4
Η προέλαση τής Νικαίας και η παρακμή τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1246-1259)
![]() |
![]() |
Τον Γοδεφρείδο Β’ διαδέχθηκε το 1246 ο αδελφός του Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος, ο πιο αρχοντικός από τούς πρίγκηπες τής Αχαΐας. Εκμεταλλευόμενος το δεσποτάτο τής Ηπείρου και την αυτοκρατορία τής Νικαίας το ένα εναντίον τού άλλου, χωρίς ο ίδιος να δεσμεύεται αμετάκλητα με μία από τις δύο πλευρές, ο Γουλιέλμος θα μπορούσε να είχε μεγαλώσει το πριγκηπάτο του στον νότο και να είχε κάνει κυρίαρχη την επιρροή του στις υποθέσεις τής Ελλάδας χωρίς μεγάλο κίνδυνο για τον ίδιο και τούς υποτελείς του. Αλλά ο Γουλιέλμος είχε να αντιμετωπίσει πιο σοβαρά προβλήματα από εκείνα που αντιμετώπιζε ο αδελφός του. Μερικά από τα προβλήματά του οφείλονταν στην άθλια κατάσταση τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, στις υποθέσεις τής οποίας οι άνθρωποι τής εποχής απέδιδαν αδικαιολόγητη σημασία. Ο αυτοκρατορικός τίτλος αναστάτωνε τη φαντασία, αφού κατά τη λατινική παροιμία «το όνομα είναι οιωνός» (nomen est omen), ενώ η ίδια η γεωγραφική θέση τής Κωνσταντινούπολης έκανε τον Λατίνο αυτοκράτορα και τη βαρωνία κέντρο τόσο τού λαϊκού ενδιαφέροντος όσο και των διπλωματικών ελιγμών. Μετά τον θάνατο τού Ερρίκου τής Φλάνδρας το 1216, ο αυτοκράτορας, κατ’ όνομα επικεφαλής των Λατίνων φεουδαρχών στην Ελλάδα, δεν ήταν ποτέ σε θέση να παράσχει ηγεσία στους υποτιθέμενους υποτελείς του. Σε γενικές γραμμές η Βενετία φρόντιζε τούς δικούς της βαρώνους στο Αιγαίο, μερικές φορές πιο στενά απ’ όσο επιθυμούσαν, ενώ ο παπισμός προσπαθούσε να προστατεύσει τούς άλλους Λατίνους στην Ελλάδα. Σε κάποιο βαθμό οι Βιλλεαρδουΐνοι, ειδικά ο Γουλιέλμος, προσπάθησαν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στις υποθέσεις τής Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά δεν διέθεταν το προνόμιο, ούτε το κύρος για να το πράξουν. Αναμφίβολα επίσης οι Λατίνοι άρχοντες απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους και δεν θεωρούσαν ότι υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος εχθρός, εναντίον τού οποίου θα έπρεπε να συνδυάσουν τις δυνάμεις τους.
Ο πρίγκηπας Γουλιέλμος είναι ο ήρωας τού Χρονικού τού Μορέως. Γεννήθηκε στο κάστρο τού πατέρα του στην Καλαμάτα, κάποια ερείπια τού οποίου σώζονται ακόμη σε ύψωμα στο βόρειο τμήμα τής σημερινής πόλης. Τα ελληνικά ήσαν σχεδόν μητρική του γλώσσα. Ξεκίνησε τη μακρά και ενδιαφέρουσα βασιλεία του (1246-1278) με την επιτυχή πολιορκία τής Μονεμβασίας (1246-1248), στην οποία τον βοήθησε ο Γκυ Α’ ντε λα Ρος, ο δεύτερος άρχοντας των Αθηνών, υποτελής του για τα μωραΐτικα φέουδα τού Άργους και τού Ναυπλίου, καθώς και οι τριάρχες τού Νεγκροπόντε, ο δούκας Άντζελο Σανούντο τού Αρχιπελάγους, κάποιοι κατώτεροι άρχοντες τού Αιγαίου, καθώς και ο κόμης Ορσίνι τής Κεφαλονιάς. Ο Γουλιέλμος χορήγησε προνόμια στους Μονεμβασιώτες, άφησε τις επικεφαλής αρχοντικές οικογένειες τής καταληφθείσας πόλης ανενόχλητες στις ιδιοκτησίες τους και έχτισε κάστρα για να επεκτείνει την κυριαρχία του στα κεντρικά και νοτιοανατολικά τμήματα τού Μοριά. Οι Τσάκωνες τού όρους Πάρνων, οι αρχαίοι Λάκωνες, υπέκυψαν στην εξουσία του, ενώ κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1248-1249, τον οποίον ο Γουλιέλμος πέρασε στη Λακεδαιμονία (la Cremonie), ξεκίνησε την κατασκευή τού περίφημου κάστρου στα απότομα υψώματα τού Μυστρά, έξι περίπου χιλιόμετρα δυτικά τής Σπάρτης. (Ο Μυστράς προοριζόταν να έχει λαμπρό μέλλον, αλλά όχι κάτω από λατινική κυριαρχία). Ύστερα ο Γουλιέλμος έχτισε το κάστρο τής Μεγάλης Μάινας στον χώρο τής παλιάς Μάινας, στον Λακωνικό κόλπο κοντά στο ακρωτήριο Mαταπάς, στο άκρο τού κεντρικού ποδιού τής μωραΐτικης χερσονήσου. Μερικά χιλιόμετρα βορειοδυτικά τής Παλιάς Μάινας έχτισε άλλο κάστρο που ονομάστηκε Μπωφόρ «και στα ελληνικά ονομάζεται Λεύκτρο», στην ανατολική ακτή τού Μεσσηνιακού κόλπου, ακριβώς απέναντι από τον ενετικό σταθμό τής Κορώνης. Αυτά τα φρούρια είχαν ως αποτέλεσμα μια στάση μεγαλύτερης υποταγής των Σλαβικών φυλών των Μελιγγών τού Ταϋγέτου, καθώς και των ντόπιων τής Μάινας, που δεν είχαν διάθεση να προκαλέσουν ένοπλη επέμβαση τού Γουλιέλμου στις υποθέσεις τους. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών των μέσων τού αιώνα η δύναμη και το κύρος τού πρίγκηπα τής Αχαΐας έφθασαν στο αποκορύφωμά τους και ο αυτοκράτορας Bαλδουΐνος λέγεται ότι είχε δώσει (πιθανώς στον Γουλιέλμο το 1248) επικυριαρχία επί τού δουκάτου τής Νάξου στο Αρχιπέλαγος,1 επί τού νησιού τής Ευβοίας (Νεγκροπόντε) και πιθανώς επί τής μαρκιωνίας τής Βουδονίτσας (Μενδενίτσας).
Φαινόταν ότι δεν υπήρχε εμπόδιο που δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει ο πρίγκηπας Γουλιέλμος, ενώ το πριγκηπάτο του έφτασε στον μέγιστο βαθμό έκτασης και ασφάλειας κατά τη διάρκεια των έξι ή περισσοτέρων ετών που ακολούθησαν την κατάκτηση τής Μονεμβασίας. Ο Μαρίνο Σανούντο ο Πρεσβύτερος έχει παράσχει μαρτυρία για το μεγαλείο τής αυλής του, για τη φήμη των πολεμιστών του και για την ευημερία των υπηκόων του. Οι έμποροι διέσχιζαν το πριγκηπάτο με ασφάλεια, ταξίδευαν χωρίς μετρητά, διέμεναν στα σπίτια των αντιπροσώπων τους, εισέπρατταν χρήματα με γραπτό σημείωμα και με τον ίδιο τρόπο πλήρωναν τα έξοδά τους και έκαναν τις δοσοληψίες τους. Ο Γουλιέλμος πήγε για να συναντήσει τον βασιλιά τής Γαλλίας Λουδοβίκο Θ’ στην Κύπρο τον Μάιο τού 1249 με εικοσιτέσσερα πλοία και τετρακόσιους ιππείς, έχοντας αφήσει πίσω εκατό ιππότες στη Ρόδο, για να βοηθήσουν τούς Γενουάτες που ακριβώς τότε είχαν αρπάξει το μεγάλο νησί και προσπαθούσαν να το κρατήσουν από τις επιθέσεις τής αυτοκρατορίας τής Νικαίας.2 Λέγεται ότι ο Γουλιέλμος πήρε τότε το δικαίωμα να κόβει κέρματα «deniers tournois» (φράγκα) σαν εκείνα των βασιλικών νομισματοκοπείων στη Γαλλία. Επίσης συνόδευσε τον Λουδοβίκο στην 7η Σταυροφορία στην Αίγυπτο, όπου πέρασε τον χειμώνα τού 1249-1250, επιστρέφοντας στον Μοριά όταν ο βασιλιάς πήγε στην Άκρα στις αρχές Μαΐου 1250. «Στην αυλή του υπήρχαν πάντοτε 700 έως 1.000 ιππείς», λέει ο Μαρίνο Σανούντο «και το έχω μάθει αυτό από τον κύριο Mάρκο [Β’] Σανούντο, παππού τού κύριου Nικολό [1323-1341], που κάποτε ζούσε στην αυλή αυτού τού πρίγκηπα». Ο δούκας Χιού Δ’ τής Βουργουνδίας, αργότερα κατ’ όνομα Λατίνος βασιλιάς τής Θεσσαλονίκης, πέρασε τον χειμώνα τού 1248-1249 με τον Γουλιέλμο, ίππευσε μαζί του στις όχθες τού Ευρώτα και συνέχισε για την σταυροφορία στην Αίγυπτο μαζί με αυτόν. Ο Μαρίνο Σανούντο επαναλάμβανε ίσως τα λόγια τού παλιού φίλου και συγγενή του, τού δούκα Mάρκο Β’ τού Αρχιπελάγους, όταν έγραφε ότι «η αυλή [τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου] έδειχνε μεγαλύτερη από την αυλή μεγάλου βασιλιά». Σε μια περίπτωση, όταν οι Έλληνες, κατά πάσα πιθανότητα οι Ηπειρώτες υπό τον Μιχαήλ Β’ Δούκα, λέγεται ότι επιτέθηκαν στη Βουδονίτσα, «που βρισκόταν στα [βόρεια] όρια τού κράτους του», ο Γουλιέλμος έσπευσε να τούς αντιμετωπίσει με 8.000 περίπου ιππείς, εκ των οποίων 3.000 ήσαν άνδρες με πανοπλίες (armigeri). Τούς κατέβαλε πλήρως και τούς έκανε να μετανιώσουν για την επιχείρησή τους. Αν τα μεγέθη δεν είναι υπερβολικά, τότε πρόκειται για μεγάλη δύναμη ιππικού εκείνης τής εποχής, που αποτελεί ένα ακόμη αποδεικτικό των μεγάλων δυνατοτήτων τού πριγκηπάτου τού Μορέως.3 Όμως ο Γουλιέλμος, όπως ο πρωταγωνιστής σε ελληνική τραγωδία, σύντομα θα συναντούσε αντιστροφή τής τύχης, «περιπέτεια», η οποία θα μετέβαλε πλήρως την μέχρι τότε ευημερούσα πορεία των λατινικών υποθέσεων στην Ελλάδα.
