10. Ο Κλήμης ΣΤ’, ο Ουμβέρτος τής Βιέν και το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης (1345-1352)

<-9. Ο παπισμός τής Αβινιόν, η σταυροφορία και η κατάληψη τής Σμύρνης (1309-1345) 11. Πιέρ Τομά και Πέτρος Α’ τής Κύπρου. Η σταυροφορία και η εξέγερση τής Κρήτης (1352-1364)->

10
Ο Κλήμης ΣΤ’, ο Ουμβέρτος τής Βιέν και το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης (1345-1352)

levant_1_10_map_left levant_1_10_map_right

Νεαρός και περιπετειώδης, κυκλοθυμικός και αλλοπρόσαλλος, ο δελφίνος τής Βιέν (Viennois) ζήτησε να γίνει γενικός διοικητής τής σταυροφορίας. Έστειλε κάποιον Γκυγιώμ ντε Ροϋν απεσταλμένο στην Αβινιόν, για να ζητήσει να τεθεί επικεφαλής των Ιωαννιτών και όλων των άλλων που θα συμμετείχαν στη σταυροφορία τής Σμύρνης. Αν συμμετείχε στην εκστρατεία στο εξωτερικό ο ίδιος ο βασιλιάς τής Γαλλίας, τότε ο Ουμβέρτος και οι δυνάμεις του θα υπηρετούσαν κάτω από αυτόν. Πρόσφερε να διατηρεί 300 πάνοπλους άνδρες και 1.000 βαλλιστές (arbalesters). Θα εξόπλιζε πέντε γαλέρες, ενώ ήθελε τίτλους για όσα εδάφη μπορούσε να κατακτήσει, «χωρίς δικαίωμα άλλου χριστιανού» (sauf droit d’autre personne qui fust chretienne). Θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τη μέρα τής γιορτής τής γέννησης τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου (24 Ιουνίου 1345), που φαινόταν να τού άφηνε επαρκή χρόνο για προετοιμασία. Όμως ο Ουμβέρτος ήταν γνωστός στην Αβινιόν και ούτε ο Κλήμης ούτε η παπική κούρτη είχαν τον παραμικρό ενθουσιασμό με την ιδέα να αναλάβει αυτός τη διοίκηση τής σταυροφορίας.1

Ο ίδιος ο Ουμβέρτος έβλεπε τον εαυτό του ως ιππότη παλαδινό (paladin). Η ηγεσία μιας αντι-τουρκικής εκστρατείας ήταν ελκυστική για τον θρησκευτικό χαρακτήρα του. Στα τέλη Απριλίου 1345 πήγε στην Αβινιόν για να ασκήσει προσωπική πίεση στην παπική κούρτη. Οι παπικοί λογαριασμοί κουζίνας δείχνουν ότι δειπνούσε με τον Κλήμεντα ΣΤ’ κάθε μέρα από τις 2 μέχρι τις 8 Μαΐου, μαζί με αριθμό καρδιναλίων, τούς Βαυαρούς απεσταλμένους, τον κόμη τού Αρμανιάκ και άλλους. Από τις 15 μέχρι τις 22 Μαΐου στην κούρτη υπήρχε έντονη δραστηριότητα και η κουζίνα παρείχε «μεγάλα συμπόσια» (magna convivia), στα οποία ήσαν παρόντες διάφοροι καρδινάλιοι, μαζί με απεσταλμένους από την Αραγωνία και την Ουγγαρία, από το Οσπιτάλιο και τη Βενετία. Μια νέα εκστρατεία στη Σμύρνη αποτελούσε προφανώς το κύριο θέμα συζήτησης. Από τις 23 μέχρι τις 29 Μαΐου «η γιορτή ήταν μεγάλη, επειδή ο δελφίνος πήρε τον σταυρό» (fuit magnum festum, quia dalphinus recepit crucem).2

Ο Ουμβέρτος είχε πετύχει τον στόχο του έχοντας πολλές συστάσεις. Ήταν πολύ πλούσιος ως ηγεμόνας τού Ντωφίν και σχετιζόταν με τη βασιλική οικογένεια τής Ουγγαρίας. Στις 26 Μαΐου ο πάπας Κλήμης τον ονόμασε γενικό διοικητή τής «Χριστιανικής εκστρατείας κατά των Τούρκων» (exercitus Christianorum contra Turchos). Θα ξεκινούσε πριν τις 2 Αυγούστου. Οι σταυροφόροι διοικητές στο εξωτερικό ενημερώθηκαν για τον διορισμό του,3 ενώ ζητήθηκε από τούς Ενετούς να τον βοηθήσουν στη μεταφορά.4 Από τις 5 μέχρι τις 12 Ιουνίου ο Ουμβέρτος εξακολουθούσε να γευματίζει με τον πάπα και τούς καρδινάλιους. Στα γεύματά τους συμμετείχε και ο δούκας των Βουρβώνων (Μπουρμπόν). Με αφετηρία τις 12 Ιουνίου «υπήρχε γιορτή ολόκληρη την εβδομάδα» (fuerunt convivia per totam septimanam). Ο Ουμβέρτος γιόρτασε την γιορτή των Αγίων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου) στην Αβινιόν. Βρισκόταν ακόμη στην παπική κούρτη την εβδομάδα που ξεκινούσε τη Δευτέρα 4 Ιουλίου και κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου η παπική κουζίνα σίτιζε επίσης απεσταλμένους από τη Βενετία.5

Ο Ουμβέρτος ήταν τώρα ελεύθερος να ξεκινήσει τη σταυροφορία, όπως δεν θα ήταν ένα χρόνο πριν. Ήταν ο τελευταίος τής γενεαλογίας του, αλλά το 1344 είχε τελικά προβλέψει για τη διαδοχή στο Ντωφίν (Dauphine). Στην περίπτωση που θα πέθαινε χωρίς κληρονόμους, είχε παραχωρήσει ύστερα από πολλές συζητήσεις τον τίτλο του επί τής πλούσιας επικράτειας (στα νοτιοανατολικά τής σημερινής Γαλλίας) στον γιο και διάδοχο τού Φιλίππου ΣΤ’ τής Γαλλίας, τον τότε δούκα Νορμανδίας Ιωάννη [Β’]. Ταυτόχρονα είχε επιμελώς προβλέψει την επιστροφή, ελλείψει κληρονόμων, ορισμένων δικαιωμάτων στο Ανδεγαυό στέμμα τής Νάπολης, ενώ είχε πουλήσει το σημαντικό κάστρο τής Βιζάν στον πάπα Κλήμεντα ΣΤ’, ο οποίος επικύρωσε τη γενική παραχώρηση προς τον βασιλικό οίκο τής Γαλλίας στις 3 Αυγούστου (1344).6 Μετά τον Ουμβέρτο, τον τίτλο τού δελφίνου θα έφερε για πέντε αιώνες ο μεγαλύτερος γιος κάθε Γάλλου βασιλιά.

Την εποχή τού πάπα Βενέδικτου ΙΒ’ ο Ουμβέρτος είχε συμφωνήσει να πουλήσει διάφορα φεουδαρχικά και ελεύθερα (allodial) εδάφη και κάστρα στην Αγία Έδρα έναντι 150.000 φλουριών, εκ των οποίων δέκα τοις εκατό πληρώθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1338,7 ενώ την επόμενη 4η Κυριακή των Νηστειών (Laetare Sunday), την Κυριακή 4 Μαρτίου 1339, ο Βενέδικτος τού έδωσε το χρυσό ρόδο.8 Ο Ουμβέρτος εμφανίζεται κατά καιρούς στα αρχεία ως προσκεκλημένος τού πάπα στην Αβινιόν.9 Ο Κλήμης ΣΤ’ τού απένειμε και πάλι το χρυσό ρόδο τον Μάρτιο τού 1343.10 Όταν ο Ουμβέρτος ανέλαβε τη διοίκηση τής σταυροφορίας, ο Κλήμης έφτιαξε γι’ αυτόν σκήπτρο με κοσμήματα,11 ενώ όταν πήρε τον σταυρό ως γενικός διοικητής στις 26 Μαΐου (1345), τη μέρα τής γιορτής των Ευχαριστιών (Corpus Domini), πήρε από τα χέρια τού πάπα μεταξωτό λάβαρο, που είχε πάνω του ζωγραφισμένο το οικόσημο τής Καθολικής Εκκλησίας. Το κρατούσε δίπλα στο δικό του κατά την παρέλασή του μέσα από τούς δρόμους τής Αβινιόν προς το σπίτι που είχε χτίσει κοντά στο μοναστήρι των Φραγκισκανών.12 Αυτές ήσαν πιθανότατα οι πιο ευτυχισμένες μέρες τής ζωής τού Ουμβέρτου, γεμάτες «μεγάλα γεγονότα» (magna convivia) και γεμάτες σχέδια και υποσχέσεις για το μέλλον.

Στις 23 Μαΐου, τρεις μέρες πριν πάρει το σταυροφορικό λάβαρο, ο Ουμβέρτος είχε μισθώσει τέσσερις γαλέρες από τρεις καπετάνιους τής Μασσαλίας. Τρεις από τις γαλέρες έπρεπε να είναι καινούργιες και η τέταρτη σε καλή κατάσταση. Καθεμιά θα μετέφερε 200 άνδρες και θα ήταν κατάλληλα εξοπλισμένη και εφοδιασμένη. Οι καπετάνιοι θα υπηρετούσαν για τέσσερις μήνες (και για περισσότερο εφόσον χρειαζόταν). Το κόστος κάθε εξοπλισμένης γαλέρας θα ήταν 650 φλουριά τον μήνα. Ο Ουμβέρτος πλήρωσε προκαταβολικά δύο μήνες και οι γαλέρες θα ήσαν έτοιμες να αποπλεύσουν την τελευταία εβδομάδα τού Ιουλίου. Η σύμβαση υπογράφηκε στο μοναστήρι των Φραγκισκανών.13 Ο Ουμβέρτος θα είχε μαζί του τουλάχιστον 100 ιππότες και ευγενείς, για όσο χρονικό διάστημα η εκκλησία, η Κύπρος, το Οσπιτάλιο και η Βενετία βρίσκονταν σε συμμαχία εναντίον των Τούρκων, πράγμα που σήμαινε τρία τουλάχιστον χρόνια στο εξωτερικό.14

Για την κάλυψη των εξόδων του ο Ουμβέρτος επέβαλε ετήσια εισφορά σχεδόν 50.000 φλουριών στους διοικητές των κάστρων (καστελλάνους) τού Ντωφίν. Κάθε ιππότης με τρία άλογα έπρεπε να πληρώνει 12 φλουριά τον μήνα, κάθε άρχοντας με δύο άλογα επτά φλουριά, ενώ ο Ουμβέρτος ήταν πρόθυμος να στρατολογήσει διακόσιους στην υπηρεσία του.15 Ο πάπας τού χορήγησε διάφορα πολυπόθητα πνευματικά προνόμια, μερικά από τα οποία αρκετά ασυνήθιστα, ενώ ήταν σχεδόν το ίδιο γενναιόδωρος προς την δελφίνη Μαρί ντε Μπω, που επρόκειτο να συνοδεύσει τον σύζυγό της στην εκστρατεία. Ο Ουμβέρτος ήθελε επιδόματα και άλλες χορηγίες για τούς εκπροσώπους, υπαλλήλους, γιατρούς και υπηρέτες του. Την 1η Αυγούστου 1345, μία μέρα πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση των γαλερών του, παρουσιάστηκαν στον πάπα τριαντατέσσερα τέτοια αιτήματα και αυτός τα ικανοποίησε όλα. Ο Ουμβέρτος δεν επιθυμούσε να απουσιάζει το αρμόζον μεγαλείο από το μεγάλο γεγονός τής ζωής του. Λέγεται ότι έλιωσε πλάκες και κοσμήματα για να φτιάξει σταυρούς, θυρεούς, καθώς και εικόνες που θα κοσμούσαν την πρύμνη και την πλώρη των γαλερών του.16 Όμως αν και οι προκαταρκτικές του ρυθμίσεις έτειναν προς την επίδειξη, οι προετοιμασίες του φαίνεται ότι ήσαν αρκετά εξονυχιστικές, ενώ ο πάπας έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει στον δρόμο του.

Στις 18 Ιουλίου (1345) ο Κλήμης διέταξε τον υπο-λεγάτο αρχιεπίσκοπο Κρήτης Φραντσέσκο Μιτσιέλ (Francesco Michiel) καθώς και τούς υπερπόντιους διοικητές να υποδεχθούν τον Ουμβέρτο με όλο τον σεβασμό. Στάλθηκαν επιστολές για λογαριασμό του στις κυβερνήσεις τής Γένουας, Πίζας, Αγκώνας, Περούτζια, Σιένας και Φλωρεντίας, καθώς και στους Βισκόντι τού Μιλάνου, τούς Σκαλιγκέρι τής Βερόνα και τούς Πέπολι τής Μπολώνια.17 Δεδομένου ότι είχε προβλεφθεί ότι ο Ουμβέρτος θα διέσχιζε την Ιταλία δια ξηράς από τη Γένουα, είχαν την ελπίδα ότι θα μπορούσε να στρατολογήσει περισσότερους στη βόρεια Ιταλία. Οι σταυροφορίες ποτέ δεν ξεκινούσαν στην ώρα τους. Καθώς λοιπόν πλησίαζε η προγραμματισμένη ημερομηνία αναχώρησης, ο Ουμβέρτος εξηγούσε τώρα ότι χρειαζόταν άλλον ένα μήνα για να ετοιμαστεί. Στις 23 Ιουλίου ο Κλήμης παρέτεινε την ημερομηνία μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου, θεωρώντας ότι έτσι ο Ουμβέρτος θα έφτανε στο συμφωνημένο ραντεβού στο Nεγκροπόντε περί τα μέσα Νοεμβρίου, δηλαδή ένα μήνα αργότερα απ’ ό,τι είχε προγραμματιστεί.18 Στην κούρτη συζητιόταν ο εξοπλισμός δέκα ακόμη γαλερών εναντίον των Τούρκων.19 Στους Φραγκισκανούς, Δομινικανούς, Aυγουστινιανούς και Καρμελίτες ανατέθηκε να κηρύξουν τη σταυροφορία. Όσοι ανταποκρίνονταν προσωπικά ή με εισφορές ανάλογες με τις δυνατότητές τους, θα έπαιρναν την ίδια άφεση αμαρτιών με εκείνους «που συμμετείχαν στη βοήθεια προς τούς Αγίους Τόπους» (transfretantes in Terre Sancte subsidium).20

Δύο περίπου βδομάδες πριν αποπλεύσει, ο Ουμβέρτος παρέλαβε από τούς φόρους δεκάτης που είχαν συγκεντρωθεί για τη σταυροφορία 5.000 φλουριά και η σύζυγός του Μαρία άλλα 1.000.21 Ο Ουμβέρτος έστειλε από τη Μασσαλία στις 2 Σεπτεμβρίου (1345) στον καστελλάνο τής Ουλξ τού Πεδεμοντίου έμβασμα 130 φλουριών, για να αγοράσει ρούχα και κοσμήματα για μια νεαρή κοπέλα που θα παντρευόταν.22 Την επόμενη μέρα απέπλευσε με τη γαλέρα «Τίμιος Σταυρός» (Sancta Crux) για τη Γένουα, όπου έφτασε στις 14 Σεπτεμβρίου με πέντε γαλέρες και ένα μικρό σκάφος, καλωσορίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Τζάκοπο ντα Σάντα Βιτόρια και τούς κληρικούς, από τον νέο δόγη Τζοβάνι Μούρτα, καθώς και από τον δήμαρχο (ποντεστά), το δημοτικό συμβούλιο και πολλούς πολίτες. Φτάνοντας στη Γένουα ο Ουμβέρτος πήγε να προσκυνήσει στην εκκλησία τού Σαν Λορέντσο, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, τη σύζυγό του, μερικές κυρίες και αριθμό Γάλλων ευγενών. Κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ σε Δομινικανό μοναστήρι και έφυγε από την πόλη την επόμενη μέρα. Ο Γενουάτης χρονικογράφος Τζόρτζιο Στέλλα πίστευε ότι πήγαιναν όλοι στην Ιερουσαλήμ, «στον Πανάγιο Τάφο».23

Παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια τού Μαΐου και τού Ιουνίου τού 1345 η Ενετική Γερουσία συζήτησε πάνω από μία φορά την αναγκαιότητα αποστολής άμεσης βοήθειας στους πολιορκούμενους σταυροφόρους στη Σμύρνη, οι Ενετοί ήθελαν όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα στις συναλλαγές τους στο Αρχιπέλαγος. Έβλεπαν επίσης την ευκαιρία επανασύστασης των παλαιών τους δεσμών με την Αλεξάνδρεια και ασκούσαν πίεση στον Κλήμεντα για να τούς επιτρέψει να το κάνουν. Τώρα όμως άρχιζαν να έχουν προβλήματα με τον βασιλιά Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας για την πόλη τής Ζάρας, η οποία ετοιμαζόταν για την «έβδομη» εξέγερσή της εναντίον τού Αγίου Μάρκου.24 Ο Ουμβέρτος τής Βιέν είχε ενημερώσει τον Τζουστινιάνο Τζουστινιάν, τον Ενετό πρεσβευτή στην παπική κούρτη, ότι σχεδίαζε να πάει ανατολικά μέσω Βενετίας. Ο πρεσβευτής φυσικά είχε ενημερώσει αμέσως τη Γερουσία, η οποία απάντησε στις 5 Ιουλίου ότι οι συνθήκες στην Ανατολή απαιτούσαν την επιτάχυνση τής διέλευσης τού Ουμβέρτου. Θα έχανε χρόνο ερχόμενος στη λιμνοθάλασσα. Επίσης δεν υπήρχαν πλοία στη Βενετία για να τεθούν στη διάθεσή του.25

Όμως ο Ουμβέρτος έστειλε κάποιον Νικολά ντ’ Αστριμπόρ ως πρέσβη στη Βενετία, για να ζητήσει «γαλέρες συνοδείας» (galeae de gardia) για το ταξίδι από το Μπρίντιζι μέχρι τη Γλαρέντζα τού Μοριά και να ρωτήσει για το κόστος μεταφοράς αλόγων από το Μπρίντιζι στη Σμύρνη. Τη στιγμή που ξεκινούσε ο ντ’ Αστριμπόρ, ο Ουμβέρτος πίστευε ακόμη ότι θα βρισκόταν στην περιοχή τού Μπρίντιζι στα τέλη Σεπτεμβρίου. Η Γερουσία απάντησε στις 2 Αυγούστου ότι συμφωνούσε να χρησιμοποιηθούν γαλέρες τού Κόλπου για να μεταφέρουν αυτόν και την «ιπποσκευή» του μέχρι τη Γλαρέντζα. Όσο για τα άλογα, η μεταφορά τους από το Μπρίντιζι στη Σμύρνη θα κόστιζε εννέα ή δέκα δουκάτα το καθένα. Θα απαιτούσε πλοία μεταφοράς (naves), επειδή οι γαλέρες τού Κόλπου ήσαν πολύ ελαφρές και πολύ χαμηλές.26 Παρά το γεγονός ότι η Γερουσία ήθελε να αποτρέψει την άφιξη τού Ουμβέρτου στη Βενετία με τις αναπόφευκτες απαιτήσεις για ενετική μεταφορά (που υποτίθεται ότι δεν ήταν διαθέσιμη στην πόλη), δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η Δημοκρατία δεν ήταν διατεθειμένη να αναλάβει το μερίδιό της στο κόστος και τούς κινδύνους τής συνέχισης τής επίθεσης κατά των Τούρκων. Η αυξανόμενη πίεση από την Ουγγαρία, μια προγραμματιζόμενη εκστρατεία εναντίον τής Ζάρας, καθώς και η επιθυμία προώθησης των εμπορικών συμφερόντων τής Δημοκρατίας στην Αλεξάνδρεια αποτελούσαν αναμφίβολα σοβαρούς περισπασμούς. Επιπλέον πρόσφατη έκθεση τού Τζουστινιάν μπορεί να είχε κάνει τη Γερουσία να αναρωτιέται, αν ο Κλήμης και η παπική κούρτη άρχιζαν να μετριάζουν τον ενθουσιασμό τους για περαιτέρω μεγάλες επενδύσεις στη σταυροφορία.

Ο Τζουστινιάν είχε γράψει στη Γερουσία για μια ακρόαση που είχε με τον Κλήμεντα γύρω στις αρχές Ιουλίου 1345. Μίλησαν εκτεταμένα για τις αντίστοιχες δεσμεύσεις τους για τη σταυροφορία. Οι Ενετοί είχαν υποσχεθεί να παράσχουν το ένα τέταρτο τής αρμάδας, πράγμα που φυσικά είχαν κάνει, αλλά ο Κλήμης επεσήμαινε ότι έτσι κι αλλιώς «η σταυροφορία ενδιέφερε κυρίως τούς Ενετούς» (negocium principaliter tangebat nos), όπως ο Τζουστινιάν έγραψε στην πατρίδα του, λόγω των μεγάλων περιουσιών τους στην Ανατολή. Ο Κλήμης ήθελε επίσης να διαθέσει η Γερουσία ένα απόσπασμα ιππέων για την επικείμενη εκστρατεία, ενώ δήλωνε ότι «δεν ήταν ποτέ πρόθεσή του να γίνει αρχηγός αυτών των επιχειρήσεων [caput in predictis], αλλά να αποτελεί μόνο χρήσιμο εταίρο και ότι είχε αποφασίσει να ανταλλάξει δύο από τις γαλέρες του και δύο από εκείνες των Ιωαννιτών με ιππείς. Δεδομένου ότι η μείωση αυτή γινόταν στις δικές του και τις άλλες γαλέρες, είχε την άποψη ότι δεν έπρεπε να γίνει αλλαγή ή ανταλλαγή στις γαλέρες μας, αλλά επειδή ήταν πιο αποτελεσματικές από τις άλλες στην εν λόγω υπηρεσία, έπρεπε να παραμένουν συνεχώς στην εν λόγω επιχείρηση». Στις 25 Ιουλίου μια απόφαση τής Γερουσίας επαινούσε τον Τζουστινιάν για τον επιδέξιο και αμφίλογο χειρισμό τής πρότασης τού πάπα, ότι η Βενετία έπρεπε να διαθέσει και ιππικό εκτός από γαλέρες, ενώ τού έδινε την εντολή να πει ότι «ο Θεός γνωρίζει, τίποτε δεν είναι κρυφό από Αυτόν και η Αγιότητά του κατανοεί πλήρως ότι η δέσμευση [oblatio] που αναλάβαμε σε αυτή την ιερή επιχείρηση ήταν η κατάλληλη και μεγάλης κλίμακας: αναλαμβάνοντας αυτή τη δέσμευση είχαμε υπόψη μας αποκλειστικά και μόνο την τιμή τού ονόματος τού Θεού και τής ιεράς Μητρός εκκλησίας, για προπύργιο και υπεράσπιση, προστασία και εξασφάλιση των ψυχών των πιστών στην Ανατολή [de illis partibus] που οδηγούνται στον όλεθρο μέρα με τη μέρα».

