Σημειώσεις κεφαλαίου 16

Σημειώσεις κεφαλαίου 16

[←1]

J. B. Guillaume Histoire généalogique des sires de Salins au comté de Bourgogne, I (Besançon, 1757), 65 και εξής, 83-85, μια περιγραφή «με κάποια λάθη» (mit manchen Irrtümern), όπως παρατηρεί ο Gregorovius, Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter, I (Στουγκάρδη, 1889), 297, αριθ. 2. F. I. Dunod de Charnage, Mémoires pour servir a I’histoire du comte de Bourgogne, Besançon, 1740, σελ. 102 και εξής, 109-12 και Histoire des Sequanois, . . . des Bourguignons, Dijon, 1735, σελ. 297-98.

Tο οικόσημο των ντε λα Ρος των Αθηνών ήταν «στόματα, εναλλάξ με τέσσερα τετράγωνα από ερμίνα» (gueules à quatre points équipolés d’hermine), Dunod, Mémoires, σελ. 105, που περιγράφεται από τον Guillaume, ό. π., I, 85, ως «πέντε χρυσά τετράγωνα, εναλλάξ με τέσσερα από ερμίνα» (cinq points d’or equipoles a quatre d’hermines). Βλέπε J. A. C. Buchon, Nouvelles Recherches historiques, I, μέρος 1 (Παρίσι, 1845), σελ. lxxxv.

[←2]

Geoffrey of Villehardouin, La Conquête de Constantinople, παρ. 152, επιμ. Edmond Faral, 2 τόμοι, Παρίσι, 1938-39, I, 150, 152. επιμ. Natalis de Wailly (2η εκδ., Παρίσι, 1874), κεφ.xxx, σελ. 84.

[←3]

Στο ίδιο, παρ. 167, επιμ. Faral, I, 168. επιμ. Wailly, κεφ. xxxiv, σελ. 94.

[←4]

Στο ίδιο, παρ. 450. επιμ. Faral, II, 264, επιμ. Wailly. κεφ. civ, σελ. 268. Eπίσης Faral, II, παρ. 457-58, 496. Πρβλ. Robert de Clari, Conquête de Constantinople, παρ. cxv, επιμ. Ph. Tauer, Παρίσι, 1924, σελ. 107, όπου ο Όθων ντε λα Ρος δεν αναφέρεται. Ernst Gerland, Latein Kaiserreich, Homburg v. d. Hohe, 1905, ανατύπ. Darmstadt, 1966, σελ. 100-1 και Leopoldo Usseglio, I Μarchesi di Momferrato, II (Τορίνο, 1926), 260.

[←5]

«Achaici tunc et Athenienses per suos nuncios se Venetis submiserunt, sed cum civitates opunere disponerent, a Campanis quibus precerat dominus Delaroza non sine sanguinis effusione prohibiti sunt. Andrea Dandolo, Chronica, ad ann. 1207 (;), στο νέο Muratori, RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938 και εξής). 283. Πρβλ. Lorenzo Monaci (de Monacis, πέθανε το 1429), Chronicon de rebus venetis, επιμ. Flaminius Cornelius, Βενετία, 1758, βιβλίο viii, σελ. 143 και Stefano Magno, Estratti degli Annali veneti, επιμ. Chas. Hopf, Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 179: «Από πρέσβεις των Αθηναίων οι ίδιοι στους Ενετούς παραδόθηκαν» (De Atheniensium legatis sese Venetis dediturorum).

[←6]

Nικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν… (Urbs capta), 9 (CSHB, Βόννη, σελ. 806):

Τέλος η Εύβοια, που δεν μπορούσε να κάνει γενναία πράξη για να διατηρήσει την ελευθερία της, άπλωσε επίσης το χέρι της και επειδή η άμπωτη και η ροή τού στενού επιτάχυνε τον ρυθμό της, έστρωσε μια πλωτή γέφυρα για να επιτρέψει στα στρατεύματα να περάσουν με ασφάλεια τον Εύριπο. Η Εύβοια είδε επίσης ένα φρούριο να χτίζεται στο στενό, στο οποίο ήσαν εγκατεστημένα στρατεύματα, για να αναχαιτίζουν, υποθέτω, τα ιδιότροπα σχέδια των Ευβοέων και να ελέγχουν την αστάθεια τής συμπεριφοράς τους.

«…ἐπὶ πᾶσιν οὐδ᾿ Εὔβοια γενναῖον βλέπει τι καὶ ἐλεύθερον, ἀλλὰ καὶ αὕτη χεῖρα προτείνει καὶ τοῦ παλιρροθίου πορθμοῦ ταχύτερον μεθαρμόζεται καὶ ὑποστρώννυσι τὴν διαβάθραν εὐροωτέρῳ τοῦ Εὐρίπου στρατεύματι καὶ φρούριον ὁρᾷ δομηθὲν ἐπ᾿ αὐτῷ γε δὴ τῷ πορθμῷ καὶ στρατιὰν ἱζάνουσαν ἔνδοθεν πρὸς τὸ ἀνάρρουν ἀναστοιβάζουσαν δήπου τὰ τῶν Εὐβοέων ἀγχίστροφα διαβούλια καὶ τὸ τῆς γνώμης παλίμβολον ἐπισχήσουσαν.»

Πρβλ. Villehardouin, Conquête, επιμ. Faral, II, παρ. 301, 324, 331-32 για τις πολιορκίες τού Ναύπλιου από τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό και τής Κορίνθου από τον Ζακ ντ’ Αβέν, ο οποίος ενώθηκε με τούς Βονιφάτιο και Όθωνα ντε λα Ρος στον Μοριά αφού εξασφάλισε την Εύβοια.

[←7]

Bibl. Apost. Vaticana, Cod. Pal. graecus 226, φύλλο 122, γραμμές 22-23:

«Ἵνα γὰρ μη δούλειον ἧμαρ ἴδῃ αὐτῶ γε ἵππον ἑαυτόν ἀπὸ τον Ἀκροκόρινθον [ὁ Σγουρός] κατέβαλεν, ὡς μηδ΄ ὀστοῦν αὐτῷ σῷον ὑπολειλεῖφθαι».

Tο απόσπασμα εμφανίζεται σε κείμενο δημοσιευμένο από τον Σπ. Π. Λάμπρο, «Δύο αναφοραί μητροπολίτου Μονεμβασίας πρός τον πατριάρχην», Nέος Ἑλληνομνήμων, XII (1915), 288. Για τη φύση και το ιστορικό υπόβαθρο τού κειμένου, βλέπε K. M. Setton στο Speculum, XXVIII (1953), 525-26, σημείωση, ενώ για το χειρόγραφο, ανάμικτα τού 15ου αιώνα σε χαρτί, Πρβλ. Henry Stevenson, Codices manuscripti Palatini graeci Bibliothecae Vaticanae, Ρώμη, 1885, σελ. 120-22.

[←8]

Πρβλ. Villehardouin, Conquête, επιμ. Faral, II, παρ. 301, 328, 331-32, Henri de Valenciennes, Histoire de l’ empereur Henri de Constantinople, επιμ. Jean Longnon, Παρίσι, 1948, παρ. 584, σελ. 69, Innocent III, Epp., an. XIII, αριθ. 161, με ημερομηνία 31 Oκτωβρίου 1210 (PL 216, 338D): «… πόλεμο εναντίον τού Μιχάηλ…» (… bellum contra Michalicium …). Στο ίδιο, αριθ. 184 (PL 216, 353-54), με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1210 (πολύ σημαντική), an. XIV, επ. 98 (PL 216, 460-61). και an. XV, επ. 77 (PL 216, 598A), με ημερομηνία 25 Μαΐου 1212, όπου οι Λατίνοι είχαν πάρει την Κόρινθο το 1210: «…Θεόδωρος Γραικός, ο πρώην άρχοντας τής Κορίνθου…» (… Theodorus Graecus, quondam dominus Corinthi…). Πρβλ. Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 92-101, σελ. 23-25 και Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 225 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 159).

[←9]

Stadt Athen, I (1889), 344.

[←10]

Πρβλ. Inn. III an. XIII, επ. 24 (PL 216, 222B), με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1210:

«… ορισμένοι από τούς Λατίνους παραμένουν εκεί [δηλαδή στα μέρη τής Αχαΐας και] αγωνίζονται εναντίον άλλων Λατίνων, θεωρώντας απερίσκεπτα ότι πρέπει να υποστηρίζουν τούς Έλληνες».

(… quidam ex Latinis ibidem morantibus, ut alios Latinos impugnent, Graecis temere adhaerere praesumunt.)

[←11]

Inn. III an. XIII, επ. 184 (PL 216, 353-54), με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1210, Aug. Potthast, Regesta pontificarum romanorum, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1874-75, αριθ. 4139 (τομ. I, σελ. 357).

[←12]

Inn. III an. XIV, επ. 98 (PL 216, 460-61), με ημερομηνία 21 Αυγούστου 1211, Potthast, Regesta, αριθ. 4299 (τομ. I, σελ. 370-71).

[←13]

«… mandamus quod in episcopatibus vestris illis contenti terminis existatis quos Graecos praedecessores vestros constiterit habuisse» [Inn. III, an. VIII, επ. 26 (PL 216, 223A), Potthast, Regesta, αριθ. 3944 (τομ. I, σελ. 341)].

Από την άποψη αυτή η Εκκλησία ακολουθούσε την ίδια πρακτική, όπως οι Λατίνοι λαϊκοί: όταν ανέλαβαν τα ελληνικά εδάφη, οι Λατίνοι άρχοντες συνήθως επιδίωκαν να διατηρούν τις κοινωνικές και νομικές συνθήκες, οι οποίες ίσχυαν υπό τούς Έλληνες πριν από αυτούς. Έτσι το 1206 ο Θεόδωρος Βρανάς, ο διάσημος Έλληνας άρχοντας που πέρασε στους Λατίνους, ανέλαβε από τούς Ενετούς να κρατά την Αδριανούπολη, ως μέλος τού σταυροφορικού στρατεύματος, αλλά «σύμφωνα με το έθιμο των Ελλήνων» (secundum usum Grecorum). G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, 3 τόμοι, Βιέννη, 1856-57, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964, II, έγγραφο clxix, σελ. 18.

Όταν το 1207 ο δόγης Πιέτρο Ζάνι εκχώρησε το κάστρο τής Κέρκυρας, το νησί και τις εξαρτήσεις του σε ορισμένους Ενετούς πολίτες, αυτοί συμφώνησαν ότι

«Όλα αυτά και άλλα που ισχύουν σε αυτά τα νησιά πρέπει να τα διατηρήσουμε στη δική τους κατάσταση, χωρίς να επιβάλλουμε τίποτε περισσότερο, από αυτό που γινόταν την εποχή των Ελλήνων αυτοκρατόρων» [στο ίδιο, II, έγγραφο clxxxii, σελ. 57].

(quos omnes et alios in ipsis insulis consistentes debemus in suo statu tenere, nichil ab aliquo amplius exigentes, quam quod facere consueverant temporibus Grecorum Imperatorum)

Τον Μάρτιο τού 1209 ο Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι αναγνώρισε τον δόγη ως επικυρίαρχό του για το νησί τού Νεγκροπόντε και συμφώνησε ότι «οι Έλληνες … πρέπει να διατηρήσουν την ίδια κατάσταση, που διατηρούσαν κατά την εποχή τού αυτοκράτορα Μανουήλ» (Grecos … tenebit in eo statu, quo domini Emanuelis Imperatoris tempore tenebantur) [στο ίδιο, II, κείμενα cciv, σελ. 92 και ccv, σελ. 95].

[←14]

Inn. III an. IX, επ. 194 (PL 215, 1031), Potthast, Regesta, αριθ. 2922 (τομ. I, σελ. 249): «… η αποστολική αρχή επιβεβαιώνει όλες τις δικαιοδισίες, που είχε κανονικά ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος επί των εκκλησιών και των κληρικών τής αθηναϊκής επαρχίας…» (.. omnem jurisdictionem, quam Graecus archiepiscopus super ecclesias et clericos Atheniensis provinciae rationaliter habuit … auctoritate apostolica confirmamus…).

Παραμένει άγνωστη η χρονολογία θανάτου τού Μπεράρ, καθώς και πόσα χρόνια ήταν αρχιεπίσκοπος. Πρβλ. Michel Le Quien, Oriens Christianus, III (Παρίσι, 1740, ανατύπ. Γκρατς, 1958), στήλη 839, C. Eubel, Hierarchia Catholica Medii Aevi, I (1913, ανατύπ. 1960), σελ. 114.

[←15]

Inn. III an. XI, επ. 112 (PL 215, 1432D), Potthast, Regesta, αριθ. 3453 (τομ. I, σελ. 297).

[←16]

Inn. III, an. XI, επ. 113 (PL 215, 1433A), Potthast, Regesta, αριθ. 3456 (τομ. I, σελ. 297): «.. ζητάμε από εσάς ευγνωμώνως τη σύμφωνη γνώμη, να χορηγηθούν σε ολόκληρο το σώμα σας στο μέτρο που … σύμφωνα με τα έθιμα [θεσμούς] που ρυθμίζουν ελεύθερα την Εκκλησία τού Παρισιού» (… nos postulationi vestrae grato concurrentes assensu, universitati vestrae concedimus quatenus … eam secundum consuetudinem [institutiones] Parisiensis Ecclesiae libere ordinetis).

[←17]

Inn. III an. XI, επ. 238 (PL 215, 1549C). Potthast, Regesta, αριθ. 3623 (τομ. 1, σελ. 313).

[←18]

«Civitas quidem ipsa praecli nominis ac perfecti decoris philosophicam prius artem erudiens, et in apostolica fide postmodum erudita, dum et poetas litteris imbuit et prophetas demum ex litteris intellexit, dicta est mater artium et vocata civitas litterarum». Inn. III, an. XI, ep. 256 (PL 215, 1559-60), Potthast, Regesta, αριθ. 3654 (τομ. I, σελ. 315).

Ο Longnon έχει προτείνει ότι αυτή η επιστολή ίσως αντανακλά τον ενθουσιασμό τού ίδιου τού Μπεράρ για την Αθήνα και μπορεί μάλιστα να επαναλαμβάνει ακριβώς τα δικά του λόγια προς την παπική κούρτη [L’ Empire latin de Constantinople et la principaute de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 214-15].

[←19]

R. Janin, «Athènes», Dictionnaire d’ histoire et de géographie ecclésiastiques, V (1931), στήλη 22: «la charte constitutive de l’Église latine d’Athènes», και βλέπε γενικά Jean Longnon, «L’ Organisation de l’ église d’ Athènes par Ιnnocent III», Memorial Louis Petit, Βουκουρέστι και Λιμόζ, 1948, σελ. 336-40, 343 και εξής.

[←20]

Inn. III an. XI, ep. 256 (PL 215, 1560). Tα βυζαντινά «τακτικά» (notitiae episcopatuum) από τις αρχές τού 10ου αιώνα δείχνουν ότι η Aθήνα είχε την ίδια μητροπολητική δικαιοδοσία επί λίγο-πολύ των ίδιων επισκοπών, όπως αυτές εμφανίζονται στην επιστολή τού Ιννοκέντιου [Πρβλ. Heinrich Gelzer, «Ungedruckte und ungenügend veröffentlichte Texte der Notitiae episcopatuum», Abhandlungen der k. bayer. Akad. d. Wissen., Philos.-philol. Cl., XXI (1901), 556], ενώ υπάρχει κάποια συνέχεια και κατά τη διάρκεια τής Τουρκοκρατίας [στο ίδιο, σελ. 634].

Βλέπε επίσης Gelzer, Georgii Cyprii descriptio orbis romani, Λειψία, 1890, σελ. 75. Πρβλ. Gregorovius-Λάμπρο, Aθήνα, I (1904), 409-10. Οι T. Δ. Nερούτσος, «Χριστιανικαί Ἀθῆναι», στο Δελτίον τῆς ἱστορικῆς και ἐθνολογικῆς ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, IV (Aθήνα, 1892), 59 και J. B. Bury, «The Lombards and Venetians in Euboia», Journal of Hellenic Studies, VII (1886), 318-19 πίστευαν ότι το Zorconensis αναφέρεται στη Zάρκα (ο αρχαίος Ζάρηξ), στη νότια Εύβοια, ενώ ήταν υπόθεση τού Hopf ότι το «Zorcon» ήταν Ωρεοί, που καταγράφεται συνήθως ως επισκοπή υπαγόμενη στην Αθήνα και στην ταύτιση έχουν ακολουθήσει τον Ηopf γενικά και σωστά, όπως οι Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 68 και Janin, Diction. d’hist. et de geogr. eccles., V (1931), στήλη 23.

To 1222 ο παπικός λεγάτος Τζιοβάννι Κολόννα, ο οποίος είχε εξουσιοδοτηθει από τον πάπα Ωνόριο Γ΄ «να συνενώσει και να διαιρέσει εκκλησίες» (ecclesias dividers et unire) [Regesta Honorii papae III, επιμ. Pietro Pressutti, I (Ρώμη, 1888), αριθ. 536, σελ. 94, με ημερομηνία 24 Απριλίου 1217], ένωσε τις τρεις ευβοϊκές επισκοπές Καρύστου, Aυλώνος και Ωρεών με εκείνη τού Νεγκροπόντε [στο ίδιο, τομ. II (1895), αριθ. 3844, σελ. 50, με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1222], αλλά δεδομένου ότι η επισκοπή τού Νεγκροπόντε είχε μεγαλώσει τόσο πολύ σε δικαιοδοσία και σπουδαιότητα, ο πάπας στις 18 Σεπτεμβρίου 1223 αφαίρεσε από αυτήν «πολλούς τόπους» (plura loca), τούς οποίους ανέθεσε στην αρχιεπισκοπή Αθηνών [στο ίδιο, II, αριθ. 4501, σελ. 163]. To 1222 τα Mέγαρα επίσης επανήλθαν στη δικαιοδοσία τής εκκλησίας τής Αθήνας [στο ίδιο, II, αριθ. 3844, σελ. 50].

Κατά τη διάρκεια τής βυζαντινής περιόδου η έδρα των Μεγάρων είχε παρακμάσει (ἐπισκοπὴ ἀμαυρωθεῖσα), είχε επανιδρυθεί με αυτοκρατορικό διάταγμα και συνοδική πράξη και είχε τεθεί υπό τη δικαιοδοσία τού μητροπολίτη Αθηνών [Θεόδωρος Βαλσαμών, In can. XIII Cone. VII oecumen., στην PG 137, 956B]:

«Αἱ μὲν ἐπισκοπαὶ ἐξ ἀνάγκης εἰς τοὺς ἐπισκόπους ἵνα περιέλθωσιν, καὶ διὰ χρόνου τινὸς οὐκ ἀποκλεισθήσονται εἰς τὴν τούτων ἀποκατάστασιν οἱ ψηφισθέντες, καθὼς γέγονε καὶ εἰς τὴν ἐπισκοπὴν τῶν Μεγάρων, τὴν πρὸ χρόνων ἀμαυρωθεῖσαν, καὶ διὰ προστάξεως βασιλικῆς καὶ συνοδικῆς πράξεως πρὸ μικροῦ ἐπανασωθεῖσαν τῇ μητροπόλει Άθηνῶν.»

Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που έχουν σχέση με την οργάνωση τής Λατινικής Εκκλησίας στην Ελλάδα στις σημειώσεις με τις οποίες ο R. J. Loenertz ξεκινά το άρθρο του «Athenes et Neopatras: Regestes et documents pour servir a l’histoire ecclesiastique. . ., Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII (1958), ιδιαίτερα σελ. 9 και εξής και βλέπε Giorgio Fedalto, «La Chiesa latina di Atene e la sua provincia ecclesiastica (1204-1456)», στο Thesaurismata, II (Βενετία, 1974), 73-88.

[←21]

Inn. III, επ. ό. π., στο PL 215, 1560-61.

[←22]

Gabr. Millet, Le Monastère de Daphni, Παρίσι, 1899, σελ. 31, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία των Αθηνών, Aθήνα, 1928, σελ. 41. Σύμφωνα με τον Dunod, το «χαρτουλάριον» (chartularium) τού Μπελλβώ περιλαμβάνει «τους τίτλους πολλών δώρων, που έκαναν σε αυτό το αββαείο οι άρχοντες ντε Ραι και ντε λα Ρος και χρονολογούνται από τις πόλεις τους των Αθηνών και Θηβών» (les titres de plusieurs dons faits à cette Abbaie par les seigneurs de Ray et de la Roche, datés de leurs villes d’Athènes et de Thèbes) [Hist. des Sequanois, σελ. 297 και Mémoires, σελ. 105].

[←23]

Inn. III an. XI, επ. 246 (PL 215, 1551CD, Potthast, Regesta, αριθ. 3630 (τομ. I, σελ. 313), με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1209:

«…μερικοί από την Εκκλησία σας [δηλαδή την αρχιεπισκοπή Αθηνών] δεν θέλουν να είναι εφημέριοι τής αθηναϊκής εκκλησίας, στο μέτρο που αυτό συνδέεται με προσωπική υπηρεσία … προσωπική παρουσία και σείς έχετε την εξουσιοδότηση να τούς απομακρύνετε ή να τούς υποχρεώσετε να ζουν σε αυτήν την εκκλησία».

(… quidam Ecclesiae tuae canonici nolunt Atheniensi ecclesiae, prout tenentur, personaliter deservire … praesentium tibi auctoritate concedimus ut ipsos … tibi compellere liceat ad debitam in ipsa ecclesia residentiam faciendam.)

Ο αρχιεπίσκοπος Πατρών είχε επίσης προβλήματα με ένα κλήρο που δεν ήταν διατεθειμένος «να υπηρετήσει προσωπικά» [Inn. III, an. X, ep. 50, στην PL 215, 1142. Potthast, Regesta, αριθ. 3095, τομ. I, σελ. 263, με ημερομηνία 28 Απριλίου 1207].

[←24]

Inn. III an. XI, ep. 240 (PL 215, 1550A), Potthast, Regesta, αριθ. 3625 (τομ. I, σελ. 313).

[←25]

Inn. III an. XI, ep. 239, 241-43 (PL 215, 1549-50), Potthast, Regesta, αριθ. 3624, 3626-28 (τομ. I, σελ. 313), με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1209.

[←26]

Inn. III an. XIV, ep. 112 (PL 216, 47ID), Potthast, Regesta, αριθ. 4310 (τομ. I, σελ. 371), με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1211.

[←27]

Giraldus Cambrensis, De iure et statu Menevensis ecclesiae, dist. II, επιμ. J. S. Brewer, στο Gir. Cambr. Opera, III (1863), 165:

«Και αυτό συνέβη, όταν κάποιο βράδυ ο Τζέραλντ ήταν στο δωμάτιο με τον πάπα [Ιννοκέντιο Γ΄], ο οποίος βρισκόταν, όπως φάνηκε, σε καλωσυνάτη και φιλάνθρωπη διάθεση. Βρέθηκαν μόνοι σε ασυνήθιστα φιλική και ευγενική συζήτηση. Έτσι, ύστερα από την πρώτη συνομιλία σχετικά με τα δικαίωματα τής εκκλησίας Menevensis [Menevia είναι η εκκλησία τού Σαιντ Ντέηβιντ στην Ουαλλία], που αναφέρουμε ότι είχε γίνει μητροπολητική, ο πάπας έδωσε εντολή να έρθουν οι κατάλογοι, στους οποίους είναι αριθμημένος ολόκληρος ο κόσμος των πιστών, τόσο οι μητροπόλεις κατά τάξη, όσο και οι υπαγόμενες σε αυτές επισκοπές των παπικών εκκλησιών».

(Accidit autem, ut vespera quadam, cum ad papam [Inn. III] in camera sua Giraldus accessisset, cum semper eum benignum satis et benevolum, ut videbatur, invenire consueverit; tunc forte praeter solitum amicabilem magis et affabilem ipsum invenit. Inter primos igitur affatus, cum de iure Menevensis ecclesiae metropolitico mentio facta fuisset, praecipit papa registrum afferri, ubi de universo fidelium orbe singulorum regnorum tam metropoles per ordinem quam earum quoque suffraganeae numerantur ecclesiae pontificales.)

[←28]

To κείμενο τού Provinciale Romanum, που χρονολογείται περίπου από το 1211 (από το Liber provincialis), υπάρχει στον Michael Tangl, Die päpstlichen Kanzleiordnungen von 1200-1500, Ίννσμπρουκ, 1894, ανατύπ. 1959, σελ. 29 (κατάλογος επισκοπών υπαγομένων στην Αθήνα). Το παλαιότερο χειρόγραφο αυτού τού Provinciale είναι το Cod. 275 τού Ισπανικού Κολλεγίου τής Μπολώνια, που χρονολογείται μετά το 1278 [Tangl, ό. π., σελ. lxiiilxv], αλλά περιγράφει την Ελληνο-Ρωμαϊκή Εκκλησία τού 1211 περίπου.

Για τη χρονολόγηση τού Provinciale και τη σχέση του με το Liber censuum, βλέπε D. Rattinger, «Der Patriarchatsprengel von Constantinopel … zur Zeit der Lateinerherrschaft in Byzanz», Historisches Jahrbuch, II (1881), 27-32 και εξής, 38, 43 και εξής. Για το κείμενο τού Provinciale που ενσωματώθηκε στο Liber censuum το 1228, βλέπε Paul Fabre και Louis Duchesne, Le Liber censuum de l’ eglise romaine (Bibliotheque des Écoles Françaises d’ Athenes et de Rome, 2η σειρά), τομ. II, δέσμη 5 (Παρίσι, 1905), σελ. 8 (κατάλογος επισκοπών υπαγομένων στην Αθήνα). Επίσης βλέπε την ανάλυση τού R. L. Wolf, «The Organization of the Latin Patriarchate of Constantinople», Traditio, VI (1948), 48 και εξής, 55, 58, ο οποίος ακολουθεί τον Fabre καταγράφοντας τις επισκοπές Θερμοπυλών, Σαλώνων (δηλαδή Άμφισσας) και Μεγάρων ως νέα ιδρύματα [Fabre, ό. π., σελ. 8. n. 1].

Ο Wolff πιστεύει ότι οι Θερμοπύλες ιδρύθηκαν ως νέα επισκοπή μεταξύ 1205 και 1209, τα Σάλωνα μεταξύ 1209 και 1230, αλλά ο διορισμός Λατίνου επισκόπου φαίνεται ότι προϋπέθετε πάντα την προγενέστερη ύπαρξη ελληνικής επισκοπής. Όσο για τις Θερμοπύλες, επιστολή τού Ιννοκέντιου Γ΄ με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1209 [Epp., an. XI, αριθ. 252, στην PL 215, 1557AB. Potthast, Regesta, αριθ. 3648, τομ. I, σελ. 314], περιγράφει ότι αφού οι Θερμοπύλες είχαν κάποτε καταστραφεί από τις επιδρομές τού πολέμου, ο επίσκοπος και οι εφημέριοι τής εποχής είχαν χτίσει ένα παρεκκλήσι για να κάνουν θεία λειτουργία στη Βουδονίτσα, που ήταν όμως τόσο εκτεθειμένο στις επιθέσεις πειρατών και άλλων επιδρομέων, ώστε οι τρομοκρατημένοι εφημέριοι εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους να κάνουν λειτουργία και αναζήτησαν ασφάλεια τρεπόμενοι σε φυγή, όταν ο δεύτερος προκάτοχος τού τότε επισκόπου (tertius a praefato episcopo qui nunc praeest) σκοτώθηκε από τέτοιους επιδρομείς, δείχνοντας ότι το 1209 ο επίσκοπος Θερμοπυλών είχε (ποιος ξέρει πόσους) προκατόχους.

Θα ήταν ασφαλές να υποθέσουμε ότι και τα Σάλωνα ήσαν νεοϊδρυθείσα επισκοπή, ενώ τα Μέγαρα όχι. Παρά το γεγονός ότι η επισκοπή Μεγάρων είχε πεθάνει από φυσικό θάνατο σε πρώιμη βυζαντινή εποχή, είχε αναβιώσει πολύ πριν την 4η Σταυροφορία και είχε επιστρέψει ως υπαγόμενη στον μητροπολίτη Αθηνών [Θεόδωρος Βαλσαμών, In can. XIII Conc. VII oecumen., στην PG 137, 956B, βλέπε πιο πάνω σημείωση 20, σημαντικό κείμενο, που είχε προφανώς παραβλέψει ο Loenertz, Arch. frat. Praed., XXVIII, 10-11]. Τα Σάλωνα ήσαν «νέα» επισκοπή μόνο κατ’ όνομα, αφού ο Loenertz έχει αναμφίβολα δίκιο που τη θεωρεί ως συνέχεια τής ελληνικής επισκοπής τού Λιδωρικιού [ό. π., σελ. 14-15].

Tο Liber censuum ήταν ευρετήριο των πηγών ορισμένων παπικών εσόδων και συντάχθηκε για πρώτη φορά το 1192 από τον Cencio Savelli, που ήταν τότε παπικός ταμίας (camerarius) και αργότερα έγινε ο πάπας Ονώριος Γ΄ [πρβλ. Paul Fabre, Etude sur le Liber censuum de l’eglise romaine, Παρίσι, 1892 και Wm. E. Lunt, Papal Revenues in the Middle Ages, 2 τόμοι, Νέα Υόρκη, 1934, 1, 10, 38 και II, 34-35]. Tα έγγραφα τού Provinciale Romanum δεν δίνουν την Κάρυστο, την Κορώνεια, την Άνδρο και την Κέα ως υπαγόμενες στην Αθήνα και ο Loenertz, ό. π., σελ. 15 έχει δείξει ότι λανθασμένα θεωρείται ότι η Αίγινα καταλαμβάνει την όγδοη θέση στον κατάλογο, στον οποίο επαναφέρει αβασάνιστα το νησί τής Σκύρου.

[←29]

Inn. III an. IX, ep. 140 (PL 215, 963), Tafel και Thomas, Urkunden, II (1856), έγγραφο clxx, σελ. 19 και εξής, Potthast, αριθ. 2860 (τομ. I, σελ. 245). Παρόμοιες οδηγίες δόθηκαν και στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Πατρών στις 19 Απριλίου 1207 [Inn. III, an. X, ep. 51 (PL 215, 1142-43), Potthast, Regesta, αριθ. 3090 (τομ. I, σελ. 2621)].

[←30]

Inn. III, an. IX, ep. 140 (PL 215, 964AB).

[←31]

Inn. III an. IX, ep. 193 (PL 215, 1030D), Potthast, Regesta, αριθ. 2921 (τομ. I, σελ. 249). Ο Έλληνας επίσκοπος Ιωάννης Ραιδεστού (ep. Redostonensis, στην Προποντίδα), που αλληλογραφούσε επίσης με τον Μιχαήλ Χωνιάτη, επιμ. Σπ. Π. Λάμπρος, II (Aθήνα, 1880), 334, αναφερόμενο από Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 233, αριθ. 6, εμφανίζεται ότι είχε ο ίδιος υποταγεί στον πάπα και στη Λατινική Εκκλησία [Inn. III, an. XV, σελ. 134-35, στην PL 216, 647, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1212]. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1212, αριθ. 42, τομ. XX (Λούκκα, 1747), σελ. 329.

[←32]

Inn. III an. XI, ep. 179 (PL 215, 1492-93), Potthast, Regesta, αριθ. 3552 (τομ. I, σελ. 306), έγγραφο με ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 1208. Η εγκυρότητα τής χειροτονίας σύμφωνα με το ελληνικό τελετουργικό είχε ήδη γίνει αποδεκτή από τον Ιννοκέντιο εννέα μήνες πριν (στις 8 Μαρτίου 1208), αν και εφεξής όλες οι χειροτονίες επισκόπων έπρεπε να γίνονται σύμφωνα με το λατινικό τελετουργικό «ώστε να μπορούν να πάρουν το χρίσμα» (ut recipiant unctionem) [Inn. III, an. XI, ep. 23 (PL 215. 1353A) και πρβλ. an. XI, ep. 155, στο ίδιο, στήλη 1468D].

[←33]

Inn. III an. XV, ep. 100-1 (PL 216, 612-13), Potthast, Regesta, αριθ. 4485, 4498 (τομ. I, σελ. 387, 388), με ημερομηνία 23 και 25 Μαΐου 1212. Για τον Ραβάννο ντάλλε Κάρτσερι βλέπε R. J. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont de 1205 a 1280», στο Byzantion, XXXV (1965), αριθ. 5-9, 11-12, 14-15, 18-19, 21, σελ. 238-43 και David Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, Παρίσι, 1971, σελ. 185-89.

[←34]

Στις 21 Μαΐου 1212 ο Ιννοκέντιος Γ΄ έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Θηβών ότι ο αρχιμανδρίτης και οι εφημέριοι τής Κορίνθου είχαν καλοπιάσει τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου να τούς παραχωρήσει «το μισό τού συνόλου τής δεκάτης των μοναστηριών και των ενοριών, όπου κατοικούσαν τρεις ή λιγότεροι μοναχοί» (medietas omnium decimarum monasteriorum et papatuum in quibus tres monachi vel pauciores morantur) [Epp., an. XV, αριθ. 60, στην PL 216, 588AB, Potthast, Regesta, αριθ. 4464, τομ. I, σελ. 3861].

Πρβλ. Inn. III an. XVI, ep. 98 (PL 216, 898B), όπου ο πρίγκηπας Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουΐνος τής Αχαΐας, ο άρχοντας Όθων ντε λα Ρος τής Αθήνας και άλλοι κρατούσαν παράνομα «μοναστήρια, εκκλησίες, ενορίες, φόρους δεκάτης και υπάρχοντα που ανήκαν στις εκκλησίες τους [δηλαδή των αρχιεπισκόπων Πατρών, Νεοπατρών, Θηβών, Aθηνών, Κορίνθου και άλλων]» (abbatiae, ecclesiae, papatus, decimae et possessiones ad eorum ecclesias pertinentes).

Οι δύο αυτές αναφορές σε papatus ή ενορίες κάτω από Έλληνες ιερείς αρκούν ίσως: οι Έλληνες ιερείς, οι οποίοι όπως γράφει ο χρονικογράφος Ανρί ντε Βαλανσιέν είχαν υποδεχτεί τον αυτοκράτορα Ερρίκο με μεγάλο ενθουσιασμό, επιβίωσαν (και κράτησαν περισσότερο) από τη λατινική κατάκτηση τής χώρας τους. Σημειώστε Chas. Du Cange, Gloss. … Latinitatis, s. papas, τομ. V (Παρίσι, 1845), σελ. 66-67, Gerland, [Latein Kaiserreich, σελ. 197, Wolff στο Traditio, VI, 41] και την αναφορά τού Ιννοκέντιου σε papates et possessiones ecclesiasticae που έπρεπε νε επαναποδοθούν από τον κοντόσταυλο Θεσσαλονίκης στην ecclesia Dimicensis an. XI, ep. 120 (PL 215, 1434D- 1435A), και papates et bona ecclesiastica σε επιστολή τού Ωνόριου Γ΄ an. III, ep. 237, στο Λάμπρος, Έγγραφα, Aθήνα, 1906, μέρος I, έγγραφο 10, σελ. 13.

Πρβλ. Libro de los fechos, επιμ. Morel-Facio (1885), παρ. 134, σελ. 31: «… και σε όλα τα μοναστήρια και όλους τούς Έλληνες εφημέριους άφησαν [οι Λατίνοι άρχοντες τής Αχαΐας] τις ιδιοκτησίες και τις εκκλησίες τους» (… et á todos los monesterios et todos los capellanes griegos dexaron sus posessiones et sus yglesias).

[←35]

Inn. III an. XIII, ep. 192 (PL 216, 360), Potthast, Regesta, αριθ. 4151 (τομ. I, σελ. 358), με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 1210. Για το ἀκρόστιχον βλέπε Franz Dölger, Beiträge zur Geschichte der byzantinischen Finanzverwaltung besonders des 10. und 11. Jahrhunderts, Λειψία και Βερολίνο, 1927, σελ. 47, 77, 107 (Byzantinisches Archiv, τομ. 9) και Georg Stadtmüller, Michael Choniates, Metropolit von Athen, Ρώμη, 1934, σελ. 170, 177, 189 (Orientalia Christiana, XXXIII-2).

Πρβλ. Mιχαήλ Χωνιάτη, αναφερόμενο από Dölger, ό. π., σελ. 147 για το ακρόστιχον στο νησί τής Αίγινας [επ. 46, 4 (επιμ. Λάμπρος, II (1880), 75]:

H εκκλησιαστική νήσος Αίγινα ανατέθηκε σε εμάς πριν από τρία χρόνια. Αναλάβαμε το έργο της για ένα έτος και βλέποντας τη δυσκολία του παραιτηθήκαμε αμέσως. Επιφορτισθήκαμε όμως και πάλι, δεν ξέρω για ποιον λόγο, αν και δεν θέλαμε. Και όσον φόρο μπορέσαμε να μαζέψουμε από εκεί με χίλιες καινοτομίες καὶ αναζητήσεις, σάς τον στείλαμε, δηλαδή ασημένια νομίσματα αξίας δύο υπερπύρων. Από εδώ καὶ πέρα, ας εξοικονομηθεί όποια λύση προστάζει η μεγάλη αγιωσύνη σου. Γιατί εμείς δεν μπορούμε ούτε άνθρωπο να στείλουμε εκεί, επειδή οι περισσότεροι έχουν τραπεί σε φυγή, καθώς σφάζονται και κακοποιούνται με κάθε τρόπο, ενώ έχουν απομείνει ελάχιστοι, όσοι δηλαδή αναμίχθηκαν με τα πειρατικά έθνη με επιγαμίες και έμαθαν να εργάζονται όπως εκείνοι, όπως αναφέρθηκε πιο αναλυτικά στον πανεντιμότατο μεγάλο οικονόμο.

«…ἡ ἐκκλησιαστική νῆσος ἡ Αἴγινα ἀνετέθη μὲν ἡμῖν πρὸ χρόνων τριῶν, καὶ ἐνεργήσαντες τὴν ταύτης δουλείαν ἐπὶ ἐνιαυτῷ ἑνὶ καὶ ἰδόντες τὴν ταύτης δυσχέρειαν εὐθὺς παρῃτησάμεθα˙ ἐπεφορτίσθημεν δὲ πάλιν, οὐκ οἶδ΄ ὅπως ταύτην, καὶ οὐκ ἐθέλοντες˙ καὶ, ὅσον ἠδυνήθημεν ἐκεῖθεν ἀκρόστιχον ἀναλαβέσθαι διὰ μυρίων καινοτομιῶν καὶ δεξιώσεων, ἀπεστείλαμεν, ἤγουν λίτρας ὑπερπύρων δύο˙ καὶ τοῦ λοιποῦ γενέσθω ἐπ’ αὐτῇ οἰκονομία, οἵαν κελεύει ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου˙ ἡμεῖς γὰρ οὐκέτι δυνάμεθα οὐδὲ ἄνθρωπον γοῦν ἀποστέλλειν ἐκεῖσε διὰ τὸ τοὺς πλείονας φυγάδας γενέσθαι σφαττομένους καὶ πάντα δὴ τρόπον κακουμένους, ὀλιγοστοὺς δὲ τινας ἐναπομεῖναι, ὅσοι δηλαδὴ ἐμίγησαν τοῖς πειρατικοῖς ἔθνεσι δι’ ἐπιγαμιῶν καὶ ἔμαθον τὰ ἔργα αὐτῶν, καθὼς πλατύτερον περὶ τούτου έδηλώθη τῷ πανεντιμοτάτῳ μεγάλῳ οἰκονόμῳ.»

[←36]

Inn. III an. XI, αριθ. 116 (PL 215, 1434), Potthast, Regesta, αριθ. 3459 (τομ. I, σελ. 297). Πρβλ. στο ίδιο, επ. 118, η οποία είναι η αριθ. 3161 στον Potthast (I, 297), Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 197-98.

Για τη φορολογική δομή τής Βοιωτίας κατά τον ύστερο 11ο αιώνα βλέπε τη λεπτομερή μελέτη τμήματος τής κτηματολογικής απογραφής τής περιοχής, που έγινε για τον προσδιορισμό τού φόρου γης (και περιλαμβάνεται στο Cod. Vat. graecus 215, φύλλα 193-96, τέσσερα φύλλα από επίσημο μητρώο προσαρτημένα σε χειρόγραφο τού 14ου αιώνα) στο Nicholas G. Svoronos, «Recherches sur le cadastre byzantin et la fiscalite aux XIe et XIIe siecles: Le Cadastre de Thebes», Bulletin de correspondance hellenique, LXXXII1 (Αθήνα και Παρίσι, 1959), 1-145, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 2, σημείωση 30.

[←37]

Inn. III an. XI, ep. 121 (PL 215, 1435), Potthast, Regesta, αριθ. 3464 (τομ. I, σελ. 298), επίσης με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1208. Πρβλ., an. XI, ep. 245 (PL 215, 1551).

