Σημειώσεις κεφαλαίου 14

Σημειώσεις κεφαλαίου 14

[←1]

Για την εκλογή βλέπε L. Mirot και H. Jassemin, Lettres sècretes et curiales du pape Grégoire XI (1370-1378) relatives à la France, 5 δέσμες, Παρίσι, 1935-57, δέσμη 1, αριθ. 1, στήλες 1-3 και για τις ανακοινώσεις που έπρεπε να αναμένονται στο Étienne Baluze και Guillaume Mollat, Vitae paparum Avenionensium, 4 τόμοι, Παρίσι. 1914-22, I, 415, 439, 460, 463, 466 και πρβλ. τομ. II, σελ. 578 και εξής, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1370, αριθ. 25-26, τομ. VII (τομ. XXVI τού Baronius-Raynaldus, Λούκκα, 1752), σελ. 194-95 και G. Mollat, Les Papes d’ Avignon (1305-1378). 9η εκδ., Παρίσι, 1949, σελ. 122 και εξής.

[←2]

Mirot και Jassemin (και J. Vielliard), δέσμη 2, αριθ. 1657-58, στήλες 536-38, με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1374, Robert Andre-Michel, «Les Defenseurs des chateaux et des villes fortes dans le Comtat-Venaissin au XIVe siecle», Bibliothèque de l’Ecole des Chartes, LXXVI (1915), 322 και εξής.

[←3]

Mirot και Jassemin, Lettres sècretes et curiales, δέσμη 1. αριθ. 334-35. 342, στήλες 121-22, 124, με το κείμενο στο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1371, αριθ. 8. τομ. VII (1752), σελ. 201-2.

[←4]

Oskar Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome (1355- 1375), Βαρσοβία, 1930, ανατύπ. Λονδίνο. 1972, σελ. 248-51, με παράθεση από την επιστολή Γρηγορίου προς τον δόγη τής Γένουας [στο ίδιο, σελ. 251, σημείωση 2]. Λίγα μπορούν να προκύψεουν για το περιεχόμενο αυτής τής επιστολής από την περίληψη στο G. Mollat, Lettres sècretes et curiales du pape Grégoire XI .. . interessant les pays autres que la France, 3 δέσμες, Παρίσι. 1962-65, δέσμη 1, αριθ. 266, σελ. 40. Επιστολές που έχουν σχέση με ανατολικές υποθέσεις υπάρχουν στο A. I. Tautu, Acta Gregorii XI, Ρώμη, 1966 (Pontificia Commissio ad redigendum Codicem Iuris Canonici Orientalis, Fontes, σειρά III. τομ. XII, αλλά το κριτήριο επιλογής τού Tautu ήταν φυσικά η παπική δικαιοδοσία παρά οι παπικές προσπάθειες προώθησης τής σταυροφορίας.

[←5]

Mollat, δέσμη 1, αριθ. 1370-71, σελ. 187 και πρβλ. αριθ. 551, 937 και 941.

[←6]

Στο ίδιο, δέσμη 1, αριθ. 1406, 1411 και δέσμη 2, αριθ. 2700-1, 2705, 3433.

[←7]

Στο ίδιο, δέσμη 1, αριθ. 935-36, σελ. 129, με ημερομηνία 15 Aυγούστου. 1372 και πρβλ. αριθ. 1424, 1511, 1524, 1540-41 και δέσμη 2, αριθ. 2694-2704

[←8]

Στο ίδιο, δέσμη 2, αριθ. 2698, 2706, σελ. 42-44 και πρβλ. δέσμη 1, αριθ. 2106, σελ. 292.

[←9]

Στο ίδιο, δέσμη 2, αριθ. 2876, σελ. 66, με ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1374 και πρβλ. αριθ. 2768 και εξής, 3117 και εξής. Στις 4 Οκτωβρίου ο Γρηγόριος έδωσε εντολή στον Καττάνεο να παραδώσει τη Σμύρνη στους απρόθυμους Ιωαννίτες, στους οποίους έπρεπε να δώσει οικονομικό απολογισμό τής διαχείρισης υπό τη διοίκησή του [αριθ. 2903, σελ. 70-71]. Τον Δεκέμβριο τού 1375 γίνονταν ακόμη συζητήσεις για «γενικό πέρασμα εναντίον των Τούρκων» (passagium generale faciendum contra Turchos) [αριθ. 3622, σελ. 167], αλλά επρόκειτο πιθανώς για τρόπο συλλογής χρημάτων.

[←10]

Στο ίδιο, δέσμη 1, αριθ. 512, 517, 518-19, με ημερομηνία Ιανουαρίου 1372 και δέσμη 3, αριθ. 3701, σελ. 1, με ημερομηνία 22 Ιανουαρίου 1376, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1372, αριθ. 30, τομ. VII (1752), σελ. 225-26. Οι σχέσεις τού Γρηγόριου με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο δεν ήσαν καθόλου στενές, αφού η πρώτη επιστολή του προς τον Ιωάννη έχει ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1372, περισσότερο από ένα χρόνο ύστερα από την εκλογή του [αριθ. 521], για το οποίο πρβλ. Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome, σελ. 251-52.

[←11]

Mollat, Lettres sècretes et curiales, δέσμη 1, αριθ. 745, σελ. 104 και πρβλ. αριθ. 746, 1177, 1773, 1934. Η επιστολή Γρηγόριου στις 15 Mαϊου 1372, παρέχεται στον Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. cit., αριθ. 28, τομ. VII (1752), σελ. 223-24.

[←12]

Mollat, δέσμη 1, αριθ. 1172-74, σελ. 162. Tautu, Acta Gregorii XI (1966), αριθ. 48 και εξής. σελ. 93 και εξής. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1372, αριθ. 29. τομ. VII (1752), σελ. 224-25 και βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 17, περιοχή σημ. 122-124, με παραπομπές.

[←13]

Mollat, δέσμη 1, αριθ. 1933, σελ. 269-70, με ημερομηνία 21 Ιουνίου 1373. Tautu, Acta Gregorii XI, αριθ. 77, σελ. 149-50. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1372, αριθ. 2, τομ. VII (1752), σελ. 231.

[←14]

Mirot και Jassemin, δέσμη 2, αριθ. 1898, στήλες 613-14.

[←15]

Στο ίδιο, αριθ. 1943, στήλη 630, με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1375 και πρβλ. αριθ. 1970-71, 1991, 1997, 2002 και εξής.

[←16]

Πρβλ. τα ενετικά Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 38, φύλλο 27 με ημερομηνία 12 Mαϊου 1383, αποφάσεις τής Γερουσίας που δίνουν την άδεια σε εικοσιεπτά προσκυνητές «ή περίπου τόσους» να ταξιδέψουν με τη γαλιότα τού Πάολο ντε λα Κόλλα «που πηγαίνει στα μέρη τής Συρίας» (que vadit ad partes Syrie), και σε άλλους περίπου εξήντα να ταξιδέψουν με τη γαλέρα τού Φραντσέσκο Ντολφίν, η οποία πήγαινε επίσης στη Συρία.

[←17]

Franz Babinger, Beiträge zur Frühgeschichte der Türkenherrschaft in Rumelien (14.-15. Jahrhundert), Μόναχο, 1944, σελ. 29-79 (Sudosteuropaische Arbeiten, αριθ. 34).

Ο Babinger ασχολείται εκτεταμένα με τις ευρωπαϊκές και οθωμανικές πηγές και με τις χρονολογικές δυσκολίες που εμπλέκονται στην προσπάθεια απεικόνισης των διαφόρων σταδίων τής τουρκικής κατάκτησης των Βαλκανίων. Αν οι Τούρκοι πήραν το Τίρνοβο για πρώτη φορά το 1388, οι Βούλγαροι πρέπει να το ανέκτησαν, επειδή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τελική και διαρκής κατάληψη τής πρωτεύουσας των Σισμανιδών συνέβη στις 17 Ιουλίου 1393 [στο ίδιο, σελ. 34].

Για την κατάληψη των Σερρών και τής Θεσσαλονίκης σημειώστε George T. Dennis, The Reign of Manuel II Palaeologus in Thessalonica, 1382-1387, Ρώμη, 1960, σελ. 65-76 και εξής. Σύμφωνα με τον Dennis, οι Tούρκοι κρατούσαν τη Θεσσαλονίκη από την άνοιξη τού 1387, μέχρις ότου ο εμίρης Σουλεϊμάν επέστρεψε την πόλη στον Bυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ κάποια στιγμή μετά τη συνθήκη τού Ιανουαρίου ή Φεβρουαρίου 1403, για το οποίο βλέπε το άρθρο του, «The Second Turkish Capture of Thcssalonica: 1391, 1394 or 1430?», Byzantinische Zeitschrift, LVII (1964), 53-61. Ο Dennis πιστεύει ότι η «δεύτερη» κατάληψη τής πόλης έγινε το 1430 όταν, όπως θα δούμε στον δεύτερο τόμο, πάρθηκε από τούς Ενετούς.

Όμως ο A. E. Bakalopoulos, «Zur Frage der zweilen Einnahme Thessalonikis durch die Turken, 1391-1394», στο ίδιο, LXI (1968), 285-90, έχει υποστηρίξει πειστικά ότι ενώ η Θεσσαλονίκη παρέμενε εξάρτηση τού οθωμανικού κράτους από το 1387 μέχρι το 1391 πληρώνοντας φόρο υποτέλειας, ο Βαγιαζήτ ενσωμάτωσε βίαια την πόλη στην αυξανόμενη αυτοκρατορία του τον επόμενο χρόνο.

Πρβλ. Δούκα, Hist. byzantina, κεφ. 19 (CSHB, Βόννη, σελ. 92):

Τότε ο τύραννος, περνώντας από τη Βιθυνία στη Θράκη, γκρέμισε όλα τα προάστια τής πόλης και απομάκρυνε τούς πληθυσμούς τους, ξεκινώντας από την Πάνιδο και φτάνοντας στην ίδια την Πόλη. Κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και τα χωριά πέρα από τη Θεσσαλονίκη. Έστειλε τον διοικητή του, τον Εβρενός, στην Πελοπόννησο και λεηλάτησε όλη τη Λακεδαιμονία και την Αχαΐα.

«…τότε ὁ τύραννος περάσας ἀπὸ Βιθυνίας εἰς Θράκην πάντα τὰ τῆς πόλεως ἄστη κατέσκαψε, καὶ τοὺς οἰκοῦντας μετῴκισεν ἀπὸ Πανίδου ἄχρι αὐτῆς πόλεως. εἷλε καὶ Θεσσαλονίκην καὶ τὰ μετὰ τὴν Θεσσαλονίκην χωρία. εἰς Πελοπόννησον δὲ πέμπει Ἀβρανέζην ἀρχηγὸν, καὶ λεηλατεῖ πᾶσαν Λακεδαιμονίαν καὶ Ἀχαΐαν.»

