<-Πρόλογος τού συγγραφέα | 2. Tο απόγειο τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης υπό τον Ερρίκο τής Φλάνδρας (1206-1216)-> |
1
O Iννοκέντιος Γ’, η 4η Σταυροφορία και η δημιουργία των λατινικών κρατών στην Ελλάδα
![]() |
![]() |
Η ιστορία επιδιώκει να διατηρήσει κάποια καταγραφή τού παρελθόντος που καταστρέφεται από τον χρόνο. Όμως οι πηγές για τις σταυροφορίες παραμένουν αρκετά πλούσιες, ιδιαίτερα εκείνες για την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη 4η Σταυροφορία. Λίγα κινήματα έχουν προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και διαφωνίες απ’ όσο οι σταυροφορίες, οι αιτίες των οποίων σίγουρα εντοπίζονται ευκολότερα από τις συνέπειες. Το θρησκευτικό κίνητρο υπήρξε πάντοτε ισχυρό. Εξίσου ισχυρές ήσαν και οι φιλοδοξίες των ακτημόνων υστερότοκων γιων. Σημαντικά ζητήματα ήσαν επίσης η απαλλαγή των σταυροφόρων από δικαστικές αγωγές, η παύση πληρωμής τόκων επί των χρεών τους, καθώς και η απαλλαγή τους από διάφορους φόρους και δασμούς. Η ευσέβεια, η παράδοση τού προσκυνήματος και η υπόσχεση άφεσης αμαρτιών ενισχύονταν από την προοπτική τού κέρδους και από την αγάπη τής περιπέτειας. Η οργή των χριστιανών αφυπνιζόταν από ζοφερές ιστορίες για ερημώσεις εδαφών των Ανατολικών χριστιανών από τούς Τούρκους, για βασανισμούς προσκυνητών και για βεβηλώσεις ιερών χώρων και βωμών. Ορισμένες από αυτές τις ιστορίες ήσαν αληθινές.
Η Σταυροφορία συμπεριέλαβε τον πόλεμο κατά των μουσουλμάνων στην Ισπανία και τη Σικελία και είχε ως υπόβαθρο την αύξηση τού πληθυσμού, την επιθυμία των πολεμοχαρών ευγενών να επιδείξουν την ανδρεία τους απέναντι στους απίστους, τη θρησκευτικότητα των μαζών που άρχιζαν να αρθρώνονται ολοένα περισσότερο, την ευλάβεια για την Ιερουσαλήμ ως μακρινή αλλά εφικτή ουράνια πόλη και το ιταλικό ενδιαφέρον για την εγκαθίδρυση εμπορικών κέντρων στην Ανατολή. Οι πρώτες σταυροφορίες αποτελούσαν εν μέρει τη στρατιωτική έκφραση τού Γρηγοριανού και μεταγενέστερων μεταρρυθμιστικών κινημάτων στη Δυτική εκκλησία. Καθώς αποδυναμωνόταν η ορμή προς την κατεύθυνση τής μεταρρύθμισης, η σταυροφορία γινόταν κάτι συμβατικό, η ανταπόκριση στην έκκλησή της μειωνόταν και η δύναμή της είχε σε κάποιο βαθμό εξαντληθεί. Αλλά όπως ο πάπας Ούρμπαν Β’ είχε κηρύξει την 1η Σταυροφορία και οι διάδοχοί του κήρυξαν μεταγενέστερες, έτσι οι πάπες, πράγμα ευνόητο, προσπαθούσαν για αιώνες να κρατήσουν ζωντανό αυτόν τον μηχανισμό δικής τους κατασκευής, γιατί αυτός παρέμενε πάντοτε η μόνη απάντηση που μπορούσαν να βρουν στο ονομαζόμενο ανατολικό ζήτημα. Για έξι περίπου αιώνες, από τον Βοημούνδο μέχρι τον Ιωάννη Σομπιέσκι, οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν τον αγώνα των χριστιανών κατά τού Ισλάμ με όρους Σταυροφορίας, πράγμα που αποδείκνυε την παπική κυριαρχία στα μυαλά των ανθρώπων. Όταν οι Προτεστάντες μεταρρυθμιστές πολέμησαν εναντίον αυτής τής κυριαρχίας, η Σταυροφορία μετατράπηκε σε αποκλειστική ευθύνη των Καθολικών. Έτσι κι αλλιώς πάντοτε ευθύνη των Καθολικών ήταν.
Θεωρούμε συνήθως τις ύστερες σταυροφορίες ως κοινωνικούς αναχρονισμούς: οι καιροί είχαν αλλάξει, αλλά ο παπισμός δεν είχε αλλάξει μαζί τους. Ωστόσο, είναι άραγε αυτή η εκτίμηση σωστή ή δίκαιη; Γεγονός είναι ότι ο παπισμός, αν και αργά, έχει πάντοτε καταφέρει να αλλάζει με τον καιρό. Η ναυμαχία τού Λεπάντο (Ναυπάκτου) δεν ήταν μόνο σταυροφορία. Ήταν επίσης πετυχημένη σταυροφορία. Το ανατολικό ζήτημα άλλαζε από περίοδο σε περίοδο. Ο Ιννοκέντιος Γ’ και οι άμεσοι διάδοχοί του είδαν αναμφισβήτητα την 4η Σταυροφορία κατά κύριο λόγο από θρησκευτική σκοπιά και ένιωσαν τεράστια ικανοποίηση με την προοπτική τής άρσης τού μακροχρόνιου σχίσματος μέσω κατάκτησης. Έλπιζαν ότι η καταστροφή τού βυζαντινού κράτους θα οδηγούσε τελικά τούς Έλληνες στην αναγνώριση των παπικών πρωτείων στη χριστιανοσύνη. Προβλήματα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης είχαν υπάρξει για αιώνες πριν το Κηρουλάριο σχίσμα τού 1054. Ιδιαίτερα ο βυζαντινός αυτοκρατορικός ισχυρισμός παγκόσμιας κοσμικής κυριαρχίας (τον οποίον αμφισβήτησαν οι πάπες στέφοντας αυτοκράτορες τον Καρλομάγνο το 800 και τον Όθωνα Α’ το 962), καθώς και ο παπικός ισχυρισμός παγκόσμιας πνευματικής αυθεντίας (τον οποίον αμφισβήτησε ο Φώτιος την εποχή τής Iγνάτειας διαμάχης) είχαν οδηγήσει στη διαίρεση τής χριστιανοσύνης σε ελληνική Ανατολή και λατινική Δύση. Δύο αυτοκρατορίες, δύο επίγειες θρησκευτικές βασιλείες (Haec duo imperia, haec duo sacerdotia). Όμως τις ελπίδες τού Ιννοκέντιου για την ένωση τής εκκλησίας ακολούθησε σύντομα η αποθάρρυνση, ενώ από τα μέσα τού 13ου αιώνα, όταν η επανακυριαρχία των Ελλήνων επί τής Κωνσταντινούπολης φαινόταν ως ο πιθανότερος τρόπος τερματισμού τού σχίσματος, οι πάπες ήσαν προφανώς έτοιμοι να χοροστατήσουν στην επικήδεια τελετή τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, την οποία είχαν ιδρύσει οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας. Οι πάπες τώρα σκέφτονταν να αποδώσουν την Κωνσταντινούπολη στους Έλληνες αυτοκράτορες τής Νικαίας ως αντάλλαγμα για την ένωση των Εκκλησιών και την αναγνώριση τής πρωτοκαθεδρίας τής Ρώμης. Ήταν όμως δύσκολο να θυσιάσουν τη μεγάλη επιτυχία τής 4ης Σταυροφορίας.
Στις 13 Νοεμβρίου 1204 ο Ιννοκέντιος Γ’ είχε γράψει στους Καθολικούς κληρικούς στην Ανατολή, ότι η μεταβίβαση τής αυτοκρατορικής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη από τούς Έλληνες στους Λατίνους υπήρξε «έργο Κυρίου και θαυμαστό στα μάτια μας».1 Οι λέξεις του ήσαν αυτές τού ψαλμού (118: 23), «παρὰ κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστιν θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν» και αντικατόπτριζαν σαφώς την έκπληξη που ένιωσε η Ευρώπη για το θαυμαστό επίτευγμα τής 4ης Σταυροφορίας. Ο θαυμασμός αυτός δεν σταμάτησε ποτέ και υπήρχε πάντοτε διαφωνία στην παπική κούρτη (Κουρία Ρομάνα) όταν τα ουράνια μυαλά, που προσδιόριζαν την παπική πολιτική, συζητούσαν το θέμα τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης. Οι Ενετοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν για χάρη τής ένωσης των Εκκλησιών την πλεονεκτική θέση που είχαν αποκτήσει στον Βόσπορο, ενώ ο κλονισμός που προκάλεσε το 1261 η ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τούς Έλληνες ήταν τέτοιος, ώστε οι πάπες οδηγήθηκαν αμέσως στην εξαγγελία σταυροφορίας για την αποκατάσταση τής Λατινικής αυτοκρατορίας στο προηγούμενο καθεστώς της, κάτω από καλούς Λατίνους Καθολικούς όπως οι οικογένειες των Κουρτεναί-Ανδεγαυών και κάτω από τούς εμπόρους τής Βενετίας. Με τον καιρό οι Ενετοί έπρεπε να συμφιλιωθούν με την απώλειά τους και οι παπικές προσπάθειες τελικά εξαντλήθηκαν στην εξασφάλιση τής ένωσης των Εκκλησιών, ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια προς τούς Έλληνες στην άμυνά τους εναντίον των Τούρκων.
Μετά το 1453 βασικό ζήτημα υπήρξε πάντοτε η ανάσχεση τής οθωμανικής προέλασης προς τα δυτικά, ώστε να διατηρηθεί η ίδια η ύπαρξη τού χριστιανισμού, ακόμη και τού Ορθόδοξου χριστιανισμού, στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα και στα ταλαιπωρούμενα νησιά τού Αιγαίου. Όμως η Σταυροφορία μετατρεπόταν σε κάτι περισσότερο από τρόπο επίλυσης τού τουρκικού προβλήματος και βεβαίως κατά την υπό εξέταση περίοδο οι πάπες ανησυχούσαν για την Ιταλία. Οι πάπες έθεταν κατά κανόνα την Ιταλία πρώτη στο μυαλό και την καρδιά τους. Έτσι κι αλλιώς, ύστερα από την περίοδο τής Αβινιόν οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν Ιταλοί και ζούσαν στην Ιταλία. Όπως είχε πει ο Αινείας Σύλβιος (αργότερα πάπας Πίος Β’) στον καρδινάλιο Τζοβάνι Καστιλιόνε στο κογκλάβιο τού Αυγούστου 1458, «Άραγε τι είναι η Ιταλία μας χωρίς τον επίσκοπο τής Ρώμης; Χάσαμε την αυτοκρατορία, αλλά έχουμε ακόμη την αποστολική έδρα…»2
Στην ιταλική πολιτική, τουλάχιστον από τις αρχές τού 16ου αιώνα, η Σταυροφορία μετατράπηκε σε ιδιαίτερο στοιχείο τής παπικής πολιτικής. Αφού η παπική κούρτη κατά κανόνα δεν μπορούσε να εκτρέψει αλλού τούς ανταγωνιζόμενους οίκους των Βαλώνων και των Αψβούργων, που έδιναν τις μάχες τους σε ιταλικό έδαφος, ήταν προφανώς επιθυμητό για τούς πάπες να παροτρύνουν σε σταυροφορία τούς Γάλλους, Ισπανούς και Γερμανούς άρχοντες, των οποίων οι δυνάμεις θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη απασχόληση πολεμώντας εναντίον τού μωαμεθανού απίστου, τού ονομαστικού εχθρού (hostis nominis) τής χριστιανοσύνης και όχι αλώνοντας ιταλικές πόλεις και μαστίζοντας την ιταλική ύπαιθρο.
Οι τρεις πρώτες σταυροφορίες και οι δύο άτυχες εκστρατείες τού Αγίου Λουδοβίκου (του βασιλιά Λουδοβίκου Θ’ τής Γαλλίας) έχουν επί αιώνες προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ακόμη προκαλούν ενδιαφέρον; Οι ραδιούργοι απατεώνες και οι τυχοδιώκτες μισθοφόροι τής 4ης Σταυροφορίας συνήθως αντιμετωπίζονται ακόμη και με όνειδος, γιατί οι διάφορες κινήσεις και μηχανορραφίες τούς δεν παρεμποδίστηκαν ιδιαίτερα από τούς ιδεαλιστές που υπήρχαν ανάμεσά τους. Όμως οι άνθρωποι έχουν συχνά αφήσει το αποτύπωμά τούς στους μεταγενέστερους όχι σε αναλογία με την αξία των κινήτρων τους, ενώ τα αναγνωρίσιμα αποτελέσματα τής 4ης Σταυροφορίας είχαν μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τέτοια επιχείρηση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η πτώση τής Άκρας το 1291 οδήγησε σε τέλος τις σταυροφορίες στη Συρία και την Παλαιστίνη. Βέβαια οι σταυροφόροι θα λεηλατούσαν την Αλεξάνδρεια το 1365, αλλά αν και μεγάλο μέρος τής σταυροφορικής προπαγάνδας στρεφόταν κατά των Μαμελούκων τής Αιγύπτου, βασικοί εχθροί τής Λατινικής χριστιανοσύνης στην Ανατολή ήσαν οι Τούρκοι των εμιράτων τής Ανατολίας και (ύστερα από αυτούς) οι Οθωμανοί. Με εξαίρεση τα γεγονότα τού 1365 δεν θα υπάρχει εξέχουσα θέση για τούς Μαμελούκους στα πλαίσια τής παρούσας περιγραφής. Με το πέρασμα κάθε δεκαετίας ύστερα από την πρώτη μεγάλη επίδειξη δύναμης των Οθωμανών στη Βιθυνία το 1301-1302,3 την οποία ακολούθησε σύντομα η άλωση τής Τενέδου, τής Χίου, τής Σάμου, τής Καρπάθου, ακόμη και τής Ρόδου από διάφορους Τούρκους πειρατές το 1303,4 οι Ευρωπαίοι καθώς και οι Βυζαντινοί έκλειναν τα μάτια τους μπροστά στον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο τουρκικής επέκτασης πέρα από τα όρια τής Μικράς Ασίας. Αν και οι Οθωμανοί στράφηκαν ενδεχομένως κατά των Περσών και (όταν θα ερχόταν ο καιρός) κατά των Μαμελούκων στην Αίγυπτο, κινήθηκαν επίσης δυτικά κατά τής χριστιανοσύνης, σε περιοχές συγχυσμένες από γενιές ελληνο-λατινικής και ελληνο-σλαβικής εχθρότητας, μεγάλο μέρος τής οποίας είχαν προκαλέσει τα γεγονότα πριν και μετά την 4η Σταυροφορία, που αποτελεί το σημείο αφετηρίας μας.5
Τα τέλη τού 12ου αιώνα υπήρξαν εποχή βίαιων αλλαγών και ζυμώσεων στα Βαλκάνια. Οι Σέρβοι εγκαθίδρυαν κράτος, το οποίο ενάμιση αιώνα αργότερα ο δραστήριος Στέφανος Ντούσαν θα ανύψωνε σε θέση μεγάλης ισχύος, ενώ και οι Βούλγαροι ξεκινούσαν την ιστορία τής δεύτερης βουλγαρικής αυτοκρατορίας, που θα αποδεικνυόταν τρομερός εχθρός για τη νέα Λατινική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης και η οποία, στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάκτηση, θα εξαντλούσε τις δυνάμεις των σταυροφόρων τής 4ης Σταυροφορίας στον Βόσπορο. Προμήνυμα των πραγμάτων που έρχονταν τώρα ήταν ήδη ένα λατινικό κράτος στα Ιόνια ελληνικά νησιά τής Κεφαλονιάς και τής Ζακύνθου, όπου ο νεαρός Ματθαίος Ορσίνι από την Απουλία είχε συστήσει κομητεία, που θα επιβίωνε για μεγάλο διάστημα και θα διαδραμάτιζε κύριο ρόλο στην ιστορία τής Λατινικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Ο Oρσίνι είχε παντρευτεί την κόρη τού επιφανούς ναυάρχου Μαργκαριτόνε τού Μπρίντιζι, που είχε κυβερνήσει τα νησιά υπό την επικυριαρχία τής Σικελίας από την εποχή τής εκστρατείας τού Γουλιέλμου Β’ κατά τής Ελλάδας το 1185, εκστρατείας που είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή κατάληψη τού Δυρραχίου και την τραγική άλωση τής Θεσσαλονίκης. Οι Λατίνοι δεν ήσαν άγνωστοι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ούτε η αυτοκρατορία ήταν άγνωστη σε αυτούς. Υπό τούς Κομνηνούς πολλοί πολεμιστές από τη Δύση είχαν αναζητήσει και βρει την τύχη τους σε εδάφη κυβερνώμενα από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι Λατίνοι γνώριζαν καλά τις πολλαπλές αδυναμίες τού Βυζαντίου. Φυγόκεντρες δυνάμεις κατακερμάτιζαν την αυτοκρατορία. Ο ιστορικός τής εποχής Νικήτας Χωνιάτης έχει γράψει με λύπη για τις δύο εκείνες δεκαετίες τού Βυζαντίου κατά τις οποίες κυβερνούσαν οι Άγγελοι (1185-1204), ότι «υπάρχουν εκείνοι που εξεγέρθηκαν εδώ ή εκεί ξανά και ξανά και δεν είναι δυνατόν να πω πόσες φορές συνέβη αυτό».6
Ταυτόχρονα φαινόταν ότι η Δύση ετοιμαζόταν να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες τής Ανατολής. Στις 8 Ιανουαρίου 1198 εκλέχτηκε πάπας ο Λοτάριο ντε Κόντι τού Σέγκνι, καταγόμενος από το Ανάγκνι, νεαρός και ισχυρός άνδρας. Πήρε το όνομα Ιννοκέντιος Γ’ και ξεκίνησε μια από τις λαμπρότερες θητείες τής μακροχρόνιας παπικής ιστορίας.7 Η Αποστολική εξουσία αποκαταστάθηκε γρήγορα στη Ρώμη και στην κεντρική Ιταλία. Η δύναμη των Χοχενστάουφεν είχε σχεδόν καταρρεύσει με τον ξαφνικό θάνατο τού αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ’, τον οποίον ακολούθησε σύντομα εκείνος τής συζύγου του Κωνσταντίας (Κονστάνς) τής Σικελίας. Έτσι, όταν ο Ιννοκέντιος Γ' έγινε κηδεμόνας τού μικρού τους γιου Φρειδερίκου [Β’], το βασίλειο τής Σικελίας αναγνωρίστηκε ξανά ως παπικό φέουδο.8 Ξεχωριστή θέση στην καρδιά τού Ιννοκέντιου είχε η ιδέα σταυροφορίας, που έπρεπε να ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, την οποία κατέκτησε ο Σαλαντίν το 1187 και δεν μπόρεσαν να ανακαταλάβουν οι σταυροφόροι τής 3ης Σταυροφορίας παρά την ανδρεία τού Ριχάρδου τού Λεοντόκαρδου. Όμως με το πέρασμα από τη σκηνή τού πανούργου Ερρίκου ΣΤ’ η πολιτική των Γιβελλίνων, ή μάλλον αυτό που η επόμενη γενιά θα αποκαλούσε πολιτική Γιβελλίνων, είχε ναυαγήσει στην Ανατολή καθώς και στην Ευρώπη. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος (1195-1203) είδε γρήγορα στο πρόσωπο τού νέου πάπα ένα σύμμαχο, τού οποίου οι εχθροί ήσαν οι δικοί του και με τον οποίο τώρα εισερχόταν σε παρατεταμένη αλληλογραφία (1198-1202). O Αλέξιος Γ’ δεν είχε όμως τη δύναμη να επιτύχει την ένωση των εκκλησιών ή την ανάκτηση τής Ιερουσαλήμ, που αποτελούσαν τούς κύριους στόχους που επιδίωκε ο Ιννοκέντιος από μια παπική-βυζαντινή συμμαχία. Αν και ο πάπας και ο αυτοκράτορας είχαν κοινούς εχθρούς και παρά το γεγονός ότι τίποτε δεν οδηγεί σε καλύτερη αμοιβαία κατανόηση απ’ ό,τι η ύπαρξη κοινών εχθρών, ο Ιννοκέντιος και ο Αλέξιος δεν συμμάχησαν. Η βυζαντινή εκκλησία ήταν και τώρα αντίθετη, όπως επί αιώνες, στους ρωμαϊκούς ισχυρισμούς περί πρωτοκαθεδρίας, ενώ στην Ευρώπη, ιδίως στην Ιταλία, υπήρχαν άλλες δυνάμεις που εργάζονταν επιδέξια και με επιτυχία, όπως θα έδειχνε ο χρόνος, για να αποτρέψουν κάθε επαναπροσέγγιση μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.9 Σκοπός τού Αλεξίου Γ' Αγγέλου, όπως και τού Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου τρία τέταρτα τού αιώνα αργότερα, ήταν να αποτρέψει την ένοπλη ισχύ τής Δύσης από την οργάνωση επίθεσης εναντίον τής μειωμένης πια δύναμης τής κάποτε μεγάλης πόλης τού Βοσπόρου.