Η Γερουσία δεν είχε αποθαρρυνθεί από το μεγάλο βάρος αυτής τής δέσμευσης και δεν είχε την πρόθεση να αποθαρρυνθεί τώρα. Οι Ενετοί ήσαν σταθερά αποφασισμένοι να τηρήσουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει. «Αλλά πιστεύουμε καλά ότι ο αριθμός των γαλερών όπως είναι σήμερα είναι επαρκής προς το παρόν, είναι επίσης αποτελεσματικός και ουσιαστικός και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μειωθεί». Σίγουρα στρατιώτες ήσαν απαραίτητοι για να επιτεθούν στους Τούρκους στη στεριά. Οι γαλέρες, σπεύδοντας εδώ κι εκεί, θα έκαναν το ίδιο στο Αιγαίο. Αν ο πάπας ήθελε να αντικαταστήσει με ιππείς τις τέσσερις υπόψη γαλέρες, ο Τζουστινιάν θα τού έλεγε, πως οτιδήποτε ήθελε θα γινόταν αποδεκτό από τη Βενετία, αλλά αν επανερχόταν στην πρόταση να διαθέσει η Βενετία «βοήθεια σε ιππικό» (subsidium equitum), τότε ο Τζουστινιάν έπρεπε να απαλλάξει τον εαυτό του «με ειλικρινή λόγια» (honestis verbis), να παρουσιάσει τη Δημοκρατία ως όπως πάντα έτοιμη να τηρήσει τις υποσχέσεις της, όπως είχε κάνει στο παρελθόν, να πιέσει για τις ζητούμενες αλλαγές στις εμπορικές παραχωρήσεις τής Αλεξάνδρειας και να επιδιώξει την επιβεβαίωση τής αντι-τουρκικής συμμαχίας στην τρέχουσα μορφή της. Όταν ο Τζουστινιάν θα είχε κάνει όλα αυτά τα «έντιμα για εμάς» (cum nostro honors), τότε θα επέστρεφε στη Βενετία.27

Η πρόταση να αντικαταστήσει ο πάπας τις γαλέρες με ιππείς προερχόταν από την ακολουθία τού Ουμβέρτου. Οι ιππότες αισθάνονταν πιο άνετα πάνω στη σέλλα παρά στο κατάστρωμα. Όμως υπήρχε συνεχής ανταλλαγή φιλοφρονήσεων μεταξύ Βενετίας και Ουμβέρτου, ο οποίος, με εντολή από την Αβινιόν χρονολογημένη στις 21 Ιουλίου (1345), διέταζε όλους τούς υπηκόους του να προσφέρουν στον Ενετό πρεσβευτή Τζουστινιάν ή οποιονδήποτε άλλον αντιπρόσωπο τής Δημοκρατίας κάθε υπηρεσία που θα ζητούνταν από αυτούς.28 Στις 8 Αυγούστου η Γερουσία ενέκρινε απόφαση, που χορηγούσε σε απεσταλμένο τού δελφίνου την άδεια να ταξιδέψει προς τα ανατολικά με μικρή ακολουθία με τις γαλέρες τής Αλεξάνδρειας, «εφόσον λέει ότι έχει άδεια από τον κύριο πάπα»,29 ενώ στις 12 Σεπτεμβρίου ο δελφίνος έλαβε το προνόμιο τής ενετικής υπηκοότητας, απολαμβάνοντας πλήρως όλα τα δικαιώματα μέλους των Ενετών ευγενών.30 Όμως η Γερουσία δεν ήθελε να έρθει ο Ουμβέρτος στη Βενετία.31 Ίσως φοβόταν ότι θα επαναλάμβανε το παπικό αίτημα για ιππικό προς υπηρεσία στη Σμύρνη. Θα ζητούσε ενδεχομένως πρόσθετες υπηρεσίες μεταφοράς. Και πολύ πιθανόν δεν ήθελε να μάθουν τα μέλη τής ακολουθίας του για την έκταση τής προετοιμασίας τής Δημοκρατίας εναντίον τής Ζάρας.

Παρ’ όλα αυτά ο Ουμβέρτος κατευθύνθηκε στη Βενετία. Έφυγε από τη Γένουα στις 15 Σεπτεμβρίου και ίσως αποβιβάστηκε στο Πόρτο Πιζάνο, απ’ όπου προχώρησε μέσω τής κοιλάδας τού Άρνου στη Φλωρεντία. Ο Τζιοβάννι Βιλλάνι γράφει ότι ο Ουμβέρτος πέρασε από τη Φλωρεντία «μαζί με τούς μισθοδοτούμενους από την εκκλησία πάνοπλους άνδρες του … στις αρχές Οκτωβρίου 1345».32 Κάποια στιγμή έμαθε για τον ακόμη μυστηριώδη φόνο (στην Aβέρσα τής νότιας Ιταλίας, τη νύχτα τής 18-19 Σεπτεμβρίου) τού Ανδρέα τής Ουγγαρίας, τού πρώτου συζύγου τής βασίλισσας Ιωάννας Α’ τής Νάπολης. Συγκλονίστηκε τόσο από την είδηση, ώστε φαίνεται ότι σκέφτηκε να εγκαταλείψει την σταυροφορία, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές πολιτικές επιπτώσεις στην Ιταλία, αφού ο Μέγας Λουδοβίκος δεν θα άφηνε ατιμώρητη τη δολοφονία τού αδελφού του. Ο Ουμβέρτος είχε στενούς δεσμούς τόσο με την Ουγγαρία όσο και με τη Νάπολη. Στις 7 Οκτωβρίου τού έγραψε ο πάπας Κλήμης ΣΤ’, προτρέποντάς τον να συνεχίσει το έργο που τού είχε αναθέσει ο Θεός, ενώ ζήτησε και από τον Χιού τής Γενεύης, τον στενό φίλο και σύντροφό του στα όπλα, να πει στον Ουμβέρτο κάποια (αναμφίβολα απαιτούμενα) ενθαρρυντικά λόγια.33

Με τα μάτια όλης τής Ευρώπης στραμμένα πάνω του, ο Ουμβέρτος τελικά συνέχισε. Σύμφωνα με τα «Βαρινιανά Χρονικά» (Cronaca Varignana) τής Μπολώνια, μπήκε στη Φλωρεντία με 400 ιππείς και πενήντα γυναίκες. Τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου έφθασε στη Μπολώνια, όπου έγινε δεκτός με τιμή από τον άρχοντα τής πόλης Ταντέο ντε Πέπολι, που τού παραχώρησε καταλύματα στη Δομινικανή εκκλησία και πλήρωσε τα έξοδά του κατά τη διάρκεια των αρκετών ημερών που πέρασε στη Μπολώνια. Ο Ουμβέρτος έχρισε ιππότες δύο από τούς γιους τού Tαντέο, τον Τζάκομο και τον Τζιοβάννι, οι οποίοι με τη σειρά τους έχρισαν ιππότες είκοσι ένα ή είκοσι δύο άλλους νεαρούς Μπολωνέζους στις 16 Οκτωβρίου. Τις τελετές ακολούθησε μεγάλη γιορτή, μετά την οποία ο Ουμβέρτος έφυγε για τη Φερράρα, συνοδευόμενος από τον Τζιοβάννι ντε Πέπολι. Τώρα ο άρχοντας τής Φερράρας Ομπίζο ντ’ Έστε τον υποδέχθηκε με «μεγάλη τιμή» (grandissimo honore) και τού έδωσε τρία όμορφα άλογα με κατακόκκινα φάλαρα, «ενώ στη γυναίκα του έδωσε μια σκακιέρα, όλη από επίχρυσο ασήμι και την επόμενη μέρα ο εν λόγω δελφίνος πήγε στη Βενετία».34

Ο Ουμβέρτος τής Βιέν έφτασε στη Βενετία στις 24 Οκτωβρίου, δηλώνοντας ότι επιθυμούσε να κανονίσει τη «γρήγορη διέλευσή του στη Ρωμανία»». Την επομένη μέρα η Γερουσία επέλεξε πέντε «σοφούς» (sapientes) για να διαβουλευθούν μαζί του για τη σταυροφορία. Ο Τζουστινιάν είχε επιστρέψει από την Αβινιόν και αναφέρεται πρώτος στη λίστα των πέντε επιλεγέντων.35 Στις 26 τού μηνός οι «σοφοί» ανέφεραν στη Γερουσία ότι ο Ουμβέρτος βιαζόταν να ξεκινήσει το ταξίδι του προς την ανατολή πριν την έλευση τού χειμώνα. Η Γερουσία συμφωνούσε τώρα να εξοπλίσει «με κάθε ταχύτητα» δύο γαλέρες, που θα συνόδευαν τον δελφίνο και τις δυνάμεις του μέχρι τη Γλαρέντζα. Στη συνέχεια αυτές οι δύο γαλέρες θα επέστρεφαν, για να βοηθήσουν τον ενετικό στρατό στη Zάρα. Στο μεταξύ ο διοικητής τού Κόλπου θα έστελνε δύο γαλέρες να παραμείνουν με τον στρατό μέχρι την επιστροφή των γαλερών που θα συνόδευαν τον Ουμβέρτο στον Μοριά. Ο Ουμβέρτος ζητούσε καλή τιμή για την υπερπόντια μεταφορά 400 ίππων και η Γερουσία απάντησε ότι τα άλογα μπορούσαν να μεταφερθούν με μη εξοπλισμένα σκάφη, που ανήκαν σε ιδιώτες μεταφορείς. Το κράτος δεν μπορούσε να καθορίσει τιμές για τη χρήση σκαφών που ανήκαν σε ιδιώτες, αλλά η Γερουσία θα τον βοηθούσε να βρει κατάλληλα μεταφορικά μέσα για τα άλογα σε λογική τιμή.36 Η Γερουσία έλπιζε για την πλήρη επιτυχία τής χριστιανικής συμμαχίας, «καθώς και για την καταστολή τής κακίας των Αγαρηνών» και για τη διατήρηση τής πίστης, την αύξηση των πιστών και την ασφάλεια των Ενετών υπηκόων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εξοχότητά του και όλος ο κόσμος μπορούσαν να δουν το ζήλο και το πάθος, με το οποίο η Βενετία αντιμετώπιζε τη χριστιανική υπόθεση. Η Βενετία πίστευε πάντοτε ότι η σταυροφορία θα πετύχει. Τώρα οι πολίτες της έλπιζαν ότι ο Χριστός θα βοηθούσε τον δελφίνο στη σώφρονα διοίκηση τού στρατού του. Η Βενετία ήταν διατεθειμένη, αν το επιθυμούσε ο πάπας, να παρατείνει την αντι-τουρκική ένωση (unio) για ακόμη δύο ή τρία χρόνια. Επιστρέφοντας προφανώς στο πρόβλημα τής μεταφοράς αλόγων και εξοπλισμού, η Γερουσία δήλωνε επίσης ότι θα μπορούσαν να ανοίξουν την πρύμνη σε ορισμένες από τις ενετικές και συμμαχικές γαλέρες, εφόσον η διαδικασία αυτή κρινόταν αναγκαία. Θα έστελναν μαζί του ένα καπετάνιο και τέσσερις άλλους ευγενείς, τούς οποίους ο Ουμβέρτος θα μπορούσε να συμβουλεύεται με πλήρη εμπιστοσύνη (και οι οποίοι θα μπορούσαν να παρακολουθούν από τις κρατικές γαλέρες). Από τον στρατό των σταυροφόρων δεν θα έλειπαν τα τρόφιμα. Ο δελφίνος θα έκανε καλά αν εύρισκε προμήθειες στο βασίλειο (Regno) και στο «δουκάτο», στην περιοχή τής Φότζια, καθώς και στην «αυτοκρατορία τής Ρωμανίας». Η Βενετία δεν παρήγαγε σιτηρά στην επικράτειά της και έπρεπε να τα εισάγει σε μεγάλες ποσότητες, αλλά η Γερουσία ήταν έτοιμη να κάνει οτιδήποτε σωστό και εφικτό, ώστε ο στρατός τού Ουμβέρτου να έχει προμήθειες (victualia) και θα ενημέρωνε σχετικά τον καπετάνιο, τον οποίο έστελναν μαζί με τον Ουμβέρτο.37

Στη Βενετία ο δελφίνος Ουμβέρτος επέδειξε σχεδόν αμέσως την αναποφασιστικότητα που θα χαρακτήριζε την απόδοσή του στην Ανατολική Μεσόγειο. Τώρα που η Γερουσία είχε εξοπλίσει και είχε θέσει στη διάθεσή του δύο γαλέρες, έστειλε στην αίθουσα τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης Φίλιππο να ρωτήσει, μήπως θα ήταν καλύτερο να πάει ανατολικά μέσω Ουγγαρίας. Ενδεχομένως είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να προσθέσει κάποιους Ούγγρους στις δυνάμεις του και προφανώς ήθελε να γνωρίζει από πρώτο χέρι τα σχέδια τού βασιλιά Λουδοβίκου για να εκδικηθεί τον θάνατο τού Ανδρέα. Τόσο τα συμφέροντα τού Ουμβέρτου όσο και εκείνα τής συζύγου του Μαρίας, κόρης τού Μπερτράν ντε Μπω, κόμη τού Μοντεσκαλιόζο στη Μπασιλικάτα τής νότιας Ιταλίας, θα επηρεάζονταν ιδιαίτερα από ουγγρική εισβολή στο ναπολιτάνικο βασίλειο.38 Στις 3 Νοεμβρίου (1345) η Γερουσία υπενθύμισε στον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης ότι ο Ουμβέρτος τούς είχε ζητήσει να βοηθήσουν την επίσπευση τού περάσματός του στην Ανατολή. Πηγαίνοντας μέσω Ουγγαρίας θα συνεπαγόταν υπερβολικές «καθυστερήσεις και δυσκολίες» (tarditas et impedimentum). «Όμως είναι σοφός ηγεμόνας και μπορεί να δράσει και να ρυθμίσει τις υποθέσεις του όπως τού φαίνεται καλύτερα».39

Ο Ουμβέρτος απέπλευσε γύρω στις 12 Νοεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία η Γερουσία έγραψε στον διοικητή τού Κόλπου Μαρίνο Γκριμάνι να στείλει στον στρατό στη Zάρα δύο βαριά οπλισμένες γαλέρες, που θα παρέμεναν εκεί «μέχρι την επιστροφή των δύο άλλων γαλερών, που μετέφεραν τον άρχοντα δελφίνο στο ταξίδι του».40 Ο πάπας Κλήμης ΣΤ’ παρακολουθούσε τη μάλλον αργή προέλαση τού Ουμβέρτου και στις 15 Νοεμβρίου είχε απρόθυμα συμφωνήσει σε «μετάθεση» τής άφιξης τού Ουμβέρτου στο Νεγκροπόντε μέχρι τα Χριστούγεννα.41

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου μια θαυμάσια περιγραφή χριστιανικής νίκης επί των Τούρκων εξαπλώθηκε σε τμήματα τής Ιταλίας και τής Γαλλίας. Οι άνθρωποι πίστευαν στα θαύματα, ενώ λέγονταν απίθανες ιστορίες σε ταβέρνες και πανδοχεία, σε λιμάνια και χωριά. Μια επιστολή στα λατινικά, χρονολογημένη αόριστα στο 1345, που υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Χιού Δ’ τής Κύπρου προς την Ιωάννα Α’ τής Σικελίας (Νάπολης), αφηγείται τις λεπτομέρειες μιας ασυνήθιστης μάχης, που έλαβε χώρα στις 24 Ιουνίου, όταν «συγκεντρωθήκαμε σε πεδιάδα ανάμεσα στη Σμύρνη και το Αλτολουόγκο (Έφεσος) και οι Τούρκοι είχαν 1.200.000 πολεμιστές, ενώ εμείς μόλις 200.000». Αφότου άρχισε η μάχη, κράτησε μέχρι το βράδυ. Οι αριθμητικά υστερούντες χριστιανοί εξαντλήθηκαν τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν πια να πολεμήσουν «και κατάκοιτοι περιμέναμε τον θάνατο». Καθώς οι αιμοδιψείς Τούρκοι προέλαυναν εναντίον τους, οι χριστιανοί ύψωσαν τις φωνές τους στον ουρανό σε προσευχή, παρακαλώντας τον Χριστό να τούς δώσει δύναμη πίστης και καρδιάς, «ώστε στο όνομά του να μπορέσουν να πάρουν την ευλογία τού μαρτυρίου, αφού δεν μπορούσαν να τούς αντισταθούν». Αλλά καθώς οι χριστιανοί είχαν χάσει κάθε ελπίδα για νίκη, περιμένοντας τον θάνατο με δάκρυα και θρήνους, εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσά τους μια μυστηριώδης φιγούρα. Ίππευε λευκό άλογο και κρατούσε λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό. Φορούσε προβιά καμήλας, είχε μακρύ και λεπτό πρόσωπο και μακριά γενειάδα. «Ω πιστοί, μη φοβάστε» (Ο fideles, nolite timere…), τούς φώναξε: «Σηκωθείτε … κι ας πολεμήσουμε μαζί!» (Surgite … et viriliter ad pugnam mecum venite!) Οι χριστιανοί αντέδρασαν σαν να μην είχαν μέχρι τότε πολεμήσει καθόλου. Το επερχόμενο σκοτάδι σταμάτησε. «Κι έτσι, με θεία βοήθεια, νικήσαμε στη μάχη». Οι χριστιανοί έκαναν ευχαριστήρια λειτουργία και η ουράνια οπτασία τούς είπε, «Κερδίσατε αυτό που ζητούσατε και θα πετύχετε μεγαλύτερες νίκες από αυτήν αν παραμείνετε σταθεροί στην πίστη σας». Όταν τον ρώτησαν ποιος ήταν, απάντησε, «Ιδού ο αμνός τού Θεού…» (Ecce agnus Dei). Τότε εξαφανίστηκε, ενώ γλυκιά οσμή διαχεόταν στην ατμόσφαιρα. Οι χριστιανοί ένιωθαν ξαφνικά εντελώς ανανεωμένοι, χωρίς να έχουν φάει ή πιει τίποτε. Μελωδικές φωνές γέμιζαν τούς ουρανούς. Τελικά άρχισαν να θάβουν τούς νεκρούς που εύρισκαν, από τούς οποίους 70.000 ήσαν Τούρκοι. Σύμφωνα με γαλλική εκδοχή τής εποχής αυτής τής επιστολής, 73.000 Τούρκοι σκοτώθηκαν σε εκείνη τη θαυμάσια μάχη και 3.052 χριστιανοί.42 Η μυστηριώδης φιγούρα που είχε μετατρέψει την ήττα σε νίκη ήταν φυσικά ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Το λατινικό κείμενο είναι καλογραμμένο, περιεκτικό, δραματικό, διαφωτιστικό. Προοριζόταν πιθανώς για κήρυκες τής σταυροφορίας, ενώ φαίνεται σαφώς ότι αποτελούσε προπαγάνδα, για να βοηθήσει στη στρατολόγηση εθελοντών για υπηρεσία στο εξωτερικό. Έτσι κι αλλιώς ο Άγιος Ιωάννης είχε υποσχεθεί (ξεκάθαρα όπως διασαφηνίζει η περιγραφή) ότι λίγοι θα πέθαιναν στη μάχη, ενώ εκείνοι που θα πέθαιναν, θα κέρδιζαν αιώνια ζωή. Υποσχόταν επίσης ότι βρίσκονταν μπροστά ακόμη μεγαλύτερες νίκες, αν οι χριστιανοί πολεμιστές παρέμεναν ακλόνητοι στην πίστη τους.43

Ο εύπιστος χρονικογράφος τής Πιστόια είχε επίσης διαβάσει την επιστολή (ή είχε ακούσει ιεροκήρυκα να τη διαβάζει) και βελτίωσε την ιστορία, αυξάνοντας τον αριθμό των Τούρκων νεκρών σε 700.000 και προσθέτοντας ότι «ύστερα από αυτό πάρα πολλοί χριστιανοί από όλη την Ιταλία παρακινήθηκαν να πάνε και να πολεμήσουν για την πίστη κατά των Τούρκων».44 Και καλά θα έκαναν, αλλά οι χριστιανοί είχαν την περαιτέρω διασφάλιση για «πολλά θαύματα … εκείνο τον καιρό» (molti miracoli … in quello tempo), ένα από τα οποία εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον χρονικογράφο. Στην πόλη Λ’ Άκουϊλα ή ακριβώς έξω από αυτήν υπήρχε μικρή εκκλησία και μια μέρα η ίδια η Παναγία εμφανίστηκε πάνω στον βωμό, κρατώντας το Βρέφος και φέροντας σταυρό. Όλοι συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία. Παρέμεινε πάνω από τον βωμό μέχρι την τρίτη ώρα, πιο λαμπρή και πιο όμορφη από τον ήλιο. «Και ξέρουμε ότι όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν εκείνη την ημέρα στη Λ’ Άκουϊλα είχαν το αποτύπωμα μικρού σταυρού πάνω στον δεξιό ώμο. Έτσι, εξαιτίας αυτού τού θαύματος, πολλοί Aκουϊλάνοι και άλλοι από την ύπαιθρο πήραν το σταυρό και πήγαν να πολεμήσουν εναντίον των απίστων».45

