<-7. Η Αγία Έδρα, η Ελληνική αντίθεση και η αποτυχία τής ένωσης των Εκκλησιών (1276-1282) | 9. Ο παπισμός τής Αβινιόν, η σταυροφορία και η κατάληψη τής Σμύρνης (1309-1345)-> |
8
Ο Σικελικός Εσπερινός και ένας αιώνας παρακμής των Ανδεγαυών (1282-1383)
![]() |
![]() |
Tη Δευτέρα 30 Μαρτίου 1282, Δευτέρα τού Πάσχα, πλήθος συγκεντρωνόταν στην πλατεία δίπλα στη φτιαγμένη πριν από αιώνες εκκλησία τού Αγίου Πνεύματος (Σάντο Σπίριτο), στο νοτιοανατολικό σημείο των τειχών τής πόλης τού Παλέρμο. Οι άνθρωποι έρχονταν από την πόλη και την ύπαιθρο για να ακούσουν τη λειτουργία τού εσπερινού. Ξαφνικά ένας οργισμένος σύζυγος σκότωσε τον Γάλλο στρατιώτη που παρενοχλούσε τη γυναίκα του. Έγραψε ιστορία. Μέσα σε λίγα λεπτά κάθε Γάλλος στην πλατεία έπεφτε νεκρός, καθώς οι καμπάνες τού Σάντο Σπίριτο σήμαιναν την ασυνήθιστη ώρα τού «Σικελικού Εσπερινού». Η σφαγή των Γάλλων απλωνόταν από μέρα σε μέρα και από βδομάδα σε βδομάδα στο μεγαλύτερο μέρος τού νησιού, ενώ στόλος Aνδεγαυών καταστράφηκε στο λιμάνι τής Μεσσίνα, στόλος τον οποίον ο Κάρολος Ανδεγαυός είχε την πρόθεση να στείλει εναντίον τού Βυζαντίου. Μέσα σε μερικές εβδομάδες είχε γίνει σαφές ότι η «σταυροφορία» τού Καρόλου έπρεπε να αναβληθεί επ’ αόριστον, ενώ όταν τελικά στις 30 Αυγούστου ο Δον Πέδρο Γ’ τής Αραγωνίας αποβιβάστηκε στο Τράπανι τής Σικελίας, έγινε σαφές ότι ο Κάρολος Ανδεγαυός είχε χάσει την ευκαιρία να επιτεθεί στο Βυζάντιο.
Ο Σικελικός Εσπερινός, «που ήταν θαυματουργός» (quod miraculosum fuit), όπως τον χαρακτηρίζει Γενουάτης χρονικογράφος στη συναισθηματικά φορτισμένη περιγραφή του,1 εξέπληξε την Ευρώπη και προκάλεσε πολλά σχόλια και σκέψεις στην Ανατολή.2 Όμως δύο περιστατικά ήσαν βέβαια και μπορούν να αναφερθούν με συντομία: μέχρι την επίλυση τής σύγκρουσης ανάμεσα στους οίκους Ανδεγαυών και Αραγωνίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει δυνατότητα επιτυχημένης σταυροφορίας, ενώ χωρίς τέτοια βοήθεια τα απομεινάρια των λατινικών κρατών στους Αγίους Τόπους δεν θα μπορούσαν πια να επιβιώσουν. Το Βυζάντιο φυσικά θα επιβίωνε μέχρι τη στιγμή που θα αντιμετώπιζε πιο ισχυρό και πιο κοντινό εχθρό από τον Κάρολο Ανδεγαυό. Στο μεταξύ ο πάπας Mαρτίνος Δ’ άρχιζε να ρίχνει σταυροφορικούς φόρους δεκάτης και άλλα έσοδα στον πόλεμο εναντίον τού Πέδρο Γ’ τής Αραγωνίας,3 τον οποίο κατηγορούσε ότι εξαπάτησε την κούρτη με την προσδοκία ειρήνης, ενώ οργάνωνε ύπουλη συνωμοσία κατά τού Καρόλου.4
Ο Κάρολος, που βρισκόταν ήδη βαθιά χρεωμένος, είδε τα έσοδά του να μειώνονται κατά πολύ με την απώλεια τής Σικελίας. Ο Δον Πέδρο Γ’ και οι Καταλανοί σύντομα κατέλαβαν το σύνολο τού νησιού. Αν και άπληστος, ο Κάρολος σίγουρα δεν ήταν φιλάργυρος, αλλά εύρισκε τη ζωή δαπανηρή υπόθεση. Οι λογιστικές του καταστάσεις, τις οποίες οι Μινιέρι-Ρίτσο δημοσίευσαν πριν από χρόνια σε σύντομες περιλήψεις από τα μητρώα τού Ανδεγαυού Αρχείου (Καντσελλερία Αντζιοΐνα) τής Νάπολης, δείχνουν ότι ο Κάρολος ήταν αρκετά γενναιόδωρος προς την ακολουθία του και τούς εκκλησιαστικούς, ότι ενδιαφερόταν να φτιάξει τη βιβλιοθήκη του και ότι βρισκόταν διαρκώς σε εγρήγορση για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεών του. Η διοίκησή του στο βασίλειο (Ρένιο) ήταν δαπανηρή. Ήταν επίσης μάλλον διεφθαρμένη, ενώ η φορολόγηση βάραινε κυρίως τούς υπηκόους του.
Ακόμη και ο Λέον Καντιέρ, ο οποίος υπερασπίστηκε τη διοίκηση τού Καρόλου Ανδεγαυού στο βασίλειο τής Σικελίας, δεν μπορεί να αρνηθεί τη σκληρή φορολογία τής εξουσίας του. Όμως οι πάπες, ως επικυρίαρχοι τού βασιλείου, έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στις ναπολιτάνικες και σικελικές υποθέσεις και ήσαν εν μέρει υπεύθυνοι (λέει ο Καντιέρ) για τα λάθη τής πολιτικής, η οποία συνέβαλε στην επίσπευση τού Εσπερινού. Οι όροι που είχε θέσει ο παπισμός για να αναθέσει στον Κάρολο το βασίλειο απαγόρευαν την επιβολή δασμών στην εκκλησιαστική γη, ενώ τον υποχρέωναν επίσης να σέβεται την ελευθερία, τις ασυλίες και τα προνόμια όλων των ανθρώπων σε ολόκληρο το βασίλειο και να διατηρεί τα προνόμια που είχαν υπάρξει κατά την εποχή τού καλού βασιλιά Γουλιέλμου Β’ (1166-1189) και κατά τις ημέρες τού παρελθόντος.5
Οι πρώτοι Ανδεγαυοί θα μπορούσαν εύκολα να κατηγορηθούν ότι είχαν παραβιάσει τα χρηστά ήθη τού Νορμανδού βασιλιά Γουλιέλμου, αφού κανένας δεν βρήκε ποτέ ποια ήσαν πραγματικά αυτά τα χρηστά ήθη. Ο Κάρολος ακολουθούσε τα μοντέλα που βρήκε στο βασίλειο όταν το κατέκτησε και αυτά ήσαν οι επιλήψιμες πρακτικές τού Χοχενστάουφεν αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’ και τού γιου του Μάνφρεντ. Η διοίκηση τού Καρόλου ήταν απλώς πιο αποτελεσματική, εμπόδιζε τις καταχρήσεις, αλλά προκαλούσε και εχθρότητα. Ο Κάρολος αύξανε τα πάντοτε ανεπαρκή έσοδά του με κατασχέσεις περιουσιών Γιβελλίνων, ανακλήσεις εκχωρήσεων των Χοχενστάουφεν, δημεύσεις περιουσιών εξεγερμένων Σικελών, πλήρη αξιοποίηση τής βασιλικής επικράτειας, καθώς και με άγρυπνη συλλογή γενικών και εκτάκτων «ενισχύσεων» (subventio generalis), τελωνειακών δασμών και λιμενικών τελών, φόρων γης, φόρων αγοράς, θεωρήσεων εξόδου (jura exiturae), φόρων επί των ανταλλαγών και πωλήσεων, εσόδων από το μονοπώλιο αλατιού, καθώς και από πιο αυστηρή ερμηνεία τού φεουδαρχικού δικαίου, που σε μεγάλο βαθμό εφάρμοζε εξίσου στους Γάλλους και Ιταλούς υπηκόους του. Σίγουρα όμως υπήρχαν βασιλικοί αξιωματούχοι και Γάλλοι φεουδάρχες, από τούς οποίους ορισμένοι παρέμεναν απρόθυμα στο νότιο βασίλειο, οι οποίοι ήσαν αρκετά αρπακτικοί, ώστε να ερεθίζουν τα συναισθήματα των Σικελών, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι βρέθηκαν τελικά σχεδόν εντελώς αποκλεισμένοι από τη διακυβέρνηση τού νησιού.6
Τα έσοδα τού Καρόλου Ανδεγαυού σπάνια ισοσκέλιζαν τις δαπάνες του κι έτσι συχνά στρεφόταν για βοήθεια προς τον πάπα Μαρτίνο Δ’. Από την αρχή τής θητείας του φαίνεται ότι ο Μαρτίνος ήταν σχολαστικά προσεκτικός με τα οικονομικά θέματα (εν μέρει ίσως λόγω τής διαρκούς ανάγκης τού Καρόλου) και χρησιμοποιούσε την «επιχορήγηση τής σταυροφορίας» (subsidium Terrae Sanctae) ως τρόπο συγκέντρωσης χρημάτων. Έχοντας την εκκλησιαστική νοοτροπία τής εποχής του, ο Μαρτίνος ήταν φυσικά θεωρητικά αφοσιωμένος στο σταυροφορικό ιδεώδες και ήταν πάντοτε πρόθυμος να πείσει τούς πιστούς να προβλέψουν κληροδοτήματα στη διαθήκη τους για την προώθηση τής σταυροφορίας.7 Όμως, μόλις συγκεντρώνονταν σταυροφορικά έσοδα, ο πάπας δεν ήταν υπεύθυνος απέναντι σε κανένα για τον τρόπο διάθεσής τους. Στις 18 Μαρτίου 1282, πριν από τον Σικελικό Εσπερινό, ο πάπας Μαρτίνος χορήγησε στον Κάρολο Ανδεγαυό τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης έξι ετών, που θα συλλεγόταν από το νησί τής Σαρδηνίας και το βασίλειο τής Ουγγαρίας. Δεδομένου ότι ο Kάρολος υποκρινόταν τον σταυροφόρο, αυτό βρισκόταν μάλλον σε συμφωνία με το διάταγμα τής Δεύτερης Συνόδου τής Λυών.8 Αντικείμενο τής «σταυροφορίας» τού Καρόλου ήταν ασφαλώς το Βυζάντιο, αν και κάποτε μίλησε για τούς κινδύνους που διέτρεχαν οι χριστιανοί στους Αγίους Τόπους. Ο Κάρολος θα τούς διέσωζε μετά την αποκατάσταση τής Λατινικής αυτοκρατορίας στον Βόσπορο. Όμως πριν από τον Νοέμβριο τού 1283 ο πάπας Μαρτίνος είχε επίσης εκχωρήσει στον Κάρολο ορισμένους εκκλησιαστικούς φόρους δεκάτης (προφανώς από τα εδάφη των Ανδεγαυών στην Ιταλία) για δύο χρόνια, «για να τον βοηθήσει στα έξοδα τού πολέμου κατά τής Σικελίας».9 Όταν προσθέσει κανείς τούς ειδικούς αυτούς αριθμούς στις γενικές εκχωρήσεις δεκάτης και τα παρόμοια, τότε καθίσταται σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά.
Στις 12 Νοεμβρίου 1283, για παράδειγμα, ο γιος τού Καρόλου Ανδεγαυού, ο πρίγκηπας τού Σαλέρνο, έστειλε δύο απεσταλμένους στην παπική κούρτη για να πάρουν από τον πάπα Mαρτίνο Δ’ δάνειο 100.000 ουγγιών χρυσού ως βοήθεια για τον εξοπλισμό στόλου, για εκστρατεία εναντίον των ντόπιων επαναστατών και των Καταλανών εισβολέων στη Σικελία.10 Τρεις μήνες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου (1284), ο Κάρολος τού Σαλέρνο αναγνώριζε ότι είχε εισπράξει από τον Μαρτίνο 10.000 ουγγιές χρυσού για τον Σικελικό πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα τού δόθηκαν άλλες 28.393 ουγγιές χρυσού, ποσό το οποίο ο πάπας κατέβαλε σε χρυσά φλουριά, σε αναλογία πέντε φλουριών στην ουγγιά.11 Λίγο μετά, στις 25 Φεβρουαρίου, ο Κάρολος τού Σαλέρνο ενημέρωνε τον πάπα για την παραλαβή 50.000 ουγγιών χρυσού από το ποσό που είχε δανείσει ο πάπας στον πατέρα του «per le spese della impresa di Sicilia». Ταυτόχρονα ο Κάρολος πήρε 1.000 ουγγιές χρυσού από τον Τζίνο Φρεσκομπάλντι και τούς συνεργάτες του, εμπόρους τής Φλωρεντίας, καθώς κι άλλες 10.000 ουγγιές χρυσού από άλλους εμπόρους, «όλα για τις δαπάνες τού πολέμου» (e tutu per le spese della guerra).12 Αν θεωρηθεί το συνολικό ποσό τού δανείου των 100.000 ουγγιών στη βάση των πέντε φλουριών ανά ουγγιά (η σχέση παρέμενε σχεδόν η ίδια επί δεκαετίες), προφανώς οι Ανδεγαυοί περίμεναν ότι η Αγία Έδρα θα χρηματοδοτούσε την ανακατάκτηση τής Σικελίας με 500.000 χρυσά φλουριά, ποσό που αποτελούσε πιθανώς το συνολικό σταθερό εισόδημα τού παπισμού για περίοδο δεκαοκτώ μηνών. Βέβαια το βασίλειο τής Σικελίας ήταν παπικό φέουδο και ο Κάρολος Ανδεγαυός ήταν υποτελής τού πάπα, αλλά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτά που προσδοκούσε ο Κάρολος από τον επικυρίαρχό του ήσαν υπερβολικά. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι ο πάπας Μαρτίνος Δ’ ανταποκρινόταν στα αιτήματά του χωρίς δισταγμό. Ο πάπας πίεζε συνεχώς τούς φιλο-παπικούς (Guelf) τραπεζίτες να χορηγούν περαιτέρω πιστώσεις στους Ανδεγαυούς. Οι Γάλλοι έχασαν τη Σικελία κυρίως ως αποτέλεσμα τής δικής τους τραχύτητας και αλαζονείας, μολονότι η επιτυχία τής εξέγερσης των νησιωτών όφειλε προφανώς πολλά σε βυζαντινά χρήματα και καταλανικά στρατεύματα. Σίγουρα ο Mαρτίνος Δ’ πρόσφερε στον Κάρολο Ανδεγαυό όση βοήθεια μπορούσε.