Ανάμεσα στους κοινούς εχθρούς τού Ιννοκέντιου Γ’ και τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου ήταν ο πρόσχαρος Φίλιππος τής Σουηβίας, αδελφός τού εκλιπόντος Ερρίκου ΣΤ’. Ήσαν και οι δύο γιοι τού φημισμένου αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Μπαρμπαρόσσα. Το 1195 ο Φίλιππος είχε παντρευτεί την Ειρήνη, κόρη τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β' Άγγελου (1185-1195), τον οποίο ο σφετεριστής αδελφός του Αλέξιος Γ’ είχε εκδιώξει από τον θρόνο, είχε τυφλώσει και φυλακίσει. Αλλά ο γιος τού Ισαάκιου που ονομαζόταν επίσης Αλέξιος [Δ’], είχε κατορθώσει τελικά να αποδράσει και να βρει καταφύγιο στην Ιταλία, πιθανώς το 1201,10 ζητώντας τώρα την υποστήριξη των Χοχενστάουφεν για να ανακτήσει τον θρόνο, τον οποίον ο οίκος του είχε αποκτήσει με την πτώση των Κομνηνών το 1185. Από τις αρχές τού 1201 ο Ιννοκέντιος αντιτασσόταν στις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες τού Φιλίππου τής Σουηβίας επί τής Δύσης και υποστήριζε εναντίον του τον Όθωνα [Δ’] τού Μπράουνσβαϊκ. Μήνες πριν συγκεντρωθούν (ή εγκλειστούν) οι σταυροφόροι, τούς οποίους ο Ιννοκέντιος είχε καλέσει στα όπλα, στο νησί τού Σαν Νικολό τού Λίντο στη Βενετία, ο Φίλιππος είχε προσπαθήσει να τούς χρησιμοποιήσει για λογαριασμό των εξόριστων Άγγελων, που έτσι κι αλλιώς αποτελούσαν μέλη τής οικογένειας τής συζύγου του. Η τύχη συνωμότησε με τον Φίλιππο για να ματαιώσει τις προθέσεις τού πάπα. Οι ηγέτες τής 4ης Σταυροφορίας έμοιαζαν με εκείνους τής 1ης σε δύο σημαντικά σημεία: δεν συμπεριλάμβαναν μονάρχες και ίδρυσαν κράτη με διάρκεια σε ξένη γη.
Όλοι ήξεραν ότι οι Ενετοί και οι Βυζαντινοί διατηρούσαν εδώ και καιρό μεγάλη απέχθεια οι μεν για τούς δε. Παρά την περίφημη παραχώρηση εμπορικών προνομίων από τον Αλέξιο Α' Κομνηνό προς τούς Ενετούς τον Μάιο τού 1082 (ή 1092;)11 ή μάλλον εξαιτίας της, είχε υπάρξει αδιάκοπη διαμάχη μεταξύ Ενετών και Βυζαντινών για γενιές, ιδιαίτερα κατά τα έτη 1122-1126, 1147-1148 και 1171-1179, ενώ ο Μανουήλ Α' Κομνηνός, αν και τελικά αναγκάστηκε να ανανεώσει τα ενετικά προνόμια, τα είχε επεκτείνει και στους Γενουάτες, Πιζάνους και Αγκωνίτες.12 Οι Ενετοί αγανακτούσαν με τούς νέους αυτούς ανταγωνιστές κατά μήκος των ακτών τού Βοσπόρου και οι σπόροι τής 4ης Σταυροφορίας φύτρωσαν στο έδαφος αυτής τής δυσαρέσκειάς τους. Είτε οι Ενετοί επιδίωξαν συνειδητά την εκτροπή τής σταυροφορίας από την Αίγυπτο και τούς Αγίους Τόπους προς την Κωνσταντινούπολη είτε όχι, σίγουρα δεν ξεκίνησαν αυτή τη μεγάλη επιχείρηση με πολιτικές φιλοδοξίες όπως εκείνες τού Φρειδερίκου Α’ Μπαρμπαρόσσα και τού γιου του, τού Ερρίκου ΣΤ’. Ήσαν κυρίως έμποροι και αυτό που κυρίως ήθελαν ήταν η ασφάλεια των συναλλαγών τους στην Ανατολή. Δεν εύρισκαν μόνο τη βυζαντινή κυβέρνηση αναξιόπιστη (όπως είχαν δείξει τα γεγονότα τού 1120 και τού 1170), αλλά εύρισκαν επίσης σταθερή πηγή κινδύνου στην ίδια την αδυναμία αυτής τής κυβέρνησης. Ελάχιστη ήταν γι’ αυτούς η διαφορά, ότι ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος ήταν φιλικός απέναντί τους, ενώ ο αδελφός του Αλέξιος Γ’ ήταν εχθρικός. Ο ελληνικός λαός ήταν απολύτως αντίθετος προς τούς Ενετούς. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση υπολογιζόταν όλο και λιγότερο και η εξασθένησή της απειλούσε κάθε έμπορο τής Βενετίας στη βυζαντινή επικράτεια.
Οι Ενετοί συμφώνησαν τον Απρίλιο τού 1201 να μεταφέρουν τούς σταυροφόρους τής 4ης Σταυροφορίας στην Αίγυπτο δια θαλάσσης και όταν καταλαμβανόταν η Αίγυπτος θα άνοιγε ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ:13 «Αποφασίστηκε να πάμε στη Βαβυλώνα (Κάιρο)» (si fu la chose teue que on iroit en Babilloine), λέει ο Βιλλεαρδουΐνος, «γιατί θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε τούς Τούρκους καλύτερα στη Βαβυλώνα από οποιοδήποτε άλλο μέρος…» (porce que par Babilloine poroient miels les Turs destruire que par altre terre…).14 Σύμφωνα με τον καλά ενημερωμένο συντάκτη των «Πεπραγμένων Ιννοκέντιου» (Gesta Innocentii), ο οποίος έγραψε βέβαια κάποιο χρονικό διάστημα μετά το γεγονός, ο Ιννοκέντιος Γ’ δεν ήταν συνεπαρμένος από τη συμφωνία:
«Όταν οι Φράγκοι και οι Ενετοί διαμόρφωσαν αυτή την εταιρική σχέση [societas], οι δύο πλευρές έστειλαν ταυτόχρονα απεσταλμένους στην αποστολική έδρα ζητώντας από τον ανώτατο ποντίφηκα να επικυρώσει τις συμφωνίες που είχαν συνάψει μεταξύ τους για την επικουρία των Αγίων Τόπων. Αλλά αυτός, με κάποιο προαίσθημα για το μέλλον [futurorum … praesagiens], απάντησε συγκρατημένα, ότι πίστευε ότι οι συμφωνίες έπρεπε να επικυρωθούν με την επιφύλαξη, ότι οι σύμμαχοι δεν θα προκαλούσαν καμία ζημία σε χριστιανούς, εκτός αν τύχαινε οι τελευταίοι να εμποδίζουν αδικαιολόγητα τη διέλευσή τους ή αν προέκυπτε κάποια άλλη δίκαιη και αναγκαία αιτία, που δεν θα τούς άφηνε εναλλακτική λύση και για την οποία θα χρειαζόταν η σύμφωνη γνώμη τού λεγάτου τής Αποστολικής έδρας».15
Καθώς ετοιμαζόταν η σταυροφορία, ο Αλέξιος Άγγελος πήγε αυτοπροσώπως στον πάπα, πιθανόν περί τα τέλη φθινοπώρου 1201 και προσπάθησε να τον πάρει με το μέρος του, εξιστορώντας τα δεινά που είχε υποστεί ο πατέρας του από τον συνονόματό του αυτοκράτορα και θείο του Αλέξιο Γ’, αλλά ο Ιννοκέντιος δεν αποδεχόταν τούς ισχυρισμούς του ότι ήταν ο νόμιμος αυτοκράτορας, επειδή ο πατέρας του Ισαάκιος Β’ δεν είχε κληρονομήσει τον θρόνο και επειδή ο ίδιος ο Αλέξιος είχε γεννηθεί πριν από την άνοδο τού πατέρα του στον θρόνο. Επίσης ο Ιννοκέντιος είχε κουραστεί από τις αλαζονικές απαιτήσεις εκείνων που πίστευαν ότι έπρεπε να έχουν κληρονομήσει αυτοκρατορίες, ενώ τότε επίσης, όπως έγραφε στον Αλέξιο Γ’ (στις 16 Νοεμβρίου 1202), είχε αποκλείσει τον Φίλιππο τής Σουηβίας από τον δυτικό θρόνο τού αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας:
«Γιατί αν ο Φίλιππος είχε αποκτήσει τη γερμανική αυτοκρατορία, θα είχες υποστεί πολλές συμφορές από την αυτοκρατορική του δύναμη, αφού θα μπορούσε εύκολα να εξαπολύσει επίθεση κατά τής αυτοκρατορίας σου μέσω των εδαφών τού προσφιλούς εν Χριστώ υιού μας Φρειδερίκου, ένδοξου βασιλιά Σικελίας και ανηψιού του, όπως ακριβώς ο αδελφός του, ο αυτοκράτορας Ερρίκος [ΣΤ’], είχε κάποτε προτείνει, να καταλάβει την αυτοκρατορία σας μέσω Σικελίας».16
Όμως ο Ιννοκέντιος είχε χάσει κάθε έλεγχο επί τής σταυροφορίας.
