Σημειώσεις κεφαλαίου 13

Σημειώσεις κεφαλαίου 13

[←1]

Πρβλ. Etienne Baluze και Guillaume Mollat, Vitae paparum Avenionensium, 4 τόμοι, Παρίσι, 1914-22, I, 352-53, 384, 396, 400, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1363, αριθ. 14-18. τομ. VII (Λούκκα, 1752), σελ. 85-88 και πιο πάνω, σελ. 245a.

[←2]

N. Iorga, Philippe de Mézières (1327-1405) et la croisade au XIV siècle, Παρίσι, 1896, σελ. 164, αντίθετα με τον J. Delaville le Roulx, La France en Orient au XIV Siècle, Παρίσι, 1886, 120, 141 (ακολουθούμενο από τον A. S. Atiya, The Crusade in the Late Middle Ages, Λονδίνο, 1938, σελ. 332, σημείωση 381), ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο Αμαδέος πήρε τον σταυρό στην τελετή τής Μεγάλης Παρασκευής τού 1363.

Ο Pietro Datta, Spedizione in Oriente di Amedeo VI conte di Savoia, provata con inediti documenti, Τορίνο, 1826, σελ. 11-12 συμπέρανε την παρουσία τού Αμαδέου στην Αβινιόν από βούλλα που είναι λάθος χρονολογημένη την 1η Απριλίου 1363 και παρέσυρε έτσι τον Delaville Le Roulx (βλέπε την επόμενη σημείωση). Ο Αμαδέος βρισκόταν βέβαια στην Αβινιόν στις αρχές τής επίσκεψης τού Γάλλου βασιλιά στον Ούρμπαν Ε΄. Έφτασε γύρω στις 2 Δεκεμβρίου 1362, αλλά έφυγε στις 13 για τη Σαβοΐα, όπου έφτασε στις 20 τού μηνός [βλέπε Jean Cordey, Les comtes de Savoie et les rois de France pendant la guerre de Cent ans (1329-1391), Παρίσι, 1911, σελ. 166-70 (Bibliothèque de l’ École des hautes Études, αριθ. 189)]. Όμως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι ο Αμαδέος έδωσε τον σταυροφορικό όρκο τον Δεκέμβριο τού 1362.

[←3]

Επτά βούλλες με ημερομηνία 1 Απριλίου 1364 (όχι 1363), που χορηγούσαν στον Αμαδέο ηγεμονικό φάσμα σταυροφορικών παραχωρήσεων, έχουν δημοσιευτεί με προφανώς καλά κείμενα από τον F. K. Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni della Spedizione in Oriente di Amedeo VI (il Conte Verde), Τορίνο, 1900, κείμενα vixii, σελ. 344-67 (Bibiioteca storica italiana, VI): «Όταν εσείς στο εν λόγω πέρασμα [στους Αγίους Τόπους και τα μέρη των απίστων στην Ανατολή] ή όταν στο παρελθόν είχατε ορκιστεί στην Αποστολική Έδρα να διαθέσετε τις δυνάμεις σας σε αυτό, παίρνοντας σωματικά το σεβάσμιο σημείο τού σταυρού …» (Cum tu in dicto passagio [ad Terram Sanctam et partes infidelium Orientis] vel ante cum tua potentia transfretare disponas, prout hoc apud Apostolicam Sedem corporaliter iuravisti et recepisti venerabile signum crucis…) [έγγραφο vi, σελ. 344 και πρβλ. κείμενα vii, ix.x, σελ. 349, 354-55, 358].

Tο έργο αυτό αναφέρεται εφεξής ως Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni.

Οι εν λόγω παπικές βούλλες έχουν όλες εκδοθεί στην Αβινιόν στις «καλένδες τού Απριλίου, κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας» (Kalendis Aprilis, pontificatus nostri anno secondo), δηλαδή το 1364, αλλά δυστυχώς ο Bollati di Saint- Pierre τις έχει χρονολογήσει όλες εσφαλμένα ένα χρόνο πριν. Ο Datta, Spedizione in Oriente, σελ. 225-42 έχει επίσης κάνει το ίδιο λάθος.

[←4]

Maurice Prou, Étude sur les relations politiques du pape Urbain V avec les rois de France Jean II et Charles V (1362- 1370), Παρίσι, 1888, σελ. 34-35 με κείμενα xxvii-xxviii, σελ. 110-11. Πρβλ. Paul Lecacheux, Lettres sècretes et curiales du pape Urbain V se rapportant à la France, I, δέσμη 1 (1902), αριθ. 847, σελ. 124-25 και Eugene L. Cox, The Green Count of Savoy: Amadeus VI and Transalpine Savoy in the Fourteenth Century, Πρίνστον, 1967, σελ. 179-80.

[←5]

Bλέπε Dino Muratore, «La nascita e il battesimo del primogenito di Gian Galeazzo Visconti e la politica viscontea nella primavera del 1366», Archivio storico lombardo, 4η σειρά, IV (Μιλάνο, 1905), 264.

[←6]

«… ung ordre de quinze chivalliers en lonnour des quinze ioyez de Notre Dame», Jean Servion, Chroniques de Savoye, στο Monumenta historiae patriae (συντομογρ. εφεξής ως MHP), III, Scriptores, I (Τορίνο, 1840), στήλες 294-96. Βλέπε επίσης Cox, Green Count of Savoy, σελ. 180-86, 371-72.

[←7]

Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, κείμενα vi-vii, ix, xi-xii, σελ. 344 και εξής.

[←8]

Στο ίδιο, έγγραφο viii, σελ. 351-52 και πρβλ. έγγραφο xi, σελ. 361.

[←9]

Στο ίδιο, έγγραφα viiiix, xlixlii, σελ. 351 και εξής, 365 και εξής, όπου το έγγραφο xiii έχει ημερομηνία 5 Μαΐου 1364. Αυτές οι βούλλες απευθύνονταν στους αρχιεπίσκοπους Λυών και Ταρενταίζ και στους επίσκοπους Μακόν, Σαιν Ζαν ντε Μοριέν, Γκρενόμπλ, Μπελλαί, Γενεύης, Λωζάννης, Σιόν (Sitten), Αόστα, Ιβρέα και Τορίνο. O Κάρολος Δ΄ είχε κάνει τον Αμαδέο αυτοκρατορικό εκπρόσωπο (vicar) ακόμη και σε αυτές τις επισκοπές, που δεν ανήκαν στην επικράτεια τής Σαβοϊας [Delaville le Roulx, France en Orient, I, 142]. Στις 30 Ιουνίου 1364 ο Ούρμπαν προέτρεψε τον Αμαδέο να συνεχίσει «επιμελώς» τα σχέδιά του για τη σταυροφορία [Paul Lecacheux, Lettres. secretes et curiales, I, δέσμη 2 (1906), αριθ. 1053, σελ. 164].

[←10]

K. H. Schäfer, Die Ausgaben der Apostolischen Kammer unter den Papsten Urban V. und Gregor XΙ. (1362-1378), Πάντερμπορν, 1937, σελ. 126. O Μπαρτόλι πήρε επίσης πέντε φλουριά, για να φτιάξει ένα δοχείο (picherius) για το υπνοδωμάτιο τού πάπα. Ο Ούρμπαν έστειλε ειδικούς αγγελιοφόρους στον Αμαδέο στις 3 Οκτωβρίου 1363, την ίδια ημερομηνία το 1364 και στις 5 Αυγούστου 1365, όπου ο τελευταίος προσκόμιζε «συγκεκριμένη βούλλα» [στο ίδιο, σελ. 16, 69, 107].

[←11]

H νομική πράξη που έδινε στην Μπον εξουσίες διακυβέρνησης (potestas regiminis) υπάρχει στον Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, κείμενα iii, σελ. 329-35. O Bollati di Saint-Pierre έχει δημοσιεύσει σε αυτόν τον τόμο τούς οικονομικούς λογαριασμούς τής εκστρατείας τού Αμαδέου, που τηρούσε ο προσεκτικός υπάλληλος Αντουάν Μπαρμπιέ από τις 12 Ιουνίου 1366 μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1368, «δηλαδή για έναν ολόκληρο χρόνο και τριανταδύο εβδομάδες» (videlicet de uno anno integro et triginta duabus septimanis).

[←12]

Πρβλ. Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, έγγραφο x, σελ. 357: «… για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων … κηρύττοντας τα λόγια τού σταυρού δίνουμε εντολή να διασχίσουν όλοι τη θάλασσα στο [γενικό] πέρασμα, χορηγώντας σε αυτούς με αποστολική αξουσία … άφεση αμαρτιών και προνόμια …» (… ad recuperationem Terre Sancte … verbum crucis mandavimus predicari omnibus transfretaturis in [generali] passagio, indulgentiam et privilegia … auctoritate apostolica concedentes…).

[←13]

Sime Ljubić, Listine, in Monumenta spectantia historian slavorum meridionalium, IV (Ζάγκρεμπ, 1874), αριθ. cxxxii- cxxxii, σελ. 76-77.

[←14]

S. Steinherz, «Die Beziehungen Ludwigs I. von Ungam zu Karl IV. (1358-1373)», Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, IX (Ίννσμπρουκ, 1888), 558-59.

[←15]

Στο ίδιο, σελ. 567.

[←16]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 1-2, τομ. VII (1752), σελ. 129. O πατέρας τού Ιωάννη Ε΄, ο Ανδρόνικος Γ΄ (1328- 1341), είχε παντρευτεί τη θεία τού Αμαδέου, την Jeanne τής Σαβοϊας, γνωστή ως Άννα Παλαιολογίνα, για την επιρροή τής οποίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία βλέπε Ursula V. Bosch, Kaiser Andronikos III. Palaiologοs, Άμστερνταμ, 1965.

Παρά το γεγονός ότι ο Cox, Green Count of Savoy, σελ. 206-7 αναφέρει ότι στις 6 Ιανουαρίου 1366 ο Ούρμπαν, εγκαταλείποντας τις ελπίδες του για μεγάλης κλίμακας σταυροφορία που θα ξεκινούσε για την Ανατολή, ανακάλεσε τις βούλλες (του Απριλίου 1364) που χορηγούσαν τον εξαετή φόρο δεκάτης στον Αμαδέο, στις 27 τού μηνός ο Ούρμπαν έδωσε εντολή στην επισκοπή Σαβοϊας να συλλέξει και να πληρώσει στον Αμαδέο τον φόρο δεκάτης, για να τον βοθήσει να χρηματοδοτήσει το «γενικό πέρασμα» (passagium generale), το οποίο αυτός και οι στρατιώτες του ετοιμάζονταν να αναλάβουν. Paul Lecacheux και Guillaume Mollat (επιμ.), Lettres sècretes et curiales du pape Urbain V se rapportant à la France, I, δέσμη 3 (Παρίσι, χωρίς χρονολογία), αριθ. 2105, σελ. 368-69.

Ο Datta, Spedizione in Oriente, σελ. 21, αναφέρεται σε βούλλα τής 27ης Ιανουαρίου 1365, που ανακαλούσε όλες τις εκκλησιαστικές παραχωρήσεις που είχαν γίνει στον Αμαδέο, πράγμα που οδήγησε τον Delaville le Roulx, France en Orient, I, 141 να συμπεράνει ότι ο Αμαδέος επέμενε στα σχέδιά τού για την ανατολική εκστρατεία χωρίς τέτοια οικονομική βοήθεια, αλλά η χορήγηση φόρων δεκάτης ίσχυε σαφώς στις 27 Ιανουαρίου 1366 [και ο Delaville le Roulx, ό. π., συνεχίζει ερχόμενος σε αντίθεση με τον εαυτό του στη σελ. 144].

[←17]

Arch. di Stato di Venezia (1363-1366), Lettere segrete del Collegio, φύλλα 176-177, με εσφαλμένη αντιγραφή στο Gusztav Wenzel, Magyar diplomacziai emlékek, στο Monumenta Hungariae historica, Acta extera, II (Βουδαπέστη, 1875), αριθ. 479, σελ. 643-45. Οι Ούγγροι αντιπρόσωποι ενημέρωσαν τον δόγη και το Κολλέγιο

«ότι η πρόθεση τής βασιλικής Μεγαλειότητάς του ήταν να έχει τις εν λόγω γαλέρες έτοιμες στη θάλασσα στα μέρη τής Αττάλειας για να παρενοχλούν, ώστε να μη μπορούν οι Τούρκοι να περάσουν από την Τουρκία στα μέρη τής Ελλάδας».

(quod intentio sue regie Maiestatis erat habere dictas galeas in mari paratas ad partes Satalie et ad bucham ad turbandum quod Turchi non possent descendere de parcibus Grecie supra Turchiam.)

Πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 330-31.

Στις 28 Φεβρουαρίου (1366) η Γερουσία εξουσιοδοτούσε τον Ντάντολο να δανειστεί χρήματα, αν το θεωρούσε αναγκαίο, για να καλύψει τις δαπάνες τής πρεσβείας του στην ουγγρική αυλή [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλο 13].

[←18]

Δημήτριος Κυδώνης, Oratio pro subsidio Latinorum, στην Patrologia graeca, τομ. 154 (Παρίσι, 1866), στήλες 1000-1:

Χωρίς αυτά, για ποια εγκλήματα θα απαιτήσουν από αυτόν τόση τιμωρία; Ότι στα μέσα τού χειμώνα, ξεπερνώντας τις ελπίδες όλων, μπήκε στον Εύξεινο Πόντο, ανέπλευσε τον Δούναβη, πλέοντας όχι πάνω στο νερό αλλά δίπλα στις όχθες, σαν ύφαλος; Ότι έφτασε ύστερα από λίγο σε εκείνους, που δεν φαίνονταν κατάλληλοι ούτε τραπέζι να ετοιμάσουν για κάποιον, ερχόμενος για να ζητήσει βοήθεια από θηρία μάλλον και όχι από ανθρώπους; Ότι προσπάθησε να τούς πείσει να πάρουν τα όπλα για χάρη μας και να περάσουν από κινδύνους, όντας ξένοι, για τη δική μας ελευθερία; Ήταν λοιπόν τόσο πολύ, επειδή ο ηγεμόνας ήταν προηγουμένως κακός και εχθρικός. Έπειτα, καθώς τούς άλλαξε και τούς έφερε στο πλευρό μας, πρέπει να στεφανωθεί και να τού δοθούν όλων των ειδών τα βραβεία, και όσο ζει, όσο και όταν πεθάνει. Παρόλο που ήταν ο μεγαλύτερος και ιερότερος, και κατείχε την εξουσία με πατρικό δικαίωμα, δεν αρνήθηκε να εκλιπαρήσει τούς βαρβάρους για χάρη μας. Γιατί σε αυτό ακριβώς το θέμα, τίποτε πιο ενοχλητικό δεν θα μπορούσε να συμβεί σε έναν άνδρα, που έχει συνηθίσει να διατάζει πολλούς ανθρώπους. Πώς, λοιπόν, να μην ξεπεράσουμε τη σκληρότητα των βαρβάρων, όταν από εκείνους είχε καλύτερες ελπίδες, από αυτές που εμείς επιδεικνύαμε τότε; Γιατί νόμιζε ότι εκείνους θα τούς έχει φίλους, με τέτοιον τρόπο, ώστε να πολεμήσουν μαζί. Σε εμάς όμως τα συμβαίνοντα θα αποκαλύψουν κάποια φοβερή έχθρα. Ή μήπως θεωρώντας ασεβείς και πονηρούς εκείνους που τόλμησαν τότε να συμβουλεύσουν αυτά, θα δεχθούμε τον επιστρέφοντα αυτοκράτορα με επαίνους και χειροκροτήματα, όπως είναι δίκαιο, αλλά δεν θα επιτρέψουμε στους συμμάχους μας να εισέλθουν στην πόλη μαζί με αυτόν; Ή μήπως σε αυτόν θα φερθούμε με καλοσύνη, αλλά εκείνους θα τούς αφήσουμε στο χωράφι και τη δυστυχία και θα ορίσουμε φύλακες στις πύλες για να τούς κρατούν έξω;

«…Ἄνευ δὲ τούτων καὶ τίνων ἁμαρτημάτων τοσαύτην αὐτὸν ἀπαιτήσουσι δίκην; Ὅτι χειμῶνος μεσοῦντος ὑπερβὰς τὰς ἁπάντων ἐλπίδας, ἀνήγετο μὲν εἰς τὸν Πόντον˙ ἀνέπλει δὲ τὸν Ἴστρον, ἑκατέρωθεν οὐχ ὑπερπλέων, ἀλλὰ παραπλέων ὥσπερ τινὰς ὑφάλους τὰς ὄχθας. Ἧκε δὲ μετ’ ὀλίγον, καὶ οἵ μηδ΄ ἄν δειπνοῦντι παρεστῶτες ἀρκεῖν πρὸς διακονίαν ἐδόκουν, θηρίων μᾶλλον δεησόμενος, οὐκ ἀνθρώπων˙ καὶ πείσων ὑπὲρ ἡμῶν ἁρπάσαι τὰ ὅπλα καὶ κινδυνεύειν, ἀλλοτρίους ὄντας, ὑπὲρ τῆς ἡμῶν ἐλευθερίας; Τοσοῦτον μὲν οὖν, εἰ καὶ μὴ δεσπότης ἐτύγχανεν ὤν, πονηρὸς δὲ τις πρότερον καὶ πολέμιος. Εἶτα μεταβαλὼν τοιούτοις ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἐξεδίδου, στεφανοῦν ἐχρῆν, καὶ πάντων αὐτῷ μεταδιδόναι γερῶν, καὶ ζῶντι καὶ τελευτήσαντι. Εἰ δὲ καὶ τοῦτ’ ὤν τὸ μέγιστον καὶ θειότατον, καὶ πατρῷον ἔχων σχῆμα, ἔπειθ΄ ὑπὲρ ἡμῶν δεῖσθαι τοὺς βαρβάρους οὐκ ὤκνει˙ τούτου γὰρ, τούτου μόνον οὐδ΄ ἄν ἕτερον ἐπαχθέστερον πάθοι ἀνὴρ τοσούτοις εἰωθὼς ἐπιτάττειν˙ πῶς οὐ παρελευσόμεθα καὶ τὴν τῶν βαρβάρων ὠμότητα, εἰ βελτίους ἐν ἐκείνοις ἔσχεν ἐλπίδας, ὧν ἡμεῖς ἐπιδειξάμεθα τότε; Ἐκείνους μὲν γὰρ φίλους ἕξειν ἐνόμισεν, ὥστε καὶ συμμαχεῖν˙ ἡμῖν δὲ δεινὴν τινα τὴν ἔχθραν τὰ πραττόμενα μαρτυρήσει. Εἰ δ΄ ἀσεβεῖς καὶ μιαροὺς ἡγησάμενοι τοὺς τότε ταῦτ’ ἄν τολμήσοντας συμβουλεύειν, μετ’ εὐφημίας καὶ κρότων, ὥσπερ δίκαιον, ἐπανήκοντα τὸν βασιλέα δεχοίμεθα, πότερον καὶ τοὺς συμμάχους συνελθεῖν αὐτῷ συγχωρήσομεν˙ ἤ πρὸς μὲν ἐκεῖνον φιλανθρωπευσόμεθα, ἐκείνων δὲ τὸ πεδίον ἔσται, καὶ ἡ ταλαιπωρία, καὶ στήσομεν τοὺς εἵρξοντας αὐτοὺς τῶν πυλῶν;»

για το οποίο σημειώστε Const. Jireček, στην κριτική τού πρώτου τόμου τού Osmanisches Reich τού N. Iorga, στο Byzantinische Zeitschrift, XVIII (1909), 583.

[←19]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 4-9, τομ. VII (1752), σελ. 130-32, Wenzel, MHH, Acta extera, II, αριθ. 484, σελ. 650-51. Πρβλ. την επιστολή τού Ούρμπαν τής 1ης Ιουλίου προς τον Μεγάλο Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας στον Aug. Theiner, Vetera monumenta historiea Hungariam sacram illustrantia, 2 τόμοι, Ρώμη, 1859-60, II, αριθ. cxi, σελ. 73-74. H άδεια ασφαλούς διέλευσης τού Νοελλέ έχει ημερομηνία 23 Ιουλίου 1366 [Lecacheux και Mollat, I, δέσμη 3, αριθ. 2337-38, σελ. 408]. Αυτός στελνόταν επίσης στον αυτοκράτορα Κάρολο Δ΄ [στο ίδιο, αριθ. 2328, σελ. 406].

[←20]

Theiner, Monumenta Hungariae sacrae, II, αριθ. CXLVI, σελ. 76-79.

[←21]

Theiner, Monumenta Hungariae sacrae, II, αριθ. CXLII, σελ. 74-75, Wenzel, MHH, Acta extera, II, αριθ. 482, σελ. 648-50, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 10, voL VII (1752), σελ. 132-33. Αυτά τα δύο κείμενα είναι γεμάτα με τις επαναλαμβανόμενες διατυπώσεις που χρησιμοποιούνταν στις σταυροφορικές βούλλες.

[←22]

Wenzel, MHH, Acta extera, II, αριθ. 483, σελ. 650, Ljubić, Listine, in Monumenta spectantia historiam slavorum meridionalium, IV, αριθ. cxix, σελ. 86-87, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (Βενετία, 1883), βιβλίο vii, αριθ. 263, σελ. 47.

[←23]

«… eis interim de aliqua armigera gente succurras si tibi expediens videatur» [Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 3, τομ. VII (1752), σελ. 130, Theiner, Monumenta Hungariae sacrae, II, αριθ. cxxxix, σελ. 73]. O Walter Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1958, σελ. 704-5, σημείωση, βρίσκει αυτή την παπική επιστολή χαρακτηριστική τής παπικής πολιτικής, να μην προσπαθεί να βοηθήσει τούς σχισματικούς εναντίον των απίστων.

[←24]

Πρβλ. Oskar Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome (1355-1375), Βαρσοβία, 1930, σελ. 129-32. Φαίνεται ότι ο Λουδοβίκος και η πλήρης ζήλου μητέρα του, η Ελισσάβετ τής Πολωνίας, επέμεναν να βαφτιστούν για δεύτερη φορά ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος και η ακολουθία του, τη φορά αυτή στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, πριν πάρουν οποιαδήποτε βοήθεια από την Ουγγαρία. Η απαίτηση ήταν απαράδεκτη για τούς Έλληνες. Ήταν επίσης αντίθετη με τούς κανόνες και των δύο Εκκλησιών. Βλέπε τη σημαντική μελέτη τού Jean Meyendorff, «Projets de concile oecumenique en 1367: Un Dialogue inedit entre Jean Cantacuzene et le legat Paul», Dumbarton Oaks Papers, XIV (1960), 149-77, ιδιαίτερα σελ. 154-55, 166, 173. Οι Ούγγροι, λέει ο Meyendorff, ήσαν «πιο παπιστές και από τον πάπα». Ήσαν επίσης κάπως οξύθυμοι, ως αποτέλεσμα τής δυσαρέσκειάς τους με τούς Βογομίλους, οι οποίοι ζούσαν σε σλαβικά (μερικοί ακόμη και σε βυζαντινά) εδάφη, για το οποίο σημειώστε P. Wirth, «Die Haltung Kaiser Johannes’ V. bei den Verhandlungen mit Kοnig. Ludwig I. von Ungarn zu Buda im Jahre 1366», Byzantinische Zeitschrift, LVI (1963), 271-72.

[←25]

Wenzel, MHH, Acta extera, II, αριθ. 485, σελ. 651-52, Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. CU, σελ. 88, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 284, σελ. 50.

[←26]

Wenzel, MHH, Acta extera, II, αριθ. 486-88, σελ. 652-53, Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. cliii-clv, σελ. 88-89, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 311-13, σελ. 54.

[←27]

Wenzel, MHH, Acta extera, II. αριθ. 492, σελ. 655, Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. clvii, σελ. 90, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 337, σελ. 59.

[←28]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 32. Tο έγγραφο έχει ημερομηνία «1366, die VIIII Febr.» (με ενετικό τρόπο), δηλαδή 1367 και παρέχεται σωστά από τον Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. clvi, σελ. 90, αντίθετα με τον Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 133, σημείωση 3. Η λανθασμένη ημερομηνία που παρέχεται στα λατινικά στην αρχή τού κειμένου στο Wenzel, MHH, Acta extera, II, αριθ. 490, σελ. 654 οφείλεται στον συγγραφέα και δεν αποτελεί τμήμα τού αρχικού κειμένου.

[←29]

Monumenta Ragusina, IV, επιμ. Jos. Gelcich στο MHSM, XXVIII (Ζάγκρεμπ, 1896), σελ. 75.

[←30]

Tο κείμενο τού σχετικού αποσπάσματος στο χρονικό τού Caroldo παρέχεται από τον Steinherz, Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, IX (Ίννσμπρουκ, 1888), 568 σημείωση, από το χειρόγραφο Βιέννης 6153, φύλλο 264 και αναφέρεται από τον Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 699-700, σημείωση, από το χειρόγραφο Παρισιού Ital. 320, φύλλο 266. Πρβλ. Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 133-34.

[←31]

D. Muratore, «La Nascita e il battesimo del primogenito di Gian Galeazzo Visconti«, Arch. stor. lombardo, IV (1905), 261-69. H Ισαβέλλα γεννήθηκε τον Οκτώβριο τού 1348 και ο Τζιαν Γκαλεάτσο τον Οκτώβριο τού 1351. Είχαν τρεις γιούς, που πέθαναν όλοι τους σε παιδική ηλικία, τούς Τζιαν Γκαλεάτσο (1366-1376;), Ατσόνε (1368-1381) και Κάρλο (γεν. 1372), ο οποίος πέθανε πριν από τον μεγαλύτερο αδελφό του [στο ίδιο, IV, 283-84]. Ένα τέταρτο παιδί, η Βαλεντίνα (γεν. 1370), παντρεύτηκε τον Λουδοβίκο Α΄ Ορλεάνης-Βαλώνων και τελικά κληροδότησε την αξίωσή της επί τού δουκάτου Βισκόντι τού Μιλάνου στον εγγονό της Λουδοβίκο ΙΒ΄ τής Γαλλίας και στον διάδοχο τού τελευταίου Φραγκίσκο Α’, όπου και οι δύο θα κερδίσουν την προσοχή μας στη συνέχεια αυτού τού έργου.

[←32]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 248, φύλλα 67-68:

«Αγαπημένοι μου γιοί, ευγενή δόγη Μάρκο Κορνέρ και συμβούλιο και κοινότητα τής Βενετίας, σάς χαιρετώ, κλπ.: … Πράγματι ο αγαπημένος μας γιός Αμαδέος, κόμης Σαβοϊας, φρόντισε να μάς ενημερώσει, ότι κάποιοι ευγενείς και ισχυροί σύμμαχοί του, που θέλουν να υπερασπιστούν την ιερή πίστη και να μεταφερθούν πέρα από τη θάλασσα για να επιτεθούν στους απίστους και να επιστρέψουν στη χώρα σας με τη συνηθισμένη εξασφάλιση των χριστιανών, ζήτησαν από εσάς πλοία για τη μεταφορά, αν και μπορεί να έχουν και οι ίδιοι, και αυτά τα άτομα είναι έτοιμα να αποζημιώσουν δίκαια, αλλά εσείς δεν θέλετε να τούς διαθέσετε, για να μην προκαλέσετε, επειδή οι εν λόγω ευγενείς σας σκέφτονται να πάνε τώρα στα εδάφη τα οποία κατέχει αυτός ο εχθρός τού θεού και τής πίστης …, δηλαδή στον σουλτάνο τής Βαβυλώνας [Καϊρου], λόγω ορισμένων εμπορικών διαπραγματεύσεων με τον ίδιο σουλτάνο, όπως έχει ήδη συμβεί σε παρόμοιες περιπτώσεις και όπως μερικοί από τούς συμπολίτες σας προτείνουν να κάνουν …»

(Dilectis filiis nobili viro Marco Cornario duci ac consilio et comuni Venetiarum salutem, etc.: … sane dilectus filius Amedeus comes Sabaudie nobis significare curavit quod ipse et nonnulli nobiles et potentes eius socii volentes ad defensionem sacre fidei et impugnationem ultramarinorum infidelium transfretare ad terram vestram consueta Christianorum fiducia recurrentes a vobis petita pro transfretando navigia, licet habeatis eadem et ipsi pro hiis iuste satisfacere sint parati, ex eo non vultis eis concedere quia illum hostem dei et fidei prelibate …, soldanum videlicet Babilonie ob quedam commercia que in terris quas idem soldanus detinet quasque per ipsos nobiles putatis invadi pro tempore, sicut iam in similibus contigit, quidam concives vestri exercere proponunt non intenditis provocare …),

γεγονός στο οποίο, αν είναι αληθινό, ο Ούρμπαν επιτίθεται ως προσβολή στη θεία μεγαλειότητα και ως παρέκκλιση από την πίστη: η ατιμία τής υποτιθέμενης ενετικής στάσης θα εξαπλωνόταν σε όλο τον κόσμο και προτρέπει την ενετική κυβέρνηση να μην επιτρέψει σε μια τέτοια κηλίδα να λεκιάσει «την καθαρότητα τού καλού τους ονόματος», αλλά να ακολουθήσουν τα βήματα των προκατόχων τους, οι οποίοι μετέφεραν σταυροφόρους στο εξωτερικό και τούς έφερναν πάλι πίσω στην πατρίδα και με τον ίδιο τρόπο να διαθέσουν τις απαραίτητες υπηρεσίες μεταφοράς στον Αμαδέο και τούς οπαδούς του. Πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 332-33, ο οποίος παραθέτει επίσης το απόσπασμα από τον Caroldo.

[←33]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 258, σελ. 46. Ύστερα από την επιστροφή τού Αμαδέου από την Ανατολή, η γραπτή υπόσχεση τού επεστράφη ως χειρονομία ευγένειας με εντολή τού δόγη στις 13 Αυγούστου 1367.

[←34]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλο 139, έγγραφο με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1366, Samuele Romanin, Storia documentata di Venezia, III (Βενετία, 1855), 232. O Σαρακίν εμφανίζεται ως «Seracenus Dandelos» στους οικονομικούς λογαρασμούς τού Αντουάν Μπαρμπιέ για την εκστρατεία και περιγράφεται ως «κυβερνήτης τής γαλέρας τού κυρίου [Αμαδέου]» (capitaneus galee domini [Amadei]) [Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, αριθ. 175, 850, σελ. 53, 191-92]. Αποτελεί γνωστή φυσιογνωμία σε (μεταγενέστερες) ενετικές υποθέσεις.

[←35]

Ο χρονικογράφος τού 15ου αιώνα Jean Servion, ακολουθώντας τον προκάτοχό του Cabaret, αναφέρει στα Chroniques de Savoye στο MHP, III, Scriptores, I, στήλη 301d, ότι ο Γκαλεάτσο Β΄ Βισκόντι έδωσε στον Αμαδέο «για να τον εξυπηρετήσει στο ταξίδι του τον κύριο Λουκίνο νταλ Βέρμε, δοικητή 100 διαλεχτών πανόπλων ανδρών» (pour le servir en son voyage messire Lucquin de Vermes capitayne de cent hommes darmes deslite), ενώ ο Muratore, Arch. stor. lombardo, IV (1905), 278, σημείωση 3, δείχνει ότι είναι λάθος ή αλλαγή που εισήγαγε ο Servion στο κείμενο τού Cabaret.

[←36]

Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, έγγραφο iii, σελ. 336-37, όπου υπάρχουν δύο αναφορές στον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης.

[←37]

Για τις πηγές βλέπε Muratore, Arch. stor. lombardo, IV, 270 και σημείωση 3.

[←38]

Πρβλ. Datta, Spedizione in Oriente (1826), σελ. 43 και έγγραφο v-1, σελ. 256, με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1366.