O Oυμβέρτος τής Βιέν έφτασε τελικά στο σταυροφορικό ραντεβού στο Nεγκροπόντε γύρω στα Χριστούγεννα τού 1345. Τον υποδέχθηκε καλά η ενετική αποικία, που τού πρόσφερε δώρο 200 χρυσά δουκάτα. Μήνες αργότερα η Γερουσία αποφάσισε ότι το ποσό έπρεπε να καλυφθεί μέσω επιβολής εισφοράς από τον βαΐλο στους ελεύθερους αστούς και σε άλλους τής κοινότητας.46 Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων και μηνών που ακολούθησαν την αναχώρηση τού Ουμβέρτου από την πόλη, στη Βενετία δεν υπήρξε παραμέληση των ανατολικών υποθέσεων. Η Γερουσία ενέκρινε αποφάσεις για τον εξοπλισμό τριών γαλερών, για τον διορισμό διοικητών και για τη στρατολόγηση ανδρών για υπηρεσία στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε με το εμπόριο τής Αλεξάνδρειας και μάλιστα προσπάθησε (μάλλον ανεπιτυχώς) να συμβιβάσει την εύψυχη μαρκησία τής Μενδενίτσας (Βουδουνίτσας) Γουλιέλμα Παλλαβιτσίνι με τον Ενετό σύζυγό της Νικολό Α’ Τζόρτζιο, ζήτημα για το οποίο προσέφυγαν στον Ουμβέρτο για βοήθεια (στις 24 Ιανουαρίου 1346).47 Ο πάπας τού έγραφε ότι «οι Σαρακηνοί, Τάταροι και άλλοι άπιστοι, εχθροί τού σταυρού και τού ονόματος χριστιανός, σε μεγάλη και εχθρική συγκέντρωση στον Καφφά, … έχουν πολιορκήσει την πόλη από τη στεριά από όλες τις πλευρές» και τού ζητούσε να βοηθήσει τις γενουάτικες γαλέρες να υπερασπιστούν τον Καφφά, αν μπορούσε να το κάνει χωρίς να βάλει σε κίνδυνο τη σταυροφορία, με το οποίο ο πάπας εννοούσε κατά πάσα πιθανότητα επέκταση τού προγεφυρώματος τής Σμύρνης.48

Ο Κλήμης δεν μείωσε τον αριθμό των παπικών γαλερών που θα χρησιμοποιούνταν κατά των Τούρκων, επειδή (όπως θα δούμε) ο Ουμβέρτος είχε αποφασίσει ότι τελικά προτιμούσε γαλέρες από ιππείς. Πιθανώς οι Ενετοί τού γύρισαν τα μυαλά. Στις 21 Ιανουαρίου 1346 ο Κλήμης έδωσε λεπτομερή απόδειξη οικονομικής εξόφλησης στους αξιωματούχους τού Οσπιταλίου για το ποσό των 25.600 φλουριών, τα οποία είχε προβλέψει το παπικό ταμείο για τη συντήρηση των τεσσάρων γαλερών του.49 Παρά το γεγονός ότι ο Κλήμης αντιμετώπιζε με δυσμένεια τον Γενουάτη διοικητή του, τον εκλιπόντα Μαρτίνο Ζακκαρία, είχε αναθέσει στον γιο του Τσεντουριόνε τη διοίκηση μιας γαλέρας. Ο Τσεντουριόνε προβάλλει ιδιαίτερα στους λογαριασμούς τού παπικού ταμείου. Στις 17 Ιουνίου (1346) το ταμείο κατέβαλε σε αυτόν και σε κάποιον Ραϋμόν Μαρκεζάν από τη Νίκαια (Νις) 3.200 φλουριά στον καθένα για δαπάνες τεσσάρων μηνών, «κατά τη διάρκεια των οποίων θα υπηρετήσουν τον πάπα και τη ρωμαϊκή εκκλησία με δύο γαλέρες, όπως διέταξε ο πάπας, κατά των Τούρκων στην περιοχή τής Σμύρνης», έναντι προφανώς συνολικού ποσού 6.400 φλουριών. (Παρ’ όλα αυτά, όπως θα δούμε τώρα, ο Κλήμης σκόπευε να διατηρήσει τέσσερις γαλέρες στο Αιγαίο.) Ο Τσεντουριόνε πίεζε τότε το παπικό ταμείο για επιπλέον ποσό 1.200 φλουριών, που ισχυριζόταν ότι οφειλόταν ακόμη στον πατέρα του ως μη καταβεβλημένος μισθός,

και επειδή ο … πάπας είχε στείλει συχνά μεγάλα χρηματικά ποσά στον μάγιστρο τού Οσπιταλίου … για να πληρώσει τα μισθώματα και τούς μισθούς στις εν λόγω γαλέρες και καπετάνιους, δεν γνώριζε αν … είχε πληρωθεί ή όχι ο κύριος Μαρτίνο. Και ενώ επίσης αναφερόταν ότι οι … γαλέρες δεν είχαν εξοπλιστεί όπως προβλεπόταν στις συμφωνίες που είχαν γίνει με τον πάπα, όπως προκύπτει από δημόσια έγγραφα, όμως ο πάπας, θέλοντας να αντιμετωπίσει ευγενικά τον εν λόγω Τσεντουριόνε, κατέθεσε το ποσό στις 2 Μαΐου 1346 (μέχρι να διευκρινιστεί το ζήτημα) με τούς Τζακομίνο ντα Σαρσάνα … και Λουκίνο Περεγκρίνι, εμπόρους τής Γένουας, [ενώ] σήμερα [στις 19 Ιουνίου] με εντολή τού πάπα το εν λόγω ποσό έχει δεσμευτεί για πληρωμή στον ίδιο Τσεντουριόνε, ο οποίος εισέπραξε κατά συνέπεια άλλα 1.200 φλουριά.50

Στις 19 Αυγούστου (1346) ο Κλήμης ΣΤ’ έγραφε στον Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν, που είχε πρόσφατα διαδεχθεί τον Ελιόν ντε Βιλλνέβ ως μάγιστρος τού Οσπιταλίου ότι έστελνε με δύο γαλέρες στο Αιγαίο τον Τσεντουριόνε Ζακκαρία και τον Ραϋμόν Μαρκεζάν από τη Νις, για να αντικαταστήσουν τις δύο λιγώτερο αξιόπλοες από τις «τέσσερις παλιές γαλέρες» (που είχε στείλει στην εκστρατεία τής Σμύρνης). Η παπική μοίρα θα εξακολουθούσε να αποτελείται από τέσσερις γαλέρες. Οι Ζακκαρία και ο Μαρκεζάν θα έπαιρναν καθένας 800 φλουριά το μήνα, ως μισθούς (stipendia) για τις γαλέρες τους, ενώ στον βαθμό που ο Κλήμης ζητούσε υπηρεσία ενός ολόκληρου έτους, θα έπαιρναν καθένας επιπλέον 6.400 φλουριά, δηλαδή συνολικά 12.800 για τις δύο γαλέρες τους για οκτώ ακόμη μήνες. Δεδομένου ότι θα γινόταν πληρωμή και για τις άλλες δύο γαλέρες, «οι οποίες θα διατηρηθούν», με το ίδιο μίσθωμα, αυτές θα κόστιζαν 19.200 φλουριά, που σήμαινε συνολικά (όπως αναφέρει ο Κλήμης) 32.000 φλουριά. Οι πληρωμές θα άρχιζαν όταν οι γαλέρες θα έφευγαν από το λιμάνι. Όμως η κούρτη είχε μάθει από αξιόπιστες πηγές ότι οι «τέσσερις παλιές γαλέρες» δεν βρίσκονταν σε συνεχή υπηρεσία, αλλά έμπαιναν στο λιμάνι και παρέμεναν εκεί από καιρό σε καιρό (προφανώς πολύ συχνά κατά τη γνώμη τού πάπα) και συνεπώς δεν πρόσφεραν την «οφειλόμενη υπηρεσία» (servitium debitum) που πρόβλεπαν οι συμβάσεις, τις οποίες οι κυβερνήτες (patroni) είχαν συνάψει με την Αγία Έδρα. Δεδομένου ότι κανείς δεν θα μπορούσε να υπολογίσει εκ των προτέρων τις μελλοντικές περιόδους πραγματικής υπηρεσίας, η κούρτη προγραμμάτιζε να στείλει στο Οσπιτάλιο τής Ρόδου 16.000 χρυσά φλουριά (ο ηγούμενος τής Ναβάρρας ενεργούσε ως παπικός ταμίας), και ο Κλήμης ήθελε να εξουσιοδοτηθούν ορισμένα πρόσωπα, ώστε να επιτηρούν τις γαλέρες και να στέλνουν στο παπικό ταμείο «κρυφές πληροφορίες» (secreta informatio), έτσι ώστε να γίνονται πληρωμές σε αντιστοιχία με την προσφερόμενη υπηρεσία. Ο Κλήμης ανέφερε επίσης ότι έστελνε αντίγραφα των συμβάσεων που είχε συνάψει πρόσφατα με τούς Τσεντουριόνε και Ραϋμόν, καθώς και εκείνων με τούς κυβερνήτες (patroni) των «τεσσάρων παλαιών γαλερών», έτσι ώστε ο Ντιεντοννέ και οι αξιωματούχοι τού Οσπιταλίου να μπορούν να είναι πλήρως ενημερωμένοι για όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.51

Οι Ζακκαρία και Μαρκεζάν είχαν ήδη εισπράξει 6.400 φλουριά. Η παπική μοίρα θα κόστιζε 38.400 φλουριά για υπηρεσία ενός ολόκληρου έτους, αλλά σύμφωνα με τούς λογαριασμούς εξόδων (exitus) στις 30 Ιουνίου (1346) το παπικό ταμείο είχε καταβάλει στον ηγούμενο τής Ναβάρρας Γκαρέν ντε Σατωνέφ και σε δύο από τούς συναδέλφους του το ποσό των 10.400 φλουριών, ενώ στις 9 Σεπτεμβρίου διέθεσε στον Γκαρέν επιπλέον ποσό 48.000 φλουριών προς απόδοση στον Ντιεντοννέ στη Ρόδο, για πληρωμή στους κυβερνήτες (patroni) των τεσσάρων παπικών γαλερών.52 Αν αυτές οι χρηματοοικονομικές περιφορές γίνονται δύσκολα κατανοητές, συνοψίζονται σε έγγραφο τής αποπληρωμής που εξέδωσε ο Κλήμης στις 17 Σεπτεμβρίου (1346) προς τον παπικό ταμία, τον Βενεδικτίνο Ετιέν Καμπαρού, αργότερα επίσκοπο τού Σαιν Πον ντε Τομιέρ στη νότια Γαλλία: Πληρωμές σε Mαρκεζάν και Τσεντουριόνε Ζακκαρία, 6.400. Καθυστερούμενες αποδοχές Μαρτίνο Ζακκαρία, που καταβλήθηκαν στον Τσεντουριόνε, 1.200. Σε Γκαρέν ντε Σατωνέφ και δύο Ιωαννίτες, 10.400. Πάλι στον Γκαρέν, 48.000. Στον επίσκοπο Αντόνιο ντε Αριμπάντι τής Γκαέτα και στον Τζιοβάννι Σκαρλάττο, εκλεγμένο επίσκοπο Κορώνης, για ιεραποστολικό έργο στην Αρμενία, 1.000. Και σε δύο απεσταλμένους Αρμενίων που είχαν έρθει στην παπική κούρτη, 300, που αθροίζονται σε γενικό σύνολο 67.300 φλουριών, που δαπανήθηκαν για τις ανατολικές υποθέσεις κατά τούς τρεις μήνες από τις 17 Ιουνίου μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου.53 Ό,τι συμπέρασμα κι αν βγαίνει για την παπική θητεία τού Κλήμεντα ΣΤ’, είναι σαφές ότι έδωσε μεγάλη προσοχή στις ανατολικές υποθέσεις και δαπάνησε μεγάλα ποσά σε αντι-τουρκικές επιθέσεις. Είχε ήδη δώσει εντολή στον αρχιεπίσκοπο Ανρί ντε Βιλλάρ τής Λυών και στον επίσκοπο Ζαν ντε Σισύ τής Γκρενόμπλ να εισπράξουν από καθένα στο Ντωφίν, κληρικούς και λαϊκούς, αγαθά που αποκτήθηκαν με δόλο (bona male ablata) και να απαλλάξουν από την κατηγορία τής κατάχρησης (ab reatu) εκείνους που θα επέστρεφαν τέτοια αγαθά, που θα χρησιμοποιούνταν για τη σταυροφορία τού Ουμβέρτου εναντίον των Τούρκων.54

Καθώς ο Ουμβέρτος συνέχιζε τις προετοιμασίες του στο Nεγκροπόντε, ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας είχε ξεσπάσει με μανία. Ο Κλήμης ΣΤ’ τού έγραψε στις 7 Φεβρουαρίου 1346, συγχαίροντάς τον ότι ως σταυροφόρος στην Ανατολή θα κέρδιζε αιώνια ανταμοιβή καθώς και τον έπαινο τής χριστιανοσύνης και δεν θα έχυνε χριστιανικό αίμα, «όπως έπρεπε να κάνεις και θα έκανες τώρα αν βρισκόσουν στην από δω πλευρά τής θάλασσας». Ο Κλήμης δήλωνε ότι επέκτεινε την σταυροφορική επιδότηση από τρία χρόνια σε πέντε, ενώ παρακολουθούσε όσο καλύτερα μπορούσε ορισμένα θέματα που είχαν σημασία για τον Ουμβέρτο στη Γαλλία.55 Στις 15 τού μηνός ο Κλήμης έστειλε επιστολές στις κυβερνήσεις τής Γένουας, Πίζας, Αγκώνας, Περούτζια, Σιένα, και Φλωρεντίας, καθώς και στους Αλμπέρτο και Μαστίνο ντέλλα Σκάλα τής Βερόνα, τούς Τζιοβάνι και Λουκίνο Βισκόντι τού Μιλάνου, τον Ταντέο ντε Πέπολι τής Μπολώνια και άλλους, ζητώντας τους να στείλουν βοήθεια στον Ουμβέρτο για την υπερπόντια επιχείρησή του.56 Λίγες ημέρες αργότερα (στις 19 τού μηνός) η Γερουσία τής Βενετίας χορήγησε στον φίλο τού δελφίνου, στον Χιού τής Γενεύης, άδεια για τη μεταφορά όχι περισσότερων από πενήντα άνδρες «με ελαφριά ιπποσκευή [levibus arnesiis] … στις γαλέρες μας τής ένωσης». Θα πήγαιναν μαζί τους δύο από τούς ιερείς τού δελφίνου, καθώς και «συγκεκριμένος αξιωματούχος τού άρχοντα δούκα τής Αθήνας με … έναν ακόλουθο και ελαφριά ιπποσκευή», ο οποίος θα αποβιβαζόταν κάπου στην Ελλάδα, όπου ο καπετάνιος έκρινε ότι ήταν καλύτερο.57 Δούκας τής Αθήνας ήταν φυσικά ο Γκωτιέ ντε Μπριέν (Gautier de Brienne), ο οποίος έστελνε πιθανώς απεσταλμένο στους ακολούθους του στο Άργος και το Ναύπλιο.

Ενώ η προσοχή των Γάλλων και των Άγγλων ήταν πολύ αποσπασμένη λόγω τής έναρξης τού Εκατονταετούς Πολέμου, οι Ιταλοί ανησυχούσαν για νέα τής σταυροφορίας τού Ουμβέρτου. Όταν δεν υπήρχαν γεγονότα, τότε ο χρονικογράφος τής Πιστόια προσάρμοζε προφανώς φήμες στον σκοπό του, περιγράφοντας ότι αφήνοντας τη Βενετία ο Ουμβέρτος προχώρησε προς τη Μυτιλήνη, «δεκαοκτώ μίλια από την Τουρκία». Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στο νησί, 2.300 πεζούς και 70 ιππείς, και παρέμεινε εκεί για δεκαπέντε ημέρες, οπότε τού επιτέθηκαν 1.500 Τούρκοι με 26 πλοία. Πρόσφεραν μάχη, την οποία ο δελφίνος αποδέχθηκε. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν, ο δελφίνος τούς νίκησε και έκαψε τα πλοία τους, «και το πεδίο παρέμεινε στον δελφίνο και τούς χριστιανούς του». Ο Τούρκος ηγέτης (lo Barone Mitaometto) συνελήφθη και πρόσφερε το βάρος του σε ασήμι ως λύτρα. Λέγεται ότι ο Ουμβέρτος αρνήθηκε τα λύτρα και επέμεινε για τον προσηλυτισμό στον χριστιανισμό τού επικεφαλής και των άλλων αιχμαλώτων, οι οποίοι αρνήθηκαν να σώσουν τις ζωές τους θυσιάζοντας την πίστη τους. Στη συνέχεια με εντολή τού Ουμβέρτου ο «Mitaometto» και 150 άλλοι Τούρκοι εκτελέστηκαν από τοξότες. Ο χρονικογράφος προσθέτει ότι 100 άνδρες από την περιοχή τής Πιστόια είχαν πολεμήσει στη μάχη τής Μυτιλήνης υπό τις διαταγές κάποιου Φεντερίκο Καντσελιέρι, ο οποίος ανέμιζε την καρώ σημαία τής κοινότητας, και ότι κατά τούς δεκαοκτώ μήνες πριν από τις 10 Φεβρουαρίου 1346 (πιθανότατα την ημερομηνία τής μάχης τής Μυτιλήνης), οι χριστιανοί είχαν πάρει πάνω από έξι πόλεις στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης φυσικά τής Σμύρνης.58 Είναι δύσκολο να πιστέψουμε οτιδήποτε σε αυτή την περιγραφή. Μια τέτοια νίκη δεν θα είχε ξεφύγει ποτέ από την αλληλογραφία τού Κλήμεντος ΣΤ΄, ούτε θα είχαν ξεφύγει οι εκατό Πιστοϊέζοι που υπηρετούσαν δήθεν στον στρατό τού Ουμβέρτου.

Ο Ουμβέρτος έστειλε αριθμό αγγελιοφόρων στην Αβινιόν,59 γιατί χρειαζόταν συχνά συμβουλές καθώς και χρήματα. Ανάμεσά τους ήταν κάποιος Μπαρτολομέο ντε Τομάρι, που περιγράφεται ως «εφημέριος (canon) από τη Σμύρνη», ο οποίος έφυγε από το Nεγκροπόντε μάλλον στις αρχές Μαρτίου 1346, αφού παρέδωσε στον πάπα επιστολή ή επιστολές καθώς και προφορικά μηνύματα από τον Ουμβέρτο στις 30 Απριλίου. Ο Ουμβέρτος έγραφε ότι ο κλήρος και ο λαός τού Νεγκροπόντε τον είχαν υποδεχθεί «θριαμβευτικά και με τιμές» και ότι έξι από τις γαλέρες τής ένωσης τον είχαν συναντήσει στο Νεγκροπόντε, οι τέσσερις παπικές γαλέρες, μια γαλέρα των Ιωαννιτών, καθώς και μια που ανήκε στους Ενετούς. Σε μακροσκελή επιστολή τής 15ης Ιουνίου ο Κλήμης απαντούσε ένα προς ένα στα σημεία που έθιγε ο Ουμβέρτος. Οι κυβερνήτες των τεσσάρων παπικών γαλερών διαμαρτύρονταν ότι το παπικό ταμείο δεν είχε στείλει τις επιδοτήσεις τους, στο οποίο ο Κλήμης απαντούσε ότι η παπική κούρτη είχε ενημερωθεί ότι οι γαλέρες είχαν αποσυρθεί από την υπηρεσία (de illis partibus recessisse) ήδη από τον προηγούμενο Αύγουστο και δεν είχε καμία επιθυμία να πληρώνει για αδράνεια. Επιπλέον, ενώ ο Ουμβέρτος ήταν ακόμη στην Αβινιόν, ήθελε να μειώσει ο πάπας τις τέσσερις γαλέρες σε δύο και να προσθέσει στην εκστρατεία εκατό ένοπλους ιππείς (με τα χρήματα που έτσι θα εξοικονομούσε). Αλλά πρόσφατα ο Φίλιππος, ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, είχε εμφανιστεί στην κούρτη για να εξηγήσει ότι ο Ουμβέρτος είχε αποφασίσει ότι τέσσερις γαλέρες θα ήσαν πιο χρήσιμες από δύο γαλέρες και τούς προτεινόμενους εκατό ιππείς. Ο πάπας κατά συνέπεια, επιθυμώντας να ακολουθήσει τη συμβουλή τού Ουμβέρτου, είχε διατάξει να ετοιμαστούν τέσσερις γαλέρες στη Γένουα και να σταλούν στην Ανατολή, ενώ η πληρωμή γι’ αυτές είχε σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί. Τώρα όμως, με επιστολή τού ίδιου τού Ουμβέρτου καθώς και από τη συνομιλία με τον Μπαρτολομέο, ο πάπας είχε μάθει ότι ο Ουμβέρτος επιθυμούσε να διατηρήσει τις τέσσερις γαλέρες που βρίσκονταν ήδη στην Ανατολική Μεσόγειο και οι οποίες είχαν προσφέρει τόσο λίγες υπηρεσίες. Ο Κλήμης λοιπόν δεν βρισκόταν αδικαιολόγητα σε αμηχανία ως προς το τι θα έπρεπε να κάνει με τις τέσσερις γαλέρες που είχε ετοιμάσει στη Γένουα, αλλά είχε αποφασίσει να στείλει τις δύο από αυτές προς τα ανατολικά, μεταφέροντας και τα χρήματα για την πληρωμή παρελθόντων και μελλοντικών χρεών. Θα αντικαθιστούσαν τις δύο λιγότερο ικανοποιητικές από τις «τέσσερις παλαιές γαλέρες». Το παπικό ταμείο είχε υποχρεωθεί να περιμένει τις νέες γαλέρες, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να στείλει τα χρήματα με ασφάλεια. (Ήδη η μεταφορά χρημάτων, ακόμη και επιστολών, είχε γίνει σοβαρό πρόβλημα στην Αβινιόν: η χρεωκοπία των Φλωρεντινών τραπεζικών οίκων μεταξύ 1343 και 1346 είχε θέσει τέρμα στη μεταβίβαση κεφαλαίων με συναλλαγματικές).60 Τον επόμενο μήνα οι γαλέρες θα απέπλεαν από τη Γένουα μαζί με δύο γαλέρες των Ιωαννιτών και έτσι η πληρωμή των διαμαρτυρομένων κυβερνητών και πληρωμάτων θα γινόταν σύντομα, για υπηρεσίες πραγματικά παρασχεθείσες στη χριστιανική υπόθεση στο Αιγαίο.61