Πριν επιστρέψει στη Μικρά Ασία στις αρχές τού 1247, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ’ Βατάτζης διόρισε διοικητή Θεσσαλονίκης και Bέροιας τον μεγάλο δομέστικό του Ανδρόνικο Παλαιολόγο, στον γιο τού οποίου, τον αργότερα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’, ανατέθηκε η ευθύνη των Σερρών και τού Μελενίκου.4 Η φιλοδοξία τού Μιχαήλ Παλαιολόγου σύντομα θα γινόταν πολύ γνωστή και έξι χρόνια αργότερα (κατά τον ιστορικό Γεώργιο Παχυμέρη) κατηγορήθηκε για προδοτική επικοινωνία με τον Mιχαήλ Β’ Δούκα τής Ηπείρου,5 ο οποίος, μετά την απόκτηση τής Θεσσαλονίκης από την αυτοκρατορία Νικαίας, απέμενε η μοναδική βασική δύναμη στην ηπειρωτική Ελλάδα, αποτελώντας στην πραγματικότητα σοβαρό ανταγωνιστή τού Βατάτζη. Ο έκπτωτος Δημήτριος ήταν φυλακισμένος στο φρούριο των Λεντιανών στη Μικρά Ασία,6 όπου φαίνεται ότι πέθανε, αλλά ο γέρος Θεόδωρος, ο πατέρας του, που ζούσε κυρίως στα Βοδενά ύστερα από την επιστροφή του από τη Βουλγαρία το 1237, είχε μία τελευταία ευκαιρία να εκφράσει την εχθρότητά του προς τις αξιώσεις τής Νικαίας, οι οποίες τώρα είχαν σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιηθεί, παρασύροντας τον ανηψιό του Μιχαήλ Β’ σε επίθεση εναντίον των νέων κτήσεων τού Βατάτζη στη δύση (1251). Κατά τη γνώμη τού Ακροπολίτη στον Μιχαήλ μπορούσε πια κανείς να έχει τόση εμπιστοσύνη, όση στο ότι ένας Αιθίοπας θα μπορούσε να γίνει λευκός. Ο Βατάτζης απάντησε το 1252 στην απροσδόκητη επιθετικότητα με μακρά και τυχερή εκστρατεία, η οποία για κάποιο χρονικό διάστημα μείωσε την υπερηφάνεια και το γόητρο τού Μιχαήλ και επέκτεινε την ηγεμονία τής Νικαίας σε ολόκληρη τη δυτική Μακεδονία και για μια στιγμή και στην Αλβανία. Το τίμημα τής ειρήνης, το οποίο ο Mιχαήλ κατέβαλε αμέσως, ήταν η παράδοση ορισμένων πόλεων που είχε καταλάβει και η παράδοση και τού γέρου Θεοδώρου ο οποίος, όπως και ο γιος του Δημήτριος, θα τελείωνε τώρα την πολυτάραχη ζωή του σε φυλακή τής Νικαίας.7 Κατά την περίοδο αυτή οι ιταλικές υποθέσεις έτειναν να αποσπούν την προσοχή τής ρωμαϊκής κούρτης από την Ελλάδα και καθώς κάθε επιτυχία έφερνε τον Βατάτζη πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, η κούρτη έδινε στη Λατινική αυτοκρατορία όλο και λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης.
Στις 20 Αυγούστου 1252 ο Ιννοκέντιος Δ’ έγραψε στους επισκόπους Νεγκροπόντε και Ωλένης ότι αν οι αγαπημένοι του γιοι, ο δόγης τής Βενετίας, ο πρίγκηπας τής Αχαΐας και οι άλλοι βαρώνοι τής Ρωμανίας, αποφάσιζαν να αναλάβουν δράση «για ένα ολόκληρο έτος πολέμου» σε υπεράσπιση τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης, «η οποία θα έπρεπε να διατηρηθεί και να προστατευτεί από την επίθεση τού Βατάτζη», τότε θα πληρώνονταν σε ασήμι το ποσό των χιλίων μάρκων, ως επιδότηση για την άμυνα τής πόλης, από τα έσοδα που είχαν ήδη συγκεντρωθεί από τις εκκλησίες τής Αθήνας και τής Κορίνθου. Αν τα έσοδα δεν έφθαναν στο παραπάνω ποσό, η διαφορά επρόκειτο να συμπληρωθεί «από τα έσοδα των ιεραρχών και κληρικών τής Ρωμανίας».8 Όμως το κείμενο αυτό αποτελεί περισσότερο μαρτυρία τού προφανούς πλούτου τής εκκλησίας των Αθηνών, καθώς κι εκείνης τής Κορίνθου, παρά ένδειξη παπικής αγωνίας για τη λατινική κοινότητα τής Κωνσταντινούπολης, επειδή ο Ιννοκέντιος Δ’ δεν εξετίθετο πια αδικαιολόγητα στις δοκιμασίες τής Λατινικής αυτοκρατορίας και στα βάσανα τού αυτοκράτορά της. Ήδη από τα μέσα περίπου τού αιώνα ο Ιννοκέντιος (που πέθανε το Νοέμβριο τού 1254) και ο Αλέξανδρος Δ’ (που τον διαδέχθηκε) ήσαν πιθανώς και οι δύο διατεθειμένοι να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο και τον ετοιμόρροπο θρόνο του, έχοντας συμφιλιωθεί με την ιδέα τής πραγματοποίησης τής φιλοδοξίας τού ηγεμόνα τής Νικαίας, φιλοδοξίας που διαρκούσε πια μισό αιώνα, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι, βλέποντας την επιστροφή τής Κωνσταντινούπολης σε Έλληνα αυτοκράτορα και Έλληνα πατριάρχη, θα εξασφάλιζαν την ένωση των Εκκλησιών, που ήταν τόσο καιρό επιθυμητή και τόσο καιρό ανεκπλήρωτη. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρώμης και Νικαίας καταδεικνύουν αυτή την αλλαγή τής παπικής στάσης απέναντι στη Λατινική αυτοκρατορία.
Ο Βατάτζης, αναζητώντας τρόπο εξασφάλισης τής Κωνσταντινούπολης, είχε δώσει πολύ μεγάλη προσοχή στο πολυετές πρόβλημα τής ένωσης των εκκλησιών,9 επειδή ο παπισμός ήταν ο κύριος υποστηρικτής τής Λατινικής αυτοκρατορίας,10 αλλά ίσως δεν μπορούσε να αναληφθεί αποφασιστική δράση πριν από τον θάνατο τού Φρειδερίκου Β’, που ήταν κύριος αντίπαλος τού πάπα και στενός σύμμαχος τού Βατάτζη και πεθερός του (από το 1244). Παρ’ όλα αυτά οι προσπάθειες για ένωση των εκκλησιών ανανεώθηκαν με την αποστολή την οποία ανέλαβε ο περίφημος Ιωάννης τής Πάρμας, γενικός εφημέριος (minister-general) των Φραγκισκανών, για λογαριασμό τού Ιννοκέντιου Δ’ στην αυλή τού Βατάτζη το Πάσχα (4 Απριλίου) τού 1249. Ο Ιωάννης και οι σύντροφοί του επέστρεψαν στη Λυών, όπου ο Ιννοκέντιος διέμενε μαζί με την ρωμαϊκή κούρτη από κάποια χρονική στιγμή πριν από το Πάσχα τού 1251. Ο Βυζαντινός απεσταλμένος, στον οποίο ο πάπας απεύθυνε επιστολή από τη Λυών με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1250, είτε έφτασε εκεί μαζί τους ή ακολούθησε σύντομα, προσκομίζοντας και συνοδική επιστολή από τον Πατριάρχη Νικαίας Μανουήλ Β’.11 Αν και ο πατριάρχης τόνιζε τη σημασία τής πραγματοποίησης τής ένωσης των Εκκλησιών για πνευματικούς λόγους, υπενθύμιζε στον πάπα ότι υπήρχαν σημεία (κεφάλαια) διαφορών μεταξύ τους, που έπρεπε να διακανονιστούν.12 Αλλά οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι έδειχναν να επείγονται για διακανονισμό, προσφέροντας αξιόλογες παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα για την επαναφορά τής Κωνσταντινούπολης υπό τούς Έλληνες, την αποκατάσταση τού Βυζαντινού πατριάρχη σε όλα τα δικαιώματά του και φυσικά την αποχώρηση τού Λατίνου αυτοκράτορα και τού Λατίνου πατριάρχη από την πόλη. Σε αντάλλαγμα ο Βατάτζης και ο πατριάρχης Μανουήλ ήσαν πρόθυμοι να τερματίσουν δύο αιώνες σχίσματος με τον ακόλουθο τρόπο: η έδρα τής Ρώμης θα αναγνωριζόταν ως η υψηλότερη πατριαρχική έδρα με την αναγραφή των ονομάτων των παπών στα βυζαντινά δίπτυχα. Ο ελληνικός κλήρος θα απέδιδε στον πάπα πλήρη κανονική υπακοή. Η έδρα τής Ρώμης θα αποτελούσε το δικαστήριο για προσφυγές Ελλήνων κληρικών, όταν καταπιέζονταν από τούς ανωτέρους τους (η Ρώμη διεκδικούσε αυτή την αρμοδιότητα επί προσφυγών ήδη από τη σύνοδο τής Σαρδικής το 343), ενώ και οι υψηλόβαθμοι εκκλησιαστικοί θα ήσαν ελεύθεροι να επιλύουν τις διαφορές τους προσφεύγοντας σε παπική απόφαση. Τα παπικά διατάγματα θα ήσαν νομικά δεσμευτικού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα βρίσκονταν σε αντίθεση με τούς κανόνες. Τέλος ο πάπας θα προέδρευε στις συνόδους, θα ήταν ο πρώτος που θα υπέγραφε τα πρακτικά των εργασιών τους και θα είχε το δικαίωμα να μιλά πρώτος σε θέματα πίστης, αλλά πάντοτε σε συμφωνία με την Αγία Γραφή και τούς ηθικούς κανόνες. Αν και οι Έλληνες απεσταλμένοι υπογράμμιζαν ότι αυτή η δήλωση υποταγής δεν θα ίσχυε για το ζήτημα τής εκπόρευσης τού Αγίου Πνεύματος (που αποτελούσε πάντοτε σημείο διαφωνίας μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων), ο Βατάτζης ήταν προφανώς πρόθυμος να θυσιάσει την ανεξαρτησία τής βυζαντινής εκκλησίας για να εξασφαλίσει την επιστροφή τής Κωνσταντινούπολης.13
Ο πάπας Ιννοκέντιος εύρισκε τις προτάσεις τής Νικαίας αποδεκτές. Ήταν αρκετά πρόθυμος να εγκαταλείψει το λατινικό αυτοκρατορικό φάντασμα στον Βόσπορο, για να αναβιώσει την ενότητα και την ενιαία ηγεσία τής χριστιανοσύνης. Σπάνια είχε επιτευχθεί τέτοιο μέτρο συμφωνίας σε γενιές συζητήσεων στην κατεύθυνση τής ένωσης των εκκλησιών, αλλά τόσο ο Ιννοκέντιος όσο και ο Βατάτζης πέθαναν το 125414 και η συμφωνία τους δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ. Στις 2 Ιανουαρίου 1255, λίγο μετά την εκλογή του στην Αγία Έδρα, ο Αλέξανδρος Δ’ εξέφραζε ανησυχία για την ασφάλεια τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης και των βαρωνιών τού Μοριά και ζητούσε κατάλληλη επιχορήγηση (oportuna et congrua subsidia) από τούς κληρικούς και τούς λαϊκούς στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας για την προστασία των Καθολικών εδαφών στην Ελλάδα από τις επιθέσεις τού εχθρού.15 Όμως παρά τη γνωστή δραστηριότητα τής αυλής τού Αλεξάνδρου, η οποία απεύθυνε πολυάριθμες επιστολές προς τούς Αγίους Τόπους καθώς και σε όλα τα μέρη τής Ευρώπης, τα αρχεία του αποκαλύπτουν ότι ο ίδιος και οι σύμβουλοί του έδιναν λίγη σχετικά προσοχή στις ελληνικές υποθέσεις. Θα ήσαν όμως διατεθειμένοι να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις τού Ιννοκέντιου Δ’ με τούς Έλληνες, αν παρουσιαζόταν ευκαιρία.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1254 ο μεγάλος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ’ Βατάτζης υπέστη αποπληκτικό εγκεφαλικό επεισόδιο στη Νίκαια. Οι γιατροί του προσπάθησαν να τον αναζωογονήσουν σχίζοντας τα πόδια του και επιχειρώντας σειρά άλλων διορθωτικών μέτρων, τα οποία προέβλεπε η ιατρική τέχνη τής εποχής («ὁπόσα ἡ τέχνη ἐδίδασκεν»). Ο αυτοκράτορας κειτόταν ακίνητος σε κώμα ολόκληρη εκείνη τη νύχτα, την επόμενη μέρα και την επόμενη νύχτα. Ύστερα ακούστηκε η δύσκολη αναπνοή του. Ανέκτησε τις αισθήσεις του, αλλά το χρώμα του ήταν άθλιο. Επέμεινε όμως να πάει αμέσως στο Νυμφαίο και να φτάσει εκεί πριν την Κυριακή των Βαΐων, την οποία γιόρταζε συνήθως εκεί. Έφτασε στην ώρα του για την Κυριακή των Βαΐων και για τις διακοπές τού Πάσχα. Οι προσευχές του δεν τού πρόσφεραν θεραπεία, καθώς υπέστη κι άλλα επεισόδια τόσο στο παλάτι όσο κι έξω. Οι συνοδοί του τον βοηθούσαν να αποκρύψει από τον λαό την έκταση τής αρρώστιας του, αλλά η κατάστασή του χειροτέρευε και οι γιατροί του δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Πήγε στη Σμύρνη να προσευχηθεί για ανακούφιση από τα βάσανα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Επέστρεψε στο Νυμφαίο, αν και δεν πήγε τώρα στο παλάτι. Οι σκηνές του στήθηκαν στους αυτοκρατορικούς κήπους και πέθανε εκεί στις 3 Νοεμβρίου σε ηλικία εξηνταδύο ετών.16 Η βασιλεία του διήρκεσε τριαντατρία χρόνια. Υπήρξε πραγματικός ανακαινιστής τού βυζαντινού κράτους και δημιουργός τής βυζαντινής αναγέννησης.