Hist. byzantina, κεφ. 13 (CSHB, Βόννη, σελ. 50:

Για αυτόν τον λόγο λοιπόν δεν πρέπει να επιδικάζονται στην Κωνσταντινούπολη τόσο εκτεταμένα εδάφη. Ούτε πρέπει να παραδοθούν οι πόλεις τής Μακεδονίας –ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη– τις οποίες ο πατέρας μου απέκτησε με πολύ κόπο και μετέτρεψε τούς βωμούς των ειδώλων σε ιερούς ναούς τού Θεού και τού Προφήτη. Αν είναι θέλημα Θεού, θα κάνω δικἠ μας, με τη βοήθειά σας, αυτή τη μητέρα των πόλεων και δολοφόνο τού πατέρα μου, ενώ τούς ναούς μέσα σε αυτήν θα τούς κάνω οίκους προσευχής προς τον Θεό και τον Προφήτη».

«…ἕνεκα γοῦν τούτου οὐ χρὴ τοσαύτην γῆν ἠ Κωνσταντίνου κληρώσασθαι, οὐδὲ πόλεις Μακεδονικάς, καὶ ταῦτα τὴν Θεσσαλονίκην, ἥν διά πολλῶν ἱδρώτων ὁ ἐμὸς πατὴρ ἐκληρώσατο καὶ τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων εἰς ἱερὰ τεμένη τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ προφήτου μετέστησεν. ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν μητέρα τῶν πόλεων καὶ τὸν φονέα τοῦ ἐμοῦ πατρὸς, εἰ θεῷ θελητόν ἐστι, διὰ συνδρομῆς ἐμῆς ἡμετέραν καταστήσω, καὶ τὰ ἐν αὐτῇ τεμένη τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ προφήτου τελέσω προσευχῆς οἴκους.»

Για τη μάχη τού Κοσσυφοπέδιου σε σερβικά και αλβανικά τραγούδια, μερικά από τα οποία είναι μακροσκελή και γεμάτα περιστασιακές λεπτομέρειες, βλέπε Stavro Skendi, Albanian and South Slavic Oral Epic Poetry, Φιλαδέλφεια, 1954, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1969, σελ. 57-71 (Memoirs of the American Folklore Society, τομ. 44).

[←18]

Για το ονόματα των ηγεμόνων των δυναστειών Χαφσίντ, Ζιγιανίντ και Μαρινίντ, όπως γράφονται στα νομίσματά τους, βλέπε Harry W. Hazard, The Numismatic History of Late Medieval North Africa, Νέα Υόρκη, 1952, σελ. 69-85 (Studies of the American Numismatic Society, αριθ. 8) και σημειώστε τη σχηματική παρουσίαση των γεγονότων από τον ίδιο στο Atlas of Islamic History, 3η εκδ., Πρίνστον, 1954, σελ. 20-21.

Η πολιτική ιστορία τής βορειοδυτικής Αφρικής αυτής τής περιόδου σκιαγραφείται με προφανώς αξιόπιστες λεπτομέρειες από τον Robert Brunschvig, La Berberie orientale sous les Hafaides des origines a la fin du XVe siècle, Παρίσι, 1940, I, 104-209 (Publications de l’ institut d’ études orientales d’ Alger, αριθ. VIII).

[←19]

Ibn-Khaldun, Histoire des berberes et des dynasties musulmanes de l’ Afrique septentrionale, μετάφρ. Baron (MacGuckin) de Slane και επιμ. Paul Casanova, III (Παρίσι, 1934), 117.

[←20]

Leon Mirot, «Une expédition française en Tunisie au XIVe siècle: Le siège de Mahdia (1390)», Revue des études historiques, XCVII (1931), 363.

[←21]

Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1388, αριθ. 1-3, τομ. VII (1752), σελ. 505-6.

[←22]

Η Μαρία ήταν κόρη τού εκλιπόντος Καταλανού βασιλιά Φρειδερίκου Γ΄ τής Σικελίας. Τον Νοέμβριο τού 1391 παντρεύτηκε τον Μάρτιν τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, ο οποίος ως σύζυγός της έγινε βασιλιάς τής Σικελίας και έφερε επίσης τον τίτλο τού δούκα Αθηνών και Νεοπατρών [Πρβλ. R. J. Loenertz, «Athenes et Neopatras: Regestes et notices pour servir a l’histoire des douches catalans (1311-1394)», Archivum Fratrum Praedicatorum, XXV (1955), αριθ. 211-12, σελ. 153-54, 155]. O Μάρτιν ήταν εγγονός τού Πέδρο Δ΄ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, για πολύ καιρό εχθρού των Γενουατών.

[←23]

Giorgio Stella, Annales genuenses, ad ann. 1388, στο RISS, XVII (Μιλάνο, 1730), στήλη 1128. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1389, αριθ. 6-7, τομ. VII (1752), σελ. 514-15. Uberto Foglietta, Dell’ Istorie di Geneva, μετάφρ. Francesco Serdonati, Genova, 1597, βιβλίο IX, σελ. 348 (ανατυπ. στο Historiae urbium et regionum Italiae rariores, αριθ. LXXII, Μπολώνια, χωρίς χρονολογία). Jos. Delaville le Roulx, La France en Orient au XIV siècle, 2 τόμοι, Παρίσι, 1886, I, 166-67. Louis de Mas Latrie, Traites de paix et de commerce … concernant les relations des Chretiens avec les arabes de l’ Afrique septentrionale au moyen age, 2 τόμοι, Παρίσι, 1866, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1965, I, 239-40.

Όπως σημειώνεται πιο κάτω, η κυβέρνηση τής Πίζας ισχυρίστηκε αργότερα ότι το κράτος τους ποτέ δεν συμμετείχε στην ένωση εναντίον τού βασιλιά τής Tύνιδας, αλλά ότι Πιζάνοι πλοιοκτήτες είχαν απλώς μισθώσει γαλέρες στον Κιαραμόντε [στο ίδιο, I, 243-44].

[←24]

Kervyn de Lettenhove, Oeuvres de Froissart, XIV (Βρυξέλλες, 1872), 151-53, 213. Jean Cabaret d’ Orville, La Chronique du bon due Loys de Bourbon, επιμ. A. M. Chazaud, Παρίσι, 1876, κεφ. lxxii, σελ. 218-20. L. Bellaguet, Chronique du religieux de Saint-Denys, contenant le regne de Charles VI, de 1380 a 1422, I (Παρίσι, 1839), 648, 650 (στα Documents inédits sur l’ hist. de France). Πρβλ. R. Brunschvig, La berberie orientale sous les hafsides, I (1940), 199-202.

[←25]

Foglietta, Dell’ Istorie di Genova, βιβλίο IX, σελ. 348.

[←26]

Helene Wieruszowski, «The Norman Kingdom of Sicily και the Crusades», στο K. M. Setton, R. W. Wolff και H. W. Hazard (επιμ.), A History of the Crusades, II (2η εκδ. Madison, Wisc., 1969), 18-32, με πλήρη αναφορά των πηγών.

[←27]

Πρβλ. Mézières, Le Songe du vieil pelerin, επιμ. G. W. Coopland, 2 τόμοι, Καίμπριτζ, 1969, ιδιαίτερα II, 96-103, 430-40 και πρβλ. N. Iorga, Philippe de Mézières (1327-1405) et la croisade au XIV siècle, Παρίσι, 1896, σελ. 466-71.

[←28]

Cabaret d’ Orville, Chronique du bon duc Loys, κεφ. lxxiii, σελ. 220-21. Froissart, Oeuvres, επιμ. Kervyn de Lettenhove, XIV, 154. Αν ο Λουδοβίκος τής Τουραίν βημάτισε μπροστά στη σύσκεψη και προσφέρθηκε να αναλάβει διοικητής, όπως λέει ο Froissart, επρόκειτο απλώς για ιπποτική χειρονομία, που δεν έπρεπε να ληφθεί σοβαρά. Για την εκστρατεία στη Μπαρμπαριά σημειώστε γενικά την παλαιά αλλά εξαιρετική εργασία τού Delaville le Roulx, France en Orient, I, σελ. 169 και εξής.

[←29]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 652.

[←30]

Froissart, Chroniques, XIV, 155.

[←31]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxiii, σελ. 222-23. O Religieux de S. Denis, Chron. de Chas. VI, I, 652, προσδιορίζει επίσης τον στρατό τού Λουδοβίκου των Βουρβώνων σε 1.500 ιππότες, άρχοντες και βαλλιστές (milites et scutiferi ac quoque balistarii). Σύμφωνα με τον Giorgio Stella, Annales genuenses, ad ann. 1389, στο RISS, XVII (1730), στήλες 1128-29 στη σταυροφορία τής Μπαρμπαριάς χρησιμοποιήθηκαν σαράντα γαλέρες και είκοσι περίπου μεγάλα πλοία μεταφοράς (magna navigia).

[←32]

Mirot, «Une expedition francaise en Tunisie», Revue des études historiques, XCVII (1931), 369-72, 393 και ιδιαίτερα σελ. 397-406. Ο Mirot μετρά «231» ιππότες και άρχοντες, από τούς οποίους 76 δεν επέστρεψαν από τη σταυροφορία. Πρβλ. τον κατάλογο 180 ονομάτων στο Delaville le Roulx, France en Orient, II, pieces justificatives, αριθ. iv, σελ. 14-17. 12 από αυτούς τούς 180 δεν υπάρχουν στον κατάλογο τού Mirot, ο οποίος μάλιστα αθροίζεται σε 232 και περιλαμβάνει έτσι 64 νέα ονόματα, διορθώνοντας μερικά άλλα, όπως «Clinton» αντί για «Climbo».

[←33]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxiii, σελ. 223-24.

[←34]

Mirot, Rev. études hist., XCVII, 369.

[←35]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxiv-lxxv, σελ. 224-28.

[←36]

Mirot, ό. π., σελ. 374-76.

[←37]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 652, 654, Jean Juvénal des Ursins, Histoire de Charles VI, roy de France, … depuis 1380 jusques a 1422, επιμ. J. F. Michaud και J. J. F. Poujoulat, στο Nouvelle collection des Mémoires pour servir à l’histoire de France, 1η σειρά, II (Παρίσι και Lyon, 1850), 383a.

[←38]

Juvénal, Histoire de Charles VI, σελ. 383a-384b.

[←39]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 651. O Mirot, ό. π., σελ. 376 δίνει την εντύπωση ότι ο Ούρμπαν ΣΤ’ (πέθανε στις 15 Οκτωβρίου 1389) ζούσε ακόμη, αλλά ο Jean Juvénal γνώριζε καλά ότι ο Βονιφάτιος Θ΄ κατείχε τη ρωμαϊκή έδρα κατά την εποχή τής σταυροφορίας τού Λουδοβίκου των Βουρβώνων.

[←40]

Froissart, Chroniques, xiv, 157.

[←41]

Froissart, Chroniques, xiv, 157.

[←42]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 652.

[←43]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxv, σελ. 229 και πρβλ. Gustave Schlumberger, «Jean de Chateaumorand …», στο Byzance et croisades, Παρίσι, 1927, σελ. 281-336.

[←44]

Froissart, Chroniques, xiv, 158-59, 212, Cabaret d’ Orville, κεφ. lxxv, σελ. 229, Juvénal, Histoire de Charles VI, σελ. 384a, Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 654, 656, ο οποίος περιγράφοντας τη θύελλα ισχυρίζεται ότι «σε αυτά τα πράγματα συμμετείχαν δώδεκα, που ήσαν όλοι κατάπληκτοι, πιστεύοντας ότι τούς απειλούσε αναπόφευκτος κίνδυνος…» (ab hiis qui rebus interfuerunt didisci [sic] tunc omnes animo consternatos extitisse, credentes quod eis discrimen inevitable immineret…).