Ύστερα από αίτημα τού Ουμβέρτου ο πάπας συμφώνησε να γράψει στην Άννα τής Σαβοΐας, τη χήρα αυτοκράτειρα και αντιβασίλισσα Κωνσταντινούπολης (1341-1347), για να ζητήσει να εκχωρηθεί στους Λατίνους ως ορμητήριο επιχειρήσεων για τρία χρόνια το νησί τής Χίου, «που είναι τόσο βασικό για εσάς και για την ένωση». Οι Έλληνες θα διατηρούσαν όλα τα δικαιώματα και έσοδά τους, ενώ θα παρέχονταν κατάλληλες εγγυήσεις στη βυζαντινή κυβέρνηση, ότι η Χίος θα επιστρεφόταν με το τέλος τής εκστρατείας. Ο Ουμβέρτος θα χρησιμοποιούσε κάθε δυνατή ευκαιρία για να ανοίξει τον δρόμο για την επανένωση τής αυτοκράτειρας και των Ελλήνων με την Καθολική Εκκλησία, αλλά ο Μπαρτολομέο θα εξηγούσε μετά την επιστροφή του γιατί ο Ουμβέρτος δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με τον εχθρό τής αυτοκράτειρας Ιωάννη Καντακουζηνό. (Μέσα σε δύο περίπου εβδομάδες ο Κλήμης θα μάθαινε ότι ο Καντακουζηνός είχε ο ίδιος στεφθεί συναυτοκράτορας στην Αδριανούπολη στις 21 Μαΐου 1346.) Ύστερα από αίτημα επίσης τού Ουμβέρτου ο Κλήμης ανέστειλε για τρία χρόνια, «αν και δεν φαινόταν σκόπιμο για ορισμένα άτομα», τοις ποινές τού αφορισμού και τής απαγόρευσης υπό τις οποίες βρισκόταν η καταλανική Μεγάλη Εταιρεία αφότου άρπαξε τη Θήβα και την Αθήνα από τον Μπριέν. Ο Ουμβέρτος είχε ζητήσει την άδεια να κόψει νομίσματα για χρήση από τη χριστιανική ένωση, την οποία τού έδωσε ο Κλήμης υπό ορισμένες επιφυλάξεις. Κατά τα λοιπά ο Κλήμης έγραφε ότι προσπαθούσε να κάνει ειρήνη στη Λομβαρδία και ότι θα έστελνε συχνά επιστολές και αγγελιοφόρους στον Ουμβέρτο, όπως ο τελευταίος τού είχε ζητήσει.62

Ο πάπας ετοίμασε αντίγραφο τής επιστολής που έστελνε στον Ουμβέρτο «λόγω των κινδύνων τού ταξιδιού». Την ίδια μέρα (15 Ιουνίου 1346) γράφτηκαν επιστολές προς την Άννα τής Σαβοΐας, την οποία αποκαλούσε «Ιωάννα», καθώς και προς τον υπολεγάτο Φραντσέσκο Μιτσιέλ, σχετικές με την προτεινόμενη προσωρινή παραχώρηση τής Χίου στους σταυροφόρους. Έγραψε στους αρχιεπισκόπους Πατρών και Θηβών ότι θα έπρεπε να άρουν για τρία χρόνια τις ποινές αφορισμού και απαγόρευσης που είχαν επιβληθεί στην καταλανική Εταιρία στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι οι Καταλανοί θα διέθεταν εκατό ιππείς και εκατό πεζούς σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου με τις δυνάμεις τού Ουμβέρτου. Ο πάπας έγραψε στον Χιού Δ’ τής Κύπρου, ζητώντας του να διατηρεί τις γαλέρες του κατά των Τούρκων, πράγμα που έκανε και η Αγία Έδρα, ενώ και οι Ιωαννίτες και οι Ενετοί «αναμφίβολα» θα έκαναν το ίδιο, ενώ για το ίδιο θέμα έγραψε και στον μάγιστρο τού Οσπιταλίου και στον δόγη τής Βενετίας. Συντάχθηκαν επιστολές προς την δελφίνη Μαρί ντε Μπω και τον Νικολό Πιζάνι, διοικητή των ενετικών γαλερών. Στη βόρεια Ιταλία ανακηρύχθηκε διετής εκεχειρία, με την ελπίδα ότι θα απομακρυνόταν τουλάχιστον μια σοβαρή απόσπαση τής προσοχής από τη σταυροφορία.63 Ο Μπαρτολομέο ντε Τομάρι ετοιμαζόταν να επιστρέψει στον δελφίνο και στον υπο-λεγάτο. Πήρε συστατική επιστολή64 και στις 22 Ιουνίου υπάλληλοι τού παπικού ταμείου τού έδωσαν 150 φλουριά για τα έξοδα τού ταξιδιού επιστροφής.65

Στο μεταξύ υπήρχαν απροσδόκητες εξελίξεις στην Ανατολή. Στις 8 Ιουνίου (1346) ο Γενουάτης ναύαρχος Σιμόνε Βινιόζο είχε ξαφνικά εμφανιστεί έξω από το Νεγκροπόντε με εικοσιεννέα γαλέρες. Ο στόλος του είχε αρχικά συσταθεί για επίθεση εναντίον μεγάλης αποικίας εξόριστων Γενουατών ευγενών στο Μονακό, οι οποίοι ετοίμαζαν γαλέρες και συγκέντρωναν χερσαίες δυνάμεις για να επιχειρήσουν τη βίαιη επανείσοδό τους στη Γένουα. Αλλά όταν διαχύθηκε αυτός ο κίνδυνος με τη φυγή των εξόριστων στη Μασσαλία, η νέα κυβέρνηση τού δόγη Τζιοβάνι Mούρτα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στόλο σε επιχείρηση στην Ανατολική Μεσόγειο, για την προστασία των ανατολικών κτήσεων τής κοινότητας και για να προσπαθήσει να διασπάσει την ταταρική πολιορκία τού Καφφά. Στο Nεγκροπόντε ο Βινιόζο βρήκε (όπως μαθαίνουμε) εικοσιέξι εξοπλισμένες γαλέρες και 400 ιππείς τής αντι-τουρκικής ένωσης υπό τον Ουμβέρτο, ο οποίος (όπως είπαν στον Βινιόζο) σχεδίαζε επίθεση εναντίον τής Χίου. Όπως έχουμε παρατηρήσει, οι Ζακκαρία κατείχαν τη Χίο για εικοσιπέντε χρόνια (οι Έλληνες την είχαν ανακτήσει το 1329) και ο Βινιόζο ήθελε να επανεγκαθιδρύσει τη γενουάτικη υπεροχή στο νησί, για την οποία είχε περισσότερους λόγους πέρα από πατριωτική υπερηφάνεια. Πριν αποπλεύσει από την πατρίδα του στις αρχές Μαΐου, η γενουάτικη κυβέρνηση είχε δεσμευτεί να εξοφλήσει τούς ιδιοκτήτες των γαλερών για τις ζημιές και τα έξοδά τους. Μέχρι να εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση, έπρεπε να εισπράττουν έσοδα προερχόμενα από οποιεσδήποτε κατακτήσεις μπορούσαν να κάνουν. Ο Ουμβέρτος έμαθε γρήγορα ότι οι Γενουάτες γνώριζαν τα σχέδιά του για τη Χίο και ήσαν αντίθετοι με αυτά. Λέγεται ότι είχε υποσχεθεί στον Βινιόζο 10.000 χρυσά φλουριά τον χρόνο και ότι είχε προσφέρει στους κυβερνήτες (patroni) των γενουάτικων γαλερών άλλες 30.000 σε πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και χρήματα, αν συμμετείχαν μαζί με τούς σταυροφόρους σε επίθεση κατά τής Χίου. Αυτοί αρνήθηκαν και μερικοί από τούς άνδρες τού Βινιόζο επιτέθηκαν στον στόλο τού Ουμβέρτου αρπάζοντας άλογα, κοσμήματα, ιπποσκευές και άλλα πράγματα, τα οποία χρησιμοποίησαν για την κατάληψη τής Χίου, στην οποία αποβιβάστηκαν στις 15 Ιουνίου. Μέσα σε μια εβδομάδα είχαν καταλάβει ολόκληρο το νησί εκτός από το κάστρο πάνω από την πόλη, το οποίο υπέκυψε στις 12 Σεπτεμβρίου ύστερα από πολιορκία τριών μηνών. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Βινιόζο προχώρησε στην ακτή τής Ανατολίας και μέχρι τις 20 τού μηνός είχε καταλάβει την Παλαιά και τη Νέα Φώκαια. Οι εταίροι τού Βινιόζο υποστήριζαν ότι είχαν δαπανήσει περισσότερες από 250.000 λίρες στην επιχείρηση. Επρόκειτο για εντελώς αναπάντεχη επιτυχία, η οποία φαινόταν ότι αποκαθιστούσε το γενουάτικη εμπορικό κατεστημένο στην Ανατολική Μεσόγειο.66

Φαίνεται ότι ο Ουμβέρτος απέπλευσε προς Σμύρνη στα τέλη Ιουνίου, λίγο μετά την όχι φιλική συνάντησή του με τον Βινιόζο. Ο συντάκτης τής εύθυμης, ευφάνταστης και αναξιόπιστης «Ρωμαϊκής ιστορίας» (Historia romana) γράφει ότι μεγάλη συνάθροιση σταυροφόρων συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη, ενώ κάθε μέρα οι Ενετοί έφερναν κι άλλους με τα πλοία τους! «Πόσα χρήματα έβγαλαν τα πλοία αυτά! Πώς έγδαραν τούς σταυροφόρους!». Αποσπούσαν και την τελευταία δεκάρα (farthing) καθώς οι πιστοί προσέρχονταν από την Κορώνη, τη Μεθώνη, τη Φώκαια, την Πάτρα και την Μονεμβασία. Ενώ οι Ενετοί στη Σμύρνη περίμεναν την άφιξη τού Ουμβέρτου, φαίνεται ότι είχαν στείλει πρεσβεία στον Ουμούρ Πασά στο «Αλτολουόγκο» (Έφεσος), για να ζητήσουν ανακωχή και να απαιτήσουν ολόκληρη την πόλη τής Σμύρνης (domannavano le Esmirre interamente). Λέγεται ότι οι Ενετοί απεσταλμένοι είχαν βρει τον Ουμούρ πασά να κάθεται στο έδαφος ακουμπισμένος στο αριστερό του χέρι, σε στοχαστική διάθεση. Ήταν κομψά ντυμένος στο μετάξι και πολύ παχύς. Το στομάχι του ήταν σαν βαρελάκι κρασιού. Τού σερβίριζαν ιδιαίτερα γλυκισμένα φαγητά σε έντονα βαμμένα πήλινα πιάτα. Έπινε αμυγδαλόγαλα, χειριζόταν με χρυσό κουτάλι τα αυγά, τα μπαχαρικά και το ρύζι, «ενώ έτρωγε άφθονα» (e fortemente devorava). Αφού άκουσε όσα είχαν να τού πουν οι Ενετοί, ο Ουμούρ πασάς είπε ότι ήταν πλήρως ενημερωμένος ότι ο δελφίνος ερχόταν να τού επιτεθεί, αλλά ότι δεν είχε κανένα φόβο για αυτό όσο άκμαζαν οι δύο χριστιανοί φίλοι του. «Ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι σας;» ρωτήθηκε και απάντησε μέσω διερμηνέα ο οποίος μιλούσε λατινικά «Είναι οι Γουέλφοι και οι Γιβελλίνοι!»

Τώρα πια ο δελφίνος είχε φθάσει στη Σμύρνη, σύμφωνα με τη «Ρωμαϊκή ιστορία» (Historia romana), διαθέτοντας όχι περισσότερους από τριάντα ιππότες. Έκλεισε τις πύλες, επέβαλε τάξη μεταξύ των ανθρώπων (στην κάτω πόλη) και δεν επέτρεπε σε κανένα να βγαίνει έξω. Έκανε εξορμήσεις από τα τείχη και συνέλαβε πολλούς Τούρκους. Ενώθηκε μαζί του μεγάλος αριθμός σταυροφόρων από τη Ρώμη, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πικαρδία, έτσι ώστε κάποια στιγμή βρέθηκαν εκεί 15.000 χριστιανοί. Αλλά ύστερα από αυτές τις εξορμήσεις προέκυψαν αντιξοότητες. Η ζέστη ήταν φοβερή και οι άνδρες περπατούσαν μέσα στη σκόνη σχεδόν μέχρι τα γόνατα. Οι σταυροφόροι αρρώσταιναν και πέθαιναν σαν πρόβατα. Υπήρχε πείνα. Ο μάγιστρος τού Οσπιταλίου δεν επέτρεπε σε ενετικά πλοία να μπουν στο λιμάνι, σύμφωνα με τη «Ρωμαϊκή ιστορία», ενώ εφοδίαζε τούς Τούρκους με τρόφιμα και όπλα. Οι άνδρες υπέφεραν σοβαρά. Μερικοί πήγαιναν στα πλοία. Άλλοι έβγαιναν έξω μόνοι τους. Οι Ενετοί κατάσχεσαν τούς πόρους των σταυροφόρων. Ο δελφίνος έχτισε ψηλά τείχη με πύργους, πύλες και τάφρους. Οι Ενετοί τοποθέτησαν φύλακες πάνω τους και ανέλαβαν την κάτω πόλη. Αφού λοιπόν οχύρωσε έτσι τη μικρή χριστιανική κοινότητα στο φρούριο τού λιμανιού, ο δελφίνος δεν έβλεπε τι περισσότερο μπορούσε να κάνει. Έφυγε από τη Σμύρνη και επέστρεψε στην πατρίδα του «και αυτό ήταν το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης».67

Δεν είναι σαφές με ποιόν τρόπο μπορούσε ο μάγιστρος τού Οσπιταλίου να απαγορεύει στους Ενετούς να μπαίνουν στο λιμάνι, όταν αυτοί έλεγχαν το κάτω φρούριο. Φαίνεται πιθανό ότι ο Ουμβέρτος έκανε εξορμήσεις από τα τείχη. Νέα για σύγκρουση με τούς Τούρκους, στην οποία πέτυχε νίκη αλλά έχασε πέντε από τούς ιππότες του, λέγεται ότι είχαν φθάσει στη Γκρενόμπλ τον Σεπτέμβριο τού 1346.68 Τότε οι δύο γαλέρες, τις οποίες είχε μισθώσει η Αγία Έδρα υπό την αρχηγία τού Ραϋμόν Μαρκεζάν τής Νικαίας και τού Τσεντουριόνε Ζακκαρία τής Γένουας, δεν είχαν ακόμη πραγματοποιήσει το πέρασμα προς την ανατολή. Πράγματι, στις 24 Σεπτεμβρίου ο πάπας διέταξε τον Ινάρ ντε Aλμπάρνο, ηγούμενο τού Οσπιταλίου στην Κάπουα, καθώς και τούς επισκόπους Πάδουας και Mόντε Κασσίνο, να υποχρεώσουν τούς Mαρκεζάν και Zακκαρία να προσκομίσουν δύο «δυνατές και μεγάλες γαλέρες» (fortes et magnae galeae αντί για τις δύο «αδύνατες και μικρές» (debiles et paruae) που είχαν προτείνει να οδηγήσουν στην Ανατολική Μεσόγειο, «σε αντίθεση με τούς όρους τού συμβολαίου τους με το παπικό ταμείο». Άλλωστε ο Μαρκεζάν είχε αποφασίσει να μην πάει στην Ανατολή, αλλά να παραμείνει στη Νάπολη, όπως τού είχε ζητήσει ο ηλικιωμένος και άρρωστος πατέρας του και κάποιος Αντουάν Ρούφι από τη Νίκαια (Νις) θα έπαιρνε τη θέση του. Οι Ουμβέρτος και Φραντσέσκο Μιτσιέλ ενημερώθηκαν για τις εξελίξεις αυτές,69 αλλά κατά πάσα πιθανότητα είχαν αναχωρήσει από τη Σμύρνη πριν φύγουν οι επιστολές τού πάπα από την Αβινιόν.

Οι διοικητές των παπικών γαλερών απαιτούσαν τις πληρωμές τους, οι οποίες δεν είχαν καταβληθεί για κάποιο χρονικό διάστημα σε αναμονή τής άφιξης χρημάτων από την Αβινιόν. Ο Ουμβέρτος τούς είχε δώσει δικά του χρήματα, «ώστε [όπως το είχε θέσει ο Κλήμης ΣΤ’] να μη χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα για την εγκατάλειψη τής υπηρεσίας τους την καθυστέρησή μας να τούς πληρώσουμε». Ο Ουμβέρτος μοιραζόταν προφανώς την ασθένεια των δυνάμεών του στη Σμύρνη. Νωχελικός και αναποφάσιστος από τη φύση του, αποσύρθηκε από την ενδοχώρα τής Ανατολίας στα τέλη τού καλοκαιριού (η ακριβής ημερομηνία παραμένει άγνωστη) και πήγε στο οχυρό των Ιπποτών τής Ρόδου, όπου πέρασε τον χειμώνα τού 1346-1347. Είχε θλιβερές ιστορίες να πει στον πάπα και έστειλε γράμμα (ή γράμματα) με τον Μπαρτολομέο ντε Τομάρι, ο οποίος συνοδευόταν αυτή τη φορά στο μακρύ ταξίδι προς την παπική κούρτη από δύο ιππότες, τούς Λανσέλμ Αϋνάρ και Ζαν ντε Γκέϋ. Οι τρεις απεσταλμένοι έφθασαν στην Αβινιόν προς το τέλος Οκτωβρίου ή αρχές Νοεμβρίου. Οι Αϋνάρ και ντε Γκέϋ σύντομα αναχώρησαν για τη γαλλική αυλή, πιθανώς για να προσπαθήσουν να συλλέξουν από τον Φίλιππο ΣΤ’ κάποια φεουδαρχικά μισθώματα, που παρέμεναν ανεξόφλητα όταν, πριν κάποιον καιρό, ο Ουμβέρτος είχε πουλήσει στο στέμμα έξι μικρά φέουδα.70 Ο Ζαν ντε Μαρινύ, επίσκοπος τού Μπωβαί, χρωστούσε επίσης χρήματα στον Ουμβέρτο, τα οποία ο Κλήμης ΣΤ’ τον διέταξε να πληρώσει όταν στις 11 Νοεμβρίου 1346 ετοίμαζε συστατικές επιστολές για τούς Αϋνάρ και ντε Γκέϋ, που θα επισκέπτονταν τον επίσκοπο ύστερα από τη μετάβασή τους στο Παρίσι.71

Ο Κλήμης απάντησε στην επιστολή τού Ουμβέρτου στις 28 Νοεμβρίου, συγχαίροντάς τον για την ανάρρωσή του από «ασθένεια» (infirmitas). Έγραφε ότι «ήδη πριν αρκετό καιρό» (tam diu est) είχε στείλει τον Γκαρέν ντε Σατωνέφ με χρήματα αρκετά για την υποστήριξη των παπικών γαλερών για ένα περίπου έτος, καλύπτοντας τόσο χρέη τού παρελθόντος όσο και μελλοντικές υποχρεώσεις. Ο Ουμβέρτος θα αποζημιωνόταν πλήρως για το ποσό που είχε καταβάλει στους διαμαρτυρόμενους πλοιάρχους. Δεν εύρισκε σκόπιμο να στείλει τότε «λεγάτο εκ μέρους του» (legatus de latere) στην Ανατολή, όπως σαφώς επιθυμούσε ο Ουμβέρτος. Επιπλέον ο Κλήμης και το Ιερό Κολλέγιο είχαν χορηγήσει αναβολή στον Ρομπέρτο τού Σαν Σεβερίνο, κόμη τού Κοριλιάνο, ο οποίος είχε υποσχεθεί να οδηγήσει δέκα γαλέρες στη σταυροφορία, λόγω τής αναταραχής στο βασίλειο τής Νάπολης. Στην πραγματικότητα, όπως ο Ουμβέρτος έπρεπε να γνωρίζει, το μεγαλύτερο μέρος τού κόσμου είχε πλέον παγιδευτεί στις θύελλες τού πολέμου, καθώς σατανικοί άνεμοι μεγάλωναν την τρικυμία.72 Ο Ουμβέρτος ήθελε να σταλούν στην ανατολή περισσότεροι σταυροφόροι, αλλά δεν ήταν παράξενο ότι δεν θα μπορούσαν να στρατολογηθούν, ακόμη κι αν ήθελαν να υπηρετήσουν. Όμως ο Κλήμης ανέφερε ότι είχε ζητήσει από τούς Ενετούς να μην εμποδίζουν την διέλευση τέτοιων σταυροφόρων αν μπορούσαν να βρεθούν, ενώ είχε γράψει στον Φίλιππο ΣΤ’ και στον επίσκοπο τού Μπωβαί σχετικά με τα χρέη που ο Ουμβέρτος ισχυριζόταν ότι τού όφειλαν και οι δύο. Οι Αϋνάρ και ντε Γκέϋ (tui milites) πήγαιναν τις επιστολές του στο προς βορρά ταξίδι τους. Όσον αφορά ορισμένα «άλλα μυστικά» (alia secreta), τα οποία ο Ουμβέρτος είχε θίξει στην επιστολή του, ο Κλήμης δήλωνε ότι απαντούσε σε αυτά με άλλο γράμμα,73 γιατί οι υπήκοοι έπρεπε σίγουρα να αντιμετωπίζονται με απόρρητο τρόπο, καθώς και με διακριτικότητα.

