεγαλύτερο πράγμα κι από τη μεγαλύτερη μάχη που θα μπορούσε να δει κανείς».

Ο Καμπαρέ, γράφοντας πολύ καιρό μετά το γεγονός, αναπαράγει λοιπόν την προπαγάνδα, η οποία κατά τούς επόμενους μήνες και χρόνια θα επιδίωκε να μετατρέψει μια θλιβερή αποτυχία σε ηρωική επιτυχία. Όταν ο γέρος πολεμιστής υποστήριξε ότι οι όροι τής προτεινόμενης συνθήκης ήσαν τόσο έντιμοι, «σαν να είχε καταληφθεί η πόλη», ο ένα μετά τον άλλο οι Γάλλοι και Άγγλοι άρχοντες συμφώνησαν επισήμως μαζί του. Δόθηκε τότε εντολή να ετοιμαστεί ο στόλος για αναχώρηση σε τρεις ημέρες. Η χριστιανική οπισθοφυλακή συνέλαβε σε ενέδρα 600 «έφιππους» (hommes à cheval), τούς οποίους οι μουσουλμάνοι βασιλείς είχαν στείλει να παρενοχλούν την απόσυρσή τους και ο δούκας των Βουρβώνων με όλο τον στρατό επιβιβάστηκαν στον στόλο «με μεγάλη ευκολία» (à son bel aise), σαλπάροντας για το νησί τής Κονιλιέρα, όπου οι Γενουάτες αποκάλυψαν ότι είχαν περαιτέρω σχέδια για τη σταυροφορία.55

Ο Γενουάτης ναύαρχος Τζιοβάννι Τσεντουριόνε πρότεινε να καταλάβει ο στόλος κατά την επιστροφή του το καταλανικό λιμάνι τού Κάλιαρι στο νότιο άκρο τής Σαρδηνίας, το οποίο, έλεγε, ήταν σταθμός ανεφοδιασμού για το βασίλειο τής Τύνιδας. Ο Καμπαρέ ισχυρίζεται ότι ο Λουδοβίκος των Βουρβώνων είχε ζητήσει από τούς Γενουάτες να προτείνουν κάποια περαιτέρω χρήση τού στόλου «εναντίον των απίστων» (sur les mescreans) και ότι ο ίδιος συμφώνησε αμέσως με την επίθεση εναντίον τού Κάλιαρι, όπου βρήκαν στο λιμάνι «μεγάλα πλοία που καταλήφθηκαν με τη δύναμη των όπλων» (grosses naves qui furent prinses par force d’ armes). Κατέλαβαν εύκολα το κάστρο καθώς και την κάτω πόλη. Ο δούκας τα παρέδωσε στους Γενουάτες, βάζοντάς τους να ορκιστούν ότι δεν θα μετέφεραν τρόφιμα στην Τύνιδα. «Και οι Γενουάτες υποσχέθηκαν στον δούκα ότι θα φρουρούσαν [τον τόπο] καλά και πιστά για τούς χριστιανούς». Εκεί κοντά βρισκόταν το μικρό νησί Ολιάστρο, στα ανοικτά τής ανατολικής ακτής τής Σαρδηνίας, το οποίο σύμφωνα με τον Τσεντουριόνε έστελνε ακόμη περισσότερες προμήθειες στους μουσουλμάνους απ’ ό,τι το Κάλιαρι. Οι κάτοικοι τού νησιού παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση και δέχθηκαν γενουάτικη φρουρά, με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα τούς έκανε κακό.

Το επόμενο λιμάνι, στο οποίο θα κατευθύνονταν, ήταν η Νάπολη, τής οποίας οι έμποροι λεγόταν επίσης ότι έστελναν προμήθειες στη Μαχντία. Ο δούκας και οι Γενουάτες, λέει ο Καμπαρέ, ήθελαν να δείξουν στους Ναπολιτάνους τη συνθήκη που είχαν κάνει με τούς Τυνήσιους. Αναμφίβολα ήθελαν να κάνουν περισσότερα από αυτό, αλλά εκείνο το βράδυ ξέσπασε η χειρότερη καταιγίδα, «που μπορούσε ποτέ να δει χριστιανός και σκέφτηκαν ότι όλες οι γαλέρες θα καταποντιστούν και τα πλοία μεταφοράς θα βυθιστούν». Οι περισσότερες από τις γαλέρες έφτασαν στο λιμάνι τής Μεσσίνα, αν και μια παρασύρθηκε πολύ δυτικά μέχρι το Τράπανι και ναυάγησε αλλά χωρίς να χαθούν ανθρώπινες ζωές. Ο δούκας των Βουρβώνων πέρασε οκτώ μέρες στη Μεσσίνα, όπου τον φιλοξένησε ο Μανφρέντο ντε Κιαραμόντε, «ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ο άρχοντας Μεσσίνα, Tράπανι και Παλέρμο, καθώς και περισσότερου από το μισό τού νησιού τής Σικελίας». Ο δούκας έχρισε ιππότη τον Μανφρέντο κατόπιν αιτήματος τού τελευταίου, ενώ αυτός και οι σύντροφοί του πήραν άλογα ως δώρα από τον γενναιόδωρο οικοδεσπότη τους, ο οποίος έβαλε επίσης να φορτώσουν στον στόλο κρασί, γαλέτα, παστά κρέατα και άλλες προμήθειες. Όταν ο δούκας ρώτησε τούς Γενουάτες ποια ήταν η επόμενη κίνησή τους, αυτοί είχαν έτοιμη την απάντηση:

Κύριέ μου, φεύγοντας από εδώ θα πάμε δια θαλάσσης και μπορείτε να καταλήξετε σε πόλη … που ονομάζεται Τερρατσίνα, όπου υπάρχει καλό λιμάνι στη θάλασσα και οι κάτοικοι εκεί προσθέτουν στη δύναμη τής Μαχντία με εφόδια σε τροφές ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα από εκείνα που τής δίνει το νησί τής Σαρδηνίας. Αν δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε κατά τη διάρκεια τής διαδρομής από το να τούς επιτεθείτε και να τούς καταστρέψετε, εξακολουθούμε να νομίζουμε ότι θα ήταν καλή ιδέα να πάμε εκεί.

Την αφέλεια τής περιγραφής τού Καμπαρέ φαίνεται ότι ξεπερνούσε μόνο η ευπιστία τού δούκα των Βουρβώνων. Οι σταυροφόροι έπλευσαν στην Tερρατσίνα, πήραν την κάτω πόλη και πολιόρκησαν το κάστρο, το οποίο παραδόθηκε σε δύο μέρες στον δούκα, ο οποίος το παρέδωσε στους Γενουάτες με τούς ίδιους όρους που τούς είχε δοθεί το Κάλιαρι και το Ολιάστρο. Ο στόλος συνέχισε προς βορρά, κατά μήκος τής ακτής μέχρι το Πιομπίνο, που τότε βρισκόταν υπό τον έλεγχο τού Πιέτρο Γκαμπακόρτα, διοικητή και άρχοντα τής Πίζας (1369-1392), τον οποίον ο Καμπαρέ αποκαλεί «μεγάλο κύριο». Ο Γκαμπακόρτα βρισκόταν σε πόλεμο με τούς Γενουάτες και τώρα αυτοί ζητούσαν την καταστροφή του. Παρά το γεγονός ότι μέχρι αυτό το σημείο οι μοναδικές επιτυχίες τής σταυροφορίας αφορούσαν την κατάληψη χριστιανικών οχυρών, ο δούκας των Boυρβώνων παρατήρησε ευσεβώς ότι, «Δεν έχω έρθει για να κάνω πόλεμο εναντίον χριστιανών, αλλά αν πρόκειται για ζήτημα ειρήνης στο οποίο μπορώ να φανώ χρήσιμος, θα ενεργήσω πρόθυμα και θα τον καλέσω. Θα αναφέρετε τα επιχειρήματά σας, θα πει και εκείνος τα δικά του και αν βρεθεί κάποιος τρόπος συμφωνίας, τότε θα πράξω ευχαρίστως το καθήκον μου». Ο Γκαμπακόρτα ήρθε στο Πιομπίνο, σύμφωνα με τον Καμπαρέ, οι δύο πλευρές εξέφρασαν τα παράπονά τους και ο δούκας με το συμβούλιό του τούς συμφιλίωσαν με δίκαιη συμφωνία «σαν να ήσαν αδέλφια». Ύστερα ο στόλος έπιασε στη νήσο Έλβα και συνέχισε προς το γενουάτικο αγκυροβόλιο τού Πορτοφίνο, όπου το μεγαλύτερο μέρος τού στρατεύματος και (σε αντίθεση με τον Καμπαρέ) ο ίδιος ο δούκας βγήκαν στη στεριά κάποια στιγμή πριν από τις 15 Οκτωβρίου 1390. Στη Γένουα πέθαναν δώδεκα Άγγλοι και έξι Γάλλοι άρχοντες, υποκύπτοντας τελικά στις σκληρές συνθήκες τής σταυροφορίας και τού ταξιδιού τής επιστροφής.56

Η προκαταρκτική «συνθήκη» ή ανακωχή, η οποία όπως περιγράφει ο Καμπαρέ (αναμφίβολα με ανακρίβεια) είχε συμφωνηθεί πριν άρουν οι σταυροφόροι την πολιορκία τής Μαχντία, επισημοποιήθηκε τελικά στο βασιλικό παλάτι στην Τύνιδα στις 17 Οκτωβρίου 1391, ένα ολόκληρο έτος μετά την επιστροφή τής αποστολής στη Γένουα. Χωρίς αναφορά στη «συνθήκη» τού Καμπαρέ, η νέα «ειρήνη και ομόνοια» (pax et concordia) επικύρωνε προγενέστερη (μη διασωζόμενη) συνθήκη Γένουας-Τυνησίας τής 18ης Αυγούστου 1383. Σύμφωνα με τα κείμενα στη λατινική και αραβική γλώσσα, ο Αμπούλ-Αμπάς Άχμαντ Β’ έπρεπε να απελευθερώσει όλους τούς Γενουάτες αιχμαλώτους για το ποσό των 16.000 διπλών δηναρίων (doblae, διόβολα), το οποίο οι Γενουάτες πρέσβεις συμφώνησαν να πληρώσουν «χωρία καμία άλλη επιβάρυνση ή δαπάνη».57 Οι Τυνήσιοι θεωρούσαν την εγκατάλειψη τής πολιορκίας από τούς σταυροφόρους ως μουσουλμανική νίκη, όπως πράγματι ήταν, ενώ ο Iμπν-Χαλντούν σημείωνε ότι «ο Αλλάχ απώθησε τούς [χριστιανούς] απίστους. Έφυγαν μέσα σε μανία απογοήτευσης και δεν αποκόμισαν τίποτε. Ο Αλλάχ γλύτωσε τούς μουσουλμάνους ακόμη και από τούς πόνους τής μάχης».58

Ο Φρουασσάρ αναφέρει ότι μετά την πολιορκία οι Σαρακηνοί έσφιξαν την άμυνά τους απέναντι στους Γενουάτες και τούς Γάλλους και αποφάσισαν ότι στο εξής ούτε Γενουάτες ούτε Ενετοί δεν θα περνούσαν από τα στενά τού Γιβραλτάρ (l ‘estroit de Maroch) για να φέρουν τα εμπορεύματά τους στην Φλάνδρα «αν δεν πλήρωναν τόσο μεγάλο φόρο υποτέλειας [treu] που θα κατέπλησσε όλους, ενώ ακόμη κι έτσι [η διέλευσή τους] θα εξακολουθούσε να είναι «με δικαίωμα αναχώρησης» (by grace and leave). Οι ηγεμόνες των βασιλείων των Μπερμπερίνων συνενώθηκαν και έβαλαν στη θάλασσα εξοπλισμένες γαλέρες σε μεγάλους αριθμούς «γιατί είναι κύριοι και ειδικοί στη θάλασσα» (pour estre seigneurs et maistres de la mer), ωθούμενοι από το μίσος που ένιωθαν τώρα για τούς Γάλλους και τούς Γενουάτες, λόγω τής πολιορκίας τής Μαχντία. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με τον Φρουασσάρ, «ότι όλα τα εμπορεύματα που προέρχονταν από τη Δαμασκό, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, τη Βενετία, τη Νάπολη και τη Γένουα έγιναν για κάποιο διάστημα τόσο σπάνια, ώστε πολλά είδη δεν μπορούσαν να αγοραστούν με χρυσάφι ή ασήμι, ενώ όλα τα μπαχαρικά έγιναν φοβερά ακριβά».59

Όποια κι αν είναι η αλήθεια τού ισχυρισμού τού Φρουασσάρ, αφότου οι Γενουάτες έκαναν ειρήνη με τον Αμπού Αμπάς Άχμαντ Β’, ο Ενετός απεσταλμένος και πρόξενος Τζάκομο Βαλλαρέσσο πέτυχε δεκαετή επικύρωση παλαιάς εμπορικής συνθήκης Βενετίας-Τυνησίας, η οποία προφανώς βρισκόταν σε ισχύ από το 1317. Ο Βαλλαρέσσο έτυχε καλής υποδοχής στη βασιλική αυλή τής Τύνιδας και η μακροσκελής επιστολή που έστειλε στον δόγη Aντόνιο Βενιέρ στις 5 Ιουλίου 1392, μία μέρα μετά την επικύρωση τής συνθήκης, περιέχει αξιοσημείωτη περιγραφή των διαδικασιών στην αυλή. H συνθήκη ήταν χαρακτηριστική τέτοιων εμπορικών πράξεων (instrumenta), χορηγώντας στους Ενετούς δικό τους ξενώνα (fondaco), εκκλησία και φούρνο στην Τύνιδα, καθώς και δικαιώματα ετεροδικίας υπό τον δικό τους πρόξενο, μαζί με επίσημη εγγύηση «των προσώπων και των πραγμάτων σας» (in personis et rebus suis). Ο Άχμαντ Β’ πλήρωσε ακόμη για τα λύτρα τριανταπέντε Ενετών αιχμαλώτων, που βρέθηκαν στην Τύνιδα και τη Μπόνα.60

Οι Πιζάνοι χρειάστηκαν πολύ περισσότερο χρόνο για να αποκαταστήσουν φιλικές σχέσεις με την Τυνησία, γιατί το 1388 (όπως είδαμε) πιζάνικες γαλέρες είχαν συμμετάσχει στην επίθεση τού Μανφρέντο ντε Κιαρομόντε κατά τής Τζέρμπα και των άλλων νησιών στον κόλπο τού Γκαμπές. Η Δημοκρατία τής Πίζας ισχυριζόταν ότι το κράτος τους δεν είχε πάρει μέρος στην αντι-μουσουλμανική ένωση, αλλά απλώς ότι πλοιοκτήτες είχαν μισθώσει ιδιωτικά τις γαλέρες τους στον Κιαραμόντε. Τελικά με «την ειρήνη, τις συμβάσεις και τα σύμφωνα» τής 14ης Δεκεμβρίου 1397, ο γιος και διάδοχος τού Άχμαντ Β’, ο Αμπού-Φαρίς Αμπντ-αλ-Αζίζ Β’ (1394-1434), προχώρησε στην αποκατάσταση των προξενικών δικαιωμάτων τής Πίζας, ξενώνων (fondachi), άμεσης πρόσβασης σε προμήθειες για τις γαλέρες και τα πλοία τους, καθώς και τού συνήθους δασμού δέκα τοις εκατό στις εισαγωγές που πωλούνταν στην Τυνησία. Οι Πιζάνοι έπρεπε να απέχουν εντελώς από την πειρατεία και οι «Σαρακηνοί» θα τούς βοηθούσαν στην καταστολή των «κουρσάρων» (cursales) που είχαν γίνει η μάστιγα τής θάλασσας.61

Όσο για τούς Σικελούς, το νησιωτικό τους βασίλειο ήταν διχασμένο από εσωτερικές διαφωνίες, που προκαλούνταν εν μέρει από τούς ανταγωνισμούς τής καταλανικής και τής ντόπιας παράταξης, των οποίων τα συμφέροντα βρίσκονταν σε σύγκρουση και των οποίων οι εχθροπραξίες επιδεινώνονταν από πολιτιστικές διαφορές. Ο Κιαραμόντε δεν κράτησε τη Τζέρμπα για πολύ, αλλά ο δον Μάρτιν Α’, ο Καταλανός βασιλιάς τής Σικελίας, ποτέ δεν χαλάρωσε τη διεκδίκησή του επί των νησιών στον κόλπο τού Γκαμπές. Πολυάριθμες ανεπιτυχείς προσπάθειες έγιναν για διαπραγμάτευση ειρήνης με τούς μουσουλμάνους, για την απελευθέρωση αιχμαλώτων και για την επανάληψη εμπορικών σχέσεων. Η επίσημη ειρήνη (pax) στην πραγματικότητα φαίνεται ότι αναβαλλόταν από δεκαετία σε δεκαετία, αν και τελικά ρυθμίστηκαν διάφορες εκεχειρίες (treguae). Δεδομένου ότι οι δύο πλευρές διεκδικούσαν πολύ παρόμοιους στόχους, κάποιες φορές επιτυγχάνονταν φιλικές σχέσεις για χρόνια.62

Επιστρέφοντας στη Γαλλία οι σταυροφόροι φαίνονταν να ξαναβρίσκουν τον ενθουσιασμό τους για πόλεμο κατά των απίστων, ενθουσιασμό ο οποίος είχε αποδυναμωθεί από την αποτυχία τους κάτω από τα τείχη τής Μαχντία. Οι ποιητές αντανακλούσαν τη νοοτροπία τής εποχής. Οι θρύλοι τής «Στρογγυλής Τραπέζης» (Table Ronde) δόξαζαν την περιπέτεια, τη μάχη και τον πόλεμο, την πίστη, την τιμή και την ιπποσύνη, ενώ κάποιοι πίστευαν εξίσου στη «σταυροφορία» (croisade) και στην «αριστοκρατική αγάπη» (amour courtois). Ο συμπαθής Φρουασσάτ που αγαπούσε τούς Άγγλους και ο πικραμένος Εουστάς Ντεσάμπ που τούς μισούσε, ενέκριναν και οι δύο τη σταυροφορία τής Μπαρμπαριάς. Κάποιοι διάβαζαν τον Γκυγιώμ ντε Μασώ, τον οποίον ο Ντεσάμπ αποκαλούσε δάσκαλό του. Τόσο ο Ντεσάμπ όσο και ο Κριστίν ντε Πιζάν απέτιαν φόρο τιμής στον Λουδοβίκο Β’ των Βουρβώνων. Στο Παρίσι ο Κάρολος ΣΤ’, στον οποίο ίσως διαβάζονταν τότε αποσπάσματα τού «Ονείρου τού γέρου προσκυνητή» (Songe du vieil pèlerin) τού Μεζιέρ, έλεγε ότι οι σκέψεις του ήσαν στραμμένες μέρα και νύχτα στη σταυροφορία, και φυσικά υπήρχαν εκείνοι που τον ενθάρρυναν να σκεφτεί «να πάει στο εξωτερικό εναντίον των Σαρακηνών και για την κατάκτηση των Αγίων Τόπων». Υπήρχαν όμως κι εκείνοι που τον προέτρεπαν να πάει πρώτα στη Ρώμη και να διώξει τον «αντι-πάπα» Βονιφάτιο Θ’ από τον θρόνο τού Αγίου Πέτρου, ενώ ο Κάρολος έλεγε ότι σκεφτόταν να το κάνει, σύμφωνα με τον Φρουασσάρ, γιατί τον είχε προσελκύσει πολύ ο Κλήμης Ζ’, «επειδή κατά το προηγούμενο έτος είχε βρεθεί στην Αβινιόν, όπου ο πάπας και οι καρδινάλιοι τον είχαν τιμήσει ιδιαίτερα και είχαν δώσει σε αυτόν, στον αδελφό τού και στους θείους του περισσότερο από όσα τούς είχαν ζητήσει».63

Η λαϊκή αντίδραση στα μεγάλα γεγονότα μπορεί να μπερδεύει τον ιστορικό, αλλά οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που θέλουν. Ο Φρουασσάρ σαφώς πίστευε ότι ο Ενγκεράν Ζ’ ντε Κουσύ είχε σοφότερο κεφάλι από τον Λουδοβίκο των Βουρβώνων.64 Όμως έχουμε ήδη δει ότι ο Καμπαρέ, γράφοντας το 1429, επαναλάμβανε αυτό που φαινόταν ότι είχε γίνει λαϊκή εκτίμηση για τη σταυροφορία τού Λουδοβίκου: ότι είχε αποκρούσει τη δύναμη τριών μουσουλμάνων βασιλιάδων για δέκα εβδομάδες, ότι πολιόρκησε τη Μαχντία κάτω από τα ίδια τα μάτια τους και ότι τούς κατατρόμαξε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν τολμούσαν να διακινδυνεύσουν μάχη για την υποβοήθηση τής πόλης. Με λίγα λόγια ήταν «μεγαλύτερο πράγμα από τη μεγαλύτερη μάχη» που θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει να δει ποτέ. Αν και οι περισσότερες σταυροφορικές εκστρατείες μετέτρεπαν τούς συμμάχους σε εχθρούς, η γαλλική ανταπόκριση στη γενουάτικη έκκληση για βοήθεια κατά τής πειρατείας τής Τυνησίας προφανώς έκανε τον Κάρολο ΣΤ’ πολύ αγαπητό στους «μικρούς ανθρώπους» (popolo minuto), ανάμεσα στους οποίους ο δόγης Aντονιόττο Αντόρνο εύρισκε την κύρια υποστήριξή του. Η φατριαστική σύγκρουση στη Γένουα είχε φθάσει στο σημείο τού χάους. Ύστερα από θυελλώδη σταδιοδρομία που περιλάμβανε συχνά φυγή και εκθρόνιση, ο Αντόρνο «αποφάσισε να δώσει την πόλη στον βασιλιά τής Γαλλίας»,65 ο οποίος αποδέχθηκε την προσφορά και έτσι απέκτησε τη Γένουα το φθινόπωρο τού 1396, παρά τις αντιρρήσεις τού Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, ο οποίος προσπαθούσε να προσθέσει το σημαντικό λιμάνι στη δική του επικράτεια. Ο Αντόρνο παραιτήθηκε από το δουκικό αξίωμα και διοίκησε για λίγο ως κυβερνήτης μέχρι να αναλάβουν οι Γάλλοι.66 Αργότερα ο Ζαν Β’ λε Μενγκρ, καλύτερα γνωστός ως στρατάρχης Μπουσικώ, υπηρέτησε ως κυβερνήτης τού βασιλιά στη Γένουα, όπου έκανε κυρίως αυτό που ήθελε ο ίδιος κατά τη διάρκεια τής οκταετούς θητείας του (από τον Οκτώβριο τού 1401 μέχρι τον Ιούνιο τού 1409). Με την αφοσίωσή του στη σταυροφορία ο πεισματάρης Μπουσικώ ήταν ο στρατιωτικός αντίστοιχος τού δημοσιολόγου Φιλίπ ντε Μεζιέρ, τού οποίου τού «Όνειρο τού παλαιού προσκυνητή» και άλλα έργα σίγουρα είχαν μεγάλη επίδραση πάνω του. Το 1399 ο Μπουσικώ οδήγησε την πρώτη από τις δύο ασυνήθιστες εκστρατείες του στην Ανατολή, με υποδιοικητή τον παλιό φίλο τού Καμπαρέ, τον Ζαν ντε Σατωμοράν, για να ανακουφίσει την τουρκική πίεση επί τής αποδυναμωμένης Κωνσταντινούπολης.

