Σημειώσεις κεφαλαίου 05

Σημειώσεις κεφαλαίου 5

[←1]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 77, επιμ. Aug. Heisenberg, I (Λειψία, 1903), 160-61:

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ, πριν στεφθεί αυτοκράτορας, διόρισε μεγάλο δομέστικο τον αδελφό του Ιωάννη Κομνηνό και τού παρέδωσε τον ρωμαϊκό στρατό, στέλνοντάς τον στη δύση εναντίον τού αποστάτη Μιχαήλ. Μαζί του έστειλε τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο και τον Ιωάννη Ραούλ, τον πρωτότοκο γιο τού πρωτοβεστιάριου Ραούλ, και μαζί τους πολλούς άλλους που ήξεραν να διοικούν και να συμμετέχουν σε μάχες όπως χρειαζόταν. Όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, έδωσε στον αδελφό τού Ιωάννη Κομνηνό το αξίωμα τού σεβαστοκράτορα, στέλνοντάς του, ενώ βρισκόταν στη δύση, τα διακριτικά τού αξιώματός του. Έκανε μεγάλο δομέστικο τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, ενώ τον από άλλη μητέρα αδελφό του Κωνσταντίνο τίμησε με το αξίωμα τού καίσαρα και τον έστειλε στην περιοχή τής Παφλαγονίας, για να επιθεωρήσει τις εκεί πόλεις και τον στρατό και τα φρούρια.

«…Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς Μιχαὴλ πρὸ τοῦ βασιλικῶς στεφθῆναι τὸν αὐτάδελφον αὐτοῦ Ἰωάννην τὸν Κομνηνόν, μέγαν χειροτονήσας δομέστικον καὶ τὰ Ῥωμαϊκὰ τούτῳ παραδοὺς στρατεύματα, εἰς τὰ δυτικὰ μέρη κατὰ τοῦ ἀποστάτου ἐκπέπομφε Μιχαήλ. συνεξαπέστειλε δὲ αὐτῷ καὶ τὸν Στρατηγόπουλον Ἀλέξιον καὶ τὸν Ῥαοὺλ Ἰωάννην τὸν τοῦ πρωτοβεστιαρίου Ῥαοὺλ πρῶτον υἱόν, σὺν τοῖς δὲ καὶ ἄλλους πολλοὺς στρατηγεῖν εἰδότας καὶ μάχαις ὡς δέον συμπλέκεσθαι. ἐπεὶ δὲ ἀνηγορεύθη καὶ βασιλεὺς ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, τὸν μὲν αὐτάδελφον αὐτοῦ τὸν Κομνηνὸν Ἰωάννην σεβαστοκράτορα τετίμηκεν, ἐξαποστείλας αὐτῷ ἐν τῇ δυσμῇ ὄντι τὰ τοῦ ἀξιώματος σύσσημα, τὸν δὲ Στρατηγόπουλον Ἀλέξιον μέγαν ἐτετιμήκει δομέστικον, τὸν δὲ αὐτάδελφον αὐτοῦ Κωνσταντῖνον ἐξ ἑτέρας ὄντα τούτῳ μητρὸς τῷ τοῦ καίσαρος τετίμηκεν ἀξιώματι καὶ εἰς τὰ τῆς Παφλαγονίας ἔστειλε μέρη, τὰς ἐκεῖσε πόλεις καὶ τὸν στρατὸν ἐπισκεψόμενον καὶ τὰ φρούρια…»

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 5,2 (CSHB, Βόννη, I, 72-73):

Όταν άκουσε αυτή τη λαμπρή και θαυμάσια προετοιμασία, ο Μιχαήλ Κομνηνός Παλαιολόγος, που είχε τώρα ζωστεί το αξίωμα τού δεσπότη και είχε πιο σίγουρη εξουσία στις υποθέσεις, στέλνει χωρίς καθυστέρηση τον αδελφό του Ιωάννη, που ήταν σεβαστοκράτορας, μαζί με αρκετή βοήθεια. Και στέλνει μαζί του πολλούς συνεργούς και συνένοχους από τούς λαμπρούς τής συγκλήτου, όσους δεν ήσαν ιδιαίτερα αδαείς σε στρατηγική εμπειρία. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και ο καίσαρας Κωνσταντινος, αδελφός του από την ίδια μητέρα και ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, που ήταν μεγαλος δομέστικος. Επίσης ο Κωνσταντίνος Τορνίκιος, ο πεθερός τού σεβαστοκράτορα, που ήταν μεγάλος πριμμικήριος.

«Τῆς δὲ λαμπρᾶς ταύτης καὶ θαυμασίας παρασκευῆς ἐν ἀκοῇ καταστὰς ὁ Κομνηνὸς Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος, ἄρτι τὸ δεσποτικὸν περιεζωσμένος ἀξίωμα καὶ βεβαιοτέραν ἐν τοῖς πράγμασι τὴν τῆς ἐξουσίας περιπεποιημένος ἀρχὴν, πέμπει μηδὲν μελλήσας τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν Ἰωάννην, σεβαστοκράτορα ὄντα, χεῖρα συχνὴν ἐπαγόμενον. πέμπει δὲ σὺν αὐτῷ καὶ τῶν τῆς συγκλήτου λαμπρῶν οὐκ ὀλίγους συνεργοὺς καὶ συλλήπτορας, ὁπόσοι στρατηγικῆς ἐμπειρίας οὐ πάνυ τοι ἀδαεῖς ὄντες ἐτύγχανον· ἐν οἷς ἦν καὶ Καῖσαρ ὁ ἀμφιμήτριος ἀδελφὸς αὐτοῦ Κωνσταντῖνος καὶ Ἀλέξιος ὁ Στρατηγόπουλος μέγας δομέστικος ὤν· καὶ πρός γε ἔτι Κωνσταντῖνος ὁ Τορνίκιος, ὁ τοῦ σεβαστοκράτορος πενθερὸς, μέγας ὢν πριμμικήριος.»

Bλέπε επίσης D. M. Nicol, «The Date of the Battle of Pelagonia», Byz. Zeitschr., XLlX (1956), 68-69.

Ο Μιχαήλ Η΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου 1259 και στέφθηκε λίγο μετά [Loenertz, Orient. Christ. periodica, XXIX, αριθ. 6, σελ. 333, 342-44], για το οποίο όμως πρβλ. πιο πάνω, Κεφάλαιο 4, σημείωση 37.

[←2]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 30 (CSHB, Βόννη, I. 83):

Είχε επίσης τον νόθο του γιο Ιωάννη, που τού έφερνε με τούς δικούς του ανθρώπους τη μεγαλύτερη βοήθεια. Γιατί αυτός ο πρίγκιπας, ενωμένος με την κόρη τού Ταρωνά, έχοντας επίλεκτο στρατό μπορούσε ακόμη και να εκστρατεύει μόνος του και να κάνει κατακτήσεις. Εκπαίδευσε μάλιστα εκείνους τούς Έλληνες τής αρχαιότητας με αρχηγό τον Αχιλλέα, τούς οποίους αποκαλούσε Μεγαλοβλάχους, ώστε να εμποδίσουν ακόμη και να βγουν από τη Βέροια τον μεγάλο δομέστικο Ιωάννη Παλαιολόγο, τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο και, τρίτον, τον Ιωάννη Ραούλ, που είχαν μαζί τους πολλά στρατεύματα.

«…Εἶχε δὲ καὶ τὸν ἐκ νοθείας υἱὸν Ἰωάννην, μετὰ τοῦ οἰκείου λαοῦ τὰ μέγιστα συναιρόμενον· ἐκεῖνος καὶ γὰρ ἤδη καθ´ αὑτόν, τῇ τοῦ Ταρωνᾶ θυγατρὶ συνών, λαὸν ἔξαιτον ἔχων, δυνατὸς ἦν καὶ μόνος στρατηγεῖν καὶ προσκτᾶσθαι· τοὺς γὰρ τὸ παλαιὸν Ἕλληνας, οὓς Ἀχιλλεὺς ἦγε, Μεγαλοβλαχίτας καλῶν, ἐπεφέρετο, ὥστε μηδ´ ἔξω προβαίνειν εἴα Βερροίας τὸν Παλαιολόγον καὶ μέγαν δομέστικον Ἰωάννην, τὸν Στρατηγόπουλον Ἀλέξιον καὶ τρίτον τὸν Ῥαοὺλ Ἰωάννην, συχνὰς δυνάμεις περὶ αὐτοὺς ἔχοντας.»

[←3]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Π. Π. Καλονάρος, Aθήνα, 1940:

«Ὁ πρῶτος ὅπου ἐλάλησεν κ᾿ εἶπεν τοῦ βασιλέως
ἦτον ὁ Σεβαστοκράτορας, κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖνος·
καὶ εἶπεν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ πρὸς τοὺς κεφαλᾶδες·
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, τοῦ κράτου σου τὸ ἔλεος,
ὅτι ἂν παντέχῃς μοναχὰ μὲ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις,
τὸν τόπον γὰρ τῆς Ρωμανίας νὰ τὸν ἔχῃς φυλάξει,
πληροφορῶ τὸ κράτος σου, ἀπεργωμένος εἶσαι,
τὴν βασιλείαν σου ἀχάνεις την κ᾿ ἐμᾶς ἀκλήρησές μας.
Ὅρισον γὰρ νὰ ἀνοίξουσιν τὸν θησαυρὸν ὅπου ἔχεις
καὶ ρίξε τὸ λογάρι σου καὶ ρόγεψε Ἀλαμάννους·
στεῖλε εἰς τὸν ρῆγαν τῆς Οὐγγρίας λαὸν νὰ σὲ βοηθήσῃ,
ὁμοίως στὸν ρῆγαν τῆς Σερβίας, ὅπου ἔνι γείτονάς σου,
νὰ ἔλθῃ ἀτός του ἂν ἠμπορῇ, ἢ τὸν λαόν του στείλῃ·
ἀπόστειλον ᾿ς Ἀνατολὴν νὰ ἐλθοῦσιν τὰ φουσσᾶτα
ὅπου εἶναι γὰρ παιδευτικοὶ εἰς μάχην μὲ τοὺς Τούρκους.
Κι ἀφῶν ἔλθουσιν γὰρ αὐτοὶ ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω,
ἐλπίζω πρῶτα εἰς τὸν Θεὸν κι ἀπαύτου στὴν εὐχήν σου,
τὸν τόπον σου φυλάξωμεν ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους
κ᾿ ἐκείνους γὰρ νὰ βλάψωμεν ὅπου μᾶς φοβερίζουν».
Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης
τὸν λόγον γὰρ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Σεβαστοκρατόρου,
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν κ᾿ ἐπαίνεσεν εἰς σφόδρα,
ἐπεὶν τοῦ ἐφάνηκεν καλὸν εἰς τὸν ἐτέτοιον τρόπον
ὁ τόπος του νὰ φυλαχτῇ καὶ τοὺς ἐχτρούς του βλάψῃ.
Ἐν τούτῳ ὁρίζει γράφουσιν εἰς ὅλους γὰρ τοὺς τόπους,
ὅπου εἶπεν κ᾿ ἐσυμβούλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας.
Μαντατοφόροι ἀπήλθασιν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀλαμάννιαν·
τριακόσιους γὰρ ἐρρόγεψαν ὅλους καβαλλαρίους
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, ὅλοι ἀποδιαλεμένοι.
Ἐκ τὴν Οὐγγαρίαν ἤλθασιν χίλιοι πεντακόσιοι,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ δοξιῶτες στὰ ἄλογά τους.
Ὁ Κράλης γὰρ τοῦ ἀπέστειλεν, ὁ ρῆγας τῆς Σερβίας,
ἑξακοσίους εἰς τὰ ἄλογα, ὅλους καλοὺς δοξιῶτες.
Ἐκεῖνοι τῆς Ἀνατολῆς ἀρίφνητοι τοῦ ἦλθαν
κ᾿ ἠφέρασιν καὶ μετ᾿ αὐτοὺς Τούρκους πεντακοσίους.
Κι ὅταν ἦλθεν ὁ νέος καιρὸς αὐτὸς ὁ μάρτιος μῆνας,
στὰ μέρη Ἀνδριανόπολης εἰς τοὺς πλατέους τοὺς κάμπους
ἐκεῖ ἐπερισωρέψασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὁ βασιλεὺς, ὡς φρόνιμος, καὶ εἶχεν γὰρ τὴν ἔννοιαν,
ἀπόστειλεν καὶ ἤλθασιν Κουμάνοι δύο χιλιάδες,
δοξιῶτες εἰς τὰ ἄλογα πολλὰ ἐλαφροὶ τῆς μάχης.»
[στιχ. 3567-3607]
«…Ἐκεῖνος ὁ κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας τῆς Βλαχίας,
ὅστις ἦτον Σεβαστοκράτορας ὅλης τῆς Ρωμανίας,
ὁ ἐξάκουστος εἰς τὴν στρατείαν καὶ δόκιμος εἰς ὅλα,
ὡς ἄκουσε ὅτι ἔρχετον ὁ Πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ᾿ ἐχώρισεν τ᾿ ἀλλάγια
κ᾿ ἑρμήνεψεν τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες
τὴν πρᾶξιν γὰρ καὶ τὴν στρατείαν ὅπου ἔμελλεν ποιήσουν·
Κουμάνους εἶχεν μετ᾿ αὐτοῦ ὅπου ἦσαν δύο χιλιάδες·
διατὸ ἦσαν ἐλαφρότεροι ἀπ᾿ ὅλα τὰ φουσσᾶτα,
ὀμπρὸς ἐκαβαλλίκευαν τὸν τόπον νὰ ἀποσκεπάζουν.
Ἀπαύτους γὰρ ἀπέρχονται οἱ τριακόσιοι Ἀλλαμάνοι·
τοὺς Οὔγγρους γὰρ ἐδιόρθωσεν καὶ ἦσαν τὸ ἄλλο ἀλλάγι
κι ἀπ᾿ ἐκεινοὺς ἐρχόντησαν οἱ Σέρβοι κ᾿ οἱ Βουλγάροι·
κι ἀπέκει ἐκεῖνος ἔρχετον μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ Τούρκους…».

[στιχ. 3698-3711]

Στην περιγραφή τής έκκλησης τού Μιχαήλ Η΄ για άνδρες το Χρονικόν τού Μορέως [πιο πάνω] και το γαλλικό Chronique de Morée, επιμ. Jean Longnon, Παρίσι, 1911, παρ. 268, 270, 279 συμφωνούν στους αριθμούς των μισθοφόρων που ανταποκρίθηκαν, με εξαίρεση ότι το γαλλικό Χρονικό γράφει ότι ήρθαν «αναρίθμητοι» (sans nombre) Τούρκοι. Tο Αραγωνέζικο Χρονικό [Libro de los fechos, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 244] και η ιταλική εκδοχή, επιμ. Ch. Hopf, Chroniques greeo-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 441 αυξάνουν τούς περισσότερους από τούς αριθμούς αυτών των στρατιωτικών σωμάτων, όπου το Αραγωνέζικο προσδιορίζει 1.000 Γερμανούς, 2.000 Ούγγρους, 1.000 Σέρβους και 4.000 Αλανούς και Κουμάνους, ενώ το ιταλικό δίνει 5.000 Σέρβους και 10.000 Κουμάνους!

Φαίνεται απίθανο ότι ο Στέφανος Ούρος, ο οποίος είχε μόλις ενωθεί με τον Μιχαήλ Β΄ τής Ηπείρου, θα εγκατέλειπε τον σύμμαχό του τόσο γρήγορα και θα έστελνε δυνάμεις να πολεμήσουν εναντίον του, αλλά κάποιοι δυσαρεστημένοι Σέρβοι οπλαρχηγοί μπορεί να είχαν αποδεχτεί να χρησιμοποιηθούν, μαζί με τούς δικούς τους οπαδούς. Είναι πιθανό ότι ο Βούλγαρος τσάρος Κωνσταντίνος Τιχ, ο γαμπρός τού Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι, που ήταν δεμένος σε συμμαχία με τη Νίκαια από το 1257, θα είχε στείλει βοήθεια στον Μιχαήλ Η΄, ο οποίος δεν είχε ακόμη εκθρονίσει και τυφλώσει τον μικρό συναυτοκράτορά του.

[←4]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 80, επιμ. Heisenberg, I, 165-67:

Όλη η περιοχή γύρω από αυτές τις πόλεις, δηλαδή η Πρέσπα, η Πελαγονία, ο Σωσκός, ο Μολυσκός, περιήλθε στην εξουσία των ρωμαϊκών δυνάμεων και υποτάχθηκε σε αυτές. Γιατί τέτοιοι είναι οι κάτοικοι των δυτικών περιοχών: υποχωρούν εύκολα σε όλους τούς ισχυρούς. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν τον θάνατο και διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος τού πλούτου τους. Αυτά τα γεγονότα συνέβησαν την άνοιξη.

«…καὶ πᾶσα δὲ ἡ πέριξ τῶν τοιούτων ἄστεων χώρα, εἴτουν Πρέσπα Πελαγονία Σωσκὸς Μολυσκός, ὑπὸ τὴν ἐπικράτειαν τῶν Ῥωμαϊκῶν δυνάμεων ἐγεγόνεισαν καὶ ὑπετάττοντο τούτοις. τοιοῦτοι γάρ εἰσιν οἱ τῶν δυτικῶν οἰκήτορες, ῥᾳδίως πᾶσι τοῖς δυναστεύουσιν ὑποπίπτοντες· ἐντεῦθεν τοὺς ὀλέθρους ἀποφυγγάνουσι καὶ τὰ πλείω τῶν σφετέρων περιουσιῶν διασώζουσι. καὶ ταῦτα μὲν ὑπῆρξεν ἔαρος ἐνισταμένου.»

[←5]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 11 (CSHB, Βόννη, I, 107):

Με ταχύτητα καταλαμβάνει αφενός το φρούριο τής πόλης Κάνινα και αφετέρου εκείνο τού Μπεράτ (Βελλάγραδα), τού Πόλογου και τής Κολωνείας. Υποτάσσει την Καστοριά, την Πελαγονία και τη Δεύρα, τον Τζερνίκο, τη Διάβολη και το Πρίλεπ, τα Βοδενά και τον Βόστρο, νησί σε λίμνη, την Πέτρα, την Πρέσπα, τα Στερίδολα και την Αχρίδα και τα οχυρά τής Ιλλυρίας. Φτάνει μέχρι το Δυρράχιον κραδαίνοντας το δόρυ. Επιτίθεται επίσης στην Πάτρα και στα Τρίκαλα. Αφού κατέκτησε ολόκληρη τη χώρα με βάση συμφωνίες, και ως επί το πλείστον χωρίς μάχη, έριξε τον δεσπότη σε μεγάλο φόβο και ακραία αμηχανία.

«Καὶ ἀπτέρῳ τάχει αἱρεῖ μὲν τὸ περὶ τὰ Κάνινα φρούριον, αἱρεῖ δὲ καὶ τὸ περὶ τὰ Βελλάγραδα καὶ Πόλογον καὶ Κολώνειαν, χειροῦται δὲ καὶ Καστορίαν καὶ Πελαγονίαν καὶ Δεύρας, Τζέρνικόν τε καὶ Διάβολιν καὶ τὴν Πρίλαπον, Βοδεεινά τε καὶ Βόστρον, ἔλλιμνον νῆσον, Πέτραν, Πρέσπαν τε καὶ Στερίδολα καὶ Ἀχρίδαν καὶ τὰ Ἰλλυριῶν ὀχυρώματα, καὶ ἕως Δυρραχίου φθάνει τὸ δόρυ κινῶν· προσβάλλει δὲ καὶ Πάτρᾳ καὶ Τρίκκῃ. Καὶ τὰ κύκλῳ κατὰ συνθήκας κρατήσας, καὶ ἀμαχεὶ τὰ πλεῖστα, εἰς φόβον μέγαν καθίστησι τὸν δεσπότην καὶ ἐν στενῷ κομιδῇ.»

Tο χωρίο αυτό δείχνει έξω από τη σωστή θέση του στην αφήγηση. Φαίνεται να αναφέρεται σε γεγονότα πριν από την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις τής Νίκαιας [πρβλ. στο ίδιο, κεφ. 12] και έτσι η περιγραφή τής κατάκτησης αυτών των πόλεων πρέπει πιθανώς να ανατρέχει στην άνοιξη τού 1259. Ο Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 113 αντιλαμβάνεται αυτό το χωρίο ως αναφερόμενο στη μεταγενέστερη εκστρατεία τού Ιωάννη Παλαιολόγου στη Μακεδονία το 1264 [πρβλ. Παχυμέρη, IΙΙ, 20, CSHB, Βόννη, I, 214-15], που φαίνεται να αποτελεί λιγότερο ικανοποιητική ερμηνεία. Βλέπε Nicol, στο Byz. Zeitschr., XLIX (1956), 68-70.

[←6]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 81, επιμ. Heisenberg, I, 168:

Ο αποστάτης Μιχαήλ με τον γιο του Νικηφόρο και έναν αριθμό ανδρών στους οποίους συνήθιζε να εκμυστηρεύεται τις πράξεις του, ίππευσαν τα άλογά τους τη νύχτα και τράπηκαν σε φυγή. Ήξεραν καλά τον δρόμο. Αλλά ήδη με το ξημέρωμα, όταν οι διοικητές των στρατευμάτων έμαθαν ότι ο Μιχαήλ είχε τραπεί σε φυγή, τράπηκαν επίσης σε φυγή.

«…καὶ ὁ μὲν ἀποστάτης Μιχαὴλ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Νικηφόρου καί τινων ἄλλων μετρίων ἀνδρῶν, οἷς καὶ εἴωθεν ἐμπιστεύειν τὰς αὐτοῦ πράξεις, νυκτὸς τοῖς ἵπποις ἐποχηθέντες ἀπέδρασαν, καλῶς τὰ τῶν ὁδῶν ἐπιστάμενοι. ἕωθεν δὲ ἡμέρας ἤδη γεγενημένης, ὡς οἱ τῶν στρατευμάτων ἐγνώκασι τὸν Μιχαὴλ ἀποδράντα, ἤδη καὶ αὐτοὶ πρὸς φυγὴν ἐτράποντο.»

Για τον γάμο τού Μάνφρεντ και τής Ελένης βλέπε πιο πάνω.

[←7]

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 5, 2-3 (CSHB, Βόννη, I, 73):

Οι εχθροί κύκλωσαν και πολιορκούσαν το ψηλό και, τρόπος τού λέγειν, πάνω από τα σύννεφα φρούριο τού Μπεράτ, έχοντας στο μυαλό τους, μετά την καταστροφή εκείνου, να ξεχυθούν σαν από λαμπρό ορμητήριο και εναντίον όλης τής άλλης δυτικής επικράτειας των Ρωμαίων, όπως ένας πλούσιος σε νερά ποταμός πέφτει από ψηλό βουνό προς τα κάτω ραγδαία με ορμή,

«Οἱ μέντοι πολέμιοι περικαθίσαντες ἐπολιόρκουν τὸ τῶν Βελλεγράδων ὑψηλόν τε καὶ, ὡς εἰπεῖν, ὑπερνέφελον φρούριον, μελέτην ἔχοντες μετὰ τὴν ἐκείνου καταστροφὴν, ὡς ἐξ ὁρμητηρίου λαμπροῦ τινος κεχύσθαι καὶ κατὰ τῆς ἄλλης ἁπάσης δυτικῆς τῶν Ῥωμαίων ἐπικρατείας, καθάπερ τις πλούσιος ποταμὸς ἐξ ὄρους ὑψηλοῦ τινος ἐς τὸ κάταντες ῥαγδαίως καταῤῥαγείς»

για το οποίο πρβλ. Nicol, Despotate of Epiros, 1957, σελ. 177 και τού ιδίου στο Byz. Zeitschr., XLIX, 70-71.

[←8]

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 5, 1 (CSHB, Βόννη, 1, 72):

Γιατί δεν ήρθαν στον Μιχαήλ τόσο για να πολεμήσουν μαζί του, όσο για να προσθέσουν εδάφη και ξένες πόλεις στις δικές τους επικράτειες. Έλπιζαν να αποκτήσουν χωρίς κόπο όλη την επικράτεια των Ρωμαίων από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Και θεωρώντας βέβαιο ότι αυτό θα συνέβαινε, την έβαζαν στον κλήρο μεταξύ τους, πριν ξεκινήσουν το έργο.

«…οὐ γὰρ τοσοῦτον συμμαχήσοντες ἧκον τῷ Μιχαήλ, ὅσον σφίσιν αὐτοῖς περιποιησόμενοι πλάτος ἀρχῆς καὶ πόλεις ἀλλοτρίας. καὶ γὰρ τὴν μετὰ τὸν Ἰόνιον κόλπον εὐθὺς ἄχρι Βυζαντίου πᾶσαν Ῥωμαίων ἀρχὴν ἤλπισαν ἕξειν ἀπονητί· καὶ ὡς ἤδη βεβαίως ἔχοντες κλήρῳ ταύτην κατὰ σφᾶς αὐτοὺς διελάγχανον, πρὶν ἅψασθαι ἔργου.»

[←9]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 81, επιμ. Heisenberg, I, 168, ΙΙ, 7-8:

Γιατί ήσαν 400 ιππότες στον αριθμό, καθένας εξέχον μέλος τής φυλής του, που κρατούσαν γερά όπλα, φορούσαν πανοπλίες και ίππευαν μεγαλοπρεπή και αγέρωχα άλογα.

«…ἀπηρίθμηντο γὰρ οὗτοι εἰς τετρακοσίους ἱππότας, ὅπλοις ἐχυροῖς κατάφρακτοι καὶ ὑψαύχεσιν ἵπποις καὶ ἀγερώχοις ἐποχούμενοι, ἕκαστος τούτων τῶν ἐκ τοῦ σφετέρου γένους ἐκκρίτων τυγχάνοντες.»

Πρβλ. Marino Sanudo Torsello, Istoria del Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 107: «400 Γερμανοί πάνοπλοι άνδρες» (400 huomini d' armi Tedeschi).

Ο Παχυμέρης αναγνωρίζει τη δύναμη ιππικού ως γερμανική, αλλά εσφαλμένα δίνει τη δύναμή της σε 3.000 άνδρες [Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 30 (CSHB, Βόννη, I, 83, ΙΙ, 3-5)]:

Στέλνει λοιπόν να ζητήσει και αποκτά από τον Μάνφρεντ τρεις χιλιάδες άνδρες από εκείνους που αυτοί αποκαλούν ιππότες, θαρραλέους Γερμανούς, ενώ ο πρίγκιπας είχε στη διάθεσή του όλα τα στρατεύματά του.

«…πέμψας παρὰ μὲν τοῦ Μαφρὲ τρισχιλίους οὓς αὐτοὶ λέγουσι καβαλλαρίους λαμβάνει, ἀνδρείους ἐκ Γερμανῶν, τὸν δέ γε πρίγκιπα ὅλον εἶχε σὺν τοῖς στρατεύμασιν…»

[←10]

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 5, 1 (CSHB, Βόννη, I, 71-72):

Δέχτηκαν με χαρά την πρεσβεία του και ήρθαν γρήγορα ο πρίγκιπας Πελοποννήσου καὶ Αχαΐας, που ήταν γαμπρός του από την κόρη του Άννα, και ο τότε ηγεμόνας τής Σικελίας Μάνφρεντ, γαμπρός του από την κόρη του Ελένη, φέρνοντας πλήθος στρατιάς, τής οποίας δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος.

«…τὴν γὰρ αὐτοῦ πρεσβείαν ἀσμένως δεξάμενοι τάχιστα ἥκουσιν ὅ, τε Πελοποννήσου καὶ Ἀχαΐας πρίγκιψ γαμβρὸς ἐπὶ Ἄννῃ τῇ θυγατρὶ τυγχάνων αὐτοῦ καὶ ὁ τῆς Σικελίας τότε κρατῶν Μαφρὲ, γαμβρὸς καὶ αὐτὸς ἐπὶ Ἑλένῃ τῇ θυγατρὶ τυγχάνων αὐτοῦ, πλῆθος ἐπαγόμενοι στρατιᾶς οὐ πάνυ τοι ῥᾷστα ἀριθμῷ ὑποπίπτειν.»

[←11]

Βλέπε M. Dendias, «Le Roi Manfred de Sicile et la bataille de Pélagonie», στο Mélanges Charles Diehl, I (Παρίσι, 1930), 55-60, ο οποίος αποδεικνύει ότι ο Μάνφρεντ δεν πήγε στην Ελλάδα και ότι όταν ο Ιταλός χρονικογράφος Matteo Spinelli da Giovinazzo, Diurnali, στο Muratori, RISS, VII (Μιλάνο, 1725), στήλες 1097-98, γράφει υπό τη χρονολογία Σεπτέμβριος 1260 (εννοώντας 1259), ότι ο βασιλιάς Manfred «πήγε στη Ρομάνια και τα αναποδογύρισε όλα» (andao in Romagnia, et tutta la voltao sottosopra), στην πραγματικότητα αναφερεται στην ιταλική Ρομάνια (Romagna), την οποία τότε κατείχαν κυρίως οι φιλοπαπικοί Γκουέλφ (Guelfs), εναντίον των οποίων εκστράτευσε ο Μάνφρεντ. Το κείμενο τού Spinelli βρίσκεται επίσης στους G. Del Re (επιμ.), Cronisti e scrittori sincroni napoletani, II (Νάπολη, 1868), 641 και G. Vigo και G. Dura (επιμ.), Annali di Matteo Spinello da Giovenazzo, Νάπολη, 1872. Ο Δένδιας, ό. π., παρέχει προφανώς τη σωστή κατανόηση τού κειμένου τού Spinelli.

[←12]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3618-25, σελ. 155-56:

«Ὅταν ἑπέρασε ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ὁ χειμῶνας
καὶ ἄρχισεν ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
ὅπου ἀρχινοῦν καὶ κηλαδοῦν, τὰ λέγουσιν ἀηδόνια,
καὶ χαίρονται, εὐτρεπίζονται τὰ πάντα γὰρ τοῦ κόσμου,
ὁ πρίγκηπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ὅστις ἦτον μακρύτερα παρὰ γὰρ τὸν Δεσπότην,
ἀπέστειλεν στὸν Εὔριπον κ᾿ εἰς ὅλα τὰ νησία,
καταπαντοῦθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἐπέρασε τὴν θάλασσαν τοῦ Πάκτου εἰς τὸν Πύργον.
Ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Δεσπότης·
ἐκεῖ στὴν Ἄρτα ἑνώθησαν κ᾿ ἐσμίξαν τὰ φουσσᾶτα…»

Πρβλ. το Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 273, σελ. 98.

[←13]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3627-36:

«…Ἀπὸ τὴν Σιδερόπορταν ἐδιάβησαν ὁλόρθα
καὶ ηὕρασιν τὸν πρίγκιπα ἀπέσω εἰς τὴν Βλαχίαν·
στὸν κάμπον τοῦ Θαλασσινοῦ ἑνώθησαν ἀλλήλως…»

Επίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 274 και Libro de los fechos,, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 248-55, όπου ο κόμης τής Κεφαλονιάς περιλαμβάνεται σε εκείνους, τούς οποίους διέταξε ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος να συμμετάσχουν στη φεουδαρχική εισφορά (παρ. 253).

Πρβλ. το ιταλικό χρονικό [Cronaca di Morea, Hopf. (επιμ.), Chron. gr.-rom., σελ. 441], που αποτελεί σύντμηση τής ελληνικής εκδοχής. Ο μαργράβος (margrave) τής Βουδονίτσας, τον οποίον ο Γουλιέλμος διέταξε περί τον Ιανουάριο τού 1259 να παραδώσει την επόμενη άνοιξη την εισφορά [Chronique de Morée, παρ. 262], δεν αναφέρεται μεταξύ εκείνων που πρόσφεραν πάνοπλους άνδρες όταν ξεκινούσε η εκστρατεία [στο ίδιο, παρ. 274 και πρβλ. Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3632-33]. Ο Kαλονάρος, ό. π., σελ. 156, σημείωση, τοποθετεί την Σιδερόπορτα επί τού σημερινού δρόμου από την Αθήνα προς τη Λαμία κοντά στο Ελευθεροχώρι, όπου διατηρούνται ακόμη ερείπια τού μεσαιωνικού κάστρου τού Σιδερόκαστρου, με το οποίο λέγεται ότι ταυτίζεται η Σιδερόπορτα.

[←14]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3637-95:

«…Βουλὴν ἐπῆραν παρευτὺς τὸ τί νὰ ἔχουν ποιήσει,
καὶ ἡ βουλή τους ἔδωκε πάντα νὰ ὑπαγαίνουν
ὁλόρθα ἐκεῖ ποῦ εὑρέσκονται ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
νὰ πολεμήσουν μετ᾿ αὐτούς, ἐλπίζουν νὰ νικήσουν·
κ᾿ εἰ μὲν τοὺς ἔλθῃ τὸ ριζικὸν τὸν πόλεμον κερδίσουν,
ἐλπίζουν νὰ ἐνεμείνουσιν τῆς Ρωμανίας ἀφέντες…».

Πρβλ. Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 275-78, Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 257 και εξής, Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, ό. π., σελ. 441-42.

[←15]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3703-11:

«…Καὶ ὅσον διεχώρισεν ὅλα του τὰ ἀλλάγια,
εἴκοσι ἑφτὰ εὑρέθησαν ἀλλάγια καβαλλάροι…».

Βλέπε και Chronique de Morée, παρ. 279. Σύμφωνα με το Libro de los fechos, παρ. 259, ο στρατός τού σεβαστοκράτορα Ιωάννη αποτελούνταν από 8.000 ξένους μισθοφόρους, 12.000 έφιππους Έλληνες και δύναμη πεζικού 40.000 ανδρών!

Για το στρατιωτικό απόσπασμα γνωστό ως ἀλλάγιον Πρβλ. Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 27 (CSHB, Βόννη, I, 310):

Ο στρατός αποτελούνταν από πολλά συντάγματα, όπως θα έλεγαν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί στις συνομιλίες τους.

«…τὸ δὲ στρατιωτικὸν ἐν ἀλλαγίοις, ὡς αὐτοὶ φαῖεν ἂν οἱ ἐπὶ τῶν ταγμάτων κοινολογούμενοι, πλείστοις συνίστατο…»

Πρβλ. και D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, II (Αθήνα, 1953), 139.

[←16]

Πρβλ. Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 179.

[←17]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, Ι, 30 (CSHB, Βόννη, I, 83):

Είχε επίσης τον νόθο του γιο Ιωάννη, που τού έφερνε με τούς δικούς του ανθρώπους τη μεγαλύτερη βοήθεια. Γιατί αυτός ο πρίγκιπας, ενωμένος με την κόρη τού Ταρωνά, έχοντας επίλεκτο στρατό μπορούσε ακόμη και να εκστρατεύει μόνος του και να κάνει κατακτήσεις. Εκπαίδευσε μάλιστα εκείνους τούς Έλληνες τής αρχαιότητας με αρχηγό τον Αχιλλέα, τούς οποίους αποκαλούσε Μεγαλοβλάχους, ώστε να εμποδίσουν ακόμη και να βγουν από τη Βέροια τον μεγάλο δομέστικο Ιωάννη Παλαιολόγο, τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο και, τρίτον, τον Ιωάννη Ραούλ, που είχαν μαζί τους πολλά στρατεύματα.

«Εἶχε δὲ καὶ τὸν ἐκ νοθείας υἱὸν Ἰωάννην, μετὰ τοῦ οἰκείου λαοῦ τὰ μέγιστα συναιρόμενον· ἐκεῖνος καὶ γὰρ ἤδη καθ´ αὑτόν, τῇ τοῦ Ταρωνᾶ θυγατρὶ συνών, λαὸν ἔξαιτον ἔχων, δυνατὸς ἦν καὶ μόνος στρατηγεῖν καὶ προσκτᾶσθαι· τοὺς γὰρ τὸ παλαιὸν Ἕλληνας, οὓς Ἀχιλλεὺς ἦγε, Μεγαλοβλαχίτας καλῶν, ἐπεφέρετο, ὥστε μηδ´ ἔξω προβαίνειν εἴα Βερροίας τὸν Παλαιολόγον καὶ μέγαν δομέστικον Ἰωάννην, τὸν Στρατηγόπουλον Ἀλέξιον καὶ τρίτον τὸν Ῥαοὺλ Ἰωάννην, συχνὰς δυνάμεις περὶ αὐτοὺς ἔχοντας.»

Πρβλ. Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 107, ο οποίος δίνει στον Ιωάννη το όνομα τού Θεόδωρου (του νεώτερου αδελφού του) και τον αποκαλεί «άρχοντα Νεοπατρών, Λιδωρικιoύ και τελικά Βλαχίας» (Θεσσαλίας).

[←18]

Libro de los fechos, παρ. 256.

[←19]

Λόγγος σημαίνει ελώδη ή δασική έκταση (πρβλ. Mεσολόγγι).

[←20]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 81, επιμ. Heisenberg, I, 168-70:

Τότε ο ρωμαϊκός στρατός και οι καλύτεροι που τον διοικούσαν, και ο Ιωάννης, ο νόθος γιος τού αποστάτη, πλησίασαν τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη και τού έδωσαν τα χέρια τους και έδωσαν όρκο στον αυτοκράτορα. Ο πρίγκιπας τής Αχαΐας και όσοι ήσαν μαζί του σκορπίστηκαν, καθένας σε διαφορετικό μέρος.

«…τὸ μὲν οὖν Ῥωμαϊκὸν στράτευμα καὶ οἱ κρείττους τῶν ἐπικρατούντων αὐτὸ καὶ ὁ νόθος τοῦ ἀποστάτου υἱὸς Ἰωάννης τῷ σεβαστοκράτορι Ἰωάννῃ προσῆλθον καὶ χεῖρας αὐτῷ δεδώκασι καὶ τῷ βασιλεῖ τοὺς ὅρκους ἀπέδοντο, ὁ δὲ πρίγκιψ Ἀχαΐας καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ ἄλλος ἀλλαχοῦ διεσπάρησαν.»

[←21]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 31 (CSHB, Βόννη, I, 84-86):

Τελικά ο ίδιος ο πρίγκιπας, που είχε τρυπώσει σε έναν θάμνο, έλπιζε να κρυφτεί εκεί, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί τον γνώρισαν και τον συνέλαβαν ντροπιαστικά.

«…Καὶ τέλος αὐτὸς ὁ πρίγκιψ, θάμνῳ τινὶ παρεισδύς, ἐκεῖθεν ἐθάρρει λαθεῖν, ἀλλ´ οὐκ ἤνυε τὸ παράπαν· ἐπιστάντες γὰρ καὶ αὐτὸν ἀκλεῶς ᾕρουν.»