Οι ευγενείς τής βόρειας Γαλλίας, που πήραν τον σταυρό στο τουρνουά τού Εκρύ-συρ-Αιν στα τέλη Νοεμβρίου 1199, αναγνώρισαν χωρίς παπική άδεια ως αρχηγό τής σταυροφορίας τον νεαρό κόμη Τεομπάλντ Γ’ τής Καμπανίας.17 Αλλά ο Τεομπάλντ πέθανε τον Μάιο τού 1201, αμέσως μετά την υπογραφή τής συμφωνίας με τη Βενετία για τη μεταφορά των σταυροφόρων στο εξωτερικό. Όταν ο δούκας Όντο τής Βουργουνδίας και ο κόμης Τεομπάλντ τού Μπαρ αρνήθηκαν να διαδεχθούν τον νεκρό Τεομπάλντ, συγκλήθηκε συνέλευση βαρώνων στο Σουασσόν τον Ιούνιο τού 1201 και εξέλεξε τον φοβερό Βονιφάτιο, μαρκήσιο τού Μονφερράτ, τού οποίου ο αδελφός Κόνραντ υπήρξε κάποτε βασιλιάς στο σταυροφορικό βασίλειο τής Ιερουσαλήμ (1190-1192), για να τούς οδηγήσει σε εκείνες τις μακρινές χώρες, τις οποίες η οικογένειά του γνώριζε τόσο καλά. Ο Βονιφάτιος ήταν διακεκριμένη προσωπικότητα τής εποχής του, προστάτης των τροβαδούρων Γκωσέλμ Φαιντί, Ελιά Καιρέλ και ιδιαίτερα τού Ραιμπώ ντε Βακέιρας, ο οποίος τού ήταν πολύ αφοσιωμένος. Ήταν συγγενής εξ αγχιστείας με τη βασιλική οικογένεια τής Γαλλίας καθώς και με τον οίκο των Χοχενστάουφεν, ενώ ήταν, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, ηγέτης τής λεγόμενης (φιλο-αυτοκρατορικής) παράταξης των Γιβελλίνων στη βόρεια Ιταλία, πράγμα για το οποίο δεν θα γινόταν αποδεκτός ως αρχηγός τής σταυροφορίας από τον πάπα. Ο Βονιφάτιος ανταποκρίθηκε με αξιοσημείωτη σπουδή στην απόφαση των σταυροφόρων να τον εκλέξουν ως ηγέτη τους. Στις 16 Αυγούστου 1201 πήρε ο ίδιος τον σταυρό στην εκκλησία τής Παναγίας τού Σουασσόν, ενώ στις 14 Σεπτεμβρίου επευφημήθηκε ως ηγέτης πια τής σταυροφορίας στη γενική τους συνέλευση στο μεγάλο μοναστήρι τού Σιτώ.18 Φεύγοντας από τη Γαλλία ο Βονιφάτιος αναζήτησε τον Φίλιππο τής Σουηβίας, τον οποίο βρήκε στο Χάγκεναου τής Αλσατίας την ημέρα των Χριστουγέννων τού 1201, ενώ ο συγγραφέας των «Πεπραγμένων Ιννοκέντιου» τής εποχής αναφέρει ως θεωρούμενο σκοπό τής συνάντησης την εκτροπή τής προτεινόμενης σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη, για την παλινόρθωση των Αγγέλων στην «αυτοκρατορία τής Ρωμανίας». Την άνοιξη τού 1202 ο Βονιφάτιος βρισκόταν στη Ρώμη, όπου, όπως πληροφορούμαστε, ζητούσε τη συναίνεση τού Ιννοκέντιου για την αποκατάσταση των Αγγέλων από τούς σταυροφόρους, «αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να στρέψει το μυαλό τού πάπα προς αυτή την κατεύθυνση, σταμάτησε τη σχετική με τη σταυροφορία επιχείρηση κι επέστρεψε στην πατρίδα του».19
Οι σταυροφόροι άρχισαν να συγκλίνουν στη Βενετία στα μέσα καλοκαιριού τού 1202, ενώ τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν επίσης στη Βενετία απεσταλμένοι τού Φιλίππου τής Σουηβίας, ζητώντας από τούς σταυροφόρους να ξανακερδίσουν την ανατολική αυτοκρατορία για λογαριασμό των εκθρονισμένων Αγγέλων. Φαίνεται ότι οι σταυροφόροι, μπαίνοντας σε μεγάλο πειρασμό από τις υποσχέσεις τού Φιλίππου, έστειλαν τον πνευματικό τους σύμβουλο, τον καρδινάλιο λεγάτο Πέτρο Καπουάνο, να θέσει το ζήτημα ενώπιον τού Ιννοκέντιου, από τον οποίο ζητήθηκε επίσης να δεχθεί απεσταλμένους τού αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’. Ο Ιννοκέντιος απέρριψε την πρόταση τού Φιλίππου προς τούς σταυροφόρους και επιβεβαίωσε την συνέχιση τής αναγνώρισης τού Αλέξιου Γ', ο οποίος θα εξασφάλιζε στη συνέχεια την υπακοή και αφοσίωση τής Ελληνικής Εκκλησίας στον παπισμό. Γνωρίζουμε γι’ αυτά τα γεγονότα από επιστολή τού Ιννοκέντιου προς τον Αλέξιο Γ’ Άγγελο με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1202, την οποία είχαμε ήδη την ευκαιρία να αναφέρουμε και η οποία αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική πηγή για την ιστορία τού προοιμίου αυτού τού μελαγχολικού δράματος, που επρόκειτο να προκαλέσει την πτώση μιας πόλης μεγαλύτερης από την Τροία κι ενός λαού λιγότερο μεγαλειώδους από τούς Αχαιούς με τα υπέροχα μαλλιά.20
Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο τού 1202, οι σταυροφόροι δεν ήσαν σε θέση να πληρώσουν στους Ενετούς (που απειλούσαν να διακόψουν τον εφοδιασμό τους) περίπου 34.000 μάρκα, που εξακολουθούσαν να οφείλονται για τη μεταφορά τους στο εξωτερικό. Ο γέρος δόγης Ενρίκο Ντάντολο πρότεινε να εξασφαλιστεί η αναβολή τής εξόφλησης τής οφειλής τους με επίθεση στη Ζάρα (το σημερινό Ζάνταρ), στην απέναντι ακτή τής Αδριατικής, η οποία είχε καταληφθεί από τον βασιλιά Εμέριχο τής Ουγγαρίας. Ο δόγης Ενρίκο έπαιρνε τώρα ο ίδιος τον σταυρό στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου. Έτσι, προκαλώντας την κατάπληξη τού Ιννοκέντιου Γ’ και πιθανώς την αγανάκτηση τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού, που ήταν φιλο-Γενουάτης, οι σταυροφόροι υπό τη διεύθυνση των Ενετών κατέλαβαν στα μέσα Νοεμβρίου την πόλη Ζάρα ύστερα από πολιορκία πέντε ημερών. Ένα μήνα αργότερα εμφανίστηκε ο ίδιος ο Βονιφάτιος στη Ζάρα και μόλις τότε ανέλαβε τη θέση του ως αρχηγός τού στρατεύματος. Όταν η είδηση τής πτώσης τής Zάρας έφτασε στον Ιννοκέντιο Γ’, «αυτός ένιωσε μεγάλη θλίψη και συγκίνηση…» κι έγραψε στους σταυροφόρους: «Φαίνεται ότι δεν πηγαίνετε στα Ιεροσόλυμα, αλλά μάλλον κατηφορίζετε στην Αίγυπτο, ενώ στην πραγματικότητα έχετε μπλέξει με κλέφτες». Έπρεπε να διορθώσουν το σφάλμα που είχαν διαπράξει στη Ζάρα και να μην κάνουν άλλα τέτοια λάθη, αλλιώς θα έπεφτε πάνω τους η τιμωρία τού αφορισμού.21 Αλλά οι Ενετοί δεν επέτρεψαν να αναιρεθεί αυτό που είχε γίνει κι έτσι οι σταυροφόροι βρέθηκαν αφορισμένοι. Από αυτό το βάρος τού άγχους μόνο η παπική εξουσία μπορούσε να τούς απαλλάξει, αλλά για γίνει αυτό έπρεπε να υπάρξει δική τους μετάνοια και υπακοή στην εξουσία αυτή.22 Η σταυροφορία ξεκινούσε πραγματικά με κακό τρόπο. Οι σταυροφόροι είχαν πάρα πολλούς ηγέτες, που βρίσκονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους: τον πάπα, τον Βονιφάτιο, τον δόγη και το συμβούλιο των βαρώνων. Και πολλoί ταπεινοί στον στρατό και στον στόλο πρέπει να εκστόμιζαν, όπως ο Θερσίτης τής Ιλιάδας, την κλασσική καταγγελία για εκείνους που οδηγούνται από τόσο πολλούς ηγέτες.
Οι σταυροφόροι δεν είχαν πάρει ακόμη παπική άφεση για την επίθεσή τους κατά τής Ζάρας, η οποία όμως είχε ζητηθεί και θα ερχόταν σύντομα, όταν τούς έγιναν νέες προτάσεις από απεσταλμένους τού Φιλίππου τής Σουηβίας για λογαριασμό τού νεαρού Αλέξιου Άγγελου. Ύστερα από παρατεταμένες συζητήσεις, στις οποίες ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός πήρε το μέρος τής υπόθεσης τού Αλέξιου και των Χοχενστάουφεν, επιτεύχθηκε συμφωνία τον Ιανουάριο τού 1203, στην οποία ο δόγης Ενρίκο Ντάντολο έδωσε αμέσως τη συγκατάθεσή του και με την οποία οι σταυροφόροι ανέλαβαν να αποκαταστήσουν στον θρόνο τον Αλέξιο και τον πατέρα του. Οι Άγγελοι από την πλευρά τους δεσμεύονταν να εξασφαλίσουν την υποταγή τής βυζαντινής εκκλησίας στη Ρώμη, να δώσουν στους σταυροφόρους 200.000 μάρκα, να στείλουν μαζί τους δέκα χιλιάδες άνδρες «στη γη τής Βαβυλώνας» [στην Αίγυπτο] και να διατηρούν καθ' όλη τη διάρκεια τής ζωής τού Αλέξιου δύναμη πεντακοσίων ιπποτών στην Παλαιστίνη.23
Η καταστροφή τής ελληνικής αυτοκρατορίας και η αντικατάστασή της από λατινικό καθεστώς στην Κωνσταντινούπολη δεν είχε ακόμη κατά πάσα πιθανότητα απασχολήσει ούτε τούς ηγέτες τής σταυροφορίας, οι οποίοι όμως απέβλεπαν πολύ στην εκπλήρωση των πολύ σημαντικών υποσχέσεων, που τούς είχε δώσει ο Αλέξιος Άγγελος. Τον Απρίλιο τού 1203 ο Αλέξιος εμφανίστηκε για λίγο στον στρατόπεδο των σταυροφόρων στη Zάρα, ακριβώς πριν την αναχώρηση τού δόγη και τού Βονιφάτιου για το Δυρράχιο, το οποίο γρήγορα παραδόθηκε. Σηκωνόταν η αυλαία τού δράματος. Ύστερα από μια ακόμη στάση τριών περίπου εβδομάδων στο νησί τής Κέρκυρας, όπου ο Αλέξιος πλέον προσχωρούσε για τα καλά στο στράτευμα, οι σταυροφόροι έβαλαν πλώρη στις 24 Μαΐου για την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιννοκέντιος, προειδοποιημένος από τον παπικό απεσταλμένο, έγραψε στις 20 Ιουνίου στον Βονιφάτιο τού Μονφερράτ και στον Βαλδουΐνο τής Φλάνδρας, απαγορεύοντας απολύτως, πάλι με την απειλή τού αφορισμού, την επιχείρηση την οποία είχαν ήδη ξεκινήσει εναντίον τής ελληνικής αυτοκρατορίας και τού αυτοκράτορά της: «…Αλλά εγκαταλείψτε αυτές τις ελεεινές επιχειρήσεις και τις προσποιητές ανάγκες και προχωρήστε στη διάσωση των Αγίων Τόπων. Εκδικηθείτε τη [μουσουλμανική] προσβολή προς τον Σταυρό. Πάρτε από τούς εχθρούς σας τα λάφυρα που θέλετε να αρπάξετε από τούς αδελφούς σας παραμένοντας στα εδάφη τής Ρωμανίας».24 Ταυτόχρονα ο Ιννοκέντιος έγραψε στους σταυροφόρους, ότι αν και ο δόγης τής Βενετίας, ο κύριος τού στόλου (dominus navium) και οι υπήκοοί του, βρίσκονταν υπό την ποινή τού αφορισμού, το ταξίδι στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη μπορούσε ακόμη να γίνει με ενετικά πλοία (στην πράξη δεν είχαν άλλα πλοία), αλλά κατά την άφιξή τους εκεί οι σταυροφόροι δεν έπρεπε να δίνουν τις μάχες τού Κυρίου μαζί με τούς Ενετούς, γιατί θα γνώριζαν την ήττα και θα έχαναν τη ζωή τους χωρίς λόγο.25 Οι προσπάθειες τού πάπα υπήρξαν όλες πολύ καθυστερημένες και μάταιες, γιατί αφότου ο στόλος σάλπαρε προς την ανατολική πρωτεύουσα, τα γεγονότα εξελίχθηκαν με ταχύτητα, αδιάκοπα, μέχρι τις τελικές σκηνές τής τραγωδίας, που έχουν περιγράψει για εμάς ο Νικήτας Χωνιάτης και ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Ύστερα από στάση στο μεγάλο νησί τού Νεγκροπόντε (Εύβοια) και την υποταγή τού μικρού νησιού τής Άνδρου οι Σταυροφόροι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Ιουνίου 1203 και αποβιβάστηκαν την επόμενη μέρα στη Χαλκηδόνα. Η Κωνσταντινούπολη τούς έκανε μεγάλη εντύπωση,
«γιατί ποτέ δεν είχαν σκεφτεί ότι μπορούσε σε όλο τον κόσμο να υπάρχει τόσο πλούσια πόλη και παρατηρούσαν τα ψηλά τείχη και τούς ισχυρούς πύργους … τα πλούσια παλάτια και τις δυνατές εκκλησίες … το ύψος και το μήκος εκείνης τής πόλης, που ήταν κυρίαρχη πάνω σε όλες τις άλλες. … Κανένας άνδρας δεν είχε τόση τόλμη και η σάρκα τού έτρεμε … γιατί από κανένα δεν είχε αναληφθεί ποτέ τόσο μεγάλη επιχείρηση, από τη δημιουργία τού κόσμου».26
Η ενετική αποφασιστικότητα να προχωρήσουν σε επίθεση κατά τής Κωνσταντινούπολης, παρά την παπική απαγόρευση και την απειλή αφορισμού, τάραζε τη δεδηλωμένη χριστιανική συνείδηση των επιχειρούντων γιων τού Αγίου Μάρκου. Αλλά όταν η ανάμνηση γεγονότων τού παρελθόντος γίνεται ενοχλητική, αργά ή γρήγορα οι ιστορικοί ερμηνεύουν τα γεγονότα με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα χρόνια μετά την 4η Σταυροφορία ο χρονικογράφος Μαρτίνο ντα Κανάλε, που έγραψε μεταξύ 1267 και 1275 τις «Ιστορίες τής Βενετίας» (Les Estoires de Venise), που αρχικά ονομάζονταν «Χρονικό των Ενετών» (Cronique des Veniciens), δικαιολογούσε και εξιδανίκευε τα περασμένα κατορθώματα των Ενετών. Όπως και ο σύγχρονός του Μπρουνέττο έγραψε κι αυτός στα γαλλικά, επειδή ήθελε το έργο του να φτάσει στο ευρύ κοινό και, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του, ήθελε να μάθουν οι αναγνώστες του «πώς η αρχοντική πόλη [της Βενετίας] ιδρύθηκε και πώς έχει αφθονία όλων των καλών πραγμάτων και πώς ο άρχοντας των Ενετών, ο ευγενής δόγης [dus] είναι παντοδύναμος και [πόσο μεγάλη] είναι η αριστοκρατία τής πόλης και η ανδρεία τού ενετικού λαού».27
Ο Κανάλε, στην ασυνήθιστη περιγραφή του για την έναρξη τής σταυροφορίας, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίον ο νεαρός Αλέξιος Δ’, απλώς ένα αγόρι (un enfant de petit age), οδηγήθηκε ενώπιον τού πάπα Ιννοκέντιου Γ’ (monseignor l'apostoile), στον οποίο έγινε έκκληση να τον αποκαταστήσει στον θρόνο τής Κωνσταντινούπολης. Ο πάπας καλωσόρισε τον Αλέξιο και είπε ότι, αφού το σταυροφορικό στράτευμα των Φράγκων και Ενετών ήταν τότε συγκεντρωμένο στη Ζάρα, «θα τούς στείλω μήνυμα να εγκαταλείψουν τη διαδρομή προς Ιερουσαλήμ, να πάρουν εκείνη προς την Κωνσταντινούπολη και να θέσουν κάτω από αυτό το αγόρι την κατοχή τής πόλης του». Στη συνέχεια ο Ιννοκέντιος έστειλε τον λεγάτο του [τον Πέτρο Καπουάνο] στον Ενρίκο Ντάντολο και στη φράγκικη βαρωνία στη Ζάρα με επιστολή, κατευθύνοντάς τους «για την ηρεμία τους να οδηγήσουν το μικρό παιδί στην Κωνσταντινούπολη, και να εξασφαλίσουν ότι οι Έλληνες θα τον δεχθούν ως ηγεμόνα…» (que por lor debonairete conducent li petit enfant en Costantinople, et tant facent que li Gres le tiegnent por seignor…). Ο Ντάντολο ρώτησε τούς βαρώνους και τούς ευγενείς Ενετούς τι έπρεπε να γίνει και τού απάντησαν ότι θα ακολουθούσαν τη συμβουλή του. «Άρχοντές μου», είπε ο δόγης, «δεν μπορούμε να αρνηθούμε την εντολή τού πάπα ως πνευματικού μας πατέρα: αντίθετα, πρέπει όλοι οι άνδρες να τον υπακούμε σε όλα. Σάς ικετεύω να γίνουν όλα όπως αυτός διατάζει…». Συμφώνησαν όλοι κι έστειλαν να βρουν τον Αλέξιο, «και όταν ήρθε, ο κύριός μου ο δόγης τον πήρε στην αγκαλιά του».28 Όσο περισσότερο οι Ενετοί γέμιζαν φιλοδοξία, τόσο περισσότερο επιδίωκαν φήμη ευσέβειας και υιικής αφοσίωσης στην Αγία Έδρα. Ο Κανάλε ξανάγραψε την ιστορία για να τούς βοηθήσει.29
Η περιγραφή τού Κανάλε για τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε η 4η Σταυροφορία αποτέλεσε λίγο-πολύ τη δημοφιλή ενετική ερμηνεία των σχέσεων τού πάπα Ιννοκέντιου Γ’ με τον δόγη Ντάντολο. Στην πραγματικότητα ο Κανάλε διαβάστηκε πολύ λίγο, αλλά μια παραποίηση των πραγματικών περιστατικών που μοιάζει πολύ με τη δική του αποτέλεσε την πρώτη ύλη των Ενετών χρονικογράφων και κυκλοφορούσε και στον Μοριά, όπου οι απόγονοι των σταυροφόρων τής 4ης Σταυροφορίας ζούσαν για χρόνια υπό το φθίνον μεγαλείο τής ιπποσύνης τού ύστερου μεσαίωνα. Η ρομαντική ιστορία τού φυγάδα πρίγκηπα Αλέξιου, που την κληρονομιά του την είχε αφαιρέσει σκληρός σφετεριστής, αποτελούσε ελκυστικό θέμα για τούς τροβαδούρους τού Μοριά, που ρητόρευαν προς τούς άρχοντες και τις κυρίες, των οποίων οι πρόγονοι είχαν έρθει ευγενώς για να τον σώσουν και των οποίων η επακόλουθη καλή τύχη αποτελούσε προφανώς την ανταμοιβή τής αρετής. Αλλά δεδομένου ότι όλοι γνώριζαν ότι ο πάπας ήταν ο κύριος υπερασπιστής τής αρετής, τα Χρονικά τού Μορέως τού 14ου αιώνα παρουσιάζουν τον Ιννοκέντιο Γ’ ως αγωνιούντα να βοηθήσει τον Αλέξιο να παλινορθώσει τον εκθρονισμένο πατέρα του στον θρόνο.
