Σημειώσεις κεφαλαίου 17
- [←1]
-
Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 538-39, σελ. 118.
- [←2]
-
Πρβλ. Roger Sablonier, Krieg und Kriegertum in der Crònica des Ramón Muntaner, Βέρνη και Φρανκφούρτη, 1971, σελ. 15 και εξής και A. E. Laiou, Constantinople and the Latins: The Foreign Policy of Andronicus II, 1282-1328, Καίμπριτζ, Μασσ., 1972, σελ. 134-83.
- [←3]
-
Ramón Muntaner, Crònica, κεφ. 240, επιμ. Karl Lanz, Chronik des edlen En Ramon Muntaner, Στουτγκάρδη, 1844, σελ. 429-31, αριθ. L, τομ. II, σελ. 575-78.
Βλέπε και Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. John Schmitt, London, 1904, στιχ. 7270-7300, χειρόγραφο Κοπεγχάγης, σελ. 472, 474, χειρόγραφο Παρισιού, σελ. 473-75:
«Κι ἀφότου ἐπέρασεν καιρός, ἐδιάβησαν καὶ χρόνοι,
κι ἀπόθανεν ὁ μισὶρ Γγίς, τὸ ἐπίκλην ντὲ Λαρότσε,
ὁ Μέγας Κύρης σὲ λαλῶ, τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
ἐξέπεσεν ὁ τόπος του κ᾿ ἡ ἀφεντία ὅπου εἶχεν
τοῦ κόντου Γατιέρη τοῦ υἱοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κόντου Οὕγγου,
ἐκεινοῦ γὰρ τοῦ ἐπαινετοῦ στρατιώτου ὅπου σὲ λέγω,
ὅστις ἦτον ἐξάδελφος τοῦ μισὶρ Γγῆ ἐκείνου.
Κι ὡς ἦλθεν κ᾿ ἐπαράλαβεν τὸ Μεγαλοκυρᾶτο,
κ᾿ ἐγίνη δοῦκας Ἀθηνῶν, ἀφέντης κληρονόμος.
Κι ὡς ηὗρε ὅτι εἴχασιν ἐλθεῖ ἐτότε οἱ Κατελᾶνοι,
ὅπερ γὰρ τοὺς ἐλέγασιν κ᾿ ἐκράζασιν Κουμπάνια,
ἐκεῖσε εἰς τὸν Ἁλμυρόν, ὅπερ τοὺς εἶχεν φέρει
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ μισῖρ Γγὶς ἐκεῖνος
εἰς λογισμὸν καὶ συμφωνίες νὰ ἐλθοῦν στὸν Μορέαν,
τὸν τόπον νὰ κερδίσουνε, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ
διὰ τὴν ὁμόζυγον αὐτοῦ ὅπου ἦτον κληρονόμος,
ἐκείνην ὅπου ὠνόμαζαν κ᾿ ἐκράζασιν Μαάτην –
ὁ πρίγκιπας ὁ Τάραντος ἐκράτει τὸ ἰγονικόν του,
τὸ πριγκιπᾶτο Ἀχαΐας μὲ τρόπον ἀδικίας.
Λοιπόν, ὡς ηὕρηκεν ἐκεῖ μυσὶρ Γατιέρης ὁ δοῦκας
ὅτι εἴχασιν ἐλθεῖ ἐκεῖ ἐκείνη ἡ Κουμπάνια
κ᾿ εἶχαν μετ᾿ αὔτους ἑνομοῦ Τούρκους χιλίους καὶ πλέον,
ἐσυμβιβάστην μετ᾿ αὐτοὺς μὲ συμφωνίες μεγάλες
νὰ μάχωνται τὴν Ρωμανίαν καὶ τὴν Βλαχίαν ἐπάρουν.
Καὶ ὅσον ἐκερδίσασιν τοῦ Δομοκοῦ τὸ κάστρον,
ἐσέβησαν εἰς σκάνταλα κ᾿ εἰς μάχην γὰρ μεγάλην.
Οἱ Κατελᾶνοι ἐσύμπεφταν δουλωτικὰ εἰς τὸν δοῦκαν·
κ᾿ ἐκεῖνος ἀπὸ ἀλαζονείας, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι,
κι ἀπὸ κακῆς του γὰρ βουλῆς ὅπερ τοῦ ἐδῶκαν ἄλλοι,
ἐβάλθη κ᾿ ἐπολέμησε τὸν πόλεμον ἀχάσε,
ἐπιάστην εἰς τὸν πόλεμον, τὴν κεφαλήν του ἔκοψαν,
ἐπῆραν καὶ τὸν τόπον του τὸ Μεγαλοκυρᾶτο,
καὶ εἶναι ἀφέντες σήμερον εἰς αὖτο ἡ Κουμπάνια.»Βλέπε επίσης Libro de los fechos, Morel-Fatio (επιμ.), παρ. 546-54, σελ. 119-21, καθώς και για άλλες πηγές με λεπτομερείς αναφορές στους Γεώργιο Παχυμέρη, Νικηφόρο Γρηγορά, Θεόδουλο Μάγιστρο και άλλους βλέπε K. M. Setton, Catalan Domination of Athens, 1311-1388, αναθ. εκδ., Λονδίνο: Variorum, 1975, σελ. 3-12 και γενικά πρβλ. Setton, Los Catalanes en Grecia, Βαρκελώνη: Ayma, 1975, σελ. 7 και εξής, 40-41.
Ο Γκωτιέ Α΄ ηττήθηκε από τούς Καταλανούς όχι στις βαλτώδεις όχθες τού ποταμού Κηφισού στη Βοιωτία, όπως μάς λένε οι Muntaner και Γρηγοράς, αλλά κοντά στον Αλμυρό τής Θεσσαλίας, όπως αναφέρει ο Marino Sanudo σε επιστολή Μαρτίου 1327, η οποία φαίνεται ότι παρέμενε άγνωστη μέχρι τη δημοσίευσή της από τον Aldo Cerlini, «Nuove Lettere di Marino Sanudo il Vecchio», La Bibliofilia, XLII (1940), 321-59.
O Sanudo τοποθετεί τη μάχη «στον Αλμυρό» (ad Almiro) [στο ίδιο, σελ. 352], αλλά ολόκληρη η επιστολή του είναι πολύ διαφωτιστική και έχει ξεφύγει από την προσοχή των ιστορικών για δεκαετίες. Βλέπε David Jacoby, «Catalans, Turcs et Venitiens en Romanie (1305-1332): Un nouveau temoignage de Marino Sanudo Torsello», Studi medievali, 3η σειρά, XV (1974). 223-30 και πρβλ. Raymond J. Loenertz, Les Ghisi, dynastes vénitiens dans l’ Archipel (1207-1390), Φλωρεντία, 1975, σελ. 121-22.
Ο ακριβής προσδιορισμός τού πεδίου τής μάχης περιπλέκεται λίγο από το γεγονός ότι κατά τον Μεσαίωνα υπήρχαν «δύο Αλμυροί». Πρβλ. Tafel και Thomas, Urkunden, I (1856, ανατύπ. 1964), έγγραφο lxxxv, σελ. 266, με ημερομηνία Νοεμβρίου 1199 και A. Carile, «Partitio terrarum imperii Romanie», Studi venetiani, VII (1965), 222. Παρά το γεγονός ότι ο σημερινός Αλμυρός ιδρύθηκε μόλις στις αρχές τού 17ου αιώνα, βρίσκεται προφανώς επί ή κοντά στον χώρο των δύο μεσαιωνικών Αλμυρών. Πρβλ. N. I. Γιαννόπουλος, «Χριστιανικαί Ἐπιγραφαί Θεσσαλίας», Bulletin de correspondance hellenique, XXIΙΙ (1899), 396 και εξής, τού ιδίου, «Οἱ δύο μεσαιωνικοί Ἀλμυροί και ὁ νῦν», Ἐπετηρίς Παρνασσοῦ, VIII (1904), 65-92, Γ. A. Σωτηρίου, «Αἱ χριστιανικαί Θῆβαι τῆς Θεσσαλίας», Άρχαιολογική Ἐφημερίς, 1929, σελ. 5-6, σημείωση 2 και Carile, στο Studi veneziani, VII, 284.
Όσο για τη βαλλίστρα (crossbow), ο Muntaner λέει ότι «οι Καταλανοί είναι οι καλύτεροι βαλλιστές στον κόσμο» (los Cathalans son los pus subirans ballesters del mon) [Cronica, κεφ. 130, επιμ. Lanz (1844), σελ. 244. επιμ. «E.B.» (Enric Bogue), 9 τόμοι, Βαρκελώνη, 1927-52, IV, 40]. Η δήλωση γίνεται σε σχέση με τις ναυμαχίες τού έτους 1285. Ίσως οι Καταλανοί βαλλιστές ήσαν «οι καλύτεροι στον κόσμο», αλλά θα πρέπει κανείς να θυμάται ότι ο Muntaner ήταν πολύ μεροληπτικός υπέρ των συμπατριωτών του. Σε κάθε περίπτωση, το όπλο τους αποτελούσε ακόμη μάλλον πρωτόγονη κατασκευή. Ο Muntaner δεν αναφέρει τη χρήση του από την Καταλανική Εταιρεία το 1311. Αν και η «βαλλίστρα» ήταν γνωστή από την αρχαιότητα [Hermann Diels, Antike Technik, 2η έκδοση, Λειψία και Βερολίνο, 1920, σελ. 94 και εξής, A. R. Hall, «Military Technology», στο Charles Singer et al. (επιμ.), A Histoiy of Technology, II (Οξφόρδη, 1956), 707-9], η ατσάλινη βαλλίστρα με μηχανισμό με γάντζο και καστάνια που λύγιζε το τόξο, ένα θανατηφόρο όπλο, φαίνεται ότι δεν υπήρχε πριν τα τέλη τού 14ου αιώνα [Hall, στο ίδιο, σελ. 723 και πρβλ. Lynn White, Jr., Medieval Technology and Social Change, Οξφόρδη, 1962, σελ. 111] και προφανώς δεν χρησιμοποιήθηκε στη μάχη, με την οποία οι Καταλανοί κέρδισαν το δουκάτο των Αθηνών.
- [←4]
-
Marino Sanudo Torsello, Ep. iii (γραμμένη το 1325) στο Jacques Bongars, Gesta Dei per Francos, 2 τόμοι σε 1, Hanau, 1611, II, 293 και Antoni Rubió i Lluch, Diplomatari de l’ Orient català, Βαρκελώνη, 1947, έγγραφο cxxix, σελ. 159-61 (αναφερόμενο εφεξής ως Dipl.).
- [←5]
-
Η ιστορία των καταλανικών κρατών στην Ελλάδα, μαζί με συζήτηση των έργων τού μεγάλου Καταλανού ιστορικού Antoni Rubió i Lluch (1855-1937), υπάρχει στο Setton, Catalan Domination of Athens, αναφορά στο οποίο γίνεται σε προηγούμενη σημείωση. Συνοπτικότερες περιγραφές παρέχονται στο Setton, «The Latins in Greece και the Aegean from the Fourth Crusade to the End of the Middle Ages» στο Cambridge Medieval History, IV, μέρος 1 (1966), 411 και εξής, με εκτεταμένη βιβλιογραφία στο ίδιο, σελ. 908-38, στο «Catalan Society in Greece in the Fourteenth Century» [στον τόμο που είναι αφιερωμένος στον εκλιπόντα Βασίλη Λιούρδα, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ. 241-84] και στο «The Catalans in Greece, 1311-1380» και «The Catalans and Florentines in Greece, 1380-1462» [στο Setton και H. W. Hazard (επιμ.), A History of the Crusades, III (Madison, Milwaukee και Λονδίνο, 1975), 167-277]. Ασχολούμενος με τούς Καταλανούς στην παρούσα εργασία έχω υιοθετήσει ή προσαρμόσει αριθμό αποσπασμάτων από τις προηγούμενες αυτές δημοσιεύσεις και για επαναλήψεις στυλ, σκεπτικού και περιεχομένου ζητώ συγνώμη από τον αναγνώστη.
Μεταξύ των γενικών ιστοριών τής Καταλωνίας, που πρέπει να αναφερθούν ως υπόβαθρο, θα σημείωνα μόνο τούς Ferran Soldevila, Historia de Catalunya, 3 τόμοι, Βαρκελώνη, 1934-35 (αναθ. εκδ. 1962) και J. Lee Shneidman, The Rise of the Aragonese-Catalan empire (1200-1350), 2 τόμοι, Νέα Υόρκη, 1970.
- [←6]
-
Πρβλ. Dipl., έγγραφα liii, ccxclv, σελ. 67-69, 282-83 με χρονολογία 1312 (;) και 1367 και σημειώστε επίσης έγγραφα cccxci, cdxxxiii[σελ. 476-77, 508]. Ακίνητη περιουσία και φεουδαρχικά εισοδήματα έπρεπε να επιφυλάσσονται μόνο για «ενόπλους άνδρες» (gents d’armes) οι οποίοι μπορούσαν να υπερασπιστούν το κράτος.
- [←7]
-
Tα καθήκοντα τού γενικού εκπρόσωπου, ο οποίος περιγράφεται ως «αντιβασιλέας και υποδιοικητής» (viceregius et locumtenens), σκιαγραφούνται σε μεταγενέστερο έγγραφο στον Rubió i Lluch, Diplomatari, έγγραφο ccclxxiv, σελ. 455-56, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1379.
- [←8]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccxc, σελ. 472.
- [←9]
-
R. J. Loenertz, «Athenes et Neopatras: Regestes et notices pour servir a l’ histoire des duches Catalans (1311-1394)», Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV (1955), 165.
- [←10]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cclxiii, σελ. 346-47, cclxxiii, σελ. 357-58, ccxcv, σελ. 383-84, cccxxxiii, σελ. 420- 21.
- [←11]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cclxxxi, σελ. 365, cclxxxiii, σελ. 367, cclxxxvi, σελ. 371, cccxxii, σελ. 410, cccxxxix, σελ. 427, 428, cccxliv, σελ. 432, cccxlv, σελ. 433. cccxlvi, σελ. 433, 434 και άλλα: «στρατιωτικός διοικητής ή πολιτικός διοικητής, αξίωμα πολιτικού διοικητή ή στρατιωτικού διοικητή» (capitaneus sive vigerius, vigerie seu capitanie officium).
- [←12]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclxxiii, σελ. 357 και αλλού: «αξίωμα πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή» (officium vigerie et capitanie). Οι μορφές και και ή εμφανίζονται κάποιες φορές στο ίδιο έγγραφο [π.χ. Dipl., αριθ. cccxxxix, cccxli, cccxliv].
- [←13]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclxiii, σελ. 346-47, με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1366. Ο Ιωάννης ντε Μπονακόλσι διορίστηκε καστελλάνος Λιβαδειάς την ίδια στιγμή [στο ίδιο, έγγραφο cclxii].
- [←14]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccclv, σελ. 441-42, με ημερομηνία 10 Απριλίου 1375. Πρβλ., στο ίδιο, έγγραφα ccciii, ccclvi, ccclxiv και cclxxxiii.
- [←15]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclxxiii, σελ. 358.
- [←16]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccxliii, σελ. 431, με ημερομηνία 1374 και αλλού:
«… για τη φρούρηση τής πρωτεύουσας … τού δουκάτου, που υπαγορεύει ρητά, ότι πολιτικοί διοικητές και καστελλάνοι μπορούν να συνεχίσουν στο ίδιο αξίωμα μόνο για τρία χρόνια…».
(… pro observancia capitulorum … ducatuum que dictant expresse vigerios et castellanos eorumdem tantum per triennium in eisdem officiis duraturos…)
- [←17]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxii, σελ. 172, επιστολή τού Δον Αλφόνσο Φαντρίκε προς τον βασιλιά Αλφόνσο Δ΄ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας (πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1336), γραμμένη στη Θήβα στις 15 Απριλίου χωρίς ένδειξη έτους.
- [←18]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclxvi, σελ. 348-49.
- [←19]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català. Το έγγραφο cclxxxix, σελ. 374-75, με χρονολογία 1367 καθιστά σαφές ότι η Λιβαδειά, η Νεοπάτρα και το Σιδηρόκαστρο ανήκαν στη βασιλική επικράτεια, ενώ το έγγραφο cccxxxiv, σελ. 422, με χρονολογία 1372 δείχνει ότι σε αυτήν ανήκε επίσης το κάστρο των Αθηνών.
- [←20]
-
Το «κάστρο Θηβών» (castrum d’Estives) εμφανίζεται για πρώτη φορά στα καταλανικά έγγραφα μόλις τον Οκτώβριο τού 1400 [Dipl., έγγραφο dclxi, σελ. 687]. O Antoine Bon, «Forteresses medievales de la Grece centrale», Bulletin de correspondance hellenique, LXI (1937), 188-89 έχει προτείνει ότι η λέξη «castrum» μπορεί να σημαίνει μόνο οχυρωμένο τόπο σε αυτό το κείμενο, όπως η ελληνική λέξη «κάστρο», αλλά αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο.
- [←21]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cccxxviii, cccxxxiii, cccxli, cccxlvi, ccclxxiii, ccclxxvi, ccclxxxiii.
- [←22]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cclxxiii, cccxxv-cccxxvii, cccxxxix, cccxliii-cccxlv, ccclxxii, ccclxxxiii, cdlxxvii.
- [←23]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο liii, σελ. 67-69.
- [←24]
-
Bλέπε γενικά David Jacoby, «La ‘Compagnie catalane’ et l’état Catalan de Grèce», Journal des Savants, 1966, σελ. 99-102.
- [←25]
-
Για παράδειγμα στις 22 Ιουνίου 1361 ο Φρειδερίκος Γ΄ εφοδίασε κάποιον Φερντινάντ ντε Ζαγκούντα με ετήσιο εισόδημα από τον «δασμό ή φόρο σε κερί» [Dipl., έγγραφο ccxlvi, σελ. 328. Σπ. Π. Λάμπρος, Έγγραφα, Aθήνα, 1906, μέρος IV, έγγραφο 100, σελ. 349-50]. Παρεμπιπτόντως το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει αναφορά σε «ορισμένα σπίτια που κατασκευάστηκαν στην πόλη των Θηβών», τη μόνη γνωστή αναφορά σε νέα οικοδομήματα στο αθηναϊκό δουκάτο κατά τη διάρκεια τής καταλανικής εποχής. Για άλλες προσόδους που πληρώνονταν από εισοδήματα που προέκυπταν από τον θηβαϊκό δασμό σε κερί, βλέπε Dipl., έγγραφα cccx, cccliv, σελ. 396-97, 440-41, με ημερομηνία 1368 και 1375, τα οποία παρέχονται επίσης στον Λάμπρο, Έγγραφα, μέρος IV, έγγραφα 72, 52-53, 57, σελ. 313, 291-92, 299.
- [←26]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccliv, σελ. 440-41, με ημερομηνία 9 Απριλίου 1375:
«… από δικαιώματα χρεών ενοικίων και καταβάλλονται συνήθως ετησίως σε κερί, τόσο από τούς Αρμένιους που ζουν στην πόλη τής Θήβας … όσο και από οποιουσδήποτε άλλους κατοικούν σε σπίτια τής δουκικής αυλής μας στην ίδια πόλης τής Θήβας …».
(… ex juribus censualium debitorum et solvi consuetorum tam per Armenitos degentes in civitate Thebarum … quam per quoscumque alios habitantes in domibus nostre ducalis curie eiusdem civitatis Thebarum annis singulis in cera…)
- [←27]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccc, σελ. 388, χρονολογημένο σωστά στο 1362. Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος IV, έγγραφο 2, σελ. 234: «… απαλλαγμένο από τον φόρο γης που είχε παραχωρηθεί στην αυλή μας…» (… soluto jure terragii nostram curiam contingente…).