Ένα απόσπασμα στον Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 107, χρησιμοποιείται συχνά ως επιβεβαίωση τής αναφοράς τού Παχυμέρη για κακομεταχείριση τού Ιωάννη Δούκα από τούς Φράγκους, αλλά η περιγραφή τού Sanudo είναι πολύ συνοπτική, ασαφής και γενικά ανακριβής:

«…και όταν ήρθε να περάσει μέσα από το κράτος που κρατούσαν οι Έλληνες, οι Έλληνες τον πρόδωσαν, μεταξύ των άλλων και ο σεβαστοκράτορας, εξ αιτίας προσβολής που εισέπραξε από τούς Λατίνους, και ο πρίγκιπας πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με τούς βαρώνους του…»

(…ed avvenne che passando per il stato che tenivano i Greci, li Greci lo tradirono, e trà li altri suo cognato Sevasto Cratora per offesa che avea riceputo da Latini, e il principe con suoi baroni fu fatto prigione…).

Το ότι Έλληνες και Λατίνοι είχαν μεταξύ τους κακές σχέσεις είναι πολύ πιθανό. Τα κακά αισθήματα που είχαν προκληθεί από γενιές θεολογικής και πολιτικής έχθρας έκαναν από την αρχή αφύσικη ένωση την τριπλή συμμαχία. Αλλά αν η απρεπής προσοχή των Φράγκων ιπποτών για τη σύζυγο τού Ιωάννη Δούκα ήταν η αιτία που ενώθηκε αυτός με τις δυνάμεις τής Νικαίας, νομίζω ότι ο Ακροπολίτης θα την είχε αναφέρει. Έχοντας συζητήσει για μερικές μέρες με τούς στρατηγούς τής Νίκαιας Αλέξιο Στρατηγόπουλο και Ιωάννη Ραούλ αμέσως μετά τη μάχη τής Πελαγονίας, «oἵς και προς ὀλίγας ἡμέρας ξυνομιλήσας…», επιμ. Heisenberg, I. 171, II, 17-18, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Ακροπολίτης αναμφίβολα τούς ρώτησε τα πάντα για τη μάχη. Λίγο καιρό αργότερα ο Ακροπολίτης πέρασε επίσης κάποιο διάστημα με τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη (και πιθανώς με τον ίδιο τον Ιωάννη Δούκα) στη Νεοπάτρα [στο ίδιο, ΙΙ, 23-26], όπου πρέπει ξανά να συζητήθηκε πολύ η μάχη, αλλά ο Ακροπολίτης δεν αναφέρει το επεισόδιο με τη σύζυγο τού Ιωάννη Δούκα, ενώ η δική τουύ σύγχρονη περιγραφή πρέπει γενικά να προτιμάται από εκείνη τού Παχυμέρη, ο οποίος έγραψε δεκαετίες μετά το γεγονός.

Τέλος πρέπει να προσέξουμε ότι ο ίδιος ο Παχυμέρης φροντίζει ιδιαίτερα να σημειώσει ότι, αν και είχε ακούσει την ιστορία κάπου, δεν μπορούσε να εγγυηθεί γι’ αυτήν. Χρησιμοποιεί δύο φορές τη βολική έκφραση «λέγεται» τού Ηρόδοτου [CSHB, Βόννη, I, 84, II, 10, 18], για να εισάγει μια ιστορία, την οποία σχεδόν όλοι οι ιστορικοί, από τον Hopf, στο Εrsch και Gruber, Allgemeine Encyklopddie, τομ. 85 (1867), σελ. 283 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 217)] μέχρι τον D. J. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus και the West, Καίμπριτζ, Μασσ., 1959, σελ. 68-72 πήραν ίσως πολύ σοβαρά.

Η μάχη τής Πελαγονίας δόθηκε προφανώς το φθινόπωρο τού 1259 [Πρβλ. R. J. Loenertz, «La Chronique breve moreote de 1423», στο Mélanges Eugene Tisserant, II (Studi e testi, 232), Πόλη Βατικανού, 1964, αριθ. 4, σελ. 403, 413], αν και ο D. M. Nicol, «The Date of the Battle of Pelagonia», Byzantinische Zeitschrift, XLIX (1956), 68-71 τείνει να την τοποθετεί νωρίτερα, δηλαδή τον Ιούλιο.

[←22]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 81, επιμ. Heisenberg, I, 170-71:

Τέτοια νίκη πέτυχαν οι άνδρες μας με αυτοκρατορική συμβουλή, που η φήμη της απλώθηκε σε όλα τα πέρατα τής γης. Λίγες τέτοιες νίκες έχει δει ο ήλιος. Εκείνη την εποχή οι άνδρες μας υπέταξαν κάθε πόλη και κάθε περιοχή.

«…τοιαύτην γοῦν νίκην οἱ τῶν ἡμετέρων ταῖς βασιλικαῖς συμβουλαῖς κατωρθώσαντο ὥστε τὴν αὐτῆς φήμην εἰς πάντα τῆς γῆς περιιέναι τὰ πέρατα· ὀλίγας γὰρ τοιαύτας νίκας εἶδεν ὁ ἥλιος. τηνικαῦτα γοῦν πάντα τε ἄστη καὶ πᾶσαν χώραν ὑφ' ἑαυτοὺς πεποίηνται οἱ ἡμέτεροι.»

Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Γρηγορά ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης είχε στείλει στον στρατόπεδο τού δεσπότη Μιχαήλ τη νύχτα ένα προσποιούμενο τον λιποτάκτη, ο οποίος είπε: «Να ξέρετε ότι σήμερα μεγάλος κίνδυνος κρέμεται από πάνω σας και πάνω από ολόκληρο τον στρατό σας, γιατί οι δύο γαμπροί και σύμμαχοί σας, ο πρίγκηπας Πελοποννήσου και Αχαΐας και ο βασιλιάς τής Σικελίας, έχουν στείλει κρυφά εκπροσώπους στους Ρωμαίους, για να προσφέρουν ειρήνη σε αντάλλαγμα για ορισμένες παραχωρήσεις [δῶρα τακτά]. Αν λοιπόν αγαπάτε την ζωή σας, σκεφτείτε την ασφάλειά σας όσο το δυνατόν συντομότερα, πριν συναφθεί η συμφωνία και συνθήκη τους». Ο Μιχαήλ τον πίστεψε, συνεχίζει ο Γρηγοράς, και έφυγε πριν ξημερώσει, ενώ όταν οι στρατιώτες του ανακάλυψαν ότι είχε φύγει, αναζήτησαν επίσης ασφάλεια στη φυγή [Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 5, 4-5 (Βonn, Ι, 74-75)]:

Φεύγοντας λοιπόν εκείνος από αυτό το μέρος, δήθεν ως λιποτάκτης, προχώρησε νύχτα προς τούς εχθρούς και πηγαίνοντας κρυφά στον άρχοντα τής Αιτωλίας Μιχαήλ Άγγελο, τού είπε: «Να ξέρεις ότι σήμερα κρέμεται μεγάλος κίνδυνος πάνω από σένα. Γιατί και οι δύο γαμπροί και σύμμαχοί σου, ο πρίγκιπας Πελοποννήσου και Αχαΐας και ο βασιλιάς τής Σικελίας, διαπραγματεύονται κρυφά με τούς Ρωμαίους για συνθήκες έναντι συγκεκριμένων δώρων. Αν ενδιαφέρεσαι για την υπόλοιπη ζωή σου, φρόντισε όσο πιο γρήγορα μπορείς, πριν φτάσει αυτή στο τέλος από τις δικές τους συνθήκες και συμφωνίες». Πείθεται ο Μιχαήλ και ειδοποιώντας αθόρυβα όσους δικούς τους μπορούσε και επέτρεπαν οι συνθἠκες, τράπηκε σε φυγή πριν ανατείλει ο ήλιος.

«διαναστὰς οὖν ἐκεῖνος αὐτόθεν αὐτόμολος δῆθεν ἀπῄει νύκτωρ ἐς τοὺς πολεμίους καὶ προσελθὼν λάθρα τῷ τῆς Αἰτωλίας ἄρχοντι Μιχαὴλ τῷ Ἀγγέλῳ, "1ἴσθι," φησὶν, "1ὡς σοί τε καὶ πᾶσι τοῖς ὑπό σε μέγας ἐπήρτηται κίνδυνος σήμερον· ἄμφω γὰρ οἱ σοὶ γαμβροί τε καὶ σύμμαχοι, ὅ, τε πρίγκιψ Πελοποννήσου καὶ Ἀχαΐας καὶ ὁ τῆς Σικελίας ῥὴξ λάθρα διαπρεσβεύονται πρὸς Ῥωμαίους περὶ σπονδῶν ἐπὶ δώροις τακτοῖς. εἴ σοι τοίνυν ζωῆς μέλει, προνοήθητι τὴν ταχίστην σαυτοῦ, πρὶν εἰς πέρας ἐλθεῖν τὰς ἐκείνων σπονδάς τε καὶ συμφωνίας." πείθεται ὁ Μιχαὴλ καὶ διαμηνυσάμενος ἡσυχῇ τῶν οἰκείων ὁπόσους αὐτός τε ἐδύνατο καὶ ὁ καιρὸς ἐχορήγει, φεύγων ᾤχετο πρὶν ἢ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον.»

Όταν οι δυτικοί έμαθαν για αυτό που θεωρούσαν ηπειρωτική προδοσία, προσπάθησαν και αυτοί να διαφύγουν. Ο πρίγκηπας τής Αχαΐας συνελήφθη και ο βασιλιάς τής Σικελίας διέφυγε με πολύ λίγους από τούς οπαδούς του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους καταστράφηκε από επίθεση τής Νίκαιας.

Ο Γρηγοράς, γράφοντας σχεδόν έναν αιώνα μετά τη μάχη τής Πελαγονίας, δεν είναι καλά ενημερωμένος. Είναι βέβαιο ότι ο Μάνφρεντ δεν ήταν παρών στη μάχη. Πρβλ. Dendias, «Le Roi Manfred de Sicile et la bataille de Pélagonie», στο Mélanges Charles Diehl,, I (1930), 55-60. Από τον Μανουήλ Ολόβωλο, Orationes, επιμ. M. Treu, 2 τόμοι, Potsdam, 1906-7, I, 42, στον οποίο παραπέμπει ο D. J. Geanakoplos, «Greco-Latin Relations», Dumbarton Oaks Papers, VII (1953), 128, 130 και Emperor Michael Palaeologus, σελ. 68, 70, φαίνεται ότι τριάντα Φράγκοι ιππότες πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον στρατό τής Νικαίας μετά τη μάχη.

Παρά τη σύγχυση και γενική ανακρίβεια των Χρονικών τού Μορέως, αυτά παρέχουν ορισμένες ενδιαφέρουσες και γραφικές λεπτομέρειες για τη μάχη τής Πελαγονίας, τον ηρωισμό τού Γοδεφρείδου τής Καρύταινας και τη συζήτηση που έγινε μετά τη μάχη ανάμεσα στο σεβαστοκράτορα Ιωάννη και τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, «που ήταν σοφός και μιλούσε καλά ελληνικά» (qui sages estoit et parloit auques bien le grec).

Βλέπε Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 280-312, σελ. 101-15, Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 262-84, σελ. 58- 63, Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 442-46, Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3712-4203, σελ. 160-79:

«Ἀπαύτου πάλε ἐδιόρθωσεν ἀνθρώπους ἐδικούς του
κ᾿ ἐπαῖρναν ροῦχα κι ἄλογα κ᾿ ἔφευγαν κ᾿ ὑπαγαῖναν
ἐκεῖ εἰς τὸν Πρίγκιπα Μορέως, ὁμοίως κ᾿ εἰς τὸν Δεσπότην,
κ᾿ ἐλέγαν τους τὰ ψέματα, τὰ οὐκ εἶδαν οὔτε ἀκοῦσαν.
Τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν λαὸν σφόδρα τὸν ἐπαινοῦσαν
κι αὐξαίνουσι κ᾿ ἐλέγασι διὰ τὸ ἕνα πεντακόσια,
καὶ τόσα τοὺς ἀπόσωσαν ψεματικὰ μαντᾶτα,
ὁτι πολλὰ ἐδειλίασαν οἱ δεσποτάτοι ὅλοι
Ἀπαύτου πάλε ἔκραξεν ἄνθρωπον τῆς βουλῆς του,
προνοῖες καὶ χρὴματα πολλὰ τοῦ ἐτάχθη κ᾿ ὑπησχήθη
νὰ φανιστῇ ὅτι ἔφυγεν κ᾿ ἐδιάβη στὸν Δεσπότην.
Γραφὴν τοῦ ἔδωκε ἀπόκρυφα νὰ δώσῃ τοῦ Δεσπότη,
ὅ,τι τοῦ εἰπῇ ἐκ στόματος, ὅλα νὰ τὰ πιστέψῃ.
Ἐπῆρεν τὰ πιττάκια του κ᾿ ἐβάλθη εἰς τὸν δρὸμον·
σπουδαχτικὰ ἐπερπάτησεν, ἦλθεν εἰς τὸν Δεσπότην,
κρυφῶς ἀπῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ μοναξὰ τὸν κράζει.
Ὁ κλέφτης ἦτον πονηρὸς καὶ μηχανὸς εἰς σφόδρα·
ὡσὰν κλαίοντα ἄρχισεν νὰ λέγῃ τὸν Δεσπότην·
«Ἀφέντη, ἐδῶ μὲ ἀπέστειλεν ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου
νὰ σὲ εἰπῶ τὸ μυστὴριον του, τὸ τί σὲ συμβουλεύει.
Ἀλήθεια ἔνι, ἀφέντη μου, κ᾿ ἐκεῖνος μαρτυρεῖ το
ὅτι ἀπὸ τοῦ φτόνου καὶ ζηλείας κι ἀναγκασίες ἀνθρώπων
ἐβάλθητε εἰς σκάνταλα κ᾿ εἰς τὴν συνερισίαν·
ἐσὺ ἐζήτας τὴν Βλαχίαν, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ Δεσποτᾶτο.
Κι ἀπὸ ἐτούτης τῆς ἀφορμῆς ἐπλήθυνεν ἡ μάχη
μέσα εἰς ἐσᾶς τοὺς ἀδελφοὺς ὅπου ἦτον ψέγος μέγα,
νὰ μάχεστε ἀμφότεροι ἐσεῖς οἱ δύο αὐταδέλφοι.
Λοιπόν, ἀφέντη μου, καλέ, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφὸς σου,
ὡς ἔδραμες ἀπάνω του νὰ ἐπάρῃς τὴν Βλαχίαν,
οὐκ εἶχεν γὰρ ποῦ νὰ γενῇ οὐδὲ τὸ ποῦ νὰ δώσῃ
κ᾿ ἐπρόσφυγεν στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀντίδικός σου.
Κι ὡς ἔμαθεν ὁ βασιλέας ὅτι φουσσᾶτα κάμνεις,
τὸν πρίγκιπα γὰρ τοῦ Μορέως ἔποικες ἀδελφόν σου,
τὴν ἀδελφὴν σας τοῦ ἐδωκες διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν
κ᾿ ἐπῆρες εἰς βοήθειαν σου μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχει.
Κακὴν βουλὴν ἀπήρετε· καὶ ποῖος σᾶς τὴν ἐδῶκεν,
νὰ ἀφῆστε γὰρ τοὺς τόπους σας καὶ τὴν ἀνάπαψίν σας,
νὰ ἔλθητε στὴν Ρωμανίαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους;
νὰ μάχεσαι τὸν βασιλέα, τίς εἶσαι, Δέσποτά μου;
πόσους τέτοιους ὡσὰν ἐσὲν ἔχει στὴν ἐξουσίαν του;
Λοιπόν, ἀφέντη μου καλέ, ἄκου, καὶ πίστευέ μου,
πολλὰ φουσσᾶτα ἔρχονται ἐδῶ νὰ σὲ θέλουν ἀπαντήσει·
ἔχει Ἀλλαμάνους ἐκλεχτοὺς καλὰ πεντακοσίους,
Οὔγγρους χιλιάδες δὲκα τρεῖς ὅλους μὲ τὰ δοξάρια,
Βουργάρους, Σέρβους ἔχει ἐδῶ κἂν τέσσαρες χιλιάδες,
Ρωμαίους ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ὅλους ἐδῶ τοὺς ἔχει,
ἐκ τὴν Τουρκίαν κι Ἀνατολὴν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχουν·
διὰ τὸν ἕναν ὅπου ἔχετε ὁ πρίγκιπας μετά σε,
εἶναι γὰρ τοῦ βασιλέως ᾿ς τὸν ἕναν σας διακόσιοι.
Διὰ τοῦτο λέγει, Δέσποτα, ὁ ἀφέντης μου ὁ ἀδελφός σου
ὅτι ἂν ἐμαχίστητε ἀπὸ φτορὰν δαιμόνου,
οὐδὲν ἔχει καλλιώτερον φίλον του εἰς τὸν κόσμον,
κι ὡς ἀγαπῶντα σε πολλά, μεγάλως σὲ λυπᾶται,
Κ᾿ ἐξεύρεις κι ἄλλο, ἀφέντη μου, τὸ πόσα σὲ κακεύει
ὁ βασιλὲας τῆς Ρωμανίας αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος
κι ἂν ἔλθῃς γὰρ εἰς πόλεμον εἰς τοσοῦτα φουσσᾶτα,
πρῶτο ἠμπορεῖ ἀπ᾿ ἁμαρτίας νὰ χάσῃς τὸ κορμί σου,
καὶ δεύτερον, χειρότερον, ἂν πέσῃς εἰς τὰς χεῖρας
τοῦ Παλαιολόγου βασιλέως ἐκεῖ ὅπου σὲ κακεύει,
ποτὲ τὴν Ἄρτα οὐδὲν θεωρεῖς οὐδὲ τὸ Δεσποτᾶτο,
Ἐν τούτῳ λέγει, ἀφέντη μου, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου·
σκόπησον μὲ ὅλην σου τὴν βουλὴν νὰ φύγῃς νὰ γλυτώσῃς
ἐσὺ μὲ τὰ ἀρχοντόπουλα ποῦ εἶναι τοῦ Δεσποτάτου,
κι ἄγωμε εἰς τὸν τόπον σου, τὰ κάστρη σου νὰ φυλάξῃς.
Καὶ πάλε ἂν χάσῃς τίποτε ἀπὸ τὰ πεζικά σου,
ἀφῶν ἔχεις τὴν ἀφεντίαν κ᾿ εἶσαι στὸ Δεσποτᾶτο,
πάλε φουσσᾶτα οὐ λείπουν σε, νὰ ἔχῃς ὅσα κι ἂν θέλῃς».
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀσεβὴς ὅπου ἔλεγεν ἐτοῦτα,
ὅλως κλαίοντα τὰ ἔλεγεν καὶ κλαίοντα τὰ ἀφηγᾶτον,
Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλέον,
εἶδεν καλὰ κ᾿ ἐγνώρισεν, ἐδειλίασε ὁ Δεσπότης·
ἀπολογίαν ἐζήτησεν ἤθελε νὰ ὑπαγαίνῃ.
ὡς δὲ ὁ Δεσπότης τὸν κρατεῖ ἕως ὅτου νὰ συντύχῃ
ἀλλήλως μὲ τὸν πρίγκιπα νὰ μάθῃ τὰ μαντᾶτα.
Κράζει παιδόπουλά του δύο καὶ μοναξὰ τοὺς λέγει·
« Ἀμέτε εἰς τὸν πρίγκιπα κ᾿ εἰπέτε του ἀπὸ ἐμὲναν
νὰ ἔλθῃ συντόμως ἐδῶ, βιαστικὰ τὸν χρήζω».
Κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσπούδαξαν, γοργὸν στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν
τὸ εἰπεῖ του ἐκ τὸν ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην,
τὸ εἶχαν κι ἀναγγεῖλαν του· εὐθέως σπουδαίως ἐδιάβη
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ ἀσεβὴς στὴν τένταν τοῦ Δεσπότου.
Ἐξάναρχα λεπτομερῶς τὸν πρίγκιπα τὰ εἶπεν,
ὅλα τὰ ἀφηγήσετον, ὡσὰν καὶ τοῦ Δεσπότου·
κι ἀφότου τὰ ἀφηγήσετον τοῦ πρίγκιπος τὰ λέγει,
ἀπολογίαν τοῦ ἐδώκασιν, ἐδιάβη ὁπόθεν ἦλθεν.
Λεπτῶς τὰ ἀφηγήσετον τοῦ Σεβαστοκρατόρου
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην
καὶ πῶς τοῦ ὑποσχέθηκεν νὰ φύγῃ τὴν νύχτα ἐκείνην.
Τὸ ἀκούσει το ὁ κὺρ Θεόδωρος μεγάλως γὰρ ἐχάρη,
κράζει τοὺς φρονιμώτατους ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα·
ὅλα τοὺς ἀφηγήσετον, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν.
Ὡς δὲ ὁ Δεσπότης σὲ λαλῶ, ἐκεῖνος τῆς Ἑλλάδας
οὐκ ἦτον γὰρ χαιράμενος, μεγάλην θλῖψιν εἶχεν.
Ἔκραξε τὸν πρίγκιπα· οἱ δύο βουλὴν ᾿πῆραν
τὸ πῶς νὰ ποιήσουσιν ὁμοῦ καὶ πῶς νὰ ἔχουν διάξει,
Κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες τους, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου,
ἐβάλαν τους κι ὠμόσασιν νὰ κρύψουν τὴν βουλή τους.
Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ὁ ὄρκος τῶν κεφαλάδων
κι ὠμόσασιν ἀμφότεροι νὰ κρύψουσιν τὸ πρᾶγμα,
ὅπου ἤθελεν νὰ τοὺς εἰπῇ τῆς Ἄρτας ὁ Δεσπότης,
εἰς τοῦτο ἄρξετον νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται,
ὁ Δεσπότης λεπτομερῶς ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
τὰ εἶπεν καὶ άφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ δημηγέρτης
τὸν ἦτον ἀποστείλοντα κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας
τοῦ Δεσπότου, τοῦ ἀδελφοῦ, ὅλον μὲ πονηρίαν.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
οἱ μὲν ἐπίστεψαν εὐθέως ἀλήθεια ὡσὰν τὸ ἐλέγαν·
κ᾿ οἱ ἄλλοι ἐλέγαν, ψέματα εἶπεν ὁ δημηγέρτης.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος
ἐντράπη, τὸ ἀκούσει τὸ φυγεῖον, μεγάλως ἐταραχεύτη
καὶ εἶπεν, ὅτι ψέματα εἶπεν ὁ χωριάτης
ὅπου ἦλθεν κι ἀφηγήσετον ἐκεῖνα τοῦ Δεσπότου·
ὅλα ὅσα ἦσαν λόγια εὔκαιρα, καύχημα τῶν Ρωμαίων
ὅπου ἐπαινοῦνται ὁλοστινοὶ καὶ ψέγουν τοὺς ἐχτροὺς τους.
«Ἀλλὰ ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ εἰς τοὺς κάμπους τούτους
κι ἂν ἔλθουν, νὰ πολεμήσωμεν ἡμεῖς ἂς τοὺς δεχτοῦμε,
Μηδὲν σκιαστῆτε τίποτε ἂν εἶναι πλειότεροί μας·
ὅτι λαὸς πολύπλοκος κι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως,
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἂν εἴμεθεν ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους,
ὅλοι εἴμεθεν ὡς ἀδελφοὶ καὶ γλῶσσαν μίαν λαλοῦμε,
κ᾿ ἐδάρτε θέλομεν φανῇ ἂν εἴμεθεν σγρατιῶτες».
Ἐκεῖνοι οἱ περισσότεροι ἐκ τὸν φόβον ὅπου εἶχαν
τίποτε οὐδὲν ἀφκράστησαν τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου,
ἀλλὰ εἰς τὸ τέλος εἴπασιν κι οὕτως τὸ ἀφιρῶσαν·
ὅτι τὸ ἐλθεῖ τὸ βραδύ, νὰ λάμψῃ τὸ φεγγάρι,
νὰ κοιμηθῇ ὁ λίος λαὸς νὰ μὴ τοὺς ἔχουν νοὴσει,
τὸ πλεῖον κρυφῶς καὶ σιγαλὰ ὅπου νὰ ἠμπορέσουν
νὰ ὁρμηθοῦν τοῦ φεγγαρίου καὶ νὰ ἔχουν μισσέψει,
νὰ φύγουν ὡσὰν ἠμποροῦν διὰ νὰ μὴ κιντυνέψουν.
Κι ὅσον ἐπλήρωσε ἡ βουλὴ ὅτι νὰ ἔχουν φύγει,
ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβηκεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
Ἐν τούτῳ ὁ ἀντρικώτατος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ἐκεῖνος ὁ παράξενος ὁ ἐπαινετὸς στρατιώτης,
ἐπόνεσε ἡ καρδία του κ᾿ εἰς σφόδρα ἐλυπήθη.
Ὁ μὲν ἐντράπη τὸ φυγεῖον, ἐθλίβη τὸν λαόν του,
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοὺς βοηθὴσῃ
νὰ μὴ χαθοῦσιν ἄδικα κ᾿ ἔχει ἁμαρτίαν μεγάλην.
Στὴν τέντα του ἐστάθηκεν, ραβδὶ κρατεῖ στὸ χέριν,
τὸν στῦλον κρούει μὲ τὸ ραβδὶ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Στῦλε μου, κράτει δυνατὰ τὴν τέντα ὅπου μὲ σκέπει
κ᾿ εἰπὲς τῆς ἐκ τὸ μέρος μου, μηδὲν τὸ ἀπιστήσῃ
ὅτι πολλὰ τὴν ἀγαπῶ, οὐ χρὴζω νὰ κιντυνέψῃ.
Ἡμεῖς βουλὴν ἀπήραμεν, ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
νὰ φύγωμεν ἀπὸ σπεροῦ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου
ν᾿ ἀφήσωμεν τὸν λίον λαὸν νὰ ἔχουσιν κιντυνέψει.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, τέντα μου ἠγαπημένη,
μὴ πιάσῃ κι ἀπιστήσῃς το ὅτι ἔνι ἀλλέως τὸ πρᾶγμα·
σκόπησον νὰ σωτερευτῇς ὅπως μὴ κιντυνέψῃς».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ λαὸς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον
τὸ πρᾶγμα τὸ ἐξενοχάραγον, τὸ οὐκ εἴδασιν ποτὲ τους,
ὅλοι εἰς φόβον ἐπέσασιν, ἐταράχτησαν μεγάλως·
ἀπὸ ἄνθρωπον εἰς ἄνθρωπον ἐπλάτυνεν τὸ πρᾶγμα,
Ὁ πρίγκιπας τὸ ἄκουσεν, ἐχόλιασεν μεγάλως·
ὥρισε εὐθέως κ᾿ ἐκράξασιν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει τον χολιαστικά· «Ἦτον καλὸν τὸ ἐποῖκες;
τὸν ὄρκον ὅπου ἐποίκαμεν καὶ τὴν βουλὴν ὁμοίως,
νὰ τὸ φαυλίσῃς φανερά, νὰ μᾶς ἀποσκεπάσῃς;
οὐδὲν τὸ ἔποικες φρόνιμα, σφάλμα γὰρ μέγαν ἦτον».
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸν πρίγκηπα ἀπεκρίθη·
«Ἐγὼ σφάλμα οὐκ ἔποικα καὶ τίς νὰ μὲ ἔχῃ μέψει,
ἕτοιμος νὰ διαφεντευτῶ καὶ νὰ τὸν πολεμήσω
ὅποιος νὰ εἰπῇ ὅτι ἔσφαλα, ἄνευ τῆς ἀφεντίας σου,
ὅπου εἶσαι ἀφέντης μου λίζιος κι οὐδὲν σὲ ἀντιτείνω.
Ὅσοι εἴπασιν νὰ φύγωμεν νὰ ἀφήσωμεν τὸν λαόν μας,
λουλοὺς τοὺς ἔχω κι ἄτυχους, οὐ πρέπει νὰ εἶναι ἀφέντες
ἢ νὰ βαστάνουν ἄρματα, στρατιῶτες νὰ τοὺς κράζουν».
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας ἐννόησε, ἐντράπηκε το,
ἐμετανόησεν σφοδρὰ εἰς ὅσον γὰρ ἐγίνη·
κράζει τὸν πρωτοστράτοραν, ὁρίζει τον καὶ λέγει,
νὰ βάλῃ τὸν διαλαλητὴν τοῦ νὰ ἔχῃ διαλαλήσει·
κανεὶς μὴ ἀκούσῃ τίποτε καὶ φοβηθῇ κἂν ὅλως
τὰ λόγια ὅπου εἰπήθησαν ἐνταῦτα εἰς τὰ φουσσᾶτα,
μὴ τὰ πιστέψῃ γὰρ κανείς, ψέματα εἶναι μεγάλα.
Ἀλλὰ ἂς τὸ κρατοῦσι ἀλήθειαν, κανεὶς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ,
ὅτι αὔριον, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θέλουσι πολεμήσει.
Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐτότε οἱ Μοραΐτες
τὸ πῶς ἐδιαλαλήσασιν κι ἀφίρωσαν τοὺς λόγους,
ὅτι τὰ λόγια τὰ εἴπασιν ψέματα ἐλαλῆσαν,
ὡς δὲ τὴν αὔριον τὸ πρωΐ θέλουσιν πολεμήσει,
ὅλοι τὸ ἀνεχάρησαν, πολλὰ τὸ ἐπεθυμοῦσαν.
Κ᾿ οἱ Δεσποτᾶτοι, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν εἰς σφόδρα·
εἰς τὸν Δεσπότη ἐδιάβησαν ὅλοι του οἱ μεγιστᾶνοι,
κρυφῶς τοῦ εἶπαν μοναξά· «Ἀφέντη, τί ἔν᾿ τὸ κάμνεις;
βούλεσαι ν᾿ ἀποθάνωμεν ἐδῶ ἀδίκως μετ᾿ ἔσου;
οὐδὲν ἀκούῃς τοὺς ἄτυχους τοὺς Φράγκους τοῦ Μορέως,
τὸ πῶς οὐδὲν ἐδείλιασαν τὰ πλήθη τῶν φουσσάτων
ὅπου ἔρχονται ἀπάνω τους, αὐτοῦ τοῦ βασιλέως,
ἀλλὰ καλοαφιρώνωνται νὰ τοὺς ἔχουν πολεμήσει».
Ὁ Δεσπότης τοὺς ἀποκρίθηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἐγὼ κρατῶ τὰ εἴπαμεν καὶ τὴν βουλὴν ποῦ ἐδόθη·
κ᾿ οἱ Μοραΐτες ἂς λαλοῦν κι ἂς ποιήσουν ὡς κελεύουν.
Βάλετε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς νὰ διάβῃ ἐκ τὸ φουσσᾶτο
τοῦ Δεσποτάτου, σᾶς λαλῶ, προφώνεσιν νὰ ποιήσῃ,
τὸ συσπερώσει, μοναχὰ νὰ ἐξέβη τὸ φεγγάρι,
ὅλοι ἂς κινήσουν παρευτὺς μετὰ ἡσυχίας μεγάλης,
ὁλόρθα ἂς ὑπαγαίνωμεν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν μας·
κι ὅπου ἔχει θέλημα καλὸν κι ὄρεξιν τοῦ πολέμου
ἂς ἐνεμείνῃ ἐδῶ καὶ νὰ εὕρῃ τὰ γυρεύει».
Οὕτως τὸ ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι τοῦ Δεσποτάτου ἐκεῖνοι·
τὸ συσπερώσει ἐδιάβησαν ἐκ τὸ φουσσᾶτο ἐκεῖθεν.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
νὰ ἔλθῃ νὰ ἐβγάλῃ ἐκ τὸν Μορέαν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
μὲ τὸ ἄνθος τῶν εὐγενικῶν ἀνθρώπων τοῦ Μορέως,
ὅπου εἴχασιν ἀνάπαψιν καὶ μονοκρατορίαν,
κι ἀπῆγαν εἰς βοήθειαν του στὴν μάχην ὅπου εἶχεν·
τότε τοὺς ἐλευτέρωσεν στὰς χεῖρας τῶν ἐχτρῶν του
κ᾿ ἔφυγεν καὶ ἐδιάβηκεν εἰς τὴν Θεοῦ κατάραν.
Ποῖος ν᾿ ἀκούσῃ πώποτε Ρωμαίου νὰ ἔχῃ πιστέψει
δι᾿ ἀγάπην γὰρ ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ καμμίαν συγγένειον;
ποτὲ Ρωμαίου μὴ ἐμπιστευτῇς διὰ ὅσα καὶ σοῦ ὀμνύει·
ὅταν θέλῃ καὶ βούλεται τοῦ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ,
τότε σὲ κάμνει σύντεκνον ἢ ἀδελφοποιτόν του,
ἢ κάμνει σε συμπέθερον διὰ νὰ σὲ ἐξολοθρέψῃ.
Ὡς ἔνι γὰρ τὸ φυσικὸν τοῦ κόσμου τὸ συνήθειον,
κακὸν μαντᾶτο οὐκ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἔχῃ κρύψει.
Ἐκεῖνος ὁ πανάπιστος ὁ μέγας δημηγέρτης,
ὅπου τὰ ἐμαγέρεψεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἔφυγεν εὐθέως ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
σπουδαίως ἐδιάβηκεν γοργὸν στοῦ βασιλέως τὸν στόλον
κ᾿ εἶπεν τὸν Σεβαστοκράτορα· ἔφυγεν ὁ Δεσπότης
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερεν ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτον,
κ᾿ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκιπας μόνι μὲ τὰ ἐδικά του.
Τὸ ἀκούσει το ὁ Σεβαστοκράτορας, ἐχάρηκεν μεγάλως.
εὐθέως τ᾿ ἀλλάγια του ὤρθωσεν, ἐκίνησαν ἐνταῦτα,
ὁλόρθα στὴν Πελαγονίαν ὡρμῆσαν νὰ ὑπαγαίνουν.
Σάββατο ἡμέραν ἐκίνησαν, τὸν πρίγκιπα ἐπλησιάσαν.
Τὴν κυριακὴν γὰρ τὸ πρωῒ ὡρμῆσαν νὰ πολεμὴσουν.
Κι ἀφῶν εἶδεν ὁ πρίγκιπας ὅτι ἔφυγε ὁ Δεσπότης
κ᾿ ἐγνώρισε εἰς πληροφορίαν τὸ ἔργον τὸ τοῦ ἐποῖκεν,
κ᾿ ἔμεινεν στὴν Πελαγονίαν οὕτως ἀπεργωμένος,
μόνον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχε ἐκ τὸν Μορέαν,
κ᾿ ἔξευρεν ὅτι ἔρχετον τοῦ βασιλέως ὁ στόλος
μὲ τὸν Σεβαστοκράτοραν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν·
ὡς φρόνιμος κ᾿ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον καὶ στρατιώτης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, Φράγκους τε καὶ Ρωμαίους,
καὶ ἄρξετον νὰ τοὺς λαλῇ καὶ νὰ τοὺς συντυχαίνῃ,
γλυκία τοὺς ἐνουθέτευεν κ᾿ ἐπαρηγόρησέ τους·
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὡς τέκνα καὶ παιδία μου,
γινώσκει ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ δόξα του τὸ πῶς εἶμαι θλιμμένος
εἰς τοῦτο ὅπου μᾶς ἔποικεν Δεσπότης ὁ ἀδελφός μου
κι ἀπέργωσέ με ὡσὰν παιδὶ καὶ ἤφερέν με ἐνταῦτα.
Ἐγὼ διὰ τὴν ἀγάπην του καὶ πάλε διὰ τὴν τιμήν μου,
ἐβλέποντας τὸν θάνατον, τὴν ἀκληρίαν ὅπου εἶχεν
ἀπ᾿ τὸν Σεβαστοκράτορα αὐτὸν τὸν ἀδελφόν του,
ὅπου τοῦ ἀπῆρε τὴν Βλαχίαν, τὸ Δεσποτᾶτο ἐζήτα,
ἐπῆρα τὰ φουσσᾶτα μου, ἐσᾶς τοὺς ἐδικούς μου
κ᾿ ἦλθα εἰς συμμάχειον ἐκεινοῦ διὰ νὰ τοῦ ἔχω βοηθήσει.
Καὶ ὅσον μ᾿ ἐπροσήφερεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν,
οὕτως μᾶς ἐπαράδωκεν αὐτὸς τοῦ ἀδελφοῦ του
ὡσὰν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστὸν ἐκεινῶν τῶν Ἰουδαίων.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παρακαλῶ σας·
ἀφῶν μᾶς ἤφερε ἡ ἁμαρτία ἐδῶ εἰς τοὺς ἐχτρούς μας
Σεβαστοκράτωρ ὡ, ἡκουσεν ἐχάρη. μεγάλω,· τ ἀλλἀγια,
ἀδιόρθωστν, ἐκίνησαν εὺθαως, Πελαγονίαν ὤρισεν, ὑπαγα
ἐξεύρετε ὅτι μακρέα ἀπέχομεν τοῦ Μορέως.
κι ἂν θέλομεν νὰ φύγωμε οὐδὲν κατευοδοῦμε
κ᾿ ἤθελεν εἶσται ἄσκημον νὰ εἰπὴθῃ εἰς τὸν κόσμον,
ἀφῶν στρατιῶτες εἴμεθεν νὰ φύγωμεν ὡς γυναῖκες.
Ἀλλὰ ἂς σταθοῦμε ὡς ἄνθρωποι, στρατιῶτες παιδεμένοι·
τὸ πρῶτον ἂς φυλάξωμεν ὡς πρέπει τὴν ζωὴν μας,
καὶ δεύτερον πάλε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔπαινος τοῦ κόσμου,
τὸ ἀγαποῦσιν οἱ ἅπαντες ὅπου ἄρματα βαστοῦσιν.
Ἐκεῖνοι ὅποὺ ἔρχονται ἐδῶ τοῦ νὰ μᾶς πολεμήσουν
ὅλοι εἶναι πολυσώρευτοι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες·
καὶ θέλω νὰ τὸ ἐξεύρετε, τινὰς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ,
ὅτι ὁ λαὸς πολύπλοκος καὶ πολυσωρεμένος,
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως.
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἂν εἴμεθα ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους,
ὅλοι εἴμεθεν γνώριμοι καὶ μίας οὐσίας ἀνθρῶποι,
καὶ πρέπει ὅλοι ὡς ἀδελφοὶ ἀλλὴλως ν᾿ ἀγαπᾶστε.
Ἐπεὶ ἂν ἔχωμεν ὁμοῦ ἀγάπην ὡς ἁρμόζει,
ὁ κατὰ εἷς γὰρ ἀπὸ ἐμᾶς ν᾿ ἀξιάζῃ διακόσιους
ἀπὸ ὅσοι ἔρχονται ἐδῶ διὰ νὰ μᾶς πολεμήσουν.
Οὐδὲν φροντίζω ἄλλους τινὲς μόνον τοὺς Ἀλλαμάνους·
τριακόσιοι εἶναι μοναχοὶ κ᾿ ἔχουν ἕναν ἀφέντην
Δοῦκαν ντὲ Καρεντάνε τὸν λαλοῦν, οὕτως τὸν ὀνομάζουν,
Καὶ ἔχω εἰς πληροφορίαν τὸ πρῶτον τους ἀλλάγι
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔχουσιν νὰ ἔλθουν νὰ πολεμὴσουν,
Λοιπὸν ἂν ποιήσωμεν ὁρμὴν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες
τῶν Ἀλλαμάνων τὴν φορὰν τοῦ πολέμου ἀπαντῆσαι,
νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ μοῖρα μας κ᾿ ἡ εὐχὴ γὰρ τῶν γονέων μας,
νὰ τοὺς σπαράξωμεν ποσῶς νὰ ἐπάρωμεν τὸ νῖκος,
τοὺς ἄλλους ὅλους ἔχομεν ὡς φάλκονας περδίκιν.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς τὸ πρῶτο μας ἀλλάγι
νὰ ποιήσωμεν καλλιώτερον, ὅλο ἐκλεχτοὺς ἀνθρώπους,
νὰ ἐξεύρουσιν νὰ πολεμοῦν, νὰ ἐντρέπωνται τὸν κόσμον·
καὶ νὰ ἔνι ἀπάνω εἰς αὐτοὺς ὡς κεφαλὴ κι ἀφέντης
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας αὐτὸς ὁ ἀνεψιὸς μου,
Κ᾿ ἐλπίζω πρῶτα στὸν Θεὸν κι ἀπέκει στὴν στρατιάν του
ὅτι νὰ πράξῃ ὡς φρόνιμος, ὡσὰν καλὸς στρατιώτης».
Ὡς τὸ εἶπεν γὰρ ὁ πρίγκιπας οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν·
ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια τους τὲς σύνταξες ὅπου εἶχαν.
Στὴν χώρισιν τῶν ἀλλαγιῶν, στὲς σύνταξες ποῦ ἐποῖκεν
ὁ Γουλιάμος πρίγκιπας εἰς τὴν ΙΙελαγονίαν
αὐτοῦ καὶ ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι ἔσωσαν εἰς τὸν κάμπον.
Τὸ πρῶτο ἀλλάγι ὅπου εἴχασιν ἦτον τῶν Ἀλλαμάνων·
τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ ἐξάκουστος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ὁλόρθα εἰς αὔτους ὥρμησεν, ἔσκυψαν τὰ κοντάρια.
Τὸν πρῶτον ὅπου ἀπάντησεν κ᾿ ἐδῶκεν κονταρέαν
ἦτον ἐκεῖνος ποῦ ἔλεγαν Δοῦκα ντὲ Καρεντάνα·
στὸ στῆθος τὸν ἐβάρεσεν ἀπάνω εἰς τὸ σκουτάριν,
μὲ τὸ φαρὶν τὸν ἔρριξεν εἰς γῆν ἀποθαμένον·
ἀπαύτου ἔδειρε ἄλλους δύο ὅπου ἦσαν συγγενεῖς του.
Τὸ κοντάρι ὅπου ἐβάσταζεν ἐκόπη εἰς τρία κομμάτια·
κ᾿ εὐθέως ἐγρήγορα ἔβαλεν τὸ χέριν στὸ σπαθί του
καὶ ἄρξετον νὰ πολεμῇ ἐκείνους τοὺς Ἀλλαμάνους·
ὅσοι τοῦ ἐρχόντησαν ὀμπρὸς διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν,
ὅλους τοὺς ἐκατέκοφτεν ὡς χόρτον εἰς λιβάδι.
Κι ὡς ἔβλεπαν οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
ὅλοι ἀντρειομένα ἐβάλθησαν καὶ συντροφίαν τοῦ κάμνουν,
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔσφαξαν κ᾿ ἐθανατώνανέ τους.
Κι ὡς εἶδε ὁ Σεβαστοκράτορας ἀπέκει ὅπου ἐθεώρει
ὅτι οἱ Ἀλλαμάνοι ἐσπάραξαν κι ἀπήρασι τὸ κρότος,
γοργὸν σπουδαίως ἐκεῖ ἔδραμεν ὅπου ἤσασιν οἱ Οὖγγροι,
ὁρίζει τοὺς νὰ σύρνουσιν ὅλοι μὲ τὰς σαγίτας
στὸ ἀλλάγι κεῖνο ποῦ ἔσμιξε μετὰ τοὺς Ἀλλαμάνους,
καὶ εἶπεν τους ἀπόκοτα· «Μὴ παρατηρηθῆτε
τοὺς Ἀλλαμάνους τίποτε διατὶ εἶναι ἐδικοί μας·
ἐπεί, ὡς ἐβλέπω καὶ θεωρῶ, ὁ δράκοντας ἐκεῖνος
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κακὰ τοὺς ὑπαγαίνει.
Κι ἂν θέλετε νὰ σύρνετε μόνο ἀπάνω στοὺς Φράγκους,
οὐδὲν κατευοδώνετε νὰ τοὺς ἔχετε δραλήσει·
ἀλλὰ ἀμφότεροι σύρνετε μέσα εἰς τὸν πόλεμόν τους,
νὰ σφάξετε τοὺς ἵππους τους ὅπου καβαλλικεύουν,
νὰ πέσουν οἱ καβαλλαροὶ ἀπάνω εἰς τὰ φαριά τους
ὅπως νὰ τοὺς πατάξωμε μὴ προῦ μᾶς θανατώσουν.
Κι ἂν ἀποθάνουν ἑνομοῦ μ᾿ αὐτοὺς οἱ Ἀλλαμάνοι,
κάλλιο ἂς χαθοῦσι μοναχοὶ παρ᾿ ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
καὶ ἂς ἔχω τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ποιήσετε ὡς τὸ ὁρίζω».
Κ᾿ οἱ Οὖγγροι, ὡς ὡρίστησαν, οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν.
ἀρχάσαν κ᾿ ἐδοξεύασιν τοὺς Φράγκους κι Ἀλλαμάνους·
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν ἤλθασι κ᾿ οἱ Κουμάνοι
κ᾿ ἐδόξευαν ἀμφότεροι τὸ γένος γὰρ τῶν Φράγκων.
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ πῶς νὰ τὰ διαλύσω;
ὅλους τοὺς ἵππους καὶ φαρία τῶν Φράγκων κι Ἀλλαμάνων
ὅλα τὰ ἐκατασφάξασιν κ᾿ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν.
Ἔπεσε γὰρ κι ὁ θαυμαστός, τὸ φοῦμος τῶν στρατιώτων,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁμοῦ μὲ τὸ φαρίν του.
Κ᾿ ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας, ὡς εἶδεν κ᾿ ἐγνώρισέν τον,
στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς αὖτον,
μὴ σύρῃ εἰς αὖτον πλεῖον κανείς, ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του.
Καὶ λέγει τοῦ· «Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀφέντη τῆς Καρυταίνου,
μὴ προῦ σὲ σφάξουν, ἀδελφέ, ᾿ς ἐμέναν παραδόσου·
ἀπάνω εἰς τὴν ψυχίτσα μου δόλον οὐ μὴ νὰ ἔχῃς».
Εἰς τὸ σπαθὶ του ὤμοσε κ᾿ ἐνταῦτα ἐπαρεδόθη.
Ἀφότου ἐπαρεδόθηκεν ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης,
τὸ φλάμουρόν του ἔπεσεν ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐπιάσαν·
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας τὸ ἐσήκωσεν κι ἀπῆρεν,
ὁκάποιον τὸ ἐπαράδωκεν ἀπὸ τὴν φαμελίαν του
νὰ τὸ βαστᾷ προσεχτικὰ καὶ νὰ τοῦ τὸ φυλάττῃ.
Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὴν πονηρίαν ποῦ ἐποῖκεν,
ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς μάχης,
ὅταν ἐσμίξασιν ὁμοῦ ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου
κ᾿ οἱ Ἀλλαμάνοι, σὲ λαλῶ, κ᾿ ἐσφάζονταν ἀλλήλως·
τὸ πῶς τοὺς Οὔγγρους ἔβαλεν, ὁμοίως καὶ τοὺς Κουμάνους,
κ᾿ εἰς αὔτους ἐδοξεύασιν νὰ σφάξουν τ᾿ ἄλογά τους·
ἀπῆρε ἀλλάγιν μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ἐδιάβη ἐκεῖσε εἰς αὖτον
νὰ τοῦ βοηθήσῃ, ἂν ἠμπορῇ, νὰ μὴ τὸν ἀποδείρουν.
Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων καὶ τὸ σαγιττολάσι
ἐσφάξασιν τὰ ἄλογα κ᾿ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν·
κι ἀφότου εὑρέθησαν πεζοὶ μέσα εἰς τὰ φουσσᾶτα,
τὸ τί ποιήσει οὐκ εἴχασιν, ἠθέλαν κι οὐκ ἠθέλαν.
Μὴ προῦ ἀποθάνουν ἄδικον θάνατον εἰς τὸν κόσμον,
ὅλοι ἐπαραδόθησαν κι ὁ πρίγκιπας ἀτός του.
Οὐδὲν ἐγλύτωσαν τινές, μόνη ἡ φτωχολογία·
ὅσοι ἠμπορέσαν κ᾿ ἔφυγαν κ᾿ ἦλθαν ἐκ τὴν Βλαχίαν,
οἱ μὲν ἐγλύτωσαν πεζοὶ κ᾿ ἦλθαν εἰς τὸν Μορέαν,
ἄλλους τινὲς ἐπιάσασιν οἱ Βλάχοι στὴν Βλαχίαν,
τοὺς ἄλλους πάλε ἐσκότωσαν κ᾿ ἐρρουχολόγησάν τους.
Κι ὅσον ἔπαψε ὁ πόλεμος κ᾿ ἐκέρδισαν τοὺς Φράγκους,
ὥρισε ὁ Σεβαστοκράτορας κ᾿ ἐστήσασιν τὲς τέντες.
Ἡ τέντα τῆς κατούνας του τέσσαρους στύλους εἶχεν·
κι ἀφότου τὴν ἐστήσασιν κ᾿ ἐσέβηκεν ἀπέσω,
ὁρίζει κ᾿ ἦλθαν οἱ ἄρχοντες ὅλοι του οἱ κεφαλᾶδες,
κι ἀπαύτου ὁρίζει κ᾿ ἤφεραν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους.
Τιμητικὰ τὸν ἔπιασε τὸν πρίγκιπα ἐκ τὸ χέριν,
γλυκέα τὸν ἐχαιρέτησε, σιμά του τὸν καθίζει.
Καλῶς ἦλθες, ἀδέλφι μου, καλῶς ἦλθες γαμπρέ μου,
πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ ὡσὰν σὲ βλέπω ἐδάρτε».
Ἐκ τὸ ἄλλο χέριν ἔπιασε τὸν ἀφέντη τῆς Καρυταίνου,
τιμητικὰ τὸν ἔβαλε κ᾿ ἐκάτσε στὸ πλευρόν του.
Κι ἀφῶν ἐκάτσαν ἑνομοῦ κ᾿ ἐγέμισεν ἡ τέντα
τὸ πλῆθος τῶν καβαλλαρίων κι᾿ ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
ἄρξετον ὁ Σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος νὰ λέγῃ·
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, πρίγκιπα καὶ γαβρέ μου,
πολλὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστᾷς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους,
ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐσὲν καὶ τῶν γονέων σου
νὰ εἶστε ἀφέντες τοῦ Μορέως, νὰ ἔχετε τέτοιαν δόξαν,
κ᾿ ἔπρεπε νὰ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ στὴν ἀφεντίαν σου
καὶ νὰ μηδὲν ἐγύρευες ἄλλους νὰ ἀκληρήσῃς.
Εἰπέ με τὸ σὲ ἔφταισα καὶ τί κακὸν σ᾿ ἐποῖκα,
κ᾿ ἦλθες ἀπάνω εἰς ἐμὲν νὰ ἐπάρῃς τὸ ἰγονικόν μου;
καὶ πάλε οὐδὲν σὲ ἄρκησε νὰ ἔλθῃς εἰς ἐμένα,
ποῦ εἶμαι μετὰ σὲ γείτονας κ᾿ ἔχεις τὴν ἀδελφή μου,
ἀλλὰ ἦλθες στὸν ἀφέντη μου τὸν ἅγιον βασιλέα
νὰ ἐπάρῃς τὸ βασίλειον του, νὰ γένῃς βασιλέας.
Ἐν τούτῳ ἔπρεπε νὰ ἐγροικᾷς καὶ νὰ τὸ ἀπεικάσῃς
ὅτι ἔν᾿ καλλίων σου ἄνθρωπος καὶ χριστιανὸς μὲ ἀλήθειαν.
Καὶ ὁ Θεὸς ὅπου ἔνι κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον, ἀπάνω
ἤφερέν σε εἰς τὰς χεῖρας του κ᾿ ἔχει σε εἰς θέλημάν του·
κι ὡσὰν ἐγύρευες ἐσὺ ἐκεῖνον ν᾿ ἀκληρήσῃς,
σὲ θέλει ἐβγάλει ἐκ τὸν Μορέαν, ὅπου οὐδὲν ἔχεις δίκαιον.
Ἐκεῖνος ἔνι γονικὸς τῆς Ρωμανίας ἀφέντης·
κ᾿ ἐσὺ ἂν ἔβγῃς ᾿κ τὴν φυλακήν, ἄγωμε εἰς τὴν Φραγκίαν,
ὅπου ἔνι ἐκεῖ τὸ φυσικὸν τὸ ἰγονικὸν ὅπου ἔχεις».
Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.
Ἐπεὶ διὰ τόσο ἂν ἔμελλε στὸν τόπον νὰ ἀποθάνω,
οὐ μὴ ν᾿ ἀφήσω νὰ εἰπῶ μέρος ἐκ τὴν ἀλήθειαν.
Οὐ πρέπει τὸν εὐγενικὸν ἄνθρωπον νὰ καυχᾶται,
οὔτε νὰ ψέγῃ ἂν ἔχῃ ἐχτρὸν καὶ φέρῃ τον ἡ τύχη
νὰ τὸν κρατῇ εἰς φυλακὴν ὡσὰν κρατεῖς ἐμέναν.
Καὶ πάλε ἄλλο χειρότερον, νὰ ψέγῃ ἄλλος εἰς πρᾶγμα,
τὸ ἔχει ἐκεῖνος τὴν αἰτίαν κ᾿ ἔνι καταπιασμένος.
«Ἐγώ, ἀδελφέ, ἂν ἐγύρευα νὰ αὐξήσω τὴν τιμήν μου,
τὸ πλοῦτος καὶ τὴν δόξαν μου, πρέπει νὰ μὲ ἐπαινᾶτε,
διατὸ πρέπει τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἄρματα βαστάζει,
ν᾿ αὐξαίνῃ γὰρ τὸ πλοῦτος του, ὁμοίως καὶ τὴν τιμήν του,
μόνον νὰ μὴ ἔνι ἄδικον, νὰ ἐπαίρνῃ συγγενῶν του
καὶ νὰ ἀκληρᾷ τὴν σάρκαν του, τοὺς σαρκικούς του φίλους.
Πάντως ἐγὼ εἶμαι πρίγκιπας, ἕνας μικρὸς στρατιώτης,
κι οὐδὲν μὲ ἐβλέπεις ὅτι ἔδραμα ἀπάνω εἰς συγγενῆν μου
οὔτε εἰς φτωχὸν μου γείτοναν νὰ ἐπάρω τὸ ἐδικὸν του·
ἀλλὰ ἔδραμα εἰς βασιλέαν, ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας,
ὅπου ἔχει κράτος κι ἀφεντίαν μεγάλην εἰς τὸν κόσμον
κ᾿ ἔνι εἰς ἀντρία ἐξάκουστος ἀπάνω εἰς τοὺς στρατιῶτες
κ᾿ ἔνι τιμή μου κ᾿ ἔπαινος, νὰ πιάνωμαι μετ᾿ αὖτον,
διατὶ ἔνι ἐκεῖνος βασιλέας κ᾿ ἐγὼ μικρὸς στρατιώτης.
Καὶ πάλιν ἔνι ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων
κι οὐδὲν μετέχω πρὸς αὐτὸν εἰς τίποτε συγγένειαν.
Ἐσὺ γὰρ ὅπου εὑρίσκεσαι αὐτάδελφος Δεσπότου
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν ἐσὺ τὸ ἐξεύρεις,
κι οὐδὲν σὲ ἀρκεῖ τὸ σ᾿ ἔδωκεν ἀπὸ τὸ ἰγονικόν του
τοῦ νὰ κρατῇς εἰς ἀφεντίαν τὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
ὅπου ἔνι τὸ καλλιώτερον μέλος τῆς βασιλείας του,
ἀλλὰ ἐβουλήθης παντελῶς τοῦ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς,
νὰ ἐπάρῃς ἐκεῖνο ὅπου κρατεῖ, ὅλον τὸ Δεσποτᾶτο,
κ᾿ ἐκεῖνος νὰ ἔνι τζάγδαρος, ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.
Κ᾿ ἔποικες ἄλλο πλειότερον, μεγάλην ἁμαρτίαν,
διατὶ οὐδὲν ὑπόμενες νὰ μάχεσαι μετ᾿ αὖτον,
ὡς γείτονας καὶ συγγενὴς, ὡς τὸ ἔχει ὁ κόσμος ὅλος,
ἀλλὰ ἔδραμες στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας,
– διατὶ τὸν ἔχει ἀντίδικον κ᾿ ἐχτρεύεται μετ᾿ αὖτον –
διὰ νὰ σὲ δώσῃ συμμαχίαν καὶ δύναμιν φουσσάτου,
νὰ τὸν βοθριάσῃς παντελῶς καὶ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς.
Κι οὐδὲν σὲ ἔπρεπε, ἀδελφέ, οὔτε τιμή σου ἔνι,
διατὶ μὲ ἤφερε ἡ ἁμαρτία κ᾿ ἡ τύχη τῆς στρατείας
κ᾿ ἔπεσα εἰς τὰς χεῖρας σου κ᾿ εἶμαι εἰς φυλακήν σου
νὰ μὲ ὀνειδίζῃς ἄσκημα, ἀδίκως, παρὰ λόγου,
εἰς πράγματα κ᾿ ὑπόθεσες, τὸ οὐδὲν ᾿ς ἐμὲ τυχαίνουν,
ἐδῶ εἰς τόσα πρόσωπα εὐγενικῶν ἀνθρώπων,
κ᾿ ἐκδύνεσαι τὰ πράγματα καὶ τὲς αἰτίες ὅπου ἔχεις
καὶ βάνεις τα ἀπάνω μου τὰ οὐδὲν μὲ ἐμὲ τυχαίνουν».
Κι ὡς ἤκουσε ὁ σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος τὰ λόγια,
τὸ πῶς τὸν ἀποκρίθηκεν μὲ ἀλαζονείαν μεγάλην
κι οὐδὲν τὸν ἐφροντίσετον διατὶ ἦτο εἰς φυλακὴν του,
μεγάλως τὸ ἐβαρύθηκεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην.
Πολλὰ γὰρ ἐθυμώθηκεν, στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον·
κι ἂν ἔλειπε διὰ ἐντροπὴν τῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων
ὅπου εὑρισκόντησαν ἐκεῖ, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
εἰπεῖν καὶ ποιήσειν ἤθελεν τοῦ πρίγκιπος ἀσκημίαν.
Ὡς εἶδαν γὰρ οἱ εὐγενικοί, ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ᾿ αὔτους,
τὴν πρόσοψιν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ σεβαστοκρατόρου,
ἐβάλθησαν μὲ συντυχίες, μὲ τρόπους καλωσύνης,
κ᾿ ἐπράϋναν τὰ λόγια τους κ᾿ ἔβαλάν τους ᾿ς ἀγάπην.
Κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν εἰς τὴν Πελαγονίαν
ὁ σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
τότε ἡμέρας δύο ἐποιήσασιν νὰ θάψουν τοὺς σκοτωμένους,
νὰ θεραπέψουν τὰς πληγὰς ὅσοι ἦσαν λαβωμένοι.
Ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ᾿ ἐκίνησαν ὑπαγαίνει
ὁλόρθα στὴν Κωνσταντινόπολιν ὅπου ἦτο ὁ βασιλέας.»