[←39]

Muratore, Arch. stor. lombardo, IV, 269-73. 277-78, ο οποίος παραθέτει κείμενα από την Tesoreria generale di Savoia στο Arch. Cam. di Torino, Rotolo 65, φύλλο iii. Tα χρήματα από την Μπλανς αναμένονταν στις Mαϊου (1366) και επίσης «ως ευγενικό δώρο από αυτόν τον κύριο Γκαλεάτσο προς τον κύριο [Αμαδέο], 20.000 φλουριά καλού βάρους» (ex dono per ipsum dominum Galeaz facto domino [Amadeo] gratiose, xx m. flor. B[oni] p[onderis]), το οποίο απολύτως κατανοητά οδήγησε τον λογιστή τού Αμαδέου, τον Αντουάν Μπαρμπιέ, να θεωρήσει λανθασμένα το δάνειο τού Γκαλεάτσο ως δώρο, ενώ η διόρθωση έγινε από τον ίδιο τον Αμαδέο μετά την επιστροφή του στην Παβία από την Ανατολή (σε λογαριασμό στις 22 Σεπτεμβρίου 1367):

«… και περιλαμβάνονται σε αυτό τον υπολογισμό [τού Αντουάν Μπαρμπιέ], ότι αυτές οι 20.000 φλουριά που έλαβε ο Αντουάν από τον αγαπημένο μας αδελφό άρχοντα Γκαλεάτσο, υποκόμη Μιλάνου, και θεωρεί δώρο, όμως δεν ήταν δώρο, αλλά δάνειο που έγινε σε εμάς από αυτόν, αν και ο ίδιος ο Αντουάν πίστευε ότι είχαν έρθει ως δώρο»

(…et in ipso computo [Anthonii Barberii] continetur quod ipsos viginti millia florenorum recepit ipse Anthonius a carissimo fratre nostro domino Galeaz Vicecomite Mediolani dono, actamen non fuerit dono sed mutuo nobis facto per ipsum, licet idem Anthonius ipsos ex dono credidisset processisse)

[Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, αριθ. lxxxxviii, σελ. 21 και πρβλ. αριθ. 44, σελ. 34].

O Bollati di Saint-Pierre, στην έκδοσή του των λογαριασμών τού Αντουάν Μπαρμπιέ, έχει εμφανίσει τις εισπράξεις τού Αμαδέου με ρωμαϊκούς αριθμούς και τις δαπάνες του με αραβικούς. Όσον αφορά τούς κοντόσταυλους και τούς πεζικάριους (briganti) τού Γκαλεάτσο βλέπε στο ίδιο, αριθ. 63, 98, 159, 211, 434, 501, 649-50, 724 και αλλού.

O Γκαλεάτσο πλήρωσε τούς εικοσιπέντε πανόπλους άνδρες (gentes armorum) για τούς έξι πρώτους μήνες τής υπηρεσίας τους με τον Αμαδέο (από την 1η Ιουνίου μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1366). Στη συνέχεια ο Αμαδέος έπρεπε να τούς πληρώσει για τούς υπόλοιπους εννέα μήνες τής εκστρατείας (μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1367), όταν πια είχαν απομείνει εικοσιδύο [στο ίδιο, αριθ. 879, σελ. 195-96]. Eφεξής τo Illustrazioni τού Bollati di Saint-Pierre θα αναφέρεται απλώς ως Λογαριασμοί Μπαρμπιέ. Παρεμπιπτόντως στους λογαριασμούς παρέχονται τα ονόματα 16 κοντόσταυλων (constables), 72 briganti, 28 βαλλιστών και 44 πανόπλων ανδρών και τοξοτών [αριθ. 434-36].

[←40]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. lxxxxviii, σελ. 20-21.

[←41]

Bλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 11, περιοχή σημ. 32-34.

[←42]

Arch. di Stato di Venezia (1363-1366), Lettere segrete del Collegio, φύλλο 185, με ημερομηνία στις ή μετά τις 9 Μαΐου 1366:

«Αντρέα, πήγαινε εσύ στους λαμπρούς άρχοντες, τον κόμη Σαβοϊας και τον κόμη Βίρτου και αφού τούς χαιρετήσεις αξιοπρεπώς να τούς εξηγήσεις από την πλευρά μας, ότι εμείς, λαμβάνοντας υπόψη τον ερχομό τους στο άμεσο μέλλον στη Βενετία και επιθυμώντας να είμαστε σε θέση να τούς τιμήσουμε όλους, όπως αρμόζει, και να αποφύγουμε όλες τις διαφορές και τις ενοχλήσεις, που θα μπορούσαν να προκύψουν μεταξύ των ανδρών που θα έρθουν, οι οποίοι μιλούν ποικιλία γλωσσών και δεν συμμορφώνονται με τα ήθη τού λαού μας…».

(Andrea, vadas ad magnificos dominos comitem Sabaudie et comitem Virtutum, et cuilibet eorum decenter salutato expones parte nostra quod nos considerantes adventum suum in proximo futuro Venecias et cupientes ipsos toto nostro posse honorare, sicut convenit, et removere omnia scandala et brigas que possent occurrere propter gentes que secum venient que sunt diversarum linguarum et non conformant se ad mores populi nostri…)

Δεδομένου ότι άλλα άγνωστα άτομα μπορούσαν επίσης να μπουν στη Βενετία υπό το πρόσχημα ότι ήσαν μέλη τής ακολουθίας ή τού στρατεύματος των δύο κόμητων, ο δόγης και το Κολλέγιο ζητούσαν «να προβλεφθεί και να ισχύσει, ότι δεν θα έρθουν στη Βενετία μαζί τους περισσότερα από 500 άτομα, καθένα από τα οποία να είναι πρόσωπο καλής κατάστασης και ζωής…» (quod provideant et faciant quod non veniant Venecias cum eis ultra quingentas [V.] personas inter utrumque que sint persone bone conditionis et vite…).

[←43]

Muratore, Arch. stor. lombardo, IV, 280 και σημειώστε ιδιαίτερα τούς λογαριασμούς Μπαρμπιέ, που καταγράφουν την πληρωμή «για τη διαμονή πολλών στρατιωτών, ασπιδοφόρων [πανόπλων] και αξιωματούχων τού κυρίου [Αμαδέου], για έντεκα μέρες κατά τις οποίες ο κύριος έμεινε στη Βενετία, με τέλος τις 18 Ιουνίου» (pro hostelagiis plurium militum, scutifferorum et officiariorum domini [Amadei], undecim dierum quibus dominus stetit apud Venecias, finitorum die XVIII mensis Junii) [αριθ. 191, σελ. 55].

Για το παλάτι τού S. Polo πρβλ. Romanin, Storia documentata di Venezia, III, 206-7 και βλέπε Barbier, αριθ. 916, σελ. 205.

[←44]

Πρβλ. Servion, Chroniques, στο MHP, III, Scriptores, I, στήλες 302-3, Datta, Spedizione in Oriente, σελ. 47-50, 256-59, Delaville le Roulx, France en Orient, I, 145-47, Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 333-34, Atiya, Crusade in the Later Middle Ages, σελ. 384-85, Cox, Green Count of Savoy, σελ. 181, 207-8, 211. O Ρολάν ντε Βαισσύ σκοτώθηκε κατά την επίθεση στην Καλλίπολη [πρβλ. Λογαριασμούς Μπαρμπιέ, αριθ. 202, 255, 396 όπως θα δούμε], καθώς και ο άρχοντας τού Σαιν Αμούρ [στο ίδιο, αριθ. 255]. O Αμαδέος φρόντισε, ώστε να ταφούν και οι δύο με κατάλληλη τελετή στο Πέρα [αριθ. 255].

[←45]

Kenneth M. Setton, «Αrchbishop Pierre d’Ameil in Νaples and the Affair of Aimon III of Geneva (1363-1364)», Speculum, XXVIII (1953), 643-91, με σκιαγράφηση τής σταδιοδρομίας τού Αιμόν στη σελ. 646, σημείωση. Ο Αιμόν δεν θα έπαιρνε ποτέ την πνευματώδη κληρονόμο τού Δυρραχίου, η οποία τον είχε ερωτευτεί «με την πρώτη ματιά» (primo aspect) [στο ίδιο, σελ. 665].

[←46]

Dino Muratore, «Aimon III, comte de Genevois: Sa Participation a l’ expedition du Comte Vert en Orient, son testament, sa mort», στη Revue savoisienne, XLVII (Αννεσύ, 1906), 137-45, 208-17. Παρεμπιπτόντως το 1363 η αδελφή τού Αιμόν, η Μπλανς, παντρεύτηκε τον Χιού τού Σαλον, ένα από τα πιο εξέχοντα μέλη τής αποστολής.

[←47]

Lecacheux, Lettres sècretes et curiales, I, δέσμη 2 (1906), αριθ. 1822, σελ. 315-16, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1365, αριθ. 1-2, τομ. VII (1752), σελ. 110.

[←48]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. l. lxxxxvii, 227, 802, 811, 892-94.

[←49]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. xl, xlviixlix, σελ. 10, 11. Οι Γενουάτες στο Πέρα θα δάνειζαν επίσης στον Αμαδέο σημαντικά ποσά [στο ίδιο, αριθ. li και εξής].

[←50]

Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, έγγραφο v, σελ. 340-41 και πρβλ. Servion, Chron. de Savoye, στο MHP, III, Scriptores, I, στήλες 302-3. Από τούς περισσότερους σύγχρονους συγγραφείς επαναλαμβάνεται ότι ο στόλος τού Αμαδέου αποτελούνταν από δεκαπέντε γαλέρες, για το οποίο πρβλ. Datta, Spedizione in Oriente (1826), σελ. 60-61, Delaville le Roulx, France en Orient (1886), I, 147-48, Iorga, Philippe de Mézières (1896), σελ. 334 και σημείωση 9, Atiya, Crusade in the Later Middle Ages (1938), σελ. 385-86, Cox, Green Count of Savoy (1967), σελ. 211.

[←51]

Οι Ενετοί κυβερνήτες (patroni) ήσαν οι εξής: Μπαρτολομμέο Μπον (στους Λογαριασμούς Μπαρμπιέ, αριθ. 180), Τζιοβάννι ντι Κόντε (αριθ. 129, 216, 260, 424, 594, 695-96, 867, 899, 900-1), Σαρακίν Ντάντολο (αριθ. 175, 850), πιθανώς Ντονάτο Σκανιέρ (αριθ. 176), Νικκολό Μαρίνι, αποκαλούμενος «Casso» ή «Tasso» (αριθ. 98, 211, 259, 425, 596, 697, 887-88), Τζουλιάνο Νέρι ή Νέγκρι (αριθ. 257, 426, 595, 698, 836-37), Μαρίνο Σοβεράνι (αριθ. 212, 427, 597, 699, 838-39), Τζιοβάννι Ντάβιντορ (αριθ. 159, 267), «Νταρντιμπόν» [Dardi Bon] (αριθ. 63, 219, 258, 838-39), τού οποίου η γαλέρα μετέφερε στην ανατολή τούς κοντόσταυλους τού Γκαλεάτσο Βισκόντι και Φραντσέσκο ντι Κόλα (αριθ. 261, 264, 428, 598, 700, 902), ο οποίος διοικούσε τη γαλέρα τού Φεντερίκο Κορνέρ (αριθ. lxxxxvii, 227, 892-93).

Αν και οι λογαριασμοί καταγράφουν ως patroni galearum τούς Τζουλιάνο Νέρι (αριθ. 426) και Νικκολό Μαρίνι, οι οποίοι μετέφεραν στην ανατολή τούς πεζικάριους (briganti) τού Γκαλεάτσο (αριθ. 98, 425), φαίνεται ότι αυτοί ήσαν απλώς κυβερνήτες πλοίων μεταφοράς (canductae), για το οποίο σημειώστε επίσης αριθ. 131 και ιδιαίτερα αριθ. 300. Μάλιστα ο Νέρι μετέφερε μέρος τής κουζίνας και τού εξοπλισμού εστίασης τού Αμαδέου (αριθ. 257). Ορισμένοι από τούς διερμηνείς (truckhimandi) τού Αμαδέου ήσαν επίσης Ενετοί (αριθ. 333, 359, 374, κλπ., 880-81).

Αν ο Αμαδέος εξόπλισε τέσσερις γαλέρες στη Βενετία, για τις οποίες ο Γκαλεάτσο Βισκόντι είχε πληρώσει τα μισά, προφανώς ήταν σε θέσει να μισθώσει άλλες τέσσερις και όχι μόνο τις δύο επίσημες γαλέρες, που τού είχε επιτρέψει αρχικά η ενετική κυβέρνηση. Ο Σαρακίν Ντάντολο διοικούσε τις δύο τελευταίες γαλέρες, που παραχωρήθηκαν και ενδεχομένως πληρώθηκαν από το κράτος, με τις οποίες ασχολήθηκε η Γερουσία στις 20 και 24 Ιουλίου και στις 25 Αυγούστου 1366 [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, fob. l, 2, 8]: ο Ντάντολο έπρεπε να παραμένει σε επαφή με τις άλλες ενετικές γαλέρες στη Ρωμανία, «γιατί είναι χρήσιμο και αναγκαίο, λόγω των μεγάλων επισφαλειών και κινδύνων που υπάρχουν και γράφονται, να πάει ο κύριος Σαρακίν Ντάντολο στον κόμη τής Σαβοϊας με αδιάσπαστες τις γενουάτικες, επαρχιακές και άλλες γαλέρες…» (quia utile et necessarium est propter maxima dubia et pericula que habentur et scribit Ser Saracenus Dandulo de galeis ianuensibus et provincialibus et aliis que iverunt ad soldum comitis Sabaudie…).

[←52]

Πρβλ. Baluze και Mollat, Vitae paparun Avenionensium, I (1914), 358-59, 364, 387, 388.

[←53]

Οι Λογαριασμοί Μπαρμπιέ προσδιορίζουν και μάς εφοδιάζουν με στοιχεία για τούς παρακάτω Γενουάτες υπέυθυνους γαλερών: Τζιοβάννι ντι Μανιάρι, διοικητής των γενουάτικων γαλερών (αριθ. lix, 190, 354, 720), Μαρτίνο ντι Καμποφρεγκόζο (αριθ. 365), Σιμόντο Καρμάυν ή Καρμέϋν (αριθ. 552, 703), Πάολο Ιουστιντέρ (αριθ. 281, 295), Εττόρε Βιτσέντι (αριθ. 229-30, 243, 271-72, 280, 295, 311, 346), Μάρκο ντι Κάναβα (αριθ. 230, 284, 295, 354), Πάολο ντι Μπάνκα (αριθ. 230, 243), Τζανφράνκο Πάνσα (αριθ. 230, 243, 282, 343, 354), Οττομπόνο Γκρόππο ή Γκρέππο (αριθ. 243, 283, 295, 344, 351), Ισνάρντο ντο Γκάικο (αριθ. 286, 314, 354) και Ντομένικο Βεϋρόλ (αριθ. 353-56, 423, 468 και αλλού). O Ντοντσάνο Ντοντσάνι, ο οποίος εμφανίζεται ως patronus galee (αριθ. 311), ίσως ήταν αναπληρωματικός.

[←54]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. xixxxii, 157, 214, 298, 312, 384-85, 396-99, 599-602, 701-2. Οι τρεις κυβερνήτες από τη Μασσλία ήσαν οι Ζαν Κας, Μαρτίν Γκέϋμ και Ραϋμόν Μπονζάν, ο τελευταίος από τούς οποίους πέθανε στην εκστρατεία [στο ίδιο, αριθ. 701].

[←55]

Tα καθήκοντα τού κυβερνήτη (patronus) είχαν προσδιοριστεί από την Ενετική Γερουσία στις αρχές τού αιώνα και καταγράφονται στο Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. I, φύλλο 163, έγγραφο με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1302: «[Ψηφίστηκε] ότι για κάθε γαλέρα που εξοπλίζεται από την κοινότητα θα διορίζεται ένας κυβερνήτης, ο οποίος θα εκλέγεται από τούς Σαράντα με ψηφοφορία…» ([Capta] quod unicuique istarum galearum que armantur per commune constituatur unus patronus qui debeat elligi inter XL per scrutinium …).

Βλέπε γενικά τα συγκεντρωμένα άρθρα τού Frederic C. Lane, Venice and History, Βαλτιμόρη, 1966, passim.

[←56]

Πρβλ. πιο πάνω, Κεφάλαιο 9, σελ. 179a, 184a. Στο Πέρα ο Ενετός κυβερνήτης Τζιοβάννι ντι Κόντε αγόρασε νέα γαλέρα, με την οποία ο Αμαδέος επέστρεψε τελικά στη Βενετία μετά το τέλος τής «σταυροφορίας», ενώ για τούς μισθούς των 224 ναυτικών σε αυτή τη γαλέρα από τις 5 Mαϊου έως τις 31 Ιουλίου 1367 ο Αμαδέος πλήρωσε 2.000 χρυσά δουκάτα [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 696, σελ. 164-65]. Όταν o Κόντε αγόρασε τη νέα γαλέρα, προφανώς τοποθέτησε τον Νικολέττο Μπον υπέυθυνο για την προηγούμενη γαλέρα του και για τούς μισθούς των 63 ναυτικών της, Ο Αμαδέος πλήρωσε 447½ χρυσά δουκάτα για την περίοδο από 12 Mαϊου έως 21 Ιουλίου 1367 [στο ίδιο, αριθ. 695, σελ. 164].

Για την ίδια περίπου περίοδο ο Νικκολό Μαρίνι πληρώθηκε για πλήρωμα 51 ναυτικών (αριθ. 697), ο Τζουλιάνο Νέρι για πλήρωμα 71 ναυτικών (αριθ. 698), ο Μαρίνο Σοβεράνι για πλήρωμα 107 ναυτικών (αριθ. 699) και ο Φραντσέσκο ντι Κόλα για πλήρωμα 101 ναυτικών (αριθ. 700). Ο Μπαρμπιέ έχει καταγράψει πάρα πολλές πληρωμές, που δεν είναι δυνατό να αναφερθούν [πρβλ. αριθ. 257 και εξής]. Δεδομένου ότι μέλη των διαφόρων πληρωμάτων προσλαμβάνονταν σε διαφορετικές στιγμές, πληρώνονταν σε διαφορετικά διαστήματα και έτσι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί από τις πληρωμές ο ακριβής αριθμός ναυτικών σε κάθε γαλέρα ή πλοίο μεταφοράς.

[←57]

La Prise d’ Alexandrie, επιμ. Louis de Mas Latrie, Γενεύη, 1877, στιχ. 4602-4, σελ. 139, κείμενο στο οποίο αποδίδεται αδικαιολόγητη σημασία από τούς Delaville le Roulx, France en Orient, I, 147-48 και Atiya, The Crusade in the Late Middle Ages, σελ. 385, σημείωση 9.

[←58]

Mια κατάσταση στρατολόγησης, προφανώς με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1366, μάς παρέχει τα ονόματα 14 ευγενών, οι οποίοι θα συνοδεύονταν από 73 «ιππότες» ή πάνοπλους άνδρες (equites), καθώς και τα ονόματα περίπου 77 ευγενών και αυτοαπασχολούμενων διοικητών, καθένας από τούς οποίους θα προσλάμβανε και θα διοικούσε 10 πανόπλους άνδρες, καθώς και τα ονόματα 2 άλλων ιπποτών, οι οποίοι καταγράφονται χωριστά [όπως παρέχονται στο Datta, Spedizione in Oriente, έγγραφο v, 2-3, σελ. 256-59]. Αυτό παράγει σύνολο περίπου 936 ευγενών και πανόπλων ανδρών.

Όμως δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πόσοι συνοδοί και άλλοι ακόλουθοι θα πήγαιναν με κάθε πάνοπλο άνδρα, αλλά στον πρώτο κατάλογο των 14 ευγενών υπάρχουν τα ονόματα των αδελφών Χιού και Λουί τού Σαλόν, οι οποίοι στις 27 Mαϊου συμφώνησαν να υπηρετήσουν τον Αμαδέο για ένα χρόνο με 40 ιππότες και ακόλουθους: «…θα υπηρετήσουμε με νομιμοφροσύνη … συνοδευόμενοι από σαράντα κυρίους, ιππότες και ακόλουθους, για έναν ολόκληρο χρόνο…» (…nous servirons loielmant … a compagnie de quarante gentil hommes que chivalers que escuyers par un ant tout antier…) [Datta, έγγραφο viii, σελ. 263-65].

Από αυτούς τούς 936 ευγενείς και πανόπλους άνδρες δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι περισσότεροι από τούς τελευταίους ήσαν «υποτελείς» οποιουδήποτε, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Cox, Green Count of Savoy, σελ. 208, σημείωση 12.

O Φλοριμόν ντε Λεσπάρ συμφώνησε επίσης να υπηρετήσει «με συνοδεία τριάντα κυρίων περά από τη θάλασσα, για έναν ολόκληρο χρόνο» (a compaignie de trente gentiz hommes outre la mer per un ant tout entier) και φυσικά οι ιππότες τού Λεσπάρ θα συνοδεύονταν από ακόλουθους [Bollati di Saint-Pierre, Illustrazioni, έγγραφο iii, σελ. 336-37], αλλά όταν θα έρχονταν η μέρα τής εκπλήρωσης, οι στρατιωτικές συμβάσεις θα εξαρτιώνταν από τις ιδιαιτερότητες τής περίστασης και (όπου μπορούν να ελεγχθούν) οι τελικοί αριθμοί σπάνια βρίσκονταν πολύ κοντά σε εκείνους των συμβάσεων.

[←59]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 75, 93, 110-11, 131, 215: «… πλοίο μεταφοράς, με το οποίο πηγαίνει ο κύριος ντε Μπασσέ …» (… conducta in qua vadit dominus de Basset…). Τα πλοία μεταφοράς αλόγων, όπως έχουμε δει, ονομάζονταν huisseria, usserii, usseriae, κλπ., huisiers, huissiers στα γαλλικά, αλλά δεν θυμάμαι να χρησιμοποιεί ο Μπαρμπιέ αυτή τη λέξη. Ο Αιμόν Γ΄ τής Γενεύης ταξίδεψε μέρος τουλάχιστον τής διαδρομής του προς την Ανατολή σε πλοίο μεταφοράς [στο ίδιο, αριθ. 226]. Αν και ο Αμαδέος και οι περισσότεροι από τούς ευγενείς πήγαν ανατολικά και επέστρεψαν με γαλέρες, πολλοί πάνοπλοι άνδρες αναμφισβήτητα ταξίδεψαν με τα πλοία μεταφοράς. Για το θέμα αυτό σημειώστε τη συμβουλή τού Φιλίπ ντε Μεζιέρ, γραμμένη το 1388-1389, προς τον νεαρό βασιλιά Κάρολο ΣΤ’ τής Γαλλίας, τον οποίο προέτρεπε να ηγηθεί μεγάλης σταυροφορίας:

«Μάλιστα σάς συνιστώ να έχετε όσο το δυνατόν λιγότερες γαλέρες, λόγω τού κόστους τους. Σήμερα μια εξοπλισμένη γαλέρα κοστίζει 1.400 ή 1.500 φλουριά το μήνα, αν και ο Παλαιός Προσκυνητής είχε γνωρίσει εποχές, όπου μια τέτοια γαλέρα κόστιζε μόνο 500 φλουριά [αλλά στην πραγματικότητα ο Παλαιός Προσκυνητής ποτέ δεν είχε γνωρίσει τέτοια εποχή]. Επίσης μια γαλέρα μπορεί συνήθως να μεταφέρει μόνο εικοσιπέντε πάνοπλους άνδρες και τριάντα ή σαράντα βαλλιστές. Ένα πλοίο μεσαίου μεγέθους [nef] χωρά 100 έως 200 στρατιώτες και 80 ή 100 άλογα, καθώς και οποιονδήποτε αριθμό τοξοτών, ενώ το συνολικό κόστος δεν θα είναι μεγαλύτερο από 300 ή 400 φλουριά.

Δεν λέω ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν εξοπλισμένες γαλέρες για τη μεταφορά τής μεγαλειότητάς σας ή άλλων μεγάλων προσώπων. Έχουν κι αυτές τη χρησιμότητά τους, κάνοντας πιο εύκολες τις αποβιβάσεις για σκοπούς ανάπαυσης, αναψυχής ή άσκησης, αλλά γενικά είναι καλύτερο να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν λιγότερες. Και σε αυτή την επιχείρηση τής ναυτιλίας να μην εμιστεύεστε ναυτικούς ανθρώπους, Βγάζουν τεράστια κέρδη από τη μίσθωση γαλερών» [Le Songe du vieil pilerin. επιμ. G. V. Coopland, 2 τόμοι, Καίμπριτζ, 1969, II, 101. 436].

[←60]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 1, σελ. 27.

[←61]

Για τις σημαίες βλέπε Λογαριασμούς Μπαρμπιέ, αριθ. 47-48, σελ. 34-35 και αριθ. 269-70, σελ. 75-79.

[←62]

«… dominus [Amadeus] dedit dicta die [XI Junii] custodienti clavem campanilis Sancti Marci unum florenum» [στο ίδιο, αριθ. 19, σελ. 29].

[←63]

Οι Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 1-61, σελ. 27-37 καλύπτουν τις δαπάνες τού Αμαδέου από τις 10 έως τις 20 Ιουνίου. Η εγγραφή με τη νωρίτερη ημερομηνία είναι στις 10 τού μηνός (αριθ. 16), αλλά άλλες ανατρέχουν πιθανώς στις 8 τού μηνός.

[←64]

«… pro locagio unius bargete, super qua portata fuit financia domini [Amadei] de Veneciis apud Sanctum Nycolaum…». Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 56, σελ. 36.

[←65]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 62 (Πόλα), 73 (αποστολή αγγελιοφόρων σε Βοημία, Ουγγαρία και Κωνσταντινούπολη), 75-81 (Aragussa, Ραγούσα), 82 [εξόφληση μικρών δανείων που είχαν συναφθεί για να γίνουν δώρα στη Jarra (Zάρα;) και σε κάποιους γελωτοποιούς τού δούκα τού Δυρραχίου (et euidam buffoni ducis de Durat)], 83 (τo Turfont θα ήταν αναμφίβολα Curfout, η Κέρκυρα, όπως αντιγράφεται από τον Datta, Spedizione in Oriente, έγγραφο xiv, 4, σελ. 186), 105 (Mεθώνη), 106 (Κορώνη), 108, 112, 114.

[←66]

Alfred Morel-Fatio, Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, Γενεύη, 1885, παρ. 690-700, σελ. 152-54, Servion, Chroniques de Savoye, στο MHP, III, Scriptores, I, 303-4, από όπου προέρχεται η σύγχυση στο Datta, Spedizione in Oriente, σελ. 89-92, αλλά βλέπε Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 287-89. Jean Longnon, L’ Empire latin de Constantinople el la principaute de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 329-31, Antoine Bon, La Morée franque, Παρίσι, 1969, I, 247-50.

Η Μαρί ήταν κόρη τού Λουδοβίκου Α΄, πρώτου δούκα των Βουρβώνων (πέθανε το 1342). Η σύζυγος τού Αμαδέου, η Μπον, ήταν κόρη τού μεγαλύτερου αδελφού τής Μαρί, τού Πιέρ Α΄ των Βουρβώνων (πέθανε στις 1356). Στις 21 Ιουλίου (1366) ο Αμαδέος έδωσε 100 φλουριά στον Γκυγιώμ ντε Τανλαί, «διοικητή τού κάστρου τού Γιονκ» [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 115, σελ. 44]. O Τανλαί ήταν ο καστελλάνος τής Μαρί στο Πορτ-ντε-Γιονκ (Ναυαρίνο) και κρατούσε το κάστρο γι’ αυτήν. Αργότερα, στις 14 Αυγούστου ο Αμαδέος διένειμε έξι φλουριά μεταξύ των ναυτικών τής γαλέρας του, «γιατί είχαν αποβιβάσει πανόπλους άνδρες στην ακτή μπροστά στο κάστρο τού Γιονκ» [στο ίδιο, αριθ. 150, σελ. 49]. Για τον Χιού των Λουζινιάν και τον Πέτρο Α΄ τής Κύπρου βλέπε πιο πάνω, σελ. 243a, 244.

[←67]

Πρβλ. Servion, Chron., στο MHP, III, Scriptores, I, 303: «… όπου βρήκαν τον στρατό που είχε έρθει από τη Γένουα και τον στρατό από τη Μασσαλία και τον στρατό από τα Αιγκ-Μορτ» (… ou ilz trovarent l’armee qui venoit de Genes, et l’armee de Marseillie et l’armee d’Ayguesmortes), πράγμα που ίσως σημαίνει ότι μια από τις τρεις μαρσεγιάζικες γαλέρες ήταν από τα Αιγκ-Μορτ.

[←68]

«… dicta die [28 Ιουλίου] in portu Sancti Georgii de Arbore…» [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 121].

[←69]

Στο ίδιο, αριθ. 123.

[←70]

Στο ίδιο, αριθ. 151, 220.

[←71]

Στο ίδιο, αριθ. 221.

[←72]

«… dedit dominus [Amadeus] quibusdam hominibus d’Estives, qui sibi apportaverunt quedam victualia ex parte comunitatis dicte ville, duos florenos» [στο ίδιο, αριθ. 234].

[←73]

Στο ίδιο, αριθ. 133, 231.

[←74]

Στο ίδιο, αριθ. 127.

[←75]

Στο ίδιο, αριθ. 154-55.

[←76]

Ο Παύλος είχε διαδεχθεί τον Πιέρ Τομά στο λατινικο πατριαρχείο στις 17 Απριλίου 1366 [Conrad Eubel, Hierarchia Catholica Medii Aevi I (1913, ανατύπ. 1960), 206]. Προηγουμένως είχε διατελέσει αρχιεπίσκοπος Σμύρνης και Θηβών. Για τη σταδιοδρομία του βλέπε K. M. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), σελ. 45-47. O Παύλος συνεργάστηκε στενά με τον Αμαδέο σε ολόκληρη τη διάρκεια τής σταυροφορίας, για το οποίο σημειώστε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome (1930), σελ. 141-43, 146 και Λογαριασμούς Μπαρμπιέ, αριθ. lxxxxi, 388,392, ιδιαίτερα 500, 1063-64. O εν λόγω πατριάρχης προφανώς δεν ήταν ο βυζαντινός πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1364-1376).

[←77]

Servion, Chron., στήλη 305.

[←78]

Υπάρχει κάποια αμφισβήτηση, στην οποία δεν χρειάζεται να σταθούμε, κατά πόσον οι Τούρκοι κατέλαβαν την Καλλίπολη το 1354 ή το 1355, για την οποία δείτε στο George Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Οξφόρδη, 1956, σελ. 473.

[←79]

Servion, Chron., στήλες 305-9. Τον Αύγουστο τού 1367, μετά την επιστροφή του στη Βενετία, ο Αμαδέος έδωσε 10 λίρες «σε ελεημοσύνη» (in helemosinam) για τον άτυχο Τζέημς τού Στρασβούργου, «του οποίου οι Τούρκοι έκοψαν το χέρι και τη μύτη στην Καλλίπολη και τού έβγαλαν και τα μάτια» (cui Turci pugnum amputaverunt et nasum ante Galipully et etiam oculos extraxerunt) [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 771].

[←80]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 613, σελ. 146-47 και βλέπε αριθ. 159, 166, 252, 842, «σε εξόφληση … τού εν λόγω Αιμόν Μισαλλύ» (libravit … Aymoni dicto Michailli), 943. Ούτε ο Μισαλλύ ούτε ο Ιάκωβος τής Λουκέρνης πληρώθηκαν στις 14 Ιουνίου 1367, ενώ ο υπολογισμός γινόταν αποκλειστικά με βάση τη μέρα, κατά την οποία ο Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Καλλίπολη.

[←81]

Στο ίδιο, αριθ. 614, σελ. 147 και για τον Ιάκωβο τής Λουκέρνης σημειώστε αριθ. lxxxvilxxxvii [σελ. 220, 228]. Στις 26 Αυγούστου (1366) ο Ιάκωβος πλήρωσε 15 λίρες και 16 ενετικούς σόλιδους από χρήματα τού Αμαδέου, για να εκφορτωθούν από τα πλοία 16 βαρέλια (dolia) κρασί και να μεταφερθούν μεσα στην Καλλίπολη (αριθ. 160). Πλήρωσε επίσης 6 λίρες και 16 σόλιδους για τη μεταφορά προμηθειών, μεταχειρισμένης ξυλείας και παρόμοιων από έξω από την πόλη στο κάστρο, καθώς και για την κατασκευή μιας πύλης στο κάστρο (αριθ. 162).

[←82]

Στο ίδιο, αριθ. 161 και πρβλ. αριθ. 209, εγγραφές οι οποίες ρίχνουν αμφιβολία στην περιγραφή των Χρονικών τής Σαβοϊας, ότι ο Φραντσέσκο Γκαττελούζο έμαθε τα νέα όταν τα φώναζαν από την ακτή κάποιοι από τούς Έλληνες τής Καλλίπολης.

[←83]

Στο ίδιο, αριθ. 156, 158: «… για πολεμοφόδια τού κάστρου και τής πόλης τής Καλλίπολης, δηλαδή για μισθούς … από την εποχή που ο κύριος [Αμαδέος] κάλεσε να υπηρετήσουν φρουρώντας [τον Λουί Βιγιάρ από την Αβινιόν και τον σύντροφό του Αντουάν Νταβιντί] …» (… in municione castri et ville de Gallipulli, viz. pro stipendiis … temporis quo domino [Amadeo] servire convenerunt [Ludovicus Viliardi de Avignione et Anthonius Davidis eius socius] stando in garnisione …) και βλέπε αριθ. 159, 164-65, 196, 203-4, 211, 223-25, 252, 434-36, 500, για τη φρουρά τής Σαβοϊας στην Καλλίπολη.