Στρατιώτες, έμποροι και προσκυνητές έφερναν πίσω παράξενα νέα από τη μακρινή Ανατολή και οι εύπιστοι σε όλα τα επίπεδα τής κοινωνίας έδιναν σε κάθε νέα φήμη κάποιο μέτρο αλήθειας, καθώς αυτή διαδιδόταν ανάμεσα σε κάστρα και σε ταβέρνες. Καθώς η τουρκική κυριαρχία επεκτεινόταν όλο και σε ευρύτερες περιοχές των Βαλκανίων, τα μάτια τής Ευρώπης ήσαν στραμμένα προς την οθωμανική αυλή στην Αδριανούπολη. Αν και ο τρομερός Μουράτ Α’ σκοτώθηκε στο πεδίο τής μάχης στο Κοσσυφοπέδιο (Κόσσοβο) τον Ιούνιο τού 1389, ο ικανός γιος τού Βαγιαζήτ Α’ τον διαδέχθηκε ως εμίρης και προγραμμάτιζε ακόμη πιο πέρα κατακτήσεις. Ο Φρουασσάρ, που δεν διακρίνει πολύ καθαρά μεταξύ πατέρα και γιου, αναφέρει ότι ο σουλτάνος «Μπαζάχ που λέγεται Αμοράτ-Μπακίν» (Basaach dit l’Amorath-Bacquin) απείλησε τον βασιλιά Σίγκισμουντ τής Ουγγαρίας, «ότι θα έρθει να τον πολεμήσει μέσα στην ίδια του τη χώρα και ότι θα ιππεύσει τόσο μακριά, που θα φτάσει στη Ρώμη και θα ταΐσει βρώμη το άλογό του στον βωμό τού Αγίου Πέτρου στη Ρώμη». Ο Βαγιαζήτ είχε την πρόθεση να εγκαθιδρύσει το «αυτοκρατορικό επιτελείο του» (siège impérial) στις όχθες τού Τίβερη, ενώ θα έφερνε μαζί του στην ακολουθία του τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης και όλους τούς μεγάλους βαρώνους τής Ελλάδας. Βέβαια θα επέτρεπε σε καθένα να ζει σύμφωνα με τούς δικούς του νόμους, γιατί δεν ήθελε τίποτε περισσότερο από τον [αυτοκρατορικό] τίτλο και την κυριαρχία. Αλλά αυτό ήταν αρκετό για τον Σίγκισμουντ, που ικέτευσε τον Κάρολο ΣΤ’ να κάνει την απειλητική είδηση γνωστή σε ολόκληρο το βασίλειο τής Γαλλίας, έτσι ώστε να παρακινηθούν ιππότες και ευγενείς, για να σπεύσουν σε βοήθεια των Ούγγρων και να αποφευχθεί η καταπάτηση τής χριστιανοσύνης.67

Σύμφωνα με τον χρονικογράφο τού Σαιν Ντενί, οι κατάσκοποι και οι διερμηνείς τού Βαγιαζήτ τον κρατούσαν καλά ενημερωμένο σχετικά με τούς βασιλείς και τα βασίλεια τής χριστιανοσύνης, «και εξυμνώντας τον βασιλιά τής Γαλλίας πάνω από όλους [τους άλλους], λέγεται ότι έχει πει πολλές φορές σε Γάλλους, ότι όταν θα τελείωνε με αυτό που είχε ξεκινήσει στην Ουγγαρία και τις γειτονικές περιοχές, σίγουρα θα τού έκανε μια επίσκεψη». Όμως λέγεται ότι τα λόγια του δεν είχαν κάνει παρά μικρή μόνο εντύπωση στη γαλλική αυλή, όπου αναφέρεται ότι ο Κάρολος ΣΤ’ είπε απαντώντας, «Μακάρι, μα το Θεό, να παρουσιαστεί τέτοια ευκαιρία, ώστε να μπορέσω να τον αντιμετωπίσω σε μονομαχία!»68

Ανεξάρτητα αν ο Μουράτ ή ο Βαγιαζήτ είχαν ή όχι μιλήσει ποτέ με τέτοια αλαζονική σιγουριά για τα σχέδιά τους για δυτική κατάκτηση, αυτό είναι λιγότερο σημαντικό από το γεγονός ότι πολλοί Ευρωπαίοι πίστευαν ότι είχαν μιλήσει. Η φιλοδοξία τού Βαγιαζήτ σίγουρα προκαλούσε φόβο. Το 1390 είχε πραγματοποιήσει δύο νικηφόρες εκστρατείες στη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε καταλάβει την τελευταία βυζαντινή πόλη στη μεγάλη χερσόνησο, τη Φιλαδέλφεια,69 η οποία (όπως είδαμε) είχε η ίδια προσφέρει τον εαυτό της στον παπισμό πριν σαράντα σχεδόν χρόνια. Σε αυτές τις εκστρατείες είχε επίσης κατορθώσει να κατακτήσει τα εμιράτα Σαρουχάν, Αϊδινιού, Μεντεσέ, Χαμίντ και Τζερμιγιάν. Ο Βαγιαζήτ λοιπόν είχε κατορθώσει να ελέγχει το σύνολο τής δυτικής ακτής τής Μικράς Ασίας με εξαίρεση τη Σμύρνη, η οποία εξακολουθούσε να παραμένει σε χριστιανικά χέρια υπό την προστασία των Ιωαννιτών. Ήταν ήδη κύριος τής Σερβίας και τής Βουλγαρίας, ενώ τον Απρίλιο τού 1394 ανακατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, την οποία οι Βυζαντινοί είχαν καταφέρει να ανακτήσουν για μικρό διάστημα. Σχημάτισε κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη και διατηρούσε την πόλη υπό αυστηρό αποκλεισμό. Περίπου εξήντα χρόνια αργότερα ο ιστορικός Δούκας παρουσιάζει τον Βαγιαζήτ να πληροφορεί τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, «Αν δεν θέλεις να κάνεις και να επιτρέπεις οτιδήποτε διατάζω, κράτα τις πύλες τής πόλης κλειστές και κυβέρνα μέσα σε αυτήν, γιατί όλα τα εδάφη έξω από αυτήν είναι δικά μου!»70

Παρά το γεγονός ότι ο βοεβόδας τής Βλαχίας Μιρτσέα ο Πρεσβύτερος πολέμησε και ακινητοποίησε τούς Τούρκους κατά την αιματηρή μάχη τής Ρόβινε στις 17 Μαΐου 1395, αναγκάστηκε τελικά να πληρώσει φόρο υποτέλειας, ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν σύντομα τη Δοβρουτσά.71 Μάλιστα οι Οθωμανοί κινούνταν τώρα κατά βούληση πέρα και δώθε από τον Δούναβη και δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας Σίγκισμουντ έστειλε επιστολές και απεσταλμένους στους Ευρωπαίους ηγεμόνες, ζητώντας τη βοήθειά τους για να σταματήσει η προέλαση των απίστων. Η επιτυχία τής προσφυγής του θα οδηγούσε στην εκστρατεία την οποία οι Τούρκοι θα σταματούσαν στη Νικόπολη, ίσως τη μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστησαν ποτέ χριστιανικές δυνάμεις κατά τη μακρά ιστορία των σταυροφοριών.72

Οι πάπες είχαν χάσει την ηγεσία των σταυροφοριών από τούς ηγεμόνες λόγω τού τραγικού ανταγωνισμού για πνευματική πρωτοκαθεδρία, στον οποίον ενεπλάκησαν οι ανταγωνιζόμενοι ποντίφηκες κατά τη διάρκεια των ετών τού Μεγάλου Σχίσματος (1378-1417).73 Ο Βονιφάτιος Θ’, που κατείχε τη ρωμαϊκή έδρα, εξασφάλιζε ως επί το πλείστον την υποταγή τής Ουγγαρίας, των γερμανικών κρατών, τής Αγγλίας, τής Ιταλίας και τής Πολωνίας, ενώ ο πάπας τής Αβινιόν Κλήμης Ζ’ αναγνωριζόταν από τη Γαλλία, τα ισπανικά βασίλεια, τη Νάπολη και τη Σικελία. Ο Βονιφάτιος υποστήριζε τις διεκδικήσεις τού νεαρού Λάντισλας, γιου τού Καρόλου Γ’ τού Δυρραχίου, κατά των προσπαθειών τού «σχισματικού» Λουδοβίκου Β’ Ανδεγαυού (Ανζού) να κρατήσει το βασίλειο τής Νάπολης. Ο Λουδοβίκος έπαιρνε όση βοήθεια μπορούσε να παράσχει ο Κλήμης Ζ’, ο οποίος πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1394. Από τη Ρώμη, στις 3 Ιουνίου (1394), ο Βονιφάτιος Θ’ έστειλε τον Δομινικανό Τζιοβάννι ντε Μοντελουπόνε, επίσκοπο Ναυπάκτου (Λεπάντο), ως παπικό νούντσιο (αντιπρόσωπο) στη Δαλματία, Κροατία, Βοσνία και Σερβία (Σκλαβονία), για να ξεσηκώσει τούς Σλάβους ηγεμόνες εναντίον των οπαδών τού αντιπάλου του (του Κλήμεντος) στο νότιο ιταλικό βασίλειο. Αλλά ταυτόχρονα ο Βονιφάτιος έγραψε στον καλό επίσκοπο τής Ναυπάκτου, θρηνώντας τις πρόσφατες τουρκικές επιδρομές στα «βασίλεια» Ουγγαρίας, Δαλματίας, Κροατίας, Βοσνίας και Σερβίας, στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, στο δουκάτο των Αθηνών, «και σε κάποιες άλλες χριστιανικές κτήσεις», συμπεριλαμβανομένων αναμφίβολα εκείνων των Ενετών στο Nεγκροπόντε και στο Αιγαίο. Οι Τούρκοι βασάνιζαν και σκότωναν τούς χριστιανούς αιχμαλώτους τους, τούς πουλούσαν στη δουλεία και τούς ανάγκαζαν να αποκηρύξουν την πίστη τους. «Ζαρώνω από τον τρόμο όταν θυμάμαι αυτά τα πράγματα!» (horret animus talia reminisci!) Έδινε λοιπόν εντολή στον Τζιοβάννι να κηρύξει τη σταυροφορία κατά των Τούρκων και να προσφέρει τις συνήθεις αμοιβές άφεσης αμαρτιών σε όλους εκείνους, που θα έπαιρναν από τα χέρια του το «σεβαστό σημείο τού σταυρού» (venerabile signum crucis).74

Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού ο βασιλιάς Σίγκισμουντ έστειλε πρεσβεία στη Βενετία, ενώ στις 6 Σεπτεμβρίου (1394) η Γερουσία σημείωνε με κάθε επισημότητα το γεγονός, ότι «λόγω των τουρκικών εισβολών στο βασίλειό του [ο βασιλιάς] ο ίδιος έχει αποφασίσει … να κινηθεί τον προσεχή Μάιο με ισχυρό στρατό… κατά των εν λόγω Τούρκων, με στόχο την εξαφάνιση και καταστροφή τους και ότι, ως εκ τούτου, μάς ζητά να τού δώσουμε συμβουλή, βοήθεια και καλή θέληση… Η Γερουσία ήταν γεμάτη καλή θέληση και ήταν βέβαιη ότι ο Σίγκισμουντ και οι σύμβουλοί του είχαν μελετήσει πολύ το βήμα που πρότειναν να κάνουν. Οι Ενετοί θα ήσαν πολύ δυστυχισμένοι αν ο Σίγκισμουντ και οι υπήκοοί του υφίσταντο κάποια κακοτυχία, ιδιαίτερα από τούς «απίστους διώκτες τής Καθολικής πίστης». Έλπιζαν ότι ο Θεός θα έστεφε τις προσπάθειές του με «δόξα και θρίαμβο» και στη συνέχεια θα απένειμε ειρήνη και ηρεμία στους ανθρώπους του. Όμως, όσον αφορά τη βοήθεια, όταν οι άλλοι «ηγεμόνες και κοινότητες τού κόσμου» (principes et communitates mundi) θα ήσαν διατεθειμένοι να παράσχουν όλη τη βοήθεια που μπορούσαν, τότε η μεγαλειότητά του θα εύρισκε και τούς Ενετούς έτοιμους να το πράξουν, «καθώς η κοινότητά μας ανέκαθεν συνηθίζει να το κάνει σε παρόμοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης».75

Τον επόμενο μήνα, στις 15 και 30 Οκτωβρίου (1394), ο πάπας Βονιφάτιος Θ’ εξέδωσε πάλι αντι-τουρκικές βούλλες, αναθέτοντας σε άλλο Δομινικανό, τον Τζαν Ντομένικο από το Γκούμπιο να κηρύξει τη σταυροφορία στην ενετική επικράτεια, καθώς και στην Αυστρία, στην αρχιεπισκοπή τού Σάλτσμπουργκ, στο Τρεβίζο και στο πατριαρχείο τού Γκράντο. Σύμφωνα με τον πάπα οι Τούρκοι είχαν ήδη καταλάβει τμήματα τής Ουγγαρίας και είχαν επιβάλει τέτοια καθημερινά βάρη στους Ούγγρους, που αυτοί βρίσκονταν τώρα σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι οι Ισραηλίτες υπό τον ζυγό τής δουλείας στους Φαραώ.76 Υπήρχε ευρεία συζήτηση για μια χριστιανική ένωση εναντίον των Τούρκων και ο Βονιφάτιος έκανε ό,τι μπορούσε για να την προωθήσει. Στις 23 Δεκεμβρίου Βυζαντινός απεσταλμένος βρισκόταν στη Βενετία. Προφανώς ήταν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά η Γερουσία ανέβαλλε την εξέταση των αιτημάτων του, «γιατί αναμένονται εδώ πρεσβείες από τη Γαλλία, την Βουργουνδία, την Αγγλία και την Ουγγαρία επίσης».77

Αμέσως μετά ο Γκυγιώμ ντε λα Τρεμουάγ, ο στρατάρχης τής Βουργουνδίας, έφτασε στη Βενετία ως απεσταλμένος τού δούκα Φιλίππου τού Τολμηρού, ο οποίος τον είχε στείλει πρώτα στην Ουγγαρία. Ο Γκυγιώμ περίμενε άλλη ουγγρική πρεσβεία με επικεφαλής τον Ιωάννη ντε Κάνισα, αρχιεπίσκοπο τού Γκραν (Έστεργκομ), να φτάσει στη λιμνοθάλασσα τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου 1395). Είχαν συμφωνήσει για την ημερομηνία αυτή, είπε ο Γκυγιώμ στη Γερουσία, ενώ ήταν στην Ουγγαρία. Μη θέλοντας να περιμένει πια, ο ανυπόμονος στρατάρχης παρουσιάστηκε ενώπιον τής Γερουσίας στις 21 Ιανουαρίου και εξήγησε την πρόθεση των δουκών Βουργουνδίας, Ορλεάνης και Λάνκαστερ να πάνε στη σταυροφορία για την ανακούφιση τής Ουγγαρίας, στο «ιερό έργο και πέρασμα» (ad pium opus et passagium). Η Γερουσία προσπάθησε να πείσει τον Γκυγιώμ να περιμένει την άφιξη των Ούγγρων, ώστε, έχοντας ακούσει όλες τις πρεσβείες, που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς Βενετία, «να μπορέσουμε με πληρέστερη και πιο καθαρή περίσκεψη να απαντήσουμε σε όλα τα αιτήματα που έχουν υποβληθεί σε εμάς».78 Αυτός περίμενε για δύο ακόμη εβδομάδες και δεδομένου ότι οι Ούγγροι δεν είχαν έλθει ακόμη, ο Γκυγιώμ άφησε τη Βενετία και επέστρεψε στη βουργουνδική αυλή (στις 4 Φεβρουαρίου 1395).79

Ένα περίπου μήνα αργότερα ο Ιωάννης ντε Κάνισα έφτασε τελικά με τα άλλα μέλη τής ουγγρικής πρεσβείας και ενημέρωσε αντιπροσωπεία ευγενών, την οποία είχε στείλει η Γερουσία να τούς υποδεχτούν, ότι η αποστολή τους θα τούς έφερνε «σε διάφορα μέρη τού κόσμου» (ad diversas mundi partes), αλλά πρώτα από όλα στη Βενετία. Τού πρότειναν να μιλήσει ειλικρινά και να αποκαλύψει «τα μυστικά τής καρδιάς» (secreta cordis) τού Σίγκισμουντ. Ο Ιωάννης ντε Κάνισα, αρχιεπίσκοπος τού Γκραν, μέλος μεγάλης φεουδαρχικής οικογένειας, ισχυρή προσωπικότητα, είχε την εξουσιοδότηση να μιλήσει για λογαριασμό τού βασιλιά του. Είπε ότι ο Σίγκισμουντ ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις εναντίον των Τούρκων. Στις 5 Μαρτίου (1395) η Γερουσία εξουσιοδότησε το Κολλέγιο να ασχοληθεί με τούς Ούγγρους και στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ο Kάνισα περιέγραψε προφανώς τα σχέδια τού βασιλιά για τη σταυροφορία. Υπήρχε συμφωνία ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστον εικοσιπέντε γαλέρες, για να αποτρέψουν την κίνηση των Τούρκων «στην Τουρκία από την Ελλάδα και πάλι πίσω» και ότι οι γαλέρες θα κόστιζαν από 35.000 έως 40.000 δουκάτα το μήνα. (Η διατήρηση μιας ένοπλης γαλέρας κόστιζε περίπου 1.500 δουκάτα το μήνα.) Ο Κάνισα και οι σύντροφοί του επέμεναν να γνωρίζουν, πριν εγκαταλείψουν τη Βενετία, σε τι μέρος αυτού τού στόλου θα μπορούσε να συμβάλει η Δημοκρατία.

Η Γερουσία τούς υπενθύμισε στις 10 Μαρτίου ότι η Βενετία βρισκόταν σε ειρήνη με τούς Τούρκους. Υπήρχαν πολλοί Ενετοί έμποροι σε οθωμανικά εδάφη, όπου εύρισκαν καλή μεταχείριση. Και οι υπερπόντιες κτήσεις τής Δημοκρατίας ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση σε ευρύ μέτωπο.80 Παρ’ όλα αυτά, όταν ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας θα άρχιζε πραγματικά την εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων, μαζί με τούς δούκες τής Βουργουνδίας, Ορλεάνης και Λάνκαστερ, στους οποίους θα πήγαιναν σύντομα οι πρεσβευτές, η Βενετία θα πρόσφερε το ένα τέταρτο στόλου που δεν θα υπερέβαινε τις εικοσιπέντε γαλέρες, δηλαδή η Βενετία θα πρόσφερε έξι γαλέρες. Αν ο στόλος αποτελείτο από είκοσι μόνο γαλέρες, το ενετικό τμήμα θα ήταν πέντε, κ.λπ., ενώ θα διατηρούνταν σε υπηρεσία για όσο διάστημα τα άλλα κράτη ή ηγεμόνες, που θα συνέβαλλαν στον στόλο, θα διατηρούσαν και τις δικές τους γαλέρες σε υπηρεσία και για όσο διάστημα ο Σίγκισμουντ και οι τρεις δούκες θα παρέμεναν στο πεδίο τής μάχης εναντίον των Τούρκων.

Στις 11 Μαρτίου η Σινιορία ανέφερε την απόφαση τής Γερουσίας στους πρέσβεις, οι οποίοι τώρα ρωτούσαν αν η Βενετία θα εξακολουθούσε να διαθέτει τις γαλέρες της για τη σταυροφορία σε περίπτωση που οι «ηγεμόνες και δούκες τής Γαλλίας και τής Αγγλίας» αποφάσιζαν να μη συμμετάσχουν στην εκστρατεία, γιατί ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας μπορεί να ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει μόνος του με τη βοήθεια τού Θεού. Την επόμενη μέρα, στις 12 τού μηνός, η Γερουσία απάντησε ότι οι ενετικές γαλέρες θα εντάσσονταν σε σταυροφορικό στόλο με τούς όρους που είχαν αναφερθεί την προηγούμενη μέρα. Ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας δεν έπρεπε να επιχειρήσει την εκστρατεία χωρίς την υποστήριξη των άλλων ηγεμόνων, όσο για τούς Ενετούς, η Γερουσία προέβλεπε ότι η συμμετοχή τους σε μια τέτοια επικίνδυνη επιχείρηση μπορούσε να επιφέρει «πολλούς κινδύνους και προφανείς ζημιές» (multa pericula et manifestissima damna) στους πολίτες, τούς εμπόρους και τις υπερπόντιες κτήσεις της.81 Αν οι ηγεμόνες τής Γαλλίας και τής Αγγλίας παρέμεναν σε απόσταση, αλλά ο Σίγκισμουντ είχε την ενεργό υποστήριξη τού βασιλιά τής Πολωνίας, τού ηγεμόνα τής Βοσνίας, τού δούκα τής Αυστρίας και άλλων για τούς οποίους η Γερουσία θα επέμενε, τότε θα μπορούσαν να παρασχεθούν γαλέρες σε αριθμό που θα ήταν σύμφωνος με την τιμή τής εκκλησίας και τής Δημοκρατίας καθώς και με τις απαιτήσεις τής σταυροφορίας.82

Ο Ιωάννης ντε Κάνισα και οι συνάδελφοί του πρέσβεις είχαν κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Η ενετική προσφορά δεν ήταν παράλογη. Δεν θα μπορούσε να αναμένεται βοήθεια από τη Γένουα, γιατί η πόλη βρισκόταν σε πολιτικό χάος. Αν οι Ούγγροι επρόκειτο να έχουν την υποστήριξη στόλου, φαίνεται ότι τις υπόλοιπες γαλέρες έπρεπε να διαθέσουν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Οι πρεσβευτές πήγαν στη Γαλλία, όπου ο δούκας τής Βουργουνδίας Φίλιππος ο Τολμηρός τούς υποδέχθηκε στη Λυών στις 8 Μαΐου 1395, ενώ στη συνέχεια υπέβαλαν τα σέβη τους στη σύζυγο τού δούκα, στη Μαργαρίτα, την κληρονόμο τής Φλάνδρας, στην οποία παρουσιάστηκαν στη Ντιζόν στις 17-19 Μαΐου. Στο Μπορντώ περίμεναν τον Ιωάννη τής Γάνδης (Gaunt), τον δούκα τού Λάνκαστερ, στον οποίο οι Ενετοί είχαν αναφερθεί συχνά. Στις 6 Αυγούστου έφτασαν στο Παρίσι, όπου συνάντησαν και πάλι τον Φίλιππο, καθώς και τούς θείους τού βασιλιά. Όταν τούς οδήγησαν ενώπιον τού βασιλιά, έδωσαν στον Κάρολο ΣΤ’ επιστολές από τον Σίγκισμουντ. Ο Ιωάννης ντε Κάνισα απεύθυνε έντονη έκκληση προς τον θρόνο, παρακαλώντας τον Κάρολο να έρθει προς ενίσχυση των Ούγγρων, φοβούμενος ότι θα πέσουν κάτω από τον τουρκικό ζυγό, όπως οι άτυχοι Σέρβοι και Βούλγαροι.

Τότε ακριβώς, σύμφωνα με τον άγνωστο αλλά τής ίδιας εποχής βιογράφο τού στρατάρχη Μπουσικώ, ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας έστειλε αγγελιοφόρο στον φίλο του Φιλίπ ντ’ Αρτουά, κόμη τού Ου, με την είδηση «ότι ο Βαγιαζήτ βάδιζε εναντίον του μέσα στη χώρα του με 40.000 Σαρακηνούς, από τούς οποίους 10.000 ήσαν ιππείς». Ο Σίγκισμουντ είχε αποφασίσει να δώσει μάχη. Ζητούσε από τον Φιλίπ ντ’ Αρτουά, που είχε διοριστεί κοντόσταυλος (constable) τής Γαλλίας τον Νοέμβριο τού 1393, να πληροφορήσει τον Μπουσικώ για τον κίνδυνο που απειλούσε την Ουγγαρία και να κάνει το γεγονός επίσης γνωστό «σε όλους τούς καλούς ιππότες και ευγενείς» (a tous bons chevaliers et escuyers), που επιθυμούσαν να αυξήσουν την τιμή τους και να επιδείξουν την ανδρεία τους υπερασπιζόμενοι τη χριστιανοσύνη εναντίον των απίστων. Ο Μπουσικώ ανακοίνωσε αμέσως ότι θα πάει στην Ουγγαρία, γιατί δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο από το να πολεμήσει τούς «Σαρακηνούς», ενώ θυμόταν με ευγνωμοσύνη τη φιλοξενία τού Σίγκισμουντ όταν επισκέφθηκε την Ουγγαρία (το 1388). Η είδηση εξαπλώθηκε παντού και ο νεαρός Ιωάννης, ο κόμης τής Νεβέρ, «που βρισκόταν στην άνθιση μεγάλης νεότητας» (qui estoit en fleur de grand jeunesse), ανταποκρίθηκε με παθιασμένη επιθυμία να πάει και πήρε την άδεια να το κάνει από τον σεβάσμιο πατέρα του, τον δούκα τής Βουργουνδίας.

Τα δεινά τής Ουγγαρίας διαδόθηκαν σε όλο το βασίλειο,

και αρκετοί νέοι άρχοντες βασιλικού αίματος, καθώς και άλλοι βαρώνοι και ευγενείς, ήθελαν να πάνε εκεί για να απαγκιστρωθούν από την αδράνεια και να χρησιμοποιήσουν τον χρόνο και τη δύναμή τους σε έργα ιπποσύνης, γιατί θεωρούσαν, και ήταν αλήθεια, ότι δεν θα μπορούσαν να πάνε σε πιο έντιμη αποστολή [ταξίδι] ή σε πιο ευχάριστη για τον Θεό. Έτσι ολόκληρη η Γαλλία είχε εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση. … Από τούς κύριους συμμετέχοντες στην επιχείρηση θα δώσουμε τα ονόματα και τον αριθμό των Γάλλων. Πρώτος και πάνω απ’ όλους ήταν ο κόμης τής Νεβέρ, ο οποίος είναι τώρα δούκας τής Βουργουνδίας [τίτλο τον οποίο κράτησε από τον Απρίλιο τού 1404 μέχρι τον θάνατό του τον Σεπτέμβριο τού 1419], πρώτος ξάδελφος τού βασιλιά τής Γαλλίας. Οι μιλόρδοι (milords) Ερρίκος και Φίλιππος ντε Μπαρ, αδέλφια και πρώτοι εξάδελφοι τού βασιλιά. Ο κόμης τής Λα Μαρς (Ζακ ντε Μπουρμπόν) και ο κόμης τού Ου και κοντόσταυλος (Φιλίπ ντ’ Αρτουά), ξαδέλφια τού βασιλιά. Μεταξύ των βαρόνων ήσαν ο άρχοντας τής Κουσύ (Ενγκεράν Ζ’), ο στρατάρχης Μπουσικώ, οι άρχοντες ντε λα Τρεμουάγ (Γκυ και Γκυγιώμ), ο ναύαρχος τής Γαλλίας κύριος Ζαν ντε Βιέν, ο άρχοντας τής Εγκβίλ (Ζαν ντε Ανγκέστ), καθώς και πολλοί άλλοι ιππότες και ευγενείς, το ίδιο το άνθος τής ιπποσύνης και αρχοντιάς, χίλιοι τέτοιοι από το βασίλειο τής Γαλλίας. … Ο στρατάρχης Μπουσικώ οδηγούσε εβδομήντα κυρίους με δικές του δαπάνες, ενώ δεκαπέντε από αυτούς τούς ιππότες ήσαν δικοί του συγγενείς.83

Χίλιοι ιππότες και ευγενείς σήμαινε πιθανώς δύναμη μάχης περίπου 4.000 έως 5.000 ανδρών, γιατί οι συνοδοί και υπηρέτες μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως στρατιώτες στο πεδίο. Θα έρθουμε αργότερα στο ζήτημα των πιθανών αριθμών των χριστιανών και μουσουλμάνων μαχητών στην επικείμενη μάχη τής Νικόπολης.