[←23]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 82, επιμ. Heisenberg. I, 171-72:

Ο νόθος γιος τού αποστάτη Μιχαήλ, ο Ιωάννης, που ήταν με τον σεβαστοκράτορα, σχεδίασε την εξέγερση μαζί με μερικούς άλλους. Όταν ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης προχώρησε εναντίον των Λατίνων, πέρασε από τη Λεβαδειά και λεηλάτησε τη Θήβα, ο Ιωάννης φανέρωσε την απιστία που είχε επινοήσει και, δραπετεύοντας μαζί με άλλους, πήγε στον αποστάτη Μιχαήλ, τον πατέρα του. Ταραγμένος από την ξαφνική τροπή των γεγονότων, ο Μιχαήλ δεν είχε πού να πάει, αλλά αυτός και ο γιος του Νικηφόρος και η γυναίκα του και μερικοί από τούς άνδρες του επιβιβάστηκαν σε βάρκες και περνούσαν την ώρα τους στη θάλασσα. Είχε ως ορμητήριο τα γύρω νησιά, δηλαδή τη Λευκάδα και τα νησιά τής Κεφαλληνίας. Όταν όμως πήγε κοντά του ο νόθος γιος τού Ιωάννης, όπως αναφέρθηκε, συνήλθε από την ταραχή του και, αποτινάσσοντας τον φόβο του, πήγε στην Άρτα.

«…Ὁ μὲν οὖν νόθος υἱὸς τοῦ ἀποστάτου Μιχαὴλ Ἰωάννης τῷ σεβαστοκράτορι ξυνὼν ἀποστασίαν μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν ἐμελέτα. καὶ ἐπεὶ ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰωάννης κατὰ τῶν Λατίνων κεχώρηκε καὶ τὴν Λεβαδίαν παραμείψας τὰς Θήβας ἐσκύλευσε, τὴν ἣν ὤδινεν οὗτος ἀπιστίαν εἰς προὖπτον προύφηνε καὶ μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν ἀποδρὰς περὶ τὸν ἀποστάτην Μιχαὴλ τὸν πατέρα τούτου ἀπῄει. ἐκεῖνος μὲν οὖν τῷ ἀθρόῳ τοῦ πράγματος ταραχθεὶς οὐκ εἶχεν ὅπῃ γῆς σταίη, ἀλλ' ἐν πλοιαρίοις ἐμβάντες αὐτός τε καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ Νικηφόρος καὶ ἡ σύζυγος τούτου καί τινες τῶν αὐτοῦ τὰς διατριβὰς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐποίουν τάς τε νήσους τὰς πέριξ καταγώγιον εἶχον, Λευκάδα δηλαδὴ καὶ τὰς τῶν Κεφαλήνων. ἀλλ' ἐπεὶ ὁ τούτου νόθος υἱὸς Ἰωάννης πρὸς αὐτὸν ἀπῄει καθὰ δεδήλωται, ἀνερρώσθη τῆς ῥᾳθυμίας, καὶ τὸν ὄκνον ἀποσεισάμενος περὶ τὴν Ἄρταν ἐβάδιζε.»

[←24]

Ο Μιχαήλ Η΄ έχει περιγράψει τον θρίαμβο των δυνάμεών του από την Πελαγονία μέχρι την Πελοπόννησο στα απομνημονεύματά του De vita sua (στην πραγματικότητα μοναστικό κανόνα ή τυπικόν, που προοριζόταν από τον Mιχαήλ για το μοναστήρι τού Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη), επιμ. I. G. Troitskii, S. Petersburg, 1885 και επιμ. Henri Grégoire, Imperatoris Michaelis Palaeologi de vita sua opusculum necnon regulae quam ipse monasterio S. Demetrii praescripsit fragmentum, κεφ. vii, στο Byzantion, XXIX-XXX (1959-60), 455.

Ο υποτιθέμενος χρονικογράφος τής Σάντα Τζουστίνα στην Πάδουα αντιλαμβανόταν πλήρως ότι η Πελαγονία σήμαινε το τέλος τής λατινικής κατάληψης τής Κωνσταντινούπολης [Annales S. Iustinae patavini, στο MGH, Scriptores, XIX (1866) 181-82]. Tα Annales patavini δημοσιεύτηκαν αργότερα ως Chronicon Μarchiae Tarvitinae [στο RISS, VIII-S (1916), για το οποίο βλέπε πιο κάτω, σημείωση 39].

[←25]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 82, επιμ. Heisenberg, I, 172:

Όταν έφτασε εκεί, αφού βρήκε όλους τούς κατοίκους αφοσιωμένους σε αυτόν, ενώ κρατούσε με το μέρος του την πόλη τής Βουδίτσας [Βόνιτσας], μαζεύοντας όσους βρίσκονταν εκεί, οδήγησε τούς άνδρες μας έξω από τα όρια τής Άρτας. Έδιωξε όμως και τούς πολιορκητές των Ιωαννίνων μακριά από τα Γιάννενα. Αυτή ήταν τότε η αρχή κακών στιγμών για τις ρωμαϊκές υποθέσεις. Τα καλά επιτεύγματα που είχαν προκύψει από την αυτοκρατορική συμβουλή μειώθηκαν σχεδόν σε τίποτε, ή σε πολύ λίγα, λόγω τής ανυπακοής και τής έλλειψης πειθαρχίας εκείνων που διοικούσαν.

«…κἀκεῖσε δὴ ἀφιγμένος, ἐπεὶ τοὺς πάντας οἰκήτορας προσκειμένους εὗρεν αὐτῷ, εἶχε δὲ καὶ τὸ τῆς Βουδίτζης ἄστυ παρὰ τοῦ μέρους τούτου κρατούμενον, συναγαγὼν τοὺς ἐκεῖσε εὑρισκομένους τοὺς ἡμετέρους τῶν ὁρίων τῆς Ἄρτης ἐξήλασεν. ἀλλὰ καὶ τοὺς πολιορκοῦντας τὰ Ἰωάννινα μακρὰν τῶν Ἰωαννίνων πεποίηκεν. οὕτω μὲν οὖν ἀρχὴν κακῶν τὰ τῶν Ῥωμαίων εἴληφε πράγματα, καὶ τὰ καλῶς ταῖς βασιλικαῖς συμβουλίαις γεγενημένα ταῖς τῶν στρατηγούντων ἀνηκοΐαις καὶ ἀταξίαις εἰς τὸ μηδὲν σχεδὸν ἢ καὶ πάνυ μικρὸν κατηντήκασιν.»

Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, ο Ιωάννης Παλαιολόγος έγινε δεσπότης και ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος πήρε τον τίτλο τού καίσαρα.

[←26]

Spinelli, Diurnali, ad ann. 1259, στο Muratori, RISS, VII (Μιλάνο, 1725), στήλες 1095-96. Επίσης Annali di Matteo Spinello da Giovenazzo, επιμ. Vigo και Dura (1872), σελ. 43, όπου «lo piseopo» σημαίνει «dispoto». Ο Spinelli λέει ότι ο Νικηφόρος αποβιβάστηκε στο Βιέστε, στη χερσόνησο τού όρους Γκάργκανο. Πρβλ. Giuseppe del Giudice, «La Famiglia di Re Manfredi», Archivio storico per le province napoletane, III (1878), 23-26, 58-63, Geanakoplos, στο Dumbarton Oaks Papers, VII, σελ. 133, σημείωση 165.

[←27]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 32 (CSHB, Βόννη, I, 89):

Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη σύναψη νέας συνθήκης και ήταν τότε που συμμετείχε στη δράση για την Πόλη, που θα συζητηθεί αμέσως. Αργότερα, καθώς επιτέθηκε ξανά στους Δυτικούς, συνελήφθη και πάλι. Στάλθηκε τότε από τον δεσπότη Μιχαήλ στον βασιλιά τής Απουλίας Μάνφρεντ και ρίχτηκε στις φυλακές τού τελευταίου. Όμως στη συνέχεια ανταλλάχθηκε με την αυτοκράτειρα Άννα, την αδελφή τού Μάνφρεντ. Αλλά αυτά θα τα πούμε αργότερα.

«Ὡς δ´ αὖθις σπονδῶν γενομένων ἐλύετο, τότε μὲν τὰ κατὰ τὴν πόλιν συμπράττει, περὶ ὧν αὐτίκα ῥηθήσεται, ὕστερον δ´ αὖθις τοῖς δυτικοῖς προσβαλὼν αἱρεῖται πάλιν καὶ τότε παρὰ τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ πρὸς τὸν ῥῆγα Πουλείας τὸν Μαφρὲ ἀποστέλλεται καί γε τῇ παρ´ ἐκείνῳ δίδοται φυλακῇ· χρόνῳ δ´ ὕστερον τῆς δεσποίνης Ἄννης, ἀδελφῆς οὔσης Μαφρέ, ἀνταμείβεται. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐσαῦθις ἐροῦμεν.»

Παχυμέρης, στο ίδιο, II, 26 (CSHB, Βόννη, I, 137):

Γιατί ο δεσπότης Μιχαήλ, δεν άντεχε εύκολα να στερηθεί τα φρούριά του και να εκδιωχτεί από την περιοχή που ο θείος του και ο πατέρας του Θεόδωρος —ο ίδιος που τιμήθηκε με αυτοκρατορική διακήρυξη στη Δύση, όταν ο Ιάκωβος των Αχριδών τον στεφάνωσε— με πολύ ιδρώτα και με το ξίφος είχε αφαιρέσει από τούς Ιταλούς και είχε προσθέσει στα εδάφη του. Μη μπορώντας να αντέξει αυτή τη λεηλασία, ο Μιχαήλ συνέχισε τη συνθήκη που είχε με τον αυτοκράτορα και, κερδίζοντας τις δυτικές περιοχές, τις έκανε και πάλι να κλίνουν εύκολα προς την πλευρά του, και λόγω τής ευμετάβλητης φύσης των δυτικών. Γι' αυτό ο αυτοκράτορας διέταξε τον δεσπότη Ιωάννη να συγκεντρώσει βιαστικά τον στρατό και να πάει να τον πολεμήσει. Από την άλλη, καθώς οι δυνάμεις τού βασιλείου τής Σικελίας είχαν σφετεριστεί μεγάλο μέρος τής Ιλλυρίας και τής Νέας Ηπείρου, έστειλε και εκεί στρατεύματα για να τούς πολεμήσει. Και παρέδωσε στον καίσαρα Αλέξιο το απόσπασμα των Σκυθών και άλλους όχι πολλούς και τον έστειλε πρώτα στη Θράκη, με αποστολή να τακτοποιήσει όσο το δυνατόν καλύτερα την κατάσταση στην Ορεστιάδα, βάζοντας κι εκείνα σε δεύτερη μοίρα.

«Ὁ γὰρ δεσπότης Μιχαήλ, μὴ εὐχερῶς φέρων στερούμενος τῶν φρουρίων καὶ τῆς χώρας ἀπεληλαμένος ἣν ὁ θεῖος αὐτοῦ καὶ πατὴρ ὁ Θεόδωρος, ὃς καὶ βασιλικῆς ἀναρρήσεως κατὰ δύσιν ἠξιώθη, τοῦ Ἀχριδῶν ταινιώσαντος Ἰακώβου, ἱδρῶσι πλείστοις καὶ σπάθῃ ἐκσπάσας τῶν Ἰταλῶν, τοῖς ἰδίοις προσεποιήσατο, τούτων μὴ φέρων ὁ Μιχαὴλ στερούμενος ἀνελάμβανέ τε τὰς πρὸς τὸν βασιλέα συνθήκας καί, τοὺς κατὰ δύσιν ὑποποιούμενος, εὐχερῶς πρὸς ἑαυτὸν διὰ τὸ καὶ ἄλλως τῶν δυτικῶν εὐρίπιστον ἔπειθεν ἀποκλίνειν αὖθις. Διὰ ταῦτα τὸν μὲν δεσπότην ὁ βασιλεὺς Ἰωάννην, σπουδῇ τὰ φοσσάτα λαβόντα, προσέταττε τὸν πόλεμον πρὸς ἐκεῖνον ἐκφέρειν· ἐπεὶ δὲ καὶ οἱ ἀπὸ τῆς Σικελικῆς ῥηγικῆς ἐξουσίας πολλὰ τῶν Ἰλλυριῶν καὶ τῆς Νέας Ἠπείρου προσεσφετερίσαντο, πέμπει κἀκεῖσε τοὺς ἀντιταξομένους. Καὶ δή, τῷ καίσαρι Ἀλεξίῳ τὸ Σκυθικὸν παραδοὺς σὺν οὐ πολλοῖς ἄλλοις, πρῶτον πρὸς Θρᾴκην ἐξώρμα, τὰ κατὰ τὴν Ὀρεστιάδα καλῶς ὡς εἶχε διαθησόμενον, ἐν δευτέρῳ κἀκεῖνα τιθέμενος.»

Πρβλ. Hopf στο Allgemeine Encyklopadie, τομ. 85 (1867), σελ. 285 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 219). Ο Στρατηγόπουλος συνελήφθη ξανά αργότερα από τον δεσπότη Μιχαήλ, ο οποίος τον έστειλε στον Μάνφρεντ. Ο τελευταίος τον αντάλλαξε το 1262 με την αδελφή του Κονστάνς, την οποία ο Παχυμέρης αποκαλεί με το ελληνικό της όνομα Άννα [ό. π. CSHB, Βόννη, Ι, 89, ΙΙ, 18-22]. Πρβλ. πιο πάνω, Κεφάλαιο 3, σημείωση 73.

[←28]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 83, επιμ. Heisenberg, I, 173-75:

Εφόσον δεν είχε καμία λογική δικαιολογία να βρει, έριξε την ευθύνη στον άρχοντα τής πόλης. Είπε: «Ο άρχοντας υπέθεσε ότι δεν ήταν καλό για μένα να έχω τα κλειδιά για τις πύλες τής πόλης και γι' αυτόν τον λόγο τα πήρε εκείνος, και γι' αυτό δεν είμαι σε θέση να πετύχω τίποτε». Όταν ο αυτοκράτορας είδε ξεκάθαρα την απάτη, έφυγε από το μέρος. Καθώς βρισκόταν στον δρόμο του, οι Λατίνοι έστειλαν τρεις πρέσβεις στον αυτοκράτορα, ζητώντας ανακωχή. Ο αυτοκράτορας την παραχώρησε για έναν χρόνο και μόνο για έναν, περιορίζοντας τις υποθέσεις τους σε στενά όρια.

«…καὶ ἐπεὶ οὐκ εἶχέ τινα εὔλογον ἀπολογίαν ποιήσασθαι, τὴν αἰτίαν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως ἔθετο· «ὑπετόπασε» γὰρ εἴρηκεν «οὗτος ὡς οὐ καλόν ἐστι τὰς κλεῖς με τῶν τῆς πόλεως κατέχειν πυλῶν, καὶ διὰ ταῦτα εἴληφε ταύτας αὐτός, καὶ διὰ τοῦτο ἔγωγε περὶ τὸ ἔργον ἀδυνατῶ.» ἐπεὶ γοῦν καθαρῶς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἀπάτην ἐπεγνώκει ὁ βασιλεύς, ἐξῄει τοῦ τόπου. καθ' ὁδὸν δὲ τρεῖς πρέσβεις οἱ Λατῖνοι πρὸς τὸν βασιλέα πεπόμφασιν εἰρήνην ζητοῦντες. ὁ δὲ βασιλεὺς πεποίηκε ταύτην, εἰς ἐνιαυτὸν δὲ καὶ μόνον ἕνα, ἐν στενῷ κομιδῇ ἐπισφίγξας τούτοις τὰ πράγματα.»

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 20 (CSHB, Βόννη, I, 122-24):

Έτσι ο ηγεμόνας, που είχε συγκεντρώσει πολυάριθμα και διαφορετικά στρατεύματα, επιτέθηκε στον Γαλατά. Ο ίδιος έστησε τη σκηνή του πολύ μακριά και στάθηκε σε ύψωμα για να παρακολουθεί αυτά που γίνονταν. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να φαίνεται καλά από τούς εχθρούς, για να τούς τρομάζει.Κυλούσαν από όλες τις πλευρές σαν χείμαρροι όσοι έπρεπε να πολεμήσουν, ενώ εκείνοι που είχαν στήσει τις σκηνές τους έξω από το βεληνεκές των βελών, στέκονταν έτοιμοι να επιτεθούν.Τότε ξαφνικά χωρίστηκαν και επιτίθεντο κατά ομάδες. Υπήρχαν ακόμη και κάποιοι, που έχοντας στήσει πολιορκητικές μηχανές προσπαθούσαν να ανέβουν στο τείχος. Το πλήθος ήταν πολύ μεγάλο για να επιτεθεί σε τέτοιο φρούριο. Γιατί, μάλιστα, εκτός από το πλήθος των στρατιωτών που ήσαν δυνατοί στις μάχες, είχαν συγκεντρωθεί εκεί, με εντολή τού αυτοκράτορα, τοξότες από την περιοχή τής Νίκαιας, οι οποίοι βάλλοντας εύστοχα, δεν επέτρεπαν στους μέσα ούτε καν να σκύψουν προς τα έξω, αλλά έβγαιναν μπροστά και συχνά τούς τόξευαν στο πρόσωπο, αν τύχαινε να φανούν. Περνούσαν καθημερινά νέοι Ιταλοί διαδοχικά με μικρά σκάφη, διασχίζοντας τη θαλάσσια πύλη, έμπαιναν μέσα και μετατρέποντας με μεγάλα δοκάρια το εσωτερικό τμήμα τού προμαχώνα σε διάδρομο, προστάτευαν αποφασιστικά το τείχος. Ως αποτέλεσμα αυτού, πολλοί άνθρωποι έξω έπεφταν, χτυπημένοι από αόρατο σημείο. Γατί πατώντας σταθερά στα πόδια τους, αυτοί οι ξεκούραστοι στρατιώτες, που εμφανίζονταν τότε διαδοχικά, τέντωναν με ευκολία τα δηλητηριώδη τους όπλα που τού ήσαν γνωστά και, προστατευμένοι από τις επάλξεις, πυροβολούσαν μέσα από τρύπες.