[←84]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 20.

[←85]

Iorga, Philippe de Mézières (1896), σελ. 336- 37: «Αυτό δεν μοιάζει με σταυροφορία … αυτή η εκστρατεία μοιάζει πολύ με απερίσκεπτη επιχείρηση» (Ce n’ était pas même une croisade … cette expédition, qui ressembla beaucoup a une équipée).

[←86]

Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 146.

[←87]

Const. Jireček, «Zur Würdigung der neuentdeckten bulgarischen Chronik», Archiv für slavische Philologie, XIV (Βερολίνο, 1892), 258-61 και κριτική Jireček στο βιβλίο τού Iorga, στο Byz. Zeitschr., XVIII (1909), 582-83. βλέπε επίσης Ostrogorsky, History of the Byzantine State, σελ. 478-79 και την πλούσια αλλά μάλλον περίπλοκη περιγραφή τού Franz Babinger, Beiträge zur Frühgeschichte der Türkenherrschaft in Rumelien (14.-15. Jahrhundert), Μόναχο, 1944, σελ. 41-55, ο οποίος τοποθετεί την τουρκική κατάληψη τής Αδριανούπολης την άνοιξη τού 1361 [σελ. 46-47]. Bλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 11, σημείωση 106.

[←88]

Jireček στο Byz. Zeitschr., XVIII, 583, αναφορά στο κεφάλαιο De superbia στο Liber memorandarum rerum τού Κονβερσίνο, για το οποίο πρβλ. Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 134-35. O Τζιοβάννι ντι Κονβερσίνο «ντα Ραβέννα« γεννήθηκε το 1343 στη Βούδα. Μορφωμένος περιπλανώμενος και δημόσιος δάσκαλος σε πνευματικά κέντρα στη βόρεια Ιταλία και στο Φριούλι, ο Κονβερσίνο υπηρέτησε τούς Καρραρέζι αλλά και τη Δημοκρατία τής Ραγούσας ως καγκελάριος. Κατά το παρελθόν τον μπέρδευαν με τον Τζιοβάννι ντι Τζάκοπο Μαλπαγίνι ντα Ραβέννα, ο οποίος υπηρέτησε ως γραμματέας τού Πετράρχη σχεδόν για τέσσερα χρόνια (1364-1368) και προφανώς δεν έγραψε τίποτε εκτός από μια επιστολή για τον θάνατο τού Πετράρχη.

[←89]

K. E. Zachariae von Lingenthal, «Prooemien zu Chrysobullen von Demetrius Cydones», στο Sitzungsberichte der Koniglich Preussischen Akademie der Wissenschaften zu Berlin, June-December 1888, σελ. 1413, 1419, αναφερόμενος από τον Halecki και τον George T. Dennis, The Reign of Maruiel II Palaeologus in Thessalonica, 1382-1387, Ρώμη, 1960, σελ. 12-13 (Orientalia Christiana analecta, αριθ. 159). Bλέπε πιο πάνω, σημείωση 24. βλέπε επίσης ολόκληρο το προοίμιο πιο κάτω, σημείωση 207.

[←90]

Δημήτριος Κυδώνης, Λόγος Ρωμαίοις συμβουλευτικός (Oratio pro subsidio Latinorum), στην PG 154 (1866), στήλη 976AB:

Πες μου λοιπόν, θα αποκαλέσουμε συμμάχους εκείνους οι οποίοι, όταν σκοντάψουμε, το παρουσιάζουν ως ανακάλυψη και οι οποίοι, όπως όλοι γνωρίζουν, μεγαλώνουν από τις δικές μας συμφορές; Γιατί τα είπα αυτά; Γιατί ο σε όλα άριστος αυτοκράτορας, ο δικός μας εννοώ, ύστερα από πολλές πρεσβείες και ομιλίες, με τις οποίες έλπιζε να οδηγήσει αυτούς σε συμμαχία, ανάγκασε τον δικό του γιο, τον μελλοντικό διάδοχο τής αυτοκρατορίας, να πάρει γυναίκα του την κόρη τού ηγεμόνα των Μυσών [Βουλγάρων], νομίζοντας ότι με αυτή [τη γαμήλια συμμαχία] θα τον προσέλκυε. Παρόλο που όλοι γνωρίζουν πόση καταφρόνηση και ταπεινότητα έφερε αυτό ο γάμος στον αυτοκράτορα και πόση δόξα και λαμπρότητα σε εκείνον. Επομένως, έχοντας λάβει τέτοια χάρη από τον αυτοκράτορα, μήπως σεβάστηκαν την εύνοια και σκέφτηκαν να συνεισφέρουν τουλάχιστον κάτι με τη μορφή ανταμοιβής; Καθόλου.

«Τούτους τοίνυν, εἰπέ μοι, καλέσομεν συμμάχους, οἷς, ἄν τι πταίσωμεν, εὕρημα γίνεται, και οὕς ἅπαντες ἵσασιν ἐκ τῶν ἡμετέρων κακῶν ηὐξημένους; Καίτοι τί ταῦτα εἶπον; Ὁ γὰρ πάντα ἄριστος βασιλεὺς, ὁ ἡμέτερος, λέγω, μετά πολλάς πρεσβείας καὶ λόγους, οἷς ἤλπισαν αὐτούς εἰς τὴν συμμαχίαν προσάξεσθαι, καὶ τὸν υἱόν αὐτοῦ τὸν μετ’ αὐτὸν βασιλέα, τὴν θυγατέρα τοῦ Μυσῶν ἄρχοντος ἠνάγκασε γυναῖκα λαβεῖν, ταύτῃ μᾶλλον οἰόμενος αὐτὸν ἐφέλκεσθαι. Καίτοι πάντες ἵσασιν, ὅσην ὁ γάμος οὗτος τῷ βασιλεῖ μὲν ἀδοξίαν καὶ ταπεινότητα, ἐκείνῳ δὲ εὔκλειαν ἤνεγκεν. Ἄρ’ οὖν τοιαύτης αὐτοῖς χάριτος τοῦ βασιλέως ὑπάρξαντος, ᾐσχύνθησαν τὴν εὐεργεσίαν, καὶ τι καὶ παρ’ αὐτῶν σχῆμα γοῦν ἀμοιβῆς ἔχον γενέσθαι διενοήθησαν; Οὐδαμῶς.»

Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, XXXVII, 51, CSHB, Βόννη, III, 557:

Εκείνον τον χρόνο ήρθε από τούς Μυσούς [Βούλγαρους] νύφη στον νέο αυτοκράτορα Ανδρόνικο [Δ’], τον γιο τού αυτοκράτορα Ιωάννη [Ε’] Παλαιολόγου, η Μαρία, κόρη τού αυτοκράτορα των Μυσών Αλέξανδρου [Σισμάν], που διάνυε το ένατο έτος τής ηλικίας της, όντας και αυτή σχεδόν συνομήλικη [με τον Ανδρόνικο]. Και ακολούθησε από εκεί αμέσως και η Ειρήνη, η αδελφή τού ίδιου αυτοκράτορα Ιωάννη [Ε’] Παλαιολόγου, που είχε σταλεί πριν από καιρό ως νύφη στον γιο τού προαναφερθέντος Αλέξανδρου, κι έμεινε χήρα ύστερα από χρόνια, χωρίς παιδιά. Η οποία περνούσε εκεί τη ζωή της από τότε, μέχρι και σήμερα.

«Κατὰ δὲ τοῦτον τὸν χρόνον ἧκεν ἐκ Μυσῶν τῷ νέῳ βασιλεῖ Ἀνδρονίκῳ, τῷ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου παιδί, νύμφη Μαρία ἡ τοῦ βασιλέως Μυσῶν Ἀλεξάνδρου θυγάτηρ, τὸν ἔνατον ἄρτι τῆς ἡλικίας ἀμείβοντι χρόνον ὁμῆλιξ οὖσα καὶ αὕτη σχεδόν. εἵπετο δ’ ἐκεῖθεν εὐθὺς καὶ Εἰρήνη ἡ τοῦ βασιλέως αὐτοῦ Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου ἀδελφή, πάλαι μὲν νύμφη πεμφθεῖσα τῷ τοῦ ῥηθέντος Ἀλεξάνδρου παιδί, χηρεύσασα δὲ μετὰ παραδρομὴν ἐνιαυτῶν ἄπαις· ἣ δὴ καὶ διῆγεν ἐκεῖ τὸν βίον ἑξῆς ἄχρι καὶ τήμερον.»

Η σύζυγος τού Ανδρόνικου ονομαζόταν Μαρία. Σύμφωνα με τον Γρηγορά ήταν κόρη τού τσάρου [Ιωάννη] Aλέξανδρου και επομένως αδελφή τού Σίσμαν [πρβλ. Jireček, Archiv f. slav. Philologie, XIV, 262-65].

[←91]

Πρβλ. Servion, Chron., στήλες 305, 310, 311.

[←92]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 173 και εξής. Ο R. J. Loenertz, Les recueils de lettres de Démétrius Cydonès, Πόλη Βατικανού, 1947, σελ. IΙΙ τοποθετεί την είσοδο τού Αμαδέου στη βυζαντινή πρωτεύουσα στις 2 Σεπτεμβρίου.

[←93]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. iii:

«… για απαλλαγή τού κύριου [Αμαδέου] από τις δαπάνες εξοπλισμού σκαφών, οι οποίες θα προέκυπταν για αυτόν πηγαίνοντας στη Μαύρη Θάλασσα, στα μέρη τής Βουλγαρίας, για να διευκολύνει τον άρχοντα αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, ο οποίος δεν μπορούσε να επιστρέψει λόγω τής παρεμβολής που τού προκαλούσε ο αυτοκράτορας τής Βουλγαρίας».

(… in exoneracionem expensarum navigiorum armate domini [Amadei] fiendarum per ipsum in Mare Maiori eundo ad partes Burgarie pro expedicione domini imperatoris Constantinopolis, qui reverti non poterat propter impedimentum quod sibi faciebat imperator Burgarie.)

Δύο ὑπέρπυρα βάρους Κωνσταντινούπολης ανταλλάσονταν με ισοτιμία ενός δουκάτου [στο ίδιο, αριθ. cxvii, σελ. 25]. Tα ελληνικά ουδετέρου γένους ὑπὲρπυρα παρουσιάζοντοι ως αρσενικοί ὑπὲρπυροι (hyperperi) στις λατινικές πηγές. Η μητέρα τού Ιωάννη Ε΄, η χήρα αυτοκράτειιρα Άννα «Παλαιολογίνα» τής Σαβοϊας, είχε πεθάνει στη Θεσσαλονίκη πιθανώς το 1365 [R. J. Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, Ρώμη, 1970, σελ. 315-16].

[←94]

«…due galee quas Comune Pere domino [Amadeo] generose concessit in subsidium…» [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 206, 296]. Κυβερνήτες τούς ήσαν οι Ντομένικο Βεϋρόλ [στο ίδιο, αριθ. 353 και εξής] και Μαρτίνο ντι Καμποφρεγκόζο (αριθ. 365).

[←95]

«… due galee quas dominus imperator Constantinopolis domino [Amadeo] mutuaverat …» [στο ίδιο, αριθ. 29], αλλά σε άλλο σημείο οι γαλέρες είναι «δοσμένες στο κύριο από την κυρία αυτοκράτειρα Κωνσταντινούπολης» (tradite domino per dominam imperatricem Constantinopolis) (αριθ. 327).

[←96]

Στο ίδιο, αριθ. 207-8, 273.

[←97]

Στο ίδιο, αριθ. 222, σελ. 63-64, και πρβλ. αριθ. 263. Η ενετική συνοικία καταλάμβανε σχεδόν την ίδια περιοχή στην Κωνσταντινούπολη από τον 12ο αιώνα μέχρι τα τέλη τού 15ου, για το οποίο βλέπε H. K. Brown, «The Venetians and the Venetian Quarter in Constantinople …», Journal of Hellenic Studies, XL (1920), 68-88, R. Janin, «Les sanctuaires des colonies latines à Constantinople», Revue des études byzantines, IV (1946), 166-71 και Constantinople byzantine, Παρίσι, 1964, σελ. 247-49. H ενετική συνοικία βρισκόταν πιο κάτω από το τωρινό τζαμί Σουλεϊμανιέ (Süleymaniye), μεταξύ των γεφυρών Gazi και Karakoy-Eminonu [Πρβλ. Ernest Mamboury, Istanbul touristique, Galata, 1951, χάρτες στη σελ. 38 και απέναντι από σελ. 64]. Ο Αμαδέος καταλάμβανε σπίτι στην Κωνσταντινούπολη προφανώς κοντά στη ενετική οδό (rua Venetorum) [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 270, σελ. 78-79].

[←98]

Στο ίδιο, αριθ. 247, σελ. 69.

[←99]

Στο ίδιο, αριθ. 262, 265-66.

[←100]

Στο ίδιο, αριθ. 271.

[←101]

Στο ίδιο, αριθ. 268. Το Αργυρόνιον βρίσκεται στην ασιατική ακτή τού βορείου Βοσπόρου, ακριβώς νότια από τον σημερινό σταθμό τού Anadolukavagi. Βλέπε Mamboury, Istanbul touristique, σελ. 553 και χάρτη απέναντι από σελ. 536.

[←102]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 274-77.

[←103]

Στο ίδιο, αριθ. 280-86.

[←104]

Servion, Chron., στήλη 310:

«[Ο κόμης τής Σαβοϊας και οι άνδρες του] κατευθύνθηκαν στη Σωζόπολη, όπου εισήλθαν βίαια. … Οι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί στις πόλεις Μακρόπολις, Σωζόπολις, Σκαφίδα και Αγχίαλος είπαν στον κόμη, ότι αναρωτιούνταν γιατί αυτός έχει εισβάλει και λεηλατεί τα εδάφη τού αυτοκράτορα τής Βουλγαρίας, τού κυρίου τους, ο οποίος ποτέ δεν τού είχε κάνει κακό. Και τούς απαντούσε ότι το είχε κάνει, επειδή ο αυτοκράτορας τής Βουλγαρίας είχε συλλάβει τον ξάδελφό του, τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης και ότι δεν θα σταματήσει τον πόλεμο με τούς Βούλγαρους μέχρι να αφεθεί ο αυτοκράτορας Αλέξιος [Ιωάννης] στην ελευθερία του…».

([Le conte de Savoye et ses gens] alerent devant Suzopoly, ou ilz entrerent a force. … Les prisonniers pris es villes de Manchopoly, Suzopoly, et Scafida et Lacillo furent dire au conte quilz estoyent merveilliez pourquoy il preignoit et gastoit le terrain de lempereur de Burgarie leurs seigneurs, qui onques riens ne luy avoit meffait; aulx queulx il respondist, que ce faisoie il pour ce que lempereur de Burgarie avoit pris son cousin germain lempereur de Constantinoble, et quil ne cesseroit mais de guerroyer les Burgariens, iusques a tant que lempereur Alexe [Jean] fust delivre a sa liberte …)

Για τη φρουρά που αφέθηκε στην Αγχίαλο, σημειώστε Λογαριασμούς Μπαρμπιέ (αριθ. 287, 362 και ιδιαίτερα αριθ. 405), που μάς πληροφορούν ότι ο Αμαδέος έκανε τον Πιέρ Βιμπόντ «διοικητή τού εν λόγω τόπου».

[←105]

Servion, Chron., στήλη 311.

[←106]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. vii, 287-89, 727. Για τούς Μπερλιόν ντε Φορά και Γκυγιώμ ντε Σαλαμόνο, Ιππότες και οι δύο τού Kολλάρου, βλέπε Cox, Green Count of Savoy (1967), σελ. 181, 182-83, 361 ενώ για τη φροντίδα για τη φρουρά στη Μεσημβρία, βλέπε Μπαρμπιέ, αριθ. 290-91, 443.

[←107]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 295-300.

[←108]

Οι τρεις κυβερνήτες (patroni) των μαρσεγιέζικων γαλερών πήραν τούς μηνιαίους μισθούς τους (stipendia) στις 30 Οκτωβρίου 1366 [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 308]. Ο θάνατος τού Μπονζάν αναφέρεται στο υπ’ αριθ. 701. Άλλα σκάφη (ligna, bargae, panfili, naves) εμφανίζονται επίσης στις εγγραφές τού Μπαρμπιέ, αριθ. 301, 307, 315, 325, 329.

[←109]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 301, σελ. 85. Ο Αντουάν, ο «μεγαλύτερος σε ηλικία νόθος τής Σαβοϊας», ένας εξώγαμος γιος τού Αμαδέου, τποθετήθηκε διοικητής στη Λεμόνα, που αργότερα επαναστάτησε, «και πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο νόθος πιάστηκε αιχμάλωτος» (et est sciendum quod idem bastardus captus extitit) [αριθ. 421].

Οι Βούλγαροι ανέκτησαν λοιπόν την πόλη και το κάστρο «και οδήγησαν τούς αιχμαλώτους τους στον άρχοντά τους, τον αυτοκράτορα τής Βουλγαρίας, στην πόλη τής Αδριανούπολης [!], όπου ο καστελλάνος κύριος Αντουάν πέθανε από θλίψη» (et les emmenerent prisonniers a leur seigneur lempereur de Burgarie en la cite d’ Andrenopoly [!], out messire Anthoine chastillain morut de doulour) [Servion, Chroniques de Savoye, στήλες 313, 317].

[←110]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 312.

[←111]

Servion, Chron., στήλη 312, όπου η κατάληψη τής Λεμόνα και «του φρουρίου τού Καλόκαστρου [;]» (le chastel de Colocastre) τοποθετείται κατά τη διάρκεια τής περιόδου τής στρατοπέδευσης τού Αμαδέου μπροστά στη Βάρνα.

[←112]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 388, σελ. 99.

[←113]

Στο ίδιο, αριθ. 392, σελ. 100. Όπως αναφέρεται πιο κάτω, ο Αμαδέος είχε αποσυρθεί από Βάρνα προς Μεσημβρία μεταξύ 16 και 18 Noεμβρίου (αριθ. 343-45).

[←114]

Στο ίδιο, αριθ. 328, σελ. 89.

[←115]

Στο ίδιο, αριθ. 395, 503. Ο Πονταρλιέ και οι σύντροφοί του κρατούνταν από τούς Βούλγαρους «στο Πρόβατ … και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στον Γαλατά, κοντά στη Βάρνα» (apud Provat … et fuerunt capti apud Galataz versus Vernam), πιθανώς πριν τις 18 Noεμβρίου.

[←116]

Servion, Chron., στήλες 313-14.

[←117]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 345.

[←118]

Στο ίδιο, αριθ. 352. Στο σπίτι έβαλαν νέες κλειδαριές και κλειδιά (αριθ. 375).

[←119]

Στο ίδιο, αριθ. 353-56.

[←120]

Στο ίδιο, αριθ. 384.

[←121]

Στο ίδιο, αριθ. 372 και πρβλ. αριθ. 366.

[←122]

Στο ίδιο, αριθ. 377.

[←123]

Στο ίδιο, αριθ. 357, 360-61, 387.

[←124]

Ο Τρεβερνέ εμφανίζεται συχνά στους λογαριασμούς τού Μπαρμπιέ (αριθ. 244, 859, 1139-42, 1182). Ο Αμαδέος τον είχε στείλει στα τέλη Νοεμβρίου «στον αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης στο Βιδίνι» (αριθ. 361), αλλά ο Σίσμαν μάλλον δεν τού επέτρεψε να προχωρήσει πέρα από την Καλιάκρα.

[←125]

Στο ίδιο, αριθ. xiii. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στους Λογαριασμούς Μπαρμπιέ τα έσοδα γράφονται με ρωμαϊκούς αριθμούς και τα έξοδα με αραβικούς.

[←126]

Στο ίδιο, αριθ. xivxvi. Μερικά άτομα φυλακίστηκαν, μέχρι να πληρώσουν τα ποσά που τούς είχαν καταλογιστεί (αριθ. 371 και πρβλ. αριθ. 394).

[←127]

Στο ίδιο, αριθ. viiiix.

[←128]

Στο ίδιο, αριθ. xxix-xxxiv, xxxvi, xlii-xlvi.

[←129]

Στο ίδιο, αριθ. xxivxxv.

[←130]

Στο ίδιο, αριθ. xxiii.

[←131]

Στο ίδιο, αριθ. 405.

[←132]

Στο ίδιο, αριθ. xxxiii.

[←133]

Στο ίδιο, αριθ. 393.

[←134]

Στο ίδιο, αριθ. 369-70. O Αμαδέος πλήρωσε εννέα υπέρπυρα για το τόξο του.

[←135]

Στο ίδιο, αριθ. 389.

[←136]

Στο ίδιο, αριθ. 302-4, 317, 336, 341, 951.

[←137]

Στο ίδιο, αριθ. xxxviiixxxix, όπου και τα δύο δάνεια έγιναν «χωρίς επιστολή ή έγγραφο χρέους» (absque litera vel instrumento de debito).

[←138]

Στο ίδιο, αριθ. 273. Οι Αμαδέος και Γκυγιώμ ντε Γκρανσόν ήσαν ντυμένοι καλά (πρβλ. επίσης αριθ. 401).

[←139]

Στο ίδιο, αριθ. 377, 407, 605, 762-63.

[←140]

Στο ίδιο, αριθ. 410-11.

[←141]

Στο ίδιο, αριθ. 419-20. Ο πατριάρχης Παύλος φαίνεται ότι είχε επιστρέψει στη Βάρνα μετά την αποστολή του στο Τίρνοβο, γιατί στις 17 Δεκεμβρίου εικοσιέξι Μαρσεγιέζοι ναυτικοί πληρώθηκαν για ταξίδι επτά ημερών στη Βάρνα και πίσω «για τον κύριο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης» (ad dominum patriarcham Constantinopolis) [αριθ. 379-80], αν και προφανώς δεν επανενώθηκε με τον Αμαδέο μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου [αριθ. 392].

[←142]

Στο ίδιο, αριθ. 423.

[←143]

Στο ίδιο, αριθ. 441.

[←144]

Στο ίδιο, αριθ. xlxlii, xlviixlix. Ο Μπαρμπιέ παρέχει ποσά που αθροίζονται σε 20.844 υπέρπυρα ως εισπραχθέντα από εκπροσώπους τού αυτοκράτορα, αλλά στην εγγραφή υπ’ αριθ. xlix εκτιμά τις συνολικές εισπράξεις (recepta) από τον Ιωάννη Ε΄ μόνο σε 20.300. Όμως η διαφορά δεν είναι πολύ μεγάλη και ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι οι αυτοκρατορικές πληρωμές γίνονταν τόσο σε «βάρος Ρωμανίας» (pondus Romanie) όσο και σε «βάρος Πέρα» (pontus Pere). Οι λογαριασμοί Μπαρμπιέ είναι γεμάτοι προβλήματα «συναλλαγματικών ανταλλαγών».

Οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη (καθώς και την Αγχίαλο) το 1307. Οι τόποι αυτοί ήσαν ιδιαίτερα πολύτιμοι, ως κέντρα σιτοπαραγωγικής περιοχής. Μετά την αναχώρηση τού Αμαδέου, η Μεσημβρία και η Σωζόπολις (καθώς και η Αγχίαλος) καταλήφθηκαν από τούς Tούρκους κάποια στιγμή πριν από το 1380, αλλά ανακτήθηκαν από τούς Βυζαντινούς ως αποτέλεσμα τής συνθήκης τού Μανουήλ Β΄ με τον εμίρη Σουλεϊμάν το 1403. Το 1413, ύστερα από την εξάλειψη τού αδελφού του Μούσα, ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ επικύρωσε την κατοχή τους από τον Μανουήλ πρβλ. A. E. Bakalopoulos, «Les limites de l’ empire byzantin depui la fin du XIVe siede jusqu’a s chute (1453)», Byzantinische Zeitschrift, LV (1962), 56-62.

[←145]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 423 και εξής, 444 και εξής, 447 και πρβλ. αριθ. 448, 490.

[←146]

Στο ίδιο, αριθ. 449.

[←147]

Servion, Chron., στήλη 314.

[←148]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 450.

[←149]

Στο ίδιο, αριθ. 459 και πρβλ. αριθ. 723 και Setton, στο Speculum, XXVIII (1953), 646, σημείωση.

[←150]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 570.

[←151]

Στο ίδιο, αριθ. 468.

[←152]

Στο ίδιο, αριθ. 471, 491, 493-94. O δραστήριος Μπερναμπό αγόραζε επίσης και πωλούσε σιτηρά (αριθ. 606-7).

[←153]

Στο ίδιο, αριθ. 499.

[←154]

Στο ίδιο, αριθ. 500.

[←155]

Στο ίδιο, αριθ. 515 και Καντακουζηνός, Iστορία, I, 45 και II, 34 (CSHB, Βόννη, I, 219, 505):

«Βασιλεὺς δὲ ὁ νέος ἐν τῷ περὶ τὸ Ῥήγιον Ἐννακόσια προσαγορευομένῳ χωρίῳ…».

Για το Ρήγιον-Κιουτσούκτσεκμετζέ, κοντά στο σημερινό αεροδρόμιο, βλέπε Mamboury, Istanbul touristique (1951), σελ. 569-72.

[←156]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 523 και πρβλ. Mamboury, Istanbul touristique, σελ. 573.

[←157]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 526 και εξής.

[←158]

Στο ίδιο, αριθ. 492 και πρβλ. αριθ. 469, 583-85, 589, 608-10.

[←159]

Στο ίδιο, αριθ. 501-2.

[←160]

Στο ίδιο, αριθ. 504-5, 510, 576.

[←161]

Στο ίδιο, αριθ. 509, 535, 537, 540 και αλλού. Ο Αντουάν, ο νεώτερος νόθος, πήγε στην Κύπρο από το Νεγκροπόντε. Εισέπραξε 600 υπέρπυρα (αριθ. 654).

[←162]

Στο ίδιο, αριθ. 558.

[←163]

Στο ίδιο, αριθ. 612-13 και και εξής. Ο Αμαδέος ταξίδεψε με τη νέα γαλέρα, την οποία ο Τζιοβάννι ντε Κόντε είχε αγοράσει στο Πέρα (αριθ. 867, 900, 922).

[←164]

στο ίδιο, αριθ. 650 και 654, σελ. 157, όπου η γραμμή ημερομηνίας «apud Nigrum Pontem die XXII mensis Julii» είναι λάθος εκ παραδρομής αντί για 22 Ιουνίου και βλέπε επίσης αριθ. 1197.

[←165]

Στο ίδιο, αριθ. 654, σελ. 158 και αριθ. 656-58.

[←166]

Στο ίδιο, αριθ. 663, όπου ο επιμελητής Bollati έχει μια από τις ανόητες γεωγραφικές σημειώσεις του, ταυτίζοντας το Curfo (Κέρκυρα) τού Μπαρμπιέ με την «Κώρυκο … στην ακτή τής Κιλικίας» (Korghos … sulla costa della Cilicia)!

[←167]

Στο ίδιο, αριθ. 669-70 και πρβλ. B. Krekjc, «Amadeo VI of Savoy, the ‘Green Count,’ at Dubrovnik in 1367» (στα σερβοκροατικά), Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta, XIII (1971), 207-11.

[←168]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 676.

[←169]

Στο ίδιο, αριθ. 678, 682, 686. Είχε πιάσει στην Πόλα στις 27 Ιουλίου (αριθ. 690). Η Λεσίνα είναι σήμερα το γνωστό ως θέρετρο νησί τού Χβαρ. Με τη συνθήκη τής Ζάρα (το 1358) πέρασε στον Λουδοβίκο τον Μεγάλο τής Ουγγαρίας, υπό την εξουσία τού οποίου βρισκόταν όταν αποβιβάστηκε εκεί ο Αμαδέος.

[←170]

Στο ίδιο, αριθ. 691-92.

[←171]

Οι τελευταίες πληρωμές που έκανε ο Μπαρμπιέ στη Βενετία με εντολές τού Αμαδέου έχουν ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1367 (αριθ. 898 και εξής), μέρα κατά την οποία ο Αμαδέος έφυγε από την πόλη (αριθ. 917). Στις 19 Αυγούστου η Γερουσία είχε χορηγήσει άδεια στον Αμαδέο να πάει στο Τρεβίζο «για αναψυχή» (pro recreatione sua) [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 68]. O Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome (1930), σελ. 160, σημείωση 4 αναφέρει ότι πήγε εκεί στις 19 τού μηνός.

[←172]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 1187.

[←173]

Στο ίδιο, αριθ. 761.

[←174]

Στο ίδιο, αριθ. 793, σελ. 182 και αριθ. 804.

[←175]

Eubel, Hierarchia, Ι, 394.

[←176]

Οι δογματικές γνώσεις τού Παύλου και η ικανότητά του στη συζήτηση είχαν κερδίσει το θαυμασμό τού αντι-Λατίνου Νικηφόρου Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, XXIX, 55 και εξής (CSHB, Βόννη, IΙΙ, 262 και εξής):

«… σοφίας ἔμπειρος ὁπόσῃ καὶ οἵᾳ τὴν τῶν Λατίνων οἰκειοῦται σχολὴν ἐν δογματικαῖς τῶν θείων γραμμάτων διατριβαῖς».

Ο Γρηγοράς δεν κατονομάζει τον Παύλο, αλλά η ταύτιση είναι βέβαιη [πρβλ. επιμ. CSHB, Βόννη, I, σελ. xxxviixxxviii, Giovanni Mercati, Simone Atumano, Ρώμη, 1916, σελ. 30-31, σημείωση, Ant. Rubió i Lluch, στο Homenaje a D. Carmelo de Echegaray, San Sebastian, 1928, σελ. 370, 382]. Από τη Σμύρνη (1345-1357) ο Παύλος μετατέθηκε στη Θήβα και από εκεί στο λατινικό πατριαρχείο (1366-1370), με επίσημη κατοικία στο Νεγκροπόντε [Eubel, Hierarchia, I, 206, 456, 482].

[←177]

Από τη Βενετία ο Αμαδέος πήγε στην Πάδουα, όπου τον βρίσκουμε στις 9-10 Σεπτεμβρίου 1367 [Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 919 και εξής, 1211]. Βρισκόταν στη Φερράρα στις 12 και 13 τού μηνός [στο ίδιο, αριθ. 929, 933], στην Πιατσέντσα στις 16 [αριθ. 941, 1198], στην Παβία από τις 23 [αριθ. 944 και εξής, 992], στο Μπόργκο Σαν Ντοννίνο στις 24 [αριθ. 1008, 1211], στο Φορνόβο ντι Τάρο στις 25 [αριθ. 1011], στο Ποντρέμολι από τις 26 μέχρι τις 28 [αριθ. 1012, 1211] και στη Λούκκα στις 30 [αριθ. 1015], απ’ όπου πήγε στην Πίζα [αριθ. 1017], όπου παρέμεινε στις 1-2 Οκτωβρίου [αριθ. 1018, 1021]. Επόμενος σταθμός του ήταν η Σιένα στις 3 Οκτωβρίου [αριθ. 1025], απ’ όπου συνέχισε προς Μοντεφιασκόνε, όπου τον βρίσκουμε στις 7 τού μηνός [αριθ. 1029]. Από τις 7 μέχρι τις 11 έμεινε στο Βιτέρμπο [αριθ. 1030 και εξής, 1043], όπου αυτός και ο Παύλος συσκέφθηκαν με τον Ούρμπαν Ε΄ (βλέπε την επόμενη σημείωση). Επόμενη στάση του ήταν η Ρώμη, όπου έφτασε στις 13 Οκτωβρίου και παρέμεινε μέχρι τις 25 [αριθ. 1048-69]. Επιστρέφοντας προς βορρά μέσω Μοντεφιασκόνε [αριθ. 1074] και Τσιβιταβέκκια [αριθ. 1075], έφτασε στην Περούτζια στις 29 Οκτωβρίου [αριθ. 1077], στο Αρέτσο στις 31 [αριθ. 1083] και στη Φλωρεντία στις 2 Νοεμβρίου [αριθ. 1085]. Βρισκόταν στη Μπολώνια στις 6 [αριθ. 1096], στη Μάντουα στις 9 [αριθ. 1100], στο Μπόργκο Σαν Ντοννίνο στις 11 [αριθ. 1105, 1211] και πίσω στην Παβία από τις 14 μέχρι τις 23 [αριθ. 1108 και εξής, 1122]. Σταμάτησε στο Βέρτσελλι στις 24 Noεμβρίου [αριθ. 1145] και την επόμενη μέρα πήγε στην Ιβρέα [αριθ. 1152 και εξής, 1156], απ’ όπου έστρεψε προς νότο στο Ρίβολι, όπου βρισκόταν στις 4 Δεκεμβρίου [αριθ. 1172]. Tέσσερις μέρες αργότερα, στις 8 τού μηνός, βρισκόταν στη Σούζα [αριθ. 1176], απ’ όπου προχώρησε μέσω τού περάσματος τού Μον Σενί προς Λανλεμπούρ [αριθ. 1178], φτάνοντας στην Αιγκεμπέλ στις 8 Δεκεμβρίου [αριθ. 1181] και στο Σαμπερύ στις 10 [αριθ. 1182].