Οι Ανδεγαυοί ξεκινούσαν τώρα τη μακροχρόνια προσπάθειά τους να ανακαταλάβουν τη Σικελία και η προσπάθεια αυτή αποσπούσε αναπόφευκτα την προσοχή και τούς πόρους τους από τις μωραΐτικες υποθέσεις. Το γαλλικό πριγκηπάτο τής Αχαΐας είχε όλες τις αδυναμίες ενός φεουδαρχικού κράτους και κανένα μέρος τής ισχύος τής συγκεντρωτικής μοναρχίας από την οποία εξαρτιόταν. Περί τα τέλη τού 13ου αιώνα αποτελούσε πολιτικό αναχρονισμό. Τα δικαιώματα τής Ισαβέλλας, τής κόρης τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, που είχαν εκχωρηθεί από τον πατέρα της, όπως είδαμε, με τη συνθήκη τού Βιτέρμπο (1267), επρόκειτο να αποκατασταθούν για κάποιο διάστημα από τον Κάρολο Β’ (1289). Ίσως ο Κάρολος ωθήθηκε να το κάνει αυτό ύστερα από παρέμβαση υπέρ τής Ισαβέλλας τού Φιλίππου Δ’ τού Ωραίου (1268-1314), βασιλιά τής Γαλλίας (1285-1314). Εν πάση περιπτώσει, η Ισαβέλλα επρόκειτο να βασιλεύσει ως πριγκήπισσα τής Αχαΐας με τούς δύο μεταγενέστερους συζύγους της, τον Φλωρέντιο τού Αινώ (1289-1297), δισέγγονο τού Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Βαλδουΐνου Α’ και τον Φίλιππο τής Σαβοΐας (1301-1307), ανηψιό τού κόμη Αμαδέου Ε’, αλλά το ένδοξο παρελθόν των Βιλλεαρδουΐνων δεν θα επέστρεφε στον Μοριά, παρά το γεγονός ότι κόρη τού οίκου τους έφερε τον πριγκηπικό τίτλο.
Για είκοσι χρόνια μετά τον Σικελικό Εσπερινό και μέχρι την ειρήνη τής Καλταμπελόττα το 1302, ο ναπολιτάνικος οίκος των Ανδεγαυών χρειαζόταν όλες του τις δυνάμεις για τον αγώνα εναντίον τού οίκου τής Βαρκελώνης.13 Πολλοί Μωραΐτες ιππότες πολέμησαν στους στρατούς των Ανδεγαυών εναντίον των Καταλανών, των Αραγωνέζων, των Σικελών και των Γιβελλίνων τής ιταλικής χερσονήσου, που αντιτάσσονταν στην επανεγκαθίδρυση γαλλικής εξουσίας στο νησιωτικό βασίλειο τής Σικελίας (Τρινάκρια). Όμως, ευτυχώς για το πριγκηπάτο τής Αχαΐας και ίσως και για το Ανδεγαυό βασίλειο τής Νάπολης, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος πέθανε τότε (στις 11 Δεκεμβρίου 1282). Ο Μιχαήλ Η’ είχε επιδείξει στρατιωτική και διπλωματική ιδιοφυΐα, αλλά αποκατέστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία με τρόπο πολύ ελλιπή. Αυτή δεν έγινε ισχυρό κράτος, ενώ οι Λατίνοι στην Ελλάδα και στο Αιγαίο επωφελήθηκαν από την αδυναμία τού διαδόχου του, τού Ανδρόνικου Β’, ο οποίος εγκατέλειψε αμέσως την πολιτική τού πατέρα του για εκκλησιαστική ένωση με τη Ρώμη και ανάγκασε τον ανυπάκουο λατινόφιλο Ιωάννη Βέκκο να κατέβει από τον πατριαρχικό θρόνο.14
Το μέλλον θα έδειχνε επίσης ότι ο Μιχαήλ Η’ είχε προφανώς παραλείψει να εκτιμήσει τον πραγματικό κίνδυνο για το Βυζάντιο, ο οποίος δεν προερχόταν από τη Δύση αλλά από την Ανατολή. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια τού Καρόλου Ανδεγαυού εξέτρεψαν τον Μιχαήλ από σοβαρές προσπάθειες για να ελεγχθεί η συνεχιζόμενη επέκταση των Τούρκων στην Ανατολία. Χωρίς αμφιβολία η μεταφορά τής βυζαντινής πρωτεύουσας από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1261 μείωσε το ενδιαφέρον τού Μιχαήλ για την υπεράσπιση των Ελλήνων τής Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν ευημερήσει και ένιωθαν ασφαλείς υπό τούς Λασκαρίδες βασιλείς και οι οποίοι τον θεωρούσαν ευρέως ως σφετεριστή τού θρόνου. Όμως μόλις ο Mιχαήλ ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη, έπρεπε να προστατεύσει την πόλη από τις λατινικές αξιώσεις. Για να προωθήσει αυτόν τον σκοπό είχε βεβαίως δεχθεί στη Λυών το 1274 την ένωση των εκκλησιών, πράγμα το οποίο επίσης επέτεινε την αποξένωσή του από τούς Έλληνες τής Μικράς Ασίας.
Η ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης αναβίωνε το βυζαντινό όνειρο τής οικουμενικής αυτοκρατορίας και μετέτρεπε σε κατηγορηματική προσταγή τον έλεγχο τού Αιγαίου και την επανάκτηση τής Ελλάδας. Όμως ένα αδύναμο κράτος επικεντρωμένο στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε ταυτόχρονα να κρατήσει τη Μικρά Ασία, το παλαιό λίκνο τού βυζαντινού ανθρώπινου δυναμικού, και να συντρίψει ταυτόχρονα τούς Δούκα τής Ηπείρου και τής Νεοπάτρας, καθώς και τούς Λατίνους δυνάστες. Ενώ ο Μιχαήλ Η’ εξαπέλυε επίθεση εναντίον των Ελλήνων τής Θεσσαλίας και τής Ηπείρου, των δυνάμεων των Ανδεγαυών στην Αλβανία και των Λατίνων στον Μοριά, το Νεγκροπόντε και τα νησιά τού Αιγαίου, οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη τής Μικράς Ασίας.15 Όταν υπό τούς πρώτους Οθωμανούς ηγεμόνες οι Τούρκοι απέκτησαν επιτέλους αποτελεσματική ηγεσία, τότε οι διάδοχοι τού Μιχαήλ Η’ στον θρόνο μπόρεσαν εύκολα πια να αναγνωρίσουν την τουρκική προέλαση ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το Βυζάντιο.
Ο Κάρολος Ανδεγαυός πέθανε στη Φότζια στις 7 Ιανουαρίου 1285, ενώ λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα (στις 28 Μαρτίου) ο θάνατος ανάγκασε τον Μαρτίνο Δ’ να σταματήσει τη διάθεση των πόρων τού παπισμού, που είχε τόσο γενναιόδωρα χρησιμοποιήσει για λογαριασμό τού Καρόλου. Ο Τζάκοπο Σαβέλλι, καρδινάλιος διάκονος τής Σάντα Μαρία στο Κοσμιντίν, γέρος και άρρωστος άνθρωπος, εξελέγη διάδοχός του στις 2 Απριλίου. Στέφθηκε ως Ονώριος Δ’ στις 20 Μαΐου και δεν έχασε χρόνο για να χορηγήσει στον γιο τού Καρόλου Ανδεγαυού, τον Κάρολο Β’ Χωλό, «τον φόρο δεκάτης όλων των εκκλησιών για τρία χρόνια … για την ανάκτηση τής Σικελίας από την εξουσία και κυριαρχία. .. τού Πέδρο τής Αραγωνίας, ο οποίος την κρατούσε σε αντίθεση με την επιθυμία τής εκκλησίας».16 Η ιστορική σκηνή είχε μόλις απαλλαγεί από τις προσωπικότητες, που είχαν διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στο μεγάλο δράμα που κορυφώθηκε με τον Σικελικό Εσπερινό. Η «σταυροφορία» τού Φιλίππου Γ’ εναντίον τής Αραγωνίας-Καταλωνίας απέτυχε το καλοκαίρι τού 1285, ενώ ο ίδιος ο Φίλιππος πέθανε στις 5 Οκτωβρίου κατά την υποχώρησή του από την Ισπανία.17 Ένα μήνα αργότερα (στις 11 Νοεμβρίου) τον ακολούθησε στον τάφο και ο Πέδρο Γ’. Στο μεταξύ οι απεσταλμένοι τού δόγη τής Βενετίας Τζιοβάνι Ντάντολο είχαν ήδη διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση τού Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, γιου και διάδοχου τού Μιχαήλ Η’, δεκαετή εκεχειρία.
Η συμφωνία προέβλεπε ότι η εκεχειρία μπορούσε να παραταθεί πέραν τής δεκαετίας αν ήταν επιθυμητό. Σε κάθε περίπτωση η συμφωνία τελείωνε το έτος 1295 ή μετά από αυτό, μόνο εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ενημέρωνε επίσημα το άλλο ότι παραιτούνταν από αυτήν, ενώ για να το κάνει αυτό νόμιμα ήταν απαραίτητη προειδοποίηση έξι μηνών. Αυτή η «αληθινή και καθαρή εκεχειρία» (vera et pura treugua) υπογράφηκε από τον Ανδρόνικο Β΄ στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουνίου 1285 και επικυρώθηκε από τον δόγη στις 28 Ιουλίου. Η βυζαντινή κυβέρνηση δεσμευόταν να μην επιτίθεται ή να προξενεί με άλλο τρόπο κακό στους Ενετούς στην Κρήτη, τη Μεθώνη και την Κορώνη, αν και το νησί τού Νεγκροπόντε (Εύβοια) παρέμενε μήλον τής έριδος μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Η βυζαντινή κυβέρνηση εξέφραζε την προθυμία της να αποδεχθεί στην εκεχειρία και τούς Μάρκο Β’ Σανούντο και Μπαρτολομέο Α’ Γκίζι, νησιωτικούς δυνάστες και καλούς Ενετούς, υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρούσαν τούς σημαντικούς όρους τής μη επίθεσης. Οι Βυζαντινοί παραχωρούσαν επίσης στους Ενετούς την παλιά τους συνοικία στη νότια ακτή τού Κερατίου, από την Πύλη Δρουγγαρίων μέχρι την Πύλη Περάματος, καθώς και ορισμένες ιδιοκτησίες και δικαιώματα στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη τής αυτοκρατορίας. Όμως δεν θα υπήρχε απέλαση των Γενουατών, «αλλά θα υπάρχει εξασφάλιση τής ασφάλειας με δικό μας έλεγχο μεταξύ Ενετών και Γενουατών» (sed erit securitas per imperium nostrum inter Venetos et Januenses). Οι Ενετοί έπαιρναν διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια των προσώπων και των εμπορευμάτων τους σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ενώ τούς παραχωρούνταν πλήρη δικαιώματα άφιξης και αναχώρησης, αγοράς και πώλησης, χωρίς κωλύματα ή εμπόδια, φόρους ή δασμούς. Οι Ενετοί θα μπορούσαν επίσης να αγοράζουν και να εξάγουν περιορισμένη ποσότητα σιτηρών, ενώ τούς χορηγούνταν και διάφορα άλλα οικονομικά και νομικά προνόμια, που δεν χρειάζεται να περιγραφούν εδώ. Οι δύο δυνάμεις θα αντάλλασσαν επίσης αιχμαλώτους, οι οποίοι θα ήσαν ελεύθεροι να πάνε λίγο-πολύ όπου επέλεγαν.
Η πειρατεία δεν θα γινόταν ανεκτή. Οι διαφορές θα εκδικάζονταν χωρίς βιαστική προσφυγή στη χρήση όπλων. Οι Βυζαντινοί έμποροι θα μπορούσαν να εμπορεύονται στη Βενετία, πληρώνοντας μόνο τούς τακτικούς φόρους που προβλέπονταν από το κράτος. Οι Ενετοί δεν θα ενίσχυαν ούτε θα υποκινούσαν τούς εχθρούς τού Βυζαντίου με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε θα τούς παρείχαν μεταφορά, πράγμα που προφανώς αποτελούσε πλήγμα σε όποιες αυτοκρατορικές ελπίδες διατηρούσε ακόμη η αυλή των Ανδεγαυών στη Νάπολη. Επίσης ειδική αναφορά μεταξύ των εχθρών τού Βυζαντίου γινόταν στους παγανιστές (pagani) Τούρκους, τούς οποίους οι Ενετοί δεν έπρεπε να βοηθούν ούτε να συνάπτουν μαζί τους συνθήκες. Τέλος οι Βυζαντινοί υπόσχονταν ότι μόλις ο δόγης επικύρωνε τούς όρους τής παρούσας συνθήκης θα κατέβαλαν στην ενετική κυβέρνηση 24.000 υπέρπυρα, ως αποζημίωση για την αρπαγή ορισμένων ενετικών πλοίων και άλλων αγαθών κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Οι Βυζαντινοί δεν θα πρόβαλλαν παρόμοιες αξιώσεις κατά τής Βενετίας (και πιθανότατα λίγες είχαν να προβάλουν). Το κείμενο τής συμφωνίας συντάχθηκε από τον Ογέριο, γνωστό γραμματέα (familiaris notarius) τής βυζαντινής αυλής, ενώ σφραγίστηκε με κρεμαστό χρυσόβουλλο την Παρασκευή 15 Ιουνίου 1285 στο παλάτι των Βλαχερνών, παρουσία ορισμένων από τούς υψηλότερους αξιωματούχους τής αυτοκρατορίας.18
Στη συνέχεια στη Βενετία ο δόγης Τζιοβάννι Ντάντολο υπέγραψε με το χέρι του τη συμφωνία το Σάββατο 28 Ιουλίου, επιβεβαιώνοντας την αγάπη και την αληθινή στοργή που ένιωθαν οι Ενετοί από παλιά για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Ντάντολο παρατηρούσε ότι, πριν συμφωνηθεί το κείμενο τού Ιουνίου 1285, πολλές πρεσβείες, τρεις στην πραγματικότητα, είχαν ανταλλαγεί μεταξύ Βενετίας και Κωνσταντινούπολης (diversis factis ambaxatis ex utraque parte). Το σύμφωνο διαμορφώθηκε με βάση προηγούμενες συμφωνίες και άρα υπήρχε πληρέστερη κατανόηση ανάμεσα στους υπογράφοντες απ’ ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά. Δεδομένου ότι η πρόταση να κάνουν ειρήνη με τούς Βυζαντινούς, και συνεπώς να εγκαταλείψουν τη συμμαχία τους με τον Κάρολο Ανδεγαυό, αναφέρεται για πρώτη φορά στο Μεγάλο Συμβούλιο στις 16 Σεπτεμβρίου 1283, οι Ενετοί είχαν επιστρέψει στην πάλαι ποτέ αγάπη τους για το Βυζάντιο ένα χρόνο μετά την αποβίβαση τού Πέδρο Γ’ στη Σικελία, σε εποχή δηλαδή κατά την οποία ήταν σαφές ότι οι Ανδεγαυοί δεν θα μπορούσαν να διασπάσουν την καταλανική κατοχή τού νησιού.19
Οι πολιτικοί τής Δημοκρατίας είχαν διαβάσει σωστά το μεταβαλλόμενο κλίμα τής εποχής. Αυστηρά όρια είχαν τεθεί στην εξουσία των Ανδεγαυών και οι διάδοχοι τού Καρόλου θα περιορίζονταν σε αυτά. Επιπλέον η συμμαχία με τούς Ανδεγαυούς δεν είχε ενισχύσει το κύρος τής Αγίας Έδρας. Κηρύσσοντας σταυροφορίες κατά τού Φρειδερίκου Β’, τού Μάνφρεντ και τού Πέδρο Γ’ οι πάπες είχαν καταναλώσει μέρος τής ηθικής δύναμης τής έκκλησής τους για προσφυγή στα όπλα για την υποτιθέμενη ευημερία τού χριστιανικού κόσμου και είχαν εξασθενήσει τη δική τους θέση στην ηγεσία τής respublica Christiana. Ακόμη και πριν από την καταστροφή τής γαλλικής «σταυροφορίας» κατά τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, οι Ενετοί είχαν αντιληφθεί την αποτυχία τής πολιτικής τού πάπα Μαρτίνου Δ’ εναντίον τού Βυζαντίου και τού οίκου τής Βαρκελώνης. Η στενή σύνδεση μεταξύ γαλλικής αυλής και παπικής κούρτης είχε τώρα διασπαστεί. Οι Λουδοβίκος Θ’ και Φίλιππος Γ’ είχαν πεθάνει σε αποτυχημένες σταυροφορίες, αλλά ο Φίλιππος Δ’ Ωραίος δεν είχε την πρόθεση να συντηρήσει αυτή την ευσεβή παράδοση και πήρε τα μάτια του από τη Μεσόγειο, εστιάζοντας την προσοχή του στην επέκταση τής βασιλικής εξουσίας στη Γαλλία. Περισσότεροι από ένας πάπες είχαν υπενθυμίσει σε περισσότερους από έναν Καπετιανούς ότι η σταυροφορία αποτελούσε παραδόξως γαλλική ευθύνη. Παρά το γεγονός ότι στα επόμενα χρόνια περισσότεροι από έναν Γάλλοι βασιλείς θα ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να ξεκινήσουν σταυροφορία, το γεγονός είναι ότι μετά τον Φίλιππο Γ’ κανένας Γάλλος βασιλιάς δεν το έκανε αυτό.