Ο Φίλιππος ο Τολμηρός, αφού έδωσε άδεια στον γιο τού Ιωάννη τής Νεβέρ να πάει στη σταυροφορία, προσπάθησε να τον κάνει αρχηγό τού στρατεύματος. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη με ενθουσιασμό και ο λαός διατηρούσε μεγάλες ελπίδες. Αφού νικούσαν τον Βαγιαζήτ και απάλλασσαν την Ουγγαρία από τούς απίστους, λέει ο Φρουασσάρ, «οι χριστιανοί θα πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη, θα περνούσαν πέρα από τον “βραχίονα τού Αγίου Γεωργίου” και θα εισέρχονταν στη Συρία. Θα ελευθέρωναν τούς Αγίους Τόπους και θα απάλλασσαν την Ιερουσαλήμ και τον Πανάγιο Τάφο από τούς παγανιστές και από την υποταγή στον σουλτάνο και στους εχθρούς τού Κυρίου μας». Οι Ούγγροι πρεσβευτές είχαν λόγους να είναι ικανοποιημένοι με την εξαιρετική επιτυχία τής αποστολής τους. Έσπευσαν στην Ουγγαρία με «τα καλά νέα» (ces bonnes nouvelles) και ο Σίγκισμουντ χάρηκε.84

Στην Αβινιόν ο πάπας Βενέδικτος ΙΓ’ χορήγησε στον Ιωάννη τής Νεβέρ και στους σταυροφόρους τη συνήθη άφεση αμαρτιών και διάφορα ειδικά προνόμια, ενώ ο δούκας Φίλιππος έντυσε τη συντροφιά τού γιου του με επιδεικτικό μεγαλείο. Σημαίες, λάβαρα και σημαιούλες στις λόγχες ήσαν κεντημένες με χρυσό και ασήμι. Οι μικρές σημαίες που ήσαν δεμένες στις σάλπιγγες, ακόμη και τα πανιά τής σέλλας, ήσαν στολισμένα με ασημένια σειρήτια και κεντημένα με τα χρώματα τής Βουργουνδίας. Υπήρχαν σκηνές και κιόσκια από βαρύ σατέν σε φωτεινό πράσινο χρώμα, στο επιλεγμένο χρώμα τού Ιωάννη τής Νεβέρ, μάλιστα τόσο πολλές, που χρειάζονταν εικοσιτέσσερις άμαξες για να τις μεταφέρουν. Τον ίδιο τον Ιωάννη ακολουθούσαν 133 υπηρέτες (valets) ντυμένοι σε ζωηρή πράσινη στολή, κεντημένη με χρυσό και ασημένιο νήμα. Τέσσερις μεγάλες σημαίες είχαν ετοιμαστεί με την εικόνα τής Παναγίας σε χρυσό, περιβαλλόμενη από άνθη κρίνου (fleurs de lys) και το οικόσημο τής Νεβέρ. Τριακόσια μικρά λάβαρα και εικοσιπέντε μεγάλα έλαμπαν στο ασήμι. Το όνομα τού Ιωάννη ήταν χαραγμένο πάνω τους, καθώς και σε έξι μεγάλες σημαίες, όπου τα γράμματα ήσαν χρυσά. Ο Φρουασσάρ μάς διαβεβαιώνει «ότι … σε τίποτε δεν υπήρξαν φειδωλοί» (que … riens n’ estoit espargnie),85 εκτός ίσως από τη χρησιμοποίηση τής κοινής λογικής, γιατί τέτοιες προετοιμασίες ταίριαζαν καλύτερα σε στέψη ή βασιλικό γάμο παρά σε εκστρατεία κατά των Τούρκων.

Ο Φίλιππος τής Βουργουνδίας προσπαθούσε από τον Ιανουάριο τού 1395 να εκτιμήσει τα έσοδά του από το σχεδιαζόμενο «ταξίδι» (voyage) στην Ουγγαρία. Μετρώντας τις πολύ βαριές «ενισχύσεις που ο μιλόρδος δούκας σχεδιάζει να επιβάλλει στα εδάφη του», τα 80.000 φράγκα που τού όφειλε ο Κάρολος ΣΤ’, σε συνδυασμό με τα 36.000 που θα εισέπραττε κατά τούς επόμενους εννέα μήνες ως σύνταξη από το στέμμα, ένα δάνειο 50.000 από τον Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι και επιπλέον 50.000 που ο Κάρολος ΣΤ’ αναμενόταν να κάνει «δώρο για το ταξίδι» (en don pour le voyage), ο λογιστής τού Φιλίππου προέβλεπε τη δυνατότητα άντλησης 520.000 φράγκων.86 Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι Βουργουνδοί δαπανούσαν τα χρήματά τους, το ποσό αυτό δεν θα ήταν αρκετό και νέα δάνεια, κάποια από αυτά αρκετά μικρά, θα αναζητούνταν αργότερα από διάφορες πηγές.87 Δεκατέσσερις μήνες αργότερα (στις 28 Μαρτίου 1396) ο Φίλιππος εξέδωσε «εντολή» (ordonnance) στο Παρίσι, η οποία προέβλεπε πολεμικό συμβούλιο για να συμβουλεύει τον νεαρό Ιωάννη τής Νεβέρ, θέσπιζε μερικά απλά μέτρα για τη διατήρηση τής πειθαρχίας στον στρατό και παρείχε τα ονόματα των υψηλών ευγενών και ιπποτών «τους οποίους ο μιλόρδος είχε διατάξει να πάνε στο ‘ταξίδι’ στην Ουγγαρία συνοδεύοντας τον μιλόρδο τής Nεβέρ». Σύμφωνα με αυτούς τούς κανονισμούς, «ένας κύριος που προκαλεί οχλαγωγία χάνει το άλογό του και την πανοπλία του [cheval et harnois]. Παλιάνθρωπος που χρησιμοποιεί μαχαίρι χάνει ένα χέρι, ενώ αν κλέβει χάνει το ένα του αυτί». Το στράτευμα έπρεπε να συγκεντρωθεί στη Ντιζόν στις 20 Απριλίου για να πάρει μισθό και να είναι έτοιμο δέκα ημέρες αργότερα για να ξεκινήσει την εκστρατεία από το Μομπελιάρ.88

Οι Γάλλοι θα έφεραν το κύριο βάρος τής εκστρατείας αν και φυσικά θα ενώνονταν με αρκετά μεγάλη δύναμη Ούγγρων υπό τον Σίγκισμουντ, καθώς και με ικανό αριθμό Γερμανών και (μέχρι τη μάχη) Βλάχων. Υπήρχε επίσης πιθανότητα κάποιας συμμετοχής Ιωαννιτών, Πολωνών, Ιταλών, Boημών και άνεργων μισθοφόρων (routiers), τούς οποίους ορισμένες φορές αποκαλούσαν «Εγγλέζους» (Engleis). Ο Σίγκισμουντ βρισκόταν σε στενή επαφή με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, ο οποίος είχε στείλει απεσταλμένο στην Ουγγαρία. Ο απεσταλμένος, κάποιος Μανουήλ Φιλανθρωπηνός, αναμενόταν στην Πόλα (σήμερα Πούλα) προς το τέλος Φεβρουαρίου 1396, ενώ η Ενετική Γερουσία ήταν διατεθειμένη να επισπεύσει την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Την 1η Μαρτίου η Γερουσία γνώριζε τα αποτελέσματα τής βυζαντινής αποστολής στην Ουγγαρία. Ο Φιλανθρωπηνός τούς είπε ότι ο Σίγκισμουντ είχε υποσχεθεί να έχει «ισχυρό στρατό» στον Δούναβη σε θέση αποκαλούμενη «Ούλναβι» τον επόμενο Μάιο και να φτάσει στις ακτές τού Βοσπόρου τον Ιούνιο. Ο Μανουήλ θα εξόπλιζε δέκα γαλέρες για ένα μήνα με δαπάνες τού Σίγκισμουντ, ο οποίος είχε ήδη κανονίσει για την πληρωμή 30.000 δουκάτων στον Φιλανθρωπηνό όταν ο τελευταίος βρισκόταν στη Βενετία. Ο Βυζαντινός απεσταλμένος συμβούλευσε τούς Ενετούς να ακυρώσουν τα σχέδιά τους για αποστολή πρεσβείας στον Βαγιαζήτ σε προσπάθεια να τον πείσουν να κάνει ειρήνη με τον Μανουήλ Β’ (οι Τούρκοι είχαν θέσει υπό μάλλον ασύνδετη πολιορκία την Κωνσταντινούπολη), γιατί μια τέτοια ειρήνη τώρα θα ήταν ασυμβίβαστη με τη συμμαχία τού Μανουήλ με τούς Ούγγρους. Η Γερουσία αποφάσισε να στείλει απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη, για να εξηγήσει ότι πράγματι ακύρωναν τα σχέδιά τους για πρεσβεία προς τον Βαγιαζήτ. Ήσαν ενθουσιασμένοι με τα αποτελέσματα τής πρεσβείας τού Φιλανθρωπηνού στην Ουγγαρία, και εξέφραζαν την ελπίδα για σωτηρία και επιτυχία τής βυζαντινής αυτοκρατορίας και τού αυτοκράτορά της.89

Όμως υπήρχαν όρια στους κινδύνους που ήταν διατεθειμένη να αναλάβει η Βενετία για να βοηθήσει στην επίτευξη αυτής τής σωτηρίας και επιτυχίας. Στις 14 Απριλίου 1396 η Γερουσία ενημέρωνε Ούγγρο απεσταλμένο ότι βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να μαθαίνει ότι ο Σίγκισμουντ θα ήταν σε πορεία κατά των Τούρκων τη μέρα τής γιορτής τής Πεντηκοστής (21 Μαΐου), αλλά υπενθύμιζε στον απεσταλμένο ότι οι δούκες Βουργουνδίας, Ορλεάνης και Λάνκαστερ προφανώς δεν θα πήγαιναν στη σταυροφορία. Παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή τους αποτελούσε την κύρια προϋπόθεση για την αποστολή ενετικών γαλερών στον Βόσπορο, η Γερουσία έδινε την συγκατάθεσή της να σταλούν τέσσερις καλά εξοπλισμένες γαλέρες, οι οποίες θα έφταναν «στα μέρη τής Ρωμανίας» (partibus Romanie) περί τα μέσα Ιουλίου και θα περίμεναν την άφιξη τού Σίγκισμουντ μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Η Γερουσία ήταν σίγουρη ότι αυτός θα έφτανε «σε εκείνα τα μέρη» μέσα στην καθορισμένη προθεσμία. Όμως, ύστερα από δύο μέρες συζητήσεων και δώδεκα ψηφοφορίες, η Γερουσία αποφάσισε τελικά ότι δεν θα μπορούσε να κάνει στον Σίγκισμουντ το δάνειο που ο απεσταλμένος του είχε επίσης ζητήσει, ενώ θα έλεγαν απλώς στον τελευταίο ότι η Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τόσο πολλά έξοδα κατά τη διάρκεια τής περασμένης χρονιάς, ώστε η μεγαλειότητά του έπρεπε να τούς δικαιολογήσει.90 Τώρα πια ο Σίγκισμουντ πρέπει να ήταν πολύ απασχολημένος, ώστε να μην ανησυχεί για την αποτυχία του να πάρει το δάνειο (είχε ζητήσει μόνο 7.000 δουκάτα), ενώ βρισκόταν αναμφίβολα στην ευχάριστη θέση να γνωρίζει ότι η Βενετία θα έστελνε τέσσερις γαλέρες στον Βόσπορο, γιατί στη Γαλλία η εκστρατεία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.

Ο γαλλο-βουργουνδικός στρατός, βαδίζοντας ανατολικά υπό την άμεση διοίκηση τού Ιωάννη τής Nεβέρ, θα συγκεντρωνόταν στη Ντιζόν στις 20 Απριλίου (1396) για να πληρωθεί για την επικείμενη εκστρατεία. Στη συνέχεια έπρεπε να περάσει στην κομητεία τού Μομπελιάρ, απ’ όπου θα ξεκινούσε στις 30 τού μηνός. Ο Ιωάννης είχε ήδη πάρει την άδεια τού βασιλιά στις 6 τού μηνός, ύστερα πήγε με τον πατέρα του στο Σαιν Ντενί όπου έκαναν τις προσευχές τους, ενώ ο δούκας ανέθεσε τον γιο του «στη φροντίδα τού Θεού και τού κυρίου Αγίου Διονυσίου» (a la garde de Dieu et de monseigneur Sainct Denys). Ο Ιωάννης βρισκόταν στη Ντιζόν στις 10 τού μηνός, για να επιβλέψει τις τελικές ρυθμίσεις. Η οικογένειά του συγκεντρώθηκε για να τον αποχαιρετήσει και να τού ευχηθεί καλή τύχη. Το απόγευμα τής 30ής τού μηνός έφυγε για να ενωθεί με το στράτευμα στο Μομπελιάρ. Διέσχισαν τον Ρήνο βορείως τού Φράιμπουργκ και έφτασαν γρήγορα στην άνω κοιλάδα τού Δούναβη μέσω τής περιοχής τού Μπράισγκαου.91 Η διαδρομή τους τούς έφερε μέσω Ρέγκενσμπουργκ στο Στράουμπινγκ, όπου τον Ιωάννη υποδέχθηκε πανηγυρικά ο γαμπρός του Αλβέρτος Β’ τής Βαυαρίας, ενώ από εκεί μέσω Πάσσαου και Λιντς έφτασε στη Βιέννη, όπου τον περίμενε ο Λεπόλδος Δ’ τής Αυστρίας, ένας άλλος γαμπρός.92 Οι οικογενειακές του συμμαχίες αποδείχθηκαν λοιπόν τόσο χρήσιμες για τον Ιωάννη, όσο και η πορεία τού Δούναβη, διευκολύνοντας την προέλασή του προς τα νοτιοανατολικά.

Ο Ενγκεράν Ζ’ ντε Κουσύ, ο γαμπρός τού Ανρύ ντε Μπαρ και ένα μικρό στρατιωτικό σώμα αναχώρησαν από το Παρίσι κάποια στιγμή μετά τις 18 Απριλίου. Ταξίδεψαν προς Βούδα μέσω Μιλάνου, όπου ο Κάρολος ΣΤ’ έστειλε τον Κουσύ να αποτρέψει τον Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι από παρέμβαση στην απόκτηση τής Γένουας από τούς Γάλλους.93 Ο Φρουασσάρ γράφει ότι ο Τζιαν Γκαλεάτσο έστελνε στον Βαγιαζήτ γεράκια, σκυλιά, υπέροχα υφάσματα και (το πιο σημαντικό) λεπτομερέστατες πληροφορίες σχετικές με τον σταυροφορικό στρατό. «Όλοι, με το όνομα και το επώνυμό τους, οι αρχηγοί των βαρώνων τής Γαλλίας (tout par nom et par sournom, les chiefs des barons de France)», λέει ο Βαγιαζήτ, «έπρεπε να έρθουν να δουν και να κάνουν πόλεμο (qui me devoient venir veoir et faire guerre…». Ο Βαγιαζήτ το είπε αυτό, σύμφωνα με τον Φρουασσάρ, στον σουλτάνο τής Αιγύπτου, τον οποία επισκέφθηκε τότε!94 Από το Μιλάνο ο Κουσύ και ο Ανρί ντε Μπαρ πήγαν μαζί με τούς στρατιώτες τους στη Βενετία, όπου στις 29 Μαΐου (1396), εμφανίστηκαν ενώπιον τής Σινιορίας με επιστολές από τον Κάρολο ΣΤ’, ζητώντας «μεγάλη γαλέρα» (galea grossa) για να τούς μεταφέρει στη Σένια (Σεν) τής Δαλματίας. Η Γερουσία ενέκρινε αμέσως το αίτημά τους με μια αρνητική ψήφο, δεδομένου ότι μια τέτοια γαλέρα ήταν ήδη «σε τάξη» (in ordine) στον Ναύσταθμο (Αρσενάλε) και θα μπορούσε να είναι έτοιμη να διασχίσει την Αδριατική την επόμενη μέρα.95 Από τη Σένια οι Κουσύ και Ανρί ντε Μπαρ με το μικρό τους στρατιωτικό σώμα προφανώς πήγαν διά ξηράς, με ενδεχόμενη διαδρομή μέσω Κάρλστατ (Κάρλοβατς), Άγκραμ (Ζάγκρεμπ), Βάρασντιν και γύρω από τη λίμνη Μπάλατον φτάνοντας στη Βούδα, όπου ο Σίγκισμουντ ήταν απασχολημένος παρατάσσοντας τις δικές του δυνάμεις.

Στο μεταξύ ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά, ο κοντόσταυλος τής Γαλλίας, είχε φτάσει με την εμπροσθοφυλακή των χριστιανικών δυνάμεων στη Βιέννη τη μέρα τής γιορτής τής Πεντηκοστής (21 Μαΐου 1396), ενώ ένα μήνα αργότερα εμφανίστηκε ο Ιωάννης τής Nεβέρ με το κυρίως σώμα στρατού (τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ιωάννη, στις 24 Ιουνίου). Προμήθειες στέλνονταν μέσω τού Δούναβη με πλοία, ενώ κάποια στιγμή στα τέλη Ιουλίου οι σταυροφόροι έφτασαν στη Βούδα, όπου ο Σίγκισμουντ καλωσόρισε τον νεαρό κόμη τής Νεβέρ με «μεγάλη ευλάβεια». Ο βιογράφος τού Μπουσικώ υπολογίζει «εμάς τούς Γάλλους και τούς άλλους ξένους», μαζί με τούς Ούγγρους, σε «εκατό χιλιάδες ιππείς».96 Οι σταυροφόροι ήσαν απρόσεκτη, απείθαρχη ορδή και είχαν λεηλατήσει στον δρόμο τους προς τη Bούδα.97 Οι εκκλησιαστικοί προειδοποιούσαν τώρα τούς ηγέτες τού στρατεύματος να απομακρύνουν τις θηλυκές συνοδούς τού στρατοπέδου (fatuae et leves mulierculae) και να θέσουν τέρμα στη μοιχεία και σε κάθε είδους πορνεία, στη μέθη, στα τυχερά παιχνίδια, στους βλάσφημους όρκους και σε άλλες φοβερές υπερβολές που ήσαν μέχρι τότε διαδεδομένες, διαφορετικά θα έφερναν πάνω τους την οργή τού Θεού. «Αλλά δεν ωφέλησε», λέει ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί, «γιατί ήταν σαν να έλεγαν φανταστική ιστορία σε κουφό γάιδαρο».98

Ο Σίγκισμουντ ήθελε προφανώς να αφήσει τον Βαγιαζήτ και τον οθωμανικό στρατό να κουραστεί σε μακρά πορεία στη στεριά πριν έλθει σε επαφή με τις χριστιανικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν έτσι να περιμένουν σε προετοιμασμένες αμυντικές θέσεις. Ίσως ήθελε να διεισδύσει μόνο μέχρι τη Σερβία, για να προκαλέσει τον Βαγιαζήτ σε αντίθεση. Όμως οι Γάλλοι ιππότες ανυπομονούσαν για δράση. Επέμεναν να επελάσουν για να συναντήσουν τούς απίστους, ενώ ο Σίγκισμουντ αναμφίβολα ανακουφίστηκε βγάζοντάς τους από το ουγγρικό έδαφος.99 Συζητήθηκε η τακτική και ο Σίγκισμουντ πρότεινε να προελάσει πρώτα το ουγγρικό (και γερμανικό και βλάχικο) πεζικό υπό τη διοίκησή του, για να αντιμετωπίσει τον συρφετό (gregarii, obiectissimi et semiarmati viri), τούς οποίους ο Βαγιαζήτ θα έστελνε αναμφίβολα μπροστά από το κύριο σώμα τού στρατού του. Όταν θα είχε αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο η πρώτη τουρκική επίθεση, η συμμαχική διοίκηση θα μπορούσε στη συνέχεια να εξετάσει πότε και σε ποιο σημείο έπρεπε να χτυπήσει με το γαλλικό ιππικό. Τα παλαιότερα και σοφότερα κεφάλια στο χριστιανικό στρατόπεδο συμφώνησαν με αυτή τη συμβουλή, «αλλά η συμβουλή τού βασιλιά φάνηκε ανάξια αποδοχής στα μάτια των νεότερων [ιπποτών], οι οποίοι εύκολα υπέκυψαν στις επιταγές τής καρδιάς τους». Ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά και ο στρατάρχης Μπουσικώ συμφώνησαν μαζί τους. Ήσαν υπέρ τής επεξεργασίας σχεδίου για τη μάχη, αλλά δεν είχαν διασχίσει ολόκληρη την ήπειρο για να ακολουθήσουν τα βήματα τού «συρφετού» (gregarii) τού Σίγκισμουντ, «δεδομένου ότι ήταν πάντοτε γαλλικό έθιμο όχι να ακολουθούν, αλλά να ενθαρρύνουν άλλους να τούς ακολουθήσουν».100

Η παροχή συμβουλών σε αυτούς τούς πολεμιστές, που είχαν ήδη πάρει την απόφασή τους, ήταν «σαν να παίρνει τα λόγια ο άνεμος» (quasi vento verba dare), λέει ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί. Έτσι στα τέλη Αυγούστου ξεκίνησαν με ανόητη απόφαση στον δρόμο προς την καταστροφή. Κατέβηκαν την κοιλάδα τού Δούναβη σε δύο ή τρία τμήματα, και διέσχισαν τον ποταμό κάπου κοντά στις «Σιδηρές Πύλες», στο μακρύ και στενό φαράγγι τού Δούναβη μεταξύ Όρσοβας και Τούρνου-Σέβεριν. Ήσαν 60.000 έφιπποι άνδρες, λέει ο Φρουασσάρ, και τούς πήρε περισσότερο από οκτώ μέρες για να περάσουν από την αριστερή στη δεξιά ή νότια όχθη τού Δούναβη.101 Έχουμε ήδη σημειώσει ότι ο βιογράφος τού Μπουσικώ λέει ότι το σύνολο των χριστιανικών δυνάμεων εύκολα ανερχόταν σε «εκατό χιλιάδες άλογα» (a cent mille chevaulx), αλλά οι αριθμοί που δίνουν οι χρονικογράφοι αποτελούν ρητορικά κατασκευάσματα, που έχουν στόχο να προσδώσουν στην αφήγησή τους αίσθηση μεγαλείου. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι τούς έχει πάρει σοβαρά η πλειονότητα των ιστορικών τής εκστρατείας τής Νικόπολης.