[←38]

Inn. III an. XI, ep. 153 (PL 215, 1467D-1468A), Potthast, Regesta, αριθ. 3513 (τομ. I, σελ. 303) και πρβλ. an. XI, ep. 116-21, 122, PL 215, 1434-35, Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 198. Σε μια από αυτές τις επιστολές, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1208 an. XI, ep. 121 (PL 215, 1455B), o Ιννοκέντιος μάλιστα αποκαλεί τον Όθωνα ντε λα Ρος «δούκα Αθηνών» (dux Athenarum), αν και πιστεύω ότι σε όλες τις άλλες παπικές επιστολές ο Όθων προσφωνείται απλώς ως «άρχοντας Αθηνών» (dominus Athenarum).

[←39]

Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 69. Πρβλ. Gregorovius-Λάμπρος, I (1904), 448. Ο Όθων αναφέρεται στο έγγραφο (για το οποίο βλέπε την επόμενη σημείωση) ως uxoratus. Ο Dunod, Mémoires (1740), σελ. 105 έχει παρατηρήσει ότι ο Όθων δεν ήταν ακόμη άρχοντας τού Ράι (Sire de Ray) όταν απέκτησε την ηγεμονία των Αθηνών. Ο Hopf χρονολογεί τον γάμο του στο 1208 [Chroniques greco-romanes (1873), σελ. 47-1].

[←40]

Inn. III an. XΙ, ep. 244 (PL 215, 1550-51), Potthast, Regesta, αριθ. 3629 (τομ. I, σελ. 313), έγγραφο με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου. 1209.

[←41]

Inn. III, an. VΙΙI, ep. 110 (PL 216, 302AB. Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 2, σελ. 4). Potthast, Regesta, αριθ. 4050 (τομ. I, σελ. 349). Πρβλ. an. XI, ep. 12-15 (PL 215, 1348-49), με ημερομηνία 12 Μαρτίου 1208.

[←42]

Inn. III Epp., an. IX, ep. 140 (PL 215, 963A), an. X, επ. 51 (PL 215, 1142C), επιστολές με ημερομηνία 1206 και 1207.

[←43]

Inn. III an. XIII, επ. 16 (PL 216, 2I6CD, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I. έγγραφο 1, σελ. 3, Potthast, Regesta, αριθ. 3933 (τομ. I, σελ. 340).

[←44]

Inn. III an. XIV, ep. 110 (PL 216, 470-71, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 3, σελ. 4-5, Potthast, Regesta, αριθ. 4311 (τομ. I, σελ. 372), με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1211. (Μετά τα Ραβέννικα το ετήσιο ακρόστιχον που αντιστοιχούσε στη θηβαϊκή εκκλησία ανερχόταν σε 320 υπέρπυρα.)

[←45]

Inn. III an. XV, ep. 27 (PL 216, 564), Potthast, Regesta, αριθ. 4424 (τομ. I, σελ. 382), με ημερομηνία 8 Απριλίου 1212.

[←46]

Inn. III an. XV, ep. 26 (PL 216, 564A), Potthast, Regesta, αριθ. 4425 (τομ. I, σελ. 382), με ημερομηνία 8 Απριλίου. 1212.

[←47]

Inn. III an. XV, ep. 28 (PL 216, 564D), Potthast, Regesta, αριθ. 4421 (τομ. I, σελ. 382), με ημερομηνία 7 Απριλίου 1212.

[←48]

Inn. III, an. XV, ep. 30 (PL 216, 565-66). Potthast, Regesta, αριθ. 4428 (τομ. I, σελ. 383), με ημερομηνία 9 Απριλίου 1212. Πρβλ. Gregorovius-Λάμπρος, Αθήνα, I (1904), 405. Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 70.

[←49]

Inn. III, an. XV, ep. 29 (PL 216, 565AB). Potthast. αριθ. 4427 (τομ. I, σελ. 383), με ημερομηνία 9 Απριλίου 1212.

[←50]

Inn. III, an. XVI, ep. 98 (PL 216, 898. Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 6, σελ. 7). Potthast, Regesta, αριθ. 4798 (τομ. I, σελ. 418), με ημερομηνία 26 Αυγούστου 1213.

[←51]

Inn. III, ep. 98, στο PL 216, 899. Λάμπρος, ό. π., σελ. 8.

[←52]

L. A. Muratori, Antiquitates italicae medii aevi, V (Μιλάνο, 1741, ανατύπ. Μπολώνια, 1965), 833-34: «… διεγερμένος από ευσεβή θρησκευτικό ζήλο … θα πληρώνει ετησίως ευγενικά [ο Όθων ντε λας Ρος, κύριος των Αθηνών] στην Αποστολική Έδρα δύο μάρκα ασημιού» (… zelo divinae pietatis accensus … duas marchas argenti gratis solvet [Otto de Rocca, dominus Athenarum] Sedi Apostolicae annuatim).

Ο Ιννοκέντιος Γ΄ επικύρωσε την φεουδαρχική παραχώρηση στις 12 Ιανουαρίου 1216 [σύνοψη στον Potthast, αριθ. 5052 (τομ. I, σελ. 444)]. βλέπε Paul Fabre, «Un Vidimus de Conrad, archeveque d’Athenes», Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, XV (1895), 71 και εξής και τού ιδίου Étude sur le Liber censuum de l’eglise romaine (1892), σελ. 127. Πρβλ. Walter Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903 (ανατύπ. Νέα Υόρκη. 1958), σελ. 212 και εξής, Gregorovius-Λάμπρος, Aθήναι, I (1904), 436 και Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 69. Tο έγγραφο αυτό οδηγεί τον Gerland να πιστεύει ότι ο Πελάγιος βρισκόταν στην Αθήνα το 1214 [Latein. Kaiserreich, 1905, σελ. 233, αριθ. 3]. O Νικόλαος τού Σαιν Ομέρ είχε δώσει κάποιους δουλοπάροικους και περιουσίες τής Θήβας και τού χωριού Ερμόκαστρο (casale quod dicitur Ηermocastrum) στους Πρεμονστρατενσιανούς (Premonstratensians) τής Παναγίας «της Μικρής Γέφυρας» στο Μπρίντιζι, δωρεά την οποία επικύρωσε ο Ιννοκέντιος στις 23 Μαΐου 1212 an. XV, ep. 68. στην PL 216. 59IC, Potthast, αριθ. 4481 (τομ. I, σελ. 387J). Ο Νικόλαος είχε έρθει στην Ελλάδα περί το 1208-1209.

[←53]

Fabre, στο Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, XV (1895), 71-75.

[←54]

Hon. III an. II, ep. 737 σε Regesti del pontefice Onorio III, επιμ. Pressutti, I (1884), αριθ. 851, σελ. 225, Regesta, I (1888), αριθ. 892, σελ. 151, με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1217.

[←55]

Μια επιστολή παρόμοια με εκείνη που είχε σταλεί στον Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουΐνο στις 4 Σεπτεμβρίου 1223, με την οποία τού ζητιόταν να πληρώσει στην Εκκλησία πρόσοδο 1.000 υπερπύρων για εκκλησιαστική περιουσία και έσοδα που είχε κατάσχει και κρατούσε ακόμη [βλέπε πιο πάνω, σελ. 48-49], στάλθηκε επίσης στον Όθωνα ντε λα Ρος, ο οποίος όμως έπρεπε να πληρώσει πρόσοδο 500 μόνο υπερπύρων [Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος 1, έγγραφο 18, σελ. 23-31 και πρβλ. έγγραφα 16-17 και A. L. Tautu, Acta Honorii III, Πόλη Βατικανού, 1950, αριθ. 114-15, σελ. 152-59, κείμενα με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1223].

[←56]

Hon. III an. VIII, ep. 67 σε Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 20, σελ. 32-34, με σύντομη περίληψη στο Pressutti, Regesta, II (1895), αριθ. 4514, σελ. 165.

[←57]

Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 62-63. Πρβλ. R. L. Wolff στο Traditio, VI (1948), 45 και εξής.

[←58]

Στις 5 Δεκεμβρίου 1224 περιέγραφε τον εαυτό του στον Όθωνα ντε λα Ρος ως «γεμάτο αγωνία και άγχος για τούς άλλους Λατίνους που είναι εγκατεστημένοι στην αυτοκρατορία τής Ρωμανίας» (anxii et solliciti pro ti aliisque Latinis in Romanie imperio constitutis) [Hon. III, an. IX, ep. 85, σε Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 22, σελ. 35, Regesta, II, αριθ. 5202, σελ. 286].

[←59]

Hon. III an. VIII, ep. 49 σε Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος 1, έγγραφο 19, σελ. 31-32. Regesta, II, αριθ. 4502, σελ. 163. Το 1187 το νησί τής Αίγινας είχε μεταβιβαστεί στον Μιχαήλ Χωνιάτη από τον πατριάρχη Νικήτα Β΄ [Ep. 46, 4, επιμ. Λάμπρος, II, 75]. Σε επιστολή στις 11 Μαρτίου 1222, ο Ωνόριος Γ΄ αναφέρει τα Μέγαρα ως «επαναποδιδόμενα» στην Εκκλησία των Αθηνών [an. VI, ep. 279, στο Regesta, II, αριθ. 3844, σελ. 50]. Πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 20.

[←60]

Ο υποκόμης ο οποίος προήδρευε τής (μεταγενέστερης) αθηναϊκής κούρτης των αστών (cour des bourgeois, Vucomity) αναφέρεται στο Livre de la conquete…: Chronique de Morée (1204-1305), επιμ. Jean Longnon, Παρίσι, 1911, παρ. 880, σελ. 348. Για τις κούρτες στο λατινικό βασίλειο τής Ιερουσαλήμ και στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, βλέπε J. L. la Monte, Feudal Monarchy in the Latin Kingdom of Jerusalem, 1100-1291, Καίμπριτζ, Μασσ., 1932, σελ. 87, 105 και εξής, Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 53 και εξής, Gregorovius-Λάμπρος, Αθήναι, I (1904), 402-4 και ιδιαίτερα D. Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, passim. Για τούς νομικούς θεσμούς των σταυροφορικών κρατών στους Αγίους Τόπους, που έχουν κάποια σχέση με τα εξεταζόμενα εδώ, βλέπε επίσης διάφορες μελέτες τού Joshua Prawer, ιδιαίτερα τις «Étude preliminaire sur les sources et la composition du Livre des Assises des Bourgeoi, Revue historique de droit français et étranger, 1954, σελ. 198-227, 358-82, «Etude sur le droit des Assises de Jerusalem: Droit de confiscation et droit d’ exheredation», στο ίδιο, 1961, σελ. 520-51 και στο ίδιο, 1962, σελ. 29-42 και «La noblesse et le régime féodal du royaume latin de Jérusalem», Le Moyen-Age, 1959, σελ. 41-74.

[←61]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 24 (CSHB, Βόννη, σελ. 41-44 και επιμ. Aug. Heisenberg, I (Λειψία, 1903), 38-41), με παράθεση στη σελ. 41:

«…καὶ μέχρι καὶ τῶν πυλῶν τῆς Κωνσταντίνου κατήντησε καὶ πτοίαν πολλὴν τοῖς Λατίνοις ἐνέβαλε.»

Πρβλ. Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, II, 3 (CSHB, Βόννη, I, 27):

Γιατί ο Θεόδωρος Άγγελος, έχοντας ήδη εγκατασταθεί ως αυτοκράτορας, όπως αναφέρθηκε, ερήμωνε τα χωράφια, προχωρώντας πιο πέρα, ξεφεύγοντας και ξεπερνώντας συνεχώς το ένα όριο μετά το άλλο, μέχρι που έφτασε και στις ίδιες τις πύλες τού Βυζαντίου χωρίς καμία απολύτως αντίσταση.

«…Ὁ γὰρ Ἄγγελος Θεόδωρος ἤδη καὶ βασιλεὺς, ὡς εἴρηται, καταστὰς, ἐδῄου τὴν γῆν, προϊὼν καὶ παρεξελαύνων καὶ ὑπερβαίνων ὅρους ἄλλους ἐξ ἄλλων ἀεὶ, ἕως ἤλασε μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν Βυζαντίων πυλῶν κατὰ πολλὴν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν.

Πρβλ. Εφραίμιο, Imperatores, στιχ. 8018-45 (CSHB, Βόννη, σελ. 323-24):

«Οὕτως ἐχόντων ὡς ἔφην τῶν πραγμάτων,
οἰκητορες στέλλουσι πρὸς βασιλέα
Ὀρεστιάδος λιπαροῦντας ἱκέτας,
ὡς ἄν σταλείσης στρατιᾶς τούτων πόλις
ἐλευθέρα γένοιτο χειρὸς Λατίνων.
Μετὰ στρατιᾶς τοιγαροῦν πέμπει τάχος
Ἰσῆν πρωτοστράτωρα σὺν τῷ Καμμύτζῃ,
οἵ τὴν πολιν φθασαντες, ἔνδον τειχέων
εὖ προσδεχθέντες, εἰσέδραμον ἀσμένως.
Ἐπεὶ δὲ Θεόδωρος Ἀγγέλων γένους
σχεδὸν κατῆρχε Μακεδονίας ὅλης
τῆς γείτονος Θρᾴκης τε σὺν τοῖς ἐν κύκλῳ,
ἄνευ Ροδόπης Ἀχριδοῦ Μελενίκου
(τούτων γὰρ ἦρχε Σθλάβος ὠνομασμένος,
οὗ τὰ κατ’ αὐτὸν ἐξερεῖ τάχα λόγος),
ἐπεὶ κατῆρχεν, ἐκ Θεσσαλίας ἄρας
τὴν Ἀδριανοῦ καταλαμβάνει πόλιν,
καὶ τῆσδ΄ ὑπῆρξεν ἐγκρατὴς συμφωνίᾳ.
ἐξηλάθη γοῦν στρατιὰ βασιλέως
κακῶν ἀπαθὴς, καὶ τρἐχει πρὸς τὴν ἕω.
Οὕτω κατασχὼν Θεόδωρος τὴν πόλιν
ἀεὶ παρεῖχε πράγματα τοῖς Λατίνοις,
τὰς σφῶν σκυλεύων καὶ κατατρέχων πόλεις.
Ἐπῆλθε μὲν Βιζύῃ Λατίνων πόλει,
πρὸς δ’ αὖ γε Βρύσει χωρίοις θ΄ ὑπηκόοις,
καὶ πάντα πορθεῖ καὶ σκυλεύει τὰ πέριξ.
ἐπιστρατεύει καὶ μέχρι Βυζαντίδος,
καὶ τοῖς Ἰταλοῖς ἐντίθησι δειλίαν.»

Eπίσης βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 3.

[←62]

Hon. III an. VIII, ep. 29, στο Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 13, σελ. 19. Regesta, II (1895), αριθ. 4509, σελ. 164.

[←63]

Η ημερομηνία θανάτου τού Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι παραμένει αβέβαιη, αλλά αυτός έκανε τη διαθήκη του στις 2 Μαΐου 1237 [Pompeo Litta, Celebri famiglie italiane, δέσμη xlvii (Μιλάνο, 1840), ερμαρ. 77, πιν. 14]. Οι Παλλαβιτσίνι ήσαν πολύ διακεκριμένη οικογένεια, με μεγάλες ιδιοκτησίες στην Πάρμα, την Πιατσέντσα και την Κρεμόνα. Πρβλ. Enciclopedia storico-nobiliare italiana, V (Μιλάνο, 1932), 62-63 και Usseglio, I Marchesi di Monferrato, II (1926), 308-9.

[←64]

Hon. III an. VIII, ep. 251, με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1224 στο Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 21, σελ. 34: «… για την υπεράσπιση τού εν λόγω βασιλείου και ιδιαίτερα τού κάστρου τής Βουδονίτσας φτάνοντας εκεί δυνατά και αποφασιστικά» (… ad defensionem predicti regni et specialiter castri Bondovitie intendens viriliter et potenter …).

Regesta Hon. III, II, αριθ. 4758, σελ. 207 και πρβλ. αριθ. 5464, σελ. 333, με ημερομηνία 6 Μαΐου 1225. To «κάστρο τής Βουδονίτσας«, λίγο νότια από τις Θερμοπύλες, βρισκόταν στα υψώματα των αρχαίων Φαρυγών.

[←65]

Hon. III an. ΙΧ, ep. 85, στο Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 22, σελ. 35-36. Regesta, II, αριθ. 5202, σελ. 286, «εκδόθηκε στο Λατερανό στις 5 Δεκεμβρίου τού ένατου έτους» (datum Laterani nonis Decembris anno nono) και χρονολογημένη εκ παραδρομής non. Septemb[ris] στον Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1224, αριθ. 26, τομ. XX (Λούκκα, 1747), σελ. 537. Ο πάπας υποσχόταν βοήθεια από τον μαρκήσιο Γουλιέλμο Δ΄ τού Μονφερράτ και από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ροβέρτο, οι οποίοι είχαν εισπράξει παπικές επιχορηγήσεις για να μπορέσουν να κρατήσουν τη Θεσσαλονίκη.

[←66]

Hon. III, an. ΙΧ, ep. 295, στο Regesta, II, αριθ. 5304, σελ. 304.

[←67]

Πρβλ. J. B. Guillaume, Hist. des Sires de Salins, I (1757), 67, 83, Hopf, Chron. greco-romanes (1873), γενεαλ. πίνακες, σελ. 472 (για τη Βελιγοστή), 473, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 66. Όπως πάντα, οι γενεαλογικοί πίνακες που παρέχονται από τον Hopf, Chron. greco-romanes] πρέπει να χρησιμοποιούνται με πολύ μεγάλη επιφύλαξη.

[←68]

Léopold Delisle, «Recueils épistolaires de Bérard de Νaples», στο Notices et extraits des manuscrits de la Bibliotheque Nationale, XXVII, μέρος 2 (Παρίσι, 1879), 140-41, ο οποίος λανθασμένα αποκαλεί «de la Rochette» τον Γκυγιώμ [Πρβλ. Eubel, Hierarchia, I, 115, σημείωση, με την ημερομηνία διορισμού του ως επιτρόπου].

[←69]

Πρβλ. Hopf, Chron. greco-romanes, σελ. 477 και ιδιαίτερα στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 275 (ανατύπ. I960, I, 209). Ο Νικόλαος τού Σαιν Ομέρ, ο οποίος λέγεται ότι είχε φτάσει στην Ελλάδα το νωρίτερο το 1208, ήταν ο πατέρας τού Μπέλα, τού οποίου μητέρα ήταν μια Ουγγαρέζα πριγκήπισσα. Οι Σαιν Ομέρ ήσαν υστερότοκος κλάδος των Φωκεμπέργκ (Fauquembergue), καστελλάνων τής φλαμανδικής πόλης Σαιν Ομέρ [Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1946, σελ. 147-49 και L’ Empire latin (1949), σελ. 119, 177].

[←70]

Πρβλ. R. J. Loenertz, «Genealogie des Ghisi, dynastes venitiens dans l’ Archipel, 1207-1390», Orientalia Christiana periodica, XXVIII (1962), 158-61, που σαρώνει τις αστήρικτες εικασίες τού Hopf. Πρβλ. επίσης τού ιδίου Les Ghisi, dynastes venitiens dans l’ Archipel, Φλωρεντία, 1975, σελ. 34, 35, 363.

[←71]

Πρβλ. Hopf, Chron. greco-romanes, σελ. 473. Η τελευταία παπική επιστολή που απευθύνθηκε στον Όθωνα ντε λα Ρος έχει ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1225 και προσπαθεί να ενθαρρύνει αυτόν και τον πρίγκηπα Γοδεφρείδο τής Αχαΐας, μέσα στη κατήφεια που είχε πέσει στους Λατίνους βαρώνους στην Ελλάδα ύστερα από την πτώση τού βασίλειου τής Θεσσαλονίκης [Hon. III, an. IX, ep. 295, στο Pressutti, Regesta, II (1895), αριθ. 5304, σελ. 304. Πρβλ. Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 275 (ανατύπ. 1960, I, 209)].

[←72]

Πρβλ. Μιχαήλ Χωνιάτη, επ. 141, 3 (Λάμπρος, II, 284):

Γιατί γνωρίζω ότι η αγάπη για τη μάθηση και για να είσαι μαζί μας, απαλλαγμένος από τον καπνό και τις φωτιές τής Αθήνας, δεν σε πείθει να πετάξεις μόνος προς τα πάνω και να φτάσεις σε εμάς από τον αέρα, ενώ από την άλλη το φίλτρο τής μητέρας και των αδελφών σου, σαν άλλος δεσμός απλώς διαμαντένιος, σε υποχρεώνει να παραμένεις στο σπίτι σου.

«…οὐκ ἀγνοῶ γὰρ ὡς ὁ μὲν ἔρως τῶν τε μαθημάτων καὶ τοῦ συνεῖναι ἡμῖν, ἀπηλλαγμένον τοῦ ἐν Ἀθήναις καπνοῦ καὶ πυρὸς, μόνον οὐκ ἀνίπτασθαί σε πείθει καὶ πρὸς ἡμᾶς διαέριον φέρεσθαι, το δ’ αὖ γε μητρὸς φίλτρον καὶ ἀδελφῶν ὡς ἄλλος δεσμὸς ἀτεχνῶς ἀδαμάντινος οἴκοι μένειν βιάζεται.»

[←73]

Μιχαήλ Χωνιάτης, επ. 132 (Λάμπρος, II, 267-8):

Γιατί να και ο πολύ ευσεβής υπομνηματογράφος, με τέτοιο ιερό αξίωμα, σαν να έτυχε από εμάς καποια ευλογία συνoδευτική για το ταξίδι, ο κυρ Γεώργιος Βαρδάνης, που προχωράει από εδώ στα δικά σου ίχνη, δηλαδή απέπλευσε αναχωρώντας για την Αθήνα.

«Ἰδοὺ γὰρ καὶ ὁ θεοσεβέστατος ὑπομνηματογράφος τοιοῦδε ἀξιώματος ἱεροῦ ὥσπερ τινὸς εὐλογίας ἐφοδίου καὶ προπεμπτηρίου τετύχηκε παρ’ ἡμῶν, ὁ Βαρδάνης κῦρ Γεώργιος, ἐνθένδε κατ’ ἴχνια σοῦ βαίνων, δηλαδὴ Ἀθήναζε ἀνακεχωρηκὼς μεθωρμίσατο…»

Βλέπε επίσης επ. 140 (Λάμπρος, II, 282). Για τη μεταγενέστερη σταδιοδρομία τού Βαρδάνη βλέπε Johannes M. Hoeck και R. J. Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, Abt von Casole, Ettal, 1965, passim.

[←74]

Μιχαήλ Χωνιάτης, επ. 145, I (Λάμπρος, II, 292):

Αλίμονο, αλίμονο! Με την παράταση τής εξορίας μου, για τούς άλλους μεν γνωστούς μαθαίνω πολλές φορές, πώς και από τι είδους κανάλια κυμάτων τής κοσμικής αυτής συμφοράς παρασύρονται. Για σένα όμως τον ίδιο, το αγαπητό μου κεφάλι, δεν μαθαίνω τίποτε σαφές, ούτε από επιστολές, ούτε από ανθρώπους που γνωρίζουν καλά τα δικά σου. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζω ούτε που ακριβώς περνάς τον καιρό σου. Δεν ξέρω αν κατοικείς στην Αθήνα ή στη Χαλκίδα τής Εύβοιας ή στη Θήβα τής Βοιωτίας. Γιατί η πρώτη σού αρμόζει λόγω καταγωγής, ενώ η Θήβα σε έκανε αργότερα δική της μέσω γάμου.

«Οἴμοι, οἴμοι ὅτι τῆς ὑπερορίας μού μακρυνθείσης περὶ τῶν ἄλλων μὲν συνήθων και ἑτέρων ἔχω τι μανθάνειν πολλάκις, ὅπως καὶ οἵοις διαύλοις κυμάτων τοῦ κοσμικοῦ τοῦδε κλύδωνος φέρονται, περὶ δὲ σοῦ αὐτοῦ, τῆς φίλης μοι κεφαλῆς, οὐδὲν τι πυνθάνομαι σαφὲς οὔτε παρὰ γραμμάτων, οὔτε παρ’ ἀνδρῶν εὖ εἰδότων τὰ κατὰ σὲ· αὐτίκα οὐδὲ ἔνθα διατρίβεις οἰκῶν ἤ παροικῶν ἀκριβῶς ἴσμεν· ἀμφιγνοοῦμεν δὲ πότερον ἐν Ἀθήναις διάγεις ἤ ἐν Χαλκίδι τῆς Εὐβοίας ἤ ἐν Θήβαις τῆς Βοιωτίας· αἱ μὲν γὰρ γενεῆθέν σοι προσήκουσι, Θῆβαι δὲ διὰ τὸ κῆδος ὕστερον ᾠκειώσαντο.»

[←75]

Μιχαήλ Χωνιάτης, επ. 150, 2 (Λάμπρος, II, 301):

Ανάσανα, μάλλον δε και κάπως ψυχαγωγήθηκα, παραλαμβάνοντας ύστερα από τόσον καιρό το γράμμα σου, τής αγαπημένης μου ψυχής, με το οποίο έμαθα τώρα όσα πνιγόμουν πραγματικά διψώντας και πριν να μάθω. Και καθώς τα επιθυμητά μού τα ανέφερες συνοπτικά, μού ξανάδωσες κουράγιο μόλις τώρα, παραλείποντας τα οδυνηρά. Γιατί βρίσκεσαι και πάλι στην Αθήνα, στο πατρικό και αγαπητό έδαφος.

«Ἀνέπνευσα, μᾶλλον δὲ καὶ μετρίως ἐψυχαγώγημαι, γράμμα σόν, τῆς φίλης ἐμοὶ ψυχῆς, δεξάμενος χρόνιον, δι’ οὗ νῦν ἐπέγνων ὅσα καὶ πρότερον μαθεῖν διψῶν ἀπεπνιγόμην ἄντικρυς· καὶ ὡς τὰ κατ’ εὐχὴν ἐμοὶ διὰ βραχέων δεδήλωκας, ἀνεζωπύρησάς με πάλαι τοῖς ἀνιαροῖς ἐκλείποντα. ἔχουσι γὰρ σὲ καὶ πάλιν Ἀθῆναι, τὸ πατρῷον καὶ φίλον ἔδαφος…»

[←76]

Lucien Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (Παρίσι, 1907), αριθ. 2671 (12 Ιουλίου 1235, που αποτελούσε ήδη παλιά υπόθεση) και 3214 (27 Ιουνίου 1236). αριθ. 3583 (επίσης στο Λάμπρος. Έγγραφα, μέρος 1, έγγραφο 24, σελ. 37-38, με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1237) και 4390 (στο ίδιο, έγγραφο 26, σελ. 40-42, με ημερομηνία 26 Mαϊου 1238) και Reg. Greg. IX, δέσμη 12 (Παρίσι, 1910), αριθ. 5204 (1 Ιουνίου 1240) και 6085 (8 Ιουλίου 1241, όπου η υπόθεση δεν είχε ακόμη διευθετηθεί).

[←77]

Reg. Greg. IX, II, αριθ. 4390, στήλη 1046, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 26, σελ. 42, με ημερομηνία 26 Μαΐου 1238.

[←78]

Edm. Martène και Ursin Durand, Thesaurus novus anecdotorum, IV (Παρίσι, 1717), στήλη 1453: «…τού αββαείου τού Ντωφίν σε περιοχές τής Ελλάδας…» (… abbatia de Dalphino in partibus Graeciae …) και βλέπε Elizabeth A. R. Brown, «The Cistercians in the Latin Empire», Traditio, XIV (1958), 82, 97 και εξής, 111 και εξής, η οποία (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, Κεφάλαιο 3, σημείωση 10) ταυτίζει λανθασμένα τις παπικές αναφορές στο dominicum templum Athenarum με τούς Ναΐτες (Templar) ιππότες.

[←79]

Hon. IIΙ an. VΙ, ep. 351, στο Pressutti, Regesta, II, αριθ. 3904, σελ. 59, με ημερομηνία 28 Μαρτίου 1222.

[←80]

Fr. Miklosich και Jos. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi, III (Βιέννη, 1865), έγγραφο xiii, σελ. 61, αναφερόμενο από Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 67:

«…πληροφορήθητι, ἀδύνατόν ἐστιν ἀναβαίνειν ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα τινὰς εἰς τὴν ἀνατολικὴν αὐτὸθι γῆν, ἵνα προβάλλωνται ἀρχιερεῖς ἐν ταῖς ἐνταῦθα δυτικαῖς ἐκκλησίαις. οὐδὲν γὰρ ἐστιν ἄλλο τούτοις τὸ κατατολμῆσαι τῶν ἐν τῷ μεταξὺ παροδίων κινδύνων ἤ τὸ ἐς Ἀχέροντα καταπλεῦσαι˙ μάρτυς τῶν λεγομένων καὶ ὁ ἀναπλεύσας αὐτὸθι Χωνιάτης διὰ τὴν μητρόπολιν τῆς Ναυπάκτου˙ ὅσαις γὰρ καὶ ὁποίαις ταῖς δυσκληρίαις ἐνέκορσε καὶ ἀναπλέων καὶ καταπλέων, οὐδὲ τῇ ἁγιότητί σου ἠγνώηται…»

[←81]

Hon. III, an. VIII, ep. 61 (Regesta, II, αριθ. 4528, σελ. 167): «… πειρατές, οι οποίοι κοινώς ονομάζονται Καπελλέκτι…» (… piratae, qui Capellecti vulgariter nuncupantur…).

[←82]

Elie Berger, Les Registres d’ Innocent IV, I (Παρίσι, 1884), αριθ. 657, σελ. 112-13, με ημερομηνία 29 Απριλίου 1244: «… Ότι ορισμένοι Έλληνες μοναχοί … συχνά αποκαλύπτουν μυστικά στους Έλληνες…» (… quod quidam monachi Greci … secreta sepe Grecis revelant…).

[←83]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, I (Παρίσι, 1896), αριθ. 1109, στήλες 636-37 και Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 23, σελ. 36. Για τη λατινική εκκλησιαστική διοίκηση στην Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, πρβλ. Auvray, I, αριθ. 1175, 1184, 1235, 1502, 1638, 1704, 1746, 2049 και 2196, κείμενα στα οποία δεν γίνεται αλλού αφορά σε αυτή τη μελέτη, ενώ πρβλ. επίσης στο ίδιο, II (1907), αριθ. 2530, 3262, 3382, 3618, 3878, 4022, 4196, 4207 και εξής.

[←84]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, III (1908), αριθ. 4795, στήλες 3-4, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1239.

[←85]

Corpus inscriptiorum graecarum, IV (Βερολίνο, 1856-59), αριθ. 8752, σελ. 345, για το οποίο βλέπε Δ. Γρ. Καμπούρογλους, Μνημεία τής Ιστορίας των Αθηναίων, 3 τόμοι, Aθήνα, 1889- 96, ΙΙ, 213-15 και πρβλ. Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 93. Ο Άγγλος περιηγητής Francis Vernon είδε τη στήλη στη συνήθη θέση της και αντέγραψε την επιγραφή στο ημερολόγιό του στις 10 Νοεμβρίου 1675, με μάλλον φτωχή αντιγραφή [Royal Society, Burlington House, Vernon MS. 73, σελ. 36]. Αντεγραψε τη χρονολογία ως «έτος δημιουργίας 6740» (δηλαδή 1232 μ.Χ.). Προφανώς πρέπει να ήταν «έτος δημιουργίας 6746» (δηλαδή 1238 μ.Χ.). Είμαι ευγνώμων στον συνάδελφό μου καθηγητή B. D. Meritt, που μού έστειλε φωτοτυπία τού χειρογράφου τού Vernon. Πρβλ., πιο πάνω, σελ. 65.

[←86]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (1907), αριθ. 2671 και 3214, στήλες 108 και 421.

[←87]

Liber iurium reipublicae genuensis, I (Τορίνο, 1854), έγγραφο dcclvii, στήλες 992-93, στο Historiae patriae monumenta edita iussu R. Caroli Alberti, VII:

«…Με την επιφύλαξη … ότι για μεταξωτά υφάσματα υφασμένα ή φτιαγμένα στον τόπο μας από Γενουάτες ή για αυτούς, οι Γενουάτες υποχρεούνται να μάς πληρώνουν αυτά, που συνήθως ζητούνται και εισπράττονται από άλλους. Θα τούς επιτρέψουμε επίσης, να έχουν το δικό τους κατάλληλο δικαστήριο και τον δικό τους νόμιμο πρόξενο …».

(… eo salvo quod de pannis sericis ab eisdem Ianuensibus vel pro eis in terra nostra textis seu compositis, ipsi Ianuenses nobis solvere teneantur id quod ab aliis exigi solitum est et haberi. Concedimus etiam eis ut curiam propriam et suum consulem eis habere liceat …)

Πρβλ. Hopf, Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 276 (ανατύπ. 1960, I, 210), W. Heyd, Hist. du commerce du Levant, μετάφρ. Furcy Raynaud, I (Λειψία, 1885. ανατύπ. Άμστερνταμ, 1967), 293.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1262 ο πάπας Ούρμπαν Δ΄ έγραψε στους αρχιεπισκόπους Αθηνών και Θηβών, στον επίσκοπο Άργους (όλοι αυτοί οι τρεις τόποι βρίσκονταν υπό τον Γκυ Α΄ των Αθηνών) και σε πέντε άλλα μέλη τής ιεραρχίας στην Ελλάδα, ζητώντας από τον καθένα να αγοράσει και να τού στείλει «τέσσερα τόπια μεταξωτού υφάσματος, καλοϋφασμένου και βαμμένου σε χρώματα πράσινο, πορφυρό, κόκκινο και λευκό» (quattuor exameta … bene texta et tinta, viridis, violacei, rubei, bene coccati et albi colorum) [Jean Guiraud, Les Registres d’ Urbain IV (1261-1264), II, Παρίσι, 1901, αριθ. 67, σελ. 17].

Πρβλ. αριθ. 66, με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1262, πράγμα που δείχνει ότι στην Ιταλία υπήρχε ακόμη ζήτηση ελληνικών μεταξωτών για εκκλησιαστικά άμφια.

[←88]

Marino Sanudo, Istoria del Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes (1873), σελ. 105:

«Τελικά ο πρίγκιπας με μεγάλη προσπάθεια των ανδρών του στράφηκε προς την Αθήνα και ο κύριος ντε λα Ρος αντιτάχθηκε με τούς δικούς του άνδρες και στο πέρασμα που ονομάζεται Καρύδι ήρθε η σύγκρουση και ο δούκας συντρίφτηκε και διαλύθηκε. Ο πρίγκηπας βγήκε νικητής και άρχοντας τής εκστρατείας και εμφανίστηκε σε όλη την περιοχή τού δούκα μέχρι την Αθήνα, λεηλατώντας τα πάντα».

(Finalmente il principe fatto un gran sforzo di gente, andò per gir a Attene, e il signor della Roccia li andò in contro con la sua gente, e al passo del Moscro detto Cariddi fecero conflitto, e il duca fù rotto, e fugato. Il principe venuto vincitore, e signore de la campagna, scorse tutto il piano del duca insino in Attene, depredando e bruggiando il tutto.)

Πρβλ. Hopf, στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 279 (ανατύπ. 1960, I, 213), Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 105-6, Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 220-21. Επίσης βλέπε πιο πάνω, σελ. 80.

[←89]

Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. John Schmitt (Λονδίνο, 1904), στιχ. 3309-12, σελ. 220, 221:

«Ἰδόντας γὰρ οἱ προεστοὶ ἐτότε τοῦ φουσσάτου,
ὅπου ἀγαποῦσαν κ᾿ εἴχασιν ἐκεῖ τοὺς συγγενούς τους,
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως καὶ τοὺς ἄλλους,
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ἐχάναν τὰ χωριά τους,
ὁ μητροπολίτης τῆς Θηβοῦ κι ἄλλοι τινὲς ἀπέκει
ἐβάλθηκαν εἰς μεσιτείαν ὅπως νὰ συμβιβάσουν
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ κι ὅπου ἤσασιν μετ᾿ αὖτον,
καὶ τόσα ἐβιάστησαν πολλά, ἐσυμβιβάσανέ τους.»

Μαζί με τον Γκυ ντε λα Ρος στη Θήβα ήσαν ο Γοδεφρείδος (Geoffrey) τού Μπριέλ, άρχοντας τής Καρύταινας, οι αδελφοί Σαιν Ομέρ, οι τρεις αδελφοί τού ίδιου τού Γκυ, ο Θωμάς Β΄ των Σαλώνων, οι τριάρχες τού Νεγκροπόντε και ο Ουμπερτίνο Παλλαβιτσίνι, μαργράβος τής Βουδονίτσας [στο ίδιο, στιχ. 3288-95]:

«Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸν Μέγαν Κύρη εἰς πόλεμον ποῦ ἐγίνη στοῦ Καρύδη,
ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐσέβην εἰς τὴν Θήβαν·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἦτον ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
ὁ μισὶρ Νικόλας ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ μετὰ τοὺς ἀδελφούς του,
τὸν μισὶρ Ντζία ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ καὶ μὲ τὸν μισὲρ Ὄτον,
ὡσαύτως και οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ ὅπου εἶχε ὁ Μέγας Κύρης
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐπαινετοὶ στρατιῶτες, καβαλλάροι,
ὁ κατὰ εἷς ἐβάσταινεν φλάμουρον ἐδικόν του·»

Ο Μωραΐτης χρονικογράφος λέει την ιστορία τού πολέμου με πολλές γλαφυρές λεπτομέρειες, όπου ο ίδιος βρίσκεται συναισθηματικά με το μέρος του [στο ίδιο, στιχ. 3173- 3331]:

«… Ἰδόντας γὰρ οἱ προεστοὶ ἐτότε τοῦ φουσσάτου,
ὅπου ἀγαποῦσαν κ᾿ εἴχασιν ἐκεῖ τοὺς συγγενούς τους,
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως καὶ τοὺς ἄλλους,
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ἐχάναν τὰ χωριά τους,
ὁ μητροπολίτης τῆς Θηβοῦ κι ἄλλοι τινὲς ἀπέκει
ἐβάλθηκαν εἰς μεσιτείαν ὅπως νὰ συμβιβάσουν
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ κι ὅπου ἤσασιν μετ᾿ αὖτον,
καὶ τόσα ἐβιάστησαν πολλά, ἐσυμβιβάσανέ τους.
Ὁ Μέγας Κύρης ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε
νὰ πάψουσιν τὰ κούρση του κι ὁ ἐξαλειμὸς ἐκεῖνος·
κ᾿ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὅρκον του στὴν Κόρινθον ν᾿ ἀπέλθῃ,
θέλει στὴν χώραν τοῦ Νικλίου νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει ὁμάντζιον,
κ᾿ εἰς ὅσον γὰρ τοῦ ἔφταισεν καὶ ἔσφαλεν πρὸς αὖτον,
διὰ τὰ ἄρματα ποῦ ἐβάσταξεν στὸν πρίγκιπα ἀπάνω,
νὰ ποιήσῃ τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς ἀπαιτεῖ τὸ δίκαιον.
Οἱ φλαμουριάροι ἐσέβησαν ἐτότε ἐγγυητᾶδες,
ὥσπερ γὰρ τὸν ἐγγυώθησαν τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
νὰ ἔλθῃ στὸ Νίκλι εἰς τέρμενον ποῦ ἐστήσασιν ἐτότε.
Κι ὅσον ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω,
ἐμίσσεψεν ὁ πρίγκιπας καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κόρινθον
κι ἀπέκει γὰρ ἐδιέβηκεν ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι.
Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ἐδιόρθωσεν κι ἀπῆρεν
μεν᾿ αὖτον τοὺς εὐγενικοὺς φλαμουριαρίους ὅπου εἶχε,
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον·
τιμητικὰ κ᾿ εὐγενικὰ ἀπῆλθεν γὰρ ἐτότε,
ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Ἀμυκλίου,
ὅπου τὸν ἀνάμενε ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος.»

Οι στίχοι στην τελευταία έκδοση τού ελληνικού χρονικού από τον Π. Π. Καλονάρο, Aθήνα, 1940, είναι αριθμημένοι, όπως και στην έκδοση Schmitt, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το κείμενο τού Καλονάρου.

[←90]

Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio (1885), παρ. 234, σελ. 52: «… και έφυγε [ο Γκυ] αφήνοντας διοικητή ολόκληρου τού τόπου τον αδελφό του, τον κύριο Όθωνα ντε λα Ρος» (… et dexo á micer Otho de la Rocia, su hermano, governador de toda la tierra suya).

[←91]

Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως [στιχ. 3313-77]:

«… Κι ὡς ἦλθεν γὰρ ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
κάτεργα δύο ἀρμάτωσεν κ᾿ ἐσέβηκεν εἰς αὖτα
εἰς τὸ Βροντῆσι ἐδιάβηκεν κ᾿ ἐπέζεψεν ἐκεῖσε.»

Eπίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 232-44, σελ. 84-88, Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 223-34, σελ. 50-52, όπου ο Guy de la Roche ονομάζεται William, Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom. σελ. 439-40.