Ο Φίλιππος Δ’ άλλαξε την εστίαση τής γαλλικής βασιλικής φιλοδοξίας ενώ, όσον αφορά τη Σταυροφορία, το έτος 1285 έφερε τον 13ο αιώνα στο τέλος του. «Έτσι το 1285 σηματοδοτεί … το τέλος τής σταυροφορίας ως τακτικού και αξιόπιστου μέσου παπικής πολιτικής», όπως αναφέρει ο Τζ. Ρ. Στράιερ: «Στερούμενος τη σταθερή υποστήριξη τού Γάλλου βασιλιά, ο πάπας βρισκόταν σε άσχημη θέση όσον αφορά την καταπολέμηση τού συνεχώς αυξανόμενου κύματος εκκοσμίκευσης και αδιαφορίας».20 Όμως, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η Σταυροφορία παρέμενε το μόνο μέσο που βρήκε ποτέ ο παπισμός για την αντιμετώπιση των μη χριστιανών εχθρών στην Ανατολή και μερικές φορές των χριστιανών εχθρών στη Δύση.
Το λαϊκό ενδιαφέρον και η παπική εμπιστοσύνη στη Σταυροφορία δεν χάθηκαν λοιπόν ως αποτέλεσμα των αποτυχιών τού ύστερου 13ου αιώνα. Σε ολόκληρη τη διάρκεια τού 14ου αιώνα πάπες, ηγεμόνες και δημοσιολόγοι μιλούσαν για τη Σταυροφορία και μάλιστα ξεκίνησαν κάποιες πολύ σημαντικές εκστρατείες, οι οποίες, δυστυχώς από τη χριστιανική σκοπιά, πέτυχαν λίγα ή τίποτε, ενώ ο τουρκικός κίνδυνος αυξανόταν σχεδόν χωρίς κάμψη από τη μία δεκαετία στην επόμενη.
Κάθε φορά που κάποιος φαίνεται να βρίσκει έλλειψη ενδιαφέροντος ή δράσης στα ανατολικά μέτωπα, μπορεί πάντοτε να στρέφεται στα «Εκκλησιαστικά χρονικά» (Annales ecclesiastici) τού Ραϋνάλδου [Οντόρικο Ρινάλντι, 1595-1671], ο οποίος επέλεξε από τα Αρχεία τού Βατικανού σημαντικά έγγραφα, που αποτυπώνουν την παπική ανησυχία για τις ανατολικές υποθέσεις σχεδόν κάθε χρόνο. Για τις δύο τελευταίες δεκαετίες τού 13ου αιώνα δεν προτείνουμε να ακολουθήσουμε ούτε τον Ραϋνάλδο, ούτε τούς τότε διαδόχους του. Αντίθετα, θα δώσουμε προσοχή κατά τη διάρκεια αυτών των ετών στις προσπάθειες που κατέβαλε τουλάχιστον ένας Μογγόλος ιλ-χάνος τής Περσίας για να διαμορφώσει συμμαχία με τον παπισμό, τη Γαλλία και την Αγγλία εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων τής Μικράς Ασίας και των Μαμελούκων τής Αιγύπτου. Για παράδειγμα κατά το πρώτο έτος τής βασιλείας του ο ιλ-χάνος Αργούν (1284-1291) έστειλε προφανώς πρεσβεία με συμφιλιωτική επιστολή του προς τον πάπα Ονώριο Δ’,21 ενώ δύο χρόνια αργότερα έστειλε ένα λάτρη των λειψάνων Νεστοριανό μοναχό, τον Ραμπάν Σάουμα από τη βόρεια Κίνα,22 σε ασυνήθιστη αποστολή προς τον Ονώριο στη Ρώμη, τον Φίλιππο Δ’ στο Παρίσι και τον Εδουάρδο Α’ στο Μπορντώ τής Γασκωνίας.
Ο Ραμπάν Σάουμα και τα μέλη τής αποστολής του άφησαν την Περσία τον Μάρτιο τού 1287, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο, ήσαν στη Νάπολη στα μέσα Ιουνίου και πέρασαν τον Ιούλιο στη Ρώμη. Λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στη Νάπολη έμαθαν για τον θάνατο τού πάπα Ονώριου Δ’ (στις 3 Απριλίου 1287), αλλά στη Ρώμη τον ευσεβή Ραμπάν Σάουμα υποδέχθηκαν περισσότερες από μία φορές τα μέλη τού Ιερού Κολλεγίου, ενώπιον των οποίων προχώρησε σε ομολογία πίστης. Ακόμη κι αν δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει την πρεσβεία του προς τον πάπα, επειδή η έδρα ήταν κενή (sede vacante), τουλάχιστον ο ίδιος και οι σύντροφοί του απόλαυσαν τις ευλαβικές επισκέψεις τους στον Άγιο Πέτρο, στο Λατερανό, στη Σάντα Μαρία Ματζόρε, στον Άγιο Παύλο Εκτός των Τειχών (Σαν Πάολο φουόρι λε Μούρα) και μάλιστα σε «όλες τις εκκλησίες και μοναστήρια τής μεγάλης πόλης τής Ρώμης». Ο Ραμπάν Σάουμα στη συνέχεια πήγε βόρεια στην Τοσκάνη, πέρασε από τη Γένουα στις αρχές Αυγούστου, έφτασε στο Παρίσι στις αρχές Σεπτεμβρίου (1287) και ήταν στη Γασκωνία στα τέλη τού επόμενου μήνα. Σύμφωνα με την «Ιστορία τού Μαρ Τζάμπαλα» (Histoire de Mar Jabalaha), ο Σάουμα έγινε δεκτός τόσο από τον Φίλιππο Δ’ όσο και από τον Εδουάρδο Α’, πράγμα που αναμφίβολα συνέβη. Η θερμή φιλικότητα και η επαινετή περιέργειά του φαίνεται ότι τού εξασφάλιζαν καλή υποδοχή οπουδήποτε πήγαινε. Οι απεσταλμένοι των Μογγόλων θαύμασαν το Πανεπιστήμιο τού Παρισιού με τούς 30.000 φοιτητές του, καθώς και τούς τάφους των Γάλλων βασιλέων στην εκκλησία τού αββαείου τού Σαιν Ντενί, τής οποίας το κλίτος (choir) και το ιερό (chevet) είχαν ολοκληρωθεί μόλις έξι χρόνια πριν.
Μετά την εκλογή τού παλιού μας φίλου Τζερόμ τού Άσκολι ως πάπα Νικολάου Δ’ (στις 15 Φεβρουαρίου 1288), ο Ραμπάν Σάουμα επέστρεψε στη Ρώμη, έχοντας περάσει τον χειμώνα στη Γένουα. Δεδομένου ότι πλησίαζε η πτώση τής Ακρ, η παπική δραστηριότητα για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων είχε δώσει τη θέση της στις προσπάθειες των οπαδών των Ανδεγαυών στην παπική κούρτη να ξανακερδίσουν για λογαριασμό τού Καρόλου Β’ Ανδεγαυού-Νάπολης το αμφισβητούμενο νησί τής Σικελίας.23 Αλλά ο Ραμπάν Σάουμα άναψε σίγουρα το ενδιαφέρον τού νέου πάπα για την Ανατολή. Ο Nικόλαος Δ’ ήταν ο πρώτος Φραγκισκανός πάπας, ενώ είχε διατελέσει αρχηγός τού Τάγματος. Υποδέχθηκε τον Σάουμα με μεγάλη εγκαρδιότητα και πιθανώς τον ρώτησε για τα ευρισκόμενα σε κίνδυνο μοναστήρια των Μινοριτών στους Αγίους Τόπους.
Σε κάθε περίπτωση επιτράπηκε στον Σάουμα να κάνει λειτουργία, προφανώς παρουσία τού πάπα, ενώ παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα από τη γοητεία μάτια τις τελετές τής Μεγάλης Εβδομάδας, που οδηγούσαν από μέρα σε μέρα στις τελικές εωθινές λειτουργίες στη Σάντα Μαρία Ματζόρε και στην εκκλησία τού Λατερανού. Τώρα που ο Ραμπάν Σάουμα είχε διεκπεραιώσει τα καθήκοντα που τού είχαν ανατεθεί και είχε παραδώσει στον πάπα τα δώρα και τα γράμματα τού ιλ-χάνου Αργούν, καθώς και τις προσφορές και τις επιστολές τού Νεστοριανού «Καθολικού Μαρ Τζάμπαλα», έπρεπε να σκεφτεί το μακρύ ταξίδι τής επιστροφής στην Περσία. Κάποια στιγμή μετά το Πάσχα (28 Μαρτίου 1288) ο Σάουμα ζήτησε παπική άδεια να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια αυτής τής δεύτερης παραμονής του είχε περάσει στην πόλη έξι περίπου εβδομάδες. Αναχώρησε για την Περσία στα μέσα Απριλίου,24 έχοντας μπροστά του μερικούς μήνες καλού καιρού για το ταξίδι. Ο Αργούν και ο Mαρ Τζάμπαλα τον υποδέχθηκαν και οι δύο με τιμές, όσο καλύτερα μπορούσαν, ενώ για το υπόλοιπο τής ζωής του ο Ραμπάν Σάουμα εύρισκε αναμφίβολα μεταξύ των Νεστοριανών αδελφών τού ανυπόμονους ακροατές των εκπληκτικών ιστοριών του για τα θαύματα τής Ρώμης.25
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών λίγες εκπληκτικές ιστορίες μπορούσαν να λέγονται για τον Μοριά, αν και οι συνθήκες στο πριγκηπάτο βελτιώθηκαν για κάποιο διάστημα. Όταν πέθανε ο Κάρολος Ανδεγαυός στις αρχές Ιανουαρίου 1285, ο γιος και διάδοχός του Κάρολος Β’ Χωλός είχε μόλις αρχίσει να βρίσκεται φυλακισμένος για τέσσερα χρόνια στη Σικελία και την Καταλωνία, αφού συνελήφθη στις 5 Ιουνίου 1284, όταν μοίρα τού στόλου του ηττήθηκε στον κόλπο τής Νάπολης. Τώρα, στις 10 Ιουλίου 1289, λίγο μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, ο Κάρολος χορηγούσε στη χήρα νύφη του, στην Ισαβέλλα Βιλλεαρδουΐνη, κόρη τού αποθανόντος πρίγκηπα Γουλιέλμου, τη βαρωνία τής Καρύταινας καθώς και το κάστρο τού Αράκλοβου (Μπουσελέ).26 Αυτή ήταν μόνο η αρχή τής «αποκατάστασης και παραχώρησης» τής κληρονομιάς των Βιλλεαρδουΐνων, αφού με εντολή που εκδόθηκε στη Νάπολη στις 13 Σεπτεμβρίου (1289) ο Κάρολος προέβλεπε το πέρασμα από το Μπρίντιζι στον Μοριά τής Ισαβέλλας ως πριγκήπισσας Αχαΐας (princpissa Achaye).27 Λίγες ημέρες αργότερα η Ισαβέλλα παντρεύτηκε τον Φλωρέντιο τού Αινώ, δισέγγονο τού Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Βαλδουΐνου Α’. Ο Φλωρέντιος, νεώτερος γιος (και όχι πια τόσο νέος), είχε έρθει στην Ιταλία αναζητώντας την τύχη του στις συγκρούσεις Ανδεγαυών και Αραγωνίας. Σε βασιλικό διάταγμα τής 26ης Σεπτεμβρίου ο Κάρολος Β’ υπενθύμιζε τον τρόπο με τον οποίο η κληρονομιά των Βιλλεαρδουΐνων είχε περάσει στον βασιλικό οίκο των Ανδεγαυών (το 1278) ως αποτέλεσμα τής συνθήκης τού Βιτέρμπο (το 1267) και σημείωνε ότι εκχωρούσε στην Ισαβέλλα και στους νόμιμους κληρονόμους της το πριγκηπάτο τού Μορέως ως πράξη «καθαρής γενναιοδωρίας και ειδικής χάρης». Η Ισαβέλλα θα κρατούσε το πριγκηπάτο ως άμεσα υποτελής τού Ανδεγαυού στέμματος, ενώ δεδομένου ότι η ίδια και ο νέος σύζυγός της θα έφευγαν σύντομα για την Ελλάδα, ο Κάρολος διέταζε να τούς συνοδεύσουν δύο βασιλικοί επίτροποι, ώστε να εξασφαλίσουν την επίσημη εγκατάστασή τους στο πριγκηπάτο, καθώς και την υποτέλεια προς αυτούς των βαρώνων και φεουδαρχών τής Αχαΐας, «σύμφωνα με τις συνήθειες και τα έθιμα τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας», υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι δεν θα παρέκκλιναν ποτέ από τη φεουδαρχική υπαγωγή που όφειλαν στον οίκο των Ανδεγαυών.28
Η αρχή τού Φλωρεντίου τού Αινώ (1289-1297) υπήρξε σοφή και η διακυβέρνησή του ως επί το πλείστον δίκαιη και ανθρώπινη, αν και υπήρξε αδικαιολόγητα μεροληπτικός υπέρ των συγγενών του, μερικοί από τούς οποίους τον ακολούθησαν δυστυχώς στον Μοριά. Την εποχή τού Φλωρεντίου το πριγκηπάτο είχε ήδη χάσει μεγάλο μέρος τής προγενέστερης σπουδαιότητάς του, αλλά πρέπει να ανατρέξουμε στα κυριότερα γεγονότα τής ιστορίας του, γιατί θα τα χρειαστούμε περιστασιακά ως πλαίσιο αναφοράς. Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής βασιλείας του ο Φλωρέντιος είχε κάποιες δυσκολίες φεουδαρχικού πρωτοκόλλου με τη δούκισσα τής Αθήνας, την Ελένη Δούκαινα, κηδεμόνα και μητέρα τού νεαρού Γκυ Β’ ντε λα Ρος, από την οποία απαιτούσε υποταγή και υποτέλεια, αν και η δούκισσα απέρριπτε τούς ισχυρισμούς του για επικυριαρχία, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο. Αλλά για το μεγαλύτερο διάστημα φαίνεται ότι ο Φλωρέντιος κατόρθωνε να διοικεί χωρίς δυσκολίες. Έκανε ειρήνη με τον Βυζαντινό διοικητή (κεφαλή) τού Μυστρά, ενώ αρνήθηκε να οδηγηθεί σε πόλεμο από μικρότερης σημασίας περιστατικά. Η ασφάλεια τής ζωής και τής περιουσίας ξανάφεραν στον Μοριά κάποια οικονομική ευημερία και ο θάνατος τού Φλωρεντίου στην Ανδραβίδα το 1297 στενοχώρησε εξ ίσου τούς Λατίνους και τούς Έλληνες.29