[←45]

Η κυρίως Μαχντία ήταν χτισμένη σε χερσόνησο, η οποία συνδεόταν με την ενδοχώρα μέσω στενού ισθμού, «όπως το χέρι συνδέεται με τον καρπό» και αποτελούσε στέκι πειρατών από τον 11ο αιώνα μέχρι τον 19ο. Σημειώστε Mirot, Rev. études hist., XCVII, 378-81, Geo. Marçais, «Al-Mahdiya», Encyclopaedia of Islam, III (1936), 121-22 και Aziz S. Atiya, The Crusade in the Later Middle Ages, Λονδίνο, 1938, σελ. 412-13. O Froissart, Chroniques, xiv, 222, περιγράφει τις οχυρώσεις στη βάση περιγραφών που είχε πάρει από αυτόπτες [πρβλ. στο ίδιο, σελ. 216-17]. Για τη σύγχρονη πόλη, που έχει περίπου 15.000 κατοίκους, σημειώστε Tunisie [Paris: Guides Bleus, 1971, σελ. 332-34].

[←46]

Froissart, Chroniques, xiv, 212-21, ο οποίος νομίζει ότι η γιορτή τής Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής έπεφτε Τετάρτη το 1390 [στο ίδιο, σελ. 217, 223]. Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί αφηγείται ότι ο βασιλιάς τής Τύνιδας είχε συγκεντρώσει «τεράστιο πλήθος Σαρακηνών» για να αντιμετωπίσει τούς σταυροφόρους, 6.000 για την άμυνα τής Μαχντία και 40.000 στην ενδοχώρα, «να περιμένουν εκεί τούς χριστιανούς ακίνητοι» (et ibi expectare christicolas pede fixo) [ό. π., I, 656]. Αναφέρει επίσης ότι χρειάστηκε «ένας ολόκληρος μήνας» (per mensem integrum) για να φτάσει η εκστρατεία από τη Γένουα στη Μαχντία [Ι, 654], πράγμα που θα τοποθετούσε την άφιξη τού χριστιανικού στρατεύματος στις αρχές Αυγούστου. Αλλά στις 7 Αυγούστου ένας εκπρόσωπος τού Φραντσέσκο Ντατίνι ντα Πράτο έγραφε από τη Γένουα ότι ένα πλοίο από το Τράπανι ή το Παλέρμο είχε μόλις φέρει τα νέα τής πετυχημένης απόβασης των χριστιανών στη Μαχντία παρά την έντονη αντίσταση των Μπερμπερίνων (dopo molta batalglia), για το οποίο βλέπε Mirot, Rev. études hist., XCVII, 382, σημείωση 2. Πρώτες αναφορές αυτού τού είδους είναι πιθανώς πιο πολύτιμες για τις ημερομηνίες παρά για τις λεπτομέρειες που παρέχουν.

[←47]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxv, σελ. 229-31, Froissart, Chroniques, xiv, 223-26. Ο δεύτερος λέει την ιστορία μιας επιχειρηθείσας εξόρμησης από τη Μαχντία, την οποία υποτίθεται ότι τρομοκράτησε μια «σύναξη γυναικών, όλων λευκών» (congregation de dames toutes blanches), που είχαν επικεφαλής την Παρθένο Μαρία, η οποία κρατούσε λευκό λάβαρο με κόκκινο σταυρό και οι μουσουλμάνοι οπισθοχώρησαν βιαστικά «άπραγοι» (sans rien faire) [xiv, 234-36].

[←48]

Froissart, Chroniques, xiv, 227-29, Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 660, Foglietta, Dell Istorie di Genova (1597), σελ. 349. Σύμφωνα με τον Jean Juvénal, σελ. 384a, o βασιλιάς τής Τύνιδας είχε βάλει φρουρά 2.000 ανδρών στη Μαχντία, την οποία αποκαλεί Καρχηδόνα (Carthage), καθώς και 40.000 στο πεδίο, ενώ έχουμε σημειώσει πιο πάνω ότι ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί λέει ότι ο βασιλιάς τής Τύνιδας είχε στείλει μέσα 6.000 άνδρες «για την άμυνα τής πόλης» (ad municionem ville) και είχε βάλει 40.000 «στις πεδιάδες της» (in campestribus). Ο Cabaret d’ Orville, κεφ. lxxvii, σελ. 235 αναφέρει ότι οι μουσουλμάνοι έστησαν τα στρατόπεδά τους «σε απόσταση βολής βαλλίστρας» από το χωρίς άλογα χριστιανικό στράτευμα (seulement le trect d’ une arbaleste).

[←49]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxvi-lxxvii, σελ. 232, 235. O Atiya, Crusade in the Later Middle Ages, σελ. 418 προφανώς πιστεύει ότι οι μουσουλμανικές δυνάμεις πρέπει να υπολογίζονται «πάνω-κάτω μεταξύ σαράντα και πενήντα χιλάδων».

[←50]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxvi. σελ. 233-34.

[←51]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxvii, σελ. 235-38.

[←52]

Cabaret d’ Orville, κεφ. lxxviii, σελ. 238-42, Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 664, 666, Froissart, Chroniques, xiv, 249-50, 270 και εξής για την αποθάρρυνση των Γάλλων, Ibn-Khaldun, Histoire des berbérs …, μεταφρ. de Slane, III (Παρίσι, 1934), 118. O Cabaret προφανώς υπονοεί ότι περίπου 14.000 Mουσουλμάνοι στρατιώτες είχαν είτε σκοτωθεί ή λιποτακτήσει κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας. Στο σημείο αυτό δεν είναι απαραίτητος ο σχολιασμός τής μεγάλης υπερβολής των χριστιανών χρονικογράφων για τη μουσουλμανική αριθμητική δύναμη σχεδόν σε όλες τις μάχες, πολιορκίες κλπ., αλλά θα έχουμε την ευκαιρία να επιστρέψουμε στο ζήτημα αυτό.

[←53]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxx, σελ. 248, «δυόμιση μήνες» (deux mois et demi), Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 666, «διάστημα δέκα και περισσοτέρων εβδομάδων» (decem et amplius ebdomadarum spacio) και Froissart, Chroniques, xiv, 231, 237, 274, που λέει ότι οι χριστιανοί επιβιβάστηκαν στα σκάφη τους για να φύγουν από τη Μαχντία κατά την εξηκοστή πρώτη ημέρα τής πολιορκίας.

[←54]

Froissart, Chroniques, xiv, 270-74, 279-80.

[←55]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφ. lxxx, σελ. 246-51, αμφισβητήσιμη περιγραφή. Πρβλ. Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 670 και Foglietta, Dell’ istorie di Genova, σελ. 351, οι οποίοι προσδιορίζουν και οι δύο την αποζημίωση που έπρεπε να πληρωθεί από τούς Τυνήσιους σε 10.000 δουκάτα.

[←56]

Cabaret d’ Orville, La Chronique, κεφάλαια lxxx-lxxxi, σελ. 251-57, Mirot, Rev. études hist., XCVII, 389-93, Atiya, Crusade in the Later Middle Ages, σελ. 427-31. Υπάρχει κενό τεσσάρων ετών (1388-1392) στο χρονικό τού καλά ενημερωμένου Πιζάνου εμπόρου Ρανιέρι Σάρντο (πέθανε πριν τις 23 Δεκεμβρίου 1399), ο οποίος από την πλεονεκτική θέση τού «γέροντα» (anziano), ταμία τής κοινότητας (camarlingo del comune) κλπ. παρατηρούσε τον Πιέτρο Γκαμπακόρτα κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής δημόσιας σταδιοδρομίας τού τελευταίου [Ottavio Banti, επιμ. Cronaca di Pisa di Ranieri Sardo, Ρώμη, 1963]. Έτσι δυστυχώς ο Σάρντο δεν ρίχνει φως στην αμφίβολη περιγραφή τού Cabaret για την υψηλόφρονα εκδίκαση από τον Λουδοβίκο των Βουρβώνων στο Πιομπίνο τής γενουάτικης-πιζάνικης διαμάχης.

[←57]

L. de Mas Latrie, Traites de paix et de commerce …, II (1866, ανατύπ. 1965), μέρος IV, αριθ. xiv, σελ. 130-32 και πρβλ. στο ίδιο, I, 243 και Brunschvig, La Berberie orientale, I (1940), 203. Σύμφωνα με αναφορά τού Ενετού απεσταλμένου Τζάκομο Βαλλαρέσσο, γραμμένη στην Τύνιδα στις 5 Ιουλίου 1392, οι Τυνήσιοι κρατούσαν τότε φυλακισμένους 260 Γενουάτες [Mas Latrie, I, 245-46 και II, 240].

[←58]

Ibn-Khaldun, Histoire des berberes …, μεταφρ. de Slane, III (Παρίσι, 1934), 119.

[←59]

Froissart, Chroniques, xiv, 278. O Mirot, Rev. études hist., XCVII, 394-95, αμφισβητεί τη δήλωση τού Froissart. O Brunschvig, La Berberie orientale, I, 202 την αποδέχεται. Οι Μπερμπερίνοι βασιλείς έγιναν «κύριοι τής θάλασσας» (maistres de la mer) ως αποτέλεσμα τής εκ μέρους τους ενθάρρυνσης τής πειρατείας και τής υπόθαλψης κουρσάρων.

Υπάρχουν άφθονα στοιχεία για την έλλειψη μπαχαρικών στην Ευρώπη μετά την άλωση τής Αλεξάνδρειας από τον Πέτρο των Λουζινιάν το 1365, αλλά τα ενετικά αρχεία Misti (Μικτά) και άλλες πηγές μαρτυρούν την αναβίωση τού εμπορίου μπαχαρικών από τη δεκαετία τού 1370. Παρά την αδελφοκτόνο διαμάχη που αναστάτωνε την πολιτική ζωή στην Αίγυπτο και τη Συρία των Μαμελούκων μετά το 1382, το διεθνές εμπόριο μπαχαρικών λέγεται ότι πήγαινε καλά. Πρβλ. I. M. Lapidus, Muslim Cities in the Later Middle Ages, Καίμπριτζ, Μασσ., 1967, σελ. 26, 30. Γενικά βλέπε W. J. Fischel, «The Spice Trade in Mamluk Egypt», Journal of the Economic and Social History of the Orient, I (1957-58), 157-74 και ιδιαίτερα Gaston Wiet, «Les marchands d’ epices sous les sultans mamlouks», Cahiers d’ histoire Egyptienne, VI1-2 (1955), 81-147, ο οποίος ρίχνει πολύ φως στην ανατολική σκηνή, αλλά λέει λίγα για τις οικονομικές σχέσεις των Μαμελούκων με τα ευρωπαϊκά κράτη. Ο αναγνώστης θα βρει ανημερωμένη και αμερόληπτη κριτική των περισσότερων σχετικών ερευνητικών εργασιών στον Eliyahu Ashtor, «Recent Research in Levantine Trade», στο The Journal of European Economic History, II-1 (Ρώμη, 1973), 187-206.

[←60]

Mas Latrie, Traites de paix, I, 244-49 και II, μέρος VII, αριθ. xii-xiv σελ. 232-43, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (Βενετία, 1883), βιβλίο VIII, αριθ. 381-83, σελ. 215-16.