[←92]

Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως [στιχ. 3373-84]:

«Ἄλογα ἀγόρασεν τοῦ δάου κ᾿ ἐβάλθη εἰς τὴν στράταν
καὶ τόσα ὡδήγεψεν καλὰ εἰς τὸ Παρὶς ἐσῶσεν·
τὸν ρῆγαν ηὕρηκεν ἐκεῖ, ἑορτὴν μεγάλην εἶχε,
τὴν λέγουσιν Πεντηκοστὴν ὁ ρῆγας ἑωρτιάζεν.
Δουλωτικὰ τὸν προσκυνᾷ τὸν ρῆγα ὁ Μέγας Κύρης,
κ᾿ ἐκεῖνος τὸν ἐδέξατο μετὰ τιμῆς μεγάλης,
διατὶ ἔμαθεν ὅτι ἔρχετον ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν.»

Η χρονολόγηση φαίνεται αρκετά σαφής, αλλά οι Hopf. στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 284 (ανατύπ. 1960, I, 218) και Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 106-7 τοποθετούν εσφαλμένα την υποδοχή τού Γκυ από τον Λουδοβίκο ύστερα από την παραμονή τού πρώτου στη Βουργουνδία τον Φεβρουάριο τού 1260.

[←93]

Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως [στιχ. 3385-3463]:

«”…Ἐν τούτῳ λέγω, ἀφέντη μου, τοῦ κράτου σου τοῦ ἁγίου,
ὅτι ἡ ἀφεντία τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἔχω καὶ κρατῶ την,
εἴ τις τὴν εἶχεν ἔκπαλαι, Δοῦκαν τὸν ὠνομάζαν·
κι ἂν ἔνι ἀπὸ τοῦ λόγου σου κι ἀπὸ τοῦ ὁρισμοῦ σου,
ἀπάρτι γὰρ καὶ ἔμπροστεν Δοῦκαν νὰ μὲ ὀνομάζουν”.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
ὥρισεν κ᾿ ἐθρονιάσαν τον εἰς τὸ παλάτι ἀπέσω.»

Επίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 245-53, σελ. 88- 92, Libro de los fechos, παρ. 293, σελ. 65 και πρβλ. το Cron. di Morea, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 440.

Για τον τίτλο τού δούκα των Αθηνών. σημειώστε επίσης, για όσα μπορεί να αξίζουν, τις ευφάνταστες παρατηρήσεις τού Νικηφόρου Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, VII, 5 (CSHB, Βόννη, I, 239):

Τότε λοιπόν, όταν οι ηγεμόνες των Πάρθων, των Τούρκων και των άλλων βασιλείων συγκεντρώθηκαν από κάθε μέρος, σε άλλους δόθηκαν αρχικά άλλες ονομασίες. Ο Ρώσος πήρε τη θέση και το αξίωμα τού «επί τής τραπέζης» [αρχιοικονόμου] τής εποχής τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο ηγεμόνας τής Πελοποννήσου, εκείνο τού πρίγκιπα. Ο αρχηγός τής Αττικής και τής Αθήνας, εκείνο τού μεγάλου δούκα. Ο Βοιωτίας και Θήβας, τού μεγάλου πριμμικήριου. Ο ηγεμόνας τού μεγάλου νησιού τής Σικελίας, εκείνο τού ρήγα [βασιλιά]. Και άλλοι απέκτησαν άλλους τίτλους.

«…τότε δὴ οὖν καὶ τῶν πανταχόθεν συῤῥεόντων ἡγεμόνων Παρθικῶν τε καὶ Περσικῶν καὶ τῶν ἄλλων ἄλλοι ἄλλας κεκλήρωνται πρότερον κλήσεις. ὁ δὲ Ῥωσικὸς τήν τε στάσιν καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης παρὰ τοῦ μεγάλου κεκλήρωται Κωνσταντίνου· ὁ δὲ Πελοποννησιακὸς τὸ τοῦ πρίγκιπος· ὁ δὲ τῆς Ἀττικῆς τε καὶ τῶν Ἀθηνῶν ἀρχηγὸς τὸ τοῦ μεγάλου δουκός· ὁ δὲ τῆς Βοιωτίας καὶ τῶν Θηβῶν τὸ τοῦ μεγάλου πριμμικηρίου· ὁ δὲ τῆς μεγάλης νήσου Σικελίας τὸ τοῦ ῥηγός· καὶ ἄλλοι ἄλλα.»

Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον Όθωνα ντε λα Ρος και τον διάδοχό τού Γκυ «μεγάλο άρχοντα» (μέγας κύρης), τίτλος που εμφανίζεται συνεχώς στο ελληνικό χρονικό, αν και σε επιστολή με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1208 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ an. XI, επ. 121 [PL 215, 1435B] αποκαλεί τον Όθωνα «δούκα Αθηνών» (dux Athenarum), αλλά όπως παρατηρήθηκε πιο πάνω (σημείωση 38), αυτή φαίνεται να είναι η μοναδική χρήση τού τίτλου στην παπική αλληλογραφία τής περιόδου.

Ο Jean Longnon έχει υπογραμμίσει περισσότερες από μια φορές ότι η περιγραφή στο Χρονικό τού Μορέως τής χορήγησης από τον Λουδοβίκο στον Γκυ Α΄ ντε λα Ρος τού τίτλου τού δούκα των Αθηνών «δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τα έγγραφα». Σε επίσημες πράξεις ούτε ο Όθων ούτε ο Γκυ δεν χρησιμοποίησαν ποτέ αυτόν τον τίτλο, τον οποίο οι άνθρωποι τής εποχής τους έδιναν μερικές φορές ανεπίσημα. Δεν υπάρχει ακόμη προφανής αλλαγή τού τίτλου από το 1259-1260, αλλά μόνο περίπου από το 1280, όταν στον δουκικό θρόνο ανέβηκε ο Ουίλιαμ Α΄, ο μικρότερος γιος τού Γκυ και δεύτερος διάδοχος (1280-1287), πράγμα που υποδεικνύει ότι η επίσημη αναγνώριση τού τίτλου μπορεί να είχε γίνει από τον αδελφό τού Λουδοβίκου, τον Κάρολο Ανδεγαυό (Charles of Anjou), ο οποίος ήταν μετά το 1267 επικυρίαρχος των αρχόντων τής Αθήνας και των πριγκήπων τής Αχαΐας [Πρβλ. «Problemes de 1′ histoire de la prinripaute de Moree», Journal des Savants, 1946, σελ. 90-91 και L’ Empire latin (1949), σελ. 222-23, 236-37, 257-58].

Tα νομίσματα είναι σημαντικά από αυτή την άποψη. Λίγα πρώιμα νομίσματα τού Γκυ φέρουν τις επιγραφές Dns. Athen. (Dominus Athenarum) και Theb. Civi. (Thebarum Chas). Όμως τα νομίσματα τού Ουίλιαμ Α΄ και των διαδόχων του φέρουν τις επιγραφές Dux Atenes και Thebe Civis. Υπάρχουν πολυάριθμες παραλλαγές τής μορφής: Dux Atenes, Dux Actenar’, Dux Ath’, Thebe Civis, Tebes Civis, Thebani Civis, Tebar’ Civis, Theba’Civis. Τα νομίσματα των μεταγενέστερων ντε λα Ρος είναι πολυάριθμα [βλέπε Gustav Schlumberger, Numismatique de l’ Orient latin, Παρίσι, 1878, σελ. 337-40 και εικ. xii, αριθ. 30-32]. Tα στοιχεία από τις σφραγίδες δεν βοηθούν ιδιαίτερα [G. Schlumberger, F. Chalandon και A. Blanchei, Sigillographie de l’ Orient latin, Παρίσι, 1943, σελ. 195-96].

[←94]

Chas. Du Cange, Histoire de l’ empire de Constantinople, επιμ. J. A. C. Buchon, τομ. I (Παρίσι, 1826), έγγραφο xvii, σελ. 436- 37, Buchon, Recherehes historiques sur la principaute Française de Morie et ses hautes baronnies, II (Παρίσι. 1845), 385-86: «… εμείς, για τις ανάγκες τού τόπου μας, δανειστήκαμε και πήραμε διπλάσιο ποσό από τον βαρώνο Χιού, δούκα τής Βουργουνδίας, 2.000 λίρες τής Τουρ…» (… nos por les besoignes de nostre terre avons emprunté et receu en deniers nombrés dou noble baron Hugon, duc de Bourgoigne, dus mile livres de tornois…).

Χρησιμοποιεί τον τίτλο «άρχοντας των Αθηνών» (Nos Guis de la Roche, sire d’Athines …). Du Cange-Buchon, Hist., I, κείμενα xvii-xviii, σελ. 436, 437, Buchon, Recherches historiques, II, 385, 386, κείμενα με ημερομηνία Φεβρουαρίου 1259, που είναι 1260 με τον νέο τρόπο και πρβλ. Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1946, σελ. 90.

[←95]

Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 106, 473, και για τον Γοδεφρείδο τού Μπριέλ, άρχοντα τής Καρύταινας, σημειώστε Longnon, L’ Empire latin, σελ. 199, 246. Η Άννα αυτοαποκαλούνταν Καντακουζηνή [Nicol, Family of Kantakouzenos (1968), αριθ. 16, σελ. 20-24].

[←96]

Ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης και ο δεσπότης Νικηφόρος έδωσαν όρκους υποταγής στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ (…sacramentum … fidelitalis et ligii homagii multototiens prestiterunt), σύμφωνα με σχετική αναφορά τού βυζαντινού πρωτονοτάριου Ωγέριου [Jules Gay και Suzanne Vitte, Les Registres de Nicolas III (1277-1280), 5 fascs., Παρίσι, 1898-1938, αριθ. 384, σελ. 135a και R. J. Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, Ρώμη, 1970, παρ. 5, σελ. 552], αλλά ίσως υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον ο Ωγέριος είναι εντελώς αντικειμενική και αξιόπιστη πηγή.

Πρβλ. Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 26 (CSHB, Βόννη, I, 307-9):

Από αυτή τη στιγμή, στρέφεται με περισσότερη θέρμη και στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Η κατάσταση στη δύση άρχισε πάλι να βράζει μετά τον θάνατο τού δεσπότη Μιχαήλ, ο οποίος αφενός άφησε τον Νικηφόρο επικεφαλής τής δικής του επικράτειας και αφετέρου απέδωσε στον Ιωάννη τον νόθο μια καθόλου ευκαταφρόνητη περιοχή. Ο Νικηφόρος έδειχνε ικανοποιημένος με την κατοχή τής περιουσίας του, ενώ ο Ιωάννης φιλοδοξούσε να υπερβεί τα όρια και, απέχοντας από τα εδάφη τού αδελφού του, έβαζε τα χέρια του στα δικά μας, λεηλατώντας ό,τι παρουσιαζόταν. Τότε ο αυτοκράτορας έκρινε ότι δεν έπρεπε να κάνει πόλεμο με αυτόν τον ορμητικό πρίγκιπα που μόλις είχε πάρει την εξουσία, αλλά θεώρησε πολύ καλύτερο να τον κερδίσει με ειρήνη και να συνάψει συμφωνία με συμμαχία, παρά να κάνει πόλεμο. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιώντας πρεσβείες, μείωσε τη σκληρότητα και την αλαζονεία του και, καθώς αυτός ο πρίγκιπας μεγάλωνε νεαρό κορίτσι σε ηλικία γάμου, αποφάσισε να εδραιώσει την ειρήνη με συμμαχία. Γιατί ο Ιωάννης ήταν επίσης δραστήριος άνθρωπος, σε σημείο να είναι πολύ αποτελεσματικός χάρη στην ταχύτητα των επιχειρήσεών του και παράλληλα χάρη στην ευφυΐα του στις μάχες. Έκανε μάλιστα συχνά τον δεσπότη να φοβάται ότι θα ξεγελούσε κι αυτόν με τις επιχειρήσεις του και ότι θα κατάφερνε να τον σκεπάσει με το όνειδος τής νίκης του. Γι’ αυτό ο αυτοκράτορας έσπευσε πολύ σοφά και σίγουρα να προκαταλάβει την καλή του διάθεση. Έδωσε την κόρη τού Ιωάννη σε γάμο με τον ανιψιό του Ανδρόνικο, τον γιο τής Μάρθας, αφού έστειλε και την έφεραν με μεγάλες τιμές, διορίζοντας τον γαμπρό στο αξίωμα τού μεγάλου κοντόσταυλου και τον πεθερό Ιωάννη σε εκείνο τού σεβαστοκράτορα. Έκανε έτσι συνθήκη με τον Ιωάννη, και από εκείνη την πλευρά οι στρατοί των Ρωμαίων είχαν μακρά ανακωχή.

«Ἐντεῦθεν καὶ πρὸς τὴν διεξαγωγὴν τῶν κοινῶν σπουδαιότερον τρέπεται. Καὶ ἐπεὶ πάλιν ἀνοιδαίνειν ὥρμων τὰ δυτικά, τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ ἐξ ἀνθρώπων γεγονότος καὶ τὸν μὲν Νικηφόρον ἐπὶ τῇ ἰδίᾳ ἀρχῇ καταλείψαντος, τῷ δέ γε νόθῳ Ἰωάννῃ χώραν οὐκ ὀλίγην διανενεμηκότος ἰδίᾳ, καὶ ὁ μὲν Νικηφόρος ἠγάπα κατέχων τὰ ἑαυτοῦ, ὁ δὲ Ἰωάννης καὶ ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα πηδᾶν ὠρέγετο καί, τῶν τοῦ ἀδελφοῦ ἀποσχόμενος, τῶν ἡμετέρων προσήπτετο, σκυλεύων τὸ προστυχόν, πολέμῳ μὲν ἐκεῖνον ὁ βασιλεὺς μετιέναι οὐκ ἐδοκίμαζε, θερμουργὸν ὄντα καὶ νέον ἀρχῆς ἁψάμενον, δι´ εἰρήνης δ´ ὑπελθεῖν καὶ κατὰ κῆδος σπένδεσθαι πολλῷ κρεῖττον ἡγεῖτο τοῦ πολεμεῖν. Ὅθεν καὶ πρεσβείαις μὲν τὸ σκληρὸν ἐκείνου μαλάσσει καὶ αὔθαδες· ἐπεὶ δ´ ἐκεῖνος καὶ ὡραίαν γάμου ἔτρεφε θυγατέρα, ἠβούλετο διὰ κήδους βεβαιώσασθαι τὴν εἰρήνην. Ἦν γὰρ καὶ ἄλλως ὁ Ἰωάννης δραστήριος, ὡς καὶ τῇ τῶν ἐπιτηδευμάτων ταχυτῆτι σὺν τῇ περὶ τὰς μάχας συνέσει καὶ λίαν ἀριστουργεῖν, καὶ εἰς δέος τὸν δεσπότην πολλάκις ἐτίθει, μήπως καὶ αὐτὸν ἐπιτηδευόμενος παρακρούσαιτο καὶ τῇ τῆς νίκης ἀδοξίᾳ περιβαλεῖν δυνηθείη. Διὰ ταῦτα καὶ σπεύσας ὁ βασιλεὺς λίαν σοφῶς τε καὶ ἀσφαλῶς τὴν ἐκείνου προκατελάμβανεν εὔνοιαν καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου τῷ ἀνεψιῷ αὐτοῦ καὶ υἱῷ τῷ τῆς Μάρθας Ἀνδρονίκῳ, πέμψας καὶ σὺν οὐκ ὀλίγῃ τιμῇ ἀγαγών, εἰς γάμον ἐδίδου, ὀνομάζων ἐξ ἀξιωμάτων τὸν μὲν γαμβρὸν μέγαν κονοσταῦλον, τὸν δὲ πενθερὸν Ἰωάννην σεβαστοκράτορα. Καὶ τῷ μὲν Ἰωάννῃ ἐσπένδετο διὰ ταῦτα, καὶ ὅσον τὸ μέρος ἐκείνου ἀνακωχὰς οὐ τὰς μικρὰς εἶχον τὰ τῶν Ῥωμαίων στρατεύματα.»

Πρβλ. και Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 9, 1 (CSHB, Βόννη, I, 109-10):

Ενώ συνέβαιναν αυτά, πέθανε και ο δεσπότης Μιχαήλ, ο ηγεμόνας τής Ηπείρου και τής Θεσσαλίας, αφήνοντας πίσω του γιους, έναν νόθο, τον Ιωάννη, και τρεις γνήσιους, ο μεγαλύτερος από τούς οποίους ήταν ο δεσπότης Νικηφόρος, που είχε παντρευτεί την ανιψιά τού αυτοκράτορα από την αδελφή του. Στη φροντίδα και την κηδεμονία τού Νικηφόρου είχε εμπιστευτεί ο πατέρας του τούς άλλους δύο νεότερους γιους, τον Μιχαήλ και τον Ιωάννη, που ήσαν ακόμη άγαμοι. Χώρισε όλη την επικράτειά του σε δύο μέρη. Το ένα από αυτά, το οποίο ονομάζεται Παλαιά Ήπειρος, το άφησε στον δεσπότη Νικηφόρο. Και περιέχει τούς Θεσπρωτούς, τούς Ακαρνάνες και τούς Δόλοπες, καθώς επίσης τούς Κερκυραίους, τούς Κεφαλληναίους και τούς Ιθακήσιους. Οριοθετείται στα δυτικά από την Αδριατική και το Ιόνιο πέλαγος, στα βόρεια από ψηλά βουνά που ονομάζονται Πίνδος και Ακροκεραύνια, στα ανατολικά από τον ποταμό Αχελώο και στα νότια από τα νησιά Κέρκυρα και Κεφαλληνία. Το άλλο μέρος το άφησε ο πατέρας στον νόθο γιο Ιωάννη. Περιέχει τούς Πελασγούς, τούς Φθιώτες, καθώς και τούς Θεσσαλούς και τούς Οζόλες Λοκρούς. Στα βόρεια έχει το όρος Όλυμπος, στα νότια τον Παρνασσό, πολύ ψηλά βουνά και τα δύο, που υψώνουν τις κορυφές τους κοντά στα σύννεφα. Αμέσως λοιπόν οι δύο, ο Μιχαήλ και ο Ιωάννης, δυσαρεστημένοι με τη φροντίδα και κηδεμονία τού αδελφού τους Νικηφόρου, και θεωρώντας ότι αυτή δεν θα οδηγούσε σε καλή έκβαση για τούς ίδιους, κατέφυγαν στον αυτοκράτορα ως φυγάδες.

«Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἐξ ἀνθρώπων ἐγεγόνει καὶ Μιχαὴλ ὁ δεσπότης, ὁ τῆς Ἠπείρου καὶ Θετταλίας ἀρχηγὸς, καὶ παῖδας καταλιπὼν ἕνα μὲν νόθον, Ἰωάννην ὄνομα, γνησίους δὲ τρεῖς, ὧν καθ’ ἡλικίαν πρωτεύων ὑπῆρχεν ὁ ἐπ’ ἀδελφιδῇ γαμβρὸς τοῦ βασιλέως Νικηφόρος ὁ δεσπότης· ὑφ’ ᾧ κηδεμόνι καὶ ἐπιτρόπῳ κατέλιπεν ὁ πατὴρ ὡς ἀτελεστέρους τὴν ἡλικίαν καὶ ἄζυγας ἔτι τοὺς δύο ἑτέρους υἱέας Μιχαὴλ καὶ Ἰωάννην. σχίζει μέντοι καὶ τὴν ὅλην αὐτοῦ ἐπικράτειαν εἰς δύο μερίδας, ὧν τὴν μὲν μίαν, ἣ δὴ καὶ παλαιὰ ὀνομάζεται Ἤπειρος, ἀφίησι Νικηφόρῳ τῷ δεσπότῃ. περιέχει δὲ αὕτη Θεσπρωτοὺς καὶ Ἀκαρνᾶνας καὶ Δόλοπας, καὶ πρὸς τούτοις Κερκυραίους καὶ Κεφαλλῆνας καὶ Ἰθακησίους· ὁρίζεται δὲ πρὸς μὲν δύσεως Ἀδριατικῷ τε καὶ Ἰονίῳ πελάγει, πρὸς δ’ ἄρκτων ὄρεσιν ὑψηλοῖς τῷ τε Πύδνῳ καὶ τοῖς Ἀκροκεραυνίοις ὀνομαζομένοις, ἐκ δ’ ἀνατολῶν Ἀχελῴῳ τῷ ποταμῷ, ἐκ δὲ μεσημβρίας τῇ Κερκυραίων νήσῳ καὶ τῇ Κεφαλληνίᾳ· τὴν δὲ ἑτέραν μερίδα ἀφίησιν ὁ πατὴρ Ἰωάννῃ τῷ νόθῳ παιδί· ἣ καὶ αὐτὴ περιέχει Πελασγοὺς καὶ Φθιώτας, ἔτι τε Θεσσαλοὺς καὶ Λοκροὺς τοὺς Ὀζόλας· καὶ πρὸς μὲν ἄρκτους Ὄλυμπον ἔχει τὸ ὄρος, πρὸς δὲ μεσημβρίαν τὸν Παρνασὸν, ἀμφότερα ὑψηλὰ καὶ ἐς βαθὺν τὸν ἀέρα τὰς κορυφὰς ἀνατείνοντα. οἱ μέντοι δύο αὐτίκα, Μιχαὴλ καὶ Ἰωάννης, δυσαρεστήσαντες τῇ τοῦ ἀδελφοῦ Νικηφόρου ἐπιτροπῇ καὶ ἐφορείᾳ καὶ ἄλλως οὐκ εἰς ἀγαθὸν αὐτοῖς πέρας αὐτὴν προχωρήσειν ἐννοοῦντες φυγάδες ἐς βασιλέα χωροῦσιν.»

Ο Ιωάννης Δούκας πήρε τον τίτλο τού σεβαστοκράτορα και η κόρη του παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη περί το 1267 [Loenertz, ό. π., σελ. 557], ενώ τα γεγονότα είναι λάθος χρονολογημένα στο Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 3 (1932), αριθ. 1976, σελ. 57. Ο γάμος φαίνεται ότι είχε γίνει λίγο μετά τον θάνατο τού δεσπότη Μιχαήλ Β΄, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 3, σημείωση 62.

[←97]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 30-31 (CSHB, Βόννη, I, 324-28):

Αλλά πριν αναφερθεί αυτή η υπόθεση, πρέπει να μιλήσουμε για τον μεγάλο κοντόσταυλο Ανδρόνικο Ταρχανειώτη, τον ανιψιό τού αυτοκράτορα. Τον παρουσιάσαμε προηγουμένως ως γαμπρό τού Ιωάννη Δούκα, σεβαστοκράτορα στο αξίωμα. Σε αυτόν λοιπόν είχε ανατεθεί η περιοχή τής Ορεστιάδας και, στο εσωτερικό, η επικράτεια τού Αίμου, με έδρα για αυτόν και τη γυναίκα του την Αδριανούπολη. Καθώς λοιπόν περνούσε αρκετό χρόνο εκεί, ύστερα δεν ξέρω τι τον έπιασε, αλλά όπως λένε πολλοί, ήταν εξαιρετικά εκνευρισμένος με τον αδελφό τού Μιχαήλ, ο οποίος, αν και μικρότερος, είχε προαχθεί σε μεγάλο δομέστικο, αγανακτώντας παράλογα, τόσο εναντίον τού ίδιου, όσο και εναντίον εκείνου που τον τίμησε, παίρνει απόφαση πολύ επαίσχυντη, ανάξια τής καταγωγής του. Είχε αποφασίσει να λιποτακτήσει στον πεθερό του, αλλά, καθώς οι τοπικές υποθέσεις βρίσκονταν σε σταθερότητα, κατάλαβε ότι το εγχείρημά τής λιποταξίας δεν ήταν υλοποιήσιμο, και γι’ αυτό μιμήθηκε την κολλημένη στην πέτρα σουπιά. Γιατί εκείνη (και προσπερνάω σιωπηλά τη φυσική εξήγηση που δέχεται ότι το μελάνι δεν είναι εμετός, αλλά ακούσια έκκριση, που ρέει ξαφνικά λόγω φόβου υπό την επίδραση τής συστολής των συσταλτικών οργάνων, την οποία το ζώο χρησιμοποιεί τυχαία για βοήθεια και αποφυγή τού κινδύνου), η σουπιά λοιπόν, θέλοντας να ξεφύγει από εκείνους που την κυνηγούν, βγάζει μελάνι, θολώνει τη θάλασσα κι έτσι ξεφεύγει εύκολα. Με τον ίδιο τρόπο και ο Ανδρόνικος, θέλοντας να μπερδέψει τα πράγματα, ώστε να τον βοηθήσει η σύγχυση να διαφύγει, κανόνισε να κάνει εκστρατεία το έθνος των Τατάρων. Εκείνοι, μόλις εμφανίστηκαν, άρχισαν να τρέχουν σε όλη τη χώρα, αφού είχαν μαζευτεί για το κέρδος. Αυτό που έκαναν τότε στον λαό απαιτεί ειδικό απολογισμό, αν πρόκειται να περιγραφούν οι κακοτυχίες τους, και αυτό πρέπει να γίνει γνωστό όχι με γράμματα, αλλά με δάκρυα. Όμως, όπως θα μπορούσε να πει κανείς με βεβαιότητα, αυτά τα γεγονότα δεν ήσαν λιγότερα από τις προηγούμενες σφαγές με τον Κωνσταντίνο.

«Ἀλλὰ πρότερον ἢ τοῦτο ῥηθῆναι, τὸ κατὰ τὸν μέγαν κονοσταῦλον τὸν Ταρχανειώτην Ἀνδρόνικον καὶ ἀνεψιὸν τοῦ κρατοῦντος λεγέσθω. Ἔφθασε μὲν ὁ λόγος καὶ γαμβρὸν ἀπέδειξε τοῦτον τοῦ Δούκα Ἰωάννου καὶ ἐξ ἀξιωμάτων σεβαστοκράτορος. Τούτῳ τοίνυν τὰ κατὰ τὴν Ὀρεστιάδα τε καὶ τὰ ἐνδότερα τοῦ Αἵμου ἐπιτετράφατο, καὶ ἦν αὐτῷ συνάμα τῇ γυναικὶ κάθισμα ἡ Ἀδριανούπολις. Ὡς γοῦν ἐκεῖσε ὄντι χρόνος ἐτρίβετο πλεῖστος, οὐκ οἶδ´ ὅ τι παθών, ὡς δ´ ὁ τῶν πολλῶν λόγος ἔχει, τῷ ἀδελφῷ Μιχαήλ, ὑστέρῳ γε ὄντι αὐτοῦ, εἰς μέγαν δομέστικον καταστάντι, ἐγκοτῶν ἐκτόπως, δι´ αὐτὸν δὲ καὶ τῷ τιμήσαντι, βουλὴν βουλεύεται λίαν αἰσχρὰν καὶ τοῦ γένους ἀναξίαν· εἰς νοῦν γὰρ βαλλόμενος αὐτομολεῖν πρὸς τὸν πενθερόν, ἐπεί, ἐν καταστάσει τῶν ἐκεῖ πραγμάτων ὄντων, οὐκ ἀνυστά οἱ τὰ τῆς αὐτομολίας διέγνω γίγνεσθαι, τὴν ἐπὶ τῆς πέτρας σηπίην μιμεῖται. Ἐκείνη γάρ—καὶ σιωπῶ τὸν φυσικὸν λόγον οὐχ ὡς ἐξέρασμα τὸ μέλαν δεχόμενον, ἀλλ´ ἀκούσιον διαχώρημα, ῥυὲν ἐξαίφνης τῷ φόβῳ, συστελλομένης τῆς καθεκτικῆς δυνάμεως, ᾧ δὴ καὶ συμβεβηκότως τὸ ζῷον εἰς βοήθειαν χρᾶται καὶ ἀποφυγὴν τῶν δεινῶν—, ἐκείνη τοίνυν, θέλουσα φεύγειν τοὺς θηρατάς, ἐξεμεῖ τὸ μέλαν καὶ τὸν πόντον συγχέει καὶ οὕτως ῥᾳδίᾳ τῇ φυγαδείᾳ χρῆται. Κἀκεῖνος, συγχεῖν θέλων τὰ πράγματα, ὡς βοηθησόμενος πρὸς τὴν φυγὴν τῇ συγχύσει, Τοχάρων ἐξελθεῖν γένος παρασκευάζει, οἳ καὶ φανέντες τὴν γῆν πᾶσαν ἐκείνην ἐπέθεον, ὡς ἐπὶ κέρδει συγκληθέντες. Ἃ τοίνυν ἐκεῖνοι τὸ τηνικάδε τοὺς ἀνθρώπους ἔδρασαν, ἰδίαν ἀπαιτεῖ σχολὴν πρὸς τὴν τῶν δεινῶν ἐξαγγελίαν, οὐ γράμμασιν, ἀλλὰ δάκρυσι γνωριούμενα· πλὴν ὡς ἂν ἀσφαλῶς εἴποι τις, οὐχ ἥττω ταῦτα τῶν μετὰ τοῦ Κωνσταντίνου προτέρων σφαγῶν.

Εκμεταλλευόμενος αυτή την αναταραχή, ο Ανδρόνικος λιποτακτεί μαζί με τη γυναίκα του στον πεθερό του. Μάλλον είναι περιττό να πούμε τι καλωσόρισμα δέχτηκε από εκείνη την πλευρά, αλλά παρείχε το υλικό για την ανάφλεξη τού πολέμου. Μέχρι τότε ο Δούκας, ικανοποιημένος με τα υπάρχοντά του, παρέμενε ήσυχος περιμένοντας, αν και κατά καιρούς, ακολουθώντας τη φυσική του κλίση, διεξήγαγε επιχειρήσεις εναντίον των οχυρών τού αυτοκράτορα και έτσι κατέλαβε τα περίχωρα των Ιωαννίνων. Δεν μπορούσε καθόλου να παραμείνει σε ειρήνη, αυτός που ήταν άνθρωπος που απολάμβανε τις μάχες και τούς πολέμους, από τούς οποίους έλπιζε πάντοτε να αντλήσει κάποιο κέρδος. Πράγματι, ένας δραστήριος άνθρωπος σε ανάπαυση είναι απείρως πιο αποτελεσματικός από έναν αδρανή σε δουλειά. Γιατί όπως η αδρανής και τεμπέλικη ψυχή απολαμβάνει τα ασήμαντα πράγματα, έτσι και η φλογερή και γρήγορη ψυχή πηγαίνει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Τέτοιος ήταν τότε αυτός ο άνθρωπος, που χρησιμοποιούσε τα γεγονότα ως υλικό για τις επιχειρήσεις του και τούς ελιγμούς του, απέχοντας από τον πόλεμο όταν πίστευαν το αντίθετο οι εχθροί, αλλά ξυπνούσε με τη δράση του ακόμη και τον αδρανή άνθρωπο.

Αὐτὸς δὲ τῇ τότε συγχύσει προσβοηθούμενος, ἅμα γυναικὶ αὐτομολεῖ πρὸς τὸν πενθερόν. Ὁποίας γοῦν τῆς ἀναδοχῆς ἐκεῖθεν εὐμοίρησε, περιττὸν ἴσως καὶ λέγειν, ὅμως δὲ ὕλην ἐδίδου τὴν μάχην ἀνάπτεσθαι. Καὶ τέως ὁ Δούκας, τοῖς ἰδίοις ἀρκούμενος, ἡσύχαζεν ἀναμένων, ἔστι δ´ οὗ καὶ τὸν ἴδιον τρόπον κατασκευάζων ἐπὶ τὰ τοῦ βασιλέως ἐπιτειχίσματα καὶ τὰ περὶ τὰ Ἰωάννινα παρασπῶν. Ἠρεμεῖν δ´ οὐκ ἦν ὅλως ἐκείνῳ, ἀνδρὶ μάχαις χαίροντι καὶ πολέμοις, ἐξ ὧν κερδαίνειν ἀεί ποτ´ ἤλπιζεν. Ἡ γὰρ τοῦ ἐνεργοῦ σχολὴ καὶ ὑπὲρ τὴν τοῦ ἀργοῦ ἀσχολίαν τὰ μέγιστα κατεργάζεται· ὡς γὰρ ἀργῆς ψυχῆς καὶ κατερρᾳθυμημένης τὸ ἐνευκαιρεῖν ἐν κενοῖς, οὕτω θερμῆς καὶ σπουδαίας τὸ χωρεῖν ὁμόσε τοῖς πράγμασιν. Οὕτως ἦν ἐκεῖνος τῷ τότε, τῆς αὐτοῦ πείρας καὶ στρατηγίας ὕλῃ τοῖς παρεμπίπτουσι χρώμενος, οὐ πολεμῶν ὅτε δόξοι τοῖς ἐναντίοις, ἀλλὰ μᾶλλον τῷ ἐνεργεῖν διεγείρων καὶ τὸν ἀπάλαμνον.

Έτσι, ο αυτοκράτορας, δεινοπαθώντας από αυτά τα γεγονότα, εξόπλιζε πολλές δυνάμεις, πλήθος σαράντα περίπου χιλιάδων ανδρών, όπως λέγεται, συμπεριλαμβανομένου τού ναυτικού. Τούς εμπιστεύτηκε στον δεσπότη και τούς έστειλε όσο πιο γρήγορα μπορούσε εναντίον τού Ιωάννη. Μαζί του έστειλε και πολλούς άλλους διοικητές και μεγάλους, ένας από τούς οποίους ήταν δομέστικος τής τραπέζης του. Αυτός ήταν ο Αλέξιος Καβαλλάριος, ευγενής και θαρραλέος άνδρας, που υπέφερε ύστερα από τον πόλεμο, χτυπώντας στη μάχη από βέλος που κανείς δεν ξέρει από ποιον ρίχτηκε. Σε εκείνον πρόσφερε δόξα, αλλά στον ίδιο έναν ένδοξο θάνατο, γιατί είναι πολύ όμορφο να πεθαίνεις για τούς νέους. Όταν λοιπόν ο δεσπότης παρέλαβε τα στρατεύματα και βάδιζε προς τη Δύση, βέβαιος ότι, χάρη στον οπλισμό του, θα ταρακουνούσε και αυτό ακόμη το έδαφος, ο αυτοκράτορας εξόπλισε επίσης ναυτικό στρατό και ετοίμασε επιβλητικό στόλο, που προερχόταν τόσο από την Πόλη, όσο και από όλες τις περιοχές και τα νεώρια, έτσι ώστε το σύνολο των πλοίων, μεγάλων και γρήγορων, να φτάνει τα εβδομηντατρία. Τα εμπιστεύτηκε στον πρωτοστράτορα Φιλανθρωπηνό και τον έστειλε με την εντολή να επιτεθεί στις λατινικές περιοχές, αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Νόμιζε ότι μάλλον με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν η επιτυχία τού χερσαίου πολέμου, αν οι Λατίνοι, φοβούμενοι αυτούς τούς ανθρώπους, απείχαν από βοήθεια προς τον Ιωάννη.

Ταῦτ´ ἄρα καὶ βασιλεύς, δεινοπαθῶν ἐπὶ τούτοις, δυνάμεις παρασκευάζεται πλείους, πλῆθος ὡσεὶ τεσσαράκοντα σὺν τῷ ναυτικῷ χιλιάδων, ὡς λέγεται, καί, παραδοὺς τῷ δεσπότῃ, πέμπει διὰ ταχέων ἐπὶ τὸν Ἰωάννην. Συνεκπέμπει δ´ ἐκείνῳ καὶ ἄλλους πλείους τῶν λοχαγῶν καὶ ἐκ μεγιστάνων, ὧν εἷς ἦν καὶ ὃν εἶχε δομέστικον τῆς τραπέζης· ὁ δ´ ἦν ὁ Καβαλλάριος Ἀλέξιος, ἀνὴρ γεννάδας καὶ ἀνδρικός, ὃς καὶ παραπήλαυσεν ὕστερον τοῦ πολέμου, τοξευθεὶς ἐν τῇ μάχῃ παρά του· κἀκείνῳ μὲν κλέος, ἑαυτῷ δὲ τὸ πεσεῖν εὐκλεῶς παρέσχεν, οὗ κάλλιστον τοῖς νέοις πίπτειν πεσών. Ὡς γοῦν τὰς δυνάμεις παραλαβὼν ὁ δεσπότης πρὸς δύσιν ἤλαυνεν, θαρρῶν ταῖς παρασκευαῖς, ὡς καὶ αὐτὸ κινήσων τὸ ἔδαφος, ὁ βασιλεὺς καὶ λαὸν διὰ θαλάσσης ὁπλίζει καί, στόλον ἐξαρτυσάμενος ἱκανὸν ἔκ τε πόλεως καὶ τῶν ὁπουδήποτε χωρῶν τε καὶ νεωρίων, ὡς εἶναι τὰς πάσας ναῦς μακράς τε ἅμα καὶ ταχυναυτούσας τρεῖς πρὸς τοῖς ἑβδομήκοντα, παραδοὺς ταύτας τῷ πρωτοστράτορι Φιλανθρωπηνῷ, καὶ αὐτὸν ἐκπέμπει, ταῖς λατινικαῖς χώραις προστάσσων, εἴ ποι παρείκοι, προσβάλλειν· οὕτω γὰρ μᾶλλον εὐοδεῖν τὸν κατὰ γῆν πόλεμον ᾤετο, εἰ ἔχοντες καθ´ αὑτοὺς οἱ Λατῖνοι τὸν περὶ σφίσι φόβον τῆς πρὸς τὸν Ἰωάννην βοηθείας ἀπόσχοιντο.

Όταν ο δεσπότης Ιωάννης εισέβαλε στην περιοχή των Νέων Πατρών, τρόμος και αναταραχή κατέλαβε τούς πάντες. Ύστερα από αυτό, η χώρα του παραδινόταν και τα φρούρια άλλαζαν γνώμη, έτσι ώστε, αφού αντιστέκονταν λίγο, για να εκπληρώσουν την ορκισμένη πίστη στον Ιωάννη, παραδίδονταν, χωρίς να αναλαμβάνουν επίθεση. Γιατί πού θα μπορούσε κανείς να ελπίζει να σωθεί, με άλλον τρόπο ή τέχνασμα; Όσο για τον Ιωάννη, έχοντας μαζί του τούς δικούς του και μόνο αυτούς και έχοντας στρατεύματα πολύ κατώτερα σε αριθμό, προσπαθούσε να ξεφύγει με τις επινοήσεις του. Γι’ αυτό, σπρώχνοντας πότε προς τα εδώ, πότε προς τα εκεί, έκανε ό,τι μπορούσε για να προστατεύσει την ασφάλειά του. Γιατί τού φαινόταν αδύνατο να προχωρήσει σε μάχη. Όμως οι άνθρωποι τού δεσπότη τον ακολουθούσαν πολύ στενά και έτρεχαν συνέχεια πίσω του, φτάνοντας πριν από αυτόν στα μέρη όπου πίστευαν ότι θα καταφύγει. Γι’ αυτό, με τη φυγή του, τούς τραβούσε πίσω του και με τον φόβο που έδειχνε, τούς έκανε πιο τολμηρούς να επιτεθούν. Γιατί ήσαν περισσότεροι και καταδίωκαν χωρίς προφύλαξη.

Καὶ δὴ τὴν ταχίστην τῷ τόπῳ τῶν Νέων Πατρῶν ἐπιστάντος τοῦ δεσπότου, ἔκπληξις κατεῖχε πάντας καὶ ταραχή, ὡς προσχωρεῖν μὲν ἐντεῦθεν ἐκείνῳ τὰς χώρας, γνωσιμαχεῖν δὲ τὰ φρούρια, ὡς μικρὸν ἀντισχόντα, ὅσον ἀφοσιώσασθαι τὴν πίστιν τῷ Ἰωάννῃ, προδοῦναι, μὴ ἐνεγκόντα τὴν ἔφοδον· ποῦ γὰρ ἄν τις καὶ ἤλπισεν ἐξ ἄλλου τινὸς τρόπου καὶ μηχανῆς σῴζεσθαι; Ὁ μέντοι γε Ἰωάννης, τοὺς περὶ αὑτὸν καὶ μόνους ἔχων, τῷ πλήθει κατὰ πολὺ λειπόμενος, ταῖς ἐπινοίαις ἐπεχείρει σῴζεσθαι· ὅθεν καί, νῦν μὲν ἔνθα, νῦν δ´ ἐκεῖσε προβαίνων, ὡς οἷόν τε ἦν, κατησφαλίζετο τὰ αὑτοῦ· τὸ γὰρ χωρεῖν εἰς μάχην ἕν τι τῶν ἀδυνάτων ἐδόκει. Ἀλλ´ οἱ τοῦ δεσπότου, ἰχνηλατοῦντες οἷον ἐκεῖνον, ἐπέτρεχον συνεχέστερον, προκαταλαμβάνοντες τόπους οἷς αὐτὸν ᾤοντο σῴζεσθαι· ὅθεν καὶ τῷ ἀποχωρεῖν μὲν προσῆγεν ἐκείνους, τῷ δέ γε δειλίαν ἐμφαίνειν θαρραλεωτέρους ἐποίει προσβάλλειν· τῷ γὰρ πλήθει περιῆσαν καὶ κατημέλουν διώκοντες.