- [←28]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclxxiv, σελ. 358-59, έγγραφο ccxcii, σελ. 380-81 και άλλα.
- [←29]
-
Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 30, σελ. 46-47, 48, C. Digard, Les Registres de Boniface VIII, III (Παρίσι, 1921), αριθ. 4127, στήλες 125-28.
- [←30]
-
«… per vostres gens Cathalans et Aragoneses qui son ja en Romania qui han subjugades moltes terres…» [Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lii, σελ. 65-66]. Για κάποιες καταλανικές σταυροφορικές ιδέες, ιδιαίτερα εκείνες τού Ramón Lull, βλέπε A. S. Atiya, The Crusade in the Later Middle Ages, Λονδίνο, 1938, σελ. 74 και εξής, A. Gottron, Ramón Lulls Kreuzzugsideen, Βερολίνο και Λειψία, 1912 και E. Allison Peers, Ramón Lull, Λονδίνο, 1929, passim.
Για τα διάφορα σχέδια και συμμαχίες με τούς βασιλείς τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, που έγιναν για σταυροφορία εναντίον τής Γρανάδας κατά τη διάρκεια τού πρώτου τρίτου τού 14ου αιώνα, βλέπε Joaquim Miret y Sans, «Negociacions Diplomatiques d’ Alfons III de Catalunya-Arago ab el rey de Franca per la croada contra Granada (1328-1332)», στο Anuaris de l’ Institut d Estudis Catalans, 1908, σελ. 265-336, με εικοσιέξι έγγραφα και Gottfried Dürrholder, Die Kreuzzugspolitik unter Papst Johann XXII. (1316-1334), Στρασβούργο, 1913, σελ. 77-102.
Για τον προηγούμενο αιώνα βλέπε Robert Ignatius Burns, The Crusader Kingdom of Valencia. Reconstruction on a Thirteenth-Century Frontier, 2 τόμοι, Καίμπριτζ, Μασσ., 1967 και Islam under the Crusaders: Colonial Survival in the Thirteenth-Century kingdom of Valencia, Πρίνστον, N.J., 1973, με εκτεταμένες βιβλιογραφίες.
- [←31]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lvi, σελ. 71-72, Regestum Clementis Papae V [Ρώμη, 1885-1888], annus septimus, αριθ. 7890, σελ. 72-73.
- [←32]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lvii, σελ. 72, Reg. Clem. V, annus septimus, αριθ. 7891, σελ. 73.
- [←33]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lviii, σελ. 73, Reg. Clem. V, annus septimus, αριθ. 8597, σελ. 238.
- [←34]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lix, σελ. 73-74, γραμμένο στο μοναστήρι τού Le Groseau στις 13 Ιουλίου 1312, Reg. Clem. V, annus septimus, αριθ. 8138, σελ. 125 και πρβλ. R. J. Loenertz, «Athenes et Neopatras: Regestes et documents pour servir a l’ histoire ecclesiastique … .», Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII (1958), αριθ. 7, σελ. 32. Ο Στέφανος πήρε το ωμοφόριο (pallium) στις «VI Kal. Sept. anno septimo (27 Αυγούστου 1312)», σύμφωνα με τα Diplomatari, έγγραφο li, σελ. 65, όπου η παπική επιστολή χρονολογείται λάθος στις 8 Σεπτεμβρίου 1311. Υπάρχει με σωστή ημερομηνία 27 Αυγούστου στο Reg. Clem. V, annus septimus, αριθ. 8489, σελ. 211 και με λανθασμένη 12 Αυγούστου στον Loenertz, ό. π., αριθ. 8, σελ. 32.
- [←35]
-
Πρβλ. γενικά J. Gauthier, «Othon de la Roche, conquerant d’Athènes et sa famille (1217-1335)», Académie des sciences, belles-lettres, et arts de Besançon, 1880, σελ. 139-55. Η επιστολή τού Κλήμεντος Ε΄ προς τον επίσκοπο Γκωτιέ, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1313, αναφέρεται στον «εκλιπόντα Γκωτιέ, δούκα Αθηνών, από το οποίου το γένος λέγεται ότι κατάγεστε» (quondam Galterus, dux Athenarum, de cuius genere originem traxisse diceris) [Dipl., έγγραφο lxii, σελ. 77].
- [←36]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxii, σελ. 77-78, Reg. Clem. V, annus octavus, αριθ. 9153, σελ. 131-32.
- [←37]
-
Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 31, σελ. 52, με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1310, Reg. Clem. V, annus quintus, αριθ. 5768, σελ. 235.
- [←38]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxiv, σελ. 80-81, Reg. Clem. V, annus nonus, αριθ. 10167, σελ. 45, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1314, αριθ. 9 (τομ. V (1750), σελ. 22, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 32, σελ. 53 και πρβλ. Dipl., έγγραφο lxvi, σελ. 83 και άλλα.
- [←39]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxiii, σελ. 78-79, Reg. Clem. V, annus nonus, αριθ. 10166, σελ. 44-45.
- [←40]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxv, σελ. 81-82. Reg. Clem. V, annus nonus, αριθ. 10168, σελ. 46-47. Δυστυχώς η παπική επιστολή δεν προσδιορίζει αυτά τα κάστρα και τούς τόπους, αλλά ήσαν πιθανώς στην Αργολίδα.
- [←41]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxvi, σελ. 82-83, H. Finke, Acta Aragonensia, II (1908), 749-51.
- [←42]
-
Los Anales historicos de los reyes de Aragon, II (Salamanca, 1684), κεφ. 6, αριθ. 7-9, σελ. 61V-62T, αναφερόμενο από τον Setton, Catalan Domination of Athens (1975), σελ. 26. O Rubió i Lluch έψαχνε μάταια για το κείμενο τής υποτιθέμενης απάντησης τού βασιλιά Ιάκωβου στο Arch. Cr. Aragon στη Βαρκελώνη [Dipl., σελ. 84, σημείωση], αλλά φαίνεται ότι μάλλον βρισκόταν σε συμφωνία, όπως είχε ίσως υπενθυμίσει στον πάπα ο Ιάκωβος, με τις παρατηρήσεις των ίδιων των παπικών αντικαγκελλαρίων, για την πιθανή χρησιμότητα τής Εταιρείας εναντίον μη-Καθολικών στην Ανατολή [Dipl., έγγραφο lII, σελ. 66].
- [←43]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxvii, σελ. 84. Την ίδια μέρα ο Ιάκωβος Β΄ έγραψε στον Φίλιππο τον Καλό τής Γαλλίας για τη «σφοδρή δυσαρέσκειά του» με την καταλανική κατάκτηση και για τις εντολές που είχε δώσει στους Καταλανούς, να εγκαταλείψουν το δουκάτο των Αθηνών στους νόμιμους κληρονόμους του [Dipl., έγγραφο lxviii, σελ. 84-85].
- [←44]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxxii, σελ. 90, με ημερομηνία 27 Μαρτίου 1314 και πρβλ. στο ίδιο, έγγραφο lxxiii, σελ. 91.
- [←45]
-
Πρβλ. Giuseppe Giomo, I “Misti” del Senato della Repub[b]lica veneta, 1293-1331, Βενετία, 1887, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1970, σελ. 11 και Archivio veneto, XVII (1879), 136, απόσπασμα από τούς τίτλους τού χαμένου πέμπτου μητρώου των Misti (Μικτών). Οι τίτλοι αυτοί έχουν αναδημοσιευτεί από τούς R. Cessi και Ρ. Sambin, Le Deliberazioni del Consiglio dei Rogati (Senato), serie «Mixtorum», I (libri i-xiv), Βενετία, 1960 (πρβλ. πιο πάνω, Κεφάλαιο 9, σημείωση 81).
- [←46]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο xciii, σελ. 112-13.
- [←47]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο xciv, σελ. 113-14.
- [←48]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο xcv, σελ. 114-15, Byzantis, II (1911 1912), 298-99. Όμως η καταλανική πειρατεία στα νησιά τού Αρχιπελάγους δεν σταματούσε. Πρβλ. Dipl., έγγραφα xcvi, ccii. Βλέπε W. Heyd, Hist. du commerce du Levant, μετάφρ. Furcy Raynaud, I (Λειψία, 1885, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1967), 538.
Στις 26 Ιουνίου ο βαΐλος τού Νεγκροπόντε έγραφε στο δόγη αναλυτικά για την καταλανική πειρατεία και δήλωνε ότι γνώριζε για δύο τουλάχιστον εξοπλισμένα πλοία στον Πειραιά, που επρόκειτο να μεταφέρουν δύο Καταλανούς απεσταλμένους στη βυζαντινή αυλή και δύο άλλους στους εμίρηδες τής Μικράς Ασίας, στην «Τουρκία» (Turchia) [Dipl., έγγραφο xcviii, σελ. 117-19]:
«… μάθαμε από αξιόπιστα πρόσωπα, ότι η Αθήνα εξοπλίζει ένα πλοίο με 48 κουπιά …, ότι η Αθήνα εξοπλίζει άλλο ένα πλοίο …».
(… habuimus pro certo per personam fide dignam quod Athenis armatum est unum lignum a quadraginta octo remis …, quod armatur Athenis etiam unum aliud lignum…)
- [←49]
-
Στις 13 Απριλίου 1318 ο Τζιοβάννι Σοράντσο πληροφόρησε τον βασιλιά Ροβέρτο τής Νάπολης, τον πρίγκηπα Φίλιππο τού Τάραντα και των Ιωάννη τής Γκράβινα, τότε πρίγκηπα Αχαϊας, ότι είχε στείλει απεσταλμένο στη Σικελία [Dipl., έγγραφο xcii, σελ. 111]. Ο βασιλιάς και οι δύο αδελφοί του είχαν διαμαρτυρηθεί στη Βενετία για τις συνεχιζόμενες προσβολές τού Δον Αλφόνσο εναντίον τους, καθώς και εναντίον τής Δημοκρατίας [στο ίδιο, κείμενα lxxxix–xci και πρβλ. έγγραφο xcvii].
- [←50]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ciii, σελ. 124-27, G. M. Thomas, Dipl. ven.-lev., I (Βενετία, 1880, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1965), αριθ. 64, σελ. 110-13. Πρβλ. Setton, Catalan Domination, σελ. 34.
- [←51]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο civ, σελ. 127-28, Thomas, Dipl ven.-levant., I, αριθ. 65, σελ. 113-14. Οι ενετικοί όροι για ειρήνη που παρουσιάστηκαν στους Σικελούς απεσταλμένους στις αρχές τού χειμώνα τού 1318 και η δήλωση των όρων από τον δόγη για να τούς μεταφέρουν οι απεσταλμένοι στον Φρειδερίκο Β΄ υπάρχουν στον Rubió, Dipl., κείμενα cvi–cvii, σελ. 129-31 και in Thomas, Dipl. ven.-levant., I, αριθ. 66-67, σελ. 115-17. Ο δόγης επέμενε ότι οι Καταλανοί δεν έπρεπε να διατηρούν «σκάφη εφοδιασμένα με κουπιά» (ligna a remis) στο αθηναϊκό δουκάτο [Rubió, ό. π., σελ. 130].
- [←52]
-
Το κείμενο τής συνθήκης τού 1319 έχει τυπωθεί συχνά, πιο πρόσφατα στο Rubió i Lluch, Diplomatari, έγγραφο cix, σελ. 132-34.
- [←53]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cxvi, cvii, σελ. 141-44, 196-200.
- [←54]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cxvi, cvii, σελ. 142, 198.
- [←55]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclviii, σελ. 341-42, με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1365 και Setton, Catalan Domination of Athens (1975), σελ. 34-35, 60-61.
- [←56]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cv, σελ. 128.
- [←57]
-
Hopf στο Ersch και Gruber, Encykl., τομ. 85 (1867), σελ. 413 (ανατύπ. I960, 1, 347), ο οποίος είναι μάλλον ακριβής, αλλά δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την επιστολή τού δόγη προς τούς Ανδεγαυούς ηγεμόνες στις 13 Απριλίου 1318, η οποία υποδεικνύει ότι στο μυαλό τού δόγη υπήρχε κάποια αμφιβολία κατά πόσον θα πετύχαιναν οι Ενετοί να ελέγξουν τον Δον Αλφόνσο ασκώντας πίεση στον πατέρα του [πρβλ. Rubió, Dipl., σελ. 111]. H περιγραφή τού Hopf φαίνεται να δείχνει ότι οι διαπραγματεύσεις ήσαν μάλλον πιο προχωρημένες απ’ όσο μπορεί να θεωρηθεί από τα έγγραφα στις 2 Σεπτεμβρίου 1318 [πρβλ. Hopf, ό. π., τομ. 85, σελ. 415 (ανατύπ. 1, 349) και Dipl., κείμενα ciii-civ].
- [←58]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα c–ci, με ημερομηνία 16 και 26 Ιουλίου 1318.
- [←59]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cx, σελ. 134-35, G. Mollat και G. de Lesquen, Jean XXII (1316-1334). Lettres communes, II (Παρίσι, 1905), αριθ. 9879, σελ. 421.
- [←60]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο xcviii, σελ. 117, με ημερομηνία 26 Ιουνίου. 1318: «… ο κύριος Αλφόνσο, ο οποίος είναι στην Αθήνα…» (…dominus Alfonsus, qui est Athenis…).
- [←61]
-
Πρβλ. Hopf, Storia di Karystos, μετάφρ. G. B. Sardagna, Βενετία, 1856, σελ. 32-34 και Hopf, στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 412 (ανατύπ. 1,346).
- [←62]
-
Muntaner, Cronica, κεφ. 243, επιμ. Lanz, σελ. 434-35, μετάφρ. Hakluyt Society, II, 582, τελευταία αναφορά τού Muntaner στους Καταλανούς στο αθηναϊκό δουκάτο [πρβλ. Rubió i Lluch, Paquimeres i Muntaner (1927), σελ. 22].
- [←63]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ciii, σελ. 126, Thomas, Dipl. ven.-levant., I (1880), αριθ. 64, σελ. 112-13.
- [←64]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο xciv, σελ. 113-14. Πρβλ. Loenertz, Les Ghisi (1975), σελ. 138-41.
- [←65]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cvi, σελ. 129, Thomas, Dipl ven.-levant., I, αριθ. 66, σελ. 115.
- [←66]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cxxx-cxxxii, σελ. 161-64, με ημερομηνία 3-4 Μαρτίου 1326. Πρβλ. Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 413, 415, 416, 425 (ανατύπ. I960, I, 347, 349, 350, 359. Τον Δεκέμβριο τού 1326 η Γερουσία έδωσε εντολή στον βαΐλο τού Νεγκροπόντε να μην επιτρέψει στη Μαρούλλα και στον σύζυγό της να μπουν στην πόλη [R. Cessi and P. Sambin, Le Deliberationi del Consiglio dei Rogati [Senato] serie «Mixtorum», I (1960), αριθ. 38-40, σελ. 326-27]. Bλέπε γενικά Jacoby, στο Studi medievali, 3η σειρά, XV (1974), 242-43, 248-51, ο οποίος δεν πιστεύει ότι είχε αποκληρωθεί ο Θωμάς τής Βερόνα και πρβλ. Loenertz, Les Ghisi, (1975), σελ. 114-15, 146-49.
- [←67]
-
Marino Sanudo Torsello, επ. xvi (γραμμένη το 1326), στο Jacques Bongars, Gesta Dei per Francos, II (Χάναου, 1611), 307:
«… έχω γράψει για τον αλυσιδωτό κίνδυνο που υφίστανται τα εδάφη και τα νησιά που υπάγονται στο πριγκηπάτο τού Μορέως, τόσο από τούς Τούρκους όσο και από αυτούς τής Εταιρείας, που κατέχουν το δουκάτο των Αθηνών…».
(… scripsi seriatim periculum quod incumbit terris et insulis subiectis principatui Amoreae tam per Turchos quam per illos de Compagna, qui tenent ducatum Athenarum…)
Ο Sanudo αναφέρεται προφανώς στους Tούρκους των εμιράτων τής Aνατολίας, για τούς οποίους γράφει στην επ. xvii (1327) [στο Bongars, II, 309]:
«Οι Τούρκοι επίσης, χειρότεροι από τούς Σαρακηνούς, που μένουν στη Μικρά Ασία, μολύνουν πολύ τα νησιά τής Ρωμανίας και ιδιαίτερα τα νησιά κοντά στο πριγκηπάτο Αχαΐας».
(Turchi etiam, pessimi Saraceni, qui morantur in minori Asia, infestant valde insulas Romaniae, et maxime insulas quae pertinent ad principatum Achaiae)
Σημειώστε επίσης ep. V (1326) [στο Bongars, II, 298], στην οποία ο Sanudo επίσης αναφέρεται στους κινδύνους που αντιπροσώπευαν για τα νησιά οι Tούρκοι και οι Καταλανοί, εναντίον των οποίων το ενετικό Νεγκροπόντε χρειαζόταν ειδική προστασία. Ο Sanudo αναφέρεται στο τουρκικό πρόβλημα αρκετές φορές και παρεμπιπτόντως θρηνεί για τις συναλλαγές των Ιωαννιτών με χριστιανούς πειρατές στο νησί τής Ρόδου [ep. xxi, στο Bongars, II, 314, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1329]. Πρβλ. την επιστολή τού Sanudo στο Cerlini, La Bibliofilia, XLII (1940), 350 και Jacoby, στο Studi medievali, XV, 251-54.
Για τη (μεταγενέστερη) αγορά τής Καρύστου από τούς Ενετούς, η οποία αναφέρεται στο κείμενο, βλέπε Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλο 129, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1366 και Lettere segrete del Collegio (1363-1366), φύλλο 182, με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 1366. Tο κάστρο τής Καρύστου (castrum Caristi) στοίχισε στη Δημοκρατία 6.000 δουκάτα.
- [←68]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccxciv, σελ. 482-85. Tο τελευταίο έγγραφο που αναφέρεται στον Δον Αλφόνσο ως γενικό εκπρόσωπο, praesidens in ducatu Athenarum, έχει ημερομηνία 4 Μαρτίου 1326 [στο ίδιο, έγγραφο cxxxii, σελ. 163-64].
- [←69]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxlvii, σελ. 184, με ημερομηνία 13 Ιουλίου 1329: «Μείνε μακριά από αυτούς τούς Καταλανούς, γιατί είναι κακοί άνθρωποι, επειδή έχουν ένα πλοίο φορτωμένο με σκλάβους, που έχουν κλέψει από τα νησιά» (Custodies te ab istis Catellanis, quia ipsi sunt mali homines, quia habent eius lignum caricatum de sclavis rundo furando per insulas).
- [←70]
-
O Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 10, σελ. 105 σημειώνει ότι τα Φάρσαλα, ο Δομοκός και το Γαρδίκι δεν εμφανίζονται στα καταλανικά έγγραφα που έχουν σχέση με τα δουκάτα και έτσι πρέπει να είχαν χαθεί νωρίς. Επίσης τα Λεχώνια (Liconia) δεν εμφανίζονται στα έγγραφα. Όμως, όπως σημειώνει ο Marino Sanudo στην επιστολή του τον Μάρτιο τού 1327, οι Καταλανοί κατείχαν μέχρι τότε τη Νεοπάτρα, «η οποία είναι αρχιεπισκοπική έδρα και ήταν πρωτεύουσα τής Θεσσαλίας» (Bλαχίας), το Λιδωρίκι, τα Φάρσαλα, τον Δομοκό, την ενδοχώρα τού Αλμυρού, το Σιδηρόκαστρο, το Ζειτούνιον και το Γαρδίκι [A. Cerlini, «Nuove Lettere di Marin Sanudo», La Bibliofilia, XLII (1940), 351].