Και σε άλλη περίπτωση αναφέρεται ότι ο Ιννοκέντιος έστειλε λεγάτο του στη Zάρα, για να εξηγήσει στους σταυροφόρους, σύμφωνα με το γαλλικό κείμενο τού Χρονικού τού Μορέως, «ότι η εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη θα ήταν πιο έντιμη και πιο κερδοφόρα από εκείνη στην Ιερουσαλήμ, επειδή οι Έλληνες ήσαν χριστιανοί, αλλά εξ αιτίας κάποιου λάθους που είχε μπει μέσα τους, ήσαν απείθαρχοι και απρόθυμοι να δεχτούν τα μυστήρια τής Ιερής Εκκλησίας τής Ρώμης και ότι θα ήταν καλύτερο να ανακτήσουν και να προσηλυτίσουν τούς Έλληνες και να τούς επαναφέρουν στην υπακοή προς την Ιερά εκκλησία, αφού ο άρχοντάς τους [ο Αλέξιος] υποσχόταν να το πράξει αυτό, παρά να ξεκινήσουν και να προσπαθήσουν να πετύχουν κάτι, που δεν γνώριζαν [ούτε] που θα κατέληγε».30
Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με λεπτομέρειες για τις δύο επιτυχημένες πολιορκίες τής «Θεοφύλακτης» πόλης, η οποία τώρα υπέκυπτε στην επίθεση εισβολέα για πρώτη φορά στην ιστορία της. Στις 7 Ιουλίου 1203 καταλήφθηκε ο τότε «Πύργος τού Γαλατά» και στις 17 Ιουλίου έγινε η ενετική επίθεση στα βόρεια τείχη από τον Κεράτιο κόλπο. Οι Έλληνες έκαναν ανεπιτυχή εξόρμηση κατά τού καταυλισμού των σταυροφόρων από τα χερσαία τείχη. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ διέφυγε απελπισμένος για να σώσει τη ζωή του. Ο Ισαάκιος Β' ελευθερώθηκε από τη φυλακή. Την 1η Αυγούστου ο Αλέξιος Δ’ στέφθηκε στην Αγία Σοφία και ανέλαβε μαζί με τον πατέρα του την επισφαλή κατοχή τής αυτοκρατορικής εξουσίας.31 Κατά την έναρξη τής σταυροφορίας ο δόγης Eνρίκο είχε βάλει τον όρο ότι «όσο δρούμε από κοινού, από όλες τις κατακτήσεις σε γη ή χρήμα … θα παίρνουμε εμείς το μισό και εσείς το άλλο μισό».32 Έτσι όταν οι Άγγελοι κατέβαλαν στους σταυροφόρους 100.000 μάρκα (το μισό από το ποσό που είχαν υποσχεθεί), οι Ενετοί πήραν 84.000 μάρκα, γιατί επιπλέον τού μισού τους μεριδίου αξίωσαν και την καταβολή τής υπολειπόμενης οφειλής των σταυροφόρων, η οποία ανερχόταν σε 34.000 μάρκα. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά. Οι Άγγελοι ζήτησαν παράταση τής προθεσμίας προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανεξόφλητες υποχρεώσεις τους. Ο Αλέξιος είχε επίσης αναλάβει την υποχρέωση να εφοδιάσει τούς σταυροφόρους με προμήθειες ενός έτους και να συντηρεί τον ενετικό στόλο με δικά του έξοδα επίσης για ένα χρόνο. Οι σταυροφόροι ανέβαλαν την αναχώρησή τους, που είχε προσδιοριστεί για τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μιχαήλ (29 Σεπτεμβρίου), μέχρι τον Μάρτιο τού 1204.33 Στο μεταξύ, στις 25 Αυγούστου 1203, ο Αλέξιος Δ’ έστειλε στον πάπα δήλωση τής δικής του υιικής υποταγής στην Αγία Έδρα: «Τα σπουδαία πράγματα που έχει κάνει για μένα ο Κύριος αυτές τις ημέρες, σύμφωνα με το έλεός του, σκέφτηκα ότι πρέπει πάνω από όλα να αναφέρω στην Αγιότητά σας …, στα χέρια τής οποίας βρίσκεται η εξουσία όλων των ανδρών και τα δικαιώματα όλων των βασιλείων…». Ο Ιννοκέντιος γνώριζε καλά (έγραφε ο νεαρός αυτοκράτορας) τον τρόπο με τον οποίο οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας, αυτή η «ευλογημένη ομάδα προσκυνητών» (peregrinorum beata societas), είχε σώσει τον πατέρα του από τη φυλακή και είχε αποκαταστήσει το διάδημα τής αυτοκρατορίας στους νόμιμους κυβερνήτες της. Ο Αλέξιος τώρα τηρούσε τον όρκο του, «που είχε δώσει ελεύθερα», ότι θα αναγνώριζε ταπεινά «τον Ρωμαίο ποντίφηκα, τον καθολικό διάδοχο τού Πέτρου, τού πρίγκηπα των Αποστόλων, ως εκκλησιαστική κεφαλή ολόκληρης τής χριστιανοσύνης, ενώ θα κάνω το καλύτερο δυνατό για να οδηγήσω την Ανατολική εκκλησία στην ίδια υπακοή, αν το θείο έλεος μάς αποκαταστήσει στην αναμενόμενη κατοχή τής αυτοκρατορίας…».34 Η επιστολή τού Αλέξιου είχε αναμφίβολα γραφεί από δυτικό κληρικό. Το εκκλησιολογικό της ύφος είναι εντελώς ρωμαϊκό.
Τώρα αυτοκρατορική προέλαση στη Θράκη έφερνε στον Αλέξιο [Δ’] την υποταγή πολλών πόλεων και φρουρίων. Επέστρεψε στις 11 Νοεμβρίου 1203. Οι κάτοικοι τής Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν σε κακές σχέσεις με τούς σταυροφόρους και έντονη ψυχρότητα ήταν σύντομα ορατή στη στάση τού Αλέξιου απέναντί τους, λέει ο Βιλλεαρδουΐνος, «προς εκείνους που τού είχαν κάνει τόσο καλό». Ο Αλέξιος έγινε πολύ παρελκυστικός στις πληρωμές προς τούς σταυροφόρους και τελικά σταμάτησε τις πληρωμές του, ιδιαίτερα καθώς η εχθρότητα μεταξύ σταυροφόρων και Ελλήνων συνέχιζε να αυξάνεται, χωρίς να προοιωνίζεται κάτι καλό για το μέλλον.35 Tο πείσμα των σταυροφόρων αποτελούσε πηγή διαρκούς άγχους, όχι μόνο για τον Αλέξιο στη Νέα Ρώμη, αλλά και για τον πάπα στην Παλαιά.36 Όσο για τον επικρινόμενο και ανεύθυνο νεαρό αυτοκράτορα, τις δεσμεύσεις που είχε αυτός χαρούμενα αναλάβει στις ημέρες τής εξορίας του, τις είδε με φόβο όταν κάθισε με τεράστια ανασφάλεια στον θρόνο και κατέγραψε τις διαθέσεις τού λαού του, μεταξύ των οποίων έπρεπε στο εξής να ζει και τούς οποίους έπρεπε στο εξής να προσπαθήσει να κυβερνά. Οι συνεχείς διαμάχες μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων οδήγησαν ορισμένους από τούς σταυροφόρους σε πυρπολήσεις, οι οποίες στις 18-19 Αυγούστου κατέκαψαν εκτεταμένες περιοχές στο κέντρο τής πόλης και προκάλεσαν πολλούς θανάτους. Στις αρχές Δεκεμβρίου τού 1203 υπήρχε πια κατάσταση πολέμου μεταξύ τού φραγκικού στρατεύματος και των Ελλήνων, οι οποίοι με τη σειρά τους προσπάθησαν την 1η Ιανουαρίου να κάψουν τον στόλο των σταυροφόρων.37 Από κει κι έπειτα ήταν αδύνατη η επανασυμφιλίωση και οι Έλληνες, σύμφωνα με τον Βιλλεαρδουΐνο, αντιλήφθηκαν αμέσως το γεγονός ότι «δεν υπήρχε πια σημείο ειρήνης» (qu'il n'i avoit mais point de la pais).38 Ο Αλέξιος βρισκόταν τώρα σε καθόλου αξιοζήλευτη θέση, καθυβριζόμενος ταυτόχρονα από τούς Φράγκους και από τούς Έλληνες, αλλά στις 28-29 Ιανουαρίου 1204 τα προβλήματά του έφτασαν σε τέλος, σε βίαιο τέλος, γιατί ξέσπασε εξέγερση εναντίον του, με επικεφαλής τον Αλέξιο [Ε’] Δούκα, που ονομαζόταν Μούρτζουφλος επειδή τα φρύδια του ήσαν σμιχτά. Ο Αλέξιος Ε' στέφθηκε αμέσως στην Αγία Σοφία. Ο γέρος Ισαάκιος Β' πέθανε από τον κλονισμό, ενώ, ύστερα από την αποτυχία που είχαν δύο απόπειρες δηλητηρίασής του, ο Αλέξιος Δ’ στραγγαλίστηκε στη φυλακή (στις 8 Φεβρουαρίου 1204).39
Ο Μούρτζουφλος ετοιμαζόταν να υπερασπιστεί την πρωτεύουσα εναντίον των βαρβάρων από τη Δύση. Όμως πριν προχωρήσουν στη δεύτερη πολιορκία τής πόλης, οι Ενετοί και οι σταυροφόροι υπέγραψαν τον Μάρτιο τού 1204 συνθήκη διανομής, διαιρώντας εκ των προτέρων την από μέρους τους κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, καθώς και τής αυτοκρατορίας τής οποίας αυτή ήταν πρωτεύουσα. Όταν έπεφτε η πόλη, οι Ενετοί θα ήσαν οι πρώτοι που θα εισέπρατταν λάφυρα για την εξόφληση των χρεών που τούς οφείλονταν από τον Αλέξιο Δ’ και στη συνέχεια θα γινόταν ίση διανομή τού υπόλοιπου μεταξύ αυτών και των άλλων σταυροφόρων.40 Συμβούλιο έξι Ενετών και έξι Φράγκων θα προχωρούσε στην εκλογή Λατίνου αυτοκράτορα, ο οποίος θα έπαιρνε το ένα τέταρτο των εκτάσεων που θα κατακτούσαν, καθώς και τα ανάκτορα Βλαχερνών και Boυκολέοντος. Τα άλλα τρία τέταρτα τής κατακτημένης αυτοκρατορίας θα μοιράζονταν ανάμεσα στους Ενετούς και τούς σταυροφόρους. Επιτροπή «δώδεκα σταυροφόρων, των πιο σοφών και ευσεβών» (XII. des plus sages de l'ost des pelerins) και δώδεκα Ενετών «θα κατένειμε τα φέουδα και τούς τίτλους μεταξύ των ανδρών και θα σχεδίαζε το είδος τής υπηρεσίας, που θα πρόσφεραν αυτοί εφεξής στον αυτοκράτορα».41 Οι Ενετοί εξασφάλιζαν με τούς όρους που είχαν συμφωνήσει με τούς σταυροφόρους τον Μάρτιο τού 1204 όλα τα εμπορικά και άλλα προνόμια που απολάμβαναν στο παρελθόν, ενώ οριζόταν ότι αν ο αυτοκράτορας προερχόταν από τούς σταυροφόρους, τότε ο πατριάρχης θα ήταν Ενετός και θα αποκτούσε την Αγία Σοφία.42 Στις 9 Απριλίου οι σταυροφόροι ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Απριλίου αναρριχήθηκαν στο βόρειο τείχος. Ο Αλέξιος Mούρτζουφλος διέφυγε, ενώ ξέσπασε κι άλλη πυρκαγιά στην πόλη. Στη συνέχεια τα λατινικά στρατεύματα υπέβαλαν τη μεγάλη πόλη τού Κωνσταντίνου σε τριήμερη άλωση (13-15 Απριλίου), η οποία προκάλεσε τον θαυμασμό τού Βιλλεαρδουΐνου, την αποστροφή τού πάπα Ιννοκέντιου Γ’, καθώς και την απόλυτη απελπισία τού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη.43
Την Κυριακή 9 Μαΐου 1204 ο νεαρός Βαλδουΐνος Θ’ τής Φλάνδρας και ΣΤ’ τού Ενώ εξελέγη πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας, επειδή οι Ενετοί φοβούνταν πάρα πολύ τη δύναμη και την ανδρεία τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού, ο οποίος συμφώνησε ήρεμα στην προώθηση ενός μικρότερου ανθρώπου σε μεγάλο αξίωμα.44 Όμως ο Φάδριγκαμ αρκετά σωστά έχει επιμείνει ότι η ενετική στήριξη προς τον Βαλδουΐνο, που τού εξασφάλισε την εκλογή, δεν είχε σχεδιαστεί για να εξασφαλίζει την αδυναμία τής Λατινικής αυτοκρατορίας. «Μάλιστα η Βενετία δεν ενδιαφερόταν να είναι αδύναμη η αυτοκρατορία». Οι Ενετοί είχαν υποφέρει πολύ από την αδύναμη και ασταθή άσκηση αυτοκρατορικής εξουσίας κατά τα προηγούμενα εικοσιπέντε χρόνια. Ήθελαν απλώς ο νέος αυτοκράτορας να μην είναι ούτε φιλο-Γενουάτης ούτε φιλο-Πιζάνος και δεδομένου ότι οι σχέσεις τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού με τη Γένουα ήσαν ύποπτες, αυτός δεν ήταν αποδεκτός από τον δόγη.45 Ο τελευταίος είχε παίξει τα χαρτιά του πολύ καλά. Με την επινόηση ότι οι μισοί στο σώμα των εκλεκτόρων τού αυτοκράτορα θα ήσαν Ενετοί, μπορούσε να επιβάλει, όπως έγινε, την εκλογή αυτοκράτορα τής επιθυμίας του, ενώ με την εμφανή προθυμία του να θυσιάσει το αυτοκρατορικό αξίωμα δίνοντάς το στους σταυροφόρους, εξασφάλιζε επίσης την εκλογή Ενετού ως πατριάρχη.