«Ὡς γοῦν ὁ κρατῶν, τὰς δυνάμεις συναγαγών, πολλὰς οὔσας καὶ διαφόρους, τῷ Γαλατᾷ προσέβαλεν, αὐτὸς μέν, ἐφ´ ἱκανὸν μακρόθεν σκηνοποιησάμενος, ἐφ´ ὑψηλοῦ καθῆστο, προσορῶν τὰ δρώμενα, ἅμα δὲ καὶ πειρώμενος εὐσύνοπτος εἶναι τοῖς ἐναντίοις πρὸς ἔκπληξιν, συνέρρεον δὲ πανταχόθεν δίκην ῥυάκων οἱ πολεμεῖν μέλλοντες, καὶ δὴ ὅσον ἐξωτέρω βέλους εἶναι καὶ αὐτοὶ σκηνοποιησάμενοι, ἕτοιμοι προσβαλεῖν ἦσαν. Εὐθέως δὲ προσβολὰς ἐποιοῦντο μερισθέντες· ἔστι δ´ οὗ καὶ τειχομαχικὰ στήσαντες ἐπειρῶντο τοῦ τείχους. Πλῆθος δ´ ἦν μεῖζον ἢ κατὰ πόλεμον τοιούτου φρουρίου· πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις, πολλοῖς γε οὖσι καὶ ἰσχυροῖς μάχεσθαι, καὶ ἄνδρες τοξόται ἐκ τῶν κατὰ Νίκαιαν μερῶν ἐκεῖσε, προστάττοντος βασιλέως, συνήχθησαν καί, εὔσκοπα βάλλοντες, οὐδὲ παρακύπτειν τοὺς ἐντὸς εἴων, ἀλλ´ ἀπήντων συχνῶς τοξαζόμενοι κατὰ στόμα, εἴ που φανεῖεν. Ἰταλοὶ δ´ ἐκ διαδοχῆς καθ´ ἡμέραν νέοι ταῖς ἁλιάσι διαπεραιούμενοι, διὰ τῆς πρὸς θαλάσσῃ πύλης διεκπαιόμενοι, ἑαυτοὺς εἰσώθουν καί, ξύλοις μεγάλοις τὸ ἐντὸς εἰς περίπατον κρατυνάμενοι, καρτερῶς ἀπημύνοντο τοῦ τείχους, ἐξ ὧν συνέβαινε συχνοὺς καταπίπτειν τῶν ἔξω, ἐξ ἀφανοῦς βαλλομένους· ποσὶ γὰρ ἀσφαλέσιν ἑστῶτες, ἀκμῆτες ἄνδρες ἐκ διαδοχῆς ἄρτι φανέντες ἐνέτεινόν τε ῥᾳδίως τὰ σφίσι συνήθη γε ἰοβόλα σκεύη καί, σκεπόμενοι ταῖς ἐπάλξεσι, δι´ ὀπῶν κατηκόντιζον.»

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 1, 4 (CSHB, Βόννη, I, 80-81):

Και ο αυτοκράτορας, μαζί με πολύ στράτευμα, πέρασε απέναντι στη Θράκη, σκοπεύοντας να εισβάλει και στα περίχωρα τής Κωνσταντινούπολης λόγω πολεμικής πείρας. Και μάλιστα αφού προέλασε μετά τη διαμονή έξω, πολιορκούσε πρώτα το φρούριο στο πέρασμα, τού Γαλατά όπως ονομαζόταν, ώστε, αν έπαιρνε αυτό πριν, να κατακτούσε στη συνέχεια εύκολα και την Κωνσταντινούπολη. Όμως αυτές οι ελπίδες του ήσαν σαν όνειρα ξύπνιων. Γιατί αν και έστησε γύρω του πολλά πετροβόλα κανόνια και επέφερε πολλά πλήγματα, δεν μπόρεσε να το πάρει. Έτσι, αφού οχύρωσε τα φρούρια μπροστά στο Βυζάντιο και τοποθέτησε σε αυτά οπλίτες, έδινε εντολή να γίνονται συνεχείς επιδρομές και ενέδρες εναντίον των Λατίνων τού Βυζαντίου, ώστε, αν ήταν δυνατό, να μη τούς αφήνει ούτε να σκύβουν πάνω από τα τείχη. Πράγμα μάλιστα το οποίο οδήγησε τούς Λατίνους σε τόσες στερήσεις, ώστε λόγω τής έλλειψης ξύλων να κατεδαφίζουν τις πολλές και σημαντικές κατοικίες τού Βυζαντίου, για να χρησιμοποιήσουν τα ξύλα για φωτιά. Από εδώ επέστρεψε πάλι στη Νίκαια, γιατί αυτή είχε γίνει πρωτεύουσα των Ρωμαίων μετά την κατάκτηση τού Βυζαντίου, και ζούσε εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα.

«Ὁ μέντοι βασιλεὺς σὺν πολλοῖς τοῖς στρατεύμασι διεπεραιοῦτο εἰς Θρᾴκην ἐπίδοξος ὢν ἐσβαλεῖν καὶ ἐς τὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως προαύλια πείρας εἵνεκα πολεμικῆς. καὶ δὴ μετὰ τὴν ἔξω διατριβὴν παρελάσας ἐπολιόρκει πρῶτον τὸ κατὰ τὴν περαίαν τοῦ Γαλάτου ἐπικεκλημένον φρούριον, ὡς ῥᾳδίως ἐντεῦθεν ἁλωσομένης αὐτῷ καὶ τῆς Κωνσταντίνου, εἰ αὐτὸ παραστήσαιτο πρότερον. ἀλλ' ἦσαν ἄρα τὰ τῶν τοιούτων ἐλπίδων αὐτῷ γρηγορούντων ἐνύπνια. πλεῖστα γὰρ τῶν λιθοβόλων μηχανημάτων ἀντιπεριστήσας αὐτῷ καὶ πολλὰς ἐπενεγκὼν, βίας ἑλεῖν οὐ δεδύνηται. ὅθεν ὀχυρώσας τὰ πρὸ τῆς Βυζαντίδος φρούρια καὶ ὁπλίτας ἀφεὶς ἐν αὐτοῖς προσετετάχει συνεχεῖς ἐπιδρομὰς καὶ ἐνέδρας ποιεῖσθαι κατὰ τῶν Βυζαντίων Λατίνων, ὡς μηδὲ προκύπτειν ἐᾷν εἰ δυνατὸν αὐτοὺς τῶν τειχῶν. ὃ δὴ πρὸς τοσαύτην ἤλασε τοὺς Λατίνους πενίαν, ὡς τῇ τῶν ξύλων σπάνει καὶ τὰς τοῦ Βυζαντίου πλείστας καὶ περιφανεῖς οἰκίας καθελεῖν εἰς δαπάνην χρειώδη τοῦ πυρός. ἐντεῦθεν ἐς Νίκαιαν αὖθις ὑποστρέφει· αὕτη γὰρ ἐγεγόνει Ῥωμαίων βασίλειον μετὰ τὴν τῆς Βυζαντίδος πόρθησιν, καὶ ἦν ἐκεῖ διατρίβων ἐφ' ἱκανόν.»

Όπως βλέπουμε, οι Γεώργιος Παχυμέρης και Νικηφόρος Γρηγοράς, περιγράφουν επίσης την αποτυχία τής επίθεσης στον Γαλατά, αλλά δεν γνωρίζουν τίποτε για την αναμενόμενη προδοσία τού Ανσώ [πρβλ. Geanakoplos, στο Dumbarton Oaks Papers, VII, 137-41 και Emperor Michael Palaeologus, σελ. 76-79] ούτε για την ενός έτους εκεχειρία [Franz Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 3 (1932), αριθ. 1885, σελ. 36].

[←29]

Camillo Manfroni, «Le Relazioni fra Genova, l' impero bizantino e i Turchi», στο Atti della Società Ligure di Storia Patria, XXVIII (1896-1902), 656-66, με το λατινικό κείμενο τής συνθήκης τού Νυμφαίου στη σελ. 791-809. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1890, L. T. Belgrano και Cesare Imperiale, Annali genovesi di Caffaro e de' suoi continuatori, 5 τόμοι, 1890- 1929 (Fonti per la storia d' Italia, αριθ. 11-14), IV (1926), 42-43, Martino da Canale, La Cronique des Veniciens, κεφ. clxxiv, επιμ. F. L. Polidori στο Archivio storico italiano, 1η σειρά, VIII (Φλωρεντία, 1845), 480, Hopf στο Allgemeine Encyklopaedie, τομ. 85 (1867), σελ. 260 (ανατύπ. Νέα Υόρκη. 1960, I, 194) και Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 83-91.

Η συνθήκη τού Νυμφαίου επικυρώθηκε από τη γενουάτικη κυβέρνηση στις 10 Ιουλίου 1261. Πρβλ. Manfroni, ό. π., σελ. 658, 666, 791, 807. Οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι που στάλθηκαν στη Γένουα από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο προφανώς ζήτησαν αλλά και αποδέχθηκαν κάποιες αλλαγές στα αρχικά κείμενα [Annali genovesi, IV, 42]:

«… και μάλιστα, κάποιες αλλαγές και υποσχέσεις του από τούς αγγελιοφόρους τού αυτοκράτορα για την εν λόγω συνθήκη, επιβεβαιώθηκαν ενόρκως στην πόλη τής Γένουας»

(…. et factis quibusdam mutationibus et promissionibus ab ipsis nunciis imperatoris, confederatio predicta in civitate Ianue fuit firma(ta) et iurata).

[←30]

Πρβλ. Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 329-30, 344 και εξής. Σκοπός τής σύμβασης ήταν στην πραγματικότητα ο γενουατο-βυζαντινός πόλεμος κατά των Ενετών.

[←31]

Walter Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, παραρτ. αριθ. XIII, σελ. 759-60, έγγραφο χωρίς ημερομηνία, αλλά πιθανώς Mαϊου ή αρχών Ιουνίου 1260. Hopf στο Allgemeine Encyklopadie, τομ. 85 (1867), 280b, 308a, 314-15 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, 1,214b, 242a, 248-49), Freddy Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Age. Le développement et l' exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι, 1959, σελ. 144-45.

[←32]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 84, επιμ. Heisenberg, I, 175-76:

…γιατί τότε έπεφταν οι γιορτές των Χριστουγέννων και των Φώτων. Την ημέρα των Φώτων οι ηγεμόνες των Βουλγάρων κάνουν ιδιαίτερα λαμπρές γιορτές και ο Κωνσταντίνος, ο τότε άρχοντας των Βουλγάρων, ήθελε να είμαι κι εγώ μαζί τους και να γίνω θεατής των τελετουργιών. Όταν έφερε σε πέρας τις εντολές που είχα, έφυγα από το Τίρνοβο και πήγα στον αυτοκράτορα που έμενε στο Νυμφαίο. Εκεί ο αυτοκράτορας πέρασε τον χειμώνα και, όταν έλαμψε η άνοιξη, έφυγε από το Νυμφαίο, έχοντας ήδη γιορτάσει τη λαμπρή ημέρα τής Ανάστασης τού Κυρίου στο Νυμφαίο.

«…ἔτυχον γὰρ τότε καὶ αἱ ἑορτάσιμοι τοῦ Χριστοῦ ἡμέραι, ἥ τε τῶν γενεθλίων καὶ ἡ τοῦ βαπτίσματος. ἐν τῇ τοιαύτῃ καὶ γὰρ ἡμέρᾳ τοῦ βαπτίσματος οἱ τῶν Βουλγάρων ἄρχοντες λαμπρύνονται μάλιστα, καὶ ἐβούλετο ὁ τῶν Βουλγάρων ἄρχων τῷ τότε Κωνσταντῖνος σφίσιν αὐτοῖς συνεῖναι κἀμὲ καὶ θεατὴν γενέσθαι τῶν τελουμένων. τὰ προστεταγμένα μοι γοῦν πληρώσας τοῦ Τρινόβου ἐξῄειν, καὶ πρὸς τὸν βασιλέα ἀπῄειν ἐν τῷ Νυμφαίῳ διάγοντα. ἐκεῖσε γοῦν ὁ βασιλεὺς παρεχείμασε, καὶ ἐπιλάμψαντος ἔαρος τοῦ Νυμφαίου ἐξῄει, τὴν λαμπρὰν τῆς ἀναστάσεως τοῦ κυρίου ἡμέραν προεορτάσας ἐν τῷ Νυμφαίῳ.»

Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1888, σελ. 36.

[←33]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 26 (CSHB, Βόννη, I, 138):

Γιατί ο βουλγαρικός λαός δεν συμφωνούσε να παραμείνει σε ειρήνη, κυρίως από μίσος και περιφρόνηση για τον αυτοκράτορα. Η Ειρήνη, η μεγαλύτερη κόρη τού αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρη, έβαλε όλο της το πάθος για να σπρώξει τον σύζυγό της Κωνσταντίνο, τον οποίο η ιστορία έκανε γνωστό ως αυτοκράτορα των Βουλγάρων, να βλάψει τη χώρα, με το πρόσχημα των αντιποίνων για τη μεταχείριση την οποία είχε υποστεί ο αδελφός της Ιωάννης.

«…Τὸ γὰρ βουλγαρικὸν οὐκ ἤθελεν ἠρεμεῖν, καὶ μᾶλλον κατ´ ἔχθραν καὶ μῖσος τὸ πρὸς βασιλέα, τῆς πρώτης τῶν θυγατέρων τοῦ Λάσκαρι Θεοδώρου καὶ βασιλέως Εἰρήνης τὸν σύζυγον Κωνσταντῖνον, ὃν καὶ βασιλέα Βουλγάρων ὁ λόγος ἐδείκνυ, μάλα θερμῶς ἐξοτρυνούσης κακοῦν τὴν χώραν, ἀντίποινα δῆθεν ὧν ὁ ἀδελφὸς Ἰωάννης ἔπασχε.»

[←34]

Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 114-15 και πρβλ. το αποκαλούμενο «απόσπασμα από τον Σανούντο» (Fragmentum of Sanudo) στο ίδιο, σελ. 172. Ο Marco Gradenigo ήταν πριν βαΐλος τού Νεγκροπόντε, όταν οι Ευβοιώτες τριάρχες υποσχέθηκαν στην ενετική κυβέρνηση να κάνουν «ζωηρό πόλεμο» (viva guerra) εναντίον τού πρίγκηπα Γουλιέλμου τής Αχαΐας. G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig (Έγγραφα τής παλαιότερης εμπορικής και πολιτικής ιστορίας τής Δημοκρατίας τής Βενετίας), III (Βιέννη, 1857, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964), 1-16.

[←35]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 26 (CSHB, Βόννη, I, 139, ΙΙ, 14-15):

Κι επειδή επέμενε σθεναρά ο ανιψιός του Αλέξιος και ένας από τούς θεληματάριους που ονομαζόταν Κουτριρζάκης αναλάμβανε με τόλμη το έργο, λέγοντας ότι μπορούσε να επιτευχθεί —γιατί η μοίρα είναι αναπόφευκτη τόσο για τα έμψυχα όσο και για τις πόλεις— ο καίσαρας ξαναβρήκε θάρρος και έδειχνε έτοιμος να καταλάβει την πόλη.

«…Κἀπειδὴ ὁ ἀνεψιὸς ἐκείνου Ἀλέξιος ἐπέκειτο προσβιάζων καί τις τῶν θεληματαρίων, Κουτριτζάκης τοὐπίκλην, μετὰ θάρρους, ὅπως πραχθείη λέγων, τὸ ἔργον ὑφίστατο -τὸ γὰρ εἱμαρμένον ἄφυκτον ὥσπερ ἐμψύχοις οὕτω καὶ πόλεσιν-, ἀναθαρρεῖ τε κἀκεῖνος καὶ πρὸς τὸ κρατῆσαι μετέωρος ἦν.»

Ο Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 105-6, παρερμηνεύει παραδόξως τον Γεώργιο Παχυμέρη στο παραπάνω απόσπασμα, δημιουργώντας κάποιον ανύπαρκτο Αλέξιο Κουτριτζάκη, τον οποίον ονομάζει ανηψιό τού Στρατηγόπουλου. Ο Παχυμέρης διακρίνει προσεκτικά μεταξύ Aλέξιου και Κουτριτζάκη, ο οποίος ήταν ένας από τούς «θεληματάριους», για τούς οποίους βλέπε πιο κάτω και σημείωσε επίσης Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, τομ. I, σελ. 148, ΙΙ, 14-17.

[←36]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 14 (CSHB, Βόννη, I, 110, ΙΙ, 16-17):

«…ἦσαν γοῦν μεταξύ Ῥωμαίων και Ἰταλῶν, και διά τοῦτο ἐκέκληντο και θεληματάριοι…»

[←37]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 85, επιμ. Heisenberg, I, 181-82:

Ξαφνικά λοιπόν ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος πλησίασε τη νύχτα την πόλη τού Κωνσταντίνου. Επειδή είχε μαζί του και μερικούς άνδρες που είχαν έρθει από την πόλη και είχαν ακριβείς πληροφορίες γι' αυτήν, τούς ρώτησε και έμαθε ότι υπήρχε άνοιγμα στο τείχος τής πόλης, από το οποίο μπορούσε να περάσει ένοπλος άνδρας. Δεν καθυστέρησε αλλά άρχισε να δουλεύει. Ένας άνδρας πέρασε από αυτό και τον ακολούθησε άλλος και ύστερα άλλος και ούτω καθεξής. Μέχρι και δεκαπέντε άνδρες, ίσως και περισσότεροι, μπήκαν στην πόλη με αυτόν τον τρόπο. Αλλά επειδή στο τείχος βρήκαν έναν από τούς άνδρες στους οποίους είχε ανατεθεί η φύλαξη, μερικοί από αυτούς ανέβηκαν και πιάνοντάς τον από τα πόδια, τον πέταξαν έξω από την πόλη. Άλλοι, παίρνοντας τσεκούρια και σπάζοντας τις αμπάρες στις πύλες, ελευθέρωσαν για τον στρατό την είσοδο στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο μπήκε στην πόλη ο καίσαρας Στρατηγόπουλος και όλοι οι Ρωμαίοι και οι Σκύθες μαζί του (γιατί ο στρατός που βρισκόταν κα΄τω από αυτόν απαρτιζόταν από τέτοιους άνδρες).

«…Αἴφνης οὖν ὁ Στρατηγόπουλος Ἀλέξιος ὁ καῖσαρ νυκτὸς ἐπιὼν τῇ Κωνσταντίνου προσήγγισεν. ἐπεὶ δὲ μεθ' ἑαυτοῦ εἶχε καὶ ἄνδρας τινὰς ἐξωρμημένους τῆς πόλεως καὶ ἀκριβῶς εἰδότας τὰ κατ' αὐτήν, καὶ πυνθανόμενος αὐτῶν ἐμεμαθήκει ὀπήν τινα εἶναι περὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως, δι' ἧς ἀνὴρ ὁπλίτης δύναιτ' ἂν ἐντὸς εἰσελθεῖν, μηδ' ὅλως μελλήσας τοῦ ἔργου εἴχετο. καὶ εἰσῆλθε διὰ ταύτης ἀνήρ, καὶ ἐπηκολούθησεν αὐτῷ ἕτερος, εἶτα ἐκείνῳ ἄλλος, καὶ οὕτω μέχρι τῶν πεντεκαίδεκα, τάχα δὲ καὶ πλείους ἄνδρες ἐντὸς εἰσῆλθον τῆς πόλεως. ἐπεὶ δὲ περὶ τὸ τεῖχος ἕνα εὗρον τῶν ἐμπεπιστευμένων τὴν φυλακήν, τινὲς ἐξ αὐτῶν ἀναβάντες καὶ τῶν ποδῶν λαβόντες ἔρριψαν ἔξω τῆς πόλεως. οἱ δ' ἄλλοι ἀξίνας ἐγχειρισάμενοι καὶ τοὺς μοχλοὺς τῶν πυλῶν διαρρήξαντες ἐλευθέραν πεποίηνται τὴν εἰς τὴν πόλιν εἴσοδον τῷ στρατεύματι. οὕτω μὲν οὖν ὁ Στρατηγόπουλος καῖσαρ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πάντες Ῥωμαῖοι καὶ Σκύθαι–ἐκ τῶν τοιούτων καὶ γὰρ τὸ ὑπ' αὐτὸν συνεκεκρότητο στράτευμα–ἐντὸς τῆς πόλεως ἐγεγόνεισαν.»

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 26-27 (CSHB, Βόννη, I, 137-40):

Όταν λοιπόν εκπονήθηκε συνολικά το σχέδιο, ορίστηκε και η στιγμή. Αποφασίστηκε ότι η ενέργεια θα γινόταν με πλεονέκτημα τη νύχτα, απροσδόκητα, όταν δεν αναμενόταν. Καθήκον των εθελοντών ήταν να ανέβουν αθόρυβα με σκάλες στην κορυφή τού προμαχώνα, να γκρεμίσουν από εκεί όσους βρίσκονταν σε επιφυλακή και να ανοίξουν την πύλη τής Πηγής, βάζοντας σφήνες μέσα σε αυτήν, αφού πρώτα γκρέμιζαν τον διπλανό τοίχο, που ήταν φτιαγμένος μόνο από πέτρες. Καθήκον τού καίσαρα ήταν να τραβήξει τούς στρατιώτες του κάτω από το κάλυμμα τής νύχτας, να εισβάλει με ταχύτητα και να μπει από την ανοιχτή πόρτα. Μόλις έφτασε η καθορισμένη νύχτα, οι εθελοντές βρέθηκαν αμέσως στη δουλειά και, αφού επέλεξαν ευνοϊκή θέση, εφάρμοσαν τη σκάλα εκεί, παρακολουθώντας προσεκτικά τα πάντα, ώστε να μην τούς εντοπίσουν οι φρουροί και τρομάξουν το θήραμα και κυρίως για να αποτρέψουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο γι’ αυτούς, να μη συλληφθούν συνωμοτώντας.

«Ὡς γοῦν ἔστη τὸ πᾶν τῆς βουλῆς, καὶ ὁ καιρὸς ἐτάττετο· νυκτὸς γὰρ τὴν ἐπιβουλὴν συνοίσειν καὶ ἐκ τοῦ αἰφνιδίου, μὴ προσδοκώντων, ἔγνωσαν. Κἀκείνοις μὲν μέλον ἦν, ἐπαναβεβηκότας τὸ τεῖχος διὰ κλιμάκων ἀψοφητί, τοὺς φυλάττειν τε τεταγμένους καταρριπτεῖν ἄνωθεν καὶ τὴν τῆς Πηγῆς πύλην ἀνοίγειν, σφῆνας ἐμβαλόντας, τὸν ἐκ λίθων μόνων προσαρμόζοντα ταύτῃ τοῖχον κατερηριφότας πρότερον, τῷ δὲ καίσαρι, τοὺς στρατιώτας διὰ νυκτὸς ἐφελκόμενον, ἑτοίμως εἰσβάλλειν καὶ κατὰ τὴν ἀνοιχθεῖσαν πύλην εἰσέρχεσθαι. Εὐθύς, τῆς ὡρισμένης νυκτὸς ἐπιστάσης, οἱ μὲν ἦσαν πρὸς τοὔργῳ καί, τόπον εὔθετον στοχασάμενοι, ἐκεῖσε προσῆγον τὴν κλίμακα, εὐφυλάκτως τὸ σύμπαν ἔχοντες, μήπως τοῖς φύλαξι φωραθεῖεν καὶ τὴν θήραν ἀνασοβήσωσι, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ μέγιστος αὐτοῖς κίνδυνος ἐπιστῇ, εἰ ἁλῷεν ἐπιβουλεύοντες.

Ο καίσαρας έσπευσε εκείνη τη νύχτα προς την Πόλη με το απόσπασμα των Σκυθών και όλα τα άλλα στρατεύματά του. Και αφού έφτασαν πριν ενεργήσουν οι άλλοι και η νύχτα τελείωνε με αυτούς αδρανείς, σκεφτόταν με τρόμο αυτή την καθυστέρηση στη δράση και υποψιαζόταν παγίδα των αντιπάλων.

Καῖσαρ δὲ τῆς νυκτὸς ἐκείνης, τὸ Σκυθικὸν καὶ ὅσον ἦν ἄλλο λαβών, ἠπείγετο πρὸς τὴν πόλιν καί, ἐπεὶ πρότερον ἢ τοῦ πράττειν ἐκείνους ἔφθασαν καὶ ἡ νὺξ ἀργοῦσι παρῴχετο, περιδεῶς εἶχε πρὸς τὴν ἀργίαν καὶ ἀντεπιβουλὴν ὑπώπτευεν.

Αλλά ο Κουτριτζάκης τον απάλλαξε από τον φόβο του και τού έδωσε σοβαρούς λόγους να ελπίζει ότι αυτοί οι άνδρες δούλευαν μέσα. Όμως ο καίσαρας δεν απαλλασσόταν από την υποψία του. Γιατί αναρωτιόταν πού βρίσκονταν αυτοί οι άνδρες, εκείνοι που αργούσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο από ξερολιθιά που είχε στηθεί στην πύλη τής Πηγής. Γι' αυτό περίμενε εκ των προτέρων να διατρέξει προφανείς κινδύνους και ήταν ολοφάνερα έξαλλος που οι άνθρωποι τον κορόιδευαν, επειδή εκείνον στου οποίου τη φροντίδα έλπιζαν, τον υποπτευόταν ως συνωμότη. Θεώρησε σκόπιμο να αλυσοδέσει τον παρηγορητή του ως συνεργό στη μηχανορραφία των μέσα. Τον αλυσόδεσε λοιπόν, ενώ εκείνος συναίνεσε σε αυτό και δήλωσε έτοιμος να υποστεί ό,τι αποφάσιζε, σε περίπτωση που εκείνοι μηχανορραφούσαν. Ενέκρινε επίσης αυτές τις παρατηρήσεις ο Αλέξιος, που προσπαθούσε να παρηγορήσει τον θείο του και να τού διώξει τον φόβο. Ο καίσαρας στεκόταν κοντά στο μοναστήρι τής Πηγής, κρατώντας τα στρατεύματά του σιωπηλά, περιμένοντας το σήμα, δηλαδή η επευφημία προς τούς αυτοκράτορες, που επρόκειτο να εκτοξευθεί με ηχηρή φωνή από τις επάλξεις.

Ἀλλ´ ὁ Κουτριτζάκης ἀνελάμβανέ τε τῆς δειλίας ἐκεῖνον καὶ ἐλπίζειν εὐθαρσῶς παρεῖχεν, ὡς ἐκείνων τι πραττόντων ἐντός. Οὐ μὴν δὲ καὶ τῆς ὑποψίας ὁ καῖσαρ ὑφίετο· ποῦ γὰρ καὶ ὑπενόησεν ἀργεῖν ἐκείνους, ἐφ´ ᾧ κατερείπειν τὸν ἐπὶ τῇ πύλῃ τῆς Πηγῆς ἐκ λίθων ξηρῶν ἐπιτειχισμόν. Ὅθεν καὶ ἐμφανεῖς προεξεδέχετο τοὺς κινδύνους καὶ δῆλος ἦν χλευασθεὶς ἀλύων—ὁ γὰρ θεραπεύειν ἠλπισμένος ἐπίβουλος ὑπωπτεύετο—, καὶ συνδέειν ἐδοκίμαζε τὸν ἀναλαμβάνοντα, ὡς συνειδότα τοῖς ἐντὸς τὴν ἐπιβουλήν· ὅθεν καὶ συνέδει, διδόντος ἐκείνου καὶ ἕτοιμον ἑαυτὸν παρεχομένου παθεῖν ὅ τι βούλοιτο, εἰ ἐκεῖνοι ἐπιβουλεύοιεν· συγκατῄνει δὲ τοῖς λεγομένοις καὶ ὁ Ἀλέξιος, ἐπιθαρρύνων τὸν θεῖον καὶ τὸ δέος ἀποκρουόμενος. Καὶ ὁ μὲν περὶ τὴν μονὴν τῆς Πηγῆς προσεκάθητο, τὸν στρατὸν κατέχων σιγῇ καὶ μετέωρος ὢν πρὸς τὸ σύμβολον· τὸ δ´ ἦν ἡ τῶν βασιλέων εὐφημία ἐπὶ τοῦ τείχους ὑψηλοφωνεῖσθαι μέλλουσα.

Έχοντας ανέβει αθόρυβα τα σκαλιά ένα προς ένα, οι δράστες ρίχτηκαν αμέσως στους κοιμισμένους φρουρούς, Ιταλούς για την ακρίβεια, και τούς έκαναν να δουν τρομερό όνειρο. Γιατί αμέσως έπιασαν μερικούς από τα πόδια, πριν αυτοί οι άνθρωποι καταλάβουν κάτι, και τούς πέταξαν κάτω, σφάζοντάς τους πρώτα. Όσο για τούς άλλους, που συνειδητοποιώντας την αναταραχή θέλησαν να τραπούν σε φυγή, τούς έπιασαν και τούς χτύπησαν με το σπαθί, ώστε να μην απομείνει ούτε ένας για να αναγγείλει το γεγονός, ενώ η θέρμη τους διέλυε τον φόβο ότι θα τούς εμπόδιζε κάποιος και ήταν ξεκάθαρο ότι θα πολεμούσαν όποιον αντιστεκόταν. Όταν λοιπόν έφτασαν στην πύλη τής Πηγής και τη βρήκαν φραγμένη με πέτρες, αφαίρεσαν αμέσως το εμπόδιο και βγάζοντας από τη μέση τις πέτρες, ετοίμασαν βολικό πέρασμα για τα στρατεύματα. Στη συνέχεια, με χάλκινες σφήνες, έσπασαν τούς μεντεσέδες τής πόρτας και τη γκρέμισαν. Αμέσως ο Λακεράς, ένας κληρικός που έτυχε να βρίσκεται εκεί, που ήταν ο ίδιος ένας από τούς θεληματάριους και βοηθούσε θαρραλέα, σκαρφάλωσε στο τείχος, συνοδευόμενος από κάποιον Γλαβάτο και μερικούς άλλους. Δεν το είχε τολμήσει ακόμη, και η φωνή του κινδύνευε να σβήσει από τον φόβο, γιατί ο φόβος τον έκανε να πιστεύει ότι το τείχος έτρεμε, και ότι θα έπεφτε όταν θα φὠναζε κἀποιος δυνατά την επευφημία των αυτοκρατόρων. Όμως, ενθαρρυμένος από τούς άλλους, φώναξε με τρεμάμενη φωνή την αυτοκρατορική επευφημία. Φώναζαν και οι από κάτω μαζί με τούς πάνω, και η κραυγή ανέβαινε, όσο πιο ψηλά ήταν δυνατό. Τότε ο καίσαρας και οι σύντροφοί του, ακούγοντας τη φωνή που περίμεναν, πήδηξαν από τον τόπο τής ενέδρας τους. Αμέσως κατευθύνθηκαν ολοταχώς στην πύλη και, φτάνοντας σε αυτήν, ξεχύθηκαν σωρηδόν μέσα. Η μέρα βρισκόταν ακόμη στα χαράματα, όταν άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν και να λεηλατούν όσα συναντούσαν. Το σώμα των Σκυθών, που πολύ συνετά δεν είχε διαλυθεί, εμπόδιζε το πλήθος που είχε έρθει από την Πόλη, για να μη συγκεντρωθούν άνθρωποι που ήθελαν να μάθουν τι συνέβαινε. Γιατί λεγόταν ότι το γεγονός θεωρούνταν φανταστικό.

Οἱ δέ, ἡσύχως καθ´ ἕνα ὑπαναβάντες τὰς κλίμακας, προσπαίουσιν εὐθὺς τοῖς φρουροῖς κοιμωμένοις, Ἰταλοῖς γε οὖσι, καί σφιν οἱ ἐπιόντες ὄναρ ἐπέστησαν φοβερόν· εὐθὺς γὰρ τοὺς μὲν μηδ´ αἰσθομένους, ἐκ ποδῶν κατασχόντες, ἐρρίπτουν, σφάττοντες πρότερον, τοὺς δὲ καὶ τῆς ταραχῆς ἐπαΐοντας καὶ πρὸς φυγὴν τρεπομένους φθάνοντες κατεσπάθιζον, ὡς μηδ´ ἄγγελον τῶν δρωμένων ὑπολελεῖφθαι, ὅπου γε καὶ τὸν ἀπὸ τοῦ κωλύσοντος φόβον ἐνίκων αἱ προθυμίαι, καὶ δῆλοι ἦσαν, ἤν τις ἀντισταίη, μαχούμενοι. Ἐλθόντες δὲ πρὸς τὴν τῆς Πηγῆς πύλην καὶ ταύτην ἀναπεφραγμένην εὑρόντες λίθοις, κατέσπων εὐθέως κἀκ μέσου ποιοῦντες τοὺς λίθους, δίοδον τῇ στρατιᾷ προητοίμαζον εὐμαρῆ, εἶτα δὲ καὶ σφησὶ χαλκέοις τοὺς θαιροὺς τῶν πυλῶν ἐκκρούσαντες κατασπῶσι. Καὶ εὐθύς—ἔτυχε γὰρ παρὼν ἐκεῖσε—καὶ τῶν ἱερωμένων ὁ Λακερᾶς, ἐκ τῶν θεληματαρίων ὢν καὶ αὐτὸς καὶ συνεργῶν ἀνδρικῶς, ὑπαναβαίνει τὸ τεῖχος, συνάμα Γλαβάτῳ τινὶ καὶ λοιποῖς ἑτέροις. Οὐδὲ γὰρ ἔτι ἐτόλμα, καὶ ἡ φωνὴ συναπεσβέσθαι τῷ δέει ἐγγὺς ἐκινδύνευεν, ὅπου γε καὶ τὸ τεῖχος δοκεῖν ὁ φόβος ἐδίδου κραδαίνεσθαι, ὡς καὶ καταπίπτειν τὸν μέγα φωνήσαντα τὴν τῶν κρατούντων εὐφημίαν· ὅμως, παρακροτούμενος τοῖς ἑτέροις, τρεμούσῃ φωνῇ τὴν βασιλικὴν ὑπεσήμαινεν εὐφημίαν, καὶ συνήχουν οἱ κάτω τοῖς ἄνω, καὶ ἡ φωνὴ διῄρετο καθ´ ὅσον ἦν ὑψηλότερον. Τότε καὶ οἱ ἀμφὶ τὸν καίσαρα, τὴν φωνὴν καραδοκοῦντες, ἀκούσαντες ἐκπηδῶσι τοῦ λόχου καὶ ἅμα τάχει ἀπτέρῳ ἐπὶ τῆς πύλης ἐχώρουν καὶ προκαταλαβόντες εἰσχέονται παμπληθεί. Ἔτι δ´ ὑπ´ αὐγαῖς ταῖς πρώταις τῆς ἡμέρας οὔσης, ἐξαίφνης τὴν χώραν κατέθεον καὶ ἐπόρθουν τὸ προστυχὸν σκυλεύοντες. Τὸ δέ γε Σκυθικόν, εὐσυνέτως μὴ σκεδαννύμενον, εἶργον τὸ προσγινόμενον ἐκ τῆς πόλεως πλῆθος, εἴ που συσταῖέν τινες, μαθησείοντες τὸ γινόμενον· πλάσματι γὰρ τὸ πραχθὲν ἐῴκει λεγόμενον.

Όσο για τον καίσαρα, που είχε αφιερώσει τη φροντίδα του σε συχνές εκστρατείες και γνώριζε τις δυσκολίες τής κατάληψης πόλεων, προχωρούσε με φόβο και φροντίδα, μέχρι τη στιγμή που, όταν ξημέρωσε εντελώς, μπόρεσε να υπολογίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις δυνάμεις που βρίσκονταν μέσα. Αυτόν τον φόβο διαδέχθηκε άλλος φόβος, στη θέα αρκετά μεγάλου αριθμού Ιταλών οπλισμένων και προφανώς ικανών να αμυνθούν με δύναμη. Γι' αυτό σχεδόν κινδύνευσε και πάλι να αλλάξει γνώμη και να αναβάλει τη δουλειά. Γιατί θεωρούσε ότι εκείνοι που είχαν μπει, δεν θα μπορούσαν να δώσουν μάχη, ενώ μετά βίας θα αρκούσαν για χέρι βοήθειας ή ενέδρα. Αλλά ενώθηκαν μαζί τους και οι θεληματάριοι. Και σε άλλες περιπτώσεις ήσαν αποφασιστικοί, αλλά ο κίνδυνος που διέτρεχε η όλη υπόθεση τούς έκανε να συμπεριφέρονται ακόμη πιο ανδρεία από το συνηθισμένο, γιατί δεν θα επιζούσαν σε περίπτωση νίκης των Ιταλών. Γι' αυτό συγκεντρώθηκαν, τακτοποιήθηκαν, αντιστάθηκαν και επικράτησαν. Χάνοντας λίγους ἀνδρες, νίκησαν και κατατρόπωσαν, ενώ σε εκείνους που γύρισαν την πλάτη για να τραπούν σε φυγή, φόρεσαν μανδύα σκότους, τη στιγμή που ήθελαν να σωθούν. Τότε λοιπόν το σώμα των Σκυθών παραδόθηκε στη λεηλασία με άνεση και, ορμώντας στις αποθήκες των ειδών διατροφής, γέμιζαν με τα απαραίτητα. Όμως πολλές φορές εκείνη την ημέρα μαζεύτηκαν γύρω από τον καίσαρα και, περικυκλώνοντάς τον, τον προστάτευαν και προστατεύονταν, για να ριχτούν με πάθος στον αντίπαλο που θα έκανε την εμφάνισή του.