- [←71]
-
Για την απώλεια των Νεοπατρών από τούς Καταλανούς πρβλ. Dipl., κείμενα ncxxvi–ncxxvii,. σελ. 656-57, με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1390.
- [←72]
-
H. D’Arbois de Jubainville, Catalogue d’actes des comtes de Brienne (950-1356), Παρίσι, 1872, αριθ. 216, σελ. 45. André Duchesne, Histoire de la maison de Chatillon, Παρίσι, 1612. Preuves σελ. 212. Rubió, Dipl., έγγραφο cxii, σελ. 136-37, με τη λανθασμένη χρονολογία 1320 (το anno Domini MCCCXX mense januario είναι χρονολόγηση με ενετικό τρόπο). Για το εικαζόμενο ως πορτραίτο τού Γκωτιέ Β΄ ντε Μπριέν στο παρεκκλήσι τού Σαν Τζιοβάννι Εβανγκελίστα στην κάτω εκκλησία τού Αγίου Φραγκίσκου στη Ασσίζη, βλέπε Giuseppe Gerola, «Giovanni e Gualtieri di Brienne in S. Francesco di Assisi», Archivum Franciscanum historicum, XXIV (1931), 330-40.
- [←73]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cl, clii, σελ. 189-91, 193-94. Η εκκλησιαστική απαγόρευση που επιβλήθηκε στους Καταλανούς δεν ίσχυε για εδάφη όπως η Νεοπάτρα και το Ζειτούνιον, τα οποία είχαν αποκτήσει από τούς Έλληνες το 1318-1319.
- [←74]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ciii, σελ. 191-92, G. Guerrieri, Gualtieri VI di Brienne, duca di Atene e conte di Lecce, Νaples, 1896, σελ. 57.
- [←75]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cvi, σελ. 192-96, με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 1330.
- [←76]
-
Chas. Du Cange, Histoire de l’ empire de Constantinople, επιμ. J. A. Buchon, II (Παρίσι, 1826), 203, Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 429-30 και πρβλ. σελ. 420-21 (ανατύπ., I, 363-64 και πρβλ. σελ. 354-55.
- [←77]
-
Mollat, Jean XXII: Lettres communes, XIII (Παρίσι, 1933), αριθ. 63752, σελ. 182, τυπωμένο πλήρως στον Λάμπρο, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 34, σελ. 55-60 και στον Rubió i Lluch, Dipl., έγγραφο clviii, σελ. 206-9, αλλά με εσφαλμένη χρονολογία 1333 τόσο στον Λάμπρο όσο και στον Rubió.
- [←78]
-
Du Cange-Buchon, II (1826), σελ. 204-5, Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 436 (ανατύπ., I, 370), ενώ για τα ονόματά τους βλέπε Rubió, Dipl., σελ. 208, σημείωση.
- [←79]
-
Hopf, ό. π., τομ. 85, σελ. 433, 436 (ανατύπ., I, 367, 370), Dipl., κείμενα clxii–clxiii, σελ. 212-14 και πρβλ. έγγραφο clxv, σελ. 214-15.
- [←80]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα clxv–clxvii, σελ. 214-15, 216, με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1336 και 15 Μαρτίου 1337.
- [←81]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα l, ccxxxv, σελ. 63, 166-67, Reg. Clem. V, annus septimus, αριθ. 8255, σελ. 158-59, Du Cange-Buchon, II (1826), 196. O Ισνάρ Τακκόνι είχε υπάρξει αρχιεπίσκοπος Θηβών χρόνια πριν (1308-1311), την εποχή τής μάχης τού Αλμυρού. Αργότερα έγινε επίσκοπος Παβίας (1311-1319), αλλά κατηγορήθηκε για «διάφορα αδικήματα» από ορισμένους κληρικούς στην επισκοπή του και έχασε τα πατριαρχικά και επισκοπικά αξιώματα στις 30 Ιουλίου 1319. Αργότερα δικαιώθηκε ή τουλάχιστον επαναπέκτησε την παπική εύνοια. Στις 25 Ιουλίου 1325 έγινε αποστολικός σωφρονιστής και στις 29 Μαΐου 1326 αποκαταστάθηκε στην αρχιεπισκοπική έδρα των Θηβών [Eubel, Hierarchia, I (1913, ανατύπ. 1960), 93, 389, 482], περιπετειώδης σταδιοδρομία, ακόμη και για Λατίνο εκκλησιαστικό στην Ανατολική Μεσόγειο.
- [←82]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο clxvii, σελ. 216, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 37, σελ. 67-68, J.-M. Vidal, Benoit XII: Lettres communes, I (Παρίσι, 1903), αριθ. 5214, σελ. 493. O Γκωτιέ είχε διαβάσει μια επιστολή τού αρχιεπισκόπου Ισνάρ προς τον βασιλιά Φρειδερίκο τής Σικελίας, η οποία είχε υποκλαπεί.
- [←83]
-
Vidal, Benoit XII: Lettres communes, II (Παρίσι, 1906), αριθ. 7420, σελ. 206-7, με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1339, Dipl., έγγραφο clxviii, σελ. 217-20, λάθος χρονολογημένo 1338, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 35, σελ. 60-66, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 66, 70, σελ. 43-44.
- [←84]
-
Πρβλ. Marino Sanudo, επ. xxi, στο Jacques Bongars, Gesta Dei, II (1611), 314, επίσης στο Rubió i Lluch, Dipl., έγγραφο cxliv, σελ. 175-76, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1329. Ο αρχιεπίσκοπος Θηβών Ισνάρ Τακκόνι, άνθρωπος «σοφίας και τιμιότητας» (sapientia et probitas) λέει ο Sanudo, δραστηριοποιούνταν στη Βενετία το 1329, προσπαθώντας βάσει παπικών εντολών να εξασφαλίσει μεγάλης κλίμακας βοήθεια εναντίον των Τούρκων [σημειώστε Sanudo, επ. xx, στο Bongars, II, 313], οι οποίοι λεηλατούσαν το Αρχιπέλαγος, είχαν επιτεθεί στο νησί τής Εύβοιας τρεις φορές και μια στο δουκάτο των Αθηνών. Στον θάνατο και την καταστροφή οι Tούρκοι πρόσθεταν την αιχμαλωσία νεαρών ανδρών, τούς οποίους πουλούσαν ως σκλάβους στη Μικρά Ασία [Sanudo, επ. xxiii, στο Bongars, II, 315-16, Dipl., έγγραφο cxlix, σελ. 189, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1329]. Για τον Ισνάρ Τακκόνι βλέπε Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, ιδιαίτερα αριθ. 23, 26, 28-29, 32-37, 42, σελ. 35-39.
- [←85]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο clxxiii, σελ. 225-26, με λάθος αντιγραφής, όπου παρέχεται quem αντί για qui baiulo et consilio videbitur και πρβλ. Ηopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), 438b (ανατύπ. 1960, I, 372b).
- [←86]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxc, σελ. 247-48.
- [←87]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxcv, σελ. 253.
- [←88]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxxiii, σελ. 298-99, Rosario Gregorio, Opere rare (1873), σελ. 360. Dipl., έγγραφο cclxxii, σελ. 356-57, που αναφέρεται στην κατοχή των Σαλώνων, τού Λιδωρικιού και τής Βιτρινίτσας από τον Τζέημς, τον δεύτερο γιο τού Δον Αλφόνσο.
- [←89]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxcvl, σελ. 254 και πρβλ. Hopf, Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 478, 502 και Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 115, σελ. 53-54.
- [←90]
-
Πρβλ. Setton, Catalan Domination (1975), σελ. 50-51. Το 1365 ο Βονιφάτιος Φαντρίκε πούλησε την Κάρυστο στη Βενετία για 6.000 δουκάτα, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, σημείωση 67.
- [←91]
-
Πρβλ. J. A. Robson, «The Catalan Fleet and Moorish Sea-power (1337-1344)», English Historical Review, LXXIV (1959), 386-408. Για τις σχέσεις των Καταλανών τής Αραγωνίας-Καταλωνίας αλλά και τής Σικελίας (από την άποψη πολέμου, ιεραποστολικής δραστηριότητας, συνθηκών ειρήνης και εμπορίου) με τούς Χαφσίδες τής Τυνησίας, βλέπε C.-E. Dufourcq, «Les Activites politiques et economiques des Catalans en Tunisie et en Algerie orientale de 1262 a 1377», Boletin de la Real Academia dc Buenos Letras de Barcelona, XIX (1946), 5-95. O Dufourcq έχει ασχοληθεί πιο εκτεταμένα με τον «θαλασσοκρατικό προσανατολισμό» (orientation thalassocratique) των Καταλανών και τις κινήσεις τους προς τη Βόρεια Αφρική στο L’ Espagne catalane et le Maghrib aux XIIIe et XIVe siècles, Παρίσι, 1966, το οποίο όμως καλύπτει τον 13ο αιώνα πληρέστερα από τον 14ο.
- [←92]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxcix, σελ. 257-58. Για την καταλανική εμπλοκή στον πόλεμο μεταξύ Βενετίας και Γένουας βλέπε Anthony Luttrell, «John Cantacuzenus and the Catalans at Constantinople (1352-1354)», στο Martinez Ferrando, Archivero: Miscelanea de estudios dedicados a su memoria, Βαρκελώνη, 1968, σελ. 265-77 και πρβλ. C. P. Kyrris, «John Cantacuzenus, the Genoese, the Venetians και the Catalans (1348-1354)», Byzantina, IV (1972), 333-56.
- [←93]
-
H. Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, II (Γκότα, 1920, ανατύπ. Άαλεν, 1964), 207-15, με τις πηγές για τον «τρίτο γενουάτικο πόλεμο» (1350-1355), στο ίδιο, σελ. 604-5 και για τον «πόλεμο τής Κιότζα» και τις πηγές, βλέπε σελ. 229-42, 608-11. Για τη διαμάχη επί τής Τενέδου και την ειρήνη τού Τορίνο βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 13, σελ. 321-26.
- [←94]
-
Georges Daumet, Benoit XII: Lettres closes, patentes et curiales se rapportant à la France, δέσμη 2 (1902), αριθ. 810, στήλες 515-16, Dipl., έγγραφο clxxvii, σελ. 228-29.
- [←95]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο clxxix, σελ. 230-31, με ημερομηνία 26 Αυγούστου 1342. To 1351 ο Φίλιππος μετατέθηκε από την αρχιεπισκοπή τής Θήβας στην Κόντσα στη νότια Ιταλία και τον διαδέχθηκε ο Σιρέλλο ντι Πιέτρο ντ’ Ανκόνα [στο ίδιο, έγγραφο cxcviii, σελ. 256]. O Hopf, ό. π., τομ. 85, σελ. 439a, εσφαλμένα αναφέρει ότι διάδοχος τού Ισνάρ στη Θήβα ήταν ο αρχιδιάκονος Λεονάρντο Πιζάνι [για τον οποίο πρβλ. Dipl., έγγραφο clx, σελ. 210-11]. Πρβλ. Eubel, I, 203, 482. Οι εφημέριοι τού θηβαϊκού κλήρου είχαν εκλέξει τον Πιζάνι ως αρχιεπίσκοπο, αλλά ο Κλήμης ΣΤ’ παραμέρισε την ενέργειά τους [Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 75-76, 79, 82, σελ. 45-46, 47].
- [←96]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο clxxxi, σελ. 232-34, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 39, σελ. 70-74, Εugene Déprez, Clément VI: Lettres closes, patentes et curiales se rapportant à la France, I, δέσμη 1 (1901), αριθ. 388, στήλες 162-63.
- [←97]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο clxxxii, σελ. 234-35, Déprez, I, δέσμη 1, αριθ. 465, στήλες 204-5.
- [←98]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο clxxxiii, σελ. 236-37, κανονικά με ημερομηνία 1 Απριλίου 1345, όπως στο Déprez, I, δέσμη 2 (1925), αριθ. 1608, στήλες 482-84. O Rubió i Lluch, Dipl., σελ. 237, σημείωση 1, αμφισβητεί τη χρονολογία τού θανάτου τού πατριάρχη Ερρίκου, επειδή έχει ο ίδιος χρονολογήσει λάθος το έγγραφο. Υπάρχουν περισσότερα από είκοσι τέτοια λάθη χρονολόγησης στη συλλογή εγγράφων τού Rubió, για τα οποία βλέπε Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, 194, όπου όμως clxxxiv έγγραφο τού Rubió δεν αναφέρεται, αλλά πρβλ. Loenertz, στο ίδιο, XXVIII, αριθ. 92, σελ. 48.
- [←99]
-
Déprez, Clement VI, II, δέσμη 3 (1958), αριθ. 2580, σελ. 180-83, ιδιαίτερα σελ. 182b και αριθ. 2590, σελ. 184b, Dipl., κείμενα clxxxviii-clxxxix, σελ. 242-47.
- [←100]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxiv, σελ. 293, με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 1354 και σημειώστε τα έγγραφα ccxv–ccxx.
- [←101]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxxi, σελ. 297, με ημερομηνία 17 Μαρτίου 1355 και βλέπε K. M. Setton, «Saint George’s Head», Speculum, XLVIII (1973), 1-12.
- [←102]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxxx, σελ. 304. Ο καρδινάλιος Πιέρ ντε Κρος ήταν ανηψιός τού Κλήμεντος ΣΤ’ [Eubel, Hierarchia, I, 19].
- [←103]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxxxv, σελ. 309-10.
- [←104]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclv, σελ. 338-39. Στην κυριαρχούμενη από Γάλλους παπική κούρτη δεν ξέχασαν ποτέ την καταστροφή στον Αλμυρό το 1311. Το αθηναϊκό δουκάτο θεωρείτο δικαιωματικά (de jure) κτήση τού Μπριέν και των κληρονόμων του:
«επιβάλλεται απαγόρευση στο δουκάτο Αθηνών από τα έθνη, για αυτό που λέγεται ότι η Μεγάλη Εταιρεία σκότωσε τον δούκα Γκωτιέ…».
(ducatus Athenarum detentus a gentibus que dicuntur Magna Societas pro interfectione Gualterii ducis …)
Όμως περιοδικά αίρονταν οι απαγορεύσεις επί τής Μεγάλης Εταιρείας για καλούς λόγους:
«… καθώς όλοι οι άνθρωποι σε εκείνα τα μέρη ήσαν και είναι άπιστοι και σχισματικοί, έχουν εγκαταλείψει την καθολική πίστη περνώντας στο σχισματικό τελετουργικό και υπάρχει φόβος να γίνει το ίδιο και με τούς υπόλοιπους και πρέπει να διατηρείται αληθοφανής ελπίδα, ότι αν αυτοί αισθάνονταν απέναντί τους την καλοσύνη τής αποστολικής έδρας, θα επέστρεφαν στην υπακοή και ενότητα με τη Ρωμαϊκή εκκλησία…» [έγγραφο ό. π.].
(… quasi totus populus partium illarum que iuxta infideles et scismaticos existebant, prout existunt, derelicta fide catholica ad scismaticorum ritus transiverant et idem de reliquis timebatur et verisimilis spes haberetur quod ipsi si erga se apostolice sedis benignitatem sentirent ad Romane ecclesie obedientiam et unitatem redirent…)
- [←105]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxc, σελ. 377-79, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος IV, έγγραφο 20, σελ. 256-59. Για τον θάνατο τής Αντζελίνα, συζύγου τού Πέδρο ντε Που, σημειώστε Dipl., σελ. 378, όπως και για εκείνον τού Μιχαήλ Όλλερ, [ό. π., έγγραφο cclii, σελ. 335] και πρβλ. γενικά Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 61, σελ. 116. Ο Όλλερ ήταν εφημέριος και αρχιμανδρίτης τής εκκλησίας Θηβών, ενώ είχε και θέση εφημερίου στην εκκλησία Νεοπατρών [Dipl., κείμενα ccxvii, ccxix, σελ. 295, 296]. Φαίνεται ότι καταγόταν από τη Μαγιόρκα.
- [←106]
-
Ένα ενετικό έγγραφο Ιουλίου 1365 αναφέρεται στον Ρότζερ ντε Λουρία τόσο ως «πολιτικό εκπρόσωπο Θηβών» (vicarius Thebarum) αλλά και ως «αστυνόμο» (marshal) και «γενικό εκπρόσωπο τού συλλογικού οργάνου τού δουκάτου Αθηνών» (vicarius generalis universitatis ducatus Athenarum) [Dipl., έγγραφο cclviii, σελ. 341], ενώ ενετικά έγγραφα Αυγούστου 1365 και Ιουλίου 1369, που αναφέρονται και τα δύο στην αρπαγή από τον Ρότζερ χρημάτων ή περιουσιών Ενετών πολιτών τον Αύγουστο τού 1362, για το οποίο βλέπε πιο κάτω, προσδιορίζουν τον Ρότζερ ως «γενικό εκπρόσωπο τού συλλογικού οργάνου των Αθηνών» (vicarius universitatis Athenarum) [Dipl., έγγραφα cclx, cccxiii, σελ. 344, 400]. Οι τίτλοι είναι περίεργοι. Όμως στις 3 Αυγούστου 1366 ο Φρειδερίκος Γ΄ απευθύνθηκε επισήμως στον Ρότζερ ως «γενικό εκπρόσωπο των δουκάτων Αθηνών και Νεοπατρών» (ducatuum Athenarum et Neopatrie vicarius generalis) [Dipl., έγγραφο cclxxi, σελ. 355, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος IV, αριθ. 89, σελ. 335], που δείχνει ότι ο διορισμός του πρέπει να είχε προηγηθεί αυτής τής ημερομηνίας. Ο Ρότζερ ήταν ακόμη γενικός εκπρόσωπος τον Νοέμβριο τού 1368 [Dipl., έγγραφο cccxi, σελ. 397]. Πέθανε στο τέλος τού 1369 ή στις αρχές τού 1370.
- [←107]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclii, σελ. 335, γραμμένο στη Βαρκελώνη στις 26 Αυγούστου 1362: ο βασιλιάς Πέδρο Δ΄ τής Αραγωνίας διεκδικούσε το κτήμα τού Όλλερ για τούς συγγενείς τού τελευταίου.
- [←108]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 246, φύλλα 45-46 «γράφτηκε στην Αβινιόν τρεις μέρες πριν από τις νόνες Νοεμβρίου, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Avinione III non. Novembris anno primo), δηλαδή 3 Νοεμβρίου 1363, γιατί μολονότι ο Ούρμπαν Ε΄ εκλέχτηκε στις 28 Σεπτεμβρίου, δεν στέφθηκε παρά στις 6 Noεμβρίου. Πρβλ. G. Mollat, Les Papes d’ Avignon, 9η έκδοση, Παρίσι, 1949, σελ. 109-10: για τη χρονολόγηση παπικών εγγράφων η ημερομηνία στέψης (όχι η ημερομηνία εκλογής) ήταν η πρώτη μέρα τού πρώτου έτους τής παπικής θητείας.