Η «άλλη επιστολή» φέρει την ίδια ημερομηνία (28 Νοεμβρίου 1346): Ο Κλήμης άρχιζε λέγοντας ότι η Γαλλία, η Αγγλία, η Γερμανία και η Ιταλία σπαράσσονταν από πολέμους και διαφωνίες, που εμπόδιζαν να τηρούν τούς όρκους τους εκείνοι οι σταυροφόροι που ήθελαν να ενταχθούν στον Ουμβέρτο. Φόροι δεκάτης και άλλες επιδοτήσεις δεν μπορούσαν πια να εισπράττονται. Ο Ουμβέρτος είχε εγείρει στην επιστολή του το ζήτημα εκεχειρίας με τούς Τούρκους, στο οποίο ο Κλήμης απαντούσε με μεγάλη προθυμία ότι «έχοντας εξετάσει προσεκτικά αυτά και άλλα γεγονότα, έχουμε τη γνώμη ότι δεν θα ήταν μόνο χρήσιμο, αλλά ακόμη και απολύτως αναγκαίο … να προχωρήσουμε στην εκεχειρία που αναφέρατε στην επιστολή σας προς εμάς, με τον καλύτερο, πιο έντιμο και ασφαλέστερο δυνατό τρόπο». Οι καρδινάλιοι συμφωνούσαν ομόφωνα. Ο Ουμβέρτος έπρεπε να διαβουλευθεί με τον υπολεγάτο, τον μάγιστρο τού Οσπιταλίου, τον ηγούμενο τής Κάπουα και τούς κυβερνήτες (patroni) των κυπριακών, ενετικών και άλλων γαλερών. Αν και είχε κάποιες προτάσεις, ο πάπας άφηνε τον τρόπο πραγματοποίησης τής εκεχειρίας στη διακριτική ευχέρεια τού Ουμβέρτου, αλλά επέμενε ότι οι διαπραγματεύσεις έπρεπε να διεξάγονται με μυστικότητα και τίποτε να μην διαρρέει ούτε καν στους απεσταλμένους τού Ουμβέρτου. Δεν έπρεπε να γίνει εκεχειρία για περισσότερα από δέκα χρόνια, για μέχρι τότε δηλαδή που θα μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι η Ευρώπη θα βρισκόταν σε ειρήνη. Στο μεταξύ ο Κλήμης δεν θα μπορούσε να στέλνει περισσότερα χρήματα, «όσο συνεχίζεται αυτό το κακό [τού πολέμου]». Ο Ουμβέρτος ήθελε να πάει για προσκύνημα στον Πανάγιο Τάφο, αλλά δεν έπρεπε να πάει μέχρι την επίτευξη και επικύρωση τής εκεχειρίας. Τότε θα μπορούσε να πάει στους Αγίους Τόπους και να επιστρέψει στη Γαλλία με τις ευλογίες τού πάπα, αν και είχε ορκιστεί να παραμείνει στην Ανατολή για τρία χρόνια.74

Μια επιστολή προς τον Ουμβέρτο συνήθως προκαλούσε διάφορες άλλες, που αφορούσαν τη σταυροφορία. Ο Κλήμης έγραψε στον Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν κατευθύνοντάς τον να προχωρήσει προσεκτικά σε ανακωχή με τούς Τούρκους, ενώ τον πληροφορούσε για την ανάγκη να αποζημιώσει τον Ουμβέρτο για τις πληρωμές του προς τούς κυβερνήτες των παπικών γαλερών. Ενημέρωνε τον Ινάρ τού Aλμπάρνο για τις επιστολές του προς τον Ουμβέρτο και τον Ντιεντοννέ και ζητούσε από τον Γκαρέν ντε Σατωνέφ να τού γράψει για την απόσυρση στη Ρόδο, για τον τρόπο με τον οποίο είχε ξοδέψει τα χρήματα που είχε μεταφέρει στην ανατολή, καθώς και για την κατάσταση των πραγμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ευχαριστούσε την Μαρί ντε Μπω, η οποία τού είχε στείλει νέα για την αποκατάσταση τής υγείας τού συζύγου της, ενώ προέτρεπε τον Χιού τής Γενεύης να σταθεί στο πλευρό τού Ουμβέρτου για την υπεράσπιση τής Καθολικής πίστης απέναντι στους Τούρκους.75 Ο Μπαρτολομέο ντε Τομάρι, ο πάντοτε χρήσιμος «εφημέριος από τη Σμύρνη», θα έφερνε τις επιστολές στη Ρόδο. Στις 4 Δεκεμβρίου τού χορηγήθηκε άδεια ασφαλούς διέλευσης (securus conductus).76 Δύο μέρες αργότερα υπάλληλοι τού παπικού ταμείου τού έδωσαν 150 φιορίνια για τις δαπάνες τού ταξιδιού επιστροφής του.77

Παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο (ή πρόσωπα) με τα οποία ο Κλήμης εξουσιοδότησε τον Ουμβέρτο να κάνει εκεχειρία δεν αναφέρονται στη «μυστική» επιστολή τής 28ης Νοεμβρίου, ήταν προφανώς ζήτημα που αφορούσε τον Ουμούρ πασά, ο οποίος θα μπορούσε πιθανότατα να είναι δεκτικός στην ιδέα αν είχε άλλα «σίδερα στη φωτιά». Δεν γνωρίζουμε αν υπήρξε ανταλλαγή πρεσβειών μεταξύ Ρόδου και αυλής Ουμούρ. Ίσως υπήρξε, αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν θα καθιστούσαν σαφές ότι σίγουρα δεν υπήρχε εκεχειρία.78

Η σταυροφορία είχε αποτύχει. Η Γερουσία τής Βενετίας ήταν πολύ ικανοποιημένη με τη «συμπεριφορά» τού συνεργάτη τού Ουμβέρτου, τού Φραντσέσκο Μιτσιέλ, υπολεγάτου και αρχιεπισκόπου Κρήτης, αλλά τώρα απέρριπταν αίτημα τού Ουμβέρτου (όποιο κι αν ήταν αυτό) και ευχαριστούσαν τρυφερά τούς απεσταλμένους του για την έκφραση τής καλής του προαίρεσης.79 Παρ’ όλα αυτά η Γερουσία ψήφισε στις 11 Μαρτίου 1347 να απαλλάξει τον Νικολό Πιζάνι, πρώην αρχηγό των ενετικών γαλερών τής αντι-τουρκικής ένωσης, από την αποδοχή τής εκλογής του ως «επόπτη» (provveditore) στη «Σκλαβονία», προκειμένου αυτός να ενωθεί με τον Ουμβέρτο (κατόπιν αιτήματος τού τελευταίου), στο νησί τής Ρόδου.80 Ο Πιζάνι μπορούσε να πάει στον Ουμβέρτο αν το επιθυμούσαν και οι δύο, αν και φαινομενικά η Βενετία δεν είχε σκοπό να δαπανήσει άλλους άνδρες ή χρήματα σε αυτή τη σταυροφορία.

Στο μεταξύ ο Ουμβέρτος είχε αναγγείλει την επιθυμία του στις 29 Ιανουαρίου στο παλάτι τού μάγιστρου τού Οσπιταλίου, ο οποίος την άκουσε μαζί με τούς Μιτσιέλ, Ινάρ ντε Aλμπάρνο, Γκαρέν ντε Σατωνέφ και τον Πανκράτσιο Τζουστινιάν, που είχε διοριστεί αρχηγός των ενετικών γαλερών τής ένωσης.81 Ο Ουμβέρτος είχε κουραστεί. Δεν τού άρεσε η σταυροφορία. Ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του. Ο Κλήμης ΣΤ’ είχε πει ότι ο Ουμβέρτος θα μπορούσε να επιστρέψει με τις ευλογίες τού πάπα αφού πρώτα κανόνιζε ανακωχή με τούς Τούρκους και, αν το επιθυμούσε, πήγαινε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ. Όμως δεν είχε γίνει ανακωχή και ο Ουμβέρτος είχε ορκιστεί να παραμείνει τρία χρόνια στην Ανατολή. Την εποχή περίπου που είχε αναγγείλει την επιθυμία του έγραψε στον Κλήμεντα, ο οποίος τού ανακοίνωσε στις 6 Μαρτίου ότι είχε μπλέξει με σημαντικά θέματα, αλλά θα απαντούσε σύντομα.82 Δύο εβδομάδες αργότερα (στις 19 Μαρτίου), ο Κλήμης ετοίμασε τρεις επιστολές για αποστολή στη Ρόδο: Επέτρεπε στον Ουμβέρτο να επιστρέψει, αν και δεν είχαν περάσει τα απαιτούμενα τρία χρόνια. τού χορηγούσε το δικαίωμα να τον απαλλάξει κατάλληλος εξομολογητής από τον όρκο του. Και τού επέτρεπε να αναθέσει σε δύο πλοία μεταφορών (naves) και δώδεκα γαλέρες να μεταφέρουν εμπορεύματα στην Αλεξάνδρεια, με την προϋπόθεση ότι δεν θα μετέφεραν όπλα ή άλλα λαθραία στους μουσουλμάνους.83 Η παπική αυλή υπέβαλε επίσης αιτήματα «ασφαλούς διέλευσης» για λογαριασμό τού Ουμβέρτου στις προϊστάμενες αρχές των πόλεων ή περιοχών μέσω των οποίων θα περνούσε κατά πάσα πιθανότητα κατά την επιστροφή του στη νότια Γαλλία.84

Η Μαρί ντε Μπω, η σύζυγος τού Ουμβέρτου, πέθανε στη Ρόδο πιθανότατα γύρω στα μέσα Μαρτίου 1347, γιατί τα νέα λέγεται ότι είχαν φθάσει στη Γκρενόμπλ την 1η Μαΐου. Τώρα ο χρόνος ζύγιζε βαριά για τον Ουμβέρτο, ο οποίος, προβλέποντας ευνοϊκή απάντηση τού Κλήμεντος στα αιτήματά του, ξεκίνησε για τη Βενετία, όπου έφτασε την τελευταία εβδομάδα τού Μαΐου. Εγκαταστάθηκε στο Δομινικανό μοναστήρι των Αγίων Ιωάννη και Παύλου, όπου ετοιμάστηκε στις 27 Μαΐου απογραφή των αργυρών του πλακών, πολύ πιθανόν με σκοπό την πώλησή τους.85 Σύμφωνα με τούς χρονικογράφους ήταν φοβερή άνοιξη. Υπήρχε η χειρότερη πείνα που μπορούσε κανείς να θυμηθεί. Και η τιμή των σιτηρών αυξανόταν σε φοβέρα ύψη μέχρι τη νέα σοδειά. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος τής Ουγγαρίας ήταν έτοιμος να εισβάλει στην Ιταλία. Ήταν κακή στιγμή για συγκέντρωση χρημάτων. Παρά τις μεγάλες αρχικές δαπάνες τού Ουμβέρτου και όλα τα χρήματα που είχε πάρει μαζί του στη σταυροφορία, λεγόταν ότι χρωστούσε ακόμη 30.000 χρυσά φλουριά, αλλά προφανώς κατάφερε να εξοφλήσει το χρέος κατά την ενός μήνα διαμονή του στη Βενετία.86 Ο Κλήμης επίσης ήθελε πολύ να κλείσει τούς σταυροφορικούς λογαριασμούς του και στις 19 Μαΐου (1347) το παπικό ταμείο τακτοποίησε τούς λογαριασμούς με τούς πληρεξουσίους των κυβερνητών (patroni) των τεσσάρων παπικών γαλερών, καταβάλλοντας στον καθένα διάφορα ποσά συνολικού ύψους περίπου 5.000 φλουριών, επιπλέον των 6.346⅔ φλουριών που έπρεπε να καταβληθούν στην Κύπρο.87 Στο μεταξύ οι προσπάθειες τού Ανρί ντε Βιλλάρ, τού κυβερνήτη τής Ντωφίν, σε συνδυασμό με τη γενναιοδωρία τού πάπα, είχαν βάλει 10.000 φλουριά στις άδειες τσέπες τού Ουμβέρτου,88 πράγμα που τον βοήθησε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.

Στις 21 Ιουνίου (1347), ενώ ο Ουμβέρτος βρισκόταν ακόμη στη Βενετία, ο Κλήμης τού έγραψε σύντομη επιστολή καλωσορίσματος στην πατρίδα, αναφέροντας ότι δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα, αφού θα τον έβλεπε σύντομα στην Αβινιόν.89 Στις 14 Ιουλίου έγραψε πάλι στον Ουμβέρτο, αρνούμενος να τού στείλει περισσότερα χρήματα. Ήθελε να μιλήσει μαζί του (colloquium personale) και εάν κατά τύχη πριν ερχόταν στην κούρτη ο Ουμβέρτος έβλεπε τον βασιλιά Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας, ο Κλήμης ήθελε να αποτρέψει ο Ουμβέρτος τον Λουδοβίκο από εισβολή στο ναπολιτάνικο βασίλειο, που ήταν φέουδο τής Αγίας Έδρας.90 Έχοντας αφήσει τις δοκιμασίες τής σταυροφορίας πίσω του στην Ανατολή, ο Ουμβέρτος δεν φαινόταν να βιάζεται να γυρίσει στην πατρίδα του. Πέρασε συνολικά περίπου τρεις μήνες στη βόρεια Ιταλία και έφτασε στη Γκρενόμπλ μόλις στις 8 Σεπτεμβρίου 1347. Καταχωρήσεις στους λογαριασμούς εξόδων τού παπικού ταμείου καταγράφουν την παρουσία του στην Αβινιόν από τις 27 Οκτωβρίου μέχρι τις 10 Νοεμβρίου, όταν προφανώς δειπνούσε καθημερινά με τον πάπα,91 τού οποίου η προσήνεια και ευγένεια τού εξασφάλισαν ευγενική υποδοχή.92

Όποιες κι αν ήσαν οι δικαιολογίες τού Ουμβέρτου προς την παπική κούρτη για τον τρόπο που διαχειρίστηκε τις υποθέσεις στην Ανατολή και όποιες κι αν ήσαν οι καταπραϋντικές απαντήσεις που ενδεχομένως έχει πάρει από Γάλλο πάπα και Γάλλους καρδιναλίους, η σταυροφορία ήταν οικτρή αποτυχία. Κατά τον Ματτέο Βιλλάνι ο Ουμβέρτος ήταν «μαλθακός, με μικρή δύναμη και αποφασιστικότητα» και ενώ κέρδισε κάποια τιμή και εκτίμηση ως σταυροφόρος, «επέστρεψε με λίγη καλή φήμη» (torno con poca buona fama).93 Ο Τούρκος χρονικογράφος Εμβέρι έχει γράψει ότι, αν και οι Τούρκοι είχαν αρχικά φοβηθεί τον Ουμβέρτο, επειδή πίστευαν ότι ήταν ισχυρός, ο Ουμούρ πασάς τον είχε υποβιβάσει σε «σκιάχτρο».94 Οι σύγχρονοι ιστορικοί τείνουν να συμφωνούν με τις εκτιμήσεις τού Εμβέρι και τού Ματτέο για τις ικανότητες τού Ουμβέρτου. Η εχθρότητα των Γενουατών είχε προσθέσει στα βάρη τού Ουμβέρτου. Οι Ενετοί ήσαν λιγότερο συνεργάσιμοι απ’ ό,τι θα μπορούσαν να είναι, ενώ είχαν κακές σχέσεις και με τούς Ιωαννίτες. Όμως λίγα στοιχεία υπάρχουν για να στηρίξουν την άποψη ότι η περιστασιακή βραδύτητα τού Κλήμεντος και τής κούρτης να απαντήσουν σε ερωτήσεις τού Ουμβέρτου από το εξωτερικό παρεμπόδιζε τη στρατιωτική του δράση. Είδαμε ότι ο Κλήμης προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήθελε ο «γενικός του διοικητής» τής σταυροφορίας, αλλά η αναποφασιστικότητα τού ίδιου τού Ουμβέρτου έφερνε συνεχώς σε αμηχανία την παπική κούρτη.

Έχοντας χάσει τον μοναχογιό του το 1335 και τη σύζυγό του το 1347, ο Ουμβέρτος γύρισε τελικά την πλάτη του στον καθημερινό κόσμο. Το 1344, όπως είδαμε, είχε δοκιμαστικά προβλέψει την εκχώρηση τού Ντωφίν στον δούκα Ιωάννη τής Νορμανδίας, τον μεγαλύτερο γιο τού Φιλίππου ΣΤ’ των Βαλώνων. Τώρα, στις 16 Ιουλίου 1349, σε συγκέντρωση υψηλών εκκλησιαστικών και φεουδαρχών μεγιστάνων στο Δομινικανό μοναστήρι στη Λυών, ο Ουμβέρτος παραιτήθηκε παρουσία τού Ιωάννη και τού Καρόλου, τού μεγαλύτερου γιου τού τελευταίου. Παρέδωσε το δελφινάτο (dauphinate) αμετάκλητα στον Κάρολο και τού απένειμε το σκήπτρο και το δαχτυλίδι, το αρχαίο σπαθί τού δελφινάτου και το έμβλημα τού Αγίου Γεωργίου.95 Την επόμενη μέρα παρέλαβε τη Δομινικανή ενδυμασία από τον ηγούμενο τού μοναστηριού και έτσι έγινε ο «λαμπρός πρίγκηπας Ουμβέρτος δελφίνος τού αρχαίου Βιεννουά … αδελφός τού Τάγματος των Κηρύκων» (illustrissimus princeps F. Humbertus dalphinus Viennensis antiquior … Ordinis Praedicatorum frater). Μεταξύ άλλων καλών έργων καταπιάστηκε γρήγορα με την προώθηση των ανατολικών αποστολών και τής μελέτης των ελληνικών μεταξύ των Δομινικανών στο Παρίσι. Την 1 Φεβρουαρίου 1350 ανακοίνωσε δημοσίως σε συνέλευση των ευγενών τού Ντωφίν την εκχώρηση τού πριγκηπάτου και ορισμένων άλλων εδαφών στον Κάρολο, προς τον οποίο έπρεπε εφεξής οι ευγενείς να δίνουν τον όρκο τής φεουδαρχικής υποταγής.96 Στο τέλος τού έτους λέγεται ότι έφυγε από το Ντωφίν και δεν επέστρεψε ποτέ, ενώ την ημέρα των Χριστουγέννων (του 1350) πήρε ιερές διαταγές από τον Κλήμεντα ΣΤ’ κι έγινε προφανώς υποδιάκονος τα μεσάνυχτα, διάκονος την αυγή και ιερέας στην μεγάλη λειτουργία που ακολούθησε. Μια εβδομάδα ή περισσότερο αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1351, χειροτονήθηκε Λατίνος πατριάρχης Αλεξανδρείας, ενώ στις 30 Απριλίου 1352 έγινε «αιώνιος διοικητής» (administrator perpetuus) τής εκκλησίας και τής αρχιεπισκοπής τής Ρεμς,97 αλλά σύντομα θέλησε να παραιτηθεί λόγω τής κακής κατάστασης τής υγείας του και τού μεγάλου βάρους τού αξιώματος, όπως θεωρούσε. Παρ’ όλα αυτά, στις 25 Ιανουαρίου 1355 ο βασιλιάς Ιωάννης τον αναγόρευσε επίσκοπο Παρισιού, ενώ οι επίτροποι θα κατευθύνονταν σύντομα στην Αβινιόν, για να συζητήσουν το θέμα με τον Ιννοκέντιο ΣΤ’, τον διάδοχο τού Κλήμεντα.98 Λίγους μήνες αργότερα ο Ουμβέρτος βρέθηκε στο Κλερμόν τής Ωβέρνης, όπου αρρώστησε και πέθανε στον οίκο των Δομινικανών στις 22 Μαΐου 1355, σε πρώιμη ηλικία σαραντατριών ετών. Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου θάφτηκε κάτω από τα σκαλιά προς την Αγία Τράπεζα, «από την πλευρά τού ευαγγελίου», στη Δομινικανή εκκλησία τής Ρυ Σαιν Ζακ, χωρίς να περιέχει η επιτύμβια πλάκα του αναφορά στην αναγόρευσή του στην εκκλησία τού Παρισιού.99

Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί προφανώς ανακουφίστηκαν με την αποχώρηση τού Ουμβέρτου από το προσκήνιο στη Ρόδο, δεν ήσαν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την αντι-τουρκική ένωση. Τον Ιανουάριο τού 1347 η Γερουσία ψήφισε τον εξοπλισμό πέντε γαλερών στον ναύσταθμο τής Βενετίας για υπηρεσία στην ένωση.100 Αυτές οι γαλέρες αναμφίβολα θα αντικαθιστούσαν εκείνες που βρίσκονταν σε χρήση εκείνη την εποχή. Την άνοιξη τού 1347, πιθανόν καθώς ο Ουμβέρτος ταξίδευε από τη Ρόδο προς τη Βενετία, οι χριστιανοί σύμμαχοι βελτίωσαν ξαφνικά την μέχρι τότε θλιβερή απόδοσή τους, νικώντας τούς Τούρκους σε σύγκρουση κάποιας σημασίας. Με επιστολές τής 24ης Ιουνίου (1347) προς τούς Φραντσέσκο Μιτσιέλ και Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν ο πάπας εξέφραζε τη χαρά του για την παραλαβή τής είδησης, ότι γαλέρες τής ένωσης, με τη βοήθεια τού Θεού, είχαν συλλάβει 118 τουρκικά σκάφη (vasa navigabilia) στο νησί τής Ίμβρου. Κατά την προσέγγιση των χριστιανών οι Τούρκοι είχαν αναζητήσει καταφύγιο στη στεριά, αλλά οι αντίπαλοί τους τούς περικύκλωσαν και έστειλαν για ενισχύσεις σε άλογα, όπλα και άνδρες (τις οποίες διέθεσε ο Ντιεντοννέ από τη Ρόδο).101 Αν υπήρχαν 118 σκάφη (vasa), τα περισσότερα πρέπει να ήσαν μικρά αλιευτικά επιταγμένα από κάποιον Τούρκο εμίρη ή διοικητή, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι Τούρκοι αυτοί είχαν έρθει από το Αϊδίνι (Σμύρνη) και ότι o Ουμούρ πασάς είχε υποστεί κάποια αποτυχία. Όμως είναι πιθανό η χριστιανική επιτυχία να βοήθησε τον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον καλό φίλο τού Ουμούρ, να στρέψει τα μάτια του προς τα δυτικά.