[←178]

Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I (1914), 364. Ο συγγραφεας τού Secunda vita Urbani V μάς πληροφορεί ότι μαζί με τον Αμαδέο και τον Παύλο «οκτώ πρέσβεις τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης» (octo ambaxiatores imperatoris Constantinopolitani) περίμεναν τον πάπα στο Βιτέρμπο στις 7 Οκτωβρίου 1367 [στο ίδιο, I, 388].

[←179]

Πρβλ. Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 64, με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1367:

«Ψηφίστηκε αυτό που ζητά επιμόνως ο επιφανής άρχοντας κόμης τής Σαβοϊας, δηλαδή να επιτραπεί στη συνοδεία του και στους Έλληνες που ηταν μαζί του να μπορέσουν να επιστρέψουν στα μέρη τους, μόνο με τα πράγματά τους, χωρίς εμπορεύματα…».

(Capta: Quod magnifico domino comiti Sabaudie hoc instanter requirenti concedatur quod sua comitiva et greci qui secum venerunt possint redire ad partes suas solum cum arnesiis absque mercationibus…)

Πρβλ. την προηγούμενη σημείωση και Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 160, ο οποίος έχει ήδη αναφέρει αυτό το κείμενο.

[←180]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. 1048, 1052, 1063-65, 1069.

[←181]

Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I, 365, 388.

[←182]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 249, φύλλα 1-4, 10-12, για το οποίο βλέπε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 163, 166-75, 178 και εξής.

[←183]

Λογαριασμοί Μπαρμπιέ, αριθ. lxxiii, σελ. 15-16. Η ισοτιμία ήταν «17 υπέρπυρα προς 8 φλουριά καλού βάρους», (computatis decem septem [parperis] pro octo florenis boni ponderis) [πρβλ., στο ίδιο, αριθ. cxvii, σελ. 25].

[←184]

Στο ίδιο, αριθ. 555, σελ. 135-36. Για το ρουμπίνι (balassius grossus), «αυτό που ο αυτοκράτορας συνήθιζε να φορά στο καπέλλο του» (quem idem imperator super capello suo deferre solebat), βλέπε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, παράρτημα, αριθ. 15, σελ. 380 (πρβλ. την επόμενη σημείωση).

[←185]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Aven. 172, φύλλα 345- 346 και Reg. Vat. 260, φύλλο 3, αριθ. 9, δημοσιευμένα από τον Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, παράρτημα, αριθ. 15, σελ. 380-81 και βλέπε στο ίδιο, σελ. 149-51 για πληρέστερη περιγραφή των γεγονότων, που έχουν απλοποιηθεί εδώ.

[←186]

Franz Miklosich και Jos. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi: Acta patriarchatus constantinopolitani, I (Βιέννη, 1860, ανατύπ. Άαλεν, 1968), αριθ. ccxxxiv, σελ. 491-93, χωρίς ημερομηνία, αλλά αποδιδόμενο στον Απρίλιο ή Μάιο τού 1367 από τον Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 152:

«Μακαριώτατε ἐπίσκοπε τῆς πρώτης Ἰουστινιάνης Ἀχρειδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος, εὔχομαι τῷ θεῷ ὑγιαίνειν τὴν ἁγιωσύνην σου καὶ σωματικῶς, εἰς σύστασιν καὶ ὠφέλειαν τοῦ ὑπ’ αὐτὴν χριστωνύμου πληρώματος. ὁ περιπόθητος ἐξάδελφος τοῦ κρατίστου καὶ ἁγίου μου αὐτοκράτορος, ὁ κόντος Σαβοείας, καταλαβὼν εἰς τὴν θεομεγάλυντον καὶ θεοφύλακτον Κωνσταντινούπολιν μετὰ κατέργων, ἔχων μεθ΄ ἑαυτοῦ καὶ δυσικόν ἀρχιερέα, τὸν κῦρ Παῦλον, διεκόμισε λόγους τοῦ Πάπα πρὸς τὸν κράτιστον καὶ ἅγιόν μου αὐτοκράτορα περὶ τῆς ἑνώσεως καὶ ὁμονοίας τῶν ἐκκλησιῶν, τῆς τε ἡμετέρας δηλονότι καὶ τῆς τῶν Λατίνων ˙ ὁ οὖν κράτιστος καὶ ἅγιός μου αὐτοκράτωρ ἔδειξε τὰ περί τούτου τῇ ἡμῶν μετριότητι καὶ τοῖς ἁγιωτάτοις πατριάρχαις, τῷ τε Ἀλεξανδρείας καὶ τῷ Ἱεροσολύμων, ἔτι δὲ καὶ τῇ ἱερᾷ συνόδῳ τῶν εὑρεθέντων ἐνταῦθα ἱερωτάτων ἀρχιερέων, καὶ κοινῆ συνελθόντες καὶ ὁμοφωνήσαντες ἐψηφισάμεθα, δεῖν γενέσθαι οἰκουμενικήν σύνοδον κατὰ τὰς προγεγονοίας ἑπτὰ οἰκουμενικὰς συνόδους. οἱ μὲν οὖν δύο ἁγιώτατοι πατριάρχαι, ὅ τε Ἀλεξανδρείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, εὑρίσκονται ἀρτίως ἐνταῦθα, καὶ ἀποστέλλουσιν ἤδη γραφὰς πρὸς τοὺς ἐπ’ αὐτοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὰς οἰκείους συνόδους, ἵνα παραγένωνται. διεμηνυσάμεθα δὲ καὶ τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ Ἀντιοχείας ἡμεῖς, ἵνα μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν πάντων ἀρχιερέων καὶ τῆς ἰδίας συνόδου. ἔνι γοῦν ἀναγκαῖον ἀφικέσθαι καὶ τὴν ἁγιωσύνην σου μετὰ τῶν ὑπὸ σὲ ἀρχιερέων πάντων, ἐπεὶ καθολική καὶ οἰκουμενική ἔσται ἡ σύνοδος, ἐπεὶ γὰρ ἡ αὐτὸθι ἐκκλησία καὶ τὸ ἔθνος αὐτὸ ἐντεῦθεν ὡς ἀπὸ πηγῆς καὶ ῥίζης ἔχει τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν ὑγιᾶ καὶ ἀμώμητον πίστιν, πρόκειται δὲ ἀρτίως ὁ περὶ εὐσεβείας καὶ πίστεως σκοπὸς, ἀνάγκη πᾶσά ἐστι, καταλαβεῖν ἐνταῦθα τὴν ἁγιωσύνην σου, ἵνα κοινῇ διασκεψάμενοι, τῇ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ καὶ χάριτι, δῶμεν λόγον ὑπὲρ τῆς θεοσεβείας ἡμῶν καὶ τῶν ἀπταίστων περὶ θεοῦ δογμάτων, ἐρηρεισμένοι ταῖς θείαις γραφαῖς ταῖς εὐαγγελικαῖς τε καὶ ἀποστολικαῖς καὶ πατρικαῖς παραδόσεσι καὶ διδασκαλίαις, οὐδἐ γὰρ βουλόμεθα κἄν μίαν συλλαβήν ἤ μίαν κεραίαν παροραθῆναι τῶν κειμένων δογμάτων, ἀλλὰ τῶν εὐαγγελικῶν τε καὶ ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν κανόνων τε καὶ δογμάτων καὶ τῶν ἀρχαίων νομοθεσιῶν κειμένων, οὕτω καὶ ἡμᾶς δοῦναι λόγον ὑπὲρ τῶν προκειμένων ὑποθέσεων. διὰ τοῦτο καὶ πάσας σου δουλείας ἀφεὶς, ὅσαι καὶ οἷαί εἰσι, καὶ πάντα τὰ προκείμενά σοι δεύτερα θέμενος τοῦ περὶ εὐσεβείας λόγου, σπούδασον κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην καταλαβεῖν ἐνταῦθα μετὰ τῶν ὑπὸ σὲ πάντων ἀρχιερέων, ἔνθα γὰρ ἐστι ὁ περὶ εὐσεβείας καὶ περὶ πίστεως λόγος προηγούμενος. πάντα δεῖ παραβλέπειν τὸν πρὸς ἀλήθειαν βλέποντα. ὀφείλεις οὖν καταλαβεῖν ἐντὸς τῆς τεταγμένης διωρίας, ἀρχομένης ἀπὸ τοῦ παρόντος ἰουνίου μηνὸς τῆς ἐνισταμένης Ε΄ ἰνδικτιῶνος μέχρι καὶ συμπλήρωσιν χρόνων δύο· ἐὰν δὲ παρελθούσης τῆς τοιαύτης διωρίας οὐκ ἔλθῃ ἡ ἁγιωσύνη σου, ἡμεῖς οὐκέτι μέλλομεν περιμένειν, καὶ πόση ἡ ζημία ἐστὶ, πόση βλάβη, πόση πρὸς τούτοις ἀτιμία, τοιούτων προκειμένων ἀναγκαίων ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων ἀπολειφθῆναι τὴν ἁγιωσύνην σου τῆς τοιαύτης ἐπωφελοῦς συνελεύσεως, ὥσπερ ἐπεὶ ἔλθῃς, πόση τιμὴ καὶ δόξα, πόσον κέρδος καὶ πόση ὠφέλεια ἔσται καὶ εἰς τὴν ἁγιωσύνην σου καὶ εἰς τοὺς εὑρισκομένους αὐτὸθι χριστιανούς. σπουδασάτω τοίνυν αὕτη ἀφικέσθαι ἐνταῦθα, πάντα τὰ ἄλλα ἐλάττω θέμενος τῆς τοιαύτης ὑποθέσεως, γινωσκέτω δὲ ἡ ἁγιωσύνη σου, ὅτι τὴν ὑγιᾶ καὶ ἀμώμητον πίστιν καὶ τὴν εὐσέβειαν ἡμῶν καὶ τὰ ὀρθά ταύτης δόγματα οὕτω φυλάσσομεν καὶ οὕτως ἔχομεν καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ βασιλεία, ὥσπερ καὶ πρότερον εἴχομεν, καὶ μὴ πιστεύσῃς τισὶ λέγουσιν ἴσως περὶ ἡμῶν ἐναντία, ἀλλ’ οὕτω διακείμεθα περὶ τὰ ὀρθά καὶ ἀληθῆ περὶ θεοῦ δόγματα, καὶ οὕτως ἐσμὲν καὶ νῦν, ὥσπερ ἦμεν καὶ πρότερον, καὶ γὰρ οὕτω συνεφωνήσαμεν μετὰ τῶν μηνυτῶν τοῦ Πάπα, ἵνα, ἐὰν φανῇ τὸ ἡμέτερον δόγμα ἐν συνόδῳ ἀπὸ τῶν θείων γραφῶν κρεῖττον τῶν Λατίνων, ἔλθωσιν ἐκεῖνοι μεθ’ ἡμῶν καὶ ὁμολογήσωσιν, ὥσπερ λέγομεν ἡμεῖς. θαρροῦμεν δὲ τῷ θεῷ, ὅτι οὕτω γενήσεται, τῇ αὐτοῦ βοηθείᾳ καὶ χάριτι. ἀκριβῶς οὖν πληροφορήθητι, ὅτι οὕτως εἶναι ταῦτα, ὡς γράφομεν τῇ ἁγιωσύνῃ σου. γενέσθω οὖν οὕτω, καθὼς παραδηλοῦμεν αὐτῇ, ἵνα καταλάβῃ ἐνταῦθα ἡ ἁγιωσύνη σου μετὰ τῶν ὑπὸ σὲ ἀρχιερέων πάντων, ἐπεὶ τοιαῦταί εἰσιν ἀναγκαῖαι καὶ ἀπαραίτητοι αἱ προκείμεναι ἐκκλησιαστικαί ὑποθέσεις. ὁ πανάγαθος κύριος εἴη διαφυλάττων τὴν ἁγιωσύνην σου ἀνωτέραν παντὸς συναντήματος.»

Bλέπε επίσης τις επιστολές τού Ούρμπαν Ε΄ που παρέχονται από τον Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1367, αριθ. 9-11, τομ. VII (1752), σελ. 153-54, ιδιαίτερα την επιστολή τού Ούρμπαν στις 6 Νοεμβρίου 1367 προς τούς Φιλόθεο, Νίφωνα και Λάζαρο, σε απάντηση προφανώς σε πολύ διαλλακτική επιστολή που είχαν στείλει αυτοί στη Ρώμη. Ο πάπας ομολογεί ότι πιστεύει ότι είναι έτοιμοι για την «υποταγή των Ελλήνων και την καθολική ενότητα με την Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία» (reductio Graecorum ad sacrosanctae Romanae ac universalis ecclesiae unitatem), πράγμα που προφανώς απείχε πολύ από την πραγματικότητα.

[←187]

Πρβλ. K. M. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), σελ. 41. Όπως είναι γνωστό, η δημόσια σταδιοδρομία τού Γρηγορά καταστράφηκε λόγω τής γενναίας αντίθεσής του με τη σκοταδιστική Παλαμική ηγεσία τής εκκλησίας κατά την εποχή του. Για τον αφορισμό του βλέπε τα Acta patriarchatus constantinopolitani, I, αριθ. ccxxix, σελ. 490 και R. Guilland, Essai sur Nicéphore Grégoras, Παρίσι, 1926, σελ. 34-40 και εξής. O Γρηγοράς πέθανε προς το τέλος τού 1359 ή πιθανώς στις αρχές τού επόμενου έτους. Για τον Φιλόθεο Κόκκινο, τον Γρηγορά και τις θεολογικές αντιπαλότητες τής εποχής τους βλέπε γενικά την εμπεριστατωμένη εργασια τού καρδινάλιου Giovanni Mercati, Notizie di Procoro e Demetrio Cidone … ed altri appunti per la storia della teologia e della letteratura bizantina del secolo XIV, Πόλη Βατικανού, 1931 (Studi e testi, αριθ. 56).

Έχει ήδη γίνει αναφορά (βλέπε πιο πάνω, σημείωση 24) στο κείμενο που έχει δημοσιευτεί από τον J. Meyendorff, «Projets de concile oecuménique en 1367», Dumbarton Oaks Papers, XIV, 164- 77, στο οποίο παρουσιάζεται ο Παύλος σε ακρόαση από τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, τον Ιούνιο τού 1367, στο παλάτι των Βλαχερνών. Αν πραγματικά υπήρξε αυτή η θεολογική τους συζήτηση, πρέπει να έγινε κατά την πρώτη βδομάδα τού Ιουνίου, επειδή ο Παύλος απέπλευσε με τον Αμαδέο από το Πέρα στις 9 τού μηνός. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον πρώην αυτοκράτορα και τον Λατίνο πατριάρχη ως διεξάγοντες τη συζήτησή τους (διάλεξις) παρουσία τού Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, τής αυτοκράτειρας Ελένης, τού νεαρού συναυτοκράτορα Ανδρόνικου [Δ΄], τού δεσπότη Μανουήλ [Β΄], αξιωματούχων τού παλατιού και τού πατριαρχείου, καθώς και των επισκόπων Εφέσου, Ηράκλειας και Aδριανούπολης. Ο Καντακουζηνός προβάλλει με επιδεξιότητα, ευγλωττία, ανοχή και καλοκαγαθία την ελληνική άποψη ότι η ένωση των Εκκλησιών πρέπει να αναμείνει την επίλυση των δογματικών διαφορών και ότι αυτή θα μπορούσε μόνο να επιτευχθεί σε οικουμενική σύνοδο. Ο Καντακουζηνός πείθει σύντομα τον Παύλο για τη συνεκτικότητα και ευθύτητα τής ελληνικής θέσης και ο τελευταίος, ο οποίος απεικονίζεται ως μάλλον ισχνού πνεύματος, συμφωνεί για μια σύνοδο, η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

[←188]

Acta patriarchatus constantinopolitani, I, αριθ. cclii, σελ. 507-8, για το οποίο σημειώστε Peter Charanis, «The Monastic Properties and the State in the Byzantine Empire», Dumbarton Oaks Papers, IV (Ουάσιγκτον, 1948), 114-16 και George Ostrogorsky, Pour l’ histoire de la féodalité byzantine, Βρυξέλλες, 1954, σελ. 160.

[←189]

Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, XVII, 1, 2 (CSHB, Βόννη, 11, 842):

Γιατί αυτοί [οι Γενουάτες], ενώ στην αρχή τούς επιτράπηκε να χτίσουν λίγα και φτηνά οικήματα στην περιοχή, έπειτα διέφυγαν τής προσοχής με την πάροδο τού χρόνου και υψώθηκαν πολύ σε δόξα και δύναμη. Γιατί ενώ οι αυτοκράτορες, όπως συνέβη, επαναστατούσαν ο ένας εναντίον τού άλλου για την εξουσία και οι ρωμαϊκές υποθέσεις βρίσκονταν από τότε σε αναταραχή και σε πολύ κακή κατάσταση, εκείνοι κρυφά και πονηρά, παίρνοντας το μέρος άλλοτε των μεν, άλλοτε των δε, και υποσχόμενοι ότι θα παρείχαν συμμαχία και αφθονία όπλων και οπλιτών από τη στεριά και από τη θάλασσα, διέφυγαν τής προσοχής, όχι μόνο αποσπώντας τον πλούτο των Βυζαντίων και όλα τα έσοδα από τη θάλασσα, αλλά και όσα δημόσια έσοδα φέρνουν με πολλούς και διάφορους τρόπους τον πλούτο στα κυβερνητικά γραφεία. Με αποτέλεσμα από τότε, τα μεν δικά τους ετήσια έσοδα από τούς φόρους να είναι διακόσιες περίπου χιλιάδες [υπέρπυρα], των δε Βυζαντινών μόλις και μετά βίας τριάντα. Κομπάζοντας λοιπόν γι’ αυτά και εκμεταλλευόμενοι καθημερινά ασεβώς την αδυναμία των Βυζαντινών, ύψωναν διώροφα και τριώροφα σπίτια, ενώ παίρνοντας πάλι περισσότερη περιοχή προς την ανηφόρα, έχτιζαν πύργους με ύψος που δύσκολα μπορούσε κανείς να ανταγωνιστεί και τούς περιέβαλλαν με τείχη και πολλούς περιβόλους, τον ένα μέσα στον άλλον, που είχαν μεγάλη ευρυχωρία. Έσκαβαν επίσης τάφρους και οχυρώματα σε αυτούς και όσα δυσκολεύουν την προέλαση των εχθρών.

«Αὐτοὶ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὀλίγα τινὰ καὶ φαῦλα περὶ τὸν τόπον οἰκήματα συγχωρηθέντες συστήσασθαι, ἔπειτα ἔλαθον τοῦ χρόνου χωροῦντος ἐπὶ μέγα δόξης τε καὶ δυνάμεως ἀναβάντες. τῶν γὰρ βασιλέων, συμβὰν οὑτωσί πως, στασιαζόντων κατ’ ἀλλήλων ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς, καὶ τῶν Ῥωμαϊκῶν ἐντεῦθεν πραγμάτων ταραττομένων καὶ σφόδρα πονήρως διατιθεμένων, οὗτοι λάθρα καὶ δολίως ὑπερχόμενοι νῦν μὲν τούσδε, νῦν δὲ τούσδε, καὶ ὑπισχνούμενοι συμμαχίαν παρέχειν καὶ ὅπλων καὶ ὁπλιτῶν εὐπορίαν ἔκ τε γῆς καὶ θαλάττης, ἔλαθον μὴ μόνον τὴν τῶν Βυζαντίων εὐπορίαν καὶ μικροῦ πᾶσαν τὴν ἐκ θαλάττης πρόσοδον παρελόμενοι, ἀλλὰ καὶ ὅσα τῶν δημοσίων πολυειδῶς ἔχοντα πραγμάτων ποικίλον πορίζει τοῖς ἀρχικοῖς πρυτανείοις τὸν πλοῦτον· ὡς ἐντεῦθεν τὴν μὲν ἐκείνων ἐκ τῶν φόρων ἐπέτειον γίνεσθαι πρόσοδον διακοσίων ἔγγιστα χιλιάδων, τὴν δὲ Βυζαντίων βίᾳ καὶ μόλις τριάκοντα. διὰ δὴ ταῦτα μεγαλαυχούμενοί τε καὶ τῆς τῶν Βυζαντίων ἀσθενείας ἡμέραν ἐξ ἡμέρας κατορχούμενοι οἰκίας τε διωρόφους καὶ τριωρόφους ἀνίστασαν, καὶ πλείονος αὖ ἐπειλημμένοι πρὸς τὸ ἄναντες τόπου πύργους τε ᾠκοδόμουν δυσανταγώνιστον κεκτημένους τὸ ὕψος καὶ ἅμα τείχη καὶ περιβόλους μακρὰν τὴν εὐρυχωρίαν ἔχοντας ἄλλους ἐπ’ ἄλλοις συχνοὺς περιήλαυνον· καὶ πρός γε ἔτι τάφρους καὶ ὀχυρώματα ἐπ’ αὐτοῖς καὶ ὅσα πολεμίοις δυσεπιχείρητον ἀπειλοῦσι τὴν πάροδον ὤρυττον.»

[←190]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλο 8, με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 1369: «Τότε να τού πεί [ο πρέσβης μας], να στείλει, αν έχει την ευχαρίστηση, δικό τού απεσταλμένο, για να δει να πωλείται αυτή η εγγύηση [τα κοσμήματα], γιατί ο σκοπός μας δεν είναι καθόλου διαφορετικός» (Tunc dicat [ambaxiator noster] ei quod si sibi placet, potest mittere nuntium suum ad videndum vendi ipsa [iocalia] pignora, quia nostre intentionis omnino non est plus differre).

Αφού οι Παλαιολόγοι έπρεπε να πληρωνουν τόκο πέντε τοις εκατό για το χρέος, η εξόφληση τού οποίου καθυστερούσε ήδη για περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια (1343-1368), το σύνολο ανερχόταν σε λίγο πάνω από 67.500 δουκάτα (με απλό επιτόκιο), για το οποίο βλέπε πιο κάτω και το εξαιρετικό άρθρο τού Tommaso Bertelè, «I gioielli della corona bizantina dati in pegno alla repubblica veneta nel sec. XIV e Mastino II della scala», Studi in onore di Amintore Fanfani, II (Μιλάνο, 1962), 123-24 και έγγραφο αριθ. 31, σελ. 175, με το κείμενο τής απόφασης τής Γερουσίας στις 23 Φεβρουαρίου 1369. Η Γερουσία είχε ήδη απειλήσει πολλές φορές ότι θα πουλήσει τα κοσμήματα, αλλά δεν το έκανε ποτέ [Bertele, ό. π., σελ. 108 και εξής].

[←191]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλα 119-122, για το οποίο σημειώστε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 176-77, ο οποίος κατά τη γνώμη μου υπερβάλλει «την υπερβολική βιαιότητα, με την οποία αυτός [ο Μπράγκαντιν] αντιμετώπισε τον αυτοκράτορα» (l’extréme brutalité avec laquelle [Bragadin] avait traité l’ empereur). Οι οδηγίες που είχε ο Μπράγκαντιν ήσαν να διεκπεραιώσει την πρεσβεία του «με καλοπροαίρετα και φιλικά λόγια» (cum verbis benivolencie et amoris) [Reg. ό. π., φύλλο 119], αλλά βρήκε τον Ιωάννη μάλλον μπερδεμένο,

«και ο ίδιος ο αυτοκράτορας δεσμεύεται με τη μορφή τής εν λόγω συνθήκης να μάς πληρώσει συγκεκριμένο χρηματικό πόσο 25.663 υπερπύρων, το οποίο πρέπει να πληρώσει εντός ορισμένου χρόνου» [ό. π.]. Όμως δεν είχαν γίνει πληρωμες για αυτό το χρέος των 25.663 υπέρπυρων.

(et ipse imperator per formam dictarum treuguarum teneatur nobis solvere certam quantitatem pecunie ad summam ypperperorum xxv m. vi c. lxiii quos solvere debebat ad certos terminos)

Βέβαια στις 10 Noεμβρίου (1368) ο Ιωάννης είχε πληρώσει τελικά 4.500 υπέρπυρα, αλλά ο Μπράγκαντιν και η Γερουσία είχαν αγανακτήσει

«γιατί [ο αυτοκράτορας] δεν θέλει να ανακληθεί, ότι οι δικοί μας δεν μπορούν να έχουν περισσότερες από 15 ταβέρνες, ούτε μπορούν να αγοράζουν ιδιοκτησίες, εδάφη, κήπους και χωράφια…» [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλο 8].

(quod [imperator] non vult quod revocetur quod nostri possint habere ultra xv tabernas nec possint emere possessiones, terras, zardinos, et campos…)

Αυτό ήταν το παλιό παράπονο που επαναλάμβαναν οι Ενετοί σε κάθε ανανέωση τής συνθήκης. Για τις δυσκολίες τού Μπράγκαντιν στην αυτοκρατορική αυλή σημειώστε Julian Chrysostomides, «Venetian Commercial privileges under the Palaeologi», Studi veneziani, XII (1970), 283-84, 296-97, 304, 322.

Σε απόφαση τής 26ης Απριλίου (1368) η Γερουσία έδρασε με βάση πληροφορία που είχε πάρει προηγουμένως από τον Ενετό βαΐλο και τούς συμβούλους στην Κωνσταντινούπολη

«ότι ο Μουράτ ευχαρίστως θα έβαζε στην άκρη τον Ορχάν, για να εγκατασταθούμε στα μέρη του, ενώ είναι ικανοποιημένος να μάς δώσει οποιονδήποτε τόπο θέλουμε στα μέρη τής Τουρκίας…»,

(quod Moratus condam Orchani libenter vellet quod conversaremur in partibus suis, et esset contentus dare nobis quemdam locum ad velle nostrum in partibus Turchie…)

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 121, δημοσιευμένο από τον Sime Ljubić, Listine, στο Monumenta spectantia historian slavorum meridionalium, IV (Ζάγκρεμπ, 1874), αριθ. clxv, σελ. 92-93, ο οποίος περιέλαβε το κείμενο στα έγγραφά του, επειδή νόμιζε λανθασμένα ότι αναφερόταν στο Σκουτάρι (Σκόδρα) τής Αλβανίας.

O Μπράγκαντιν έπρεπε να ζητήσει το Σκουτάρι «για κατοικία και αποκατάσταση των εμπόρων μας» (pro habitatione et reducto nostrorum mercatorum), αλλά δεδομένου ότι η Γερουσία ήθελε να οχυρώσει ο Μουράτ Α΄ τον τόπο με δικές του δαπάνες και να χορηγήσει στους Ενετούς απαλλαγή από εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς, καθώς και ευρύ φάσμα «προνομίων, πλεονεκτημάτων, δικαιοδοσιών και ελευθεριών» (franchisiae, avantagia, iurisdictiones ac libertates), είναι πολύ πιθανό ότι ο Οθωμανός ηγεμόνας έχασε γρήγορα όποιο ενδιαφέρον μπορεί να είχε για την πρόταση. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εντολών που είχε ο Μπράγκαντιν από τη Γερουσία, είναι σχεδόν ακατανόητο ότι δεν έκανε ο,τιδήποτε δυνατό, για να εξασφαλίσει το Σκουτάρι για τη Βενετία.

[←192]

Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica della Terra Santa e dell’ Oriente francescano, V (Καράτσι, 1927), 134, σημείωση 1.

[←193]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλο 35 με ημερομηνία 6 Oκτωβρίου 1369:

«Ψηφίστηκε: Επειδή είναι καλό για την τιμή μας και για το καλό των εμπόρων μας να στείλουμε δική μας πρεσβεία στον κύριο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στα μέρη τής Ρώμης, τόσο για να τιμήσουμε την εξοχότητά του και να χαρούμε για τον ερχομό του στην παπική κούρτη, όσο και για επικυρώσουμε συνθήκη, σεβόμενοι την καλή διάθεση και επιθυμία, την οποία αυτός ο κύριος αυτοκράτορας φαίνεται να έχει απέναντί μας, όπως προκύπτει τόσο από επιστολή που μάς έστειλε, όσο και από επιστολή τού κυρίου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης [δηλαδή τού Παύλου] …, αποφασίζεται να σταλούν με καλή διάθεση δύο επίσημοι απεσταλμένοι στον εν λόγω κύριο αυτοκράτορα…».

(Capta: Quia pro honore nostro et bono nostrorum mercatorum facit mittere ambaxiatam nostram ad dominum imperatorem Constantinopolitanum, qui est in partibus Rome, tum pro honorando excellentiam suam et congaudendo de adventu suo ad curiam romanam tum pro confirmatione treuguarum habito respectu ad bonam voluntatem et dispositionem quam ipse dominus imperator ostendit habere erga nos, ut patet tam per litteras suas nobis missas quam per litteras domini patriarche Constantinopolitani …, vadit pars quod mittantur in bona gratia duo solemnes ambaxiatores ad ipsum dominum imperatorem…)

Με απόφαση τής Γερουσίας στις 14 Ιουνίου 1369, ο Μπράγκαντιν, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από την Κωνσταντινούπολη, «και είναι πλήρως ενημερωμένος για τις διαπραγματεύσεις σε εκείνα τα μέρη» (et est de negociis dictarum partium plenarie informatus), μπορούσε να προσκληθεί στη Γερουσία όταν συζητούνταν ελληνικές υποθέσεις. Μπορούσε να εκφράζει τη γνώμη του, αλλά μη όντας μέλος τής Γερουσίας, δεν μπορούσε ούτε να ψηφίσει ούτε να συμμετέχει με άλλο τρόπο [στο ίδιο, φύλλο 24]. Προφανώς ζητιόταν η συμβουλή του για την πρεσβεία που στελνόταν τώρα στον αυτοκράτορα.

[←194]

Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I, 391 και πρβλ. σελ. 372.

[←195]

Arch. Segr. Vaticano, A. A. Arm. 1-XVIII, αριθ. 401, 395 και σημειώστε I Concili ecumenici nei documenti dell’ Archivio Vaticano, Πόλη Βατικανού, 1964, μέρος 2, αριθ. 60-61, σελ. 44-45. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1369, αριθ. 1-3 και ad ann. 1370, αριθ. 1, τομ. VII (1752). σελ. 171-73, 180.

Για τις τελετές στο Σάντο Σπίριτο και στον Άγιο Πέτρο βλέπε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 195-99 και για το δεύτερο χρυσόβουλλο τού Ιωάννη (εκείνο τού Ιανουαρίου 1370) στο ίδιο, σελ. 202-3 και πρβλ. Mercati, Notizie di Procoro e Demetrio Cidone, σελ. 146-48, 168, 438 και Setton, στα Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), σελ. 46-47, με παραπομπές. Ο συγγραφέας τού Prima vita Urbani V σημειώνει επίσης την αποστολή αυτού τού εγγράφου στα παπικά αρχεία:

«… [ο αυτοκράτορας] έγραψε κάποια βούλλα στα ελληνικά και στα λατινικά και τη σφράγισε με τη χρυσή του σφραγίδα και τη βούλλα αυτή ο εν λόγω πάπας ανέθεσε να φυλάξουν στα αρχεία τής εκκλησίας»

(… [imperator] certam bullam grece et latine conscripsit, et sua bulla aurea sigillavit, quam in archivis Ecclesie conservandam dicto pape assignavit)

[Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I, 372].

[←196]

Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I, 372 και πρβλ. Agostino Fatrizzi και Johann Burchard, Rituum ecclesiasticorum sive sacrarum cerimoniarum ss Romanae Ecclesiae. Libri tres … [= Caeremoniale Romanum], επιμ. Cristoforo Marcello, Βενετία, 1516, ανατύπ. 1965, φύλλο 20:

«Αλλά όταν μιλάμε για τον αυτοκράτορα, εννοούμε τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αλλά όχι των Ελλήνων, επειδή ο τελευταίος αντιμετωπίζεται ως βασιλιάς»

(Quod autem de imperatore dicimus, intelligimus de imperatore Romanorum, non autem Graecorum, nam ille ut rex tractatur)

[αναφέρεται από Baluze και Mollat. Vitae paparum Avenionensium, II, 555 και σημειώνεται από Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 194]. Στη Ρώμη μεταχειρίστηκαν τον αυτοκράτορα «ως βασιλιά».

[←197]

Lecacheux και Mollat, Lettres sècretes et curiales du pape Urbain V, I, δέσμη 3, αριθ. 2999, σελ. 518 και Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 200-1 και παράρτημα αριθ. 14, σελ. 378-79.