[←61]

Mas Latrie, Traites de paix, I, 243-44 και II, μέρος II, αριθ. xvii, σελ. 70-87. Η διαπραγμάτευση τής συνθήκης έγινε στο όνομα τού Τζάκοπο ντ’ Αππιάνο, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Γκαμπακόρτα ως διοικητής τής Πίζας.

[←62]

Mas Latrie, Traites de paix, I, 249-51 και II, μέρος V, αριθ. xixxviii, σελ. 161-81, κείμενα με ημερομηνία από το 1392 μέχρι το 1479.

[←63]

Froissart, Chroniques, xiv, 280-81.

[←64]

Πρβλ. Froissart, Chroniques, xiv, 244-51 και Mas Latrie, Traites de paix, I, 242.

[←65]

Foglietta, Dell’ Istorie di Genova, βιβλίο ix, σελ. 368.

[←66]

Tα γεγονότα είναι πολύ γνωστά, όπως και η εξαιρετική μελέτη τού Eugène Jarry, Les origines de la domination française à Gênes Genes (1392-1402), Παρίσι, 1896, ιδιαίτερα κεφ. vii-x. Βλέπε επίσης Michel de Bouard, Les origines des guerres d’ Italie. La France et l’ Italie au temps du Grand Schisme d’ Occident, Παρίσι, 1936, σελ. 167-209, για συνοπτική περιγραφή των γεγονότων στη Γένουα από το 1393 μέχρι τo 1396.

[←67]

Kervyn de Lettenhove (επιμ.) Oeuvres de Froissart, Chroniques, xv (Βρυξέλλες, 1871), 216-17.

[←68]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, I, 708, 710, όπου ο σουλτάνος «Lamorat-Baxin» λεγόταν ότι ήταν ακέραιος ηγεμόνας, που βιαζόταν να επεκτείνει τη φήμη του με τη δύναμη των όπλων, αλλά ανθρώπινος στη νίκη, ανεκτικός με εκείνους που τού πλήρωναν φόρο υποτέλειας και σταθερός στην τήρηση των συνθηκών και των υποσχέσεων που έδινε.

[←69]

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Άποδείξεις Ἱστοριῶν, II (CSHB, Βόννη, σελ. 64):

Ο Βαγιαζήτ, ο γιος τού Μουράτ, εκστράτευε τώρα εναντίον τής Φιλαδέλφειας, ελληνικής πόλης, έχοντας οδηγηθεί σε αυτό από τούς βασιλείς των Ελλήνων, τούς οποίους είχε μαζί του. Γιατί ενώ οι βασιλείς τού Βυζαντίου διαφωνούσαν μεταξύ τους, ο Βαγιαζήτ είχε επίσης ζητήσει τη Φιλαδέλφεια και τού είχαν πει ότι θα τού την έδιναν.

«Παιαζήτης δὲ ὁ Ἀμουράτεω, ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ τοὺς Ἑλλήνων βασιλεῖς ἐνάγοντας ἐς τοῦτο, ἐστρατεύετο ἐπὶ Φιλαδέλφειαν πόλιν Ἑλληνίδα. ἐριζόντων γὰρ τῶν βασιλέων Βυζαντίου ᾐτεῖτο αὐτοὺς καὶ Φιλαδέλφειαν, οἱ δὲ ἔφασαν ἀποδοῦναι.»

Bλέπε επίσης Paul Wittek, Das Furstentum Mentesche: Studie zur Geschichte Westkleinasiens im 13.-15. Jahrhunderts, Istanbul, 1934, σελ. 78 και εξής, Peter Charanis, «The Strife among the Palaeologi and the Ottoman Turks, 1370-1402», Byzantion, XVI (1942-43), 304-6.

[←70]

Δούκας, Hist. byzantina, κεφ. 13 (CSHB, Βόννη, σελ. 49):

Τότε έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα Μανουήλ με το μήνυμα ότι ήθελε ένας από τούς δικαστές και νομικούς του, τον οποίο εκείνοι αποκαλούν καδή, να διαμένει στην Πόλη, λέγοντας ότι δεν ήταν δίκαιο για τούς μουσουλμάνους, που έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη για εμπορικούς σκοπούς, να εμφανίζονται σε δικαστήριο γκιαούρηδων [απίστων] για τη διευθέτηση υποθέσεων και διαφορών. Αντίθετα, έλεγε, τον μουσουλμάνο έπρεπε να τον κρίνει μουσουλμάνος, ενώ είχε κι άλλες τέτοιες άδικες και συκοφαντικές απαιτήσεις. Στο τέλος ο Βαγιαζήτ απείλησε: «Αν δεν θέλεις να κάνεις και να δώσεις όλα όσα σε διατάζω, τότε κλείσε τις πύλες τής πόλης και βασίλευε μέσα. Όλα έξω από την Πόλη είναι δικά μου».

«…τότε στέλλει πρὸς τὸν βασιλέα Μανουὴλ ἀποκρισιαρίους ζητῶν ὅτι βούλεται τοῦ εἶναι καὶ διαμένειν ἐντὸς τῆς πόλεως ἕνα τῶν αὐτοῦ κριτῶν καὶ νομιμαρίων, ὅν αὐτοὶ καλοῦσι καδὶν, οὐκ εἶναι δίκαιον λέγων τοὺς μουσουλμάνους ἐν ἐμπορίαις ἀσχολουμένους καὶ ἐν τῇ Κωνσταντίνου ἀπερχομένους διὰ τινων ὑποθέσεων καὶ ἀμφιβολιῶν παρίστασθαι τοὺς μουσουλμάνους ἐν κριτηρίῳ καβουρίδων, ἀλλὰ τὸν μουσουλμάνον δεῖ μουσουλμάνον κρῖναι, καὶ ἕτερα παραπλήσια γέμοντα φόρτους αδικίας καὶ συκοφαντίας, τέλος “εἰ οὐ βούλει ποιῆσαι καὶ δοῦναι ὅσα σοι προστάττω, κλεῖσον τὰς θύρας τῆς πόλεως, καὶ βασίλευε ἐν μέσῳ αὐτῆς˙ τὰ δὲ ἐκτὸς αὐτῆς ἐμὰ πάντα εἰσὶν”.»

Βλέπε επίσης Franz Babinger, Beiträge zur Frühgeschichte der Türkenherrschaft in Rumelien (1944), σελ. 8-9.

[←71]

G. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Οξφόρδη, 1956, σελ. 489-90 και πρβλ. Halil Inalcik, «The Emergence of the Ottomans», στο P. M. Holt, A. K. S. Lambton και B. Lewis (επιμ.), The Cambridge History oj Islam, I (1970), 277-78.

[←72]

Υπάρχει συνοπτική διερεύνηση των πηγών που έχουν σχέση με τη σταυροφορία τής Νικόπολης στον Delaville le Roulx, La France en Orient (1886), I, 211-19, ο οποίος παρέχει αξιόπιστη γενική περιγραφή τής εκστρατείας [στο ίδιο, I, 220-320] καθώς και συλλογή σχετικών εγγράφων [II, αριθ. V και εξής, σελ. 18 και εξής]. Bλέπε επίσης τη μονογραφία τού A. S. Atiya, The Crusade of Nicopolis, Λονδίνο, 1934 και τού ιδίου The Crusade in the Late Middle Ages.

Από τη σχετική παλαιότερη βιβλιογραφία, πέρα από τον Delaville Le Roulx, πρέπει να αναφερθούν η συνοπτική αλλά περιεκτική διατριβή τού Alois Brauner, Die Schlacht bei Nikopolis (1396), Breslau, 1876, η μελέτη τού Πρώσου στρατηγού G. Kohler, Die Schlachten von Nicopoli und Warna, Breslau, 1882, ο Ferdinand Von Šišić, «Die Schlacht bei Nicopolis (25 September 1396)», στο Wissenschaftliche Mitteilungen Aus Bosnien Und Der Herzegowina, VI (Βιέννη, 1899), 291-327 και ο Max Silberschmidt, Das orientalische problem zur Zeit der Entstehung des Türkischen Reiches nach venezianischen Quellen, Λειψία και Βερολίνο, 1923, σελ. 97 και εξής.

[←73]

Έστω κι αν θεωρείται περιττό, πρέπει ίσως να δοθεί προσοχή στο γνωστό έργο τού Noel Valois, La France et le Grand Schisme d’ Occident, 4 τόμοι, Παρίσι, 1896-1902, ανατύπ. Χίλντεσχαϊμ, 1967, καθώς και στους Edouard Perroy, L’ Angleterre et le Grand Schisme d’ Occident, τομ. I (1933) και Michel de Bouard, Les origines des guerres d’ Italie. La France et l’ Italie au temps du Grand Schisme d’ Occident, Παρίσι, 1936. Στο παρόν πλαίσιο πρέπει να αναφερθεί ειδικά το άρθρο τού Oskar Ηalecki, «Rome et Byzance au temps du grand schisme d’ Occident», Collectanea theologica, XVIII (Lwow, 1937), 477-532.

Aριθμός από αντι-τουρκικές βούλλες, απευθυνόμενες σε λαϊκές και εκκλησιαστικές αρχές στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στα Βαλκάνια και στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και στην Αρμενία και τη Γεωργία, υπάρχουν στον A. L. Tautu, Acta Urbani VI (1378-1389), Bonifacii IX (1389- 1404). Innocentii VII (1404-1406) et Gregorii XI (1406-1415), Ρώμη, 1970, αριθ. 24. 32, 33a, 55, 58, 61-62, 82, 85 και 90, κείμενα με ημερομηνία από Απρίλιο 1391 μέχρι Μάιο 1400 (Pontificia Commissio ad redigendum Codicem Iuris Canonici Orientalis, Fontes, ser. III, τομ. XIII, τομ. I). Τα περισσότερα από τα κείμενα που δημοσιεύονται από τον Tautu έχουν σχέση με ζητήματα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Tα γεγονότα που οδήγησαν στην εξέγερση των καρδιναλίων εναντίον τού Ούρμπαν ΣΤ’ και στην εκλογη τού Κλήμεντος Ζ΄ απεικονίζονται ζωηρά στο μικρό βιβλίο τού Walter Ullmann, The Origins of the Great Schism, Λονδίνο, 1948. Ο ίδιος διερευνά επίσης τον δύσβατο δρόμο μέσω τού οποίου οι ολογαρχικές φιλοδοξίες των καρδινάλιων οδήγησαν τελικά τη χριστιανοσύνη, ενάντια στις προθέσεις τους, στο δημοφιλές δόγμα τού Συνοδισμού (Conciliarism).