Στις 16 Μαΐου 1204 o Bαλδουΐνος στέφθηκε με βυζαντινό τυπικό στον καθεδρικό ναό τής Αγίας Σοφίας.46 Λίγο καιρό μετά τη λατινική κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης ο Βαλδουΐνος έγραψε εκτεταμένα και κάτω από την έκσταση τής νίκης στον πάπα,47 αλλά ο αγγελιοφόρος του, κάποιος αδελφός Μπαρότσι, Ενετός κύριος των Ναϊτών τής Λομβαρδίας, συνελήφθη στη Μεθώνη από Γενουάτες πειρατές, οι οποίοι τον απελευθέρωσαν αφού τούς στάλθηκαν κοσμήματα και άλλα πλούσια δώρα από τον πάπα και τούς Ναΐτες48 κι έτσι η επιστολή τού αυτοκράτορα έφτασε αργά στον Ιννοκέντιο. Η θέση τού Bαλδουΐνου ήταν δύσκολη, αφού βρισκόταν ανάμεσα στις παπικές επιθυμίες και τις ενετικές φιλοδοξίες, που γνώριζε ότι δεν μπορούσαν εύκολα να συμβιβαστούν. Στα μέσα καλοκαιριού τού 1204 έγραψε και πάλι συνοπτικά στην Αγιότητά του, αναφερόμενος στην προηγούμενη επιστολή του και επισυνάπτοντας τώρα αντίγραφο όλων των συμφωνιών μεταξύ σταυροφόρων και Ενετών κατά τον προηγούμενο Μάρτιο.49 Ο Βαλδουΐνος αναμφίβολα απογοητεύτηκε που δεν απάντησε ο πάπας στην επιστολή του και προφανώς ζήτησε από τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, τον Λουδοβίκο τού Μπλουά και τον Χιού τού Σαιν Πολ να γράψουν εκείνοι στον πάπα, ενώ από τις επιστολές τού ίδιου τού Ιννοκέντιου γνωρίζουμε ότι το έκαναν.50 Την ίδια εποχή έγραψε και ο δόγης Ενρίκο στον πάπα για το πώς οι Ενετοί είχαν αναγκαστεί να καταλάβουν τη Ζάρα. Επιβεβαίωνε την αθωότητα των Ενετών και το δίκιο τής υπόθεσής τους. Διαμαρτυρόταν για την ποινή τού αφορισμού που είχε επιβληθεί σε αυτόν και στους συμπολίτες του, την οποία έφεραν υπομονετικά και ταπεινωμένοι (patienter et humiliter) και εξιστορούσε με συντομία το μεγάλο πολεμικό κατόρθωμα με το οποίο, κάτω από θεία καθοδήγηση, είχε κερδηθεί η Κωνσταντινούπολη. Δήλωνε πως οτιδήποτε είχαν κάνει οι Ενετοί, το είχαν κάνει για την τιμή τού Θεού και τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Τέλος έλπιζε ότι η Αγιότητά του θα λάμβανε θετική δράση επί των αναφορών, τις οποίες Ενετοί απεσταλμένοι θα έφερναν στα πόδια του.51
Μερικούς μήνες αργότερα ο Ιννοκέντιος θα ικανοποιούσε, όπως θα δούμε, τα ενετικά αιτήματα (στις 29 Ιανουαρίου 1205). Όμως τώρα δεν εξυπηρετούσε ακόμη τον σκοπό του η άρση τής απαγόρευσης κατά των Ενετών και η αναγνώριση των εκτεταμένων κερδών τους στην Ανατολή κι έτσι δεν αντέδρασε στα ανοίγματά τους. Όταν απάντησε στις 7 Νοεμβρίου 1204 στην πρώτη επιστολή τού Βαλδουΐνου, δεν ανέφερε τη συνθήκη τού προηγούμενου Μαρτίου, αν και ευχαριστούσε τον Θεό που είχε δώσει τέτοια νίκη στα λατινικά όπλα και στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία, ενώ ανέθετε στους κληρικούς και λαϊκούς σταυροφόρους «να υπερασπιστούν και να κρατήσουν την αυτοκρατορία τής Κωνσταντινουπόλεως», με τη βοήθεια τής οποίας θα ελευθερώνονταν πιο εύκολα οι Άγιοι Τόποι από τα χέρια των ειδωλολατρών. Ο Λατίνος αυτοκράτορας έπρεπε όμως να αναλογιστεί το γεγονός ότι η ελληνική αυτοκρατορία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο μέχρι τη στιγμή που η μοίρα της πέρασε από τον έλεγχο των αλαζονικών σε εκείνο των ταπεινών, από τούς απείθαρχους στους αφοσιωμένους, από τούς σχισματικούς στους καθολικούς, μάλιστα με τη δίκαιη κρίση τού Θεού: έπρεπε να αποδίδονται τα τού Καίσαρος στον Καίσαρα και τα τού Θεού στον Θεό «χωρίς σύγχυση».52 Με παρόμοιο τρόπο απευθύνθηκε στον σταυροφορικό κλήρο στις 13 Νοεμβρίου. Η πτώση τής Κωνσταντινούπολης ήταν έργο τού Κυρίου, «υπέροχο στα μάτια μας».53 Ένα σχεδόν μήνα αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου 1204, ο Ιννοκέντιος έγραψε και πάλι στον Καθολικό κλήρο τής Κωνσταντινούπολης, κατευθύνοντάς τους να ορίσουν Λατίνους ιερείς στις εκκλησίες από τις οποίες είχαν φύγει οι Έλληνες κληρικοί και να εκλέξουν ρέκτορα (rector) ή φροντιστή (provisor), πιθανώς πατριάρχη, για να ασκεί πάνω τους εξουσία, γιατί δεν ήταν δυνατό τα μέλη να επιβιώσουν χωρίς το κεφάλι.54 Όμως, όπως ο Ιννοκέντιος πιθανώς ήδη γνώριζε, μετά τη στέψη τού Βαλδουΐνου οι Ενετοί είχαν γρήγορα καταλάβει την εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Ο ενετικός κλήρος είχε στη συνέχεια επιλέξει προσωπικό τού καθεδρικού ναού αποτελούμενο από δεκαπέντε εφημέριους, εκ των οποίων τέσσερις δεν γνώριζαν γραφή!55 Αυτοί οι υποτιθέμενοι εφημέριοι προχωρούσαν τώρα στην εκλογή τού υποδιακόνου Θωμά Μοροζίνι, που βρισκόταν τότε στην Ιταλία, ως πρώτου Λατίνου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.56
Καθώς ο Ιννοκέντιος δεν μπορούσε πια να αγνοήσει μια τέτοια ενέργεια και καθώς πλησίαζε ο χρόνος για τη δική του απόφαση, ξεκίνησε βάζοντας το εκκλησιαστικό δικαστήριο να κρίνει την εκλογή τού Μοροζίνι ως αντικανονική και συνεπώς ως απαράδεκτη χωρίς παπική έγκριση. Όμως αντιλήφθηκε σύντομα ότι η καθυστέρηση δεν τού παρείχε κανένα πλεονέκτημα. Η μεγάλη του ανησυχία για τη συνέχιση τής σταυροφορίας, για την επιβολή τής τάξης στη νέα Λατινική αυτοκρατορία, καθώς και για την ένωση των Εκκλησιών τον οδήγησαν τελικά να γράψει στους κληρικούς στην Κωνσταντινούπολη, στον Λατίνο αυτοκράτορα και στον δόγη, ότι αυτοί οι υπάλληλοι από τη Βενετία, «που αυτοαποκαλούνταν εκλέκτορες τής εκκλησίας τής Αγίας Σοφίας», δεν είχαν πάρει ποτέ παπική άδεια να εκλέξουν τον Λατίνο πατριάρχη και η δράση τους είχε καταγγελθεί δημοσίως στο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Όμως ο ίδιος ο πάπας προχωρούσε τώρα στην εκλογή και επικύρωση τού Μοροζίνι ως πατριάρχη, κατ' εντολή τού αυτοκράτορα και με την ελπίδα ότι οι Ενετοί θα επιδείκνυαν μεγαλύτερη σταθερότητα στην υπηρεσία τού Σταυρού (στις 21 Ιανουαρίου 1205).57 Τέλος στις 29 Ιανουαρίου 1205 ο Ιννοκέντιος έγραψε δύο επιστολές προς τον δόγη Ενρίκο Ντάντολο, που αποτελούσαν την πρώτη απάντηση προς τον δόγη ύστερα από το γράμμα και τούς απεσταλμένους που είχε στείλει αυτός στον πάπα μερικούς μήνες πριν: Ο Ιννοκέντιος δεν θα μπορούσε να επικυρώσει τη συνθήκη τού Μαρτίου 1204, η οποία προέβλεπε, με την επιφύλαξη τής παπικής συναίνεσης, τον αφορισμό οποιουδήποτε αντέβαινε τούς όρους της, ενώ ταυτόχρονα χορηγούσε την εξουσία τροποποίησης των όρων σε επιτροπή έξι Φράγκων και έξι Ενετών, οι οποίοι έτσι θα είχαν ουσιαστικά την εξουσία να αφορίζουν,58 ρύθμιση την οποία ο Ιννοκέντιος αρνήθηκε φυσικά να δεχθεί.59 Η συνθήκη τού Μαρτίου 1204 προέβλεπε επίσης την κατανομή τής (ελληνικής) εκκλησιαστικής περιουσίας μεταξύ Ενετών και Φράγκων, με τη διατήρηση από τον κλήρο ενός κομματιού, αρκετού για να τον εξασφαλίζει εντίμως, πράγμα το οποίο ο Ιννοκέντιος απέρριψε επίσης με αγανάκτηση.60 Δεν έπρεπε να υπάρχει καμία εκκοσμίκευση τής εκκλησιαστικής περιουσίας.
Οι Ενετοί απεσταλμένοι είχαν επίσης ζητήσει εκ μέρους τού δόγη, αφού «έφερε το βάρος πολλών ετών και πάρα πολλής δουλειάς» (cum sis confectus senio et labore confractus), να απαλλαγεί από τον όρκο του να ταξιδέψει στο εξωτερικό, αφού μπορούσε να βοηθήσει την αποστολή στρατού στους Αγίους Τόπους χωρίς να τον συνοδεύει ο ίδιος. Ο Ιννοκέντιος μίλησε για τη μεγάλη φήμη τού δόγη, την ευφυΐα του, την ωριμότητά του στη λήψη αποφάσεων και για τον τρόπο με τον οποίο οι ιδιότητες αυτές θα βοηθούσαν τον χριστιανικό στρατό στην ευγενή επιχείρησή του. Ο αυτοκράτορας και οι σταυροφόροι ποτέ δεν σταματούσαν να φωνάζουν στα αυτιά τού πάπα για τη μεγάλη υπηρεσία που τούς είχε προσφέρει ο δόγης. Ο Ιννοκέντιος τούς πίστεψε και δεν μπορούσε πια να αγνοήσει τη βοήθεια τού δόγη. Ο Ενρίκο Ντάντολο είχε μέχρι τώρα υπηρετήσει τον κόσμο και δεν είχε κερδίσει γι' αυτό μικρή δόξα. Ας υπηρετούσε πια τον Θεό, που δεν αφήνει τούς καλούς χωρίς ανταμοιβή ούτε τούς κακούς ατιμώρητους.61 Ήταν αριστουργηματική απάντηση. Ο Ενρίκο Ντάντολο θα κατάφερνε ασφαλώς να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές. Ο πάπας δεν είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει το κύριο όπλο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον τού πανούργου δόγη. Ο τελευταίος είχε γράψει στον Ιννοκέντιο ότι ο παπικός λεγάτος καρδινάλιος Πέτρος Καπουάνο είχε ελευθερώσει τον ίδιο και τον ενετικό στρατό από την ποινή τού αφορισμού. Ο Ιννοκέντιος αποδεχόταν το γεγονός, αν ήταν αλήθεια, ενώ και ο ίδιος επικύρωνε την απόφαση άφεσης, με την προϋπόθεση ότι ο λεγάτος καρδινάλιος θα την επιβεβαίωνε.62 Ο Ιννοκέντιος είχε πολύ μεγάλη εμπειρία τής ενετικής διπλωματίας και προχωρούσε προσεκτικά.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1205 o Iννοκέντιος απεύθυνε επιστολή προς τον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο, τον δόγη Eνρίκο, τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, καθώς και τούς άλλους ηγέτες τού στρατού, προειδοποιώντας τους να απέχουν από κάθε διαίρεση τής περιουσίας τής εκκλησίας και απειλώντας να αντιμετωπίσει μια τέτοια από πλευράς τους ενέργεια με «εκκλησιαστική μομφή».63 Όμως ήδη από το προηγούμενο φθινόπωρο οι σταυροφόροι και οι Ενετοί είχαν μοιράσει μεταξύ τους τις βυζαντινές περιουσίες, λαϊκές και εκκλησιαστικές, και δεν είχαν καμία πρόθεση να στερηθούν τα εδάφη και τα αγαθά που θεωρούσαν δικά τους με το δικαίωμα τής κατάκτησης, απλά και μόνο επειδή αυτά τα εδάφη και αγαθά ανήκαν πριν σε Βυζαντινούς κληρικούς και επειδή ο πάπας αρνιόταν να τα δει να εκκοσμικεύονται. Είχαν υπάρξει αρκετά γενναιόδωροι. Έτσι κι αλλιώς ο πάπας είχε προσπαθήσει από την αρχή να εμποδίσει την επιχείρησή τους. Και τι είχε κατακτήσει ο κλήρος; Είχαν κάνει γι’ αυτόν αξιοπρεπή πρόβλεψη. Τί δικαίωμα είχε σε περισσότερα; «Κάθε δικαίωμα» ήταν η παπική απάντηση και η διαμάχη συνεχίστηκε μέχρις ότου επιτεύχθηκε ασταθής διακανονισμός στις 17 Μαρτίου 1206, που επικυρώθηκε από τον πάπα στις 5 Αυγούστου, σύμφωνα με τον οποίο, κάτω από ορισμένες λεπτομερώς προσδιοριζόμενες προϋποθέσεις, οι Λατίνοι κληρικοί έπαιρναν το «ένα δέκατο πέμπτο όλων των νέων κτήσεων» των σταυροφόρων (quinta decima pars omnium possessionum), που βρίσκονταν έξω από τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης. Έπαιρναν επίσης ελευθερία από τη δικαιοδοσία των λαϊκών, ενώ και «από τα εδάφη τα οποία, αν θέλει ο Θεός, θα κατακτηθούν εφεξής, η εκκλησία θα παίρνει πρώτη το ένα δέκατο πέμπτο πριν αυτά διανεμηθούν».64
Σε συμφωνία με τις δεσμεύσεις που ανελήφθησαν πριν από την αυτοκρατορική εκλογή, στον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, ως ηττημένο υποψήφιο, θα δίνονταν η Μικρά Ασία και η Πελοπόννησος («το νησί τής Ελλάδας»), μαζί με την Κρήτη, την οποία ο Αλέξιος [Δ’] Άγγελος τού είχε υποσχεθεί κατά την έναρξη τής σταυροφορίας.65 Η κατάκτηση αυτών των τόπων θεωρούνταν δεδομένη, αν και σχεδόν όλοι τους αποτελούσαν ιδιοκτησία άλλων, γεγονός που οδήγησε τον Νικήτα Χωνιάτη σε ιδιαίτερη αγανάκτηση.66 Όμως ο Βονιφάτιος πρότεινε στον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο την ανταλλαγή τής Μικράς Ασίας, ίσως και τής Πελοποννήσου, με την πόλη τής Θεσσαλονίκης και τη Μακεδονία, «επειδή αυτή η επικράτεια βρισκόταν δίπλα σε εκείνη τού βασιλιά τής Ουγγαρίας, τού οποίου την αδελφή [τη Μαργαρίτα, χήρα τού Ισαάκιου Β’ Άγγελου] είχε παντρευτεί» [τον Μάιο τού 1204].67 Είχε επίσης διατελέσει φέουδο, όπως θα σημειώσουμε, τού Νέριο, τού αδελφού τού Βονιφάτιου. Υπήρξε πολλή συζήτηση. Ο Βαλδουΐνος έκανε την παραχώρηση με μεγάλη απροθυμία, για την οποία ο Βονιφάτιος δήλωσε υποταγή, «και υπήρχε πολύ μεγάλη χαρά σε ολόκληρο τον στρατό». Όμως το καλοκαίρι τού 1204, κατά τη διάρκεια τής δυτικής εκστρατείας τού Βαλδουΐνου εναντίον τού Αλεξίου Γ’, προέκυψε πολύ δύσκολη κατάσταση, που έθεσε σε κίνδυνο το μέλλον τής Λατινικής αυτοκρατορίας. Βαλδουΐνος και Βονιφάτιος φιλονίκησαν στον στρατόπεδο των σταυροφόρων έξω από τη Μοσυνούπολη, κοντά στον κόλπο τού Λάγος στη Δυτική Θράκη. Ο Βονιφάτιος ζήτησε την άδεια από τον ηγεμόνα του να πάει στη Θεσσαλονίκη, τής οποίας ο λαός, είπε, είχε δείξει την προθυμία του να τον δεχθεί, και στη συνέχεια να επιστρέψει, αν το επιθυμούσε ο Βαλδουΐνος, για εκστρατεία εναντίον τού Ιωαννίτσα (Καλογιάν), «που ήταν βασιλιάς τής Βλαχίας και τής Boυλγαρίας» (qui est rois de Blakie et de Bogrie). Όμως ο Βαλδουΐνος επέμενε να κάνει ο ίδιος εκστρατεία στη Θεσσαλονίκη, για να δηλώσουν άμεσα σε αυτόν την υποταγή τους οι κάτοικοι. Προχώρησε λοιπόν και πέρασε τρεις ημέρες μπροστά στα τείχη τής πόλης, όπου η εξουσία του αναγνωρίστηκε υπό την προϋπόθεση τής από μέρους του τήρησης των νόμων και εθίμων, με τα οποία οι Έλληνες αυτοκράτορες κυβερνούσαν τη δεύτερη πόλη τής αυτοκρατορίας τους. Ο Βονιφάτιος εξοργίστηκε και κατέλαβε αμέσως το οχυρό Διδυμότειχο (Ντεμότικα) στον Έβρο (Μαρίτσα), μέρος το οποίο, κατά τον Βιλλεαρδουΐνο, ήταν «πολύ όμορφο, πολύ δυνατό και πολύ πλούσιο». Στη συνέχεια πολιόρκησε την Αδριανούπολη, την οποία είχε καταλάβει προσφάτως ο Βαλδουΐνος. Όταν τα νέα για τα γεγονότα αυτά έφτασαν στον δόγη Eνρίκο, στον Λουδοβίκο τού Μπλουά και στους βαρώνους στην Κωνσταντινούπολη, τούς γέμισαν με φόβο, μήπως χανόταν το σύνολο τής κατάκτησης που είχαν πετύχει.68