Η πρώτη σοβαρή εμπλοκή των σταυροφόρων ήταν στο Βιδίνι, το οποίο ο Βούλγαρος ηγεμόνας Σρατσιμίρ, υποτελής των Τούρκων, παρέδωσε χωρίς αντίσταση. Οι στρατιώτες τού σταυρού έσφαξαν στη συνέχεια την τουρκική συνιστώσα τής φρουράς και άφησαν 300 δικούς τούς άνδρες να κρατούν την πόλη.102 Ο Ιωάννης τής Nεβέρ χρίστηκε ιππότης κάτω από τα τείχη τού Βιδινιού103 και οι σταυροφόροι σύντομα συνέχισαν να κατεβαίνουν τον Δούναβη προς τη Ράχοβα (Ορυάχοβο), καλά οχυρωμένη πόλη που βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί μάς πληροφορεί ότι είχε πια φτάσει η πρώτη εβδομάδα τού Σεπτεμβρίου. Λέει επίσης ότι η Ράχοβα περιβαλλόταν από διπλά τείχη, εφοδιασμένα με αμυντικούς πύργους. Η φρουρά ήταν «ευκίνητη και ισχυρή», ενώ διέθετε αφθονία προμηθειών. Ο βιογράφος τού Μπουσικώ αναφέρει ότι μόλις ο Μπουσικώ και ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά, ο κόμης τού Ου, συνειδητοποίησαν ότι ο Σίγκισμουντ κατευθυνόταν στη Ράχοβα, όρμησαν μπροστά «για να είναι οι πρώτοι» (pour y estre des premiers). Συνοδευόμενοι από τούς Φιλίπ ντε Μπαρ, Eνγκεννάρ ντε Κουσύ και «πολλούς μεγάλους κυρίους» (plusieurs grands Seigneurs) ίππευαν όλη τη νύχτα και έφτασαν στη Ράχοβα το πρωί. Καθώς πλησίαζαν, οι Τούρκοι προσπάθησαν να καταστρέψουν μια γέφυρα η οποία επέτρεπε πρόσβαση στην πόλη πάνω από πλατιά τάφρο, αλλά ο Μπουσικώ σύντομα βρέθηκε πάνω τους και πολεμώντας άγρια, «ο ίδιος και οι άνδρες του» (luy et ses gens), τούς απώθησαν και πάλι στην πόλη, ενώ απέκρουσαν τις πολλές προσπάθειές τους να φτάσουν στη γέφυρα, μέχρις ότου ήρθε ο Σίγκισμουντ με ενισχύσεις.104

Όμως ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί είναι λιγότερο εντυπωσιασμένος με την ανδρεία των συμπατριωτών του, οι οποίοι, «έχοντας εμπιστοσύνη στη δική τους δύναμη και αντιμετωπίζοντας τον εχθρό με περιφρόνηση», είχαν ξεκινήσει πεντακόσιοι από αυτούς για τη Ράχοβα. Αλλά δεν έκαναν καμία πρόοδο στις μάταιες επιθέσεις τούς επί τής πόλης, από την οποία οι υπερασπιστές ξεπρόβαλλαν με γρήγορες εξόδους (erupciones dampnosas in nostros sepius et clandestinas faciebant) και έπαιρναν βαρύ φόρο αίματος ανόητης χριστιανικής ζωής. Ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά, ο Μπουσικώ και οι δυνάμεις τους θα είχαν εγκαταλείψει την απερίσκεπτη επιχείρησή τους σε ατιμωτική ήττα αν δεν είχε εμφανιστεί ο Σίγκισμουντ με στρατό αρκετό, για να πιέσει την πολιορκία με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αυτή η αύξηση τής χριστιανικής δύναμης αποθάρρυνε τούς πολιορκημένους, οι οποίοι βρέθηκαν σύντομα να δέχονται επιθέσεις από όλες τις πλευρές. Προσφέρθηκαν να παραδώσουν την Ράχοβα αν θα μπορούσαν να αποχωρήσουν αβλαβείς, αλλά οι σταυροφόροι απέρριψαν την προσφορά. Δραστήριοι ιππότες σκαρφάλωναν ήδη στα τείχη. Οι πύλες ανοίχτηκαν με τη βία και οι επιτιθέμενοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Οι χριστιανοί κατέσφαξαν τούς τρομοκρατημένους κατοίκους χωρίς να τούς νοιάζει το φύλο ή η ηλικία (horrenda strages agitur absque discrecione sexus vel etatis), αλλά χίλιοι από τούς πλουσιότερους λέγεται ότι έσωσαν τις ζωές τους αποδεχόμενοι τον χριστιανισμό και υποσχόμενοι να πληρώσουν λύτρα.105

Μετά την εμπειρία στη Ράχοβα λέγεται ότι ο Σίγκισμουντ προειδοποίησε «όλους μαζί και καθένα χωριστά» για τούς κινδύνους τής βιαστικής δράσης, υπογραμμίζοντας ότι ενώ ο «ζήλος τής νεότητας» (iuventutis fervor) μπορεί να κερδίζει μάχες, για τον σχεδιασμό τους χρειαζόταν η «βαρύτητα τής μεγάλης ηλικίας» (gravitas senectutis). Όμως ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί λέει ότι οι Γάλλοι δεν άκουγαν και έλεγαν ότι οι Τούρκοι φοβούνταν πολύ να τούς αντικρύσουν. Αφήνοντας φρουρά διακοσίων ανδρών στη Ράχοβα, η ανώτατη διοίκηση και ο στρατός συνέχισαν να κατεβαίνουν τον Δούναβη προς τη Νικόπολη, όπου έφτασαν γύρω στις 8-10 Σεπτεμβρίου (1396). Εδώ έμπλεξαν σε προβλήματα. Η Νικόπολη ήταν χτισμένη σε κατά τα φαινόμενα απόρθητο ύψωμα, βλέποντας προς βορρά τον Δούναβη. Είχε ψηλά, διπλά τείχη, τούς συνήθεις αμυντικούς πύργους, αποφασιστικό διοικητή και μεγάλο πληθυσμό. «Οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν πολύ να κρατήσουν αυτό το μέρος», λέει ο χρονικογράφος, “σκεπτόμενοι ότι αν έπεφτε υπό την κυριαρχία των χριστιανών, τίποτε δεν θα απέμενε για να εμποδίζει την περαιτέρω προέλασή τους και οι τουρκικές απώλειες θα ήσαν τεράστιες». Η Νικόπολη έλεγχε την κοιλάδα τού ποταμού Ολτ και παρείχε στους Τούρκους εύκολη είσοδο στη Βλαχία. Αν και η πόλη κάλυπτε ευρεία περιοχή, οι σταυροφόροι κατόρθωσαν να σχηματίσουν κλοιό γύρω από το μεγαλύτερο μέρος τής μακράς γραμμής των τειχών. Μη διαθέτοντας αρκετούς καταπέλτες και άλλο εξοπλισμό για αποτελεσματική πολιορκία, παρακολουθούσαν άγρυπνα όλες τις πύλες, ώστε να μη μπορεί η φρουρά και οι κάτοικοι να παίρνουν προμήθειες. Μέρα και νύχτα έριχναν πάνω από τα τείχη βλήματα βαλλιστρών και πέτρες με όσους καταπέλτες είχαν. Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί λέει ότι βομβάρδιζαν την πόλη επί δεκαεπτά ημέρες. Ο Ζαν Ζουβενάλ δίνει επίσης δεκαεπτά ημέρες ως διάρκεια τής πολιορκίας, αλλά σύμφωνα με τον συντάκτη τού «Βιβλίου των γεγονότων τού Μπουσικώ» (Livre des faits de Boucicaut), η πολιορκία κράτησε δεκαπέντε μέρες. Τελικά διαδόθηκε στα χριστιανικά στρατόπεδα η φήμη ότι οι πολιορκημένοι είχαν αποθαρρυνθεί εντελώς, «και πιστεύουμε πραγματικά», λέει ο χρονικογράφος, «ότι θα είχαν παραδοθεί, αν οι προσευχές τους δεν είχαν οδηγήσει τον Βαγιαζήτ να σπεύσει για τη διάσωσή τους». Οι χριστιανοί προσεύχονταν επίσης. Οι ιερείς οργάνωναν λιτανείες γύρω από τα τείχη και ικέτευαν τον Θεό να βοηθήσει την προσπάθειά τους και να στερήσει την επιτυχία από τούς μουσουλμάνους βλάσφημους. «Αλλά ο ελεήμων Θεός δεν αφουγκράστηκε αυτές τις προσευχές, πολύ πιθανόν γιατί αυτοί που τις έλεγαν είχαν οι ίδιοι αποδειχθεί ανάξιοι τής χάρης».

Οι Γάλλοι βαρώνοι ψυχαγωγούσαν ο ένας τον άλλο με υπέροχες δεξιώσεις, περνώντας από το ένα πανέμορφο περίπτερο στον άλλο, φορώντας καινούργια ρούχα με πλούσια κεντήματα και με μανίκια τόσο μακριά, που σχεδόν δεν μπορούσαν να βρουν τα χέρια τους. Τα πολύ μυτερά παπούτσια τους εξέπληξαν τούς Τούρκους αιχμαλώτους. Ήταν η εποχή των «παπουτσιών με ράμφος» (souliers à la poulaine), τα οποία ο χρονικογράφος ονομάζει «ραμφοειδή παπούτσια» (calciamenta rostrata), όπου η «πλώρη» τού παπουτσιού εκτεινόταν περίπου δύο πόδια από το πόδι (έτσι ώστε αυτός που τα φορούσε έπρεπε να συνδέει τις μύτες των παπουτσιών του κάτω από τα γόνατά του). Τα πλοία μεταφοράς είχαν φέρει εκλεκτά κρασιά και εδέσματα κατεβαίνοντας τον Δούναβη. Δεν υπήρχε καμία πειθαρχία στον στρατόπεδο. Οι ιερόδουλες ήσαν πολύ απασχολημένες, ενώ οι σταυροφόροι σπαταλούσαν τον χρόνο και τούς μισθούς τους στη ματαιότητα των τυχερών παιχνιδιών. Ο αυστηρός χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί αναφέρει ότι ο «θεοφοβούμενος» Βαγιαζήτ πίστευε ότι αυτοί οι άγριοι πολεμιστές «προκαλούσαν την οργή τού ίδιου τού Θεού τους, τού Χριστού», και ότι τούς άξιζε περισσότερο η επίπληξη παρά η νίκη.106

Λέγεται ότι ο Βαγιαζήτ είχε στείλει στους υπερασπιστές τής Νικόπολης μήνυμα ότι καθυστερούσε λόγω τού αργού ρυθμού των πεζών στρατιωτών, αλλά ότι αν ήταν θέλημα τού Αλλάχ, θα ερχόταν να τούς βοηθήσει σε τρεις ημέρες. χριστιανικές ομάδες αναζήτησης τροφής έπεσαν πάνω σε Τούρκους αρκετές φορές και διέδωσαν προειδοποιήσεις στο διαλυμένο στρατόπεδο. Κι όμως ο Μπουσικώ ήξερε ότι οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να διακινδυνεύσουν σύγκρουση με τούς ηρωικούς Γάλλους! Θεωρούσε όσους διέδιδαν φήμες για το αντίθετο «κλέφτες και προδότες τού χειρίστου είδους» (latrones et proditores pessimi). Έβαζε να τούς κόβουν τα αυτιά ή να τούς ξυλοκοπούν άγρια.107

Δεν έχει σημασία που βρισκόταν ο Βαγιαζήτ όταν έμαθε για πρώτη φορά ότι Γάλλοι, Βουργουνδοί, Ούγγροι και Γερμανοί κατέβαιναν τον Δούναβη για να τού επιτεθούν. Σύντομα όρισε τη Φιλιππούπολη (Πλόβντιβ) επί τού Έβρου (Μαρίτσα) ως τόπο συγκέντρωσης των οθωμανικών δυνάμεων. Από εκεί συνέχισε προς Τίρνοβο μέσω τού περάσματος Σίπκα και ενώθηκε μαζί του στην κοιλάδα τού ποταμού Όσουμ, ακριβώς νότια τής Νικόπολης, ο Σέρβος υποτελής του Στέφεν Λαζάρεβιτς, ο γιος και διάδοχος τού νεκρού ήρωα τού Κοσσυφοπεδίου (Κόσοβο). «Ήταν η τελευταία Κυριακή τού μήνα Σεπτέμβριου [24 τού μηνός]», λέει ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί, «όταν μαθεύτηκαν τα νέα τού ερχομού τού εχθρού». Οι σταυροφόροι αντέδρασαν με απρόσμενο τρόμο και αμέσως σταμάτησαν την πολιορκία τής Νικόπολης. Σκότωσαν τούς αιχμαλώτους (που είχαν πάρει στη Ράχοβα), γιατί δεν υπήρχε πια ελπίδα να πάρουν λύτρα για αυτούς. Αργότερα, την ίδια μέρα, ήρθε η είδηση ότι ο στρατός τού Βαγιαζήτ βρισκόταν μόλις έξι μίλια μακριά, ενώ πριν ανατείλει ο ήλιος τη Δευτέρα (25 τού μηνός) ο ίδιος ο Σίγκισμουντ κάλπασε στο γαλλικό στρατόπεδο, για να μοιραστεί τις πληροφορίες του με τούς βαρώνους. Τούς παρότρυνε, όπως είχε κάνει και πριν, να επιτρέψουν στους «σαράντα χιλιάδες πεζούς που είχε φέρει» να ριχτούν πρώτοι στη μάχη, ενώ τα σοφότερα κεφάλια στο γαλλικό πολεμικό συμβούλιο συμφωνούσαν μαζί του. Αλλά ο κοντόσταβλος Φιλίπ ντ’ Αρτουά και ο στρατάρχης Μπουσικώ απέρριψαν περιφρονητικά τη συμβουλή των «σοφότερων» (prudentiores) και ο Σίγκισμουντ επέστρεψε στο δικό του κατάλυμα με φόβο και προαίσθημα ότι αυτοί οι παλαβοί θα τούς οδηγούσαν όλους σε κακό τέλος.108

Οι προσπάθειες προσδιορισμού τού μεγέθους τού χριστιανικού στρατού στη Νικόπολη έχουν αποδειχθεί μάταιες. Η χαμηλότερη εκτίμηση είναι αυτή που δίνεται από τον Βαυαρό Γιόχαν Σιλτμπέργκερ ο οποίος, όντας μόλις δεκαέξι ετών, έλαβε μέρος στη μάχη και πιάστηκε αιχμάλωτος. Μάς πληροφορεί ότι οι χριστιανικές ομάδες πρέπει να υπολογίζονται σε 16.000 άνδρες, ενώ ο στρατός τού Βαγιαζήτ αριθμούσε 200.000. Ο Σιλτμπέργκερ υπηρέτησε ως παραστάτης τού άρχοντα Λίνχαρτ Ριχάρτινγκερ, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Πρέπει να είχε ακούσει το μέγεθος των συμμαχικών χριστιανικών δυνάμεων να συζητιέται κατά τη μακρά πορεία στην κοιλάδα τού Δούναβη.109 Έχουμε μόλις αναφερθεί στη δήλωση τού χρονικογράφου τού Σαιν Ντενί, ότι ο Σίγκισμουντ ήθελε να διαμορφώσει την εμπροσθοφυλακή τού στρατού των σταυροφόρων με τούς «σαράντα χιλιάδες πεζούς που είχε φέρει μαζί του» (peditum quadraginta milia quos secum traxerat).110 Όμως, λόγω κυρίως τής ματαιοδοξίας τού Φιλίπ ντ’ Αρτουά και τού Γκυ ντε λα Τρεμουάγ, την επίθεση εναντίον των Τούρκων οδήγησαν οι Γάλλοι. Όταν συγκεντρώθηκαν στο πεδίο, λέει ο Φρουασσάρ, πολλοί εμπειροπόλεμοι ιππότες και ακόλουθοι ήξεραν «ότι η μέρα είχε χαθεί» (que la journée ne povoit estre pour euls). Ήσαν πλούσια αρματωμένοι, ωραία ντυμένοι, «και με τόσο ωραία στολή, που καθένας τους έμοιαζε με βασιλιάς», αλλά υπήρχαν μόνον επτακόσιοι τέτοιοι. Η δήλωση βρίσκεται ίσως πιο κοντά στην αλήθεια απ’ οτιδήποτε άλλο μάς λέει ο Φρουασσάρ για τη σταυροφορία τής Νικόπολης.

Πολλοί από τούς Γάλλους ιππότες έβλεπαν τώρα την τρέλλα τους, συνεχίζει, γιατί αν είχαν περιμένει τον Σίγκισμουντ, αυτός θα είχε φέρει μαζί του στο πεδίο 60.000 «Ούγγρους» (συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών και Βλάχων;). Στο μεταξύ οι δύο πτέρυγες τού οθωμανικού στρατού άρχιζαν να προελαύνουν, με 40.000 άνδρες (όπως μάς λένε) σε καθεμιά. Ο Φρουασσάρ υπολογίζει το σύνολο τού στρατού τού Βαγιαζήτ σε 200.000111 και παρουσιάζει τον σουλτάνο να υπολογίζει τούς χριστιανούς αντιπάλους τού σε 100.000,112 αριθμό που μάς δίνει επίσης και ο βιογράφος τού Μπουσικώ ως συνολική δύναμη των σταυροφόρων.113 Όμως καθώς προχωρούμε στη Γερμανία, ο χρονικογράφος τής Νυρεμβέργης Ούλμαν Στρόμερ (πέθανε το 1407) ανεβάζει το σύνολο μόνο σε 30.000 ιππότες, ευγενείς και ακολούθους,114 μολονότι το χρονικό τής Πάδουας τού Γκάταρι το οποίο χρονολογείται περίπου από την ίδια περίοδο, αυξάνει τον αριθμό σε 84.000.115 Όσον αφορά τούς Τούρκους, ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί μάς διαβεβαιώνει σε ένα πολύ ενδιαφέρον χωρίο, ότι κουράστηκε πολύ (investigans et querens diligencius) για να υπολογίσει το μέγεθος των δυνάμεων Βαγιαζήτ, ενώ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν περίπου 24.000 στην τουρκική εμπροσθοφυλακή (gregarii), 30.000 ιππείς στο επόμενο τμήμα (equestres homines) και 40.000 στο κύριο σώμα των στρατευμάτων στο πίσω μέρος, την άμεση διοίκηση των οποίων ανέλαβε ο Βαγιαζήτ, δηλαδή συνολικά 94.000 άνδρες στον οθωμανικό στρατό.116 Ο αριθμός των συμμετασχόντων στη μάχη τής Νικόπολης αυξανόταν σε μέγεθος και παραλογισμό, καθώς διαδίδονταν άγριες φήμες και όσο περνούσε ο καιρός, σε τέτοιο βαθμό ώστε διαβάζουμε στα Χρονικά τού Έστε (Estenses Annales) ότι ο στρατός τού Βαγιαζήτ περιλάμβανε 400.000 άνδρες.117

Oι χρονικογράφοι είναι αναξιόπιστοι ως ιστορικές πηγές και οι αριθμητικές τους εκτιμήσεις για τη μουσουλμανική δύναμη και τη χριστιανική αδυναμία σπάνια μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Όμως οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν φαίνεται να είναι πολύ πιο προσεκτικοί στους υπολογισμούς τους. Ο Αλουά Μπρωνέρ, τού οποίου η διατριβή ήταν ίσως η πρώτη σημαντική συνεισφορά στην ιστορία τής εκστρατείας τής Νικόπολης, πιστεύει ότι δεν πρέπει να πέφτουμε πολύ έξω αν θέτουμε το σύνολο τού συμμαχικού χριστιανικού στρατού σε 100.000 άνδρες και τις δυνάμεις τού Βαγιαζήτ σε 120-130.000.118 Ο Ντελαβίλλ λε Ρουλ υπολογίζει όλες μαζί τις χριστιανικές δυνάμεις σε 100.000 και τις τουρκικές σε περίπου 110.000, αλλά θεωρεί ότι η εκτίμηση τού Κις ότι 120.000 χριστιανοί πήραν μέρος στη μάχη έχει το «προσόν τής αληθοφάνειας».119 Ο Φον Σίσιτς δέχεται αυτούς τούς αριθμούς και πιστεύει ότι «ερχόμαστε πολύ κοντά στις πραγματικές αριθμητικές σχέσεις» με 120.000 άνδρες στον χριστιανικό στρατό και περίπου 110.000 στον αντίστοιχο τού Βαγιαζήτ.120 Πιο πρόσφατα ο Ατίγια επαναλαμβάνει τα ίδια γενικά στοιχεία, 100.000 στο χριστιανικό στρατό και περίπου 110.000 στον αντίστοιχο τού Βαγιαζήτ.121 Ο Κονιάσσο μάς πληροφορεί κατηγορηματικά ότι υπήρχαν 120.000 σταυροφόροι, από τούς οποίους 14.000 ήταν Γάλλοι, ενώ ο σουλτάνος είχε 100.000 άνδρες.122 Όταν οι υπερβολές των χρονικογράφων επαναλαμβάνονται αρκετά συχνά, τότε φαίνονται να κερδίζουν αξιοπιστία ως γεγονότα.

Όμως πολύ λίγη προσοχή δόθηκε πάντοτε στον ισχυρισμό τού Φρουασσάρ, ότι όπως είχαν πει στον ίδιο, όταν οι Γάλλοι ιππότες συνάντησαν τούς Τούρκους ήσαν μετά βίας 700 (sicomme il me fut dit, ils n’ estoient pas sept cens).123 Ο ίδιος ο Aτίγια προσπερνά αβασάνιστα δύο τουρκικά χρονικά που τοποθετούν τη δύναμη τού Βαγιαζήτ σε 10.000 άνδρες,124 ενώ φυσικά ο Σιλτμπέργκερ πίστευε ότι ο στρατός, στον οποίο είχε υπηρετήσει, είχε μόνο 16.000 άνδρες. Ο Ροζέττι, ύστερα από επίσκεψη στο πεδίο τής μάχης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε αρκετός χώρος στην περιοχή νοτίως τής Νικόπολης για ελιγμούς 100.000 ανδρών, πολύ δε περισσότερο για δύο στρατούς τέτοιου μεγέθους.125 Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ο Γκούσταβ Κλινγκ είχε μειώσει τις χριστιανικές δυνάμεις σε 9.000 και εκείνες τού Βαγιαζήτ σε 16-20.000, ούτε ότι ο Χανς Ντέλμπρυκ πιστεύει ότι, ενώ οι χριστιανοί μπορεί κάλλιστα να είχαν ξεκινήσει με 9-10.000 έφιππους άνδρες, πιθανόν δεν ήσαν διαθέσιμοι περισσότεροι από 7.500 (μετά τις απώλειες σε μακρά πορεία) για να λάβουν μέρος στην μάχη τής Νικόπολης. Ο Ντέλμπρυκ υπολογίζει τον τουρκικό στρατό σε 10-12.000.126 Εν πάση περιπτώσει δεν βρισκόταν πέρα από τις υλικοτεχνικές δυνατότητες τού ύστερου 14ου αιώνα η διατήρηση 12-16.000 πανόπλων ανδρών και πεζικού σε πορεία και το τάισμα των αλόγων που χρειάζονταν για να τούς διατηρούν σε κίνηση. Είναι πολύ πιθανό ότι ο στρατός τού Βαγιαζήτ ήταν μάλλον μεγαλύτερος από εκείνο των χριστιανών την στιγμή που οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές είχαν φτάσει στη Νικόπολη, αλλά ο αριθμός των πολεμιστών που ενεπλάκησαν στη μάχη βρισκόταν πιθανώς εντός των ορίων που έχουν προτείνει οι Kλινγκ, Ροζέττι, και Ντέλμπρυκ.

Αν και το ιππικό του έπρεπε να προσαρμόζει την ταχύτητά του σε εκείνη των πεζών στρατιωτών, ο Βαγιαζήτ είχε προωθηθεί ραγδαία. Λόγω τής αποφασιστικότητάς του είχε κερδίσει την προσωνυμία «Γιλντιρίμ», δηλαδή «Κεραυνός».127 Καθώς ο στρατός του πλησίαζε τη Νικόπολη, οι διαφωνίες δίχαζαν ακόμη την ανώτατη διοίκηση τού σταυροφορικού στρατεύματος. Ο Eνγκεννάρ ντε Κουσύ και ο ναύαρχος Ζαν ντε Βιέν συμφωνούσαν με το σχέδιο τού Σίγκισμουντ να επιτρέψει στο ουγγρικό και στα «αλλοδαπά» σώματα να αντιμετωπίσουν πρώτα την τουρκική εμπροσθοφυλακή, κρατώντας έτσι τούς Γάλλους ιππότες για βαριές επιθέσεις εναντίον των καλύτερων στρατευμάτων τού σουλτάνου, που χωρίς αμφιβολία θα απείχαν από την πρώτη σύγκρουση των αντίπαλων δυνάμεων. Όμως ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά, κόμης τού Ου και κοντόσταυλος τής Γαλλίας, αγανακτούσε στη σκέψη ότι θα έμπαινε στη μάχη ύστερα από τούς Ούγγρους, τούς Γερμανούς και τούς Βλάχους. Ο θερμοκέφαλος Μπουσικώ συμφωνούσε μαζί του και τίποτε δεν μπορούσε να αμβλύνει τη γαλλική πληθωρική διάθεση να σπεύσουν σε ορμητική σύγκρουση με εχθρό, για την τακτική και τη δύναμη τού οποίου δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτε. Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί θέλει μάλιστα να πιστέψουμε ότι κύρια προετοιμασία των Γάλλων σταυροφόρων πριν εισέλθουν στη συμπλοκή ήταν να κόψουν «τα μακριά, ρέοντα δάχτυλα των υποδημάτων τους» (rostra longua et superflua calceorum), ώστε να μπορούν να περπατούν πιο ελεύθερα και αυτός (λέει) ήταν ο τρόπος με τον οποίο τερματίστηκε εκείνη η παράλογη μόδα.128

Ο βιογράφος τού Μπουσικώ αμφισβητεί σθεναρά ότι οι συμπατριώτες του προχώρησαν να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους «σαν θηρία χωρίς διάταξη … αλλά για μένα δεν είναι αλήθεια» (comme bestes sans ordonnance …, que ce n’ est mie vray) και ισχυρίζεται ότι εμφανίστηκαν ενώπιον τού Σίγκισμουντ όλοι έτοιμοι για δράση «σε πολύ καλή διάταξη» (en tres belle ordonnance). Αναφέρει ότι οι Τούρκοι είχαν επίσης συνταχθεί με ωραίο τρόπο και το μπροστινό τμήμα τής παράταξής τους αποτελούνταν από «μεγάλη έφιππη ορδή» (une grande tourbe … à cheval), όπως ο ίδιος περιγράφει τούς «ακιντζή» ή ελαφρύ ιππικό ατάκτων. Πίσω από αυτούς οι σταυροφόροι μπορούσαν να δουν μάζα πεζικού, «ενώ πίσω από αυτούς τούς έφιππους ανθρώπους, μεταξύ αυτών και των πεζών, είχαν μπήξει μεγάλο πλήθος μυτερών πασσάλων, που είχαν προετοιμαστεί για το σκοπό αυτό …, υπό γωνία προς το έδαφος και στραμμένους προς τούς άνδρες μας, τόσο ψηλούς που μπορούσαν να τρυπήσουν την κοιλιά αλόγου». Ο Βαγιαζήτ είχε τοποθετήσει τούς τοξότες του πίσω από το πεζικό, όπως μάς λένε, ενώ είχε σχεδόν «30.000» τέτοιους, καθώς και άλλους μαχητές (batailles), έφιππους (σπαχήδες, sipahis) και πεζούς (γενίτσαρους, janissaries), τούς οποίους κρατούσε πίσω.129

Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί αναφέρει επίσης τούς πασσάλους, «με τις αιχμές, τις στραμμένες προς τούς δικούς μας» (appendentes cuspides contra nostros), ενώ μάς ενημερώνει ότι ο Βαγιαζήτ παρέμενε μακριά στο πίσω μέρος, κρυμμένος πίσω από λόφο, στις πλαγιές τού οποίου είχε συγκεντρώσει το κύριο σώμα των στρατευμάτων του. Όταν οι Γάλλοι επιτέθηκαν, οι πάσσαλοι τραυμάτισαν τα άλογά τους. Ο χρονικογράφος αναφέρει ότι η τουρκική εμπροσθοφυλακή των «ατάκτων» (gregarii) αγωνιζόταν καλά, αλλά τα σπαθιά στα χέρια των Γάλλων άνοιγαν τον δρόμο τους μέσα από τις πυκνές τάξεις των αντιπάλων τους, σκοτώνοντας υποτίθεται 10.000 από αυτούς. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στο τουρκικό ιππικό (η περιγραφή του διαφέρει από εκείνη τού βιογράφου τού Μπουσικώ), που βρισκόταν σε απόσταση βολής βέλους. Πιστεύοντας ότι ο ίδιος ο Βαγιαζήτ ήταν επικεφαλής τού ιππικού του, οι Γάλλοι έκαναν ξαφνική, ορμητική επίθεση, χωρίς τον απαιτούμενο χρόνο για να ανασυγκροτήσουν τις γραμμές τους (non … acie ordinata). Έλπιζαν ότι η ταχύτητα τής επίθεσής τους θα αντιστάθμιζε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Τούρκων. Το ιππικό τού Βαγιαζήτ οπισθοχώρησε υπό τον κλονισμό τής επίθεσης, ενώ (σύμφωνα με τον χρονικογράφο) είχαν 5.000 θύματα. Κουρασμένοι από τις προσπάθειές τους, λουσμένοι στον ιδρώτα από τη ζέστη τής ημέρας, με το φορτίο τού βάρους των όπλων και των πανοπλιών τους, οι Γάλλοι προσπάθησαν να καταδιώξουν τούς αντιπάλους τους, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Οι διοικητές τους έκαναν μάταιες προσπάθειες να τούς σταματήσουν, αλλά οι Γάλλοι ανέβαιναν στον λόφο μέχρι σημείου εξάντλησης, πιστεύοντας ότι οι τύχες τού πολέμου είχαν υποκύψει στην ανδρεία τους.