[←74]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1394, αριθ. 20, 23, τομ. VII (Λούκκα, 1752), σελ. 583, 584b-585. Πρβλ. C. Eubel, Hierarchia Catholica Medii Aevi, I (1913, ανατύπ. 1960), 362, ο οποίος κάνει Φραγκισκανό τον Τζιοβάννι ντε Μοντελουπόνε. Ο Alois Brauner, Die Schlacht bei Nikopolis, diss. Breslau, 1876, σελ. 8-9 τον προσδιορίζει εσφαλμένα ως αρχιεπίσκοπο Νεοπατρών. Ο Delaville Roulx, France en Orient, I, 228 επαναλαμβάνει το λάθος (χωρίς να αναφέρεται ονομαστικά στον Μοντελουπόνε), ενώ ο Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 33 και Crusade in the later Middle Ages, σελ. 435, σημείωση 2 τον ακολουθεί στο ίδιο λάθος, το οποίο υπάρχει επίσης στον Halecki, Collectanea theologica, XVIII, 498-500. Πρβλ. R. J. Loenertz, «Athenes et Neopatras: Regestes et documents pour servir a l’ histoire ecdesiastique des duches Catalans (1311-1395)», Archivum Fratrum Praedicatorum, XXVIII (1958), αριθ. 249, σελ. 81-82.

[←75]

Sime Ljubić, Listine, στο Monumenta spectantia historian slavorum meridionalium, IV (Ζάγκρεμπ, 1874), αριθ. cccclxxvi, σελ. 335-36 και Gusztav Wenzel, Magyar diplomacziai emlekek, στο Monumenta Hungariae historica, Acta extera, III (Βουδαπέστη, 1876), αριθ. 473, σελ. 755-56.

[←76]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1394, αριθ. 24-25, τομ. VII (1752), σελ. 585-86. Όμως στις 17 Ιανουαρίου 1395 η Γερουσία απαγόρευσε στον Τζιαν Ντομένικο να κηρύξει τη Σταυροφορία «στην πόλη μας», φοβούμενη τουρκικά αντίποινα [Halecki, Collectanea theologica, XVIII, 501-4].

[←77]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. ccccixxxii, σελ. 338 και Wenzel, MHH, Acta extera, III, αριθ. 474, σελ. 757.

[←78]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. ccccixxxiii, σελ. 338 και Wenzel, MHH, Acta extera, III, αριθ. 475, σελ. 757-58. Ο Ιωάννης ντε Κάνισα (de Kanysa), αρχιεπίσκοπος τού Γκραν (Strigonia), πριμάτος και γεννημένος λεγάτος (legatus natus) τής Ουγγαρίας και βασιλικός καγκελλάριος, πέθανε στις 30 Μαΐου 1418 σύμφωνα με τον Eubel, Hierarchia, I, 465. Παρά το γεγονός ότι είναι πολύ γνωστός από πλήθος εγγράφων τής εποχής [Gyorgy (Georgius) Fejer, Codex diplomaticus Hungariae eccclesiasticus ac civilis, τομ. X, βιβλίο ii (Βούδα, 1834), αριθ. xl, xlv, xlvii, κλπ., ccviii, ccxiv, ccxvii, ccxxiii, ccxxxviii, και άλλα], ο Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 14-15 τον ονομάζει Νικόλαο και οδηγεί τούς Delaville le Roulx και Atiya σε λάθος. Για να προσθέσει στη σύγχυση, ο Brauner, σελ. 48, αναφέρεται επίσης σωστά σε αυτόν ως Ιωάννη. Ο Νικόλαος ντε Κάνισα ήταν λαϊκός άρχοντας (miles) και αδελφός τού Ιωάννη [Fejer, στο ίδιο, X-2, αριθ. cxiii, cclii, σελ. 207, 447, 450]. Για τα πρωτεία τής αρχιεπισκοπής τού Γκραν στην Ουγγαρία, βλέπε στο ίδιο, αριθ. cclxxx, σελ. 508 και εξής.

[←79]

Delaville le Roulx, France en Orient, I, 229-30.

[←80]

Τον Μάιο τού 1390 ο νέος ηγεμόνας, ο Βαγιαζήτ, είχε επικυρώσει τα προνόμια που είχαν προηγουμένως χορηγηθεί στους Ενετούς από τούς εμίρηδες «Παλατιών και Αλτολουόγκο» (στους χώρους τής αρχαίας Μιλήτου και τής αρχαίας Εφέσου), παρέχοντας σε όλους τούς εμπόρους από τη Βενετία, τον Χάνδακα, το Νεγκροπόντε και την Κορώνη το δικαίωμα να εμπορεύονται με ασφάλεια στα εδάφη του [R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (1883), βιβλίο VIII, αριθ. 341-42, 346, σελ. 206-7].

[←81]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. cccclxxxvicccclxxxviii, σελ. 339-43 και Wenzel, MΗΗ, Acta extera, III, αριθ. 477-78, σελ. 760-63.

[←82]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. ccccccxxviii, σελ. 343, όχι στον Wenzel, ο οποίος δυστυχώς παραλείπει τμήματα των εγγράφων, μερικές φορές για λόγους που γνωρίζει μόνο ο ίδιος. Πρβλ. F. Von Šišić, «Schlacht bei Nicopolis», Wissensch. Mitt, aus Bosnien und der Hercegovina, VI, 303-4.

[←83]

Livre des faits du bon messire Jean le Maingre, dit Bouciquau, μέρος I, κεφ. xxi, στο J. A. C. Buchon, Les Chroniques de Sire Jean Froissart, III (Παρίσι, 1840), 589-90. To «livre des faicts» υπάρχει επίσης στους J. F. Michaud και J. J. F. Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires pour servir à l’histoire de France, II (1850), όπου το εν λόγω απόσπασμα εμφανίζεται στο πρώτο μέρος τής βιογραφίας τού Μπουσικώ [μέρος i, κεφ. xxii, σελ. 236b].Πρβλ. Delaville le Roulx, France en Orient, I, 231-32, 234-35 και Von Šišić στο Wissensch. Mitt aus Bosnien, VI, 304.

[←84]

Froissart, Chroniques, xv, 218-20. Όπως και ο συγγραφέας τού Livre des faits, ο Froissart λέει ότι το γαλλικό στρατωτικό σώμα αριθμούσε «συνολικά χίλιους ιππότες και ακόλουθους, όλοι γενναίοι άνδρες» (a tout mille chevalliers et escuiers tous vaillans hommes) [στο ίδιο, XV, 221, 230]. Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί αναφέρει ότι από τούς αναρίθμητους ιππότες και άρχοντες που ήθελαν να πάνε με τον Ιωάννη τής Νεβέρ στην Ουγγαρία, αυτός «διάλεξε μόνο δύο χιλιάδες» (ex hiis tamen solum duo milla elegit) [L. Bellaguet, Chronique du religieux de Saint-Denys, II (Παρίσι, 1840), 428].

[←85]

Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 18. Delaville le Roulx, France en Orient, 238. Αtiya, Crusade of Nicopolis, σελ. 40, 141. Froissart, Chroniques, xv, 224.

[←86]

Tο κείμενο παρέχεται στον Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. v σελ. 18-20, όπου μού φαίνεται ότι ο ακριβής αριθμός έπρεπε να είναι 526.730 φράγκα, αν το έγγραφο έχει αντιγραφεί σωστά.

[←87]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. VI, σελ. 21-24.

[←88]

Dom Urban Planchet, Histoire generale et particulare de Bourgogne, 4 τόμοι, Dijon, 1739-81, III, αριθ. clxx, σελ. clxxiiiclxxv, αναφερόμενο (μεταξύ άλλων) από τον Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 18-22. Delaville le Roulx, France en Orient, I. 235-38 και Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 41-42, 144-48.

[←89]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. dviiidx, σελ. 359-61, κείμενα με ημερομηνία 27 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1396. Tο όνομα τού αντιπροσώπου εμφανίζεται στα έγγραφα ως Hemanuel Philotropinus ή Filatropinus [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43, φύλλα 113, 117]. Δεδομένου ότι ο Σίγκισμουντ ήταν σύμμαχος των Τευτόνων Ιπποτών, πιθανώς δεν υπήρχαν πολλοί Πολωνοί στρατολογημένοι για τη σταυροφορία τής Νικόπολης [Πρβλ. O. Halecki, «La Pologne et l’ cmpire byzantin», Byzantion, VII (1932), ιδιαίτερα σελ. 47-50].

[←90]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. DXIII, σελ. 363-65, κείμενα με ημερομηνία 11-14 Απριλίου 1396.

[←91]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 428, ο οποίος εσφαλμένα αναφέρει ότι ο Ιωάννης τής Νεβέρ ξεκίνησε για τη σταυροφορία προς τα τέλη Μαρτίου. Ο Froissart, Chroniques, xv, 230-31 είναι εξίσου ανακριβής, προσδιορίζοντας την ημερομηνία έναρξης ως 20 Mαϊου και παρέχοντας λάθος διαδρομη προς Αυστρία. Ο Jean Juvénal des Ursins, Histoire de Charles VI, στο Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires pour servir à l’histoire de France, II (1850), 408a] ικανοποιείται παρατηρώντας απλώς τούς σταυροφόρους, που «αναχώρησαν και πέρασαν από τις Γερμανίες» (si s’ en partirent et passerent par les Allemagnes), πράγμα που κερδίζει σε ακρίβεια ό,τι χάνει σε πληροφορία. Έχω ακολουθήσει τον Delaville le Roulx, France en Orient, I, 246, ο οποίος βασίστηκε στον Dom Plancher, Histoire de Bourgogne, III, 148-19.

[←92]

Πρβλ. Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 23-24. Von Šišić στο Wissensch. Mitt, aus Bosnien, VI, 308.

[←93]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 428, 430, 438 και εξής.

[←94]

Froissart, Chroniques, xv, 251-53, ο οποίος προσδιορίζει τον σταυροφορικό στρατό σε «περισσότερους από εκατό χιλιάδες [άνδρες]» (plus de cent mille [hommes]). Με ισχνά μάλλον στοιχεία αλλά με πολλή περίσκεψη ο Paul Durrieu, «Jean Sans-Peur, duc de Bourgogne, lieutenant et procureur general du Diable es parties d’ Occident», Annuaire Bulletin de la Societe de l’ Histoire de France, XXIV (1887), 209-18, έχει ισχυριστεί ότι ο Τζιαν Γκαλεάτσο κρατούσε ενήμερο τον Βαγιαζήτ για τις προετοιμασίες για τη σταυροφορία, παίρνοντας πληροφορίες από την κόρη του Βαλεντίνα Βισκόντι και τον σύζυγό της Λουδοβίκο Α΄, δούκα τής Ορλεάνης. Σίγουρα ο Τζιαν Γκαλεάτσο είχε πολλά να κερδίσει από την αποτυχία των Γάλλων στη σταυροφορία, η οποία θα καθιστούσε αναποτελεσματική την ετοιμαζόμενη γαλλο-φλωρεντινή συμμαχία (του Σεπτεμβρίου 1396) εναντίον τού Μιλάνου. Για κάποιο διάστημα φοβόταν ότι θα μπορούσε να προσλκυστεί στη συμμαχία και ο απρόβλεπτος Ριχάρδος Β΄. Bλέπε D. M. Bueno de Mesquita, «The Foreign Policy of Richard II in 1397: Some Italian Letters», English Historical Review, LVI (1941), 628-37.

[←95]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43, φύλλα 127, 137, αναφερόμενα από Delaville le Roulx, France en Orient, I, 248 και II, 25. O Ogier VIII d’Anglure, επιστρέφοντας από το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους, έμεινε από τις 23 μέχρι τις 29 Mαϊου στη Βενετία, όπου είδε τούς Κουσύ και Ανρί ντε Μπαρ, οι οποίοι εφοδίασαν τον Ogier και τούς συντρόφους του με άδειες διέλευσης (lettres de passage) για να διευκολύνουν την επιστροφή τους στη Γαλλία. [Fr. Bonnardot και A. Longnon (επιμ.), Le saint voyage de Jherusalem du seigneur D’Anglure, Παρίσι, 1878, σελ. 98 (Societe des Anciens Textes français)]. Βρίσκω τον Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 52-53 ελάχιστα πειστικό.