Για τις δραστηριότητες τού Πιέρ Τομά το 1362 βλέπε F. J. Bochlke, Jr., Pierre de Thomas: Scholar, Diplomat και Crusader, Φιλαδέλφεια, 1966, σελ. 204 και εξής. O Πιέρ Ρομά ήταν επίσκοπος Κορώνης από τις 10 Μαΐου 1359, μέχρι την εκλογή τού διαδόχου του στις 17 Φεβρουαρίου 1363. Κατείχε την αρχιεπισκοπική έδρα τής Κρήτης από τις 6 Μαρτίου 1363, μέχρι τον διορισμό του ως Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης στις 5 Ιουλίου 1364. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, βοήθησε στην ηγεσία τής σταυροφορίας τής Αλεξάνδρειας το 1365 και πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1366. Πρβλ. Eubel, Hierarchia, Ι, 212, 215, 206.
O Σιρέλλο ντι Πιέτρο (Sirellus Petri), η περιουσία τού οποίου ήταν το ζητούμενο, καταγόταν από την Αγκώνα και ήταν κάποτε εφημέριος στην Πάτρα. Ήταν αρχιεπίσκοπος Θηβών από τις 20 Μαΐου 1351 μέχρι τον θάνατό του πριν από τις 15 Μαΐου 1357, όταν ο γνωστός Παύλος τής Σμύρνης επιλέχτηκε ως διαδοχός του [Eubel, Hierarchia, Ι, 482 και Dipl., έγγραφο ccxxxii, σελ. 305].
O Παύλος διακρινόταν από καιρό στις ανατολικές υποθέσεις. Διαδέχθηκε τον Πιέρ Τομά ως Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης [Eubel, Hierarchia, I, 206. και πρβλ. Dipl., έγγραφο cclxiv, σελ. 347].
O αρχιεπίσκοπος Θωμάς Πάρου και Nάξου ήταν Φραγκισκανός. Κατείχε τις νησιωτικές επισκοπές από τις 30 Ιουνίου 1357, αλλά η ημερομηνία τού θανάτου του φαίνεται ότι παραμένει ακόμη άγνωστη [Eubel, Hierarchia, I, 358].
Ο Νικόλαος ντε Ραϋνάλντο διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών στις 19 Ιουνίου 1357 [Eubel, Hierarchia, I, 115 και Dipl., έγγραφο ccxxxiii, σελ. 306-7] και πέθανε πριν από τις 6 Ιουνίου 1365 [Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 137, 139-40, 142, 152, 159].
Ο Νικόλαος τής Άνδρου ήταν Αυγουστινιανός. Διορίστηκε επίσκοπος στις 14 Ιουλίου 1349 και πέθανε πριν από τις 16 Ιουνίου 1376 [Eubel, Hierarchia, I, 89 και Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 112, 190].
Για την υπόθεση Σιρέλλο, η οποία απεικονίζει την οικονομική επαγρύπνηση τού παπικού ταμείου και τις δραματικές προσωπικότητες που εμπλέκονται, έχω πάρει κείμενα και σημείωση από το Setton, A History of the Crusades, III (1975), 200-201.
- [←109]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cclx, cccxiii, σελ. 344, 400, με ημερομηνία 28 Αυγούστου. 1365 και 5 Ιουλίου 1369, υπενθυμίζοντας ότι το 1362 κάποιος Νικολέττο Μπασσαντόνα υπέστη «κάποια ζημιά … ύψους 522 υπερπύρων» (quoddam damnum … ad summam yperperorum quingentorum viginti duorum).
- [←110]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα ccxxxii, cclxiv, σελ. 305, 347.
- [←111]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cci.ni, σελ. 336-37, με ημερομηνία 16 Αυγούστου 1363: Το τουρκικό στρατιωτικό σωμα τού Λουρία λεγόταν ότι αποτελούσε απειλή για την πόλη και την ύπαιθρο:
«…οι πιστοί μας, τόσο οι κάτοικοι των πόλεων όσο και άλλοι αγρότες γύρω από αυτές τις πόλεις, τρέχοντας πέρα-δώθε στους δρόμους, άνδρες και γυναίκες, υφίστανται διάφορα βαριά και αποτρόπαια εγκλήματα…» [Dipl., σελ. 336].
(… fideles nostri tam cives quam agricolae aliique ad civitatis ipsius [sic] per tramites discurrentes tam mares quam feminae diversa gravia et abominanda flagitia patiantur…)
Ο αρχιεπίσκοπος Θηβών Παύλος είχε προφανώς διαφύγει από τον Ρότζερ ντε Λουρία. Ενώ βρισκόταν στη Σικελία, ο Παύλος υπηρέτησε τον Φρειδερίκο Γ΄ ως απεσταλμένος στη Νάπολη, σε προσπάθεια να γίνει ειρήνη μεταξύ τού Φρειδερίκου και τής Τζοάννας Α΄. Για τις διαπραγματεύσεις αυτές βλέπε K. M. Setton, «Αrchbishop Pierre d’ Ameil in Νaples and the Affair of Aimon III of Geneva (1363-1364)», Speculum, XXVIII (1953), 643-91 και πρβλ. Hist. Crusades, III, 201-2.
- [←112]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxc, σελ. 378, με ημερομηνία 18 Μαΐου 1367, γενική αμνηστεία που χορηγήθηκε από τον Φρειδερίκο Γ΄ στο νικητή Ρότζερ ντε Λουρία και τούς οπαδούς του, για όλες τις ακρότητες που είχαν διαπράξει κατά τη διάρκεια και μετά την εξέγερση τής Θήβας πριν πέντε χρόνια. Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος IV, αριθ. 20, σελ. 257, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 67, σελ. 117.
- [←113]
-
Πρβλ. επιστολή τού Ούρμπαν Ε΄ στις 27 Ιουνίου 1364 προς Ρότζερ και Ιωάννη ντε Λουρία στο Archivio Segreto Vaticano, Reg. Vat. 246, φύλλο 241:
«…ότι η μολυσματική εξοικείωσή σας με τη συμμετοχή άπιστων Τούρκων, που μολύνουν τη φήμη και τις ψυχές σας, αποδεχόμενοι αυτούς στα δικά σας εδάφη τούς παρέχετε έτσι βοήθεια και εύνοια…».
(… quod vos contagiosa familiaritate a participatione infidelium Turchorum, vestras famam et animas maculantes, ipsos in terris vestris receptatis eisque datis auxilium et favorem …)
Η επιστολή υπάρχει επίσης στο Dipl., έγγραφο cclvi, σελ. 339, όπου εκ παραδρομής στο κείμενο γράφει το μη μεταφράσιμο «receptis», αντί τού «receptatis».
- [←114]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 246, φύλλο 240, επιστολή γραμμένη στην Αβινιόν στις 27 Ιουνίου 1364:
«Σεβάσμιε αδελφέ αρχιεπίσκοπε Πατρών σάς χαιρετώ, … Όταν … πρόσφατα ακούσαμε από πάρα πολύ αξιόπιστη πηγή, όχι χωρίς θλίψη τής καρδιάς μας, ότι στην πόλη τής Θήβας και σε άλλα γειτονικά μέρη διαμένει βεβηλο πλήθος άπιστων Τούρκων σε εδάφη τής εκκλησίας σας των Πατρών και σε άλλα γύρω μέρη, προσπαθώντας συνεχώς να επιτεθούν στους πιστούς, παρακαλούμε και προτρέπουμε τη σεβασμιότητά σας, δίνοντας παρ΄ όλα αυτά την προσοχή σας και φλεγόμενος από την αγάπη τού Θεού και με θέρμη για την πίστη Του, να ξεσηκωθείτε κατά των εν λόγω Τούρκων, γενναία και τόσο ισχυρά, όσο σάς επιτρέπει η δύναμή σας, έτσι ώστε από το δεξί χέρι τού Θεού, που παρέχει ανδρεία σε εσάς και στο λοιπό προσωπικό σας, να απωθηθούν οι εν λόγω Τούρκοι από τα δικά σας και από άλλα μέρη των εν λόγω πιστών, όπως με τον ίδιο τρόπο γράφουμε για τα εν λόγω μέρη και βγαίνοντας μπροστά ως πραγματικός πυγμάχος τού Χριστού, να μπορέσετε να κερδίσετε πληρέστερα με τον τρόπο αυτό το βραβείο τής αιώνιας ανταμοιβής και την πληρότητα τής χάριτός μας. Γράφτηκε στην Αβινιόν 5 μέρες πριν από τις καλένδες Ιουλίου κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας».
(Venerabili fratri archiepiscopo Patracensi salutem, … Cum … nuper audiverimus fide digna relatione quamplurium non sine arnaritudine cordis nostri quod in civitate Thebana et aliis circumvicinis partibus infidelium Turchorum prophana multitudo moretur ac terras ecclesie tue Patracensis et alias circumstantes partes fidelium impugnare assidue moliatur, fraternitatem tuam rogamus et hortamur attente tibi nichilominus iniungentes quatenus zelo dei eiusque fidei fervore succensus adversus ipsos Turchos sic exurgas viriliter et pro tua facultate potenter quod dei dextera tecum et cum aliis suis famulis faciente virtutem dicti Turchi per tuam et aliorum partium illarum fidelium quibus similiter scribimus de dictis partibus repellantur tuque verus pugil Christi existens exinde premium retributionis eterne et gracie nostre plenitudinem uberius consequaris. Datum Avinione V Kal. Julii anno secondo.)
Πολύ παρόμοια επιστολή στάλθηκε την ίδια μέρα σε όλη την ιεραρχία και τον κλήρο, στον βαΐλο, τούς βαρώνους και τις πόλεις τού αχαϊκού πριγκηπάτου [στο ίδιο, Reg. Vat. 246, φύλλο 240]. Tα κείμενα αυτών των εγγράφων δεν παρέχονται από τον Paul Lecacheux, Lettres sècretes et curiales du pape Urbain V se rapportant à la France, I, δέσμη 2 (Παρίσι, 1906), αριθ. 1047-49, σελ. 163, ούτε εμφανίζονται στα Diplomatari τού Rubió i Lluch. Σε βούλλα που απευθυνόταν στην αιώνια μνήμη τού βασιλιά (ad perpetuam rei memoriam) και είχε ημερομηνία 21 Μαρτίου 1364, ο Ούρμπαν Ε΄ αφόριζε μεταξύ διαφόρων άλλων κατηγοριών κακούργων εκείνους οι οποίοι προμήθευαν άλογα, όπλα, σίδερο, ξυλεία και άλλα απαγορευμένα (alia prohibita) στους μουσουλμάνους, οι οποίοι διεξήγαγαν πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Reg. Vat. 246, φύλλο 141, «εκδόθηκε και διενεργήθηκε στην Αβινιόν 12 μέρες πριν από τις καλένδες Απριλίου τού δεύτερου έτους τής παπικής μας θητείας» (datum et actum Avinione XII Kal. Αprilis anno secundo).
- [←115]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclvi, σελ. 339-40 και πρβλ. Lecacheux, Lettres sècretes et curiales, I, δέσμη 2, αριθ. 1050, σελ. 163.
- [←116]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclviii, σελ. 340-41 και πρβλ. Setton, Catalan Domination of Athens (1975), σελ. 60-61. O Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 68, 73, σελ. 118, 119 έχει αναμφίβολα δίκιο όταν θεωρεί ότι οι Τούρκοι τού Λουρία δεν ήσαν οθωμανικό στρατιωτικό σώμα, που είχε σταλεί σε βοήθειά του από τον εμίρη Μουράτ Α΄, αλλά μισθοφόροι που είχαν εξασφαλιστεί από κάποιο από τα εμιράτα τής Μικράς Ασίας.
Η τουρκική ήττα έξω από τα Μέγαρα, που τοποθετείται συνήθως το καλοκαίρι τού 1364, έπρεπε ενδεχομένως να χρονολογηθεί περί το 1359-1360 και να εξηγήσει ενδεχομένως με ποιόν τρόπο ο Λουρία μίσθωσε για πρώτη φορά Tούρκους αλλά η χρονολόγηση παραμένει αβέβαιη. Πρβλ. Loenertz, ό. π., σελ. 430-31.
Σύμφωνα με το αραγωνικό Χρονικό τού Μορέως [Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 685, σελ. 151], όταν ο Γκωτιέ ντε Λορ ήταν βαΐλος τού ανδεγαυού πριγκηπάτου (1357-1360), έκαψε τριανταπέντε τουρκικά πλοία ύστερα από σύγκρουση στα Μέγαρα, όπου σύμμαχοί τού στην επιχείρηση ήσαν ο δεσπότης Μανουήλ Καντακουζηνός, οι Ενετοί και οι Ιωαννίτες, «και οι Tούρκοι διέφυγαν στη Θήβα, στον Ρότζερ ντε Λουρία, ο οποίος ήταν τότε εκπρόσωπος (vicar) και διοικητής τού δουκάτου». Ο ντε Λουρία όμως δεν ήταν ποτέ γενικός εκπρόσωπος τού δουκάτου όσο ο Γκωτιέ ντε Λορ ήταν βαΐλος τής Αχαΐας.
Ο αυτοκράτορας ιστορικός Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός αφηγείται το ίδιο γεγονός και επίσης προσδιορίζει τον Ρότζερ ντε Λουρία ονομαστικά [IV, 13 (CSHB, Βόννη, III, 90, γραμμές 3-7)]:
Τον υπηρέτησαν από τότε σε πολλές περιπτώσεις εναντίον των Τούρκων και συμμετείχαν στις διάφορες νίκες που κέρδισε επί άλλων βαρβάρων εθνών. Εισέβαλανα μαζί του στη Βοιωτία, εναντίον ενός ηγεμόνα που ονομαζόταν Ρότζερ ντε Λουρία, τον οποίο πάντοτε αγαπούσαν για τη γλυκύτητα και την ειλικρίνεια των τρόπων του.
«…Ὅθεν μαχομένῳ τε πρὸς Πέρσας ναυσὶν ἐπιστρατεύοντας πολλάκις συνεμάχησαν, καὶ πολλῶν αὐτῷ τροπαίων ἐκοινώνησαν κατὰ βαρβάρων, καὶ εἰς Βοιωτίαν συνεισέβαλον πρός τινα τῶν ἐκεῖ δυναστευόντων Λατίνων πολεμοῦντι, Ῥουντζέρην Ντελωρίαν προσαγορευόμενον, πολλήν τε εὔνοιαν πρὸς αὐτὸν ἐκτήσαντο διὰ τὴν ἐπιείκειαν καὶ τὸ φιλάληθες.»
Πρβλ. D. M. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenus), ca. 1100-1460, Ουάσιγκτον, 1968, σελ. 125. Σε κάθε περίπτωση έχουμε δει ότι η παπική αλληλογραφία καθιστά απολύτως σαφές ότι υπήρχαν Tούρκοι στη Θήβα στις αρχές τού 1364.
- [←117]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclxxxix, σελ. 374-77. Tα κάστρα τής Λιβαδιάς και τής Νεοπάτρας θα παρέμεναν στην καλή διάθεση τού βασιλιά «υπό τη φρούρηση τού εν λόγω συλλογικού οργάνου» (in dictarum universitatum custodia), που σήμαινε ότι τα συμβούλιο των πόλεων θα διέθεταν και θα έλεγχαν τις φρουρές, αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε να διαγράψει τη φράση «στην καλή διάθεση τής βασιλικής μεγαλειότητας» (ad beneplacitum regie maiestatis) στην από μέρους του παραχώρηση τής επιμέλειας, δεδομένου ότι αυτό θα παρέκκλινε από τη βασιλική αξιοπρέπεια, ενώ καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ίσως κάποια στιγμή απαιτούσαν να διορίσει αυτός καστελλάνους που εμπιστευόταν, για να αναλάβουν την ευθύνη των κάστρων. Για περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικές με το αίτημα βλέπε Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 93, 98, σελ. 125, 126 και για τη χρήση τής «σφραγίδας ή βούλλας τού ευλογημένου Γεωργίου» (sigillum seu bulla beati Georgii) βλέπε πιο πάνω, σελ. 445b.
- [←118]
-
Ένα ενετικό έγγραφο στις 21 Μαρτίου. 1396 [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43, φύλλο 119] φαίνεται να αναφέρεται στον «πόλεμο» τού Γκυ ντ’ Ενγιέν με το καταλανικό δουκάτο εικοσιπέντε χρόνια πριν: «την εποχή τού κύριου Γκυ ντ’ Ενγιέν και έχοντας αυτός πόλεμο με το δουκάτο των Αθηνών…» (tempore domini Guidonis de Engino et eo habente guerram cum ducatu Athenarum …).
Για τις άκαρπες προσπάθειες των αδελφών ντ’ Ενγιέν να ανακαταλάβουν το αθηναϊκό δουκάτο, βλέπε A. Luitrell, «Latins of Argos και Νauplia», Papers of the British School at Rome, XXXIV (1966), 41-42. Οι Ενγιέν φυσικά διεκδικούσαν μόνο το δουκάτο των Αθηνών, όχι εκείνο των Νεοπατρών [όπως λέει ο Luttrell, ό. π., σελ. 41, 46, ακούσια], το οποίο οι Καταλανοί είχαν αποσπάσει από τούς Έλληνες το 1319.
- [←119]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccxx, σελ. 407-8, με ημερομηνία 22 Απριλίου. 1370 και έγγραφο cccxvii, σελ. 403-5, με ημερομηνία 9 Φεβρουαρίου 1371 (χρονολογημένο λάθος στις 8 Φεβρουαρίου 1370, στο Dipl. και Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 111-12, σελ. 130. Tο τελευταίο έγγραφο υπάρχει στο Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλο 91, όπου έχει ημερομηνία «9 Φεβρουαρίου 1370, τής 9ης ινδικτιώνος» (MCCCLXX ind. VIIII die nono Februarii), το οποίο με τον ενετικό τρόπο σημαίνει 1371. Πρβλ. Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII. αριθ. 172, σελ. 65, όπου το έτος έχει διορθωθεί σε 1371, αλλά η μέρα εξακολουθεί να είναι λάθος.
- [←120]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cccxxxi-cccxxxii, σελ. 418-19.
- [←121]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cccxxiii-cccxxiv, σελ. 411-15, ιδιαίτερα σελ. 414.
- [←122]
-
Etienne Baluze και Guillaume Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I (Παρίσι, 1914), 421 και πρβλ. Francesco de Stefano, «La Soluzione della qucstione siciliana (1372)», Archivio storico per la Sicilia orientale, XXIX (2η σειρά, IX, 1933), 48-76.
- [←123]
-
Αugustin Theiner, Vetera monumenla historica Hungarian sacram illustrantia, 2 τόμοι, Ρώμη, 1859-60, II, έγγραφο cclxii, σελ. 130, επιστολή με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1372 προς τον βασιλιά Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας. J. A. Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II (1845): Φλωρεντία, έγγραφο xxxix, σελ. 218-20, προς Νέριο Ατσαγιόλι, «άρχοντα τής πόλης τής Κορίνθου». Rubió i Lluch, Diplomatari, κείμενα cccxxxvi-cccxxxvii, σελ. 423-26 προς τον Bυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και [από Theiner, ό. π.] προς τον Λουδοβίκο τής Ουγγαρίας. και πρβλ. Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 176, σελ. 66. O αρχιεπίσκοπος Φράνσις των Νεοπατρών ήταν Φραγκισκανός, αλλά λίγα πράγματα είναι γνωστά για αυτόν [Eubel, Hierarchia, I, 362].
- [←124]
-
O. Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, Βαρσοβία, 1930, ανατύπ. Λονδίνο, 1972, σελ. 254-63. Σε αντίθεση προς τη συνήθη περιγραφή όπως παρέχεται από τούς Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 86 (1868, ανατύπ. 1960, II), 21. Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 303-4 και Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964, σελ. 126-27. Rubió i Lluch, «La Grecia catalana des de 1370 a 1377», Anuaris de l’ lnstitut d’ Estudis Catalans, V (1913-14), 439-41 και πρβλ. Setton, Catalan Domination of Athens (1975), σελ. 77-78.