Τον Βατάτζη διαδέχθηκε ο γιος του Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις (1254-1258), ο οποίος λέγεται ότι έπασχε από την πατρική επιληψία σε ακόμη πιο σφοδρή μορφή. Ο Θεόδωρος ήταν λαμπρός αλλά κυκλοθυμικός άνθρωπος, μαθητής τού διάσημου Νικηφόρου Bλεμμύδη, που ήταν ο δάσκαλος και τού ιστορικού Γεωργίου Ακροπολίτη. Ο θάνατος τού Βατάτζη έδωσε το σύνθημα στον νέο τσάρο τής Βουλγαρίας Μιχαήλ Ασάν, γιο τού Ιωάννη Β’ Ασάν και εγγονό τού Θεόδωρου Δούκα, να εισβάλει στη Θράκη και τη Μακεδονία, για να ξανακερδίσει τα εδάφη που είχε μεν κατακτήσει ο εκλιπών αυτοκράτορας, αλλά δεν είχε προλάβει να οργανώσει αποτελεσματικά την άμυνά τους. Από την περιοχή τής Αδριανούπολης μέχρι την Αλβανία οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν τις περισσότερες πόλεις, κωμοπόλεις και κάστρα, που αποτελούσαν το δυτικό τμήμα τής αυτοκρατορίας τού Βατάτζη. Η είδηση προκάλεσε ταραχή στην αυλή τής Νικαίας.17
Όμως ο πολυμαθής Θεόδωρος Λάσκαρις αποδείχθηκε καλός στρατιωτικός και παρά τις αντικρουόμενες απόψεις των συμβούλων του αποφάσισε γρήγορη εκστρατεία. Αφήνοντας ως αντιβασιλέα τής αυτοκρατορίας κατά την απουσία του τον έμπιστο φίλο του, τον πληβείο μεγάλο δομέστικο Γεώργιο Μουζάλωνα, ο Θεόδωρος έσπευσε στην Αδριανούπολη, έμεινε μία ημέρα εκεί και την επόμενη βάδισε προς τα δυτικά μέσω τής Θράκης. Ένας Βούλγαρος ανιχνευτής ανέφερε την αξιοσημείωτα γρήγορη προέλαση τού αυτοκράτορα στον Μιχαήλ Ασάν, που είχε τότε στρατοπεδεύσει κοντά στον ποταμό Μαρίτσα (Έβρο). Η εκπληκτική είδηση δεν έγινε πιστευτή και η βουλγαρική διοίκηση αποφάσισε να μη μετακινηθεί από το στρατόπεδο, μέχρι να ξημερώσει και να μπορέσουν να πάρουν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Όμως ο Θεόδωρος γνώριζε τη θέση τους και έσπευσε με τη νευρωτική αλλοφροσύνη που τον χαρακτήριζε. Όταν τα προωθημένα αποσπάσματα τού βυζαντινού στρατού έπληξαν την εμπροσθοφυλακή των βουλγαρικών δυνάμεων, σκότωσαν πολλούς και συνέλαβαν άλλους, περιλαμβανομένου και τού Βούλγαρου διοικητή. Άλλοι όμως διέφυγαν μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας προς τον κύριο καταυλισμό, φέρνοντας τα εκπληκτικά νέα τής βυζαντινής επίθεσης. Καθένας τώρα προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του, συμπεριλαμβανομένου τού Μιχαήλ Ασάν. Μερικοί Βούλγαροι κατάφεραν να βρουν ασφάλεια διαφεύγοντας στα δάση, γδέρνοντας τα πρόσωπά τους, ο Ασάν και οι άλλοι, στην παχιά βλάστηση των δένδρων που τούς έκρυβαν, ενώ άλλοι έφευγαν τρέχοντας με ασέλωτα άλογα: «έτσι, τρέχοντας μακριά, οι Βούλγαροι διέφυγαν το ρωμαίικο σπαθί και την αυγή, όταν ο αυτοκράτορας έφθασε στον χώρο τού στρατοπέδου τους και διαπίστωσε ότι ο στρατός τους είχε φύγει, στενοχωρήθηκε αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτό». Όμως κατά τούς επόμενους μήνες εκείνης τής αξέχαστης εκστρατείας τού 1255, αν και εμποδίστηκε μερικές φορές από τις κακές καιρικές συνθήκες, τη δυσεντερία και άλλες κακουχίες, ο Θεόδωρος Λάσκαρις βρήκε πολλές ευκαιρίες για να μετριάσει την αρχική του απογοήτευση. Ξαναπήρε μία-μία τις πόλεις, κωμοπόλεις και κάστρα που είχε καταλάβει ο Ασάν, ανακτώντας όλα εκτός από δύο. Το πρώτο ήταν ένα μικρό φρούριο στους λόφους τής Αχρίδας, το οποίο ανακατέλαβε σύντομα ο Αλέξιος Δούκας Φιλανθρωπηνός, τον οποίον άφησε πίσω του ως στρατιωτικό διοικητή τής περιοχής τής Αχρίδας. Το δεύτερο ήταν η σημαντική πόλη τής Tζέπαινας, εξαιρετικά ισχυρό φρούριο μεταξύ των οροσειρών τού Αίμου (Βαλκανίων) και τής Ροδόπης, που φρουρούσε την άνω κοιλάδα τού Έβρου (Μαρίτσα). Παρά τις περιστασιακές αποτυχίες, για τις οποίες ο ίδιος μεμψιμοιρούσε υπερβολικά, ο Θεόδωρος Λάσκαρις επέστρεψε θριαμβευτικά στη Λάμψακο στο τέλος τού έτους και αφού πέρασε τα Χριστούγεννα εκεί πήγε για το υπόλοιπο τού χειμώνα στο Νυμφαίο.18
Όταν ήρθε η άνοιξη (1256), ο Θεόδωρος Λάσκαρις συγκέντρωσε τεράστιο στρατό, παίρνοντας όχι μόνο εκείνους που είχαν ήδη στρατολογηθεί, αλλά και κάποιους που δεν είχαν υπηρετήσει ποτέ στο παρελθόν. Ξεκίνησε για τη Λάμψακο και διέσχισε τον Ελλήσποντο περνώντας στην Ευρώπη, όπου σύντομα διαπίστωσε ότι οι Κουμάνοι σύμμαχοι τού Μιχαήλ Ασάν είχαν λεηλατήσει ευρέως τη Θράκη και τη Μακεδονία και είχαν νικήσει τις δυνάμεις που αυτός είχε αφήσει το προηγούμενο έτος στο Διδυμότειχο (Ντεμότικα). Προσπάθησε να τούς εντοπίσει αλλά διέφευγαν, αν και κατάφερε να σκοτώσει αρκετούς κοντά στη Βιζύη (Μπιζίγιε), βορειοδυτικά τής Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια έστησε τον στρατόπεδό του κοντά στον γειτονικό ποταμό Ρηγίνα (τον σύγχρονο Ερκένε) στην Ανατολική Θράκη. Τώρα ο Μιχαήλ Ασάν, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο στρατός τού Θεόδωρου ήταν μεγάλος και βρισκόταν επικίνδυνα κοντά του, εξέφρασε την επιθυμία για ειρήνη, στέλνοντας στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο τον πεθερό του, τον Ρώσο πρίγκηπα Ροτισλάβ Μιχαήλοβιτς, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη τού βασιλιά Μπέλα Δ’ τής Ουγγαρίας. Ο Θεόδωρος τον υποδέχθηκε ευγενικά τον Μάιο τού 1256 και επέβαλε τούς παρακάτω όρους, για την τήρηση των οποίων ορκίστηκε ο Ροτισλάβ: η πόλη τής Τζέπαινας θα επανερχόταν στην εξουσία τής Νικαίας (άλλωστε από τις κατακτήσεις Βατάτζη αυτήν μόνο εξακολουθούσε να κατέχει ο Μιχαήλ Ασάν) και στο εξής οι δύο πλευρές θα ήσαν ικανοποιημένες με τα προηγούμενα σύνορά τους. Ο Ροτισλάβ έφυγε φορτωμένος με δώρα από τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε αποφασίσει να παραμείνει στον Ρηγίνα μέχρι να παραδώσει ο Μιχαήλ Ασάν τη Τζέπαινα.19
Η νίκη τού αυτοκράτορα Θεόδωρου επί των Βουλγάρων απέτρεψε τον Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου από τη συνωμοσία εναντίον τής Νικαίας σε συνεργασία με τούς Σέρβους και τούς Αλβανούς, όπως είχε αρχίσει να κάνει. Τελικά ο Μιχαήλ Ασάν απέρριψε τούς όρους που είχε θέσει ο Θεόδωρος, ο οποίος εκνευρίστηκε πολύ και ξέσπασε τον θυμό του στον Ακροπολίτη, που είχε την κακή τύχη να αποσπάσει την προσοχή τού αυτοκράτορα ακριβώς όταν αυτός έμαθε εκείνο που θεωρούσε ως απιστία τού Βούλγαρου.20 Όμως είτε ο Ασάν παρέδιδε τη Τζέπαινα ειρηνικά είτε όχι, είχε ηττηθεί και η Βουλγαρία σύντομα δοκιμάστηκε από αλληλοκτόνο σύγκρουση. Ο Ασάν φονεύθηκε από τον ξάδελφό του Kολομάν, που τον διαδέχθηκε για λίγο και αντικαταστάθηκε στον θρόνο από τον Κωνσταντίνο Tιχ (1257-1277), ο οποίος απομάκρυνε τη γυναίκα του για να παντρευτεί την Ειρήνη, την κόρη τού αυτοκράτορα Θεόδωρου και αναγνωρίστηκε ως τσάρος από την αυτοκρατορική κυβέρνηση.21 Υπήρχε ειρήνη με τη Βουλγαρία και η οδός προσπέλασης τής Νικαίας στη Θεσσαλονίκη δεν βρισκόταν πια υπό απειλή.
Στο μεταξύ ο Μιχαήλ τής Ηπείρου ήθελε να προλάβει οποιαδήποτε δυτική επιχείρηση που θα μπορούσε να σχεδιάζει ο Θεόδωρος με τον μεγάλο στρατό που είχε τότε στη Θράκη. Έτσι το καλοκαίρι τού 1256 έστειλε τη σύζυγό του, την αφοσιωμένη Θεοδώρα Πετραλίφαινα, μαζί με τον μεγάλο του γιο Νικηφόρο να κανονίσουν τον γάμο τού νεαρού με την Μαρία, την κόρη τού αυτοκράτορα, όπως είχε προτείνει ο Βατάτζης το 1249. Ο γάμος είχε καθυστερήσει λόγω τού πολέμου μεταξύ Νικαίας και Ηπείρου (1251-1252), αλλά ο χρόνος φαινόταν κατάλληλος για να γίνει τώρα. Μαθαίνοντας ότι η Θεοδώρα και ο Νικηφόρος έρχονταν προς αυτόν, ο Θεόδωρος προέλασε στον Έβρο (Μαρίτσα) και τούς συνάντησε. Στον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε αποφασίσει να γίνει η τελετή, εξήγησε στην Θεοδώρα το αντίτιμο τής ένωσης με την αυτοκρατορική οικογένεια. Οι Ηπειρώτες έπρεπε να τού παραδώσουν το Δυρράχιο στην Αλβανία και τα Σέρβια στη βόρεια Θεσσαλία. Η απόφαση ήταν απερίσκεπτη και όχι αντάξια τού αυτοκράτορα. Η Θεοδώρα, αν και απρόθυμη, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει ένορκη συγκατάθεση εγγράφως και δεδομένου ότι τόσο η ίδια όσο και ο γιος της ήσαν ουσιαστικά όμηροι, ο Μιχαήλ Β’ Δούκας όφειλε να συναινέσει στην καταστροφική διάταξη.22 Από αυτή την ένωση των Λασκαριδών και των Δούκα η Θεοδώρα είχε ελπίσει για ειρήνη μεταξύ Νικαίας και Ηπείρου, αλλά ο γάμος τής Μαρίας και τού Νικηφόρου το φθινόπωρο τού 1256 έστησε απλώς το σκηνικό για άλλον ένα πόλεμο μεταξύ ανατολικών και δυτικών Ελλήνων. Στον πόλεμο αυτόν θα εμπλέκονταν και τα λατινικά κράτη τής Ελλάδας, με καταστροφικές συνέπειες για το πριγκηπάτο τής Αχαΐας.