Όταν έφτασαν στην κορυφή τού λόφου, είδαν το κύριο σώμα των στρατευμάτων τού Βαγιαζήτ. Ο σουλτάνος βρισκόταν ανάμεσά τους. Τώρα οι Γάλλοι θα πλήρωναν το τίμημα των αμαρτιών τους, τής βλασφημίας, τής σκληρότητας, τού τζόγου και τού συγχρωτισμού τους με πόρνες. Τούς έπιασε φόβος. Οι διοικητές τους δεν μπορούσαν να τούς βάλουν να ανασυγκροτήσουν τις γραμμές τους. Αυτοί που είχαν επελάσει σαν τα λιοντάρια, τώρα υποχωρούσαν σαν λαγοί. Οι Ούγγροι, Γερμανοί και Βλάχοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας τούς Γάλλους να αντιμετωπίσουν την οργή τού σουλτάνου. «Έτσι … η δόξα εξαφανίζεται σαν καπνός» (sic … gloria quasi fumus evanuit). Οι Τούρκοι άρχισαν να ηχούν τις σάλπιγγες και τα ταμπούρλα τους. Ιππείς και πεζικό μπήκαν στη μάχη για σφαγή. Παρά τη γενική πανωλεθρία, μερικοί Γάλλοι, όπως ο γενναίος ναύαρχος Ζαν ντε Βιέν, κράτησαν τη θέση τους. Είχε πάρει μαζί του στη μάχη το λάβαρο τής Παρθένου και είχε σκορπίσει τον θάνατο στους απίστους που τού επιτέθηκαν, «αλλά σκοτώθηκε» (mais il fut la occis), λέει ο Φρουασσάρ, «με το λάβαρο τής Παναγίας στις γροθιές του, κι έτσι τον βρήκαν» (la baniere Nostre-Dame entre ses poings, et ainsi fut-il trouve). Όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν στον Ιωάννη τής Νεβέρ, τον βρήκαν περιτριγυρισμένο από τα μέλη τής συνοδείας του, που έπεσαν στα γόνατα και ικέτευαν για τη ζωή του. Οι Τούρκοι τον λυπήθηκαν, γιατί είχαν κουραστεί από το μακελειό. Τώρα πολλοί Γάλλοι ακολουθούσαν το παράδειγμα τού Ιωάννη και παραδίδονταν. Αντί τής μάχης είχαν επιλέξει τον ζυγό τής δουλείας και το στίγμα τής αιώνιας ατιμίας, λέει ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί, «χωρίς να συνειδητοποιούν ότι η επόμενη μέρα θα τούς έφερνε τον θάνατο». Μερικοί από τούς σταυροφόρους κατόρθωσαν να φτάσουν στα ποταμόπλοια με τα οποία είχαν κατέβει τον Δούναβη, αλλά στοιβάζονταν πάνω τους σε τόσο μεγάλους αριθμούς, που τα σκάφη βυθίζονταν κάτω από το βάρος τους. Άλλοι δραπέτευσαν από την περιοχή, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν στο μακρύ ταξίδι τής επιστροφής, «εξαντλημένοι από την πείνα και το κρύο» (consumpti fame et frigore). Ακόμη λιγώτεροι κατόρθωσαν να φτάσουν στα πάτρια εδάφη τους. Την επομένη τής μάχης, σύμφωνα με τον χρονικογράφο, ο νικηφόρος Βαγιαζήτ ανάγκασε τον νικημένο Ιωάννη τής Νεβέρ να παρακολουθήσει την εκτέλεση 3.000 χριστιανών αιχμαλώτων, ως εξαγνισμό για τη σφαγή των αιχμαλώτων τής Ράχοβα και για τον θάνατο «30.000» Τούρκων, που βρίσκονται ακόμη στο πεδίο τής Νικόπολης.130

Ο βιογράφος τού Μπουσικώ δίνει διαφορετική περιγραφή τής μάχης. Τοποθετεί το τουρκικό ελαφρύ ιππικό στην πρώτη γραμμή των στρατευμάτων τού σουλτάνου και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο στριφογύριζαν σαν πτήση πουλιών κατά την προσέγγιση των σταυροφόρων, τούς οποίους σταματούσαν οι μυτεροί πάσσαλοι και χαλαζοθύελλα βελών. Τα άλογα σουβλίζονταν και έριχναν τούς αναβάτες τους. Οι περισσότεροι από τούς Γάλλους ίσως ξεπέζεψαν, αλλά άλλοι έμειναν στη σέλλα. Όταν οι Ούγγροι είδαν «αυτή την είσοδο στη μάχη» (ceste entree de bataille), άρχισαν να υποχωρούν «σαν άνανδροι και φτωχοί» (comme lasches et faillis que ils furent). Παρ’ όλα αυτά, με το παράδειγμα και την ενθάρρυνση τού Μπουσικώ, οι Γάλλοι τελικά κατόρθωσαν να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στους πασσάλους. Ο βιογράφος του εκφράζει περιφρόνηση για τούς Ούγγρους, που εγκατέλειψαν τούς γενναίους Γάλλους: «κανένας λαός στον κόσμο δεν υπήρξαν ποτέ πιο τολμηροί και καλοί πολεμιστές, πιο σταθεροί και πιο ιπποτικοί από τούς Γάλλους!» Ξεχνώντας οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση περί τακτικής, ξεκινά παιάνα επαίνου των συμπατριωτών του και περιγράφει εκτενώς τα κατορθώματα των Μπουσικώ, Νεβέρ, Ου, των αδελφών Μπαρ, των Λα Μαρς, Κουσύ και Τρεμουάγ. «Αλίμονο όμως! Τι καλό θα μπορούσε άραγε να κάνει μια χούφτα ανδρών εναντίον τόσων χιλιάδων;»

Ο Βαγιαζήτ είχε καταθορυβηθεί από τα κατορθώματα των Γάλλων (ή τουλάχιστον έτσι μάς πληροφορούν) και για κάποια στιγμή ήταν έτοιμος να τραπεί σε φυγή. Όμως όταν έμαθε πόσο λίγοι ήσαν οι Γάλλοι και πώς ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας τούς είχε εγκαταλείψει, ο Βαγιαζήτ πήρε θάρρος και έριξε στη μάχη πλήθη ξεκούραστων στρατιωτών. Οι σταυροφόροι, αν και υστερούσαν αριθμητικά σε αναλογία είκοσι προς ένα, λέγεται ότι είχαν σκοτώσει 20.000 εχθρούς, «αλλά οι γαλλικού αίματος άρχοντες μας, οι περισσότεροι από τούς βαρώνους και πολλοί ιππότες και ακόλουθοί τους αιχμαλωτίστηκαν». Ο Γιόχαν Σιλτμπέργκερ, που συνελήφθη ο ίδιος στη μάχη, ισχυρίζεται ότι όταν οι Γάλλοι αναγκάστηκαν έτσι να παραδοθούν, τα ουγγρικά και γερμανικά στρατεύματα τού Σίγκισμουντ ήρθαν από πίσω για να συνεχίσουν την επίθεση. Προφανώς σε αυτό το κρίσιμο σημείο ο Μιρτσέα, ο βοεβόδας τής Βλαχίας, τού οποίου οι Βλάχοι αποτελούσαν την αριστερή (ανατολική) πτέρυγα των δυνάμεων τού Σίγκισμουντ, καθώς και ο Στέφεν Λάκοβιτς, ο βοεβόδας τού Ζιμπενμπύργκεν (Τρανσυλβανία), τού οποίου οι Τρανσυλβανοί αποτελούσαν τη δεξιά (δυτική) πτέρυγα, εγκατέλειψαν και οι δύο το πεδίο μαζί με τούς στρατιώτες τους, αφήνοντας τούς Ούγγρους και τούς Γερμανούς να συνεχίσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Αν πιστεύαμε τον Σιλτμπέργκερ (που δεν μπορούμε), το πιστό ιππικό τού Σίγκισμουντ πετσόκοψε 12.000 τού τουρκικού πεζικού. Η επέλασή τους ήταν τόσο συντριπτική (μας λένε), που ο Βαγιαζήτ ήταν έτοιμος να τραπεί σε φυγή όταν ο χριστιανός υποτελής του Στέφεν Λαζάρεβιτς, ο δεσπότης τής Σερβίας, έστειλε το ιππικό τού σε δράση και έσωσε την κατάσταση για τούς Τούρκους. Όπως ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί, έτσι και ο Σιλτμπέργκερ και ο βιογράφος τού Μπουσικώ περιγράφουν τη σφαγή των χριστιανών αιχμαλώτων μετά την μάχη, μια σφαγή την οποία υποχρεώθηκαν να παρακολουθήσουν ο Νεβέρ και οι γαλλικού αίματος ηγεμόνες.131

Ο Φρουασσάρ, ο βιογράφος τού Μπουσικώ και ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί ισχυρίζονται όλοι ότι οι περιγραφές τους για τη μάχη προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τούς αμφισβητούμε, ούτε υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε ότι ο Σιλτμπέργκερ πιάστηκε αιχμάλωτος στη Νικόπολη. Όμως στις σώμα-με-σώμα μάχες τής εποχής ούτε διοικητές ούτε απλοί στρατιώτες ήξεραν πραγματικά ποιος νικούσε. Η σύγχυση τούς μπέρδευε περισσότερο. Οι μάχες δεν περιορίζονταν σε δεδομένο σημείο. Επεκτείνονταν σε ένα, δύο ή περισσότερα μίλια. Ένας αυτόπτης μάρτυρας ήξερε τι συνέβαινε στον ίδιο και στους γύρω του, αλλά δεν ήξερε τίποτε άλλο. Καθώς περνούσε ο καιρός, μάθαινε περισσότερα από άλλους «αυτόπτες μάρτυρες», ενώ κάθε φορά που έλεγε την ιστορία τού γινόταν περισσότερο φανταστική. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι οι περιγραφές τής Νικόπολης εκείνης τής εποχής βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, ενώ είναι ανώφελο να επιχειρηθεί λεπτομερής περιγραφή τής μάχης.132 Ένα πράγμα είναι βέβαιο: επρόκειτο για απόλυτη καταστροφή των Γάλλων, που κατασίγασε το σταυροφορικό τους πάθος για πάντα.

Σύμφωνα με τον Φρουασσάρ η μάχη τής Νικόπολης διήρκεσε τρεις ώρες και η απερίσκεπτη επίδειξη ανδρείας των Γάλλων τούς είχε κοστίσει τη χειρότερη ήττα τους από τη μάχη τής Ρονσεβάλ (το 778), όπου σφαγιάστηκαν οι δώδεκα ευπατρίδες τής Γαλλίας. Εκτός από τον Ζαν ντε Βιέν, που είχε συνοδεύσει τον Αμαδέο ΣΤ’ τριάντα χρόνια πριν στη σταυροφορία τής Σαβοΐας, σκοτώθηκαν ο στρατάρχης τής Βουργουνδίας Γκυγιώμ ντε λα Τρεμουάγ και ένας από τούς γιους του. Όμως διάφοροι κατώτεροι άρχοντες γλίτωσαν, επειδή ήσαν τόσο πλουσιοπάροχα ντυμένοι, που φαίνονταν σαν βασιλιάδες στους Τούρκους, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν το χρυσάφι και το ασήμι, με το οποίο θα πληρώνονταν τα λύτρα τους.133 Οι επιζήσαντες ηγέτες τού στρατεύματος χρωστούσαν επίσης τη ζωή τους στο γεγονός ότι ο Βαγιαζήτ προτιμούσε το χρυσάφι από την εκδίκηση. Είχε στα χέρια του τον Ιωάννη τής Βουργουνδίας, κόμη τής Νεβέρ, τον Φιλίπ ντ’ Αρτουά, κόμη τού Ου, τον Ζακ Β’ των Βουρβώνων, κόμη τής Λα Μαρς, τον Ενγκεράν Ζ’ ντε Κουσύ και τον γαμπρό του Ανρί ντε Μπαρ, τον Γκυ ντε λα Τρεμουάγ, άρχοντα τού Σουλύ, τον στρατάρχη Μπουσικώ και ίσως καμιά δεκαριά άλλους. Όμως ο Σιλτμπέργκερ δηλώνει ότι δεκατέσσερις ευγενείς γλίτωσαν, δώδεκα Γάλλοι και δύο άλλοι.134 Ο Φρουασσάρ λέει ότι με εντολή τού σουλτάνου οι Τούρκοι έσφαξαν, «περισσότερους από τριακόσιους, όλους κυρίους διαφορετικών εθνικοτήτων». Όπως έχουμε σημειώσει, κατά τον Σιλτμπέργκερ «οι άνθρωποι …που σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα υπολογίζονται σε δέκα χιλιάδες άνδρες», ενώ είδαμε ότι ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί τούς υπολογίζει σε τρεις χιλιάδες. Ο Μπουσικώ θα ήταν μεταξύ των σκοτωμένων αν δεν έβγαινε μπροστά ο Ιωάννης τής Nεβέρ, όπως μαθαίνουμε από τον Φρουασσάρ, ικετεύοντας για τη ζωή του, πέφτοντας «στα γόνατα μπροστά στον εν λόγω βασιλιά Βαγιαζήτ» (à deux genoulx devant le dit roy Basaach). Ο Βαγιαζήτ ενέδωσε στην παράκληση τού Nεβέρ και έβγαλαν «στην άκρη» τον Μπουσικώ από εκείνους που οδηγούσαν για εκτέλεση. Ο βιογράφος τού Μπουσικώ αφηγείται παρόμοια ιστορία τής διάσωσης τού ήρωά του την τελευταία στιγμή.135

Όμως μερικοί από τούς αιχμαλώτους ούτε σφάχτηκαν ούτε κρατήθηκαν για λύτρα. Στην ακρόπολη τού Καΐρου ο έμπορος Εμμανουέλε Πιλότι, Ενετός τής Κρήτης, είδε ο ίδιος ομάδα διακοσίων «Χριστιανών σκλάβων», που αποτελούσαν δώρο προς τον σουλτάνο τής Αιγύπτου από τούς νικητές τής Νικόπολης. Κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί, ήσαν όλοι νέοι και όμορφοι και είχαν επιλεγεί για προώθηση στο σύστημα των Μαμελούκων. Ο Πιλότι λέει ότι είχε την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους, αλλά δυστυχώς δεν μοιράζεται μαζί μας κάποιες από τις πληροφορίες που τού έδωσαν.136

«Αλλά ο Θεός βοήθησε τον βασιλιά τής Ουγγαρίας [Σίγκισμουντ] και τον μεγάλο μάγιστρο τής Ρόδου (Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ)», όπως μάς πληροφορεί ο Φρουασσάρ,

γιατί έφτασαν στον ποταμό Δούναβη, όπου βρήκαν αγκυροβολημένο μικρό σκάφος, που ανήκε στον μάγιστρο τής Ρόδου. Ανέβηκαν στο σκάφος, μόνο επτά από αυτούς [στην πραγματικότητα υπήρχαν πολύ περισσότεροι από επτά] και αμέσως το έσπρωξαν βιαστικά μακριά από την όχθη τού ποταμού. Διαφορετικά θα είχαν όλοι σκοτωθεί ή συλληφθεί, γιατί οι Τούρκοι έφτασαν στην όχθη τού ποταμού και υπήρξε μεγάλη σφαγή εκείνων που είχαν ακολουθήσει το βασιλιά, νομίζοντας ότι έτσι θα σωθούν».137

Ουγγρικά έγγραφα τού επόμενου έτους (1397) πιστοποιούν τη φυγή τού Σίγκισμουντ «μέσω των υδάτων τού Δούναβη και τής θάλασσας» (per Danubii et pelagi flumina) στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί «στα βασίλειά μας τής Δαλματίας και τής Κροατίας».138 Καθώς ο Σίγκισμουντ και οι σύντροφοί του, μεταξύ των οποίων ήσαν ο αρχιεπίσκοπος τού Γκραν Ιωάννης ντε Κάνισα, ο κόμης Χέρμαν Β’ τού Σιλλύ και ο στρατιωτικός διοικητής (burgrave) Ιωάννης Γ’ τής Νυρεμβέργης, κατέπλεαν τον Δούναβη, ο Βαγιαζήτ μετέφερε τούς αιχμαλώτους του στην Αδριανούπολη, όπου παρέμειναν για δύο εβδομάδες και από εκεί στην Καλλίπολη «όπου», όπως λέει ο Σιλτμπέργκερ, «οι Τούρκοι διέσχισαν τη θάλασσα και εκεί τριακόσιοι από εμάς παραμείναμε για δύο μήνες περιορισμένοι σε πύργο». Όταν ο Σίγκισμουντ έφτασε στη Μαύρη Θάλασσα ή στον βόρειο Βόσπορο, τον ανέβασαν σε ενετική γαλέρα, γιατί ο διοικητής τού Κόλπου Τομάζο Μοτσενίγκο είχε κινηθεί αργά προς βορρά προκειμένου να έρθει σε επαφή μαζί του. Το πέρασμα των Ούγγρων από τα Δαρδανέλλια υπήρξε ταπεινωτικό, «γιατί [οι Τούρκοι] μάς πήραν από τον πύργο και μάς οδήγησαν στη θάλασσα και ο ένας κατόπιν τού άλλου μιλούσαν άσχημα στον βασιλιά, τον χλεύαζαν και τού ζητούσαν να κατέβει από το πλοίο και να ελευθερώσει τούς ανθρώπους του. Και το έκαναν αυτό για να τον γελοιοποιήσουν … Αλλά δεν τού έκαναν κανένα κακό και έτσι απομακρύνθηκε».139

Οι επόμενες κινήσεις τού Σίγκισμουντ περιγράφονται από τον Τζούνιο Ρέστι (πέθανε το 1735), τον καλύτερο από τούς χρονικογράφους τής Ραγούσας. Ο Ρέστι βάσισε κυρίως την εργασία τού σε υλικό που είχε συλλέξει ο Τζιοβάννι Γκόντολα (πέθανε το 1650). Και οι δύο εργάζονταν στα Αρχεία τής Ραγούσας (σήμερα Ντουμπρόβνικ), τα οποία, παρά τούς σεισμούς τού 1520 και τού 1667, εξακολουθούν να διατηρούνται άριστα στο όμορφο περιβάλλον τού ανακτόρου Σπόντσα:

Ο βασιλιάς Σίγκισμουντ είχε πολεμήσει άσχημα στη Νικόπολη και έχασε τον στρατό του με μεγάλη σφαγή και καταστροφή εκείνων που τον ακολούθησαν. Κινδύνευσε πολύ να πιαστεί ο ίδιος αιχμάλωτος των Τούρκων, ατυχία που απέφυγε [ανεβαίνοντας] με μικρό σκάφος, με το οποίο διέφυγε καταπλέοντας τον Δούναβη προς την Κωνσταντινούπολη …, απ’ όπου μπάρκαρε για τη Ρόδο (όπου αποβιβάστηκε ο τώρα «μεγάλος» μάγιστρος Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ) και περνώντας ανάμεσα στο Αρχιπέλαγος μπήκε στην Αδριατική.140 Φτάνοντας με δύο ενετικές γαλέρες στις 19 Δεκεμβρίου [1396] στο νησί τής «Καλαμόττα», τον συνεχάρη εξ ονόματος τής Δημοκρατίας τής Ραγούσας πρεσβεία τριών ευγενών και κλήθηκε να καταδεχτεί να έρθει να δει την πόλη. Αποδέχτηκε την πρόσκληση και μπήκε στην πόλη στις 21 τού ίδιου μήνα. Μεταξύ των πιο σημαντικών προσώπων μαζί του ήταν ο Ιωάννης ντε Κάνισα, αρχιεπίσκοπος τού Γκραν (Στριγκόνια) … και ο αδελφός τού τελευταίου Στέφανος. Καθώς δεν είχε έρθει ποτέ πριν τόσο μεγάλος ηγεμόνας στη Ραγούσα, κρίθηκε σκόπιμο να τού δείξουν πόσο ευχάριστη ήταν η άφιξή του…

Ο πολιτικός διοικητής (rector) Μαρίνο ντι Σιμόνε Ρέστι πήγε να τον συναντήσει με τη Γερουσία και όλους τούς ευγενείς και με φιλοφρονήσεις τού παρέδωσε τα κλειδιά τής πόλης, τα οποία έφεραν μπροστά του σε λεκάνη, τα πήρε ο βασιλιάς και τα επέστρεψε αμέσως στον πολιτικό διοικητή. Ο βασιλιάς Σίγκισμουντ κατέλυσε στο παλάτι τού διοικητή (rector) τής Δημοκρατίας, ενώ στη διάρκεια των εννέα ημερών που έμεινε εκεί φιλοξενήθηκε με δημόσια δαπάνη με όλη την αυλή του. Η κυβέρνηση διέταξε επίσης να μην τολμήσει κανένας πολίτης να πάρει πληρωμή για τα αγαθά που θα αγόραζαν αυτοί τής βασιλικής αυλής, αλλά να έρχονταν όλοι να εισπράξουν κρατική πληρωμή, πράγμα που έγινε. Στον βασιλιά δόθηκε ωραίο ποσό χρημάτων, ενώ τού κατέβαλαν [τώρα] δυο χρόνια νωρίτερα τη φεουδαρχική εισφορά [censo] που πλήρωναν στην Ουγγαρία. Επίσης πήρε, αλλά με μεγάλη δυσκολία, ένα μικρό κομμάτι τού χιτώνα τού Χριστού και Θεού μας. Και σε ένδειξη σεβασμού προς τον βασιλιά τής Δημοκρατίας η Δημοκρατία έδωσε σε καθεμιά από τις δύο ενετικές γαλέρες που τον είχαν φέρει στη Ραγούσα διακόσια δουκάτα, οκτώ φορτία γαλέτας, καθώς και εκατό κομμάτια πρόβειου κρέατος.

Αυτές οι επιδείξεις προθυμίας και αφοσίωσης των Ραγουσαίων ευχαρίστησαν υπέρμετρα τον Σίγκισμουντ, ο οποίος, για να δείξει την ικανοποίησή του, υποσχέθηκε ότι θα είναι αδιάκοπα ευνοϊκός προς αυτούς και από όλα τα εδάφη του θα τούς μεταχειρίζεται ως τούς πιο προσδεδεμένους στο στέμμα του. Στο μεταξύ έχρισε τον πολιτικό διοικητή Ιππότη τού Χρυσού Σπηρουνιού και τού έδωσε χρυσή αλυσίδα για το λαιμό, ξίφος και ένα ζευγάρι ασημένια σπηρούνια, καθώς και το δικαίωμα να περνά αυτόν τον τίτλο στους διαδόχους του. Από εδώ προέρχεται η πρακτική, κατά τις κηδείες των πολιτικών διοικητών να τοποθετούν πάνω στο σώμα τού νεκρού τα σπηρούνια, το εν λόγω σπαθί και την αλυσίδα.

Αλλά η Δημοκρατία που έκανε όλες αυτές τις ευγενείς χειρονομίες δεν ξεχνούσε τη βασική αρχή της, δηλαδή την επέκταση τού κράτους τής Ραγούσας. Κάποια τέτοια λόγια έφτασαν στον βασιλιά, ο οποίος απάντησε ότι αυτό έπρεπε να συζητηθεί μαζί του στην Ουγγαρία. … Στη συνέχεια, την ένατη ημέρα από την άφιξή του στη Ραγούσα, ο βασιλιάς έφυγε με τις δύο γαλέρες, που είχαν τακτοποιηθεί και εφοδιαστεί με προμήθειες. Τέσσερις ευγενείς στάλθηκαν να τον συνοδεύσουν. … Οι γαλέρες τον πήγαν στο Σπαλάτο και από εκεί προχώρησε μέσα στην Κροατία.141

Ο Σίγκισμουντ χρησιμοποίησε την παρουσία του στη Δαλματία για να ενισχύσει την από μέρους τού κατοχή τής Αδριατικής ακτής εναντίον των αξιώσεων τού ανήσυχου Λάντισλας τής Νάπολης, ο οποίος αμφισβητούσε το δικαίωμά του στον θρόνο τής Ουγγαρίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ο Σίγκισμουντ κατηγόρησε τον Λάντισλας ότι επιδίωκε να παντρευτεί μια κόρη τού Βαγιαζήτ, προκειμένου να πάρει το στέμμα τού Αγίου Στεφάνου.142 Αν υπάρχει οποιαδήποτε αλήθεια σε αυτή την κατηγορία, τότε αποτελεί ειρωνικό υστερόγραφο στη σταυροφορία τής Νικόπολης.