- [←125]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cccliv, cccxci, σελ. 440, 475.
- [←126]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο dlxxv, σελ. 613, επιστολή τού Πέδρο Δ΄ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, με ημερομηνία 17 Ιουλίου 1385.
- [←127]
-
Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII (1958), 19-20.
- [←128]
-
Ο Eubel, Hierarchia, I, 115 εσφαλμένα καταγράφει τρεις αρχιεπισκόπους Αθηνών από το 1300 μέχρι τo 1345, όταν πια ο Νικόλαος Σάλαμον κατείχε προ πολλού τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Βλέπε Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, 19, σημείωση 24, ο οποίος είχε παραβλέψει τον Ερρίκο, τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών το 1305, για τον οποίο βλέπε G. Schlumberger, F. Chalandon και A. Blanchet, Sigillographie de l’ Orient latin, Παρίσι, 1943, σελ. 212-13. O Νικόλαος Σάλαμον ήταν Ενετός. Έγινε αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1328 [Loenertz, ό. π., αριθ. 29, 31, 39, 41, 52, σελ. 36-37, 38, 40. Giuseppe Giomo, I “Misti” del Senato della Repub[b]lica veneta, Βενετία, 1887, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1970, σελ. 130, 222, όπου στην τελευταία αναφορά ο Σάλαμον εμφανίζεται λάθως ως archiepiscopus Thebanus]. Επίσης πρβλ. Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, 426a, ανατύπ. I, 360a. O Νικόλαος πέθανε στις αρχές τού 1351 και τον διαδέχθηκε στις 8 Ιουνίου κάποιος Ιωάννης, αρχιδιάκονος τού Χάνδακα τής Κρήτης [Eubel, Hierarchia, I, 115 και πρβλ. Loenertz, ό. π., αριθ. 120-21, 124, 137, 139, σελ. 54-55, 58].
Με την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τής Αθήνας, ο Ιωάννης είχε προφανώς κατάσχει την περιουσία τού Νικόλαου Σάλαμον, μολονότι ο τελευταίος χρωστούσε στον αδελφό του Φίλιππο 4.000 υπέρπυρα. Στις 14 Μαρτίου 1353 ο Φίλιππος Σάλαμον πληροφορούσε την Eνετική Σινιορία, «ότι ο αδελφός του, ο κύριος αρχιεπίσκοπος Αθηνών, κρατούσε για διάφορους λόγους από αυτόν καλό και μεγάλο χρηματικό ποσό 4.000 περίπου υπερπύρων» (quod frater suus dominus archiepiscopus Athenarum diversis ex causis tenebatur sibi in bona et magna summa pecunie ad quantitatem yperperorum quattuor milia vel circa), όπως μπορούσε να αποδείξει ο Φίλιππος με δήλωση γραμμένη με το χέρι τού ίδιου τού αρχιεπίσκοπου. Ζητούσε από τη Σινιορία να γράψει στους Ενετούς πρέσβεις στην παπική κούρτη, για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τα χρήματα με τη βοήθεια τού αποστολικού λεγάτου στην Ανατολή [Arch, di Stato di Venezia, Misti, Reg. 26, φύλλο 110 και πρβλ. Hopf, ό. π., σελ. 452b (ανατύπ. I, 386b) και Loenertz, ό. π., αριθ. 127, 136, σελ. 56, 58]. Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης πέθανε περίπου στις αρχές τού έτους 1357.
- [←129]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxci, σελ. 248-49, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 104-5, σελ. 51.
- [←130]
-
Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, 21-22, ο οποίος παραπέμπει στο Boniface VIII Liber sextus, lib. I, tit. VI, cap. XVIIΙ, στο Corpus iuris canonici, επιμ. E. L. Richter και E. Friedberg, II (1879, ανατύπ. 1955), στήλες 959-60, για τη δύναμη επιλογής (eligendi potestas) που είχε ο πάπας επί τής επισκοπής και των «λαφύρων». Πρβλ. W. E. Lunt, Papal Revenues in the Middle Ages, I (Νέα Υόρκη, 1934, ανατύπ. 1965), 103-7 και αλλού. Για τις «δυάδες» στο Ζειτούνιον (Λαμία) βλέπε Loenertz, ό. π., αριθ. 125-26, σελ. 56.
- [←131]
-
Inn. III an. IX, ep. 194 (PL 215, 1031), με ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 1206. Potthast, Regesta pontificum Romanorum, I (Βερολίνο, 1874), αριθ. 2922, σελ. 249 και Inn III an. XI, ep. 256 (PL 215, 1559), με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 1209. Potthast, Regesta, Ι, αριθ. 3654, σελ. 315. Georg StadtMüller, Michael Choniates, Metropolit von Athen, Ρώμη, 1934, σελ. 187 και εξής. Lonertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, 9-10. Setton, Catalan Domination (1975), σελ. 91 και εξής. Επίσης βλέπε γενικά Jean Longnon, «L’ Organisation de l’ eglise d’ Athenes par Innocent III», στο Memorial Louis Petit, Βουκουρέστι, 1948, σελ. 336-46.
- [←132]
-
Inn. III an. XΙ, ep. 256, με τις παραπομπές που παρέχονται στην προηγούμενη σημείωση και βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 16, σελ. 407-8.
- [←133]
-
Bλέπε γενικά Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, 9-17. Η επισκοπή Πορθμού στην Εύβοια φαίνεται ότι είχε εξαφανιστεί πριν από την 4η Σταυροφορία και έτσι δεν υπάρχει στον κατάλογο που έδωσε ο Μπεράρ στην παπική κούρτη.
- [←134]
-
Reg. Greg. IX an. XV, ep. 60, επιμ. Lucien Auvray, Les registres de Grégoire IX, δέσμη 12 (Παρίσι, 1910), αριθ. 6035, στήλη 515. Tο κείμενο αυτό έχει ήδη αναφερθεί στο Κεφάλαιο 3, όπου έχουμε επίσης σημειώσει ότι το 1236 ο Λατίνος πατριάρχης είχε χάσει τα μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων και τής άλλης περιουσίας του, ως αποτέλεσμα των συνεχών πολέμων με τούς Έλληνες [Reg. Greg. IX, II, αριθ. 3382, στήλη 506] και ότι τον Ιούλιο τού 1243 ο Ιννοκέντιος Δ΄ επαναλάμβανε τον προ δύο ετών θρήνο τού Γρηγορίου, ότι το κάποτε πλούσιο λατινικό πατριαρχείο βρισκόταν σε άθλια κατάσταση: «δεν υπάρχει κανένας που να θέλει ή να μπορεί να απλώσει το χέρι του σε βοήθεια…» (nec est qui velit vel valeat subsidii porrigere sibi manum…) [Elie Berger, επιμ. Les Registres d’ Innocent IV, I (Παρίσι, 1884), αριθ. 33, σελ. 8-9].
- [←135]
-
Reg. Clem. V, annus nonus, αριθ. 10271, σελ. 82-83, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, 16-17 και αριθ. 11, σελ. 33. Έτσι η Εκκλησία τού Νεγκροπόντε αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία τού αρχιεπισκόπου Αθηνών.
- [←136]
-
Eubel, Hierarchia, I, 115, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 120-21, 124, σελ. 54-55, Setton, Catalan Domination (1975), σελ. 94.
- [←137]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxxxiii, σελ. 306-7. To «επίδομα υπηρεσίας» (servitium commune) τού αρχιεπισκόπου Αθηνών ήταν 70 χρυσά φλουριά [Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 137, 139-40, 142, σελ. 58, 59]. O Νίκολας ντε Ραϋνάλντο φαίνεται ότι ήταν κάπως θορυβώδης [στο ίδιο, αριθ. 152, σελ. 61].
- [←138]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cclix, σελ. 343-44, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 159-61, 164, σελ. 62, 63.
- [←139]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccxviii, σελ. 405-6, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 169-70, σελ. 65. Κατά τον διορισμό των υπαγομένων σε αυτόν επισκόπων, φαίνεται ότι ο Αντόνιο Μπάλλεστερ ήταν κάπως μεροληπτικός υπέρ των συναδέλφων του Φραγκισκανών [στο ίδιο, αριθ. 189-90, σελ. 68-69]. Έπαιξε εξέχοντα ρόλο στις ανατολικές υποθέσεις ως εκπρόσωπος (vicar) τού Τζέημς Κάμπανους ντ’ Ίτρι, τού Λατίνου πατριάρχη «Κωνσταντινουπόλεως» (από τις 18 Ιανουαρίου 1376), πρώην επισκόπου τής Ίσκια και αρχιεπισκόπου τού Οτράντο, η γνωριμία τού οποίου με τον Nαπολιτάνο Μπαρτολομμέο Πρινιάνι (πάπα Ούρμπαν ΣΤ’), πρώην επίσκοπο τής Ακερέντσα και τού Μπάρι, τον οδήγησε να προσχωρήσει στο σχίσμα μόλις ο Ροβέρτος τής Γενεύης έγινε Κλήμης Ζ΄.
Ο Τζέημς ντ’ Ίτρι βρισκόταν στο Φόντι όταν εκλέχτηκε ο Κλήμης και ήταν ένας από τούς πρώτους που πήραν το κόκκινο καπέλλο όταν ο Κλήμης ονόμασε καρδινάλιους στο Φόντι στις 16 ή 18 Δεκεμβρίου 1378 [Eubel, Hierarchia, I, 27, 206, 280. Mas Latrie, ROL, III (1895, ανατύπ. 1964), 441. Vita Clementis VII, στο Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I (1914), 473, με σημειώσεις στον τομ. II (1927), 772-74]. Όπως και ο Δον Πέδρο Δ΄ τής Αραγωνίας, ο Αντόνιο Μπάλλεστερ τηρούσε υπακοή στη Ρώμη. Μετά την αποστασία τού Τζέημς ντ’ Ίτρι, ο Μπάλλεστερ πρέπει να επαναδιορίστηκε ως παπικός εκπρόσωπος (vicar) και τον Φεβρουάριο τουυ 1384 τον βρίσκουμε ως μάρτυρα μαζί με δύο άλλους Λατίνους επισκόπους στην εκχώρηση τού νησιού τής Άνδρου από τον Φραντσέσκο Κρίσπο στον Πιέτρο Ζένο: «… Αντόνιο επίσκοπος Σετίνες [Αθηνών], γενικός εκπρόσωπος τού πάπα Ούρμπαν σε όλο το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως…» (… Antonio episcopo de Setines vicario zeneral de Urban papa in tuto patriarchà de Costantinopoli …) [Stefano Magno, Annali veneti, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes (1873), σελ. 184-85] και αν το εν λόγω έγγραφο έχει ημερομηνία «2 Φεβρουαρίου τού έτους 1384 από τη γέννηση τού Κυρίου» (in anno a nativitate 1384 adi 2 fevrer), ίσως δεν φέρει χρονολόγηση με τον ενετικό τρόπο (more veneto) και δεν αναφέρεται στο έτος 1385 [Loenertz, ό. π., αριθ. 194, 221, 225]. Η πρώτη σημαντική εμφάνιση τού Αντόνιο Μπάλλεστερ στην ιστορική σκηνή ήταν ως ένας από τούς τρεις διερμηνείς, που εκπροσωπούσαν τη Λατινική Εκκλησία, όταν ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος έκανε την ομολογία τής Καθολικής του πίστης στη Ρώμη τον Οκτώβριο τού 1369. Για τις πηγές βλέπε K. M. Setton, «Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), 46-47 και σημειώστε Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica della Terra Santa e dell’ Oriente francescano, V (Καράτσι, 1927), 134-42.
- [←140]
-
Η ακριβής ημερομηνία θανάτου τού Αντόνιο Μπάλλεστερ παραμένει άγνωστη. Όμως στις 11 Νοεμβρίου 1387 ο βασιλιάς Ιωάννης Α΄ τής Αραγωνίας, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη φιλο-ρωμαϊκή πολιτική τού πατέρα του και είχε αποδεχθεί την υπακοή στην Αβινιόν, ζήτησε από τον Κλήμεντα Ζ΄ να ονομάσει τον Μερσεντεριανό (O. Merc.) Αντόνιο Μπλάσι (Blasii), αρχιεπίσκοπο Αθηνών, «ενώ … ήταν χηρεύουσα η έδρα … αυτής τής εκκλησίας με τον θάνατο τού Αντόνιο Μπάλλεστερ τού τάγματος των Φραγκισκανών αδελφών» (cum … vacet … dicta ecclesia per obitum fratris Antonii Ballistarii ordinis fratrum Minorum) [Dipl., έγγραφο dcxvii, σελ. 649-50] και το αίτημα επαναλήφθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1388 [στο ίδιο, έγγραφο dcxix, σελ. 650-51]. Δεδομένου ότι περίπου την ίδια εποχή είχε φτάσει στη βασιλική αυλή εσφαλμένη αναφορά για τον θάνατο τού Πέδρο ντε Πάου, τού τελευταίου κυβερνήτη τής καταλανικής Αθήνας, [στο ίδιο, έγγραφο dcxviii, σελ. 650, με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1387], ο Rubió i Lluch πίστευε ότι η αναφορά στον θάνατο τού Αντόνιο Μπάλλεστερ ήταν επίσης εσφαλμένη. Αλλά στις 14 Μαΐου 1388 η παπική κούρτη στην Αβινιόν εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο Μπάλλεστερ είχε πεθάνει και ο Κλήμης Ζ΄ προχώρησε στην προαγωγή τού Μπλάσι στην έδρα των Αθηνών [στο ίδιο, έγγραφο dcxxiii, σελ. 653-54].
Τώρα πια την Ακρόπολη είχε ήδη καταλάβει ο Φλωρεντινός Νέριο Ατσαγιόλι, τού οποίου ο αδελφός Άντζελο ήταν καρδινάλιος υπάκουος στη Ρώμη [Eubel, Hierarchia, I, 24], Ένας Καταλανός αρχιεπίσκοπος υπάκουος στην Αβινιόν αποτελούσε διπλό ανάθεμα για την Αθήνα. Έτσι στις 12 Ιουλίου 1389 ο βασιλιάς Ιωάννης έγραψε στον Κλήμεντα Ζ΄, ζητώντας για τον «αρχιεπίσκοπο Αθηνών Αντόνιο» κάποιο εκκλησιαστικό χορήγημα με ή χωρίς την ψυχική φροντίδα (cura animarum) σε κάποια αραγωνική επισκοπή [στο ίδιο, έγγραφο dcxxiv, σελ. 654-55]:
«πράγματι, ο σεβάσμιος εν Χριστώ πατέρας αρχιεπίσκοπος Αθηνών Αντόνιο, αγαπημένος μας σύμβουλος, λόγω κάποιων πολεμικών διαφορών, που αναπτύσσονται για μεγάλο διάστημα στα μέρη τής κάτω Ρωμανίας, αυτός υπάρχει στην αρχιεπισκοπή του ως ιδιώτης…».
(sane cum venerabilis in Christo pater Anthonius Atheniensis archiepiscopus consiliarius noster dilectus propter varia guerrarum discrimina que in partibus Romanie inferioris diutius viguerunt eius archiepiscopatu prefato privatus existat …)
Δεν μπορεί να υπάρχει πια αμφιβολία ότι ήταν ο Μπλάσι και όχι ο Μπάλλεστερ αυτός για τον οποίον έκανε έκκληση ο βασιλιάς [πρβλ. Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 231, 233-34, 237, σελ. 78, 79]. O Rubió i Lluch, Dipl., στις σημειώσεις στις σελ. 653, 662 και στο Los Catalanes en Grecia, Μαδρίτη, 1927, σελ. 277-78, υπενθυμίζει επιστολή την οποία είχε γράψει ο βασιλιάς Ιωάννης στη σύζυγό του τον Μάιο τού 1390, περιγράφοντας ένα δείπνο οινοποσίας στο Καστέλ ντε Μπαλσαρένυ, στο οποίο ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών φαίνεται ότι μιλούσε κάποια εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά [Joseph Cotoleu (επιμ.), Documents historichs Catalans del segle XIV, Βαρκελώνη, 1889, σελ. 122], αλλά το κείμενο είναι διφορούμενο και παιχνιδιάρικο. Ο Rubió συνέδεσε κάποια γνώση ελληνικών με τα χρόνια τού Μπάλλεστερ στο Νεγκροπόντε και την Αθήνα και έτσι για αυτόν ο «αρχιεπίσκοπος Αθηνών» ήταν πάντα ο Μπάλλεστερ [πρβλ. Dipl., έγγραφο dcxlvi, σελ. 675, με ημερομηνία 8 Απριλίου 1394]. Πρέπει επίσης να ήταν ο Μπλάσι, όχι ο Μπάλλεστερ, αυτός που έστεψε τον Δον Μάρτιν Α΄ στη Σαραγόσσα τον Απρίλιο τού 1399 [παραπομπές στο Setton, Catalan Domination, σελ. 185-86], όπως έχει σημειώσει ο Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, V (1927), 142, αριθ. 2 πριν από πολύ καιρό.
Τελικά στις 21 Φεβρουαρίου 1403 ο Ισπανός ποντίφηκας Βενέδικτος ΙΓ΄ μετέθεσε τον «Antonius Dexart, O. Merc., archiepiscopus Atheniensis» στην καταλανική έδρα τού Κάλιαρι στη Σαρδηνία [σύμφωνα με τον Eubel, Hierarchia, I, 157]. Αυτός είναι μάλλον ο Αντόνιο Μπλάσι (Dexart;), αφού η ευπιστία μας δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο εύκολα, ώστε να δεχτεί ότι υπήρχαν δύο τού τάγματος των Μερσενταριανών (Mercedarians, O. Merc.), που ονομάζονταν και οι δύο Αντόνιο και ήσαν και οι δύο αρχιεπίσκοποι Αθηνών. Εν πάση περιπτώσει, όταν στις 17 Απριλίου 1403 ο βασιλιάς Μάρτιν Α΄ τής Αραγωνίας ευχαρίστησε τον Βενέδικτο ΙΓ΄ για τη μετάθεση τού Αντόνιο, «πρώην αρχιεπισκόπου Αθηνών», στην εκκλησία τού Κάλιαρι, πρότεινε τον διορισμό ενός Αυγουστινιανού, τού Αντόνιο ντε Καζαγκέμμες, στην κενή πια (κατ’ όνομα) έδρα των Αθηνών [Dipl., έγγραφο dclxxiii, σελ. 696 και πρβλ. έγγραφο dclxxiv]. Υπάρχουν πάρα πολλοί Αντόνιο στο αθηναϊκό μητρώο.
Μετά τον θάνατο τού Μπάλλεστερ, ένας αρχιεπίσκοπος υπάκουος στη Ρώμη διορίστηκε επίσης στην έδρα των Αθηνών, όταν κάποια στιγμή το 1388 ο Ούρμπαν ΣΤ’ διόρισε τον Φραγκισκανό Ζεράρ Μποέμ [Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 232, 241-42, σελ. 78, 80], ως διοικητικός εκπρόσωπος τού οποίου υπηρέτησε ο Τζέημς τού Άργους το 1389-1390 (;): «εκείνο το έτος ο εν λόγω κύριος επισκοπος έγινε εφημέριος τής εκκλησίας τής Αθήνας» (in quello anno che lo detto messere lo vescovo fu vicario della detta ecclesia di Athene) [Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II, Φλωρεντία: έγγραφο xlviii, σελ. 256 και Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος III, έγγραφο 4, σελ. 148, από τη διαθήκη τού Νέριο Ατσαγιόλι, για την οποία σημειώστε πιο κάτω].