Για κάποιο διάστημα μετά τον θάνατο τού Καρόλου Ανδεγαυού το παπικό ενδιαφέρον για τις υπερπόντιες υποθέσεις εκτράπηκε από την Ανατολική Μεσόγειο. Οι Βυζαντινοί υπό τον Ανδρόνικο Β’ δεν ήσαν σχεδόν καθόλου επικίνδυνοι, ενώ υπήρχαν πάρα πολλά προβλήματα στη Σικελία, τη Γαλλία, την Αραγωνία και αλλού στη Δύση. Βέβαια οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης έστρεφαν το βλέμμα τους προς ανατολάς, κατά τη διάρκεια τής καταστροφικής δεκαετίας κατά την οποία η Βενετία ενεπλάκη στον δεύτερο χωρίς κατάληξη πόλεμό της εναντίον τής Γένουας (1293/4-1299). Ο δυστυχής σύμμαχος τής τελευταίας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος ρίχτηκε επίσης στον μάταιο ανταγωνισμό (1296-1302), για να εγκαταλειφθεί τελικά στους δικούς του ανεπαρκείς πόρους, όταν οι Γενουάτες έκαναν ειρήνη με τη Βενετία. Ο πόλεμος μείωσε τις δυνατότητες και των δύο δημοκρατιών. Συνέβαλε στην εμφύλια σύγκρουση στη Γένουα, ενώ ενίσχυσε την εξουσία των ευγενών στη Βενετία. Οι Τούρκοι επαναλάμβαναν τις επιθέσεις τους στη Μικρά Ασία. Καθώς ο πόλεμος γέμιζε το Αιγαίο και την Αδριατική, η παπική κούρτη έχανε τον έλεγχό της πάνω στις εκκλησίες τής Ελλάδας. Υπάρχει αβεβαιότητα για τις χρονολογίες τής θητείας, ακόμη και για τα ονόματα των αρχιεπισκόπων Αθηνών, Θηβών και Κορίνθου εκείνης τής εποχής. Οι ενοριακοί εφημέριοι εξέλεγαν προφανώς τούς δικούς τους επισκόπους και αρχιεπισκόπους, οι οποίοι ζητούσαν επικύρωση τής εκλογής τους από τούς συναδέλφους τους στην Ελλάδα και από τον Λατίνο πατριάρχη, ο οποίος συνήθως επιθυμούσε να διατηρεί όσο περισσότερη ανεξαρτησία μπορούσε από την παπική κούρτη. Πολύ συχνά η κούρτη δεν ενημερωνόταν καν για αυτές τις εκλογές. Παπικά έγγραφα, όπως έχουν καταγραφεί από τον Ώϊμπελ, αναφέρουν ένα διορισμό στην αρχιεπισκοπική έδρα τής Θήβας μεταξύ 1252 και 1308 και κανένα από το 1253 μέχρι το 1330 σε εκείνη τής Νάξου και Πάρου, ο αρχιεπίσκοπος τής οποίας προέδρευε επί των Κυκλάδων.30
Υπάρχουν, ως συνήθως, ρητορικές επιστολές, που αναφέρονταν στη συλλογή τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης και επιδοτήσεων, υποτίθεται για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων (το negotium Terrae Sanctae), σε χορηγήσεις άφεσης αμαρτιών για σταυροφόρους και σε αφορισμούς εκείνων που διακινούσαν όπλα προς τούς μουσουλμάνους. Όμως, κατά τη διάρκεια τής θητείας τού πάπα Βονιφάτιου Η’ (1294-1303) λίγα συγκεκριμένα στοιχεία μαθαίνουμε για τη Λατινική Εκκλησία στην Ελλάδα: κάποιους διορισμούς, ένα σκάνδαλο και την οικοδόμηση ενός μοναστηριού. Έτσι, τον Οκτώβριο τού 1295 ο Βονιφάτιος Η’ διόρισε ως αρχιεπίσκοπο Πατρών τον Ιωάννη, αρχιμανδρίτη τής ίδιας πόλης, ενώ στη συνέχεια τού επέτρεψε να δανειστεί 2.500 χρυσά φλουριά για τις δικές του ανάγκες και για αυτές τής εκκλησίας του.31 Ο πάπας ζήτησε από τον θησαυροφύλακα τής εκκλησίας τού Άργους να εξετάσει τις συζυγικές διενέξεις μιας γυναίκας, που είχε σαφώς τα μέσα της, η οποία παντρεύτηκε αρχικά στην επισκοπή τής Αθήνας άντρα από το Σπολέτο και στη συνέχεια μετακόμισε στη Θήβα, όπου παντρεύτηκε Ενετό ιππότη (miles), τον επικεφαλής (majordomo) τού νοικοκυριού της. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών την αφόρισε κι εκείνη προσέφυγε στον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Πέτρο, ο οποίος, σε αντίθεση με τη δικαιοσύνη (contra iusticiam) ήρε τον αφορισμό, χωρίς να δώσει στον πρώτο σύζυγο την ευκαιρία να ακουστεί. Ο άνθρωπος από το Σπολέτο προσέφυγε στη Ρώμη, γιατί δεν μπορούσε (όπως έλεγε) να εξασφαλίσει δικαιοσύνη στο αθηναϊκό δουκάτο, όπου η κυρία και ο Ενετός εραστής της είχαν προφανώς μεγάλη επιρροή στη σχέση τους με τον πατριάρχη.32 Δεν είναι σαφές με ποιόν ακριβώς τρόπο εκδικάστηκε η υπόθεση. Επίσης τον Νοέμβριο τού 1300 ο Βονιφάτιος παραχώρησε άδεια «σε κάποιο μοναστήρι τού Τάγματος τής Αγίας Κλάρας, τής επισκοπής τής Ωλένης, που χτίστηκε από την Ισαβέλλα, πριγκήπισσα τής Αχαΐας….»33 Με τέτοιου είδους στοιχεία δεν πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο.
Όμως τα Ανδεγαυά έγγραφα που δημοσίευσαν πρόσφατα οι Περρά και Λονιόν, παρέχουν περαιτέρω ματιά στις υποθέσεις των Λατίνων κληρικών στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία τού 13ου αιώνα. Έτσι, στις 13 Μαΐου 1292 ο πρίγκηπας Κάρολος Μαρτέλ, ενεργώντας για λογαριασμό τού πατέρα του Καρόλου Β’, που ήταν τότε στην Αιξ-αν-Προβάνς, έγραφε στον «υπεύθυνο διελεύσεων» (magister passuum) τής Λιβουρίας (Τέρρα ντι Λαβόρο) τής νότιας Ιταλίας, διατάζοντάς τον να επιστρέψει σε κάποιον Ιωάννη τού Φουζολόνο το ποσό των 13 λιρών, 20 ενετικών δηναρίων και 40 ασημένιων σόλιδων τής Τουρ. Ο Ιωάννης ήταν εκπρόσωπος των Πιέτρο Λουπέλλι και Στέφανο Λουπέλλι, εφημερίων Κορίνθου και Αθηνών αντίστοιχα και αμφοτέρων ιδιαιτέρων τού ισχυρού καρδινάλιου Μπενεντέττο Καετάνι, που θα γινόταν πάπας Βονιφάτιος Η’ σε λιγότερο από τρία χρόνια. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν «από τα έσοδα για μισθούς κληρικών, τα οποία οι εφημέριοι διατηρούσαν εκεί» (στην Ελλάδα) και ο Ιωάννης είχε τολμήσει να τα φέρει στον νότο ιταλικό βασίλειο, αγνοώντας τη βασιλική εντολή, που απαγόρευε την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων. Ο «υπεύθυνος διελεύσεων» είχε κατάσχει τα χρήματα, πιστεύοντας ότι εξάγονταν παράνομα από το βασίλειο και ο Ιωάννης είχε προσφύγει στον πρίγκηπα τής Νάπολης. Οι Λουπέλλι προφανώς προσέφυγαν στον καρδινάλιο Μπενεντέτο, που παρενέβη έντονα για λογαριασμό των ιερέων του κι έτσι εκδόθηκε αμέσως εντολή προς τον «υπεύθυνο διελεύσεων» να επιστρέψει πλήρως το εν λόγω ποσό και να επιτρέψει στον Ιωάννη να αναχωρήσει ελεύθερα με αυτό από το βασίλειο.34
Βασιλική εντολή στις 26 Σεπτεμβρίου 1296 ενημέρωνε τον υπασπιστή τού ναυάρχου τής Σικελίας ότι «επίτροποι τού σεβάσμιου πατέρα τού Χριστού, τού άρχοντα Λαντόλφο Μπρανκάτσο, καρδινάλιου διάκονου τού Σαντ’ Άντζελο, που διορίστηκαν από αυτόν για τη συλλογή χρημάτων τού φόρου δεκάτης στην Αχαΐα, έχουν ήδη συγκεντρώσει περίπου 500 ουγγιές χρυσού…» Χωρίς να γνωρίζουμε με ποια εξουσιοδότηση, ο Κάρολος Β’ πρότεινε να χρησιμοποιηθεί ο φόρος δεκάτης τής Αχαΐας για τη ναυπήγηση πλοίων, που βρίσκονταν τότε υπό κατασκευή στις αποβάθρες του.35 Από την άλλη πλευρά χορηγούσε στον Ρωμανό, επίσκοπο Κρόιας στην Ήπειρο, που είχε εκδιωχθεί από την έδρα του, ετήσια σύνταξη τεσσάρων ουγγιών χρυσού από την αγορά και τούς τελωνειακούς δεσμούς τής Μπαρλέτα.36 Το ποσό δεν ήταν αρκετό για τη διατήρηση επισκοπικού αγροκτήματος, αλλά ο Κάρολος ήταν πιο γενναιόδωρος με τον Λέντσο Κοράσιο, επίσκοπο τού Μπιτόντο στη νότια Ιταλία, ο οποίος είχε υπηρετήσει τη βασιλική οικογένεια σε ορισμένες δύσκολες αποστολές στην Ελλάδα. Ο Λέντσο πήρε ετήσια σύνταξη είκοσι ουγγιών χρυσού, που θα καταβαλλόταν από τον τοπικό φόρο δεκάτης επί τού ελαιόλαδου, τον οποίον ο βασιλιάς μάζευε κάθε χρόνο.37
Ο Κάρολος Β’ άκουγε πρόθυμα τις καταγγελίες τού κλήρου και στις 9 Μαρτίου 1296 ζήτησε από τον γιό του Φίλιππο, πρίγκηπα τού Τάραντα, να απαιτήσει από τον διοικητή τής Κέρκυρας να σταματήσει να παρεμβαίνει στη δικαιοδοσία τού αρχιεπισκόπου επί των κληρικών του, Ελλήνων και Λατίνων. Επίσης οι φορολογικοί αξιωματούχοι τού Φιλίππου (magistri massarii) δεν έπρεπε να καλλιεργούν εδάφη τής εκκλησίας χωρίς την άδεια τού αρχιεπισκόπου και τής ενορίας τής Κέρκυρας, ενώ όταν έσπερναν τέτοια εδάφη (πάντοτε με άδεια), έπρεπε να καταβάλουν τον συνηθιζόμενο φόρο δεκάτης, πράγμα που είχαν αρνηθεί να κάνουν. Ορισμένοι υποτελείς και εξαρτώμενοι τού Φιλίππου είχαν αναλάβει αλυκές, εδάφη και άλλες ιδιοκτησίες τής εκκλησίας, με προφανή ζημιά για τον κλήρο και ο Φίλιππος ζητούσε να αντιμετωπίσει ο διοικητής δίκαια αυτή την καταγγελία.38
Όταν ο Βονιφάτιος Η’ καταδίκασε τούς Πνευματικούς Φραγκισκανούς, που ονομάζονταν Φρατιτσέλλι ή «Μπιζότσι», ορισμένοι από αυτούς αναζήτησαν καταφύγιο στην Ελλάδα, όπου μικρή ομάδα συγκεντρώθηκε σε νησί τού Κορινθιακού κόλπου, κατά πάσα πιθανότητα στα Τριζόνια, που τότε βρισκόταν υπό την κυριαρχία τού Θωμά Γ’ ντ’ Ωτρεμανκούρ των Σαλώνων.39 Στις 11 Ιανουαρίου 1300 ο Κάρολος Β’ ενημέρωνε τον διοικητή τού Φιλίππου τού Τάραντα στη Ρωμανία ότι ο πάπας είχε διατάξει τον Λατίνο πατριάρχη Πέτρο και τούς αρχιεπισκόπους Πατρών και Αθηνών να βρουν τούς Μπιζότσι και να τούς τιμωρήσουν, καθώς και κάθε άλλον που τούς βοηθούσε ή τούς υποδεχόταν. Ο Κάρολος διέταξε τον διοικητή να εξασφαλίσει ότι κανένας στη δικαιοδοσία του δεν θα προκαλούσε το παραμικρό εμπόδιο σε αυτή την ευσεβή αναζήτηση των θρησκευτικών διαφωνούντων, ενώ μάλιστα, αν ο πατριάρχης και οι αρχιεπίσκοποι ζητούσαν τη βοήθεια και συμβουλή του, ο διοικητής έπρεπε να τούς βοηθήσει να διεκπεραιώσουν την παπική εντολή.40
Τα Ανδεγαυά έγγραφα από την εποχή τού Φλωρεντίου τού Αινώ παρέχουν πλούσια περιγραφή τής φεουδαρχικής πολιτικής και πρωτοκόλλου, ιδιαίτερα των Αχαϊκών ισχυρισμών για επικυριαρχία επί τής Αθήνας, στην οποία θα έρθουμε αργότερα. Στα κείμενα αφθονούν κι άλλα απομεινάρια πληροφοριών. Έτσι ο μόνος τρόπος για να ταξιδέψει κάποιος στον Μοριά κατά τον 13ο αιώνα (και μάλιστα μέχρι τα τέλη τού 19ου αιώνα) ήταν με άλογο ή με μουλάρι. Όμως και γι’ αυτά τα μεταφορικά μέσα φαίνεται ότι υπήρχε μικρή προσφορά, αν κρίνουμε από τον αριθμό των αδειών που χορηγήθηκαν από τον Κάρολο Β’ για την ελεύθερη εξαγωγή αλόγων και γαϊδουριών από την Απουλία στον Μοριά.41 Μερικές φορές ο Κάρολος έδινε άδεια για τη μεταφορά σιτηρών, κυρίως σταριού και κριθαριού, από την Απουλία στον Μοριά και το αθηναϊκό δουκάτο,42 ενώ τα έγγραφα μάς δίνουν επίσης περιστασιακά εικόνα των προβλημάτων των εμπόρων, που συναλλάσσονταν στη Γλαρέντζα και άλλα μέρη τού Μοριά.43