Συγκλήθηκε συμβούλιο των βαρώνων στο παλάτι των Βλαχερνών και αποφασίστηκε να σταλεί ο Βιλλεαρδουΐνος, που ήταν πρόθυμος να πάει, στην Αδριανούπολη, για να συζητήσει με τον Βονιφάτιο. Όταν ο τελευταίος πληροφορήθηκε την άφιξη τού Βιλλεαρδουΐνου και των συναδέλφων του απεσταλμένων, κάλπασε για να τούς συναντήσει μαζί με τούς Ζακ ντ’ Αβέν, Γκυγιώμ τού Σαμπλίτ, Χιού τού Κολινύ και Όθωνα ντε λα Ρος, που κατείχαν τις υψηλότερες θέσεις στα συμβούλιά του (qui plus halz estoient del conseil del marchis). Ο Βιλλεαρδουΐνος αναφέρει ότι επέκρινε αποφασιστικά τον καλό του φίλο Βονιφάτιο, γιατί προσέφευγε σε βίαιη κατάληψη εδαφών τού αυτοκράτορα πριν ζητήσει δικαιοσύνη από τούς βαρώνους τής Κωνσταντινούπολης, «οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα τού εξασφάλιζαν επανορθώσεις, εφόσον ο αυτοκράτορας τού είχε κάνει οποιοδήποτε κακό». Ο Βονιφάτιος πείστηκε να υποβάλει την υπόθεσή του σε τέσσερις διαιτητές, στον δόγη Eνρίκο, τον Λουδοβίκο τού Μπλουά, τον Κόνωνα τού Mπετύν και τον ίδιο τον καλό Βιλλεαρδουΐνο κι έτσι τερματίστηκε η πολιορκία τής Αδριανούπολης. Ο Βονιφάτιος αποσύρθηκε με τις δυνάμεις του στο Διδυμότειχο, «όπου βρισκόταν η σύζυγός τού αυτοκράτειρα [Μαργαρίτα]». Όταν έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη η απόφασή του, οι βαρώνοι ικανοποιήθηκαν πολύ και έγραψαν στον Βαλδουΐνο, προσκαλώντας και αυτόν να υποβάλει την υπόθεσή του στην εκδίκασή τους, γιατί σε καμία περίπτωση δεν θα ανέχονταν έναν τέτοιο πόλεμο.69
Στις 12 Αυγούστου 1204, ενώ ο Βονιφάτιος πολιορκούσε ακόμη την Αδριανούπολη, είχε κάνει μυστική συμφωνία με τούς Ενετούς, οι οποίοι προφανώς υποσχέθηκαν να εξασφαλίσουν δικαστική απόφαση υπέρ του. Τώρα αυτός παραχωρούσε στους Ενετούς τις διεκδικήσεις του επί τού σημαντικού νησιού τής Κρήτης, το οποίο οι Γενουάτες είχαν το άγχος να εξασφαλίσουν και το οποίο τού είχε υποσχεθεί ο Αλέξιος [Δ’] Άγγελος. Επιπλέον ο Βονιφάτιος παραχωρούσε την αξίωσή του για 100.000 υπέρπυρα, που τού είχε επίσης υποσχεθεί ο Αλέξιος, καθώς και ορισμένα Moμφερρατικά δικαιώματα στην επικράτεια τής Θεσσαλονίκης, τα οποία είχε χορηγήσει ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός στον αδελφό του, τον Νέριο Μομφερρατικό, εικοσιπέντε χρόνια πριν με κάποιου είδους όρους, με την ευκαιρία τού γάμου τού Νέριο με την κόρη τού Μανουήλ Μαρία (το 1179). Σε αντάλλαγμα για όλα αυτά ο Βονιφάτιος θα έπαιρνε μόνο χίλια μάρκα ασήμι, καθώς και τόσα εδάφη στο δυτικό τμήμα τής νέας Λατινικής αυτοκρατορίας, ώστε να τού εγγυώνται ετήσια απόδοση 10.000 χρυσών υπερπύρων, πράγμα που σαφώς σημαίνει ότι η Θεσσαλονίκη επανεκχωρούνταν έτσι στον Βονιφάτιο και ότι η Δημοκρατία τού Αγίου Μάρκου αναλάμβανε να τον διατηρεί εκεί.70 Τονιζόταν ότι η συμφωνία τού Βονιφάτιου με τούς Ενετούς σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε κατάργηση τής φεουδαρχικής υποταγής του στον Λατίνο αυτοκράτορα. Με προφορικές δεσμεύσεις ενδεχομένως τού ανατέθηκαν επίσης εκείνα τα εδάφη τής κεντρικής Ελλάδας και τού βορειο-ανατολικού Μοριά, τα οποία με την «κατάτμηση τής Ρωμανίας» φαίνεται ότι είχαν παραχωρηθεί στους Σταυροφόρους και στους Ενετούς αντίστοιχα,71 αλλά τα οποία ο Βονιφάτιος θα επιδίωκε σύντομα να καταλάβει με τη δύναμη των όπλων.72 Καθώς ο αυτοκράτορας Βαλδουΐνος επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε αφήσει φρουρά, στην Κωνσταντινούπολη, τον πλησίασε αντιπροσωπεία σταλμένη από τούς βαρώνους και τού ζήτησε να υποβάλει σε αυτούς για επίλυση τις διαφορές του με τον Βονιφάτιο. Στην αρχή αρνήθηκε να το πράξει, ύστερα από συμβουλές των συμβούλων του, αν και λίγες μέρες μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα υπέκυψε στους βαρώνους, έχοντας αντιληφθεί «ότι τον είχαν άσχημα συμβουλεύσει να μπλέξει με τον μαρκήσιο». Οι βαρώνοι έστειλαν στο Διδυμότειχο πέντε δικούς τους, περιλαμβανομένου τού Βιλλεαρδουΐνου, για να καλέσουν τον Βονιφάτιο, ο οποίος τώρα γύριζε στην πρωτεύουσα με εκατό ένοπλους άνδρες. Η συνέλευση των βαρώνων συγκλήθηκε, παράγγειλε την αρχική εκχώρηση τής Θεσσαλονίκης στον Βονιφάτιο και διακήρυξε επίσημα ότι η πόλη και τα εδάφη της ανήκαν σε αυτόν. Ο Βιλλεαρδουΐνος θα κρατούσε το Διδυμότειχο ως εγγύηση τής αυτοκρατορικής καλής πίστης και θα το επέστρεφε στον Βαλδουΐνο όταν ο Βονιφάτιος θα είχε δεόντως εγκατασταθεί στο νεοαποκτηθέν βασίλειό του. Ο Bαλδουΐνος υπέκυψε λοιπόν στην πίεση που τού άσκησαν και επανασυμφιλιώθηκε με τον Βονιφάτιο, προς τεράστια ανακούφιση τού στρατού των σταυροφόρων.73 Επανεδραιώθηκε ειρήνη, αποδόθηκε δικαιοσύνη και αποφεύχθηκε η αυτοκαταστροφή. Οι Λατίνοι βαρώνοι είχαν λόγους να είναι ικανοποιημένοι, ενώ υπήρχαν κι εκείνοι που θεωρούσαν τη κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης ως πράξη εκδίκησης και αντιποίνων επί των Ελλήνων για την ύπουλη αρπαγή τής Τροίας. Έτσι μάς πληροφορούν ο Γκύντερ τού Πάιρις και ο Ρoβέρτος τού Κλάρι, γιατί οι Φράγκοι κατάγονταν φυσικά από τούς αρχαίους Τρώες, όπως καθιστούσε σχεδόν απολύτως σαφές ο Βιργίλιος στην Αινειάδα!74
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού ή στις αρχές τού φθινοπώρου τού 1204 μια επιτροπή συνέταξε τελικά και ολοκληρωμένα τη «Διαίρεση τής Ρωμανίας» (Partitio Romanie ή Regni Graeci), η οποία ακολούθησε, εξειδικεύοντας τώρα τις γενικές συμφωνίες τού προηγούμενου Μαρτίου, στις οποίες κάποια μεταγενέστερα γεγονότα είχαν καταστήσει απαραίτητες κάποιες αλλαγές, ιδιαίτερα για να επιτραπεί στον Βονιφάτιο να συγκροτήσει το δουκάτο του τής Θεσσαλονίκης στη δυτική Θράκη και στην ανατολική Μακεδονία, μεταξύ των ποταμών Έβρου (Μαρίτσα) και Αξιού (Βαρδάρη).75 Το μερίδιο τού αυτοκράτορα τροποποιούνταν τώρα, ώστε να περιλαμβάνει τα εδάφη γύρω από την Προποντίδα, τον «βραχίονα τού Αγίου Γεωργίου» (Bracchium S. Georgii), παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί έπαιρναν τη δυτική της ακτή, νότια τής Ηρακλείας Περίνθου (σήμερα Μαρμαρά Ερεγλισί), μαζί με λωρίδα εδάφους που έφτανε στην ενδοχώρα μέχρι την Αδριανούπολη. Στην Ευρώπη ο αυτοκράτορας έπαιρνε τα εδάφη που βρίσκονταν ανατολικά τής γραμμής που χαρασσόταν επί τού χάρτη από το Τζούρουλον (σήμερα Τσορλού) στη νοτιοανατολική Θράκη μέχρι την Αγαθούπολη (σήμερα Αχτοπόλ στη Βουλγαρία) προς βορρά στη Μαύρη Θάλασσα, που ήταν μικρή αλλά πλούσια περιοχή. Στη Μικρά Ασία έπαιρνε τα εδάφη που βρίσκονταν βορείως τής γραμμής που αρχίζει από το Αδραμύττιον (σήμερα Εντρεμίτ), κοντά στο νησί τής Λέσβου, μέχρι τις εκβολές τού ποταμού Σαγγάριου, σύνορο που αποδείχθηκε δύσκολο να κρατηθεί, παρά τη λατινική συμμαχία που θα γινόταν σύντομα με τον Δαβίδ Κομνηνό τής Ποντικής Ηράκλειας (σήμερα Καραντενίζ Ερεγλί) και τής Τραπεζούντας,76 γιατί βρισκόταν κατά μήκος των συνόρων τής νεοσύστατης αυτοκρατορίας τής Νικαίας, η δύναμη τής οποίας αυξανόταν καθώς περνούσαν τα χρόνια. Τέλος, μεταξύ ορισμένων άλλων κτήσεων, ο αυτοκράτορας έπαιρνε επίσης τα περισσότερα από τα μεγάλα νησιά τού ανατολικού Αιγαίου, δηλαδή τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Λήμνο, τη Σάμο και την Κω. Όμως ο αυτοκράτορας θα κατείχε μόνο τα πέντε όγδοα τής Κωνσταντινούπολης, ενώ το υπόλοιπο τής πόλης, συμπεριλαμβανομένης τής Αγίας Σοφίας, θα υπαγόταν στους Ενετούς.77 Το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου έπαιρνε πλήρως το μερίδιό του. Οι Ενετοί κατέλαβαν ή διεκδίκησαν ορισμένους τόπους σε κατάλληλη θέση για τη ναυτική υπεράσπιση τού μακρινού εμπορίου τους, αν και φαίνεται ότι πιθανώς δεν είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή την πτυχή τής συμφωνίας κατάτμησης. Στους Ενετούς δόθηκαν τα ευρωπαϊκά εδάφη δυτικά των αντιστοίχων τού αυτοκράτορα, από την Ποντική Ηράκλεια και τη θρακική Χερσόνησο (περιλαμβανομένης τής Καλλίπολης) μέχρι τον άνω ρου τού Έβρου (Μαρίτσα), εκτεινόμενα βόρεια τής Αδριανούπολης και περιλαμβάνοντα και αυτήν (cum omnibus que sub ipsa). Στο Αιγαίο πήραν τούς Ωρεούς και την Κάρυστο στην Εύβοια (Νεγκροπόντε), την Αίγινα, τη Σαλαμίνα και την Άνδρο, αλλά όχι το νησί τής Νάξου, που αποτέλεσε αργότερα κεντρικό φέουδο τού δουκάτου τού Αρχιπελάγους. Η Κρήτη βέβαια τούς είχε παραχωρηθεί από τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Τέλος στους Ενετούς δόθηκε επίσης η δυτική Πελοπόννησος (Μοριάς), καθώς και η Ήπειρος, η Ακαρνανία, η Αιτωλία και τα νησιά τού Ιονίου.78 Ο δόγης έγινε Έλληνας «δεσπότης». Δεν ήταν υποτελής και δεν κατέβαλε φεουδαρχικά μισθώματα στον Λατίνο αυτοκράτορα. Ήταν «άρχοντας τεσσάρων και μισού δεκάτων τού συνόλου τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας».79 Παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατία κατείχε άμεσα ορισμένα στρατηγικά λιμάνια και κέντρα, όπως το Δυρράχιο στην Αδριατική, τη Μεθώνη και την Κορώνη στον νότιο Μοριά, τούς Ωρεούς και την Κάρυστο στο νησί τού Νεγκροπόντε, διάφορες αριστοκρατικές οικογένειες τής Βενετίας πήραν την άδεια και ενθαρρύνθηκαν να ιδρύσουν δουκάτα για τούς εαυτούς τους, τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και στα νησιά. Με την τελική συνθήκη κατάτμησης οι σταυροφόροι πήραν την άκρη τής θρακικής Χερσονήσου και τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά των ενετικών εδαφών και περιλάμβαναν έτσι την κοιλάδα τού κάτω Έβρου με πόλεις όπως η Τραϊανούπολις, τα Κύψελα (σήμερα Ίψαλα), ο Άπρος και το Διδυμότειχο (Ντεμότικα), μαζί με κάποιο έδαφος μεταξύ των βορείων τμημάτων των ενετικών και των αυτοκρατορικών κτήσεων, όπου βρίσκονταν οι πόλεις Βρύση και Γέννα. Πήραν επίσης το ανατολικό μισό τής ηπειρωτικής Ελλάδας, στο οποίο εκτεινόταν το δουκάτο τής Θεσσαλονίκης και στο νοτιότερο τμήμα τού οποίου βρισκόταν η «περιοχή των Αθηνών μαζί με τα εξαρτώμενα από αυτήν Μέγαρα» (orium Athenarum, cum pertinentia Megaron).80
Την 1η Οκτωβρίου 1204 λέγεται ότι ο αυτοκράτορας Bαλδουΐνος έχρισε ιππότες πάνω από εξακόσιους άνδρες, στους οποίους έδωσε γη, αξιώματα ή φέουδα, αν χρειάζονταν, ώστε να μπορούν να ζουν με τρόπο αρμόζοντα με τη νέα κοινωνική τους θέση, ενώ διέταξε τούς νέους ιππότες να κυβερνούν «με τούς δίκαιους νόμους, τα προνόμια και τα έθιμα των Αθηναίων και των Ελλήνων, όπως ήσαν κάποτε, όταν η Ελλάδα άκμαζε, όταν καθένας διοικούσε την επικράτειά του χωρίς τυραννία και κυβερνούσε δίκαια και ένδοξα».81 Ο χρονικογράφος Γκύντερ δηλώνει επίσης ότι μετά τη λατινική άλωση τής Κωνσταντινούπολης «νόμοι, δικαιώματα και άλλοι θεσμοί, που είχαν ήδη κριθεί αξιέπαινοι από παλιά, τόσο στην πόλη όσο και στην επαρχία, αφέθηκαν να λειτουργούν όπως και πριν, αλλά εκείνους που έπρατταν εσφαλμένα [reprobabiles], είτε τούς άλλαζαν προς το καλύτερο ή τούς αντικαθιστούσαν εντελώς».82 Ο Βαλδουΐνος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με εκστρατεία τις πολλαπλές υποχρεώσεις που αντιμετώπιζαν οι κατακτητές στην οργάνωση τής νέας αυτοκρατορίας τους. Στις αρχές τού 1205 έγραψε στον πάπα Ιννοκέντιο, ζητώντας από τον τελευταίο να τού στείλει ιερωμένους από τα κύρια τάγματα, Κιστερκιανούς, Κλουνιακούς, καθώς και κανονικούς εφημέριους και άλλους, μαζί με παλιά λειτουργικά βιβλία, συνόψεις και άλλα βιβλία που περιείχαν την εκκλησιαστική λειτουργία σύμφωνα με τούς θεσμούς τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ώστε να εγκαθιδρύσει την αληθινή πίστη στη νέα αυτοκρατορική επικράτεια. Στις 25 Μαΐου ο πάπας προέτρεψε την ιεραρχία στη Γαλλία να στείλει στον Λατίνο αυτοκράτορα τούς ιερωμένους που αυτός είχε ζητήσει, «άνδρες κάθε τάγματος, αξιέπαινου χαρακτήρα και γνώσεων και ένθερμους στη θρησκεία».83 Ταυτόχρονα, ο αυτοκράτορας είχε ζητήσει από τον πάπα να προσπαθήσει να δώσει εντολή στους διδάσκοντες και σπουδαστές τού Πανεπιστημίου τού Παρισιού «να πάνε στην Ελλάδα και να μεταρρυθμίσουν τη μελέτη τής φιλολογίας» (quatenus, in Graeciam accedentes, ibi studeretis litterarum stadium reformare). Ο Ιννοκέντιος έγραψε στους διδάσκοντες και σπουδαστές τού πανεπιστημίου, ότι «δεν θα αποτελούσε πηγή δυσκολίας για πολλούς από εσάς να πάνε σε γη πλούσια σε ασήμι, χρυσό και πολύτιμους λίθους, καλά εφοδιαζόμενη με σιτηρά, κρασί και λάδι και πλούσια σε μεγάλες ποσότητες από όλα τα καλά πράγματα».84 Τούς διαβεβαίωνε ότι οι πνευματικές τους ανταμοιβές θα ξεπερνούσαν ακόμη και τα επίγεια κέρδη τους, αν υπηρετούσαν στην Ελλάδα, «για την τιμή και τη δόξα Εκείνου, από τον οποίο προέρχεται το δώρο όλης τής γνώσης», αλλά ακόμη κι έτσι οι διδάσκοντες και οι σπουδαστές τού Πανεπιστημίου τού Παρισιού εξακολουθούσαν να προτιμούν τον Σηκουάνα από τον Βόσπορο και τον Ιλισσό.