[←198]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1369, αριθ. 4-5, τομ. VII (1752), σελ. 173.

[←199]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλα 36, 37-38, για το οποίο βλέπε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 422 και εξής. Στις 29 Οκτωβρίου 1369 οι Σανούντο και Τζουστινιάν πήραν τις τελικές οδηγίες τους:

«Επειδή δεν μάς τιμά να φιλονεικούμε για ζημιές σε εμπορεύματα και για ασυλίες μας, αποφασίζεται να αναλάβουν οι εν λόγω απεσταλμένοι μας να φροντίσουν να επικυρώσουν συνθήκες με τον κύριο αυτοκράτορα επί όλων των άλλων διαφορών, με μεγαλύτερο προνόμιο, όσο καλύτερα μπορούν, την ελευθερία και την τιμή μας» [Reg. ό. π., φύλλο 38].

(Quia non est honor noster movere litigia in damnum franchisiarum et immunitatum nostrarum, vadit pars quod committatur dictis nostris ambaxiatoribus quod procurent confirmare treuguas cum domino imperatore super omnibus aliis differenciis cum maiori prerogativa libertatum et honoris nostri quam melius fieri poterint)

[←200]

G. M. Thomas και R. Predelli, Dipl. ven.-lev., II (Βενετία, 1899, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1965), έγγραφο 89, σελ. 151-56:

«Όλες οι προαναφερθείσες πράξεις έγιναν στη Ρώμη, στο πανδοχείο τού [Ρα]νούτσιο Mασσαρόκκα, στην περιοχή τής Ρέγκολα, όπου κατοικούμε τώρα…».

(Que omnia suprascripta acta sunt in Roma, in hospicio Nucii Massaroch in regione Regule, in quo nunc ad presens hospitamur…)

Η «περιοχή τής Ρέγκολα» ήταν η έβδομη συνοικία (rione) στη Ρώμη. Εκτεινόταν κατά μήκος τής αριστερής όχθης τού Tίβερη. Για τα όριά της πρβλ. Umberto Onoli, Topografici e toponomastica di Roma medioevale e moderna, Ρώμη, 1939, σελ. 263. Αρχικά ονομαζόταν Αρένουλα (από τη rena ή άμμο τής όχθης τού ποταμού) και το όνομα παραφθάρηκε σε Ρέγκολα. Η Βία Αρένουλα, επί τής οποίας βρισκόταν πιθανώς το πανδοχείο τού βασιλιά, ήταν πολυσύχναστος δρόμος κατά τον 14ο αιώνα. Αντιστοιχούσε με τη σημερινή Βία ντι Μονσερράτο (με επεκτάσεις και στα δύο άκρα), ενώ σε κανένα σημείο της δεν συνέπιπτε με τη σημερινή Βία Αρένουλα [Gnoli, ό. π., σελ. 25, 257].

[←201]

Πρβλ. Λογαριασμούς Μπαρμπιέ, αριθ. 1049-50.

[←202]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1370, αριθ. 2-3, τομ. VII (1752), σελ. 180-81, αλλά o πάπας αρνιόταν ακόμη να δεχτεί την πρόταση για «σύνοδο Ελλήνων και Λατίνων» (synodus Latinorum et Graecorum) [στο ίδιο και Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 205].

[←203]

Lecacheux και Mollat, Lettres sècretes et curiales, I, δέσμη 3, αριθ. 3040-41, σελ. 525 και πρβλ. Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 215-17.

[←204]

Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I, 392.

[←205]

Loenertz, Les recueils de lettres de Démétrius Cydonès, (1947), σελ. 112.

[←206]

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Άποδείξεις Ἱστοριῶν, I, CSHB, Βόννη, σελ. 50-51 και επιμ. E. Darko, 2 τόμοι, Βουδαπέστη, 1922-27, I, 46-47:

Στράφηκε πρώτα στους Ενετούς, αλλά δεν έλαβε καμία βοήθεια που αξίζει να αναφερθεί, οπότε δανείστηκε χρήματα με την πρόθεση να ταξιδέψει στον βασιλιά τής Γαλλίας. Μάλιστα επισκέφτηκε και τούς υπόλοιπους δυτικούς ηγεμόνες, ικετεύοντας για βοήθεια και ελέγχοντας την προθυμία τους να βοηθήσουν. Αλλά ενώ ήταν με τον βασιλιά των Γάλλων, κατάλαβε ότι οι εγχώριες υποθέσεις του βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και ήσαν εντελώς ασταθείς. Εκεί δεν πέτυχε κανέναν από τούς στόχους για τούς οποίους είχε πάει στην Ιταλία. Καθώς επέστρεφε στην πατρίδα, όταν έφτασε στους Ενετούς, δεν μπορούσε να εξοφλήσει το δάνειο που είχε πάρει όταν ξεκίνησε για τη Γαλλία, το οποίο απαιτούσαν τώρα απο αυτον. Έτσι, συνελήφθη εκεί από τούς Ενετούς, οι οποίοι δεν τον άφηναν να αποπλεύσει για την πατρίδα, πριν εξοφλήσει πλήρως το χρέος στους πιστωτές του. Μη ξέροντας τι να κάνει, έστειλε μήνυμα στο Βυζάντιο στον γιο τού Ανδρόνικο, στον οποίο είχε εμπιστευτεί το βασίλειο, ζητώντας του να βρει χρήματα από τούς ιερούς θησαυρούς και άλλες κρατικές περιουσίες και να τού στείλει αρκετά για να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του. Ζήτησε να μην αφεθεί να περάσει πολύ χρόνο στη φυλακή. Αλλά ο Ανδρόνικος αγνόησε τις οδηγίες του. Είχε γίνει μαλθακός, ενώ έτσι κι αλλιώς δεν τού άρεσε πολύ ο πατέρας του. Απάντησε λέγοντας ότι οι Έλληνες δεν θα τού επέτρεπαν να χρησιμοποιήσει ιερούς θησαυρούς για τον σκοπό αυτό, ούτε μπορούσε να συγκεντρώσει χρήματα από άλλη πηγή. Είπε στον πατέρα του να ψάξει αλλού και να σταματήσει να τον ανησυχεί για τον τρόπο απαλλαγής του από το χρέος.

«…καὶ πρῶτα μὲν ἐπὶ Ἑνετοὺς τραπόμενος, ἐπικουρίας μὲν οὐδέν τι ἀξίας λόγου τυχών, ἐδανείσατο χρήματα, ἐν νῷ ἔχων ἐπὶ τὸν Γαλατίας βασιλέα ἀπιέναι. ἀφίκετο μέντοι καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς τῶν πρὸς ἑσπέραν ἡγεμόνας, δεόμενός τε ἐπικουρίας καὶ ἀποπειρώμενος ὡς οἷόν τε μάλιστα αὐτῶν. παριών τε ἐπὶ τῶν Κελτῶν βασιλέα κατέλαβε μὲν τὰ οἴκοι αὐτῷ διεφθορότα καὶ πάνυ δὲ ἔχοντα μοχθηρῶς, τυχεῖν οὐδενός, ὧν ἕνεκα ἀφίκετο ἐπὶ Ἰταλίας. ἐπανιὼν δὲ ἐπ’ οἴκου, ὡς ἐγένετο κατὰ τοὺς Ἑνετούς, καὶ τὸ δάνειον οὐκ εἶχεν ἀπαιτούμενος ἀποδιδόναι, ὃ ἐδανείσατο ἀπιὼν ἐπὶ Γαλατίαν, κατεσχέθη τε αὐτοῦ ὑπὸ Ἑνετῶν, οὐ μεθιεμένων αὐτὸν ἀποπλεῖν οἴκαδε, ἄχρις ἂν μὴ ἐκτίσῃ τὸ χρέος τοῖς δανεισταῖς. ὁ δὲ ἐν ἀπορίᾳ γενόμενος, ἐπιπέμπων ἐς Βυζάντιον παρὰ Ἀνδρόνικον τὸν παῖδα αὐτοῦ ἐπιτετραμμένον τὴν βασιλείαν, ἠξίου χρήματα ἐξευρόντα ἀπό τε τῶν ἱερῶν κειμηλίων καὶ ἄλλων τῶν κατὰ τὴν ἀρχὴν πέμψαι οἱ ἱκανὰ ἀπολῦσαι αὐτόν, καὶ μὴ περιιδεῖν αὐτὸν ἐν φυλακῇ ὄντα πάνυ πολὺν διατρίβειν χρόνον. ὁ μὲν οὖν Ἀνδρόνικος ἐν ὀλιγωρίᾳ ἐποιεῖτο τὰ ἐπεσταλμένα αὐτῷ, οἷα περὶ τὴν βασιλείαν μαλακιζόμενος καὶ τῷ πατρὶ οὐ πάνυ τι ἀρεσκόμενος. ἐπιστέλλων ἔφασκε μήτε τοὺς Ἕλληνας ἐπιτρέπειν αὐτῷ χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς, μήτε αὐτὸν ἄλλοθέν ποθεν οἷόν τ’ εἶναι χρήματα ἐξευρεῖν, ἐκέλευέ τε ἄλλῃ τραπόμενον μὴ διαμέλλειν κήδεσθαι ἑαυτοῦ, ὅπως ἂν ἀπολύοιτο τοῦ χρέους.

Όταν ο Μανουήλ, ο μικρότερος γιος τού βασιλιά, έμαθε σε πόσο μεγάλη ανάγκη βρισκόταν με τούς Ενετούς ο πατέρας του ο βασιλιάς, συγκέντρωσε χρήματα και, όταν είχε μαζέψει όσο περισσότερα μπορούσε, επιβιβάστηκε σε πλοίο, απέπλευσε και έφτασε στη Βενετία. Έδωσε στον πατέρα του όλα τα χρήματα που είχε φέρει μαζί του, που τα είχε συγκεντρώσει στη Θεσσαλονίκη, την οποία είχαν εμπιστευθεί σε αυτόν και τον είχαν αφήσει να κυβερνά. Προσφέρθηκε ακόμη και να χρησιμοποιηθεί από τον πατέρα του με όποιον τρόπο θεωρούσε κατάλληλο. Και από εκείνο το σημείο ο Μανουήλ και ο πατέρας του ήσαν πολύ κοντά και ο τελευταίος άρχισε να μισεί βαθιά τον Ανδρόνικο. Αυτή ήταν η αρχή τού μεγάλου μίσους που υπήρχε μεταξύ τους και τούς έκανε να διαφωνούν σχετικά με το βασίλειο και άλλα θέματα.

Ἐμμανουῆλος δὲ ὁ νεώτερος βασιλέως παῖς πυνθανόμενος, οἷ ἀνάγκης ἀφίκετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ βασιλεὺς ὑπὸ Ἑνετῶν, εὑρὼν χρήματα καὶ πορισάμενος, ὅσα ἠδύνατο, ὅτι τάχιστα ἐπέβη νηός, καὶ διαπλέων ἐς τὴν Ἑνετῶν πόλιν ἀφίκετο, τά τε χρήματα φέρων ἀπέδωκε τῷ πατρί, ὅσα ἐπορίσατο κατὰ τὴν Θέρμην, ἥν τινα ἐπετέτραπτο καὶ κατελέλειπτο ἐπιτροπεύειν. καὶ ἑαυτὸν δὲ ἄγων παρείχετο χρῆσθαι τῷ πατρί, ὅ τι ἂν βούλοιτο. καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε ᾠκειῶσθαι Ἐμμανουῆλον τῷ πατρὶ ἐς τὰ μάλιστα συνήθη ὄντα, Ἀνδρόνικον δὲ ἀπεχθάνεσθαι τὸ ἐντεῦθεν μεγάλως· καὶ τὸ μέγα δὲ ἔχθος ἀρξάμενον ἀπὸ τούτου ξυμβῆναι ἀλλήλοις, τά τε ἄλλα σφίσι καὶ ἐς τὴν βασιλείαν διαφερομένοις.»

Την περιγραφή τού Χαλκοκονδύλη υιοθέτησε ο Ψευδο-Σφραντζής («Φραντζής»), Chronicon maius, I, 12, CSHB, Βόννη, σελ. 52-54:

Κι ενώ έτσι ήσαν τα πράγματα, βλέποντας ο αυτοκράτορας ότι οι υποθέσεις τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δυσφημούνταν με κάθε τρόπο υποβαθμιζόμενες και οδηγούνταν σε πλήρη αφανισμό μέρα με τη μέρα, ενώ οι υποθέσεις των Τούρκων πρόκοβαν πολύ, αφού ετοίμασε μερικές τριήρεις, άνοιξε πανιά για την Ιταλία, για να ζητήσει βοήθεια από τούς εκεί ηγεμόνες, για να μην ανατραπεί εντελώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ανέθεσε, μέχρι την επιστροφή του, στον δεσπότη κυρ Ανδρόνικο, να διοικεί και να κυβερνά την πόλη και την αυτοκρατορία. Ταξιδεύοντας ο αυτοκράτορας έφτασε στην Ιταλία, στην ωραία πόλη των Ενετών και έγινε δεκτός με τιμή από όλη τη γερουσία αυτής τής πόλης. Όμως για βοήθεια δεν υπήρξε ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Φεύγοντας από εκεί πήγε στον Κάρολο, τον βασιλιά των Φράγκων, και δεν κατόρθωσε τίποτε εκεί, γιατί οι ηγεμόνες βρίσκονταν σε διαφωνία μεταξύ τους και τούς χώριζαν μάχες και σκάνδαλα. Έχοντας ξοδέψει πολλά χρήματα και έχοντας πάρει πολλά δανεικά, γιατί είναι μεγάλη η δαπάνη στην Ιταλία, επέστρεψε στη Βενετία και έστειλε με αγγελιοφόρο γράμμα στον γιο του Ανδρόνικο, για να φροντίσει να τού σταλούν χρήματα, για να ξοφλήσει όσα είχε δανειστεί και να έχει για το ταξίδι τής επιστροφής. Εκείνος όμως, πού πάντοτε τον έτρεφε η αγάπη για εξουσία και την κρατούσε τώρα στα χέρια του, δεν φρόντισε καθόλου για εκείνα που τού έγραφε ο αυτοκράτορας και πατέρας του, αλλά θεωρούσε ότι οι εντολές του ήσαν, τρόπος τού λέγειν, γραμμένες στο νερό. Μόλις τα άκουσε αυτά στη Θεσσαλονίκη ο κυρ Μανουήλ, ο μικρότερος γιος, μάζεψε με ταχύτητα και προθυμία πολλά χρήματα σε χρυσά και ασημένια νομίσματα και ετοιμάζοντας γαλέρες μπήκε σε αυτές και πήγε στην Ιταλία για να συναντήσει τον πατέρα του. Αφού τον προσκύνησε και τού φίλησε τα χέρια και τα πόδια, επέστρεψε τα δανεικά στους δανειστές, πήρε τον πατέρα του και αυτοκράτορα και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Για αυτή την αιτία και την υποταγή, τον Μανουήλ αγαπούσε πολύ ο πατέρας του και όλη η σύγκλητος, ενώ τον Ανδρόνικο τον μισούσαν ο πατέρας του και όλοι. Ο πατέρας μαζί με όλη τη σύγκλητο όρισαν αυτοκράτορα τον Μανουήλ, ενώ τον Ανδρόνικο τον απώθησαν. Ο πατέρας πρόσταξε να μείνει στην Πόλη [ο Μανουήλ], τού έδωσε να φορέσει κόκκινα [αυτοκρατορικά] πέδιλα και όλοι τον έλεγαν διάδοχο τής αυτοκρατορίας. Ο τυφλός κυρ Ανδρόνικος, μανιασμένος από θυμό και ζήλεια και φωνάζοντας για την αδικία, ήταν περίλυπος από την περιφρόνηση. Ισχυριζόταν ότι με βάση τούς νόμους, τούς θεσμούς και τα έθιμα των Ρωμαίων η θέση τού αυτοκράτορα ανήκε στον ίδιο, ως πρωτότοκο, και στον γιο του, και ότι ο πατέρας και αυτοκράτορας ήθελε να προτιμήσει και να αφήσει ως διάδοχο τής αυτοκρατορίας τον Μανουήλ, που ήταν υστερότοκος. Και δεν έπαυε να στοχάζεται την ευκαιρία και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει την αυτοκρατορία για τον εαυτό του και για τον γιο τού Ιωάννη.

«Καὶ τῶν πραγμάτων οὕτως ἐχόντων θεωρῶν ὁ βασιλεὺς τὰ τῶν Ῥωμαίων πράγματα παντοιοτρόπως ὑποκορίζεσθαι ταπεινούμενα καὶ εἰς ἀφανισμὸν παντελῆ ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἐρχόμενα, τὰ δὲ τῶν Τούρκων εἰς ἄκρον προκόπτοντα, τριήρεις τινὰς ἡτοίμασεν ἐμβὰς ἐν τῇ Ἰταλίᾳ ἐλθεῖν αἰτῆσαι βοήθειαν παρά τῶν ἐκεῖσε αὐθέντων, ἵνα μὴ ἡ βασιλεία Ῥωμαίων κατὰ κράτος εἰς τέλος ἐκπέσῃ. καὶ ἐν τῷ μέλλειν ἐπανέρχεσθαι τὸν δεσπότην κὺρ Ἀνδρόνικον πάλιν εἴασε διοικεῖν καὶ κυβερνᾶν τὴν πόλιν καὶ τὴν βασιλείαν. πλεύσαντος δὲ τοῦ βασιλέως, ἔφθασεν ἐν τῇ Ἰταλίᾳ ἐν τῇ τῶν Ἑνετῶν ὡραίᾳ πόλει, καί ἡ γερουσία ἅπασα τῆσδε τῆς πόλεως ἀσμένως τοῦτον ἐδέξαντο˙ περὶ δὲ τοῦ βοηθῆσαι αὐτῷ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις. κἀκεῖθεν ἐξελθὼν πρὸς τὸν ῥῆγα Φραγκίας Κάρολον ἐλθὼν οὐδὲν ἐκατώρθωσε διὰ τὸ περισπωμένους εἶναι αὐτοὺς καὶ ἀναμεταξὺ μάχας καὶ σκάνδαλα ἔχοντας. καὶ χρημάτων μόνον πλῆθος ἀναλώσας καὶ δάνεια πολλὰ λαβὼν διὰ τὸ εἶναι μεγάλην τὴν ἐν Ἰταλίᾳ δαπάνην, καὶ εἰς Ἑνετίαν ἀναστρέψας ἔγραφε διὰ ταχυδρόμου τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἀνδρονίκῳ ἵνα ποίησῃ τρόπον στεῖλαι αὐτῷ χρήματα, ὅπως τὰ δάνεια ἅ ἔλαβεν ἀποδώσῃ, καὶ ἀναλώσῃ ἔτι ἐν τῇ ὁδῷ. αὐτὸς δἐ πάντοτε τῷ τῆς ἀρχῆς τρεφόμενος ἔρωτι καὶ εἰς χεῖρας ταύτην λαβὼν οὐδὲν ἐφρόντιζε περὶ ὧν ὁ βασιλεὺς καὶ πατὴρ ἔγραφεν, ἀλλὰ μᾶλλον, ὡς εἴπῃ τις, τὰς τοῦ πατρὸς προστάξεις καί γραφὰς ὡς ἐν ὕδατι γεγραμμένας ἐλογίσατο. ἀκούσας δὲ ταῦτα ἐν τῇ Θεσσαλονίκῃ κὺρ Μανουὴλ ὁ νεώτερος υἱὸς, μετά σπουδῆς καὶ προθυμίας συνάξας χρήματα πολλὰ τὸν ἀριθμὸν χρυσίου καί ἀργυρίου ὡς ἔνι καὶ τριήρεις ἑτοιμάσας, ἐμβὰς ἐν τῇ Ἰταλίᾳ τὸν πλοῦν, ὅπου ἦν ὁ πατὴρ, ἔποίησε˙ καὶ προσκυνήσας αὐτὸν καὶ καταφιλήσας χεῖρας καὶ πόδας, καί τοῖς δανεισταῖς τὸ δάνειον δώσας, τὸν πατέρα καὶ βασιλέα λαβὼν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπανέστρεψε. διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν καὶ ὑποταγὴν ὁ Μανουήλ τά μέγιστα ὑπό τοῦ πατρὸς καὶ πάσης τῆς συγκλήτου ἦν φιλούμένος, ὁ δὲ Ἀνδρόνικος ὑπὸ τοῦ πατρὸς καὶ ὑπὸ πάντων ἦν μισούμενος. καὶ ὁ πατὴρ σὺν τῇ συγκλήτῳ πάσῃ τὸν Μανουὴλ εἰς βασιλέα ἐψηφίσατο, τὸν δὲ Ἀνδρόνικον ἀπώσαντο. καὶ προσμένειν ἐν τῇ πόλει προστάξας ὁ πατὴρ καὶ ἐρυθροῦ πεδίλου μετέδωκεν αὐτῷ, καὶ διάδοχος τῆς βασιλείας ἀπὸ πάντων ἐλέγετο εἶναι. ὁ δὲ δεσπότης κὺρ Ἀνδρόνικος ὁ τυφλὸς μαινόμενος τῷ θυμῷ καί τῷ ζήλῳ καὶ τὴν ἀδικίαν βοῶν, καὶ ἐκ τῆς περιφρονήσεως περιαλγὴς ἐγένετο. διισχυριζόμένος ἔλεγεν ὅτι κατὰ τοὺς νόμους Ῥωμαίων τὰξιν τε καὶ συνήθειαν ἡ βασιλεία ἑαυτῷ καί τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἁρμόζει ὡς πρωτοτόκοις, ὁ δὲ πατὴρ καὶ βασιλεῦς τὸν Μανουὴλ ὑστερογενῆ ὄντα προτιμῆσαι θέλει καί διάδοχον τῆς βασιλείας ἀφῆσαι. καὶ ἦν πάντοτε ἑστηκὼς καὶ διαλογιζόμενος, ζητῶν καιρὸν ἐπιτήδειον τρόπον ποιῆσαι καί βουλὴν ὅπως ἡ βασίλεια ἑαυτῷ καί τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰωάννῃ πάλιν γενήσεται.»

To έργο τού «Φραντζή» (στην πραγματικότητα εκείνο τού πλαστογράφου τού ύστερου 16ου αιώνα Μακάριου Μελισσηνού) δεν επιβεβαιώνει την περιγραφή τού Χαλκοκονδύλη. Απλώς την αντιγράφει. Δεν μπορεί λοιπόν να χρησιμοποιείται πια ως ανεξάρτητη πηγή για τη λεγόμενη κράτηση τού Ιωάννη Ε΄ στη Βενετία. Η σωστή μορφή τού ονόματος είναι Σφραντζής, όπως έχει διασαφηνίσει ο V. Laurent πριν από χρόνια [Byzantinische Zeitschrift, XLIV (1951), 373-78 και Revue des études byzantines, IX (1952), 170- 71 και βλέπε D. A. Zakythinos, «Σφραντζῆς ὁ Φιαλίτης», στο Ἐπετηρίς τῆς Ἑταιρείας βυζαντινῶν Σπουδῶν, XXIII (1953), 657-59]. Τα απομνημονεύματα τού ίδιου τού Γεώργιου Σφραντζή, γνωστά ως Chronicon minus στην PG 156, στήλες 1025-80, καλύπτουν την περίοδο από το 1401 μέχρι το 1477 και δεν περιλαμβάνουν αναφορά στο ταξίδι τού Ιωάννη Ε΄ στην Ιταλία και σε κράτηση στη Βενετία.

Υπάρχει διασωζόμενο τμήμα συνοδικής απόφασης που απαγορεύει την αποξένωση εκκλησιασικών κτημάτων, η οποία ίσως χρονολογείται από το 1370 [Miklosich και Müller, Acta et diplomata graeca: Acta patriarchalus constantinopolitani, I (1860, ανατύπ. 1968), αριθ. cclxi, σελ. 513-14]:

«Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης, καὶ οίκουμενικὸς πατριάρχης. Ἐπειδήπερ ἀνηνέχθη τῇ ἡμῶν μετριότητι, ὅτι τινὲς τῶν ἀρχιερέων, παραγινόμενοι εἰς τὰς λαχούσας αὐτοὺς ἐκκλησίας, χρέος ἔχοντες κατὰ πάντα σπεύδειν τρόπον συνιστᾶν καὶ πρὸς τὸ κρεῖττον ἄγειν τὰ τῶν ὑπ’ αὐτοὺς ἐκκλησιῶν κτήματα, μὴ τοι γε μόνον αὐτὰ συντηρεῖν καὶ φυλάσσειν ἀμείωτα καὶ ἀνεκποίητα καθάπαξ καὶ ἀκαταδούλωτα, ὡς ἄν ἐξ αὐτῶν αὐτοὶ τε τὸ ἱκανὸν ἔχοιεν, καὶ δὴ καὶ οἱ πρὸς αὐτοὺς ἀφορῶντες καὶ προμήθειαν ἐξαιτούμενοι τοῦ σκοποῦ μὴ ἀποτυγχάνωσιν˙ οἱ δὲ οὐκ οἶδ’ ὅπως τὰ μὲν τῶν προσηκόντων ταῖς ἐκκλησίαις ἀκινήτων κτημάτων τοῖς βουλομένοις πιπράσκουσι, τὰ δ΄ αὖθις ἀμετόχως ἀποχαρίζονται, τὰ δὲ παρὰ τὸ ἁρμόζον τέλος ἐκληπτορικῶς τισιν ἐκδιδόασι˙ καὶ τοῦτο μάλιστα γέγονεν ἐπὶ τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Αἴνου, τῶν κατὰ καιροὺς εἰληφότων τὴν προστασίαν αὐτῆς ταῖς προειρημέναις αἰτίαις ἐς τοσοῦτον καταστενωσάντων αὐτὴν, ὡς μηδὲ τὴν τῶν ἀναγκαίων χρείαν παρέχειν δύνασθαι τῷ γνησίως αὐτῆς ἀρτίως προϊσταμένῳ ἀρχιερεῖ, μὴ τοι γε καὶ πτωχοῖς ἐξαρκεῖν διδόναι, ὅπερ ὁ τοῦ θεοῦ βούλεται νόμος καὶ οἱ θεῖοι κανόνες διακελεύονται. ἡ μετριότης ἡμῶν, τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς ἑπομένη κανόσι, κατὰ κοινὴν ὁμόνοιαν τῶν περὶ αὐτὴν ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων, τοῦ Ἡρακλείας, τοῦ Νικαίας, τοῦ Βρύσεως, τοῦ Χαλκηδόνος, τοῦ Ἀμασείας, τοῦ Τραπεζοῦντος, τοῦ Μιτυλήνης, τοῦ Μηθύμνης, τοῦ Σωζοπόλεως καὶ τοῦ Χερσῶνος, τὸ παρὸν αὐτῆς σιγιλλιῶδες ἐκτίθησι γράμμα, δι’ οὗ καὶ κατὰ τοὺς κανόνας τοὺς λέγοντας, εἴ τις ἐπίσκοπος εὑρεθῇ ἤ ἡγούμενος ἐκ τῶν αὐτουργίων τοῦ ἐπισκοπείου ἤ τοῦ μοναστηρίου ἐκποιουμενος εἰς ἀρχοντικὴν χεῖρα ἤ ἑτέρῳ προσώπῳ ἐκδιδοὺς, ἄκυρον εἶναι τὴν ἔκδοσιν κατὰ τὸν κανόνα τῶν ἁγίων ἀποστόλων οὑτωσὶ κατὰ ῥῆμα διεξιόντα˙ πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ ἐπίσκοπος ἐχέτω τὴν φροντίδα, καὶ διοικείτω αὐτὰ, ὡς τοῦ θεοῦ ἐφορῶντος, μὴ ἐξεῖναι δὲ αὐτῷ σφετερίζεσθαί τι ἐξ αὐτῶν ἤ συγγενέσιν ἰδίοις τὰ τοῦ θεοῦ χαρίζεσθαι, εἰ δὲ πένητες εἶεν, ἐπιχορηγείτω ὡς πένησι, καὶ μὴ προφάσει τούτων τὰ τῆς ἐκκλησίας ἀπεμπολείτω…». Άν είναι έτσι, τότε επιβεβαιώνει μέρος τουλάχιστον τής περιγραφής τού Χαλκοκονδύλη.

Θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στους «Φραντζή» και Σφραντζή στον δεύτερο τόμο. Όμως δεν είναι εδώ εκτός τόπου μερικά λόγια για τα Chronica minus και maius. Την παλαιότερη βιβλιογραφία έχει συγκεντρώσει βολικά ο Gyula Moravcsik, Byzantinoturcica, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1958, Ι, 287-88, αλλά ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο R. J. Loenertz, «Autour du Chronicon maius attribue a Georges Phrantzes», στο Miscellanea Giovanni Mercati, III (Πόλη Βατικανού, 1946), 273-311 (Studi e testi, αριθ. 123), ανατυπ. στο Byzantina et Franco-Graeca (1970), σελ. 3-44, ιδιαίτερα σελ. 23-24 (Storia e letteratura, αριθ. 118). Πρέπει επίσης να αναφερθούν τα άρθρα τού V. Grecu, «Das Mémoirenwerk des Georgios Sphrantzes», στο Actes du XIIe Congres international des études byzantines (1961), II (Belgrade, 1964), 327-41 και «Georgios Sphrantzes», Byzantinoslavica, XXVI (1965), 62-73, καθώς και η εξαιρετική έκδοση από τον ίδιο τόσο των «Απομνημονευμάτων» τού Σφραντζή (το Chronicon minus) και τού Chronicon maius τού «Ψευδο-Φραντζή = Μακάριου Mελισσηνού» με ρουμανικές μεταφράσες και των δύο κειμένων [Βουκουρέστι, 1966].

O I. K. Xασιώτης έχει επίσης συζητήσει τη σταδιοδρομία τού Μακάριου σε πολύ ενδιαφέρουσα μονογραφία [Μακάριος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Μελισσηνοί (Μελισσουργοί), 16ος και 17ος αιώνας, Θεσσαλονίκη, 1966], όπου συζητείται επίσης η πλαστογράφηση από τον Μακάριο τού Χρονικού τού Σφραντζή [ιδιαίτερα στις σελ. 171-77]. Το πραγματικό όνομα τού Μακάριου, τού αδελφού του Θεόδωρου και τού γιου Νικηφόρου τού τελευταίου ήταν μάλιστα Μελισσουργός. Υιοθέτησαν το πιο εξέχον όνομα Μελισσηνός, παρά το γεγονός ότι ο Μακάριος συνήθως αυτοπροσδιοριζόταν απλώς ως «μητροπολίτης Μονεμβασίας«, ενώ ο Νικηφόρος πρόσθεσε και το Κομνηνός στο Μελισσηνός! [στο ίδιο, σελ. 18-22, 66-67, 179].

Το 1570 βρίσκουμε τον Μακάριο στον Μοριά, όπου αυτός και ο αδελφός του Θεόδωρος βρίσκονταν προφανώς σε επαφή με τούς Ισπανούς ακόμη και πριν τη ναυμαχία τής Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571). Τοποθετώντας μεγάλες ελπίδες στην Ιερή Συμμαχία τής εποχής, βοήθησαν στην προώθηση τής εξέγερσης εναντίον των Tούρκων το 1571-1572, όπως έγραφε ο Δον Χουάν τής Αυστρίας στον ετεροθαλή αδελφό του Φίλιππο Β΄ τής Ισπανίας από το διοικητήριό του στη Νάπολη στις 20 Μαΐου 1573. Ο Χασιώτης, ό. π., έγγραφο iii, σελ. 187-89 παρέχει το κείμενο τής επιστολής. Οι αδελφοί Μελισσουργοί διέφυγαν από τον Μοριά στις αρχές τού 1573. Βρίσκονταν στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο και στη Βενετία τον Μάρτιο. Έφτασαν στη Ρώμη στις αρχές Απριλίου και προς το τέλος τού ίδιου μήνα έφτασαν στη Νάπολη, όπου ο Δον Χουάν έγραψε για λογαριασμό τους στον Φίλιππο. Λίγο μετά πήγαν στην Ισπανία, όπου πέρασαν ένα χρόνο ή περισσότερο (1573-1574). Ο Μακάριος ήταν πίσω στη Βενετία τον Μάρτιο τού 1575 και οι αδελφοί εγκαταστάθηκαν τελικά στη Νάπολη, όπου απέκτησαν μεγάλη επιρροή στην ελληνική κοινότητα και όπου πέθαναν και οι δύο, ο Θεόδωρος στις 25 Μαρτίου 1582 και Μακάριος στις 12 Σεπτεμβρίου 1585 [στο ίδιο, σελ. 28-60, 66-67]. Ο Μακάριος φαίνεται ότι παρήγαγε την πλαστογραφία τού Σφραντζή στη Νάπολη κατά τη διάρκεια των ετών 1575-1577. Η Margaret Carroll, «Notes on the Authorship of the ‘Siege’ Section of the Chronicon Maius of Pseudo-Phrantzes, Book III», Byzantion, XLI (1971), 28-44 έχει προσπαθήσει να δείξει ότι στην περιγραφή του τής τουρκικής πολιορκίας και κατάληψης τής Κωνσταντινούπολης το 1453, ο Μακάριος χρησιμοποίησε την αναπτυγμένη εκδοχή των απομνημονευμάτων τού ίδιου τού Σφραντζή και σε αυτό ακριβώς το ενοχλητικό θέμα θα επανέλθουμε στον Τόμο II.