Όταν ήρθε η άνοιξη τού 1300, η πριγκίπισσα Iσαβέλλα Βιλλεαρδουΐνη διόρισε τον Νικόλαο Γ’ τού Σαιν Ομέρ, άρχοντα τής μισής Θήβας, ως βαΐλο της στον Μοριά, γιατί επιθυμούσε να μεταβεί στη Ρώμη και να μοιραστεί τα πνευματικά οφέλη, τα οποία ο πάπας Βονιφάτιος Η’ είχε προβλέψει για τούς προσκυνητές κατά το πρώτο ιωβηλαίο. Η Ισαβέλλα και η ακολουθία της απέπλευσαν από τη Γλαρέντζα για την Αγκώνα με δύο ενετικές γαλέρες, που πραγματοποιούσαν το ταξίδι τής επιστροφής από την Αλεξάνδρεια. Από την Αγκώνα κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου πιθανώς δεν είχε πρόβλημα να βρει κατάλυμα, παρά το γεγονός ότι η πόλη ήταν τόσο γεμάτη με προσκυνητές στην αναζήτηση χάρης, λέει ο Μωραΐτης χρονογράφος, «που ήταν θαύμα να το βλέπεις». Η Ισαβέλλα επισκεπτόταν τις ιερές τοποθεσίες κάθε μέρα, «όπως έκαναν και οι άλλοι προσκυνητές», αλλά είχε κι άλλο σκοπό ερχόμενη στη Ρώμη. Ήθελε να συναντήσει τον Φίλιππο τής Σαβοΐας, γιο τού Θωμά Γ’, τού εκλιπόντος κόμη Μωριέν και Πεδεμοντίου και ανιψιό τού Aμαδέου Ε’, κόμη τής Σαβοΐας. Η Ισαβέλλα και ο Φίλιππος είχαν έλθει σε επαφή με μεσολάβηση των Λεονάρντο Πατράσσο και Λούκα Φιέσκι, που έγιναν και οι δύο καρδινάλιοι στην τέταρτη σειρά προαγωγών τού Βονιφάτιου Η’ στις 2 Μαρτίου 1300. Ο Φίλιππος ήταν είκοσι δύο ετών, και η Ισαβέλλα περισσότερων από σαράντα, αλλά αυτή ήθελε αρσενικό κληρονόμο για να τού αφήσει την πλούσια κληρονομιά της και χρειαζόταν ισχυρό άντρα για να τη βοηθήσει να υπερασπιστεί το πριγκηπάτο. Ο Φίλιππος ήταν προφανώς η καλύτερη περίπτωση και τώρα αυτή πρότεινε να τον παντρευτεί, χωρίς να ζητήσει τη συγκατάθεση τού βασιλιά Καρόλου Β’, όπως είχε υποχρέωση να κάνει με βάση τούς όρους υπό τούς οποίους τής είχε παραχωρηθεί το πριγκηπάτο το 1289.44
Ο καρδινάλιος Λεονάρντο Πατράσσο ήταν συγγενής τού πάπα, ο οποίος ευνοούσε σαφώς τον γάμο. Στις 7 Φεβρουαρίου 1301 η Ισαβέλλα έδωσε στον Φίλιππο τής Σαβοΐας το κάστρο και τον τίτλο τού φρούραρχου (καστελλάνου) τής Κορίνθου με όλες τις εξαρτήσεις της, ενώ εκείνος ανέλαβε να ανακαταλάβει εκείνα τα τμήματα τού παλαιού πριγκηπάτου των Βιλλεαρδουΐνων, τα οποία είχαν κατακτήσει οι Έλληνες. Αν γεννιόντουσαν γιοι από αυτό τον γάμο, τότε η εκχώρηση τής Κορίνθου θα αποτελούσε κενό γράμμα, αφού εκείνοι θα κληρονομούσαν το πριγκηπάτο. Ο γάμος έγινε στη Ρώμη την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου παρουσία τού κόμη Aμαδέου Ε’ τής Σαβοΐας, τού κόμη Γκυ Γ’ τού Σαιν Πολ, τού Πιέρ Φλοτ, βασιλικού συμβούλου τής Γαλλίας, καθώς και άλλων ευγενών και προσκεκλημένων. Ο αρχιεπίσκοπος τής Λυών Ανρί ντε Βιλλάρ, παπικός εκπρόσωπος, ήταν επίσης παρών. Το μενού και ο λογαριασμός τού γαμήλιου γεύματος διασώζονται ακόμη και μαρτυρούν τη μεγάλη όρεξη των συνδαιτημόνων, τις εύθυμα διακοσμημένες αίθουσες, τα τραγούδια των τροβαδούρων και τα γενναιόδωρα φιλοδωρήματα, με τις δαπάνες να ανέρχονται συνολικά σε 488 λίρες, 17 σόλιδους και 9 δηνάρια σε νομίσματα Βιέννης.45
Η περιφρόνηση τής Ισαβέλλας για τα ύψιστα δικαιώματα των Ανδεγαυών στην Αχαΐα είχε προκαλέσει την εντολή τού Καρόλου Β’ να ετοιμαστεί επιστολή στις 6 Φεβρουαρίου 1301, που δήλωνε ότι ο γάμος της με τον Φίλιππο τής Σαβοΐας είχε παραβιάσει «την μορφή και το περιεχόμενο των συμβάσεων» (της πρώτης συνθήκης τού Βιτέρμπο στις 24 Μαΐου 1267), σύμφωνα με τις οποίες είχε παραχωρηθεί σε αυτήν ο Μοριάς. (Αν και ο γάμος δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου, το κείμενο θεωρούσε ότι η Ισαβέλλα ήταν ήδη παντρεμένη.) Ο Κάρολος λοιπόν ανακήρυσσε ότι η Ισαβέλλα είχε χάσει τα δικαιώματά της στο πριγκηπάτο, το οποίο παραχωρούσε ως φέουδο στον γιο του Φίλιππο, πρίγκηπα τού Τάραντα, στον οποίο είχε βέβαια ήδη εκχωρήσει την επικυριαρχία επί τού Μοριά. Ο Κάρολος είχε ήδη δεόντως κλιμακώσει το έγγραφο αυτό, αλλά τα γεγονότα εξελίσσονταν τόσο ραγδαία, ώστε καθυστερούσε τη δημοσίευσή του,46 προφανώς λόγω τής επιμονής τού πάπα Βονιφάτιου Η’.
Η παπική πίεση οδήγησε επίσης τον Κάρολο Β’ (με απόλυτη απροθυμία) να δεχθεί τον γάμο τής Ισαβέλλας και στις 23 Φεβρουαρίου (1301) ο Κάρολος, όντας τότε στη Ρώμη, ανέθεσε προσωπικά στον Φίλιππο τής Σαβοΐας το πριγκηπάτο τού Μορέως σε επίσημη τελετή στο Λατερανό. Τού το ανέθεσε στο όνομα τού γιου του Φιλίππου τού Τάραντα, επικυρίαρχου τού πριγκηπάτου και τότε αιχμάλωτου των Καταλανών, οι οποίοι τον είχαν νικήσει και συλλάβει στη μάχη τής Φαλκονάρια τής δυτικής Σικελίας την 1η Δεκεμβρίου 1299. Την εποχή τού γάμου τής Ισαβέλλας ο Κάρολος έπρεπε να αντιμετωπίζει πολύ προσεκτικά τον οξύθυμο ποντίφηκα, από τον οποίο εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό για τη χρηματοδότηση των διεκδικήσεων των Ανδεγαυών στη Σικελία. Ο Βονιφάτιος είχε αηδιάσει με αυτό που θεωρούσε ως γενική ανικανότητα των Ανδεγαυών σε αυτόν τον πόλεμο που δεν τελείωνε ποτέ. Ενδιαφέρουσα αναφορά μερικούς μήνες αργότερα μάς πληροφορεί ότι «ο ένδοξος βασιλιάς Κάρολος ήρθε στο Ανάγκνι το Σάββατο μετά τη γιορτή τής Κοιμήσεως τής Υπεραγίας Θεοτόκου (δηλαδή στις 19 Αυγούστου 1301) και ζήτησε από τον πάπα επιδότηση και τελικά, αφού ο πάπας τού είπε πολλά σκληρά, βίαια και προσβλητικά λόγια, τού εκχώρησε τον φόρο δεκάτης χωρίς περιορισμό και για τρία χρόνια σε ολόκληρη την Ιταλία, Σαρδηνία, Κορσική, Βενετία, Ελλάδα (στην έκταση που κατέχει η εκκλησία), καθώς και σε ορισμένο τμήμα τής Γερμανίας, όπου μιλούν γαλλικά».47
Καθώς εισέπραττε τις παπικές προσβολές (αλλά και τον φόρο δεκάτης που εισέπραττε μαζί τους), ο Κάρολος αναμφίβολα θα σκεφτόταν ότι ο γέρος δεν θα ζούσε για πάντα και ότι όσον αφορά τον Μοριά θα κρατούσε για μελλοντική χρήση τη διακήρυξή του τής 6ης Φεβρουαρίου, με την οποία στερούσε από την Ισαβέλλα το πριγκηπάτο λόγω τού γάμου της. Ο Φίλιππος τής Σαβοΐας έδειχνε μεγαλύτερη φιλοδοξία παρά ακεραιότητα και μεγαλύτερη απληστία παρά ικανότητα. Κατά τη διάρκεια των τριών ετών που πέρασε στο πριγκηπάτο (1301-1304) απέτυχε επίσης να εγκαθιδρύσει ικανοποιητικό καθεστώς. Ο Γάλλος χρονικογράφος τού Μορέως θεωρούσε ότι ο Φίλιππος τής Σαβοΐας είχε υπάρξει σε μεγάλο βαθμό «τύραννος τής Λομβαρδίας» (li thyrant de Lombardie),48 που υιοθετούσε τούς επιτακτικούς τους τρόπους σε φεουδαρχική κοινωνία που καυχιόταν για τις ελευθερίες της. Η αποτυχία του τον καθιστούσε πολύ ευάλωτο στους ιμάντες τής πολιτικής των Ανδεγαυών, γιατί ως κόμης Πεδεμοντίου βρισκόταν και στη βόρεια Ιταλία σε διαφωνία με τον Κάρολο Β΄, ο οποίος κατείχε τις κοντινές κομητείες τής Προβηγκίας και τού Φορκαλκιέ και ήθελε να επεκτείνει την επιρροή του στην πόλη τού Άστι και στη μαρκιωνία τού Μομφεράτ. Στις 9 Οκτωβρίου 1304 ο Κάρολος ξανάφερε στην επιφάνεια την επιστολή του (τής 6ης Φεβρουαρίου 1301), υποστηρίζοντας την έκπτωση τής Ισαβέλλας από το πριγκηπάτο και την εκχώρησή του στον πρίγκηπα τού Τάραντα.49
Ο Φίλιππος τής Σαβοΐας άφησε τον Μοριά για τη Βόρεια Ιταλία το Νοέμβριο τού 1304 και οι υποθέσεις του ευημέρησαν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια τού επόμενου έτους, ώστε οι Ανδεγαυοί επιδίωξαν συνεννόηση μαζί του. Αλλά σύντομα ξεπήδησε διαφωνία από επίμονη σύγκρουση συμφερόντων και στις 5 Ιουνίου 1306 ο Κάρολος στέρησε από τον Φίλιππο τής Σαβοΐας το πριγκηπάτο και απάλλαξε τούς Μωραΐτες υποτελείς του από την υποταγή που είχαν ορκιστεί σε αυτόν. Τελικά στις 11 Μαΐου 1307 ο Φίλιππος εγκατέλειψε τις ατελέσφορες αξιώσεις του επί τού πριγκηπάτου με αντάλλαγμα ορισμένες εκχωρήσεις στην Ιταλία.50 Ο Φίλιππος τού Τάραντα αναγνωριζόταν τώρα ως πρίγκηπας τής Αχαΐας (1307-1313). Έκανε βαΐλο του στον Μοριά τον δούκα τής Αθήνας Γκυ Β’ ντε λα Ρος, μέχρι τον θάνατο τού τελευταίου το 1308. Αυτό μπορεί να είχε γίνει για να κατευναστεί η αίσθηση τού Γκυ ότι η σύζυγός του, η Μαώ τού Αινώ, είχε αποστερηθεί την κληρονομιά της, γιατί η Μαώ, κόρη τής Ισαβέλλας Βιλλεαρδουΐνης και τού Φλωρεντίου, διεκδικούσε επίσης το πριγκηπάτο. Η Ισαβέλλα τελείωσε τη ζωή της στην εξορία, κυρίως στο Αινώ, στα εδάφη τού δεύτερου συζύγου της. Η δυστυχισμένη κόρη της Μαώ, που είχε δύο συζύγους μετά τον θάνατο τού Γκυ, θα γινόταν πριγκήπισσα τής Αχαΐας (1313-1318), αλλά τελικά θα πέθαινε το 1331 στη φυλακή στην Αβέρσα τής ιταλικής Καμπανίας, θύμα κι αυτή (όπως και η μητέρα της) τής αδιαλλαξίας των Ανδεγαυών.
Με την καταλανική κατάκτηση τού δουκάτου τής Αθήνας το 1311 τα συμφέροντα των Ανδεγαυών στον Μοριά έπρεπε να επανεξεταστούν από τον πάπα Κλήμεντα Ε’ στην Αβινιόν, από τον βασιλιά Φίλιππο Ωραίο τής Γαλλίας και από τον βασιλιά Ροβέρτο Σοφό τής Νάπολης. Το 1313 πραγματοποιήθηκαν κάποιες περίπλοκες γαμήλιες συμμαχίες, πέντε για την ακρίβεια, που επηρέαζαν τα συμφέροντα των Ανδεγαυών τόσο στην Ιταλία όσο και στον Μοριά. Ο Φίλιππος τού Τάραντα έγινε κατ’ όνομα Λατίνος αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης μέσω τού γάμου του με την Αικατερίνη των Βαλώνων-Κουρτεναί, τη δισέγγονη τού Βαλδουΐνου Β’. Ο Φίλιππος παρέμενε υπήκοος τού αδελφού του, τού Ροβέρτου τής Νάπολης, αλλά γινόταν επικυρίαρχος τού πρίγκηπα τής Αχαΐας, τού Λουδοβίκου τής Βουργουνδίας (1313-1316), στον οποίο περνούσε τώρα το πριγκηπάτο λόγω τού γάμου του με την Μαώ τού Αινώ. Τα συμφέροντά της θα επέβλεπε στενά ο βασιλιάς Φίλιππος ο Ωραίος.