Όταν ο Καντακουζηνός ξαναμπήκε στην Κωνσταντινούπολη ως αυτοκράτορας στις 3 Φεβρουαρίου 1347, βρήκε στην πόλη κάποιον Βαρθολομαίο Ρώμης, τον οποίο ο δελφίνος Ουμβέρτος είχε στείλει ως απεσταλμένο του στη χήρα αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα, την πρώην Ιωάννα τής Σαβοΐας. Ο Βαρθολομαίος ήταν εφημέριος (canon) τού Νεγκροπόντε, όπου είχε υπηρετήσει ως εκπρόσωπος (vicar) τού Λατίνου πατριάρχη Ερρίκου τού Άστι. Είτε τού το επέβαλε ο Καντακουζηνός είτε όχι, ο Βαρθολομαίος έγραψε αμέσως στον Κλήμεντα ΣΤ’ και στον Ουμβέρτο τις πιο λαμπρές περιγραφές για την κατάληψη τής βυζαντινής πρωτεύουσας από τον νέο αυτοκράτορα. Ο Καντακουζηνός ενσωμάτωσε ταπεινά αυτές τις δύο επιστολές στα απομνημονεύματά του.102

Ο Καντακουζηνός γνώριζε τον Βαρθολομαίο εδώ και χρόνια από το Διδυμότειχο τής Θράκης, όταν σε διάφορες περιπτώσεις είχαν εμπλακεί σε θεολογικές συζητήσεις κατόπιν αιτήματος τού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, ο οποίος πέθανε τον Ιούνιο τού 1341. Τότε ο Καντακουζηνός ήταν μεγάλος δομέστικος και λέγεται ότι σε αυτές τις προφανώς επίσημες συζητήσεις είχε διατεθεί ευνοϊκά απέναντι στην εκκλησιαστική ένωση. Aκολούθως είχε υποδεχθεί τον Μπαρτολομέο ντε Τομάρι στη Σηλυμβρία και είχαν μιλήσει φιλικά μάλλον για το ίδιο θέμα. Τώρα, «αμέσως μετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη», ο Καντακουζηνός είχε καλέσει τον Βαρθολομαίο τής Ρώμης και διερευνούσε μαζί του τρόπους επανασυμφιλίωσης των Ελλήνων με τη Λατινική Εκκλησία και εξασφάλισης τής υπακοής τους στη Ρώμη. Είχε συντάξει με τη συγκατάθεση τού νεαρού συναυτοκράτορά του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου χρυσόβουλλο, το οποίο υπέγραψαν και οι δύο με μελάνι κιννάβαρης και «το οποίο δίνει στον κύριό μας πάπα τον σωστό τίτλο του και αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία και οικουμενικότητα τής ρωμαϊκής εκκλησίας». Η επιθυμία τού Καντακουζηνού να ενώσει τη χριστιανοσύνη κάτω από την τριπλή τιάρα δεν είχε όρια, «και αυτός θα εξασφαλίσει την υπακοή που έχει εξασφαλίσει ο πάπας από τον βασιλιά τής Γαλλίας και έτσι σκοπεύει, για τον εαυτό του και την αυτοκρατορία του, να εισέλθει σε ένωση με τον κύριο πάπα και τη ρωμαϊκή εκκλησία, όπως και ο βασιλιάς τής Γαλλίας». Όμως χρειαζόταν βοήθεια ενάντια στους εχθρούς του, «Χριστιανούς, Σαρακηνούς και παγανιστές», ενώ πρότεινε σύνοδο για να συζητηθεί η Ένωση, η οποία θα μπορούσε να συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη, αν και θα μπορούσαν επίσης να εξεταστούν το Νεγκροπόντε και η Ρόδος. Αλλά για τη σύγκληση μιας τέτοιας συνόδου ο Καντακουζηνός θα χρειαζόταν την ισχυρή υποστήριξη λατινικής αρμάδας, «έτσι ώστε με τη βία και τον φόβο να μπορέσει αυτός να επιβάλει το πείσμα του [να δεχθεί] την ρωμαϊκή πίστη», προς την οποία έτειναν ήδη πολλοί Έλληνες. Επιπλέον, ο Καντακουζηνός ήταν διατεθειμένος «να ενώσει το λάβαρό του με το λάβαρο τού πάπα και [με εκείνο] τού άρχοντα δελφίνου …, ακόμη και να προχωρήσει προσωπικά εναντίον των Τούρκων….». Θα προχωρούσε με χριστιανική αρμάδα εναντίον τής Σμύρνης (armata Smirnarum)! Μπορούσε να αναλάβει και την αρχηγία τής εκστρατείας, αν ο πάπας το επιθυμούσε, ενώ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσε να επιτύχει περισσότερα «σε ένα μήνα με την αρμάδα εναντίον των Τούρκων, από όσα είχαν πετύχει οι διοικητές τής παρούσας αρμάδας σε ένα χρόνο». Τέλος ήθελε να τον βοηθήσει ο πάπας εναντίον τού Στέφανου Ντούσαν, τού βασιλιά τής Σερβίας, ο οποίος σε αντίθεση με όλα τα δικαιώματα είχε καταλάβει ελληνικά εδάφη. Ο Καντακουζηνός επανεξέτασε όλα αυτά τα σημεία με τον Βαρθολομαίο Ρώμης μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 9ης Οκτωβρίου (1347), τα οποία συμπεριλήφθηκαν σε υπόμνημα, το οποίο ο Βαρθολομαίος επρόκειτο να προσκομίσει στον πάπα, όταν η ελληνική πρεσβεία θα πήγαινε στην Αβινιόν.103

Ο Καντακουζηνός έγραψε επίσης επιστολή προς τον πάπα, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1347, επαινώντας τον για το ενδιαφέρον του για τούς ανατολικούς χριστιανούς και για την οργάνωση τού «ιερού περάσματος» (sacrum passagium) κατά των Τούρκων (στην πραγματικότητα κατά τού πιστού συμμάχου του Ουμούρ πασά). Επρόκειτο κατά κάποιο τρόπο για συστατική επιστολή των τριών Ελλήνων απεσταλμένων που πήγαιναν στην Αβινιόν, τού πρωτοβεστιαρίου Γεώργιου Σπανόπουλου, τού Νικόλαου Σιγηρού και τού Φρανσουά ντε Περτούζο ή ντυ Περτουΐ, ενός ιππότη από την Ωβέρνη στην υπηρεσία τού Καντακουζηνού. Οι τρεις είχαν υπάρξει μάρτυρες τής επίσημης διαβεβαίωσής του για όλες τις δεσμεύσεις που δήλωνε ότι ήταν έτοιμος να αναλάβει, όπως αυτές περιλαμβάνονταν στο υπόμνημα.104 Η ημερομηνία αναχώρησής τους από την Κωνσταντινούπολη δεν είναι γνωστή, αλλά φαίνεται ότι είχαν αναχωρήσει αρκετές εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση (στις 9 Οκτωβρίου) των διασκέψεων τού Βαρθολομαίου Ρώμης με τον Καντακουζηνό. Πιθανώς αποβιβάστηκαν στη Βενετία και παρέμειναν εκεί αρκετό καιρό, προκειμένου να ανακάμψουν από τις κακουχίες ενός ταξιδιού, που είχε γίνει Νοέμβριο ή Δεκέμβριο. Ο Λένερτζ έχει προτείνει ότι ο Νικόλαος Σιγηρός συναντήθηκε πιθανότατα στα τέλη Ιανουαρίου 1348 με τον Πετράρχη στη Βερόνα, όπου η ελληνική αποστολή ίσως είχε σταματήσει κατά το ταξίδι της προς τα δυτικά. Είναι γνωστό ότι ο Πετράρχης βρισκόταν στη Βερόνα εκείνη την εποχή. Στις 10 Φεβρουαρίου οι Έλληνες πρέσβεις αναφέρονται ως ευρισκόμενοι στο Μιλάνο. Ο Σιγηρός ήταν ο διερμηνέας τής αποστολής. Αυτός και ο Πετράρχης έγιναν καλοί φίλοι, ενώ μερικά χρόνια αργότερα έστειλε στον Πετράρχη ελληνικό κείμενο τού Ομήρου, για το οποίο ο ποιητής τον ευχαρίστησε με επιστολή τής 10ης Ιανουαρίου (1354;).105

Στο μεταξύ ο εργατικός Μπαρτολομέο ντε Τομάρι διαπραγματευόταν για εκεχειρία, την οποία είχε προτείνει ο Ουμβέρτος, με τον Ουμούρ πασά τής «άνω Σμύρνης» και τον αδελφό τού Χιντρ μπέη τής Εφέσου. Οι Τούρκοι είχαν ζητήσει να καταστραφεί το παλιό φρούριο τού λιμανιού, που ανήκε πριν σε αυτούς (αλλά όχι και η νέα χριστιανική οχύρωση τής κάτω πόλης). Ο Μπαρτολομέο έφερε στην Αβινιόν τις τουρκικές προτάσεις για ειρήνη τον Ιανουάριο τού 1348. Κάποιος Οτταβιάνο Ζακκαρία, συγγενής τού εκλιπόντος Μαρτίνο, είχε προφανώς συμβάλει στην επίτευξη ειρηνικής προσέγγισης με τούς Τούρκους. Στις 20 Ιανουαρίου ο Κλήμης έγραψε για να τον ευχαριστήσει για τις προσπάθειές του, τον προέτρεψε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, αλλά τον προειδοποιούσε ότι το φρούριο δεν έπρεπε να καταστραφεί.106 Στις 5 Φεβρουαρίου ο Κλήμης έγραψε στον Φραντσέσκο Mιτσιέλ, ο οποίος είχε πια προαχθεί από υπο-λεγάτο σε λεγάτο, και στον Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν, μάγιστρο τού Οσπιταλίου, ότι αν και το φρούριο μπορούσε να είχε καταστραφεί όταν οι χριστιανοί το κατέλαβαν για πρώτη φορά, γιατί δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, τώρα η κατεδάφισή του θα αποτελούσε προσβολή για τη χριστιανοσύνη. Ο Ουμβέρτος, ο Εδουάρδος τού Μπωζέ, ο δόγης τής Βενετίας και άλλοι είχαν όλοι την ίδια γνώμη.107 Η εκεχειρία ήταν σίγουρα επιθυμητή, γιατί «είμαστε εξαντλημένοι από το βαρύ φορτίο των δαπανών». Πόλεμοι απειλούσαν την Ελλάδα. Ο Λουδοβίκος τής Ουγγαρίας είχε καταλάβει τη Νάπολη. Το φρούριο έπρεπε να παραμείνει όρθιο, αλλά μετά την ανακωχή οι Τούρκοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν το λιμάνι για εμπόριο, «δεδομένου ότι σε ορισμένους τόπους που κατέχουν εκείνοι, παρέχεται στους ανθρώπους μας η ίδια [παραχώρηση]». Ο Κλήμης έλπιζε για αποκατάσταση ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, η οποία θα διευκόλυνε αφάνταστα τη θέση του. Έστελνε τον Μπαρτολομέο αμέσως πίσω στην Ανατολή, ώστε οι Mιτσιέλ και Ντιεντοννέ να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με τούς Τούρκους.108 Έτσι, ενώ ο Καντακουζηνός ήθελε πόλεμο με τούς Τούρκους, ο φίλος του Ουμούρ πασάς φαινόταν ότι ενδιαφερόταν για ειρήνη με τούς χριστιανούς.

Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού της ή φθάνοντας στην Αβινιόν η ελληνική αποστολή ετοίμασε υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε στον Κλήμεντα ΣΤ’ στις 5 Μαρτίου 1348. Ξεκινούσε με αίτημα για «ιερό πέρασμα» (sanctum passagium) εναντίον των Τούρκων. Ο Καντακουζηνός θα διέθετε 15.000 έως 20.000 άνδρες σε πλήρους κλίμακας σταυροφορία ή 4.000 σε μικρότερη εκστρατεία με στόχο κάποιο ιδιαίτερο τουρκικό εμιράτο, ενώ και στις δύο περιπτώσεις ο αυτοκράτορας θα συμμετείχε και ο ίδιος στο βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα. Επαναλάμβαναν επίσης την επιθυμία τού Καντακουζηνού για σύνοδο, η οποία θα πραγματοποιούσε την εκκλησιαστική ένωση, αλλά «όσον αφορά το πού και πότε θα συσταθεί αυτή η σύνοδος και για ποιο σκοπό, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στις οδηγίες μας … εκτός από το ότι ο κύριος αυτοκράτοράς μας μάς έχει διατάξει να επιστρέψουμε σε αυτόν όσο πιο γρήγορα μπορούμε, ώστε αυτός να μάθει από εμάς τις παραινέσεις και αποφάσεις τής Αγιότητάς σας όσον αφορά τις [αντι-τουρκικές] εκστρατείες καθώς και τη σύνοδο…». Ίσως η Αγιότητά του θα ήταν διατεθειμένος να στείλει μαζί τους κατά την επιστροφή τους στον Βόσπορο τον δικό του πρεσβευτή. Ο Καντακουζηνός ζητούσε βοήθεια εναντίον των εχθρών του, ενώ ζητήθηκε από την Αγιότητά του να γράψει στον Στέφανο Ντούσαν να εγκαταλείψει τα ελληνικά εδάφη που είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου μεταξύ τού Καντακουζηνού και τής αυλικής παράταξης στο Βυζάντιο.109

Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην παπική κούρτη και στην πάνω «αίθουσα αμφίων» τού παπικού ανακτόρου, την αίθουσα Παραμέντι, όπου ο Κλήμης χορηγούσε συνήθως ακροάσεις. Γνωρίζουμε όμως ότι υπήρχαν τότε πέντε Τούρκοι στην Αβινιόν, πιθανώς κάποιου είδους απεσταλμένοι. Στις 6 Μαρτίου (1348) ένας παπικός αγγελιοφόρος που ονομαζόταν Τομά Νικόλ είχε αποζημιωθεί για την πληρωμή 10 σελινιών και 7 πενών για μία διανυκτέρευση των Τούρκων στον ξενώνα του, ενώ ένας άλλος αγγελιοφόρος, ο Πιέρ Γκωτιέ, είχε πάρει 42 σελίνια και 6 πένες για τρεις κουβέρτες και δύο φορτία σανού, που είχε αγοράσει για τούς Τούρκους.110 Στις 14 Απριλίου το παπικό ταμείο κατέβαλε 900 φλουριά στα μέλη τής πρεσβείας τού Καντακουζηνού για τα έξοδα τού ταξιδιού επιστροφής τους: 300 στον «πρωτοβεστιαρίτη Ιωάννη», δηλαδή στον Γεώργιο Σπανόπουλο, 200 στον διερμηνέα (interpres motor) κύριο Νικόλαο, 200 στον Φρανσουά «ντε Περτούζο», τον ιππότη από την Ωβέρνη, 100 στον επίσκοπο Οντίνο τής Χίου, ο οποίος μοιραζόταν την εμπιστοσύνη τού Καντακουζηνού και την ευθύνη τής αποστολής με τον Βαρθολομαίο τής Ρώμης και τέλος 100 στον ίδιο τον Βαρθολομαίο, ο οποίος αποκαλείται μερικές φορές «ντε Ούρμπε».111 Την επόμενη μέρα ο Κλήμης έγραψε στον Ιωάννη Καντακουζηνό και στον Ιωάννη Παλαιολόγο, στους «λαμπρούς βασιλείς των Ελλήνων» (imperatores Grecorum illustres), ότι είχε υποδεχθεί τον Σπανόπουλο, τον Σιγηρό και τον Φρανσουά «ντε Περτούζο», οι οποίοι τού είχαν φέρει χρυσόβουλλο, κατά πάσα πιθανότητα «την επιστολή τη σφραγισμένη με τη χρυσή σφραγίδα» (litterae bulla aurea munitae), αναγνωρίζοντας την υπεροχή και την οικουμενικότητα τής ρωμαϊκής εκκλησίας (στην οποία αναφέρεται το υπόμνημα τού Οκτωβρίου 1347). Είχε συζητήσει με τούς καρδιναλίους τον σκοπό τής ελληνικής πρεσβείας και θα έστελνε την απάντησή του στην Κωνσταντινούπολη με δικούς του νούντσιους.112

Όμως θα περνούσαν σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να στείλει ο Κλήμης πρεσβεία στη βυζαντινή αυλή113 και στο μεταξύ η ραγδαία ροή των γεγονότων παρήγαγε δραματικές αλλαγές στην Ανατολή, κυρίως στη Σμύρνη. Η άρνηση τού Κλήμεντος (στις 5 Φεβρουαρίου 1348, όπως είδαμε) να επιτρέψει την κατεδάφιση τού παλαιού φρουρίου που έλεγχε το λιμάνι τής Σμύρνης αναμφίβολα οδήγησε τον Ουμούρ πασά να πιστέψει ότι αυτό επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως βάση για περαιτέρω λατινικές επιθέσεις κατά τής επικράτειάς του. Ύστερα από αυτό δεν έπαιρνε πολύ σοβαρά τις διαπραγματεύσεις για ανακωχή. Έμαθε σύντομα ότι ο Ιωάννης Καντακουζηνός ετοίμαζε εκστρατεία κατά τού Στέφανου Ντούσαν. Ο Γρηγοράς μάς πληροφορεί ότι ο Καντακουζηνός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη στα μέσα τής άνοιξης (μεσοῦντος ἤδη τοῦ ἦρος), προκειμένου να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στο Διδυμότειχο (Ντεμότικα) «και κάλεσε τον φίλο του Ουμούρ να προσέλθει από την [Μικρά] Ασία με τουρκικά στρατεύματα». Ο Ουμούρ, επιθυμώντας να ανταποκριθεί στην έκκληση, συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη πεζών και ιππέων, αλλά πριν ξεκινήσει για τη Θράκη και τη Μακεδονία ήθελε να καταστρέψει το φρούριο που κατείχαν οι Λατίνοι στη Σμύρνη (το ἐν Σμύρνῃ φρούριον τῶν Λατίνων), καθώς φοβόταν ότι θα κατέστρεφαν τα εδάφη του και θα διέπρατταν κάθε είδους προσβολές κατά τη διάρκεια τής απουσίας του. Κατά την προσέγγιση τού Ουμούρ οι Λατίνοι έκαναν εξόρμηση από τα τείχη τους, αλλά οδηγήθηκαν πίσω από τον μεγαλύτερο αριθμό των Τούρκων. Έκλεισαν τις πύλες τού φρουρίου «και αγωνίζονταν από τα τείχη», λέει ο Γρηγοράς στο επικό του ύφος, «ρίχνοντας βέλη που έφταναν μακριά» (τοῖς ἐκηβόλοις … βέλεσι). Ένα από αυτά χτύπησε τον Ουμούρ και τον σκότωσε ακαριαία. Οι οπαδοί του απομάκρυναν το σώμα του και τα στρατεύματά του αποσύρθηκαν από την επίθεση.114 Τώρα κανένας δεν μπορούσε να αποσπάσει από τούς Λατίνους τη Σμύρνη.

Ο Γρηγοράς αναφέρει ότι ο Καντακουζηνός λυπήθηκε διπλά για την είδηση τού θανάτου τού Ουμούρ πασά, γιατί είχε χάσει τόσο τις τουρκικές ενισχύσεις, στις οποίες υπολόγιζε, καθώς και τον πιστό φίλο, ο οποίος πάντοτε τον είχε υπηρετήσει καλά. Αποφάσισε να παραιτηθεί από τη σερβική εκστρατεία, σύμφωνα με τον Γρηγορά, επειδή θα τού έλειπε η βοήθεια τού Ουμούρ και επειδή υπέστη κρίση νεφρίτιδας γύρω στις 21 Ιουνίου (περί τάς θερινάς τοῦ ἡλίου τροπάς) και έτσι, αν η χρονολογία τού Γρηγορά είναι ακριβής, ο Ουμούρ πασάς σκοτώθηκε τον Μάιο τού 1348.115 Τον διαδέχθηκε στο εμιράτο τού Αϊδινιού (Σμύρνης) ο μεγαλύτερος αδελφός του Χιντρ μπέης, ο οποίος κυβερνούσε μερικά μίλια νοτιώτερα στην Έφεσο και ο οποίος αποδείχθηκε σύντομα πιο δεκτικός από τον Ουμούρ στη συμφωνία ανακωχής με τούς Λατίνους.

Οι σταυροφορικές συμμαχίες ήταν δύσκολο να κρατηθούν ενωμένες και οι Ενετοί, οι οποίοι αναλάμβαναν βαριές δαπάνες στις «ενωτικές δράσεις (facto unionis), ήσαν μάλλον δυσαρεστημένοι με την απόδοση των συμμάχων τους. Εκφράστηκε στη Γερουσία (στις 5 Ιουλίου 1348) η γνώμη ότι τα άλλα μέλη τής ένωσης αγωνίζονταν λιγώτερο εντατικά από τούς ενάρετους γιους τού Αγίου Μάρκου. Οι καιροί ήσαν επικίνδυνοι και η ίδια η Βενετία χρειαζόταν άνδρες και γαλέρες. Οι «σοφοί» (sapientes) πρότειναν και η Γερουσία συμφώνησε ότι ο δικός τους διοικητής τής συμμαχίας, ο Τζουστινιάνο Τζουστινιάν, έπρεπε να διαταχτεί να επιστρέψει στην πατρίδα με τις τρεις γαλέρες, οι οποίες στο παρελθόν είχαν αφήσει τη Βενετία για την Ανατολή, αφήνοντας όμως εκεί δύο άλλες γαλέρες, που είχαν εξοπλιστεί στον Χάνδακα, «διατάζοντας και κατευθύνοντας αυτές, ότι οφείλουν να διατηρούν διαρκώς την τιμή μας». Ο δούκας και οι σύμβουλοι τής Κρήτης έπρεπε επομένως να εξασφαλίζουν ότι οι δύο εξοπλισμένες γαλέρες θα ήσαν κατάλληλα εφοδιασμένες με άνδρες, εξοπλισμό και προμήθειες. Οι δύο γαλέρες τού Χάνδακα θα φρουρούσαν τη Σμύρνη, αλλά θα πήγαιναν επίσης μερικές φορές στην πόλη και το νησί τού Νεγκροπόντε για τη διασφάλιση και την ασφάλεια τής εκεί ενετικής αποικίας, ενώ αυτό θα γινόταν όσο συχνά παρουσιαζόταν η ευκαιρία.116

Η είδηση τής χριστιανικής «νίκης» στη Σμύρνη φαίνεται ότι δεν είχε γίνει γνωστή στη Βενετία κατά τη στιγμή τής παραπάνω απόφασης τής Γερουσίας. Προφανώς πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να φτάσει αυτή στην Αβινιόν. Όμως στις 17 Αυγούστου 1348 ο Κλήμης ΣΤ’ έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Σμύρνης Παύλο και στον νεαρό «διοικητή τής πόλης» Μπαρνάμπα ντα Πάρμα, αναγνωρίζοντας την παραλαβή των επιστολών τους που ανήγγειλαν θριαμβευτικά τον θάνατο τού Ουμούρ πασά, για τον οποίο ο πάπας είχε ήδη μάθει από επιστολή τού Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν, μάγιστρου τού Οσπιταλίου. Ήταν πραγματικά χαρμόσυνη είδηση, για την οποία ευχαριστούσε τον Θεό, αλλά τώρα έπρεπε να μεριμνήσουν ότι το κάστρο και η κάτω πόλη τής Σμύρνης (castrum et locus Smirnarum) θα διασώζονταν από την καταστροφή και ότι κανένας όρος εκεχειρίας ή ειρήνης δεν θα περιλάμβανε την κατεδάφιση τού φρουρίου, την οποία ο Κλήμης έλεγε ότι δεν θα ανεχόταν.117