- [←141]
-
Inn. III an. XI, ep. 246 (PL 215, 1551-52), Potthast, Regesta, I, αριθ. 3630, σελ. 313, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου. 1209.
- [←142]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο lxii, σελ. 78, Reg. Clem. V, annus octavus, αριθ. 9153, σελ. 132, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1313. Η Αγία Έδρα είχε προφανώς χορηγήσει στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών «ότι οι υπαγόμενοι σε αυτόν επίσκοποι ήταν δυνατό να υποχρεωθούν να αναλάβουν προσωπική διαμονή στις εκκλησίες τους» (quod suffraganeos suos possit compellere ad faciendum in eorum ecclesiis residentiam personalem).
- [←143]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxxi, σελ. 149-50, με σημείωση και πρβλ. Eubel, Hierarchia, I, 362.
- [←144]
-
Finke, Acta Aragonensia, III (1922), αριθ. 205, σελ. 451-52, Dipl., έγγραφο dcciv, σελ. 729-30, επιστολή τού καρδινάλιου Ναπολεόνε Ορσίνι προς τον Ιάκωβο (James) Β΄, γραμμένη στην Αβινιόν στις 10 Δεκεμβρίου 1323.
- [←145]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cxl, σελ. 171-72 και πρβλ. Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVΙΙΙ, αριθ. 19-22, 30, σελ. 34-35, 36.
- [←146]
-
Eubel, Hierarchia, I, 331-32, 128, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 47, σελ. 39, Finke, ό. π., 1 (1908), εισαγωγή, σελ. clxxii–v. O αδελφός Φερρέρ προσπαθούσε να κρατά τον Αραγώνα βασιλιά ενήμερο για τα νέα που μάζευε στην Αβινιόν [Finke, II (1908), αριθ. 297, σελ. 444-46, επιστολή με ημερομηνία 15 Απριλίου 1329].
- [←147]
-
Πρβλ. Mollat, Jean XXII (1316-1334): Lettres communes, X (Παρίσι, 1930), αριθ. 50991-92, με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 1330:
«ο Φερράριος, επίσκοπος Ματσάρα, έγινε διαχειριστής τής εκκλησίας Νεοπατρών, τής οποίας προηγουμένως ήταν επίσκοπος. … Ο ίδιος Φερράριος μετατέθηκε από την εκκλησία Νεοπατρών στην εκκλησία τής Ματσάρα».
(Ferrarius, episcopus Mazariensis, fit administrator eccl. Neopatrensis, cuius prius erat episcopus. … Idem Ferrarius transfertur ex ecclesia Neopatrensi ad eccl. Mazariensem.)
Πρβλ. Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVlll, αριθ. 47, 89, σελ. 39, 48.
- [←148]
-
Tο κείμενο τού διατάγματος Exsecrabilis υπάρχει στα Extravagantes τού Ιωάννη ΚΒ΄ [tit. III, επιμ. Richter και Friedberg, Corpus iuris canonici, II, στήλες 1207-9] και μεταφρασμένο στο Lunt, Papal Revenues, II (1934, ανατύπ. 1965), 225-28.
- [←149]
-
Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 89, σελ. 48 και πρβλ. αριθ. 107, σελ. 51-52.
- [←150]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxxx, σελ. 304, Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 134, σελ. 57-58. O καρδινάλιος ντε Κρος προφανώς χρησιμοποίησε την επιρροή του για λογαριασμό τής Μεγάλης Εταιρείας και στις 3 Δεκεμβρίου 1358 ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ χαλάρωσε τα διατάγματα αφορισμού και ήρε την απαγόρευση για ένα χρόνο. Στο μεταξύ είχε αναθέσει το πνευματικό πρόβλημα τής Εταιρείας σε επιτροπή με επικεφαλής τον Γκυγιώμ ντε Κουρτ, καρδινάλιο επίσκοπο τού Τούσκουλου [Dipl., έγγραφο ccxxxv, σελ. 309-10]. Πρβλ. πιο πάνω, σελ. 456.
- [←151]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Aven. 147 (Innocentius VI, an. IX, part. III, τομ. XXVII), φύλλο 197:
«… Αλλά πρόσφατα η εκκλησία τής Νεοπατρας, από τον θάνατο τού καλής μνήμης αρχιεπισκόπου Πατρών Ιακώβου, ο οποίος σε αυτή την έδρα έκλεισε τις τελευταίες μέρες του, στερείται ποιμενικής παρηγοριάς…», η συνήθης διατύπωση.
(… Nuper vero ecclesia Neopatrensis per obitum bone memorie Jacobi archiepiscopi Neopatrensis, qui apud dictam sedem diem clausit extremum, pastoris solacio desituta [est] …)
Βλέπε Dipl., έγγραφο ccxlvii, σελ. 329, Eubel, Hierarchia, I, 362. Η επιστολή διορισμού λοιπόν τού Πέτερ Φάμπρι στη Νεοπάτρα αναφέρει ότι ο Τζέημς Μασκό πέθανε στην Αβινιόν. Το όνομά του, που παρέχεται συχνά ως de Armoniaco, εμφανίζεται σωστά στο Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 148, σελ. 60 ως de Annoniaco. Πρβλ. Luke Wadding, Annales Minorum, VIII (Καράτσι, 1932), 168 και σημείωση.
- [←152]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cccxxxvi-vii, σελ. 423, 425, Eubel, Hierarchia, I, 362.
- [←153]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccclx, σελ. 445, με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1376.
- [←154]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cdiii, σελ. 490-91. O βασιλιάς Πέδρο Δ΄ έδωσε εντολή στον Λούις Φαντρίκε (τον εγγονό τού παλιού Δον Αλφόνσο), που υπηρετούσε τότε ως γενικός εκπρόσωπος, να φροντίσει για την επιστροφή των βιβλίων τού Τζων Μπόυλ ή τής πλήρους αξίας τους μετά την εξόφληση τού δανείου.
- [←155]
-
Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 214, 220, 223, 228, σελ. 74 και εξής, Ο Michel Le Quien, Oriens Christianus, III (Παρίσι, 1740), στήλες 1015-16 παρέχει το όνομα Rius. Τα Diplomatari τού Rubió i Lluch περιλαμβάνουν τέσσερις αναφορές στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, καμιά από τις οποίες δεν δίνει το επώνυμό του [Dipl., κείμενα dlv, σελ. 599 (13 Δεκεμβρίου 1383), dlxvii, σελ. 607 (6 Σεπτεμβρίου 1384), dlxxiii, σελ. 610 (12 Δεκεμβρίου 1384) και dcvi, σελ. 641 (17 Απριλίου. 1387)]. Ο Φραγκισκανός Ιωάννης ντε Μοντελουπόνε ίσως ήταν κατ’ όνομα αρχιεπίσκοπος Νεοπατρών τον Ιούνιο τού 1394 [Loenertz, ό. π., αριθ. 250, σελ. 82].
- [←156]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cdlxxxix, σελ. 547-48. Παπικό έγγραφο στις 18 Ιανουαρίου 1353 υπαγάγει την επισκοπική έδρα τού Ζειτουνίου στον αρχιεπίσκοπο Θηβών [Dipl., έγγραφο ccx, σελ. 287-88], ενώ άλλο στις 6 Μαρτίου τού ίδιου έτους φαίνεται να τοποθετεί το Ζειτούνιον υπό τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών [στο ίδιο, έγγραφο ccxi, σελ. 289-90]. Προφανώς υπήρχε τότε κάποια σύγχυση στο παπικό γραφείο τής Αβινιόν για την κατάσταση τού Ζειτουνίου.
- [←157]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο ccxi, σελ. 248-49, με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1346, στο οποίο έγγραφο ανακοινώνεται ότι ο Καρμελίτης αδελφός Αλβέρτος ντε Νογκέριο είχε διαδεχτεί τον αποθανόντα αδελφό Αντόνιο ως επίσκοπος τής «ecclesia Carmmensis», «… υπαγόμενης και αμέσως υποκείμενης στην εκκλησία Αθηνών» (… Atheniensi ecclesie suffraganea et immediate subiecta). Η μέχρι τώρα μυστηριώδης «ecclesia Carmensis, de Carmo», αργότερα «Carminensis» [πρβλ. Setton, Catalan Domination, σελ. 93-94, σημείωση 46] είναι στην πραγματικότητα η επισκοπή Κορώνειας (Coroniacensis), όπως έχει δείξει ο Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, 12-13.
- [←158]
-
Tο κείμενο των Άρθρων των Αθηνών υπάρχει στο Rubió i Lluch, Los Navarros en Grecia, Βαρκελώνη, 1886, έγγραφο xxxii, σελ. 241-51 και στα Diplomatari, έγγραφο cccxci, σελ. 473-79, με τα θέματα που αφορούν την Εκκλησία στις σελ. 476-77. Στη Λέριδα την 1η Σεπτεμβρίου 1380 ο βασιλιάς Πέδρο Δ΄ επικύρωσε επίσης τα αιτήματα που περιλαμβάνονταν στα «Άρθρα των Σαλώνων», τα οποία είχαν ετοιμαστεί στις 31 Μαΐου 1380 για λογαριασμό τού Δον Λούις Φαντρίκε, άρχοντα Σαλώνων και κόμη τής Μάλτας. Είχαν επίσης ετοιμαστεί υπομνήματα στα Σάλωνα για παρουσίαση στον βασιλιά από το σε προσφυγιά «δημοτικό σύμβούλιο» των Θηβών (στις 22 Mαϊου) και από το «universitat» τής Λιβαδιάς (την 1η Ιουνίου) και για αυτές τις ημερομηνίες βλέπε Dipl., έγγραφο cccxcii, σελ. 481, όπου τα δύο τελευταία έγγραφα έχουν εξαφανιστεί, παρά το γεγονός ότι τα άρθρα των Σαλώνων διασώζονται ακόμη [Rubió, Los Navarros, έγγραφο xxxix, σελ. 256-59 και Dipl., έγγραφο cccxcii, σελ. 480-82]. Πρβλ. γενικά Setton, Catalan Domination (1975), σελ. 158-64 και Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV, αριθ. 167-72, 175-77, σελ. 143-45, 171-72.
Στις 6 Οκτωβρίου 1380, πέντε εβδομάδες αφότου ασχολήθηκε με τα αθηναϊκά αιτήματα, ο Δον Πέδρο Δ΄ επανέλαβε την απαγόρευσή του εναντίον πωλήσεων, παραχωρήσεων ή κληροδοτήσεων περιουσιών ή ενοικίων στην Εκκλησία, αν και επιτρέπονταν χρηματικές δωρεές [Dipl., έγγραφο cdxxxiii, σελ. 508].
- [←159]
-
Πρβλ. Eubel, Hierarchia, I, 114, 482 και Hermann Hoberg, «Die Servitientaxen der Bistüumer im 14. Jahrhundert», Quellen und Forschungen aus Italienischen Archiven und Bibliotheken, XXXIII (1944), 130.
- [←160]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cccxcvi, σελ. 486-87, από τον Πέδρο Δ΄ προς τον γενικό εκπρόσωπο Ροκαμπέττι: αναφερόμενος στον διορισμό τού Τζων Μπόυλ στη θηβαϊκή έδρα, ο βασιλιάς λέει ότι «έχουμε γράψει στον άγιο πατέρα» (hajam escrit al sant pare), δηλαδή στον Ούρμπαν ΣΤ’. Η θητεία τού Μπόυλ ως επισκόπου Μεγάρων είναι άγνωστη στον Eubel, Hierarchia, I, 333. Ο άλλος απεσταλμένος που παρουσίασε μαζί με τον Μπόυλ το αθηναϊκό υπόμνημα στον Δον Πέδρο ήταν ο Ζεράρντο (Guerau) ντε Ροντονέλλα. Έδωσαν όρκο φεουδαρχικής υποταγής και απέτισαν φόρο τιμής στον Πέδρο ως «βασιλιά, ηγεμόνα, δούκα και άρχοντα» [Dipl., έγγραφο cccxci, σελ. 479].
- [←161]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cdvi, σελ. 492-93. Για τον Σίμον Ατουμάνο βλέπε Giovanni Mercati, Se la Versione dall’ ebraico del codice veneto greco VII sia di Simone Atumano, arcivescovo di Tebe: Ricerca storica con notizie e documenti sulla vita dell’ Atumano, Ρώμη, 1916 (Studi e testi, αριθ. 30), Giorgio Fedalto, Simone Atumano, monaca di studio, arcivescovo latino di Tebe, secolo XIV, Brescia, 1968, Setton, «Byzantine Background», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), 47-52 και A. K. Eszer, Das abenteuerliche Leben des Johannes Laskaris Kalopheros, Βισμπάντεν, 1969, σελ. 115-17, 207-12.
O Σίμον Ατουμάνο δεν διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Θηβών από τον Γρηγόριο ΙΑ΄, αλλά από τον Ούρμπαν Ε΄ (1362-1370). Ο Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 206, σελ. 72 θεωρεί εξαιρετικά απίθανες τις κατηγορίες για μεγάλη ανηθικότητα που υποβλήθηκαν εναντίον τού Ατουμάνο.
- [←162]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφα cdvi-cdviii, σελ. 493-94.
- [←163]
-
«…majorment com lo dit castell sia la pus richa joya qui al mont [δηλαδή món] sia, e tal que entre tots los reys de cristians envides lo porien fer semblant» [Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο cdiv, σελ. 491, με ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 1380]. Πρβλ. F. Gregorovius, Geschichte d. Stadt Athen im Millelalter, μεταφρ. και επιμ. Σπ. Π. Λάμπρος, 2 τόμοι, Aθήνα, 1904, II, 194-95, Rubió i Lluch, «Significacio de l’ elogi de l’ Acropolis d’ Atenes pel Rei Pere I Ceremonios», στο Homenaje ofrecido a Menéndez Pidal, Μαδρίτη, 1925, III, 37-56 και Los Catalans en Grecia (1927), σελ. 131-37, Setton, Catalan Domination, σελ. 187-88. Για την αποστολή των δώδεκα βαλλιστών από την Καταλωνία στην Αθήνα βλέπε Dipl., έγγραφο cdxxvii, σελ. 505, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου και κείμενα cdxxviii-cdxxxi-cdxxxv, σελ. 505-7, 509, με ημερομηνία 5, 6 και 11 October. 1380.
- [←164]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο nxxxvit, σελ. 587: «…σε όλο αυτό το δουκάτο, καθώς οι πιστοί μας, αναγνωρίζοντας το λάθος τους, επέστρεψαν αυθόρμητα στην υπακοή σε εμάς και στο κράτος μας …» (… omnes dicti ducatus tanquam nostri fideles eorum recognoscentes errorem spontanei ad nostram obedienciam et dominium redierunt…).
Η δήλωση είναι αρκετά απλή, αλλά το νόημά της είναι ασαφές. Ο Loenertz, Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII, αριθ. 216, σελ. 75 λέει ότι «το έγγραφο φαίνεται ότι υπονοεί ότι η Θήβα και η Λιβαδειά επέστρεψαν υπό την καταλανική κυριαρχία, γεγονός σημαντικό…» (le document semble impliquer que Thèbes et Livadia sont rentrées sous la domination catalane, fait important…) και το γεγονός θα ήταν σημαντικό αν ήταν αληθινό, αλλά βασιλική επιστολή στις 10 Απριλίου 1383 [Dipl., έγγραφο dxliii, σελ. 592] δείχνει οπωσδήποτε ότι μέχρι εκείνη την ημερομηνία η «πόλη και η περιοχή Θηβών» δεν είχε επιστρέψει υπό καταλανική εξουσία. Σε σχέση με την επιστολή τού βασιλιά στις 31 Δεκεμβρίου 1382 ο Loenertz, ό. π., μιλά για «την απαγόρευση που κρέμεται πάνω από τα ελληνικά δουκάτα» (l’interdit qui pèse sur les duchés grecs), αλλά το κείμενο προσδιορίζει το δουκάτο των Αθηνών και η απαγόρευση δεν αφορούσε εκείνο των Νεοπατρών.
- [←165]
-
Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, έγγραφο dxxxviii, σελ. 588, με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1382.
- [←166]
-
Πρβλ. Rubió i Lluch, Dipl. de l’ Orient català, κείμενα cccxcvi, cdvi, cdxiii.
- [←167]
-
A. M. Bandini, Catalogue codicum graecorum Bibliothecae Laurentianae, II (Φλωρεντία, 1768), στήλη 123. U. von Wilamowitz-Moellendorff, Analecta Euripidea, Βερολίνο, 1875, σελ. 5-6. Francesco Lo Parco, Gli ultimi oscuri anni di Barlaam e la verità storica sullo studio del greco di Francesco Petrarca, Νaples, 1910, σελ. 16-17, σημείωση 5 και σελ. 35-36. Giovanni Mercati, Simone Atumano, arcivescovo di Tebe (1916), σελ. 23-24, 27-28, 47-48, με διορθωμένο ελληνικό κείμενο των εγγραφών τού Σίμον στο χειρόγραφο. Fedalto, Simone Atumano, monaco di studio (1968), σελ. 21-22. Για το χειρόγραφο πρβλ. Aleksander Turyn, The Manuscript Tradition of the Tragedies of Aeschylus, Νέα Υόρκη, 1943, σελ. 74, ο οποίος νομίζει ότι ο Σίμον ήταν «επίσκοπος τής Αβινιόν». Ο Σίμον είχε προφανώς πάρει μόνο την «πρώτη συγκομιδή» (prima tonsura) τον Ιούνιο τού 1348, όταν ο Κλήμης ΣΤ’ τον ονόμασε επίσκοπο τού Γκεράτσε.
- [←168]
-
Michel Hayez et al., Urbain V (1362-1370), Lettres communes, ΙΙ, δέσμη 2 (Παρίσι, 1965), αριθ. 6391, σελ. 202. Είναι ίσως ασφαλές να υποθέσουμε ότι ο Σίμον διέμενε όσο το δυνατόν περισσότερο στην Αβινιόν και όσο το δυνατόν λιγότερο στο Γκεράτσε.
- [←169]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Suppl. 40, φύλλο 13, δημοσιευμένα από τον R. J. Loenertz, Demetrius Cydones, Correspondence, II (Πόλη Βατικανού, 1960), 431-32 (Studi e testi, αριθ. 208). Σε επιστολή προς τον Σίμον Ατουμάνο, προφανώς γραμένη το καλοκαίρι τού 1364, ο Δημήτριος Κυδώνης αναφέρεται στη μετάθεση από τον Ούρμπαν Ε΄ τού Σίμον από το Γκεράτσε σε άλλη πολη, «η οποία σαν πλοίο έχει ανάγκη από πιο μεγάλο κυβερνήτη», (ὥσπερ ναῦν κυβερνήτου μείζονος δεομένην) [Loenertz, στο ίδιο, I (1956), βιβλίο x, επ. 93, σελ. 126, γραμμές 16-18 (Studi e testi, αριθ. 186)].
- [←170]
-
Eubel, Hierarchia, I, 206, 482, Mercati, Simone Atumano, arcivescovo di Tebe (1916), σελ. 30 και εξής, Fedalto, Simone Atumano, monaco di studio (1968), σελ. 34-36, 82, 91 και εξής.