Όμως υπήρχαν κι άλλοι διεκδικητές τού πριγκηπάτου, επειδή η διστακτική και διπρόσωπη πολιτική τού αξιαγάπητου Καρόλου Β’ τής Νάπολης είχε βοηθήσει να παραχθούν αυτές οι διεκδικήσεις και αντιδιεκδικήσεις, ορισμένες από τις οποίες θα έσβηναν μόνο στο αίμα. Η αδελφή τής Ισαβέλλας Μαργαρίτα Βιλλεαρδουΐνη, νεώτερη κόρη τού πρίγκηπα Γουλιέλμου, πέρασε τη δική της αμφίβολη διεκδίκηση στον σύζυγο τής κόρης της Ισαβέλλας ντε Σαμπράν, στον γενναίο βασιλικό γιο (ινφάντη) Φερδινάνδο τής Μαγιόρκας, ο οποίος πήρε τον τίτλο τού πρίγκηπα τής Αχαΐας (1315-1316). Έχασε τη ζωή του στην Ήλιδα μετά τη μάχη τής Μανωλάδας (στις 5 Ιουλίου 1316), προσπαθώντας να κερδίσει τη διεκδίκηση τής συζύγου του (που είχε μόλις πεθάνει) και τού γιου τους Τζέημς εναντίον των δυνάμεων των Μαώ και τού Λουδοβίκου τής Βουργουνδίας.51 Όμως η Μαώ, που υπέφερε από τη φιλοδοξία των Ανδεγαυών, πριν από τον θάνατό της το 1331 ονόμασε κληρονόμο της τον γιο τού Φερδινάνδου, τον νεαρό Τζέημς [Β’] τής Μαγιόρκα, τού οποίου ο πατέρας είχε σκοτωθεί μετά την ήττα του από τον σύζυγό της. Τέλος ο τρίτος σύζυγος τής Ισαβέλλας Βιλλεαρδουΐνης, ο Φίλιππος τής Σαβοΐας, επαναπρόβαλλε τις διεκδικήσεις του επί τού πριγκηπάτου λόγω τής αποτυχίας των Ανδεγαυών να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους σε αυτόν, ενώ οι διάδοχοί του διατηρούσαν τον κενό τίτλο τού πρίγκηπα τής Αχαΐας, έως ότου ο τελευταίος από αυτούς, ο Λουδοβίκος τής Σαβοΐας-Αχαΐας, πέθανε το 1418. Η δυναστική ιστορία των κατ’ όνομα και των πραγματικών ηγεμόνων των λατινικών κρατών στην Ελλάδα έχει μεγάλη πολιτική σημασία και είναι απαραίτητη για την κατανόηση των πολλών εξελίξεων κατά τη διάρκεια αυτής τής εποχής τής ελληνικής ιστορίας, η οποία διαφορετικά θα ήταν ακατανόητη. Βέβαια δεν βελτιώνει πολύ τη γνώση μας για τις συνθήκες στην Ελλάδα και το Αιγαίο. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν στο εξής να αναφερόμαστε σε αυτήν μόνο όσο είναι απαραίτητο.52
Οι υποσχέσεις και οι δολοπλοκίες των Ανδεγαυών δεν επαρκούσαν για την υπεράσπιση τού Μοριά από την αυξανόμενη δύναμη των Ελλήνων τού Μυστρά, οι οποίοι κατέλαβαν μεταξύ άλλων τα σημαντικά Αρκαδικά κάστρα τού Ματαγρίφου κοντά στη σημερινή Δημητσάνα και τής Καρύταινας που επιβλέπει την κοιλάδα τού Αλφειού. Πήραν επίσης το κάστρο τού Αγίου Γεωργίου μεταξύ Μυστρά και Ναυπλίου στο τέλος τού 1320. Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και τού φθινοπώρου τού 1321 τον βασιλιά Ροβέρτο Σοφό τής Νάπολης, που κατοικούσε τότε στην Αβινιόν, απασχολούσε η ανάκτηση των εδαφών που είχαν κερδηθεί από τούς Έλληνες και με την προστασία των οποίων δεχόταν επιθέσεις από τούς Καταλανούς και τούς Τούρκους.53 Από τις δώδεκα βαρωνίες που είχαν οργανωθεί μετά την κατάκτηση, τρεις μόνο παρέμεναν τώρα άθικτες: η αρχιεπισκοπική βαρωνία τής Πάτρας, η Χαλανδρίτσα και η Βόστιτζα (Αίγιο). Οι περισσότερες από τις μεγάλες οικογένειες τής κατάκτησης είχαν πια εξαφανιστεί. Οι Γάλλοι μειώνονταν σε αριθμό και επιρροή. Οι Ιταλοί άρχιζαν να κυριαρχούν. Έρχονταν από το βασίλειο τής Νάπολης, από τη Βενετία, τη Γένουα και τη Φλωρεντία. Αλλά η φεουδαρχία επιβίωνε στη «Ρωμανία», συχνά με τροποποιημένη μορφή, όπου υποτελείς με μικρά φέουδα μετατρέπονταν συχνά σε γαιοκτήμονες, που αντικαθιστούσαν την προγενέστερη υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας με χρηματικές πληρωμές προς τούς κυρίους τους.
Κατά την πρώιμη περίοδο αυτής τής πολιτικής και κοινωνικής αποσύνθεσης τού Μοριά και πολύ πιθανόν ως συνέπεια αυτής τής αποσύνθεσης, όπως προτείνει ο Ζαν Λονιόν, άγνωστοι χειριστές τής πέννας παρήγαγαν τις Ασσίζες τής Ρωμανίας στη μη διασωζόμενη πια αρχική εκδοχή τους, δηλαδή το Βιβλίο των Χρήσεων και Κανόνων τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας. Παρήγαγαν επίσης το Χρονικόν τού Μορέως, δηλαδή το βιβλίο τής κατάκτησης τού πριγκηπάτου τού Μορέως. Ξεκινώντας με τις Ασσίζες, φαίνεται ότι αυτές αποτελούσαν ανεπίσημη κωδικοποίηση τού μωραΐτικου δίκαιου, που πήρε πιθανώς το μεγαλύτερο μέρος τής σημερινής του μορφής μεταξύ 1333 και 1346 και θεωρητικά προοριζόταν για την ενημέρωση τής αυλής των Ανδεγαυών τής Νάπολης, που είχε εμπλακεί στις υποθέσεις τής χερσονήσου εδώ και εξήντα χρόνια και τής οποίας οι στενοκέφαλοι γιοι και αξιωματούχοι βρίσκονταν σε απόλυτη ανάγκη να καταλάβουν τα φεουδαρχικά δικαιώματα και συνήθειες, που είχαν επικρατήσει στο πριγκηπάτο από τα πρώτα χρόνια τής κατάκτησης.54 Όμως με τον καιρό οι Ασσίζες τής Ρωμανίας έγιναν επίσημος νομικός κώδικας τής φεουδαρχικής κοινωνίας και στα ενετοκρατούμενα Νεγκροπόντε (Εύβοια) και Ναύπλιο, καθώς και στην Κέρκυρα από τα μέσα περίπου τού 15ου αιώνα, όπου οι Ενετοί διατήρησαν συνεχή κατοχή για περισσότερους από τέσσερις αιώνες (1386-1797) και όπου οι νομικοί μερικές φορές συμβουλεύονταν τις Ασσίζες, μέχρις ότου η ναπολεόντεια κατάληψη τού νησιού οδήγησε την ενετο-κερκυραϊκή φεουδαρχία στο τέλος της. Αν και λίγη φεουδαρχία υπήρχε στη νότια Μεσσηνία, κάποια γνώση των Ασσιζών ήταν απαραίτητη στους Ενετούς φρούραρχους (καστελλάνους) τής Μεθώνης και τής Κορώνης για την άσκηση τού αξιώματός τους. Οι Ασσίζες καθόριζαν επίσης προικώα δικαιώματα, κληρονομιές, μεταβιβάσεις ιδιοκτησιών, καθώς και παρόμοια ζητήματα στο λίγο-πολύ ανεξάρτητο δουκάτο τής Νάξου ακόμη και στη διάρκεια τής οθωμανικής περιόδου (μετά το 1566), όπως και στην ηγεμονία τής οικογένειας Γκίζι στην Τήνο και τη Μύκονο των Κυκλάδων. Οι τοπικές απαιτήσεις οδήγησαν στην ανάπτυξη διαφορετικών πρακτικών, όπως έγινε στην Τήνο και τη Μύκονο, όπου η εκχώρηση μικρού φέουδου, που ενίοτε αποκαλούνταν «πρόνοια», μπορούσε να προϋποθέτει στρατιωτική υπηρεσία ως τοξότης στις γαλέρες τού νησιού. Παρά το γεγονός ότι το βυζαντινό δίκαιο επέζησε για πολύ σε διάφορα μέρη τής Ρωμανίας, η «πρόνοια» τής Τήνου και τής Μυκόνου φαίνεται να είχε μόνο κοινό όνομα με τη βυζαντινή «πρόνοια». Κείμενα των Ασσιζών διασώζονται μόνο σε δώδεκα μεταγενέστερα ενετικά χειρόγραφα, που χρονολογούνται από το 1423 μέχρι τα μέσα τού 18ου αιώνα,55 αλλά πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι το πρωτότυπο ήταν ίσως γραμμένο στα γαλλικά, την κυρίαρχη γλώσσα τού φεουδαρχικού Μοριά μέχρι τα τέλη τού 14ου αιώνα.56
Όμως περισσότερα μπορούμε να πούμε για το ονομαζόμενο Χρονικόν τού Μορέως, τον καθρέφτη τού μωραΐτικου πολιτισμού κατά την περίοδο τής Φραγκοκρατίας. Το αρχικό κείμενο, το λεγόμενο «πρωτότυπο» των Χρονικών, έχει φυσικά χαθεί εδώ και αιώνες (vox et praeterea nil), γεγονός που προκαλεί διαφωνία ως προς το πότε και σε ποια γλώσσα είχε γραφεί, ποια ήταν η φύση τού περιεχομένου του και μέχρι ποια χρονική στιγμή κάλυπτε την ιστορία τής Λατινικής βαρωνίας στην Ελλάδα. Όπως όμως διαμορφώθηκε το αρχικό Χρονικό, διασώθηκε σε τέσσερις μεταγενέστερες εκδοχές, σε τέσσερις γλώσσες και οκτώ χειρόγραφα, εκ των οποίων πέντε σε λαϊκό ελληνικό έμμετρο και ανά ένα σε γαλλικό, αραγωνικό και ιταλικό πεζό κείμενο.57 Τα διασωζόμενα γαλλικό και ελληνικό Χρονικά βρίσκονται σαφώς πιο κοντά στο πρωτότυπο, η εξαφάνιση τού οποίου έχει προκαλέσει τη διαμάχη. Στα πρόσφατα χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος ως προς την κατανόηση τής σχέσης μεταξύ γαλλικού και ελληνικού κειμένου, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται αβεβαιότητα σε πολλά σημαντικά σημεία, ενώ η ανάλυση ανεπαρκών στοιχείων αποκλίνει αναπόφευκτα προς τον ορθολογισμό, που αποτελεί τον όλεθρο των ιστορικών μελετών. Εν πάση περιπτώσει, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι το πρωτότυπο τού Χρονικού τού Μορέως είχε πιθανώς γραφτεί στα γαλλικά.58
Σύμφωνα με τον σύντομο πρόλογο τής διασωζόμενης εκδοχής, «Αυτό είναι το βιβλίο τής κατάκτησης τής Κωνσταντινούπολης, τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας και των χωρών τού πριγκηπάτου τού Μορέως, που προέρχεται από βιβλίο, που είχε κάποτε ο ευγενής βαρώνος κύριος Βαρθολομαίος Γκίζι, ο μεγάλος κοντόσταυλος, στο κάστρο του στη Θήβα» (C’est le livre de la conqueste de Constantinople et de l’empire de Romanie, et dou pays de la princée de la Morée, qui fu trové en un livre qui fu jadis del noble baron messire Bartholomée Guys, le grant connestable, lequel livre il avoit en son chastel d’Estives). Tο Χρονικό λοιπόν, όπως έχει φτάσει σε εμάς στη γαλλική του εκδοχή, προέρχεται από βιβλίο, το οποίο ο Μπαρτολομέο Β’ Γκίζι, ο Ενετός μεγάλος κοντόσταυλος τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας, είχε κάποτε στο περίφημο κάστρο τού Σαιν Ομέρ στη Θήβα. Είναι γνωστό ότι αυτός κατείχε το κάστρο από το 1327 μέχρι το 1331. Όμως το διασωζόμενο γαλλικό Χρονικό, όπως μάς λέει ο ίδιος ο συγγραφέας ή μάλλον συντάκτης του, αποτελεί σύντμηση τού αρχικού: «θα σα πω ότι η περιγραφή μου δεν είναι όπως τη βρήκα γραμμένη, αλλά στην πιο συνεπτυγμένη μορφή που μπορούσα» (si vous diray mon compte, non pas ainxi com je trovay par escript, mais au plus brief que je pourray) [παρ. 1].59
Οι αναφορές τού γαλλικού Χρονικού στον θάνατο τού δούκα Νικολό Α’ Σανούντο τής Νάξου τον Ιούλιο τού 1341 (παρ. 550), καθώς και στη Λατίνη αυτοκράτειρα Αικατερίνη των Βαλώνων, η οποία πέθανε τον Οκτώβριο τού 1346 και στο κείμενο εμφανίζεται να ζει [παρ. 86, «η έξοχη γυναίκα που ονομάζεται ήδη αυτοκράτειρα» (la ires excerlente dame qui ores s’appelle empereys)], υποδεικνύουν κατ’ αρχήν ότι γράφτηκε μεταξύ αυτών των δύο ημερομηνιών. Το πρόβλημα τής χρονολόγησης τού γαλλικού κειμένου περιπλέκεται από τις προφανείς παρεμβολές τού αντιγραφέα τόσο στον πρόλογο όσο και το κείμενο, όπως μάς υπενθυμίζει ο Τζάκομπυ, όπου αν και ορισμένα από τα επιχειρήματά του φαίνονται μάλλον αδύναμα και τα συμπεράσματά του βασίζονται στον ορθολογισμό, κατά τη γνώμη μου είναι μάλλον πειστική η υπόθεσή του, που χρονολογεί την πρώτη γαλλική σύνταξη από το χαμένο πρωτότυπο μεταξύ των ετών 1320 και 1324.60 Το πρωτότυπο πιθανώς ξεκινούσε, όπως οι διασωζόμενες γαλλική και ελληνική εκδοχές, με γρήγορη ματιά στην 1η Σταυροφορία και έσπευδε στην 4η. Κάλυπτε πιθανώς τουλάχιστον ολόκληρο τον 13ο αιώνα, φθάνοντας σε κάποιο σημείο μετά το 1292, έτος κατά το οποίο το Γαλλικό Χρονικό αναφέρει ότι η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουΐνη δίνει κάποια όμορφα κοσμήματα στον ναύαρχο Ρότζερ ντε Λουρία [παρ. 798, «τα όμορφα κοσμήματα, για τα οποία το βιβλίο δεν αναφέρει» (de beaux joiaux, de quoy le livre ne fait mencion)]. Αλλά δεν είναι σαφές για πόσο πέρα από το 1292 ο Γάλλος συντάκτης μπορούσε να βασίζεται στο βιβλίο (le livre),61 δηλαδή προφανώς στο κείμενο που είχε κάποτε στη Θήβα ο Μπαρτολομέο Γκίζι.