Ενώ ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρις βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, έλαβε επιστολή από αξιωματούχους τής Βιθυνίας, σύμφωνα με την οποία ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, τότε κυβερνήτης τής περιοχής, είχε διαφύγει στους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας οργίστηκε και δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την περίεργη συμπεριφορά. Όμως ο Ακροπολίτης τού υπενθύμισε ότι πάνω στον θυμό του είχε απειλήσει πολλές φορές τον Παλαιολόγο με την πιο φοβερή τιμωρία, λέγοντας ότι θα τον τύφλωνε. Πολλοί είχαν ακούσει αυτές τις απειλές και από κάποιον από αυτούς θα το είχε μάθει ο Παλαιολόγος, η φυγή τού οποίου ήταν αναμφίβολα αποτέλεσμα φόβου. Ο Παλαιολόγος έτυχε καλής υποδοχής από τον σουλτάνο τού Ικονίου, ο οποίος τον έβαλε επικεφαλής των χριστιανικών του δυνάμεων, οι οποίες, κατά τον Ακροπολίτη, είχαν διακριθεί στην προσπάθεια αντιμετώπισης των νέων επιθέσεων των Μογγόλων εναντίον τού σουλτανάτου των Σελτζούκων. Αλήθεια ή όχι, οι Μογγόλοι έκαναν επιδρομές στα μουσουλμανικά εδάφη τής Ανατολίας και ο αυτοκράτορας, ανησυχώντας από τα νέα, γύρισε στην πατρίδα του με το σύνολο τού βυζαντινού στρατού, διορίζοντας τέσσερις διοικητές στις πόλεις και στα φρούριά του στη Μακεδονία23 και βάζοντας τον Ακροπολίτη με τον τίτλο τού πραίτορα υπεύθυνο για όλους αυτούς. Ο τελευταίος έγραψε ύστερα από χρόνια ότι ο αυτοκράτορας «το έκανε αυτό κατά τη γνώμη μου, ώστε από τον μακροχρόνιο χωρισμό από αυτόν να μπορέσω να ξεχάσω αυτά που είχα υποφέρει». Γιατί ο αυτοκράτορας μπορούσε να καταλάβει ότι ο Ακροπολίτης δεν αισθανόταν πλέον ελεύθερος ούτε άνετα με την παρουσία του ή ίσως ο Ακροπολίτης επίσης παραδεχόταν ότι ο αυτοκράτορας απλά είχε κουραστεί από τις αντιρρήσεις που αυτός πρόβαλλε στις αποφάσεις του, που ήσαν άδικες κάποιες φορές.24 Μετά την αναχώρηση τού αυτοκράτορα Θεοδώρου και τού στρατού από τη Θεσσαλονίκη, ο Ακροπολίτης πήγε στη Βέροια, όπου λέγεται ότι τον Δεκέμβριο τού 1256 έδιωξε παπική πρεσβεία με επικεφαλής τον επίσκοπο τού Ορβιέτο.25 Από τη Βέροια ξεκίνησε ταξίδι τριών μηνών μέσα στην ευρεία έκταση τής ορεινής χώρας που ο Θεόδωρος είχε θέσει υπό τη δικαιοδοσία του, πηγαίνοντας πρώτα προς νότο στα Σέρβια, στη συνέχεια βόρεια μέσω Καστοριάς και Αχρίδας, δυτικά μέχρι το Ελμπασάν (το Ἄλβανον) και το Δυρράχιο, όπου έμεινε οκτώ ημέρες. Από εκεί συνέχισε μέσα από την περιοχή τής Κρόιας (Χουναβία)26 δυτικά πάνω από τον Κακό Βράχο και κατά μήκος τού ποταμού Μαύρου Δρίνου προς τη Ντίμπρα (σήμερα Ντέμπαρ), το Κίτσεβο και, τέλος στην καστρόπολη τού Πρίλαπου (σήμερα Πρίλεπ):
«Έκανα το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το Πρίλαπον μέσα σε τρεις μήνες τού χειμώνα, αφού ήταν Δεκέμβριος όταν έφυγα από τη Βέροια και τέλος Φεβρουαρίου [1257], όταν έφτασα στο Πρίλαπον».27
Προχωρώντας τώρα στην Πελαγονία, ο Ακροπολίτης έμαθε ότι ο Κωνσταντίνος Χαβάρων, ο στρατιωτικός διοικητής τού Ελμπασάν (Άλβανον), είχε συλληφθεί σε ενέδρα που τού είχε στήσει ο δεσπότης Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου με τη βοήθεια τής νύφης του Μαρίας Πετραλίφα, με την οποία ο Κωνσταντίνος νόμιζε ότι ξεκινούσε ερωτική σχέση. Ο Ακροπολίτης έστειλε εντολές στον Μιχαήλ Λάσκαρι, θείο τού αυτοκράτορα και διοικητή Θεσσαλονίκης, να έρθει στην Πελαγονία, όπου ενώθηκε μαζί τους και ο Ξυλέας, διοικητής τού Πρίλαπου. Συνεδρίασαν οι τρεις τους και αποφάσισαν ότι ο Λάσκαρις και ο Ξυλέας θα κρατούσαν την Πελαγονία και τις πεδιάδες τού Μοναστηρίου για να εμποδίσουν τούς Σέρβους να ενωθούν με τούς Ηπειρώτες, αφού ήταν γνωστό ότι ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Α’ Ούρος (1242-1276) είχε συνάψει συμμαχία με τον Mιχαήλ Β’ Δούκα. Ο ίδιος ο Ακροπολίτης πήγε στην Αχρίδα και από εκεί επιτέθηκε στο Ελμπασάν, όπου διαπίστωσε ότι οι Αλβανοί είχαν ξεκινήσει πλήρους κλίμακας εξέγερση, εκδηλώνοντας βίαιη προτίμηση για την φιλία τής Ηπείρου και όχι για την επικυριαρχία τής Νικαίας. Κατάφερε να οπισθοχωρήσει στην απόκρημνη και καλά οχυρωμένη πόλη τού Πρίλαπου, την οποία θεωρούσε ασφαλές καταφύγιο, «αλλά για μένα και τούς ανθρώπους μας εκεί αποδείχτηκε το αντίθετο», γιατί ο Μιχαήλ Β’ Δούκας είχε δραστηριοποιηθεί. Αφού κατέλαβε όλα τα χωριά και τα οχυρά γύρω από το Πρίλαπον, ο Μιχαήλ πολιόρκησε την ίδια την πόλη. Το Πρίλαπον είχε γερά τείχη και ήταν δύσκολο να καταληφθεί, λέει ο Ακροπολίτης, αλλά ο Mιχαήλ εμπιστεύθηκε την προδοσία των κατοίκων.28
Κατά την περίοδο αυτή ο αυτοκράτορας Θεόδωρος ήταν απασχολημένος στη Μικρά Ασία με τον σουλτάνο τού Ικονίου, ο οποίος «έχοντας καρδιά ντροπαλού ελαφιού, όπως θα έλεγε ο ποιητής» (ὁ φυζακινῆς ἐλάφου καρδίαν ἔχων, εἶπεν ἄν ποιητής), είχε διαφύγει από τη χώρα του όταν οι Μογγόλοι νίκησαν τον στρατό του. Ο Θεόδωρος τού έδωσε προσωρινό άσυλο σε έδαφος τής Νικαίας μέχρις ότου έκανε ειρήνη με τούς εισβολείς, στους οποίους έγινε ο ίδιος υποτελής και συμφώνησε να πληρώνει φόρο. Τότε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, παίρνοντας με αυτοκρατορικό όρκο διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά του, επέστρεψε στην Νίκαια και ανέκτησε την περιουσία του. Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, που χρειαζόταν τολμηρό και έμπειρο διοικητή για να τον στείλει εναντίον τού δεσπότη τής Ηπείρου, επέλεξε τώρα τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο οποίος εμφανίζεται στις σελίδες τού Ακροπολίτη ως άνθρωπος μεγάλων ικανοτήτων. Για οποιοδήποτε λόγο, ίσως επειδή δεν εμπιστευόταν την ικανότητά του, ο Θεόδωρος τού έδωσε μικρό στρατό που στρατολογήθηκε στη Μακεδονία, σχεδόν άχρηστο και εμφανώς ακατάλληλο για το καθήκον που τού είχε ανατεθεί. O Παλαιολόγος δεν ήταν σε θέση να διαμαρτυρηθεί. Προφανώς δέχτηκε την εντολή χωρίς σχόλια και βάδισε μέσω Θράκης προς τη Θεσσαλονίκη, από εκεί μέσω τού Βαρδάρη, «τον οποίον οι αρχαίοι ονομάζουν Ναξιό», και ένωσε τις δυνάμεις του με τον Μιχαήλ Λάσκαρι. Επιτέθηκαν μαζί στην περιοχή τής Bέροιας, όχι με την ελπίδα να καταλάβουν τον τόπο, αλλά για να εφοδιάσουν τούς στρατιώτες τους με περιοχή προς λεηλασία. Από αυτή την επιχείρηση μάζεψαν πολλά ζώα, πιθανώς για τροφή και για μεταφορά. Τώρα όμως ο Στέφανος Ούρος, ο κράλης τής Σερβίας, τον οποίον ο Ακροπολίτης καταγγέλλει απερίφραστα, έστειλε χίλιους Σέρβους να λεηλατήσουν την περιοχή γύρω από το Πρίλαπον, τού οποίου ο διοικητής Ξυλέας, απρόσεχτος και ανίκανος κατά τον Ακροπολίτη, έκανε άτακτη επίθεση εναντίον τους, αλλά ηττήθηκε αποφασιστικά και διέφυγε για ασφάλεια με τα υπολείμματα των στρατευμάτων του στους λόφους,
«κι έτσι καταστράφηκε ο στρατός στο Πρίλαπον και βρεθήκαμε αποκλεισμένοι στην πόλη τού Πριλάπου, σχεδόν φυλακισμένοι».29
Όταν οι Παλαιολόγος και Mιχαήλ Λάσκαρις τελείωσαν με τη λεηλασία τής υπαίθρου γύρω από τη Βέροια, τότε στρατοπέδευσαν κοντά στα Βοδενά (σήμερα Έδεσσα), όπου τα άλογά τους μπορούσαν να βοσκούν σε πλούσια λιβάδια. Όμως ο Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου είχε μάθει πια για τον μικρό αριθμό και την κακή ποιότητα των στρατευμάτων τού Παλαιολόγου. Έφτιαξε ανώτερη δύναμη ιππικού διαλέγοντας πεντακόσιους από τούς καλύτερους άντρες του και την έθεσε υπό την ηγεσία τού νόθου γιου του Θεόδωρου. Ο τελευταίος ξεκίνησε για αιφνιδιαστική επίθεση κατά τού στρατοπέδου των δυνάμεων τής Νικαίας κοντά στα Βοδενά. Καθ’ οδόν συνάντησε και κατατρόπωσε ομάδα επιδρομών, αποτελούμενη από κάποιους τού συρφετού τού στρατού τής Νικαίας. Εκείνοι που διέφυγαν από την ήττα έφεραν την είδηση για την επικείμενη επίθεση στον Παλαιολόγο, ο οποίος έδειχνε τώρα την ανδρεία και την ικανότητά του στη μάχη. Με το δόρυ στο χέρι ανέλαβε επικεφαλής τής ειδικής φρουράς τού Μιχαήλ Λάσκαρι, που αποτελούνταν από πενήντα Παφλαγόνες, τούς μόνους καλούς στρατιώτες στον στρατό τής Νικαίας. Ξεκίνησε λοιπόν εναντίον των Ηπειρωτών. Σε τέτοια κατάσταση ανάγκης δεν θα μπορούσε να περιμένει βοήθεια από τον Λάσκαρι, ο οποίος φορούσε μόνο θώρακα αντί για πλήρη πανοπλία, ώστε να μπορεί να διαφύγει πιο εύκολα αν έμπλεκε σε σκληρή δοκιμασία. Ο Λάσκαρις τώρα παρακολουθούσε προσεκτικά τη μάχη από την άκρη. Οι Παφλαγόνες, κάτω από την εμπνευσμένη ηγεσία τού Παλαιολόγου, έτρεψαν το ιππικό των Ηπειρωτών ολοσχερώς σε φυγή, σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς. Ο νεαρός Θεόδωρος σκοτώθηκε χωρίς να έχει αναγνωριστεί, αφού ο Παλαιολόγος δεν τον γνώριζε εξ όψεως. Μετά τη νίκη ο Παλαιολόγος και ο Λάσκαρις διατάχθηκαν από τον Ακροπολίτη να πάνε στο Πρίλαπον, για να συσκεφτούν επί τής κατάστασης, που παρέμενε σχεδόν τόσο επικίνδυνη όσο και πριν. Έφτασαν με ασφάλεια, αλλά μη έχοντας επαρκείς δυνάμεις για να επιτεθούν στον Μιχαήλ τής Ηπείρου, παρέμειναν στο Πρίλαπον λίγες μόνο μέρες και στη συνέχεια επέστρεψαν στην περιοχή των Βοδενών, αφήνοντας τον πιστό Ακροπολίτη να υπακούσει στις εντολές τού αυτοκράτορα, παραμένοντας στην απειλούμενη πόλη, οι κάτοικοι τής οποίας δεν γνώριζαν από νομιμοφροσύνη, ενώ δεν μπορούσε κανείς να εμπιστευθεί τούς ντόπιους στρατιώτες.30
Ο Μιχαήλ τής Ηπείρου περικύκλωσε το Πρίλαπον και έστησε πολιορκητικές μηχανές (ἑλεπόλεις) κάτω από τα τείχη. Προσπάθησε τρεις φορές να ανέβει στα τείχη, αλλά απωθήθηκε και υποχώρησε. Έδωσε λοιπόν την ευκαιρία στους οπαδούς του μέσα στην πόλη να κάνουν αυτό που δεν μπορούσαν να κάνουν οι στρατιώτες του. Όταν μέρος τής φρουράς αποτόλμησε να βγει έξω από τα τείχη για να εξασφαλίσει τροφή, ομάδα υποστηρικτών τού Μιχαήλ άνοιξε τις πύλες και το Πρίλαπον κατελήφθη, «όχι από την ανδρεία τού εχθρού, ούτε επειδή ο τόπος ήταν ευάλωτος, αλλά από την ηλιθιότητα και την απιστία των υπερασπιστών του». Το επόμενο πρωί ο Ακροπολίτης παραδόθηκε στον Mιχαήλ, ο οποίος τού υποσχέθηκε ελευθερία να επιστρέψει στην αυτοκρατορική επικράτεια. Στη συνέχεια ήρεμα αθέτησε τον λόγο του, στέλνοντας τον δυστυχή Ακροπολίτη αλυσοδεμένο από το ένα μέρος στο άλλο, μέχρις ότου τελικά φυλακίστηκε στην Άρτα,31 «όπου είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο να σκεφτεί εκείνη τη λογοτεχνική εκδίκηση, που σκιαγραφεί την ιστορία τής δικής του εποχής».32 Φυσικά οι γνώσεις μας για τα γεγονότα αυτά περιορίζεται ως επί το πλείστον σε εκείνα που επέλεξε να μάς πει ο ίδιος ο Ακροπολίτης.
Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρις υποπτευόταν τον Ακροπολίτη για προδοσία, άδικα αλλά όχι εντελώς αναιτιολόγητα, αφού είχε μάθει για την αποστασία στον Μιχαήλ τής Ηπείρου μερικών από τούς καλύτερους διοικητές του στα ευρωπαϊκά εδάφη. Ο Ξυλέας, ο Μανουήλ Ραματάς και κάποιος Πουλάχας ήσαν μεταξύ εκείνων που προτίμησαν τον δύοντα από τον ανατέλλοντα ήλιο και πήγαν με το μέρος τού κατακτητή. Ο Ισαάκ Nέστογγος παρέδωσε την Αχρίδα στους Ηπειρώτες, οι οποίοι κατέλαβαν πολλές άλλες πόλεις και κάστρα.33 Ο δεσπότης Μιχαήλ έλεγχε πλέον το μεγαλύτερο μέρος τής Δυτικής Μακεδονίας. Ο ευέξαπτος αυτοκράτορας, που δυσπιστούσε πολύ εύκολα, φαινόταν να έχει λόγους να υποψιάζεται και σύμφωνα με τον Παχυμέρη διέταξε να συλληφθεί ξανά ο Μιχαήλ Παλαιολόγος και να οδηγηθεί στην αυλή τής Νικαίας.34
Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, έχοντας αντιδράσει στη νίκη των Ηπειρωτών με φόβο και αίσθημα απογοήτευσης, κατεύθυνε τώρα τον πατριάρχη Αρσένιο να θέσει το σύνολο τού δεσποτάτου τής Ηπείρου υπό αφορισμό. Ήταν αδικαιολόγητη κίνηση, που σχίσμα μόνο μπορούσε να προκαλέσει στον ελληνικό κόσμο και να οδηγήσει στη δημιουργία ανεξάρτητης Ορθόδοξης εκκλησίας στο δεσποτάτο. Θα ήταν πολύ ατυχής εξέλιξη για τη Νίκαια, η οποία είχε απαλλαγεί από μια τέτοια εκκλησιαστική και πολιτική αντιπαλότητα με την ήττα τού Θεόδωρου Δούκα στην Κλοκοτνίτσα. Αν ο Μιχαήλ τής Ηπείρου πετύχαινε ακόμη περισσότερο, τότε θα υιοθετούσε κατά πάσα πιθανότητα ανεξάρτητη εκκλησιαστική πορεία. Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να τον ωθήσουν προς την κατεύθυνση αυτή. Όμως με παρέμβαση τού Νικηφόρου Bλεμμύδη το διάταγμα αφορισμού αποσύρθηκε και το Πατριαρχείο γλύτωσε από τις πιθανές αρνητικές συνέπειες μιας δυστυχώς λανθασμένης πολιτικής.35
Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρις πέθανε τον Αύγουστο τού 1258 ύστερα από μακρά ασθένεια, που τον είχε οδηγήσει σε μετάνοια για το παρελθόν και αποδοχή τού μοναστικού σχήματος. Το σώμα του θάφτηκε στη μονή Σωσάνδρων στη Μαγνησία τής Λυδίας, εκεί όπου πριν από αυτόν είχε ταφεί ο Βατάτζης. Μία από τις κόρες του, η Ειρήνη, είχε μόλις παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Tιχ, τον νέο Βούλγαρο τσάρο. Μια άλλη, η Μαρία, είχε παντρευτεί τον Νικηφόρο, γιο τού Μιχαήλ Δούκα, αλλά η Μαρία ήταν επίσης ήδη νεκρή. Δύο άλλες κόρες, η Θεοδώρα και η Ευδοκία, ήσαν ακόμη ανύπαντρες. Ο μοναδικός γιος τού αυτοκράτορα, ο Ιωάννης Δ’, διαδέχθηκε τον πατέρα του όντας οκτώ μόλις ετών, αλλά με τούς όρους τής διαθήκης τού πατέρα του ο Ιωάννης τέθηκε υπό την κηδεμονία τού πρωτοβεστιαρίου Γεωργίου Μουζάλωνος, που έγινε αντιβασιλέας τής αυτοκρατορίας με πλήρεις αρμοδιότητες μέχρι την ενηλικίωση τού Ιωάννη. Μεταξύ άλλων, οι επικεφαλής των μελών τής αριστοκρατίας, πάντοτε σε αντίθεση με τον Θεόδωρο Λάσκαρι, είχαν ορκιστεί να τηρήσουν την πολιτική διαθήκη του και όταν πέθανε επανέλαβαν τούς όρκους τους. Όμως εννέα μέρες μετά τον θάνατο τού αυτοκράτορα και τρεις ημέρες μετά την ταφή του συγκεντρώθηκαν στη μονή Σωσάνδρων πολλοί ευγενείς, σε πολλούς από τούς οποίους ο Θεόδωρος είχε προκάλεσε άγρια πλήγματα. Ενώ ο Γεώργιος Mουζάλων παρακολουθούσε με δύο αδελφούς του στο μοναστήρι μια τελευταία επικήδεια λειτουργία για τον Θεόδωρο, όρμησε πάνω του μεγάλο πλήθος, που περιλάμβανε ευγενείς και Λατίνους μισθοφόρους. Με τη βοήθεια συνωμοτών από την παράταξη τού Μουζάλωνος σκότωσαν και τα τρία αδέρφια, τη στιγμή που ο πρωτοβεστιάριος Γεώργιος αγκάλιαζε την αγία τράπεζα τού ναού.36
Η δολοφονία τού Γεωργίου Mουζάλωνος έθεσε τέρμα στα σχέδια τού εκλιπόντος αυτοκράτορα Θεόδωρου για αντιβασιλεία μετά τον θάνατό του. Τώρα όλα τα μάτια ήσαν στραμμένα προς τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, λέει ο Aκροπολίτης, που αναφέρει ότι η εκκλησία, η σύγκλητος, καθώς και ο στρατός συγκατατέθηκαν να αναλάβει αυτός την εξουσία. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών τού 1258 ο Mιχαήλ πήρε γρήγορα στα χέρια του τα ηνία τής κυβέρνησης, πρώτα ως μεγάλος δούκας, στη συνέχεια ως δεσπότης και τέλος ως συν-αυτοκράτορας με τον νεαρό Ιωάννη Δ’, τα συμφέροντα τού οποίου ορκίστηκε ότι θα διατηρήσει, όπως τού ζήτησε ο πατριάρχης Αρσένιος.37
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, ύστερα από τις δύο επιτυχημένες βουλγαρικές εκστρατείες του (1255-1256), είχε δει προφανώς ότι δεν χρειαζόταν να προχωρήσει σε ακραίες παραχωρήσεις προς τον παπισμό προκειμένου να εξασφαλίσει την Κωνσταντινούπολη, τής οποίας η αδύναμη λατινική κυβέρνηση δεν φαινόταν σε καμία περίπτωση σε θέση να αντισταθεί στην κατάληψη τής πόλης από αυτόν, όταν ο ίδιος θα ξεκινούσε να την πάρει με τα όπλα. Βέβαια ο Θεόδωρος, όταν προετοιμαζόταν για τη δεύτερη βουλγαρική εκστρατεία, είχε κάνει ανοίγματα προς τον νέο πάπα Αλέξανδρο Δ’ να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις τού πατέρα του με τον Ιννοκέντιο και ο Αλέξανδρος είχε στείλει πρόθυμα τον Δομινικανό Κωνσταντίνο, επίσκοπο τού Oρβιέτο, ικανό διαχειριστή και λόγιο, να διαβουλευθεί με τον αυτοκράτορα, ο οποίος (όπως συνήθως πληροφορούμαστε) αρνήθηκε να τον δεχθεί και έδωσε εντολή στον ιστορικό Ακροπολίτη να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του, όταν είχε φτάσει στη Βέροια τής Μακεδονίας.38 Στην πραγματικότητα όμως τόσο ο αυτοκράτορας Θεόδωρος όσο και ο πατριάρχης Αρσένιος φαίνεται ότι υποδέχθηκαν τον Κωνσταντίνο και τα άλλα μέλη τής αποστολής του με πλήρεις τιμές. Ο Θεόδωρος ήταν τότε στη Θεσσαλονίκη (στα τέλη φθινοπώρου τού 1256). Βέβαια τίποτε δεν προέκυψε από αυτές ανεπίσημες προκαταρκτικές συζητήσεις (pourparlers). Τα προβλήματα δεν μπορούσαν να επιλυθούν. Η αποτυχία όμως δεν οφειλόταν, όπως συνήθως υποτίθεται (από παρανόηση τού κείμενου τού Ακροπολίτη), στην πλήρη άρνηση τού αυτοκράτορα να δεχθεί τον Κωνσταντίνο, πράγμα που θα αποτελούσε διπλωματική αγένεια χωρίς αιτιολόγηση, ούτε σκοπό.39 Υπήρχαν υποστηρικτές τής ένωσης των εκκλησιών τόσο στην αυλή τής Νικαίας όσο και στη ρωμαϊκή κούρτη. Η απόσυρση τού όρου «και εκ τού Υιού» (filioque), όπως ζητούσαν οι Έλληνες, δεν ήταν τόσο μεγάλο εμπόδιο, όσο ήταν η παράδοση σε αυτούς τής Κωνσταντινούπολης. Η οικογένεια των Κουρτεναί κατείχε τον λατινικό αυτοκρατορικό θρόνο με το δικαίωμα τής κατάκτησης. Τον είχαν αφαιρέσει από τούς σχισματικούς. Με ποια νομική βάση μπορούσε ο παπισμός να τούς στερήσει αυτόν τον θρόνο; Η επίσημη ένωση των εκκλησιών έπρεπε να περιμένει για επόμενη φορά και για άλλες συνθήκες.
Μετά τον θάνατο τού Θεοδώρου το 1258 και τον σταδιακό σφετερισμό τής αυτοκρατορικής εξουσίας από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ενώ ο Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου οργάνωνε μαζί με τον Μάνφρεντ τής Σικελίας και τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο τής Αχαΐας συνασπισμό στην Ελλάδα εναντίον τής Νικαίας, λέγεται ότι ο Παλαιολόγος είχε στείλει άλλη πρεσβεία στον Αλέξανδρο Δ’, αλλά ο πάπας μπορεί να είχε δει ότι δεν είχε νόημα να προσπαθεί να επωφεληθεί από τις δυσκολίες τής Νικαίας, θεωρώντας ίσως ότι ο πολιτικός καιροσκοπισμός δεν παρείχε την κατάλληλη βάση για τη θρησκευτική ένωση.40 Θα πρέπει τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας στο υπόβαθρο αυτής τής συμμαχίας. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος αντιμετώπισε τούς εχθρούς του χωρίς παπική βοήθεια και η επιτυχία του είχε τα πιο θλιβερά αποτελέσματα για τα φραγκικά κράτη στην Ελλάδα, όπου η κυρίαρχη φυσιογνωμία, καθώς και αυτός που υπέφερε περισσότερο από τα γεγονότα, ήταν ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος.