Καθώς ο Ιωάννης είχε βαρεθεί να τρέπεται σε φυγή και να μην εμπιστεύεται την ανοιχτή ύπαιθρο, όταν ολόκληρη η χώρα είχε ήδη καταληφθεί, αποφάσισε να στηριχθεί σε ένα οχυρό. Πηγαίνει στην Πάτρα, πόλη οχυρωμένη και πρόσφατα ανοικοδομημένη, και εμπιστεύεται τον εαυτό του στη φρουρά της. Βρήκε στην Πάτρα οχυρό καταφύγιο, ενώ ο δεσπότης και οι δικοί του, μαθαίνοντας ότι είχε κλειδωθεί σε αυτό και ελπίζοντας να κρατήσουν το θήραμα σύντομα στα χέρια τους, ήρθαν και περικύκλωσαν την πόλη.

Ὡς δὲ κόρον ἐκεῖνος ἐλάμβανε τῆς ἀποφυγῆς καὶ τὰ ἔξω προσυπώπτευεν, ἤδη τῶν ἁπάντων καταληφθέντων, ἔγνω φρουρίῳ ἑαυτὸν πιστεῦσαι καὶ φέρων ἑαυτὸν ταῖς Πάτραις, ὀχυρᾷ πόλει καὶ ἐκ νέου συστάσῃ, δίδωσι καὶ πιστεύει φυλαχθησόμενος. Καὶ ὁ μὲν καταφυγὴν ὀχυρὰν εὗρε τὰς Πάτρας, οἱ δ´ ἀμφὶ τὸν δεσπότην, μαθόντες ὡς ἀποκέκλειστο καὶ ἤδη ὅσον οὔπω τὸ θήραμα ἔχειν ἐλπίζοντες ἐν χερσίν, ἐλθόντες τὴν πόλιν κύκλῳ περικαθίζουσι.

Ο δεσπότης ειδοποιούσε συχνά τούς πολιορκημένους, να φροντίσουν με τον καλύτερο τρόπο για τον εαυτό τους και να σωθούν παραδίδοντας αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί δεν θα έφευγε από αυτόν τον τόπο, δεν θα πήγαινε πουθενά αλλού, δεν θα έκανε τον κόπο να κάψει τη γύρω περιοχή και να ερημώσει τα χωράφια και να κόψει τα αμπέλια και, στο τέλος, αντιμετωπίζοντας και αυτούς ως εχθρούς, θα εξολόθρευε τα πάντα, ακόμη κι αν ο χρόνος παρατεινόταν. Σε αυτές τις ειδοποιήσεις τού δεσπότη, εκείνοι που βρίσκονταν μέσα, είτε αληθινά είτε επειδή τούς παρότρυνε να το κάνουν ο Ιωάννης που ήταν μαζί τους, απαντούσαν ήρεμα και τούς παρακαλούσαν να σταματήσουν τις επιθέσεις τους, υποσχόμενοι ότι σε λίγο θα παρέδιδαν και τον Ιωάννη. Καθώς λοιπόν περνούσε στο μεταξύ ο καιρός, και οι μεν καθυστερούσαν αναβάλλοντας την παράδοση τού Ιωάννη, ενώ οι δε έλπιζαν ότι σύντομα θα είχαν πλήρη επιτυχία, ο Ιωάννης αποφάσισε να αναλάβει μια από τις συνηθισμένες του ενέργειες. Και πρέπει να εξετάσει κανείς πόσο καλά! Κατέβηκε νύστα από το τείχος με σχοινιά και, για να μη γίνει αντιληπτός να περπατά μέσα στο στρατόπεδο, άλλαξε αμέσως τα ρούχα του, τυλίχτηκε με μαύρο μανδύα και πήρε στα χέρια του χαλινάρι αλόγου. Μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη, όταν κοιμούνταν γύρω στα μεσάνυχτα, διέσχισε όλο το στρατόπεδο, ρωτώντας συχνά φωναχτά για ένα άλογο που ισχυριζόταν ότι είχε χαθεί. Μερικοί δεν έδιναν σημασία, ενώ άλλοι απαντούσαν ακόμη και μέσα από τις σκηνές ότι δεν είχαν δει τίποτε, ενώ εκείνος υποσχόταν ακόμη και πλούσια ανταμοιβή, σε όποιον το εύρισκε.

Καὶ συχναὶ πρὸς τοὺς ἐντὸς διαμηνύσεις ἐγένοντο τοῦ δεσπότου, ἑαυτοῖς μὲν προνοεῖν τῶν βελτίστων, ἐκεῖνον δὲ παραδόντας σῴζεσθαι· μὴ γὰρ ἀποχωρεῖν ἐκεῖθεν, μὴ ἄλλοθί που τραπέσθαι, μὴ φροντίσαι τὰ πέριξ καίοντα καὶ ἀγροὺς κατασκάπτοντα καὶ ἀμπελῶνας τέμνοντα καὶ τέλος, καὶ αὐτοῖς ὡς πολεμίοις χρώμενον, τέλεον ἀφανίζειν, κἂν ὅπῃ καὶ ὁ χρόνος προβαίη. Ταῦτα τοῦ δεσπότου διαμηνύοντος, ἐκεῖνοι, ἢ ταῖς ἀληθείαις, ἢ καὶ παρ´ ἐκείνου προβιβαζόμενοι ἔνδον ὄντος, ἠπίως τε ἀπελογοῦντο καὶ προσελιπάρουν σφᾶς τῶν ὁρμῶν ἀνεῖναι, μετ´ οὐ πολὺ προδοῦναι καὶ τὸν Ἰωάννην καθυπισχνούμενοι. Ὡς γοῦν μεταξὺ χρόνος ἐτρίβετο καὶ οἱ μὲν ἀναβολαῖς ἐναιώρουν τὴν προδοσίαν, οἱ δὲ ὅσον οὔπω ἀνύσαι τὸ πᾶν ἤλπιζον, ἐπιχειρεῖν τι τῶν συνήθων ὁ Ἰωάννης ἔγνω. Καὶ σκοπητέον ὡς ἄριστα· νυκτὸς γὰρ ἑαυτὸν σχοίνοις διὰ τοῦ τείχους καταχαλάσας, ὡς μὴ φωραθείη διὰ στρατοπέδου βαδίζων, εὐθύς τε μετασχηματίζεται καὶ χλαῖναν μὲν μέλαιναν περιτίθεται, κρατεῖ δ´ ἀνὰ χεῖρας ἵππου ῥυτῆρα καί, κατὰ θεράποντα μετασκευασάμενος, καθευδόντων περὶ μέσας νύκτας, ἅπαν τὸ στρατόπεδον διεξῄει, ἐρωτηματικῶς ἐκφωνῶν συχνάκις περὶ ἵππου δῆθεν ἀπολωλότος· καὶ οἱ μὲν κατημέλουν, οἱ δὲ καὶ ἀπελογοῦντο ἔνδοθεν τῶν σκηνῶν μὴ ἰδεῖν τὸ σύνολον, ἐκείνου καὶ τὰ εἰς εὕρεσιν δαψιλῆ καθυπισχνουμένου.

Και κάπως έτσι, ξεφεύγοντας από την αντίληψη όλων, έφυγε από το ρωμαϊκό στρατόπεδο, εξοπλίστηκε τα ξημερώματα και από μυστικά μονοπάτια έφτασε στη Θήβα σε λίγες ημέρες, χωρίς να το ξέρει κανένας από τούς δικούς του. Δεν το ήξεραν ούτε κι εκείνοι που ήσαν στην Πάτρα, με εξαίρεση τούς στενούς του φίλους και εκείνους στους οποίους είχε εμπιστοσύνη, οι οποίοι θα έκρυβαν, για ημέρες, το γεγονός από όσους βρίσκονταν στην πόλη, όσο ο Ιωάννης δεν εμφανιζόταν. Εκεί, λοιπόν, συνάντησε τον μεγάλο άρχοντα, τον συνονόματό του, γιατί στη γλώσσα του τον έλεγαν Σιρ Ιωάννη. Τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει και πρότεινε να εγγυηθεί τις συμφωνίες τους με γαμήλια συμμαχία, παίρνοντάς τον για γαμπρό του. Ο Ιωάννης, ο μεγάλος άρχοντας, απέρριψε την προσφορά σε ό,τι τον αφορούσε, καθώς δεν ήταν δυνατό να συνάψει γάμο λόγω τής κακής υγείας του και τής επώδυνης ποδάγρας με την οποία πάλευε. Είχε όμως έναν αδελφό, τον νεαρό Γουλιέλμο, τον οποίο πρότεινε ως κατάλληλο για τη συμμαχία και τον παρουσίασε ως πολύ χρήσιμο άνθρωπο. Δήλωσε όμως ότι αυτή η συμμαχία δεν θα ολοκληρωνόταν παρά αργότερα και οι συμφωνίες θα παρέμεναν ως είχαν. Αυτό έγινε. Τού έδωσε τότε τριακόσιους ιππότες, ή και περισσότερους, όπως λένε, και τον έστειλε αμέσως. Ήσαν έμπειροι άνδρες και ο καθένας ανώτερος από πολλούς. Τούς πήρε και, αφού επανήλθε γρήγορα στους δικούς του, για να μην τον δει κανείς, και αφού καρτερούσε την ευνοϊκή στιγμή, συνάντησε ανθρώπους που δεν είχαν αίσθηση τού τι είχε συμβεί και που δεν περίμεναν τίποτε, αλλά ζούσαν με πλήρη χαλάρωση τού μυαλού, καθώς ο Ιωάννης παρέμενε κλεισμένος μέσα. Έτσι, μόλις άκουσαν ότι ένας στρατός εισβάλλει εκεί, ταράχτηκαν, αγνοώντας το γεγονός.

Καὶ οὕτω, λαθὼν τὰς ἁπάντων γνώσεις, ἀπολύεται μὲν τοῦ Ῥωμαϊκοῦ στρατοπέδου, ἐνσκευασθεὶς δὲ ἅμ´ ἕῳ καὶ δι´ ἀδήλων τὰς Θήβας ἐν ἡμέραις μετρίαις καταλαβών, μηδενὸς τῶν αὐτοῦ εἰδότος—οὐδὲ γὰρ οἱ ἔνδον Πατρῶν, πλὴν τῶν οἰκείων καὶ οἷς ἐπίστευεν, ᾔδεσαν, οἳ δὴ καὶ ἐφ´ ἡμέραις ἔμελλον συσκιάζειν τὸ δρᾶμα τοῖς ἐν τῇ πόλει, μὴ φαινομένου τοῦ Ἰωάννου—, ἐκεῖσε τοίνυν τὸν μέγαν κύριον καταλαμβάνει, ὁμωνυμοῦντά οἱ—Συριωάννης γὰρ κατὰ γλῶτταν ἐλέγετο—, καὶ δὴ προσλιπαρεῖ βοηθεῖν, εἰς πίστιν δὲ τῶν σπονδῶν ἑαυτοῖς καὶ κῆδος ἐτίθει γενέσθαι, ὡς λαβεῖν ἐκεῖνον γαμβρὸν ἐπὶ θυγατρί. Ὁ δὲ μέγας κύριος Ἰωάννης τὰ καθ´ αὑτὸν μὲν παρῃτεῖτο, ὡς μηδ´ εἶναί οἱ δυνατὸν ἐπὶ συζυγίᾳ καταληφθῆναι, ἀσθενεῖ γε ὄντι καὶ ποδάγρᾳ δεινῇ προσπαλαίοντι, ἀδελφὸν δέ οἱ εἶναι τὸν παῖδα Γουλίελμον, ὃν καὶ εἰς κῆδος οἷον ἐκεῖνος προὔτεινε καὶ λίαν χρήσιμον παρεδείκνυ. Ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ κήδους καὶ ὕστερον ἔλεγε τελεσθήσεσθαι, τῶν συναλλαγμάτων κειμένων· ὃ δὴ καὶ γέγονε. Τότε δὲ τριακοσίους καβαλλαρίους δοὺς αὐτῷ ἢ καὶ πλείους, ὡς λέγεται, ἐξ αὐτῆς ἀποπέμπει, ἄνδρας ἀρεϊκοὺς καὶ πολλῶν τινων καθυπερτεροῦντας· οὓς λαβὼν καὶ τοῖς αὑτοῦ προσμίξας διὰ ταχέων, ὡς μηδενὶ φωραθείη, καιρὸν ἐπιτηρήσας, ἐμπίπτει τῶν πραχθέντων μὴ αἰσθανομένοις μηδέ τι προσδοκῶσιν, ἀλλ´ ἐν ἀνέσει παντοίᾳ διάγουσι λογισμῶν, ὡς ἔνδον ἐγκεκλεισμένου. Τέως δέ, ὡς εἰσβάλλει ποτὲ στρατὸς ἐκ τοῦ σχεδὸν ἀκούσαντες, ἐταράχθησαν, ἀγνοοῦντες τὸ δρᾶμα.

Τότε λοιπόν βρέθηκαν αντιμέτωποι και συγκρούστηκαν, από τη μια πλευρά οι Τούρκοι τού Ριμψά, οι πολλοί Ρωμαίοι και οι άρχοντες γύρω από τον δεσπότη, και από την άλλη οι Ιταλοί γύρω από τον Ιωάννη και οι δικοί του άνθρωποι, πολυάριθμοι και έμπειροι. Πέφτοντας πάνω τους, το μικρό στράτευμα επικρατούσε τού μεγάλου στρατού. Γιατί αυτοί, παίρνοντας θάρρος από την παράταξή τους, φρέσκοι και έτοιμοι να επιτεθούν αμέσως, επιτίθεντο όπως έπρεπε. Οι άλλοι όμως, τόσο επειδή αιφνιδιάστηκαν από αυτό το απροσδόκητο χτύπημα, όσο και επειδή αποτελούσαν ανάμικτο πλήθος, μέσα στο οποίο ορισμένοι πρέπει να φοβήθηκαν υπερβολικά, πολεμούσαν άτακτα και σαν να μην είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Τέλος, όταν έσπασε η πρώτη φάλαγγα, οι επόμενες καταλήφθηκαν από άστοχους φόβους και ταράχθηκαν. Μέσα στη σύγχυσή τους έκαναν λίγο πίσω και τελικά τράπηκαν σε φυγή. Ο επόμενος γκρέμιζε τον προηγούμενο κι εκείνος έπεφτε πάνω σε άλλον. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση παρατούσαν τα όπλα και άφηναν τα άλογά τους, έχοντας εμπιστοσύνη μόνο στα πόδια τους για να σωθούν, παρά τις προσπάθειες τού δεσπότη που από τη μια ενθάρρυνε, από την άλλη απειλούσε και σε κάποιες περιπτώσεις παρότρυνε. Όμως η μάχη έγειρε, όπως θα έλεγε ο ποιητής [Ησίοδος, Θεογονία 711], και αγνοούσαν τις εκκλήσεις τού δεσπότη, τρέμοντας ο καθένας για τον εαυτό του. Γιατί νόμιζαν ότι οι εχθροί τους δεν ήσαν τριακόσιοι, αλλά διπλάσιοι από αυτούς ή και περισσότεροι, αλλά καθόριζαν τον αριθμό των αντιπάλων τους σύμφωνα με τον δικό τους αριθμό, νομίζοντας ότι δεν θα είχαν αυτό το θάρρος, αν δεν ήσαν οι ίδιοι περισσότεροι από εκεί νους στους οποίους επιτίθεντο. Τότε και ο δεσπότης, ξεγελασμένος στην προσδοκία του, γυρίζει το χαλινάρι του και αφήνοντας το άλογό του, φεύγει με όλη του τη δύναμη.

Τότε τοίνυν συμμίξαντες, ἔνθεν μὲν οἱ περὶ τὸν Ῥιμψᾶν Πέρσαι, πολὺ δὲ τὸ Ῥωμαϊκὸν καὶ οἱ περὶ τὸν δεσπότην κράτιστοι, ἐκεῖθεν δὲ οἱ περὶ τὸν Ἰωάννην Ἰταλοὶ καὶ οἱ αὐτοῦ, πολλοί γε ὄντες καὶ μάχιμοι, συνερρήγνυντο. Καὶ συμπεσόντες ὀλίγοι πλείους ἐνίκων. Οἱ μὲν γάρ, τῇ καθ´ αὑτοὺς συντάξει θαρροῦντες, ἀκμῆτες ὄντες καὶ ἐξ αὐτῆς ἕτοιμοι προσβαλεῖν, κατὰ τρόπον ἐνέπιπτον· οἱ δέ, τοῦτο μὲν τῷ ἀπροσδοκήτῳ καταπλαγέντες, τοῦτο δὲ καὶ πλῆθος σύμμικτον ὄντες, ἐν οἷς ἀνάγκη καί τινας καὶ παρὰ τὸ χρεὼν ὀρρωδεῖν, ἀτάκτως καὶ ὡς οὐ σφίσι θαρροῦντες ἐμάχοντο. Καὶ τέλος, τῆς πρώτης φάλαγγος ἐκλυθείσης, αἱ κατόπιν ἐν οὐ προσηκούσαις δειλίαις ἦσαν καὶ συνεταράσσοντο, καθ´ αὑτοὺς θορυβούμενοι, καί, μικρὸν ὀπισθοποδοῦντες, τέλος εἰς φυγὴν ἔβλεψαν· καὶ τὸν πρότερον ὁ ἐπιὼν κατεσπόδει, κἀκείνῳ ἄλλος προσέπαιε· καὶ οὕτως συγχυθέντες ἀπεδύοντο μὲν τὰ ὅπλα, ἀπέλυον δὲ τοὺς ἵππους καὶ μόνοις ποσὶν ἐθάρρουν τὸ σῴζεσθαι, πολλὰ τοῦ δεσπότου τὸ μὲν συνιστῶντος εἰς θάρρος, τὸ δ´ ἀπειλοῦντος, ἔστι δ´ οὗ γε καὶ παροτρύνοντος. Ἐκλίνθη δ´ ἡ μάχη, εἶπεν ἄν τις ποιητικός, καὶ τῶν τοῦ δεσπότου φωνῶν ἠλόγουν, περὶ ἑαυτοῦ τετρεμαίνων ἕκαστος. ᾬοντο γὰρ μὴ τριακοσίους ἢ καὶ τούτων διπλασίους ἢ καὶ πλείονας εἶναι, ἀλλὰ τῷ κατὰ σφᾶς πλήθει τὸ πλῆθος τῶν ἀντιπάλων ὥριζον, ὡς οὐκ ἂν θαρρησάντων, εἰ μή γε καὶ αὐτοὶ πλείους ὄντες τοῖς τόσοις ἐπῄεσαν. Τότε καὶ ὁ δεσπότης ἀποκαραδοκήσας τρέπει τε χαλινοὺς καί, τὸν ἵππον ἀνιείς, κατὰ κράτος φεύγει.

Από εκείνη τη στιγμή, έβλεπε κανείς άλλους να πέφτουν, άλλους να τρέπονται σε φυγή, άλλους να κρύβονται πίσω από θάμνους και να είναι έτοιμοι να ικετεύσουν για τη σωτηρία τους, άλλους να φτάνουν σε απόκρημνα μέρη και βράχους, άλλους πάλι να οδηγούνται πίσω, ανάλογα με το πόσο άπληστο ήταν το χέρι τού εχθρού και αδυσώπητο στο σφάξιμο. Μαλάκωνε όμως από μια αλλαγή τής τύχης και τούς λυπόταν, ενάντια σε κάθε προσδοκία. Η μοίρα όλων ήταν η καταστροφή: σωμάτων, χρημάτων, όπλων, αλόγων, ακόμη και ρούχων. Γιατί το γεγονός ότι είχαν την ίδια καταγωγή καθόλου δεν τούς έπειθε να μη σφάζουν, ενώ η λεηλασία τού αιχμαλώτου, ακόμη και από όλα τα ρούχα του, επεκτεινόταν σε όλους. Στο τέλος ρίχτηκαν στις φορητές κατοικίες των ευγενών και τού ίδιου τού δεσπότη, που είχαν τραπεί σε φυγή, και αφαίρεσαν μεγάλα πλούτη. Τις άδειασαν πραγματικά από κύπελλα, έπιπλα, όπλα, άλογα και από οτιδήποτε άλλο υπηρετούσε ζωή με χλιδή, μέχρι και από τα ίδια τα σπιρούνια που δένουν στα πόδια, αποκομίζοντας έτσι τεράστια κέρδη.

Κἀντεῦθεν ἦν βλέπειν ἄλλους μὲν πίπτοντας, ἄλλους δὲ φεύγοντας, τοὺς δὲ θάμνοις κρυπτομένους καὶ πρὸς τὸ σῴζεσθαι ἱκετεύειν ἑτοίμους ὄντας, ἄλλους δ´ ἀπορρῶγας καὶ πέτρας καταλαμβάνοντας, ἄλλους δ´ αὖθις ἀπαγομένους, ὁπόσον ἡ λίχνη χεὶρ ἐκείνων καὶ πρὸς τὸ σφάττειν ἀπότομος, τῷ μεταβόλῳ τῆς τύχης μαλασσομένη, παρὰ τὸ δόξαν σφίσιν ἐφείδετο. Πᾶσιν δ´ ἡ μοῖρα ἦν ὄλεθρος, σώμασι, χρήμασιν, ὅπλοις, ἵπποις, αὐτοῖς ἐνδύμασι· τὸ γὰρ ὁμογενὲς μὴ διόλου ἔπειθε σφάττειν, τὸ δὲ γυμνοῦν τὸν ἁλόντα ὡς ἐνδυμάτων πᾶσιν ἐπ´ ἴσης ἦν. Τέλος φευγόντων ταῖς φορηταῖς ἐπιθέμενοι οἰκίαις τῶν μεγιστάνων καὶ αὐτοῦ γε δεσπότου, πολὺν ἐξεφόρουν τὸν πλοῦτον· ἐκπώματα γὰρ ἐκεῖνα καὶ ἔπιπλα καὶ ὅπλα καὶ ἵππους καὶ θεραπείαν ἄλλην χλιδῶσαν τρυφῆς ἐξεκένουν, μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν ἐπιπόδων μυώπων, πλεῖστα παρακερδαίνοντες.

Με την ευκαιρία αυτή, οι άνθρωποι τής εποχής απέδειξαν ξεκάθαρα την αλήθεια των λόγων τού Αντισθένη. Γιατί εκείνος έλεγε ότι ευχόταν στους εχθρούς του όλα τα καλά, εκτός από ευφυΐα, αφού θα υπήρχαν ανάμεσά τους όλα τα πιθανά αγαθά, αν είχαν ευφυΐα. Έδειξαν επίσης την ιδιαίτερη χρησιμότητα τής σωστής απόφασης για τον αντίπαλο. Γιατί σε τόσες χιλιάδες άνδρες, που μετρήθηκαν ακόμη και σε μυριάδες, μόνο μια απόφαση ήταν σωστή. Και εκείνοι που την προηγούμενη μέρα ζούσαν σε πλούτη και εξαιρετική πολυτέλεια, είναι σήμερα ταπεινοί και φτωχοί, καθώς η σωστή απόφαση λειτούργησε εναντίον τους. Γιατί ο ηγέτης πρέπει να δοκιμάζει τα πάντα και να διακινδυνεύει, ώστε ή να νικήσει ή να πεθάνει ένδοξα. Γιατί με ποια έννοια διοικεί, αν δεν φροντίζει εκ των προτέρων για τη σωτηρία των άλλων, τούς οποίους τού έχουν αναθέσει να διοικεί; Ο φρουρός δεν είναι αθώος, αν δεν προειδοποιήσει και προφυλάξει. Αλλά μήπως ο αρχηγός είναι απολύτως αθώος, αν δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο για εκείνους των οποίων τού ανατέθηκε να είναι φρουρός; Σίγουρα όχι. Όχι. μακριά από αυτό.

Καὶ τηνικάδε οἱ τότε ἔδειξαν προφανῶς τὸ τοῦ Ἀντισθένους ἀληθινόν· φησὶ γὰρ ἐκεῖνος πάντ´ εὔχεσθαι τὰ καλὰ τοῖς ἐχθροῖς πλὴν συνέσεως, ὡς πάνθ´ οἷά τε παρὰ τούτοις γενέσθαι, ἢν σύνεσιν ἔχοιεν. Ἐδήλωσαν δὲ καὶ τὸ τῆς εὐβουλίας χρῆμα τοῖς ἀντιξοοῦσι καὶ μᾶλλον χρήσιμον· χιλιάδας γὰρ τόσας, ὡς καὶ εἰς μυριάδας ποσοῦσθαι, ἓν παρεστήσατο βούλευμα, καὶ οἱ χθὲς πλουτοῦντές τε καὶ τρυφῶντες τοῖς πλήθεσι σήμερον ταπεινοί τε καὶ πενιχροί, ἀνταγωνισαμένης τῆς εὐβουλίας. Ἄρχοντα γὰρ χρὴ πειρᾶσθαι καὶ κινδυνεύοντα, ὡς ἢ νικήσοντα ἢ εὐκλεῶς πεσούμενον. Κατὰ τί γὰρ καὶ ἄρχοι, εἰ μή γε προμηθοῖτο τῶν ἄλλων, ὧν ἄρχειν ἐτάχθη; Καὶ σκοπὸς μὲν οὐκ ἀνεύθυνος, εἰ μὴ προείποι καὶ προφυλάξηται, ἄρχων δ´ ἀνεύθυνος πάντως, εἰ μὴ προκινδυνεύοι ὧν ἐτάχθη σκοπός; Οὐμενοῦν, οὔ· πολλοῦ γε καὶ δεῖ.

Έτσι, μόλις συμβεί αυτό το απροσδόκητο χτύπημα τής μοίρας και οι επιζώντες είναι αναστατωμένοι, ανοίγοντας τα φτερά της η φήμη, που λέγεται ότι είναι θεά, δημοσιοποιεί γύρω αυτό το ατυχές και απροσδόκητο γεγονός, προς θλίψη πολλών, προς έκπληξη άλλων, προς χλευασμό κάποιων, τούς οποίους μάλιστα έπειθε να περιφρονούν αυτούς που δεν υπήρχαν πια και να επιτίθενται σε εκείνους που απέμεναν. Γιατί όταν το έμαθαν αυτό οι ναυτικές δυνάμεις τού Ευρίπου, οι οποίες είχαν εφοδιαστεί με στόλο τριάντα περίπου πλοίων, έγιναν πιο τολμηροί απέναντι σε εκείνους που ήσαν διπλάσιοι ή τριπλάσιοι. Και αμέσως, μπαίνοντας στα πλοία τους, όρμησαν εναντίον τού αυτοκρατορικού στόλου, που ήταν αγκυροβολημένος κοντά στη Δημητριάδα, νομίζοντας ότι θα τούς αρκούσε να εμφανιστούν για να τον καταλάβουν. Μόλις είχαν φτάσει, ελπίζοντας σταθερά να τρομάξουν με τη στιγμιαία τόλμη τους τούς ανθρώπους που είχαν τρομοκρατηθεί από τις προηγούμενες ήττες. Στην πραγματικότητα μεγάλη καταστροφή παραλίγο να τούς πλήξει με τη σειρά τους. Αυτό ανακοινώθηκε στον δεσπότη, που διέμενε στη Δρυμίανη, ή που, για να πούμε την αλήθεια, κατακλυζόταν εκεί από θλίψη ύστερα από τέτοιο γεγονός. Ανάβραζε η φλόγα τής ψυχής του και έτρεμε από φόβο για τον στόλο, μήπως η μοίρα δεν αρκεστεί σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αλλά ξεπεράσει και αυτά που είχαν γίνει. Και αμέσως, απόσταση δύο ημερών από εκεί την ταξίδεψε σε μια μόνο νύχτα. Αφού συγκέντρωσε τα υπολείμματα τού στρατού του και τα πήρε μαζί του, φτάνει στη Δημητριάδα και βρίσκει τον στόλο σε άμεσο κίνδυνο, γιατί προφανώς τα εχθρικά πλοία ήδη επιτίθεντο τότε.

Οὕτω μὲν οὖν παραλόγου τῆς τύχης συμβάσης καὶ τῶν ὑπολελειμμένων κατεπτηχότων, ἀνεῖσα τὸ πτερόν, ἡ φήμη, θεὸς οὖσα, ὡς λέγεται, περιαγγέλλει τὸ δυσχερὲς ἐκεῖνο καὶ ἀπροσδόκητον σύμβαμα, πολλοῖς μὲν εἰς λύπην, ἄλλοις δὲ καὶ εἰς ἔκπληξιν, τοῖς δ´ εἰς κατάγελων, οὓς δὴ καὶ καταφρονεῖν ἔπειθε τῶν μηκέτ´ ὄντων καὶ τοῖς λειπομένοις προσεπιτίθεσθαι. Ἀκούσαντες γὰρ τὸ περὶ τὴν Εὔριπον ναυτικόν, οἷς δὴ καὶ εἰς τριάκοντα ναῦς ὁ στόλος ὀλίγου δέοντος ἐξηρτύετο, κατεθάρρουν τῶν ἐπὶ δὶς καὶ τρὶς πλείστων. Καὶ δὴ ἐξ αὐτῆς γε ναυστολησάμενοι κατὰ τοῦ βασιλείου στόλου ἐξώρμων, ναυλοχοῦντος περί που τὴν Δημητριάδα, ὡς αὐτίκα φανέντες αἱρήσοντες. Καὶ ἅμ´ ὁρμήσαντες ἔφθασαν, τῇ παραυτίκα τόλμῃ καὶ μόνῃ ἀραρότως ἐλπίζοντες καταπλῆξαι τοῖς πρὸ τοῦ κατεπτηχότας σφάλμασιν· ἐφῆπται δ´ ἄρα καὶ τούτοις παρὰ μικρὸν οὐ μικρὸς κίνδυνος. Τοῦτ´ ἀγγελθὲν τῷ δεσπότῃ, διάγοντι κατὰ τὴν Δριμίανιν, ἢ καὶ μᾶλλον, τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν, καὶ ἀλύοντι, τοσούτου συμβάντος πράγματος, ἀνέζεσέ τε τὰς τῆς ψυχῆς ὁρμὰς καὶ ὑπερεπάθησε δείσας περὶ τῷ στόλῳ, εἰ τοσούτου γεγονότος μὴ ἐμπλησθῇ τὸ μοιρίδιον, ἀλλὰ καὶ πέρα τῶν γεγονότων προέλθοι. Καὶ δὴ ἐξ αὐτῆς δυοῖν ἡμερῶν διάστημα ὅλης καὶ μόνης μιᾶς ποιεῖται νυκτὸς καί, τὰ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ συναθροίσας ἐγκαταλείμματα, παραλαβὼν σὺν αὑτῷ, τῇ Δημητριάδι ἐφίσταται καὶ τὸν στόλον ἐν χρῷ κινδύνου καταλαμβάνει· ἤδη γὰρ καὶ αἱ τῶν ἐχθρῶν νῆες ἐμφανεῖς ἦσαν προσβαλοῦσαι τὸ τηνικάδε.

Τα πλοία λοιπόν παρατάχθηκαν, και εκείνα τού εχθρού χτυπούσαν ταυτόχρονα, ενώ εκείνα των Ρωμαίων επιτίθεντο σε δεκάδες. Εκείνα τής πρώτης δεκάδας δέχτηκαν το πρώτο χτύπημα και όρμησε το πρώτο τής δεκάδας, πάνω στο οποίο βρισκόταν ο πρωτοστράτορας Φιλανθρωπηνός και υψωνόταν ως συνήθως το αυτοκρατορικό λάβαρο. Και όταν συγκρούστηκαν, άρχισαν βίαιη μάχη. Αλλά δεν ήταν δυνατό ένα μόνο πλοίο να αντέξει την επίθεση πολλών. Έτσι επικράτησαν, επιτιθέμενοι στους μαχητές, σφάζοντας όσους άντεχαν, χτυπώντας αυτούς που αντιστέκονταν. Πολλοί σκοτώθηκαν τότε, πολλοί επίσης έπεσαν στο νερό και χάθηκαν, ενώ άλλοι, αν και τραυματίστηκαν, αντιστάθηκαν μέχρι τέλους. Όσο για τον πρωτοστράτορα, τού έριξαν πολλά βέλη και επειδή δεν μπορούσαν αυτά να τον χτυπήσουν, ακόμη κι όταν είχε πέσει, αφού ήταν καλυμμένος με πανοπλία, έβαλαν τα μαχαίρια τους μέσα στην πανοπλία του και τον χτύπησαν. Αυτό το θέαμα προκάλεσε στα άλλα πλοία ανυπέρβλητο τρόμο, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που απειλούσε τα ίδια.

Ὡς γοῦν κατὰ στίχας ἔστησαν κἀκεῖναι μὲν ἅμα προσέβαλλον, αἱ δὲ τῶν Ῥωμαίων στιχηδὸν κατὰ δεκάδας ἐπῄεσαν, αἱ μὲν τῆς πρώτης δεκάδος τὴν πρώτην ἐδέχοντο μάχην, καὶ τῆς δεκάδος ἡ πρώτη προώρμα, ὅπου καὶ ὁ Φιλανθρωπηνὸς πρωτοστράτωρ ἦν καὶ τὸ βασιλικὸν ἀνεγήγερτο σκῆπτρον, ὡς σύνηθες, καὶ δὴ συμπεσοῦσαι μάχην ἤγειραν κρατεράν. Ἀλλ´ οὐκ ἦν μίαν, ἐπεισφρησάντων πολλῶν, ἐνεγκεῖν· ὅθεν καὶ περιῆσαν, ἐπιθέμενοι μαχομένοις, σφάττοντες ἀντεχομένους, καταβάλλοντες ἀνθισταμένους. Τότε πολλοὶ μὲν καὶ μαχαίρας ἔργον ἐγένοντο, πολλοὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ὑδάτων ὀλισθαίνοντες ἐναπέθνῃσκον, ἄλλοι δ´ αὖ τραυματίαι γεγονότες ἐς τέλος ἀντεῖχον. Τὸν δέ γε πρωτοστράτορα καὶ πολλαῖς ἔβαλλον ταῖς ἀκίσι καί, ἐπεὶ καθικέσθαι οὐκ ἦν ὡπλισμένου πεσόντος, τὰς μαχαίρας ἐμβάλλοντες τῶν ὅπλων ἐντός, ᾐκίζοντο. Τοῦτο ταῖς λοιπαῖς ναυσί, δίχα καὶ τοῦ κατ´ αὐτὰς κινδύνου, εἰς δειλίαν ἀνήκεστον περιίστατο.

Ο δεσπότης, φτάνοντας στην ακτή, άπλωσε τα χέρια του και ικέτευε πολύ φωνάζοντας και παρακαλώντας. Ότι ήταν ο δεσπότης αυτοπροσώπως, μπορούσε να βοηθήσει και είχε έρθει η ώρα να σβήσουν την ήττα, με μόνη προϋπόθεση ότι θα πρόσεχαν. Άπλωνε τα χέρια του από έξω προς τούς επιβαίνοντες και έκανε σημάδια ενθάρρυνσης, λέγοντας ότι από εκεί θα τούς στείλει βοήθεια. Έδειξαν εξαιρετικό θάρρος και σφάζονταν σαν αγριογούρουνα. Όμως, καθώς ο κίνδυνος που τούς απειλούσε βρισκόταν στην κόψη τού ξυραφιού, αποφάσισε να καταφύγει σε άλλο τρόπο παράκλησης και να κάνει ένθερμη ικεσία με την πιο ταπεινή του ενδυμασία. Επειδή, δεδομένης τής σκληρής αντίστασης και από τις δύο πλευρές, πολλοί ήσαν εκείνοι που υπέκυπταν και στη θάλασσα κυλούσε αίμα.

Ὁ δέ γε δεσπότης, τοῖς αἰγιαλοῖς ἐφιστάμενος, ὤρεγε χεῖρας καὶ κατηντιβόλει τὰ μέγιστα, φωνῶν τε καὶ ποτνιώμενος, καὶ ὡς αὐτὸς ὁ δεσπότης εἴη καὶ προσεπιβοηθεῖν ἔχοι καὶ ὡς ὁ καιρὸς ἀνακληθῆναι σφίσι τὸ σφάλμα, εἰ μόνον προσέχοιεν. Ὤρεγέ τε χεῖρας ἔξωθεν τοῖς ἐντὸς καὶ προθυμίας παρεῖχε σύμβολα, ὡς ἐντεῦθεν πέμψων βοήθειαν. Οἱ δὲ καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς ἠνδρίζοντο καὶ δίκην ἀγρίων συῶν κατεσφάττοντο. Ὁ δὲ ταῖς παρατυχούσαις ἁλιάσιν ἀκμῆτα λαὸν προσέπεμπε καὶ προσεβοήθει καὶ φωναῖς καὶ σχήμασι πρὸς ἄμυναν παρεκάλει, ἐφ´ ᾧ μὴ σφαλείη καὶ τὰ ἐκεῖ. Ὡς δ´ ἐπὶ ξυροῦ ἐκείνοις ὁ κίνδυνος ἵστατο, ἄλλως ἔγνω παρακαλεῖν καὶ θερμῶς ἱκετεύειν αὐτῷ δὴ τῷ ταπεινῷ σχήματι· ἐκ γὰρ τῆς δεινῆς ἑκατέρωθεν ἀντιστάσεως πολλοὶ τῶν πιπτόντων ἦσαν, καὶ θάλασσα ῥέεν αἵματι.»

Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 9, 2-5 (CSHB, Βόννη, I, 111-14):

Ο Ιωάννης ο νόθος, όντας ακάθεκτος στην ορμή και άστατος στη σωφροσύνη, δεν ησύχαζε αρκούμενος στα δικά του και στο αξίωμα τού σεβαστοκράτορα που είχε πάρει πρόσφατα από τον αυτοκράτορα. Αλλά συχνά παρασπονδώντας λεηλατούσε τη γη των Ρωμαίων. Εξοργίστηκε λοιπόν πολύ ο αυτοκράτορας και έστειλε εναντίον του τον δικό του αδελφό, τον δεσπότη Ιωάννη, προστάζοντας να τον ακολουθήσουν πολλές δυνάμεις των Ρωμαίων, συγκεντρωμένες από πολλά μέρη. Εκείνος, αφού συγκέντρωσε όση δύναμη τύχαινε να βρίσκεται εκεί, αποτελούμενη από Παφλαγόνες ιππείς και Βιθυνούς, πήρε μαζί του και τις μονάδες των Κουμάνων και των Τουρκόπουλων και αναχώρησε, στρατολογώντας ο ίδιος τις δυνάμεις πεζικού από τη Θράκη και τη Μακεδονία. Ο σεβαστοκράτορας λοιπόν, ακούγοντας για την έφοδο των Ρωμαϊκών δυνάμεων, ταλαιπωρούνταν από σκέψεις, βλέποντας τα δικά του χωρίς καμία διέξοδο και όχι αξιόμαχα σε σχέση με την τόση προετοιμασία των αντιπάλων δυνάμεων. Επομένως επειδή στη θέση στην οποία είχε περιέλθει το να ζητήσει συγνώμη για τα λάθη δεν το έβλεπε ούτε εύκολο αλλά ούτε αποτελεσματικό, επειδή πολλές φορές είχε συνάψει συνθήκες, αλλά δεν είχε παραμείνει πολύ καιρό σε εκείνα που είχαν συμφωνηθεί με τις συνθήκες, αποφάσισε να ακολουθήσει άλλον δρόμο. Γιατί αφού οχυρώσε, κατά το δυνατόν, και ασφάλισε τα δικά του φρούρια, περιφερόταν μαζί με τα δικά του στρατεύματα, παρακολουθώντας από μακριά εκείνα που έκαναν οι εχθροί, ελπίζοντας ίσως ότι με κάποιες ενέδρες και ξαφνικέςς επιδρομές θα οδηγούσε σε αναταραχή και θα ακρωτηρίαζε τον στρατό των Ρωμαίων. Βλέποντάς τους όμως να είναι πολύ καλά προφυλαγμένοι και να κάνουν τις επιδρομές με τη συνήθη εμπειρία, εγκατέλειψε την ιδέα και περιφερόμενος πάνω και κάτω, φοβόταν για όλα. Τέτοιες ανησυχίες και φόβους είχε λοιπόν ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης. Τότε θα τερματιζόταν γρήγορα η δική του ζωή και η κάτω από αυτόν επαρχία θα υποτασσόταν τότε στον αυτοκράτορα, αν κάποια μεγάλη αταξία και απροσεξία των ξένων που πολεμούσαν μαζί με τούς δικούς μας δεν έσφαλλε ανέλπιστα και δεν ανέτρεπε πολύ ντροπιαστικά τις υποθέσεις των Ρωμαίων. Γιατί όταν εισέβαλαν οι Ρωμαίοι στη δική του χώρα και καθώς δεν αντιστεκόταν κανείς, εύκολα τα υπέτασσαν όλα, τίποτε σωστό δεν έκαναν οι Κουμάνοι που συμμετείχαν στο στράτευμα. αλλά όλες τις εκκλησίες και όλα τα μοναστήρια τα λεηλατούσαν και τα πυρπολούσαν άφοβα, και υποδούλωναν σεμνές παρθένους και χρησιμοποιούσαν τα ιερά σαν ανίερα, μεταξύ των άλλων και τις ιερές εικόνες αντί για τραπέζια. Γιατί χρειάζετε να λέμε πολλά; Τα έκαναν όλα άφοβα, όσα αντιστοιχούν σε ασεβείς άνδρες. … Γιατί όταν ερχόταν οδηγώντας τη στρατιά ο δεσπότης Ιωάννης, άλλα φρούρια υπέκυπταν αμέσως, ενώ άλλα, παίρνοντας θάρρος από την οχυρότητα των τόπων, αντιστέκονταν για κάποιο διάστημα. Έπειτα υπέκυπταν και αυτά, μη μπορώντας να αντέξουν μέχρι το τέλος τις βίαιες επιθέσεις των πολεμικών μηχανημάτων. Και ο σεβαστοκράτορας, σε πλήρη απόγνωση, καταφεύγει σε πολύ οχυρωμένο φρούριο, το ονομαζόμενο των Νέων Πατρών. Εκεί τον κύκλωσαν οι εχθροί και τον πολιορκούσαν για αρκετό καιρό έχοντας εγκατασταθεί γύρω. Εκείνο λοιπόν το φρούριο των Νέων Πατρών, κατασκευασμένο πάνω σε ψηλό βουνό, περιφρονούσε με ευκολία τα πολεμικά μηχανήματα. Όμως ο πολυάνθρωπος όχλος που είχε αποκλειστεί μέσα φοβόταν την έλλειψη των αναγκαίων. Γι’ αυτό ο σεβαστοκράτορας βρισκόταν σε πλήρη αμηχανία και έστρεφε τις σκέψεις του πάνω και κάτω, αναζητώντας λύση για τα δεινά που τον τριγύριζαν. Κάποτε, ύστερα από πολλές σκέψεις, κατέληξε σε απόφαση παράξενη και διαβολική, την οποία, σαν ιερή και απόρρητη, κράτησε για τον εαυτό του, χωρίς να την ανακοινώσει σε κανέναν, εκτός από τον φρούραρχο τής πόλης. Γιατί το μυστικό που σκορπίζεται σε περισσότερα από ένα αυτιά μοιάζει με γόνιμο χωράφι και στο όνομα δεν είναι πια μυστικό αλλά διαπεραστική φήμη, που περνά από όλα τα στρατόπεδα, δικά μας και εχθρικά. Επομένως, όντας και ο ίδιος συνετός και όχι αδαής για αυτά, κράτησε με σωφροσύνη για τον εαυτό του τη σοφή απόφαση. Η οποία ήταν η εξής. Περίμενε να νυχτώσει και όταν το βαθύ σκοτάδι τής σελήνης συνόδευε τον ηλιο και απλωνόταν στη γη, κατέβηκε με σχοινί από το τείχος. Κι έπειτα, καθώς δεν υπήρχε γι’ αυτόν άλλος δρόμος, κατέβηκε κρυφά στο στρατόπεδο των Ρωμαίων με σχισμένα ρούχα. Για να διαφύγει, φώναζε με δυνατή φωνή και με κάπως βαρβαρίζουσα διάλεκτο, ότι αναζητούσε το άλογό του που δήθεν είχε χαθεί, περνώντας έτσι μέσα από ολόκληρο το στρατόπεδο. Οι περισσότεροι τού στρατοῦ τον κορόιδευαν ακούγοντάς τον και τού σφύριζαν και τον χλέυαζαν με χαρούμενες ειρωνείες. Εκείνος όμως, αφού πέρασε με τέτοια παραπλάνηση μέσα από το στρατόπεδο των Ρωμαίων και απομακρύνθηκε πολύ, έφτασε σε μικρό μοναστήρι πέρα από τα σύνορα, και αφού αποκάλυψε ποιος ήταν μόνο στον ηγούμενο τής μονής, πήρε από αυτόν πέντε υποζύγια και άλλους τόσους υπηρέτες. Πέρασε το πρωί το βουνό των Θερμοπυλών και έφτασε τη δεύτερη μέρα στη Βοιωτία. Την τρίτη μέρα πάλι από εκεί έφτασε στην Αττική. Εδώ λοιπόν συνάντησε τον δούκα των Αθηνών. Τού υποσχέθηκε χρήματα και γαμήλιες συγγένειες, που θα έφερναν στα παιδιά του μεγάλο πλούτο. Με αυτές τις υποσχέσεις, ζήτησε και πήρε στράτευμα από πεντακοσίους Αθηναίους, επίλεκτους όλους, συμφωνώντας για μεγάλους μισθούς.

«Ὁ δὲ νόθος Ἰωάννης, ἀκάθεκτος ὢν τὴν ὁρμὴν καὶ ποικίλος τὴν σύνεσιν, οὐκ ἠρέμει τοῖς οἰκείοις ἀρκούμενος, καὶ ταῦτα τὸ σεβαστοκράτορος ἀξίωμα παρὰ τοῦ βασιλέως πρότριτα εἰληφώς· ἀλλὰ συχνὰ παρασπονδῶν τὴν Ῥωμαίων ἐδῄου γῆν· ὡς ἀγανακτήσαντα ἤδη τὸν βασιλέα πέμψαι τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφὸν Ἰωάννην τὸν δεσπότην κατ’ ἐκείνου, πολλὰς πολλαχόθεν ἀθροιζομένας τὰς Ῥωμαίων δυνάμεις ἕπεσθαι τούτῳ κελεύσαντα. ὃς καὶ συναγαγὼν, ὅση δὴ παροῦσα ἐτύγχανε δύναμις, ἔκ τε Παφλαγόνων ἱππέων ἠθροισμένη καὶ Βιθυνῶν, συγκαταλέξας δὲ καὶ τὰ Κομάνων καὶ Τουρκοπούλων τάγματα, ἀπῄει τὰς πεζικὰς αὐτὸς στρατολογῶν δυνάμεις ἔκ τε Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας. ὁ μέντοι σεβαστοκράτωρ ἀκούων τὴν τῶν Ῥωμαϊκῶν δυνάμεων ἔφοδον βέλεσι λογισμῶν ἐδαπάνα τὴν ψυχὴν, ἄπορα πανταχόθεν ὁρῶν τὰ ἑαυτοῦ καὶ οὐκ ἀξιόμαχα πρὸς τοσαύτην παρασκευὴν ἀντιπάλων δυνάμεων. ὅθεν ἐπεὶ τό γε ὑποπεπτωκότι χρήσασθαι σχήματι καὶ συγγνώμην τῶν ἡμαρτημένων ζητεῖν οὔτ’ εὔοδον ἑώρα οὔτε μὴν ἀνύσιμον διὰ τὸ πολλάκις σπείσασθαι μὲν, οὐκ ἐμμεῖναι δ’ ἐπὶ μακρὸν ταῖς ὁμολογίαις τῶν σπονδῶν, ὁ δὲ ἄλλην ἐβάδισε γνώμην. ὀχυρώσας γὰρ καθ’ ὅσον ἐξῆν καὶ ἀσφαλισάμενος τὰ ἑαυτοῦ φρούρια περιῄει σύν γε τοῖς ἑαυτοῦ στρατεύμασι πόῤῥωθεν περισκοπῶν τὰ ὑπὸ τῶν πολεμίων γινόμενα, ἴσως ἐλπίζων λόχοις τισὶ καὶ αἰφνιδίοις ἐπιδρομαῖς ταράττειν καὶ ἀκρωτηριάζειν τὸ Ῥωμαίων στρατόπεδον. ἀλλ’ ἄριστα τούτους ὁρῶν πεφραγμένους καὶ οὐκ ἔξω τῆς νομιζομένης ἐμπειρίας τὰς ἐκδρομὰς ποιουμένους προαπεγνώκει τὴν πεῖραν καὶ διϊὼν ἄνω καὶ κάτω ἐδεδίει περὶ τῶν ὅλων. Ὁ μὲν οὖν σεβαστοκράτωρ Ἰωάννης ἐν τοσούτοις ὑπῆρχε θορύβοις καὶ φόβοις. τάχα δ’ ἂν καὶ πέρας ἐλάμβανεν αὐτῷ τὸ ζῇν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, καὶ ἡ ὑπ’ αὐτὸν ἐπαρχία τότ’ ἂν ὑπὸ βασιλεῖ ἐγίγνετο, εἰ μὴ μεγάλη τις ἀταξία τε καὶ πλημμέλεια τῶν συστρατευομένων τοῖς ἡμετέροις ἀλλογενῶν ἔσφηλε παρ’ ἐλπίδα καὶ λίαν αἰσχρῶς τὰ Ῥωμαίων ἀνέτρεψε πράγματα. εἰσβαλόντων γὰρ τῶν Ῥωμαίων ἐς τὴν ἐκείνου καὶ μηδενὸς ἀνθισταμένου ῥᾳδίως ὑποποιουμένων ἅπαντα, οὐδὲν ὑγιὲς οἱ συστρατευόμενοι Κόμανοι ἔπραττον, ἀλλὰ πάντας νεὼς καὶ ἀσκητήρια πάντα ἐσύλων καὶ ἀδεῶς ἐνεπίμπρασαν καὶ σεμνὰς παρθένους ἠνδραποδίζοντο καὶ ὡς ἀνιέροις ἐχρῶντο τοῖς ἱεροῖς, τοῖς τε ἄλλοις καὶ πρός γε ἔτι ἀντὶ τραπεζῶν ταῖς ἱεραῖς εἰκόσι. καὶ τί δεῖ τὰ πολλὰ λέγειν; πάντ’ ἔδρων ἀδεῶς, ὅσα χρεὼν ἀσεβέσιν ἀνδράσι. … Ἐπεὶ γὰρ ἧκεν ἄγων τὴν στρατιὰν ὁ Δεσπότης Ἰωάννης, τὰ μὲν τῶν πολιχνίων αὐτίκα ὑπέκυπτον· τὰ δὲ ταῖς τῶν τόπων ὀχυρότησι θαῤῥοῦντα ἀνθίσταντο μέχρι τινός· ἔπειτα καὶ ταῦτα ὑπέκυπτον, ἀντέχειν εἰς τέλος ἥκιστα δυνάμενα πρὸς τὰς βιαίας τῶν πολεμικῶν μηχανημάτων ἐπιφοράς. ὅ γε μὴν Σεβαστοκράτωρ ἀπογνοὺς πανταχόθεν εἰς ὀχυρώτατον καταφεύγει φρούριον τὸ τῶν Νέων Πατρῶν ἐπικεκλημένον. ἔνθα δὴ καὶ κυκλοῦσιν αὐτὸν οἱ πολέμιοι καὶ συχνόν τινα χρόνον πολιορκοῦσι περικαθήμενοι. τὸ μέντοι φρούριον ἐκεῖνο τῶν Νέων Πατρῶν ἐφ’ ὑψηλοῦ τοῦ ὄρους ἱδρυμένον ῥᾷστα μὲν τῶν πολεμικῶν κατεφρόνει μηχανημάτων· διὰ δὲ τὸν ἔνδον ἀποκλεισθέντα πολυάνθρωπον ὄχλον ἀπορίαν ἐδεδίει τῶν ἀναγκαίων. διὸ καὶ ἀμηχανίᾳ παντοδαπῇ τὴν ψυχὴν ὁ Σεβαστοκράτωρ ἐμερίζετο καὶ ἄνω καὶ κάτω τὸν λογισμὸν περιέστρεφε, τῶν περιϊσταμένων δεινῶν λύσιν ζητῶν. ὀψὲ δὲ μετὰ πολλὰς στροφὰς λογισμῶν εἰς ἔννοιαν ἐληλύθει ξένην καὶ δαιμονίαν ὡς ἀληθῶς· ἣν ὥσπερ ἱεράν τινα καὶ ἀπόῤῥητον ἐταμίευσεν ἐν ἑαυτῷ, οὐδενὶ κοινωσάμενος τῶν ἁπάντων, πλὴν ἢ μόνῳ τῷ τοῦ ἄστεος φύλακι. τὸ γὰρ εἰς πλείους μιᾶς ἀκοῆς διασπαρὲν μυστήριον πολύχουν ἀνίσχει γεώργιον καὶ τὴν ἐπωνυμίαν οὐκ ἔτι μυστήριόν ἐστιν, ἀλλὰ διαπρύσιος φήμη, ὅλα στρατόπεδα παραμείβουσα γνήσιά τε καὶ πολέμια. ὅθεν καὶ αὐτὸς συνετὸς ὢν καὶ τῶν τοιούτων οὐκ ἀδαὴς συνετῶς τὸ σοφὸν ᾠκονόμησε βούλευμα ἑαυτοῦ. ἦν δὲ τοῦτο τοιοῦτον. Νύκτα παραφυλάξας, ἐν ᾗ τῆς σελήνης τῷ ἡλίῳ συνοδευούσης σκότος βαθὺ περιτρέχει τὴν γῆν, σχοίνῳ τοῦ τείχους καθίησιν ἔξω ἑαυτόν· κἄπειτα οὐχ ἑτέρας οὔσης αὐτῷ παρόδου, λάθρα κατῄει ἐς τὸ τῶν Ῥωμαίων στρατόπεδον ἐν διεῤῥυηκόσι τοῖς ἐνδύμασι· καὶ τοῦ λαθεῖν ἕνεκα μεγάλῃ τῇ φωνῇ καὶ βαρβαριζούσῃ μικρόν πως τῇ διαλέκτῳ, ὡς ἀπολωλεκὼς τὸν οἰκεῖον δῆθεν ἵππον ἐζήτει, διϊὼν καὶ παραμείβων οὑτωσὶ τὸ στρατόπεδον ἅπαν. οἱ δὲ πολλοὶ τοῦ στρατοῦ κατεγέλων ἀκούοντες αὐτοῦ καὶ ὑπεσύριζον καὶ ἡδυτάταις εἰρωνείαις ἐχλεύαζον. ἀλλ’ ἐκεῖνος δόλοις τοιούτοις παρελθὼν τὸ Ῥωμαίων στρατόπεδον καὶ πάνυ τοι πόῤῥω γενόμενος περί τι μονύδριον γίνεται τῶν ὑπερορίων, καὶ γνώριμον ἑαυτὸν καταστήσας μόνῳ τῷ τῆς μονῆς ἐπιστάτῃ ὑποζύγια πέντε καὶ θεραπόντων τοσούτους λαμβάνει παρ’ αὐτοῦ· καὶ ἅμα ἕω διαβὰς τὸ τῶν Θερμοπυλῶν ὄρος δευτεραῖος ἐς Βοιωτίαν ἀφίκετο· τριταῖος δ’ αὖθις ἐκεῖθεν εἰς Ἀττικήν· ἔνθα δὴ καὶ τῷ τῶν Ἀθηνῶν ἐντυγχάνει δουκί· καὶ χρήματα ὑπισχνεῖται καὶ κήδη λαμπρὰ τῶν τέκνων πολὺν ἐπαγόμενα πλοῦτον· καὶ ἐπὶ τούτοις αἰτεῖ καὶ λαμβάνει συμμαχίαν ἐπὶ συμφωνίᾳ μεγάλων μισθῶν, πεντακοσίους τοὺς πάντας κατ’ ἐκλογὴν Ἀθηναίους.»

Για τη χρονολογία 1271 βλέπε τον χρονολογικό πίνακα στις αξιόλογες σημειώσεις τού Ιησουίτη λόγιου Pierre Poussine επί τού κείμενου τού Παχυμέρη, I, 758, στο οποίο εφιστά προσοχή ο Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, σελ. 558. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, ό.π. (CSHB, Βόννη, I, 324), ο βυζαντινός στρατός και στόλος μαζί λεγόταν ότι ανέρχονταν σε 40.000 άνδρες.

[←98]

Ο Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 31 (CSHB, Βόννη, I, 328-31)] λέει ότι υπηρχαν περίπου 300 Φράγκοι ιππότες στη δύναμη που έσπασε την πολιορκία των Νεοπατρών:

«Τότε δὲ τριακοσίους καβαλλαρίους δοὺς αὐτῷ ἢ καὶ πλείους, ὡς λέγεται…»

[στο ίδιο, σελ. 328, γραμμή 14] και

«ᾬοντο γὰρ μὴ τριακοσίους ἢ καὶ τούτων διπλασίους ἢ καὶ πλείονας εἶναι…»

[στο ίδιο, σελ. 330, Ι, 1].

Ο Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 9, 6-7 (CSHB, Βόννη, I, 114-16)] προσδιορίζει τον αριθμό σε 500:

«…καὶ ἐπὶ τούτοις αἰτεῖ καὶ λαμβάνει συμμαχίαν ἐπὶ συμφωνίᾳ μεγάλων μισθῶν, πεντακοσίους τοὺς πάντας κατ’ ἐκλογὴν Ἀθηναίους.»

[στο ίδιο, σελ. 114, II, 21-22].

O Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 120-21 λέει:

«ο δούκας [ο κύριος Ιωάννης ντε λα Ρος, δούκας Αθηνών] βλέποντας, χωρίς να κοιτάει καλά αυτό το στράτευμα, είπε στα ελληνικά: ‘πολύς λαός, ολίγοι άνθρωποι’, δηλαδή μεγάλος στρατός και λίγοι άνδρες».

(Il duca [Miser Zuanne della Rocca, duca d’Attene] αveduto senza mirar ben detto essercito, disse in greco: ‘Poli laos, oligo atropi.’ cioè grande essercito e pochi vuomini)

Πρβλ. Ηρόδοτο 7.210:

Οι Μήδοι επιτέθηκαν στους Έλληνες. Πολλοί έπεφταν, άλλοι όμως επιτίθεντο με τη σειρά τους και καθιστούσαν σαφές σε όλους, ιδιαίτερα στον ίδιο τον βασιλιά, ότι ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους υπήρχαν λίγοι αληθινοί άνδρες.

«…ὡς δ᾽ ἐσέπεσον φερόμενοι ἐς τοὺς Ἕλληνας οἱ Μῆδοι, ἔπιπτον πολλοὶ, ἄλλοι δ᾽ ἐπεσήισαν, καὶ οὐκ ἀπηλαύνοντο, καίπερ μεγάλως προσπταίοντες. δῆλον δ᾽ ἐποίευν παντὶ τεῳ καὶ οὐκ ἥκιστα αὐτῷ βασιλεῖ, ὅτι πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες.»

Πρβλ. και Διογένη Λαέρτιο VI, 40:

1932

Όταν τα ποντίκια ανέβηκαν στο τραπέζι, τούς είπε: «Βλέπετε; Ακόμη και ο Διογένης τρέφει παράσιτα». Όταν ο Πλάτων τον αποκάλεσε σκυλί, «Ναι», είπε, «γιατί επιστρέφω ξανά και ξανά σε εκείνους που με πούλησαν». Καθώς έβγαινε από τα δημόσια λουτρά, κάποιος ρώτησε αν λούζονταν πολλοί άνδρες. «Όχι», είπε. Αλλά σε έναν άλλον που ρώτησε αν υπήρχε μεγάλο πλήθος λουομένων, είπε «Ναι». Ο Πλάτων όρισε τον άνθρωπο ως ζώο, δίποδο και χωρίς πούπουλα, και καταχειροκροτήθηκε. Ο Διογένης μάδησε έναν κόκκορα και το έφερε στην αίθουσα διαλέξεων λέγοντας: «Αυτός είναι ο άνθρωπος τού Πλάτωνος». Το αποτέλεσμα ήταν ότι προστέθηκε στον ορισμό «και έχει πλατιά νύχια». Σε κάποιον που ρώτησε ποια ήταν η κατάλληλη ώρα για μεσημεριανό γεύμα, είπε: «Αν είσαι πλούσιος, τότε που θέλεις. Αν είσαι φτωχός, τότε που μπορείς».

«Πρὸς τοὺς ἑρπύσαντας ἐπὶ τὴν τράπεζαν μῦς, “ἰδού,” φησὶ, “καὶ Διογένης παρασίτους τρέφει.” Πλάτωνος εἰπόντος αὐτὸν κύνα, “ναὶ,” ἔφη· “ἐγὼ γὰρ ἐπανῆλθον ἐπὶ τοὺς πεπρακότας.” ἐκ τοῦ βαλανείου ἐξιὼν τῷ μὲν πυθομένῳ εἰ πολλοὶ ἄνθρωποι λούονται, ἠρνήσατο· τῷ δ’ εἰ πολὺς ὄχλος, ὡμολόγησε. Πλάτωνος ὁρισαμένου, Ἄνθρωπός ἐστι ζῷον δίπουν ἄπτερον, καὶ εὐδοκιμοῦντος, τίλας ἀλεκτρυόνα εἰσήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὴν σχολὴν καί φησιν, “οὗτός ἐστιν ὁ Πλάτωνος ἄνθρωπος.” ὅθεν τῷ ὅρῳ προσετέθη τὸ πλατυώνυχον. πρὸς τὸν πυθόμενον ποίᾳ ὥρᾳ δεῖ ἀριστᾶν, “εἰ μὲν πλούσιος,” εἶπεν, “ὅταν θέλῃ· εἰ δὲ πένης, ὅταν ἔχῃ.”»

Mόνο o Παχυμέρης (1242-1310;) ήταν σύγχρονος των γεγονότων που περιγράφει. Ο Γρηγοράς (1291;-1360) δείχνει ότι έχει διαβάσει προσεκτικά τον Παχυμέρη, αλλά εισάγει αδικαιολόγητες αλλαγές στην αφήγηση. Ο Sanudo (1270-1337) παρέχει την ιστορική παράδοση, όπως διασωζόταν αυτή στο Νεγκροπόντε και στο Αρχιπέλαγος.

[←99]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 121-22.

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 31-32 (CSHB, Βόννη, I, 331-35):

Ήδη λοιπόν και η ναυαρχίδα ήταν καταδικασμένη, οδηγούνταν μακριά από τον εχθρό, ενώ πάνω της βρισκόταν ο αρχηγός τού στόλου, καθώς και τα αυτοκρατορικά λάβαρα και οι επίλεκτοι από τούς μάχιμους άνδρες. Τότε, για να αυξήσει το θάρρος τους, ο δεσπότης πέταξε κάτω το κάλυμμα που είχε στο κεφάλι του, πασπαλίστηκε με σκόνη και παρακαλούσε με δάκρυα σε άθλιο τόνο να μην εγκαταλείψουν τα εμβλήματα που αφαιρούνταν. Κάνοντας έτσι ένθερμες ικεσίες, με φωνές και χειρονομίες, με στάση ταπεινότητας και, επιπλέον, ρίχνοντας στη μάχη τούς πολυάριθμους στρατιώτες που δεν βρίσκονταν στη θάλασσα, για να αναπληρώσουν τούς αγνοούμενους, ενθουσίαζε τούς μαχητές και τούς παρηγορούσε. Παρέμεναν απαθείς καθώς έπεφταν, κάποιοι έδειχναν εξαιρετικό θάρρος, και τελικά επικράτησαν των εχθρών με πολύ κόπο και ταλαιπωρία. Και μάλιστα, εκτός από δύο-τρία πλοία που διέφυγαν, τα υπόλοιπα κατακτήθηκαν εντελώς. Σφαγμένοι και ριγμένοι στη θάλασσα, μερικοί έγιναν πιο αγαπητοί στα ψάρια απ’ ό,τι στις γυναίκες και στα παιδιά τους. Οι άλλοι, κλεισμένοι στα αμπάρια τού πλοίου καθένας μόνος του, οδηγήθηκαν στην Πόλη άθλιοι, προσφέροντας με την πρόσφατη ατυχία τους πολύ μικρή παρηγοριά σε εκείνους που είχαν ηττηθεί.

Ἤδη δὲ καὶ ἡ πρωτοτακτοῦσα κατεδικάζετο ναῦς καὶ ἤδη τοῖς ἐχθροῖς ἀπήγετο, ἐν ᾗ καὶ ὁ τῶν νηῶν ἔξαρχος ἦν καὶ αἱ βασιλικαὶ σημαῖαι καὶ οἱ τῶν μαχίμων ἀνδρῶν πρόκριτοι. Καὶ τότε, τὰς προθυμίας ἐκείνων ἐπαύξων, ῥιπτεῖ κατὰ γῆς τὴν καλύπτραν τῆς κεφαλῆς καὶ κόνιν πάττεται καὶ δάκρυσιν ἱκετεύει λίαν ἐλεεινῶς μὴ καταπροέσθαι τῶν συμβόλων ἀπαγομένων. Οὕτω τὰ πολλὰ καταλιτανεύων καὶ λόγοις καὶ σχήμασι καὶ τῷ τοῦ τρόπου ταπεινῷ, πολλούς τε ὄντας προσεπιβάλλων τοὺς ἔξωθεν, ὡς ἀναπληροῦσθαι τοὺς λείποντας, ἀνήγειρέ τε τοὺς μαχομένους καὶ παρεθάρρυνε· καὶ ἀνῃσθήτουν πίπτοντες, καρτερικοί τινες καὶ παρὰ τὸ δέον φαινόμενοι, καὶ τέλος περιγίνονται τῶν ἐχθρῶν σὺν πόνῳ πολλῷ καὶ μόχθῳ· καὶ δή, δυοῖν ἢ καὶ τριῶν ἀποδρασασῶν, αἱ λοιπαὶ κατὰ κράτος ἁλίσκονται. Καὶ οἱ μέν, σφαγέντες, πεσόντες εἰς θάλασσαν, ἰχθύσι μᾶλλον ἢ ἀλόχοις καὶ τέκνοις ἦσαν φίλτατοι· οἱ δ´ ἄλλοι, συγκλεισθέντες γαστέρι νηὸς ἰδίας ἕκαστοι, πρὸς τὴν πόλιν ἀνήγοντο δείλαιοι, μικρὰν ὅσην παραμυθίαν ἐπὶ τοῖς προλαβοῦσι δεινοῖς τοῖς σφαλεῖσι θέμενοι.

Ο δεσπότης και οι δικοί του παραδόθηκαν, απογυμνωμένοι από όλα, στον Κεραμέα τής Αχρίδας, αληθινά άθλιο θέαμα και άξιο δακρύων. Αυτός τούς έντυσε φυσικά με ό,τι βρέθηκε και τούς φρόντισε όσο το δυνατόν καλύτερα. Τότε ο δεσπότης, από τον πόνο και τη θλίψη που τού προκάλεσε η καταστροφή, αποκήρυξε όλα τα διακριτικά που χαρακτηρίζουν τον δεσπότη, αυτός που παραλίγο να βρεθεί σε κίνδυνο υποδούλωσης, στον οποίο βρέθηκε μέρος των άλλων αρχόντων και όλου τού στρατού. Κατέθεσε αυτά τα περίφημα διακριτικά τού αξιώματος τού δεσπότη, που είναι κάλυμμα κεφαλής, υποδήματα, σέλες και χαλινάρια αλόγων και υπογραφή με μωβ μελάνι, κρίνοντας καλό να εμφανιστεί έτσι στον αυτοκράτορα. Δεν ξέρω αν το έκανε για να δείξει τον δικό του πόνο ή για να ηρεμήσει τον αυτοκράτορα. Αφού φόρεσε άλλα συνηθισμένα ρούχα και μάλλινο σκουφάκι για κάλυμμα κεφαλής, με αυτόν τον τρόπο προχώρησε να εμφανιστεί στον αυτοκράτορα. Κι όταν εμφανίστηκε, κατέπαυσε μεγάλο μέρος τού θυμού με την απογύμνωση από τα σύμβολά του, δείχνοντας άξιος οίκτου από την εμφάνισή του και μόνο, σε κάποιον που προηγουμένως ήταν πάρα πολύ οργισμένος.

Ὁ δὲ δεσπότης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, γυμνοὶ τῶν ἁπάντων ὄντες, παραβαλόντες τῷ Ἀχριδῶν Κεραμέᾳ, θέα ὄντως ἐλεεινὴ καὶ δακρύων ἀξία, περιστέλλονταί τε ὡς εἰκὸς παρ´ ἐκείνου τοῖς εὑρεθεῖσι καὶ ὡς οἷόν τε θεραπεύονται. Τότε δ´ ὑπερπαθήσας καὶ ὁ δεσπότης καὶ περιαλγήσας τῇ συμφορᾷ, δεσπόσυνον τρόπον φεύγων ὅσον ἐκ τῶν συμβόλων, ὁ δουλείας ἐντὸς παρὰ μικρὸν κινδυνεύσας ἐλθεῖν ἢ καὶ ἐλθὼν τό γε μέρος τῶν ἄλλων καὶ τῆς συνόλης δυνάμεως, σύμβολά τε τῆς δεσποτείας ἐκεῖνα, ὅσα ἐν καλύπτρᾳ καὶ ὑποδήμασι καί γε ἐφεστρίσιν ἵππων καὶ χαλινοῖς καὶ τῇ ἐκ πορφύρας ὑπογραφῇ, ἀποτίθεται, οὕτω δικαιώσας ὀφθῆναι τῷ βασιλεῖ, οὐκ οἶδα κατὰ λύπην σφετέραν ἢ καὶ τὴν ἐκείνου ἐκμείλιξιν. Ἄλλοις δὲ κοινοῖς καὶ καλύπτρᾳ ἐξ ἐρίων καταίτυγι στολισθείς, οὕτως ἤιεν εἰς τὸ πρόσω τῷ βασιλεῖ ἐμφανισθησόμενος. Καί γ´ ἐμφανισθεὶς τὸ πολὺ τῆς ὀργῆς καταπαύει τῇ τῶν συμβόλων μεταμφιάσει, κἀκ μόνης τῆς θέας δόξας ἐλεεινὸς τῷ πρὸ τοῦ ὠργισμένῳ τὰ μέγιστα.»

Ο Παχυμέρης λοιπόν λέει ότι οι Λατίνοι είχαν περίπου τριάντα πλοία.

Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 10, 1-4 (CSHB, Βόννη, I, 117-20):

Υπάρχει ένας κόλπος που ονομάζεται Πελασγικός ή κάπως έτσι [Παγασητικός], που αναπτύσσεται κατά μήκος μεγάλου μέρους τής στεριάς και αφήνει προς βορρά την Όσσα και το Πήλιο. Αυτά είναι βουνά που υψώνουν τις κορυφές τους σε μεγάλο ύψος. Τον μυχό αυτού τού Κόλπου αγγίζει και η προαναφερθείσα πόλη τού Δημητρίου [Δημητριάς]. Ο αυτοκρατορικός στόλος πλέοντας κοντά και γύρω από τα νησιά που κατείχαν οι Λατίνοι, τα ταλαιπωρούσε. Αυτό ήταν αφόρητο κακό για τούς Λατίνους. Κυρίως μάλιστα για εκείνους που κατοικούσαν στην Κρήτη καθώς και για εκείνους που κατοικούσαν στην Εύβοια. Οι οποίοι συνενώθηκαν και εξόπλισαν στόλο, όχι για να ξεκινήσουν φανερό πόλεμο εναντίον τού αυτοκρατορικού στόλου (γιατί αυτό θα έμοιαζε σε εκείνους, σαν να επιχειρούσαν να τοξεύσουν στον ουρανό), όταν ερχόταν η ναυτική δύναμη τού αυτοκράτορα, αλλά για να προφυλάσσουν τα δικά τους σύνορα και να αντέχουν πολεμώντας από στεριά μαζί και θάλασσα. Συνέβη λοιπόν τότε να μπουν σε αυτόν τον κόλπο και οι αυτοκρατορικές γαλέρες, που ήσαν περισσότερες από πενήντα, προκειμένου να αγκυροβολήσουν με ασφάλεια. Οι Κρήτες και οι Ευβοείς που καιροφυλακτούσαν από καιρό και τις περίμεναν ελλιμενισμένοι, θεώρησαν ότι δεν θα εύρισκαν καλύτερη ευκαιρία από αυτήν, για να τούς επιτεθούν. Αφού λοιπόν ετοίμασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα με τρεις και τέσσερις σειρές κουπιών πλοία τους, που ήσαν λίγο περισσότερα από τριάντα, και έστησαν ξύλινους πύργους στις πλώρες των περισσότερων, έπλευσαν γρήγορα. Στόχος τους ήταν, πριν καταλάβουν οι αυτοκρατορικοί την έφοδό τους, να προλάβουν αυτοί να τραβήξουν τα πλοία άδεια από πληρώματα έξω από τον ναύσταθμο, ενώ τα πληρώματα βρίσκονταν αμέριμνα στη στεριά. Το οποίο μάλιστα, αν ο Κύριος δεν πρόσφερε απροσδόκητο χέρι βοήθειας στους Ρωμαίους, θα συνέβαινε σύμφωνα με την επιθυμία των εχθρών. Γιατί οι Ρωμαίοι κατάλαβαν την έφοδο των Κρητών και των Ευβοέων. Αλλά επειδή ο χρόνος ήταν λίγος, δεν προλάβαιναν να εξοπλιστούν, όπως έπρεπε. Σήκωσαν όμως άγκυρες και απομακρύνθηκαν από τη στεριά, όπως ήσαν. Υπήρχε μεγάλος ζήλος και από τις δύο πλευρές, που απείχαν από τη στεριά όχι λιγότερο από δεκαπέντε στάδια [τρία χιλιόμετρα]. Τα μεν εχθρικά πλοία είχαν μεγαλύτερο όγκο και βάρος και πιο σύγχρονο εξοπλισμό, αλλά κινούνταν σαν πόλεις πάνω στη θάλασσα και παρατάσσονταν πιο αργά. Τα ρωμαϊκά πλοία τόσο υστερούσαν σε μέγεθος από τα εχθρικά, όσο υπερείχαν απέναντί τους σε αριθμό. Ήσαν άλλωστε ευκίνητα και γρήγορα στην περικύκλωση, αλλά δεν είχαν ισοδύναμο εξοπλισμό. Όμως αντιπαρατάσσονταν και αυτά, όχι τόσο για ναυμαχία, όσο, τρόπος τού λέγειν, για τειχομαχία. Γιατί με τείχη έμοιαζαν οι πλώρες των εχθρών, ορμητικά στεφανωμένες με πολύ δυνατούς οπλίτες. O ναυαρχος λοιπόν τού στόλου των Ρωμαίων, ο Φιλανθρωπηνός, ευρισκόμενος πάνω στη ναυαρχίδα, τριγυρνούσε ενθαρρύνοντας τούς στρατιώτες για μάχη, πότε πηγαίνοντας στη δεξιά πλευρά, πότε στην αριστερή. Όμως τα ρωμαϊκά πλοία δεν μπορούσαν να επιτεθούν στις πλώρες τού εχθρού, γιατί ο εχθρός, σαν να βρισκόταν σε σταθερό έδαφος, εκσφενδόνιζε πάνω τους από ψηλά συνεχώς μεγάλες πέτρες και όσα άλλα πράγματα είναι κατάλληλα για να ρίχνονται από πάνω, που τα δέχονταν με τον χειρότερο τρόπο. Έτσι, πηγαίνοντας στο πλάι, έκαναν από εκεί τούς εμβολισμούς, όσο μπορούσαν να τούς κάνουν. Η αριστερή πτέρυγα τού εχθρού ταλαιπωρούνταν δεχόμενη την επίθεση, γιατί ο πρωινός ήλιος τούς τύφλωνε τα μάτια. Η δεξιά όμως πιέζε πιο βίαια τα ρωμαϊκά πλοία, νικούσε καθαρά και τραυμάτιζε βαριά τούς στρατιώτες και τούς κωπηλάτες των Ρωμαίων. Έτσι, απελπισμένοι αυτοί, έπεφταν από τα πλοία και τρέπονταν σε φυγή στη στεριά, αφήνοντας τα πλοία άδεια πάνω στην άμμο. Και αν ο Θεός, που δίνει αφθονία πόρων στους απόρους και ελπίδα στους απελπισμένους, δεν χάριζε τότε απροσδόκητο χέρι βοήθειας στους Ρωμαίους, θυα οδηγούνταν, τρόπος τού λέγειν, στον Άδη οι υποθέσεις των Ρωμαίων, που είχαν πέσει ταυτόχρονα σε δύο μεγάλα σφάλματα. Αλλά δικαίως μπορεί κανείς να θαυμάσει την ανεξιχνίαστη πρόνοια τού Θεού, με την οποία το αποτέλεσμα ήταν ότι οι απροσδόκητες καταστροφές στη στεριά έφεραν πιο απροσδόκητη σωτηρία στη θάλασσα. Γιατί ο δεσπότης Ιωάννης, ο αδελφός τού αυτοκράτορα, μαζί με εκείνους που είχαν διασωθεί από αυτόν τον χερσαίο πόλεμο, ευρισκόμενος κάπου κοντά, παρατήρησε ότι γινόταν ναυμαχία, η φήμη τής οποίας είχε ήδη εξαπλωθεί στην ενδοχώρα. Και έτσι προχωρώντας στην ακτή εκείνου τού Κόλπου είδε ελεεινό θέαμα, να κινδυνεύει πια και η ναυτική δύναμη των Ρωμαίων. Και αφού πήδηξε αμέσως από το άλογο με πολλά δάκρυα, πέταξε τα σύμβολα τού αξιώματος τού δεσπότη, λέγοντας: «Γυμνός βγήκα από την κοιλιά τής μητέρας μου, γυμνός θα φύγω και σήμερα». Έπειτα ράντισε το κεφάλι του με σκόνη και αναστενάζοντας βαθιά, φώναξε στον Κύριο, παρακαλώντας τον να τον βοηθήσει αμέσως, για να μη χανόταν εντελώς και ανατρεπόταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αν οι Ρωμαίοι υφίσταντο και δεύτερη ήττα μετά την προηγούμενη. Έπειτα, έχοντας εμπιστοσύνη ότι ο Θεός θα ήταν σύμμαχος, ανέλαβε το έργο. Ανέβασε με κάθε ταχύτητα στα πλοία τούς πιο δοκιμασμένους στρατιώτες, επιλεγμένους από τις δυνάμεις των πεζών. Έστειλε επίσης πολλούς τοξότες, σφενδονιστές και λογχοφόρους. Και ανεβάζοντας πάνω τούς τραυματίες, τούς έβαζε εναλλάξ με άλλους, νεαρούς και θαλερούς, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων χρησιμοποιούσε μεγάλες πέτρες εναντίον τού εχθρού. Κάνοντας αυτό μέχρι το βράδυ, κέρδισε τη νίκη επί των εχθρών του, όλα τα πλοία των οποίων καταλήφθηκαν από τούς Ρωμαίους, εκτός από δύο, τα οποία διέφυγαν. Κατά συνέπεια ολόκληρος ο στρατός υμνούσε και ευχαριστούσε τον Θεό, που τούς είχε χαρίσει ανέλπιστα τόσο τη σωτηρία όσο και τη νίκη. Και ο αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννης, αφήνοντας εκεί όλα τα σύμβολα τού αξιώματος τού δεσπότη, όπως είπαμε, έτσι επέστρεψε στο Βυζάντιο, χωρίς σύμβολα, και πέρασε το υπόλοιπο τής ζωής του με αυτή τη συνήθεια.