[←96]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος i, κεφ. xxii, σελ. 590-91 και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος 1, κεφ. xxiii, σελ. 237. O Juvénal, Histoire de Charles VI, σελ. 408a λέει ότι η πορεία των σταυροφόρων προς τον προορισμό τους απαίτησε «τρεις πλήρεις μήνες» (bien trois mois), πράγμα που θα τοποθετούσε την άφιξη στη Bούδα στα τέλη Ιουλίου. Πρβλ. τον Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 482, 484: «Έτρεχαν για τρεις μήνες ακολουθώντας την υποχώρηση τού χριστιανικού στρατού που … έφτασε στον Δούναβη, καθώς ήταν σκόπιμη και από αυτούς τούς δρόμους προωθήθηκαν περαιτέρω» (Discursis tribus mensibus a recessu christiani exercitus cum … ad Danubium … pervenisset, deliberatum extitit qualiter et per quas vias progrederetur ulterius).

Πρβλ. Delaville le Roulx, France en Orient, I, 249. Στις 20-21 Ιουλίου οι πολίτες τής Ζάρας (Ιadrenses) έστειλαν μία γαλέρα ad partes orientales για υπηρεσία τριών μηνών με τον Σίγκισμουντ, dominus noster rex [G. Fejer, Codex diplomaticus Hungariae, τομ. X, βιβλ. II (Βούδα, 1834), αριθ. ccxl, σελ. 410].

Στις 20 Ιουλίου η Ενετική Γερουσία ψήφισε να στείλει κάποιες εντολές στον διοικητή τού Κόλπου, «στην περίπτωση που ο άρχοντας βασιλιάς τής Ουγγαρίας ερχόταν στα μέρη τής Κωνσταντινούπολης» (in casu quo dominus rex Hungarie veniat ad partes Constantinopolis) [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43, φύλλο 143].

[←97]

Πρβλ. Juvénal, σελ. 408a, ο οποίος λέει ότι το γαλλο-βουργουνδικό στράτευμα έτυχε καλής υποδοχής στις Γερμανίες, «αλλά δεν επέτρεψαν ό,τι ήταν λεηλασία και κλοπή, ούτε να γίνουν αναρίθμητα κακά λεηλασιών και ληστειών, ολισθήματα και όχι έντιμα πράγματα» (mais pourtant ne laissoient-ils point qu’ ils ne pillassent et derobassent, et fissent maux innumerables de pilleries et roberies, lubricitez, et choses non honnestes).

[←98]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 484.

[←99]

Πρβλ. Froissart, Chroniques, xv, 242-44, που λέει ότι, ύστερα από την ήττα τού Βαγιαζήτ, οι Γάλλοι συζητούσαν ότι «θα κατακτούσαν όλη την Τουρκία και θα έφταναν μέχρι την Περσική αυτοκρατορία …. και θα κατακτήσουμε όλο το βασίλειο τής Συρίας και τούς Αγίους Τόπους τής Ιερουσαλήμ και θα την ελευθερώσουμε από τα χέρια τού σουλτάνου και από τούς εχθρούς τού Κυρίου μας».

[←100]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 486, 488, 490.

[←101]

Froissart, Chroniques, xv, 245.

[←102]

Fejer, Codex diplomaticus Hungariae, τομ. X, τομ. II (1834), αριθ. ccxlviiccxilviii, σελ. 420-21, 426 και πρβλ. Delaville le Roulx, France en Orient, I, 252-53. Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο ο Σρατσιμίρ είχε συλληφθεί από τις δυνάμεις τού Βαγιαζήτ και ο γιός του είχε διαφύγει στην Ουγγαρία. Για τη φρουρά των 300 ανδρών που αφέθηκαν στο Βιδίνι, σημειώστε The Bondage and Travels of Johann Schiltberger, a Native of Bavaria, in Europe, Asia and Africa, 1396-1427, μεταφρ. J. Buchan Telfer, Λονδίνο, 1879, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1970, σελ. 2, 107 (Hakluyt Society), 1η σειρά, αριθ. LVIII. O Σιλτμπέργκερ ονομάζει το Βιδίνι «Pudem».

[←103]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος I, κεφ. xxii, σελ. 591a και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος I, κεφ. xxiii, σελ. 237a, όπου το Βιδίνι ονομάζεται «Baudins». Ο Froissart, Chroniques, xv, 248 λέει ότι «περισσότεροι από τριακόσιους» άλλους χρίστηκαν ταυτόχρονα ιππότες. Ήταν έθιμο να απονέμεται συχνά ο τίτλος τού ιππότη κατά την πρώτη συνάντηση με τον εχθρό.

[←104]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος i, κεφ. xxiii, σελ. 591-92 και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος i, κεφ. xxiv, σελ. 237-38 και πρβλ. Fejer, Codex, X-2, αριθ. cclii, σελ. 447-48.

[←105]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 492, 494. O Delaville le Roulx, France en Orient, I, 253-54 προτιμά την περιγραφή στο Livre des faits, που λέει ότι ο Μπουσικώ και οι άνδρες του παρέδωσαν τούς αιχμάλωτους Tούρκους στον Σίγκισμουντ, «που τούς θανάτωσε όλους» (qui tous les fit mourir). Φτάνοντας σε λεπτομέρειες μού φαίνονται αναξιόπιστες και οι δύο πηγές, ενώ ο Froissart, Chroniques, xvi, 246-51 προφανώς απομακρύνεται σε εφαπτομένη τόσο απόλυτα προσωπική του, που δεν έχει τίποτα να κάνει με την ιστορία.

[←106]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 494, 496, 498, Juvénal, Hist. de Chas. VI, σελ. 408b και πρβλ. Johann Schiltberger, ό. π., σελ. 2, που λέει ότι η πολιορκία τής Νικόπολης κράτησε δεκαέξι μέρες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα τού Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος I, κεφ. xxiv, σελ. 593 και τούς Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος I, κεφ.xxv, σελ. 239-40, οι Γάλλοι αιφνιδιάστηκαν από την εμφάνιση τού τουρκικού στρατού την ώρα τού δείπνου κατά τη δέκατη έκτη ημέρα τής πολιορκίας. Σημειώνει επίσης ότι ό Σίγκισμουντ είχε σκάψει δύο μεγάλες «γαλαρίες» κάτω από τα τείχη τής Νικόπολης, αλλά η προσπάθεια δεν πέτυχε τίποτε. Παρεμπιπτόντως ο Atiya, Crusade cf Nicopolis, σελ. 61, πιστεύει ότι κατά τη διάρκεια τής δύο εβδομάδων πολιορκίας των σταυροφόρων «τα ενετικά και τα γενουάτικα πλοία απέκοψαν κάθε θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των πολιορκούμενων και τού έξω κόσμου…». Από ποια θάλασσα; Δεν βοηθούσαν τούς σταυροφόρους γενουάτικα πλοία, ενώ ενετικά «πλοία» δεν υπήρχαν πουθενά κοντά στη Νικόπολη. Έχουμε δει ότι η Γερουσία συμφώνησε απρόθυμα να θέσει τέσσερις γαλέρες στη διάθεση τού Σίγκισμουντ.

Οι Ενετοί χρονικογράφοι αύξησαν τις τέσσερις γαλέρες σε σαραντατέσσερις και μάλλον εκπληκτικά πρόσθεσαν και τούς Γενουάτες. Πρβλ. Germain Lefevre-Pontalis και Leon Dorez, Chronique d’ Antonio Morosini: Extraits relatifs a l’histoire de France, 4 τόμοι, Παρίσι, 1898-1902, I, 8:

«Οι Ενετοί και οι Γενουάτες έφτιαξαν μαζί στόλο γαλερών, συνολικά 44 γαλέρες, για να πάνε στην περιοχή τής Ρωμανίας και να κάνουν ζημιές στους εν λόγω Τούρκους…»

(I Veniziany e Zenovexi a insenbre e’ fexe armada de galie a la suma de galie XLIIII per andar intro el destreto de Romania a daniziar i dity Turchy..)

O Marino Sanudo, Vite de’ duchi di Venetia, στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλες 762E-763A] συνέχισε τον φιλολογικό θρύλο ότι οι σταυροφόροι είχαν την υποστήριξη «στόλου σαραντατεσσάρων γαλερών» [Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 25, Delaville le Roulx, France en Orient, I, 287, Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 55].

[←107]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 500. Ο Froissart, Chroniques, xv, 264-68 λέει ότι ο Ενγκερράν ντε Κουσύ βγήκε σε αποστολή ανίχνευσης με «πεντακόσιες λόγχες και άλλους τόσους βαλλιστές, όλους έφιππους» (cinq cens lances et autretant d’ arbalestriers, tous montés à cheval). Συνέλαβαν 20.000 Tούρκους σε ενέδρα και σκόρπισαν τον θάνατο και την καταστροφή σε όσους δεν κατάφεραν να διαφύγουν.

[←108]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 500, 502: «… προαισθανόταν στην ψυχή του, ότι θα καταλήξουν σε πολύ απαισιόδοξη συνέχεια…» (…in corde suo presagiens quod sequencia fine pessimo clauderentur…). Πρβλ. την περιγραφή στον Juvénal, Hist. de Chas. VI, σελ. 408b-409a, ο οποίος αναφέρει ότι ο Σίγκισμουντ προσπάθησε να ξεκαθαρίσει ότι οι Ούγγροι και οι Γερμανοί έπρεπε να έμπαιναν πριν από τούς Γάλλους στη μάχη, «για να επιχειρήσουν καλή μάχη και να μη μπορέσουν να διαφύγουν ή να υποχωρήσουν» (ils s’ efforceroient de bien combatre, et si ne pourroient fuir ou reculer), ώστε οι Γάλλοι να πιέζουν επάνω τους. Αλλιώς οι Ούγγροι και οι Γερμανοί μπορούσαν κάλλιστα να διαφύγουν από το πεδίο, «και να παραμείνουν οι Γάλλοι χαμένοι και να καταρρεύσουν» (et demeureroient les François perdus et desconfits). Όμως οι Γάλλοι επέμεναν «στη γνώμη τους και ζήτησαν να έχουν την πρωτοπορία» (en leur opinion et requeste d’ avoir l’avantegarde), αν και ο Ενγκερράν ντε Κουσύ συμφωνούσε με τον Σίγκισμουντ. Ο Johann Schiltberger, op. cit., σελ. 2-3 λέει παρόμοια ιστορία, ότι οι Γάλλοι ήσαν αποφασισμένοι να ηγηθούν τής επίθεσης. Ο Froissart, Chroniques, xv, 312-13 δείχνει ότι οι Γάλλοι πιάστηκαν απροετοίμαστοι από την άφιξη των Tούρκων, αλλά ήσαν ευτυχισμένοι που πλησίαζε η στιγμή τής δόξας τους: έσπρωξαν πίσω τα τραπέζια στα οποία γευμάτιζαν, ζήτησαν τα όπλα και τα άλογά τους, αλλά είχαν «κρασί στο κεφάλι» (le vin en la teste) καθώς κάλπαζαν στο πεδίο, όπου ξεδιπλώθηκε το λάβαρο τής Παρθένου. Πρβλ. Delaville le Roulx, France en Orient, I, σελ. 259-62.