- [←171]
-
Gene Brucker, «An Unpublished Source on the Avignonese Papacy: The Letters of Francesco Bruni», Traditio, XIX (1963), 368. O Φραντσέσκο Μπρούνι διορίστηκε γραμματέας από τον Ούρμπαν Ε΄ και ξεκίνησε τα καθήκοντά του στο officium litterarum secretarum στις 3-4 Φεβρουαρίου 1363, με ετήσιο μισθό 200 φλουριά [K. H. Schäfer, Die Ausgaben der Apostolischen Kammer unter den Papsten Urban V. und Gregor XL (1362-1378), Πάντερμπορν, 1937, σελ. 23-24, 27, 75, 76, 111, 112, 155, κλπ., 225, 227, 253, κλπ., 606].
Όταν στις 8 Νοεμβρίου 1367 ο πάπας διέκοψε όλους τούς Φλωρεντινούς από θέσεις στην παπική κούρτη, ο Φραντσέσκο Μπρούνι, ο γιος του και ο Τζιοβάννι Μπαροντσέλλι δηλώθηκαν ως μοναδικές εξαιρέσεις από το παπικό διάταγμα [στο ίδιο, σελ. 33]. Για τον Μπρούνι, ο οποίος αλληλογραφούσε με τον Πετράρχη, βλέπε ιδιαίτερα H, J. Tomaseth, «Die Register und Secretare Urbans V. und Gregors XI.», Mitteilungen des Instituts für österreichische Geschichtsforschung, XIX (1898), 423, 425, 440, 448, 452-63, με μερικές διορθώσεις και προσθήκες στο Gottfried Opitz, «Die Sekretärsexpedition unter Urban V. und Gregor XL», Quellen und Forschungen aus italienischen Archiven und Bibliotheken, XXXIII (1944), 167-70.
O Μπρούνι έγινε σημαιοφόρος (gonfalonier) τής δικαιοσύνης στη Φλωρεντία τον Οκτώβριο και Νοέμβριο τού 1383 και πέθανε λίγο μετά το 1385 [Tomaseth, ό. π., σελ. 462-63].
- [←172]
-
Cunibert Mohlberg, Radulph de Rivo, Der letzte Vertreter der altrömischen Liturgie, 2 τόμοι, Λουβαίν και Μύνστερ in Westf., 1911-15, I, 19-21, 214, ο οποίος όμως λίγα ξέρει για τον Σίμον Ατουμάνο. Βλέπε επίσης Setton, «Byzantine Background», σελ. 49 και για τη λατινική μετάφραση από τον Σίμον τού Περὶ ἀοργησίας (De cohibenda ira) τού Πλουτάρχου σημειώστε στο ίδιο, σελ. 50-51 και Robert Aulotte, Amyot et Plutarque: La Tradition des Moralia au XVI siecle, Γενεύη, 1965, σελ. 22, 331.
- [←173]
-
Εκδόθηκε για πρώτη φορά πριν από έναν αιώνα από τούς Oscar Gebhardt και Fr. Delitzsch, Graecus Venetus: Pentateuchi Proverbiorum Ruth Cantici Ecclesiastae Threnorum Danielis versio graeca. Ex unico bibliothecae S. Marci Venetae codice …. Λειψία, 1875. Για τις ανθρωπιστικές και Εβραϊκές σπουδές τού Σίμον Ατουμάνο βλέπε Fedalto, Simone Atumano, σελ. 109 και εξής.
- [←174]
-
Mercati, Simone Atumano, σελ. 12-43.
- [←175]
-
Στο ίδιο, έγγραφο iii, σελ. 50-51 και σελ. 16-17.
- [←176]
-
Bλέπε γενικά K. M. Setton, Los Catalanes en Grecia, Βαρκελώνη, 1975, σελ. 174-79, 192 και εξής.
- [←177]
-
Η διαθήκη τού Νέριο, γραμμένη στην Κόρινθο στις 17 Σεπτεμβρίου 1394 υπάρχει στους Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II (1845), Φλωρεντία: έγγραφο xlviii, σελ. 254-61 και Λάμπρο, Έγγραφα, μέρος IΙΙ, έγγραφο 4, σελ. 146-52.
- [←178]
-
Fr. Miklosich και Jos. Müller, Acta et diplomala graeca medii aevi, II (1862, ανατύπ. 1968): Acta patriarchatus Constantinopolitani, έγγραφο 435, σελ. 165-70: «…τῇ ἑνούση γὰρ αὐτῷ ἀρετῇ καὶ εὐλαβείᾳ καὶ γνώσει παντοδαπεῖ καὶ μεγίσταις οἰκονομίαις χρησάμενος ἐδυνήθη καὶ τῆς τῶν Ἀθηνῶν πόλεως ἐπιλαβέσθαι καὶ ἐντὸς αὐτῆς εἰσελθεῖν καὶ κατοικῆσαι, πρᾶγμα πρὶν γενέσθαι μὴ πιστευόμενον˙ πάλαι ποτὲ γὰρ ὑπὸ τῶν Λατίνων ἁλούσης τῆς πόλεως ἐκείνης ἐξ ἀμνημονεύτων τῶν χρόνων οὐδεὶς τῶν χειροτονουμένων ἐντεῦθεν ἀρχιερέων καὶ πεμπομένων ἐκεῖ τῇ τυραννίδι καὶ δυναστείᾳ τῶν ἀρχόντων ἐκείνων ἐτόλμησεν εἰσελθεῖν, καὶ ἦσαν μὲν οἱ ἐκεῖ χριστιανοὶ τὴν ὀρθοδοξίαν φυλάττοντες καὶ τὰ άρχαῖα δόγματα τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας ἀκέραια διασώζοντες, ἀνεπίσκοποι δὲ ὅμως καὶ διδασκαλίας ἀρχιερατικῆς ἄγευστοι καὶ, ὡς ἔτυχεν, ἕκαστος καθ’ ἑαυτὸν οἰκονομούμενος καὶ κλέπτων τὴν ἑαυτοῦ πίστιν καὶ σωτηρίαν…»
Δ. Γρ. Καμπούρογλους, Μνημεία τής Ιστορίας των Αθηναίων, II (Aθήνα, 1890), 147.
- [←179]
-
Πρβλ. Miklosich και Müller, Acta et diplomata graeca, II, έγγραφo 493, σελ. 250:
«Μηνὶ αύγούστῶ ἰνδ. γ΄ εἰκοστῇ τρίτῃ τοῦ μηνὸς προκαθημένου τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου, τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενείοις, συνεδριαζόντων τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ αὐτοῦ τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Νικομηδείας, τοῦ Κορίνθου, τοῦ Μιτυλήνης καὶ τοῦ Μηδείας, ἀνεγνώσθησαν εἰς ἐπήκοον ὁρισμῷ τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως τὰ ἀποσταλέντα γράμματα πρὸς τὴν κραταιάν καὶ ἁγίαν βασιλείαν αὐτοῦ παρὰ τοῦ πανευτυχεστάτου δεσπότου καὶ αὐθέντου ἡμῶν τοῦ Πορφυρογεννήτου, ἐν οἷς καὶ διελαμβάνετο περὶ τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν κατὰ λέξιν οὕτως˙ “ἄς γινώσκῃ καὶ τοῦτο ἡ βασιλεία σου, ὅτι ὁ μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν ῥωμαῖος, ὅστις ἦν ἐνταῦθα, εἰργάσθη τὸν ἀδελφὸν τοῦ Φραγκοπούλου, ὅν εἴχαμεν εἰς κάστρον ἡμῶν, Γρεβενὸν λεγόμενον, καὶ ἐκράτει καὶ τὸν κουλὰν τοῦ κάστρου ἐκείνου, καὶ μετὰ ἀπάτην καὶ πανουργίαν ἐπίασαν τὸν ἀδελφὸν τοῦ Φραγκοπούλου, καὶ ἀπῇρε τὸν κουλὰν, καὶ ἔδωκέν τον πρὸς τὸν πρωτοστράτορα τὸν Σαρακινόπουλον, ὅστις ἔνι ἄπιστος εἰς ἐμὲ, καὶ διεγείρει καὶ παρακινεῖ τὸν λαὸν πάντοτε εἰς ἀπιστίας καὶ κακὸν. ἐφάνη οὖν καὶ αὐτὸς δεύτερος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἐπεὶ οὐδὲν τὸν ἤρεσεν, ἵνα ἔνι μοναχὸς ἐκεῖνος, ἀλλ’ ἵνα ἀκολουθήσῃ καὶ αὐτὸς τῇ πράξει ἐκείνου καὶ τοῖς τρόποις του, καὶ ἵνα τὸν ἔχῃ σύντροφον˙ διό καὶ τὸ δίκαιον θέλει ἦσθεν, ὡς λογίζομαι, ἵνα καθῄρῃ τοῦτον ὁ πατριάρχης τὸ ἔλαττον, ἄν ἴσως οὐδὲν ἔνι ἄλλη τις αἰτία ἀξία, ὁποῦ νά ἐμποδίσῃ τοῦτο˙” πρὸς ταῦτα τοίνυν διασκεψάμενος συνοδικῶς ὁ παναγιώτατος ἡμῶν δεσπότης, ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης, ἀπέλυσε ταῦτα τὰ γράμματα…»
Στο ίδιο, II, έγγραφο 494, σελ. 256:
«Ἱερώτατε μητροπολίτα Ἀθηνῶν, ὑπὲρτιμε καὶ ἔξαρχε πάσης Ἑλλάδος, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργὲ˙ χάρις εἴη καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ τῇ σῇ ἱερότητι. καιρὸν ἔχομεν πολὺν, ἐξ ὅτου ἀκούομεν περὶ τῆς σῆς ἱερότητος, ὅσα οὐδόλως ἀποδεχόμεθα ἀκοῦσαί ποτε˙ διὰ τοῦτο ἐγράψαμεν πολλάκις τῇ σῇ ἱερότητι, ὡς ἄν ποίησῃς εἰς τὰ κατὰ σὲ τὴν προσήκουσαν διόρθωσιν, καὶ ἀπαλλάξῃς μὲν σαυτὸν πολλῶν καὶ ἐπονειδίστων κόπων καὶ μόχθων, τὸ δὲ τῆς ἐκκλησίας σύστημα τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν μώμων καὶ ψόγων˙ ἡ δὲ σὴ ἱερότης, οὐκ οἴδαμεν τίσι πειθόμενος λόγοις, ἀντὶ τοῦ ἀκοῦσαι ἡμῶν καὶ τῆς ἡμῶν μετριότητος τὴν συμβουλὴν, μᾶλλον ἐθέλεις καὶ αὐτὸς κοπιᾶν καὶ τὸ ὄνομὰ σου ὑβρίζεσθαι, καὶ λυπεῖσθαι παρασκευάζεις ἀκούοντας κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν καὶ συλλειτουργοῦ, ὅσα οὐκ ἀποδεχόμεθα. διὰ τοῦτο γράφομεν καὶ πάλιν τῇ σῇ ἱερότητι καὶ εἰσηγούμεθα, ὡς ἄν καταλάβῃς ἐνταῦθα, καὶ παύσῃς μὲν αὐτὸς τῶν πολλῶν καὶ ἀκερδῶν πόνων, εὐφράνῃς δὲ καὶ ἡμᾶς, ἰδόντας σε ἐνταῦθα ἐλθόντα. ἀλλὰ καὶ ἡ μετριότης ἡμῶν καὶ ἡ θεία καὶ ἱερὰ σύνοδος τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων θέλομεν ποιήσειν εἰς τὴν σὴν ἱερότητα προμήθειαν καὶ κυβέρνησιν τοσαύτην, ὅσην μέλλεις καὶ αὐτὸς ἀποδέξασθαι˙ ἄκουσον οὖν ἡμᾶς καὶ τοῖς λόγοις τῆς ἡμῶν μετριότητος πεισθεὶς, ἐλθὲ μετὰ πάσης πληροφορίας καἰ θάρρους εἰς ἡμᾶς, μηδένα ἔχων ἐνδοιασμὸν. ἡ τοῦ θεοῦ χάρις εἴη μετὰ τῆς σῆς ἱερότητος. Εἶχε καὶ διὰ τιμίας πατριαρχικῆς χειρὸς τῷ μηνὶ αὐγούστῳ ἰνδ. τρίτης.»
Στο ίδιο, II, έγγραφo 498, σελ. 259:
«Πιττάκιον πατριαρχικὸν πρὸς τοὺς ἐν τῷ Εὐρίπῳ κληρικοὺς γράψαντας καὶ ἀναφέροντας περὶ τοῦ Ἀθηνῶν,ὅτι ἠφωρίσθησαν παρ’αὐτοῦ διὰ τὸ μὴ μνημονεύειν αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς κατὰ τὴν συνήθειαν.
Οἱ εἰς τὸν Εὔριπον εὑρισκόμενοι, σὺ τε, εὐλαβέστατε πρωτοπαπᾶ, καὶ οἱ λοιποὶ ἱερωμένοι καὶ κληρικοὶ, τέκνα ἐν κυρίῳ ἀγαπητὰ τῆς ἡμῶν μετριότητος˙ χάρις ὑμῖν εἴη ἅπασι καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ. τὴν ἔγγραφον ἀναφορὰν ἡμῶν ἐδεξάμεθα μετὰ τοῦ παρόντος ἀνθρώπου. ὑπανεγνώσθη οὖν συνοδικῶς, καὶ ἐγνωρίσαμεν, περὶ ὧν ἐγράφετε καὶ ἀνεφέρετε. εἰ μὲν οὖν οὕτως εἶχε τὰ εἰς τὸν ἱερώτατον μητροπολίτην Ἀθηνῶν, ὡς καὶ ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ συνοδικῶς καθῃρεῖτο δι’ ἅπερ ἀκούονται κατ’ αὐτοῦ, καλῶς ἄν ἐποιεῖτε, κόψαντες αὐτοῦ τὸ μνημόσυνον, τότε καὶ ὁ ἀφορισμὸς αὐτοῦ οὐχ ἥπτετο ἄν ὑμῶν˙ ἐπεὶ δὲ ὁ μητροπολίτης, κἄν ὅσα, κἄν ὁποῖα ἐργάζεται, εἰ καὶ καθαιρέσεώς ἐστιν ἄξιος ἀπὸ τούτων, ἀλλ’ οὖν οὔτε ὁ κατηγορήσων αὐτοῦ ταῦτα συνοδικῶς ἐπαρρησιάσατο, οὔτε μάρτυρες τῶν κατηγορημάτων ἐφάνησαν, οὔτε δικαστήριον ὅλως συνέστη περὶ τούτων συνοδικὸν, ὡς ἄν ἐξετασθέντων τῶν λαλουμένων συνοδικῶς, εἴπερ εὑρεθῶσιν ἀληθῆ ταῦτα, καθαιρεθῇ, καὶ μέχρις ἄν τοῦτο γένηται, ἐνεργὸς ἀρχιερεὺς ἐστι, καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ ὀφείλει ἔχειν ἀφ’ ὑμῶν˙ ἄδικον γὰρ καὶ παρὰ κανόνας, εἰ πρὸ τῆς κρίσεως καὶ τῆς ἐξετάσεως καὶ τῆς παραστήσεως τῶν λαλουμένων ἀφαιρεθῇ ταῦτα, ἅ μετὰ τὴν κρίσιν ἔμελλε, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐνεργὸν αὐτὸν ἔχομεν, καὶ ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ συλλειτουργὸν γράφομεν αὐτὸν μέχρι τῆς σήμερον˙ διὰ τοῦτο καὶ τὸ γεγονὸς παρ’ αὐτοῦ εἰς ὑμᾶς δικαίως ἐγένετο καὶ κανονικῶς. πλὴν ἐπειδή οὐκ ἀπὸ περιφρονήσεως ἐποιήσατε τοῦτο, ἀλλ’ ἀπατηθέντες τῇ ἀκοῇ, ἥνπερ ἠκούσατε, ἔχει ὑμᾶς ἅπαντας ἡ μετριότης ἡμῶν συγκεχωρημένους τοῦ ἐπενεχθέντος καθ΄ ὑμῶν ἀφορισμοῦ παρὰ τοῦ μητροπολίτου ὑμῶν ἕνεκα τούτου, πλὴν ἐὰν εἰς τὸ ἑξῆς ἔχητε αὐτὸν ὡς μητροπολίτην ὑμῶν, καὶ στέργητε αὐτὸν, καὶ μνημονεύητε αὐτοῦ˙ ἄνευ γὰρ αὐτοῦ οὔτε ἐγὼ ἔχω ἄδειαν μνημονεύεσθαι αὐτὸθι, οὔτε ἄλλος ἀρχιερεὺς, παρὰ κανόνας ἔσται τοῦτο. εἰ δὲ γένηται κρίσις μετὰ τοῦ μητροπολίτου, καὶ τῶν ἐγκλημάτων τῶν κατ’ αὐτοῦ ἀληθῶν φανέντων καθαιρεθῇ, τότε καὶ ὑμεῖς τοῦτο πληροφορηθήσεσθε παρὰ τῆς ἡμῶν μετριότητος, καὶ καθὼς ἄν γράψωμεν ὑμῖν, ποιήσετε˙ μέχρις ἄν δε τοῦτο γένηται, ἀρχιερεὺς ὑμῶν ἄλλος οὐκ ἔστι εἰ μὴ ὁ Ἀθηνῶν, καὶ πλὴν αὐτοῦ ἄλλου μνημονεύειν οὐκ ὀφείλετε˙ φροντίσατε οὖν καὶ τὸ ἀκίνδυνον καὶ τὴν τιμὴν ὑμῶν, καὶ ποιήσατε, καθὼς παρακελευόμεθα, ἵνα καὶ ἡ τοῦ θεοῦ χάρις ᾖ μετά πάντων ὑμῶν.
Εἶχε καὶ διὰ τιμίας πατριαρχικῆς χειρὸς τῷ μηνὶ σεπτεβρίῳ ἰνδ. τετάρτης.»
- [←180]
-
Πρβλ. Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43. φύλλο 76, απόφαση τής Γερουσίας με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1395:
«επειδή εξετάσαμε τα νέα που πήραμε από τα μέρη τού Νεγκροπόντε για την κακή πρόθεση και διάθεση που έχουν οι Τούρκοι αφενός για την προαναφερθείσα πόλη και νησί μας και αφετέρου για την πόλη τής Αθήνας … θα υπάρξει πρόβλεψη κυρίως για τα δύο…»,
(Quia consideratis novis habitis de partibus Nigropontis de pessima intencione et dispositione quam Turchi habent tam ad civitatem et insulam nostram predictam quam ad civitatem Athenarum … est habenda provisio principaliter ad duo …)
δηλαδή για την εξασφάλιση τής προμήθειας σιτηρών και την επαρκή δύναμη πεζικού εναντίον των Τούρκων.
Τον Φεβρουάριο τού 1396 η Βενετία έστειλε πρεσβεία στον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ [στο ίδιο, φύλλα 107-109], επιδιώκοντας μεταξύ άλλων διευκολύνσεων την ασφάλεια τού Άργους και τού Ναύπλιου και σημειώνοντας ότι
«δεχθήκαμε επίσης [στην κοινοπολιτεία μας] την πόλη τής Αθήνας επειδή ο άρχοντας Νέριο είναι δικό μας άτομο [ήταν επίτιμος πολίτης], όπως ρύθμισε με την τελευταία διαθήκη του…» [φύλλο 108],
(intromisimus etiam civitatem Athenarum quia dominus Nerius avis noster ita per suum testamentum ultimum ordinavit…)
πράγμα το οποίο αυστηρά δεν ήταν αληθές, παρά το γεγονός ότι ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Άποδείξεις Ἱστοριῶν, IV (CSHB, Βόννη, σελ. 213, επιμ. Ε. Darkο, I (Βουδαπέστη, 1922), 200) επαναλαμβάνει την ενετική προπαγάνδα:
γιατί την Κόρινθο την άφησε στον Θεόδωρο [Α’], τον γαμπρό του και αδελφό τού βασιλιά [των Ελλήνων]. Την πόλη τής Αθήνας, την οποία είχε πάρει προηγουμένως από τούς Κελτίβηρες τής Ναβάρρας (γιατί και οι Ίβηρες κατείχαν πριν αυτήν την πόλη, αφού την κατέκτησαν) την άφησε στους Ενετούς.