«Κόλπος ἐστὶ Πελασγικὸς οὑτωσί πως καλούμενος, ἐπὶ πλεῖστον τῆς μεσογείου παρεξιὼν καὶ πρὸς ἄρκτους ἀφιεὶς τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸ Πήλιον. ὄρη δὲ ταῦτα πρὸς ὕψος τὰς κορυφὰς ἀναπέμποντα μέγιστον. τοῦ δὴ τοιούτου κόλπου κατὰ τὸ ἀκρότατον καὶ ἡ προειρημένη παραψαύει πόλις τοῦ Δημητρίου. ὁ δὲ βασιλικὸς στόλος τὰς ὑπὸ τῶν Λατίνων κατεχομένας νήσους παραπλέων καὶ περιπλέων κακῶς διετίθει· καὶ ἦν τοῦτο δεινὸν τοῖς Λατίνοις ἀφόρητον· πάντων δὲ μάλιστα τοῖς ὅσοι τὴν Κρήτην οἰκοῦσι καὶ πρός γε δὴ τοῖς ὅσοι τὴν Εὔβοιαν· οἳ δὴ καὶ συνθέμενοι ναυτικὸν ἐξαρτύουσιν, οὐχ ἵνα φανερὸν ἐγείρωσι πόλεμον κατὰ τοῦ βασιλικοῦ στόλου· (τοῦτο γὰρ ὅμοιον τούτοις ἐδόκει, ὥσπερ ἂν εἰ εἰς οὐρανὸν ἐπεχείρουν τοξεύειν) ἀλλ’ ἵν’ ἐπιούσης τῆς ναυτικῆς τοῦ βασιλέως δυνάμεως, τὰς ἑαυτῶν παραφυλάττωσιν ἄκρας καὶ ἀντέχωσιν ἀπὸ γῆς ὁμοῦ καὶ θαλάττης μαχόμενοι. Συνέβη γοῦν κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον καὶ τὰς βασιλικὰς τριήρεις ὑπὲρ τὰς πεντήκοντα οὔσας ἐν τῷδε τῷ κόλπῳ τὸν εἴσπλουν ποιησαμένας ὡς ἐπ’ ἀσφαλοῦς ἐνορμίσασθαι. οἱ δὲ Κρῆτες καὶ Εὐβοεῖς πάλαι καιροφυλακοῦντες καὶ ναυλοχοῦντες αὐτὰς οὐχ ἕτερον τούτου βελτίονα ἐς τὸ ἐπιθέσθαι αὐταῖς ἐνόμισαν ἔχειν καιρόν. καὶ δὴ τὴν ταχίστην συσκευασάμενοι τὰς τριήρεις καὶ τετρήρεις αὐτῶν μικρὸν ὑπὲρ τὰς τριάκοντα οὔσας καὶ πύργους ξυλίνους ταῖς πρώραις τῶν πλειόνων ἐπιστήσαντες ταχυναυτοῦσιν· ὡς ἂν πρὶν αἰσθέσθαι τοὺς βασιλικοὺς τὸν τούτων ἐπίπλουν, αὐτοὶ προκαταλαβόντες ἐκ τοῦ ναυστάθμου κενὰς τῶν ἐπιβατῶν τὰς ναῦς ἐφελκύσωνται, ἔξω περὶ τὴν γῆν ἀπεριμερίμνως τηνικαῦτα διατριβόντων αὐτῶν. ὃ δὴ καὶ, εἰ μὴ κύριος ἀπροσδόκητον χεῖρα παρεῖχε Ῥωμαίοις, κατὰ τὴν τῶν ἐχθρῶν ἂν ἐς τέλος συνεπεπτώκει βούλησιν. ᾔσθοντο μὲν γὰρ καὶ Ῥωμαῖοι τὸν τῶν Κρητῶν καὶ Εὐβοέων ἐπίπλουν· ἀλλὰ στενὸς τυγχάνων ὁ καιρὸς χώραν ὁπλίσασθαι, ὡς ἐχρῆν, οὐκ ἐδίδου. ἄραντες δ’ ὅμως ἐκ τῆς γῆς κατὰ σπουδὴν ὡς εἶχον ἀνήχθησαν· καὶ γίνεται προθυμία πολλὴ παρ’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, πεντεκαίδεκα σταδίων οὐκ ἔλαττον ἀπεχόντων τῆς γῆς. Αἱ μέντοι πολέμιαι νῆες ὄγκον εἶχον καὶ βάρος ὑπὸ μεγέθους καὶ ὁπλίσεως καινοτέρας καὶ ὥσπερ πόλεις ἐπὶ θαλάττης κινούμεναι σχολαιότερον παρετάσσοντο. αἱ δὲ Ῥωμαϊκαὶ τοσοῦτον ἠλαττοῦντο μεγέθει τῶν πολεμίων, ὅσον πλήθει τὰς τῶν πολεμίων ὑπερεῖχον· εὔστροφοι δ’ ἦσαν ἄλλως καὶ ταχεῖαι πρὸς κύκλωσιν, ἀλλ’ οὐκ ἀντίῤῥοπον ἔχουσαι τὴν παρασκευὴν τῆς ὁπλίσεως. ὅμως ἀντιπαρετάσσοντο καὶ αὗται, οὐ τοσοῦτον πρὸς ναυμαχίαν, εἰπεῖν, ὅσον πρὸς τειχομαχίαν. τείχεσι γὰρ ἐῴκεσαν αἱ τῶν πολεμίων πρῶραι σοβαρῶς ἐστεφανωμένοις ὁπλίταις ἀκμαιοτάτοις. ὁ μὲν οὖν ἀρχηγὸς τοῦ ναυτικοῦ Ῥωμαίων, ὁ Φιλανθρωπηνὸς, ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος ὢν περιῄει παραθαῤῥύνων πρὸς πόλεμον τοὺς ὁπλίτας, ποτὲ μὲν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ κέρως γινόμενος, ποτὲ δ’ ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου· κατὰ στόμα μὲν δὴ ταῖς τῶν πολεμίων πρώραις ἐμβάλλειν αἱ Ῥωμαϊκαὶ νῆες οὐκ εἶχον, τῶν πολεμίων ὥσπερ ἐκ γῆς στερεᾶς ἀφ’ ὑψηλοῦ λίθους μεγάλους καὶ συνεχεῖς βαλλόντων ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς ἄφεσιν ἄνωθεν ἐπιτήδεια, καὶ μάλα κακῶς διατιθεμένων αὐτούς. ὅθεν παρὰ πλευρὰν ἐπιοῦσαι τὰς ἐμβολὰς καθόσον ἐξῆν ἐποιοῦντο. τὸ μὲν οὖν εὐώνυμον κέρας τῶν πολεμίων ἐπόνει πληττόμενον, ἕωθεν τοῦ ἡλίου τὰς ὄψεις συγχέοντος σφῶν· τὸ δὲ δεξιὸν κραταιότερον ταῖς Ῥωμαϊκαῖς ναυσὶν ἐγκείμενον ἐνίκα λαμπρῶς καὶ δεινῶς ἐτραυμάτιζε τοὺς Ῥωμαίων ὁπλίτας τε καὶ ἐρέτας· ὡς ἀπογινώσκοντας ἤδη τούτους διεκπίπτειν καὶ παρὰ τὴν γῆν τρεπομένους ἐξιέναι, κενὰς ἐπὶ τῆς ψάμμου τὰς ναῦς ἀφιέντας. καὶ εἰ μὴ ὁ τοῖς ἀπόροις εὐπορίαν διδοὺς καὶ τοῖς ἀνελπίστοις ἐλπίδα θεὸς ἀπροσδόκητον τότε καὶ Ῥωμαίοις ἐχαρίζετο χεῖρα, τάχ’ ἂν ἐς ᾅδην εἰπεῖν τὰ Ῥωμαίων τότε ξυνωθεῖτο πράγματα δυσὶ μεγάλοις ἅμα περιπεπτωκότα πταίσμασιν. Ἀλλὰ θαυμάσειεν ἄν τις τὴν ἀνεξερεύνητον πρόνοιαν τοῦ θεοῦ, πῶς τὸ παράδοξον τῆς ἠπείρου σφάλμα παραδοξοτέραν τῇ θαλάττῃ τὴν ἀσφάλειαν ἐπορίσατο. ὁ γὰρ τοῦ βασιλέως αὐτάδελφος Ἰωάννης ὁ δεσπότης μετὰ τῶν ἐκ τοῦ ἠπειρωτικοῦ ἐκείνου πολέμου διασωθέντων ἔγγιστά που ποιούμενος τὰς διατριβὰς ᾔσθετο γινομένης τῆς ναυμαχίας ἐκείνης καὶ διακωδωνιζομένης ἤδη τῆς φήμης ἄχρι τῆς μεσογείου, καὶ παρελθὼν ἐς τὴν παραλίαν τοῦ κόλπου ὁρᾷ θέαμα ἐλεεινὸν, κινδυνεύουσαν ἤδη καὶ τὴν ναυτικὴν τῶν Ῥωμαίων δύναμιν· καὶ αὐτίκα τοῦ ἵππου ἀποπηδήσας μετὰ πολλῶν τῶν δακρύων ῥίπτει τὰ τῆς δεσποτικῆς ἀξίας σύμβολα, “γυμνὸς,” λέγων, “ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι σήμερον.” εἶτα κατὰ κεφαλῆς ἐπάσατο κόνιν καὶ βύθιόν τι στενάξας ἐβόα πρὸς κύριον, ὀξεῖαν ἐκεῖθεν ἐπικαλούμενος τὴν βοήθειαν· μὴ καὶ ταύτης ἐπὶ νεαρᾷ τῇ προτέρᾳ τῆς ἥττης ἐπενεχθείσης Ῥωμαίοις, ἐς τέλος ἀνατετράφθαι καὶ ἀπολωλέναι τὰ Ῥωμαίων γένοιτο πράγματα. καὶ μὲν δὴ σύμμαχον ἑαυτῷ θαῤῥήσας ἔσεσθαι τὸν θεὸν ἔργου εἴχετο· καὶ τοὺς δοκιμωτέρους τῶν ὁπλιτῶν τῆς πεζικῆς αὐτοῦ δυνάμεως ἀπολεξάμενος ὅλαις σπουδαῖς ἐνεβίβαζεν εἰς τὰς ναῦς, καὶ ἅμα ἄλλους ἐπ’ ἄλλοις συχνοὺς τοξότας καὶ σφενδονήτας καὶ ὅσοι ἀκοντισταί· καὶ ἀεὶ τοὺς τραυματίας ἀναλαμβάνων ἄλλους ἀμοιβαδὸν εἰσῆγε νεαροὺς καὶ ἀκμάζοντας, χερμαδίοις καὶ τούτων τοὺς πλείστους κατὰ τῶν ἐναντίων χρωμένους. καὶ οὕτω μέχρι δείλης ὀψίας ποιῶν τρόπαιον ἵστησι κατὰ τῶν πολεμίων· καὶ πλὴν δυοῖν φυγῇ χρησαμένων πᾶσαι τῶν πολεμίων αἱ νῆες Ῥωμαίοις ἑάλωσαν. ὕμνοι τοιγαροῦν εὐχαριστήριοι παρὰ παντὸς ἀνήγοντο τοῦ στρατοῦ πρὸς θεὸν, παραδόξως αὐτοῖς χαρισάμενον τήν τε σωτηρίαν ὁμοῦ καὶ τὴν νίκην. ὁ δὲ τοῦ βασιλέως αὐτάδελφος Ἰωάννης τὰ τῆς δεσποτικῆς ἀξίας ἅπαντα ἀποθέμενος, ὡς εἰρήκειμεν σύμβολα, οὕτως ἐς τὸ Βυζάντιον ἧκεν ἀξύμβολος, ἐπὶ τοῦδε τοῦ σχήματος τὸ λεῖπον παραλλάξας τοῦ βίου.»

R. J. Loenertz, «Les Seigneurs tierciers de Negrepont», Byzantion, XXXV (1965), Reg. αριθ. 76, σελ. 257-58.

[←100]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 122.

[←101]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 136.

[←102]

Πρβλ. την ομολογία Καθολικής πίστης τού Μιχαήλ Η΄ (τον Απρίλιο τού 1277) στο Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 228, σελ. 82a:

«Πιστεύουμε επίσης, ότι το Άγιο Πνεύμα στον πλήρη και τέλειο αληθινό Θεό από τον Πατέρα και τον Υιό προέρχεται, όπου ο Πατέρας και ο Υιός είναι εξίσου ουσιώδεις, παντοδύναμοι και αιώνιοι σε όλα τα πράγματα».

(Credimus etiam Spiritum Sanctum plenum et perfectum verumque Deum ex Patre et Filio precedentem coequalem et coes[s]entialem et coomnipotentem et coeternum per omnia Patri et Filio.)

[←103]

Bλέπε το υπόμνημα τού βυζαντινού πρωτονοτάριου Ωγέριου στους Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 135ab και Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, παρ. 4-9, σελ. 552-53.

[←104]

Tο υπόμνημα τού Ωγέριου στο Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 136ab και Loenertz, ό. π., παρ. 13-15, σελ. 554-55. Bλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 7, σελ. 128 και εξής.

[←105]

Gay και Vitte, Registres de Nicolas III, αριθ. 384, σελ. 136b-137a και Loenertz, ό. π., παρ. 18, σελ. 556.

[←106]

Ο Παχυμέρης, Mιχαήλ Παλαιολόγος, V, 27 (CSHB, Βόννη, I, 410) ονομάζει τον τόπο Ανεμοπύλαι:

«Καὶ Ἰκάριον προσχωρήσαντα δέχεται, ἄνδρα πολλὴν μὲν τὴν ἐς μάχας πεῖραν ἔχοντα, κατάρχοντα δὲ καὶ νήσου μεγίστης, ἣν Ἀνεμοπύλας ἔθος τοῖς ἐκεῖ λέγειν, συμβάματι δὲ τύχης ἐκεῖθεν φυγόντα».

Ο Sanudo τον ονομάζει la Termopile [Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 119-20]. Το όνομα τού Λικάριο εμφανίζεται στους Έλληνες ιστορικούς ως Ικάριος.

[←107]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 120.

Πρβλ. Γρηγoρά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 5, 1 (CSHB, Βόννη, I, 95-96):

Εκείνη την εποχή κάποιος ονομαζόμενος Λικάριο αποστάτησε από την ηγεμόνα τής Εύβοιας (η οποία είναι επαρχία των Ενετών), αποστάτησε λοιπόν αυτός μετά την ανακατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης και αφού προσεταιρίστηκε αρκετούς και άλλους Ευβοείς, κατέλαβε οχυρωμένο ύψωμα, από το οποίο κατέβαινε συχνά και λεηλατούσε τα γειτονικά χωράφια και χωριά. Σύντομα οδήγησε όλους μαζί τούς χωρικούς σε τέτοιο φόβο, που δεν κατοικούσαν πια έξω από τείχη, ούτε παρέμεναν στα χωριά και τα χωράφια χωρίς ημερήσιους φύλακες. Πριν περάσει πολύς καιρός, κατέλαβε ένα κάστρο, κι έτσι από εκεί αντιμετώπιζε και σε μάχες κατά παράταξη τον ηγεμόνα τής Εύβοιας. Επειδή όμως φοβήθηκε μήπως έλθει εκείνος με πολὺ στρατό και τον υποτάξει, διαπραγματεύτηκε συμμαχία με τον αυτοκράτορα. Και παίρνοντας στο μεταξύ μεγάλη φρουρά, την εγκατέστησε στο κάστρο. Ο ίδιος λιποτάκτησε και πήγε στον αυτοκράτορα, υποσχόμενος διάφορα και ότι αν έπαιρνε αρκετό στρατό από τούς Ρωμαίους, τίποτε δεν θα τον εμπόδιζε να φέρει όλη την Εύβοια υπό την εξουσία τού αυτοκράτορα.

«Κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον ἀποστάς τις, Ἰκάριος ὄνομα, τοῦ τῆς Εὐβοίας κρατοῦντος, (ἔστι δ’ αὕτη Βενετικῶν ἐπαρχία) ἀποστὰς τοίνυν οὗτος μετὰ τὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἅλωσιν καὶ προσεταιρισάμενος οὐκ ὀλίγους καὶ ἄλλους τῶν Εὐβοέων ἄκρας ἐκράτησεν ὀχυρᾶς· ἀφ’ ἧς συχνὰ παρακατιὼν ἐληΐζετο τοὺς ὁμοροῦντας ἀγροὺς καὶ τὰς κώμας· ὡς ἐν βραχεῖ τοὺς ἀγροίκους πάντας ἐς τοσοῦτον συνελαθῆναι δέους, ὡς μήτ’ ἔξω τείχους οἰκεῖν, μήτ’ ἄνευ ἡμεροσκόπων ταῖς κώμαις ἐνδιατρίβειν καὶ τοῖς ἀγροῖς. χρόνος οὐ μάλα συχνὸς παρεῤῥύη καὶ ὀχυροῦ τινος πολιχνίου γίνεται ἐγκρατὴς, ὡς ἐντεῦθεν καὶ πρὸς μάχας ἐμφανεῖς παρατάττεσθαι τοῦ τῆς Εὐβοίας κρατοῦντος. δείσας δ’ ὅμως μὴ πολὺς ἐπελθὼν ἐκεῖνος χειρώσηται τοῦτον, διαπρεσβεύεται περὶ συμμαχίας πρὸς βασιλέα· καὶ λαβὼν τέως μὲν φρουρὰν τῷ πολιχνίῳ καθίστησιν ἱκανήν· αὐτὸς δ’ αὐτόμολος ἥκει πρὸς βασιλέα, ἄλλα τε ὑπισχνούμενος καὶ ἢν στρατιὰν ἱκανὴν ἐκ Ῥωμαίων κομίσηται, μηδὲν εἶναι τὸ κωλύον ὑποχείριον τῷ βασιλεῖ καταστῆσαι τὴν ἅπασαν Εὔβοιαν.»

[←108]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 144-45 και για τις χρονολογίες Πρβλ. Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, «Mémoire d’Ogier», Reg. αριθ. 20, σελ. 561.

[←109]

Loenertz, ό. π., Regg. αριθ. 23-24, σελ. 562, 571.

[←110]

Όταν έπεσε η Κάρυστος, ο Λικάριο πήρε τον νεαρό Γκιντόττο ντε Κικόν, γιο τού εκλιπόντος άρχοντα Όθωνα (πέθανε το 1264-1265;), ως όμηρο στην Κωνσταντινούπολη. Μητέρα τού Γκιντόττο ήταν η Αγνή (Agnese) Γκίζι, αδελφή ή ετεροθαλής αδελφή των νησιωτών δυναστών Τζερεμία και Αντρέα Γκίζι, για τούς οποίους βλέπε Loenertz, «Genealogie des Ghisi…», Orientalia Christiana periodica, XXVIII (1962), 160-61 και Les Ghisi (1975), σελ. 34-37, 53.

[←111]

Η ευβοϊκή εκστρατεία τού Λικάριο και η εκχώρηση σε αυτόν τού νησιού ως αυτοκρατορικού φέουδου πρέπει να τοποθετηθεί στα χρόνια 1276-1277. Πρβλ. Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, «Mémoire d’ Ogier», Reg. αριθ. 25, σελ. 562, που διορθώνει τον Dölger, Regesten, μέρος 3 (1932), αριθ. 2042, σελ. 72.

[←112]

Metamorphoses, VI, 195.

[←113]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 122-24 και πρβλ. Stefano Magno, Estratti degli Annali veneti, επίσης στο Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 181-82. Για τον Φίλιππο Γκίζι βλέπε Loenertz, Or. Christ. period., XXVIII, 127. 130, 131, 140. Πέθανε πριν τις 22 Δεκεμβρίου 1284 [στο ίδιο, σελ. 325]. Πρβλ. Les Ghisi, σελ. 46, 48-49, 53-55, 323-24, 364.

[←114]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 27 (CSHB, Βόννη, I, 411-12):

Τότε εισέβαλε και ένας στρατός από την ηπειρωτική χώρα υπό τη διοίκηση τού μεγάλου στρατοπεδάρχη Ιωάννη Συναδηνού και τού μεγάλου κοντόσταβλου Μιχαήλ Καβαλλάριου. Καθώς όρμησαν προς το φρούριο τής Φαρσάλου, που στην αρχαία γλώσσα ονομάζεται Φθία, με σκοπό να τροφοδοτήσουν όσους βρίσκονταν στο φρούριο, έπεσαν πάνω στον Ιωάννη τον νόθο, ο οποίος, πολεμώντας τους με γενναιότητα και ανδρεία, σκότωσε πάρα πολλούς άνδρες ενώ σκότωσε και τον Συναδηνό, τον μεγάλο στρατοπεδάρχη. Όσο για τον μεγάλο κοντόσταβλο, τα ιταλικά στρατεύματα στην υπηρεσία τού Ιωάννη τον καταδίωξαν χωρίς να μπορέσουν να τον φτάσουν, αλλά εκείνος άφησε εντελώς τα γκέμια και τράπηκε σε φυγή. Χάρη σε σημαντική προέλαση ξέφυγε από τούς διώκτες του, αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα, αν και είχε κάνει τα πάντα γι’ αυτό. Προωθώντας το άλογό του αχαλίνωτα, νομίζοντας ότι τον έφταναν εκείνοι που έρχονταν πίσω, και έχοντας στο μυαλό του μόνο εκείνους, για να τούς ξεφύγει, όταν χτύπησε σε ένα δέντρο με όλη την ορμή τού αλόγου και τσάκισε το στήθος του. Κάποιοι, αφού σταμάτησαν το άλογό του, γιατί ο άνθρωπος δεν ασχολούνταν πια με το άλογο, αλλά με τον τραυματισμό και τον θάνατο, τον κατέβασαν μισοπεθαμένο και τον πήγαν όσο καλύτερα μπορούσαν στη Θεσσαλονίκη, όπου πέθανε και όπου τον έθαψαν.

«Ἐν τούτῳ δὲ καὶ στρατὸς ἀπὸ ξηρᾶς εἰσβάλλει, οὓς ὁ μέγας στρατοπεδάρχης ὁ Συναδηνὸς Ἰωάννης ἦγεν καὶ ὁ μέγας κονοσταῦλος ὁ Καβαλλάριος Μιχαήλ. Καὶ δὴ ὁρμήσαντες ἐπὶ Φάρσαλα φρούριον, ὃ Φθίαν ὁ παλαιὸς ἔχει λόγος, ἐφ´ ᾧ σιταρκοῖεν τοὺς ἐν τῷ φρουρίῳ, προσπίπτουσι τῷ ἐκ νοθείας Ἰωάννῃ, ὃς δὴ καί, σφίσι συρράξας πόλεμον γενναῖον καὶ ἀνδρικόν, αἱρεῖ μὲν καὶ ἄλλους πλείστους, αἱρεῖ δὲ καὶ τὸν Συναδηνὸν καὶ μέγαν στρατοπεδάρχην. Τὸν μέντοι γε μέγαν κονοσταῦλον ὁ ὑπ´ ἐκείνῳ λαὸς Ἰταλὸς διώκων καταλαβεῖν οὐκ ἴσχυσεν, ἀλλ´ ὅλαις ἡνίαις ἐκεῖνος ἐνδούς, εἰς φυγὴν ἤλαυνε καὶ τοὺς μὲν διώκοντας, πολὺ προθέων, ἐξήλυξε, τὸ δέ γε μοιρίδιον ἀλύξαι οὐκ ἦν ἐκείνῳ, κἂν πάντ´ ἔπραττεν. Ἀτακτότερον γὰρ ἐλαύνων τὸν ἵππον, τοὺς ὄπισθεν οἰόμενος φθάνειν καὶ πρὸς ἐκείνοις μόνοις ἔχων τὸν νοῦν, ὅπως ἐκφύγοι, προσπταίει δένδρῳ μεθ´ ὅλης τῆς τοῦ ἵππου φορᾶς καὶ κατὰ στῆθος συνθλᾶται. Μόλις δέ τινες τὸν ἵππον στήσαντες—οὐ γὰρ ἦν ἐκείνῳ μέλον τοῦ ἵππου, ἀλλά γε τῆς πληγῆς τε καὶ τοῦ θανάτου—, ἡμιθνῆτα καταβιβάζουσι καί, ὡς εἶχον πρὸς Θεσσαλονίκην ἀπαγαγόντες, ἐκεῖ θάπτουσι τελευτήσαντα.»

Για τις νησιωτικές κατακτήσεις τού Λικάριο, περιλαμβανομένης τής Λήμνου (Stalimene), βλέπε Sanudo, Regno di Romania, σελ. 124-25, 127.

[←115]

Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 5, 2-3 (CSHB, Βόννη, I, 96-97):

Έφυγε λοιπόν βιαστικά με μεγάλη δύναμη στρατού των Ρωμαίων, πριν καταλάβουν οι Ευβοείς την προσέγγιση. Γνωρίζοντας την υπερηφάνεια των Λατίνων και ότι ο ηγεμόνας τής Εύβοιας δεν θα ανεχόταν να μην εξορμήσει ξαφνικά από την πόλη, βλέποντας να επιπίπτει ξένος στρατός, στήνει τη νύχτα ενέδρα γύρω από την πόλη με πολλούς οπλίτες. Έπειτα εμφανίζεται ο ίδιος το πρωί απροσδόκητα να κυκλώνει, ώστε οι μέσα από τα τείχη Λατίνοι, μαζί με τον ηγεμόνα τους, να αναγκαστούν αμέσως να πάρουν τα όπλα και να αντιμετωπίσουν τούς εχθρούς πολύ έντονα. Επομένως, πέφτοντας ξαφνικά πάνω τους από πίσω και κυκλώνοντάς τους με τούς λόχους οι λοχαγοί, και από μπροστά πάλι ο Λικάριο με όσο στράτευμα είχε μαζί του, συνέλαβαν ζωντανό τον ηγεμόνα τής Εύβοιας και πολλούς άλλους μαζί με αυτόν. Όσους απέμειναν, τούς σκότωσαν. Οδηγείται λοιπόν από τον Λικάριο προς τον αυτοκράτορα δεμένος ο ηγεμόνας τής Εύβοιας και πέθανε αφού έζησε λίγο. Μάλιστα πέθανε ως εξής. Εισήλθε στα ανάκτορα και στάθηκε μπροστά στην πύλη, όπως έπρεπε να κάνει ένας αιχμάλωτος. Είδε τον αυτοκράτορα να κάθεται στον αυτοκρατορικό θρόνο και γύρω του να στέκεται όλη η σύγκλητος, με λαμπρή και επίσημη εμφάνιση. Ύστερα είδε τον Λικάριο, χθες και προχθές υπηρέτη, τώρα ντυμένο με υπέροχα ρούχα, να μπαινοβγαίνει με αυτοπεποίθηση και να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί τού αυτοκράτορα. Ξεψύχησε αμέσως με το θέαμα και έπεσε ξαφνικά στο έδαφος μπρούμυτα, μη μπορώντας να αντέξει την απροσδόκητη έκβαση και τη βία τής τύχης.

«Ἄπεισι τοίνυν σπουδῇ μετὰ συχνοῦ τοῦ Ῥωμαίων στρατοῦ, πρὶν αἰσθέσθαι τοὺς Εὐβοέας τὴν ἔφοδον. εἰδὼς δὲ τὴν λατινικὴν ὀφρῦν καὶ ὡς οὐκ ἀνέξεται ὁ τῆς Εὐβοίας ἀρχηγὸς μὴ αἰφνιδίως προάλασθαι τῆς πόλεως στρατὸν ἐπιτρέχοντα βλέπων ἀλλότριον, προλοχίζει νυκτὸς περὶ τὴν πόλιν συχνοὺς ὁπλίτας. ἔπειτα ἐπιφαίνεται πρωΐας αὐτὸς κατατρέχων τὰ κύκλῳ, ὡς ἐν ὅπλοις εὐθὺς ἀναγκασθῆναι γενέσθαι τοὺς ἔνδον τειχῶν εὑρεθέντας Λατίνους ἅμα τῷ σφῶν ἀρχηγῷ, καὶ μάλα τοι λίαν ὀξέως ἀπαντᾷν ἐς τοὺς πολεμίους. ὅθεν αὐτοῖς ἐξαπίνης ὄπισθεν μὲν ἐπιπεσόντες καὶ κυκλώσαντες μετὰ τῶν λόχων οἱ λοχαγοὶ, ἔμπροσθεν δ’ αὖ μεθ’ ὧν ἐπεφέρετο στρατοπέδων ὁ Ἰκάριος, τὸν μὲν ἀρχηγὸν τῆς Εὐβοίας ζῶντα χειροῦνται καὶ πλείστους ἄλλους ἅμα αὐτῷ· ὅσοι δ’ ἐπίλοιποι, τούτους δ’ ἔργον ἀπέφηναν ξίφους. Ἄγεται μέντοι παρ’ Ἰκαρίου πρὸς βασιλέα δέσμιος ὁ τῆς Εὐβοίας ἀρχηγὸς καὶ βραχύ τι ἐπιβιοὺς ἐτελεύτησεν. ἐτελεύτησε δὲ οὕτως. εἰσελθὼν ἐν τοῖς βασιλείοις καὶ στὰς πρὸ τῆς πύλης ὡς δεσμίῳ χρεὼν καὶ ἰδὼν αὐτὸν μὲν βασιλέα καθήμενον ἐπὶ τοῦ βασιλείου θρόνου, περὶ δ’ αὐτὸν πᾶσαν τὴν σύγκλητον μετὰ λαμπροῦ καὶ κοσμίου τοῦ σχήματος ἱσταμένην, τὸν δ’ Ἰκάριον, τὸν χθὲς καὶ πρότριτα δοῦλον, νῦν μετὰ λαμπρᾶς μὲν τῆς ἐσθῆτος, σοβαροῦ δὲ τοῦ ἤθους εἰσιόντα καὶ ἐξιόντα καὶ πρὸς οὖς τῷ βασιλεῖ κοινολογούμενον, ἀποῤῥήγνυσιν εὐθὺς τὴν ψυχὴν καὶ πίπτει πρηνὴς ἐπ’ ἐδάφους ἐξαίφνης, μὴ δυνηθεὶς ἐνεγκεῖν τὸ τῆς βιαίας τύχης παράλογον.»

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 27 (CSHB, Βόννη, I, 411):

Όταν ο αυτοκράτορας απελευθερώθηκε από τον φόβο των όπλων τού Καρόλου, στράφηκε πιο έντονα στις υποθέσεις τού εσωτερικού τής αυτοκρατορίας του. Δέχεται τον Λικάριo, ο οποίος έχει περάσει στο πλευρό του, άνθρωπο που είχε μεγάλη πολεμική εμπειρία και ήταν κύριος ενός πολύ μεγάλου νησιού, που οι κάτοικοι τού τόπου συνήθως αποκαλούν Ανεμοπύλες, όταν ένα γεγονός τής τύχης τον οδήγησε να φύγει από εκεί. Παραχωρεί λοιπόν την κυριαρχία τού νησιού στον αυτοκράτορα και ο ίδιος συγκαταλέγεται μεταξύ των οικείων τού αυτοκράτορα.

«Οὕτως ἀναχαιτιζομένου τοῦ Καρούλου, ὁ βασιλεύς, τῶν ἐξ ἐκείνου φροντίδων ἀπολυθείς, ἐπεβάλλετο τοῖς ἐγγὺς κραταιότερον. Καὶ Ἰκάριον προσχωρήσαντα δέχεται, ἄνδρα πολλὴν μὲν τὴν ἐς μάχας πεῖραν ἔχοντα, κατάρχοντα δὲ καὶ νήσου μεγίστης, ἣν Ἀνεμοπύλας ἔθος τοῖς ἐκεῖ λέγειν, συμβάματι δὲ τύχης ἐκεῖθεν φυγόντα. Τὴν γοῦν νῆσον προσκυροῖ βασιλεῖ καὶ αὐτὸς τοῖς τοῦ βασιλέως οἰκείοις ἐγγράφεται.

Έχοντας χάσει τον σεβαστοκράτορα λίγο πριν, έχασε και τον δεσπότη, και τούς δύο αδελφούς του, ενώ και πάλι, πριν από αυτούς, τον άλλο σεβαστοκράτορα και τον καίσαρα και τον πρωτοβεστιάριο και τον μεγάλο δούκα, με λίγα λόγια τούς ανώτατους αξιωματούχους, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να βάλει στη θέση τούς άλλους. Κρατούσε ακόμη αυτόν τον Λικάριο στην τάξη των ιδιωτών, και αφού τον επιβίβασε σε πλοία με χερσαία στρατεύματα, τον έστειλε στον Εύριπο για να πολεμήσει τον μεγάλο άρχοντα Ιωάννη.

Βασιλεὺς δ´ ἀποβαλὼν πρὸ ὀλίγου μὲν σεβαστοκράτορα, ἀποβαλὼν δὲ καὶ δεσπότην, τοὺς αὐταδέλφους, ἔτι δὲ πρὸ τούτων καὶ ἄλλον σεβαστοκράτορα καὶ καίσαρα καὶ πρωτοβεστιάριον καὶ μέγαν δοῦκα καὶ ἁπλῶς τοὺς ἐν τοῖς μεγίστοις ἀξιώμασιν, ἄλλους ἀνάγκην εἶχεν ἱστάναι. Καὶ δὴ τοῦτον μὲν τὸν Ἰκάριον καὶ ἔτι ἐν ἰδιώταις εἶχε καί, ἅμα δυνάμεσι πεζικαῖς ἐμβιβάσας ναυσίν, ἐκεῖνον ἐπ´ Εὐρίπου πέμπει τῷ μεγάλῳ κυρίῳ Ἰωάννῃ συμμίξοντα.

Όταν ο στρατός αποβιβάστηκε από τα πλοία κοντά στους Ωρεούς, ο Ιωάννης, όταν έμαθε για την απόβασή τους, αν και ήταν άρρωστος με ποδάγρα, δεν αρνήθηκε να τούς πολεμήσει, αλλά έβαλε αμέσως τις λατινικές του δυνάμεις στη σειρά και όρμησε κατευθείαν στα στρατεύματα. Έδωσε σκληρή μάχη και έπεσε χτυπημένος από ακόντιο. Το πονεμένο του πόδι δεν τού επέτρεπε να πατάει σταθερά και από τις δύο πλευρές στις υποδοχές τού αναβολέα, αλλά μόλις χτυπήθηκε, έπεσε αμέσως και τον συνέλαβαν. Μαζί του αιχμαλωτίστηκε πολύ μεγάλος αριθμός Λατίνων, ακόμη και ο αδελφός τού Λικάριο.

Καὶ δὴ ἐπεὶ ὁ στρατὸς τῶν νηῶν ἀπέβαινε περί που τοὺς Σωρεούς, ὁ Ἰωάννης, πυθόμενος τὴν ἐκείνων ἀπόβασιν καί γ´ ὡς εἶχε, ποδαλγὸς ὤν, τῆς πρὸς ἐκείνους οὐκ ἀπέσχετο μάχης, ἀλλ´ αὐτόθεν συνταξάμενος καὶ τὸ λατινικὸν εὐτρεπίσας, εὐθὺ τῶν ἀκουσθέντων ἤιε. Καὶ μάχην κρατερὰν συμμίξας, ἀκοντισθεὶς πίπτει· τὸ γὰρ τῶν ποδῶν ἄλγημα οὐ παρεῖχε στερρῶς ἀντιβαίνειν ταῖς ἐφ´ ἑκάτερα τῆς ἐφεστρίδος κλίμαξιν, ἀλλ´ ἅμ´ ἠκοντίζετο καὶ παρευθὺς ἔπιπτε καὶ ἡλίσκετο. Καὶ σὺν αὐτῷ ἄλλοι τε πλεῖστοι συμποδίζονται καὶ δὴ καὶ ὁ τοῦ Ἰκαρίου αὐτάδελφος.

Τότε εισέβαλε και ένας στρατός από την ηπειρωτική χώρα υπό τη διοίκηση τού μεγάλου στρατοπεδάρχη Ιωάννη Συναδηνού και τού μεγάλου κοντόσταβλου Μιχαήλ Καβαλλάριου. Καθώς όρμησαν προς το φρούριο τής Φαρσάλου, που στην αρχαία γλώσσα ονομάζεται Φθία, με σκοπό να τροφοδοτήσουν όσους βρίσκονταν στο φρούριο, έπεσαν πάνω στον Ιωάννη τον νόθο, ο οποίος, πολεμώντας τους με γενναιότητα και ανδρεία, σκότωσε πάρα πολλούς άνδρες ενώ σκότωσε και τον Συναδηνό, τον μεγάλο στρατοπεδάρχη. Όσο για τον μεγάλο κοντόσταβλο, τα ιταλικά στρατεύματα στην υπηρεσία τού Ιωάννη τον καταδίωξαν χωρίς να μπορέσουν να τον φτάσουν, αλλά εκείνος άφησε εντελώς τα γκέμια και τράπηκε σε φυγή. Χάρη σε σημαντική προέλαση ξέφυγε από τούς διώκτες του, αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα, αν και είχε κάνει τα πάντα γι’ αυτό. Προωθώντας το άλογό του αχαλίνωτα, νομίζοντας ότι τον έφταναν εκείνοι που έρχονταν πίσω, και έχοντας στο μυαλό του μόνο εκείνους, για να τούς ξεφύγει, όταν χτύπησε σε ένα δέντρο με όλη την ορμή τού αλόγου και τσάκισε το στήθος του.

Ἐν τούτῳ δὲ καὶ στρατὸς ἀπὸ ξηρᾶς εἰσβάλλει, οὓς ὁ μέγας στρατοπεδάρχης ὁ Συναδηνὸς Ἰωάννης ἦγεν καὶ ὁ μέγας κονοσταῦλος ὁ Καβαλλάριος Μιχαήλ. Καὶ δὴ ὁρμήσαντες ἐπὶ Φάρσαλα φρούριον, ὃ Φθίαν ὁ παλαιὸς ἔχει λόγος, ἐφ´ ᾧ σιταρκοῖεν τοὺς ἐν τῷ φρουρίῳ, προσπίπτουσι τῷ ἐκ νοθείας Ἰωάννῃ, ὃς δὴ καί, σφίσι συρράξας πόλεμον γενναῖον καὶ ἀνδρικόν, αἱρεῖ μὲν καὶ ἄλλους πλείστους, αἱρεῖ δὲ καὶ τὸν Συναδηνὸν καὶ μέγαν στρατοπεδάρχην. Τὸν μέντοι γε μέγαν κονοσταῦλον ὁ ὑπ´ ἐκείνῳ λαὸς Ἰταλὸς διώκων καταλαβεῖν οὐκ ἴσχυσεν, ἀλλ´ ὅλαις ἡνίαις ἐκεῖνος ἐνδούς, εἰς φυγὴν ἤλαυνε καὶ τοὺς μὲν διώκοντας, πολὺ προθέων, ἐξήλυξε, τὸ δέ γε μοιρίδιον ἀλύξαι οὐκ ἦν ἐκείνῳ, κἂν πάντ´ ἔπραττεν. Ἀτακτότερον γὰρ ἐλαύνων τὸν ἵππον, τοὺς ὄπισθεν οἰόμενος φθάνειν καὶ πρὸς ἐκείνοις μόνοις ἔχων τὸν νοῦν, ὅπως ἐκφύγοι, προσπταίει δένδρῳ μεθ´ ὅλης τῆς τοῦ ἵππου φορᾶς καὶ κατὰ στῆθος συνθλᾶται.

Κάποιοι, αφού σταμάτησαν το άλογό του, γιατί ο άνθρωπος δεν ασχολούνταν πια με το άλογο, αλλά με τον τραυματισμό και τον θάνατο, τον κατέβασαν μισοπεθαμένο και τον πήγαν όσο καλύτερα μπορούσαν στη Θεσσαλονίκη, όπου πέθανε και όπου τον έθαψαν. Ο Ιωάννης και οι δικοί του ήσαν ελεύθεροι να σφάζουν όποιον έβγαινε μπροστά και να μαζεύουν λάφυρα ως έπαθλα πολέμου. Τότε οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν πόσο επικίνδυνο ήταν να έρθουν σε σύγκρουση με έναν στρατηγό τόσο τρομερό όσο ο Ιωάννης. Γιατί δεν έσπευδε μπροστά σε διάταξη μάχης, αλλά, όταν έβγαινε από ενέδρα, όσο ικανός για τέτοια χτυπήματα, τούς άφηνε άναυδους με την εμφάνισή του. Έχοντας νικήσει γενναία, με απροσδόκητη επίθεση, ένα επίλεκτο στρατό που είχε καλή εμπειρία μάχης, κέρδισε δόξα με τη μεγαλύτερη λαμπρότητα.

Μόλις δέ τινες τὸν ἵππον στήσαντες—οὐ γὰρ ἦν ἐκείνῳ μέλον τοῦ ἵππου, ἀλλά γε τῆς πληγῆς τε καὶ τοῦ θανάτου—, ἡμιθνῆτα καταβιβάζουσι καί, ὡς εἶχον πρὸς Θεσσαλονίκην ἀπαγαγόντες, ἐκεῖ θάπτουσι τελευτήσαντα. Τοῖς δὲ περὶ τὸν Ἰωάννην ἀνέδην ἦν κτείνειν τὸν προστυχόντα καὶ πολέμου γέρα σκυλεύειν. Ἔγνωσαν δὲ καὶ τότε Ῥωμαῖοι λειφθέντες μάχῃ τοῦ Ἰωάννου· οὐ γὰρ ἐξ ἐμφανοῦς ὥρμα παραταξάμενος, ἀλλ´ ἐκ λόχου προσβαλών, οἷος ἐκεῖνος τὰ τοιαῦτα, κατέπληξε θεαθείς· καὶ λαὸν ἔκκριτον καὶ ἐπιεικῶς μαχῶν ἔμπειρον τῷ παρ´ ἐλπίδα πταίσματι ἀνδρικῶς καταγωνισάμενος, δόξαν εὐκλείας ἀποφέρεται τῆς μεγίστης.

Οι ναυτικές δυνάμεις και όλοι όσοι ήσαν στα πλοία, χωρίς να υποστούν ζημιά ή μάλλον έχοντας πάρει ως πολεμικά βραβεία τούς ανθρώπους τού μεγάλου άρχοντα Ιωάννη, πήγαν στον κυρίαρχο με χαρούμενη διάθεση.