Ο πρίγκηπας Γουλιέλμος τής Αχαΐας υπήρξε ένας από τούς μεγαλύτερους στρατιώτες και τούς λιγότερο τυχερούς διπλωμάτες τής εποχής του. Μέχρι το 1255 η απόδοσή του φαινόταν ότι δικαιολογούσε την αυτοπεποίθησή του. Ήταν πλούσιος, το πριγκηπάτο του ευημερούσε, αλλά τώρα παρέμβαινε στις υποθέσεις τού Νεγκροπόντε και τού δουκάτου των Αθηνών και σύντομα θα μπλεκόταν στον ανταγωνισμό μεταξύ Ηπείρου και Νικαίας. Από αυτές τις παρεμβάσεις του επρόκειτο να υποστεί κακουχίες και ήττα.
O Σανούντο γράφει στην ιστορία τού βασιλείου τής Ρωμανίας:
«Εν μέσω αυτής τής ευημερίας, συνέβη ατυχία που τα διατάραξε όλα. Πέθανε η κυρία σύζυγος [η Καριντιάνα ντάλλε Κάρτσερι] ενός από τούς τριάρχες τού Nεγκροπόντε, η οποία ήταν κληρονόμος τής τριαρχίας τού πεθαμένου συζύγου της. Και επειδή, όπως λεγόταν, οι τρεις τριάρχες είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι αν κάποιος από αυτούς πέθαινε χωρίς κληρονόμους θα τον διαδέχονταν οι άλλοι δύο, ο κύριος Γουλιέλμος ντα Βερόνα και ο γαμπρός του Ναρζότο ντάλλε Κάρτσερι, δηλαδή οι άλλοι δύο τριάρχες, πίεζαν τώρα για την υπόθεσή τους τον άρχοντα των Ωρεών, λόγω τού θανάτου τής εν λόγω κυρίας. Εκείνοι που διεκδικούσαν τη διαδοχή στο «τρίτο» αυτό [κάποιος Λεόνε ντάλλε Κάρτσερι και τα παιδιά του] υπέβαλαν καταγγελία στον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, ο οποίος έσπευσε αμέσως … έστειλε να ειδοποιήσουν τούς δύο τριάρχες να έρθουν σε αυτόν και όταν ήρθαν τούς συνέλαβαν με εντολή του και τούς έβαλαν στη φυλακή.
Οι γυναίκες τους, δηλαδή η μιλαίδη Σιμόνα, σύζυγος τού κυρίου Γουλιέλμου και ανηψιά τού πρίγκηπα, και η μιλαίδη Φελίσα, κόρη τού Γουλιέλμου και σύζυγος τού κυρίου Nαρζότο, καθώς και πολλοί άλλοι ιππότες τού αίματός τους, πήγαν στον κύριο Πάολο Γκραντενίγκο, τότε τοπάρχη (βαΐλο) των Ενετών στο Νεγκροπόντε [1254-1256] με δάκρυα, ξεχτένιστα μαλλιά και νοικιασμένα ρούχα και τον ικέτευσαν να ρυθμίσει με σωστό τρόπο τη θλιβερή τους δυστυχία. Ο κύριος Πάολο παρακινημένος από συμπόνια συγκέντρωσε τούς Ενετούς του. Επιτέθηκαν με όπλα στην πόλη τού Nεγκροπόντε, την κατέλαβαν και την απελευθέρωσαν από τον ζυγό τού πρίγκηπα. … Όταν ο πρίγκηπας πληροφορήθηκε την απώλεια τού Νεγκροπόντε, έστειλε αμέσως εκεί τον λόρδο τής Καρύταινας [τον Γοδεφρείδο τού Μπριέλ (Geoffrey of Briel)] με μεγάλη δύναμη. Λεηλάτησε ολόκληρη την περιοχή τού νησιού και ανέκτησε τον τόπο, ενώ οι Ενετοί κατέφυγαν εδώ κι εκεί, όσο καλύτερα μπορούσαν και περνούσαν άσχημα.41
Η Καριντιάνα ντάλλε Κάρτσερι είχε στην κατοχή της το βόρειο «τρίτο» τής Ευβοίας (Νεγκροπόντε) με την καστρούπολη των Ωρεών. Εμφανίζεται στις σελίδες τής ιστορίας τής Φραγκοκρατίας μόνο τη μέρα που πέθανε, αφού ο θάνατός της προκάλεσε τον πόλεμο τής ευβοϊκής διαδοχής. Αν ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος φυλάκισε πραγματικά τούς συναδέλφους της τριάρχες, όπως αναφέρει ο Σανούντο, τότε αυτοί πρέπει να ανέκτησαν σύντομα την ελευθερία τους, αφού στις 14 Ιουνίου 1256 έκαναν σύμφωνο με τον Μάρκο Γκραντενίγκο, τον νέο βαΐλο τού Νεγκροπόντε (1256-1258). Με τον Γκραντενίγκο είχαν συναντηθεί πριν στη Θήβα, στον συνήθη τόπο διαμονής τού άρχοντα τής Αθήνας Γκυ Α’ ντε λα Ρος. Οι Ναρζότο ντάλλε Κάρτσερι και Γουλιέλμος ντα Βερόνα ανακήρυσσαν τώρα τούς εαυτούς τους «πιστούς συμμάχους» (fideles homines ligii) στο εξής και για πάντοτε τού δόγη και τής κοινότητας τής Βενετίας. Προφανώς απαρνούνταν την υποτέλειά τους στον πρίγκηπα τής Αχαΐας, ο οποίος είχε αποκτήσει την επικυριαρχία επί τού Νεγκροπόντε πριν μερικά χρόνια από τον αδύναμο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουΐνο Β’. Οι Ναρζότο και Γουλιέλμος συμφώνησαν ότι το παράκτιο φρούριο (castrum pontis) που έλεγχε τη «μαύρη γέφυρα» (negro ponte) η οποία συνέδεε την Εύβοια με την ηπειρωτική χώρα, έπρεπε να το κατέχουν οι Ενετοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να κάνουν με αυτό οτιδήποτε επέλεγαν. Οι τριάρχες παραχωρούσαν κάθε δικαίωμα τελωνειακών εσόδων (commercium) στους Ενετούς, οι οποίοι καταργούσαν τον ετήσιο φόρο υποτέλειας (ο Ναρζότο τουλάχιστον πλήρωνε ετησίως 700 υπέρπυρα), τον οποίον όφειλαν οι τριάρχες στη Δημοκρατία σύμφωνα με τούς όρους τής «παλαιάς συνθήκης». Οι ιδιοκτησίες και οι υπήκοοι των τριαρχών θα παρέμεναν ελεύθεροι «στην ίδια κατάσταση όπως ήσαν όταν επιδιώξαμε την κατοχή των Ωρεών». Στο ίδιο το Νεγκροπόντε οι Ενετοί απέκτησαν εκτεταμένες κτηματικές ιδιοκτησίες (iburgesiae), που εκτείνονταν από τον πορθμό και το κάστρο δίπλα στη γέφυρα σε όλη τη διαδρομή μέχρι την εκκλησία τής Παναγίας των Ασκητών τού Σταυρού και το σπίτι τού άρχοντα τής Καρύστου Όθωνα ντε Κικόν. Αν και οι τριάρχες διατηρούσαν δικαίωμα διέλευσης (via aperta) από τις δικές τους ιδιοκτησίες προς τη γέφυρα, ήταν αρκετά προφανές ότι (αν και όταν αυτό το σύμφωνο έμπαινε σε ισχύ) οι Ενετοί θα είχαν αποκτήσει τελικά μια εκτεταμένη και αληθινή συνοικία στο Νεγκροπόντε,42 ένα τμήμα τής Βενετίας στο εξωτερικό. Το σύμφωνο αυτό τελικά εγκρίθηκε και αποτέλεσε νέα εξέλιξη, η οποία προοριζόταν να έχει υψίστη σημασία για τούς Ενετούς, οι οποίοι το 1390 απέκτησαν επιτέλους κυριαρχία σε ολόκληρο το νησί, την οποία κράτησαν μέχρι το 1470, όταν ένα άλλο κεφάλαιο τής ιστορίας τους γράφτηκε στα γαλανά νερά τού Αιγαίου.
Οι Ναρζότο και Γουλιέλμος θα συνέχιζαν να στέλνουν στη Βενετία, κατά πάσα πιθανότητα κάθε χρόνο, τα τιμητικά χρυσοποίκιλτα μεταξωτά υφάσματα, ένα για τον δόγη και δύο άλλα για το ιερό τού δουκικού ναού τού Αγίου Μάρκου. Τρεις φορές τον χρόνο θα έψελναν τα εγκώμια (laudes) στον δόγη και τούς διαδόχους του ως μέρος τής λειτουργίας των Χριστουγέννων, τού Πάσχα, καθώς και τής γιορτής τού Αγίου Μάρκου,43 ενώ θα αναγνώριζαν ότι οι Ενετοί διέθεταν πλέον στο διηνεκές το δικαίωμα να ρυθμίζουν τα σταθμά, μέτρα και κλίμακες που έπρεπε να χρησιμοποιούνται σε ολόκληρο το νησί. Ο βαΐλος (bailie) των Ενετών είχε αποσπάσει και το τελευταίο πλεονέκτημα, ενώ ο Ναρζότο τουλάχιστον συμφώνησε να παράσχει κονδύλια αρκετά για την πληρωμή δύο εκκλησιαστικών επιδομάτων στον Άγιο Μάρκο. Θα εξασφαλίζονταν φυσικά τα πρόσωπα και οι περιουσίες όλων των Ενετών, που θα μπορούσαν «να έρχονται, να παραμένουν και να φεύγουν χωρίς επιβολή τελών». Τέλος οι Ναρζότο και Γουλιέλμος θα έβαζαν όλους τούς υποτελείς και υπηκόους να ορκιστούν ότι θα τηρούσαν αυτή τη συνθήκη:
«κι εμείς υποσχόμαστε ότι θα ξεκινήσουμε ζωηρό πόλεμο εναντίον τού πρίγκηπα τής Αχαΐας και των υποστηρικτών του, οι ίδιοι και οι κληρονόμοι μας στο διηνεκές [!] και ότι δεν θα κάνουμε ειρήνη με αυτόν ή αυτούς, ούτε ανακωχή, συμφωνία, συνθήκη ή οποιαδήποτε άλλη σύμβαση χωρίς άδεια και εντολή σας…»44
Οι Ενετοί ήσαν δραστήριοι στην Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα. Σε περιόδους κρίσης επιδίωκαν να εξασφαλίσουν κέρδη τού παρελθόντος, καθώς και να πετύχουν νέα. Ο πάπας Αλέξανδρος Δ’, ύστερα από αίτημα τού Ενετού πατριάρχη τού Γκράντο, επικύρωσε την πλήρη αρμοδιότητά του για όλες τις εκκλησίες σε κατεχόμενα από τούς Ενετούς εδάφη στη Ρωμανία, αλλά και στην ιταλική επαρχία τού Βένετο (στις 11 και 14 Ιουλίου 1256),45 δήλωση την οποία αναμφίβολα επιθυμούσε το ενετικό κράτος. Αλλά αν μπορούμε να πιστέψουμε τον χρονικογράφο-δόγη Αντρέα Ντάντολο, που έγραφε σχεδόν έναν αιώνα μετά από τα γεγονότα αυτά, καθώς προέκυψαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των Ενετών και τού πρίγκηπα τής Αχαΐας, ο πάπας Αλέξανδρος αναγνώρισε τον πιθανό κίνδυνο να κερδίσουν οι Έλληνες σε δύναμη έναντι των Λατίνων στη Ρωμανία. Προειδοποίησε λοιπόν τις δύο πλευρές ότι «στον ζήλο τους για την πίστη και ευλάβεια για τη ρωμαϊκή εκκλησία πρέπει να απέχουν από την επικίνδυνη πορεία που είχαν ξεκινήσει, έτσι ώστε να μη βρεθεί στη θέση να πάρει αυστηρότερα μέτρα εναντίον τους».46 Τα λόγια του δεν είχαν καμία επίδραση.