«…τὴν γὰρ Κόρινθον κατέλιπε τῷ κηδεστῇ αὐτοῦ Θεοδώρῳ τῷ βασιλέως ἀδελφῷ. τὴν δὲ Ἀθηνῶν πόλιν, ἀφελόμενος ταύτην τὸ πρόσθεν τοὺς Κελτίβηρας ἀπὸ Ναβάρης (εἶχον γὰρ δὴ καὶ ταύτην οἱ Ἴβηρες καταστρεψάμενοι) κατέλιπε τοῖς Οὐενετοῖς.
Όταν αυτός ο γιος του, ο Αντόνιο, παρέλαβε την ηγεμονία τής Βοιωτίας από τον πατέρα του (γιατί ο Βαγιαζήτ, ο γιος τού Μουράτ, είχε υποτάξει την υπόλοιπη γη τής Φωκίδας και τη Λεβαδειά, προσθέτοντας αυτές στα εδάφη του, όπως ανέφερα νωρίτερα), προχώρησε σε πόλεμο εναντίον των Ενετών και κύκλωσε και πολιόρκησε έντονα την Αθήνα.
ὁ μέντοι παῖς αὐτοῦ Ἀντώνιος οὗτος, ὡς παρὰ τοῦ πατρὸς παρεδέξατο τὴν τῆς Βοιωτίας ἀρχὴν (τὴν γὰρ δὴ Φωκίδα χώραν ἄλλην καὶ Λεβάδειαν ὑπηγάγετο Παιαζήτης ὁ Ἀμουράτεω, προσθέμενος τῇ ἑαυτοῦ ἀρχῇ, ὡς πρότερόν μοι δεδήλωται), οὗτος δὴ οὖν ἐπὶ τοὺς Οὐενετοὺς ἐξήνεγκε πόλεμον, καὶ τὰς Ἀθήνας ἐπολιόρκει προσέχων ἐντεταμένως.»
Πρβλ. F. Thiriet, Regestes des deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, I (Παρίσι, 1958), αριθ. 896, σελ. 210-11.
- [←181]
-
Commemoriali, IX, φύλλο 15, επιμ. R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IΙΙ (Βενετία, 1883), αριθ. 25, σελ. 238, με ημερομηνία 27 Mαϊου.
- [←182]
-
Μεταγενέστερες τουρκικές πηγές τοποθετούν την προφανώς σύντομη (αν υπήρξε) κατάληψη τής κάτω πόλης των Αθηνών πριν και μετά τη μάχη τής Νικόπολης (25 Σεπτεμβρίου 1396). Όμως κάποιες από αυτές τις πηγές προσδιορίζουν τον Τιμουρτάς πασά ως «κατακτητή» τής πόλης, ενώ και το επίσης μεταγενέστερο αλλά γενικά αξιόπιστο Σύντομο Χρονικόν [Chronicon breve, ad ann. 6905, προσθήκη στο Δούκα, Hist. Byzantina, CSHB, Βόννη, σελ. 516] τοποθετεί τη μωραΐτικη εκστρατεία τού Τιμουρτάς πασά τον Ιούνιο τού 1397 (όταν πάρθηκε το Άργος):
«Τώ ,ςϡΕ΄ ἔτει ἦλθεν ὁ Γιαγουπασᾶς καὶ ὁ Μουρτάσης με τὸ φόσατον τὸ τουρκικὸν χιλιάδες ξ’ μηνὶ Ἰουνίῳ ιΒ΄ εἰς τὸ Ἄργος ἡμέρᾳ σαββάτῳ, καὶ τῇ κυριακῇ ὥρᾳ Β΄ ἀπεῖραν αὐτὸ, καὶ ᾐχμαλώτισαν τὸν λαὸν. καὶ τῇ κΑ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἦλθον εἰς τὸ Λέοντος καὶ ἐπολέμισαν.»
Έτσι ο J. Η. Mordunann, «Die erste Eroberung von Athen durch die Turken zu Ende des 14. Jahrhunderts», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbucher, IV (1923), 346-50, θα χρονολογούσε την ονομαζόμενη πρώτη τουρκική κατάληψη τής Αθήνας στο 1397. Ο Tιμουρτάς πασάς εμφανίζεται ως Μουρτάσης στο κείμενο τού Σύντομου Χρονικού (Chronicon breve), το οποίο δεν αναφέρει καμιά διαμονή τουρκικών δυνάμεων στην Aθήνα και (ακόμη σημαντικότερο) η Ενετική Γερουσία δεν φαίνεται να γνωρίζει τίποτα τέτοιο.
- [←183]
-
Η πτώση τού Άργους στους Tούρκους είχε μαθευτεί στη Βενετία στις 5 Ιουλίου [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 44, φύλλο 10]:
«Οι καστελλάνοι μας τής Κορώνης και τής Μεθώνης γράφουν, πόσο δυσάρεστα έχουν ακούσει ότι είναι τα νέα που έρχονται από την πόλη μας τού Άργους …»
(Castellanis nostris Coroni et Mothoni scribatur qualiter displicenter audivimus casum ammissionis civitatis nostre Argolicensis …),
πράγμα που έβαζε σε κίνδυνο την Κορώνη και τη Μεθώνη [πρβλ. Thiriet, Regestes, I, αριθ. 936, σελ. 219].
Βλέπε Χαλκοκονδύλη, Άποδείξεις Ἱστοριῶν, II, CSHB, Βόννη, σελ. 97-99:
O Γιακούμπ, ο κυβερνήτης τής Ευρώπης, έφτασε στο Άργος και το πολιορκούσε. Τότε το Άργος κατείχαν οι Ενετοί. Tούς είχε δοθεί από τον Θεόδωρο, τον ηγεμόνα τού Μυστρά, ο οποίος είχε αποφασίσει ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμία ελπίδα για ασφάλεια στο Βυζάντιο ή, για το θέμα αυτό, στην Πελοπόννησο, καθώς οι υποθέσεις των Ελλήνων βρίσκονταν ήδη στην κόψη τού ξυραφιού. Πούλησε το Άργος, που συνορεύει με το Ναύπλιο, πόλη των Ενετών, σε χαμηλή τιμή. Επίσης, διαπραγματεύτηκε με τούς μοναχούς από τη Ρόδο και τούς πούλησε τον Μυστρά σε μεγάλη τιμή. Αλλά όταν οι άνθρωποι τού Μυστρά ανακάλυψαν ότι είχαν προδοθεί από τον ηγεμόνα τους, γιατί εκείνος έλειπε τότε, συγκεντρώθηκαν με την παρότρυνση τού επισκόπου Μυστρά για να συζητήσουν το ζήτημα, κατέληξαν σε συμφωνία και αποφάσισαν ότι δεν θα επέτρεπαν σε κανένα μοναχό να εισέλθει στην πόλη. Ήσαν προετοιμασμένοι να υποστούν οποιαδήποτε αναγκαία δυσκολία αντί να υπακούουν στους Λατίνους μοναχούς. Διόρισαν τον επίσκοπό τους ως ηγεμόνα τους σε αυτό το ζήτημα. Όταν έφτασαν οι μοναχοί, τούς είπαν να φύγουν το συντομότερο δυνατό, διαφορετικά θα θεωρούνταν εχθροί. Έτσι αναχώρησαν και επέστρεψαν στον ηγεμόνα, καθώς δεν σημείωναν πρόοδο εκεί. Όταν ο Θεόδωρος, ο ηγεμόνας τού Μυστρά, ενημερώθηκε ότι το θέμα είχε εξελιχθεί αντίθετα από εκείνο που είχε προγραμματίσει, έστειλε μήνυμα στους κατοίκους τού Μυστρά προσπαθώντας να δει αν θα τον δέχονταν ακόμη, αν επέστρεφε. Όταν δέχτηκαν τα διαβήματά του, μπήκε στην πόλη δίνοντας όρκο ότι δεν θα ξαναπροωθούσε ποτέ μια τέτοια ιδέα.
«Ἰαγούπης δὲ ὁ τῆς Εὐρώπης ἡγεμὼν ἀφικόμενος ἐς τὸ Ἄργος ἐπολιόρκει. τὸ δὲ Ἄργος τοῦτον τὸν χρόνον κατεῖχον οἱ Ἑνετοί ἀπέδοτο δὲ Θεόδωρος ὁ τῆς Σπάρτης ἡγεμών, ὡς ἀπέγνω τοῖς Ἕλλησι τὴν σωτηρίαν τῷ τε Βυζαντίῳ, πρὸς δὲ καὶ τῇ Πελοποννήσῳ, καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἤδη ἑστηκότα τὰ τῶν Ἑλλήνων πράγματα· τό τε Ἄργος ὅμορον ὂν Ναυπλίῳ, πόλει τῶν Ἑνετῶν, ἀπέδοτο οὐ πολλοῦ. καὶ Σπάρτην δὲ τοῖς ἀπὸ Ῥόδου Ναζηραίοις ἐς λόγους ἀφικόμενος ἀπέδοτο πολλοῦ τινός. οἱ μὲν Σπαρτιᾶται, ὡς ᾔσθοντο προδεδομένοι ὑπὸ τοῦ σφῶν αὐτῶν ἡγεμόνος, ἀπῆν γὰρ τότε, ἐνάγοντος τοῦ Σπάρτης ἀρχιερέως κοινῇ τε συνιόντες σφίσι λόγον ἐδίδοσαν, καὶ συνίσταντο ἀλλήλοις, καὶ συνετίθεντο ὡς οὐδενὶ ἐπιτρέψοντες εἰσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν τῶν Ναζηραίων, πᾶν δέ, ὅ τι ἂν δέοι, χαλεπὸν πεισομένους πρὸ τοῦ Ναζηραίοις τοῖς Λατίνων πείθεσθαι. ἐστήσαντο δὲ σφίσι καὶ τόν γε ἀρχιερέα ἄρχοντα ἐπὶ τούτῳ. καὶ ἐλθόντων τῶν Ναζηραίων προηγορεύοντο ἀπαλλάσσεσθαι τὴν ταχίστην· εἰ δὲ μή, περιέψεσθαι ὡς πολεμίους. οὗτοι μὲν οὖν ᾤχοντο ἀπαλλασσόμενοι ὡς ἐπὶ τὸν ἡγεμόνα, ὡς οὐδὲν ἐς τοῦτο σφίσι προεχώρει· Θεόδωρος δὲ ὁ τῆς Σπάρτης ἡγεμὼν, ὡς ᾔσθετο τὸ πρᾶγμα, ὡς τοὐναντίον, ἢ ἐβούλετο, περιέστη αὐτῷ, λόγους τε ἔπεμπεν αὖθις παρὰ τοὺς Σπαρτιάτας, ἀποπειρώμενος, εἰ δέξαιντο ἔτι αὐτὸν αὖθις ἐπανιόντα. ὡς δὲ διαπειρωμένου προσίεντο τοὺς λόγους, ἐσῄει δὲ τὴν πόλιν, ὅρκια ποιησάμενος μηκέτι τοῦ λοιποῦ ἐπὶ νοῦν βαλέσθαι τοιοῦτον.
Στη συνέχεια οι Ενετοί εγκατέστησαν φρουρά στην ακρόπολη τού Άργους και κατείχαν έτσι την πόλη. Ο Γιακούμπ, ο στρατηγός τού σουλτάνου Βαγιαζήτ, βάδισε εναντίον τής πόλης και την πολιόρκησε με όλη του τη δύναμη. Επιτίθετο συχνά στα τείχη και δεν σταματούσε. Ύστερα από λίγο, επειδή προσπαθούσε να επιτεθεί στον τόπο ταυτόχρονα από δύο σημεία, ξέσπασε έντρομος πανικός μεταξύ εκείνων που υπερασπίζονταν την αριστερή πλευρά τής πόλης, καθώς πίστεψαν, με βάση την αναφορά ενός ντόπιου, ότι η πόλη είχε καταληφθεί από τη δεξιά πλευρά. Αφήνοντας τη θέση τους έσπευσαν προς τα δεξιά, αλλά ο εχθρός ανέβηκε στα τείχη από εκεί και κατέλαβε την πόλη, υποδουλώνοντας αυτήν την περήφανη και αρχαία πόλη. Λέγεται ότι οι Τούρκοι πήραν τριάντα χιλιάδες σκλάβους από εκεί. Λέγεται επίσης ότι ο σουλτάνος τούς εγκατέστησε στην Ασία. Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αυτό είναι αλήθεια, ούτε μπορώ να ανακαλύψω μέσω έρευνας, σε ποιο μέρος τής Ασίας τούς εγκατέστησε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ. Έχοντας λοιπόν υποδουλώσει το Άργος, ο Γιακούμπ έφυγε με τον στρατό του.
τότε οἱ Οὐενετοὶ φρουρὰν ἐς τὴν ἀκρόπολιν ἀποφηνάμενοι κατεῖχον. ἐπὶ τοῦτο δὲ τὸ Ἄργος Ἰαγούπης ὁ Παιαζήτεω βασιλέως στρατηγὸς ὡς ἐστρατεύετο, ἐπολιόρκει τε ἀνὰ κράτος, καὶ προσβάλλων τῷ τείχει θαμὰ οὐκ ἀνίει. μετὰ δὲ οὐ πολὺν χρόνον, ὡς ἀπὸ δυοῖν ἅμα τόποιν προσβάλλων ἐπειρᾶτο τοῦ χωρίου, γίνεταί τι δεῖμα τοῖς ἐν τῇ πόλει πανικὸν τοῖς ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ τῆς πόλεως μέρει ἀμυνομένοις, ὡς δόξαν αὐτοῖς ἄνθρωπόν τινα τῶν ἐπιχωρίων φήσαντα εἰπεῖν, ὡς ἑάλω ἡ πόλις ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ, καὶ ἐκλιπόντας τὸ χωρίον τοῦτο ἰέναι δρόμῳ ἐπὶ τὸ δεξιόν, ἐνταῦθα δὲ ἀναβεβηκότας τὸ τεῖχος τοὺς πολεμίους ταύτῃ ἑλεῖν τε κατὰ κράτος τὴν πόλιν καὶ ἀνδραποδίσασθαι πόλιν περιφανῆ τε καὶ παλαιάν. ἀνδράποδα δὲ λέγεται γενέσθαι ἐντεῦθεν τοῖς Τούρκοις ὡς τρισμύρια. κατοικίσαι μὲν τούτους λέγεται βασιλεὺς ἐς τὴν Ἀσίαν· οὐκ ἔχω δὲ τοῦτο συμβάλλεσθαι, ὡς εἴη ἀληθές, οὐ δυνάμενος ἐξευρεῖν διαπυνθανομένῳ, ὅποι τῆς Ἀσίας οὗτοι κατῴκηνται ὑπὸ Παιαζήτεω βασιλέως. Ἰαγούπης μὲν οὖν, ὡς τὸ Ἄργος ἠνδραποδίσατο, ἀπήγαγε τὸν στρατόν…»
Βλέπε επίσης Gregorovius-Λάμπρο, Αθήναι, II (1904), 265. Οι Ενετοί πίεζαν προσεκτικά για αντι-τουρκικά σχέδια τον βασιλιά Σίγκισμουντ τής Ουγγαρίας και τον Bυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ [Thiriet, I, αριθ. 931-32, σελ. 218]. Με διάταγμα τής Γερουσίας στις 27 Ιουλίου 1399, όλοι οι εναπομείναντες κάτοικοι τού Άργους θα επαναπατρίζονταν, αν ήταν δυνατό, ενώ εκείνοι που θα επέστρεφαν θα απαλλάσσονταν για πέντε χρόνια από κάθε υπηρεσία, εκτός από την φρούρηση στα τείχη. Υπήρχαν πολλές ακατοίκητες περιοχές (territoria vacua) όπου μπορούσαν να χτίσουν σπίτια [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 44, φύλλο 119]:
«Ενώ το κράτος μας επηρεασμένο ολόκαρδα θα επαγρυπνεί πάντοτε για να βοηθήσει τούς δικούς μας πιστούς και την κατακτηθείσα πόλη μας τού Άργους επειδή η τουρκική προσβολή δεν θα παραμείνει ετσι … επειδή μερικοί πιστοί μας … έχουν αποκατασταθεί σε εδάφη Ελλήνων στο δουκάτο και την καστελλανία Κορίνθου … αποφασίζεται ότι … απαλλάσσονται από κάθε φεουδαρχική υπηρεσία … μέχρι πέντε έτη, εκτός από την υπηρεσία φρούρησης, την οποία δεσμεύονται να παρέχουν προσωπικά στα τείχη…»
[περίληψη στο Thiriet, Regestes, I, αριθ. 967, σελ. 224].
(Cum dominatio nostra toto cordis affectu semper vigilaverit nostris fidelibus subvenire et acciderit civitatem nostram Argos propter Turchorum insultationem non ita bene manere … quoniam aliqui nostri fideles … sunt reducti in terris Grecorum, [in] duchamine et in castellania Corinthii …. vadit pars … quod sint absoluti ab omni angaria . . . usque quinque annos excepta angaria guarde quam facere teneantur cum eorum personis super muro…)
- [←184]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 44, φύλλα 43-44, 61-62, 67.
- [←185]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 44, φύλλα 42, 57 και πρβλ. Loenertz, «La Chronique breve Μoreote de 1423», Mélanges Eugene Tisserant, II (1964). 425 και Chronicon breve ad ann. 6907 (Sept. 1398-Aug. 1399) (CSHB, Βόννη, σελ. 517).
- [←186]
-
Για την Αθήνα υπό τούς Ατσαγιόλι βλέπε Setton, Catalan Domination (1975), σελ. 174-215 και A History of the Crusades, III (1975), 245-77, με παραπομπές στις πηγές και στις εργασίες συγχρόνων ιστορικών.
Ο τίτλος τού Αντόνιο Ατσαγιόλι παρέχεται σε έγγραφα δημοσιευμένα από τον J. A. C. Buchon, Nouvelles recherches historiques sur la principauté française de Morée et ses hautes baronnies, 2 τόμοι, Παρίσι, 1845, II, Φλωρεντία: έγγραφα lxviii-lxix, σελ. 289, 290 και πρβλ. έγγραφο lxxi [σελ. 296] για τη χρήση τού ελληνικού τίτλου από τον Νέριο Β΄, ο οποίος εμφανίζεται σε λατινικά κείμενα ως «άρχοντας Αθηνών και Θηβών» (dominus Athenarum et Thebarum) [στο ίδιο, έγγραφα lxxii-lxxiii, σελ. 298, 299].
Ενετικό έγγραφο στις 8 Ιουλίου 1451 αναφέρεται επίσης στον Νέριο Β΄, «που είναι άρχοντας Θηβών και Αθηνών» (qui est dominus Stives et Sithines) και συνοψίζεται από τον N. Iorga, «Notes et extraits», Revue de l’ Orient latin, VIII (1900-1, ανατύπ. 1964), 78.