Την επόμενη κιόλας ημέρα (18 Αυγούστου 1348), ενώ η επιστολή Κλήμεντος δεν είχε μάλλον φύγει ακόμη από την Αβινιόν, ο Χιντρ μπέης ως νέος εμίρης Αϊδινιού ορκίστηκε να τηρεί τούς προκαταρκτικούς όρους συνθήκης, η οποία γράφτηκε στα λατινικά και στα ελληνικά, στην οποία έβαλε με το χέρι του την υπογραφή του παρουσία Έλληνα νοτάριου. Οι όροι είχαν διατυπωθεί από τον Ιωαννίτη ιππότη Ντραγκονέ ντε Ζογιέζ, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Μπαρτολομέο ντε Τομάρι στην προετοιμασία τού σχεδίου τής εκεχειρίας, την οποία ο Κλήμης είχε απορρίψει πριν από περισσότερους από επτά μήνες.118 Ο Ντραγκονέ περιγράφεται στη νέα συνθήκη ως «πρεσβευτής και πληρεξούσιος» τού παπικού λεγάτου Φραντσέσκο Μιτσιέλ και τού μάγιστρου τού Οσπιταλίου Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν, οι οποίοι αναφέρονται απλώς ως εκπροσωπούντες (habentes commissionem) τον πάπα και την Αγία Έδρα. Ο Χιντρ μπέης δήλωνε ότι έστελνε τώρα τούς δικούς του απεσταλμένους «με πλήρη εξουσιοδότηση» (cum plena commissione) στον πάπα, ο οποίος μπορούσε να προσθέσει ή να αφαιρέσει από τη συνθήκη όποιο άρθρο ήθελε. Ο Χιντρ ορκιζόταν στο Κοράνι να τηρεί το σχέδιο τής συνθήκης, όπως αυτή θα ίσχυε μέχρι να επιστρέψουν οι απεσταλμένοι του από την παπική κούρτη, καθώς επίσης και να αποδεχθεί εκ των προτέρων οποιαδήποτε τροποποίηση επέλεγε ο πάπας να κάνει στο κείμενο! Πρώτα απ’ όλα, μεταξύ των δεκαεννέα άρθρων, ο Χιντρ υποσχόταν να χορηγήσει στα μέλη τής χριστιανικής ένωσης (αναφερόμενης ως sancta unio), καθώς και άλλους στους οποίους αυτά θα εκχωρούσαν το δικαίωμα, το μισό τού εμπορίου τής Εφέσου (Θεολόγου, ντε Τεολόγκο, Αλταλουόγκο) και όλων των άλλων λιμανιών του, καθώς και να μεταχειρίζεται έντιμα και καλά τον χριστιανικό πληθυσμό στο κάστρο και την κάτω πόλη τής Σμύρνης. Θα τοποθετούσε όλα τα πλοία και τις γαλέρες του σε καρνάγιο και θα τα κρατούσε εκεί μέχρι την επιστροφή των απεσταλμένων του από την Αβινιόν. Συμφωνούσε να τα κάψει ή να τα καταστρέψει αν αυτό επιθυμούσε ο πάπας. Όμως αν ο Κλήμης τού χορηγούσε το ευεργέτημα (si forte sanctus pater faciei gratiam) να μην κάψει ή καταστρέψει με άλλο τρόπο τα πλοία και τις γαλέρες του, ο Χιντρ θα μεριμνούσε ώστε να παραμένουν άοπλα (sine aliquo apparamento) κατά τη διάρκεια τής συνθήκης και να απέχει ο λαός του από πειρατικές επιθέσεις κατά χριστιανών. Θα συλλάμβανε και θα τιμωρούσε, στον μέγιστο δυνατό βαθμό τής δύναμής του, τούς πειρατές και κουρσάρους οποιουδήποτε τουρκικού εμιράτου. Οι δικοί του άνθρωποι ούτε θα προστάτευαν κουρσάρους, ούτε θα τούς εφοδίαζαν με προμήθειες, ενώ αυτός θα αποζημίωνε πλήρως για κάθε χριστιανική απώλεια που είχε προκληθεί από τέτοιους κακοποιούς μεταξύ των υπηκόων του, οι οποίοι θα διέσωζαν επίσης τούς ναυαγούντες χριστιανούς και θα τούς βοηθούσαν να διασώσουν τα φορτία τους. Ούτε ο ίδιος ούτε οι υπήκοοί του θα βοηθούσαν με οποιονδήποτε τρόπο εχθρούς τής χριστιανικής ένωσης ή αποστάτες χριστιανούς, ανυπάκουους προς την «ιερή μητέρα Εκκλησία τής Ρώμης».

Ο Χιντρ μπέης υποσχόταν να επαναποδώσει στους αρχιεπισκόπους Σμύρνης και Εφέσου όλες τις εκκλησίες τους, να εξασφαλίζει εισοδήματα για αυτούς, να επιτρέπει το κήρυγμα και τη λειτουργία και να εξασφαλίζει την προστασία αυτών και των χριστιανικών κοινοτήτων.119 Θα έκανε τούς ανθρώπους του να τηρούν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στους χριστιανούς, να προστατεύουν τούς δυτικούς εμπόρους και να διατηρούν έντιμα μέτρα και σταθμά. Τα μέλη τής χριστιανικής ένωσης, Κύπριοι, Ενετοί, και Ιωαννίτες, θα είχαν το δικαίωμα να διατηρούν δικό τους συμβούλιο (consilium) και προξένους (consules) στην επικράτειά του. Οι πρόξενοι θα απένειμαν δικαιοσύνη στους δικούς τους συμπατριώτες. Σε περιπτώσεις που αφορούσαν Τούρκο και χριστιανό, ένας πρόξενος και ένας Τούρκος δικαστής (nayppe, δηλαδή naip) θα εξέταζαν την υπόθεση από κοινού. Όλες οι γαλέρες τής ένωσης θα μπορούσαν να δένουν σε οποιοδήποτε λιμάνι τού εμιράτου τού Χιντρ, να «αγοράζουν και να πωλούν« οτιδήποτε απαραίτητο για τα πληρώματά τους, όπως ψωμί, κρασί, κρέας και άλλα τρόφιμα, χωρίς να πληρώνουν κανενός είδους τέλος ή δασμό. Ο Χιντρ ορκιζόταν να τηρεί προγενέστερη συνθήκη ή τουλάχιστον άρθρα και συμβάσεις (capitula et conventiones), που είχε γίνει με τούς Ιωαννίτες, ενώ θα επέστρεφε τα σώματα τού Λατίνου πατριάρχη Ερρίκου τού Άστι και των άλλων (που είχαν σκοτωθεί στην ενέδρα τής 17ης Ιανουαρίου 1345) οποτεδήποτε τα ζητούσαν οι χριστιανοί. Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσε να ανακτήσει σκλάβο που είχε διαφύγει στην επικράτεια τού άλλου πληρώνοντας δεκαπέντε φλουριά.120 Ο Χιντρ μπέης πρέπει να είχε πιεστεί ιδιαίτερα για να δεχθεί τέτοιους όρους, ή ίσως είχε ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με την τήρησή τους.

Στις 26 Σεπτεμβρίου (1348) ο Κλήμης έγραψε στον βασιλιά τής Κύπρου Χιού Δ’, επαινώντας τον Φιλίπ ντε Σαμπερλάκ, τον αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας, που ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την επισκοπή του. Ενημέρωνε τον Χιού ότι περίμενε περαιτέρω νέα για τις διαπραγματεύσεις των Τούρκων με τούς Μιτσιέλ και ντε Γκοζόν, καθώς και τούς Τούρκους απεσταλμένους, οι οποίοι, όπως τού είχε γράψει ο Μπαρτολομέο ντε Τομάρι, είχαν σταλεί στην Αβινιόν. Προς το παρόν δεν μπορούσε να δώσει στον Χιού περαιτέρω ειδήσεις, αλλά είχε συζητήσει το θέμα με τον Φιλίπ, ο οποίος θα μπορούσε να αναφέρει τι είχε πει.121 Ο Μπαρτολομέο είχε μόλις επιστρέψει από την «Ρωμανία και Τουρκία» (Romania et Turquia) και στις 3 Οκτωβρίου έλαβε 100 φλουριά από το παπικό ταμείο για τα έξοδα τού ταξιδιού επιστροφής του.122

Η τουρκική πρεσβεία άργησε να φτάσει στην Αβινιόν και άργησε να φύγει. Ο Οτταβιάνο Ζακκαρία συνόδευε τούς Τούρκους, που είχαν επικεφαλής τον Εσεντίν Μπαλαμπάν.123 Σύμφωνα με τούς λογαριασμούς εξόδων (exitus), το παπικό ταμείο δαπάνησε 299 φλορίνια σε ύφασμα για να φτιάξουν ρούχα για τούς Τούρκους, κατά πάσα πιθανότητα για να είναι λιγότερο εμφανείς στους δρόμους τής Αβινιόν. Τα έξοδά τους υπολογίζονταν σε πέντε φλουριά την ημέρα για 117 ημέρες, από τα μέσα Μαρτίου 1349 έως τις αρχές Ιουλίου, ενώ ανήλθαν συνολικά σε 585 φλουριά. Ο κάτοχος τής ταβέρνας όπου διέμεναν εισέπραξε πρόσθετα ποσά για την παροχή κρεβατιών, μαγειρικών σκευών και άλλων υπηρεσιών. Έγιναν και διάφορες άλλες δαπάνες για λογαριασμό τους, ενώ ο υπάλληλος τού παπικού ταμείου αναφέρει στον λογαριασμό του ότι θα ήταν ευτυχής να τούς έβλεπε να φεύγουν (et utinam recedant!). Ο πάπας διέταξε να μοιραστούν 40 φλουριά, ενώ άλλα 80 φλουριά δαπανήθηκαν για δύο τόπια ριγέ Φλωρεντινού υφάσματος ως δώρο για τον Χιντρ μπέη, τον «Τούρκο άρχοντα τού Aλτολουόγκο» (Έφεσος), στα οποία ο πάπας πρόσθεσε και άλλα δώρα αξίας 480 φλουριών. Στις 8 Ιουλίου οι συνολικές δαπάνες φαίνεται να είχαν ανέλθει σε 1.466 φλουριά, ενώ στις 10 τού μηνός δόθηκαν 100 φλουριά σε κάποιον Σιμόνε Πικάτι, Φλωρεντινό διερμηνέα, για να συνοδεύσει τούς Τούρκους πίσω στην πατρίδα τους.124

Ενώ οι Τούρκοι έτρωγαν το στιφάδο κουνέλι τους και πιθανώς πήγαιναν να δουν τα αξιοθέατα τής Νιμ, τής Aρλ και τής Οράνζ, ο Κλήμης είχε χρόνο να μελετήσει το προκαταρκτικό κείμενο τής συνθήκης (τής 18ης Αυγούστου 1348). Όμως ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, τα επακόλουθα τού Μαύρου Θανάτου (πανούκλας), η ένταση μεταξύ Βενετίας και Γένουας, καθώς και η ουγγρική εισβολή στο ναπολιτάνικο βασίλειο απασχολούσαν περισσότερο το μυαλό του από τις υποθέσεις τής Σμύρνης. Η γενναιοδωρία και οι σπατάλες του άρχιζαν να ακρωτηριάζουν το παπικό ταμείο, και τώρα προσπαθούσε να ανακτήσει πόρους, που είχε ήδη διαθέσει στη σταυροφορία. Στις 10 Απριλίου 1349 έγραψε στον Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν ότι κατά τα τελευταία έξι χρόνια το παπικό ταμείο είχε καταβάλει στο Οσπιτάλιο 110.800 φλουριά για την υποστήριξη των τεσσάρων παπικών γαλερών στο Αιγαίο. Όμως οι λογαριασμοί των Ιωαννιτών, οι οποίοι είχαν μόλις ελεγχθεί στην Αβινιόν, έδειχναν ότι μόνο 79.200 φλουριά είχαν πραγματικά δαπανηθεί για τις γαλέρες, αφήνοντας υπόλοιπο 31.500 φλουριών (στην πραγματικότητα 31.600!), το οποίο ο Κλήμης διέταζε τώρα να επιστραφεί στο παπικό ταμείο, εκτός αν ο Ντιεντοννέ μπορούσε να αποδείξει ότι επιπλέον ποσά είχαν πράγματι δαπανηθεί ως μισθοί (stipendia) για τις γαλέρες.125

Ο Κλήμης ενδιαφερόταν κυρίως για τη σύναψη ευνοϊκής συνθήκης ειρήνης ή ανακωχής με τούς Τούρκους τού Αϊδινιού αναμφισβήτητα λόγω τής συρρίκνωσης τού ταμείου. Καθώς η τουρκική πρεσβεία υπό τον «Εσεντίν Μπαλαμπάν» ετοιμαζόταν να φύγει από την Αβινιόν και ο Οτταβιάνο Ζακκαρία να επιστρέψει μαζί τους, ο Κλήμης τούς έδωσε επιστολή με ημερομηνία 1η Ιουλίου (1349), για να την παραδώσουν στον Χιντρ μπέη, «τον ευγενή Τσαλαμπή, κύριο τού Αλτολουόγκο (nobili viro Chalabi, domino Altiloci). Έγραφε ότι είχε υποδεχθεί τούς απεσταλμένους τού Χιντρ, είχε διαβάσει τις επιστολές του και είχε ακούσει τα προφορικά μηνύματά του. Στη συνέχεια είχε συσκεφθεί με τούς καρδιναλίους σχετικά με τις προτάσεις τού Χιντρ, αλλά πριν να είναι σε θέση να επικυρώσει τα άρθρα μιας εκεχειρίας, θα έπρεπε να συμβουλευτεί τόσο τον βασιλιά τής Κύπρου όσο και τον δόγη τής Βενετίας, γιατί ήσαν μέλη τής ένωσης, αν και δεν είχαν συμμετάσχει στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Ζητούσε λοιπόν από τον βασιλιά και τον δόγη να στείλουν απεσταλμένους στην Αβινιόν πριν από τον ερχόμενο Μάιο (1350), ώστε να μελετήσουν μαζί του τα κείμενα των άρθρων, ενώ στη συνέχεια θα έγραφε και πάλι στον Χιντρ. Στο μεταξύ είχε διατάξει, με πλήρη συμφωνία των Eσεντίν Μπαλαμπάν και Zακκαρία, την αναστολή όλων των εχθροπραξιών μέχρι τα Χριστούγεννα τού 1350, ενώ προέτρεπε τον Χιντρ να απέχει από κάθε είδους επίθεση εναντίον των χριστιανών κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου. Κατεύθυνε ασφαλώς τα μέλη τής χριστιανικής ένωσης να σεβαστούν επίσης την εκεχειρία, ενώ ο Φλωρεντινός διερμηνέας Σιμόνε Πικκάτι θα μπορούσε να τούς ενημερώσει πληρέστερα για τα θέματα αυτά.126 Στις 3 Ιουλίου χορηγήθηκε στον Οτταβιάνο Ζακκαρία η «δυνατότητα» να εμπορεύεται για τρία χρόνια «σε υπερπόντια μέρη» (partibus transmarinis), που σημαίνει εδώ με τούς μουσουλμάνους. Θα μπορούσε να εμπορεύεται εμπορεύματα αξίας μέχρι 25.000 φλουριών, αλλά απαγορευόταν ως συνήθως η διακίνηση όπλων και άλλων λαθραίων.127 Ο Oτταβιάνο έλπιζε προφανώς να βρει τη διπλωματία πιο προσοδοφόρα απ’ ό,τι είχε βρει ο Μαρτίνο Ζακκαρία τον πόλεμο. Δέκα μήνες αργότερα ο Κλήμης είχε λόγους να πιστεύει ότι ο Oτταβιάνο ενδιαφερόταν περισσότερο για την προώθηση των συμφερόντων των Τούρκων παρά εκείνων των συναδέλφων του χριστιανών.128

Για λόγους που παραμένουν ασαφείς ο Κλήμης δεν έγραψε στον Χιού Δ’ παρά μόνο δέκα και μισή εβδομάδες αργότερα (στις 13 Σεπτεμβρίου 1349), όταν τού ζήτησε να μην επιτρέψει σε κανέναν από τούς υπηκόους του να επιτεθεί στον Χιντρ μπέη. Ο Χιού θα διαβουλευόταν με το συμβούλιό του προκειμένου να αποφασιστεί, αν κατά τη γνώμη τους έπρεπε να γίνει αποδεκτή η εκεχειρία ή να συνεχιστεί ο πόλεμος. Σε περίπτωση που επέλεγαν το δεύτερο, θα έπρεπε να αποφασίσουν από πού θα έρχονταν τα χρήματα «για την προώθηση τού πολέμου» (ad guerram prosequendam). Ο Κλήμης δεν μπορούσε να προσφέρει περαιτέρω επιδότηση για τη σταυροφορία. Το παπικό θησαυροφυλάκιο είχε εξαντληθεί, λόγω των σχεδόν αδιανόητων οικονομικών επιβαρύνσεων στις οποίες είχε υποβληθεί. Ο Χιού έπρεπε να στείλει απεσταλμένους στην Αβινιόν πριν από τον Μάιο τού 1350, προκειμένου να ενημερώσουν την παπική κούρτη για τις κυπριακές προθέσεις.129 Στις 29 Σεπτεμβρίου ο Κλήμης προειδοποίησε τούς Ιωαννίτες να τηρούν την εκεχειρία.130 Μια εβδομάδα αργότερα (στις 5 Οκτωβρίου), ο Κλήμης έστειλε στον Χιού άλλη επιστολή, ενώ έγραψε επίσης στον Aντρέα Ντάντολο, τον δόγη τής Βενετίας, τού εναπομένοντος μέλους τής χριστιανικής ένωσης. Τούς είχε ήδη στείλει αντίγραφο τής προτεινόμενης ανακωχής, στο οποίο είχε προσθέσει ορισμένα στοιχεία και από το οποίο είχε αφαιρέσει άλλα, σύμφωνα με το δικαίωμα που τού είχε αναγνωρίσει ο Χιντρ μπέης: «δεσμευόμενοι για προσθήκες ή αφαιρέσεις … με πλήρη εξουσία σας» (reservata nobis addendi et minuendi … plenaria potestate). Τώρα τούς έστελνε άλλο αντίγραφο τής εκεχειρίας σε μορφή που ήταν έτοιμος να αποδεχθεί, με «πολλές» τέτοιες προσθήκες και διαγραφές. Ενόψει τού προσεχούς ιωβηλαίου έτους (1350) είχε φανεί κατάλληλο σε αυτόν και σε όλους σχεδόν τούς καρδιναλίους να επικυρωθεί η εκεχειρία με την τροποποιημένη μορφή. Κατεύθυνε τον Ντάντολο να απέχει από επιθέσεις κατά τού Αϊδινιού τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο τού 1350, γιατί οι Τούρκοι θα τηρούσαν επίσης την εκεχειρία μέχρι τότε, και να στείλει απεσταλμένους στην παπική κούρτη πριν από τον ερχόμενο Μάιο, ώστε να αποφασίσουν αν το επόμενο βήμα θα ήταν προς την κατεύθυνση τής ειρήνης ή τού πολέμου. Ο Μπαρτολομέο ντε Τομάρι έφερνε την παπική επιστολή στη Βενετία. Μπορούσε να περιγράψει ολόκληρο το υπόβαθρο επί τού οποίου ενεργούσε ο Κλήμης. Αν οι Ενετοί επέλεγαν να συνεχίσουν τον πόλεμο, τότε έπρεπε (όπως και ο Χιού και οι Ιωαννίτες) να εξετάσουν από πού θα προέρχονταν τα απαιτούμενα χρήματα. Περαιτέρω σταυροφορική επιδότηση βρισκόταν πέρα από τούς διαθέσιμους πόρους τού Κλήμεντος.131 Ο Μπερτράν ντε Πουζέ, καρδινάλιος επίσκοπος τής Όστια και τού Βελλέτρι και κάποτε παπικός λεγάτος στη Βόρεια Ιταλία, έγραψε επίσης στον δόγη, ζητώντας του να στείλει αμέσως απεσταλμένους στην παπική κούρτη και λέγοντάς του ότι ο Μπαρτολομέο μετέφερε επιστολές σχετικές με την εκεχειρία στον Χιού και στους Ιωαννίτες.132

Μετά την άφιξη τής επιστολής τού Κλήμεντος τής 5ης Οκτωβρίου, η Ενετική Γερουσία συνεδρίασε το Σάββατο 24 Οκτωβρίου και αποφάσισε ότι η απάντηση και η αποστολή απεσταλμένου στην παπική κούρτη ήσαν θέματα τόσο σημαντικά, ώστε έπρεπε να αναβληθούν μέχρι την επόμενη Τρίτη 27 τού μηνός, όταν η Γερουσία θα συγκαλούνταν «μετά την ενάτη ώρα» (δηλαδή περίπου στις τέσσερις το πρωί τον Οκτώβριο!). Απουσία από τη συνεδρίαση θα συνεπαγόταν πρόστιμο είκοσι σόλιδων.133 Στις 27 τού μηνός η Γερουσία καταπιάστηκε με την εκλογή απεσταλμένου, ο οποίος, αφού επαινούσε στην Αγιότητά του τη Δημοκρατία με τις συνήθεις διατυπώσεις, θα τού περιέγραφε «την άθλια και αδύναμη κατάσταση τής πόλης τής Σμύρνης και των χριστιανών που κατοικούν εκεί, καθώς και των άλλων χριστιανών στα νησιά και τις περιοχές τής Ελλάδας». Οι δόλιοι Τούρκοι σχεδίαζαν την ανακατάληψη τής Σμύρνης και την πλήρη καταστροφή τού χριστιανισμού. Το θάρρος τους είχε αυξηθεί και η δύναμή τους είχε επιστρέψει μόλις είδαν τον συμμαχικό στόλο να αποσύρεται από την περιοχή. Η Σμύρνη είχε αποκτηθεί με το κόστος χριστιανικού αίματος και χρημάτων, ενώ η τιμή απαιτούσε να την υπερασπιστούν μέχρι τέλους. Τέτοια ήταν η απόφαση που πήρε η Γερουσία με μία μόνο ψήφο διαφωνίας και τέτοια θα ήταν η ενετική απάντηση στον Κλήμεντα και στα άλλα μέλη τής ιεράς συμμαχίας.134

Στις 30 Οκτωβρίου (1349) η Γερουσία στράφηκε στην επιστολή τού Κλήμεντος τής 5ης τού μηνός και σε εκείνη τού Μπερτράν ντε Πουζέ τής 10ης, καθώς και στην έκθεση τού Μπαρτολομέο ντε Τομάρι και υιοθέτησε κείμενο που συνέταξαν οι «σοφοί» (sapientes) και θα στελνόταν στην Αβινιόν ως απάντηση τού δόγη. Ομολογώντας τη μεγίστη αφοσίωση στην Αγιότητά του, ο Aντρέα Ντάντολο θα έγραφε ότι η Βενετία θα τον υπάκουε, τόσο στέλνοντας απεσταλμένους στην παπική κούρτη κατά τον προκαθορισμένο χρόνο (Μάιος 1350) όσο και τηρώντας την αναβολή ναυτικής ή στρατιωτικής δράσης εναντίον των Τούρκων (μέχρι τα Χριστούγεννα τού 1350), υπό την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι, οι οποίοι στερούνταν ειλικρίνειας, θα τηρούσαν και αυτοί την εκεχειρία. Αλλά ο Ντάντολο είχε ήδη προειδοποιήσει την Αγιότητά του ότι οι Τούρκοι παραβίαζαν την εκεχειρία, «επειδή βγήκαν στη θάλασσα και βγαίνουν καθημερινά με τα πλοία και τις βάρκες τους [με σκοπό] την κατάληψη και καταστροφή τής πόλης τής Σμύρνης και των χριστιανών που κατοικούν εκεί…»135 Στις 17 Νοεμβρίου η Γερουσία ενημέρωσε Βυζαντινό απεσταλμένο για τη συνεδρίαση που είχε προγραμματιστεί για τον ερχόμενο Μάιο, προκειμένου να αποφασίσει για ειρήνη ή πόλεμο με τούς Τούρκους, ενώ δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι προτιμούσε τον πόλεμο ως μόνο τρόπο για τη διάσωση τής Ελλάδας από την καταστροφή.136

Ο Κλήμης ΣΤ’ ήθελε να διατηρήσει το κάτω φρούριο στη Σμύρνη, όπως είδαμε, επειδή κάποια μέρα θα μπορούσε αυτό να χρησιμεύσει ως εστία για τη συγκέντρωση σταυροφόρων, που θα μπορούσαν να επεκτείνουν τη λατινική κατοχή στην ακτή τής Ανατολίας. Όμως δεν υπήρχε καμία ελπίδα να γίνει αυτό στο προβλέψιμο μέλλον. Η Γαλλία και η Αγγλία βρίσκονταν κατά διαστήματα σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ η Βενετία και η Γένουα κινούνταν επίσης προς την κατεύθυνση τού πολέμου.137 Όταν τον Απρίλιο τού 1350 ήρθαν στην Αβινιόν οι Ενετοί πρεσβευτές, ανταποκρινόμενοι στην παπική πρόσκληση,138 ο Κλήμης τούς βρήκε (όχι με έκπληξη) έτοιμους να συνεχίσουν την αντι-τουρκική ένωση, αλλά τώρα ήθελαν τη «σύμπτωση» και των Γενουατών στην επιχείρηση κι έτσι στις 7 Μαΐου ο Κλήμης προσπάθησε να ενώσει τούς Γενουάτες με τούς ανταγωνιστές τους σε νέα επιχείρηση εναντίον των Τούρκων.139 Ήταν μάταιη προσπάθεια. Η ρήξη μεταξύ Βενετίας και Γένουας διευρυνόταν τούς τρεις ή τέσσερις προηγούμενους μήνες προς κατάπληξη τού Κλήμεντος, γιατί ήταν σαφές ότι ο πόλεμος μεταξύ των δύο ναυτικών δημοκρατιών θα καθιστούσε την υπεράσπιση τής Σμύρνης εξαιρετικά δυσχερή.140 Όμως όταν έφτασαν στην Αβινιόν οι πρεσβευτές τού Χιού Δ’ και τού Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν και άρχισαν οι σοβαρές συζητήσεις, έγινε σαφές ότι η ειρήνη που πρόσφερε ο Χιντρ μπέης στους χριστιανούς αντιπάλους του δεν γινόταν αποδεκτή.