Στις 2 Οκτωβρίου 1256 ο δόγης Ρανιέρι Ζένο έδωσε στον βαΐλο Μάρκο Γκραντενίγκο πλήρη εξουσία να συνάπτει κάθε είδους συμφωνίες με τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα και τον Ναρζότο ντάλλε Κάρτσερι, προερχόμενον επίσης από τη Βερόνα, δηλαδή τούς κυρίους τού Νεγκροπόντε (dominatores in Nigroponte),47 ενώ στη συνέχεια στις 25 Ιανουαρίου οι δύο τριάρχες έστειλαν κι άλλα γράμματα, υποσχόμενοι να εξαπολύσουν σε συμμαχία με τούς Ενετούς «ζωηρό πόλεμο κατά τού πρίγκηπα τής Αχαΐας άρχοντα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου και των υποστηρικτών του» και να μην προχωρήσουν σε καμία περίπτωση σε ειρήνη ή ανακωχή με τον αντίπαλό τους, χωρίς την πλήρη συμφωνία τής Δημοκρατίας. Ο Γκραντενίγκο υποσχέθηκε ότι ο δόγης θα έβαζε τη δουκική σφραγίδα στο σύμφωνο και θα έβαζε όλους τούς διαδόχους του, όπως και τον βαΐλο, να ορκίζονταν στα ευαγγέλια ότι θα δεσμεύονταν από τούς όρους του.48
Σύμφωνα με τον Σανούντο ο βαΐλος Μάρκο Γκραντενίγκο ήρθε στην Ελλάδα με τρεις γαλέρες και ξεκίνησε πολιορκία δεκατριών μηνών τού Νεγκροπόντε. Όταν τελικά πήρε την πόλη, αυτό έγινε με τη βοήθεια των δύο επικεφαλής μελών τού οίκου ντε λα Ρος, τού Γκυ Α’, άρχοντα τής Αθήνας, που κατείχε και το Άργος και το Ναύπλιο ως υποτελής τού πρίγκηπα Γουλιέλμου, και τού Γουλιέλμου, τού μικρότερου αδελφού τού Γκυ, ο οποίος ήταν επίσης υποτελής τού πρίγκηπα για το μωραΐτικο φέουδό του τής Βελιγοστής. Ο Γκυ είχε πιθανώς ήδη προσχωρήσει στο πλευρό τής Βενετίας όταν ο Γκραντενίγκο έκανε το σύμφωνό του με τούς τριάρχες στα μέσα Ιουνίου 1256, ενώ ο Γουλιέλμος είχε πιθανότατα ακολουθήσει τον αδελφό του αμέσως μετά. Σύμφωνα με το Χρονικόν τού Μορέως, τόσο ο Θωμάς Β’ ντ’ Οτρεμενκούρ, άρχοντας των Σαλώνων (Άμφισσας), όσο και ο Ουμπερτίνο Παλλαβιτσίνι, ο μαρκήσιος τής Bουδονίτσας (Θερμοπυλών), εισήλθαν επίσης στον συνασπισμό που διαμορφώθηκε κατά τού Βιλλεαρδουΐνου.49
Παρά το γεγονός ότι κάποια στιγμή το ενετικό πεζικό, οπλισμένο με δόρατα, απέκρουσε επίθεση τού ιππικού τού πρίγκηπα στα χωράφια έξω από τα τείχη τού Νεγκροπόντε και έσωσε την πόλη από την ανακατάληψή της από μωραΐτικη δύναμη,50 ο πόλεμος δεν πήγαινε καλά για τις συμμαχικές δυνάμεις, ακόμη κι όταν ο ανδρείος Γοδεφρείδος τού Ουριέλ εγκατέλειψε τον πρίγκηπα και έσπευσε στο πλευρό τού Γκυ ντε λα Ρος, τού άρχοντα των Αθηνών, τού οποίου την κόρη είχε παντρευτεί. Αλλά οι Γενουάτες βοήθησαν τον πρίγκηπα Γουλιέλμο, ευτυχείς με την ευκαιρία να επιτεθούν στους Ενετούς, ενώ ο Όθων ντε Κικόν, ο άρχοντας τής Καρύστου, «συνέχισε στο πλευρό τού πρίγκηπα», λέει ο Σανούντο, «και η Κάρυστος απέκτησε έτσι μεγάλη φήμη». Ο πόλεμος επεκτάθηκε στον Μοριά και ήταν ζωηρός, όπως είχαν επιθυμήσει οι σύμμαχοι, αλλά στα τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου 1258 ο Γουλιέλμος νίκησε τον Γκυ ντε λα Ρος στο πέρασμα τού όρους Καρύδι,51 στον παλιό δρόμο από τα Μέγαρα προς τη Θήβα, απ’ όπου οι ηττημένοι βαρώνοι διέφυγαν τώρα προς το καταφύγιο τού κάστρου τής Καδμείας των Θηβών. Καθώς οι Γκυ ντε λα Ρος και Γοδεφρείδος τού Μπριέλ ξεκινούσαν τις επανορθώσεις προς τον οργισμένο πρίγκηπα, οι Ευβοιώτες σύμμαχοι επανεξέταζαν τη θέση τους. Στις 4 Αυγούστου 1258, σε συνάντηση στην ενετική αυλή τού Νεγκροπόντε, ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα και ο Ναρζότο ντάλλε Κάρτσερι, ύστερα από αίτημα τού νέου βαΐλου Ανδρέα Μπαρότσι, συμφώνησαν να κάνει ο δόγης συνετές έρευνες για ενδεχόμενους όρους ειρήνης με τον νικητή πρίγκηπα τής Αχαΐας.52
Η ήττα στο όρος Καρύδι πρέπει να υπήρξε σοβαρό τράνταγμα για τον Γουλιέλμο, τον αδελφό τού Γκυ ντε λα Ρος, τού οποίου η συνεχιζόμενη συμμόρφωση προς την ευβοϊκή υπόθεση αναμφίβολα ενισχύθηκε την 1 Σεπτεμβρίου 1258, όταν ο δόγης Ρανιέρι Ζένο επικύρωσε την επιχορήγηση την οποία είχε κάνει (τον Ιανουάριο τού 1257;) ο δραστήριος βαΐλος Mάρκο Γκραντενίγκο: «προς τον ευγενή Γουλιέλμο ντε λα Ρος παραχωρείται γη αξίας 1.000 υπερπύρων στο όνομά μας και στο όνομα τής κοινότητας τής Βενετίας ως φέουδο στον εν λόγω ευγενή». Η απόλαυση από τον Γουλιέλμο τού νέου φέουδού του, που φαίνεται ότι βρισκόταν κάπου στην περιοχή των Ωρεών, έπρεπε να περιμένει την τελική έκβαση τού πολέμου με τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο.53 Στην πραγματικότητα η σύγκρουση στο όρος Καρύδι είχε ουσιαστικά τερματίσει τον «πόλεμο τής ευβοϊκής διαδοχής» και κάποια στιγμή στους πρώτους μήνες τού 1259 ο δόγης εξουσιοδότησε τον νέο βαΐλο να διαπραγματευτεί ειρήνη «με τον επιφανή Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, πρίγκηπα τής Αχαΐας και μεγάλο αρχιοικονόμο τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας»,54 καθώς και με τον σύμμαχό του Λεόνε ντάλλε Κάρτσερι,55 ο οποίος φαίνεται στη συνέχεια να εξαφανίζεται από τα έγγραφα. Όμως, λόγω τής τραγωδίας που θα συνέβαινε σύντομα στον πρίγκηπα Γουλιέλμο, δεν θα υπήρχε ευκαιρία αποκατάστασης τής ειρήνης μέχρι το 1262, όταν οι τριάρχες επέστρεψαν στην υποταγή τους στο πριγκηπάτο τού Μορέως όπως «και την εποχή τής λαίδης Καριντιάνα» και η Βενετία διατήρησε μέρος τουλάχιστον των πλεονεκτημάτων που είχε αποκτήσει στο Nεγκροπόντε.56
Ο θάνατος τού αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρι και η διαδοχή ενός αγοριού στον θρόνο τής Νικαίας υπήρξαν ευπρόσδεκτα γεγονότα για τον δεσπότη Μιχαήλ Β’ Δούκα τής Ηπείρου, τού οποίου η φιλοδοξία άνοιγε φτερά, καθώς πίστευε ότι θα πετούσε προς τις ακτές τού Βοσπόρου. Ο Mιχαήλ Β’ είχε καταλάβει τα Βοδενά στις αρχές τού 1258 και κατείχε πια ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα δυτικά τού Βαρδάρη (Αξιού).57 Βρισκόταν σε εξαιρετική θέση για να ξεκινήσει επίθεση κατά τής Θεσσαλονίκης και (όπως σημειώνει ο Παχυμέρης) ο Μιχαήλ Β’ Δούκας έπαιρνε σίγουρα τον θείο του Θεόδωρο, κάποτε αυτοκράτορα Θεσσαλονίκης, ως πρότυπό του και μεθούσε με την αποφασιστικότητα να μιμηθεί ή ακόμη και να ξεπεράσει τις συνταρακτικές κατακτήσεις του.58 Όμως δεν είχαν πάει όλα όπως θα επιθυμούσε ο Μιχαήλ, γιατί αν και σημείωσε νίκες επί τής Νικαίας, αν και ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, επωάζοντας πάνω στις αποτυχίες που είχαν υποστεί οι δυνάμεις του, αφαίρεσε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο τη διοίκηση των στρατευμάτων στην Ελλάδα, τον ανακάλεσε και τον φυλάκισε, μια αναπάντεχη εξέλιξη στις δυτικές ακτές τού δεσπότη απειλούσε να τερματίσει την κατακτητική του σταδιοδρομία. Το 1257-1258 ο Μάνφρεντ, πρίγκηπας τού Τάραντα, που θα γινόταν σύντομα βασιλιάς Σικελίας και νότιας Ιταλίας (τον Αύγουστο τού 1258), φαίνεται ότι επωφελήθηκε από την πλήρη ενασχόληση τού Μιχαήλ με τον αγώνα εναντίον τής Νικαίας και άρπαξε μεγάλο μέρος τής αλβανικής-ηπειρωτικής ακτής από το Δυρράχιο μέχρι το Βεράτιον (Μπεράτ) στην ενδοχώρα, από εκεί μέχρι την Αυλώνα (Βλόρε) σε προστατευμένο μυχό τής Αδριατικής και νότια μέχρι το Βουθρωτό (Μπουτρίντο) απέναντι από το σημαντικό νησί τής Κέρκυρας, το οποίο κατέλαβε επίσης.59 Επρόκειτο για σοβαρό πλήγμα κατά τού «δεσποτάτου», αλλά ο Μιχαήλ με την αντοχή γεννημένου πολιτικού κατάφερε να ακολουθήσει την αρχή ότι ενώνεσαι με τον εχθρό όταν δεν μπορείς να τον νικήσεις. Πρόσφερε λοιπόν στον Μάνφρεντ σε γάμο την όμορφη νεαρή κόρη του Ελένη και προφανώς πρότεινε ως προίκα της τις πόλεις Δυρράχιο, Βεράτιο, Αυλώνα και Bουθρωτό, την περιοχή Σφεναρίτζα στις εκβολές τού ποταμού Βογιούσα (Αώου) και το νησί τής Κέρκυρας, που ήσαν όλα απολύτως αποδεκτά από τον Μάνφρεντ, τού οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει τον Ιανουάριο τού 1258 και ο οποίος κατείχε ήδη εκείνα τα μέρη, τα οποία τώρα ανέθετε στον τολμηρό του ναύαρχο Φιλίπ Σινάρ, Φράγκο Κύπριο, τον οποίο τοποθέτησε στο νησί τής Κέρκυρας.60 Λέγεται ότι ο Σινάρ είχε σταλεί τον Ιούνιο τού 1258 με μεγάλο στόλο «στη Ρωμανία … και στην επαρχία τής Μακεδονίας», για να ενισχύσει τον Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου εναντίον τής Nικαίας.61 Ένα περίπου χρόνο αργότερα λέγεται ότι ο Μάνφρεντ υποδέχθηκε την Ελένη με κάθε επισημότητα στο Tράνι (στις 2 Ιουνίου 1259),62 όταν ο Mιχαήλ χρειαζόταν απελπισμένα ισχυρό σύμμαχο, όπως άλλωστε θα αποδείκνυαν και τα γεγονότα. Όμως στο μεταξύ έπαιζε εναντίον τής Νικαίας όλες τις πιθανότητές του και μπορεί να είχε σκεφτεί ότι η τιμή δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη για ένα τέτοιο γαμπρό. Κάποια μέρα ένας εγγονός του μπορεί να καταλάμβανε τον θρόνο τής Σικελίας και τής νότιας Ιταλίας. Επίσης ίσως με κάποιο τρόπο κάποτε θα μπορούσε να ανακτήσει τις κτήσεις, τις οποίες είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει. Για τον Μάνφρεντ, από την άλλη πλευρά, η απόκτηση τού αυτοκρατορικού στέμματος τής Κωνσταντινούπολης από τον πεθερό του σε βάρος τού Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουΐνου Β’, τον οποίο στήριζε ο παπισμός, αποτελούσε αναμφίβολα ιδιαίτερα επιθυμητή κατάληξη, ιδιαίτερα αν συνοδευόταν από την επέκταση των δικών του νοτιο-Ιταλικών εδαφών μέχρι τις ανατολικές ακτές τής Αδριατικής. Καθώς ο Μιχαήλ Β’ Δούκας θα κινούνταν προς τα ανατολικά, το ίδιο θα έκανε και ο Μάνφρεντ, ο οποίος έκοβε τώρα νομίσματα με την επιγραφή «Μανφρέδος Βασιλεύς Σικελίας … και Κύριος Ρωμανίας» (Manfridus R. Siciliae … et Dominus Romaniae).63
Στο μεταξύ ο δεσπότης Μιχαήλ Β’ Δούκας είχε ήδη εξασφαλίσει κι άλλο ισχυρό σύμμαχο, κάποιον πιο στενά συνδεδεμένο με τις υποθέσεις τής Ελλάδας, παντρεύοντας μια άλλη κόρη του, την Άννα, με τον πρίγκηπα τής Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο. Αυτός ο γάμος σύντομα έμπλεξε τον Γουλιέλμο σε άλλο πόλεμο, δεσμεύοντάς τον αυτή τη φορά στην σφοδρή διαμάχη Ηπείρου και Νικαίας, αλλά, πολύ δικαιολογημένα, βρήκε την πρόταση τού δεσπότη Μιχαήλ πολύ ελκυστική και δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Στον Γουλιέλμο προτάθηκε και έγινε αποδεκτή προίκα 60.000 υπερπύρων καθώς και ακριβά δώρα,64 μαζί με την πόλη-κάστρο τής Λικονίας (σήμερα Λεχώνια Μαγνησίας) και άλλα εδάφη στη νότια Θεσσαλία.65 Η Λικονία, που βρισκόταν νοτιοανατολικά τής Δημητριάδος στον κόλπο τού Βόλου, ήταν πολύτιμη στον Γουλιέλμο λόγω τής εγγύτητάς της προς το βόρειο Eυβοϊκό «τρίτο» των Ωρεών, επί τού οποίου ο ίδιος διεκδικούσε φυσικά το φεουδαρχικό δικαίωμα τής επικυριαρχίας. Η ίδια η Λικονία αποτελούσε σημαντική τοποθεσία, αφού μόλις είκοσι χρόνια πριν η αξία της είχε εκτιμηθεί σε 10.000 υπέρπυρα ετησίως, σε αγωγή που εκδικάστηκε από την παπική κούρτη.66 Δεν καθυστέρησαν οι ετοιμασίες τού γάμου, που έγινε στην Πάτρα στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1258. Ο Γουλιέλμος πρέπει να ήταν ευχαριστημένος, αφού σύμφωνα με το δημοφιλές ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως που αποδίδεται στον Δωρόθεο, τον αρχιεπίσκοπο Μονεμβασίας κατά τον 17ο αιώνα, η Άννα ήταν τόσο αξιαγάπητη όσο και η αδελφή της, «ὡς δευτέρα Ἑλένη τοῦ Μενελάου».67 Η Άννα, όπως αναμενόταν, εγκαταστάθηκε στο νέο κάστρο στην απότομη πλαγιά τού Μυστρά, κοντά στην αρχαία Σπάρτη και τις όχθες τού Ευρώτα, εκεί όπου η πρώτη Ελένη είχε ζήσει πριν από αυτήν. Μετά τον γάμο της η Άννα πήρε το όνομα Αγνή και όπως και η αδελφή της υπήρξε μάρτυρας μεγάλων γεγονότων.