Τα νέα τής έκτασης τής χριστιανικής ήττας μαθεύτηκαν στη Βενετία στις 28 Οκτωβρίου (1396) ή κάπου τότε, δηλαδή ένα μήνα μετά τη μάχη. Η Γερουσία γνώριζε πολύ καλά ότι ενώ τα γεγονότα είχαν πάρει άσχημη τροπή για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, η κατάσταση είχε γίνει ιδιαίτερα σοβαρή για τη Βενετία. Δύο επίτροποι εκλέχτηκαν αμέσως, για να πάνε «σε εκείνα τα μέρη» και να πάρουν μέτρα για την ασφάλεια των αποικιών τής Δημοκρατίας και των εμπόρων στο Αιγαίο. Η Γερουσία έγραψε στον διοικητή τού Κόλπου Τομάζο Μοτσενίγκο, που πίστευαν ότι τότε βρισκόταν κάπου μεταξύ Nεγκροπόντε και Κωνσταντινούπολης, να φροντίσει για την ασφάλεια των γαλερών τής Ρωμανίας και ταυτόχρονα να κάνει ό,τι μπορούσε «για τη διατήρηση και προστασία τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης». Όμως αν οτιδήποτε «συνέβαινε στην εν λόγω πόλη τής Κωνσταντινούπολης» πράγμα το οποίο ήταν πολύ πιθανό, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει πολύ επικίνδυνη η παραμονή τού Μοτσενίγκο στην περιοχή. Σε τέτοια περίπτωση έπρεπε να εξασφαλίσει την ασφάλεια των γαλερών, οι οποίες δεν επιτρεπόταν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Πάνω απ’ όλα έπρεπε να προστατεύσει το Νεγκροπόντε «και τούς άλλους τόπους μας» (et alia loca nostra) στο Αιγαίο.143

Ο Βυζαντινός ιστορικός Δούκας αναφέρει ότι καθώς οι σταυροφόροι κατέβαιναν τον Δούναβη προς τη Νικόπολη, ο Βαγιαζήτ είχε αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα που πολιορκούσαν τότε την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τα προσθέσει στον στρατό, που συγκέντρωνε τότε στη Φιλιππούπολη.144 Η Γερουσία φοβόταν ότι τώρα ο Βαγιαζήτ είχε την πρόθεση να επαναλάβει έντονα την πολιορκία, την οποία προφανώς δεν είχε ποτέ εντελώς εγκαταλείψει. Τότε ακριβώς (στις 27-28 Οκτωβρίου), οι Γενουάτες αξιωματούχοι στο Πέρα έγραψαν στον δόγη Aντόνιο Βενιέρ υπερβολική επιστολή ευχαριστιών για την απελευθέρωσή τους από τούς Τούρκους, των οποίων η παρατεταμένη πολιορκία σύντομα θα συνεπαγόταν τη σύλληψη και υποδούλωσή τους, μέχρι την άφιξη τού γενναίου Μοτσενίγκο με στολίσκο οκτώ ενετικών γαλερών.145

Τον Μάρτιο τού 1395, όταν ο Ιωάννης ντε Κάνισα και οι συνάδελφοί του απεσταλμένοι έκαναν έκκληση στη Γερουσία να βοηθήσει την εκστρατεία τού Σίγκισμουντ εναντίον των Τούρκων, τούς είχε υπενθυμιστεί ότι η Βενετία βρισκόταν σε ειρήνη με τον σουλτάνο, που μεταχειριζόταν καλά τούς εμπόρους της. Τώρα τα μέλη τής Γερουσίας ήσαν γεμάτα «δυσαρέσκεια και ενόχληση» (displicentia et turbatio) καθώς έγραφαν στον Μοτσενίγκο, ενώ μερικοί από αυτούς σίγουρα είχαν μετανιώσει που είχαν επιτρέψει στο κράτος να κρατήσει αντι-τουρκική στάση, στέλνοντας ακόμη τέσσερις γαλέρες να συνεργαστούν με τον Σίγκισμουντ, «επειδή κάθε μέρα και από ώρα σε ώρα οι ειδήσεις που είχαμε για την ήττα τού άρχοντα βασιλιά τής Ουγγαρίας ήσαν και γίνονταν αισθητές ως [ακόμη] περισσότερο σοβαρές και επικίνδυνες για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη και για το κράτος μας». Αυτό που είχε γίνει δεν ήταν αναστρέψιμο. Όμως η Γερουσία ήταν πρόθυμη να αναλάβει ο Μοτσενίγκο κάποιο κίνδυνο για να σώσει την Κωνσταντινούπολη (και μάλιστα το είχε ήδη κάνει), αλλά για οποιονδήποτε λόγο στις 31 Οκτωβρίου απέρριψαν πρόταση να αναφέρουν την πλήρη αποτυχία τής σταυροφορίας στον Ρωμαίο ποντίφηκα Βονιφάτιο Θ’, «ως πρόσωπο στο οποίο εναπόκειτο κυρίως να προβλέψει τι θα γινόταν εφεξής». Η Γερουσία αρνήθηκε επίσης να στείλει επιστολές «για τη μάχη τού άρχοντα βασιλιά τής Ουγγαρίας» (de conflictu domini regis Hungarie) στους βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας και στον αυτοκράτορα.146 Μπορούσαν να το μάθουν μόνοι τους, όπως και έγινε.

Παραδόξως φαίνεται ότι πέρασαν περισσότερο από δύο μήνες για να φτάσουν έστω και φήμες τής Νικόπολης στη γαλλική αυλή. Παρά το γεγονός ότι ο Ντελαβίλλ λε Ρουλ λέει ότι «η είδηση τής καταστροφής … εξαπλώθηκε ταχύτατα στη Γαλλία» (la nouvelle du desastre … s’etait rapidement repandue jusqu’ en France), τα πρώτα νέα τού θλιβερού γεγονότος προφανώς δεν έφτασαν στη Γαλλία πριν από τις αρχές Δεκεμβρίου. Ίσως προκάλεσαν δυσπιστία, αλλά σίγουρα προκάλεσαν κατάπληξη. Ο βασιλιάς Κάρολος ΣΤ’ προσπαθούσε να καταστείλει αυτές που η αυλή θεωρούσε ως ανεπιβεβαίωτες αναφορές, υποτιμητικές για τη γαλλική και τη βουργουνδική ιπποσύνη, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να εκμηδενιστεί «από τις ορδές των απίστων» (par des hordes d’ infideles).147 Από τις 7 μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου (1396) πλημμυρίδα επιστολών έφυγε από τον Κάρολο ΣΤ’, τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας, τον Λουδοβίκο τής Ορλεάνης και τον Ρομπέρ ντε Μπαρ προς τον δόγη και την κοινότητα τής Βενετίας, ζητώντας νέα για μια φημολογούμενη μάχη και παρακαλώντας να βοηθήσουν τον Ιωάννη τής Nεβέρ και άλλους Γάλλους ευγενείς, που μπορεί να βρίσκονταν σε ενετικό έδαφος.148 Όμως κατά την ενάτη ώρα (στις 3 το πρωί) τής ημέρας των Χριστουγέννων, έφτασε στο Παρίσι ο Ζακ ντε Αλλύ, τον οποίον είχαν στείλει ο Βαγιαζήτ και ο Ιωάννης τής Nεβέρ από την Νικόπολη, «όπου οι χριστιανοί τής Γαλλίας και των άλλων εθνών» (ou les crestiens franchois et de autres nations), ανακοίνωσε στον βασιλιά και στην αυλή, «είχαν όλοι πεθάνει ή συλληφθεί, φέρνοντας και μερικά νέα» (avoient este tous mors ou prins, et de tout ce il apportoit certaines nouvelles).149 Τώρα γνώριζαν με βεβαιότητα την καταστροφή τής σταυροφορίας και των σταυροφόρων. Ήξεραν ποιος σκοτώθηκε και ποιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Έτσι, στις 31 Δεκεμβρίου η Ιζαμπέλ τής Λωρραίνης, η κυρία τού Κουσύ και κόμισσα τού Σουασσόν, έγραψε στον δόγη, παρακαλώντας τον να βοηθήσει στην εξασφάλιση τής απελευθέρωσης τού συζύγου της Ενγκεράν Ζ’, τον οποίον οι Τούρκοι κρατούσαν αιχμάλωτο, ενώ την επόμενη μέρα ο Λουδοβίκος τής Ορλεάνης, απεύθυνε επίσης συναισθηματική έκκληση στη Δημοκρατία για λογαριασμό τού Ιωάννη τής Νεβέρ, τού Ανρί ντε Μπαρ, τού Κουσύ και των άλλων Γάλλων ευγενών που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων.150 Μια εβδομάδα αργότερα (στις 9 Ιανουαρίου 1397) ο βασιλιάς διέταξε να γίνει σε όλες τις εκκλησίες τού Παρισιού η τελευταία λειτουργία για όλους εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στη σταυροφορία, ενώ και άλλες εκκλησίες σύντομα ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων τής πρωτεύουσας.151

Τώρα δεν υπήρχε τίποτε να γίνει, εκτός από προσπάθεια να απελευθερωθεί ο Ιωάννης τής Νεβέρ και οι ευγενείς σύντροφοί του από τούς Τούρκους δεσμώτες τους. Οι απεσταλμένοι τούς οποίους είχαν στείλει στη Βενετία ο Κάρολος ΣΤ’, η Βουργουνδία και η Ορλεάνη ενημέρωσαν τη Γερουσία ότι οι οδηγίες που είχαν ήταν να μην επιστρέψουν στη Γαλλία μέχρι να δουν τούς αιχμαλώτους (quod ipsi habent in mandatis a dominis suis non debendi repatriare nisi videant captivos suos). Οι απεσταλμένοι ζήτησαν διέλευση προς ανατολάς. Η Γερουσία συμφώνησε να την παράσχει (στις 11 Ιανουαρίου 1397), αλλά τούς συμβούλευσε να διαβουλευτούν πρώτα με τον βασιλιά Σίγκισμουντ τής Ουγγαρίας, «δεδομένου ότι πρόκειται να παραμείνει στη Δαλματία για κάποιο χρονικό διάστημα». Ο Σίγκισμουντ είχε ήδη στείλει αγγελιοφόρους στη Σερβία (Ράσκια) για να μάθει ό,τι μπορούσε για τον Νεβέρ και τούς άτυχους συντρόφους του. Θα έδινε στους απεσταλμένους όσες πληροφορίες είχε και τώρα πια πρέπει να είχε νέα από τούς αγγελιοφόρους του. Θα μπορούσε επίσης να προτείνει τρόπους και μέσα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να επισκεφθούν τούς αιχμαλώτους. Η Γερουσία θα εφοδίαζε τούς απεσταλμένους με γαλέρα για να τούς μεταφέρει στον Σίγκισμουντ και θα έδινε εντολή στον καπετάνιο να τούς περιμένει για δύο ή τρεις ημέρες. Η γαλέρα θα τούς πήγαινε στη Ραγούσα ή κάπου αλλού κατά μήκος τής Αδριατικής ακτής (intra Culphum, μέσα στον Κόλπο), αλλά βρισκόταν στη θάλασσα πολύ καιρό και δεν μπορούσε να τούς πάει στην Κωνσταντινούπολη. Θα εξοπλιζόταν αμέσως άλλη γαλέρα. Η Γερουσία θα την έστελνε στη συνέχεια, για να τούς μεταφέρει στην περιοχή τού Βοσπόρου, προκειμένου να εκτελέσουν τις εντολές που είχαν πάρει από τον βασιλιά και τούς βασιλικούς δούκες Βουργουνδίας και Ορλεάνης.152

Μέσα σε ένα μήνα η εξοπλισμένη γαλέρα ήταν έτοιμη και ο Γκυγιώμ ντε λ’ Αιγκλ, ο επικεφαλής απεσταλμένος, μπορούσε να αναχωρήσει για το νησί τής Μυτιλήνης (Λέσβου), όπου ο Φραντσέσκο Β’ Γκατελούζο, ένας ξάδελφος τού Ενγκεράν ντε Κουσύ, θα τον συμβούλευε και θα τον βοηθούσε. Από τη Μυτιλήνη ο απεσταλμένος προχώρησε στο Μίχαλιτς (Καρατζάμπεη), όπου ήσαν φυλακισμένοι ο Nεβέρ και οι άλλοι, δύο μέρες δυτικά τής Προύσας (Μπούρσα), τής πρωτεύουσας τού Βαγιαζήτ στην Ανατολία. Ο ντε λ’ Αιγκλ έφερνε μαζί του ως δώρα σέλλες και ιπποσκευές εξαίσιας τέχνης, ενώ ενημέρωσε τον σουλτάνο ότι σύντομα θα τον επισκέπτονταν πρεσβευτές υψηλού βαθμού. Ύστερα επέστρεψε στη Βενετία όπως είχε έλθει, δηλαδή μέσω Αιγαίου και Αδριατικής και αναχώρησε αμέσως για το Παρίσι, όπου κατά πάσα πιθανότητα έφθασε τον Απρίλιο (1397). Στο μεταξύ ο Ζακ ντε Αλλύ είχε πάει στο Βαγιαζήτ,153 τον οποίο είχε βρει στο Μπόλου (Βιθύνιον) 150 ή περισσότερα μίλια ανατολικά τής Προύσας. Εκτός από τον άρρωστο Κουσύ, για τον οποίο είχε μεσολαβήσει ο Φραντσέσκο Γκατελούζο, ο Βαγιαζήτ είχε πάρει τούς φυλακισμένους τής Νικόπολης μαζί του στο Μπόλου. Ήταν πρόθυμος να συζητήσει το θέμα των λύτρων και δέχθηκε αμέσως το αίτημα τού Αλλύ για χορήγηση άδειας ασφαλούς διέλευσης στους πρεσβευτές που έρχονταν από τη Γαλλία και τη Βουργουνδία. Μάλιστα η πρεσβεία βρισκόταν ήδη στον δρόμο της, αφού είχε ξεκινήσει στις 20 Ιανουαρίου (1397). Επικεφαλής της ήταν ο Ζαν ντε Σατωμοράν, τον οποίο συναντήσαμε στη σταυροφορία τής Μπαρμπαριάς, μαζί με τούς Ζαν ντε Βερζύ, κυβερνήτη τής Φρανς-Κομτέ και Ζιλμπέρ τού Λεβεργκέμ, κυβερνήτη τής Φλάνδρας. Είχαν ξεκινήσει για την οθωμανική αυλή με εκπληκτική ποικιλία δώρων, που περιλάμβαναν δώδεκα λευκά μεγάλα πολικά γεράκια (gerfalcons), γάντια ιερακοτρόφων (falconers) κεντημένα με μαργαριτάρια, πολύτιμους λίθους και κυπριακό χρυσό, σέλλες και ιπποσκευές, δέκα άλογα, σκυλιά αγώνων και κυνηγιού και τάπητες τοίχου από το Αρράς, που απεικόνιζαν σκηνές από τη ζωή τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τον οποίον ο Βαγιαζήτ ισχυριζόταν ότι καταγόταν.154

Κατά τούς μήνες τής αιχμαλωσίας τους ο Ιωάννης τής Νεβέρ και οι σύντροφοί του είχαν προσπαθήσει να διαπραγματευτούν με τον Βαγιαζήτ για την απελευθέρωσή τους. Πριν φτάσει στη Βούδα ο Σατωμοράν στον δρόμο του για την Ανατολία, ο σουλτάνος επέτρεψε στον στρατάρχη Μπουσικώ και στον Γκυ ντε λα Τρεμουάγ να πάνε στην Ρόδο για να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα λύτρα. Ο λα Τρεμουάγ πέθανε λίγο μετά την άφιξή τους στη Ρόδο.155 Ο Μπουσικώ τον έθαψε στην εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη στην πλατεία, απέναντι από το ανάκτορο τού μεγάλου μάγιστρου. Το σώμα του μεταφέρθηκε αργότερα στη Γαλλία και ενταφιάστηκε στη Σωρτρέζ τής Ντιζόν. Οι κακουχίες τής φυλάκισης τον είχαν προφανώς καταβάλει, όπως είχαν ήδη καταβάλει τον Eνγκεννάρ ντε Κουσύ, που υπέκυψε στην Προύσα στις 18 Φεβρουαρίου (1397) και τού οποίου την καρδιά έφεραν πίσω για ενταφιασμό στο μοναστήρι των Σελεστίνων στη Βιλλνέβ, το οποίο είχε ιδρύσει αυτός κοντά στη Νοζάν. Τέλος, στα μέσα Ιουνίου, όταν τα λύτρα είχαν κανονιστεί και οι συνάδελφοί του σταυροφόροι σύντομα θα απελευθερώνονταν, πέθανε στο Μίχαλιτς ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά, ο ορμητικός κοντόσταυλος τής Γαλλίας. Ενταφιάστηκε στο μοναστήρι των Φραγκισκανών στο Πέρα (Γαλατά), όπου ο Κλάβιγιο είδε την ταφόπετρά του «στη χορωδία μπροστά από την αγία τράπεζα» τον Νοέμβριο τού 1403. Όμως, αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Φρουασσάρ, το σώμα τού Φιλίπ επέστρεψε τελικά στη Γαλλία «και θάφτηκε στην εκκλησία τού Σαιν Λωράν τού Ου, και κείται εκεί με πολλές τιμές» (et ensévely en l’ église Saint-Laurent d’ Eu, et là gist moult honnourablement).156

Ο θάνατος λοιπόν πήρε τρεις από τούς ηγέτες τής σταυροφορίας ενώ ήσαν ακόμη στην Ανατολή, ενώ ένας τέταρτος, ο Ανρύ ντε Μπαρ, θα έπεφτε θύμα μεταδοτικής ασθένειας στο Τρεβίζο το Νοέμβριο (1397), μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και την επιστροφή τους στη δύση.157

Ενώ βρισκόταν στη Ρόδο, λέγεται ότι ο Μπουσικώ είχε εξοπλίσει δύο γαλέρες, με τις οποίες έπλευσε προς βορρά στη Μυτιλήνη, όπου ο Γενουάτης άρχοντας Φραντσέσκο Β’ Γκατελούζο τον υποδέχθηκε φιλόξενα και πήρε εγκάρδια την έκκλησή του για λογαριασμό τού Νεβέρ και των άλλων αιχμαλώτων «ότι χρειαζόταν βοήθεια κάποιων χρημάτων και ότι θα ήταν καλό να εγγυηθεί αυτός» (que il les voulust secourir de certaine finance, et que bonne seureté luy en seroit faicte). Ο Φραντσέσκο και ορισμένοι από τούς πλούσιους έμπορους τού δάνεισαν 30.000 φράγκα. Αναλαμβάνοντας ηγεμόνας τον Αύγουστο τού 1384, ο Φραντσέσκο, που είχε γεννηθεί με το όνομα Τζάκοπο, πήρε το όνομα τού πατέρα του, ο οποίος είχε γίνει διάσημος στην Ανατολική Μεσόγειο όταν βοήθησε τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο να αποκατασταθεί στον θρόνο, ενώ γι’ αυτή τη βοήθειά του είχε πάρει ως δώρο την ηγεμονία τής Μυτιλήνης και το χέρι τής Μαρίας, αδελφής τού Ιωάννη. Ο Νικολό Γκατελούζο, θείος τού Φραντσέσκο, που κατείχε εδώ και μερικά χρόνια τη βαρωνία τής Αίνου στις εκβολές τού Έβρου (Μαρίτσα), έκανε στον Μπουσικώ ένα ακόμη δάνειο 2.000 δουκάτων και έστειλε στους αιχμαλώτους «μεγάλα και ωραία δώρα» (les grans et beaux dons) ψάρια, ψωμί και ζάχαρη, στα οποία η γυναίκα τού Νικολό είχε προσθέσει σεντόνια και άλλα υφάσματα, για τα οποία περίπου δύο εβδομάδες αργότερα ο Νεβέρ και ο Ανρί ντε Μπαρ θα έστελναν τις ευχαριστίες με σημείωμα που χρονολογείται στο Μίχαλιτς στις 15 Απριλίου (1397) «για τον πολύ αγαπητό μας και ειδικό φίλο, τον άρχοντα τής Αίνου».158

Με τα χρήματα στο χέρι ο Μπουσικώ έσπευσε πίσω στο Mίχαλιτς, όπου προφανώς έφτασε πριν από τις 15 Απριλίου. Ο Nεβέρ και οι σύντροφοί του ενθουσιάστηκαν καθώς είδαν αυτόν αλλά και τα χρήματα με τα οποία θα μπορούσαν να ανακουφίσουν μερικές από τις πιο πιεστικές τους ανάγκες. Στη συνέχεια, όπως είχε προηγουμένως συμφωνηθεί, ο Μπουσικώ παρουσιάστηκε στον Βαγιαζήτ, πλήρωσε τα δικά του λύτρα με τα υπόλοιπα χρήματα «και βγήκε από τη φυλακή» (et fut quitte de sa prison). Ήταν ελεύθερος να πάει όπου αυτός ήθελε. Προτίμησε φυσικά να παραμείνει με τον Nεβέρ και τούς φίλους του και να χρησιμεύσει ως μεσολαβητής μεταξύ αυτών και τού ξεροκέφαλου σουλτάνου. Ήταν ανησυχητικό έργο, «γιατί ο Βαγιαζήτ δεν ήξερε τι να κάνει με όλους αυτούς, να τούς σκοτώσει ή να τούς αφήσει για λύτρα» (car Bajazet ne sçavoit que faire de les faire tous mourir ou de les mettre à rançon). Ο βιογράφος τού Μπουσικώ αναφέρει ότι ο σουλτάνος φοβόταν ότι, αν άφηνε τούς αιχμαλώτους του να φύγουν, θα επέστρεφαν στη Γαλλία, θα συγκέντρωναν μεγάλο στράτευμα και θα επέστρεφαν ζητώντας εκδίκηση, «που ενδεχομένως θα οδηγούσε αυτόν και τη χώρα του στην καταστροφή» (pour laquelle cause pourroit luy et son pays estre destruict). Ο στρατάρχης τού εξηγούσε ότι με την απελευθέρωση των αιχμαλώτων τού σουλτάνου θα κέρδιζε «μεγάλες φιλίες στη Γαλλία», καθώς και πολλά δώρα και πολλά χρήματα. Όμως αν τούς κρατούσε με τη βία ή τούς αντιμετώπιζε παράλογα, όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες στην Ευρώπη θα ενώνονταν εναντίον των Τούρκων για την αγάπη τού βασιλιά τής Γαλλίας και ο Βαγιαζήτ θα καταστρεφόταν: «τέτοια λόγια καλά και σοφά τού είπε ο στρατάρχης». Ο Μπουσικώ υπήρξε τόσο πειστικός, σύμφωνα με τον βιογράφο του, ώστε ο Βαγιαζήτ κατέληξε να προτιμήσει τα λύτρα από την καταστροφή, αλλά έθεσε το ποσό για την απελευθέρωση των κρατουμένων του σε ένα εκατομμύριο φράγκα. Τώρα πια ο Μπουσικώ είχε μάθει με ποιόν τρόπο να τον αντιμετωπίζει και έτσι, «λίγο λίγο» (petit à petit), κατόρθωσε τελικά να μειωθεί το ποσό σε 150.000 φράγκα, με την προϋπόθεση ότι ο Nεβέρ και οι άλλοι Γάλλοι άρχοντες θα ορκίζονταν ότι δεν θα ξανάπαιρναν ποτέ όπλα εναντίον του. Δόθηκαν οι δέοντες όρκοι, αλλά δεν χρειάστηκε (μας λένε) να τηρηθούν για πολύ καιρό, «γιατί ύστερα, πολύ σύντομα, πέθανε ο Βαγιαζήτ» (car assez tost après mourut Bajazet).159

Ως συνήθως, η αντιμετώπιση των χρονικογράφων προϋποθέτει επιφυλακτικότητα. Ο βιογράφος τού στρατάρχη Μπουσικώ έχει προφανώς γράψει δοξολογία. Το έργο του είχε περιορισμένη κυκλοφορία και προφανώς διασώζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο (στο Παρίσι).160 Αναμφίβολα γνώριζε καλά τον Μπουσικώ, ενώ μπορεί να ήταν ο ιδιαίτερός του, ο Ονορά Ντυράν). Αν η δική του περιγραφή για τις διαπραγματεύσεις τού στρατάρχη με τον Βαγιαζήτ περιέχει υπερβολές, είναι τουλάχιστον «καλά φτιαγμένη» (ben trovato). Όμως δύο χρόνια αργότερα ο Μπουσικώ θα οδηγούσε εκστρατευτικό σώμα να διασπάσει την τουρκική επανέναρξη τής πολιορκίας τής Κωνσταντινούπολης (το 1399). Αν λοιπόν η περιγραφή τού βιογράφου του είναι ακριβής, τότε ο Μπουσικώ παραβίασε την υπόσχεσή του προς τον σουλτάνο, αν και ο Ντελαβίλ λε Ρουλ πιστεύει ότι οι Γάλλοι ιππότες δεν παραβίαζαν «τους όρκους τους, τούς πιο επίσημους» (leurs serments les plus solennels). Παρ’ όλα αυτά, ο Βαγιαζήτ προφανώς ζήτησε από τον Νεβέρ και τούς άλλους κρατουμένους του να ορκιστούν «με όλους τούς όρκους τού δικαίου τους» (par tous les sermens de sa loy), ότι δεν θα τού επιτίθεντο ξανά, παρά τη ρητή διαβεβαίωση τού Φρουασσάρ για το αντίθετο,161 αν και ειδικός τού κανονικού δικαίου τής εποχής θα έχει διαβεβαιώσει τον Μπουσικώ και εκείνους που σαλπάρισαν μαζί του το 1399, ότι όρκος που δόθηκε κάτω από πίεση σε άπιστο ήταν άνευ αξίας. Ο Ζαν ντε Βιέν είχε σκοτωθεί στη Νικόπολη. Ο Κουσύ πέθανε στην Προύσα και ο ντε λα Τρεμουάγ στη Ρόδο. Ήταν πιθανότατα πέρα από την αξιοπρέπεια τού Νεβέρ να παζαρεύει με τούς Τούρκους την τιμή τής απελευθέρωσής του. Ο Μπουσικώ ήταν σαφώς ο πιο πολυμήχανος τής άθλιας ομάδας των χριστιανών ευγενών στο Μίχαλιτς.