Ὁ μέντοι γε καῖσαρ, στρατείαις πολλάκις ἐσχολακὼς καὶ εἰδὼς τὰ τῶν ἁλώσεων δυσχερῆ, δεδιὼς σχολῇ προσέβαλεν, ἕως, τῆς ἡμέρας ὑπαυγασάσης τέλεον, μάθοι τὴν ἐντὸς δύναμιν ἀκριβέστερον. Μεταλαμβάνει δὲ τὴν δειλίαν ταύτην ἕτερος θόρυβος, ἱκανῶν Ἰταλῶν φανέντων ἐν ὅπλοις καὶ ἰσχυρῶς φαινομένων ἔχειν ἀμύνειν. Ἐγγὺς δ´ ἐλθεῖν ἐκινδύνευε διὰ ταῦτα πάλιν τραπέσθαι τε καὶ τὴν πρᾶξιν ἀναβαλέσθαι· οὐδὲ γὰρ εἰς μάχην οἱ εἰσελθόντες ἀξιόχρεῳ ἐνομίζοντό οἱ, μόλις εἰς πεῖραν καὶ λόχον ἀρκέσοντες. Ἀλλὰ προστίθενται τούτοις καὶ οἱ θεληματάριοι, καὶ ἄλλως μὲν θαρραλέοι ὄντες, ὅμως δὲ καὶ ὁ περὶ τῶν ὅλων κίνδυνος τότε καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς σφᾶς ἐποίει ἀνδρίζεσθαι, ὡς μὴ περιεσομένους, ἂν κρατοῖεν οἱ Ἰταλοί. Τῷ τοι καὶ συσταθέντες καὶ ἑαυτοὺς ἀρτύναντες ἀντεῖχον καὶ περιῆσαν, ὀλίγους μὲν ἀποβαλόντες, ἐνίκων δὲ καὶ κατετροποῦντο καὶ νῶτα διδόντας τῷ εἰς φυγὴν τραπέσθαι ὑποδῦναι σκότος ἐποίουν, ἔνθα ἂν καὶ σωθεῖεν. Τότε τοιγαροῦν τὸ μὲν Σκυθικὸν ἀνέδην ταῖς σκυλεύσεσιν ἐπεβάλοντο καί, ἀποθήκαις τῶν χρειωδῶν προσπαίοντες, ἐνεφοροῦντο τῶν ἀναγκαίων. Ὅμως δέ γε καὶ πάλιν ἀμφὶ τὸν καίσαρα συνελέγοντο τῆς ἡμέρας πολλάκις καί, περιστοιχιζόμενοι τοῦτον, ἐφρούρουν τε καὶ ἐφρουροῦντο, ὡς, ἤν τινες φανεῖεν, εἰσβαλοῦντες προθύμως.

Ο Βαλδουίνος, ο αυτοκράτοράς τους, χτυπημένος από μεγάλη έκπληξη με εκείνο που άκουσε και χάνοντας το μυαλό του, δεν σκεπτόταν τίποτε άλλο πέρα από το να τραπεί σε φυγή. Και μάλιστα εγκαταλείποντας το παλάτι των Βλαχερνών, καθώς η ηπειρωτική χώρα δεν τού φαινόταν ικανή να προσφέρει επαρκή άμυνα —γιατί εμπιστευόταν περισσότερο τη θάλασσα— έτρεξε στο Μεγάλο Παλάτι όσο καλύτερα μπορούσε. Εγκαταλείποντας το κάλυμμα τού κεφαλιού του, εγκαταλείποντας και το σπαθί του, διακριτικά τού αυτοκρατορικού του αξιώματος, κατέβηκε προς τη θάλασσα και εμπιστεύτηκε τη σωτηρία του σε ένα πλοίο. Εκείνη την ημέρα, οι στρατιώτες τής ρωμαϊκής λεγεώνας που έφτασαν για να βρουν και να συλλάβουν τον [Λατίνο] αυτοκράτορα, είχαν ως ενδείξεις τής φυγής του τα διακριτικά τής αυτοκρατορικής του εξουσίας. Άντλησαν αυξημένη αυτοπεποίθηση από αυτό το γεγονός ότι εκείνος που ήταν υπεύθυνος για τη φρούρηση είχε μετατραπεί σε φυγάδα. Πήραν το κάλυμμα κεφαλιού και το ξίφος, και τα έκαναν επαρκείς πρώτους καρπούς και το καλύτερο μέρος από τα λάφυρα τής πόλης. Ταυτόχρονα ήταν σημάδι για όσους εμπιστεύονταν τον Βαλδουίνο, ότι δεν θα αποκτούσαν πια τίποτε, αφού είχε προτιμήσει να τραπεί σε φυγή.

Ὁ δέ γε βασιλεὺς ἐκείνων ὁ Βαλδουῖνος, ἐκπλαγεὶς οἷον ἀκούσας καὶ τῶν φρενῶν ἔξω γενόμενος, οὐδὲν ἀλλ´ ἢ πρὸς τῷ φυγεῖν ἦν. Καὶ δὴ καταλιπὼν τὰ τῶν Βλαχερνῶν ἀνάκτορα, ὡς οὐ δυνατῆς ἀμύνειν δοκούσης τῆς γῆς, δρόμῳ χωρεῖ—ἐπίστευε γὰρ τῇ θαλάσσῃ πλέον—πρὸς τὸ μέγα παλάτιον, καὶ ὡς εἶχεν, ἀφεὶς μὲν καλύπτραν, ἀφεὶς δὲ καὶ σπάθην, τὰ τῆς αὐτοῦ βασιλείας σύμβολα, νηῒ καταβὰς πιστεύει τὴν σωτηρίαν. Τῆς ἡμέρας δὲ ταύτης οἱ τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐπιστάντες φάλαγγος ἐφ´ ᾧπερ εὑρήσειν καὶ καθέξειν τὸν βασιλεύοντα, τῆς φυγῆς ἐχρῶντο συμβόλοις τοῖς τῆς βασιλείας συμβόλοις καὶ ἀπεθάρρουν πλέον ἐντεῦθεν, δραπέτου γεγονότος τοῦ ἐπὶ τῷ φυλάσσειν τεταγμένου· τὴν δέ γε καλύπτραν καὶ τὸ ξίφος ἀναλαβόντες, ἀπαρχὴν αὐτάρκη ταῦτα τῶν κατὰ πόλιν λαφύρων καὶ ἀκροθίνιον ἐποιοῦντο. Καὶ ἅμα σημεῖον ἦν τοῖς ἐπ´ ἐκείνῳ θαρροῦσιν ὡς οὐδὲν ἐκεῖθεν ἀγαπήσαντος φεύγειν ἔχοιεν.

Ενώ το γεγονός είχε αποκαλυφθεί και οι δικοί μας, ακόμη σαστισμένοι, δεν πίστευαν ότι κατείχαν πλήρως αυτά που είχαν στα χέρια τους, έφτασε αμέσως η φήμη (και η φήμη είναι και θεά) σε εκείνους που πολιορκούσαν τη Δαφνουσία. Μόλις την άκουσαν, διαφώνησαν, τρέμοντας από φρίκη για τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Έσπευσαν όμως να έρθουν, για να τούς φέρουν κάθε δυνατή βοήθεια. Γιατί λέγεται ότι χρησιμοποίησαν εναντίον τής Δαφνουσίας περισσότερα από τριάντα μακριά πλοία, τόσο με μια όσο και με τρεις σειρές κουπιών. Με όλες αυτές τις γρήγορες μονάδες έσπευσαν προς την Πόλη, έχοντας ταυτόχρονα εμπιστοσύνη στο πολύ μεγάλο πλοίο τής Σικελίας που έπλεε με πολλούς μαχητές, έτοιμους επίσης να υπερασπιστούν τούς ομοεθνείς τους και να σπεύσουν εναντίον των επιτιθέμενων. Αναζωογονημένοι από τέτοιες ελπίδες, οι άνθρωποι αυτοί έσπευδαν. Ο καίσαρας, διαισθανόμενος ότι θα επιτεθούν, προσκάλεσε τούς ρωμαϊκής καταγωγής, οι οποίοι, όντας Ρωμαίοι, συνεργάζονταν θέλοντας και μη με τούς δικούς μας. Ο Βαλδουίνος είχε τότε στην υπηρεσία του έναν υπηρέτη, που ονομαζόταν Ιωάννης Φύλαξ, άνθρωπο στοχαστικό, τού οποίου η σκέψη πήγαινε εύκολα στα πιο βαθιά. Αυτός ο άνθρωπος έκανε στη συνέχεια μια πρόταση που ήταν πολύ αποφασιστική και κατάλληλη για τις περιστάσεις, μια πρόταση που κάποιος άλλος θα δίσταζε να κάνει, λαμβάνοντας υπόψη την καταστροφική φύση τής πράξης. Γιατί ήξερε ότι οι Ιταλοί θα πολεμούσαν αναγκαστικά πέρα από τις δυνάμεις τους για τις γυναίκες και τούς συγγενείς τους, τα σπίτια τους και όλα τα υπάρχοντά τους. Ότι θα επιτίθεντο σαν αγριογούρουνα για να τούς υπερασπιστούν, ώστε να κατακτήσουν ή να υποκύψουν ένδοξα. Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει αυτή την πιεστική υπόθεση με σύνεση: προτείνει να βάλουν φωτιά, ώστε να καίγονταν τα σπίτια και κάθε περιττό και άχρηστο υλικό, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά θα εξασφάλιζαν αναγκαστικά τη σωτηρία τους με τη φυγή και ακόμη και περιστασιακά θα έσωζαν ορισμένα πολύτιμα πράγματα. Οι σύζυγοι, βλέποντας από τα πλοία αφενός τα σπίτια να γίνονται στάχτη από τη φωτιά και αφετέρου γυναίκες και παιδιά να απλώνουν τα χέρια τους για να καλέσουν βοήθεια, δεν θα έδιναν σημασία στα σπίτια τους που δεν υπήρχαν πια, αλλά θα σκέφτονταν μόνο να αναζητήσουν και να σώσουν ανθρώπους. Κι έτσι οι αναζητούντες θα μεταχειρίζονταν με στοργή εκείνους που θα τούς έδιναν την ευκαιρία, αν έσωζαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Γιατί θα είχαν στην άμεση διάθεσή τους τα πλοία που θα υποδέχονταν το πλήθος ενώ, αν άλλοι ήθελαν να φύγουν, θα επιτρεπόταν να το κάνουν, γιατί το πλοίο τής Σικελίας ήταν σε θέση να τούς παραλάβει.

Ἐπεὶ δ´ ἔκπυστον ἐγένετο τὸ πραχθέν, αὐτῶν γε καὶ ἔτι κατεπτηχότων καὶ μὴ καθαρῶς πιστευόντων ἔχειν τὰ ἐν χερσὶ κρατούμενα, ἀφικνεῖται ταχέως καὶ ἐπὶ τοὺς περὶ τὴν Δαφνουσίαν, φήμη γε οὖσα καὶ θεός, ἡ φήμη, καὶ ἅμ´ ἤκουσαν καὶ ἅμα διαπεφωνήκεσαν, περὶ ταῖς σφετέραις γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις κατορρωδήσαντες. Ὅμως ἐτάχυναν ἐπιστῆναι καὶ ὡς εἶχον ἀμῦναι· περὶ γὰρ τριάκοντα καὶ πρὸς λόγος ἔχει μακραῖς ναυσὶ μονήρεσί τε καὶ τριήρεσι κατὰ Δαφνουσίας χρήσασθαι. Ταύταις ἁπάσαις ταχυναυτούσαις ἠπείγοντο πρὸς τὴν πόλιν, ἅμα θαρροῦντες καὶ τῷ ἐκ Σικελίας μεγίστῳ πλοίῳ, πολλοὺς ἔχοντι τοὺς ἐπιβάτας, ὡς καὶ αὐτοὺς συναμύνειν τῷ γένει καὶ τοῖς ἐπιοῦσιν ὁμόσε χωρεῖν· καὶ οἱ μὲν ἐπὶ τοιαύταις ἐλπίσιν ἠπείγοντο. Ὁ δὲ καῖσαρ, προαισθόμενος τούτων τὴν ἔφοδον, τοὺς Ῥωμαΐζοντας προσκαλεῖται, οἳ καὶ ὡς Ῥωμαῖοι ἑκόντες ἄκοντες συνήργουν τοῖς ἡμετέροις. Ἦν οὖν τότε οἰκεῖος τῷ Βαλδουίνῳ θεράπων, ὁ Φύλαξ λεγόμενος Ἰωάννης, ἀνὴρ βαθὺς καὶ τοῦ φρονεῖν εὖ ἥκων εἰς τὸ ἀκρότατον, ὃς καὶ βουλὴν εἰσάγει τότε μάλα καιρίαν καὶ τῷ καιρῷ πρόσφορον, ἣν κἂν ἄλλος εἰσάγειν ἀπώκνησε, πρὸς τὸ τοῦ πράγματος ὀλέθριον ἀποβλέψας. Εἰδὼς γὰρ ἐκείνους μαχουμένους ἐξ ἀνάγκης καὶ ὑπὲρ δύναμιν ὑπέρ τε γυναικῶν καὶ γνησίων, οἴκων τε καὶ περιουσίας ἁπάσης, καὶ συὸς τρόπον ἐπιτεθησομένους ὑπὲρ αὐτῶν, ὥστε ἢ περιγενέσθαι ἢ μὴν πεσεῖν εὐκλεῶς, εὐβούλως μερίζει τὴν χρείαν καὶ πῦρ μὲν ἐμβαλεῖν ὑποτίθεται, ὡς, καυσουμένων καὶ οἴκων καὶ περιττῆς καὶ ἀχρήστου ὕλης, γυναικῶν δὲ καὶ παίδων ἐξ ἀνάγκης διαφυλαξομένων τῷ ἐκδραμεῖν, ἔστι δ´ οὗ καὶ φυλαξόντων καί τινα τῆς καθαρᾶς καὶ εἰς πλοῦτον ὕλης, ἐκείνους δ´ ἐκ νηῶν ἰδόντας πυρὶ μὲν οἴκους ἀμαθυνομένους, γυναῖκας δὲ καὶ παῖδας τὰς χεῖρας ἐκτείνοντας εἰς ἀντίληψιν, τῶν μὲν ὑπεριδεῖν ὡς μηκέτ´ ὄντων, ἐκείνους δ´ ἐκζητεῖν καὶ σῴζειν, καὶ οὕτως χάριν τοὺς διδόντας τιθέναι τοῖς ἐκζητοῦσιν, ἀγαπῶσιν, εἰ αὐτοὶ καὶ γυναῖκες καὶ τέκνα σῴζοιντο· εἶναι γὰρ ἐξ ἑτοίμου τούτοις καὶ τὰς τριήρεις ὑποδεξαμένας τὸ πλῆθος κἂν ἄλλοι θέλοιεν, καὶ αὐτοῖς ἐφιέναι· ἱκανὴ γὰρ ἡ ἐκ Σικελίας ναῦς αὐτοὺς ὑποδέχεσθαι.

Οι συμβουλές που διατυπώθηκαν έτσι φάνηκαν καλές, ιδιαίτερα επειδή δεν μπορούσαν να αντισταθούν λόγω τού μικρού αριθμού των στρατιωτών. Άναψαν αμέσως φωτιά, ιδιαίτερα εκεί που βρίσκονταν τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους. Εκείνη απλώθηκε και έκανε στάχτη τις κατοικίες. Οι κάτοικοί τους, πανικόβλητοι σαν καπνιζόμενες μέλισσες, όρμησαν έξω και κατεβαίνοντας τούς λόφους τής πόλης, γυμνοί όπως ήσαν, καθώς και γεμάτοι φόβο για την ασφάλειά τους, παρακαλούσαν με δάκρυά τούς απ' έξω που κοιτούσαν τι τα συμβαίνοντα. Τότε οι Ιταλοί βρέθηκαν ανίκανοι να κάνουν κάτι. Γιατί αν τα κατάφερναν, η κατάστασή τους δεν θα ήταν καλή αφού ήσαν απογυμνωμένοι, με τον κίνδυνο ταυτόχρονα να κρέμεται πάνω από τούς δικούς τους. Αλλά αν δεν ήσαν νικητές, θα έχαναν εντελώς τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Έτσι κατέφυγαν στην ικεσία, διεκδικώντας τούς δικούς τους με υπερβολική θέρμη, καθώς και τα υπόλοιπα αγαθά, αν κάποιος συναινούσε σε αυτό. Αν όχι, απλώς να ανακτήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα σώα και αβλαβή. Τότε συνέβαιναν οδυνηρά και τρομερά πράγματα, τα πιο σοβαρά που έχει δει κανείς ή ακούσει ποτέ. Γιατί αξιοσέβαστες γυναίκες και νεαρά κορίτσια σκεπασμένα με ένα μόνο χιτώνα, σκισμένον κι αυτόν, ντυμένα με οτιδήποτε, έτρεχαν ντροπιαστικά ξυπόλητα προς τούς δικούς τους κάτω από το βλέμμα τού πλήθους. Οι Ιταλοί πλήρωναν εμφανώς εκεί για ό,τι είχαν κάνει κάποτε στους Ρωμαίους, ενώ ο παλιός χρησμός εκπληρώνονταν: Αλέξιος, Αλεξόπουλος και εκτός από αυτούς Κουτριτζάκης. Γιατί ο συγγραφέας, πριν συμβούν αυτά τα γεγονότα, είχε ακούσει προηγουμένως τον πατέρα του να μιλάει για αυτά σε άλλον και να παραθέτει την ίδια ρήση. Καθώς ήσαν Κωνσταντινουπολίτες, ρωτούσαν για τη χώρα τους και έψαχναν να μάθουν αν θα μπορούσε ποτέ να καταληφθεί η πατρίδα. Εκείνη τη νύχτα στο φως των κεριών, γιατί ήμουν εγώ που κρατούσα το κερί και τούς φώτιζα, τούτο συνέβαινε να λένε εκείνοι, γνωρίζοντας δήθεν πότε θα κατακτηθεί. Γιατί νόμιζαν ότι η κατάληψη τής πόλης θα γινόταν τν εποχή κάποιου μελλοντικού αυτοκράτορα Αλέξιου, βοηθούμενου από ορισμένους άλλους, τούς οποίους κατονόμαζε το μαντείο. Προφανώς ήσαν ο καίσαρας Αλέξιος, ο ανιψιός του Αλέξιος, που συνέβαλε τα μέγιστα σε αυτήν και ο αξιόλογος από τούς θεληματάριους Κουτριτζάκης, που ήταν ο πρώτος που πρότεινε την ιδέα τής κατάληψης τής πόλης.

Οὕτω τῆς βουλῆς ῥηθείσης καὶ ἀγαθῆς δοξάσης, καὶ μᾶλλον ἀντέχειν μὴ ἔχουσι διὰ τὴν τῶν ἀνδρῶν ὀλιγότητα, πῦρ ὑφάπτουσι παραυτίκα, ὅπου μᾶλλον ἐκείνων οἶκοι καὶ πράγματα· ὃ δὴ καὶ νεμόμενον τοὺς οἴκους ἐσπόδει. Ἐξέθεον δ´ οἱ ἐν οἴκοις, τεθορυβημένοι μελισσῶν τρόπον καπνιζομένων, καί, τοὺς λόφους τῆς πόλεως καταλαμβάνοντες, γυμνοὶ ὡς εἶχον, ἅμα δὲ καὶ περιδεεῖς περὶ τῆς σφῶν σωτηρίας, δακρύοις παρεκάλουν τοὺς ἔξω θεωμένους τὰ δρώμενα. Τότε δὴ καὶ ἐν ἀμηχανίᾳ τοῦ δρᾶν τι γενόμενοι—εἴτε γὰρ ἀνύοιεν, οὐ καλῶς ἔχειν αὐτοὺς γυμνωθέντας, καὶ ἅμα κινδύνου τοῖς σφετέροις ἐπικειμένου· εἴτε δὲ καὶ μὴ νικῷεν, τελέως αὐταῖς γυναιξὶ καὶ τέκνοις ὀλέσθαι—, πρὸς ἱκεσίαν τρέπονται καὶ τοὺς οἰκείους μάλα θερμῶς ἐξαιτοῦνται, εἰ μὲν βούλονται, συνάμα καὶ τοῖς περιοῦσι πράγμασιν· εἰ δ´ οὖν, ἀλλ´ αὔταρκες εἶναι τούτοις τὸ σῶς ἀπολαβεῖν τοὺς γνησίους. Τότε τοίνυν δεινά τε καὶ σχέτλια ἐτελοῦντο, μέγιστα ὧν ὄψει καὶ ἀκοῇ παρειλήφει τις· γυναῖκες γὰρ ἀνύβριστοι καὶ παρθένοι ὑφ´ ἑνὶ χιτῶνι, διερρωγότι καὶ τούτῳ, τοῖς τυχοῦσι περιστελλόμεναι, νηλίποις ποσὶν ὑπὸ πολλῶν ὄψεσιν ἀτίμως πρὸς τοὺς οἰκείους ἐξέθεον. Καὶ δίκας ἐτίννυον ἄντικρυς Ἰταλοὶ ὧν ἐκεῖνοί ποτε πρὸς Ῥωμαίους ἐποίουν· ἅμα δὲ καὶ τὸ παλαιὸν θέσπιον ἐπληροῦτο· Ἀλέξιος, Ἀλεξόπουλος καὶ ἐπὶ τούτοις Κουτριτζάκης. Ἔφθασε γὰρ καὶ πρὸ τοῦ ταῦτα γενέσθαι ὁ συγγραψάμενος ἀκούειν παρὰ πατρὸς ὁμιλοῦντος ἄλλῳ καὶ τὸν τοιοῦτον λόγον λέγοντος. Ὡς γὰρ πολῖται ὄντες ἐκεῖνοι τὰ οἴκοι ἐζήτουν καί, εἴ ποθι ἅλωσις τῆς πατρίδος συμβαίη, ἐσκόπουν ὑπὸ φωτὶ νυκτός—ἦν δ´ ἐγὼ ὁ τὸν κηρὸν κατέχων καὶ φαίνων ἐκείνοις—, τοῦτο ξυνέβαινε λέγεσθαι παρ´ ἐκείνων ὡς εἰδότων τάχα ὁπόθ´ ἁλῴη· ἐπὶ γὰρ γενησομένου τινὸς βασιλέως Ἀλεξίου ὑπενόουν τὴν τῆς πόλεως ἅλωσιν γίνεσθαι καί τινων ἄλλων, οὓς ἔλεγεν ὁ χρησμός. Ἦσαν δ´ οὗτοι ὁ καῖσαρ Ἀλέξιος ἄντικρυς, ὁ ἀνεψιὸς ἐκείνου Ἀλέξιος, τὰ πολλὰ συμβαλλόμενος, καὶ ὁ δοκῶν τῶν θεληματαρίων Κουτριτζάκης, ὃς καὶ τὴν βουλὴν πρῶτος ὑπεσήμαινε τῆς ἁλώσεως.

Έτσι όμως έγιναν τα πράγματα στην Πόλη. Υπήρξε αναγκαίο να γνωστοποιηθούν τα γεγονότα παντού, ιδιαίτερα επειδή προσέλαβαν εξαιρετικό χαρακτήρα, αφού μια τόσο ισχυρή πόλη καταλήφθηκε από στρατεύματα που αρχικά δεν είχαν έρθει για αυτό. Έτσι, αγγελιαφόροι πήγαιναν σε όλο τον κόσμο, καλώντας σε αγαλλίαση και κάνοντας αυτή την ανακοίνωση: η μεγάλη πόλη καταλήφθηκε σε αξιοσημείωτη μέρα, στη γιορτή τής Άννας τής μητέρας τού Θεού, τον μήνα Ιούλιο, σχεδόν χωρίς προσπάθεια και με τρόπους που δεν θα περίμεναν ποτέ οι κατακτηθέντες. Ως απόδειξη τής αλήθειας των λόγων τους, έδειχναν μια σαρίσα βαμμένη κόκκινη.

Ἀλλὰ ταῦτα μὲν οὕτως κατὰ τὴν πόλιν ἐπράχθησαν· ἐπεὶ δ´ ἐχρῆν πανταχοῦ φημίζεσθαι τὰ πραχθέντα, καὶ μᾶλλον ὅσον τὸ θαυμασιώτερον εἶχον, ὡς ἐκ παρόδου ἁλῶναι τοιαύτην πόλιν τοῖς γε μὴ ἐπὶ τούτῳ τὴν ἀρχὴν ἀφιγμένοις, τινὲς τῶν ταχυδρομούντων ἐπὶ συγχαρίαις ἔθεον πανταχοῦ γῆς, ὡς ἁλῴη ἀγγελοῦντες τὸ μέγα ἄστυ, ἡμέρας ἐπισήμου, ἐφ´ ἑορτῇ τῆς θεομήτορος Ἄννης, μηνὸς ἀνθεστηριῶνος, ἀκονιτὶ σχεδὸν καὶ ὡς οὐκ ἤλπισάν ποτε οἱ ἁλόντες· σημεῖον δ´ ἀληθείας τῶν λεγομένων ἐκείνοις ἦν κοκκοβαφὴς σάρισσα δεικνυμένη.»

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 2, 3 (CSHB, Βόννη, I, 85, 11, 13-15):

Όταν λοιπόν ο καίσαρας συνάντησε εκείνους τούς άνδρες, που ήσαν Ρωμαίοι στην καταγωγή και ντόπιοι τής Κωνσταντινούπολης, και οι οποίοι, για τις ανάγκες των καλλιεργειών και τής συλλογής των καρπών, ζούσαν έξω από την πόλη, τούς ρώτησε τόσο για τη δύναμη των Λατίνων, πόση και τι είδους ήταν, καθώς και για όσα άλλα ήταν φυσικό να ενδιαφέρουν έναν στρατιωτικό άνδρα με μακροχρόνια εμπειρία. Κι εκείνοι, υποφέροντας καιρό από τον ζυγό των Λατίνων και ποθώντας έτσι κι αλλιώς περισσότερο να ζουν μαζί με τούς ομοφύλους παρά με τούς αλλοφύλους, θεώρησαν πολύ ωραίο δώρο τη συνάντηση με τον καίσαρα, ανέφεραν τα πάντα με ακρίβεια και επιπλέον κατέληξαν σε συμφωνίες με τον καίσαρα για προδοσία και πήραν εύκολα υποσχέσεις για μεγάλα δώρα, όταν συμφωνήθηκαν εκείνα που έπρεπε να γίνουν. Γιατί δεν είπαν μόνο ότι η δύναμη των Λατίνων ήταν ασθενής, αλλά και ότι το μεγαλύτερο μέρος της είχε αναχωρήσει για την πολιορκία τής Δαφνουσίας. Η πόλη αυτή βρίσκεται στον Εύξεινο Πόντο, είναι κυκλωμένη από πολλά νερά και απέχει από την Κωνσταντινούπολη χίλια στάδια [διακόσια χιλιόμετρα]. Θα ήταν εύκολο γι’ αυτούς να προετοιμάσουν νύχτα την είσοδο τού στρατού και επίσης να αναλάβουν μαζί με τούς φίλους τους, με χέρια και όπλα και με κάθε δύναμη την άμυνα απέναντι στους αντιπάλους. Κατοικούσαν κοντά στην πύλη που έβλεπε κατευθείαν προς την εκκλησία τής Θεομήτορος τής Πηγής και γνώριζαν κάποια κρυφή είσοδο, μια παλιά υπόγεια διάβαση που είχε διαφύγει τής προσοχής και τώρα ήταν διαθέσιμη από καθαρή τύχη. Πενήντα οπλίτες, περνώντας μέσα από αυτήν τη νύχτα, σκοτώνοντας τούς φρουρούς και συντρίβοντας την πύλη, θα έκαναν εύκολη την είσοδο για ολόκληρο τον στρατό.

«Ἐπεὶ γὰρ τοῖς ἀνδράσιν ἐκείνοις ὁ Καῖσαρ ἐνέτυχε, Ῥωμαίοις μὲν οὖσι τὸ γένος, αὐτόχθοσι δὲ Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ δὲ χρείαν ἅλωνος καὶ καρπῶν συλλογῆς ἔξω διαιτωμένοις τῆς πόλεως, ἤρετο περί τε τῆς τῶν Λατίνων δυνάμεως ὅση καὶ οἵα, καὶ περὶ ὅσων ἄλλων εἰκὸς ἦν περιεργάζεσθαι στρατηγὸν ἄνδρα καὶ πολλῶν ὀλυμπιάδων τοιούτων μεστόν. οἱ δὲ καὶ τῷ τῶν Λατίνων πάλαι ἀχθόμενοι ζυγῷ καὶ ἄλλως τοῖς ὁμοφύλοις μᾶλλον ἢ τοῖς ἀλλοφύλοις συνδιαιτᾶσθαι ποθοῦντες ἕρμαιον κάλλιστον τὴν τοῦ Καίσαρος ἡγήσαντο ξυντυχίαν καὶ πάντα σαφῶς τε ἀπήγγειλαν καὶ ἐπὶ τούτοις συμφωνίας τῷ Καίσαρι συνετίθεσαν περὶ προδοσίας καὶ δωρεῶν ὑποσχέσεις μεγάλων ῥᾷστα ἐλάμβανον, ὡς ἐφ' ὁμολογουμένῃ τῇ πράξει. οὐ γὰρ μόνον ἀσθενῆ τὴν τῶν Λατίνων δύναμιν ἔφασαν ἤδη τυγχάνειν, ἀλλὰ καὶ ταύτης τὸ πλεῖστον ἀπεῖναι ἐς τὴν τῆς Δαφνουσίας πολιορκίαν. πόλις δὲ αὕτη περὶ τὸν Εὔξεινον πόντον, πολλοῖς κυκλουμένη τοῖς ὕδασι, χιλίους σταδίους διϊσταμένη τῆς Κωνσταντίνου· σφίσι δ' αὖ ῥᾴδιον εἶναι τὴν εἴσοδον νύκτωρ τῷ στρατῷ συσκευάσαι καὶ ἅμα συνάρασθαι μετὰ τῶν φίλων αὐτοῖς καὶ χερσὶ καὶ ὅπλοις καὶ πάσῃ δυνάμει τὴν τῶν ἀντιπάλων ἄμυναν. τήν τε γὰρ οἴκησιν ἔγγιστά που τῆς πύλης κεκτῆσθαι τῆς κατ' εὐθεῖαν βλεπούσης πρὸς τὸν ναὸν τῆς θεομήτορος τῆς πηγῆς, εἴσοδόν τε εἰδέναι λαθραίαν, ἣν παλαιός τις ὑπόνομος ἔλαθεν ὥσπερ ἐξ αὐτομάτου νῦν παρεχόμενος, δι' οὗ πεντήκοντα εἰσιόντας ὁπλίτας νυκτὸς τούς τε φύλακας ἀποκτεῖναι καὶ τὴν πύλην συντρίψαντας ῥᾳδίαν ἤδη καὶ ἅπαντι τῷ στρατῷ πεποιηκέναι τὴν εἴσοδον.»

Η παραπάνω περιγραφή τού Νικηφόρου Γρηγορά, που φαίνεται ότι εξαρτάται από εκείνη τού Ακροπολίτη, λέει ότι η πρόσβαση στην πόλη επιτεύχθηκε μέσω υπόγειας διάβασης.

Σύμφωνα με τον Ακροπολίτη τον στρατό τού Στρατηγόπουλου αποτελούσαν Έλληνες (Ρωμαίοι) και «Σκύθες« (Κουμάνοι), Χρονική Συγγραφή, 85, επιμ. Heisenberg, I, 182, ΙΙ 19-20:

«…οὕτω μὲν οὖν ὁ Στρατηγόπουλος καῖσαρ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πάντες Ῥωμαῖοι καὶ Σκύθαι –ἐκ τῶν τοιούτων καὶ γὰρ τὸ ὑπ' αὐτὸν συνεκεκρότητο στράτευμα– ἐντὸς τῆς πόλεως ἐγεγόνεισαν.»

Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, ΙΙ, 27 (CSHB, Βόννη, ΙI, 137) τον στρατό αποτελούσαν Σκύθες «και όχι πολλοί άλλοι»:

«Καὶ δή, τῷ καίσαρι Ἀλεξίῳ τὸ Σκυθικὸν παραδοὺς σὺν οὐ πολλοῖς ἄλλοις…»

Ο Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 2, (CSHB, Βόννη, Ι, 83) λέει ότι στον Στρατηγόπουλο είχε δοθεί δύναμη 800 Bιθυνών, με εντολές να στρατολογήσει όσους περισσότερους χρειαζόταν από τη Θράκη και τη Μακεδονία και ότι οι στρατιώτες επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν κυρίως σε υπηρεσία έναντίον τού Μιχαήλ Β΄ τής Ηπείρου:

«Δύο χρόνια στη σειρά περνούσαν από τότε που ο Μιχαήλ [Παλαιολόγος] είχε πάρει τον αυτοκρατορικό θρόνο και είχε σταματήσει τις συγκρούσεις στη δύση και στη Θεσσαλία, εννοώ τον πόλεμο με τούς Ακαρνάνες και τούς Αιτωλούς, και από την κακή εκείνη ρίζα φύτρωναν πάλι κακές και αγκαθωτές παραφυάδες, πάλι αθετήσεις όρκων και μάχες πολεμικές του αποστάτη Μιχαήλ [Δούκα]. Στέλνει λοιπόν αμέσως εναντίον του ο αυτοκράτορας τον καίσαρα Στρατηγόπουλο, δίνοντας σε αυτόν και Βιθυνούς οπλίτες λίγο περισσότερους από οκτακόσιους, ενώ όσους άλλους χρειαζόταν, να τούς στρατολογούσε από τη Θράκη και τη Μακεδονία.

«Δύο ἑξῆς ἠνύετο ἔτη, ἀφ' οὗ τῶν τε βασιλικῶν θρόνων ἐγκρατὴς ὁ Μιχαὴλ ἐγεγόνει καὶ τὸ δυτικὸν καὶ Θετταλικὸν ἔπαυσε δόρυ, τὴν μάχην φημὶ τῶν τε Ἀκαρνάνων καὶ Αἰτωλῶν, καὶ τῆς πονηρᾶς ἐκείνης ῥίζης πάλιν ὑπεφύοντο πονηρὰ καὶ ἀκανθώδη βλαστήματα, καὶ πάλιν ὅρκων ἀνατροπαὶ καὶ μάχαι πολεμικαὶ τοῦ ἀποστάτου Μιχαήλ. πέμπει τοιγαροῦν κατὰ τάχος ἐπ' ἐκεῖνον ὁ βασιλεὺς Καίσαρα τὸν Στρατηγόπουλον, δοὺς αὐτῷ καὶ Βιθυνοὺς μὲν ὁπλίτας μικρὸν ὑπὲρ τοὺς ὀκτακοσίους, τοὺς δ' ἄλλους ὁπόσους ἡ χρεία ζητοίη, στρατολογήσειν αὐτὸν ἔκ τε Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας.»

Ο Βυζαντινός ρήτορας Μανουήλ Ολόβωλος, Orationes, επιμ. M. Treu, I (1906), 67, παρατηρεί ότι ο Στρατηγόπουλος είχε απλώς «ισχνή δύναμη» (στράτευμα βραχύ), το οποίο είναι αναμφίβολα αληθές, αλλά σε χωρίς ημερομηνία επιστολή τού 1262 (ίσως Μαΐου ή Ιουνίου) ο πάπας Ούρμπαν Δ΄ έγραφε στον επαρχιακό εφημέριο των Φραγκισκανών στη Γαλλία, ότι [Jean Guiraud (επιμ.), Les Registres d’ Urbain IV, 12611264, II (Παρίσι, 1901), αριθ. 131, σελ. 46-47]

«o σχισματικός Παλαιολόγος, που θέλει να λέγεται αυτοκράτορας των Ελλήνων … συγκέντρωσε … πολύ μεγάλο στρατό, και πλησιάζοντας στα σύνορα τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης, την ίδια την πόλη, όταν δεν μπορούσε να την πάρει με τη βία, την κατέλαβε με προδοσία, τοποθετώντας σε αυτήν την έδρα τής υπερηφάνειας του για παντοτινή ντροπή των Λατίνων.»

(Paleologus namque scismaticus, qui Grecorum imperatorem vocari se facit …. congregato … exercitu copioso, et civitatis Constantinopolitane finibus appropinquans, civitatem eandem, cum non posset illam violenter capere, proditionaliter occupavit, collocans in ea superbie sue sedem in sempiternum obprobium Latinorum.)

Ο Ούρμπαν εδώ προφανώς συνδέει την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τον Στρατηγόπουλο (proditionaliter) με την επακόλουθη είσοδο τού Μιχαήλ στην πόλη, όταν οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν για να κρατήσουν το πρόσφατα κερδισμένο έπαθλό τους (congregate … exercitu copioso).

[←38]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 27 (CSHB, Βόννη, I, 143-44):

Ο Βαλδουίνος, ο αυτοκράτοράς τους, χτυπημένος από μεγάλη έκπληξη με εκείνο που άκουσε και χάνοντας το μυαλό του, δεν σκεπτόταν τίποτε άλλο πέρα από το να τραπεί σε φυγή. Και μάλιστα εγκαταλείποντας το παλάτι των Βλαχερνών, καθώς η ηπειρωτική χώρα δεν τού φαινόταν ικανή να προσφέρει επαρκή άμυνα —γιατί εμπιστευόταν περισσότερο τη θάλασσα— έτρεξε στο Μεγάλο Παλάτι όσο καλύτερα μπορούσε. Εγκαταλείποντας το κάλυμμα τού κεφαλιού του, εγκαταλείποντας και το σπαθί του, διακριτικά τού αυτοκρατορικού του αξιώματος, κατέβηκε προς τη θάλασσα και εμπιστεύτηκε τη σωτηρία του σε ένα πλοίο.

«…Ὁ δέ γε βασιλεὺς ἐκείνων ὁ Βαλδουῖνος, ἐκπλαγεὶς οἷον ἀκούσας καὶ τῶν φρενῶν ἔξω γενόμενος, οὐδὲν ἀλλ´ ἢ πρὸς τῷ φυγεῖν ἦν. Καὶ δὴ καταλιπὼν τὰ τῶν Βλαχερνῶν ἀνάκτορα, ὡς οὐ δυνατῆς ἀμύνειν δοκούσης τῆς γῆς, δρόμῳ χωρεῖ—ἐπίστευε γὰρ τῇ θαλάσσῃ πλέον—πρὸς τὸ μέγα παλάτιον, καὶ ὡς εἶχεν, ἀφεὶς μὲν καλύπτραν, ἀφεὶς δὲ καὶ σπάθην, τὰ τῆς αὐτοῦ βασιλείας σύμβολα, νηῒ καταβὰς πιστεύει τὴν σωτηρίαν.»

[←39]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 85, επιμ. Heisenberg, I, 182-85:

Έτσι συνέβησαν αυτά, και με την πρόνοια τού Θεού η πόλη τού Κωνσταντίνου πέρασε και πάλι στα χέρια τού αυτοκράτορα των Ρωμαίων, με δίκαιο και κατάλληλο τρόπο, στις 25 Ιουλίου, τής τετάρτης ινδικτιώνος, τού έτους 6769 [1261] από τη δημιουργία τού κόσμου, αφού κρατήθηκε από τον εχθρό για 58 χρόνια.