Ύστερα από αυτοκρατορική εξουσία έντεκα περίπου μηνών ο Βαλδουΐνος πιάστηκε αιχμάλωτος στις 14 Απριλίου 1205 από τον Ιωαννίτσα, τον βασιλιά των Βλάχων και των Βουλγάρων, τον οποίο οι Λατίνοι είχαν μετατρέψει από πιθανό σύμμαχο σε φοβερό εχθρό εξαιτίας τής έλλειψης διπλωματίας στην αντιμετώπισή του. Ο Βαλδουΐνος πιάστηκε σε σύγκρουση έξω από την Αδριανούπολη, σε κακώς οργανωμένη εκστρατεία των Λατίνων. Η ήττα του απειλούσε να καταστρέψει στο ξεκίνημά της την εγκαθίδρυση τής Λατινικής αυτοκρατορίας. Ύστερα από την αιχμαλωσία τού Βαλδουΐνου, ο οποίος προφανώς βασανίστηκε και φονεύθηκε από τον Ιωαννίτσα λίγο αργότερα στην πρωτεύουσά του Tίρνοβο, πέρασε μια χρονιά αβεβαιότητας στις προβληματικές υποθέσεις τής Λατινικής αυτοκρατορίας, αφού οι σταυροφόροι είχαν σοβαρότατες αμφιβολίες για το μέλλον της. Όμως τελικά ο αδελφός του Ερρίκος κατάφερε να τον διαδεχθεί και την Κυριακή 20 Αυγούστου 1206 στέφθηκε ως δεύτερος Λατίνος αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, τη Μεγάλη Εβδομάδα τού 1225, ένας ερημίτης στη μικρή φλαμανδική πόλη Μορταίν, κοντά στη Βαλανσιέν, έγινε αποδέκτης εκκλήσεων κάποιων, που ήσαν εχθρικοί προς την κόμισσα Ιωάννα τής Φλάνδρας, να ονομαστεί ο ίδιος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος, προκαλώντας σχεδόν εμφύλιο πόλεμο στην Φλάνδρα και προξενώντας σοβαρή κοινωνική αναταραχή.85
Όταν ο Βονιφάτιος κέρδισε τελικά τη σημαντική πόλη τής Θεσσαλονίκης στις αρχές Σεπτεμβρίου 1204, γρήγορα καταπιάστηκε με την οργάνωση τού νέου του κράτους, το οποίο θα γινόταν «βασίλειο» πέντε χρόνια αργότερα.86 Οι ενισχύσεις και τα συμβάντα τής φεουδαρχικής θητείας έπρεπε να ρυθμιστούν με τούς Λομβαρδούς και Γάλλους, τούς Φλαμανδούς και Γερμανούς, οι οποίοι τον ακολουθούσαν και πολεμούσαν για λογαριασμό του. Θα έπαιρναν ως φέουδα πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς και εδάφη αφιερωμένα σε θεούς και ήρωες ενός από καιρό ξεχασμένου παρελθόντος. Στη Θεσσαλονίκη οι εκκλησίες τού Αγίου Δημητρίου και τής Αγίας Σοφίας παραχωρήθηκαν στους Λατίνους κληρικούς. Λέγεται ότι ο Βονιφάτιος ήταν σκληρός στην απόσπαση χρημάτων από τούς Έλληνες γηγενείς τής Θεσσαλονίκης και στην επίταξη των καλύτερων σπιτιών τής πόλης για τη διαμονή των ανδρών του.87 Ήθελε να δημιουργήσει ισχυρό, συμπαγές κράτος, που να περιλαμβάνει τη Μακεδονία, την κεντρική Ελλάδα, και τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Θέσπισε αντιβασιλεία στη νέα του πρωτεύουσα, ορίζοντας ως αντιβασιλέα τη σύζυγό του Μαργαρίτα τής Ουγγαρίας, χήρα τού Ισαάκιου Β' Άγγελου, την οποία είχε παντρευτεί μόλις προσφάτως, όπως είδαμε, για να εγκαθιδρύσει συγγένεια με τη δυναστεία των Αγγέλων και να κερδίσει μέσω αυτής την υποστήριξη των Ελλήνων. Έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του για την κατάκτηση τής Ελλάδας, οι οποίες φαίνεται ότι ήσαν βιαστικές αλλά επαρκείς, ο Βονιφάτιος έστρεφε τώρα την προσοχή του προς τον νότο, όπου κύριος αντίπαλός του ήταν ο Λέων Σγουρός, ο άρχοντας τού Ναυπλίου, ο οποίος είχε επωφεληθεί από τη σύγχυση στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα για να οικοδομήσει βραχύβιο κράτος για τον εαυτό του, καθώς η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατέρρεε μπροστά στην επίθεση των σταυροφόρων.88
Καθώς η αυτοκρατορία κατέρρεε σε κομμάτια ο Λέων Σγουρός θεώρησε ότι είχε την ευκαιρία να πάρει κάποια από αυτά για τον εαυτό του. Τώρα ήθελε να προσθέσει κάποια εδάφη τής ηπειρωτικής Ελλάδας στην επικράτεια που κατείχε στον Μοριά. Kάποιος σοφότερος θα θεωρούσε την εθνική καταστροφή ως προσωπική και θα αντιλαμβανόταν ότι η δική του καταστροφή ήταν επίσης επικείμενη, αλλά ο Λέων Σγουρός φαίνεται ότι ήταν απλώς φιλόδοξος άνθρωπος. Είχε ήδη επιτεθεί στην Αττική και την είχε λεηλατήσει, όπως μάς πληροφορούν, χειρότερα από τον Αρχιδάμειο πόλεμο, όπου εξαφανίστηκαν μόνο το αμπέλι και η ελιά. Φεύγοντας ο Σγουρός άφησε πίσω του έρημο εκεί όπου υπήρχε πόλη.89 Στις αρχές τού έτους 1204, έχοντας ήδη, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, «αποπλανήσει το Άργος και κλέψει την Κόρινθο», ο Σγουρός κύκλωσε την Αθήνα από στεριά και θάλασσα. Περίμενε εύκολη κατάκτηση. Αν η απλή εμφάνισή του μπροστά στην πόλη δεν τρομοκρατούσε την επισκοπική φρουρά, αυτήν που ήταν, καθώς και τούς έτοιμους για μάχη πολίτες που είχαν καταφύγει στην Ακρόπολη, ώστε να υποταγούν, ήταν βέβαιος ότι οι πολιορκητικές του μηχανές θα τούς οδηγούσαν σύντομα ανήμπορους στην παράδοση. Όμως ο Σγουρός υπολόγιζε χωρίς να γνωρίζει τον μητροπολίτη Αθηνών, τού οποίου η αγάπη για την περίφημη πόλη ήταν τόσο μεγάλη, όσο και το θάρρος με το οποίο ετοιμαζόταν να την υπερασπιστεί. Έτσι οι προσπάθειες τού Σγουρού ήσαν, πολύ σωστά, καταδικασμένες σε αποτυχία, «γιατί αρχιποιμένας τού ποιμνίου στην Αθήνα ήταν ο Μιχαήλ Χωνιάτης», γράφει ο Νικήτας, «ο αδελφός μου και όταν λέω ο αδελφός μου, νιώθω υπερήφανος για τη σχέση και χαίρομαι για το αίμα που με δένει με εκείνον, όσο κι αν εγώ υστερώ πολύ απέναντι στη δύναμη τού χαρακτήρα του και στο μυαλό του».90 Αν και την επίθεση τού Σγουρού κατά τής Αθήνας δεν την απέτρεψε η ευφράδεια τού αρχιεπισκόπου, που τού επιτέθηκε φραστικά από τα ψηλά τείχη τής Ακρόπολης,91 όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πολιορκία ύστερα από μερικές μέρες, όταν οι υπερασπιστές τού φρουρίου αποδείχθηκαν αποφασιστικοί και ανένδοτοι, είτε από αγάπη για τον καλό μητροπολίτη τους είτε από φόβο για τον Σγουρό. Αλλά ο Σγουρός ξέσπασε τον θυμό του κατά των Αθηναίων καίγοντας τα σπίτια τους στην κάτω πόλη και αρπάζοντας τα ζώα και τα κοπάδια τους, που ήσαν τόσο απαραίτητα για να μην πέσει η οικονομία τής Αθήνας κάτω από το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης (και δή τοῖς οἰκοπέδοις ἐνίησι πῦρ και προνομεύει τῶν ζώων τά εἰς ζεύγλην και δίαιταν έπιτήδεια).92 Ύστερα από μερικές ημέρες τέτοιας λεηλασίας ο Σγουρός έφυγε από την Αθήνα και πήγε στη Θήβα, την «πόλη των επτά πυλών», στην οποία εισήλθε χωρίς δυσκολία. Προχώρησε στη συνέχεια μέσα από το πέρασμα των Θερμοπυλών και τις πλαγιές τού όρους Oίτη, για να συναντήσει τον ηττημένο αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο στη Λάρισα. Ο Σγουρός παντρεύτηκε την κόρη του Ευδοκία, υπέρτατη τιμή, όπως φαινόταν τότε, για τον τυχάρπαστο άρχοντα τού Ναυπλίου. Ο Αλέξιος προφανώς έλπιζε να τον χρησιμοποιήσει. Αλλά κατά τον ιστορικό Νικήτα οι κακοτυχίες των προηγούμενων συζύγων τής κυρίας έμοιαζαν ως προμήνυμα εκείνου που επρόκειτο να ακολουθήσει, γιατί ενώ ακόμη γιορταζόταν ο γάμος, ο Βονιφάτιος ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Ελλάδα.93 Όταν πλησίαζε ο Βονιφάτιος, ο Σγουρός υποχώρησε στις Θερμοπύλες, πιστεύοντας προφανώς ότι εκεί θα μπορούσε να αποκλείσει την είσοδο των σταυροφόρων στη νότια Ελλάδα. Αλλά το ιστορικό πέρασμα δεν έφερε στο μυαλό τού Σγουρού μεγάλες πράξεις που θα μπορούσε να μιμηθεί. Το πρώτο θέαμα τού ιππικού των Φράγκων υπήρξε αρκετό, σύμφωνα με τον Νικήτα, για να τον κάνει να εγκαταλείψει έντρομος τις Θερμοπύλες και να τραπεί σε βιαστική φυγή προς νότο, προς το απόρθητο καταφύγιο τής Ακροκορίνθου.94
Ο Νικήτας Χωνιάτης μάς λέει με ειλικρίνεια και αγανάκτηση ότι η ελληνική νωθρότητα, δειλία και απελπισία έκανε εύκολη την προέλαση τού κατακτητή. Έτσι, αν και ο Βονιφάτιος δεν είχε υπό τις εντολές του μεγάλο στρατό, αλλά στρατό που είχε συλλεγεί από παντού και βρισκόταν σε αντίθεση με τον ίδιο, κατέλαβε τη Βοιωτία εύκολα (στα τέλη τού έτους 1204), ενώ οι Θηβαίοι τον υποδέχθηκαν χαρούμενα, «ως Θηβαίο που επέστρεφε από μακρινό ταξίδι!» Ύστερα κατέλαβε την Αττική, πήρε την Αθήνα και τοποθέτησε λατινική φρουρά στην Ακρόπολη (προϊών δε κρατεῖ και τῆς Ἀττικῆς, και τῇ Ἀκροπόλει φρουράν ἐγκαθίστησιν). Ο μητροπολίτης Μιχαήλ δεν τού αντιστάθηκε, όπως είχε αντισταθεί στον Σγουρό, γιατί ο Μιχαήλ πίστευε ότι η εποχή τής αντίστασης είχε περάσει. Η αυτοκρατορική πόλη, η πηγή τής ελληνικής δύναμης και ελπίδας, είχε και αυτή καταληφθεί και για να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορά τού Νικήτα, το λατινικό δόρυ έριχνε πια βαριά τη σκιά του πάνω στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα εκείνου, που ήταν κάποτε, αλλά δεν ήταν πια, αυτοκρατορία.95 Όμως για τον Μιχαήλ Χωνιάτη επρόκειτο για τραγωδία πέρα από κάθε περιγραφή, να βλέπει έτσι την αγαπημένη του Αθήνα και τόσο μεγάλο μέρος τής Ελλάδας κάτω από την κυριαρχία των μισητών Λατίνων. Στα χρόνια που ακολούθησαν τού προκαλούσε συνεχή πόνο και ανακαλούσε αναμνήσεις, που εξιστορούσε με βαριά καρδιά. Οι θησαυροί τού καθεδρικού ναού τού Παρθενώνα, μαζί με την πολύτιμη βιβλιοθήκη του, είχαν αρπαχτεί από βέβηλα χέρια Λατίνων. Όμως η συμπεριφορά τού Λέοντος Σγουρού προξενούσε στον Μιχαήλ περισσότερη θλίψη και οργή απ’ ό,τι η συμπεριφορά οποιουδήποτε Λατίνου διοικητή.96 Μάλιστα παρά τις αναμφισβήτητα σκληρές επιπτώσεις τής Λατινικής κατάκτησης, κατά τη γνώμη τού Μιχαήλ η σταδιοδρομία τού Σγουρού αποτελούσε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή για την Ελλάδα. Όσο περισσότερο μελετιέται η λατινική κατοχή τής Ελλάδας, τόσο περισσότερο γίνεται φανερό ότι οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας έκαναν κάποια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν με λογικό τρόπο τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Λατίνοι ήρθαν στην Ελλάδα το 1204-1205 με την πρόθεση να εγκαθιδρύσουν μόνιμα φέουδα για τον εαυτό τους. Δεν εκκένωσαν καμία ελληνική πόλη από τούς κατοίκους της, όπως είχαν κάνει στην Ιερουσαλήμ το 1099. Οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας δεν είχαν καμία επιθυμία να προκαλέσουν αδικαιολόγητα το μίσος των ανθρώπων, τούς οποίους θα κυβερνούσαν και μαζί με τούς οποίους θα ζούσαν.97 Οι εκκλησιαστικοί κανονισμοί που εξέδωσε ο Ιννοκέντιος Γ’, καθώς και οι διατάξεις που θεσπίστηκαν από τούς Ενετούς για τη διακυβέρνηση των αποικιών τους στην Ελλάδα και τα νησιά, δεν ήσαν παράλογοι. Ο επιστολικός θρήνος που συνέθεσε ο μητροπολίτης Μιχαήλ για να παρηγορήσει τον ανηψιό του Γεώργιο, έναν Αθηναίο, για τον θάνατο τού νεαρού γιου του, που σκοτώθηκε από τον Λέοντα Σγουρό στις αρχές τού 1208, περιέχει πολύ διδακτικό απόσπασμα:
«Αλίμονο όμως, πλουτίσαμε με συμφορές. Δεν μάς έφτανε η τυραννία των αλλοφύλων και ο υποβιβασμός μας στη μοίρα των δούλων, αλλά στις τόσες συμφορές από τις παραπάνω πληγές πρόσθεσε και ο δήθεν ομοεθνής [δηλαδή o Σγουρός], ο οποίος έβαλε τη φωτιά που ξαπλώθηκε, πριν ακόμη από τη λατινική εκστρατεία, σε τόσο μεγάλο μέρος τής Ελλάδας και τής Πελοποννήσου και τα κάρβουνα συνεχίζουν να καίγονται μετά την εκστρατεία. Σε σύγκριση με αυτόν οι Λατίνοι φαίνονται δίκαιοι, γιατί τα λάθη που έχουν κάνει είναι πιο ανθρώπινα από τα δικά του και οι αλλογενείς άνδρες φαίνονται στους Ρωμιούς πιο πολιτισμένοι από τούς ομοεθνείς τους και πιο δίκαιοι. Ιδού η απόδειξη: από τις πόλεις που υποδουλώθηκαν στους Λατίνους κανείς δεν έχει ζητήσει ακόμη καταφύγιο σέ τέτοιο Ρωμιό, γιατί αυτό θα σήμαινε απλά ότι θα ξέφευγε από τον καπνό για να πέσει στη φωτιά. Όσοι από τούς άνδρες του μπορούν να ξεφύγουν από τις φρουρές υπό τον έλεγχό του, αυτομολούν με ευτυχία στους Λατίνους, σαν να επιστρέφουν από την ίδια την κόλαση. Τα γεγονότα αποδεικνύονται από τα ίδια τα πράγματα, γιατί πού άραγε είναι τόσο πολλοί από τούς κατοίκους τού Άργους, τής Ερμιόνης και τής Αίγινας; Πού είναι οι ευημερούντες πολίτες τής Κορίνθου; Άραγε έφυγαν όλοι αθέατοι, ανήκουστοι; Αλλά οι Αθηναίοι, τουλάχιστον, και οι Θηβαίοι [κάτω από λατινική κυριαρχία] και οι Χαλκιδείς, καθώς κι εκείνοι που κατοικούν κατά μήκος τής ακτής τής ηπειρωτικής Ελλάδας παραμένουν στα σπίτια τους και δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμη τις εστίες τους».98
Ο Ζεφρέ ντε Βιγιαρντoυάν (εφεξής Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος), ο ανηψιός τού στρατιωτικού διοικητή Ρωμανίας και Καμπανίας, τού χρονικογράφου τής 4ης Σταυροφορίας, είχε πάρει τον σταυρό μαζί με τον θείο του στο τουρνουά τού Εκρύ-συρ-Αιν στα τέλη Νοεμβρίου 1199. Ήταν ένας από τούς πολλούς σταυροφόρους που είχαν πάει κατευθείαν στη Συρία κι έτσι δεν υπήρξε παρών κατά τη λατινική κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, την οποία ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ θεωρούσε τώρα ως «πράξη τού Κυρίου, υπέροχη στα μάτια μας». Τα νέα τής πράξης τού Κυρίου έδειχναν τώρα στον Γοδεφρείδο ότι έπρεπε να σπεύσει ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη το συντομότερο δυνατό, για να συμμετάσχει στα πλούσια λάφυρα που είχε προσφέρει η τύχη στους σταυροφόρους. Το καλοκαίρι τού 1204 ήταν πολύ προχωρημένο όταν ο Γοδεφρείδος απέπλευσε από τις ακτές τής Συρίας για τη μεγάλη πόλη τού Βοσπόρου. Ο καιρός χάλασε και δυσμενείς άνεμοι τον έσπρωξαν προς τα δυτικά. Αποβιβάστηκε στη Μεθώνη στο νοτιοδυτικό άκρο τού Μορέως. Η Μεθώνη εξακολουθούσε να κείτεται σε ερείπια, όπως την είχαν μετατρέψει οι Ενετοί πριν εβδομηνταπέντε χρόνια, τότε που ήταν φωλιά πειρατών. Εδώ ο Γοδεφρείδος πέρασε τον χειμώνα τού 1204-1205.99
Ένας Έλληνας άρχοντας τής Μεσσηνίας, όπως καταλαβαίνουμε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, κουνιάδος τού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β' Άγγελου, συμμάχησε μαζί του, για να κατακτήσουν όσο μεγαλύτερο μέρος τού δυτικού Μορέως μπορούσαν. Από το μεσσηνιακό ακρωτήρι οι σύμμαχοι σάρωσαν προς βορρά, ίσως μέχρι την Πάτρα. Ο Βιλλεαρδουΐνος είχε μάθει πολλά για τον Μοριά και τούς Μωραΐτες μέχρι τη στιγμή που πέθανε ο Έλληνας σύμμαχός του. Ο γιος τού τελευταίου σταμάτησε τη συμμαχία και θέλησε να κρατήσει όλα τα κέρδη τους. Τότε ακριβώς ο Βιλλεαρδουΐνος πληροφορήθηκε την εμφάνιση τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού με τον στρατό του μπροστά στο Ναύπλιο, όπου αποφάσισε να αναζητήσει βοήθεια, σύμφωνα με τον πρεσβύτερο Βιλλεαρδουΐνο, «και κάλπαζε στη χώρα για έξι περίπου μέρες μέσα σε πολύ μεγάλο κίνδυνο».100 Πέρα από τις εχθροπραξίες, τις οποίες αντιμετώπισε τότε ο νεαρός Γοδεφρείδος, υπήρχαν και άλλοι κίνδυνοι, όπως μπορεί να βεβαιώσει κάθε σύγχρονος ταξιδιώτης, που διασχίζει την Πελοπόννησο ειδικά με Έλληνα οδηγό. Οι στενοί δρόμοι κρέμονται από τις πλαγιές των βουνών. Υπάρχουν μέρη όπου οι βροχοπτώσεις τού χειμώνα και οι κατολισθήσεις εξαφανίζουν τούς δρόμους. Αλλά υπάρχουν και όμορφες κοιλάδες πλούσιες με ιστορία και μύθους, μαγευτικό πανόραμα καφέ και μωβ βουνών. Αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι το ταξίδι μέσα από την κλασική Αρκαδία, η οποία την εποχή τού Βιλλεαρδουΐνου ήταν γνωστή ως Mεσαρία.
Ο Βιλλεαρδουΐνος έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τον Boνιφάτιο, «και αυτό ήταν σωστό, βλέποντας ότι ήταν πολύ αξιότιμος, γενναίος και καλός ιππότης». Ο Βονιφάτιος θα τον διατηρούσε στην υπηρεσία του και θα τού έδινε εδάφη, αλλά στο στρατόπεδο τού Ναυπλίου ο Βιλλεαρδουΐνος βρήκε τον καλό του φίλο Γκυγιώμ τού Σαμπλίτ, εγγονό τού κόμη Χιού Α’ τής Καμπανίας (αν και ο κόμης Χιού είχε κάποτε συνταράξει τον φεουδαρχικό κόσμο, αρνούμενος ότι ήταν παππούς τού Γκυγιώμ). Ο Βιλλεαρδουΐνος εξήγησε στον Σαμπλίτ ότι είχε μόλις έρθει από μια πολύ πλούσια χώρα «που ονομαζόταν Μοριάς», όνομα που είχε δοθεί στην Ήλιδα πριν δύο ή τρεις γενιές και σύντομα θα δινόταν σε όλη την Πελοπόννησο. «Πάρε όσους άνδρες μπορείς κι άφησε αυτόν τον στρατό», τού είπε, «κι ας φύγουμε με τη βοήθεια τού Θεού κι ας κατακτήσουμε. Θα πάρω ό,τι μού δώσεις από αυτές τις κατακτήσεις και θα είμαι ο άνθρωπός σου». Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει ο πρεσβύτερος Βιλλεαρδουΐνος την προσφορά τού ανηψιού του, την οποία δέχτηκε ο Σαμπλίτ και με την άδεια τού Βονιφάτιου ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια.
Ήταν άνοιξη τού 1205. Ενώ ο Βονιφάτιος από το ανοχύρωτο τότε ύψωμα τού Παλαμηδιού κοιτούσε κάτω απογοητευμένος προς το ισχυρό φρούριο τού Ναυπλίου (Ακροναυπλία) δίπλα στη θάλασσα κι ενώ ο Ζακ ντ’ Αβέν, ήδη άρχοντας τής Εύβοιας, κοιτούσε προς τα πάνω από την αρχαία Κόρινθο το απρόσβλητο κάστρο τής Ακροκορίνθου, ο Γκυγιώμ τού Σαμπλίτ και ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος ξεκινούσαν με 100 ιππότες και 400 πάνοπλους άνδρες την εκστρατεία, που θα προσδιόριζε την ιστορία τού Μοριά για τούς επόμενους δύο αιώνες. Από το Ναύπλιο κατευθύνθηκαν βόρεια προς την Κόρινθο και από εκεί κατά μήκος τής γραφικής ακτής προς τον κόλπο τής Πάτρας, όπου κατέλαβαν την πόλη και το κάστρο. Συνέχισαν στην ακτή κι έφτασαν στην Ανδραβίδα, στη «μεγαλύτερη και καλύτερη πόλη τού Μορέως» (la meillor et la maistre ville de la Morée), η οποία στα μάτια τους παρουσίαζε το ιδιαίτερο πλεονέκτημα ότι ήταν ατείχιστη. Εδώ οι τοπικοί άρχοντες και ο λαός βγήκαν να τούς προϋπαντήσουν, ενώ οι ιερείς μετέφεραν τον σταυρό και εικόνες. Οι Έλληνες υπάκουσαν στον Σαμπλίτ ως νέο ηγεμόνα τους «και αυτός τούς αντιμετώπισε με μεγάλη καλοσύνη». Η πτώση τής Ανδραβίδας, σήμερα ελεεινής μικρής πόλης επί τής σιδηροδρομικής γραμμής Πάτρας-Πύργου, σήμαινε την εύκολη κατάληψη τής Ήλιδος.
Όπου o Σαμπλίτ δεν συναντούσε αντίσταση, αναγνώριζε τα δικαιώματα των Ελλήνων, αρχόντων και αγροτιάς μαζί, στα εδάφη, τα έθιμα και τα προνόμιά τους. Πιο κάτω καταλήφθηκε το Ποντικόκαστρο στη βάση τού μικρού ακρωτηρίου τού Κατακόλου κι άφησαν εκεί ισχυρή φρουρά. Κάποια υπολείμματα τού κάστρου στέκονται ακόμη μέσα στη σιωπή, παρατηρώντας από την κορυφή τού λόφου τη μικρή πόλη-λιμάνι τού Κατακόλου. Οι κατακτητές συνάντησαν το πρώτο σοβαρό εμπόδιο στο παράκτιο φρούριο τής Αρκαδίας, τής αρχαίας Κυπαρισσίας, το οποίο δεν ήσαν έτοιμοι να καταλάβουν, αν και τούς συνόδευε σε όλο το μήκος τού παράκτιου ταξιδιού μικρός στόλος, που κουβαλούσε τις προμήθειές τους και πολιορκητικές μηχανές. Η γαλλική εκδοχή τού Χρονικού τού Μορέως αναφέρει ότι ο μεγάλος πύργος τού κάστρου τής Αρκαδίας ήταν έργο γιγάντων (l' ovre des jaians), ενώ η ελληνική και ιταλική εκδοχές το αποδίδουν στους αρχαίους Έλληνες (una torre antica edificata da Greci antichi). H Αρκαδία έπρεπε να παρακαμφθεί και oι Σαμπλίτ και Βιλλεαρδουΐνος συνέχισαν προς τη Μεθώνη. Τελικά οι Έλληνες ανέλαβαν συντονισμένη δράση. Οι ντόπιοι στο Νικλί, τη Βελιγοστή και τη Λακεδαιμονία, μαζί με κάποιους από τούς Σλάβους Μηλιγγούς τού Ταϋγέτου και τούς σκληραγωγημένους βουνίσιους τής Μάινας, σχημάτισαν στρατό 4-6.000 ανδρών, για να αντιταχθούν στην προέλαση των Φράγκων. Τώρα ερχόταν η είδηση ότι ο φιλόδοξος Μιχαήλ Δούκας (1204-1215), που είχε αυτοανακηρυχθεί ηγεμόνας τής Ηπείρου, ετοιμαζόταν να τεθεί επικεφαλής των αγωνιζομένων Ελλήνων και να προσθέσει τον δυτικό Μοριά στις κτήσεις που είχε προσφάτως κερδίσει στην Ήπειρο, την Ακαρνανία και την Αιτωλία.101 Επρόκειτο για κρίσιμη στιγμή.
Ο Σαμπλίτ οχύρωσε γρήγορα τη Μεθώνη όσο καλύτερα μπορούσε και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τούς Έλληνες, οι οποίοι λέγεται ότι υπερίσχυαν αριθμητικά των δυνάμεών του σε αναλογία δέκα περίπου προς ένα. Η μάχη που έκρινε το μέλλον τού Μορέως δόθηκε μέσα σε ελαιώνα που ονομαζόταν Κούντουρας, πιθανώς στη βορειοανατολική Μεσσηνία και η νίκη για άλλη μια φορά έστεψε τις προσπάθειες των παλληκαριών, των οποίων τα κατορθώματα έχουν δώσει επική διάσταση στην ιστορία τής από πλευράς τους κατάκτησης τού Μοριά. Η μάχη διεξήχθη αργά το καλοκαίρι τού 1205. Ο Μιχαήλ Δούκας διέφυγε από τον γκριζοπράσινο ελαιώνα τού Κούντουρα και επέστρεψε στην Άρτα με περιορισμένες φιλοδοξίες. Η Κορώνη πολιορκήθηκε και παραδόθηκε. Ο Σαμπλίτ είχε υποσχεθεί στους κατοίκους της «να διατηρήσει καθέναν από αυτούς στο κτήμα του». Η Καλαμάτα καταλήφθηκε και τώρα οι υπερασπιστές τής Αρκαδίας εγκατέλειπαν τον πύργο κοντά στη θάλασσα, που είχαν χτίσει οι γίγαντες τής αρχαιότητας. Ο Μοριάς δεν είχε κατακτηθεί εντελώς. Πιο σημαντικό ήταν ότι οι δυνάμεις τού Λέοντα Σγουρού εξακολουθούσαν να κατέχουν την Ακροκόρινθο, το Άργος και το Ναύπλιο.
Οι κάτοικοι τού Νικλιού κοντά στην αρχαία Τεγέα, τής Βελιγοστής κοντά στην Μεγαλόπολη και τής Λακεδαιμονίας ή «Λα Κρεμονί» όπως θα την αποκαλούσαν οι Φράγκοι, δεν είχαν καταλάβει ακόμη τη σημασία τής νίκης των Φράγκων. Η Μονεμβασία ήταν σχεδόν απόρθητη και δεν θα κατακτιόταν μέχρι το 1248. Οι Τσάκωνες και Σλάβοι ορεσίβιοι τού Πάρνωνα και τού Ταΰγετου δεν είχαν ακόμη υποταχθεί. Αλλά ο μισός αιώνας που βρισκόταν μπροστά θα διόρθωνε όλες αυτές τις αδυναμίες. Η κατάκτηση ήταν γεγονός. Στις 19 Νοεμβρίου 1205 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’, σε επιστολή του προς τον νέο Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, μπορούσε πια να αναφέρεται στον Γκυγιώμ τού Σαμπλίτ ως «πρίγκηπα ολόκληρης τής επαρχίας τής Αχαΐας» (princeps totius Achaiae provinciae).102 Ένα νέο κράτος βρισκόταν στα σκαριά: το πριγκηπάτο τής Αχαΐας.
<-Πρόλογος τού συγγραφέα | 2. Tο απόγειο τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης υπό τον Ερρίκο τής Φλάνδρας (1206-1216)-> |