[←109]

Schiltberger, ό. π., σελ. 2. Η εκτίμηση τού Schiltberger ότι ο χριστιανικός στρατός ήταν μόνο 16.000, λέει ο Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 30, είναι «προφανώς αποτέλεσμα κακού σφάλματος μνήμης» (offenbar in Folge eines argen Gedächtnisfehler) (!) ενώ ο Delaville le Roulx, France en Orient, I, 265, σημείωση 8, λέει ότι ο αριθμός είναι προφανώς λάθος και «ξέρουμε ότι πρέπει να διαβαστεί 60.000» (nous savons qu’il faut lire soixante mille) (!). Δεν γνωρίζουμε κάτι τέτοιο, αλλά ο μορφωμένος ιστορικός τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας Joseph von Hammer-Purgstall, Gesch. d. osman. Reiches, I (Πέστη, 1827, ανατύπ. Γκρατς, 1963), 238, δείχνει επίσης να πιστεύει ότι ο Schiltberger πρέπει να εννοούσε 60.000.

Κατά τον Philippe de Mézières, L’ Epistre lamentable et consolatoire sur le fait de la desconfiture lacrimable de Nicopoli (γραμμένη στις αρχές τού 1397), επιμ. Kervyn de Leuenhove, στη δική του έκδοση τού Froissart, Chroniques, xvi, 452, «σύμφωνα με την περιγραφή αυτών που ήσαν παρόντες σε εκείνη τη θλιβερή μέρα, ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας είχε στο βασιλικό του στράτευμα 150.000 μαχητές και ο Βαγιαζήτ λίγο μικρότερο αριθμό».

[←110]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 500.

[←111]

Froissart, Chroniques, xv, 310-11, 315-16. Το πεζικό τού Σίγκισμουντ θέτει άλυτο πρόβλημα, επειδή οι Ούγγροι ήσαν κυρίως ιππείς [Delaville le Roulx, France en Orient, I, 263-64], αλλά όχι κατάλληλο για να πιέσει ιδιαίτερα κάποια από αυτές τις πηγές.

[←112]

Froissart, Chroniques, xv, 242.

[←113]

Livre des faits, επιμ. Buchon, ΙΙΙ, μέρος 1, κεφ. xxii, σελ. 591a και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος 1, κεφ. xxiii, σελ. 237a.

[←114]

U. Stromer, Püchel von mein geslecht und von abentewr (1349-1407), επιμ. Karl Hegel, Die Chroniken der deutschen Städte, Nürnberg, I (Λειψία, 1862), 48-49, αναφερόμενο από τον Delaville le Roulx, I, 264-65, ο οποίος φυσικά θέλει να αυξήσει τον αριθμό.

[←115]

Galeazzo και (γιος) Bartolommeo Gatari, Cronaca Carrarese (1318-1407), επιμ. A. Medin και G. Tolomei, ad ann. 1396, στο νέο Muratori, RISS, XVII, μέρος 1 (1912), σελ. 451: «και ήσαν σε αριθμό 84.000 χριστιανοί» (e fu per numero LXXXIIII millia Christiani).

[←116]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 504.

[←117]

Jac. de Delayto στα ονομαζόμενα Annales Estenses [ad. ann. 1396], στο R1SS, XVIII (Μιλάνο, 1731), στήλη 9S5C, βασισμένος όπως φαίνεται σε αντίγραφο επιστολής σταλμένης από την Ουγγαρία, ότι

«η μάχη κράτησε επτά μέρες [!] και από αυτά που γράφει ο κόμης τού Τέμεσβαρ [Τιμισοάρα] και ακούστηκε να λέει ο βασιλιάς, υπήρχαν 400.000 Τούρκοι».

(la battaja duroe sette di [!], et per quello scrive il conte di Temesvar, che lo re ghe manda a dire che furono quattrocento millia Turchi)

[←118]

Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 31, 33-34.

[←119]

Delaville le Roulx, France en Orient, I, 265-66, 269, παραθέτοντας τον Ούγγρο ιστορικό K. Kiss, A Nikapolyi ulkozet, στο Magyar Academiai ertestito (Πέστη, 1855), σελ. 266.

[←120]

Von Šišić, «Schlacht bei Nicopolis», Wissensch. Mitt. aus Bosnien, VI (1899), 312.

[←121]

Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 66-69, 183-85 (σημειώσεις), ο οποίος σε όλη την εργασία του [πρβλ. επίσης σελ. 216] αναφέρεται στο Archivio Muratoriano όταν εννοεί το Rerum italicorum scriptores. Παρέχει επίσης την αναφορά τού χρονικογράφου τού Σαιν Ντενί για το μέγεθος τού τουρκικού στρατού (94.000) ανακριβώς ως 104.000. Σημειώστε επίσης το βιβλίο του Crusade in the Later Middle Ages (1938) [σελ. 440, 446], όπου έχει μειώσει την εκτίμησή του για την τουρκική δύναμη σε 104.000 άνδρες, βασιζομενος στην ανακριβή του ανάγνωση τού Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 504. Στη συνοπτική του περιγραφή για τη Νικόπολη, ο Steven Runciman, A History of the Crusades, III (ανατύπ. Καίμπριτζ, 1966), 456 και εξής, στηρίζεται μόνο στον Atiya και επαναλαμβάνει τούς αριθμούς του, καθώς και ορισμένα άλλα λάθη του.

[←122]

Francesco Cognasso, Storia delle crociate, Μιλάνο, 1967, σελ. 955.

[←123]

Froissart, Chroniques, xv, 315.

[←124]

Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 68.

[←125]

Rosetti, Slavonic Review, XV (1936-37). 633-34, που συγκρίνει τη μάχη τού 1396 με εκείνη τού Ιουλίου 1877, που δόθηκε επίσης στη Νικόπολη, όπου τουρκική δύναμη 8.000 ανδρών αντιμετώπισε ρωσικές μονάδες συνολικής δύναμης 10.000 σε δήθεν «πιο εκτεταμένο μέτωπο».

[←126]

Gustav Kling, Die Schlacht bei Nikopolis im Jahre 1396, diss. Βερολίνο, 1906, αναφερόμενο από τον Rosetti και επίσης από τον Hans Delbruck, Geschichte der Kriegskunst im Rahmen der politischen Geschichte, III (Βερολίνο, 1923, ανατυπ. 1964), 498, 501.

[←127]

Πρβλ. Gyula Moravcsik, Byzantinoturcica, 2η εκδ., 2 τόμοι, Βερολίνο, 1958, 11, 137-38.

[←128]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, Ι, 502, 504. Σύμφωνα με τον Schiltberger, ό. π., σελ. 2-3, 110, ο βοεβόδας Μιρτσέα τής Βλαχίας («Merterwaywod») είχε ζητήσει από τον Σίγκισμουντ «να είναι ο πρώτος που θα επιτεθεί, στο οποίο ο βασιλιάς θα είχε συναινέσει πρόθυμα», αλλά ο Ιωάννης τής Νεβέρ δεν επέτρεπε ούτε σε Βλάχους ούτε σε Ούγγρους να προηγηθούν των Γάλλων στην επίθεσή τους επί τού στρατού τού Βαγιαζήτ. Σε αντίθεση με τις περιγραφές των Γάλλων χρονικογράφων, ο Schiltberger αναφέρει επίσης ότι, όταν ο Νεβέρ και οι Γάλλοι είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν, ο Σίγκισμουντ «νίκησε σώμα δώδεκα χιλιάδων [Tούρκων] πεζών στρατιωτών … που είχαν σταλεί να τον αντιμετωπίσουν», για το οποίο ο Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 93 λέει πολλά. Το 1395 ο βοεβόδας Μιρτσέα είχε δώσει επίσημη υπόσχεση «να βαδίσει προσωπικά εναντίον των Τούρκων» όταν θα το έκανε ο Σίγκισμουντ [Fejer, Codex, X-2, αριθ. clv, σελ. 270-73]. Όταν ήρθε η ώρα, ο Μιρτσέα τήρησε την υπόσχεσή του, αν και (όπως θα δούμε αργότερα) εγκατέλειψε το πεδίο τής Νικόπολης όταν είδε το αναπόφευκτο τής καταστροφής.

[←129]

Πρβλ. Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος 1, κεφ. xxiv, σελ. 593b-594a και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος I, κεφ. xxv, σελ. 239b-240a.

[←130]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 504-18 και πρβλ. Juvénal, Hist. de Chas. VI, στο Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, 409b. Ο Froissart περιγράφει αναλυτικά και με τη συνηθισμένη του ανακρίβεια τη μάχη τής Nικόπολης, την επακόλουθη απελευθέρωση των Γάλλων ευγενών με πληρωμή λύτρων, την επιστροφή τους στην πατρίδα και την υποτιθέμενη στάση τού Βαγιαζήτ απέναντι στην Ευρώπη και τη χριστιανοσύνη [Kervyn de Lettenhove, επιμ. Oeuvres de Froissart, Chroniques, xv (Βρυξέλλες, 1871), 312-60 και XVI (1872), 29-68].

Υπάρχει μια χωρίς αξία περιγραφή τής μάχης στα Annales Mediolanenses [κεφ. CLVIII, in RISS, XVI (Μιλάνο, 1730), στήλη 826]. Η συνοπτική σημείωση τού Sozomeno da Pistoia, Specimen historiae, στο ίδιο, στήλη 1162BC, έχει μικρή αξία, ενώ εκείνη τού Lorenzo Bonincontri da S. Miniato, Annales, ad ann. 1396, στο ίδιο, XXI (1732), στήλη 72E ακόμη μικρότερη. Ο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1396, αριθ. 18, vol. VII (τομ. XXVI τού Baronius-Raynaldus, Λούκκα, 1752), σελ. 609-11 παραθέτει απλώς τον Bonfinius.

[←131]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος I, κεφ. xxiv-xxv. σελ. 594a-596a και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος i, κεφ. xxvxxvi, σελ. 240a-243a. O Schiltberger, op. cit., σελ. 3, 5 λέει ότι «χυνόταν αίμα από το πρωί μέχρι το δειλινό, … και ότι οι άνθρωποι … που σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα υπολογίζονται σε δέκα χιλιάδες», αλλά τον ίδιο τον λυπήθηκαν, «επειδή δεν σκότωσαν κανένα κάτω από είκοσι ετών και εγώ δεν ήμουν καν δεκαέξι».

Ενθυμούμενος τη μάχη τής Νικόπολης σε μεταγενέστερα χρόνια, ο Σίγκισμουντ ανέφερε ότι

«… διαπράχθηκαν πολλές δολοφονίες και ανείπωτες σφαγές και από τις δύο πλευρές και αμέτρητα πρόσωπα και από τις δύο πλευρές έπεσαν στη βίαιη κόψη τού σπαθιού»

(… caedes fit maxima, et strages indicibilis ex utraque parte committitur, cadentibus innumerabilibus utrimque personis in ore gladii saevientis)

[Fejer, Codex, X-2, αριθ. cc, σελ. 342-43, από έγγραφο με ημερομηνία στο έτος 1412].