«…καὶ ταῦτα μὲν οὕτω ξυνέβη, καὶ ἡ Κωνσταντίνου προνοίᾳ θεοῦ καὶ αὖθις ὑπὸ χεῖρα τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ἐγένετο κατὰ λόγον δίκαιόν τε καὶ προσήκοντα, Ἰουλίου εἰκοστὴν καὶ πέμπτην ἄγοντος, οὔσης ἐπινεμήσεως τετάρτης καὶ ἀπὸ γενέσεως κόσμου ἔτους ὄντος ψξθʹ, ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν κρατουμένη χρόνους πεντήκοντα καὶ ὀκτώ.»

Στο παραπάνω απόσπασμα «Ῥωμαῖοι» σημαίνει Έλληνες, όπως σχεδόν πάντοτε στα βυζαντινα κείμενα αυτής τής περιόδου.

Ο Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 27 (CSHB, Βόννη, I, 141-49) παρατηρεί ότι οι Λατίνοι υπέφεραν τόσο πολύ στην εκ μέρους τους απώλεια τής Κωνσταντινούπολης το 1261, όσο είχαν υποφέρει οι Έλληνες το 1204:

Τότε συνέβαιναν οδυνηρά και τρομερά πράγματα, τα πιο σοβαρά που έχει δει κανείς ή ακούσει ποτέ. Γιατί αξιοσέβαστες γυναίκες και νεαρά κορίτσια σκεπασμένα με ένα μόνο χιτώνα, σκισμένον κι αυτόν, ντυμένα με οτιδήποτε, έτρεχαν ντροπιαστικά ξυπόλητα προς τούς δικούς τους κάτω από το βλέμμα τού πλήθους. Οι Ιταλοί πλήρωναν εμφανώς εκεί για ό,τι είχαν κάνει κάποτε στους Ρωμαίους.

«…Τότε τοίνυν δεινά τε καὶ σχέτλια ἐτελοῦντο, μέγιστα ὧν ὄψει καὶ ἀκοῇ παρειλήφει τις· γυναῖκες γὰρ ἀνύβριστοι καὶ παρθένοι ὑφ´ ἑνὶ χιτῶνι, διερρωγότι καὶ τούτῳ, τοῖς τυχοῦσι περιστελλόμεναι, νηλίποις ποσὶν ὑπὸ πολλῶν ὄψεσιν ἀτίμως πρὸς τοὺς οἰκείους ἐξέθεον. Καὶ δίκας ἐτίννυον ἄντικρυς Ἰταλοὶ ὧν ἐκεῖνοί ποτε πρὸς Ῥωμαίους ἐποίουν…»

Βλέπε επίσης Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938-48), 311, 369, Martino da Canale, Cronique des Veniciens, κεφ. clxxv, στο Archivio storico italiano, 1η σειρά, VIII (1845), 480 και Chronicon Μarchiae Tarvisinae et Lombardiae, επιμ. L. A. Boteghi, στο RISS, VIII-S (Città di Castello, 1916), 47-48, που αποτελεί τη μόνη αξιοσημείωτη αναφορά στην Ελλάδα στο Chron. Μarch. Tarvisinae, βορειο-ιταλικό χρονικό τής εποχής, που καλύπτει την περίοδο από το 1207 μέχρι τo 1270, μερικές φορές κακά πληροφορημένο [δημοσιευμένο πριν ως Annales Sanctae Justinae patavini, επιμ. Philip Jaffè, στο MGH, SS., XIX (Ανόβερο, 1866), 181-82].

Βλέπε και Mανουήλ Ολόβωλο, Orationes, επιμ. Treu, I, 67-68, αναφερόμενο από Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 95-115, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1261, αριθ. 26 και εξής, επιμ. A. Theiner, XXII (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 174 και εξής, Hopf, τομ. 85, σελ. 261 (ανατύπ. I, 195). Δεν αδικούμε τον Ιακωβίτη ιστορικό τού 13ου αιώνα Bar Hebraeus, μορφωμένο ιεράρχη (maphrian) τής Ανατολής από το 1264, λέγοντας ότι δεν γνωρίζει πολλά ούτε για την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τούς σταυροφόρους τής 4ης Σταυροφορίας το 1204, ούτε για την ελληνική ανάκτηση τής πόλης το 1261 [The Chronography of Gregory Abu'l Faraj … Commonly Known as Bar Hebraeus, μετάφραση από τα συριακά E. A. Wallis Budge, I (Οξφόρδη και Λονδίνο, 1932), 357 και εξής, 428-29].

Πέρα από τα τριάντα ενετικά πλοία, οι διαφεύγοντες Λατίνοι αναζήτησαν ασφάλεια επιβιβαζόμενοι σε μεγάλο σικελικό πλοίο μεταφοράς [Παχυμέρης, ό. π., CSHB, Βόννη, I, σελ. 147]:

Γιατί λέγεται ότι χρησιμοποίησαν εναντίον τής Δαφνουσίας περισσότερα από τριάντα μακριά πλοία, τόσο με μια όσο και με τρεις σειρές κουπιών. Με όλες αυτές τις γρήγορες μονάδες έσπευσαν προς την Πόλη, έχοντας ταυτόχρονα εμπιστοσύνη στο πολύ μεγάλο πλοίο τής Σικελίας που έπλεε με πολλούς μαχητές, έτοιμους επίσης να υπερασπιστούν τούς ομοεθνείς τους και να σπεύσουν εναντίον των επιτιθέμενων. Αναζωογονημένοι από τέτοιες ελπίδες, οι άνθρωποι αυτοί έσπευδαν.

«…περὶ γὰρ τριάκοντα καὶ πρὸς λόγος ἔχει μακραῖς ναυσὶ μονήρεσί τε καὶ τριήρεσι κατὰ Δαφνουσίας χρήσασθαι. Ταύταις ἁπάσαις ταχυναυτούσαις ἠπείγοντο πρὸς τὴν πόλιν, ἅμα θαρροῦντες καὶ τῷ ἐκ Σικελίας μεγίστῳ πλοίῳ, πολλοὺς ἔχοντι τοὺς ἐπιβάτας, ὡς καὶ αὐτοὺς συναμύνειν τῷ γένει καὶ τοῖς ἐπιοῦσιν ὁμόσε χωρεῖν· καὶ οἱ μὲν ἐπὶ τοιαύταις ἐλπίσιν ἠπείγοντο.»

Παχυμέρης, ό. π., CSHB, Βόννη, I, σελ. 145:

Γιατί θα είχαν στην άμεση διάθεσή τους τα πλοία που θα υποδέχονταν το πλήθος και, αν άλλοι ήθελαν να φύγουν, θα επιτρεπόταν να το κάνουν κι αυτοί. Γιατί το πλοίο από τη Σικελία ήταν σε θέση να τούς παραλάβει.

«…εἶναι γὰρ ἐξ ἑτοίμου τούτοις καὶ τὰς τριήρεις ὑποδεξαμένας τὸ πλῆθος κἂν ἄλλοι θέλοιεν, καὶ αὐτοῖς ἐφιέναι· ἱκανὴ γὰρ ἡ ἐκ Σικελίας ναῦς αὐτοὺς ὑποδέχεσθαι.»

Σύμφωνα με τα Χρονικά τού Μορέως περίπου τρεις χιλιάδες Λατίνοι διέφυγαν από την Κωνσταντινούπολη. Βλέπε Chronique de Morée: «… l' empereor Bauduin … si entra en une nef au bien iii M. Personnes.», επιμ. Longnon, παρ. 85, σελ. 27. Βλέπε και Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 1305:

«Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος
τὸ πῶς τὸν ἐκατάκλεισαν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια,
καράβιν εἶχε ἐξαίρετον, μέγα, λαμπρὸν ὑπῆρχε,
εἰς αὖτο ἐδιέβηκεν ἐκεῖ μὲ τρεῖς χιλιάδες ἄλλους»

[←40]

Ο Μιχαήλ Η΄, De vita sua, κεφ. viii, επιμ. H. Grégoire, Byzantion, xxixxxx (1959-60), 457, ισχυριζόταν φυσικά ότι η ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης αποτελούσε σημάδι τής εύνοιας τού Θεού προς αυτόν.

[←41]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 86-88, επιμ. Heisenberg, I. 183-89:

Αφού διανυκτέρευσε εκεί, ξυπνώντας νωρίς, ολοκλήρωσε την είσοδο στην Κωνσταντινούπολη με τον ακόλουθο τρόπο. Ο πατριάρχης Αρσένιος δεν ήταν παρών, καθώς ήταν άνθρωπος νωθρός στα καλά και κακοπροαίρετος απέναντι στον αυτοκράτορα, και σχεδόν ενοχλημένος που η πόλη τού Κωνσταντίνου προστέθηκε στην αυτοκρατορία των Ρωμαίων από τον αυτοκράτορα. Έπρεπε λοιπόν να προφέρει τις προσευχές δυνατά ένας από τούς επισκόπους. Τη λειτουργία τέλεσε ο μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος, ο οποίος ονομαζόταν και Κλειδάς. Ανεβαίνοντας σε έναν από τούς πύργους τής Χρυσής Πύλης, έχοντας μαζί του την εικόνα τής Θεοτόκου που φέρει το όνομα τής μονής των Οδηγών [Οδηγήτρια], απήγγειλε τις προσευχές σε επήκοο όλων. Ο μονάρχης έβγαλε το κάλυμμα τής κεφαλής του και, λυγίζοντας το γόνατό του, έπεσε στο έδαφος, ενώ όλοι όσοι ήσαν μαζί του έπεσαν στα γόνατά τους. Όταν απαγγέλθηκε η πρώτη από τις προσευχές και ο διάκονος σήμανε να σηκωθούν, σηκώθηκαν όλοι και φώναξε το «Κύριε ελέησον» εκατό φορές. Και όταν αυτοί τελείωσαν, άλλη προσευχή εκφωνήθηκε από τον επίσκοπο. Ό,τι έγινε για την πρώτη προσευχή έγινε με τη σειρά της για τη δεύτερη και ούτω καθεξής, μέχρι την ολοκλήρωση όλων των προσευχών.

«…ἐκεῖσε γοῦν διανυκτερεύσας ἕωθεν ἀναστὰς τὴν εἰς Κωνσταντινούπολιν εἴσοδον ἀπειργάσατο τρόπον τοιοῦτον. ἐπεὶ δὲ ὁ μὲν πατριάρχης Ἀρσένιος οὐ παρῆν, οἷα ἐκεῖνος ἀνὴρ νωθρότερος περὶ τὰ καλὰ καὶ δύσνους πρὸς τὸν βασιλέα τελῶν καὶ μικροῦ δυσχεραίνων, ὅτι πρὸς τοῦ βασιλέως ἡ τῆς Κωνσταντίνου τῇ τῶν Ῥωμαίων ἀρχῇ συγκατείλεκται, ἔδει δὲ ἄρα τῶν τινα ἀρχιερέων τὰς εὐχὰς εἰς ἐπήκοον ἐξειπεῖν, ὁ τῆς Κυζίκου μητροπολίτης Γεώργιος, ὃν καὶ Κλειδᾶν κατωνόμαζον, ἐπλήρου τὴν χρείαν, καὶ εἰς ἕνα τῶν πύργων τῶν τῆς Χρυσείας ἀναβάς, ἔχων μεθ' ἑαυτοῦ καὶ τὸ τῆς θεοτόκου ἐκτύπωμα τὸ οὕτω πως ἐκ τῆς μονῆς παρωνομασμένον τῶν Ὁδηγῶν, εἰς ἐπήκοον ἁπάντων ἀπεστομάτισε τὰς εὐχάς. ὁ μὲν οὖν αὐτοκράτωρ τὴν καλύπτραν ἀποβαλὼν καὶ γόνυ κλίνας ἔπεσε χαμαί, καὶ πάντες δὲ οἱ σὺν αὐτῷ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐπὶ γόνυ κατέπεσον. ἐπεὶ δὲ ἡ πρώτη τῶν εὐχῶν ἐκτετέλεσται καὶ ὁ διάκονος ἐσήμηνε τὴν ἀνέγερσιν, πάντες ἀναστάντες τὸ κύριε ἐλέησον, εἰς ἑκατὸν ἀριθμήσαντες, ἐπεβόησαν. καὶ τούτων τετελεσμένων πρὸς τοῦ ἀρχιερέως καὶ αὖθις ἑτέρα τις ἐξεφωνήθη εὐχή. ὡς ἐν τῇ πρώτῃ γοῦν καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ γεγένηται, καὶ οὕτω πως διαπέπρακται μέχρι καὶ συμπληρώσεως τῶν ὅλων εὐχῶν.»

Εδώ τελειώνει το χρονικό τού Ακροπολίτη.

Η περιγραφή τού Γεώργιου Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 29 και εξής (CSHB, Βόννη, I, 149 και εξής) είναι λεπτομερής και ενδιαφέρουσα:

Πολλοί έσπευσαν τότε να βρουν τον αυτοκράτορα, που έμενε στο Νυμφαίο, και συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα έφτανε πρώτος για να αναγγείλει τα καλά νέα. Κάποιος έφτασε πρώτος βιαστικά, χωρίς όμως να φέρνει γράμμα από τον καίσαρα. Καθώς κανείς δεν μπορούσε να ακούσει την είδηση πριν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και καθώς αυτός ο άνδρας δεν μπορούσε να πλησιάσει τον αυτοκράτορα, πήγε να ανακοινώσει στην αδελφή τού αυτοκράτορα, την Ευλογία, ότι το Βυζάντιο είχε πραγματικά κατακτηθεί. Εκείνη, μόλις έλαβε την είδηση, πήγε ξημερώματα στο παλάτι ενάντια στη συνήθειά της και έπεσε πάνω στον αυτοκράτορα που κοιμόταν. Δεν θεώρησε λοιπόν σκόπιμο να τον ξυπνήσει και να τού πει αμέσως τέτοια νέα, από φόβο μήπως τού συμβεί κάποιο κακό, όταν τα μάθαινε ξαφνικά και ενάντια σε κάθε προσδοκία, τη στιγμή που ξεγλιστρούσε από τον ύπνο. Έκανε κάτι σοφό, που δεν συνηθίζουν οι γυναίκες. Γιατί καθώς μετά το γεύμα ο φυσικός νους είναι απασχολημένος με την πέψη και αποσύρεται προς τα μέσα, οι αισθήσεις είναι αναγκαστικά ανενεργές κατά τη διάρκεια τού ύπνου και εξασθενημένες κατά το ξύπνημα, χωρίς να κυριαρχεί ο νους πάνω τους. Τότε, αν προκύψουν κάτι αισθητό, όταν ο νους δεν βρίσκεται στη θέση του κατά τη διάρκεια τού ύπνου, και τα αισθητά επιβάλλονται ως αντικείμενα αντίληψης, αν το αντικείμενο τής αντίληψης είναι φυσιολογικό και συνηθισμένο, προσκολλάται χωρίς δυσκολία σε εκείνον που το ακούει ξαφνικά. Αν, από την άλλη πλευρά, το αντικείμενο τής αντίληψης τύχει να είναι επιβλαβές ή, αντίθετα, ευχάριστο, αλλά σε ασυνήθιστο βαθμό, τότε οι αισθήσεις, που ακόμη δεν μπορούν να αντιληφθούν, αναγκαστικά διαταράσσονται και, μόλις διαταραχθούν, συγκρούονται αμέσως με την ψυχή και προκαλούν έκπληξη.

«…Τότε πολλοὶ καὶ πρὸς βασιλέα ἠπείγοντο, κατὰ τὸ Νύμφαιον διατρίβοντα, καὶ ἀντεφιλονείκουν ἀλλήλοις, ὅστις ἂν προφθάσας κηρύξοι τὰ εὐαγγέλια. Προφθάνει δέ τις κατὰ σπουδήν, μηδὲ παρὰ τοῦ καίσαρος γράμματα κομιζόμενος. Καὶ ἐπεὶ μηδένα ἔδει ἀκούειν τῆς ἀγγελίας πρό γε βασιλέως αὐτοῦ, ἐκεῖνος, μὴ οἷός τε ὢν τῆς πρὸς τὸν βασιλέα προσόδου τυγχάνειν, ἀπελθὼν ἀπαγγέλλει τῇ ἀδελφῇ τοῦ βασιλέως Εὐλογίᾳ ὡς ἁλῴη καθαρῶς τὸ Βυζάντιον. Ἐκείνη δ´ εὐθὺς τὸν λόγον δεξαμένη, ἕωθεν καὶ παρὰ τὸ σύνηθες ἐλθοῦσα πρὸς τὰ ἀνάκτορα, ἐφίσταται ὑπνοῦντι τῷ βασιλεῖ. Τὸ γοῦν διυπνίζειν ἅμα καὶ λέγειν τοιαύτην ἀγγελίαν οὐκ ἐδοκίμαζε, μήπως καὶ πάθοι τι, ἐξαίφνης καὶ παρὰ προσδοκίαν ἀκούσας ἅμα τῷ τὸν ὕπνον διολισθεῖν, σοφόν τι καὶ οὐ κατὰ γυναῖκας ποιοῦσα. Τοῦ γὰρ ἐμφύτου πνεύματος μετὰ τὴν τροφὴν περὶ τὴν πέψιν ἀσχολουμένου καὶ ἐντὸς εἰσδύνοντος, ἀνάγκη τὰς αἰσθήσεις ἢ ἀργεῖν ὑπνούντων ἢ ἀτονεῖν γρηγορούντων, μὴ σφίσιν ἐπιπολάζοντος, εἶτα κἄν τι περὶ τὰ αἰσθητὰ συμβαίη, μὴ καταστάντος κατὰ χώραν ὑπνούντων, καί τι καὶ πρὸς ἀντίληψιν προσβιάζωνται, εἰ μὲν ὁμαλὸν καὶ τῶν συνήθων ἐστὶ τὸ ἀντιλαμβανόμενον, αἴφνης ἀκούσαντας, κατερρᾳθυμημένως προσέσθαι, εἰ δ´ ἀτηρὸν ἄλλως ἢ τοὔμπαλιν χάριεν καί τι τῶν ἀσυνήθων, μὴ ἱκανῶς ἔτι πρὸς ἀντίληψιν ἐχούσας, θορυβεῖσθαι καί, τῇ ψυχῇ εὐθέως τεθορυβημένας προσπαιούσας, ἔκπληξιν ἀπεργάζεσθαι.

Τότε λοιπόν, ενδιαφερόμενη πιο πολύ για την ασφάλεια τού αυτοκράτορα και όχι για την ανακοίνωση σε αυτόν των ευχάριστων νέων, εκείνη ανέλαβε να τον ξυπνήσει σιγά-σιγά. Γιατί πιάνοντας το μεγάλο δάχτυλο τού ποδιού του, το πίεσε απαλά ανάμεσα στα δάχτυλά της, έτσι ώστε να τον ξυπνήσει χωρίς τράνταγμα και τον ξύπνησε αμέσως. Κι εκείνος, βλέποντάς την μοναχή όρθια, τη ρώτησε τι έπαθε και κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ξεκάθαρο από το γέλιο της και από το χαρωπό της ύφος ότι είχε κάτι ευχάριστο να πει. Όμως δεν τού είπε αμέσως εκείνο που είχε στο μυαλό της, αλλά περίμενε μέχρι να ανακτήσει η λογική τον φυσικό της ρυθμό. Όταν συνήλθε ο αυτοκράτορας, την ξαναρώτησε με έντονη επιθυμία να μάθει τι την είχε ευχαριστήσει. Τότε εκείνη είπε τα καλά νέα: η Πόλη καταλήφθηκε και ο καίσαρας, με το σώμα των Σκυθών, διέμενε ελεύθερα στο εσωτερικό. Είχε λάβει τα καλά νέα από εκεί από το στόμα ενός άνδρα που είχε έρθει από εκεί και ο οποίος, επιπλέον, ισχυριζόταν με όλη του τη δύναμη ότι ήταν παρών όταν έγιναν αυτά. Όταν ο αυτοκράτορας ρώτησε αν ο πληροφοριοδότης είχε σταλεί από τον καίσαρα, εκείνη δήλωσε ότι δεν ήξερε, αλλά αρκούσε να εμφανιστεί ο άνδρας για να απαντήσει. Όμως ο αυτοκράτορας σκέφτηκε ότι από τη μια πλευρά η υπόθεση ήταν περίεργη, αφού ο καίσαρας δεν είχε στείλει απεσταλμένο για το θέμα. Από την άλλη πλευρά, η δύναμη που είχε υπό τις διαταγές του ήταν πολύ μικρή για μια τέτοια επιχείρηση και αν είχε θελήσει να το πραγματοποιήσει, δεν θα το είχε καταφέρει. Έτσι δεν πίστευε καθόλου αυτά τα λόγια. Αν όμως ήταν αστείο, πρέπει να ήταν ηλίθιος εκείνος που το είχε επινοήσει.

Τότε τοίνυν ἐκείνη τῆς τοῦ βασιλέως ἀσφαλείας οὐχ ἧττον τοῦ τὰ ἡδέα λέγειν προὐνόει καὶ κατ´ ὀλίγον πρὸς γρήγορσιν ἀνελάμβανε· τῶν γὰρ τοῦ ποδὸς δακτύλων τὸν μέγιστον κατασχοῦσα, μετρίως ἐπίεζε τοῖς δακτύλοις, ὡς ὁμαλῶς διυπνίσουσα, καὶ διύπνιζε παραυτίκα· καὶ ὅς, τῇ μοναχῇ ἐνιδὼν ἱσταμένῃ, ὅ τι παθοῦσα πράττοι τοιαῦτα διεπυνθάνετο. Ἡ δὲ γέλωτι μὲν καὶ χαροπῷ τῷ ἤθει ἐμφανὴς ἦν τὰ καθ´ ἡδονὴν ἐροῦσα, οὐ μὴν δ´ ἐκ τοῦ παραυτίκα τὰ κατὰ νοῦν ἐξήγγελλε, μέχρις ἂν κατασταίη κατὰ τὸ εἰκὸς τὸ φρονοῦν. Ἐπεὶ δὲ καθίστατο καὶ αὖθις ἠρώτα, μαθεῖν γλιχόμενος τὸ ἡδυνοῦν, ὡς ὑπενόει, τότε προσετίθει τὰ εὐαγγέλια, ὡς ἥ τε πόλις ἁλῴη, ὅ τε καῖσαρ μετὰ τοῦ Σκυθικοῦ ἐντὸς ἀνέδην διάγοι, καὶ ὡς εὐαγγέλια ἐκεῖθεν κομίσαιτο παρ´ ἀνδρὸς ἐκεῖθεν ἥκοντος, ἐπὶ τούτοις ἰσχυριζομένου τὰ μάλιστα ὡς ἐκεῖ πραττομένων παρόντος. Ἐπεὶ δὲ καὶ εἰ ἀποσταλείη παρὰ τοῦ καίσαρος οὗτος ἀνεπυνθάνετο, ἡ δὲ οὐκ εἰδέναι μὲν ἔφασκεν, ὅμως αὐτὸν παρόντα αὐτάρκη εἶναι ἀποκρινεῖσθαι. Ὁ μέντοι γε βασιλεύς, ἐννοῶν μὲν καὶ τὸ τοῦ πράγματος ξένον καὶ δὴ καὶ ὡς οὐκ ἀποστέλλοι ὁ καῖσαρ ἐπὶ τούτοις, ἐννοῶν δὲ καὶ τὸ τῶν ἐφεπομένων πλῆθος ὡς ἔλαττον ὂν ἢ ταῦτα πράττειν καὶ ὡς, εἰ βουληθείη, οὐκ ἂν ἠδυνήθη, οὐδ´ ὅλως τοῖς λεγομένοις ἑαυτὸν ἐδίδου· τὸ δὲ χλεύην καὶ πάλιν εἶναι, μὴ καὶ ἀβέλτερος εἴη ὁ ταῦτα συσκευαζόμενος.

Αποφάσισε λοιπόν να ανακρίνει ο ίδιος τον νεοφερμένο, καθισμένος στον θρόνο του. Έλπιζε να μάθει την αλήθεια, όχι γιατί θα πίστευε αμέσως αυτό που θα λεγόταν, αλλά επειδή νόμιζε ότι αυτός ο άνθρωπος θα έλεγε την αλήθεια από φόβο για τον αυτοκράτορα. Ο άνδρας λοιπόν εισήχθη με εντολή τού αυτοκράτορα. Όταν ρωτήθηκε, μίλησε και υποστήριξε ότι είχε δει την Πόλη εξ ολοκλήρου κατακτημένη. Δίνοντας έτσι όλες τις λεπτομέρειες, έκανε πολλούς να τον πιστέψουν και όλους να εκπλαγούν. Αλλά ο αυτοκράτορας ήθελε να φανεί ότι ήξερε περισσότερα από το πλήθος, ιδιαίτερα όσον αφορά τις στρατιωτικές αποστολές, και ταυτόχρονα να αποφύγει, αν αυτές οι δηλώσεις ήσαν ψευδείς, να κατηγορηθεί ότι επέτρεψε στον εαυτό του να εκπλαγεί, καθώς επίσης να εκμεταλλευτεί, αν αντίθετα ήσαν αλήθεια ότι είχε δεχτεί με την κατάλληλη προφύλαξη εκείνα που τού ανέφεραν. Διέταξε λοιπόν να τον κρατήσουν αλυσοδεμένο. Παρ’ όλα αυτά όλοι ήσαν χαρούμενοι, που μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την πόλη με αυτόν τον τρόπο. Την ίδια μέρα έφτασε πολυάριθμη αντιπροσωπεία που έστειλε ο καίσαρας και, εκτός από αυτούς, εκείνος που έφερνε ως βέβαιη απόδειξη το κάλυμμα κεφαλής και το σπαθί τού Βαλδουίνου, ενώ οι επιστολές ενημέρωναν τον αυτοκράτορα ότι είχε καταληφθεί η Πόλη. Τότε δεν αμφέβαλλε πια, αλλά πίστεψε. Σε αντάλλαγμα για αυτά τα νέα, έδωσε τις μεγαλύτερες ανταμοιβές. Όσο για τον αρχηγό που ήταν ο αυτουργός αυτής τής επιτυχίας, τον εξύψωσε στο υψηλότερο επίπεδο, γιατί, σκέφτηκε, δεν ήταν μικρό πράγμα να είχε προσθέσει έτσι μια τέτοια κατάκτηση στην αυτοκρατορία του. Κάνοντας τη μέρα εκείνη ημέρα μεγάλης γιορτής, φόρεσε τα πιο πολυτελή του ενδύματα, κάλεσε όσους θα μοιράζονταν τη χαρά του να ντυθούν επίσης φυσικά με ρούχα διαφόρων χρωμάτων, και χαιρόταν μαζί τους αγορεύοντας. Καθώς δεν ήθελε να στερηθούν την ευχαρίστηση όσοι βρίσκονταν μακριά, τούς έστειλε επιστολές, καλώντας όλους να ευχαριστήσουν τον Παντοδύναμο.

Αὐτὸς οὖν ἔγνω καθίσας διερωτᾶν τὸν ἥκοντα, οὐ τῷ τοῖς ῥηθησομένοις ἐξ ἑτοίμου θήσεσθαι, τῷ δὲ νομίζειν ἐκεῖνον, εἰς φόβον καταστάντα βασιλικόν, τἀληθῆ λέξειν, τἀληθὲς ἐλπίζων πυθέσθαι. Εἰσήγετο τοίνυν, τοῦ βασιλέως προστάξαντος, καὶ ἐρωτώμενος ἔλεγε καὶ ὡς ἴδοι ἐπιτελεσθεῖσαν τὴν ἅλωσιν ἐβεβαίου· λέγων οὖν καθ´ ἕκαστον, πολλοῖς μὲν ἐνειργάζετο πίστιν, πᾶσι δὲ κατάπληξιν. Ὁ μέντοι γε βασιλεύς, παρὰ τοὺς πολλοὺς δοκεῖν θέλων εἰδέναι, καὶ μᾶλλον ἐπὶ στρατείαις, καὶ ἅμα, ψευδῶν μὲν ὄντων τῶν λεγομένων, μὴ ξυναρπαγῆς ἔγκλημα φέρειν, ἀληθινῶν δέ, τὸ μετὰ δοκούσης ἀσφαλείας τῶν ὡς αὐτὸν ἀναφερομένων ἐπιλαμβάνεσθαι κερδαίνειν, προσέταττε φυλάττεσθαι δεδεμένον· πλὴν ἄσμενοι ἦσαν ἅπαντες, εἰ πιστεύοιντο Ἰταλοὶ οὕτω τῆς πόλεως ἐξωθούμενοι. Ὡς δὲ τῆς αὐτῆς ἡμέρας πλείους οἱ πεμπόμενοι πρὸς καίσαρος ἦσαν καὶ ἐπὶ τούτοις ὁ τὴν καλύπτραν καὶ τὴν σπάθην τοῦ Βαλδουίνου ὡς βέβαιον κομίζων τεκμήριον, βασιλεῖ δὲ καὶ τὰ γράμματα ὅπως εἴη ἡ πόλις συνειλημμένη ἐδήλουν, οὐκέτι ἀμφίβολος ἦν, ἀλλ´ ἐπίστευε. Καὶ ἀντεδίδου μὲν τῶν λόγων τὰ μείζω· τὸν μέντοι γε πρύτανιν τούτων καὶ παροχέα ὡς δυνατὸν ἐμεγάλυνεν· οὐδὲ γὰρ μικρὸν οὕτως ᾤετο τῇ ἐκείνου βασιλείᾳ προστεθῆναι τοιοῦτον κατόρθωμα. Καὶ δὴ μεγίστης ἑορτῆς ἄγων ἡμέραν ἐκείνην, μετημφιάζετο μὲν πρὸς τὸ μεγαλειότερον, συνεκάλει δὲ τοὺς συνησομένους, καὶ αὐτοὺς ὡς εἰκὸς ἐστολισμένους ποικίλοις, καὶ σφίσι δημηγορῶν συνήδετο, μηδὲ τοὺς πόρρω κενοὺς ἀφιεὶς ἡδονῆς, ἀλλά γε καὶ πρὸς ἐκείνους γράμματα πέμπων, συνεκάλει πάντας πρὸς εὐχαριστίαν τοῦ Κρείττονος.»

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 2, 3-7 (CSHB, Βόννη, I, 85-89):

Αυτά είπαν οι άνδρες. Και φεύγοντας στα σπίτια τους, σε όχι πολλές ημέρες έφεραν σε πέρας εκείνα που είχαν υποσχεθεί. Και ο καίσαρας μπήκε στην Κωνσταντινούπολη νύχτα προς το ξημέρωμα, και αφού πέρασε τη μέρα κάπου εκεί συντεταγμένος για μάχη, την επομένη διέταξε να πυρποληθούν τα σπίτια και να ανάψουν φωτιές σε τέσσερα σημεία τής πόλης, για να προέρχεται η καταστροφή των Λατίνων από δύο εχθρούς. Ανάκτορα των Λατίνων ήταν η Μονή Παντοκράτορος. Ο τότε [Λατίνος] αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης ήταν ο Βαλδουίνος, ο αδελφός τού πρώτου Βαλδουίνου. Γιατί εκείνον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ερρίκος και τον Ερρίκο ο Ροβέρτος, πρώτος γιος τής αδελφής του Γιολάντας, και αυτόν πάλι ο δεύτερος αδελφός τού Ροβέρτου, ο Βαλδουίνος, που ήταν ο τέταρτος και τελευταίος [Λατίνος] αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης από τον πρώτο Βαλδουίνο. Αυτός, έχοντας σηκωθεί νωρίς και έχοντας ακούσει ότι οι εχθροί ήσαν μέσα και βλέποντας κιόλας ότι η φωτιά είχε ζώσει όλη την πόλη και ότι σε λίγο θα έφτανε και στα ίδια τα ανάκτορα ωθούμενη από τον άνεμο, πρώτα απέβλεψε σε όπλα και μάχη, συναθροίζοντας όσους οπλίτες υπήρχαν εκεί από τη δύναμη των Λατίνων. Γρήγορα όμως, καταλαβαίνοντας πάλι ότι επιχειρούσε άσκοπα πράγματα, αποχαιρέτησε και τα σύμβολα τής αυτοκρατορίας και την ίδια την αυτοκρατορία. Μπαίνοντας γυμνός σε μια βάρκα, αναζήτησε τη σωτηρία τρεπόμενος σε φυγή.

Ταῦτ' ἔφασαν οἱ ἄνδρες· καὶ οἴκαδε ἀπιόντες οὐ μάλα συχνῶν ἡμερῶν εἰς πέρας ἦγον τὰ ὑπεσχημένα. καὶ ὁ Καῖσαρ εἴσεισι τὴν Κωνσταντινούπολιν νύκτωρ πρὸς ὄρθρον, καὶ αὐτοῦ που διημερεύσας συντεταγμένος πρὸς πόλεμον τῇ ὑστεραίᾳ πῦρ τε ὑφεῖναι κατὰ τῶν οἰκιῶν κελεύει καὶ τετραχῇ τὴν πόλιν ὑφάψαι, ἵνα διπλοῖς πολεμίοις ὁ τῶν Λατίνων ὄλεθρος εἴη μεμηχανημένος. τὰ μὲν οὖν τῶν Λατίνων βασίλεια ἡ τοῦ παντοκράτορος ὑπῆρχε μονή. ὁ δὲ τηνικαῦτα Κωνσταντινουπόλεως βασιλεύων Βαλδουῖνος, ὁ τοῦ πρώτου Βαλδουίνου ἀδελφιδοῦς· Ἑῤῥῆς μὲν γὰρ ἐκεῖνον ὁ ἀδελφὸς διαδέχεται, τὸν δὲ ὁ τῆς ἀδελφῆς Ἰολέντης πρῶτος υἱὸς ὁ Ῥομπέρτος· καὶ τοῦτον αὖ ὁ Ῥομπέρτου δεύτερος ἀδελφὸς Βαλδουῖνος, τέταρτος καὶ τελευταῖος ὢν ἀπὸ τοῦ πρώτου Βαλδουίνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως βασιλεύς. οὗτος ἕωθεν ἀναστὰς καὶ ἀκηκοὼς ἔνδον ὄντας τοὺς πολεμίους καὶ ἅμα ἰδὼν ὡς τὸ πῦρ τήν τε πόλιν διέζωσεν ἅπασαν καὶ ὅσον οὐδέπω καὶ αὐτοῦ τῶν βασιλείων γένεσθαι ἔμελλεν ὑπὸ τοῦ πνεύματος ἐλαυνόμενον, πρῶτα μὲν εἰς ὅπλα καὶ πόλεμον ἔβλεψε, συνηθροικὼς εἴ τί που τῶν Λατίνων ὑπῆρχεν ὁπλιτικόν. τάχιστα δ' αὖθις ἐγνωκὼς ἀνηνύτοις ἐπιχειρῶν χαίρειν ἀπεῖπε καὶ σύμβολα βασιλείας καὶ βασιλείαν αὐτήν. ὁ δ' ἁλιάδι τινὶ γυμνὸν ἑαυτὸν ἐμβαλὼν φυγῇ τὴν σωτηρίαν πορίζεται.

Η είδηση κυκλοφορώντας έφτασε την ίδια μέρα σε εκείνους που πολιορκούσαν τη Δαφνουσία. Εκείνοι αναχώρησαν από εκεί, ταξίδεψαν στη θάλασσα πιο γρήγορα από ποτέ, και είδαν την επομένη τα τείχη τής πόλης πλέοντας κοντά και γύρω από αυτά και περισυλλέγοντας, κατά το δυνατό, τούς Λατίνους που έπεφταν στη θάλασσα. Και κάνοντας αυτό από το βράδυ μέχρι το χάραμα, το ολοκλήρωσαν σχεδόν, κι όταν ξημέρωσε άνοιξαν πανιά και αναχώρησαν αμέσως για την Ιταλία, αποχαιρετώντας την ψεύτικη πατρίδα τους. Πολύ σύντομα έφτασαν και στον αυτοκράτορα στη Νίκαια τα ευχάριστα νέα εκείνων που είχαν συμβεί. Εκείνος αρχικά δυσκολευόταν να τα πιστέψει, γνωρίζοντας ότι πριν από λίγο καιρό είχε πάει εκεί ο ίδιος, φέρνοντας πολύ μεγαλύτερο στρατό και παρουσιάζοντας πολύ μεγαλύτερο πολιορκητικό εξοπλισμό, και δεν είχε μπορέσει να κατακτήσει ούτε το πολύ μικρό φρούριο τού Γαλατά. Επίσης τού ακουγόταν παράξενο ότι η Κωνσταντινούπολη, το μεγάλο θαύμα τής οικουμένης, είχε κατακτηθεί εύκολα από οκτακόσιους άνδρες. Όταν αργότερα βρέθηκε μόνος του και αντιλήφθηκε ότι η θεία πρόνοια μπορεί να δώσει βλάστηση και στα ξερά και πλούτο στους φτωχούς και δύναμη στους ασθενείς και μέγεθος στους μικρούς, όπως και αντιθέτως, όταν ο πλούσιος καυχιόταν μέσα στον πλούτο του και ο δυνατός μέσα στη δύναμή του, ύψωσε τα χέρια σε ευχαριστίες προς τον Κύριο και ύμνοι πολλοί πέρασαν από τη γλώσσα του, πολύ κατάλληλοι για την περίπτωση. Έτσι λοιπόν φέρθηκε ο αυτοκράτορας ακούγοντας την είδηση. Αυτό που έπρεπε τώρα να φροντίσει, αφήνοντας όλες τις άλλες υποθέσεις, ήταν να σπεύσει στη βασίλισσα των πόλεων, μαζί με τη σύζυγο δέσποινα και τον γυιό του Ανδρόνικο, τον νεαρό αυτοκράτορα, που βρισκόταν στο δεύτερο έτος τής ηλικίας του.