Τὸ δέ γε ναυτικὸν καὶ ὅσον ἀνὰ ταῖς ναυσὶν ἦν, ἀζήμιοι διατηρηθέντες ἢ μᾶλλον καὶ γέρα μάχης ἀπενεγκάμενοι τοὺς περὶ τὸν μέγαν κύριον Ἰωάννην, εὐθύμῳ καρδίᾳ πρὸς τὸν κρατοῦντα γίνονται.

Ο μεγάλος άρχοντας και η οικογένειά του αλυσοδέθηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ ο Λικάριο, ως ανταμοιβή για τούς αγώνες του, τιμήθηκε με το αξίωμα τού μεγάλου κοντόσταβλου. Όσο για τούς Θηβαίους, εγκατέστησαν αντ’ αυτού, ως μεγάλο άρχοντα, τον Γουλιέλμο, τον αδελφό τού Ιωάννη. Αφού τίμησε τον τελευταίο και επέλεξε να τον πάρει για γαμπρό του, ο αυτοκράτορας τον άφησε ελεύθερο με όρκους. Αλλά αυτοί ήσαν γάμοι στα λόγια, βασισμένοι μόνο σε υποσχέσεις.

Καὶ οἱ μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν κύριον ὑπὸ δεσμοῖς φρουρᾷ δίδονται, τιμᾶται δὲ ὁ Ἰκάριος ἀντίποινα τῶν ἀγώνων τῷ τοῦ μεγάλου κονοσταύλου ἀξιώματι. Ὁ μέντοι γε τῶν Θηβῶν λαὸς τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου Γουλίελμον μέγαν κύριον ἀντικαθιστᾶσιν. Ἐκεῖνον δ´ ἀγήλας ὁ βασιλεὺς καὶ δοκιμάσας λαμβάνειν γαμβρὸν ὑφ´ ὅρκοις ἀσφαλέσιν ἀπέλυε· μετέωροι δ´ ἦσαν οἱ γάμοι καθ´ ὑποσχέσεις καὶ μόνας.

Αλλά ο Ιωάννης, μόλις έφτασε στη χώρα του, αρρώστησε και πέθανε. Ο αδελφός του Γουλιέλμος, τον οποίο η αφήγηση παρουσιάζει ως γαμπρό τού Ιωάννη, τον διαδέχθηκε σε όλα τα δικαιώματα κυριαρχίας του. Ήταν εχθρικός προς τούς Ρωμαίους, αν και κάθε χρόνο ο στόλος εισέβαλλε εκεί, υπονόμευε τα εδάφη του και δεν τού επέτρεπε να πετύχει τίποτε, ενώ στον Λικάριο απονεμήθηκε το αξίωμα τού μεγάλου δούκα και διοικούσε τον στόλο.

Ἀλλ´ ἐκεῖνος ἅμ´ ἐπιβὰς τῆς πατρίδος καὶ ἅμα νόσῳ περιπεσὼν τελευτᾷ· διαδέχεται δὲ ὁ ἀδελφὸς ἐκείνου Γουλίελμος, ὃν καὶ γαμβρὸν Ἰωάννου ὁ λόγος παρίστα, ὁλοτελῶς τὴν τοῦ τεθνηκότος κυριότητα. Καὶ ἦν πρὸς Ῥωμαίους ἀντιφερόμενος, εἰ καὶ κατ´ ἔτος ὁ στόλος, ἐκεῖσε προσβάλλων, ἐκάκου τἀκείνου καὶ οὐδὲν εἴα ἀνύειν, περιζωσαμένου τὴν τοῦ μεγάλου δουκὸς ἀξίαν τοῦ Ἰκαρίου καὶ τὸν στόλον ἄγοντος.»

Βλέπε επίσης Sanudo, Regno di Romania, σελ. 125-26. O D. J. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus and the West, Καίμπριτζ, Μασσ., 1959, σελ. 235 και εξής, 295 και εξής φαίνεται να τοποθετεί τις εκστρατείες τού Λικάριο μερικά χρόνια πιο πριν.

[←116]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, Ι, 31 (CSHB, Βόννη, I, 88):

Ο αυτοκράτορας, ακούγοντας αφενός τα λύτρα και κρίνοντάς τα αποδεκτά –γιατί ο πρίγκιπας τού παρέδιδε πόλεις και εδάφη τής επικράτειάς του, δικό του μερίδιο στην Πελοπόννησο μεγάλης και σεβαστής αξίας– και θεωρώντας, από την άλλη, ότι ο Λατίνος θα ήταν υπήκοός του στο μέλλον και ότι οι Ρωμαίοι θα αποκτούσαν μεγαλοπρέπεια και θα κέρδιζαν από αυτό, αποφάσισε να συνάψει συνθήκη μαζί του σχετικά με αυτά τα πράγματα. Αφού τακτοποίησε αυτές τις υποθέσεις, τον απελευθέρωσε από τη φυλακή, μαζί με εκείνους τής ακολουθίας του που είχαν επιζήσει από τις κακουχίες τού εγκλεισμού, τον δέχθηκε με την τιμή που τού άρμοζε και τον έκανε μέλος τής οικογένειάς του, κάνοντάς τον και νονό τού γιου του μέσω ιερού βαπτίσματος, για να τού δείξει την απόλυτη εμπιστοσύνη του. Και λέγεται ότι επιβεβαίωσαν τη συνθήκη τους με φοβερούς όρκους, όπως λένε κάποιοι, και αφού κράτησαν ψηλά αναμμένους πυρσούς όταν εκφωνούσαν όρκους και κατάρες εκδίκησης, στη συνέχεια τούς έσβησαν, ιεροτελεστία που εφάρμοζαν οι Ιταλοί για να επιβεβαιώσουν τούς αφορισμούς τους. Οι αμοιβαία συμφωνημένοι όροι ήσαν ότι ο πρίγκιπας θα έδινε στους Ρωμαίους και τον αυτοκράτορά τους άμεση και μόνιμη κυριαρχία στα ακόλουθα μέρη στην Πελοπόννησο: Μονεμβασία, Μάνη, Γεράκι και Μυστρά –με μη αποφασισμένο το καθεστώς τού Ναυπλίου και τού Άργους– καθώς και ολόκληρη την περιοχή γύρω από την Κινστέρνα, περιοχή πολύ μεγάλη και γεμάτη πλούτο, ενώ ο ίδιος ο πρίγκιπας θα ανακηρυσσόταν υπήκοος των Ρωμαίων και τού αυτοκράτορα, παίρνοντας από αυτούς ένα αξίωμα ως ένδειξη τής υποταγής του. Και ο αυτοκράτορας, αφού τον τιμούσε με το αξίωμα τού μεγάλου δομέστικου, θα τον έστελνε πίσω με τιμή, μαζί με όλους όσους ζούσαν ακόμη από τη συνοδεία του. Όταν έγινε η συνθήκη σύμφωνα με αυτούς τούς όρους, ο αυτοκράτορας τον έστειλε πίσω δεόντως με τις κατάλληλες τιμές και έστειλε μαζί του εκείνους που είχαν καθήκον να παραλάβουν τα λύτρα. Και ο πρίγκιπας επέστρεψε στα εδάφη του με τούς τίτλους τού πρίγκιπα τής Αχαΐας και τού μεγάλου δομέστικου των Ρωμαίων. Και όταν έφτασε, παρέδωσε τα λύτρα χωρίς καθυστέρηση, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί. Θα παρέμενε πιστός στους όρους τής συνθήκης με τούς Ρωμαίους, περήφανος για το αξίωμά του στην αυτοκρατορία των Ρωμαίων, αν ο πάπας δεν άκουγε τα νέα και, υποκινούμενος από τον βασιλιά —που τον πλησίασε και τού έκανε έκκληση, γιατί αιώνια ειρήνη με τούς Ρωμαίους δεν φαινόταν να είναι προς όφελός του— έσπασε τη συνθήκη και ακύρωσε τούς όρκους, επειδή ο πρίγκιπας είχε ενεργήσει όντας στη φυλακή και σε αναπότρεπτα δεσμά και χωρίς την επιθυμητή ελεύθερη βούληση. Ως αποτέλεσμα, ξέσπασε αμέσως συνεχής και τρομερός πόλεμος μεταξύ των μερών τής συνθήκης. Και αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε.

«Ὁ δέ γε βασιλεύς, ἀκούσας μὲν καὶ τὰ λύτρα καὶ διαγνοὺς ἱκανά—πόλεις γὰρ ἐδίδου καὶ χώρας, ἀπόμοιραν ἑαυτοῦ ἐν Πελοπονήσῳ, ἱκανὰς εἰς δεσποτείας σέμνωμα μέγα—, ἀποβλέψας δὲ καὶ πρὸς τὴν εἰσέπειτα τοῦ Λατίνου δουλείαν, ὡς ἐντεῦθεν καὶ μεγαλύνεσθαι τοὺς Ῥωμαίους καί γε κερδαίνειν, ἔγνω σπείσασθαι τὰ πρὸς τοῦτον. Ἐπὶ ῥητοῖς γοῦν ἐκβάλλει τοῦτόν τε τῆς φυλακῆς καὶ τῶν ἀμφ´ αὐτὸν ὅσοι περιῆσαν ἐν φυλακαῖς προσταλαιπωρούμενοι, τιμᾷ δὲ καὶ δεξιοῦται τοῖς πρέπουσι καὶ οὕτως ἑαυτῷ οἰκειοῦται ὥστε καὶ ἀνάδοχον αὐτὸν καταστῆσαι παιδὸς ἰδίου ἐκ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος κατά τινα πληροφορίαν μεγίστην· συνέθεντό τε μετὰ ταῦτα τοὺς ὅρκους φρικτούς, ὡς λέγουσί τινες, ὥστε καὶ φρύκτωρα ἀνάψαντας ἅμα τοῖς λεχθεῖσιν εἰς ὅρκους καὶ ἀρὰς τὰς παλαμναιοτάτας σβῆναι ποιῆσαι, ὃ δὴ καὶ εἰς ἀσφαλὲς τοῖς Ἰταλοῖς τῶν παρ´ ἐκείνοις ἀφορισμῶν τελεῖται. Ἦσαν δὲ σφίσιν αἱ συνθεσίαι ἦ μὴν τὸν μὲν πρίγκιπα Ῥωμαίοις δοῦναι καὶ βασιλεῖ ἐξ αὐτῆς κατασχεῖν εἰς δεσποτείαν ἀναφαίρετον τὰ κατὰ Πελοπόνησον ταῦτα, Μονεμβασίαν, Μαΐνην, Ἱεράκιον, Μυζηθρᾶν—Ἀνάπλιον δὲ καὶ Ἄργος ἐν ἀμφιβόλοις ἐτίθει—καὶ ἅμα πᾶν τὸ περὶ τὴν Κινστέρναν θέμα, πολύ γε ὂν τὸ μῆκος καὶ πολλοῖς βρύον τοῖς ἀγαθοῖς, καί γε αὐτὸν ἐς ἀεὶ δοῦλον κεκλῆσθαι Ῥωμαίων καὶ βασιλέως καὶ ὀφφίκιον ἐντεῦθεν εἰς δουλείας σημεῖον ἀποφερόμενον, τὸν δέ γε βασιλέα, σεμνύναντα τοῦτον τῷ τοῦ μεγάλου ἀξιώματι δομεστίκου, μετὰ τιμῆς ἀποστεῖλαι συνάμα τοῖς ἀμφ´ αὐτόν, ὅσοι καὶ περιόντες ἦσαν. Καὶ δὴ ἐπὶ τούτοις γεγονυιῶν τῶν σπονδῶν, αὐτὸν μὲν ἀπέστελλε σὺν τιμαῖς πρεπούσαις, τοὺς δέ γε ληψομένους τὰ λύτρα προσεπεπόμφει. Καί γε ὁ πρίγκιψ τὰ ἴδια κατελάμβανε, πρίγκιψ Ἀχαΐας καὶ μέγας δομέστικος Ῥωμανίας ἐπιφημιζόμενος, καὶ ἅμα τῷ ἐπιστῆναι, μηδὲν μελλήσας, ἀπεδίδου τὰ λύτρα, ὡς προϋπέσχετο. Κἂν ἐνέμεινε καὶ ἐς τέλος ἐνσπόνδως ἔχων πρὸς Ῥωμαίους, τῷ τῆς Ῥωμαΐδος κλεϊζόμενος ὀφφικίῳ, εἰ μή γε ὁ πάπας ἀκούσας, παροξυνθεὶς καὶ ταῦτα πρὸς τοῦ ῥηγός, καὶ αὐτοῦ γε προσδραμόντος καὶ ἱκετεύσαντος—οὐ γὰρ εἰς συνοῖσον ἐδόκει οἱ τὸ διὰ τέλους σπένδεσθαι πρὸς Ῥωμαίους—, τὰς συνθήκας ἐκείνας διέλυε καὶ τοὺς ὅρκους παρ´ οὐδὲν ἐτίθει, ὡς ἐν φυλακῇ καὶ ἀφύκτοις δεσμοῖς καὶ μὴ ἑκουσίως, ὡς ἐχρῆν, πράττοντος. Ὅθεν καὶ εἰς τὸ μετέπειτα συνεχεῖς καὶ μεγάλοι σφίσι καὶ ἀμφοτέροις ἀνερρώγασι πόλεμοι. Καὶ ταῦτα μὲν ἐπράττετο τῇδε.»

Η μάχη τής Πελαγονίας και οι συνέπειές της έχουν περιγραφεί πιο πάνω. Οι πηγές που σχετίζονται με το τίμημα που πλήρωσε ο πρίγκηπας Γουλιέλμος για την απελευθέρωσή του έχουν συγκεντρωθεί στο Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1895, σελ. 38-39.

[←117]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 136.

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 31 (CSHB, Βόννη, I, 328):

Ο Ιωάννης, ο μεγάλος άρχοντας, απέρριψε την προσφορά σε ό,τι τον αφορούσε, καθώς δεν ήταν δυνατό να συνάψει γάμο λόγω τής κακής υγείας του και τής επώδυνης ποδάγρας με την οποία πάλευε. Είχε όμως έναν αδελφό, τον νεαρό Γουλιέλμο, τον οποίο πρότεινε ως κατάλληλο για τη συμμαχία και τον παρουσίασε ως πολύ χρήσιμο άνθρωπο. Δήλωσε όμως ότι αυτή η συμμαχία δεν θα ολοκληρωνόταν παρά αργότερα και οι συμφωνίες θα παρέμεναν ως είχαν. Αυτό έγινε. Τού έδωσε τότε τριακόσιους ιππότες, ή και περισσότερους, όπως λένε, και τον έστειλε αμέσως. Ήσαν έμπειροι άνδρες και ο καθένας ανώτερος από πολλούς. Τούς πήρε και, αφού επανήλθε γρήγορα στους δικούς του, για να μην τον δει κανείς, και αφού καρτερούσε την ευνοϊκή στιγμή, συνάντησε ανθρώπους που δεν είχαν αίσθηση τού τι είχε συμβεί και που δεν περίμεναν τίποτε, αλλά ζούσαν με πλήρη χαλάρωση τού μυαλού, καθώς ο Ιωάννης παρέμενε κλεισμένος μέσα.

«…Ὁ δὲ μέγας κύριος Ἰωάννης τὰ καθ´ αὑτὸν μὲν παρῃτεῖτο, ὡς μηδ´ εἶναί οἱ δυνατὸν ἐπὶ συζυγίᾳ καταληφθῆναι, ἀσθενεῖ γε ὄντι καὶ ποδάγρᾳ δεινῇ προσπαλαίοντι, ἀδελφὸν δέ οἱ εἶναι τὸν παῖδα Γουλίελμον, ὃν καὶ εἰς κῆδος οἷον ἐκεῖνος προὔτεινε καὶ λίαν χρήσιμον παρεδείκνυ. Ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ κήδους καὶ ὕστερον ἔλεγε τελεσθήσεσθαι, τῶν συναλλαγμάτων κειμένων· ὃ δὴ καὶ γέγονε. Τότε δὲ τριακοσίους καβαλλαρίους δοὺς αὐτῷ ἢ καὶ πλείους, ὡς λέγεται, ἐξ αὐτῆς ἀποπέμπει, ἄνδρας ἀρεϊκοὺς καὶ πολλῶν τινων καθυπερτεροῦντας· οὓς λαβὼν καὶ τοῖς αὑτοῦ προσμίξας διὰ ταχέων, ὡς μηδενὶ φωραθείη, καιρὸν ἐπιτηρήσας, ἐμπίπτει τῶν πραχθέντων μὴ αἰσθανομένοις μηδέ τι προσδοκῶσιν, ἀλλ´ ἐν ἀνέσει παντοίᾳ διάγουσι λογισμῶν, ὡς ἔνδον ἐγκεκλεισμένου…»

[←118]

Στο ίδιο, V, 27 (CSHB, Βόννη, I, 413):

Οι κάτοικοι τής Θήβας επέλεξαν για κύριό τους τον Γουλιέλμο, τον αδελφό τού Ιωάννη. Ο αυτοκράτορας συμπεριφέρθηκε στον Ιωάννη πολύ ανθρώπινα, τον άφησε ελεύθερο και τού υποσχέθηκε την κόρη του σε γάμο. Όμως ο γάμος παρέμεινε μετέωρος και υπόσχεση μόνο, γιατί μόλις ο Ιωάννης επέστρεψε στην πατρίδα του, αρρώστησε και πέθανε. Ο αδελφός του Γουλιέλμος, τον οποίο η αφήγηση παρουσιάζει ως γαμπρό τού Ιωάννη, διαδέχθηκε τον θανόντα σε όλα τα δικαιώματα κυριαρχίας του. Ήταν εχθρικός προς τούς Ρωμαίους, αν και κάθε χρόνο ο στόλος εισέβαλλε εκεί, υπονόμευε τα εδάφη του και δεν τού επέτρεπε να πετύχει τίποτε, ενώ ο Λικάριο ανέλαβε το αξίωμα τού μεγάλου δούκα και διοικούσε τον στόλο.

«…Ὁ μέντοι γε τῶν Θηβῶν λαὸς τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου Γουλίελμον μέγαν κύριον ἀντικαθιστᾶσιν. Ἐκεῖνον δ´ ἀγήλας ὁ βασιλεὺς καὶ δοκιμάσας λαμβάνειν γαμβρὸν ὑφ´ ὅρκοις ἀσφαλέσιν ἀπέλυε· μετέωροι δ´ ἦσαν οἱ γάμοι καθ´ ὑποσχέσεις καὶ μόνας. Ἀλλ´ ἐκεῖνος ἅμ´ ἐπιβὰς τῆς πατρίδος καὶ ἅμα νόσῳ περιπεσὼν τελευτᾷ· διαδέχεται δὲ ὁ ἀδελφὸς ἐκείνου Γουλίελμος, ὃν καὶ γαμβρὸν Ἰωάννου ὁ λόγος παρίστα, ὁλοτελῶς τὴν τοῦ τεθνηκότος κυριότητα. Καὶ ἦν πρὸς Ῥωμαίους ἀντιφερόμενος, εἰ καὶ κατ´ ἔτος ὁ στόλος, ἐκεῖσε προσβάλλων, ἐκάκου τἀκείνου καὶ οὐδὲν εἴα ἀνύειν, περιζωσαμένου τὴν τοῦ μεγάλου δουκὸς ἀξίαν τοῦ Ἰκαρίου καὶ τὸν στόλον ἄγοντος.»

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 126-27. Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 141.

[←119]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 127.

[←120]

Sanudo, Regno di Romania, σελ. 106.

[←121]

Judicum Venetorum in causis piraticis contra Graecos decisiones, στο Tafel και Thomas, Urkunden, III (1857, ανατύπ. 1964), 159-281, με περιγραφή τής πειρατείας τού Βουλαγρίνου [σελ. 219] και αναφορές στον Λικάριο [σελ. 237 και 259]. Ο λατινικός κλήρος περνούσε τόσο άσχημα, όσο και ο λαός [στο ίδιο, σελ. 170-71]. Ο Βουλγαρίνος καταγόταν προφανώς από την Αναία (Ania) στη ακτή τής Καρίας απέναντι από το νησί τής Σάμου. Η Αναία ήταν φωλιά πειρατών.

[←122]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 16, φύλλο 74. R. J. Loenertz, «Marino Dandolo, seigneur d’ Andros, et son conflit avec l’ eveque Jean, 1225-1238», στο Byzantina et Franco-Graeca (1970), σελ. 414-15 [άρθρο ανατυπωμένο από Orientalia Christiana periodica, XXV (1959), 165-81] και Auvray, Les registres de Grégoire IX, I (1896), αριθ. 1053, στήλες 613-14.

Στις αρχές τής δεκατίας τού 1850, όταν ετοίμαζε τη μελέτη του για την Άνδρο, ο Hopf δεν γνώριζε κανέναν επίσκοπο τής νησιωτικής έδρας πριν από τον Ιωάννη ντε Σάντα Καταρίνα από τη Μπολώνια, ένα Καρμελίτη, τον οποίο είχε χειροτονήσει ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Νικόλαος στις 14 Αυγούστου 1345 στο Νεγκροπόντε [Daniel a Virgine Maria, Speculum Carmelitanum, II (Antwerp, 1680), αριθ. 3268, σελ. 933, αναφερόμενο από Hopf, Andros, I (1855), 51 (βλέπε πιο κάτω για την εργασία τού Hopf) και πρβλ. Eubel, Hierarchia, I, 89].

Για τον Λατίνο πατριάρχη Σίμον βλέπε Leo Santifaller, Beiträge zur Geschichte des Lateinischen Patriarchats von Konslantinopel (1204-1261), Weimar, 1938, σελ. 36-37.

[←123]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (1907), αριθ. 4581, στήλες 1161-62. Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, σελ. 404-5. Παρά το γεγονός ότι ο επίσκοπος Άνδρου περιλαμβάνεται στους παραλήπτες των παπικών επιστολών με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1239 και 16 Νοεμβρίου 1240 [Reg. Greg. IX, II, αριθ. 4702, στήλη 1203 και δέσμη 12 (Παρίσι, 1910), αριθ. 5308, στήλη 324], δεν είναι σαφές αν πραγματικά αποκαταστάθηκε ποτέ στην επισκοπική του έδρα. Για τον Λατίνο πατριάρχη Νικολό ντι Κάστρο Αρκάτο βλέπε Eubel, Hierarchia, I, 206 και ιδιαίτερα Santifaller, Beiträge, σελ. 38-42.

[←124]

Karl Hopf, «Geschichte der Insel Andros und ihrer Beherrscher in dem Zeitraume von 1207-1566», Sitzungs-berichte der philosophisch-philologischen und historischen Classe der k. Académie der Wissenschoften zu Wien, XVI (1855), 39-40 (αναφερόμενο αλλού ως Andros, I) και «Urkunden und Zusatze zur Geschichte der Insel Andros und ihrer Beherrscher in dem Zeitraume von 1207 bis 1566», στο ίδιο, XXI (1856-57), έγγραφο I, σελ. 238-39 (αναφερόμενο αλλού ως Andros, II). Πρβλ. Loenertz, «Marino Dandolo …», Byzantina et Franco-Craeca, σελ. 405-6.

Oι μελέτες τού Hopf, αν και πολύτιμες (που μάλιστα άνοιξαν νέους δρόμους), περιέχουν πολλές λάθος εικασίες και εσφαλμένα γενεαλογικά στοιχεία, που διορθώθηκαν σε κάποιο βαθμό από τον Loenertz, ό. π., σελ. 399- 419. Τα διατάγματα τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio) που ξεκίνησαν ενέργειες εναντίον των Τζερεμία και Αντρέα Γκίζι στις 11 Αυγούστου 1243 και καταγράφονται μεταξύ των «διαβουλεύσεων για ειδικά άτομα» (consilia specialium personarum), επανεκδόθηκαν από τον Roberto Cessi, Deliberazioni del Maggior Consiglio di Venezia, II (Μπολώνια, 1931), αριθ. 1-2, σελ. 141-42.

[←125]

Hopf, Andros, II, έγγραφο ii, σελ. 239-40. Cessi, Deliberazioni del Maggior Consiglio, II, τμήμα XIIII, έγγραφο II, σελ. 119-20: «… δεκατέσσερις μέρες από την είσοδο τού Μαρτίου … τέσσερις μέρες πριν βγει ο προαναφερθείς Μάρτιος…» (… die xiiii intrante marcio … die quarto exeunte suprascripti mensis marcii…).

[←126]

Hopf, Andros, II, έγγραφο iii, σελ. 240. Cessi, Maggior Consiglio, II, αριθ. 6, σελ. 143.

[←127]

Hopf, Andros, II, έγγραφο iv, σελ. 241. Cessi, Maggior Consiglio, II, αριθ. 17, σελ. 145, ο οποίος χρονολογεί το έγγραφο στις 10 Ιανουαρίου 1258, «δευτέρας ινδικτιώνος» (indictione secunda, δηλαδή 1259).

[←128]

Hopf, Andros, II, έγγραφο v, σελ. 241. Cessi, Maggior Consiglio, II, αριθ. 18, σελ. 146, «τέσσερις μέρες πριν βγει ο Μάρτιος» (die IIII exeunte marcio), δηλαδή στις 28 Μαρτίου.

[←129]

Hopf, Andros, II, έγγραφο vi, σελ. 241-42. Cessi, Maggior Consiglio, II, αριθ. 128, σελ. 167-68. Οι καταγγελίες εναντίον τού Αντρέα τον κατηγορούσαν ότι «λήστευε στη θάλασσα» (se esse raubatos in mari) [στο ίδιο, αριθ. 18, σελ. 146]. Για τη σταδιοδρομία του βλέπε Loenertz, «Genealogie des Ghisi», Orientalia Christiana periodica, XXVIII (1962), αριθ. 3, σελ. 127 και ιδιαίτερα Les Ghisi (1975), σελ. 38-43, 75. O Αντρέα ζούσε ακόμη τον Φεβρουάριο τού 1260, όχι τού 1266, όπως αναφέρεται στο Loenertz, στο ίδιο, σελ. 42, για το οποίο βλέπε το έγγραφο στις 22 Δεκεμβρίου 1284 [στο ίδιο, σελ. 284].

[←130]

Hopf, Andros, II, έγγραφο vii, σελ. 242. Cessi, Maggior Consiglio, II, αριθ. 142, σελ. 170.

[←131]

Hopf, Andros, II, έγγραφο viii, σελ. 242-45.

[←132]

Hopf, Andros, I, ιδιαίτερα σελ. 39-51. Marino Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes (1873), σελ. 112-14. Επίσης βλέπε περίληψη όλης τής υπόθεσης στο D. Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, σελ. 273-80.

[←133]

Hopf στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 320b (ανατύπ. 1960, I, 254b), C. Minieri- Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Archivio storico italiano, 4η σειρά, III (1879), 162.

[←134]

Πρβλ. Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 320b-21a (ανατύπ., I, 254b-55a), ο οποίος αναφέρει έγγραφα (που καταστράφηκαν τον Σεπτέμβριο τού 1943) από τα Ανδεγαυά αρχεία στη Νάπολη.

[←135]

Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 320a, 321a, 322b, 332 και εξής (ανατύπ., I, 254a, 255a, 256b, 266 και εξής). Πρβλ. Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 262-63. Ο Νικόλαος Β΄ τού Σαιν Ομέρ ήταν ακόμη «εκπρόσωπος και βαΐλος» (vicarius et bajulus) τού πριγκηπάτου στις 16 Ιουλίου 1289, όπως φαίνεται από βασιλική εντολή που εκδόθηκε προς αυτόν κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία [Charles Perrat και Jean Longnon (επιμ.), Actes relatifs à la principauté de Morée (1289-1300), Παρίσι, 1967, έγγραφο 3, σελ. 23].

Για τον Νικόλαο, για το κάστρο που έχτισε στη Θήβα, για τα οχυρά του στον Μοριά και για τον διορισμό του ως βαΐλου, σημειώστε το Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt (1904), στιχ. 8056-8109, σελ. 522-26:

« Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ νὰ λέγω διὰ ἐκεῖνον,
τὸν μισὶρ Γγὶ ντὲ λὰ Ρότζε, τὸν Μέγαν Κύρη ἐκεῖνον,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ διὰ τὸν μισὲρ Νικόλαον,
τὸ ἐπίκλην τοῦ ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, τὸ πῶς γὰρ εὐλογήθη
κι ἀπῆρεν εἰς γυναῖκαν του τὴν πριγκίπισσαν Μορέως,
ἐκείνη ὅπου ἦτον σύμβια τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ἀπόμεινε ἡ πριγκίπισσα, ἐκείνη ἡ γυνή του,
(ἐνῷ ἦτον αὐταδέλφισσα ἐκεινοῦ τοῦ Δεσπότου,
κὺρ Νικηφόρου ἐκεινοῦ, τοῦ ἀφέντη γὰρ τῆς Ἄρτας),
χήρα, καὶ ἦτον στὸν Μορέαν κ᾿ εἶχεν χωρία πλεῖστα,
ἐνῷ ἐκράτει καὶ ἐνομεύετον στὸν κάμπον τοῦ Μορέως·
ὡσαύτως στὸ καστελλανίον, ἐκεῖνο τῆς Καλαμάτας,
εἶχεν ὅπου ἀφέντευεν χώραν τὸ Μανιατοχῶριν,
τὸν Πλάτανον καὶ τὸ Γλυκὺ κι ἄλλα χωρία μετ᾿ αὖτα.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Νικόλαος ντὲ Σαίντ Ὀμὲρ ὁ γέρος,
ὡς ἦτον μέγας κ᾿ εὐγενὴς κ᾿ εἶχε πολὺ λογάριν,
καὶ ἦτον ἀποθάνοντα ἡ πρώτη του γυναῖκα,
(ὅπου ἦτον γὰρ πριγκίπισσα τῆς πόλεως Ἀντιοχείας,
ἀπὸ τὴν ὅποιαν ἔλαβεν πλοῦτος, λογάρι εἰς δόξαν),
ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ἰσιάστηκεν κι ἀπῆρεν
ἐκείνην τὴν πριγκίπισσαν, ὅπου ἦτον τοῦ Μορέως,
γυναῖκαν του εὐλογητικὴν, οὕτως τὴν εὐλογήθη,
καὶ δι᾿ αὐτὸ ἦλθεν στὸν Μορέαν καὶ ἦτον μετ᾿ ἐκείνην.
Ἀπὸ τοῦ πλούτου τοῦ πολλοῦ, τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν,
τὸ κάστρον τοῦ Σαὶντ Ὀμερίου, ὅπου ἦτον εἰς τὴν Θήβαν,
ἐποίησεν, κ᾿ ἔχτισεν αὐτὸ κάστρο ἀφιρὸν εἰς σφόδρα·
οἰκήματα ἔποικε εἰς αὐτὸ διὰ ἕναν βασιλέαν.
Ἔποικεν γὰρ κ᾿ ἐχτίσεν το κ᾿ ἐκαταϊστόρησέν το
τὸ πῶς ἐκουγκεστήσασιν οἱ Φράγκοι τὴν Συρίαν.
Τὸ ὅποιον ἐχαλάσασιν μετὰ ταῦτα ἡ Κουμπάνια
διὰ φόβον ὅπου εἴχασιν ἀπὸ τὸν Μέγαν Κύρην,
τὸν δοῦκαν γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, τὸν λέγουσιν Γατιέρην·
πολλάκις μὴ τὸ ἔπιασεν κ᾿ ἐσέβηκεν εἰς αὖτο
καὶ μετὰ ἐκεῖνο ἐκέρδισε τὸ Μεγαλοκυρᾶτο.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικαν οἱ δόλοι Κατελάνοι
κ᾿ ἐτέτοιον κάστρο ἐχάλασαν κ᾿ ἐτέτοιον δυναμάριν!
Ὡσαύτως καὶ ἐποίησεν μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος
στὴν χώραν τοῦ Μανιατοχωρίου, ἕναν μικρὸν καστέλλιν
διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου του κατὰ τῶν Βενετίκων.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἔχτισεν τὸ κάστρον τοῦ Ἀβαρίνου
εἰς λογισμὸν καὶ εἰς σκοπὸν νὰ ποιήσῃ πρὸς τὸν ρῆγαν,
νὰ τὸ ἔχῃ δώσει εἰς κληρονομίαν ἐκεινοῦ καὶ τοῦ ἀνεψίου του,
τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος, μισὶρ Νικόλας ἄκω.
Ἐνταῦτα ἔδραμε ὁ καιρὸς κι ἀπόθανε ὁ Μέγας Κύρης,
ὅπου ἦτον μπάϊλος στὸν Μορέαν καὶ μετ᾿ ἐκείνου ἐτέθη
μπάϊλος βικάριος ντζενερὰλς ὁ μισὶρ Γγὶς ἐκεῖνος,
τὸν ἔλεγαν γὰρ Τρεμουλᾶν, ἀφέντην τῆς Χαλαντρίτσας.
Κι ἀφότου γὰρ ἀπόθανεν ὁ Τρεμουλᾶς ἐκεῖνος
ἀπόστειλεν προστάγματα ἀπὸ τὴν Πούλια ὁ ρῆγας
τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, νὰ ἔνι ἐκεῖνος μπάϊλος.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἐπαράλαβεν τὸ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου
κ᾿ ἔπραττε κ᾿ ἐδιόρθωνε τὸν τόπον εἰς εἰρήνην,
ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ποῦ ἦτον ἀπάνω εἰς ὅλους.»

Για την κατασκευή τού κάστρου Δημάτρα από τον Γουλιέλμο ντε λα Ρος, στο ίδιο, στιχ. 7997-8000, σελ. 518:

«Κ᾿ ἐτότε εἰς τὴν ἡμέραν του ἔχτισε τὴν Δημάτραν,
τὸ κάστρον ποῦ ἦτον στὰ Σκορτά, τὸ χάλασαν οἱ Ρωμαῖοι·
ἀτός του ἐστάθηκεν ἐκεῖ ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης
ἕως οὗ καὶ ἐπληρώθηκεν τὸ κάστρον τῆς Δημάτρας.»

[←136]

Perrat και Longnon, Actes relatifs à la principauté de Morée, έγγραφο 9, σελ. 29-31 και πρβλ. έγγραφο 55, σελ. 61-62. Προφανώς οι Ανδεγαυοί έστελναν δικαστές και συμβολαιογράφους από την Ιταλία στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας «για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση τής δικής τους αυλής» (pro quibuslibet Curie sue negociis) [στο ίδιο, έγγραφο 51, σελ. 58-59]. Στις 12 Μαρτίου ο Κάρολος Β΄ εξουσιοδότησε τον Φλωρέντιο να παραλάβει τον φόρο τιμής από τον Μπαρτολομμέο Α΄ Γκίζι, άρχοντα Τήνου και Μυκόνου [έγγραφα. 12-13, σελ. 33-34]. Ο Μπαρτολομμέο ήταν γιος τού Αντρέα, ενός από τούς κατακτητές τού Αρχιπελάγους το 1207. Ήταν πολύ γέρος το 1290 [Loenertz, «Genealogie des Ghisi», Orientalia Christiana periodica, XXVIII (1962), 127, 130, 149, 150-51, 152, 325 και εξής και Les Ghisi (1975), σελ. 90, 95-96, 98, 99, 101, 104, 106, 113, 362, 364].

[←137]

Perrat και Longnon, Actes, εισαγωγή, σελ. 11-12.

[←138]

Στο ίδιο, έγγραφα 16-17, σελ. 36. Από τις 26 Μαΐου 1290 ο Κάρολος Β΄ εγκατέλειψε τον τίτλο Πρίγκηπας τής Αχαΐας και διέταξε να αφαιρεθεί αυτός από τη «μεγάλη σφραγίδα τής Μεγαλειότητάς μας», ενέργεια που αναφέρεται σε βασιλική εντολή τής 21ης Ιουλίου 1290 [στο ίδιο, έγγραφο 19, σελ. 38 και πρβλ. Longnon, L’ Empire latin, σελ. 266].

[←139]

Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 22, σελ. 41. Την ίδια μέρα (14 Σεπτεμβρίου 1291) ο Κάρολος έγραψε στον Νικόλαο Β΄ τού Σαιν Ομέρ, πρώην βαΐλο τού πριγκηπάτου (1287-1289), να παραλάβει την πράξη απόδοσης φόρου τιμής τού Χιού χωρίς επιφύλαξη για τις διεκδικήσεις και τα δικαιώματα τού Φλωρέντιου και τής Ισαβέλλας [στο ίδιο, έγγραφο 23, σελ. 42-43], ενώ παρόμοιο σημείωμα στάλθηκε και στον Χιού [έγγραφο 24, σελ. 43].

[←140]

Στο ίδιο, έγγραφο 26, σελ. 44, με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1291:

«… φαίνεται από βασιλική εντολή, ότι ο πρίγκηπας Αχαΐας και μαζί η δούκισσα Αθηνών, από τη δική της πλευρά, πρέπει να προσέλθουν σε αυτόν [τον βασιλιά Κάρολο] αμέσως, ώστε κατά την προσεχή γιορτή τής γέννησης τού Κυρίου να εμφανιστούν στην Προβηγκία … με επαρκώς προετοιμασμένο επίσημο και νόμιμο αντιπρόσωπο για τα δικαιώματά τους…».

Πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 56, σελ. 62.

(… de regio mandato procedit ut princeps A[c]hahie consorsque ipsius et ducissa Athenarum, ex parte sui, coram eo [Karolo rege] citentur instanter ita quod infra festum Nativitatis dominice primo futurum compareant in Provincia … per sollempnem et legitimum procuratorem de jure illorum sufficienter instructum …)

[←141]

Στο ίδιο, έγγραφο 31, σελ. 47.

[←142]

Στο ίδιο, αριθ. 66, σελ. 69.

[←143]

Ramón Muntaner, Cronica, κεφ. 244, επιμ. Karl Lanz, Chronik des edlen En Ramón Muntaner, Στουγκάρδη, 1844, σελ. 437-38. O Βονιφάτιος ήταν γιος τού Φραντσέσκο και εγγονός τού Τζιλμπέρτο Α΄ τής Βερόνα, τριάρχη τού Νεγκροπόντε [Πρβλ. R. J. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont», Byzantion, XXXV (1965), reg. αριθ. 107, σελ. 265-66, et passim].

[←144]

Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 100, σελ. 101-2. Ο βασιλιάς πήρε επίσης υπό την προστασία του τις μωραΐτικες κτήσεις τού Γκυγιώ [έγγραφο 101, σελ. 102].

[←145]

Στο ίδιο, έγγραφα 106-7, σελ. 105-7 και σημειώστε έγγραφα 109-11, σελ. 108-10.

[←146]

Στο ίδιο, έγγραφο 108, σελ. 107-8, με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1294. Λέγεται ότι ο Φλωρέντιος και η Ισαβέλλα είχαν φυλακίσει τον Όθωνα τού Σαιν Ομέρ, για την άρνησή του να αποτίσει άμεσα σε αυτούς φόρο τιμής για το φέουδο που είχε μέσα στο αθηναϊκό δουκάτο [στο ίδιο, έγγραφο 134, σελ. 128, με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1295].

[←147]

Στο ίδιο, έγγραφο 21, σελ. 39-40.

[←148]

Στο ίδιο, έγγραφα 41, 43, 60-62, 64-65, 68. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περίοδου στάλθηκαν Ανδεγαυές αποστολές και στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄, απεσταλμένοι τού οποίου υπήρχαν συχνά στην αυλή τού Καρόλου Β΄, όπου γινόταν προσπάθεια διαπραγμάτευσης «διαρκούς ειρήνης» (pacis et amicitie perpetua firmitas) μεταξύ Νάπολης και Κωνσταντινούπολης, καθώς και γάμου μεταξύ τού μεγαλύτερου γιού τού Ανδρόνικου, τού Μιχαήλ [Θ΄] και τής Αικατερίνης των Κουρτεναί, κατ’ όνομα Λατίνης αυτοκράτειρας και κόρης τού Φιλίππου των Κουρτεναί, εκλιπόντος κατ’ όνομα Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης [στο ίδιο, έγγραφα 28-30, 32-34, 44, 50, 56, 62, 130, 143-44, 153-54, 158-59, 165, 169-73, 197, 218, 219].

[←149]

Στο ίδιο, έγγραφο 103, σελ. 103-4.

[←150]

Στο ίδιο, έγγραφο 116, σελ. 113-14, Chronique de Morrée, επιμ. Longnon (1911), παρ. 658-60, 974, σελ. 262-64, 381, Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 336-37 (ανατύπ., I, 270-71). Με μια άλλη «προσφορά έξη υφασμάτων στα τρία χρωματά μας» (sex samita de tribus coloribus), ο Φίλιππος πήρε επίσης το νησί τής Κέρκυρας και το κάστρο τού Βουθρωτού (Butrinto):

«… και ως εκ τούτου δεσμεύονται να προσφέρουν κάθε χρόνο στους εν λόγω κληρονόμους και διαδόχους μας έξι υφάσματα στα τρία χρώματά μας, σε αναγνώριση τού δικού μας μεγάλου κράτους, ύστερα από το σύνολο των προαναφερθέντων ή τού μεγαλύτερου μέρους τους, την κατοχή τού οποίου αναλαμβάνουν να έχουν» [Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 117, σελ. 114-115].