[←207]

«…ἐγγυητὴς δὲ καὶ τῆς ἐν μακρῷ χρόνῳ δαπάνης ἐσόμενος, ἥν ἡμῖν ηὔξησεν ἡ τῶν ἐμπόρων μικρολογία…».

Σημ. τού μεταφρ.: Ακολουθεί ολόκληρο το προοίμιο τού χρυσόβουλλου [Zachariae von Lingenthal, «Prooemien zu Chrysobullen von Demetrius Cydones», Sitzungsberichte d. Koniglich Preuusischen Akademie d. Wissenschaften zu Berlin, 1888, μέρος 2, σελ. 1414-15, 1420]:

«Ἐν πᾶσι δεῖ τὸν βασιλέα χαρίζεσθαι καὶ πρὸς τὰς ἁπάντων δεήσεις ἕτοιμον εἶναι, ἴδιον κέρδος τὸ λυσιτελοῦν ἑκάστοις ποιούμενον˙ πόσω δικαιότερον ἐπ’ ἐκείνων τοῦτο τηρεῖν, οὕς ἡ μὲν τύχη μετὰ τῶν προσκυνουμένων ἔστησε, Θεὸς δὲ καὶ φύσις δέδωκε καὶ ἡμῖν ἐπιτάττειν˙ πάντως οὐκ ἀναμένειν δεῖ τὰς ἐκείνων δεήσεις, τῆς ἡμετέρας φιλοτιμίας τὴν ἐκείνων χρείαν αἴτιον ποιουμένους, ἀλλ’ εἴ του δέοιντο δεῖσθαι φράζειν, χάριν ἔχοντας αὐτοῖς καὶ τοῦ δεδεῆσθαι˙ καὶ μετὰ τοσαύτης ὀξύτητος τοῖς ᾐττημένοις τέλος ἐπιτιθέναι, ὥστε καὶ τοῦ σχήματος αὐτοῦ τὴν περὶ ἐκείνους σπουδὴν μείζω καὶ σεμνοτέραν ἡγεῖσθαι. τοῦθ’ ἡμῖν ἡ βασιλὶς τε καὶ μήτηρ, ἤ μᾶλλον τῷ σχήματι γεγένηται κόσμος, ἀλλ’ οὐ παρὰ τῆς βασιλείας αὕτη γέγονε σεμνοτέρα. Τὶ τοίνυν οὕτω μέγα, οὗ παρ’ ἡμῖν οὐκ ἄν αὕτη τύχοι, ἡ καὶ τοῦ εἶναι καὶ τοῦ δύνασθαι τὰ τοιαῦτα χαρίζεσθαι μετὰ Θεὸν ἡμῖν αἰτία γεγενημένη˙ καὶ μὴν οὐχ ὅσα μόνον μητράσι, τοσαῦτα μόνον παρ’ ἡμῶν ὀφείλεται καὶ αὐτῇ˙ οὐ γὰρ τεκοῦσα μόνον ἔπειτ’ ἀπεστη, ἄλλοις παραδοῦσα τὰς ἡμετέρας φροντίδας˙ ἀλλ’ οἰχομένου τ’ ἀνδρὸς τε καὶ βασιλέως καὶ πολλῶν ἡμῖν πανταχόθεν ἐπαναστάντων, μητρὸς τε χήρας καὶ παιδὸς κομιδῇ νηπίου καταφρονούντων, αὕτη τὴν μὲν τοῦ ἀνδρὸς στέρησιν εἰς ἡμᾶς ἀφορῶσα παρεμυθεῖτο, πρὸς δὲ ἐκείνους ὑπὲρ ἡμῶν παραταττομένη καὶ πάντα, πόνον ὑπὲρ ἡμῶν ἡδέως ἀναιρουμένη, καὶ τί μὲν οὐ ποιοῦσα τί δὲ οὐ λέγουσα τῶν ἡμῖν συνοισόντων, τὸ σχῆμα καὶ τὴν βασιλείαν τοῖς ἰδίοις κινδύνοις ἡμῖν διεσώσατο, οὐ μόνον ἀντὶ πατρὸς καὶ μητρὸς ἡ αὐτὴ, ἀλλὰ καὶ στρατηγοῦ καταστάσα καὶ φύλακος καὶ σωτῆρος ἡμῖν. οἶμαι δὲ, εἰ καὶ μηδὲν με τούτων ἐπὶ τὴν ταύτης θεραπείαν ἐφείλκετο, τὸ γοῦν τῆς ἀρετῆς μόνον πᾶσιν ἄν οἷς εἶχον ἠνάγκαζεν ὑπὲρ τῶν ταύτῃ δοκούντων κεχρῆσθαι. αὕτη γὰρ ἐστιν, ἥν ὁ Παῦλος ὄντως εἴρηκε χήραν, ἥ ζῶσα καὶ μεμονωμένη ἤλπισεν ἐπὶ κύριον˙ τρυφῆς μὲν οὕτως ὑπεριδοῦσα, ὡς μηδὲ πρὸς τὴν ἀνάγκην σπένδεσθαι πρὸς τὸ σῶμα, ἰματίων δὲ πολυτέλειαν καὶ τὸν ἔξωθεν κόσμον τοῖς ἐπὶ σκηνῆς άποῤῥίψασα, Θεῷ δὲ μόνον ζῶσα, καὶ τούτῳ νύκτωρ τε καὶ μεΘ΄ ἡμέραν κατὰ τὴν προφῆτιν καὶ ὁμώνυμον Ἄνναν λατρεύουσα˙ τοσοῦτον φωνῇ τε καὶ λόγοις χρωμένη, ὅσον πρὸς τοὺς θείους ὕμνους ἀρκεῖ˙ οὕτω πάντα μὲν αὐτῇ γέλως, πρὸς ἀρετὴν δὲ μόνον ὁρᾷ καὶ ταύτην ἔργον ἀνθρώπῳ προςῆκον ἡγεῖται˙ οὐκ ἐπὶ τῶν ἰδίων δὲ μόνον ταύτην τιμῶσα, εὐκαταφρόνητον ἐν τοῖς ἄλλοις ἡγεῖται τὸ χρῆμα μικρῶν τινων ἀξίους ἡγουμένη τοὺς ὁμοτέχνους, ἀλλὰ παντὸς μᾶλλον αὕτη τὸ τοῦ προφήτου δικαίως ἄν εἴποι “ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεὸς”, τοσαύτην τὴν αἰδῶ καὶ τὴν θεραπείαν αὐτοῖς ἀπονέμει. καὶ δηλοῖ τὸ περὶ τοὺς τοῦ Βαπτιστοῦ θεραπευτὰς μεγαλόψυχον. εἰδυῖα γὰρ τούτους πρὸς τὸν ἐκείνου βίον ἐπειγομένους κἀν ταῖς πόλεσι τῆς ἐρημικῆς ἐκείνου ζωῆς οὐκ ἀπολειφθῆναι φιλονεικοῦντας, ἵνα μὴ ταῖς τοῦ σώματος ἀνάγκαις ἐπιστρέφοιντο πρὸς τὸ σῶμα, προσθήκῃ προσόδων τὴν ἔνδειαν τούτοις παραμυθησαμένη, πρὸς τὸ τῆς ἀρετῆς ὕψος ἀφῆκε φέρεσθαι κούφους.

Ὅσοις ὁ Θεὸς ἄρχειν ἑτέρων καὶ βασιλεύειν παρέσχετο, οὐ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἀνελὼν καὶ τοῦ τὰ αὐτῆς πράττειν ἐκείνην κωλύσας τοῦτ’ ἐχαρίσατο, ἀλλὰ ταύτην μὲν εἴασε μένειν τοὺς ἰδίους ὅρους τηροῦσαν, προσέθηκε δὲ τὴν ἀρχὴν, κοσμοῦσαν μὲν τὴν φύσιν, οὐδαμοῦ δὲ τοῖς ἐκείνης νόμοις ἐμποδὼν γινομένην, μᾶλλον μὲν οὖν ἀλλήλαις ἀκωλύτως αὐτὰς συνοικίσας ἀντὶ συμμάχων ἠθέλησεν ἀλλήλαις καθίστασθαι καὶ δι’ ἀλλήλας εὐδοκιμεῖν ἑκατέρας τοῖς ἔχουσι συνεισφερούσης τὴν παρ’ ἑαυτῆς τελειότητα. οὐ γὰρ τὰ θεῖα δῶρα πολεμεῖν ἀλλήλοις ἐχρῆν, οὐδὲ τἀγαθὰ πρὸς ἑαυτὰ διῃρῆσθαι καὶ φθορὰν εἶναι τοῖς προτέροις τὰ δεύτερα, ὡς οὐκ ἐνὸν ἄμφω σώζεσθαι˙ τηρεῖται μέντοι παρὰ τῶν ἐπιγινομένων τὰ πρεσβεῖα τῇ φύσει ὡς ἄν μητρὶ τε τῶν πάντων καὶ ἑστίᾳ κοινῇ, καὶ ταύτην οὐδὲ ἐκείνη κἄν ὅτι μάλιστα φιλονεικῇ διὰ τέλους ἀμείβει, ἀλλ’ ἔστηκεν αὕτή δὴ μόνη τοῖς ὅλοις ἀήττητος, μένουσα μὲν αὐτὴ, μένειν δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις διδοῦσα τῇ παρ’ ἑαυτῆς βεβαιότητι. πῶς οὖν οὐ καὶ παρὰ τοῖς βασιλεῦσιν ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ φύσις τὰ αὐτῶν ἐπιδείξονται, καὶ φιλήσουσι μὲν τοὺς υἱεῖς, τῆς φύσεως αὐτοὺς ἐπὶ τοῦτ’ ἀναγκαίως ἀγούσης, ἀμείψονται δὲ τοὺς ἀρίστους, τῆς ἀρχῆς τοῦτο νομοθετούσης, ἀμφοτέρων δὲ τοῖς αὐτοῖς μεταδώσουσιν, ὅταν συμβαίνῃ τοὺς αὐτοὺς ἀγαθοὺς τε εἶναι καὶ παῖδας. οὔτε γὰρ ἡ βασιλεία τὴν φύσιν βιασαμένη ἀνΘ΄ ὧν εἶχεν ἑτέρους αὐτῇ τίθησι νόμους, οὔτ’ ἐκείνη τοῦ τὴν ἀρετὴν τιμὰν εἴρξει τὴν βασιλείαν˙ ἀλλ’ ἔξεστιν ὅπερ ἔφην τὰ αὐτῆς ἑκάτερα περαίνειν καὶ δι’ ἀλλήλας εὐδαίμονα τὸν κεκτημένον ἐργάζεσθαι˙ οὔκουν τοῖς βασιλεῦσιν ὅτι βασιλεῖς τῶν οἰκείων ἀμελητέον, οὐδ΄ ἀντὶ τῶν βαρβάρων οἷς προείλοντο πολεμεῖν ἐπὶ τὴν φύσιν τῇ τῆς βασιλείας δυνάμει χρηστέον, οὐδὲ διότι πάλιν πατέρες τοὺς ἀρετῇ διενεγκόντας τῶν παίδων τῶν προσηκόντων αὐτοῖς γερῶν ἀποστερητέον, οὐδὲ τὰς τινων ἀδίκους μἐμψεις εὐλαβητέον, μὴ ταῖς εἰς αὐτοὺς τιμαῖς δόξωσι τὴν φύσιν πρὸ τῆς ἀρετῆς θεοαπεύειν. ἀλλ’ ἡ μὲν φύσις τὰ ἐξ αὐτῆς ἐπιγινωσκέτω καὶ πρὸς ἐκεῖνα τετράφθω τῆς δυνατῆς ἀξιοῦσα προνοίας˙ τιμάτω δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ τοῦτ’ οἰέσθω τοῖς τῆς βασιλείας νόμοις ὀφείλειν. κοινὸς γὰρ τις προβέβληται τῶν κατορθούντων ἀγωνοθέτης κἄν ἀγέραστον παρέλθῃ τὴν ἀρετὴν ἄπεισι τοῖς πολεμίοις δόξας ἐπιτηδειότερος εἶναι. τοῦτο καὶ ἡμᾶς ἐπὶ τὴν παροῦσαν ἤγαγε πρᾶξιν, οὕς ὁ Θεὸς βεβούληται γονέας τε εἶναι καὶ βασιλέας. φιλεῖν τε γὰρ τοὺς οἰκείους ὁμολογοῦμεν, οἵ καὶ τοῖς ἀρχομένοις ἀντὶ πατέρων ὀφείλομεν εἶναι, τὴν τε τιμὴν τῶν ἀρίστων ἀνδρῶν καὶ τὰ γέρα ὥσπερ τι χρέος παρὰ τοῦ σχήματος ἀπαιτούμεθα˙ κἀπειδὴ τὸν αὐτὸν ἡμῖν ὁ Θεὸς υἱὸν τε καὶ ἄνδρα θαυμαστὸν ἐχαρίσατο, τοῦτον φιλοῦμεν μὲν ὡς πατέρες καὶ οὐκ ἄν ἀρνηθείημεν, αἰδούμεθα δὲ ὡς σπουδαῖον καὶ τοῖς οὖσιν αὐτῷ καλοῖς παρ’ ἡμῖν γενέσθαι τε βουλόμεθα γέρας˙ οὐκ ἀξιοῦντες τὰς ἀδίκους ὑπολογίζεσθαι κρίσεις, ὅτι δὴ τίνες μικροί μικρῶς τὰ μεγάλα σκοποῦντες, πάντας μᾶλλον ἤ τοὺς αὐτῶν οἴονται δεῖν τιμᾶν τοὺς πατέρας, κἄν βέλτιστοι τύχωσιν ὄντες, ὥσπερ ἀχθομένους ὅτι τοιούτους ἐφύτευσαν˙ εἰ μὲν γὰρ ἤ τὴν ἀρετὴν ἄτιμον ἥγηνται ἤ τοὺς ταύτην ἀσκοῦντας παρ’ ἄλλων μᾶλλον ἤ τῶν βασιλέων τὰς ἀμοιβὰς ἀξιοῦσιν ἐκδέχεσθαι, πῶς οὐ τετύφωνται, τιμὰς μὲν καὶ χάριτας εὐχόμενοι παρ’ ἡμῶν, ἀρετῆς δὲ ἄνευ τούτων ἐλπίζοντες τεύξεσθαι˙ οὐ γὰρ δὴ κακίας αὐτοῖς προθήσομεν ἆθλα. εἰ δ’, ὅπερ σωφρονούντων, στεφάνων ἀξίαν ἐροῦσι τὴν ἀρετὴν, τί μᾶλλον ἄν ὁ δεῖνα ἤ ὁ δεῖνα τιμᾶται, ἕως ἄν ἐκείνη τῶν ἐγκωμίων τυγχάνῃ˙ οὐ γὰρ δὴ τὴν μὲν τῶν ἄλλων ἀρετὴν αἴρειν ἡμᾶς ἀξιώσουσι, τὴν δὲ τῶν οἰκείων ἐξεπίτηδες καθαιρεῖν˙ ὥσπερ ἀναγκαῖον ὄν, τὰς τῶν πατέρων εὐτυχίας συμφορὰν γίνεσθαι τοῖς υἱέσιν, ἤ τοὺς ἀλλοτρίους καὶ ποῤῥωτάτω δέον ὑφ’ ἡμῶν πρὸ τῶν οἰκειοτάτων εὖ πάσχειν˙ ἀλλ’ οὕτω γε καὶ τοὺς πολεμίους στεφανώσομεν πρὸ τῶν ὑπηκόων, τοῦτο μόνον ἔχοντες ἰσχυρὸν, ὅτι ἀλλότριοι μὲν ἐκεῖνοι, οἰκεῖοι δὲ οὗτοι. τὰς μὲν οὖν ἀδίκους περὶ τούτων κρίσεις καὶ ἀχαρίστους παρίημι˙ ἐγὼ δὲ τὸν ἐμὸν υἱὸν καὶ διὰ τὴν φύσιν φιλῶ καὶ διὰ τὴν ἀρετὴν τιμῆς ἄξιον κρίνω, ἐπεὶ καὶ πάνθ’ ὅσα τιμῆς ἄξια κέκριται κατ’ ἀνθρώπους, τούτων οὐδενὸς τὴν αὐτοῦ φύσιν εἴποι τὶς ἄν ἀμοιρεῖν. γένους τε γὰρ εἵνεκα εἰς τοὺς τῶν βασιλέων μεγίστους ἐπέκεινα καὶ τριγονίους ἀναφέρει τὸ γένος˙ δῆλον δὲ πᾶσιν, ὡς ἐν τούτῳ λέγομεν δῆλα˙ καίτοι πρὸς τὸ τιμᾶσθαι καὶ τοῦτο πολλάκις ἤρκεσε μόνον οἷς οὐδὲν ἦν πλέον τοῦ γένους˙ καὶ μἠν ἡ φύσις τὴν τε ψυχὴν τὸ τε σῶμα ἄξιον αὐτὸν ἀποδέδωκε τῶν προγόνων˙ ἐκεῖνο μὲν κεχαρισμένον τοῖς ὁρῶσι δεικνῦσα, ἀρετῇ δὲ καὶ φρονήσει καὶ παρ’ ἡλικίαν ἐκείνην κοσμήσασα, ὥστε ὅτ’ οὔπω μειράκιον ἦν τοῖς ὁρῶσι παρέχειν τὰ νῦν ὄντα μαντεύεσθαι. ἅ καὶ αὐτὸς προορώμενος, οὐ τὴν οἴκοι μόνον ἀρετὴν εἶναι χρηστὸν ἠνεσχόμην, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἔξωθεν ἀσκήσεσι βελτίω ποιεῖν ἀγαθὴν φύσιν ἠξίουν, ποτὲ μὲν τῶν ἐπὶ στρατίας ταλαιπωριῶν αὐτὸν ἀνέχεσθαι πείθων καίτοι τῆς ἡλικίας τοῦτο οὐ δεχομένης, ἄλλοτε δὲ τῶν ἐκ τῆς θαλάττης δυσχερῶν ἀναγκάζων μοι κοινωνεῖν καὶ μετ’ ἐμοῦ τοὺς μακροὺς διανύειν ἀπόπλους˙ καὶ νῦν μὲν ἀξιῶν συμμετέχειν μοι τῶν ἐν τοῖς πολέμοις κινδύνων ὥσπερ εὐγενῆ σκύλακα τοῦ τῶν πολεμίων αἵματος γεύων˙ οἷς συμπλεκόμενος πολλὰ μὲν ἔλαβε, πλείω δὲ δέδωκε τραύματα, χειρὸς τε καὶ γνώμης ἀποδειξάμενος ἔργα˙ ἐφ’ οἷς εἰ καὶ τῶν κάτω τὶς ἦν, δικαίως ἄν καὶ παρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀνδραγαθίας ἐστεφανοῦτο˙ νῦν δὲ τὰς κατὰ τὴν εἰρήνην πράξεις ὑποδεικνὺς καὶ πείθων ὡς αὐτὸν διὰ πάντων εὐδοκιμήσειν, οὐκ ἐν πολέμοις μὲν δέοι χρήσιμον εἶναι ἐν εἰρήνῃ δὲ ἄχρηστον, ἀλλ’ ἐν ταύτῃ καὶ μᾶλλον ὅσῳ καὶ τῆς εἰρήνης εἵνεκα τὸ πολεμεῖν τοῖς ἀνθρώποις ἐξεύρηται. ὅθεν καὶ πρέσβεσιν ἀποκρινομένῳ μοι συμπαρῆν καὶ χρηματίζοντος οὐκ ἀφίστατο καὶ γνώμης ἐκοινώνει περὶ τῶν ὅλων βουλευομένω˙ καὶ ὅλως οὐκ ἔστιν ἧς τῶν ἐμῶν πράξεων ἀπελείφθη˙ ὥστ’ εἴ τις οὐ μᾶλλον ἐμὸν υἱὸν τοῦτον ἤ μαθητὴν εἶναι φαίη, σφόδρα ἄν τύχοι τοῦ ὄντος˙ καὶ μὴν καὶ αὐτὸς τῆς τε γενέσεως τῆς τε τροφῆς καὶ παιδείας οὐ μικροὺς τινας ἡμῖν ἀποδίδωσι τοὺς μισθοὺς˙ ἀλλὰ φιλεῖ μὲν διὰ τὴν φύσιν ὡς καὶ τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἡμᾶς προτιμᾶν˙ ὡς δὲ βασιλεῖ καὶ δεσπότῃ πᾶσαν λειτουργίαν εἰσφέρει˙ καὶ οὐκ ἔστιν ὅ προσέταξα μὲν ἐγὼ, οῠτος δ΄ αναβολῇ καὶ ὁπωσοῦν δέδωκε τὸ προστεταγμένον, ἀλλ’ ἐστίν ἀεὶ τοῦ κελεύοντος ἑτοιμότερος˙ πάντα πόνον ἄνεσιν ὑπὲρ τῶν ἐμοὶ δοκούντων ἡγούμενος˙ ὥσΘ΄ ὅτε πρὸς τὸν λαμπρὸν ῥῆγα τῆς Οὐγγρίας ἀπῄειν πείσων ἐκεῖνον κατὰ τῶν ἀσεβῶν ῥωμαίοις συμπολεμεῖν, ἐμαυτῷ προσήκειν ἀναδέξασθαι τὸν ὑπὲρ πάντων κίνδυνον ἡγησάμενος ὡς οὐκ ἐνὸν ἐκεῖνον δι’ ἑτέρων πεισθῆναι, καὶ οὗτός μοι τότε πάντων τῶν δυσχερῶν ἐκοινώνει, τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ φημὶ τῶν κατ’ ἤπειρον, ὅτε χειμῶσι μὲν ἐξαισίοις καὶ πάγοις τὰ τῶν ποταμῶν δι’ ὧν ἀναπλεῖν ἐχρῆν ἵστατο ῥεύματα, θάλαττα δὲ μεσοῦντος χειμῶνος ἐμαίνετο, αἱ δὲ τῶν βαρβάρων παρ’ οὕς ἀφίγμεθα γνῶμαι μᾶλλον αὐτῆς ἐταράττοντο˙ νόσους δὲ ἐπελθούσας ἐκ λύπης καὶ ἀθυμίας οἰκείων καὶ ξένων ἐπιβουλὰς, καὶ τὰς καθ΄ ἕκαστον ἀπορίας τί τις ἄν λέγοι συγγραφῆς δεομένας; ἀλλ’ οὗτός γε τούτοις ἅπασιν ἑαυτὸν ἀνετίθει˙ καὶ τὸ πονεῖν ὑπὲρ ἡμῶν ἥδιον αὐτῷ τοῦ τρυφᾶν οἴκοι τότε ἐδόκει˙ οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ δεῆσαν ἐμὲ μὲν ἐκεῖθεν ἐξελθεῖν, τοῦτον καὶ μένειν, ὡς ἄν οὐκ ἄνευ ὁμήρων τοῦ ῥηγὸς τὴν ἔξοδον συγχωροῦντος. καὶ πάντων τότε τὴν πρόδηλον φυλαττομένων ἀπώλειαν εἰ δέοι μείναντα θηρίοις συνδιαιτᾶσθαι, οὗτος οὐκ ἄλλως ἐκστῆναι τῶν ὑπὲρ ἡμῶν κινδύνων ἠθέλησεν, ἀλλ’ εἵλετο ταῖς τῶν βαρβάρων γνώμαις ὑποκεῖσθαι μόνος ἀπολειφθεὶς ὑπὲρ τοῦ μὴ τριβὴν τινα καὶ χρόνον ταῖς ἐμαῖς πράξεσιν ἐμποιῆσαι. καὶ μεμένηκε μὲν κρείττων τῆς ἀγριότητος τῶν βαρβάρων, καὶ τοῖς τρόποις τὰς ἐκείνων ἐχειρώσατο γνώμας, ὡς καὶ τὸν ῥῆγα μείζους αὐτῷ τιμὰς νέμειν καὶ τῶν υἱέων ˙ ἀλλ’ οὖν ὅτε ὑπελιμπάνετο, δέους καὶ φρίκης ἦν πάντα μεστὰ˙ ἀλλ’ οὔτε Θεὸς οἷς ἐπίσταται λόγοις τῆς συνεχοῦς κακοπραγίας ῥωμαίους ἀνίησιν, οὔΘ΄ ἡμῖν ὁ λογισμὸς ἠρεμεῖ πάσας μὲν φροντίδας ἀνακινῶν, πάσας δὲ μηχανὰς ἐξευρίσκων, δι’ ὧν στήσεται μὲν τὸ φθεῖρον τὴν οἰκουμένην, ἐπανήξει δὲ ταῖς πόλεσιν ὧν ἀπεστέρηνται. πάλιν γὰρ ἡμεῖς αὐτοχειροτόνητοι πρέσβεις πρὸς τοὺς συμμαχεῖν δυναμένους καὶ παρὰ ῥωμαίους καὶ Ῥώμην ἀφίγμεθα, ῥωμαίων βασιλεῖ καὶ ῥωμαίοις ἀξιοῦντες βοήθειαν πέμπειν, αἰδεσθέντας μὲν τὴν κοινὴν πίστιν, δυσωπηθέντας δὲ τὴν κοινὴν ἐπωνυμίαν, καὶ γένος κοινὸν ποτε καὶ πράξεις καὶ τύχας καὶ τ’ ἄλλ’ ὅσα πρὸς ἀλλήλους τοὺς ἀνθρώπους συνάγει. ἐκεῖνοι μὲν οὖν ὅ, τι ἀπεκρίναντο εἰδεῖεν ἄν οἱ τοῖς τότε πράγμασι παραγεγονότες, πλὴν ἡμᾶς ἔδει τὸ λοιπὸν διὰ τῶν ἐν Ἰταλίᾳ πόλεων πλανηθῆναι πλάνην τοῦ Ὀδυσσέως οὐδαμοῦ βραχυτέραν˙ ἦν καὶ ἄλλως μακροτάτην οὖσαν καὶ διὰ τοῦτο χαλεπωτάτην αἱ καθημέραν δυσκολίαι χαλεπωτέραν ἐποίουν˙ καὶ ταύτας πάλιν εἰργάζετο βαρυτέρας τὸ τὸν φίλτατὸν μοι καὶ τῶν δυσχερῶν κοινωνὸν μὴ παρεῖναι τότε πρῶτον ἀπολειφθέντα. ἔδει γὰρ Θεσσαλονίκῃ καὶ Μακεδόσι μεΐναί τινα κυβερνήτην ὑπὸ τῶν βαρβάρων χειμαζομένοις˙ ἦν δ΄ οὗτος ἐκεῖνος παραστάτης μὲν τοῦ πατρὸς καὶ ἅ τόθ’ ἡμῶν ἐδεῖτο τῶν ἐκεῖ παντα ἀναπληρῶν˙ λιμὴν καὶ ἐκείνοις καὶ ἰατρὸς, τεῖχος, καὶ πάντα τὰ τῆς σωτηρίας προσρήματα˙ οὐκ ἀνεχόμενος δ΄ ὥσπερ εἰώθει μὴ καὶ τῶν τῆς ἀποδημίας μοι κοινωνῆσαι πραγμάτων, μικρὸν ἡγησάμενος τῶν ἐν χεροῖν μόνον καὶ οἷς αὐτὸν ἐπεστήσαμεν φροντίζειν, καὶ ὅπως σωθήσεται καὶ πόῤῥωθεν βοηθεῖν τῷ πατρὶ, ἐγγὺς δὲ γενόμενος μὴ συνεῖναι καὶ συμπνεῖν καὶ συναγωνίζεσθαι, ἐκεῖνα μὲν ὧν ἐδέοντο πράξας ἐν ἀσφαλεῖ καταλείπει, πρὸς δὲ τὴν τοῦ πατρὸς ὄψιν ἠπείχθη πάντ’ ἐκείνης δεύτερα θέμενος. καὶ καταφρονεῖ μὲν κυμάτων καὶ θαλάττης ὕβρεως ἐν χειμῶνι˙ τέμνει δὲ Αἰγαῖον˙ ἀποκρύπτει δὲ Πελοπόννησον˙ περιπλεῖ δὲ ἄκρας Ἀδρίου˙ παρατρέχει δὲ τὸ Ἰόνιον˙ ὑπερβὰς τε τὰς ἁπάντων ἐλπίδας ἐν τοῖς ἐκείνου μυχοῖς ἡμᾶς εὗρεν ἐν Βενετίᾳ, πολύν μὲν τὸν ἀπὸ τῆς ὥρας χειμῶνα, πλείω δὲ τὸν ἀπὸ τῶν πραγμάτων ὑφισταμένους. ἅ πάντα μόνον φανεὶς τότε μετέστησε˙ δοὺς μὲν δι’ ὧν ἤγγελλε περὶ τῶν οἴκοι θαῤῥεῖν, ἡδονῆς δὲ ἐμπλήσας πατρικοὺς ὀφθαλμοὺς, τῆς δ’ ὑπὲρ τῶν ὅλων μοι κοινωνήσας φροντίδος, καὶ ὅλως οὐδὲν παραλιπὼν, ὅθεν ἄν τὴν ἐμὴν κουφίσειε γνώμην˙ ὥσπερ δὲ τοῖς δυσχερεστάτοις ἀεὶ συγκεκληρωμένῳ, κἀκεῖ τὰ δυσκολώτατα τῶν πραγμάτων αὐτῷ κατελείπετο˙ πάλιν γὰρ ἐμὲ μὲν ἔδει προαπιέναι, λειφθῆναι δὲ τινα ἀποπειρασόμενον μὲν τῶν ὑπολοίπων ἐλπίδων, ἐγγυητὴν δὲ καὶ τῆς ἐν μακρῷ χρόνῳ δαπάνης ἐσόμενον, ἥν ἡμῖν ηὔξησεν ἡ τῶν ἐμπόρων μικρολογία. ἀλλὰ καὶ τοῦΘ΄ ὁ βέλτιστος οὗτος ἐμὴν χάριν ὑπέστη. καὶ τὰ εἰωθότα ἐγίνετο˙ καὶ προσέταττον μὲν ἐγὼ σὺν ἡδονῇ καὶ ὑπήκουεν οὗτος˙ καὶ ὑπελείπετο ἐν τῇ Βενετίᾳ, πόῤῥω μὲν τῆς ἐμῆς ὄψεως πόῤῥω δὲ μητρὸς πόῤῥω δὲ ἀδελφῶν πόῤῥω δὲ φίλων καὶ πάντων ὅσα τέρψιν ποιεῖ βασιλέων υἱέσι˙ καὶ ταῦτ’ ἐτόλμα λοιμῷ μὲν καμνούσης τῆς πόλεως, τῶν καὶ ἔτι περιόντων μηδὲ πρὸς τὰς ταφὰς τοῖς καθημέραν οἰχομένοις ἀρκούντων, τῶν δ΄ οἰκητόρων ὡς πολεμίαν τὴν πατρίδα φευγόντων, πάντων δὲ τῶν ἐκεῖ τοῖς ἐν ᾂδου παραπλησίων˙ ἀλλ’ ὅμως πάντα κατεφρονεῖτο ὅπου πατρὸς ἐντολὰς ἐχρῆν τηρηθῆναι.