Στις 11 Αυγούστου (1350) οι πρεσβευτές συγκεντρώθηκαν στη Βιλλνέβ, την οποία αναμφίβολα εύρισκαν πιο δροσερή από την Αβινιόν, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τον Ροδανό και συμφώνησαν σε σύμφωνο παράτασης τής ένωσης για δέκα ακόμη χρόνια για την προστασία των κυρίων κτήσεών τους στην Ανατολική Μεσόγειο και για τη συνέχιση τού πολέμου εναντίον των Τούρκων. Η Κύπρος θα παρείχε δύο εξοπλισμένες γαλέρες, ενώ το Οσπιτάλιο και η Βενετία από τρεις, οι οποίες θα υπηρετούσαν κάτω από παπικό λεγάτο, ο οποίος θα προέδρευε συμβουλίου πολέμου που θα αποτελείτο από τούς καπετάνιους των διαφόρων γαλερών. Οι γαλέρες αυτές θα συγκεντρώνονταν στο Nεγκροπόντε τον Ιανουάριο τού επόμενου έτους και δεν έπρεπε να χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς. Η παραβίαση των όρων τής συμφωνίας θα επέφερε ποινή 10.000 φλουριών, πληρωτέων στο παπικό ταμείο (Camera Apostolica). Ο πάπας θα επικύρωνε το σύμφωνο και θα ζητούσε από τον βασιλιά τής Κύπρου, τον μάγιστρο τού Οσπιταλίου και τον δόγη τής Βενετίας να κάνουν το ίδιο.141

Αν και η Ενετική Γερουσία είχε προετοιμαστεί να διατηρεί τρεις γαλέρες ως συμβολή τους στην ένωση, δεν ήσαν πρόθυμοι να εμπλακούν στην υπεράσπιση τής Σμύρνης. Έτσι κι αλλιώς τρεις στις οκτώ γαλέρες ήταν «πολύ περισσότερο από το ένα τέταρτο», με το οποίο συνέβαλαν μέχρι τότε. Στις 7 Αυγούστου η Γερουσία είχε πάρει απόφαση ότι οι πρεσβευτές έπρεπε να δώσουν στον πάπα για το ζήτημα τής Σμύρνης τις «δικαιολογίες» που τούς φαίνονταν καλύτερες στην περίπτωση και να επιστρέψουν στην πατρίδα.142 Παγιδευμένοι μεταξύ μιας δύστροπης Γερουσίας κι ενός ισχυρογνώμονα πάπα οι πρεσβευτές βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Λίγες εβδομάδες αργότερα (στις 31 Αυγούστου) έστειλαν στον δόγη Αντρέα Ντάντολο αντίγραφο τού συμφώνου, το οποίο είχαν υπογράψει πριν από είκοσι μέρες. Οι συζητήσεις τους στην παπική κούρτη δεν είχαν εξελιχθεί ομαλά. Έπρεπε να εξηγήσουν στους καρδιναλίους Χιού Ροζέρ (αδελφό τού πάπα), Ετιέν Ωμπέρ (αργότερα Iννοκέντιο ΣΤ’) και Γκυ τής Βουλώνης γιατί η Βενετία αρνιόταν να συμμετάσχει στην «κηδεμονία» τής Σμύρνης. Όταν ανακοίνωσαν τη θέση τους, ο πάπας θύμωσε. Οι παρενοχλούμενοι πρέσβεις είχαν επίσης την ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν στους καρδιναλίους για τις ζημιές που υφίσταντο οι Ενετοί από τούς Γενουάτες, ενώ οι συγκεκριμένες διαφορές μεταξύ των δύο κρατών προβλήθηκαν ενώπιον τού πάπα, ο οποίος (όπως ανέφεραν στον Ντάντολο) ταράχθηκε πολύ και υποσχέθηκε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να τεθεί τέρμα στην προβαλλόμενη γενουάτικη επιθετικότητα.143 Στη συνέχεια (στις 11 Σεπτεμβρίου), όταν ο πάπας έγραψε στον Χιού Δ’ τής Κύπρου, στον Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν και στον Ντάντολο ζητώντας τους να επικυρώσουν το αντι-τουρκικό σύμφωνο, ζήτησε από τον Ντάντολο να συνεισφέρει η Βενετία το ένα τέταρτο των κεφαλαίων που ήσαν απαραίτητα για την προστασία τής Σμύρνης από τον Χιντρ μπέη.144

Τον Μάιο τού 1350 οι Ενετοί ήσαν ακόμη πρόθυμοι να συνεχίσουν την επίθεση κατά των Τούρκων παρά την αύξηση των εντάσεων με τη Γένουα.145 Οι πρέσβεις τής Δημοκρατίας στην παπική κούρτη είχαν αναφέρει στη Γερουσία τις ελπίδες τού πάπα για διατήρηση ειρήνης με τη Γένουα,146 αλλά αυτό δεν έγινε, καθώς στις 5 Οκτωβρίου η Γερουσία ενημέρωνε παπικό απεσταλμένο ότι είχαν ανεχθεί για αρκετό καιρό τις γενουάτικες προσβολές. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και η Βενετία δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τού πάπα για βοήθεια εναντίον των Τούρκων.147 Έτσι πήγαιναν τα πράγματα από εβδομάδα σε εβδομάδα. Τώρα οι Ενετοί δεν θα παρείχαν ούτε καν τις τρεις γαλέρες, για τις οποίες είχαν συμφωνήσει στις «συμβάσεις και υποσχέσεις» που είχαν δοθεί στο όνομα τού δόγη (στις 11 Αυγούστου 1350), πράγμα για το οποίο ο Κλήμης μεμφόταν τον Αντρέα Ντάντολο σε επιστολή τής 13 Ιανουαρίου 1351. Ο Ντάντολο είχε ενημερώσει τον Κλήμεντα ότι οι ενετικές γαλέρες δεν θα μπορούσαν να εμπλακούν με ασφάλεια σε αντι-τουρκικές επιχειρήσεις, επειδή τώρα υπήρχε πόλεμος μεταξύ τού κράτους του και τής Γένουας. Ο Κλήμης απαντούσε ότι η Βενετία είχε δεσμευτεί με την τιμή της να τηρήσει τον λόγο της. Διαφορετικά ο βασιλιάς Χιού τής Κύπρου και οι Ιωαννίτες θα σταματούσαν τις προσπάθειές τους. Ο Ραϋμόν Σακέ, επίσκοπος Τερουάν και τώρα παπικός λεγάτος, θα αφηνόταν αβοήθητος στην Ανατολή, προς θανάσιμο κίνδυνο των πιστών και όνειδος τής Αγίας Έδρας. Και ο δόγης θα κατηγορούνταν δικαιολογημένα (non immerito) για την αποτυχία τής σταυροφορίας και τις συμφορές που θα έπεφταν στους πιστούς. Προέτρεπε τον Ντάντολο να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προσκομίζοντας τις τρεις γαλέρες, οι οποίες (ευρισκόμενες κάτω από παπική προστασία) δεν θα δέχονταν επίθεση από τούς Γενουάτες. (Αν ο Κλήμης το πίστευε αυτό, ο Ντάντολο δεν το πίστευε.) Όμως αν η Βενετία κατέβαλε τούς απαραίτητους μισθούς (stipendia), θα μπορούσαν να μισθωθούν τρεις όχι ενετικές γαλέρες, για τις οποίες προφανώς δεν θα υπήρχε φόβος να δεχθούν επίθεση από τούς Γενουάτες.148

Ταυτόχρονα ο Κλήμης έγραφε στον Ντάντολο ότι είχε στείλει 3.000 φλουριά στον Μπαρτολομέο Σπιαφάμις, παπικό τραπεζίτη και έμπορο τής Λούκκα, που θα παραδίδονταν στους επίτροπους τού Αγίου Μάρκου, ενώ ζητούσε από τον δόγη να εξασφαλίσει την ασφαλή μεταβίβαση των χρημάτων στον λεγάτο Ραϋμόν Σακέ για την άμυνα τής Σμύρνης. Ευχαριστούσε τον Ντάντολο, ο οποίος φαίνεται ότι είχε επίσης συμβάλει στον ίδιο σκοπό με 3.000 φλουριά.149 Αλλά αν οι Ενετοί δεν επρόκειτο να στείλουν τις γαλέρες τους στα νερά τής Σμύρνης, τότε ήταν ακόμη πιο σημαντικό να στείλουν τις δικές τους οι Κύπριοι και οι Ιωαννίτες, επειδή ο Ραϋμόν Σακέ είχε ήδη φτάσει στην Ανατολή και περίμενε και χρειαζόταν τη βοήθειά τους.150

Ο Ντάντολο προφανώς δεν απάντησε στις επιστολές Κλήμεντος τής 13ης Ιανουαρίου (1351) παρά μόνο στις 31 Μαρτίου. Διαβεβαίωνε την Αγιότητά του ότι οι Ενετοί επιθυμούσαν με όλη την καρδιά τους να τηρήσουν κάθε υπόσχεση που είχαν δώσει οι πρεσβευτές τους σε σχέση με την αντι-τουρκική ένωση. Όμως ο πόλεμος με τούς προδοτικούς Γενουάτες παρουσίαζε πολύ σοβαρό κίνδυνο για τη Βενετία, όπως ο ίδιος είχε περισσότερες από μία φορές ενημερώσει την Αγιότητά του, και ενώ η Βενετία πάντοτε επιδίωκε την ευημερία και αύξηση των πιστών, αυτή θα έπρεπε επίσης να φροντίζει για τη δική της ασφάλεια. Τα 3.000 φλουριά τού πάπα στέλνονταν στη Σμύρνη, όπως ο ίδιος είχε προστάξει.151 Πριν φτάσει στην Αβινιόν η επιστολή τού Ντάντολο, ο Κλήμης είχε μάθει ότι γενουάτικες γαλέρες είχαν αποβιβαστεί στο νησί τής Νάξου και είχαν συλλάβει τον Τζανούλλι Σανούντο, δούκα τού Αρχιπελάγους (dux Agiopelagi), μαζί με την οικογένειά του. Οι Γενουάτες είχαν καταλάβει ορισμένα από τα κάστρα του, είχαν λεηλατήσει τα υπάρχοντά του καθώς και εκείνα των υπηκόων του, και είχαν καταστρέψει όλο το νησί με φωτιά. Στις 10 Απριλίου ο Κλήμης απαίτησε από τούς Γενουάτες να ελευθερώσουν τον Τζανούλλι και την οικογένειά του και να τού επιστρέψουν ελεύθερα τα κάστρα και τα εδάφη του. Ο Τζανούλλι ποτέ δεν είχε κάνει κακό στους Γενουάτες, ενώ είχε αποδειχθεί πρωτοπόρος εναντίον των Τούρκων.152

Από τούς Γενουάτες σίγουρα δεν έλειπε η επιθετικότητα και ο Χιντρ μπέης είχε σπεύσει γρήγορα να τούς κάνει ανοίγματα. Η απάντηση των Γενουατών ήρθε με τη μορφή πρεσβείας, η οποία στάλθηκε στην Έφεσο, καθώς και στις γενουάτικες αποικίες στη Χίο, το Πέρα και τον Καφφά. Δύο ευγενείς συμμετείχαν στην αποστολή, οι Ομπέρτο Γκατελούζο Ράφφο Ερμίνιο. Πήγαιναν ως «επίτροποι» (syndics) τού δόγη ή κυβερνήτη τής Γένουας, τού Τζιοβάννι ντε Βαλέντι και οι οδηγίες που είχαν έφεραν ημερομηνία 26 Μαΐου 1351. Έπρεπε να πάνε στην Έφεσο (ad Αltum Locum),

επειδή ο εκεί άρχοντας Τσαλαμπή [ο Χιντρ μπέης], όπως γνωρίζετε διάκειται πολύ θετικά και έχει δείξει την καλύτερη διάθεση προς όλους τούς Γενουάτες: μάς έχει γράψει πολλά επισήμως, προσφέροντας τις υπηρεσίες του για οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει για εμάς. Αυτό είναι καλό, και θέλουμε όταν … φτάσετε εκεί, να φροντίσετε να παρουσιαστείτε μπροστά του με τον κατάλληλο χαιρετισμό και σεβασμό, για λογαριασμό δικό μας καθώς και τής κοινότητας, σύμφωνα με το έθιμο αυτών των Ανατολιτών αρχόντων και να τον ευχαριστήσετε για την καλή του διάθεση και για την αγάπη που έχει δείξει προς εμάς και όλους τούς Γενουάτες…

Έχοντας υποβάλει τα σέβη τους στον Χιντρ μπέη, οι δύο επίτροποι έπρεπε στη συνέχεια να οργανώσουν με τον Γενουάτη πρόξενο και τούς Γενουάτες εμπόρους στην Έφεσο την προετοιμασία και αποστολή στην κοντινή Χίο μεγάλης ποσότητας γαλέτας (sea biscuits) οποτεδήποτε τούς τη ζητούσαν οι Χιώτες.153 Παίρνοντας υπόψη λοιπόν την αποκατάσταση σχέσεων που υπήρχε μεταξύ Χιντρ μπέη και Γενουατών, δεν είναι παράξενο ότι η Βενετία δεν επιθυμούσε να επιτρέψει στις γαλέρες της να συνεχίσουν την υπηρεσία τους στη χριστιανική ένωση εναντίον τού Χιντρ. Θα ήταν καλύτερο να αντιμετωπίζουν έναν εχθρό κάθε φορά, ενώ επίσης η Βενετία (ακριβώς όπως και η Γένουα) προτιμούσε να παραμένει σε ειρήνη με τούς εμίρηδες για προφανείς εμπορικούς λόγους.154

Η λατινική αποικία στη Σμύρνη ζούσε υπό συνεχή πολιορκία και πιθανότατα το ηθικό της ήταν πεσμένο. Ο Κλήμης διέταξε τον λεγάτο Ραϋμόν Σακέ να κινήσει έρευνα για τα «τεράστια εγκλήματα» που αποδίδονταν στην κούρτη σε κάποιον Φραγκίσκο, αναφερόμενο ως αρχιεπίσκοπο Σμύρνης155 (υποψήφιο τής τοπικής ενορίας;). Η χριστιανική συμμαχία διαλυόταν. Την 1η Φεβρουαρίου 1351 ο Κλήμης έγραψε ξανά στον Ραϋμόν Σακέ ότι τα 3.000 φλουριά που είχε στείλει ως μερίδιο τής εκκλησίας στα έξοδα υπεράσπισης τής Σμύρνης έπρεπε να δαπανηθούν για αυτόν τον σκοπό, αλλά κατά τα άλλα ο Ραϋμόν μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος αν τού φαινόταν καλύτερο να επιστρέψει στην πατρίδα ή να παραμείνει στην Ανατολή.156 Όλα πήγαιναν στραβά. Δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ Βενετίας και Ιωαννιτών, ενώ στις 15 Μαΐου ο Κλήμης προειδοποιούσε τον μάγιστρο Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν ότι είχε ακούσει ότι οι Ιωαννίτες μπορεί να βοηθούσαν τούς Γενουάτες στον ναυτικό πόλεμο που διατάρασσε τον κόσμο τού Αιγαίου. Το Οσπιτάλιο έπρεπε να παραμείνει απολύτως ουδέτερο.157 Καθώς η πανούκλα κατέστρεφε την Κύπρο το καλοκαίρι τού 1351, ο Κλήμης διέταξε τον αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας και τούς υπαγόμενους σε αυτόν να σταματήσουν το κήρυγμα τής σταυροφορίας, γιατί το νησιωτικό βασίλειο περιβαλλόταν από μουσουλμάνους και δεν έπρεπε να στερηθεί πολεμιστών.158 Η «σταυροφορία» είχε φτάσει στο τέλος της και ο Κλήμης το γνώριζε πάρα πολύ καλά.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1351 ο Κλήμης απάλλαξε τον μάγιστρο και το μοναστήρι τού Οσπιταλίου στη Ρόδο από τη συμφωνία τους να διατηρούν τρεις γαλέρες κατά των Τούρκων, επειδή η συμμαχία είχε πλέον αποτύχει (quia unio effectum non habuit), αλλά ήσαν ακόμη υποχρεωμένοι να καταβάλλουν 3.000 φλουριά για την υπεράσπιση τής Σμύρνης. Ο Χιού Δ’ τής Κύπρου απαλλάχτηκε από την υποχρέωση να πληρώνει 10.000 φλουριά, στην οποία είχε δεσμευθεί για τον ίδιο σκοπό.159 Ο Κλήμης επιθυμούσε τελικό διακανονισμό με τον Ντιεντοννέ ντε Γκοζόν για περίπου 32.000 φλουριά, που είχε στείλει το παπικό ταμείο στο Οσπιτάλιο για πληρωμές μισθών (stipendia) των πληρωμάτων και των πολεμιστών στις παπικές γαλέρες.160 Στο σημείο αυτό οι αναφορές στη σταυροφορία και την αντι-τουρκική συμμαχία τερματίζονται απότομα στην αλληλογραφία τού Κλήμεντος, καθώς αυτός έστρεφε την προσοχή του στις υποθέσεις τής Ιταλίας και τής αγαπημένης του Γαλλίας. Πέθανε την Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 1352 ύστερα από επαναλαμβανόμενες ασθένειες. Την επόμενη άνοιξη, όταν οι δρόμοι έγιναν βατοί, μια μεγαλοπρεπής πομπή κηδείας ξεκίνησε από την Αβινιόν με πέντε καρδιναλίους, οκτώ αρχιεπισκόπους, έξι επισκόπους, διάφορους ηγουμένους και φεουδαρχικούς άρχοντες, η οποία συνόδευσε το σώμα τού πάπα, μέσω Λε Πουΐ στο αββαείο Βενεδικτίνων τής Σαιζ Ντιέ, όπου είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια. Η νεκρική πομπή, η οποία κόστισε 5.000 φλουριά, έφτασε στη Σαιζ Ντιέ (Κάζα Ντέι, Οίκος Θεού), στις 8 Απριλίου 1353 και ο Κλήμης τοποθετήθηκε σε τάφο από λευκό και μαύρο μάρμαρο και αλάβαστρο. Η ανακλινόμενη μορφή του σε λευκό μάρμαρο, με την τριπλή τιάρα στο κεφάλι, με τις παλάμες σε θέση προσευχής και μικρά λιοντάρια στα πόδια του, βρίσκεται ακόμη πάνω από τη μαύρη μαρμάρινη ταφόπλακα, που κάποτε ήταν περιτριγυρισμένη από πενηντατέσσερα αγαλματίδια, κυρίως συγγενών του, τούς οποίους είχε κάνει καρδινάλιους, αρχιεπίσκοπους, επίσκοπους και πλούσιους μεγιστάνες. Οι εργασίες τού τάφου είχαν γίνει από τον Πιέρ Ρόυ και τούς βοηθούς του, ενώ οι δαπάνες παραμένουν καταγεγραμμένες στους λογαριασμούς εξόδων τού παπικού ταμείου.161 Ο Κλήμης ήταν ισχυρός πάπας και έχει αφήσει το αποτύπωμα τής προσωπικότητάς του στα έγγραφα. Ήταν αποφασισμένος να κρατήσει τη Σμύρνη και την κράτησε. Τελικά η πόλη παρέμεινε σε χριστιανικά χέρια μέχρι τον Δεκέμβριο τού 1402, όταν οι δυνάμεις τού Τιμούρ τού Χωλού, τού Ταμερλάνου, την πήραν από φρουρά Ιωαννιτών ύστερα από πολιορκία δύο εβδομάδων, μισό περίπου αιώνα μετά την ημέρα τού θανάτου τού Κλήμεντος.

<-9. Ο παπισμός τής Αβινιόν, η σταυροφορία και η κατάληψη τής Σμύρνης (1309-1345) 11. Πιέρ Τομά και Πέτρος Α’ τής Κύπρου. Η σταυροφορία και η εξέγερση τής Κρήτης (1352-1364)->
Scroll to Top