(…ac proinde sex samita de tribus coloribus nobis, dictisque nostris haeredibus et successoribus in recognitionem nostri majoris dominii, postquam omnium predictorum in totum, vel pro majori parte fuerint possessionem adepti, exhibere annis singulis teneantur)

Η δέσποινα Άννα Παλαιολογίνα τής Ηπείρου πήγε στην Ιταλία για τον γάμο τής κόρης της με τον Φίλιππο και καθώς η Άννα ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα της, ο Κάρολος Β΄ εξόπλισε τρεις γαλέρες, για να μεταφέρουν αυτήν και την ακολουθία της στην απέναντι ακτή τής Αδριατικής [στο ίδιο, έγγραφο 126, σελ. 120-21, με ημερομηνία 12 Ιανουαρίου 1295].

[←151]

Στο ίδιο, έγγραφα 80-81, 105, σελ. 83-85, 105.

[←152]

Στο ίδιο, έγγραφα 145-46, σελ. 134-35. Στις 8 Απριλίου 1295 ο Κάρολος Β΄ ανέθεσε σε δύο επιτρόπους να πάνε στην Ελλάδα και να παραλάβουν «το μυστήριο τής νομιμοφροσύνης και τον φόρο τιμής και την υπόσχεση υπηρεσίας» (sacramentum fidelitatis et ligium homagium ac promissiο servicii) από τη δούκισσα Ελένη των Αθηνών και τούς δύο αδελφούς της, τον Κωνσταντίνο και τον Άγγελο. O πρώτος από τούς δύο ήταν «δούκας» των Νεοπατρών [έγγραφα 147-49, σελ. 136-38]. Από αυτή την ημερομηνία προφανώς ο Κάρολος ήθελε να είναι η Αθήνα άμεσα εξαρτώμενη από το στέμμα του, αλλά τέτοια ήταν η αναποφασιστικότητά του, που δυσκολευόταν να καταλήξει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

[←153]

Στο ίδιο, έγγραφο 161, σελ. 145-46 και πρβλ. έγγραφα 162-63.

[←154]

Στο ίδιο, έγγραφα 188-89, σελ. 162.

[←155]

Στο ίδιο, έγγραφο 191, σελ. 163-65 και πρβλ. έγγραφο 192.

[←156]

Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 801-27, σελ. 318-27, Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 346 (ανατύπ., 1, 280), Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 277-78.

[←157]

Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 831-40, σελ. 329-33 και πρβλ. Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt (1904), στιχ. 7974-84, σελ. 516, 518:

«Καὶ ἔποικαν ἀμφότεροι τὸ ἀντρόγυνον ἐκεῖνο
υἱόν, τὸν ὠνομάσασιν μισὶρ Γγὶ ντὲ λὰ Ρότσε,
ὅστις γὰρ μετὰ τὴν θανὴν ἐκείνου τοῦ πατρός του
ἔζησεν καὶ ἐγένετον τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, τῆς Ρωμανίας τὸ ἐπίκλην.
Κι ὅταν ἐκατεστάθηκεν κ᾿ ἐγίνη καβαλλάρης,
ἰσιάστη μὲ τὴν πριγκίπισσαν, τὴν ντάμα Ζαμπέαν ἐκείνην,
ἐνῷ ἐκράτει τὸν τόπον του ἀπ᾿ αὐτὴν κ᾿ ἦτον κυρά του,
κι ἀπῆρε τὴν θυγάτηρ της βλογητικὴν γυναῖκαν·
Μαάτα τὴν ἐλέγασιν οὕτως τὴν ὠνομάζαν,
τοῦ πρίγκιπος γὰρ τοῦ Φλορᾶ ἦτον ἡ θυγατέρα.»

[←158]

Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 211, σελ. 181-82.

[←159]

Georges Digard, Les Registres de Boniface VIII, II (Παρίσι, 1890-1904), αριθ. 3175, στήλη 465. O Charles II ήταν υποτελής τής εκκλησίας για το βασίλειο τής Σικελίας και απέισε ο ίδιος φόρο τιμής στον Βονιφάτιο Η΄ στις 17 Φεβρουαρίου 1295 [στο ίδιο, I (Παρίσι, 1884-1907), αριθ. 117, στήλη 46]. Δεν ήσαν ασυνήθεις οι χορηγήσεις αδειών για γάμους μεταξύ εξ αίματος συγγενών βαθμού μικρότερου τού τέταρτου και ο Βονιφάτιος χορήγησε μια τέτοια τον Μάιο τού 1295 στον ίδιο τον Νικόλαο Γ΄ τού Σαιν Ομέρ [στο ίδιο, I, αριθ. 139, στήλη 53]. Τον Δεκέμβριο τού 1299 ο κόμης Ρικκάρντο τής Κεφαλονιάς και η Μαργαρίτα Βιλλεαρδουΐνη, κόρη τής Ισαβέλλας, πήραν παρόμοια άδεια [στο ίδιο, II, αριθ. 3285, στήλη 523].

[←160]

Perrat και Longnon, Actes, έγγραφα 237-39, σελ. 201-2 και για την εξουσιοδότηση τής Ισαβέλλας να κάνει εκεχειρία με τον Ανδρόνικο Β΄ καλύπτουσα τα λατινικά εδάφη στη Ρωμανία, βλέπε στο ίδιο, έγγραφο 236, σελ. 201.

[←161]

Στο ίδιο, έγγραφο 220, σελ. 191 και πρβλ. έγγραφο 222, σελ. 192.

[←162]

Στο ίδιο, έγγραφο 232, σελ. 198-99.

[←163]

Πρβλ. στο ίδιο, έγγραφο 147, σελ. 136.

[←164]

Στο ίδιο, έγγραφα 155-56, σελ. 141-43 και πρβλ. έγγραφο 161, σελ. 145-46.

[←165]

Στο ίδιο, έγγραφα 183-84, σελ. 159.

[←166]

Στο ίδιο, έγγραφο 185, σελ. 160, με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1296. Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 355 (ανατύπ., I, 289).

[←167]

Γεώργιος Παχυμέρης, Ανδρόνικος Παλαιολόγος, I, 25, CSHB, Βόννη, II, 67-68:

Όταν το έμαθε αυτό, ο αυτοκράτορας αγανάκτησε. Έμαθε επίσης ότι ο Μιχαήλ, ο γιος τού Ιωάννη Δούκα, τού σεβαστοκράτορα τής Δύσης, επιδείκνυε μεγάλη δραστηριότητα. Υποψιαζόταν την τόλμη τού ενός [τού Κοτανίτζη], αλλά ανέβαλε την εξέταση τής υπόθεσής του μέχρι την κατάλληλη στιγμή, ενώ υποπτευόταν σοβαρά την άμεση δραστηριότητα τού άλλου [τού Μιχαήλ], που θα ήταν άκαμπτος εχθρός, όποιο κι αν ήταν το αντικείμενο τής επίθεσής του. Συζητάει το θέμα και συνεννοείται με τη δική του εξαδέλφη, τη βασίλισσα Άννα. Επιδιώκοντας όσο καλύτερα μπορούσε να είναι σύμφωνη με τον αυτοκράτορα και να αποκρούσει ένα κακό που την άγγιξε πολύ στενά, υποσχέθηκε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για να κυνηγήσει τον ανιψιό της με οποιονδήποτε τρόπο, να μην τον αφήσει να κατακτήσει τίποτε και, όταν σίγουρα θα μπορούσε να το πιάσει, να τον στείλει στον αυτοκράτορα.

«Ὅπερ μαθὼν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐν δεινῷ ποιησάμενος, ἐπεὶ καὶ τὸν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δούκα καὶ δυσικοῦ σεβαστοκράτορος υἱὸν Μιχαὴλ πολλὴν δραστηριότητα ἔχειν ἐμάνθανε, τοῦ μὲν τὸ θερμουργὸν ὑπονοῶν ὅμως εἰς καιρὸν ἐτίθει τὴν περὶ αὐτοῦ σκέψιν, τοῦ δὲ τὸ αὐτίκα δραστήριον τὰ πολλὰ ὑποπτεύσας ὡς ἐσομένου πολεμίου ἀπαραιτήτου πρὸς ὃ δὴ καὶ ὁρμήσειε. Λόγους τε κινεῖ περὶ τούτου καὶ τῇ ἰδίᾳ αὐτανεψίᾳ συσκέπτεται Ἄννῃ τῇ βασιλίσσῃ. Ἡ δ´ ἐκ τῶν δυνατῶν καὶ βασιλεῖ χαριζομένη καὶ γειτονοῦν κακὸν ἑαυτῇ ὠθοῦσα, ὡς εἶχε καθυπισχνεῖτο παντοίως τὸν ἀνεψιὸν μετελθεῖν, καὶ μηδὲν ἀνεῖναι δουλαγωγῆσαι, καὶ ὡς δυνηθείη ἐκεῖνον περισχεῖν ἀφύκτως εἰς χεῖρας καὶ πέμπειν τῷ βασιλεῖ.

Ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε επίσης δυνάμεις, οι οποίες επρόκειτο να φτάσουν στη δύση μέσω ξηράς με τον πρωτοβεστιάριο Ταρχανειώτη και να δώσει μάχη στη Δημητριάδα. Έπρεπε να καταλάβει όλα τα εδάφη που μπορούσαν, σύμφωνα με τον νόμο τού πολέμου και τής μάχης, και να είναι έτοιμος να υποδεχθεί τον Μιχαήλ, τον οποίο θα έστελνε η Άννα, αν κατάφερνε να τον συλλάβει. Έχοντας κάνει αυτές τις ρυθμίσεις και πάρει αυτές τις αποφάσεις, ο αυτοκράτορας άφησε την Άννα να φύγει με ειρήνη και τιμή, ενώ ο ίδιος παρότρυνε τον πρωτοβεστιάριο να πάει στη Δύση, επιδιώκοντας να τον κερδίσει με κάθε τρόπο και επιλέγοντας να τού αποδώσει τις μεγαλύτερες τιμές, υποσχέθηκε να τον τιμήσει με το αξίωμα τού καίσαρα. Ο τελευταίος έλεγε ότι θα δεχόταν το αξίωμα που θα τού έδινε ο αυτοκράτορας, όταν θα έκανε προσωπικά κάποιο κατόρθωμα αντάξιο των Ρωμαίων, για να μην το πάρει ως δώρο, αλλά ως ανταμοιβή. Καθώς τότε χρειαζόταν τα χρήματα, ο αυτοκράτορας από την πλευρά του ζήτησε να αντληθούν τα χρήματα από το δημόσιο ταμείο, όπως διαβεβαίωσε αργότερα τούς συγγενείς του, ενώ το αυτοκρατορικό συμβούλιο έκρινε θεμιτό να το συγκεντρώσει από κοινή εισφορά. Αυτή ήταν το δέκατο τής πρόνοιας για τούς δικαιούχους τής πρόνοιας. Αυτό υποτίθεται ότι εισπράττονταν με εισφορά από την περιουσία των δεσποτών, αλλά ήταν οι πάροικοι που πλήρωναν τα πάντα, καθώς εκείνοι οι άνθρωποι επέβαλαν την εξουσία τους. Όταν μαζεύτηκε μεγάλη ποσό χρημάτων με αυτόν τον τρόπο, ο πρωτοβεστιάριος τα πήρε και όρμησε αμέσως με σημαντικά στρατεύματα στη Δημητριάδα και στην περιοχή της, οδηγώντας τα στρατεύματα από τη στεριά.

Συνέταττε δὲ καὶ δυνάμεις ὁ βασιλεὺς ἀφιξομένας συνάμα τῷ πρωτοβεστιαρίῳ Ταρχανειώτῃ πρὸς δύσιν πεζῇ καὶ τῇ Δημητριάδι ἐπιμιξομένας, ὡς κατασχεῖν μὲν ὁπόσον καὶ τῶν ἐκεῖ δυνηθεῖεν νόμῳ πολέμου καὶ μάχης, ἕτοιμον δ´ εἶναι λαμβάνειν πεμπόμενον παρὰ τῆς Ἄννης, εἰ κατασχεῖν εὐοδοῖτο, τὸν Μιχαήλ. Ταῦτα τάξας τε καὶ κυρώσας ὁ βασιλεὺς τὴν Ἄνναν μετ´ εἰρήνης ἀπέπεμπε καὶ τιμῆς, αὐτὸς δὲ παντοίως ὑποποιούμενος τὸν πρωτοβεστιάριον καὶ τιμᾶν αἱρούμενος τοῖς μεγίστοις, ὡς καὶ τῷ τοῦ Καίσαρος ἀξιώματι σεμνύειν καθυπισχνεῖσθαι, πρὸς τὴν δύσιν ὥρμα. Ὁ δὲ μόλις ἀξίωμα μὲν ἔλεγε τότε λαμβάνειν διδόντος, ὅτε καὶ αὐτὸς ἄξιόν τι Ῥωμαίοις ἐπεξεργάσεται κατόρθωμα, ὡς μὴ δωρεὰν ἀλλ´ ἆθλον λαμβάνειν. Τότε δὲ χρείας ἐνούσης χρημάτων αὐτὸς μὲν ἐκ τοῦ κοινοῦ ταμιείου, ὡς αὐτὸν διαβεβαιοῦσθαι πρὸς τοὺς οἰκείους ὕστερον, ἐζήτει τὰ χρήματα, ἡ δὲ περὶ τὸν βασιλέα βουλὴ ἐκ κοινῆς συγκροτήσεως συλλέγεσθαι ἐδικαίου. Ἡ δ´ ἦν τὸ τῆς προνοίας τῶν ἐχόντων προνοίας δέκατον. Ὃ δὴ καὶ συνήγετο μὲν ὡς δῆθεν ἐκ τῶν δικαίων τῶν δεσποτῶν, τὸ πᾶν δ´ οἱ παροικοῦντες ἀπετίννυον δυναστευόντων ἐκείνων. Συναχθέντων μὲν μεγάλων χρημάτων ἐντεῦθεν, ταῦτα λαβὼν ὁ πρωτοβεστιάριος ἅμα πλείσταις δυνάμεσιν ἐπὶ Δημητριάδος καὶ τῶν ἐκεῖ ταχέως ἐξώρμα, πεζῇ τὰς δυνάμεις ἄγων.»

Στο ίδιο, I, 27, CSHB, Βόννη, II, 72-77:

Καθώς περνούσε ο καιρός, πολύ σοβαρή αρρώστια έπεσε στον στρατό και προκάλεσε τον θάνατο των περισσότερων. Η πανούκλα έριξε τα βαριά χέρια της πάνω τους και οι άνθρωποι πέθαιναν μαζικά. Τελικά και ο ίδιος ο στρατηγός πρωτοβεστιάριος υπήρξε θύμα τής ασθένειας. Από τότε οι επιζήσαντες αποσύρθηκαν, χωρίς να έχουν πραγματοποιήσει κανένα κατόρθωμα. Αργότερα, η ίδια η βασιλίσσα, καθώς και ο σύζυγός της Νικηφόρος, κέρδισαν με πονηριά και εξαπάτησαν τον Μιχαήλ με όρκους, υποσχόμενοι να τον κάνον γαμπρό τους μέσω γάμου με την κόρη τους, χωρίς καν να υποψιαστεί αυτός το κώλυμα που υπήρχε λόγω συγγένειας. Τον άρπαξαν και τον έστειλαν αλυσοδεμένο στον αυτοκράτορα, από τον οποίο πήραν μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο αυτοκράτορας, που τον άφησε ελεύθερο υπό την επιτήρηση των φρουρών, τον τίμησε και τού υποσχέθηκε σε γάμο την ανιψιά του, κόρη τού Ασάν. Εκείνος όμως πολλές φορές προσπάθησε να φύγει, αλλά όλες τις φορές τον εμπόδιζε η τύχη και συλλαμβανόταν αμέσως και γι’ αυτόν τον λόγο τον έβαλαν στη φυλακή. Θα διηγηθώ, ακολουθώντας τη σειρά τής ιστορίας, μια από τις αποδράσεις του, την τελευταία, που έγινε ύστερα από χρόνια.

«Τοῦ γοῦν καιροῦ τριβομένου νόσος ἐμπίπτει τῷ στρατιωτικῷ βαρεῖα πάντῃ καὶ αὐτουργὸς τοῖς πολλοῖς θανάτου· βαρείας γὰρ χεῖρας ὁ λοιμὸς ἐκείνοις ἐφῆκε, καὶ ἐπασσύτεροι ἔθνησκον. Τέλος δὲ καὶ αὐτὸς ὁ στρατηγὸς πρωτοβεστιάριος νόσου γέγονε παρανάλωμα, κἀντεῦθεν οἱ περιληφθέντες μηδὲν τῶν γεναίνων πράξαντες ὑπανεζεύγνυον. Ὕστερον δὲ αὐτὴ καθ´ αὑτὴν ἡ βασίλισσα συνάμα τῷ ἀνδρὶ Νικηφόρῳ, δόλοις ὑπελθόντες καὶ ὅρκοις ἐξαπατήσαντες τὸν Μιχαὴλ ὡς γαμβρὸν ἐπὶ τῇ θυγατρὶ ἀξόμενοι, μηδ´ αὐτὸ τὸ κεκωλυμένον ἐκ γένους ὑπονοήσαντα ὑπὸ χεῖρας ποιοῦνται, καὶ τῷ βασιλεῖ, συχνὰ τῶν χρημάτων λαβόντες, πέμπουσι δέσμιον· ὃν ὁ βασιλεὺς ὑπὸ φρουροῖς καὶ ἀνέσεσιν ἔχων ἐτίμα, καὶ τὴν ἀνεψιὰν τὴν τοῦ Ἀσὰν θυγατέρα εἰς γάμον δὴ κατηγγύα. Ἀλλ´ ἐκεῖνος πολλάκις μὲν ἐπεχείρησε φεύγειν, τοσαυτάκις δέ οἱ ἐμποδὼν ἔστη ἡ τύχη καὶ ἡλίσκετο παραυτίκα, ὥστε καὶ φυλακαῖς δίδοσθαι διὰ ταῦτα. Οὗ δὴ καὶ μίαν φυγὴν τὴν ὑστέραν μετὰ χρόνους συμβᾶσαν καθ´ εἱρμὸν τοῦ λόγου καὶ διηγήσομαι.

Ο αυτοκράτορας λοιπόν είχε πάει στη Θεσσαλονίκη, όπως θα πούμε σύντομα την κατάλληλη στιγμή, ενώ ο άνδρας αυτός κρατούνταν στη φυλακή. Μαζί του ήταν και η αδελφή του, την οποία ο Τερτερής είχε ζητήσει από τον πατέρα του, τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη, ως νύφη για τον γιο του Σβιετοσλάβ, και η οποία ήταν ακόμη ανήλικη. Καθώς ο Τερτερής ήταν ικανοποιημένος με τη συνθήκη του με τον αυτοκράτορα, την έστειλε επίσης στον αυτοκράτορα ταυτόχρονα με την αδελφή τού Ασάν. Αυτοί οι άνθρωποι μοιράζονταν την ίδια φυλακή, στην οποία υπήρχε και ο Άγγλος Ερρίκος, ο οποίος είχε μαζί του άλλους δύο και ένα παιδί. Ο Μιχαήλ κατάφερε λοιπόν να κερδίσει τον Ερρίκο, υποσχόμενος να τον κάνει κουνιάδο του και να τού δώσει την αδελφή του, αν κατάφερναν να δραπετεύσουν. Κάποιοι λένε ότι ο Άγγλος κοιμήθηκε μαζί της, λαμβάνοντας έτσι τη διαβεβαίωση τής συζυγικής συμμαχίας. Ο Ερρίκος ήταν επομένως και ο αρχηγός των άλλων φρουρών και απολάμβανε την εξοικείωση πολλών ανθρώπων, γιατί φαινόταν πολύ πιστός στον αυτοκράτορα. Δελεάστηκε λοιπόν ο βάρβαρος από τις μεγάλες προς αυτόν υποσχέσεις και συγκατάνευσε για την πράξη. Οι συγγενείς τού Μιχαήλ, που ζούσαν ελεύθεροι, τού έφεραν την απαραίτητη βοήθεια. Ετοίμασαν γρήγορο σκάφος και ικανό αριθμό κωπηλατών, έναντι ενός υψηλού μισθού. Προσδιορίστηκε με ακρίβεια η στιγμή που θα έφταναν οι κωπηλάτες, έχοντας πλησιάσει από τη θάλασσα προς τα δυτικά, και θα ανέβαιναν στο σκάφος οι κρατούμενοι, έχοντας βγει από τη φυλακή. Καθώς ήσαν δύο και δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν όλους τούς άλλους (επειδή το σχέδιο δεν ήταν γνωστό σε όλους), τούς χώρισαν στέλνοντάς τους δήθεν σε μια αποστολή και, παίρνοντάς τους τον έναν μετά τον άλλον, τούς σκότωσαν, χωρίς να γνωρίζει ο δεύτερος την τύχη τού πρώτου. Μόνο το παιδί λυπήθηκαν. τού έδεσαν τα πόδια, τού έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη του, τού φίμωσαν το στόμα και τον εγκατέλειψαν. Κλείδωσαν τη φυλακή όσο καλύτερα μπορούσαν, μήπως το παιδί, απελευθερωμένο από τα δεσμά του, αποκαλύψει την υπόθεση πρόωρα, και βγήκαν έξω με την πρώτη σκοπιά τής νύχτας. Τα κλειδιά τής εκεί πύλης τα είχαν εμπιστευθεί στον Ερρίκο, όπως και τη φύλαξη. Για να μην φαίνεται ως τέχνασμα τα συμβαίνοντα, ο Ερρίκος φώναζε από κάτω στους φρουρούς, για να τούς ενθαρρύνει ακριβώς να προσέχουν καλά τούς κρατούμενους, επειδή ο ίδιος έπρεπε να πάει σε μυστική υπηρεσία εκείνη τη στιγμή. Μάλιστα κάποιοι τον είδαν, αλλά δεν υποψιάστηκαν τίποτε περισσότερο από το ότι είχε πάρει μυστική εντολή από τον αυτοκράτορα, ότι εκτελούσε τις εντολές μόνος του και ότι οδηγούσε άνδρες τη νύχτα, όπου τού είχε ζητηθεί. Όσο για αυτούς, αφού ξέφυγαν από τούς φρουρούς, επιβιβάστηκαν στη βάρκα. Όπως όλοι έμαθαν, είχαν στο μυαλό τους τη σίγουρη ελπίδα ότι τίποτε δεν θα εμπόδιζε την αποβίβασή τους στον Εύριπο [Χαλκίδα] ύστερα από δύο ή τρεις ημέρες και την απαλλαγή τους από τούς φόβους τής απόδρασης, γιατί η αδελφή του ήταν αρχόντισσα τού νησιού. Όμως η ακοίμητη δικαιοσύνη αντιτάχθηκε, και τα αίματα των δολοφονηθέντων ήσαν άφθαρτα και ακατάλυτα δεσμά που εμπόδιζαν την προέλασή τους. Όμως ένας βίαιος νότιος άνεμος άρχισε ξαφνικά να φυσά προς την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να βγάζει στη στεριά με την ορμή του ακόμη και τα πλοία που ήσαν αγκυροβολημένα, και ο άνεμος εμπόδιζε τούς παρανομήσαντες. Όχι μόνο για μία ή δύο αλλά για πολλές ημέρες η θάλασσα ήταν αδύνατη λόγω των ισχυρών νότιων ανέμων, μέχρι που εκείνοι προσάραξαν στη Ραιδεστό και συνελήφθησαν εκεί από τούς πρώτους που ήρθαν.

Ἀπεδήμει μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς εἰς Θεσσαλονίκην, ὡς αὐτίκα κατὰ καιρὸν ἐροῦμεν, κατείχετο δὲ οὗτος ἐν φυλακαῖς, σὺν αὐτῷ δὲ ἦν καὶ ἡ αὐταδέλφη τούτου, ἣν δὴ παρὰ πατρὸς τοῦ Ἰωάννου σεβαστοκρατοῦντος δεξάμενος Τερτερῆς ὡς μνηστὴν τῷ υἱῷ Ὀσφεντισθλάβῳ, ἔτι ἐν ἀνηβότητι οὖσαν, ἐπειδὴ αὐτὸς τὰς πρὸς βασιλέα σπονδὰς ἠγάπησε, συνάμα τῇ τοῦ Ἀσὰν ἀδελφῇ καὶ αὐτὴν ἐς βασιλέα πέμπει. Ἦν οὖν σφίσι μία ἡ φυλακή, οἳ δὴ καὶ τῷ Ἐρρῆ ἐξ Ἐγκλίνων ὄντι συνάμ´ ἑτέροις καὶ τρίτῳ παιδὶ εἰς φυλακὴν ἐπιτετράφατο. Ὑπέρχεται γοῦν ὁ Μιχαὴλ τὸν Ἐρρῆν ὑπισχνούμενος γαμβρὸν ἕξειν ἐπ´ ἀδελφῇ ταύτῃ, ἢν δραπετεύσειαν. Εἰσὶ δ´ οἳ λέγουσιν ὅτι καὶ πορνικῶς ἐκείνῃ ὁ ἐξ Ἐγκλίνων συνήρχετο, τὰ πιστὰ τῆς ἐπιγαμβρίας ἐντεῦθεν λαμβάνων. Ἦν γοῦν ὁ Ἐρρῆς καὶ τῶν λοιπῶν φυλάκων ἐπιστάτης, καὶ πολλοὺς ἀνὰ χεῖρας ἔχων, πιστὸς τὰ πολλὰ δοκῶν βασιλεῖ. Δελεάζεται τοίνυν ὁ βάρβαρος μείζοσιν ἢ καθ´ αὑτὸν ὑποσχέσεσι, καὶ κατανεύει τὴν πρᾶξιν. Καὶ δὴ εὐτρεπίζεται μὲν παρὰ τῶν οἰκείων τῷ Μιχαήλ, οἳ δὴ καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ διάγοντες ὑπούργουν ἐκείνῳ τὰ ἀναγκαῖα, ἁλιὰς ταχυναυτοῦσα καὶ ἄνδρες ἐρέται μισθοῦ τοῦ μεγάλου οἱ τέως αὐτάρκεις, καὶ ὁ καιρὸς καθ´ ὃν ἐκεῖνοι μὲν τῇ κατὰ δύσιν θαλάσσῃ προσχόντες σταθήσονται, αὐτοὶ δὲ τῆς φυλακῆς ἐκβάντες ἐπιβήσονται, ἐς τὸ ἀκριβὲς τάττεται. Κἀπειδὴ δύ´ ὄντας οὐκ ἦν καταγωνίσασθαι τοὺς λοιποὺς (οὐδὲ γὰρ πᾶσιν ἔκπυστος ἦν ἡ βουλὴ) μερίζουσιν ἐκείνους ὡς ἐπὶ πράξει πέμποντες, καὶ καθ´ ἕνα ὑποδεχόμενοι κτείνουσι, τοῦ δευτέρου μὴ εἰδότος τὸ τῷ προτέρῳ συμβάν. Οἶκτος δὲ σώζει τὸν παῖδα καὶ μόνος, συμποδίσαντές τε καὶ ἐπαγκωνισάμενοι καί γε δεσμὸν ἐμβαλόντες τῷ στόματι ἀφιᾶσιν. Ἐκεῖνοι δ´ ὡς εἶχον ὑπὸ κλεισὶ τὴν φυλακὴν σφραγίσαντες, ὡς μὴ ἐκκυλισθὲν τὸ παιδίον ἐμφανὲς πρὸ καιροῦ τὸ δρᾶμα ποιήσειεν, ὑπὸ πρώτας φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐξίασι. Τῷ γὰρ Ἐρρῇ, ὥσπερ αἱ φυλακαί, οὕτω καὶ αἱ τῆς πύλης τῆς ἐκεῖ κλεῖδες ἐπιτετράφατο. Ὡς ἂν δὲ μὴ δόξῃ δόλος τὸ δρώμενον, ἐκεῖνος κάτωθεν τοῖς φύλαξιν ἐκφωνεῖ, διυπνίζων δῆθεν πρὸς τὴν τῶν κατεχομένων φυλακήν, ὡς αὐτοῦ γε τάχα ἐν ἀπορρήτοις δουλείαις σχολάζοντος· καὶ γάρ τινες ἰδόντες οὐδὲν ἄλλο ὑπενόουν τότε ἢ ὅτι ὁρισθὲν πρὸς βασιλέως δι´ ἀπορρήτων αὐτὸς οἰκονομοίη τὰ προσταττόμενα καὶ τοὺς ὁρισθέντας ἐκφέρει νυκτὸς ὅπου ἂν καὶ προστάσσοιτο. Ἐκεῖνοι δὲ τὰς φυλακὰς ὑποδραμοῦντες ἐπιβαίνουσι τῆς νηός. Καὶ ἦν αὐτοῖς ὡς καὶ πᾶσι γνωσθέντος ὁ νοῦς ἐν ἐλπίσιν ἀναμφιβόλοις, ὡς οὐδὲν ἐμποδὼν ἐσεῖται δυοῖν ἢ καὶ τριῶν ἡμερῶν τῇ Εὐρίπῳ προσσχεῖν καὶ τῶν τῆς φυγῆς ἀνεθῆναι φόβων, τῆς ἀδελφῆς κυριευούσης τῆς νήσου. Ἀλλ´ ἡ παλίμπους περιίστατο δίκη, καὶ τὰ τῶν φονευθέντων αἵματα δεσμὸς ἦν τὴν πρόσω πορείαν κωλύων ἄρρηκτός τε καὶ ἄλυτος. Ἀντιπνεῖ γὰρ ἐξαίφνης πνεῦμα βίαιον νότου, ὡς καὶ τὰς ἐλλιμενιζούσας ἐξοκέλλειν ἐκ βίας, καὶ ἄνεμος ἐμποδὼν ἔστη παρανομήσασιν. Οὐ γὰρ μίαν ἢ καὶ δευτέραν ἡμέραν ἠπλόει ἐκ βιαίων νότων τὸ πέλαγος, ἀλλ´ ἐφ´ ἡμέραις, μέχρις ἂν ἐκεῖνοι κατὰ τὴν Ῥαιδεστὸν ἐξοκείλαντες ὑπὸ χεῖρα γένοιντο τοῖς τυχοῦσι.

Αυτά έγιναν χρόνια αργότερα, αλλά τα εκθέσαμε εδώ επειδή το επέτρεψε η σειρά τής ιστορίας. Ας προχωρήσουμε. Όμως σε αυτά τα γεγονότα πρέπει να προσθέσουμε και το εξής, το οποίο μάλιστα συνδέεται με τα γεγονότα που περιγράφηκαν πιο πάνω. Είχαν περάσει οκτώ χρόνια από εκείνο το γεγονός, όταν οι συγγενείς τού Μιχαήλ υπέβαλαν αίτημα, στέλνοντας πρεσβεία στον αυτοκράτορα και δίνοντας μεγάλες υποσχέσεις, μόνο αν έβγαινε από τη φυλακή και ερχόταν σε αυτούς. Ο κυρίαρχος άφηνε το θέμα σε εκκρεμότητα και για λόγους σκοπιμότητας απέφευγε είτε τη σαφή άρνηση είτε την πλήρη αποδοχή. Μαθαίνοντας για αυτές τις καθυστερήσεις, ο άνδρας συλλαμβάνει σχέδιο που ήταν περισσότερο καταστροφικό παρά λογικό. Φυλακισμένος στην περιοχή τού παλατιού όπου έμενε ο αυτοκράτορας, αποφάσισε να βάλει φωτιά στο κτίριο, θεωρώντας ότι ήταν θαρραλέα ενέργεια να διατρέξει τέτοιον κίνδυνο. Σε ακατάλληλη ώρα τής νύχτας, ετοίμασε ξύλα, δήθεν για θέρμανση (χειμώνα γίνονταν αυτά, προς τα μέσα τού Σκιρροφοριώνος μήνα, δηλαδή τού Δεκέμβριου). Αφού ασφάλισε την πόρτα τής φυλακής από μέσα, έβαλε τη φωτιά, η οποία σε λίγη ώρα άναψε με γρήγορο ρυθμό και ήταν ορατή στους ανθρώπους έξω. Το θέμα έφτασε στον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν ακόμη ξύπνιος. Εκείνος έστειλε ανθρώπους να πολεμήσουν όχι αυτόν, αλλά τη φωτιά, για να τη σβήσουν. Ανάμεσά τους ήταν και ένας ευνούχος με το όνομα Κάρβας. Έφτασε πρώτος και χτυπούσε την πόρτα για να την ανοίξει. Καθώς δεν άνοιγε, επειδή ήταν ασφαλισμένη, τίναξαν την πόρτα με τσεκούρια από την κλειδαριά και τούς μεντεσέδες της. Ο ευνούχος δεν είχε ακόμη περάσει πλήρως το κατώφλι, όταν αυτός ο άντρας τον υποδέχθηκε από μέσα με το σπαθί του, το έσπρωξε στο στομάχι του, ύστερα πάλι δεύτερη φορά και ύστερα τρίτη. Ο χτυπημένος έπεσε αμέσως νεκρός. Μπήκαν αμέσως πολλοί και το αυτοκρατορικό σώμα των πελεκυφόρων, αγανακτισμένο για αυτό που είχε συμβεί, τον σκότωσε χωρίς οίκτο με τσεκούρια. Μόλις πετάχτηκε έξω αυτός ο άνθρωπος που είχε μεγαλώσει μέσα στην καλοπέραση, τον έθαψαν όπου έτυχε, κοντά στην ονομαζόμενη Αργυρά Λίμνη. Αλλά αυτό αρκεί για να δείξει τη φύση των ανθρώπινων υποθέσεων και ότι είναι καλύτερο να εμπιστεύεσαι τις σκιές παρά αυτές.

Καὶ ταῦτα μὲν μετὰ χρόνους πέπρακται, τῆς δ´ ἀκολουθίας διδούσης τοῦ λόγου ἐνταῦθα προανατέτακται. Ἡμῖν δὲ ἰτέον πρὸς τὰ ἑξῆς. Ἔμπης δὲ προσθετέον καὶ τοῦτο σφίσιν· ἐπικοινωνεῖ γὰρ τοῖς προανατεταγμένοις. Ὀγδόου γὰρ ἐκ τούτου χρόνου διανυσθέντος, καὶ τῶν οἰκείων αὐτοῦ δὲ ζητούντων τῷ πρεσβεύεσθαι παρὰ βασιλέα καὶ καθυπισχνεῖσθαι τὰ μεγάλα, εἰ μόνον ἀνεῖτο τῶν φυλακῶν καὶ πρὸς αὐτοὺς γένοιτο, ὁ μὲν κρατῶν ἀνήρτα τὰ περὶ τούτου, καὶ λόγοις οἰκονομίας οὔτε πάμπαν ἀνήνατο οὔτε μὴν κατένευεν ἐς τὸ παντελές. Τὰς γοῦν τοιαύτας ἀναβολὰς μανθάνων ἐκεῖνος βουλὴν βουλεύεται κακίστην μᾶλλον ἢ συνετήν. Ἐγγειτονῶν γὰρ τῶν ἀνακτόρων ἐγκεκλεισμένος ὅπου δὴ καὶ βασιλεὺς ᾤκει, ἔγνω πῦρ ἐνιέναι τοῖς οἴκοις, ὡς δή τι γενναῖον ποιούμενος τὸ εἰς τοιοῦτον ἀναρρίπτειν κίνδυνον. Καὶ δὴ νυκτὸς ἀωρὶ κάγκανα ξύλα ἑτοιμασάμενος, ὡς δῆθεν θερμαίνοιτο (χειμῶνος γὰρ ἐπράττετο ταῦτα, περί που Σκιρροφοριῶνος τὰ μέσα, ὅς ἐστιν ὁ Δεκέβριος), τὰς θύρας τῆς εἱρκτῆς ἀσφαλισάμενος ἔνδοθεν πῦρ ἐνίησιν, ὃ δὴ καὶ τῆς ὥρας καταταχῆσαν ἐξῆπτε καὶ τοῖς ἐκτὸς δῆλον ἦν. Φθάνει δὲ καὶ τὸν βασιλέα ἀγρυπνοῦντα ἔτι τὸ γεγονός. Καὶ ὃς τοὺς ἀμυνουμένους οὐκ ἐκεῖνον ἀλλὰ τὸ πῦρ εἰς κατάσβεσιν ἀπέπεμπε. Καί τις τῶν ἄλλων ἐκτομίας Κάρβας λεγόμενος προφθάσας ταῖς θύραις προσήραττεν ὡς ἀνοίξων· ὡς δ´ οὐκ ἦν ἀνοίγειν ἠσφαλισμένας, ἀξίναις τὰς θύρας αὐτοῖς μοχλοῖς καὶ βαλανάγραις ἐξετίνασσον. Οὔπω δὲ καλῶς ὁ ἐκτομίας ἔφθη οὐδοῦ ἐπιβεβαώς, κἀκεῖνος ἔνδοθεν τῇ μαχαίρᾳ προσυπαντᾷ, καὶ τοῖς σπλάγχνοις ταύτην ἐμβάλλει καὶ αὖθις ἄλλην καὶ τρίτην ἐπὶ ταύταις, καὶ νεκρὸς ὁ πληγεὶς αὐτίκα. Καὶ εὐθὺς πολλοὶ μὲν ἐσερύησαν, τὸ δὲ πελεκυφόρον τάγμα βασίλειον, ἀγαιόμενοι τῷ συμβάντι, πελέκεσιν ἐκεῖνον ἀνηλεῶς κατακτείνουσι, καὶ τὸν οὕτως ὑπὸ τρυφῇ τραφέντα ἔξω που ἐκβεβλημένον κατὰ τὴν ἀργυρᾶν λεγομένην εἰκαίως πως καὶ ὡς ἔτυχε θάπτουσιν. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐς τοσοῦτον, εἰς δεῖγμα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ ὅτι σκιαῖς μᾶλλον ἢ τούτοις πιστεύειν ἄμεινον.»

[←168]

Hopf, στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 356b, 357b-58 (ανατύπ., I, 290 και εξής).

[←169]

Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 873-80, σελ. 345-48.

[←170]

Στο ίδιο, παρ. 881-89, 891-94, σελ. 348-53. Tα γεγονότα αυτά συνέβησαν τον Ιούνιο τού 1302 [στο ίδιο, σελ. 401].

[←171]

Στο ίδιο, παρ. 895, σελ. 353 και Longnon, L’ Empire latin, σελ. 284.

[←172]

Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 896-902, σελ. 353-56.

[←173]

Στο ίδιο, παρ. 903-7, σελ. 356-57.

[←174]

Στο ίδιο, παρ. 908-18, σελ. 357-62.

[←175]

Στο ίδιο, παρ. 1008, 1014-24, σελ. 393-94, 396-99.

[←176]

Χρονικόν τού Μορέως, στιχ. 8047-55:

«Ὁ κόντος Οὗγγος ντὲ Μπριένε, ἀφότου εὐλογήθη
τὴν δούκισσαν τῶν Ἀθηνῶν, τὴν ἀφεντίαν ἀπῆρε,
τὸν τόπον ὅλο ἀφέντευεν τοῦ Μεγαλοκυράτου,
κ᾿ εἶχεν εἰς ἀβοερίαν αὐτοῦ τὸν Γγίον ντὲ λὰ Ρότζε
ἕως οὗ ἔζη ἡ μητέρα του, ἡ δούκισσα ἐκείνη.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι κἂν δύο, ἀπέθανε ἡ κουντέσσα,
κι ὁ κόντος Οὗγγος ἐδιάβηκεν τὸν τόπον του τῆς Πούλιας.
Κι ἀφότου ἦλθεν ὁ Γιωτὴς τοῦ νόμου ἡλικίας,
τὴν ἀφεντία ἐπαράλαβεν, τὸ Μεγαλοκυρᾶτο.»

Βλέπε επίσης Libro de los fechos, Morel-Fatio (επιμ.) (1885), παρ. 516-22, σελ. 113-15. Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85. σελ. 367b-69a (ανατύπ.. I, 301b-3a) και Chroniques greco-romanes, σελ. 136, Arch. di Stato di Venezia, Commemoriali, Reg. 1, φύλλο 135, που συνοψίζεται στο R. Predelli, Regesti dei Libri Commemoriali, I (Βενετία, 1876), αριθ. 382, σελ. 89, επιστολή με ημερομηνία 13 Οκτωβρίου 1308, από τούς Ενετούς συμβούλους τού Νεγκροπόντε, που αναφέρουν μεταξύ άλλων ζητημάτων τον θάνατο τού δούκα τής Αθήνας στις 5 τού μηνός. J. A. Buchon, La Grece continentale et la Morée, Παρίσι, 1843, σελ. 131-33, για τον θάνατο και την ταφή τού Γκυγιώ. Millet, Le Monastere de Daphni (1899), σελ. 38-40, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 292-93.

Scroll to Top