Ῥέουσα δ' ἡ φήμη φθάνει αὐθήμερον καὶ ἐς τοὺς τὴν Δαφνουσίαν πολιορκοῦντας. οἳ δὴ καὶ ἄραντες ἐκεῖθεν ταχυναυτοῦσιν εἴπερ ποτὲ, καὶ ὁρῶνται τῇ ὑστεραίᾳ τὰ τείχη τῆς πόλεως παραπλέοντές τε καὶ περιπλέοντες καὶ τοὺς ἐκπίπτοντας τῶν Λατίνων σωρεύοντες ὅσον ἐφικτόν. καὶ τοῦτ' ἐξ ἑσπέρας εἰς ὄρθρον ποιοῦντες διετετελέκεισαν, ἅμα δ' ἕω τὰ ἱστία διαπετάσαντες εὐθὺ τῆς Ἰταλίας τὸν ἀπόπλουν ἐποίουν, μακρὰ καὶ αὐτοὶ χαίρειν εἰπόντες τὴν νόθον πατρίδα. τὴν δὴ ταχίστην φθάνει τῶν πεπραγμένων τὰ εὐαγγέλια καὶ ἐς βασιλέα περὶ τὴν Νίκαιαν. ὁ δὲ πιστεύειν οὐκ εἶχε τὰ πρῶτα ῥᾳδίως, ἐννοῶν ὡς πρὸ βραχέος αὐτὸς μὲν ἧκε μυρίαν ἐπαγόμενος αἰχμὴν καὶ μυρίαν ἐπιδειξάμενος μηχανὴν ἑλεῖν οὐδὲ τὸ σμικρότατον ἠδυνήθη τοῦ Γαλάτου πολίχνιον· κἄπειτα παραδόξως ἀκούοι τὴν Κωνσταντίνου, τὸ μέγα θαῦμα τῆς οἰκουμένης, ἁλοῦσαν ῥᾳδίως ὑπ' ὀκτακοσίων ἀνδρῶν. εἶτα καθ' ἑαυτὸν γενόμενος καὶ συνιεὶς ὡς τοῦ θείου ἡ πρόνοια δύναται καὶ τοῖς ξηροῖς διδόναι βλάστην καὶ τοῖς πένησι πλοῦτον καὶ ῥώμην τοῖς ἀσθενέσι καὶ μέγεθος τοῖς μικροῖς, ὥσπερ καὶ τοὐναντίον, ὁπότε ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ καυχῷτο τῷ ἑαυτοῦ καὶ ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, εὐχαριστηρίους ἀνεπέτασε χεῖρας πρὸς κύριον καὶ ὕμνους πολλοὺς διεξεληλύθει τῇ γλώττῃ, μάλα τῇ ὑποθέσει προσήκοντας. ὁ μὲν δὴ βασιλεὺς οὕτω περὶ τὴν ἀκοὴν διέθηκεν ἑαυτόν. τῷ δὲ ἦν ἔργον ἐπιμελὲς λοιπὸν, πάντων ἀφεμένῳ τῶν ἄλλων πραγμάτων ἰέναι πρὸς τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων ἅμα τῇ συζύγῳ δεσποίνῃ καὶ τῷ υἱῷ Ἀνδρονίκῳ τῷ νέῳ βασιλεῖ, δεύτερον ἔτος ἄγοντι τῆς ἡλικίας.

Πέρασαν αρκετές ημέρες και βρισκόταν ο αυτοκράτορας στη βασιλεύουσα των πόλεων. Δεν εισερχόταν όμως σε αυτήν, πριν εισέλθει από την ονομαζόμενη Χρυσή Πύλη η άγια εικόνα τής αξεπέραστης σε αγνότητα Θεομήτορος, τής Παναγίας Οδηγήτριας. Αφού απέδιδαν εκεί σε αυτήν τούς ευχαριστήριους ύμνους, έτσι θα εισέρχονταν έπειτα, αφιππεύοντας και βαδίζοντας, με προπορευόμενη την άγια εικόνα τής Θεομήτορος. Ερχόμενος κατοίκησε πρώτα στο παλάτι που βρισκόταν κοντά στον Ιππόδρομο, γιατί εκείνο στις Βλαχέρνες είχε παραμεληθεί από καιρό και ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του γεμάτο καπνό και σκόνη. Έβλεπε λοιπόν κανείς τη βασιλεύουσα των πόλεων να είναι πεδίο αφανισμού, γεμάτη ερείπια και κολώνες, με τα σπίτια άλλα γκρεμισμένα και άλλα μικρά λείψανα μεγάλης πυρκαγιάς. Γιατί είχε αμαυρώσει πριν από πολύ καιρό την ομορφιά της και τα στολίδια της η οργή μιας πυρκαγιάς, όταν επρόκειτο αρχικά να υποδουλωθεί στους Λατίνους. Ύστερα πάλι, όταν υποδουλώθηκε, καμιά φροντίδα δε δέχθηκε ποτέ από εκείνους, καμία φροντίδα, ημέρα και νύχτα, σαν να μην πίστευαν οι Λατίνοι ότι θα κατοικούσαν σε αυτήν μέχρι το τέλος, επειδή, όπως υποψιάζομαι, τούς δήλωνε έμμεσα ο Θεός με ανείπωτα λόγια. Μάλιστα την αμαύρωσε όχι λίγο και η τελευταία αυτή φωτιά, που έβαλαν πρόσφατα οι Ρωμαίοι στα σπίτια των Λατίνων για να τούς τρομάξουν.

Συχναὶ παρῆλθον ἡμέραι καὶ εἶχε τὸν βασιλέα ἡ τῶν πόλεων βασιλεύουσα· πλὴν οὐ πρότερον εἰσελθόντα αὐτὴν, πρὶν ἢ τὴν θείαν εἰκόνα τῆς ὑπεράγνου θεομήτορος τῆς Ὁδηγητρίας ἐς τὴν οὕτω πως ὀνομαζομένην χρυσῆν πύλην εἰσεληλυθέναι· ἔνθα αὐτῇ τοὺς εὐχαριστηρίους ἀποδόντας ὕμνους οὕτως ἔπειτα εἰσιέναι πεζῇ καὶ βάδην, προηγουμένης τῆς θείας εἰκόνος τῆς θεομήτορος. ἐλθόντα δὲ τὸ πρῶτον οἰκῆσαι παρὰ τὸ ἔγγιστα τοῦ Ἱπποδρόμου παλατίον. τὸ γὰρ ἐν Βλαχέρναις ἠμέλητο ἐκ πολλοῦ, καὶ ἦν τὸ πλεῖστόν γε καπνοῦ καὶ κόνεως ἐμπεπλησμένον. ἦν μὲν οὖν ἰδεῖν τὴν βασιλεύουσαν τῶν πόλεων πεδίον ἀφανισμοῦ, μεστὴν ἐρειπίων καὶ κολωνῶν, οἰκίας τὰς μὲν κατεσκαμμένας, τὰς δὲ πυρκαϊᾶς μεγάλης μικρὰ λείψανα. ἀπημαύρωσε μὲν γὰρ καὶ πολλάκις πρότερον τὸ κάλλος αὐτῆς καὶ τὸν κράτιστον κόσμον θυμὸς πυρὸς, ὁπότε Λατίνοις τὸ πρῶτον δουλεύσειν ἔμελλεν. ἔπειτα δ' αὖ δουλωθεῖσα οὐδεμίαν ἐδέξατο παρ' ἐκείνων ἐπιμέλειαν πώποτε, ὅτι μὴ κατάλυσιν παντοίαν ἐφ' ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ, ὥσπερ ἀπιστούντων τῶν Λατίνων τῇ ταύτης ἐς τέλος οἰκήσει, οἶμαι τοῦ θείου τὸ μέλλον φωναῖς ἀλαλήτοις σφίσιν ὑποσημαίνοντος. ἀπημαύρωσε δ' αὐτὴν οὐ μετρίως καὶ τὸ τελευταῖον τοῦτο τὸ πῦρ, ὃ Ῥωμαῖοι δι' ἔκπληξιν τῶν Λατίνων ταῖς οἰκίαις ἐνέβαλον πρότριτα.

Το πρώτο λοιπόν και σπουδαιότατο έργο τού αυτοκράτορα ήταν να την ξανακαθαρίσει αμέσως και εκείνη την πολλή ακαταστασία να τη μετατρέψει σε τάξη, κατά το δυνατόν, υποστυλώνοντας τις εκκλησίες, για να μην καταρρεύσουν εντελώς, και γεμίζοντας με ανθρώπους τα άδεια σπίτια. Δεύτερον, να καλέσει τον πατριάρχη Αρσένιο, επειδή και ο πατριαρχικός θρόνος δεν είχε τότε προκαθήμενο. Είχε λοιπόν και ο πατριαρχικός θρόνος τής Κωνσταντινούπολης τον Αρσένιο πατριάρχη, κατά ένα μέρος χωρίς τη θέλησή του και κατά ένα άλλο με τη θέλησή του. Χωρίς τη θέλησή του, εξαιτίας των σκανδάλων που είχαν ήδη διαπραχθεί και με τη θέλησή του, επειδή ήθελε κι αυτός να δει τη βασιλεύουσα των πόλεων και επειδή ούτε ο ίδιος ήταν εντελώς ανεπηρέαστος από την αγάπη για δόξα. Γιατί άνθρωπος ήταν και ο ίδιος. Και δεν είναι παράξενο, γιατί ενώ άλλοι υπέκυπταν περισσότερο και πολύ περισσότερο στη δόξα τής εξουσίας, ο ίδιος υπέκυπτε λιγότερο. Ή μάλλον δεν αγαπούσε τόσο τούς θρόνους, όσο θεωρούσε άδικο να περιφρονείται εκείνος που τού τύχαινε δίκαιο μερίδιο. Τρίτον, να δώσει στον καίσαρα Αλέξιο το βραβείο που τού άξιζε, επειδή μέσω εκείνου ο Θεός είχε χαρίσει στους Ρωμαίους την βασιλεύουσα των πόλεων. Αυτό το βραβείο ήταν η συγκρότηση, με εντολή τού αυτοκράτορα, πολυπληθούς και ένδοξου θριάμβου, επικεφαλής τού οποίου να παρελάσει ο καίσαρας από όλη την πόλη, στολισμένος όχι μόνο με τα διακριτικά τού καίσαρα, αλλά επιπλεόν και με πολύ ακριβό στεφάνι, αυτοκρατορικό θα έλεγα. Πράγμα που έγινε. Πρόσταξε επίσης ο αυτοκράτορας να μνημονεύεται και το όνομα τού καίσαρα, παντού στην επικράτεια των Ρωμαίων, για ένα έτος, μαζί με εκείνα των αυτοκρατόρων, στους ύμνους και στις επευφημίες που ψάλλονταν.

Ἔργον μὲν οὖν αὐτίκα τὸ πρῶτον καὶ σπουδαιότατον ἦν βασιλεῖ ταύτην ἀνακαθαίρειν καὶ τὴν πολλὴν ἀκοσμίαν ἐκείνην εἰς εὐκοσμίαν μετάγειν, ὡς ἐφικτὸν ἦν, νεώς τε περιφράττειν, οἳ μήπω τελέως καταπεπτώκεσαν, καὶ τὰς κεκενωμένας οἰκίας ἀνθρώπων πληροῦν. δεύτερον, ἀνακαλεῖσθαι τὸν πατριάρχην Ἀρσένιον, ἐπεὶ καὶ ὁ πατριαρχικὸς τηνικαῦτα θρόνος οὐκ εἶχε τὸν διέποντα. εἶχεν οὖν καὶ ὁ πατριαρχικὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνος Ἀρσένιον πατριάρχην πῶς μὲν ἄκοντα, πῶς δ' αὖ ἑκόντα· ἄκοντα μὲν διὰ τὰ φθάσαντα σκάνδαλα, ἑκόντα δ' αὖ, ὅτι τε τὴν βασιλεύουσαν ἐπεθύμει καὶ αὐτὸς θεάσασθαι τῶν πόλεων καὶ ὅτι οὐδ' αὐτὸς δόξης ἐρώτων ἀήττητος ὑπῆρχε τελέως. ἄνθρωπος γὰρ ἦν καὶ αὐτός· καὶ καινὸν οὐδὲν, εἰ τῶν μὲν μᾶλλον καὶ μάλα μᾶλλον ἡττωμένων εἰς ἀρχικὴν δόξαν, αὐτὸς ἧττον ἡττᾶτο· ἢ μᾶλλον οὐ τοσοῦτον ἤρα τῶν θρόνων, ὅσον ἄδικον ἡγεῖτο περιφρονεῖν τὸν λαχόντα δίκαιον κλῆρον. τρίτον, ἀντάξιον ἀποδοῦναι γέρας Ἀλεξίῳ τῷ Καίσαρι, ὅτι δι' αὐτοῦ Ῥωμαίοις τὴν τῶν πόλεων βασιλεύουσαν ὁ θεὸς ἐχαρίσατο. τὸ δὲ ἦν θρίαμβον συγκροτηθῆναι πολυανθρωπότατον καὶ περιφανέστατον κελεύσει τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἐπὶ τούτῳ τὸν Καίσαρα πομπεῦσαι διὰ πάσης τῆς πόλεως, οὐ μόνον τοῖς τοῦ Καίσαρος παρασήμοις κοσμούμενον, ἀλλὰ πρὸς τούτοις καὶ στεφάνῳ πολυτελεῖ καὶ μικροῦ δέω λέγειν βασιλικῷ· ὃ δὴ καὶ γέγονε. προσετετάχει δ' ἐπὶ τούτοις ὁ βασιλεὺς διὰ μνήμης καὶ τὸ τοῦ Καίσαρος ὄνομα ἄγεσθαι ὁμοῦ τοῖς τῶν βασιλέων ἐν τοῖς ὑμνητηρίοις καὶ εὐφήμοις ᾄσμασι πανταχῇ τῆς τῶν Ῥωμαίων ἐπικρατείας ἄχρις ἐνιαυτοῦ.»

O Γρηγοράς (βλέπε πιο πάνω) λέει ότι μπαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη οι τής Νικαίας άναψαν φωτιές σε τέσσερα σημεία [IV, 2, 4 (CSHB, Βόννη, I, σελ. 85)]: «πῦρ τε ὑφεῖναι κατὰ τῶν οἰκιῶν κελεύει καὶ τετραχῇ τὴν πόλιν ὑφάψαι».

Στον Στρατηγόπουλο χορηγήθηκε θρίαμβος για την κατάληψη τής πόλης. Η περίφημη εικόνα τής Οδηγήτριας, που πίστευαν ότι την είχε ζωγραφίσει ο Άγιος Λουκάς, προφανώς διατηρούνταν από το 1206 μέχρι το 1261 στην ενετική εκκλησία τού Παντοκράτορα, απ’ όπου ανακτήθηκε με εντολή τού Μιχαήλ Παλαιολόγου, για να τεθεί επικεφαλής τής θριαμβευτικής πομπής του, ενώ στη συνέχεια επιστράφηκε στη μονή Οδηγήτριας. Βλέπε R. L. Wolff, «The Church και the Icon of the Hodegetria», Traditio, VI (1948), 320-21, 325-27.

[←42]

Βλέπε Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 115 και το ονομαζόμενο Fragmentum τού Sanudo, στο ίδιο, σελ. 172, Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 311, Martino da Canale, Cronique des Veniciens, κεφάλαια clxxv, clxxxix, στο Archivio storico itatiano, 1η σειρά, VIII (1845), σελ. 480, 498, Hopf στο Ersch και Gruber's Allgemeine Encyklopaedie, τομ. 85 (1867), 261 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, 1, 195), Chas. J. Hefele, Histoire des conciles, μετάφρ. H. Leclercq, VI-1 (Παρίσι, 1914), 153 και εξής.

Βλέπε επίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 84-85, σελ. 27, Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom, σελ. 422 και Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. John Schmitt, Λονδίνο, 1904, στιχ. 1296-1315:

«…ἔσωσαν στὴν Μονοβασίαν, ἐκεῖσε ἁππλικέψαν·
ἐξέβησαν ἔξω εἰς τὴν γῆν κ᾿ εἰς τὸν Μορέαν ἐσῶσαν.
Ἐκεῖ ἦτον τότε ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος·
τὸ μάθει ὅτι ἦλθε ὁ βασιλεὺς ἦλθεν εἰς ἀπαντήν του,
πολλὰ γὰρ τὸν ἐτίμησεν ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον.
Ὁ βασιλεὺς ἐσπούδαζε ν᾿ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Δύσιν,
ἐλπίζοντα λογίζοντα νὰ τοῦ ἔχουν βοηθήσει
ὁ Πάπας μὲ τὴν Ἐκκλησίαν κι ὁ Ρήγας τῆς Φραγκίας,
φουσσᾶτα νὰ τοῦ δώσουσιν καὶ συμμαχίαν μεγάλην,
ὀπίσω πάλε νὰ στραφῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν…»

[←43]

Acta Sanctorum Ιunii τομ. IV (Antwerp, 1707), σελ. 768-69 (De reliquiis S. loannis Baptistae), Paul Riant, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, I (Γενεύη, 1877), σελ. clxxxii-iii και Epp. et instrumenta στον τομ. II (1878), αριθ. xciii, xcv- xcvii, σελ. 144-49.

Πρβλ. Hopf, Storia di Karystos, μετάφρ. G. B. Sardagna, Βενετία, 1856, σελ. 30, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 115 και Longnon, L' Empire latin de Constantinople el la principaute de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 228, όπου το δάνειο τού Όθωνα ντε Κικόν προς τον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο παρέχεται εσφαλμένα ως 15.000 υπέρπυρα.

[←44]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, II, 36 (CSHB, Βόννη, I, 168-69):

Έστειλε πρεσβεία το συντομότερο δυνατό στον πάπα, προσπαθώντας να τον κατευνάσει με δώρα. Οι πρέσβεις ήσαν δύο: ο ένας λεγόταν Νικηφορίτζης και ο άλλος Αλουβάρδης. Είχαν υπηρετήσει προηγουμένως ως γραμματείς τού Ιταλού αυτοκράτορα Βαλδουίνου και είχαν κατηγορηθεί για προδοσία προς όφελος των Ρωμαίων. Όταν μάλιστα έφτασαν στην Ιταλία, βρέθηκαν σε σοβαρό κίνδυνο, τον οποίο δεν απέτρεπε ούτε η ιδιότητά τους ως πρέσβεων.

«…Διεπρεσβεύετο δὲ καὶ πρὸς τὸν πάπαν διὰ ταχέων, ἐκμειλίσσων δώροις. Δύο δ´ ἦσαν οἱ πρέσβεις, εἷς μὲν ὁ Νικηφορίτζης λεγόμενος, ἅτερος δὲ ὁ Ἀλουβάρδης, ἄνδρες εἰς ὑπογραμματέας μὲν τελοῦντες πρὶν τῷ τῶν Ἰταλῶν βασιλεῖ τῷ Βαλδουίνῳ, αἰτίαν δὲ προδοσίας πρὸς Ῥωμαίους σχόντες· οἷς δὴ καὶ τὴν Ἰταλίαν καταλαβοῦσι κίνδυνος ἐπεισπίπτει βαρύς, ὃν οὐδ´ αὐτὸ τὸ σχῆμα τῶν πρέσβεων παρῃτεῖτο»,

για το οποίο βλέπε R. J. Loenertz, «Notes d' histoire et de chronologie byzantines», Revue des études byzantines, XX (1962), 171-73.

[←45]

«…datum Viterbii non. Iunii, anno primo» [Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1262, αριθ. 39-43, τομ. XXII (1870), σελ. 89-90]. Πρβλ. Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II (1901), αριθ. 132, σελ. 48.

Σύμφωνα με τον Dandolo, Chron., στο RISS, XII-I, 311 ο Ούρμπαν Δ΄ έμαθε τα εκρηκτικά νέα τής ελληνικής ανάκτησης τής Κωνσταντινούπολης από την ενετική πρεσβεία υπακοής, η οποία πήγε στην παπική κούρτη για να τον συγχαρεί για την άνοδό του στο παπικό αξίωμα,

«και στη συνέχεια, αφού τον ενημέρωσαν [οι Ενετοί απεσταλμένοι] για τη θλιβερή απώλεια τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης, απέμεινε [ο πάπας] θλιμμένος και υποσχέθηκε να παράσχει ταχεία αποκατάσταση με επιστολή προς τούς ηγεμόνες».

(et postea flebilem amissionem Constantinopolitane urbis illi indicant, qui [papa] merore superfactus de celeri remedio providere per literas duci promittit.)

Ο Ούρμπαν Δ΄ υπενθύμισε στον Λουδοβίκο Θ΄ ότι αν οι Έλληνες καταλάμβαναν επίσης το «υπόλοιπο τής ίδιας αυτοκρατορίας» (residuum eiusdem imperii), δηλαδή την Ελλάδα και τα νησιά, θα αποκλειόταν το πέρασμα στους Αγίους Τόπους [Raynaldus, ό.π., αριθ. 43. τομ. XXII, σελ. 90b]. Aλλά ο Λουδοβίκος δεν είχε καρδιά να πολεμήσει χριστιανούς, ακόμη και σχισματικούς, κρατώντας την έχθρα του για τούς μουσουλμάνους.

Για τις σταυροφορικές προσπάθειες τού Ούρμπαν Δ΄ βλέπε Norden, Das Papsttum und Byzanz (1903), σελ. 401 και εξής, Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 139 και εξής και Burkhard Roberg, Die Union zwischen der griechischen und lateinischen Kirche auf dem. II. Konzil von Lyon (1274), CSHB, Βόννη, 1964, σελ. 20 και εξής (CSHB, Βόννηer Historische Forschungen, τομ. 24).

Ο Ούρμπαν Δ΄, γεννημένος ως Ζακ Πανταλεόν, ήταν γιος υποδηματοποιού στην Troyes. Ήταν πατριάρχης Ιερουσαλήμ τη στιγμή τής εκλογής του (29 Αυγούστου 1261). Γαλλόφιλος και αντι-Γενουάτης, ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με τις παλαιστινιακές παρά με τις ελληνικές υποθέσεις.

[←46]

Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 131, σελ. 46-48. Η βούλλα δεν έχει ημερομηνία, αλλά πιθανώς γράφτηκε τον Ιούνιο τού 1262, όπως πιστεύει ο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1262, αριθ. 38, τομ. XXII (1870), σελ. 89b. O Guiraud δεν σημειώνει ότι ο Raynaldus [ό.π., αριθ. 34-38, τομ. XXII, σελ. 88-89] παρέχει το πλήρες κείμενο τής επιστολής.

Φαίνεται όχι απαραίτητο και σίγουρα δεν είναι εφικτό να σημειώσουμε κάθε παπική επιστολή που έχει σχέση με τη Σταυροφορία και τις αποστολές ικεσίας για την Ανατολή. Ο Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (Καράτσι, 1906), 413-23 παρέχει συνοπτικές περιλήψεις περισσοτέρων από 180 τέτοιων επιστολών από το 1228 μέχρι τo 1301 και ο κατάλογός του δεν είναι πλήρης.

[←47]

Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 133-37, σελ. 48-49, κείμενα με ημερομηνία 9-20 Ιουνίου 1262 και πρβλ. αριθ. 183, 187. Στις 14 Οκτωβρίου 1263 οι Ούγγροι απαλλάχτηκαν από την «απόδοση επιδότησης για την αυτοκρατορία Κωνσταντινούπολης» (subventio prestanda imperio Constantinopolitano) λόγω των τρομερών επιθέσεων που δέχονταν από το «ασεβές έθνος των Τατάρων» (gens impia Tartarorum) [στο ίδιο, αριθ. 421, σελ. 201]. Για διάφορες βούλλες που έχουν σχέση με τη Σταυροφορία τον Φεβρουάριο και Μάρτιο τού 1263 (από τα regestum camerale τού Ούρμπαν Δ΄) βλέπε στο ίδιο, I (1901), ιδιαίτερα αριθ. 310-32, σελ. 84-91.

Θα ήταν καλό να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών, μάλιστα για περισσότερο από μια δεκαετία, η Βενετία και η Γένουα είχαν εμπλακεί στον πρώτο μεγάλο τους πόλεμο (1256-1269/70), που βοήθησε στην καταστροφή τής Άκρας (Acre), τής Τύρου και των απομενόντων λατινικών κέντρων στους Αγίους Τόπους. Μεταξύ άλλων περιγραφών βλέπε Wilhehn Heyd, Hist. du commerce du Levant, 2 τόμοι, Λειψία, 1885-86, ανατυπ. Άμστερνταμ, 1967, I, 344-54.

[←48]

Belgrano και Imperiale, Annali genovesi, IV (1926), 44-45 και πρβλ. σελ. 50-51. Στις 19 Ιανουαρίου 1263, με βούλλα γραμμένη στο Ορβιέτο, ο πάπας προειδοποίησε τούς Γενουάτες να εγκαταλείψουν τη συμμαχία τους με τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο [Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 182, σελ. 72-73 και σημείωση αριθ. 228-30, 719-21, 851-52], οι οποίοι, ύστερα από την ήττα του από τούς Ενετούς στο Sette Pozzi (Σπέτσες) την άνοιξη τού 1263 (η οποία οδήγησε τον Μιχαήλ να στραφεί από τη Γένουα στη Βενετία), φαίνονταν διατεθειμένοι να το κάνουν, προς ευχαρίστηση τού πάπα, ο οποίος στις 11 Φεβρουαρίου 1264 ήρε την απαγόρευση που είχε εξαγγείλει εναντίον τής Γένουας [στο ίδιο, II, αριθ. 756, σελ. 361-62].

[←49]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1263, αριθ. 19-21, τομ. xxii (1870), σελ. 98-99. Η σταυροφορία κηρύχθηκε επίσης στην Πολωνία και στην Αραγωνία [Norden, Papsttum und Byzanz, σελ. 403].

[←50]

Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1263, αριθ. 21, τομ. xxii (1870), σελ. 98a.

[←51]

Tafel και Thomas, Urkunden, III, 56-57. Tην εποχή εκείνη οι Ενετοί φοβούνταν ιδιαίτερα βυζαντινή επίθεση εναντίον τής Κρήτης.

[←52]

Για τις σχέσεις Χριστιανών-Moγγόλων στα μέσα τού 13ου αιώνα βλέπε την αξιόλογη μελέτη τού Paul Pelliot, «Les Mongols et la papauté», Revue de l' Orient chretien, 3η σειρά, III (XXIII, 1922-23), 3-30, IV (XXIV, 1924), 225-335 και VIII (XXVIII, 1931-32), 3-84.

Η μογγολική εισβολή στην Ουγγαρία το 1241-1242 από το χανάτο Κιπτσάκ τής νότιας Ρωσίας είχε καταπλήξει την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι καμμία δυτική δύναμη δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να βοηθήσει τον βασιλιά Μπέλα Δ΄. Denis Sinor,«Les relations entre les Mongols et l' Europe jusqu' à la mort d' Arghoun et de Bela IV», Cahiers d' histoire mondiale, III (1956), 42-46).

Προφανώς δεν είχε υπάρξει ανταλλαγή πρεσβειών ανάμεσα στον παπισμό και κάποιον Μογγόλο ηγεμόνα από το 1254. Πρβλ. Registres d’ Innocent IV, III (Παρίσι, 1897), αριθ. 8315, σελ. 557, έγγραφο με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1254.

Οι Μογόλοι (Tάταροι) είχαν φυσικά γοητεύσει τούς Ευρωπαίους για κάποιο διάστημα. Ο Aubrey de Trois-Fontaines πίστευε ότι τούς κυβερνούσε ο Πρεσβύτερος Ιωάννης (Prester John), μετά τον θάνατο τού οποίου «έχουν κάνει πολύ κακό στη γη» [Chron., ad ann. 1237-1239, στο MGH, SS, XXIII (1874), 942-43, 946, με αναφορά στον John de Piano Carpini (Piancarpino), για τον οποίο βλέπε Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I, 190 και εξής]. Παρεμπιπτόντως ο Piancarpino γνώριζε, σε αντίθεση με κάποιους σύγχρονους συγγραφείς, ότι οι Μογγόλοι «…ονομάζονται Τάταροι και όχι Τάρταροι» (… Tattari appellantur, non Tartari) [Golubovich, I, 192].

Παρά την περιστασιακή ελπίδα που διατηρούνταν στην παπική κούρτη για την επίτευξη τού προσηλυτισμού τού ιλ-χάνου (il-khan) τους στον χριστιανισμό, οι Μογγόλοι τής Περσίας ήσαν στην πραγματικότητα κυρίως Βουδιστές (παρά βέβαια το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς έγιναν Νεστοριανοί χριστιανοί).

Για τούς Μογγόλους στην Περσία και αλλού στα μέσα τού 13ου αιώνα βλέπε ιδιαίτερα Bertold Spuler, Die Mongolen in Iran: Politik, Verwaltung und Kultur der Ilchanzeit 1220-1350, 2η εκδ., Βερολίνο, 1955, σελ. 39 και εξής, 59 και εξής. Για τη θρησκεία τους, πρβλ. στο ίδιο, σελ. 178 και εξής, ενώ για τις σχέσεις τους με τον παπισμό και άλλες χριστιανικές δυνάμεις στη Δύση, στο ίδιο, σελ. 224 και εξής, 360 και εξής.

[←53]

Pelliot, Revue de l’ Orient chretien, 3η σειρά, IV (XXIV, 1924), 330-31.

[←54]

Ο Μπέρκε (Berke ή Barka) είχε προσηλυτιστεί στο Ισλάμ μαζί με δύο από τούς αδελφούς του μεταξύ 1246 και 1253 [Paul Pelliot, Notes sur l' histoire de la Horde d’ Or, Παρίσι, 1949, σελ. 50-51].

Για τη μογγολική κατάληψη τής Βαγδάτης (στις 10 Φεβρουαρίου 1258) και τις συνέπειές της βλέπε B. Spuler, Die Mongolen in Iran (2η εκδ., 1955), σελ. 52 και εξής, 207 και εξής, ενώ για τη μάχη τού Αιν Τζαλούτ πρβλ. στο ίδιο, σελ. 57.

[←55]

Πρβλ. Jean Richard, «Le début des relations entre la paupaté et les Mongols de Perse», Journal asiatique, τομ. 237 (1949), 291-97. Ο θάνατος τού Ουλάγου το 1265 απέκλεισε κάθε δυνατότητα να αποδεχθεί αυτός τον χριστιανισμό.

[←56]

Πρβλ. Martino da Canale, Cronique des Veniciens, κεφ. clxxxix-cxci, στο Archivio storico itatiano, 1η σειρά, VIII (1845), 498, 500, Norden, Papstum und Byzanz, σελ. 418, 422-32, Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus (1953), σελ. 143-44, 146-47.

[←57]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt, στιχ. 4256-4301:

«…Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, δέομαί σου τὸ κράτος,
ὡς ἄνθρωπος ξενωτικὸς κι ἀπαίδευτος ὅπου εἶμαι,
νὰ ἔχω τὴν συμπάθειον σου ἀπόκρισιν ποιήσω
……
Ὁ τόπος γάρ, ἀφέντη μου ἐκεῖνος τοῦ Μορέως,
οὐδὲν τὸν ἔχω ὡς γονικὸν οὔτε παππουδικόν μου
διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς ἐξουσίαν νὰ δώσω καὶ χαρίσω
……
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐγὼ ἐξουσίαν οὐκ ἔχω
νὰ δώσω πρᾶγμα τίποτε ἀπὸ τὸν τόπον ποῦ ἔχω
διατὶ τὸν ἐκερδίσασιν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ γονεῖς μας
πρὸς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχομεν, τὰ ἐποίησαν ἀμφοτέρως.
Ἀλλά, ὡς ἔνι τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουν οἱ στρατιῶτες,
τὸν πιάσουσιν εἰς πόλεμον καὶ φυλακέψουνέ τον,
μὲ ὑπὲρπυρα καὶ χρήματα ἐξαγοράζουνέ τον.
Ἂς τὸ διακρίνῃ ἀφέντη μου, τῆς βασιλείας τὸ κράτος,
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα
νὰ δώσῃ νὰ ἐξαγοραστῇ νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου…»

Βλέπε και Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 314, σελ. 116-17, Libro de los fechos, Morel-Fatio (επιμ.), παρ. 286, σελ. 64 και Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes, σελ. 447.

[←58]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 31 (CSHB, Βόννη, I, 86-88):

Οι συμφωνίες τους ήσαν: ο πρίγκιπας θα παρέδιδε στους Ρωμαίους και στον αυτοκράτορα, σε άμεση κατοχή και αναφαίρετη κυριαρχία, τούς εξής τόπους τής Πελοποννήσου: Μονεμβασία, Μάινα, Γεράκι, Μυστρά —διατηρώντας σε εκκρεμότητα την υπόθεση τού Ναυπλίου και τού Άργους— καθώς και όλη την περιοχή γύρω από την Κινστέρνα, πολύ εκτεταμένη περιοχή και γεμάτη αγαθά.

«Ἦσαν δὲ σφίσιν αἱ συνθεσίαι ἦ μὴν τὸν μὲν πρίγκιπα Ῥωμαίοις δοῦναι καὶ βασιλεῖ ἐξ αὐτῆς κατασχεῖν εἰς δεσποτείαν ἀναφαίρετον τὰ κατὰ Πελοπόνησον ταῦτα, Μονεμβασίαν, Μαΐνην, Ἱεράκιον, Μυζηθρᾶν—Ἀνάπλιον δὲ καὶ Ἄργος ἐν ἀμφιβόλοις ἐτίθει—καὶ ἅμα πᾶν τὸ περὶ τὴν Κινστέρναν θέμα, πολύ γε ὂν τὸ μῆκος καὶ πολλοῖς βρύον τοῖς ἀγαθοῖς…»

Ο Παχυμέρης προσθέτει το φρούριο τού Γερακιού και την περιοχή τής Κινστέρνας στον Μυστρά, την Μεγάλη Μάινα και τη Μονεμβασία, όπου οι τρεις αυτοί τόποι προσδιορίζονται ότι παραχωρήθηκαν από τον Γουλιέλμο, τόσο στα Χρονικά τού Μορέως όσο και στον Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 108, 116, για το οποίο βλέπε Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, I (Παρίσι, 1932), 16-20.

Tο μέλλον τού Nαυπλίου και τού Άργους προφανώς συζητηθηκε μεταξύ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, αλλά δεν αναλήφθηκε δράση για αυτά και παρέμειναν σε λατινικά χέρια.

[←59]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, Ι, 31 (CSHB, Βόννη, I, 88, ΙΙ, 16-22):

Όμως ο πάπας ακούγοντας εξοργίστηκε με τα νέα όταν βρέθηκε δίπλα στον βασιλιά, ο οποίος είχε σπεύσει να τον εκλιπαρήσει, επειδή δεν τού φαινόταν προς όφελός του αυτή η διαρκής συμφωνία με τούς Ρωμαίους, ο πάπας παραβίασε αυτή τη συνθήκη και ακύρωσε τούς όρκους, επειδή ο πρίγκιπας είχε ενεργήσει όντας στη φυλακή και σε αναπότρεπτα δεσμά και χωρίς την επιθυμητή ελεύθερη βούληση.

«…εἰ μή γε ὁ πάπας ἀκούσας, παροξυνθεὶς καὶ ταῦτα πρὸς τοῦ ῥηγός, καὶ αὐτοῦ γε προσδραμόντος καὶ ἱκετεύσαντος -οὐ γὰρ εἰς συνοῖσον ἐδόκει οἱ τὸ διὰ τέλους σπένδεσθαι πρὸς Ῥωμαίους, τὰς συνθήκας ἐκείνας διέλυε καὶ τοὺς ὅρκους παρ´ οὐδὲν ἐτίθει, ὡς ἐν φυλακῇ καὶ ἀφύκτοις δεσμοῖς καὶ μὴ ἑκουσίως, ὡς ἐχρῆν, πράττοντος.»

Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 306, 11, 18-21 (ad ann. 1255). Πρβλ. Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 131, σελ. 46-47, Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, I, 27-28, Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 231.

[←60]

Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 118 και βλέπε Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, I, 32-44, με παραπομπές και τομ. II (Αθήνα, 1953), 60-62, 121, 133, 137, 337-38, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 231-34.

Βλέπε Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, ΙΙΙ, 15-17 (CSHB, Βόννη, I. 204-9):

Ομολογουμένως συγκρατήθηκε κάπως και ασχολούνταν με τις δουλειές του. Όμως το σκουλήκι τής συνείδησης ροκάνιζε την καρδιά τού Σαν κόκκαλο. Φαινόταν ταπεινός, ακόμη κι όταν φρόντιζε να εξυψωθεί στο αυτοκρατορικό μεγαλείο, για να μην τον περιφρονήσουν και καταλήξει να αποτύχει ακόμη και στις σημαντικές του επιχειρήσεις. Ο στόλος λοιπόν μπήκε στη θάλασσα, οι τριήρεις επιτέθηκαν στα νησιά και κατέλαβαν μεγάλο αριθμό από αυτά. Τα κατακτημένα νησιά εφοδιάστηκαν αμέσως με φρουρές, και εκείνα που υπάγονταν στους Λατίνους πέρασαν στην κατοχή των Ρωμαίων. Έτσι έγινε γνωστή η άλωση τής Νάξου και μαθεύτηκε η κατάληψη τής Πάρου. Η Κέα και η Κάρυστος κατακτήθηκαν με τούς Ωρεούς, καθεμιά στη δική της εποχή. Μεταξύ άλλων, τα όρια τής Πελοποννήσου γύρω από τη Μονεμβασία, μαζί με τη Σπάρτη και τη Λακεδαιμονία, πέρασαν στην εξουσία των Ρωμαίων.

«Ἀμέλει τοι καὶ μικρὸν ἐπισχὼν τὰ αὑτοῦ ἔπραττεν. Ὁ δ´ οὖν σὴς τοῦ συνειδότος ὡς ὀστέον τὴν καρδίαν ἐβόσκετο, καὶ ταπεινὸς ἐδόκει, κἂν τῷ σοβαρῷ τῆς βασιλείας αἴρεσθαι προὐνοεῖτο, ἐφ´ ᾧ μὴ καταφρονούμενος καὶ τῶν ἀναγκαίων ἀποτυγχάνοι. Τὸ γοῦν ναυτικὸν ἔπλει, καὶ αἱ τριήρεις, ταῖς νήσοις προσίσχουσαι, οὐκ ὀλίγας ἐκείνων ᾕρουν, καὶ παραυτίκα αἱ ἁλοῦσαι φρουροῖς ἠσφαλίζοντο, καὶ Ῥωμαίοις προσεκτῶντο αἱ Λατίνοις δουλεύουσαι· ἐξ ὧν ἁλισκομένη μὲν ἔγνωστο Νάξος, αἱρουμένη δὲ Πάρος ἠκούετο, καὶ Κέως καὶ Κάρυστος Ὠρεῷ κατὰ καιροὺς ἰδίους συνελαμβάνοντο, καὶ σὺν ἄλλοις ἄκρα Πελοπονήσου ἀμφὶ Μονεμβασίαν σὺν Σπάρτῃ καὶ Λακεδαίμονι ὑπὸ Ῥωμαίοις ἐγένοντο.