Το ελληνικό Χρονικόν τοῦ Μορέως είναι γραμμένο στη δημοτική, στον δεκαπεντασύλλαβο «πολιτικό» στίχο που είναι κοινός στη βυζαντινή και στη λαϊκή σύγχρονη ελληνική ποίηση. Φέρει όλα τα σημάδια τής μετάφρασης από άλλη γλώσσα, ενώ ο Τζάκομπυ υποστήριξε πολύ πειστικά ότι βασίστηκε σε πλήρες κείμενο γαλλικής σύνταξης, που γράφτηκε μεταξύ 1341 και 1346.62 Το μοναδικό διασωζόμενο χειρόγραφο τού γαλλικού κειμένου, σήμερα στις Βρυξέλλες, στη Βασιλική Βιβλιοθήκη (Bibliotheque Royale, no. 15.702), πάσχει από ορισμένες ελλείψεις. Ο γραφέας που το αντέγραψε γύρω στο 1400 λέει ότι το αναπαρήγαγε όπως το βρήκε.63 Το δύσκολο ερώτημα είναι βέβαια αν το ελληνικό Χρονικό προήλθε από πλήρες κείμενο γαλλικής σύνταξης (γραμμένο μεταξύ 1341 και 1346), το οποίο δεν υφίσταται πλέον, ή από αντίγραφο, όπως αυτό που ανήκε στους Γκίζι, τού οποίου το βιβλίο (livre) εμφανίζεται και εξαφανίζεται σε μια μοναδική αναφορά (στον γαλλικό πρόλογο). Ήταν άραγε το χειρόγραφο Γκίζι το μόνο κείμενο «πρωτοτύπου» που γράφτηκε ποτέ; Τι συνέβη τελικά σε αυτό; Κανείς δεν μπορεί να πει. Αλλά ο Τζάκομπυ πιστεύει, και μπορεί να έχει δίκιο ότι ο Έλληνας συντάκτης μάλλον δεν χρησιμοποίησε το κείμενο Γκίζι για να φτιάξει τη δική του εκδοχή, αν και χρησιμοποίησε γνωστά γεγονότα και την προφορική παράδοση, επί τής οποίας μπορεί να είχε εν μέρει βασιστεί και το ίδιο το «αρχικό» κείμενο.64
Αν και το ελληνικό κείμενο σταματά απότομα στο έτος 1292, περιέχει επίσης φυσικά αναφορές σε μεταγενέστερα γεγονότα, όπως στον δυστυχισμένο γάμο και τον θάνατο τού Νικολό Α’ Σανούντο (στίχοι 8032-39) και κυρίως στον Εράρ Γ’ λε Μωρ (πέθανε περί το 1387), ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ζωντανός από τη νύξη γι’ αυτόν στο χειρόγραφο τής Κοπεγχάγης (στίχοι 8467-69) και νεκρός κατά την εποχή τής σύνταξης τής μεταγενέστερης εκδοχής Παρισιού (στίχοι 8470-74).65 Ο Εράρ ήταν ο άρχοντας τής Αρκαδίας, γιος τού Ετιέν λε Μωρ και τής Αγνής τού Ωλναί και πεθερός τού διάσημου Ιωάννη Λάσκαρι Καλόφερου, που είχε προσηλυτιστεί στον Λατινικό Καθολικισμό. Έχει προταθεί περισσότερες από μία φορές ότι ο συγγραφέας (ή συντάκτης) τού ελληνικού Χρονικού ήταν Mωραΐτης τής ακολουθίας τού Εράρ Γ’, στην οικογένεια τού οποίου δίνει ασυνήθιστη προσοχή.66
Η διασωζόμενη εκδοχή τού γαλλικού Χρονικού σταματά απότομα στο έτος 1305, αλλά η αφήγηση στο κείμενο εκτεινόταν κάποτε προφανώς μέχρι το 1320 και πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη χρονολογία αυτή από τον συντάκτη τού υλικού τού ονομαζόμενου αραγωνικού (Aragonese) Χρονικού (του Libro de los fechos),67 το οποίο φτάνει μέχρι το έτος 1377 και βασίζεται σε στοιχεία που προέρχονται κυρίως από μωραΐτικες πηγές. Το «Βιβλίο γεγονότων» (Libro de los fechos) πήρε προφανώς τη σημερινή του μορφή κατά τη διάρκεια τής περιόδου κατά την οποία οι Ιωαννίτες Ιππότες κατείχαν το πριγκηπάτο τής Αχαΐας με εκμίσθωση από το βασίλειο τής Νάπολης (1376-1381), αν και το μοναδικό διασωζόμενο χειρόγραφο δεν είχε αντιγραφεί μέχρι τον Οκτώβριο τού 1393.68
Σκοπός τού πρώτου συγγραφέα (ή συντάκτη) τού αρχικού Χρονικού τού Μορέως ήταν προφανώς να δοξάσει τα επιτεύγματα των Φράγκων κατά τον 13ο αιώνα. Ίσως ήθελε επίσης να εμπνεύσει τούς συγχρόνους του για το κινδυνεύον πριγκηπάτο με μερικές από τις αποφάσεις των προκατόχων τους, οι οποίοι είχαν γράψει την ιστορία, την οποία αυτός διάνθιζε με θρύλους. Αν και ο χρονικογράφος δεν διέθετε λογοτεχνικό ταλέντο, είχε προφανώς αίσθηση τού δράματος και η αφήγησή του μπορούσε να κινείται γρήγορα. Είχε συναρπαστικό θέμα. Όμως το γαλλικό πεζό κείμενο αλλά και οι ελληνικοί στίχοι που έχουν φτάσει σε εμάς είναι πολλές φορές κουραστικοί στην ανάγνωση. Αποτελούν όμως πολύτιμη πηγή για τα μωραΐτικα κοινωνικά έθιμα, τούς φεουδαρχικούς θεσμούς και τη νοοτροπία τής στρατιωτικής κάστας, τής οποίας εκθειάζεται η αίσθηση τιμής, η προσκόλληση στο δίκαιο, ο άδολος χαρακτήρας και τα γενναία κατορθώματα.
Η κατάκτηση τού Μοριά πήρε περισσότερα από σαράντα χρόνια. Υπήρξε διαφορετική από τη σταυροφορική βίαιη κατοχή τής Παλαιστίνης και τής Κύπρου (και τής Κωνσταντινούπολης) στο ότι λίγοι από τούς αυτόχθονες κατοίκους τού Μορέως διέφυγαν ή θανατώθηκαν καθώς οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας επέκτειναν την κυριαρχία τους στη χερσόνησο. Οι Έλληνες άρχοντες, όπως έχουμε ήδη δει, είχαν διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό τις μη φεουδαρχικές, πατρογονικές τους κτήσεις. Κατά τη διάρκεια τού επόμενου αιώνα μερικά από τα πιο εξέχοντα λατινόφιλα μέλη αυτής τής τάξης χρίστηκαν ιππότες σύμφωνα με το δυτικό τελετουργικό, πήραν αξιώματα και επιπλέον εκτάσεις, ορκίστηκαν φεουδαρχική αφοσίωση, έγιναν υποτελείς στους Φράγκους κυρίους τους και εισήλθαν στη φεουδαρχική ιεραρχία τού πριγκηπάτου. Κατά τον 14ο αιώνα Μωραΐτες άρχοντες με ελληνικά ονόματα όπως Μισιτός (Misito), Κουτρούλης (Cutrullus), Μουρμούρης (Murmurus), και Μαρούλης (Marulli) υπάρχουν στις τάξεις τής Λατινικής φεουδαρχίας και είχαν αναπόφευκτα εγκλωβιστεί στη σύγκρουση που ακολούθησε την κυριαρχία των Ανδεγαυών στη χερσόνησο.69
Οι Ανδεγαυοί αδελφοί δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διαχειριστούν τον λατινικό Μοριά. Όμως ο Ροβέρτος ο Σοφός εξασφάλισε τελικά το πριγκηπάτο για τον νεότερο αδελφό του Ιωάννη Γκράβινα, ο οποίος αναγνώρισε την υποτέλειά του ως πρίγκηπας τής Αχαΐας στον κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Φίλιππο τού Τάραντα. Ο Ιωάννης Γκράβινα ήταν πρίγκηπας από το 1322 μέχρι το 1333 και καθώς ο ίδιος ανελάμβανε τις διάφορες υπευθυνότητές του, ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ προσπαθούσε να επαναφέρει ορισμένους από τούς παραπαίοντες πιστούς του στην αγκαλιά τής Μητέρας εκκλησίας. Στις 1 Οκτωβρίου τού 1322 ο πάπας έγραφε στον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και στον αρχιεπίσκοπο τής Πάτρας, ότι «με πικρία ασφαλώς μαθαίνουμε αυτές τις μέρες, ότι καλοί χριστιανοί στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, οι οποίοι σε εκείνα τα μέρη αποκαλούνται συνήθως Λατίνοι, ζώντας μαζί με Έλληνες σχισματικούς και άλλους απίστους, μερικές φορές οι ίδιοι (καθώς και οι σύζυγοι και οι οικογένειές τους) αποδέχονται λόγω άγνοιας το τελετουργικό των παραπάνω σχισματικών, με κίνδυνο για την ψυχή τους, ενώ πολύ συχνά παρακολουθούν [ελληνικές] λειτουργίες, κάνουν προσφορές σε σχισματικούς ιερείς, λαμβάνουν με τόλμη τα μυστήρια τής εκκλησίας από αυτούς τούς ίδιους ιερείς σύμφωνα με το [ελληνικό] τελετουργικό και οι Λατίνοι δεν φοβούνται να δέχονται σχισματικούς σε λειτουργίες και άλλα θεία αξιώματα, που γιορτάζονται σύμφωνα με το τελετουργικό τής ιερής ρωμαϊκής εκκλησίας». Τέτοιες ηθικές παρεκτροπές δεν θα γίνονταν πια ανεκτές.70
Όμως τον Ιωάννη Γκράβινα δεν ενδιέφεραν κυρίως τα εκκλησιαστικά ζητήματα όταν το 1325-1326 εκστράτευσε στον Μοριά εναντίον των Βυζαντινών τού Μυστρά, στην τελευταία σοβαρή λατινική επίθεση εναντίον των Μωραϊτών Ελλήνων. Αν και ήθελε να επεκτείνει και να καταστήσει πιο ασφαλή την εξουσία των Ανδεγαυών στη χερσόνησο, τελικά δεν πέτυχε τίποτε περισσότερο από μεγάλα έξοδα, ορισμένα από τα οποία πληρώθηκαν από τον φλωρεντινό τραπεζικό οίκο των Ατσαγιόλι, ο οποίος αποπληρώθηκε σύντομα για τα δάνειά του με τις εκχωρήσεις των φέουδων των Λεχαινών και Λα Μάντρια στον βορειοδυτικό Μοριά. Το 1333 οι διεκδικήσεις τού Ιωάννη Γκράβινα επί τού πριγκηπάτου τού Μορέως εξαγοράστηκαν με κεφάλαια που προωθήθηκαν από τούς Ατσαγιόλι. Ο Ροβέρτος τού Τάραντα, γιος τού Φιλίππου και τής κατ’ όνομα Λατίνης αυτοκράτειρας Αικατερίνης των Βαλώνων, έγινε πρίγκηπας τής Αχαΐας (1333-1364). Τώρα πια ο φιλόδοξος Νικολό Ατσαγιόλι, ο τιμημένος φίλος τού Πετράρχη, γινόταν κυρίαρχη φυσιογνωμία στη ναπολιτάνικη αυλή και ο οικογενειακός του τραπεζικός οίκος τού παραχωρούσε τα φέουδα των Λεχαινών και τής Λα Μάντρια. Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη και ο Ροβέρτος, «δεσπότης τής Ρωμανίας και πρίγκηπας τής Αχαΐας και τού Τάραντα», επικύρωσαν αυτή τη μεταβίβαση στις 22 Φεβρουαρίου 1335.71 Την 1η τού επόμενου Φεβρουαρίου (1336) υποδέχθηκαν τον Νικολό ως υποτελή στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας (in ligium prefati principatus Achaye).72 Υπήρχε αυξανόμενη αναταραχή στον Μοριά, η οποία θα απασχολούσε τον Νικολό μέχρι το τέλος τής ζωής του, καθώς και αυξανόμενη αντίθεση προς τούς Ανδεγαυούς. Στη Νάπολη προκλήθηκε ανησυχία από τούς σθεναρά ανεξάρτητους αρχιεπισκόπους τής Πάτρας, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι κατείχαν τη μεγάλη εκκλησιαστική βαρωνία τους απευθείας από τον πάπα. Ανησυχία προκαλούσε επίσης η λατινική βαρωνία, η οποία δεν έκρυβε καθόλου την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τούς απεσταλμένους των Ανδεγαυών, καθώς και οι Βυζαντινοί τού Μυστρά, που ήσαν πια επικίνδυνα ισχυροί, οι περιπετειώδεις Καταλανοί τού δουκάτου τής Αθήνας και οι Τούρκοι κουρσάροι τής ακτής τής Ανατολίας, που τρομοκρατούσαν τα νησιά τού Αιγαίου και τις ακτές τού Μοριά.
Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ πέθανε τον Δεκέμβριο τού 1334 και τον διαδέχθηκε ο Βενέδικτος ΙΒ’. Στις 20 Μαρτίου 1335 ο Βενέδικτος έγραψε στον Ροβέρτο τής Νάπολης από την Αβινιόν:
Με μεγάλη αγωνία μαθαίνουμε για τα άθλια βάσανα που οι άπιστοι Τούρκοι προσπαθούν να προκαλούν στους χριστιανούς τής Ρωμανίας, όπως κάνουν μέχρι τώρα. Εμείς και οι απεσταλμένοι τού αγαπητού μας γιου … τού Φιλίππου, επιφανούς βασιλιά τής Γαλλίας, τα μέλη τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ και οι πρέσβεις … τού δόγη και τής κοινότητας τής Βενετίας, που βρισκόμαστε τώρα στην Αποστολική Έδρα, έχουμε εκδώσει διαταγές για την αποστολή αρμάδας από γαλέρες για την υπεράσπιση των χριστιανών και την καταστολή των εν λόγω Τούρκων … και για το τρέχον έτος, όπως έγινε και το περασμένο έτος. Μολονότι το ζήτημα αυτό πρέπει να απασχολεί όλους τούς πιστούς χριστιανούς, επειδή παρ’ όλα αυτά αφορά ιδίως εσάς, τον πιο αγαπημένο γιο μας, όπως η μεγαλειότητά σας γνωρίζει καλά, είμαστε σίγουροι ότι εσείς, που περισσότερο από κάθε άλλον ηγεμόνα μπορείτε να κερδίσετε σε αυτή την περιοχή, θα καταβάλετε κάθε προσπάθεια να προσέλθετε με κατάλληλες και επαρκείς χορηγίες και ενισχύσεις για την προώθηση αυτού τού σκοπού…
Ο Βενέδικτος παρακαλούσε τον Ροβέρτο να ενωθεί με την Αγία Έδρα, τη Γαλλία, τούς Ιωαννίτες ιππότες και τη Βενετία, για να βοηθήσουν τούς ανατολικούς χριστιανούς και να αποκρούσουν τη μαινόμενη αλαζονεία των Τούρκων, κερδίζοντας χάρες στον ουρανό και βελτιώνοντας τη φήμη του στη γη.73
Η σοφία τής ύστερης γνώσης τελικά θα καθιστούσε σαφές ότι κατά τον 14ο αιώνα οι άνθρωποι τής εποχής είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες τού βασιλείου των Ανδεγαυών τής Νάπολης. Ο Ροβέρτος είχε τα δικά του προβλήματα και ελάχιστα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τη σταυροφορία. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1331 ο αδελφός του, ο Φίλιππος τού Τάραντα, είχε πεθάνει στη Νάπολη, διατηρώντας αναποτελεσματικά τον τίτλο του ως Λατίνος αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης, τον οποίον είχε αποκτήσει λόγω τού γάμου του (1313) με την κληρονόμο τού τίτλου, την Αικατερίνη των Βαλώνων-Κουρτεναί. Η Λατίνη αυτοκράτειρα Αικατερίνη πήγαινε τώρα η ίδια στον Μοριά με όλη την οικογένειά της, συνοδευόμενη από τον Νικολό Ατσαγιόλι, ο οποίος είχε πάρει μέχρι τότε πολλά φέουδα στα βόρεια και δυτικά τής χερσονήσου (1336-1338), και τον οποίο τα κουτσομπολιά παρουσίαζαν ως εραστή τής Αικατερίνης. Ο σκοπός τής μετάβασής της δεν είχε καμία σχέση με τη σταυροφορία, την οποία ο πάπας Βενέδικτος ΙΒ’ προσπαθούσε να κηρύξει σε «ὦτα μὴ ἀκουόντων».74
Η Αικατερίνη, όπως και ο Ιωάννης Γκράβινα πριν από αυτήν, ήθελε να θέσει την πριγκηπική αρχή τού Μοριά πάνω σε πιο σταθερά θεμέλια και να βοηθήσει την υπεράσπισή της ενάντια στις επιθέσεις των Ελλήνων, των Καταλανών και των Τούρκων. Τον πριγκηπικό τίτλο έφερε τώρα ο Ροβέρτος, ο μικρός γιος τής Αικατερίνης. Αυτή παρέμεινε με τη συνοδεία της στον Μοριά για δυόμιση χρόνια (από τον Νοέμβριο 1338 μέχρι τον Ιούνιο 1341).75 Η ευγένειά της και το πραγματικό ενδιαφέρον της για τη χώρα, σε συνδυασμό με την ενεργητικότητα και την οξύνοια τού Νικολό, κατάφεραν κάτι. Έγιναν περισσότερα με τα χρήματα των Ατσαγιόλι, αλλά όχι αρκετά. Έτσι το 1341 ορισμένοι Μωραΐτες φεουδάρχες απευθύνθηκαν στον Ιωάννη [ΣΤ’] Καντακουζηνό, τον αργότερα μεγάλο δομέστικο: ήσαν πρόθυμοι να αποδεχθούν την επικυριαρχία τού Βυζαντίου σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια των κτήσεών τους.76 Μεγάλη ομάδα βαρώνων προσέφυγε ύστερα στον Ιάκωβο Β’ τής Μαγιόρκα. Τίποτε δεν προέκυψε από αυτά τα ανοίγματα, γιατί εκείνοι στους οποίους απευθύνονταν αυτά ήσαν απασχολημένοι με άλλα θέματα. Στη Γαλλία είχε ξεκινήσει ο Εκατονταετής Πόλεμος. Οι Ούγγροι είχαν εισβάλει στο βασίλειο τής Νάπολης. Και ο φράγκικος Μοριάς αφέθηκε μόνος του να μετατοπιστεί. Ο αυτοκράτορας ιστορικός Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός θρηνεί την καταστροφή που επέφεραν στον Μοριά οι Τούρκοι κουρσάροι και οι Φράγκοι ιππότες, καθώς και η αλληλοκτόνος διαμάχη των ίδιων των Ελλήνων. Ο Μοριάς είχε γίνει «πιο έρημος κι από ερημία Σκυθών», λέει ο Καντακουζηνός, χρησιμοποιώντας κοινή βυζαντινή έκφραση (που προέρχεται από τον Αριστοφάνη), όταν το 1349 στάλθηκε εκεί ο γιος του Μανουήλ ως δεσπότης, όπου στη συνέχεια ο Μανουήλ κατόρθωσε θαύματα ανασυγκρότησης.77 Οι Λατίνοι λοιπόν χρειάζονταν κάποια δική τους επιτυχία για να την αντιτάξουν στα βυζαντινά επιτεύγματα στον Μοριά, αλλά η επιτυχία που πέτυχαν ήταν, όπως θα δούμε, στην απέναντι ακτή τού Αιγαίου, στη Σμύρνη, ενώ ο Μοριάς δεν κέρδισε τίποτε από αυτήν εκτός από την παύση τής πειρατείας.
Στις 21 Απριλίου 1358 ο Ροβέρτος τού Τάραντα, που είχε γίνει κατ’ όνομα Λατίνος αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης ύστερα από τον θάνατο τής μητέρας του Αικατερίνης (το 1346), εκχώρησε στον Νικολό Ατσαγιόλι, τώρα μεγάλο αρχιοικονόμο (seneschal) τού βασιλείου τής Νάπολης, την πόλη και το φρούριο τής Κορίνθου με όλες τις εξαρτήσεις του, γιατί μόνο εκείνος μπορούσε να παρέχει προστασία από τις τουρκικές λεηλασίες και τις βυζαντινές φιλοδοξίες.78 Ο Nικολό απολάμβανε προφανώς τον ρόλο τού υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων, κι έτσι αργότερα στις 5 Αυγούστου (1358) ο πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε την ευκαιρία να τον ευχαριστήσει για την προσφορά του να εκστρατεύσει εναντίον των Τούρκων και προφανώς να αφιερώσει την περιουσία του για τον εξοπλισμό τής απαραίτητης ναυτικής δύναμης. Ο πάπας δεν θεωρούσε ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τέτοια εκστρατεία, αν και είχε ήδη ορίσει επιτροπή καρδιναλίων για να μελετήσει τη δυνατότητα σταυροφορίας, αλλά διαβεβαίωνε τον Νικολό ότι θα ερχόταν η στιγμή, που θα μπορούσε πραγματικά να αποδείξει τον εαυτό του ως υπάκουο στρατιώτη τού Χριστού και πιστό μαχητή τής εκκλησίας.79 Οι Ανδεγαυοί τής Νάπολης διατηρούσαν προσεκτικά στο όνομά τους τον βασιλικό τίτλο τής Ιερουσαλήμ και μολονότι ο Νικολό μπορεί ενδεχομένως να είχε ονειρευτεί την επαναβεβαίωση των αρχαίων δικαιωμάτων των αρχόντων του στο εξαφανισμένο λατινικό βασίλειο των Αγίων Τόπων,80 δύσκολα μπορεί κανείς να πάρει πολύ σοβαρά τη συμβατική υποταγή τού Νικολό στο σταυροφορικό ιδανικό, η επίκληση τού οποίου αποτελούσε απλώς χειρονομία κάποιας προσωπικής και διπλωματικής αξίας για κάθε πρίγκηπα ή πολιτικό, που βρισκόταν στη θέση να παριστάνει τον σταυροφόρο. Όμως ο Νικολό Ατσαγιόλι υπήρξε μία από τις μεγάλες μορφές τής εποχής του στην Ιταλία και πύργος λατινικής δύναμης στον Μοριά. Πέθανε στις αρχές Νοεμβρίου 1365, ένα χρόνο μετά τον Ροβέρτο τού Τάραντα, τού οποίου η χήρα Μαρία των Βουρβώνων ισχυριζόταν τώρα ότι ήταν πριγκήπισσα τής Αχαΐας (1364-1370). Αυτό προκάλεσε και πάλι διαφωνίες και πόλεμο στο πριγκηπάτο, αφού ο Φίλιππος [Β’] τού Τάραντα, νεώτερος αδελφός τού Ροβέρτου, διεκδικούσε επίσης το δικαίωμα διαδοχής (1364-1373). Αλλά όταν ο Νικολό Ατσαγιόλι πέθανε, άφησε την οικογένειά του καλά εγκατεστημένη στον Μοριά, όπου είχε αποκτήσει τις εκτεταμένες εκμεταλλεύσεις που έχουμε αναφέρει,81 ενώ μια γενιά αργότερα ο υιοθετημένος γιος τού Νέριο πρόσθεσε στο γόητρο των Ατσαγιόλι, κερδίζοντας το δουκάτο των Αθηνών.
Προς τα τέλη τού 1373 τον Φίλιππο [Β’] τού Τάραντα διαδέχθηκε στις αξιώσεις του για τη Λατινική αυτοκρατορία και το πριγκηπάτο τής Αχαΐας ο ανηψιός του Ζακ ντε Μπω, τού οποίου τα δικαιώματα αμφισβήτησε αμέσως η επικυρίαρχός του Ιωάννα Α’ τής Νάπολης και διεκδίκησε τον Μοριά για τον εαυτό της. Ύστερα από ταραχώδη διοίκηση τριών περίπου ετών στον Μοριά, η Ιωάννα μίσθωσε το πριγκηπάτο, προφανώς στις αρχές Αυγούστου 1376 και για πέντε χρόνια, έναντι 4.000 χρυσών δουκάτων ετησίως, στους Ιωαννίτες ιππότες. Περίπου ένα χρόνο αργότερα ο Χουάν Φερνάντεζ ντε Ερέδια, ένας από τούς πιο ενδιαφέροντες και καλλιεργημένους «μεγάλους κυρίους» (Seigneurs grands) των ιπποτών τής εποχής του, ονομάστηκε μάγιστρος των Ιωαννιτών, που κράτησαν το πριγκηπάτο για ολόκληρη τη διάρκεια τής μίσθωσής τους, μπλέκοντας τον Ερέδια πολύ βαθιά στις ταραγμένες υποθέσεις τής Ελλάδας.
Έγγραφο τού έτους 1376-1377, που διασώζεται ακόμη στα Αρχεία τού Τάγματος τού Αγίου Ιωάννη στη Μάλτα, παρέχει κατάλογο των Μωραϊτών φεουδαρχών και τής διάρκειας κατοχής των φέουδών τους. Το έγγραφο αυτό πιθανώς ετοιμάστηκε την εποχή που οι Ιωαννίτες μίσθωναν το πριγκηπάτο από την Ιωάννα τής Νάπολης. Ο κατάλογος προσδιορίζει σύνολο πενηνταδύο περίπου κάστρων (castelli), καθώς και δύο άλλες περιοχές λιγότερο οχυρωμένες. Δεκαπέντε από αυτά αποδίδονται στην Ιωάννα ως πριγκήπισσα τής Αχαΐας (li castelli che Madama ave in lo princepato de Achaya) και τριάντα επτά στους Μωραΐτες φεουδάρχες, συμπεριλαμβανομένου τού αρχιεπισκόπου Πατρών και των ίδιων των Ιωαννιτών, που κατείχαν ήδη δύο κάστρα στη χερσόνησο την εποχή που διαπραγματεύονταν με την Ιωάννα τη μίσθωσή της. Ο αρχιεπίσκοπος, τότε ο Πάολο Φόσκαρι, κατείχε επτά οχυρά (fortize), περιλαμβανομένης και τής Πάτρας. Ο Άντζελο, γιος τού Νικολό Ατσαγιόλι και τότε μεγάλος αρχιοικονόμος, κατείχε έντεκα, μαζί με μια λιγότερο καλά οχυρωμένη περιοχή (terre), ενώ ο Νέριο Ατσαγιόλι, ο υιοθετημένος γιος τού Νικολό και αργότερα άρχοντας τής Κορίνθου και δούκας τής Αθήνας, κατείχε τρία, γεγονός που σημαίνει ότι οι Ατσαγιόλι κατείχαν δεκατέσσερα κάστρα τού Μοριά, ένα μόνο λιγότερο από την πριγκήπισσα τής Αχαΐας.82 Για οικογένεια που ήξερε πώς να τα εκμεταλλευτεί, τα εδάφη αυτά είχαν περισσότερη από πολιτική και στρατιωτική σημασία. Στην πραγματικότητα ελάχιστη βιομηχανία υπήρχε στον Μοριά και τα προϊόντα των αλευρόμυλων και νερόμυλων λινών των Ατσαγιόλι δεν επαρκούσαν για σημαντικό εξαγωγικό εμπόριο. Όμως υπήρχε αφθονία σε ελιές, λάδι, σύκα, σταφύλια, σταφίδες, τυρί, αγελάδες, πρόβατα, κότες, πέρδικες και φυσικά κερί. Το κερί άξιζε συνήθως πέντε στερλίνες η λίμπρα (pound), με ισοτιμία είκοσι στερλινών ανά υπέρπυρο. Βρισκόταν σε συνεχή ζήτηση για σφραγίδες, διακοσμητικούς σκοπούς, καθώς και για τα κηροπήγια στα σπίτια και στις εκκλησίες.
Σύντομα η «Εταιρεία Ναβάρρας» (Navarrese Company) ή μάλλον αρκετές «Εταιρείες» έφτασαν στον Μοριά και αφού υπηρέτησαν για κάποιο διάστημα τούς Ιωαννίτες ιππότες έψαξαν για εκτάσεις για τον εαυτό τους, αναγνωρίζοντας τελικά ως πρίγκηπα και επικυρίαρχό τους τον Ζακ ντε Μπω (1381-1383).83 Ο Ζακ ντε Μπω έφερε επίσης τον λατινικό αυτοκρατορικό τίτλο τής Κωνσταντινούπολης. Η «Εταιρεία Ναβάρρας» θα εξεταστεί πιο κάτω σε σχέση με την καταλανική ιστορία τής Αθήνας. Εδώ αρκεί να πούμε ότι υπήρχε κατάσταση διαρκούς εχθρότητας μεταξύ τής Εταιρείας Ναβάρρας και τού Έλληνα δεσπότη Θεόδωρου Α’ Παλαιολόγου τού Μυστρά (1382-1407).84 Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να λεηλατήσουν και ο Μοριάς συνέχισε να υποφέρει. Ενετικό έγγραφο τού Οκτωβρίου 1407 αναφέρει ότι οι τουρκικές επιδρομές ήταν τόσο σκληρές στην περιοχή τής Κορώνης, ώστε δεν μπορούσαν να βρεθούν εργάτες γης ακόμη κι αν πληρώνονταν με χρυσό, ενώ «et le possession et terre de i diti vostri citadini son per la maor parte silvestre et en gran disolation».85
Όταν ο Ζακ ντε Μπω πέθανε τον Ιούλιο τού 1383, τότε τρεις ή τέσσερις διεκδικητές, με αμφισβητήσιμα δικαιώματα που κληρονόμησαν από τις ιδιοτροπίες τής πολιτικής των Ανδεγαυών κατά το παρελθόν, αξίωσαν τον τίτλο τού πρίγκηπα τής Αχαΐας. Ένας από αυτούς, ο Αμαδέος τής Σαβοΐας, σχεδίασε φιλόδοξη εκστρατεία για να αναλάβει την υποτιθέμενη κληρονομιά του (1390-1391), αλλά δεν προέκυψε τίποτε από τα σχέδια αυτά. Τελικά ο τότε διοικητής τής Εταιρείας Ναβάρρας στον Μοριά, ο Πέδρο ντε Σαν Μπόρμπο Σουπεράνο, ανακήρυξε τον εαυτό του εικοστό πρίγκηπα τής Αχαΐας (1396-1402). Τον διαδέχθηκε με δόλο ο ανιψιός τής συζύγου του, ο Τσεντουριόνε Β’ Ζακκαρία (1404-1432), που έχασε τελικά το 1430 το πολύ μειωμένο πια σε έκταση πριγκηπάτο από τούς Έλληνες δεσπότες τού Μοριά. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1460, οι δεσπότες Θωμάς και Δημήτριος, αδελφοί τού τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, θα έχαναν τη χερσόνησο από τούς Τούρκους υπό τον τρομερό Μωάμεθ Β’ «Πορθητή», στον οποίο η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει επτά χρόνια πριν. Σε επόμενα κεφάλαια θα ασχοληθούμε με αυτά τα γεγονότα.
<-7. Η Αγία Έδρα, η Ελληνική αντίθεση και η αποτυχία τής ένωσης των Εκκλησιών (1276-1282) | 9. Ο παπισμός τής Αβινιόν, η σταυροφορία και η κατάληψη τής Σμύρνης (1309-1345)-> |