Ο δούκας και η δούκισσα τής Βουργουνδίας είχαν συμβουλευθεί τον έμπορο από τη Λούκκα Ντίνο (Τζοντίνο) Ραπόντι, ο οποίος ήταν γνωστός στη Γαλλία ως Ντιν Ραπόντ, σχετικά με το προβληματικό ζήτημα τής συγκέντρωσης λύτρων για τον γιο τους και τούς άλλους Γάλλους ευγενείς. Ο Ραπόντι ήταν ένας από τούς μεγαλύτερους χρηματοδότες τής εποχής του, τραπεζίτης και προμηθευτής ιταλικών και ανατολίτικων αγαθών στις αυλές τής Γαλλίας και τής Βουργουνδίας, με γραφεία στο Παρίσι, στη Μπρυζ και στο Μονπελιέ. Έγραψε σε Γενουάτη συνεργάτη, τον Μπαρτολομέο Πελλεγκρίνο τής Χίου, που είχε κάνει περιουσία με τη στυπτηρία τής νέας Φώκαιας (Φόγκλια Νουόβα) και τη μαστίχα τής Χίου. Ο Πελλεγκρίνο ήταν γνωστός στον Βαγιαζήτ και θα μπορούσε να βοηθήσει στην προετοιμασία τού εδάφους για τούς πρεσβευτές Σατωμοράν, Βερζύ και Λεβεργκέμ, που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς Mίχαλιτς. Ο Φρουασσάρ λέει ότι ο Ιάκωβος Α’ τής Κύπρου, τον οποίο κατηγορεί για τη δολοφονία τού αδελφού του Πέτρου Α’ (το 1369), εισήλθε επίσης στη σκηνή. Ο Ιάκωβος επιθυμούσε να κερδίσει την εύνοια των Γενουατών, που ήσαν τότε η ύψιστη εξουσία στην Κύπρο, καθώς και των Γάλλων, που αναλάμβαναν την ίδια την πόλη τής Γένουας. Για να μαλακώσει την οργή τού Βαγιαζήτ και «για να τον φέρει σε φιλική διάθεση» (descendre à amiable composition), ο Ιάκωβος τού έστειλε χρυσό πλοίο σε μικρογραφία, (σύμφωνα με τον Φρουασσάρ) συνολικής αξίας περίπου 20.000 δουκάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση τού ταμείου τής Κύπρου αυτό φαίνεται απίθανο, αν και, όταν ο Nεβέρ απελευθερώθηκε, ο Ιάκωβος τού δάνεισε 15.000 χρυσά φλουριά (στις 24 Ιουνίου 1397).162 Είναι αρκετά πιθανό ότι ο Μπουσικώ ενεργούσε ως ενδιάμεσος τού Νεβέρ προς τον Βαγιαζήτ και είχε ακόμη εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του για λύτρα 150.000 φράγκων, πριν από την άφιξη τής γαλλο-βουργουνδικής πρεσβείας. Ο πλούτος των δώρων που έφεραν ο Σατωμοράν και οι συνάδελφοί του και η προθυμία με την οποία οι Γενουάτες φαίνονταν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τού Nεβέρ, ίσως είχαν αναγκάσει τον Βαγιαζήτ να αναθεωρήσει τη θέση του. Εν πάση περιπτώσει, επιτεύχθηκε διακανονισμός πριν από τα μέσα Ιουνίου, ενώ ο Φρουασσάρ υπολογίζει τα λύτρα σε 200.000 δουκάτα για τούς «εικοσιπέντε άρχοντες», που εξακολουθούσαν να κρατούνται φυλακισμένοι.163

Τα έγγραφα επιβεβαιώνουν τον Φρουασσάρ. Μόλις οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία για το ποσό, ο Ιωάννης τής Nεβέρ πλήρωσε στον σουλτάνο 28.000 φλουριά. Δανείστηκε τα χρήματα από τον Ζαν ντε Λουζινιάν, κατ’ όνομα άρχοντα τής Βηρυτού, ανηψιό και σύμβουλο τού Ιάκωβου Α’ τής Κύπρου, καθώς και από τούς Μπρανκαλεόνε Γκρίλλο και Νικόλαο Μαθάρα, κατοίκους και οι δύο τού Πέρα. Παρέμενε υπόλοιπο 172.000 φλουριών, το οποίο προφανώς ο Βαγιαζήτ επέμενε να καταβληθεί εντός προθεσμίας οκτώ μηνών από την ημερομηνία σύναψης τής συμφωνίας (24 Ιουνίου 1397). Ο Γενουάτης Ανσάλντο Σπίνολα, ενεργώντας ως πληρεξούσιος τού Φραντσέσκο Β’ Γκατελούζο τής Μυτιλήνης, εγγυήθηκε την πληρωμή 110.000 φλουριών. Ο Νικολό Γκρίλλο, ενεργώντας για λογαριασμό τού θείου τού Φραντσέσκο, τού Νικολό, άρχοντα τής Αίνου, ανέλαβε να διαθέσει 40.000 φλουριά. Το υπόλοιπο προς τον Βαγιαζήτ ανερχόταν σε 22.000 φλουριά. Ο Γκασπάρε ντε Πάγκανι, «έμπορος … από την πόλη τού Πέρα» (mercator … villae Peyrae) και ο Νικολό Πατέριο, ο Γενουάτης δήμαρχος (ποντεστά) τής νέας Φώκαιας, συμφώνησαν να διαθέσουν καθένας 11.000 φλουριά, συμπληρώνοντας έτσι το απαιτούμενο ποσό των 200.000.

Σύμφωνα με επίσημη πράξη που διενεργήθηκε στο Μίχαλιτς στις 24 Ιουνίου, ο Ιωάννης τής Νεβέρ, ο Ανρί ντε Μπαρ και ο Ζακ ντε Μπουρμπόν, κόμης τής Λα Μαρς, ορκίστηκαν επίσημα στα τέσσερα ευαγγέλια να πληρώσουν τον Βαγιαζήτ άμεσα ή να επιστρέψουν στους εγγυητές τα συγκεκριμένα ποσά. Θα πραγματοποιούσαν την εκκαθάριση των χρεών τους στη Βενετία, όπου ανέμεναν να εισπράξουν τα χρήματα που συλλέγονταν τότε στην επικράτεια τού Φιλίππου τού Τολμηρού. Μόλις έφθαναν στη Βενετία, δεν θα άφηναν τη λιμνοθάλασσα (έλεγαν), έως ότου εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τον σουλτάνο ή τούς Γκατελούζο, Πάγκανι και Πατέριο. Ως περαιτέρω εγγύηση τής πληρωμής των 172.000 φλουριών, τα οποία προφανώς έπρεπε να παραδώσουν οι εγγυητές, οι Μπουσικώ, Βερζύ, Λεβεργκέμ, Σατωμοράν και Κολάρ ντε Αρμουάρ (που εκπροσωπούσε τον δούκα τού Μπαρ), έβαλαν επίσης τη σφραγίδα τους στο έγγραφο.164 Το όνομα τού Μπουσικώ βρίσκεται πρώτο στον κατάλογο των «πρεσβευτών» (ambaxatores) και φαίνεται να επιβεβαιώνει την περιγραφή τού βιογράφου του για τον προεξέχοντα ρόλο που έπαιξε στην τακτοποίηση των λύτρων.

Οι συναλλαγές τού Ιουνίου τού 1397 τερμάτισαν εννέα μήνες αιχμαλωσίας, κακουχιών και αγωνίας για τούς ηττημένους τής Νικόπολης. Οι Γαλλο-Βουργουνδοί πρεσβευτές γύρισαν στην πατρίδα τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Όμως ο Λεβεργκέμ πέθανε καθώς ξεκινούσαν το ταξίδι τής επιστροφής, πριν ακόμη φτάσουν στη Μυτιλήνη. Την είδηση τής απελευθέρωσης των κρατουμένων από τον εγκλεισμό τους στο Mίχαλιτς έφερε στη γαλλική αυλή στις 28 Αυγούστου ένα μέλος τής ακολουθίας τού Βερζύ που είχε σπεύσει στο Παρίσι.165 Ο Nεβέρ και οι σύντροφοί του επέστρεψαν με πιο χαλαρό τρόπο, περνώντας έξι εβδομάδες στο νησί τής Μυτιλήνης (5 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου 1397), όπου ο Φραντσέσκο Β’ Γκατελούζο τούς υποδέχθηκε με ιπποτική ευγένεια και η σύζυγός του, «η κυρία τής Μυτιλήνης» (la Dame de Matelin), τούς διέθεσε καινούργια λευκά είδη και ενδύματα έξοχης δαμασκηνής ύφανσης. Η παρατεταμένη παραμονή τους στο νησί είχε πιθανώς κάποια σχέση με την εξαιρετική πρόταση που τούς έκανε ο Φραντσέσκο.

Στις 15 Ιουλίου 1397, κατά τη διάρκεια τής διαμονής των σταυροφόρων στη Μυτιλήνη, ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος, ανηψιός και εχθρικός αντίπαλος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, έστειλε στον Φραντσέσκο Γκατελούζο πλήρη «εξουσιοδότηση» (auctoritas et baillia) να διαπραγματευτεί με τον Ιωάννη τής Nεβέρ και τον Ανρί ντε Μπαρ, οι οποίοι μπορούσαν να μεταβιβάσουν την «αυτοκρατορική πίστη και τα λόγια του» στον Κάρολο ΣΤ’ στη Γαλλία. Αν ο Κάρολος ερχόταν ο ίδιος ή έστελνε κάποιο μέλος τής οικογενείας του με άλλο ισχυρό στρατό «στα μέρη τής Ρωμανίας» (ad partes Romanie), ο Φραντσέσκο αναλάμβανε να εξασφαλίσει ότι ο Ιωάννης Ζ’ θα παρέδιδε στο διηνεκές όλα τα δικαιώματα και τις αξιώσεις του επί τής «εν λόγω αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας». Υπήρχε βέβαια μια σημαντική επιφύλαξη, δηλαδή «ότι η εν λόγω βασιλική μεγαλειότητα θα δώσει και θα εκχωρήσει στον εν λόγω άρχοντα αυτοκράτορα [Ιωάννη Ζ’] για τον ίδιο και τούς κληρονόμους του … στο βασίλειο τής Γαλλίας το ποσό των 25.000 χρυσών φλουριών ως ετήσιο και διαρκές εισόδημα … καθώς και … ένα κάστρο, για να κατοικήσει αυτός στο βασίλειο μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. …». Στις 15 Αυγούστου, καθώς ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν από το νησί, οι Νεβέρ και Μπαρ παρέλαβαν την εξουσιοδότηση τού Φραντσέσκο να παρουσιάσει την προσφορά τού Ιωάννη Ζ’ στον βασιλιά τής Γαλλίας και δήλωσαν ότι θα προτρέψουν τον Κάρολο να την αποδεχθεί (sicut decet, laborabimus nostro posse). Yποσχέθηκαν επίσης να ενημερώσουν τον Φραντσέσκο για την απόφασή του πριν από το τέλος τού Απριλίου (1398). Αλλιώς συμφωνήθηκε ότι η προσφορά τού Ιωάννη Ζ’ θα ήταν άκυρη «και σαν να μην είχε υπάρξει καμία συζήτηση για αυτό».166 Φυσικά τίποτε δεν θα προέκυπτε από αυτή την περίεργη προσφορά, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ακόμη κι όταν έγλειφαν τις πληγές τους, ο Νεβέρ και ο Μπαρ ήσαν πρόθυμοι να παροτρύνουν τον βασιλιά τής Γαλλίας να στείλει κι άλλο στρατό στα Βαλκάνια, προκειμένου να αντιταχθούν στους Τούρκους για λογαριασμό των πανταχόθεν βαλλομένων Βυζαντινών.

Ενώ οι Nεβέρ, Μπαρ και Φραντσέσκο Β’ συζητούσαν την προτεινόμενη από τον Ιωάννη Ζ’ εκχώρηση των αυτοκρατορικών αξιώσεών του, γύρω στις 9 Αυγούστου ήρθαν από τη Ρόδο δύο γαλέρες των Ιωαννιτών, για να μεταφέρουν τούς σταυροφόρους στο φρούριο των Ιπποτών. Στις 10 τού μηνός ο Νεβέρ έδωσε γραπτή βεβαίωση στον αδελφό Ντομινίκ ντ’ Αλλεμάν, διοικητή τού Οσπιταλίου στη Νάπολη, για 29.261 δουκάτα, την αξία των κοσμημάτων και χρυσών και ασημένιων πλακών, τα οποία διάφορα μέλη τού Τάγματος είχαν ενεχυριάσει ως δάνειο «για να δώσουν στον Βαγιαζήτ την πρώτη πληρωμή των λύτρων» (pour mectre en gaige à Baizat pour le premier paiement de la raenson).167

Δεδομένου ότι ο Νεβέρ είχε δώσει στον Βαγιαζήτ τα 28.000 φλουριά που είχε δανειστεί από τούς Ζαν ντε Λουζινιάν, Μπρανκαλεόνε Γκρίλλο και Νικόλαο Μαθάρα, συν τα 15.000 που είχε πάρει από τον Ιάκωβο Α’ τής Κύπρου, η προσθήκη των 29.261 δουκάτων από τούς Ιωαννίτες στην «πρώτη πληρωμή» των λύτρων θα σήμαινε ότι ο σουλτάνος είχε πάρει 72.261 φλουριά (ή δουκάτα) σε πολύ σύντομο διάστημα.168 Δεδομένου ότι οι εγγραφές είναι μάλλον αποσπασματικές, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακριβή στοιχεία. Μεταξύ των αιχμαλώτων που κρατούσε ο Βαγιαζήτ στη Μπούρσα (Προύσα) υπήρχαν αρκετοί Ούγγροι βαρώνοι, συμπεριλαμβανομένου τού Εουστάς τής Ίλλσουα, παλατινού τού βασιλείου. Το μερίδιό τους στα λύτρα είχε οριστεί σε 50.000 δουκάτα, τα οποία, «με γενναιοδωρία και ταχύτητα» (liberaliter et diligenter), είχε αναλάβει να πληρώσει ο Νεβέρ. Οι Φραντσέσκο και Νικολό Γκατελούζο είχαν προωθήσει τα χρήματα και λίγους μήνες αργότερα (την 1η Οκτωβρίου 1397) τα διάφορα εξέχοντα μέλη τής ουγγρικής φεουδαρχίας υποσχέθηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα στον Νεβέρ, όταν οι κρατούμενοι θα αφήνονταν ελεύθεροι.169

Ως ονομαστικός αρχηγός τού στρατεύματος ο Νεβέρ ανελάμβανε εξ ολοκλήρου το βάρος των λύτρων, πράγμα το οποίο ενδεχομένως η κοινή γνώμη απαιτούσε από αυτόν να κάνει. Ο Φίλιππος ο Τολμηρός τής Βουργουνδίας βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο. Η μεγαλοπρέπεια και η ασωτία ήταν το σήμα κατατεθέν τής βουργουνδικής αυλής, ενώ οι ιπποτικές σπατάλες είχαν σχεδόν εξαντλήσει το θησαυροφυλάκιό του. Η εκστρατεία τής Νικόπολης είχε καταναλώσει τεράστια ποσά. Δαπανηρές πρεσβείες πηγαινοέρχονταν, ενώ το ταξίδι τής επιστροφής των σταυροφόρων θα ήταν ακριβό. Ο Nεβέρ έπρεπε να ζει και να ταξιδεύει με τον τρόπο που υπαγόρευε η υψηλή του θέση και για να το κάνει αυτό δανειζόταν χρήματα από δεξιά και αριστερά. Στο μεταξύ ο Βαγιαζήτ περίμενε τη «δεύτερη πληρωμή», για την οποία ο Φίλιππος και οι σύμβουλοί του έπρεπε να βρουν τα κονδύλια.

Ο Nεβέρ, ο Μπουσικώ και οι Γάλλοι έμειναν πολύ χρόνο στη Ρόδο, λέει ο Φρουασσάρ, «για να αναζωογονηθούν» (pour eulx raffreschir) και για να περιμένουν τις ενετικές γαλέρες που θα τούς μετέφεραν στο Βένετο, όπου επρόκειτο να παραμείνουν έως ότου εξοφληθούν οι πιστωτές τους. Ο λα Τρεμουάγ πέθανε στη Ρόδο, όπως είδαμε, και τον έθαψαν «με μεγάλη ευσέβεια» (moult reveramment). Όταν ήρθαν οι γαλέρες, ο Nεβέρ και οι υπόλοιποι πήραν ευγνώμονες άδεια από τούς Ιωαννίτες. Οι Ενετοί κυβερνήτες προσάρμοσαν το ταξίδι για την ευκολία των ευγενών επιβατών τους, σταματώντας πιο συχνά απ’ ό,τι συνήθιζαν, για να τούς αφήνουν να βγαίνουν στην ακτή και «για να δείξουν στον κόμη τής Νεβέρ τα νησιά και τις χώρες που βρίσκονται μεταξύ Βενετίας και Ρόδου» (pour monstrer au conte de Nevers les ysles et les terres qui sont entre Venise et Roddes). Έφτασαν στο ενετικό λιμάνι τής Μεθώνης και ύστερα από άλλο ένα διάλειμμα στη Γλαρέντζα προχώρησαν στην Κεφαλονιά, όπου οι κυρίες χαιρέτησαν τούς «άρχοντες τής Γαλλίας» με μεγάλη χαρά. Οι κυρίες ήσαν ενθουσιασμένες που υποδέχονταν επισκέπτες τέτοιας περιωπής και κοινωνικής θέσης, γιατί ως επί το πλείστον οι επισκέπτες τους ήσαν έμποροι από τη Βενετία και τη Γένουα, των οποίων η συντροφιά ήταν λιγότερο συναρπαστική. Ύστερα από πέντε μέρες στην Κεφαλονιά οι γαλέρες έπλευσαν για την Κέρκυρα, στη συνέχεια βόρεια στη Ραγούσα και τελικά στο Παρέντσο (Πόρετς), όπου σύμφωνα με τον Φρουασσάρ «τα μεγάλα πλοία και γαλέρες» (grosses naves et gallees) έδεσαν, γιατί είχαν ακόμη πολύ δρόμο για να πάνε κατευθείαν στη Βενετία. Ο Φρουασσάρ συχνά δεν είναι καλά πληροφορημένος. Γαλέρες και πλοία μεταφοράς έμπαιναν καθημερινό στο λιμάνι τής Βενετίας (Μπατσίνο). Είχε ομιχλώδη αντίληψη τού χάρτη και αναμιγνύει τη σειρά των διαφόρων λιμανιών που έπιασε ο στολίσκος. Παραλείπει επίσης να αναφέρει την αποβίβαση στο Κάπο ντ’ Ίστρια (Κόπερ), όπου στις 8 Οκτωβρίου 1397 οι Νεβέρ και Ιάκωβος των Βουρβώνων διακήρυξαν το χρέος τους προς την Ενετική Σινιορία για δάνειο 15.000 χρυσών δουκάτων, δίνοντας όρκο ότι δεν θα εγκαταλείψουν το έδαφος τής Δημοκρατίας έως ότου εξοφλούσαν το χρέος.170 Ήταν πιθανότατα στο Κάπο ντ’ Ίστρια και όχι στο Παρέντσο, όπου οι Γάλλοι επιβιβάστηκαν (αν το έκαναν) σε «μικρά επιβατικά σκάφη» (petis vaisseaulx passagiers) για τη Βενετία, όπου καλωσορίστηκαν με τον συνήθη ενθουσιασμό. Φτάνοντας στον προορισμό τους πρόσφεραν άφθονες ευχαριστίες στον Θεό για την απελευθέρωσή τους από τα χέρια τού σουλτάνου «Βαγιαζήτ και των αχρείων» (Amourath-Bacquin et des mescroians), γιατί κατά καιρούς είχαν πιστέψει ότι είχαν εντελώς χαθεί. Ο Nεβέρ, «που ήταν ο επικυρίαρχος όλων» (qui souverain estoit de tous), βρήκε μερικούς από τούς υπηρέτες του να τον περιμένουν στη Βενετία. Τούς είχαν στείλει ο δούκας και η δούκισσα με την προσδοκία τής άφιξής του. Στη Βενετία οι πρώην σταυροφόροι κρατούσαν τούς υπαλλήλους απασχολημένους γράφοντας επιστολές, τις οποίες αγγελιοφόροι και ακόλουθοι μετέφεραν μακριά στη Γαλλία και αλλού, γνωστοποιώντας στην οικογένεια και στους φίλους την ασφαλή άφιξή τους στην πόλη. Ο δούκας και η δούκισσα τής Βουργουνδίας παράγγειλαν να σταλούν στον γιο τους χρυσές και ασημένιες πλάκες, τάπητες τοίχου και ενδύματα. Οι οικογένειες των άλλων αρχόντων έκαναν το ίδιο, «και μπορείτε να πιστέψετε και να καταλάβετε ότι όλο αυτό έγινε με μεγάλο κόστος …, γιατί στ’ αλήθεια τίποτε δεν τσιγκουνεύτηκαν και επιπροσθέτως ζούσαν «με μεγάλα έξοδα» (à grans despens), γιατί η Βενετία είναι μια από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο για τούς ξένους». Στο μεταξύ ο «κύριος Ντιντ Ραπόν» είχε ήδη φθάσει και είχε περάσει αρκετό καιρό εκεί, επειδή υπήρχε το πρόβλημα των χρημάτων, «γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορούσε να γίνει τίποτε».171

Μάλιστα ο Ντίνο Ραπόντι είχε καθυστερήσει την αναχώρησή του για τη Βενετία μέχρι να φτάσουν οι Γάλλοι άρχοντες στη λιμνοθάλασσα, όπου συνάντησαν «πολύ υψηλή και πολύ επικίνδυνη θνησιμότητα στην πόλη τής Βενετίας και την γύρω περιοχή» (une mortalite tres-grande et tres-perilleuse en la cite de Venise et la environ). Η πανούκλα, αν ήταν η πανούκλα, είχε αρχίσει την πρώτη εβδομάδα τού Αυγούστου. Είχε διαρκέσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου και (έχουμε αναφερθεί στο γεγονός) πήρε τον Ανρί ντε Μπαρ, τον γαμπρό και κληρονόμο τού Κουσύ. Ο Nεβέρ και οι σύντροφοί του μετακινήθηκαν στο Τρεβίζο, όπου επιτέλους αυτός εγκαταστάθηκε «σε έναν πολύ ωραίο ξενώνα και για περισσότερο από τέσσερις μήνες» (en ung moult bel hostel, et y fut plus de quatre mois), λέει ο Φρουασσάρ, προσθέτοντας έναν ολόκληρο μήνα στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Νεβέρ παρέμεινε στο Τρεβίζο. Τα έξοδά του ήσαν μεγάλα, όπως φαίνεται από τούς λογαριασμούς τού Ουντό Ντουαί, τού υπεύθυνου λογαριασμών (maitre des comptes) τού δούκα Φιλίππου στη Ντιζόν. Ο Ντουαί είχε σταλεί για να συναντήσει τούς Νεβέρ και Ραπόντι στη Βενετία. Παρά το γεγονός ότι στις 22 και 23 Νοεμβρίου (1397) έγιναν ασυνήθιστα έξοδα, αφού ο Ντουαί τα καταγράφει χωριστά, οι εγγραφές για τις δύο αυτές ημέρες πιθανότατα δείχνουν ποιες ήσαν συχνά οι δαπάνες τού Nεβέρ: «Στις 22 Νοεμβρίου ο μιλόρδος κόμης τής Νεβέρ δείπνησε στο Τρεβίζο και κοιμήθηκε στο Κονελιάνο. Η δαπάνη για αυτόν και τούς ανθρώπους του ήταν 355 λίρες (livres) και 20 δηνάρια (deniers). Την Παρασκευή 23 Νοεμβρίου ο μιλόρδος κόμης πέρασε όλη την ημέρα στο Κονελιάνο και στο νοικοκυριό του στο Τρεβίζο: [η δαπάνη ήταν] 173 λίρες, 13 σόλιδοι (sols) και 8 δηνάρια».172

Οι δαπάνες συνεχίζονταν από μέρα σε μέρα. Τα δάνεια συνεπάγονταν ποινές για αμέλεια πληρωμής. Και ο Nεβέρ δανειζόταν περισσότερα χρήματα. Στις 20 Ιανουαρίου 1398 αναγνώρισε την οφειλή τού στον Ιωαννίτη Ντομινίκ ντ’ Αλλεμάν για ακόμη «δεκαπέντε χιλιάδες χρυσά δουκάτα σε νόμισμα Βενετίας, καλού και δίκαιου βάρους, για το σωστό και δίκαιό δάνειο που μάς έκανε … ο εν λόγω αδελφός Ντομινίκ στην πολύ μεγάλη ανάγκη μας και ύστερα από αίτημά μας».173 Όμως κάποιος έπρεπε να ασχοληθεί με την πληρωμή των λύτρων και ο Φρουασσάρ, που συγκέντρωσε τα τότε κουτσομπολιά, λέει ότι αν και τα λύτρα ανέρχονταν σε «μόλις 200.000 φλουριά, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα έξοδα …, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει άλλες 200.000».174 Ακόμη κι αν δεχτούμε την ύπαρξη λαϊκής υπερβολής σε αυτό τον αριθμό, η βουργουνδική αυλή είχε πρόβλημα καταθλιπτικών διαστάσεων.