Τὸν οὖν οὕτω μὲν εὐγενῆ, οὕτω δὲ φρόνιμον, οὕτω δὲ ἀνδρεῖον, οὕτω δ΄ ἡμᾶς οὐκ ἰδίᾳ μόνον θεραπεύσαντα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν ἡμῖν συνδιενεγκόντα κινδύνους, φίλον μὲν τοῖς τεκοῦσι, φίλον δἐ τοῖς ὁρῶσι, καὶ σωψροσύνῃ μὲν οἰκεῖον, ὕβρει δὲ καὶ ἀκολασίᾳ πολέμιον, καὶ παρὰ τοῖς ἐχθροῖς δ΄ ἄν τῶν πλεονεκτημάτων εἵνεκα τιμηθέντα, τούτου τὴν ἀρετὴν αὐτὸς σιγήσω, ἤ λέγων οὐ καὶ στεφάνων φῶ μεγάλων ἀξίαν; καὶ τὶς ἀνάσχοιτ’ ἄν ἡμῶν ἤ τῶν βασιλέων ἤ τῶν πατέρων οὕτως ἀρετὴν τε καὶ φύσιν ὑφ’ ἡμῶν βλέπων ἀδικουμένας; ἀλλὰ τίς ποτ’ ἄν γένοιτο παρ’ ἀνθρώπων μισθὸς ἀντάξιος ἀρετῆς; ἀθανάτῳ γὰρ κτήματι χαλεπὸν τι τῶν θνητῶν ἐξισῶσαι. τὸ μὲν οὖν ἄξιον αὐτῷ γέρας παρὰ Θεοῦ μετἀ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἐλπιζέτω, ἡμᾶς δ΄ ἀνθρώπους ἀνθρώπων ὄντας πατέρας καὶ πολιτικοὺς ἄνδρας πολιτικῶν πραγμάτων προϊσταμένους ἀνάγκη συμβαινούσας τῇ δυνάμει καὶ τὰς δωρεὰς διανέμειν. καὶ δὴ τὸ μέγιστον ὧν ἔχομεν καὶ ὅ βούλοιτ’ ἄν οὗτος αὐτῷ παρ’ ἡμῖν πρὸ τῶν ἄλλων γενέσθαι, τοῦτο καθαρῶς αὐτῷ δίδομεν˙ εὐχόμενοι μὲν τῷ πάντων βασιλεῖ καὶ δεσπότῃ καὶ παρ’ οὗ τοῖς τεκοῦσιν ἡμῖν οὗτος δέδοται, τηρεῖν μὲν αὐτῷ τὴν ζωὴν μέχρι πλείστου, ἀρετῇ δὲ κοσμεῖν ἀεὶ τὸν βίον αὐτῷ, καὶ τοῦτον τοῖς ἐσομένοις προθεῖναι παράδειγμα, φιλοῦντες δὲ αὐτὸν καὶ νομίζοντες ἄνδρα τε εἶναι ἀγαθὸν καὶ χρήσιμον καὶ γονεῦσι καὶ πατρίδι καὶ φίλοις, καὶ τούτων μηδέν μεῖζον δῶρον παρ’ ἡμῶν προσδοκάτω. ἐπεὶ δὲ καὶ τὰς ἔξωθεν εὐεργεσίας ἀνάγκη τὸν βασιλέα προστιθέναι τοῖς ἀριστεῦσιν, οὐδ΄ ἐνταῦθα τὸν ἐμὸν υἱὸν ἄνευ τῶν δικαίων εὖ παθεῖν ἠβουλήθην˙ οὐ γὰρ τῶν ῥωμαίων γῆς ἀποτεμόμενος ὅσην βεβούλημαι, ταύτην ἠθέλησα τούτῳ κτῆμα γενέσθαι, οὐδ΄ ὧν ἐπόνησαν ἕτεροι, τούτων αὐτῷ συνεχώρησα τῶν καρπῶν ἀπολαύειν˙ καίτοι καὶ τοῦτο τοῖς βασιλεῦσιν ἐν ἔθει, ὅ βούλονται τῆς αὐτῶν χωράς οἷς βούλονται τοῦτ’ ἀριστεῖον διδόναι˙ ἀλλ’ ἡμεῖς νῦν τῶν αὐτοῦ πόνων τοῦτον κύριον ἀποδείκνυμεν˙ τῶν γὰρ ἐν Μακεδονίᾳ καὶ Θετταλίᾳ πόλεων τὰς μὲν καὶ πολλοῖς προτερον χρόνοις ἀφεστηκυίας τῆς ῥωμαίων ἡγεμονίας καὶ μέχρι πολλοῦ τοῖς γείτοσι βαρβάροις δεδουλευκυίας, τὰς δ΄ ὅσον οὔπω ταυτὸν πείσεσθαι παρὰ πάντων προσδοκωμένας, τὰς μὲν οὗτος ἰδίοις πόνοις ἀπήλλαξε τοῦ τῶν Σέρβων ζυγοῦ οἷς ἐδούλευον πρότερον, τὰς δ΄ ἔῤῥωσεν ἤδη λειποψυχούσας ὥσπερ τεῖχος αὐταῖς ἐλάσας ἅς πρότερον εἷλε, καὶ οὕτως ἀμφοτέραις βεβοήθηκε δι’ ἀλλήλων, ἐπαναγαγων τῇ βασιλείᾳ ῥωμαίων ὧν ἀπεστέρητο. ταύτας τοίνυν ὑποτετάχθαι τούτῳ διὰ βίου βουλόμεθα, αὐτῷ μὲν μικρὰν τινα τῶν πολλῶν πόνων παραμυθίαν, ἐκείναις δὲ ἀσφάλειαν τοῦτο μηχανησάμενοι˙ τοῦ γὰρ τῆς δουλείας αὐτὰς ἀπαλλάξαντος τίς ἄν εἴη δικαιότερος ταύτας καρποῦσθαι, ἐκεῖναι δὲ τίνι μᾶλλον πιστεύουσι τοῦ πολλάκις ὑπὲρ αὐτῶν κινδυνεύσαντος; ἀλλὰ καὶ τούτων τίς μᾶλλον ἐπιμελήσεται τοῦ καὶ πρὶν ἤ κτήσασθαι ταύτας τοσαῦΘ΄ ὑπὲρ αὐτῶν πεπολεμηκότος, καὶ μηδὲ τοῦ λοιποὺ τῶν ὅπλων ἀφεξομένου˙ τοῦτο γὰρ ἡ τῶν βαρβάρων πλεονεξία καὶ τὸ περὶ πάντα τούτων φιλόνεικον ἡμᾶς μαντεύεσθται πείθει. οὐ γὰρ πρὸς αὐτὸν πολλάκις παραταξάμενοι καὶ σφαλέντες ἀπέστησαν, ἀλλ’ ἔτι τῆς εἰωθυίας σκαιότητος ἔχονται, ὥστ’ ἐοικέναι τὰς πόλεις σώματι τοῦ μὲν τῆς τελευτῆς δέους ἀπηλλαγμένῳ, ἔτι δὲ ποικίλαις παλαίοντι νόσοις καὶ ᾧ πρὸς τὴν ὑγείαν πολλῶν μὲν ἰατρῶν δεὶ πολλῶν δὲ φαρμακων. καίτοι τί τοῦτ’ εἶπον; ἐν μείζονι μὲν οὖν κινδύνῳ νῦν αἱ πόλεις ἤ πρότερον˙ αἱ μὲν γὰρ παρὰ τῶν Σέρβων βλάβαι, χαλεπαὶ μὲν καὶ αὗται ῥωμαίοις, πλὴν τὸ πλεῖστον εἰς δόξαν ἦν αὐταῖς ἡ ζημία τῷ μηδέποτ’ ἐν ἔθει ῥωμαίοις τὴν δουλείαν γενέσθαι, καὶ τοῖς ῥωμαίοις στρατηγοῖς ὑπὲρ τῆς τοῦ γένους δόξης ἦσαν οἱ κίνδυνοι˙ ἡ δὲ νῦν ἀπὸ τῆς Ἀσίας ἐπὶ τὴν Εὐρώπην διαβᾶσα καὶ ταῖς πόλεσιν ἐπιφυεῖσα τῶν ἀσεβῶν δυναστεία, πᾶσι τοῖς οὖσι καλοῖς ἀθρόον λυμαίνεται˙ ψυχαῖς, ἐξόμνυσθται τὸν ἀληθῆ Θεὸν ἀναγκάζουσα˙ σώμασι, σιδὴρῳ καὶ πυρὶ καὶ πάσαις ἰδέαις ὕβρεων ἐπὶ ταῦτα χρωμένη˙ καὶ παρέλκον ἄν εἴη λέγειν ἐλευθερία καὶ χρήματα, ἅ τοῖς δουλεύουσι μέτεστιν οὐδαμῆ. τοῦτο νῦν τὸ κακὸν τὰς αὐτὸθι πόλεις ἀναλίσκει τοῦ Θεοῦ συγχωροῦντος˙ ὥστε ἔξεστι τῷ μετ’ ἐμπειρίας τὰ πράγματα σκοπουμένῳ, πόσοις ὁ νῦν στεφανούμενος ἑαυτὸν κινδύνοις ἐνδώσει˙ ὥστ’ οὐκ, ἀρχὴν λαβόντι, ἀλλ’ ἀρχὴν κτησομένῳ μᾶλλον φαίη τις ἄν ἐοικέναι, καὶ τὸν στέφανον οὐ τέλους αὐτῷ τῶν ἀγώνων γενέσθαι, ἀλλ’ ἑτέρων μᾶλλον καὶ τούτων μειζόνων ἀρχὴν. Ἀκριβῶς τοίνυν πεπεισμένη ἡ βασιλεία μου τοῦτον δὴ τὸν οὐδενὸς ἀμελήσειν τῶν εἰς σωτηρίαν καὶ ἀσφάλειαν σὺν Θεῷ συντεινομένων.»

Αυτό το προοίμιο γράφτηκε πιθανώς από τον Δημήτριο Κυδώνη. Tο χρυσόβουλλο απονέμει τη νεοκτηθείσα επαρχία και τα έσοδα τής Mακεδονίας στον γιό τού Ιωάννη, τον Μανουήλ, δεσπότη Θεσσαλονίκης και αργότερα αυτοκράτορα [Β΄].

Ο Μανουήλ εισήλθε στις Σέρρες τον Νοέμβριο τού 1371, αφότου οι Tούρκοι είχαν συντρίψει τούς Σέρβους στη μάχη τού Έβρου (Μαρίτσα). βλέπε Π. N. Παπαγεωργίου, «Αἱ Σέρραι, τὰ μνημεῖα, ἡ Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου», Byz. Zeitschr., III (1894), 316, σημείωση 2, από χειρόγραφο 21 τού Πρωτάτου στις Kαρυές τού Αγίου Όρους, Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 247-48, Loenertz, Les recueils de lettres de Démétrius Cydonès, σελ. 112.

[←208]

Franz Dölger, «Johannes VII., Kaiser der Rhomäer 1390-1408», Byzantinische Zeitschrift, xxxi (1931), 22-23, σημείωση 2. στο ίδιο, xxxiii (1933), 134-35 (κριτική τού Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome). στο ίδιο, XLIII (1950), 441. Ostrogorsky, History of the Byzantine State (1956), σελ. 480-81 και πρβλ. Peter Charanis, «The Strife among the Palaeologi και the Ottoman Turks, 1370-1402», Byzantion, xvi (1942-43), 287-92, ο οποίος είναι πιο επιφυλακτικός.

Οι συγγραφείς αυτοί διαφωνούν με την άποψη τού Halecki, ό. π., σελ. 227 και εξής και ιδιαίτερα σελ. 334-43 και «Two Palaeologi in Venice, 1370-1371», Byzantion, xvii (1944-45), 331-35, ότι η κράτηση τού Ιωάννη Ε΄ για χρέος στη Βενετία είναι μύθος [βλέπε πιο κάτω], ο οποίος ξεκινά από το χρυσόβουλλο που δημοσιεύτηκε από τον Zachariae (προηγούμενη σημείωση). βλέπε τον πολύτιμο αλλά αφηρημένο εξορθολογισμό των πηγών από τον R.J. Loenertz, «Jean V Paléologue à Venise (1370-1371)», στο Revue des études byzantines, xvi (1958), 217-32.

[←209]

Για το κείμενο τού Caroldo, βλέπε Loenertz, Revue des études byzantines, XVI, 228-29, που βασίζεται στο αυτόγραφο χειρόγραφο τού βιβλίου x τού χρονικού [στη Βενετία, στη Bibl. Nazionale Marciana, MS. Ital., Cl. VII, αριθ. 803 (7295), φύλλο 19 (37) και εξής].

[←210]

Loenertz, ό. π., σελ. 218-19, 222-23, αλλά για το συνολικό ζήτημα τού δανείου που πήρε ο αυτοκράτορας από τη Βενετία και για τα κοσμήματα που παρέδωσε η μητέρα τού στη Σινιορία ως εχέγγυο, βλέπε την εμπεριστατωμένη μελέτη τού Tommaso Bertele, «I gioielli della corona bizantina dati in pegno alla Repubblica Veneta nel XIV e Mastino II della Scala», στο Studi in onore di Amintore Fanfani, II (1962), 89-177, με τριανταέξι έγγραφα.

[←211]

«Capta: Quod ista XXV m. ducatorum et id quod expendetur pro conzamento usseriorum, si dominus Imperator acceptabit, accipiantur mutuo a Camera Frumenti ad prode solitum…. Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλο 66. Bλέπε Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 228-29 και πρβλ. σελ. 342, ο οποίος παρέχει το κείμενο αυτό (με εσφαλμένη ανάγνωση) από τα Misti (Μικτά), καθώς και ένα ελλειπές κείμενο τού Caroldo [στο δικό του παραρτ. αριθ. 21, σελ. 385-86].

Η ερμηνεία των γεγονότων όπως παρέχεται από τον Loenertz, Revue des études byzantines, XVI, 221-23,229-30, πρέπει να διορθωθεί υπό το πρίσμα των εγγράφων που δημοσιεύτηκαν από τον Bertele, «1 Gioielli», Studi in onore di A. Fanfani, II, ιδιαίτερα αριθ. 1-4, 6-7, 10, 13-15, 18-20, 28-30 και 33-36, που απεικονίζουν την ιστορία τού αυτοκρατορικού χρέους από το 1343 μέχρι το 1389 και από τα οποία προέρχονται τα στοιχεία στο κείμενό μου. Βλέπε επίσης Julian Chrysostomides, «John V Palaeologus in Venice (1370- 1371) and the Chronicle of Caroldo: A Reinterpretation», Orientalia Christiana periodica, XXXI (1965), 76-84.

Ο Freddy Thiriet, «Venise et l’ occupation de Τenedos au XIVe siècle», Mélanges d’ archeologie el d’ histoire, LXV (1953), 224-25, λέει ότι η Σινιορία έθιξε το θέμα τής Τενέδου και οι δύο Ενετοί απεσταλμένοι που στάλθηκαν στη Ρώμη για την ανανέωση τής πενταετούς εκεχειρίας πολύ πιθανόν έφεραν το θέμα στο προσκήνιο, αλλά o Caroldo αφήνει στον Ιωάννη Ε΄ την πρωτοβουλία στη Βενετία.

[←212]

Loenertz, Demetrius Cydones, Correspondence, I (1956), βιβλίο vii, επ. 71, σελ. 102-3 και Revue des études byzantines, XVI, 217-18.

[←213]

O J. Chrysostomides, Orient. Christ. period., xxxi, 79-80, σημείωση 5, έχει δείξει ότι το 1350 η Βενετία πρόσφερε στους Ανδεγαυούς μόνο 50.000 δουκάτα για τα νησιά Κέρκυρα, Zάκυνθο και Κεφαλονιά [Thiriet, Regestes, I, αριθ. 249, σελ. 71] και ότι το 1404 οι Ιωαννίτες επέστρεψαν τη διοίκηση τού κάστρου τής Κορίνθου και το δεσποτάτο τού Μορέως στους Βυζαντινούς για 46.500 δουκάτα [Loenertz, «La Chronique breve Moreote de 1423», στο Mélanges Eugene Tisserant, II (Studi e testi, αριθ. 232. Πόλη Βατικανού, 1964), 426-27]. Όμως σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν εμπλέκονταν μεγάλα, ανεπανόρθωτα χρέη.

[←214]

Για την αναθεώρηση από τον Loenertz αυτού τού αποσπάσματος στον Caroldo, βλέπε Chrysostomides, «John V», στο Orient. Christ. period., xxxi, 77-78.

[←215]

Caroldo, επιμ. Loenertz, Revue des études byzantines, xvi, 229.

[←216]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 34, φύλλα 55, 56, με ημερομηνία 21 Ιουνίου 1373, δημοσιευμένο στο Bertele, «I Gioielli», έγγραφο αριθ. 32, σελ. 176. Η νηοπομπή θα αποτελείτο από τέσσερις από τις καλύτερες γαλέρες που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά το προηγούμενο έτος.

[←217]

Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 236 και εξής.

[←218]

Ostrogorsky, Pour l’ histoire de la feodalite byzantine (1954). σελ. 161-63 και εξής.

[←219]

Πρβλ. Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλο 94 με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου. 1384, Thomas και Predelli, Dipl. ven.-lev., II, αριθ. 115, 117, σελ. 192-93, 196-97, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (1883), βιβλίο VIII, αριθ. 168, 187, σελ. 166, 171.

Η εκεχειρία ανανεώθηκε μεταξύ Ιωάννη Ε΄ και Βενετίας τον Ιούνιο τού 1390 [Dipl., II, αριθ. 135, σελ. 224-29, Regesti, III, βιβλίο viii, αριθ. 347, σελ. 207-8], πράγμα που έγινε όμως κατά την περίοδο τού σφετερισμού τού Ιωάννη Ζ΄. Ακολουθεί το ελληνικό κείμενο [Miklosich και Müller, Acta et diplomata graeca, III (1865, ανατύπ. 1968), αριθ. xxxiii, σελ. 135-44]:

«Ἰωάννης, ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ πιστός βασιλεὺς Ῥωμαίων καὶ αὐτοκράτωρ, ὁ Παλαιόλογος καὶ ἀεὶ αὔγουστος.