Έτσι ο αυτοκράτορας εμπιστεύτηκε στους αδελφούς του τις υποθέσεις τής Δύσης. Στον δεσπότη Ιωάννη παρέδωσε τα στρατεύματα τής Ανατολής και το απόσπασμα των Σκυθών, με εντολή να ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις στη στεριά, να καταδιώξουν τούς Ιλλυριούς [Αλβανούς] και τούς Τριβαλλούς [Σλάβους], να εισβάλουν στην περιοχή που είναι πέρα από τον Πηνειό, την κατ’ εξοχήν ονομαζόμενη Ελλάδα, για να πολεμήσει εκεί τον δεσπότη Μιχαήλ. Γιατί ο τελευταίος δεν μπορούσε πια να ισχυρίζεται ότι, από τη στιγμή που ο αυτοκράτορας βρισκόταν εκτός τής χώρας, είχε και αυτός το δικαίωμα να καταλάβει αυτά τα εδάφη. Όσο για τον σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο, τον επιβίβασε σε πλοία και τον έστειλε στη Μονεμβασία, παραδίδοντάς του όλους τούς Ρωμαίους τού Μαγεδώνα και ολόκληρο το τουρκικό σώμα. Γιατί το ιταλικό σώμα, που δεν ήταν κατάλληλο για να πολεμήσει τούς Ιταλούς, το είχε μαζί του ο δεσπότης. Μαζί με τον δεσπότη ήσαν πολλοί σημαντικοί άνθρωποι, και συγκεκριμένα ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, ο οποίος αργότερα θα ήταν ο μεγάλος κοντόσταυλος, οι ανιψιοί του οι Ταρχανειώτες και πολλοί άλλοι Δυτικοί που είχαν πάει με την πλευρά τού αυτοκράτορα. Με τον σεβαστοκράτορα ήταν πλήθος ευγενών και ο μεγάλος δομέστικος Αλέξιος Φιλής, μαζί του και ο Μακρηνός, ο παρακοίμωμενος τού κυρίαρχου.

Τότε τοίνυν τοῖς ἀδελφοῖς ἐγχειρίσας τὰ δυσικά, τῷ μὲν δεσπότῃ Ἰωάννῃ τὰς ἀνατολικὰς παραδοὺς δυνάμεις συνάμα τῷ Σκυθικῷ, τὰ κατὰ γῆν προσέταττε μετιέναι καὶ τὰ τῶν Ἰλλυριῶν μεθέπειν καὶ Τριβαλλῶν καὶ τὰ Πηνειοῦ πέραν, τὴν ἰδίως Ἑλλάδα λεγομένην, κατατρέχειν, τῷ δεσπότῃ Μιχαὴλ πολεμοῦντα· οὐδὲ γὰρ ἦν αὐτὸν προφασίζεσθαι ὅτι, ἔξω που τῆς πατρίδος ὄντος τοῦ βασιλέως, δικαιοῖτ´ ἂν κἀκεῖνος τὰ μέρη κατέχειν. Τὸν δέ γε σεβαστοκράτορα Κωνσταντῖνον, ναυσὶν ἐμβιβάσας, ἐπὶ Μονεμβασίας ἐκπέμπει, παραδοὺς κἀκείνῳ ὅσον ἦν ἐκ Μαγεδῶνος Ῥωμαίων καὶ τὸ Περσικὸν ἅπαν· τὸ γὰρ Ἰταλικόν, μὴ ἁρμόζον πρὸς μάχην Ἰταλικήν, ὁ δεσπότης συνεπεφέρετο. Συνῆσαν δὲ τῷ μὲν δεσπότῃ πολλοὶ μὲν καὶ ἄλλοι τῶν μεγιστάνων καὶ ὁ Καντακουζηνὸς Μιχαὴλ ὁ καὶ μέγας ἐν ὑστέρῳ κονοσταῦλος, οἱ ἀνεψιοὶ ἐκείνου Ταρχανειῶται καὶ ἄλλοι συχνοὶ ἐκ τῆς δύσεως τῷ βασιλεῖ προσχωρήσαντες, τῷ δέ γε σεβαστοκράτορι ἄλλοι τε πλεῖστοι καὶ ὁ μέγας δομέστικος ὁ Φιλῆς Ἀλέξιος, σὺν αὐτῷ δὲ καὶ ὁ Μακρηνός, ὃν παρακοιμώμενον ὁ κρατῶν εἶχε.

Ο στόλος βρισκόταν στη θάλασσα από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο και σημείωσε πολλές επιτυχίες. Τον διοικούσε ο πρωτοστράτωρ Αλέξιος Φιλανθρωπηνός, ευγενής και ευγενικός άνδρας, που τον εμπόδιζε να τιμηθεί με τον τίτλο τού μεγάλου δούκα μόνο το γεγονός ότι κατείχε τον τίτλο άλλος, ο αδελφός τού αυτοκράτορα Λάσκαρη τού πρεσβύτερου, ο οποίος, ήδη πολύ μεγάλος και εξασθενημένος από την ηλικία, παρέμενε στην Κωνσταντινούπολη και με τις συμβουλές του βοηθούσε τον αυτοκράτορα όσο καλύτερα μπορούσε στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Όσο για τον Φιλανθρωπηνό, ήταν στενός συγγενής τού αυτοκράτορα, γιατί γαμπρός του ήταν ο ανιψιός τού αυτοκράτορα, ο Μιχαήλ, ο γιος τής Μάρθας. Αυτός λοιπόν διοικούσε το ναυτικό και την άνοιξη εξόπλισε τον στόλο και βγήκε στη θάλασσα. Αργότερα, όμως, όταν πέθανε ο Λάσκαρης, πήρε από τον αυτοκράτορα το αξίωμα τού μεγάλου δούκα ως ανταμοιβή για τούς κόπους του, όπως θα ειπωθεί;.

Τὸ δέ γε ναυτικὸν ἔπλει ἐξ ἦρος ἐς ἀρκτοῦρον κἀν πολλοῖς ηὐστόχει. Ἦγε δὲ τοῦτο ὁ Φιλανθρωπηνὸς ὁ πρωτοστράτωρ Ἀλέξιος, ἀνὴρ γεραρὸς καὶ γενναῖος, παρὰ τοσοῦτον εἰργόμενος τῷ μεγαλοδουκάτῳ σεμνύνεσθαι ἀξιώματι παρ´ ὅσον ἦν ἄλλος ἐπὶ τοῦ ἀξιώματος, ὁ τοῦ παλαιοῦ Λάσκαρι τοῦ βασιλέως αὐτάδελφος, ἔξωρος ἤδη καὶ παρηβηκώς, ἐπὶ τῆς Κωνσταντίνου καθήμενος, βουλαῖς καθ´ ἡσυχίαν τῷ βασιλεῖ τῆς τῶν κοινῶν φροντίδος ὡς ἐνὸν συναιρόμενος. Ὁ μέντοι γε Φιλανθρωπηνὸς ἀγχιστεύων τῷ βασιλεῖ· τὸν γὰρ ἀνεψιὸν ἐκείνου, τὸν τῆς Μάρθας υἱὸν Μιχαήλ, εἶχε γαμβρὸν ἐπὶ θυγατρί. Ὁ γοῦν τοιοῦτος κατεῖχε τὸ πλόϊμον καὶ ἦρος ἐξαρτυόμενος στόλον ἀπέπλεεν. Ὅμως δ´ ἐσύστερον, θανόντος τοῦ Λάσκαρι, τὴν τοῦ μεγάλου δουκὸς ἀξίαν παρὰ βασιλέως εἰς ἀμοιβὴν τῶν κόπων ἐλάμβανεν, ὡς ῥηθήσεται.

Αυτές οι δυνάμεις, διατεταγμένες σε τρεις ομάδες, έφτασαν χωριστά στις δυτικές περιοχές. …

Ἀλλ´ οὗτοι μὲν τριχῇ κοσμούμενοι ἀνὰ μέρος τὰ κατὰ δύσιν μεθεῖπον. ……

Όσο για τον σεβαστοκράτορα, που παρέμενε στη Μονεμβασία και στη γύρω περιοχή, πολεμούσε καθημερινά με τον πρίγκιπα, γιατί δεν τού αρκούσε να έχει μόνο μέρος τής χερσονήσου. Θέλοντας να κυριαρχήσει σε αυτήν ολοκληρωτικά, έδινε τη μάχη όσο καλύτερα μπορούσε με τη βοήθεια των υπαρχηγών του, τού μεγάλου δομέστικου Φιλή και τού παρακοιμωμένου Μακρηνού. …

Ὁ δέ γε σεβαστοκράτωρ, τῇ Μονεμβασίᾳ καὶ τοῖς πέριξ προσκαθήμενος, καθημερινοὺς πολέμους πρὸς τὸν πρίντζην ἐξῆγε—μηδὲ γὰρ ἀρκεῖσθαι τῷ μέρει τῆς νήσου—, πᾶσαν δὲ κρατῆσαι θέλων, ὑπάρχους ἔχων τόν τε μέγαν δομέστικον τὸν Φιλῆν καὶ τὸν παρακοιμώμενον Μακρηνόν, ὡς ἐνὸν ἠγωνίζετο. …

Όσο για τον πρωτοστράτορα Αλέξιο Φιλανθρωπηνό, κατεύθυνε τα πλοία του εναντίον των νησιών. Στις μάχες έδειχνε εμπιστοσύνη στους Γασμούλους [τους γόνους μικτών γάμων μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων-Ενετών]. Έτσι αυτούς χρησιμοποιούσε για τη συμμετοχή σε μάχη, ενώ τούς αποκαλούμενους οδηγούμενους τούς είχε για να κωπηλατούν και μόνο γι’ αυτό. Είχε και τούς Λάκωνες, τούς οποίους ο κυρίαρχος είχε μεταφέρει από την Πελοπόννησο. Με όλους αυτούς τούς ανθρώπους στα πλοία, κατέστρεψε τα νησιά και έφερε στον αυτοκράτορα τον πλούτο τού εχθρού.

Ὁ δέ γε πρωτοστράτωρ Φιλανθρωπηνὸς Ἀλέξιος, ταῖς νήσοις προσίσχων τὰς ναῦς—τὸ γὰρ Γασμουλικὸν θαρρούντως εἶχε πρὸς μάχας, ὡς αὐτοὺς μὲν πρὸς μάχην, τοὺς δέ γε λεγομένους προσελῶντας εἰς ἐλασίαν καὶ μόνην τάττεσθαι, προσέτι δὲ καὶ Λακωνικὸν ἔχων, οὓς δὴ ἀπὸ Πελοπονήσου μετῴκιζεν ὁ κρατῶν—, τούτους πάντας ἐπὶ νηῶν φέρων, ἐκάκου τὰς νήσους καὶ τὸν τῶν ἐχθρῶν πλοῦτον προσῆγε τῷ βασιλεῖ.»

[←61]

Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 231-32. σελ. 102-3, κείμενα με ημερομηνία 27 Απριλίου 1263 στο Ορβιέτο.

[←62]

Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 233. σελ. 104-8, έγγραφο γραμμενο στο Ορβιέτο στις 19 Απριλίου 1263. Επίσης στο A. L. Tautu, Acta Urbani IV, Clementis IV, Gregorii X (1261-1276), Πόλη Βατικανού, 1953. αριθ. 5, σελ. 7-14.

[←63]

Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 295, σελ. 134-40, έγγραφο γραμμενο στο Ορβιέτο στις 18 Ιουλίου 1263, ό. π. σελ. 136b:

«…ώστε να επιστρέψουμε στην καθολική ενότητα φωνάζουμε με όλο το πάθος μας και εσείς να γυρίσετε στην αγκαλιά τής Μητρός Εκκλησίας σάς προσκαλούμε ανοιχτά με μεγάλη επιθυμία…»

(… ut ad unitatem redeatis catholicam totis clamamus affectibus et vos ut ad sinum matris ecclesie convertamini promptis desideriis invitamus …).

Πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 322-26, κείμενα που έχουν σχέση με τη σχεδιαζόμενη παπική λεγατινή αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. στο ίδιο επίσης, αριθ. 748, η (χωρίς ημερομηνία) επιστολή τού Μιχαήλ Η΄ προς τον Ούρμπαν Δ΄, η οποία γράφηκε πιθανώς την άνοιξη τού 1263. βλέπε Loenertz, «Notes d' histoire et de chronologie byzantines», Revue des études byzantines, XX (1962), 173. Επίσης πρβλ. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 176 και εξής. H επιστολή τού Ούρμπαν Δ΄ προς τον Μιχαήλ Η΄ με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1263 [Guiraud, ό. π., αριθ. 295], έχει επίσης δημοσιευθεί στον Tautu, Acta … (1261-1276) (1953), αριθ. 6. σελ. 14 και εξής. H χωρίς ημερομηνία επιστολή τού Μιχαήλ προς τον Ούρμπαν (που εσφαλμένα αποδίδεται στο έτος 1264) παρέχεται από τον Tautu, αριθ. 10a, σελ. 38-40. Ο Tautu παρέχει εξαιρετικά κείμενα αριθμού εγγράφων που έχουν σχέση με παπικές διεκδικήσεις δικαιοδοσίας επί των ανατολικών εκκλησιών, ως τμήμα τού Fontes Iuris Canonici Orientalis, ser. III, τομ. V, τομ. I. Πρβλ. γενικά B. Roberg, Die Union zwischen der griechischen und lateinischen Kirche, σελ. 38-43.

[←64]

Guiraud, Registres d’ Urbain IV, II, αριθ. 577-79, σελ. 292- 94, κείμενα γραμμένα στο Ορβιέτο.

[←65]

Στο ίδιο, αριθ. 848, σελ. 405-8 έγγραφο γραμμένο στο Orvieto. Επίσης στον Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 10, σελ. 31-37.

[←66]

Belgrano και Imperiale, Annali genovesi, IV (1926), 51-52, Camillo Manfroni, Storia della marina italiana … (1261-1453), I (Λιβόρνο, 1902), σελ. 8 και εξής. O Manfroni έχει επίσης παραθέσει τις πηγές και συζητήσει τα αποτελέσματα τής μάχης στο άρθρο «Sulla Battaglia dei Sette Pozzi e le sue conseguenze», Rivista marittima, 1900, σελ. 225-49.

[←67]

Για το ελληνικό και το λατινικό κείμενο τής συνθήκης βλέπε Tafel και Thomas, Urkunden, III, 66-89, όπου η ημερομηνία παρέχεται λανθασμένα ως 8 Ιουνίου στο ίδιο, σελ. 62. Η ημερομηνία 18 Ιουνίου παρέχεται στη συνθήκη [σελ. 67, 78]. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1934. Βλέπε Belgrano και Imperiale, Annali genovesi, IV. 65-66 για τις δυσκολίες των Γενουατών με τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1264-1265 και στο ίδιο, σελ. 107-8 για την επανασυμφιλίωσή τους το 1267, για την οποία βλέπε Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 206 και εξής. Πρβλ. επίσης Heyd, Hist. du commerce du Levant, μεταφ. Furcy Raynaud, I (Λειψία, 1885, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1967), 432, με την ανακριβή ημερομηνία 8 Ιουνίου 1265.

[←68]

Για το λατινικό κείμενο τής συνθήκης βλέπε Tafel και Thomas, III, 92-100:

«…Ομοίως, για το καλό αυτής τής συνθήκης, δεν πρέπει να εκδιωχθούν οι Γενουάτες από την Κωνσταντινούπολη, ή από την αυτοκρατορία σας, αλλά να υπάρχει ασφάλεια στην αυτοκρατορία σας μεταξύ των Ενετών μας και των Γενουατών» [στο ίδιο, σελ. 96].

(… Item propter treguam istam non debent expelli Januenses de Constantinopoli vel imperio suo, sed erit securitas per ipsum imperium … inter Venetos nostros et Januenses…)

βλέπε επίσης Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 313, Martino da Canale, Cronique des Veniciens, κεφάλαια clxxxvi-vii, 253 και εξής, στο Archivio storico italiano, 1η σειρά, VIII (Φλωρεντία, 1845), 496, 582 και εξής, Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1960, Thiriet, Romanie venitienne, σελ. 148-50, Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 214-16, ο οποίος υπερβάλλει την έκταση στην οποία «η Βενετία βρισκόταν στη θέση ικέτη» και Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 348-50, 356.

Αυτή η συνθήκη ανανεώθηκε το 1277 [Tafel και Thomas, III, 133-49], το 1285 [στο ίδιο, IΙΙ, 322-53] και σε επακόλουθες περιπτώσεις. Παρά την ύπαρξη αυτών των συνθηκών, ενετικό ναυτικό δικαστήριο τον Μάρτιο τού 1278 ζήτησε αποζημίωση από τη βυζαντινή κυβέρνηση για τρομακτικό αριθμό πειρατικών επιθέσεων, που φέρεται ότι διέπραξαν Έλληνες εναντίον Ενετών υπηκόων στην ανατολική Μεσόγειο κατά τη διάρκεια τής δεκαετίας τού 1270 [στο ίδιο, ΙΙΙ, 159-281].

H γενουάτικη αποικία στον Γαλατά είχε μάλλον ταραχώδη ύπαρξη [Annali genovesi, IV, 180], αλλά είχε εγκατασταθεί στον Βόσπορο και σκόπευε να παραμείνει εκεί.

Ύστερα από την επανεγκατάσταση των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη, ο ανώτερος αξιωματούχος τους δεν ονομαζόταν πια ποντεστά (ἐξουσιαστής), αλλά βαΐλος (παϊοῦλος). Μέχρι την πτώση τής πόλης στους Τούρκους ο επικεφαλής τής γενουάτικης αποικίας έφερε τον φαινομενικά πιο εξυψωμένο τίτλο τού ποντεστά. Εκπρόσωποι των άλλων ιταλικών κρατών, επικεφαλής μικρότερων κοινοτήτων συμπατριωτών τους στην ελληνική πρωτεύουσα ήσαν γνωστοί με το λιγότερο σημαντικό όνομα των προξένων (ἐπίτροποι).

Για την ιστορία τού ενετικού αξιώματος τού ποντεστά στην Κωνσταντινούπολη (1205-1261), βλέπε R. L. Wolff, «The Oath of the Venetian podestà», Annuaire de l' Institut de philologie et d' histoire orientales et slaves, XII (1952), ιδιαίτερα σελ. 556 και εξής, ενώ για τα ελληνικά ονόματα για τούς ποντεστά, βαΐλο και πρόξενο πρβλ. τις παρατηρήσεις τού Νικηφόρου Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 5, 4 (CSHB, Βόννη, I, 97-98):

Ύστερα λοιπόν από την έξωση των Λατίνων από την Πόλη, απέμεινε μικτό πλήθος ανθρώπων που εργαζόταν σε χειρωνακτικές εργασίες και στην αγορά και αποτελούνταν από Ενετούς και Πιζάνους. Επομένως θεωρήθηκε ότι δεν θα ήταν ασφαλές ούτε θα αποσκοπούσε στην ειρήνη, αν κατοικούσαν και οι Γενουάτες μέσα στην πόλη. Γι’ αυτό και τούς παραχώρησε περιοχή για κατοίκηση απέναντι, στον τόπο τού Γαλατά, χαρίζοντάς τους και την απαλλαγή από τον φόρο εμπορίου, την οποία τούς είχε υποσχεθεί. Γιατί πριν κατακτηθεί η βασιλεύουσα, ο αυτοκράτορας είχε συμφωνήσει να τούς παράσχει αυτή την απαλλαγή, αν τον βοηθούσαν εναντίον των Λατίνων που κατείχαν την Πόλη. Πράγμα που εκπλήρωνε τώρα, παρά το γεγονός ότι την είχε καταλάβει χωρίς τη βοήθειά τους. Εκείνοι λοιπόν που στέλνονται από αυτούς για να διοικούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ονομάζονται «βαΐλος» ο σταλμένος από τη Βενετία, «κόνσουλος» ο σταλμένος από την Πίζα και «ποντεστά» ο σταλμένος από τη Γένουα. Τα ονόματα αυτά, μεταφερόμενα στα ελληνικά, είναι αντίστοιχα επίτροπος, έφορος και εξουσιαστής.

«Μετὰ μέντοι τὸ ἐξωσθῆναι τῆς πόλεως τοὺς Λατίνους ἐναπελείφθη χειρωνακτικὸν καὶ ἀγοραῖς ἀσχολούμενον πλῆθος, σύμμικτον ἔκ τε Βενετικῶν καὶ Πισσαίων. ὅθεν οὐκ ἀσφαλὲς οὐδὲ πρὸς εἰρήνην βλέψειν ἐδόκει τὸ καὶ τοὺς ἐκ Γεννούας ἔνδον εἰσοικίζειν τῆς πόλεως. διὰ τοῦτο καί σφισιν ἀντιπέραν περὶ τὸν τοῦ Γαλάτου τόπον ἀπονέμει χωρίον εἰς οἴκησιν, χαρισάμενος αὐτοῖς καὶ τὴν τῆς ἐμπορίας ὑπεσχημένην ἀτέλειαν. πρὶν γὰρ ἁλῶναι τὴν βασιλεύουσαν συνεφώνησε τὴν τοιαύτην αὐτοῖς παρέχειν ἀτέλειαν ὁ βασιλεὺς, εἰ βοηθοῖεν αὐτῷ κατὰ τῶν κρατούντων τῆς πόλεως Λατίνων. ὃ δὴ καὶ πεπλήρωκε νῦν, καὶ ταῦτα δίχα τῆς σφῶν βοηθείας γενόμενος αὐτῆς ἐγκρατής. οἵ γε μὴν κατὰ χρόνους τακτοὺς ἄρχειν ἀποστελλόμενοι τούτων ὁ μὲν ἐκ Βενετίας καλεῖται μπαΐουλος, ὁ δ' ἐκ Πίσσης κούνσουλος, ὁ δ' ἐκ Γεννούας ποτεστάτος· ἅπερ εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταγόμενα τὸ μὲν τῶν ὀνομάτων καλεῖται ἐπίτροπος, τὸ δὲ ἔφορος, τὸ δὲ ἐξουσιαστής.»

Διορθωμένος κατάλογος των ονομάτων των Ενετών βαΐλων παρέχεται από τον P. Wirth, «Zum Verzeichnis der venezianischen Baili von Konstantinopel», Byzantinische Ζeitschrift, LIV (1961), 324-28 και ιδιαίτερα από τη Χρύσα A. Mαλτέζου, Ο θεσμός τού εν Κωνσταντινουπόλει Βενετού βαΐλου (1268-1453), Aθήνα, 1970, σελ. 99-127, η οποία σκιαγραφεί επίσης την ιστορία και περιγράφει τις λειτουργίες του αξιώματος.

[←69]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 8 (CSHB, Βόννη, 1, 360):

Για να εδραιώσει περαιτέρω την ειρήνη τής εκκλησίας, ο ίδιος ο αυτοκράτορας δέχτηκε με καλοσύνη όσους προέρχονταν από εκεί, ιδιαίτερα αν ήσαν άνθρωποι εκείνης τής εκκλησίας, όπως κάποτε τον επίσκοπο τού Κρότωνα, μορφωμένο άνθρωπο στη θεία επιστήμη, που μιλούσε και τις δύο γλώσσες. Τον έστειλε στον πατριάρχη και, κατευθύνοντάς τον, τον έκανε να φοράει ύστερα από λίγο τα ελληνικά άμφια. Επίσης αποφάσισε και ρύθμισε την απόδοση μιας εκκλησίας σε αυτόν, με το καθεστώς τής επίδοσης, επειδή παρέμενε κενή η προβλεπόμενη θέση επισκόπου. Και θα είχε συμβεί, αν δεν είχε γίνει αντιληπτό ότι εκείνος είχε κακή διάθεση και αποσκοπούσε σε ζημιά των υποθέσεών μας. Συνέχιζε να φοράει τα ελληνικά άμφια, αλλά έχασε την εύνοια τού αυτοκράτορα και εξορίστηκε στην περιοχή τής Ηράκλειας Πόντου.

«…Αὐτὸς δὲ καὶ πλέον ὁ βασιλεὺς τὴν πρὸς τὴν ἐκκλησίαν εἰρήνην ἐπισυνδέων, τοὺς μὲν ἐκεῖθεν ἐρχομένους, καὶ μᾶλλον εἰ τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης εἶεν, φιλοφρόνως προσίετο, ὡς καί ποτε τὸν Κροτώνης ἐπίσκοπον, ἄνδρα λόγιον ὄντα καὶ διγλωσσοῦντα κατ´ ἐπιστήμην τὴν θείαν, ὃν καὶ τῷ πατριάρχῃ πέμπων καὶ κυβερνῶν, μετὰ καιρὸν μετημφίαζε πρὸς τὸ Ἑλληνικώτερον· καὶ ἐκκλησίαν διδόναι οἱ τῷ λόγῳ τῆς ἐπιδόσεως, ὡς σχολάζοντι τῆς λαχούσης, ἤθελέ τε καὶ ᾠκονόμει· κἂν ἐγένετο, εἰ μή γε φωραθεὶς ἐκεῖνος εἰς δύσνοιαν καὶ τῶν ἡμετέρων βλάβην, τὸ μὲν καθ´ Ἕλληνας ἐστολίσθαι καὶ πάλιν εἶχε, τὴν δὲ βασιλικὴν εὐμένειαν ἀπολωλεκώς, περί που τὴν Ποντοηράκλειαν ἐξωρίζετο.»

Επίσης βλέπε Loenertz, «Notes d' histoire et de chronologie byzantines», Revue des études byzantmes, XX (1962), 173-74.

Για την προηγούμενη ζωή τού καρδιναλίου Γκουΐντο Φουλκόντι (Guido Fulcodi, Guy de Foulques) μέχρι την εκλογή του ως πάπας Κλήμης Δ΄ βλέπε Joseph Heidemann, Papst Clemens IV: Εine Monographie, I: Das Vorleben des Papstes, Μύνστερ, 1903.

[←70]

Πρβλ. Norden, Papsttum und Byzanz, σελ. 435, 449. Για τον Νικκολό τού Κοτρόνε (Κρότων, στο δάκτυλο τής ιταλικής μπότας, ακριβώς βορειοανατολικά τού Καταντζάρο), βλέπε Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (1906), 255-59, A. Dondaine, «Nicolas de Cotrone et les sources du “Contra errores Graecorum” de Saint Thomas», Divus Thomas, XXVIII (1950). 313-40 και Paolo Sambin, Il vescovo Contronense Niccolò da Durazzo e un inventario di suoi codici latini e greci (Note e discussioni erudite a cura di Augusto Campana, 3) Ρώμη, 1954 (παράθ. από Loenertz) και K. M. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), σελ. 36 με παραπομπές.

[←71]

Το σχέδιο τού Ολόβωλου έχει δημοσιευτεί από τον Cod. Vindobonensis graecus 321, φύλλα 141-43 στο N. Festa, «Lettera inedita dell’ Imperatore Michele VIII Paleologo al Pontefice Clemente IV», Bessarione, ann. IV, τομ. 6 (Ρώμη, 1899-1900), 42-57 με λάθος χρονολογία «tra il gennaio e il febbraio 1267», ενώ βλέπε επίσης «Ancora la lettera di Michele Paleologo …», στο ίδιο, σελ. 529-32. Πρβλ. πιο πάνω, Κεφάλαιο 4. σημείωση 40. Ο Festa (σελ. 532) σημειώνει προφανή λάθη τού Ολόβωλου στην περιγραφή των διαπραγματεύσεων τού Μιχαήλ Η΄ με τούς πάπες Αλέξανδρο Δ΄ και Ούρμπαν Δ΄.

[←72]

Η επιστολή Κλήμεντος Δ΄ τής 4ης Μαρτίου 1267 παρέχεται από τον Luke Wadding, Annales Minorum, IV (3η εκδ., Καράτσι, 1931), 301-7, περιλαμβανομένου τού «Από την επιστολή τής Μεγαλειότητάς σας … [που λάβαμε]» (Magnitudinis tuae litteras …), καθώς επίσης από τον Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 23, σελ. 61- 69, αλλά τίποτε περισσότερο από αρχειακή αναγνώριση [Reg. Vat. 32, φύλλα 199 και εξής] δεν υπάρχει στον Edouard Jordan, Les Registres de Clement IV (1265-1268), 1 τομ. σε 6 fascs., Παρίσι, 1894-1945, αριθ. 585, σελ. 199.

Την ίδια μέρα ο Κλήμης απεύθυνε επίσης συνοπτική επιστολή προς τον Έλληνα πατριάρχη Αρσένιο [Wadding, Annales Minorum, IV, 308, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 24, σελ. 69-70, Jordan, Registres de Clement IV, αριθ. 586, σελ. 199]. Ο Αρσένιος είχε επίσης εκφράσει επιθυμία «για την υπέροχη ένωση των εκκλησιών, των Λατίνων δηλαδή και των Ελλήνων» (ad ecclesiarum, latinae videlicet et graecae, desiderabilem unionem), παρακινημένος φυσικά από τον Μιχαήλ Η΄.

[←73]

Wadding, Annales Minorum, IV, 304. Ο Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 200-1 και σημείωση 37 παραθέτει αυτό το απόσπασμα, παραλείποντας την πολύ σημαντική λέξη «nec» (ούτε) και συμπεραίνοντας λανθασμένα ότι «ο Μιχαήλ ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις». Έχει παραπλανηθεί από τον Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 448-49. Ακολουθώ την επανόρθωση των γεγονότων κατά Loenertz, «Notes…», Revue des études byzantines, XX (1962), 175-76.

O Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1267, αριθ. 72-79, τομ. XXII (1870), σελ. 214-17 παρέχει συνοπτική εκδοχή τής επιστολής Κλήμεντος τής 4ης Μαρτίου 1267, αλλά παραλείπει το απόσπασμα που αναφέρθηκε πιο πάνω, η σημασία τού οποίου προφανώς τού διέφυγε.

Για την περαιτέρω σημασία αυτής τής επιστολής βλέπε F. Vernet, «Le IIe Concile occumenique de Lyon», Dictionnaire de theologie catholique, IX, μέρος 1 (Παρίσι, 1926), στήλη 1382 και σημειώστε Roberg, Union, σελ. 58 και εξής.

[←74]

Wadding, Annales Minorum, IV, 305-6, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1267, αριθ. 75-78, τομ. xxii (1870), σελ. 215-16.

[←75]

Η βιβλιογραφία για τον Κάρολο Ανδεγαυό (Charles of Anjou) είναι φυσικά πολύ εκτεταμένη έστω και για μερική αναφορά εδώ, αλλά πρβλ. Emile G. Leonard, Les Angevins de Naples, Παρίσι, 1954, σελ. 42 και εξής, 103 και εξής και βλέπε γενικά την εξαιρετική μελέτη τού E. Jordan, Origines de la domination angevine en Italie, Παρίσι, 1909, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, σημειώνοντας ιδιαίτερα τις σελ. 405-19.

Tα έγγραφα που έχουν σχέση με την κατάκτηση τής νότιας Ιταλίας από τούς Ανδεγαυούς και τα έξι πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Καρόλου Α΄ έχουν συγκεντρωθεί από τον Giuseppe del Giudice, Codice diplomatico del regno di Carlo I. e II. d’ Angiò, ossia collezione di leggi, statuti, e privilegi … dal 1265 al 1309, 2 τόμοι σε 3, Νάπολη, 1863-1902. Ο Del Giudice δεν μπόρεσε ποτέ να εκπληρώσει τη φιλοδοξία τού τίτλου τού έργου του. Τα έγγραφά του φτάνουν μόνο μέχρι τη δεκαετία τού 1270 και λίγα περιέχουν για τις ανατολικές υποθέσεις.

Η μεγαλύτερη συλλογή Ανδεγαυών εγγράφων για αυτή την περίοδο είναι τώρα προφανώς εκείνη τού Riccardo Filangieri και των Ναπολιτάνων αρχειοφυλάκων [1 Registri della cancelleria angioina, 20 τόμοι, Νάπολη, 1950-66], που καλύπτει την περίοδο από το 1265 μέχρι τo 1279.

[←76]

Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 8 (CSHB, Βόννη, I, 359-60):

Ειδοποιούσε συχνά γι’ αυτά στέλνοντας και χρυσό στους καρδινάλιους —που ήσαν, όπως θα έλεγε ο Έλληνας, οι μεντεσέδες, με την πόρτα να είναι ο πάπας, κατά μίμηση τού Χριστού— ενώ και σε άλλους φίλους, στους οποίους είχε εμπιστοσύνη, έθετε το ζήτημα τής ικεσίας του προς τον πάπα, και ο Κάρολος εμποδιζόταν να δράσει.

«…Ταῦτά τε συχνάκις διεμήνυε καί, χρυσὸν πέμπων καδδηναλίοις—στρόφιγξιν ὁ Ἕλλην εἴποι, ὡς θύρας οὔσης τοῦ πάπα κατὰ τὴν Χριστοῦ μίμησιν— καὶ οἷς ἄλλοις ἐπίστευε φίλοις, εὔοδα τὰ τῆς πρὸς τὸν πάπαν ἱκετείας καθίστα, καὶ ὁ Κάρουλος ἐκωλύετο.»

[←77]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1267, αριθ. 66-67, τομ. xxii (1870), σελ. 211-12, Jordan, Registres de Clement IV, αριθ. 1201, σελ. 404, με συνοπτική αναφορά, Tautu, Acta … (1261- 1276), αριθ. 25, σελ. 71-72.

Πρβλ. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 204-5, ο οποίος μεταφράζει εσφαλμένα τη σημαντική παρατήρηση τού Κλήμεντος ΣΤ’ προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα [Raynaldus, σελ. 212],

«ότι εσείς ασκείτε τις εξουσίες σας στους ιεράρχες και τον κλήρο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είναι πρέπον»

(quod tu in praelatos et clerum longe maiorem quam deceat obtines potestatem).

Η αφοσίωση τού βασιλιά Λουδοβίκου Θ΄ στη Σταυροφορία είναι πολύ γνωστή και δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό εδώ, ενώ σίγουρα η παπική κούρτη έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει, χορηγώντας συγχωροχάρτια, φόρους δεκάτης και τα παρόμοια [Jordan, Registres, αριθ. 463-67, 508, 595, 841, 843, 1320, 1374, κλπ. και πρβλ. αριθ. 812-14, 825-26, 838, 1117, 1211-12. κλπ.].

Για το κήρυγμα τής σταυροφορίας στη Γαλλία από το 1264 μέχρι τo 1270, βλέπε M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V… (Studi e testi, αριθ. 129), Πόλη Βατικανού, 1947, ανατύπ. 1961, σελ. 86-97, ο οποίος πολύ σωστά παρατηρεί για τον Κλήμεντα Δ΄ ότι [ό. π., σελ. 91]

«αυτός ο πάπας από το Λανγκντόκ έχει γίνει τόσο Γάλλος, που ενδιαφέρεται πιο βαθιά για τα γεγονότα στην Ιταλία απ’ ό,τι για εκείνα τής Παλαιστίνης»

(ce pape languedocien, devenu si français, s' intéressa plus vivement aux évènements d' Italie qu' à ceux de Palestine),

κάνοντας τη «σταυροφορία» τού Καρόλου Ανδεγαυού εναντίον των Χοχενστάουφεν να πάρει τη θέση τής βοήθειας προς τα απειλούμενα λατινικά κράτη στους Αγίους Τόπους.

[←78]

Οι Jean Longnon, «Le traitée de Viterbe entre Charles 1er d' Anjou et Guillaume de Villehardouin, prince de Morée», στο Studi in onore di Riccardo Filangieri, I (Νάπολη, 1959), 309-14 και Charles Ferrat και Jean Longnon, Actes relatifs à la principauté de Morée (1289-1300), Παρίσι, 1967, σελ. 9-10, 207-11, παρέχουν το κείμενο τής σημαντικής συνθήκης τής 24ης Μαΐου 1267, η οποία παρέμενε άγνωστη μέχρι το 1942 και αδημοσίευτη μέχρι το 1959.

Πρβλ. επίσης Longnon, «Le rattachement de la principauté de Morée au royaume de Sicile en 1267», Journal des Savants, 1942, σελ. 136- 37 και L’ Empire latin (1949), σελ. 236-37.

[←79]

Chas. du Cange, Histoire de L'empire de Constantinople sous les empereurs français, επιμ. J. A. C. Buchon, 2 τόμοι, Παρίσι, 1826, I: Recueil de chartes, αριθ. 23, σελ. 455-63. Buchon, Recherehes et materiaux, μέρος I (Παρίσι, 1840), 29-37. Del Giudice, Codice Diplomatico, II, 30-44, με σημειώσεις. L. de Thalloczy, Const. Jireček και E. de Sufflay, Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia, 2 τόμοι, Βιέννη, 1913-18, I, αριθ. 253, σελ. 732, με παραπομπές σε προγενέστερες δημοσιεύσεις τής συνθήκης. Filangieri, Registri della cancelleria angioina, I (1950), 94-96, κείμενο πολύ συντετμημένο. Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 115 και Fragmentum, στο ίδιο, σελ. 173. Heyd, Hist. du commerce du Levant, μετάφρ. Furcy Raynaud. I, 433-34. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, I (1932), 44-45. Longnon, L' Empire latin, σελ. 237 και Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 197-200.

Η Bεατρίκη Ανδεγαυή και ο Φίλιππος τού Κουρτεναί δεν είχαν παντρευτεί μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 1273, έξι περίπου χρόνια μετά τη συνθήκη τού Βιτέρμπο. Ο Βαλδουΐνος Β΄ φαίνεται ότι πέθανε μερικές μέρες αργότερα και ο Φίλιππος ανέλαβε τον αυτοκρατορικό τίτλο [Longnon, ό. π., σελ. 242-43].

[←80]

Ο Κλήμης Δ΄, σε επιστολή στις 27-28 Μαρτίου 1268, ξεκαθαρίζει τη μεγάλη γνώμη που έχει για τις υπηρεσίες που θα μπορουσε να προσφέρει ο πρίγκηπας Αχαϊας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος στη επερχόμενη αντιπαράθεση τού Καρόλου Ανδεγαυού (Charles d’ Anjou) με τον Κόνραντιν [Jordan, Registres de Clement IV, αριθ. 1336, σελ. 427].

[←81]

Μεγάλη προσοχή έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στον ανταγωνισμό μεταξύ Καρόλου Ανδεγαυού και Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, για την οποία βλέπε Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 189 και εξής, 216 και εξής, κλπ. και Steven Runciman, The Sicilian Vespers, Cambridge University Press, 1958, σελ. 136 και εξής, 157 και εξής. 174 και εξής, 186-234.

Σημειώστε επίσης τη συνοπτική περιγραφή τού ιστορικού των γεγονότων που οδήγησαν στον Σικελικό Εσπερινό στον Erwin Dade, Versuche zur Wiedererrichtung der lateinischen Herrschaft in Konstantinopel im Rahmen der abendländischen Politik (1261 bis etwa 1310), Ιένα, 1938, σελ. 55 και εξής.

Scroll to Top