Σύμφωνα με τούς λογαριασμούς τού Ουντό Ντουαί, 146.047 λίρες (ή φράγκα ή δουκάτα) συλλέχθηκαν στη Βενετία πριν από το τέλος τού Ιανουαρίου 1398, όταν πια ο Νεβέρ και οι σύντροφοί του είχαν αφήσει το Τρεβίζο για την πατρίδα τους. Από το ποσό αυτό ο έμπορος-τραπεζίτης Ντίνο Ραπόντι, αστός τού Παρισιού, διέθεσε γραμμάτια (lettres de change) ύψους 131.668 λιρών (ή φράγκων ή δουκάτων), γιατί στις 15 τού μηνός έδωσε στον Ντουαί γραμμάτιο για 53.333 χρυσά νομίσματα, αξίας 60.000 φράγκων (ή δουκάτων) και στις 25 τού μηνός άλλο τέτοιο γραμμάτιο για 71.668 «δουκάτα Ντιζόν αξιολογημένα είκοσι σόλιδους το κομμάτι» (lesdiz ducas évalués vingt sols pièce). Πέρα από αυτά τα ποσά ο Νεβέρ δανειζόταν χρήματα και μόνος του, όπου δύο τέτοια δάνεια έχουμε ήδη καταγράψει: 15.000 δουκάτα από τον αδελφό Ντομινίκ, 15.000 από τη Σινιορία τής Βενετίας, 5.000 από τον Μπερνάρντο Πατέριο, αδελφό τού δήμαρχου (ποντεστά) τού Πέρα, 5.000 από τον Μπατίστα Αρτζέντι τού Πέρα, 6.000 από τον Αντόνιο ντέλλα Ρόκκα, 3.000 από τον Κονσταντίνο Λέρκαρι και 4.000 από άλλον Γενουάτη, που εμφανίζεται στους λογαριασμούς τού Ντουαί ως «Allevan de la Mer», δηλαδή συνολικά 53.000 δουκάτα,175 με τα οποία κατά πάσα πιθανότητα πληρώθηκαν τα έξοδα των Γάλλων στη Βενετία, στο Τρεβίζο και το Κονελιάνο και τακτοποιήθηκαν κάποιοι από τούς πιο πιεστικούς λογαριασμούς τού Νεβέρ.

Ο δούκας και η δούκισσα τής Βουργουνδίας είχαν στείλει τoν Ραπόντι στη Βενετία, όπως λέει ο Φρουασσάρ, «γιατί χωρίς αυτόν δεν κάνουμε τίποτε» (car sans luy on ne povoit riens faire).176 Όμως η ανταπόκριση τού Ραπόντι στις ανάγκες τής Βουργουνδίας θα ήταν μάλλον πιο συγκρατημένη αν δεν υπήρχε η γενναιόδωρη χειρονομία τού βασιλιά Σίγκισμουντ τής Ουγγαρίας, που είχε προσφερθεί να πληρώσει το μισό ποσό των λύτρων για τούς σταυροφόρους τής Νικόπολης. Ως συνήθως ο Σίγκισμουντ δεν είχε χρήματα, αλλά εξακολουθούσε να εισπράττει από τούς Ενετούς κάθε χρόνο τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Στεφάνου τον Αύγουστο αποζημίωση ή «φόρο τιμής» (census seu datia) 7.000 δουκάτων, που όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, είχε επιδικαστεί στον προκάτοχό του Λουδοβίκο τον Μεγάλο με την συνθήκη τού Τορίνο (της 8ης Αυγούστου 1381). Παρεμπιπτόντως πρέπει να αναφερθεί ότι οι Ενετοί αρνούνταν πάντοτε σθεναρά ότι υπήρξαν ποτέ «υποτελείς» (censuarii) οποιασδήποτε άλλης εξουσίας, όπως οι βασιλιάδες τής Νάπολης θεωρούνταν «υποτελείς» τής Αγίας Έδρας, αλλά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ενοίκιο» (census) με την ευρεία έννοια τής οικονομικής πληρωμής, χωρίς να υπονοείται καμία πολιτική ή νομική επικυριαρχία ως ενυπάρχουσα στο ουγγρικό στέμμα. Για τα μισά του λύτρα ο Σίγκισμουντ πρότεινε να χρησιμοποιηθεί το «ενοίκιο» (census) ή αποζημίωση, το οποίο θα αθροιζόταν σε 100.000 δουκάτα σε δεκατέσσερα περίπου χρόνια. Ο Ραπόντι συμφώνησε να «αγοράσει και να αποκτήσει» το «ενοίκιο» (census) για αυτό το ποσό, το οποίο, σύμφωνα με τα λόγια τού Nεβέρ, επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια «για τα λύτρα μας καθώς και για εκείνα ορισμένων άλλων Γάλλων αρχόντων». Ο Σίγκισμουντ θα μπορούσε να ανακτήσει τα δικαιώματά του επί τού «ενοικίου» (census) των Ενετών πληρώνοντας στον Ραπόντι την προκαταβολή που αυτός είχε δώσει στον Νεβέρ, ο οποίος στο Τρεβίζο στις 15 και 16 Ιανουαρίου 1398 υπέγραψε επιστολές, οι οποίες παρουσίαζαν τις λεπτομέρειες τής ρύθμισης,177 την οποία επικύρωσε ο ίδιος ο βασιλιάς τον επόμενο Ιούνιο στο Ποτσέγκι τής νότιας Ουγγαρίας.178

Ως αποτέλεσμα τής μεσολάβησης τού Ραπόντι, η ενετική κυβέρνηση έδωσε τον Ιανουάριο τού 1398 άδεια στον Νεβέρ, τον Ιάκωβο των Βουρβώνων και τούς άλλους να φύγουν από το Τρεβίζο και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Για μία ακόμη φορά ο Nεβέρ και ο Ιάκωβος αναγνώριζαν το χρέος τους στον δόγη και την κοινότητα για 15.000 δουκάτα, το οποίο υπόσχονταν επισήμως να εξοφλήσουν μέσα σε έξι μήνες.179 Οι Νεβέρ, Ιάκωβος, Μπουσικώ και οι άλλοι Γάλλοι άρχοντες έφυγαν από το Τρεβίζο στις 23 Ιανουαρίου, προχώρησαν βόρεια στο Κονελιάνο και έφτασαν στη Βουργουνδία μέσω αυστριακού Τιρόλο και Ελβετίας. Η διαδρομή τους μπορεί να ακολουθηθεί μέρα με τη μέρα από τούς λογαριασμούς τού Ουντό Ντουαί. Στις 31 Ιανουαρίου βρίσκονταν στο Ιννσμπρουκ, στις 19 Φεβρουαρίου στη Μπεζανσόν και στις 23 τού μηνός στη Ντιζόν, όπου ο Nεβέρ δέχτηκε δώρα και ευλαβικό καλωσόρισμα. Ύστερα από αίτημα τού πατέρα του, ο Νεβέρ πήγε στο Παρίσι, όπου έφτασε το βράδυ τής 10ης Μαρτίου. Ο Κάρολος ΣΤ’ τού έδωσε 20.000 λίρες. Έφυγε από το Παρίσι μέσω Λε Μπουρζέ στις 14 τού μηνός και το βράδυ τής 16ης έφτασε στο Αρράς, όπου τον περίμενε η μητέρα του Μαργαρίτα. Οι λογαριασμοί τού Ντουαί τον εντοπίζουν στο Κουρτραί στις 20 τού μηνός και στην Ουντενάρντ την επόμενη μέρα. Ξαναβρέθηκε με τον πατέρα του στη Γάνδη στις 22 τού μηνός, ενώ μια εβδομάδα αργότερα (στις 30 Μαρτίου) μπήκαν στη Μπρυζ με συνοδεία 500 ιππέων.180 Καταξιωμένοι παντού ως ηρωικοί υπερασπιστές τής πίστης, επέστρεφαν θριαμβευτικά από μία από τις μεγαλύτερες ήττες τού αιώνα.

Εν μέσω καθολικών πανηγυρισμών για την ασφαλή επιστροφή τού Νεβέρ και των υπερήφανων ευγενών τής συντροφιάς του υπήρχε ένας, ένας μοναχικός γέρος στο Παρίσι, που θρηνούσε για τις αναπόφευκτες συνέπειες τής ήττας στη Νικόπολη. Και θα ήσαν αναπόφευκτες, έλεγε, αν η Ευρώπη δεν άρχιζε ξανά τη σταυροφορία, ώστε με τον βασιλιά τής Γαλλίας επικεφαλής καλά πειθαρχημένου στρατεύματος, να πάρει εκδίκηση για την καταστροφή και να εξαλείψει την ντροπή. Ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ ζούσε τότε στο μοναστήρι των Σελεστίνων κοντά στην οδό Σαιν Αντουάν. Αμέσως μετά την παραλαβή τής θλιβερής είδησης από την ανατολή είχε συνθέσει το τελευταίο τού έργο (τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο τού 1397), την «Θλιβερή και παρηγορητική επιστολή για το γεγονός τής λυπηρής ματαίωσης των σχεδίων τής Νικόπολης» (L’ Épistre lamentable et consolatoire sur le fait de la desconfiture lacrimable de Nicopoli), που απευθυνόταν στον Φίλιππο τής Βουργουνδίας «και σε όλους τούς βασιλιάδες, ηγεμόνες, βαρώνους, ιππότες και πόλεις τής Καθολικής χριστιανοσύνης». Σύμφωνα με τον Μεζιέρ τα αποτελέσματα τής σταυροφορίας θα ήσαν διαφορετικά αν οι Καθολικοί Ούγγροι, Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι και «ορισμένοι Ιταλοί» δεν είχαν πολεμήσει στο πλευρό των σχισματικών Βόσνιων, Σέρβων, Βλάχων και Βουλγάρων. Η θρησκευτική διαίρεση είχε δημιουργήσει διχασμό και είχε εξαπλώσει αναταραχή στις χριστιανικές τάξεις. Οι σχισματικοί είχαν ήδη υποταγεί στην «κυριαρχία» (seignourie) τού τυράννου Βαγιαζήτ, ενώ το μίσος τους για τούς Λατίνους ήταν τόσο, «που κατά τη γνώμη μου μπορεί κάλλιστα να προτιμούν να είναι υπήκοοι τού Τούρκου παρά τού βασιλιά τής Ουγγαρίας».

Το χτύπημα που είχε δεχτεί ο Φίλιππος από την ήττα και τη σύλληψη τού γιου του είχε γίνει αισθητό από όλους τούς χριστιανικούς ηγεμόνες και λαούς. Δεν ήταν μόνος. Ο Μεζιέρ τού υπενθύμιζε τις οδυνηρές δοκιμασίες «της μητέρας μας αγίας εκκλησίας» (nostre mere Sainte-eglise), το ναυάγιο των ελπίδων τού Σίγκισμουντ για τη σταυροφορία, καθώς και την ερήμωση τής Ουγγαρίας. Ύστερα από τριάντα χρόνια εμπειρίας με τούς Τούρκους και τούς Σαρακηνούς, ο Μεζιέρ τούς ήξερε ότι ήσαν σκληροί και ύπουλοι. Δύσκολα μπορούσε να αρνηθεί την πληρωμή λύτρων για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, όμως τα χρήματα που θα εισέπραττε έτσι ο Βαγιαζήτ θα τού παρείχαν «το υλικό και την ευκαιρία» (matère et occasion) να αρπάξει περισσότερα χριστιανικά βασίλεια. Σε κάθε περίπτωση, αυτοί που θα διαπραγματεύονταν τα λύτρα δεν έπρεπε να είναι Γάλλοι, «αλλά Ενετοί ή έμποροι τής Ιταλίας» (mais venitiens ou merchans d’ Italie). Δεν εμπιστευόταν τούς κερδοσκόπους εμπόρους, μερικοί από τούς οποίους ήσαν φίλοι των Τούρκων και θα πουλούσαν ακόμη και τον πατέρα τους για καλή τιμή. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν αξιόπιστοι έμποροι. Ήσαν συνηθισμένοι στις δοσοληψίες με τούς Τούρκους και θα εξασφάλιζαν καλύτερους όρους για τα λύτρα. Ο Μεζιέρ ζητούσε επίσης από τον Φίλιππο και τούς άλλους ηγεμόνες να έχουν στον νου τους τη γνωστή παροιμία, ότι «όταν κάποιος βλέπει το σπίτι τού γείτονά του σε πυρκαγιά, πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση και να μην αισθάνεται σίγουρος για το δικό του».181 Οι πυρκαγιές στην Ουγγαρία μπορούσαν να εξαπλωθούν προς τα δυτικά.

Κάποια καχύποπτο μυαλό θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο Σίγκισμουντ παραιτιόταν από το ενετικό «ενοίκιο» (census) επειδή πίστευε ότι ήταν πιθανό να διακόψει η Βενετία σύντομα την πληρωμή του. Στο Σπαλάτο (Σπλιτ) το προηγούμενο έτος (στις 4 Ιανουαρίου 1397) είχε δώσει ισόβιο ετήσιο επίδομα 1.000 δουκάτων από το «ενοίκιο» στον Τομάζο Μοτσενίγκο, τότε γενικό διοικητή τού Κόλπου, τού οποίου οι γαλέρες είχαν μεταφέρει αυτόν και την ακολουθία του από τον Βόσπορο στη δαλματική ακτή. Ο Μοτσενίγκο είχε δείξει ασυνήθιστη γενναιότητα για την υπεράσπιση τής Κωνσταντινούπολης εναντίον των Τούρκων και είχε βοηθήσει να αποφευχθεί η σύλληψη τού ίδιου τού Σίγκισμουντ.182 Η Ενετική Γερουσία δεν παρενέβη σε αυτή την ανάθεση κονδυλίων στον Μοτσενίγκο, αλλά κάποια στιγμή αργότερα (στις 27 Αυγούστου 1399) ο Mοτσενίγκο δήλωσε ότι ο ίδιος συμφωνούσε ότι η Σινιορία δεν θα τού πλήρωνε την πρόσοδο για τα έτη 1398 και 1399, μέχρι να εξοφλήσει ο Ιωάννης τής Νεβέρ τα 15.000 δουκάτα που είχε δανειστεί από τη Βενετία, με την προϋπόθεση ότι θα γινόταν επιστροφή, όταν θα ξεκινούσαν ξανά οι πληρωμές προς τον Σίγκισμουντ.183

Μια εβδομάδα αργότερα, στις 4 Σεπτεμβρίου, ο δόγης Aντόνιο Βενιέρ έγραψε στον Φίλιππο τής Βουργουνδίας, ότι η Σινιορία αφαιρούσε 5.000 δουκάτα από τα 7.000 που όφειλε στον Σίγκισμουντ για εκείνη τη χρονιά ως πληρωμή τού ενός τρίτου τού ποσού των 15.000 που είχαν δανείσει στον Νεβέρ, ενώ μεταβίβαζε τα υπόλοιπα 2.000 δουκάτα στον Μοτσενίγκο, για την ετήσια πρόσοδό του των δύο τελευταίων ετών. Ο δόγης ζητούσε επίσης την πληρωμή των υπολοίπων 10.000 τού χρέους τού Νεβέρ το συντομότερο δυνατόν.184 Ο Ραπόντι ενημερώθηκε γι’ αυτή την ενέργεια την ίδια μέρα.185 Τώρα η ενετική κυβέρνηση έπαιρνε επιστολή από τον Σίγκισμουντ, γραμμένη στο Γκραν στις 15 Αυγούστου, που ζητούσε να πληρωθούν στον Ραπόντι και τούς εκπροσώπους του 7.000 δουκάτα για το έτος 1399, στην οποία ο δόγης απάντησε στις 12 Σεπτεμβρίου, ότι μπορούσαν να καταβληθούν στον Ραπόντι μόνο 5.000, επειδή ο Μοτσενίγκο είχε ήδη πάρει 2.000.186

Όμως σύντομα θα γινόταν σαφές από μεταγενέστερα έγγραφα, ότι η Βενετία πρέπει να είχε «πληρώσει» τον Ραπόντι, δίνοντάς του εξόφληση για 5.000 δουκάτα και ενημερώνοντάς τον ταυτόχρονα ότι το χρέος τού Νεβέρ είχε ως εκ τούτου μειωθεί κατά ένα τρίτο. Δεν ήταν αυτό που περίμενε ο Ραπόντι, αλλά η ενετική πράξη ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Οι Βουργουνδοί είχαν λόγους να υποθέτουν ότι η Γερουσία συνεργαζόταν στην διάθεση από τον Σίγκισμουντ τού «ενοικίου» (census) για την πληρωμή των λύτρων τού Nεβέρ. Όσο ο Σίγκισμουντ είχε δικαίωμα στα χρήματα αυτά, άραγε τι νόημα είχε ο τρόπος με τον οποίο τα διέθετε η Γερουσία; Βέβαια θα προέκυπταν δυσκολίες αν και όταν οι Ενετοί αποφάσιζαν ότι ο Σίγκισμουντ δεν είχε πλέον δικαίωμα να εισπράττει 7.000 δουκάτα ετησίως.

Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να βγουν αρκετά χρήματα από το ενετικό «ενοίκιο» (census), ενώ οι ανάγκες τής βουργουνδικής αυλής ήσαν επείγουσες. Από την πρώτη είδηση τής σύλληψης τού γιου του, ο Φίλιππος τής Βουργουνδίας είχε συνειδητοποιήσει ότι οι δικές του πολιτείες έπρεπε να διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων που απαιτούνταν για τα λύτρα και τα άλλα έξοδα, στα οποία τον είχε μπλέξει η σταυροφορία. Τον Αύγουστο τού 1397 επιβλήθηκε «ενίσχυση» (tattle) στις πόλεις τής Φλάνδρας ύψους 100.000 χρυσών νομισμάτων (nobles), «χωρίς τα … άτομα τής εκκλησίας» (senz les … gens d’ eglise), γιατί ο φλαμανδικός κλήρος συνέβαλε χωριστά με 7.194 νομίσματα (nobles).187 Ιδιαίτερο βάρος έπεσε στην Φλάνδρα, λέει ο Φρουασσάρ, «όπου υπήρχε αφθονία πολλών χρημάτων λόγω τού εμπορίου» (où il redonde et habonde moult de finances pour le fait de la marchandise).188 Αλλά φυσικά η ενίσχυση επιβλήθηκε και εισπράχθηκε σε όλη την επικράτεια τού Φιλίππου: 50.000 φράγκα στο δουκάτο τής Βουργουνδίας και 30.000 λίρες στην κομητεία, 16.352 λίρες στην κομητεία τού Αρτουά, 10.000 φράγκα στην κομητεία τής Νεβέρ και τη βαρωνία τής Ντονζύ, 8.000 λίρες στην περιοχή τού διοικητή τού κάστρου τής Λιλ και 5.000 φράγκα στην κομητεία τής Σαρολαί. Μικρότερα ποσά απαιτήθηκαν από λιγότερο εύπορες και λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές.

Όμως όταν συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες οι γαιοκτήμονες τής Μπραμπάντ για να εξετάσουν το βουργουνδικό αίτημα για επιδότηση, εξέφρασαν τη λύπη τους που δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον Φίλιππο στην κάλυψη τού κόστους τής «οδυνηρής περιπέτειας» (la doloreuse aventure). Αν και η δούκισσα Ιωάννα παρενέβη για λογαριασμό τού Φιλίππου, οι γαιοκτήμονες δεν ανταποκρίθηκαν στην έκκληση, λόγω τής φτώχιας τους (έλεγαν) και των βαριών επιβαρύνσεων που τούς είχαν προσφάτως επιβληθεί.189

Η Μπραμπάντ δεν βρισκόταν ακόμη υπό βουργουνδική εξουσία. Ο Φίλιππος συγκέντρωσε 20.000 φράγκα ενεχυριάζοντας τις χρυσές πλάκες του και κάνοντας περαιτέρω ανοίγματα προς τούς γαιοκτήμονες τής Βουργουνδίας, από τούς οποίους πήρε άλλα 12.000 φράγκα (δηλαδή συνολικά 62.000), καθώς και στους γαιοκτήμονες τής Σαρολαί, οι οποίοι τού έδωσαν 2.000 ακόμη. Αυτές οι τελευταίες επιδοτήσεις συλλέχθηκαν τις μέρες τής γιορτής τού Αγίου Ιωάννη (24 Ιουνίου) και των Αγίων Πάντων (1η Νοεμβρίου) τού έτους 1400.190

Ο Φίλιππος έπρεπε να πληρώνει χρήματα τόσο γρήγορα, όσο τα εισέπραττε. Εξακολουθούσε επίσης να τα δαπανά. Όπως αυτός πίεζε τη Βουργουνδία και το Σαρολαί να αυξήσουν τις επιδοτήσεις τους, έτσι τον πίεζαν και οι πιστωτές του. Τον Οκτώβριο τού 1400 εμφανίστηκαν στη βουργουνδική αυλή απεσταλμένοι των Φραντσέσκο Β’ και Νικολό Γκατελούζο, ζητώντας την καταβολή των ποσών που εξακολουθούσαν να οφείλονται στους εντολείς τους. Ο Φραντσέσκο είχε προκαταβάλει 110.000 δουκάτα, όπως γνωρίζουμε, και ο Νικολό 40.000, δηλαδή συνολικά 150.000, εκ των οποίων είχαν εξοφληθεί μόνο 75.000. Εκτός από το ανεξόφλητο υπόλοιπο των 75.000 δουκάτων, λέγεται ότι η βουργουνδική αυλή όφειλε στον Νικολό 5.000 για άλλο δάνειο προς τον Ιωάννη τής Νεβέρ, καθώς και 8.500 για τα λύτρα τού Γκυ ντε Τρεμουάγ (που είχε πεθάνει στη Ρόδο τον Απρίλιο τού 1397). Οι Γκατελούζο διεκδικούσαν επίσης 20.000 δουκάτα για έξοδα, τόκους και ζημιές. Είχαν στείλει πολλές πρεσβείες στην Τουρκία, καθώς και στη Γαλλία και την Βουργουνδία. Το σύνολο τού βουργουνδικού χρέους ανερχόταν λοιπόν σε 108.500 δουκάτα, εκ των οποίων μόνο 7.000 είχαν πληρωθεί. Οι Γκασπάρ ντε Πάγκανι και Νικολό Πατέριο είχαν υπάρξει «εγγυητές» (respondeurs) για 22.000 δουκάτα, τα οποία (έλεγαν οι απεσταλμένοι) δεν είχαν καμία σχέση με τούς δύο Γκατελούζο, αλλά ήθελαν τώρα καταβολή των 101.500 δουκάτων, που οφείλονταν ακόμη στους άρχοντες τής Μυτιλήνης και τής Αίνου.191

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το κόστος τής Νικόπολης, καθώς και η αιματοχυσία, πρέπει να είχαν μειώσει το σταυροφορικό πάθος των Γάλλων. Ο Βαγιαζήτ ήταν πιο ισχυρός από ποτέ, η Κωνσταντινούπολη περισσότερο απειλούμενη. Αναζητώντας απελπισμένα βοήθεια από τη Δύση, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος είχε μόλις έρθει ο ίδιος στην Ευρώπη, για να κάνει προσωπική έκκληση προς τις δυτικές δυνάμεις, τη Βενετία και τη Γένουα, τη Γαλλία και την Αγγλία, για άνδρες, χρήματα, πλοία και όπλα, με τα οποία θα υπερασπιζόταν την πρωτεύουσά του. Ενώ οι απεσταλμένοι των Γκατελούζο ζητούσαν αποπληρωμή των δανείων τους προς τον Νεβέρ και τούς συντρόφους του (τον Οκτώβριο τού 1400), ο Mανουήλ βρισκόταν στο Παρίσι, προγραμματίζοντας να συνεχίσει προς Λονδίνο. Εξίσου αξιοσημείωτα με τα ευρωπαϊκά ταξίδια στην Ανατολική Μεσόγειο ήσαν τα ταξίδια των ανθρώπων τής Ανατολικής Μεσογείου στην Ευρώπη, τα οποία θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφαλαίο.

<-13. Η σταυροφορία τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοΐας. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος στη Ρώμη και τη Βενετία (1366-1371) 15. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, ο στρατάρχης Μπουσικώ και η σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και Γένουας->
Scroll to Top