Ἐπειδή ὁ λαμπρὸς καὶ υπερέχων κῦρις Ἀντώνιος Βενέριος, θεοῦ χάριτι δοὺξ Βενετίας καὶ τὰ λοιπὰ, ἀπέστειλε πρὸς ἡμᾶς καὶ τὴν ἡμετέραν παρουσίαν ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει, τῇ περιφήμῳ ἡμετέρᾳ πόλει, τὸν εἰρημένον εὐγενῆ καὶ φρόνιμον ἄνδρα κῦριν Φραντζέσκον Φούσκουλον ἔντιμον αὐτοῦ ἀποκρισιάριον εἰς τὰ μέρη τῆς Ῥωμανίας, σύνδικον καὶ ἐπίτροπον τοῦ αὐτοῦ λαμπροτάτου καὶ ὑπερέχοντος κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας, ἔχοντα ἐντελῆ ἐξουσίαν, ἐλευθερίαν, ἄδειαν καὶ ὁρισμὸν τρακταΐσαι, ποιῆσαι, βεβαιοῦν καὶ πληροῦν τρέβας καὶ συνθήκας τὰς κατωτέρω γραφομένας μέσον ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τοῦ προρρηθέντος κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας, καθὼς δηλοῦται δημοσίῳ τινὶ συμβολαίῳ συνδικικῷ, γραφέντι χειρὶ Ἰωάννου ντέ Ἀντέλου, υἱοῦ τοῦ ἀπὸ τῆς Βενετίας Πέτρου, δημοσίου νοταρίου βασιλικῇ ἐξουσίᾳ καὶ γραμματικοῦ τοῦ δουκάτου τῆς Βενετίας, ἔτει τῆς τοῦ κυρίου γεννήσεως χιλιοστῷ τριακοσιοστῷ ἐννενηκοστῷ, μηνὶ ἀπριλλίῳ, ἡμέρᾳ ἑνδεκάτῃ, ἰνδικτιῶνος τρισκαιδεκάτης, ὀχυρωμένῳ μολυβδίνῃ βούλλῃ τοῦ προειρημένου κυροῦ δουκὸς, καὶ μέντοι μετὰ πολλὰς ὁμιλίας καὶ τρακταΐσμοὺς γενομένους μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τοῦ προειρημένου συνδίκου, ἐπιτρόπου καὶ ἀποκρισιαρίου ἐντίμου, διὰ ταῦτα ἡμεῖς ὅ τε Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ πιστὸς βασιλεὺς Ῥωμαίων καὶ αὐτοκράτωρ, ὁ Παλαιολόγος, ὑπὲρ ἐμαυτοῦ καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν, ἔτι τε τῶν κληρονόμων καὶ διαδόχων ἡμῶν, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ εἰρημένος ἀποκρισιάριος, σύνδικος καὶ ἐπίτροπος ὀνόματι καὶ δικαίῳ τοῦ προειρημένου κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας ὑπὲρ εἰρήνης καὶ ἀγάπης ἑκατέρωθεν ὀφειλούσης τηρηθῆναι καὶ φιλίας ἐπὶ τὸ κρεῖττον αὐξηνθῆναι, ἐπικαλεσάμενοι τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, συνήλθομεν, ἵνα ἀπὸ τῆς παρούσης ἡμέρας καὶ ἔμπροσθεν μέχρι πέντε ἐτῶν τῶν ἑφεξῆς ἀκολουθησόντων διαμένωσιν ἐν ἰσχύι καὶ ἀκμῇ τρέβαι εἰλικρινεῖ ὁμονοίᾳ ὀφείλουσαι διαρκεῖν μεταξύ ἡμῶν τε καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τοῦ ἡμετέρου λαοῦ, ἔτι τε τῶν κληρονόμων καὶ διαδόχων ἡμῶν, ὁμοίως δὲ καὶ τοῦ εἰρημένου κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας μέχρι τοῦ εἰρημένου τῶν πέντε ἐτῶν ὅρου καὶ πάντων τῶν ἀποτεταγμένων αὐτῷ, στηρίζοντες καὶ βεβαιοῦντες πάσας τὰς τρέβας μετὰ πάντων τῶν κεφαλαίων καὶ τῶν πράξεων, στοιχημάτων, συμφωνιῶν, ἐξηγήσεων, ἐξετάσεων, βεβαιώσεων καὶ ζημιῶν, ἐπιθέσεων καὶ πάντων τῶν ἄλλων τῶν περιεχομένων ἐν ταῖς παρελθούσαις τρέβαις, καθὼς μέχρι τοῦ νῦν ἐστι σύνηθες, καὶ ἔτι σαφηνιῶν καὶ ὅρων τῶν ἐν αὐταῖς γεγραμμένων, ὅτι εἰ καὶ ὁ κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας ἀπὸ τοῦ τόπου τῶν παλαιῶν καὶ τῶν νέων τρεβῶν ἔχουσι φανερῶς, ὥστε ἐξεῖναι τοῖς αὐτῶν Βενετίκοις ὠνεῖσθαι ἐλευθέρως οἰκίας, τόπους, περιβόλια, κτήματα ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν, ὅμως οἱ προειρημένοι, ὅ τε κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας κατανοοῦντες τὴν παροῦσαν κατάστασιν τῆς βασιλείας ἡμῶν, ἵνα γνῶμεν τὴν περὶ ἡμᾶς αὐτῶν καλὴν διάθεσιν ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας συντηρήσεως, προνοήσαντο ὁδῷ τινὶ κουρτεσίας καὶ ἀγάπης ἀρέσαι ἡμῖν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ὥστε μή ἐλαττουμένων διὰ τοῦτο τῶν ἐλευθεριῶν πασῶν, ὡς ἔχουσι καὶ ὀφείλουσιν ἔχειν οἱ Βενέτικοι διὰ τῶν τρεβῶν, κωλύειν τοὺς αὐτῶν Βενετίκους ἀγοράζειν ὀσπήτια, τόπους, περιβόλια καὶ καταστήματα μέχρι τῆς συμπληρώσεως τοῦ ὅρου τῶν παρουσῶν τρεβῶν, πλὴν ἐναπομενόντων ἐν ταῖς χερσὶν τῶν Βενετίκων τῶν νῦν κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν μετὰ πάντων τῶν δικαίων καὶ τῶν τρόπων, μεθ’ ὧν κατέχωσι ταῦτα κατὰ τὸ παρὸν. δῆλον δὲ ἐστιν, ὡς εἰ καὶ λίαν ἐστί σαφὲς διὰ τῶν τρεβῶν καὶ οὐ δεῖ ἐπιπλείονος ἐξηγήσεως, ὅτι διὰ τὴν εἰρημένην πρόφασιν οὐδεμία ἐκ νέου δόσις, κομμέρκιον ἤ φύτευμα γενήσεται ἐπιτεθῆναι δι’ ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν ταῖς οἰκίαις, τόποις, κτήμασι καὶ περιβολίοις τῶν νῦν ὄντων ἐν ταῖς χερσὶ τῶν Βενετίκων, ἅπερ καινουργήματα καὶ βάρη δύνανται ἀναφερέσθαι εἰς ζημίαν καὶ πρόκριμα τῶν Βενετίκων. ἔτι ἐπειδὴ ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς εἴπομεν τῷ ρηθέντι συνδίκῳ, ἀποκρισιαρίῳ καὶ ἐπιτρόπῳ, ὅτι τὰ ἡμέτερα εἰσοδήματα καὶ κομμέρκια κατὰ πολὺ βλάπτονται διὰ τὰ πολλὰ καπηλεῖα, ἅτινα κρατῶσιν οἱ Βενέτικοι ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει, καὶ τῇ μεγάλῃ ποσότητι τοῦ ἐν αὐτοῖς πιπρασκομένου κρασίου καὶ δέον διὰ ταῦτα πρόνοιαν ὑπὲρ τούτων γενέσθαι, τούτου χάριν, εἰ καὶ διὰ τὸν τύπον τῶν τρεβῶν ἔξεστι τοῖς Βενετίκοις κρατεῖν καπηλεῖα κατὰ πάντα ἀριθμὸν καὶ πωλεῖν καὶ ἀγοράζειν ἐλευθέρως, καθὼς θέλουσι, ὅμως ὁδῷ κουρτεσίας καὶ ἀγάπης ἐκρίναμεν πρόνοιαν τούτου ποιήσασθαι οὕτως, ὥστε δηλονότι μέχρι τοῦ ὅρου τῶν παρελθουσῶν τρεβῶν τὸν κῦριν δούκαν καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας τάξῃ τοὺς ἑαυτῶν Βενετίκους δεκαπέντε καπηλεῖα μόνα ἔχειν ἐν Κωνσταντινουπόλει, παύσωσι δὲ τὰ ἄλλα πάντα, ἐν οἷς ταχθεῖσι καπηλείοις δυνήσονται οἱ αὐτῶν Βενετίκοι κρασίον παντοῖον πωλεῖν κατακοπτικῶς, κατὰ πᾶσαν ποσότητα, ἄνευ τινὸς βάρους νοουμένου, ὅτι διά τῆς παρούσης συγκαταβάσεως μὴ νοεῖσθαι διὰ τοῦτο ἐλαττοῦσθαι ἐν τῷ μέλλοντι χρόνῳ τὰς ἐλευθερίας τῶν Βενετίκων, καθὼς ἐστι δίκαιον. ἔτι μέσον ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τοῦ ῥηθέντος κυροῦ ἀποκρισιαρίου, συνδίκου καὶ ἐπιτρόπου γέγονε σαφὲς, ὥστε ὑπὲρ τοῦ πᾶσαν ἀμφιβολίαν ἀναιρηθῆναι, δύνασθαι τοὺς Βενετίκους ἐλευθέρως πωλεῖν σῖτον ἐν παντὶ μέρει καὶ τόπῳ τῆς βασιλείας ἡμῶν, ὅπου οὐκ ἔστι προσφόριον, σωζομένου τοῦ μή τὸν σῖτον ἐκεῖνον γεωργεῖσθαι ἐν τῇ ἡμετέρᾳ βασιλείᾳ, ὅπερ ἐναπομενέτω κατὰ τὸν τύπον τῶν τρεβῶν˙ εἰ δὲ οἱ Βενέτικοι θέλωσι πωλεῖν ἐν τῷ τόπῳ τοῦ προσφορίου, δύνανται πωλεῖν ἀποδιδόντες τὸ κομμέρκιον, πλὴν εἴ τις τῶν Ῥωμαίων θελήσει πωλεῖν σῖτον, ὅπου ὁ Βενέτικος ἔξω τοῦ προσφορίου πωλεῖν, τότε ὁ Βενέτικος οὐκ ἀποφλήσει κομμέρκιον διὰ τὸ ἔχειν ἄδειαν πωλεῖν. καὶ ἐπειδὴ πολλαὶ διαφοραὶ γεγόνασι μέσον ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας περὶ τοῦ τόπου τοῦ προσφορίου, ὑπὲρ μείζονος σαφηνίας τάττομεν τὸν εἰρημένον τοῦ προσφορίου τόπον εἶναι καὶ εἶναι νοεῖσθαι κατὰ τοὺς ἀρχῆθεν εἰωθότας χρόνους. ἔτι ἐπεὶ ὁ ῥηθεὶς ἀποκρισιάριος, σύνδικος καὶ ἐπίτροπος ἐπήγγειλεν ἡμῖν, ὅτι τινές Βενέτικοι καὶ καταλογιζόμενοι Βενέτικοι ἐγένοντο διὰ τῆς βασιλείας ἡμῶν Ῥωμαῖοι, ἤρεσεν ἡμῖν καὶ τῇ ἡμετέρᾳ βασιλείᾳ ἀνατρέψαι τὸ γεγονὸς περὶ τοὺς Βενετίκους καὶ τοὺς ὡς Βενετίκους διαβιβασμένους, τοὺς γεγονότας δηλονότι Ῥωμαίους ἐναντίως τοῦ τόπου τῶν τρεβῶν ἀπὸ τοῦ καιροῦ τῶν τελευταίων τρεβῶν τῶν γενομένων ἐν Κωνσταντινουπόλει μέχρι τῶν νῦν, οὕτως ὥστε τοὺς εἰρημένους Βενετίκους καὶ γενομένους Ῥωμαίους περαιτέρω μή διαβιβάζεσθαι ὡς Ῥωμαίους, ἀλλ’ ὡς Βενετίκους. ἔτι περὶ τῶν ἐξωτερικῶν κρασίων ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ ἡμετέρα βασιλεία ὑπισχνουμεθα καὶ ἀρέσκει ἡμῖν γενέσθαι καὶ φυλάττεσθαι τὸ περί τούτου κατὰ τὸν τύπον τῶν τρεβῶν. ἔτι ὑπὲρ τοῦ σιταρίου ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ ἡμετέρα βασιλεία λέγομεν καὶ ἀρέσκει γίνεσθαι ἐπὶ τούτῳ κατὰ τὸν τύπον τῶν τρεβῶν, μενουσῶν μέντοι τῶν ἄλλων πασῶν ἐλευθεριῶν τῶν οὐσῶν ἐπὶ πάσαις ταῖς ἄλλαις πραγματείαις καὶ πράγμασιν εἰς τὴν αὐτῶν κατάστασιν, καθὼς ἐν ταῖς τρέβαις διαλαμβάνεται. ἔτι ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ ἡμετέρα βασιλεία ὑπισχνουμεθα τῷ ῥημένῳ ἀποκρισιαρίῳ, ἐπιτρόπῳ καὶ συνδίκῳ, ὥστε πάντα τὰ καινουργήματα, τὰς αναιρέσεις, τὰς ζημίας, προσκρούματα καὶ βλάβας τὰς γινομένας δι’ ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν τοῖς ὑποτετάγμένοις τῷ εἰρημένῳ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας ἐν τῷ καιρῷ καὶ μετὰ τὸν καιρὸν τῶν τελευταίων τρεβῶν τῶν γενομένων ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει καὶ μετὰ ταῦτα ἐναντίως τοῦ τύπου τῶν τρεβῶν καταλῦσαι καὶ διορθώσασθαι καὶ ἐπαναγαγεῖν εἰς τὴν ὀφειλομένην εἶναι καὶ ἐν ᾗ ἦσαν καταστάσει, καθὼς ἐστι δίκαιον καὶ ὀφείλομεν κατά τὸν τόπον τῶν τρεβῶν. ὁμοίως δὲ καὶ ὁ εἰρημένος ἀποκρισιάριος, σύνδικος καὶ ἐπίτροπος ὀνόματι καὶ δικαίῳ τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας ὑπισχνεῖται ἡμῖν καὶ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν πάντα τὰ ἄλλα καινουργήματα, ἀπαιτήσεις καὶ ἀδικίας, προσκρούματα καὶ ζημίας τὰς γινομένας διά τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας τοῖς ὑποτεταγμένοις ἡμῖν ἀπὸ τοῦ καιροῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν τελευταίων τρεβῶν τῶν γενομένων ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει καὶ μετὰ ταῦτα ἐναντίως τοῦ τύπου τῶν τρεβῶν διορθώσασθαι καὶ ἐπαναγαγεῖν εἰς ἥν ἦσαν κατάστασιν καὶ ἥν ὀφείλουσιν εἶναι, καθὼς ἐστι δίκαιον καὶ καθὼς ὀφείλει ἀπὸ τοῦ τύπου τῶν τρεβῶν. ἔτι ἐπειδὴ ἡμεῖς καὶ ἡ ἡμετέρα βασιλεία ὀφείλομεν καὶ ἀπολειπάζομεν δοῦναι καὶ ἀποφλῆσαι τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας ὑπὲρ ἀποφλήσεως τῶν παλαιῶν ζημιῶν ὑπὲρπυρα δεκαεπτὰ χιλιάδας καὶ ἑκατὸν ἑξηκοντατρία, ὑπισχνούμεθα τῷ ῥηθέντι ἀποκρισιαρίῳ, συνδίκῳ καὶ ἐπιτρόπῳ τῷ προρρηθέντι ὀνόματι δοῦναι καὶ ἀποφλῆσαι τὰ τοιαῦτα ὑπὲρπυρα διὰ πέντε ἐτῶν τῶν ἑφεξῆς ἐλευσομένων, ἀρχομένης τῆς διωρίας τῶν εἰρημένων χρόνων ἀπὸ τῆς ἡμέρας, καθ΄ ἥν γέγονε τὸ παρὸν γράμμα, γραφὲν τῇ δευτέρᾳ τοῦ ιουνίου, διαιρουμένων τῶν εἰρημένων ὑπερπύρων κατὰ πέμπτον καὶ ἀποδιδομένων τοῦ μέρους κατ’ ἐνιαυτόν τῶν ἐπιβαλλόντων τῷ μέρει, ἤγουν τὸ πέμπτον, ὅπερ ἐστὶν ὑπὲρπυρα τρισχίλια τετρακόσια τριάκοντα δύο, κοκκία δεκατέσσαρα ἥμισυ ἔγγιστα, τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ἑφεξῆς, μέχρις ἄν πληρωθῇ ἡ ἀπόφλησις τῶν εἰρημένων ὑπερπύρων, τοῦτ’ ἐστιν τῶν δεκαεπτὰ χιλιάδων καὶ ὑπερπύρων ἑκατόν ἑξηκοντατριῶν, καὶ ἱκανοποιήσωμεν ἀκεραίως ἐν τοῖς δηλωθεῖσιν ὅροις τῶν πέντε ἐτῶν τῶν προρρηθέντων, συνάπτοντες ἐνιαυτὸν ἐνιαυτῷ καὶ μῆνα ὡς μῆνα, τοῦτ’ ἐστιν ἀπὸ ἰουνίου μέχρι καὶ ὅλον μάϊον, ἅ καὶ ἀποδώσομεν ἐν τοῖς εἰρημένοις καιροῖς, πάσης προτάσεως ἀναιρουμένης, ἐν ταῖς χερσὶ μπαϊούλου τῶν Βενετίκων τοῦ κατὰ καιροὺς εὑρισκομένου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἤ τοῦ εὑρισκομένου ἤ εὑρισκομένων, οἷς ὁ κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας κρίνωσι ταχθῆναι, σωζομένων καὶ φυλαττομένων πασῶν καὶ ἑκάστων ζημιῶν Βενετίκων μὴ τεταγμένων, αἷς διὰ τὰς παρούσας τρέβας μὴ ἔστωσαν εἰς ἐλάττωσιν ἤ τὸ ἀνάπαλιν, σωζομένων καὶ φυλαττομένων τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας πάντων τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀγωγῶν, ἅς ὁ κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας ἔχουσιν ἤ δύνανται ἔχειν καθ΄ ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν ἔν τινι συμβολαίῳ δουκάτων χρυσῶν χιλιάδων τριάκοντα περὶ τε κεφαλαίου, τόκου, ἐξόδου καὶ ζημίας καὶ τῶν διαμέσου καὶ πάντων τῶν ἄλλων τῶν τούτοις ἀπῃωρημένων, καθὼς περιέχεται ἐν τῷ εἰρημένῳ συμβολαίῳ τοῦ χρέους, ὅ δὴ γράμμα καὶ χρέος οὔτε νοεῖσθαι, οὔτε δυνασθαι ὀφείλει νοεῖσθαι ὡς ἐλαττούμενον ποσῶς ἤ ἄκυρον διὰ τῆς παρούσης τρέβας καὶ συμφωνίας, μᾶλλον μὲν οὖν ἐν τῇ αὐτῇ καταστάσει καὶ τῷ δικαίῳ καὶ τῇ βεβαιότητι, ἐν οἷς ἦν καὶ πρὸ τοῦ γενέσθαι τὴν παροῦσαν τρέβαν, διαμενέτω βέβαιον καὶ ἀκέραιον καὶ ἔστω καὶ εἶναι νοείσθω, γραφὲν τὸ ῥηθὲν συμβόλαίον τῷ χιλιοστῷ τριακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ τρίτῳ ἔτει, ἡμέρᾳ εἰκοστῇ πρώτῃ τοῦ αὐγοόστου ἰνδικτιῶνος ἑνδεκάτης χειρὶ Πέτρου ντε Αρένα, πρεσβυτέρου τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου ἐν τῇ Βενετίᾳ, καὶ νοταρίου τῆς Βενετίας καὶ καγγελλαρίου τοῦ κυροῦ μπαϊούλου τῶν Βενετίκων ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὑπὲρ ὧν χρυσῶν δουκάτων τριάκοντα χιλιάδων καὶ τῶν ἄλλων τῶν διαλαμβανομένων ἐν τῷ ῥηθέντι συμβολαίῳ ὁ κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας ἔχουσιν ἀντὶ ἐνεχύρου κόσμια τῆς βασιλείας τὰ περιεχόμενα ἐν τῷ ῥηθέντι γράμματι˙ ἔτι σωζομένων ἀεὶ καὶ τηρουμένων κατὰ τὸ ἀκέραιον τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας πάντων τῶν δικαίων καὶ ἀγωγῶν, ἅ καὶ ἅς ὁ κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας ἔχουσιν ἤ ἔχειν δύνανται πρὸς τὴν βασιλείαν ἡμῶν περὶ τινων δουκάτων χρυσῶν πεντακισχιλίων, δανεισθέντων τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν ἐν τῇ Αἴνῳ παρὰ τοῦ σύρ Μαρίνου Φαλέτρου ἐκείνου ὀνόματι τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας˙ ἔχουσιν ἀντ’ ἐνεχυρου παλάξιον ἕν τῆς βασιλείας ἡμῶν, οὔτε μέντοι ἀποφληθέντων τῶν πεντακισχιλίων χρυσῶν δουκάτων τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας ἐνέχεσθαι ἀποκαταστῆσαι τὸ εἰρημένον παλάξιον. ἔτι ὁ ῥηθεὶς κῦρις ἀποκρισίαριος, σύνδικος καὶ ἐπίτροπος τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας διὰ τῶν παρουσῶν τρεβῶν καὶ τοῦ στοιχήματος ἀφίησιν, ἀνατρέπει καὶ καταλύει πάσας τὰς ἄλλας ἀδικίας, βαρύτητας καὶ ζημίας τὰς ἐπενεχθείσας παρὰ τινων τῶν τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν καὶ τοῖς Βενετίκοις καὶ πιστοῖς τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, ἐλευθερῶν καὶ ἀπολύων καὶ ἐλευθέρους καὶ ἀπολελυμένους εἰς τὸ διηνεκὲς εἶναι θέλων ἡμᾶς καὶ τὴν βασιλείαν ἡμῶν καὶ τὸν λαὸν ἡμῶν καὶ τοὺς κληρονόμους καὶ διαδόχους ἡμῶν ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀδικιῶν, προσκομμάτων καὶ ζημιῶν τῶν ἐπενεχθεισῶν παρὰ τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων καὶ τῶν ἄλλων τῶν ὑποτεταγμένων ἡμῖν˙ ἰδίως δὲ περὶ ἐκείνων τῶν τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας καὶ τοῖς πολίταις τῶν Βενετίκων ἐπενεχθέντων ἐν τῷ καιρῷ τοῦ τῆς ἁγιωτάτης καὶ ὑψηλοτάτης μνήμης, ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ πιστοῦ βασιλέως καὶ αὐτοκράτορος Ῥωμαίων κυροῦ Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου ἐκείνου, τοῦ πατρὸς ἡμῶν, ποιοῦντος ἡμῖν καὶ τῇ ἡμετέρᾳ βασιλείᾳ τοῦ εἰρημένου ἀποκρισιαρίου καὶ συνδίκου καὶ ἐπιτρόπου ὀνόματι καὶ δικαίῳ τοῦ εἰρημένου κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας ἀπόφλησιν, ἐλευθερίαν καὶ τέλος, ὑπόσχεσιν καὶ στοίχημα ἡμῖν καὶ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν καὶ τοῖς κληρονόμοις καὶ διαδόχοις ἡμῶν, ὥστε εἰς τὸ ἑξῆς μηδὲν ἐκείνων ἀπαιτεῖν ἤ μεμνῆσθαι τὸ σύνολον. ὁμοίως ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ βασιλεία ἡμῶν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ καὶ τῶν ἡμετέρων διαδόχων ἀφίεμεν διὰ τῆς παρούσης τρέβας καὶ συμφωνίας, ἀκυροῦμεν, ἀνατρέπομεν καὶ τοῦ μηδενὸς ἄξιον άποφαινόμεθα πάσας τὰς ἀδικίας, προσκρούματα, ζημίας καὶ βάρη, ὁπωσδήποτε ἡμῖν καὶ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν καὶ τοῖς κληρονόμοις καὶ διαδόχοις ἡμῶν ἐπενεχθείσας παρὰ τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ καπετάνου τῶν Βενετίκων ἤ παρ’ οἱωνδήτινων ἄλλων ὀφφικιαλίων ἤγουν προνοητῶν, ῥεκτόρων καὶ πάντων ἄλλων τῶν ὑποτεταγμένων τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας, ἰδίως δὲ ἀκυροῦμεν καὶ διαγράφομεν, ἀποβαλλόμεθα καὶ μὴ τοῦ μηδενός ἄξιον κρίνομεν πάσας τὰς ἀδικίας, προσκρούματα, ζημίας καὶ βάρη ἐπενεχθείσας ἡμῖν καὶ τῇ βασιλείᾳ καὶ τοῖς προγόνοις ἡμῶν ὁμοίως ἔν τε τῇ καταλήψει καὶ τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ κτίσει καὶ τῇ εἰς τοὺς καρποὺς ζημίᾳ καὶ τῷ χαλασμῷ καὶ τῇ φθορᾷ καὶ τῷ πολέμῳ καὶ τῇ καταλήψει τοῦ κάστρου καὶ πολυχνίου ἡμῶν τῆς Τενέδου καὶ τὰ ἐν αὐτῇ τῇ νήσῳ, μεΘ΄ ὧν πάντων εἶχε καὶ ἀνῆκον εἰς αὐτὴν, ὡσαύτως καὶ περὶ πάντων τῶν ἄλλων τῶν ὁπωσδήποτε συμβάντων καὶ γενομένων ἐκεῖ, ἅ δυνατὸν ῥηθῆναι ἤ έπινοηθήναι ἤ λογισθῆναι δύνανται, ὑπὲρ ὧν παρ’ ἡμῶν καὶ τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τῶν κληρονόμων καὶ διαδόχων ἡμῶν, ὑπὲρ ὧν αὐτῷ τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας, τοῖς Βενετίκοις καὶ τοῖς πολίταις τῶν Βενετίκων μηδεὶς λόγος ῥηθείτω ἤ προτεθήτω, ἀπὸ δὲ πάντων τῶν προρρηθέντων συναντημάτων τῶν γενομένων καὶ ἐπενεχθέντων ἔστωσαν καθόλου ἀπολελυμένοι καὶ ἀνενόχλητοι διηνεκῶς ὅ τε κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας καὶ ὁ λαὸς ὁ ὑποτεταγμένος αὐτῷ ἀπὸ πασῶν τῶν προειρημένων ἀδικιῶν καὶ ζημιῶν καὶ πάντων τῶν ἄλλων τῶν ἡμῖν καὶ τοῖς προγόνοις καὶ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν ἐπενεχθεισῶν μέχρι τῆς σήμερον ἡμέρας, καθὼς εἴρηται, ἀπὸ τοῦ καιροῦ δηλονότι τῶν τελευταίων τρεβῶν τῶν γενομένων ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει καὶ εἰς τὸ ἑξῆς. οὐ δεῖ δὲ νοεῖσθαι ὡς διὰ τῶν παρουσῶν τρεβῶν ἤ στοιχημάτων, ὡς εἴ τινες εἶεν ἔγγραφοι συμβιβάσεις, συμφωνίαι καὶ στιχήματα, ὧν τῇ δυνάμει τινὲς τῶν ὑποτεταγμένων ἡμῖν καὶ τῇ βασιλείᾳ Ῥωμαίων ἡμετέρων πιστῶν ὀφείλοντες καὶ ἐνεχόμενοι τισὶ τῶν Βενετίκων τοῖς ὑποτεταγμένοις καὶ πιστοῖς τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας, ἤ το ἀνάπαλιν, οἵτινες Βενέτικοι ὑποκείμενοι καὶ πιστοὶ τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας ὀφείλουσι καὶ ἐνέχονται Ῥωμαίοις τισὶν ὑποτεταγμένοις καὶ πιστοῖς ἡμῖν καὶ τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν, διὰ ταῦτα τὰς τοιαύτας συμφωνίας ἀκύρους καὶ ἀνατετραμμένας, μᾶλλον μὲν οὖν ἐκδηλότερον νοείσθω διὰ τῶν εἰρημένων τρεβῶν καὶ τῶν συμφωνιῶν τοὺς τοιούτους Βενετίκους τοὺς πιστοὺς καὶ ὑποτεταγμένους τῷ κυρῷ δουκὶ καὶ τῷ κουμουνίῳ Βενετίας δύνασθαι καὶ ἰσχύειν χρῆσθαι τοῖς δικαίοις αὐτῶν καθ΄ οἱωνδήποτε Ῥωμαίων τῶν ὀφειλόντων αὐτοῖς, οἷς Βενετίκοις καὶ ἑκάστῳ αὐτῶν ἡμεῖς καὶ ἡ βασιλεία ἡμῶν ποιήσομεν καὶ γενέσθαι ποιήσομεν δίκαιον σύντομον καὶ ἐντελὲς, ὡς καὶ πρότερον ὠφείλομεν καὶ νῦν ὀφείλομεν˙ κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον οἱ ἡμέτεροι Ῥωμαῖοι δυνήσονται καὶ ἰσχύσουσι χρῆσθαι τοῖς δικαίοις αὐτῶν κατὰ πάντων τῶν Βενετίκων τῶν ὀφειλόντων αὐτοῖς, οἷς Ῥωμαίοις ὁ κῦρις δοὺξ καὶ τὸ κουμούνιον Βενετίας, ὁ τε μπαϊοῦλος καὶ οἱ ὀφφικιάλιοι τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας πανταχοῦ καθιστάμενοι ποιήσουσι δίκαιον ἐντελὲς καὶ σύντομον, ὥσπερ καὶ πρότερον ὤφειλον καὶ ὀφείλουσι, κατὰ τὸ ἀκέραιον, σωζομένων καὶ τηρουμένων πάντων καὶ ἑκάστων τῶν παραφυλάξεων, καταστάσεων, ὑποσχέσεων καὶ ἐξηγήσεων, εἴ τε περὶ τῶν ζημιῶν τῶν μή ταχθεισῶν καὶ ὀνομασθεισῶν, μήτε ἰδίως ῥηθεισῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἀνωτέρω ὀνομασθέντων, ἅς μή νοείσθω ἔν τινι ἐλαττοῦσθαι προφάσει τῆς παρούσης τρέβας ἤ τῆς ἀφέσεως τῶν ἀδικιῶν, τῶν προσκομμάτων καὶ τῶν ζημιῶν, ἅπερ [πάντα] καὶ ἕκαστα τῶν ἀναγεγραμμένων ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ βασιλεία ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν, τῶν κληρονόμων καὶ διαδόχων ἡμῶν εἰς τὰ ἅγια τοῦ θεοῦ εὐαγγέλια καὶ εἰς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν σταυρὸν καὶ εἰς τὴν ψυχὴν ἡμῶν, ἁψάμενοι τῶν ἱερῶν γραφῶν, ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ ῥηθέντος κυροῦ ἀποκρισιαρίου, συνδίκου καὶ ἐπιτρόπου, ὁμοίως δὲ καὶ αὐτὸς ὁ κῦρις ἀποκρισιάριος, σύνδικος καὶ ἐπίτροπος ὀνόματι τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας, ἁψάμενος τῶν αὐτῶν ἱερῶν γραφῶν, ὀμνύει εἰς τὰ ἅγια τοῦ θεοῦ εὐαγγέλια καὶ εἰς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν σταυρὸν καὶ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας, ἔχειν καὶ κρατεῖν βέβαια καὶ ἰσχυρὰ πάντα τὰ προειρημένα καὶ ἀμετακινήτως διατηρεῖν καὶ πληροῦν καὶ φυλαχθῆναι καὶ πληρωθῆναι ποιῆσαι καὶ μηδὲν ἐναντίον ποιῆσαι ἤ συγχωρῆσαι ἐλθεῖν ἐν τοῖς προειρημένοις ἤ ἔν τινι τῶν προειρημένων ἤ δι’ ἡμῶν αὐτῶν ἤ δι’ ἄλλου κατὰ τινα δικαιολογίαν ἤ πρᾶξιν ἤ ἐπινοίᾳ τινὶ ἤ αἰτίᾳ ἐπὶ ὑποθήκῃ καὶ ἐνοχῇ τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν, τῆς τε βασιλείας καὶ τοῦ εἰρημένου κυροῦ δουκὸς καὶ τοῦ κουμουνίου Βενετίας, τῶν τε παρόντων καὶ τῶν μελλόντων, ὧν πάντων εἰς μαρτυρίαν καὶ φανερωτέραν βεβαίωσιν ἡμεῖς ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ βασιλεία ἡμῶν τὰς παρούσας τρέβας γενέσθαι καὶ γραφῆναι προσετάξαμεν γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ λατινικοῖς, ῥωμαϊκοῖς μὲν διὰ χειρὸς τοῦ βασιλικοῦ νοταρίου Θεοφυλάκτου τοῦ Βασιλικοῦ, λατινικοῖς δὲ διὰ χειρὸς τοῦ οἰκείου τῆς βασιλείας ἡμῶν κυροῦ Φιλίππου τοῦ Τζυκανδύλη, καὶ διὰ μείζονα ἀσφάλειαν καὶ βεβαίωσιν τῶν εἰρημένων τρεβῶν ἡμετέρᾳ ἰδίᾳ χειρὶ ἐρυθροῖς γράμμασιν ὑπεγράψαμεν, καὶ ἡμετέρᾳ βούλλῃ χρυσῇ ἀπῃωρημένῃ κατοχυρωθῆναι ἐποιήσαμεν καὶ προσετάξαμεν, ἅς τῷ προειρημένῳ προβισόρῃ, συνδίκῳ καὶ ἐπιτρόπῳ δεδώκαμεν, ἔχοντες παρ’ ἑαυτοῖς ὁμοίας ἄλλας τρέβας τὴν αὐτὴν περίληψιν ἔχουσας. ἅπαντα τὰ ἀναγεγραμμένα ἐγένοντο ἔτει ἀπὸ τῆς τοῦ κυρίου γεννήσεως χιλιοστῷ τριακοσιοστῷ ἐννενηκοστῷ κατὰ τὸν δρόμον τῶν Λατίνων, ἀπὸ δὲ τῆς συστάσεως κόσμου ἑξακισχιλιοστῷ ὀκτακοσιοστῷ ἐννενηκοστῷ ὀγδόῳ ἔτει. ἐπράχθη ταῦτα ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ, θεοδοξάστῳ καὶ θεομεγαλύντῳ ἡμετέρᾳ πόλει τῇ Κωνσταντινουπόλει ἐν τῷ ἡμετέρῳ θεοφρουρήτῳ παλατίῳ, ἐν ᾧ νῦν οἰκοῦμεν.

Ἰωάννης, ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων, ὁ Παλαιολόγος.

Παρόντων μαρτύρων τριῶν τῶν συγκλητικῶν ἀρχόντων, τοῦ τε κυροῦ Γεωργίου τοῦ Ἀμαράντου καὶ κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Κουμούση καὶ κυροῦ Ἀνδρέου Κομνηνοῦ τοῦ Καλοθέτου.

Ἀπό δὲ τῶν Βενετίκων ἀρχόντων κῦρις Φραντζέσκος Κυρίνη, κῦρις Ζαχαρίας ὁ Φουσκαρῖνο, Κωνστάντζιος ὁ ἀπὸ τῆς Κορώνης καὶ Γεώργιος ὁ Μοσχολέων, δραγουμάνοι τοῦ κουμουνίου Βενετίας ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει.»

[←220]

Caroldo, επιμ. Loenertz, Revue des études byzantines, xvi, παραρτ. 1, σελ. 230. Αυτό το κείμενο δεν υπάρχει στο αυτόγραφο τού Caroldo.

[←221]

Liber Iurium Reipublicae Genuensis, II (Τορίνο, 1857), έγγραφο ccl, στήλες 819-21 (Historiae patriae monumenta, IX).

[←222]

Thiriet, στο Mélanges d’ archeologie el d’ histoire, LXV, 226-27 και Loenertz, «Notes d’ histoire et de chronologie byzantines», Revue des études byzantines, XVII (1959), 166-67.

[←223]

Loenertz, Demetrius Cydonis, Correspondance, II (I960), βιβλίο xviii, επ. 167, σελ. 37-38, επιστολή προς Ιωάννη Λάσκαρι Καλόφερο, την οποία ο Loenertz χρονολογεί στον χειμώνα τού 1376-1377, όταν πια οι Tούρκοι είχαν ανακαταλάβει την Καλλίπολη και οι Ενετοί την Τένεδο. Πρβλ. Charanis στο Byzantion, XVI, 297-98, Loenertz, Recueils de lettres de Demetrius Cydones, σελ. 114, Dennis, Reign of Manuel II (1960), σελ. 37-40, με πλήρη παρουσίαση των πηγών.

[←224]

Bλέπε την αξιόπιστη μονογραφία τού George T. Dennis, The Reign of Manuel II Palaeologus in Thessalonica, 1382-1387, Ρώμη, 1960, με τις σημειώσεις τού G. J. Theocharides στο Byzantinische Zeitschrift, LIV (1961), 140-44.

[←225]

Tο κείμενο τής συνθήκης τού Τορίνο (στις 8 Αυγούστου 1381) παρέχεται στο Liber iurium reipublieae genuensis, II, στήλες 858-906 και έχω υπογραμμίσει πιο πάνω τα τμήματα τής συνθήκης στις στήλες 858-59, 863-65, 871-74 και 885-86. Σχετικά έγγραφα υπάρχουν στο G. Wenzel, Magyar diplomacziai emlékek, στο Monumenta Hungariae historica, III (1876), αριθ. 213, σελ. 334-45, S. Ljubić, Listine, στο Monumenta spectantia historian slavorum meridionalium, IV (1874), αριθ. ccxlicclvii, σελ. 119-86, εκ των οποίων το υπ’ αριθ. ccxli είναι η ίδια η συνθήκη τού Τορίνο. Επίσης R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (1883), βιβλίο VIII, αριθ. 89-92, 94, 96-103, 111-14, 133, 136.

Για τις ευρείες επιπτώσεις τού πόλεμου επί τής Τενέδου, τού ονομαζόμενου «πόλεμου τής Chioggia», βλέπε Romanin, Storia documentata di Venezia, III (1855), 262-99, L. A. Casati, La Guerra di Chioggia e la pace di Torino, Φλωρεντία, 1866 και H. Kretschmayr, Gesch. von Venedig, II (Γκότα, 1920, ανατύπ. 1964), 229-42, ενώ για τις πηγές στο ίδιο, II, 608-11.

[←226]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο VIII, αριθ. 95, σελ. 150, Raffain Caresini, Chronica, ad ann. 1381, επιμ. Ester Pastorello, στο νέο Muratori, RISS, XII, μέρος 1 (Μπολώνια, 1922- 23), 56-57, Romanin, Venexia, III, 300-1, Kretachmayr, Venedig, II. 240.

[←227]

Caresini, Chron., ad ann. 1381-1382, στο RISS, XII-1, 58-59.

[←228]

Για το πρόβλημα τής Τενέδου και την υπόθεση Μουντάτσο βλέπε Predelli, Regesti dei Commem., IΙΙ, βιβλίο viii, αριθ. 81, 92, 96-97, 100, 102-S, 120-25, 127-31, 138-40, 145. Οι Φλωρεντινοί είχαν λόγους να λυπούνται για τη διαρκή βεβαιότητά τους για τούς Ενετούς φίλους τους και έστειλαν περισσότερες από μία πρεσβείες στη λιμνοθάλασσα, για να προσπαθήσουν να πείσουν τη Γερουσία να παραδώσει τα κοσμήματα στη Γένουα, αφού η Βενετία για οποιουσδήποτε λόγους, δεν είχε καταφέρει να τηρήσει τούς όρους τής ειρήνης τού Τορίνο όσον αφορά την Τένεδο [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 37, φύλλο 102 και Reg. 38, φύλλα 15, 19-20, 21-22, 25, 26, 28].

Ο δόγης Μικέλε Μοροζίνι πέθανε στις 15 Οκτωβρίου 1382, έχοντας κυβερνήσει για τέσσερις μήνες και πέντε μέρες [Caresini, Chron., στο RISS, XII-1, 60].

[←229]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 37, φύλλο 103. Η αποστολή τού Φαντίνο Τζόρτζο, με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1382, παρέχεται στο ίδιο, φύλλα 104-l05 και τον διατάζει να προχωρήσει «… χωρίς να αποφεύγει τη σύγκρουση με τον Τζανάκι Μουντάτσο με κανένα τρόπο, αλλά να φροντίσει να περιέλθει στη δύναμή του ζωντανός ή νεκρός…» (non parcendo Zanachi Mudacio ullo modo sed procurando quod veniat in fortiam vestram vivus vel mortuus…). Οι Έλληνες κάτοικοι τής Τενέδου θα εγκαθίσταντο με ενετικές δαπάνες στην Κρήτη ή το Νεγκροπόντε.

[←230]

Caresini. Chron., ad ann. 1382-1383, στο RISS, XII-1.61.

[←231]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλο 10: Στον Τζόρτζο και στο τοπικό Κολλέγιο επιτράπηκε «να έχουν την ελευθερία να συγχωρήσουν τον Τζανάκι Μουντάτσο και να αποφύγουν τη σύγκρουση» (quod habeant libertatem remittendi et parcendi Zanachi Mudacio).

[←232]

Στο ίδιο, Reg. 38, φύλλο 36, με ημερομηνία 23 Μαΐου 1383. O Caresini, Chron., ad ann. 1383, στο RISS, XII-1, 61 λέει ότι ο Μουντάτσο ικέτευσε για έλεος και το πήρε.

[←233]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλο 16 και πρβλ. φύλλο 29.

[←234]

Στο ίδιο, Reg. 38, φύλλο 35.

[←235]

Στο ίδιο, Reg. 38, φύλλα 42-43: «… Θα είμαστε ικανοποιημένοι να τούς ευχαριστήσουμε [δηλαδή τούς Γενουάτες], ερημώνοντας και καταστρέφοντας αυτόν τον τόπο τής Τενέδου από πάνω μέχρι κάτω» (… Sumus contenti placendo eis ipsum locum Tenedi facere ruinari et destrui a summo usque deorsum) [φύλλο 43].

[←236]

Στο ίδιο, Reg. 38. φύλλο 43. Στις 26 Ιανουαρίου 1383 Bυζαντινός πρέσβης εμφανίστηκε στη Βενετία και ζήτησε την εκχώρηση τής Τενέδου στον Ιωάννη Ε΄. Η Γερουσία ήταν πρόθυμη με μεγάλη πλειοψηφία να το κάνει,

«με τον όρο ότι θα δεσμευτούν ο κύριος δόγης και η κοινότητα τής Γένουας, όπως είναι πρέπον και δίκαιο, γιατί πρέπει εμείς να ολοκληρώσουμε και να καθησυχάσουμε την ειρήνη στο σημείο εκείνο, που αναφέρει για την Τένεδο και για το τι πρέπει να γίνει σε αυτόν τον τόπο…» [Reg. 37, φύλλο 130].

(cum ista conditione quod dominus dux et comune Janue, sicut est conveniens atque iustum, teneantur et debeant nos absolvere et quietare ab illo puncto pacis quod facit mentionem de Tenedo et de eo quod fieri debet de ipso loco…)

Η Γένουα έπρεπε να δώσει παρόμοια «εξόφληση» στους Φλωρεντινούς. Ο δόγης σκεφτόταν προφανώς το βυζαντινό αίτημα όταν μιλούσε στη Γερουσία, αλλά άλλο πράγμα ήταν μια ευχάριστη απάντηση στον πρέσβη τού Ιωάννη Ε΄ και άλλο να γίνει αυτή η πρόταση στους Γενουάτες, οι οποίοι θα υποψιάζονταν αμέσως συμπαιγνία μεταξύ Ιωάννη και Βενετίας.

[←237]

Στο ίδιο, Reg. 38, φύλλα 46-47.

[←238]

Στο ίδιο, Reg. 42, φύλλο 47.

[←239]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο VIII, αριθ. 123, σελ. 156, για τον εικαζόμενο πληθυσμό τής Τενέδου. Caresini, Chron., ad ann. 1383, στο RISS, XII-1, 62.

[←240]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλα 64-67, 74-76, 94, 108-112:

«Αλλά απελάθηκαν από την Τένεδο όλοι οι άνδρες και οι οικογένειες ή το μεγαλύτερο μέρος τους … και με καλή διάθεη έπρεπε να αρχίσουν την καταστροφή των σπιτιών τής πόλης και όλων των άλλων κατοικιών που υπήρχαν πάνω στο νησί τής Τενέδου, και αργότερα άλλων τόπων και οχυρώσεων, ώστε να παραμείνει τελικά στα πόδια του μόνο το κάστρο…»

(Extractis vero hominibus omnibus et familiis Tenedi vel illa maiori parte … in bona gratia debeant incipere ad ruinandum domos burgi et omnes alias habitationes que forent super insula Tenedi, et postea de aliis locis et fortificiis, remanente in ultimis solo castro in pedibus …)

[στο ίδιο, φύλλο 75, με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 1383].

Πρβλ. Thiriet, Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, LXV, 235-37.

Στις 29 Μαΐου 1384 ο δούκας και το συμβούλιο τής Κρήτης έγραψαν στον δόγη ότι είχαν δώσει στους Τενέδιους εποίκους 33.000 υπέρπυρα (απέμενε η απόκτηση 10.000 ακόμη, τα οποία θα διένειμαν επίσης το συντομότερο δυνατό) και ότι τούς είχαν εκχωρήσει κρατικά εδάφη κοντά στον Χάνδακα και σε τρία άλλα χωριά (casalia), πράγμα που θα μείωνε τα εισοδήματα τής Κρήτης κατά περίπου 1.200 υπέρπυρα τον χρόνο [Thomas και Predelli, Dipl. ven.-lev., II, έγγραφο 114, σελ. 191-92, Predelli, Regesti dei Commem., III, βιβλίο viii, αριθ. 186, σελ. 170-71]. Υπήρχε περισσότερη γη διαθέσιμη στην Κρήτη για τη στέγαση των Τενεδίων,

«… στα εδάφη των Χανίων, τα οποία λόγω των προηγούμενων πολέμων και επιδημιών είναι πολύ ερημωμένα και ακατοίκητα»

(…cum terra Canee propter guerras et epidimias preteritas sit valde depopulata et dishabitata)

[Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλο 87].

[←241]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλο 251.

[←242]

Arch. di Stato di Venezia, Senatus Secreta, Reg. 2, φύλλο 151, με ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1405, δημοσιευμένο στο C. N. Sathas, Documents inédits relatifs a l’ histoire de la Grece au moyen age, 9 τόμοι, Παρίσι, 1880-90, I, αριθ. 11, σελ. 11-12, όπου ο αντιγραφέας τού Σάθα [σελ. 12, γραμμή 24] επαναλαμβάνει το λάθος τού αρχειακού κειμένου [γραμμή 20], γράφοντας «πάντοτε» (unquam) αντί τού προφανούς «ποτέ» (numquam).

[←243]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 49, φύλλο 27, που συνοψίζεται στο N. Iorga, Notes et extraits pour servir a l’ histoire des croisades au XVe siècle, 6 τόμοι, Παρίσι και Βουκουρέστι, 1899-1916, I, 196-97. Ο Τρεβιζάν στελνόταν στον «κύριο Μούσα, πολύ σεβαστό από τούς Τούρκους» (Musi Zelabi, magnus admiratus Turchorum). Βλέπε γενικά Thiriet, Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, LXV, 241-43.

Scroll to Top