Σύμφωνα με την αλλοιωμένη περιγραφή στο Χρονικόν τού Μορέως, ο Μιχαήλ Β’ Δούκας και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος συναντήθηκαν σε εορταστική συνέλευση στην Πάτρα τον Δεκέμβριο τού 1258, για να προγραμματίσουν την εκστρατεία που θα έδιωχνε τούς ανθρώπους τής αυτοκρατορίας τής Νικαίας από την Ελλάδα και τη Μακεδονία. Μετά την αναμενόμενη νίκη ο Μιχαήλ θα αναλάμβανε τη Θεσσαλία (Βλαχία), ή τουλάχιστον έτσι λεγόταν, ενώ ο Γουλιέλμος θα αναβίωνε το πάλαι ποτέ λατινικό βασίλειο τής Θεσσαλονίκης.68 Ο Μιχαήλ Β’ Δούκας επιστρέφοντας στην πατρίδα του ενημέρωσε τον βασιλιά Μάνφρεντ για τα σχέδια που είχαν γίνει και ζήτησε τη βοήθειά του για την πραγματοποίησή τους. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος εξέδωσε ειδοποίηση φεουδαρχικής εισφοράς των υποτελών του, δηλαδή τού Όθωνα ντε λα Ρος, βαΐλου τού αθηναϊκού δουκάτου (1258-1260) κατά την απουσία τού μεγαλύτερου αδελφού του Γκυ στη Γαλλία, των τριαρχών τού Νεγκροπόντε, τού δούκα Άντζελο Σανούντο τού Αρχιπελάγους (Νάξος), τού μαρκησίου Ουμπερτίνο Παλλαβιτσίνι τής Bουδονίτσας και των βαρώνων και ιπποτών τής Μεγαρίδας.69 Θα έπρεπε να είναι όλοι έτοιμοι νωρίς την άνοιξη, για να ριχτούν στη μάχη μαζί με τον Γουλιέλμο εναντίον τής Νικαίας (pour chevauchier contre ses anemis avec lui).
Ο σχηματισμός τής συμμαχίας ήταν γνωστός στην Κωνσταντινούπολη και στη Νίκαια, όπου ο Λατίνος και ο Έλληνας ηγεμόνας αντίστοιχα προσπαθούσαν να αξιολογήσουν καθένας τις πιθανές επιπτώσεις επί τού κράτους του. Αν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο, το ίδιο συνέβαινε και με τον Λατίνο αυτοκράτορα Bαλδουΐνο. Η φιλοδοξία τού Μιχαήλ τής Ηπείρου να κυβερνήσει στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν κρυφή, ενώ ο σύμμαχός του Mάφρεντ είχε κληρονομήσει την εχθρότητα τού πατέρα του Φρειδερίκου Β’ προς τη Λατινική αυτοκρατορία, καθώς και τον ανταγωνισμό του με τον παπισμό, τον κύριο υποστηρικτή τού Βαλδουΐνου στην Ευρώπη. Αν ο συνασπισμός κατόρθωνε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός για την Κωνσταντινούπολη, την οποία ο Mιχαήλ τής Ηπείρου και οι δυνάμεις τού Mάνφρεντ θα μπορούσαν κάλλιστα να θέσουν υπό πολιορκία, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσουν σε απόσταση τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Αν λοιπόν μπορούσαν να φθάσουν έτσι στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ Η’ θα έκανε πιθανώς τον Βόσπορο πρώτη γραμμή άμυνάς του για την υπεράσπιση τής Νικαίας. Ο Βαλδουΐνος ίσως είχε επίσης μεγάλες ελπίδες, όπως και ο Μιχαήλ Η’, ότι ο συνασπισμός θα διαλυόταν, αλλά ο Βαλδουΐνος αποτελούσε αμελητέο μέγεθος, αφού δεν διέθετε τίποτε εκτός από την πρωτεύουσά του. Ο Βιλλεαρδουΐνος είχε υπάρξει παραδοσιακά νομιμόφρων προς τη Λατινική αυτοκρατορία. Ο συνασπισμός λοιπόν είχε φυσικά, σχηματιστεί κυρίως εναντίον τής Νικαίας. Έτσι ο Βαλδουΐνος και οι Λατίνοι βαρώνοι στην Κωνσταντινούπολη αποφάσισαν να ψαρέψουν στα θολά νερά. Ήταν κατανοητό ότι μπορούσαν να κερδίσουν κάτι. Ήταν βέβαιο ότι λίγα είχαν να χάσουν. Αποφάσισαν λοιπόν να στείλουν πρεσβεία στον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο.
Αν μπορούμε να δεχθούμε την περιγραφή τού Ακροπολίτη, ο Μιχαήλ υποδέχθηκε τούς απεσταλμένους με ευγένεια αλλά διασκεδάζοντας προφανώς και απορρίπτοντας τα διαδοχικά αιτήματά τους. Αρχικά ζήτησαν να εκχωρήσει η κυβέρνηση τής Νικαίας στο λατινικό καθεστώς τής Κωνσταντινούπολης την πόλη τής Θεσσαλονίκης και όλα τα εδάφη ανατολικά από αυτήν μέχρι τον Βόσπορο. Όταν ο Μιχαήλ αρνήθηκε, τότε ζήτησαν τις Σέρρες και τα εδάφη ανατολικά από αυτές παίρνοντας πάλι αρνητική απάντηση. «Οι απεσταλμένοι πηδούσαν εύκολα από τόπο σε τόπο», λέει ο Ακροπολίτης, «και δεδομένου ότι δεν είχαν τίποτε, αν έπαιρναν κάτι θα μπορούσαν να το θεωρήσουν ως κέρδος». Ύστερα ζήτησαν την επικράτεια από το Βολερόν (τη σημερινή περιοχή Κομοτηνής και Ξάνθης) μέχρι την Κωνσταντινούπολη, την οποία ο Mιχαήλ αρνήθηκε ευγενικά. «Τι θα μάς δώσετε λοιπόν;», ρώτησαν οι Λατίνοι τον Mιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, ο οποίος απάντησε: «Δεν θα σάς δώσω τίποτε». Πρόσφερε όμως ειρήνη και πρόσθεσε: «Θέλω οι Λατίνοι στην Κωνσταντινούπολη να καταβάλουν στην αυτοκρατορία των Ρωμιών τα μισά από τα έσοδά τους από τελωνειακούς δασμούς και το ίδιο ποσοστό σε χρυσό από τα άλλα έσοδά τους. Αν υπόσχεστε ότι θα μού τα αποδίδετε αυτά, τότε είμαι έτοιμος για ειρήνη. Διαφορετικά θα έχουμε πόλεμο…». Η λατινική πρεσβεία δεν πέτυχε τίποτε και οι απεσταλμένοι γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη,70 ορισμένοι από αυτούς ενθυμούμενοι ίσως την παροιμία ότι «θα δοθεί σε όποιον έχει, αλλά από εκείνον που δεν έχει, θα αφαιρεθεί ακόμη κι αυτό που δεν έχει».
Ο ίδιος ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έστειλε πρεσβεία στον δεσπότη Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου υπό τον Θεόδωρο Φιλή, έναν από τούς πολλούς ευγενείς τούς οποίους είχε τυφλώσει ο εκλιπών Θεόδωρος Λάσκαρις. Ο τόνος των συμβουλών τού Φιλή ήταν συμβιβαστικός, αφού ο Μιχαήλ Η’ ήθελε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση τού Κωνσταντίνου Χαβάρωνα και τού Γεωργίου Ακροπολίτη και να πετύχει ειρηνική διευθέτηση με τον δεσπότη, ο οποίος όμως υποδέχθηκε τον απεσταλμένο με αγενή τρόπο, εμπιστευόμενος προφανώς το μέλλον του στη δύναμη τού Μάνφρεντ, τού νέου γαμπρού του. Ο Μιχαήλ Η’ έστειλε επίσης τον αυτοκρατορικό γραμματέα (τόν ἐπί τοῦ κανικλείου) Νικηφόρο Aλυάτη στον βασιλιά Mάνφρεντ, ο οποίος τον συνέλαβε και τον κρατούσε για δύο σχεδόν χρόνια, ενώ ένας τρίτος απεσταλμένος στάλθηκε στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο τής Αχαΐας. Με τον Μάνφρεντ και τον Γουλιέλμο δεν έπρεπε πια να ασχολείται περισσότερο απ’ όσο με τον φιλόδοξο πεθερό τους.71 Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έστειλε και τέταρτη πρεσβεία, αυτή τη φορά στον πάπα Αλέξανδρο Δ’, δήθεν για να συζητήσει την ένωση των Εκκλησιών, αλλά αναμφίβολα για να εξασφαλίσει την παπική καταδίκη τής τριπλής συμμαχίας και να εμποδίσει την προβλεπόμενη κίνηση των συμμάχων εναντίον τής Νικαίας.72 Όλες οι προσπάθειες τού Μιχαήλ Η’ υπήρξαν μάταιες. Τώρα δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση πέρα από τον πόλεμο εναντίον των δυτικών συμμάχων, που επιθυμούσαν να τού αφαιρέσουν τα εδάφη του στην Ευρώπη και ίσως να προσπαθήσουν να τού στερήσουν τον θρόνο.