Τον Ιούλιο τού 1402 ο Στέφανος Λαζάρεβιτς διακρίθηκε για μια ακόμη φορά στην υπηρεσία τού Βαγιαζήτ, ο οποίος θα υπέφερε ο ίδιος στο πεδίο τής Άγκυρας ακόμη χειρότερη ήττα, από αυτήν που επέφερε τώρα στους χριστιανούς.

[←132]

Για τη σύγκρουση των αντιπάλων δυνάμεων στη Νικόπολη και για την επακόλουθη σφαγή από τον Βαγιαζήτ των χριστιανών αιχμαλώτων, σημειώστε ιδιαίτερα Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 35-52, ο οποίος χρονολογεί τη μάχη εσφαλμένα στις 28 Σεπτεμβρίου αλλά γνωρίζει καλά τις πηγές, Delaville le Roulx, France en Orient, Ι, 270-86 και von Sisic, «Schlacht bei Nicopolis», Wissensch. Mitt. aus Bosnien, VI, 313-17, όπου και οι δύο προσδίδουν μια κάπως προσχηματική σαφήνεια στα γεγονότα, καθώς και Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 84-97 και Crusade in the Later Middle Ages, σελ. 451-57.

[←133]

Froissart, Chroniques, xv, 315-16, 320. Ο Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xxii, 78-86 δίνει κατάλογο 325 σταυροφόρων γνωστών με το όνομά τους, από τούς οποίους 80 περίπου πέθαναν κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τής Νικόπολης.

[←134]

Schiltberger, ό. π., σελ. 5, 112, Delaville le Roulx, France en Orient, I, 286.

[←135]

Froissart, Chroniques, xv, 320, 325, 327-28, Schiltberger, ό. π., σελ. 5, Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος i, κεφ. xxv, σελ. 597 και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος i, κεφ. xxvi, σελ. 243a. Σύμφωνα με τον Froissart, o Νεβέρ, ο οποίος δεν ήξερε τουρκικά, έσωσε τη ζωή τού Μπουσικώ, κάνοντας μια χειρονομία μετρώντας με τα δύο χέρια, για να δείξει ότι θα κατέβαλε μεγάλη τιμή. Ο βιογράφος τού Μπουσικώ αναφέρει (στο Livre des faits) ότι ο Νεβέρ τράβηξε την προσοχή τού Βαγιαζήτ και ένωσε τούς δύο αντίχειρές του για να δείξει ότι θεωρούσε τον στρατάρχη αδελφό του.

[←136]

Pierre-Herman Dopp, Traité ď Emmanuel Piloti sur le passage en Terre sainte (1420), Λουβαίν και Παρίσι, 1958, σελ. 229 (Publications de l’ Univcrsite Lovanium de Leopoldville). Tο κείμενο είναι γαλλική μετάφραση, που έγινε το 1441 από χαμενο πρωτότυπο, γραμμένο μεταξύ 1420 και 1438-9 υπό τον τίτλο De modo, progressu, ordine ac diligenti providentia habendis in passagio Christianorum pro conquesta Terrae Sanctae. Η έκδοση τού Dopp αντικαθιστά την δημοσιευμένη από τον Baron de Reiffenberg στο Monuments pour servir a l’ histotre des provinces de Namur, de Hainaut et de Luxembourg, IV (Βρυξέλλες, 1846), 312-419. Θα έχουμε στη συνέχεια ευκαιρία να αναφερθούμε στην πραγματεία τού Pilοti.

[←137]

Froissart, Chroniques, xv, 317 και πρβλ. Fejer, Codex, X-2, αριθ. cxcix, cci, σελ. 341, 343-44, με παραπομπές, Delaville le Roulx, France en Orient, I, 280-81, με παραπομπές. Ο χρονικογράφος Antonio Morosini δημιουργεί τη λανθασμένη εντύπωση ότι υπήρχαν ενετικές (και γενουάτικες) γαλέρες στον Δούναβη και λέει ότι ο Σίγκισμουντ επιβιβάστηκε αμέσως στη «γαλέρα τού διοικητή των Ενετών, δηλαδή τού κυρίου Τομμάζο Μοτσενίγκο» (la galia del chapetanio dy Veniciany, zoè de miser Tomado Mozenigo) [Chronique, επιμ. Lefevre-Pontalis και Dorez, I (1898), 12]. O Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ εκλέχτηκε μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών ενώ απουσίαζε στη σταυροφορία τής Νικόπολης [Delavilie Le Roulx, Les Hospitaliers a Rhodes (1913, ανατύπ. 1974), σελ. 235-37, 265].

[←138]

Fejer, Codex, X-2, αριθ. ccxlvii-ccxlviii, cclvii, σελ. 421, 427, 459.

Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, Άποδείξεις Ἱστοριῶν, βιβλίο ii (CSHB, Βόννη, σελ. 75-76):

Όταν ο Βαγιαζήτ έμαθε ότι ο Σίγκισμουντ, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, ερχόταν εναντίον του, ξεκίνησε με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, παίρνοντας ολόκληρο τον στρατό τής Ευρώπης και τής Ασίας, και έσπευσε στον Δούναβη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στρατοπέδευσε σε απόσταση σαράντα σταδίων από τον Δούναβη. Όμως οι Γάλλοι, καθώς ήσαν αλαζονικοί και αδαείς στα περισσότερα ζητἠματα, ήθελαν να κερδίσουν τη νίκη από μόνοι τους. Εξοπλίστηκαν και προχώρησαν με την πρόθεση να επιτεθούν στους βάρβαρους, πριν από όλους τούς άλλους. Σε σκληρή μάχη οι Γάλλοι κατατροπώθηκαν. Τρέπονταν σε φυγή με όλη τους τη δύναμη και σε πλήρη αναταραχή πίσω στον δικό τους στρατό με τούς Τούρκους ξωπίσω τους. Στη συνέχεια αναμίχθηκαν όλοι μαζί, καθώς οι βάρβαροι τούς πίεζαν και οι Ούγγροι και οι Γερμανοί τράπηκαν επίσης σε φυγή. Καθώς έσπευδαν να διασχίσουν τον Δούναβη, μεγάλο μέρος τού στρατού χάθηκε κοντά στον ποταμό. Ακολούθησε μεγάλη σφαγή, καθώς Γάλλοι και Ούγγροι σκοτώνονταν από τον εχθρό. Συνελήφθη ο Βουργουνδός στρατηγός και πολλοί άλλοι Ούγγροι και Γάλλοι.

«Ὁ μὲν οὖν Παιαζήτης ὡς ἐπύθετο ἐπιόντα οἱ Σιγισμοῦνδον τὸν Ῥωμαίων αὐτοκράτορα, σὺν πολλῷ στρατεύματι ἐλαύνοντα, παραλαβὼν τὸν τῆς Εὐρώπης τε καὶ Ἀσίας στρατὸν ἅπαντα ἀντεπῄει ἐπὶ Ἴστρον, ᾗ ἐδύνατο, τάχιστα πορευόμενος. στρατοπεδευσαμένου δὲ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ Ἴστρου ἐπὶ σταδίους τεσσαράκοντα, οἱ Κελτοὶ αὐθάδεις τε ὄντες καὶ ἀγνώμονες ὡς τὰ πολλά, ἀξιοῦντες σφῶν αὐτῶν μόνων τὴν νίκην γενέσθαι, ὁπλισάμενοι ἐπῄεσαν πρότεροι ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς βαρβάρους. μάχης δὲ καρτερᾶς γενομένης τρέπονται οἱ Κελτοί, καὶ φεύγοντες ἀνὰ κράτος καὶ οὐδενὶ κόσμῳ ἐπιπίπτουσι τῷ σφετέρῳ στρατεύματι, ἐπισπομένων τῶν Τούρκων. ἐνταῦθα ἀναμὶξ γενομένων αὐτῶν, ὡς ἐπέκειντο οἱ βάρβαροι, τρέπονται ἅμα τούτοις οἵ τε Παίονες καὶ οἱ Γερμανοί. ἐπειγομένων δὲ εἰς τὴν τοῦ Ἴστρου διάβασιν ἀπώλετο πολλὰ τοῦ στρατεύματος κατὰ τὸν ποταμόν. ἐγένετο δὲ φόνος πολὺς ὀλλυμένων τῶν Κελτῶν καὶ Παιόνων ὑπὸ τῶν ἐναντίων, καὶ ὁ Βουργουνδίων στρατηγὸς ἑάλω, καὶ ἄλλοι οὐκ ὀλίγοι Παιόνων τε καὶ Κελτῶν.»

[←139]

Schiltberger, ό. π., σελ. 6.

[←140]

O Σίγκισμουντ είχε φτάσει στην Κορώνη και Μεθώνη στις 6 Δεκεμβρίου, με μοίρα τεσσάρων γαλερών, τριών από τη Βενετία και μιας από τη Ζάρα [Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. dxli, dxliii, σελ. 393, 394].

[←141]

Giunio Resti, Chronica ragusina, βιβλίο vii, επιμ. S. Nodilo, στο Monumenta spectantia historiam slavorum meridionalium, XXV: Scriptores, II (Ζάγκρεμπ, 1893), 182-83. O Γκόντολα είχε το ίδιο όνομα με τον σύγχρονό του και εξάδελφό του (στα σερβοκροατικά Ivan Gundulic, 1589-1638), τού οποίου το επικό ποίημα «Οσμάν» αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των Tούρκων και των χριστιανών Σλάβων. Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ντε Κάνισα αρρώστησε στη Ραγούσα και τού έστειλαν ως δώρο από εξω από την πόλη μικρή ποσότητα εξαιρετικού κρασιού. Δεδομένου ότι ήταν αντίθετη με το νόμο η εισαγωγή ξένων κρασιών στη Ραγούσα, η Γερουσία δεν ήθελε να επιτρέψει αυθαίρετα την παράδοση τού κρασιού, παρά τη διάθεσή τους να δείξουν στον Σίγκισμουντ και την ακολουθία του κάθε σημάδι σεβασμού. Συγκάλεσαν λοιπόν συνεδρίαση τού Μεγάλου Συμβουλίου (Veliko Vijece), το οποίο ψήφισε την παραχώρηση με μεγάλη πλειοψηφία. Ο Ιωάννης παρέμεινε στη Ραγούσα με δαπάνες τού κράτους μετά την αναχώρηση τού Σίγκισμουντ, «και στη συνέχεια ακολούθησε τον ίδιο δρόμο που είχε πάρει ο βασιλιάς» (e poi fece la medesima strada che aveva fatto il re) [στο ίδιο, σελ. 183]. O Σίγκισμουντ βρισκόταν στο Σπαλάτο (Σπλιτ) στις 4 Ιανουαρίου 1397, όταν παραχώρησε στον Τομμάζο Μοτσενίγκο, στον Ενετό διοικητή τού Κόλπου, ισόβια σύνταξη 1.000 δουκάτων ετησίως, ως ανταμοιβή για την ανδρεία του στην αντιμετώπιση των Tούρκων και ως αποζημίωση για την προστασία τού ταξιδιού τού βασιλιά προς Δαλματία [R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο IX, αριθ. 56-58, σελ. 245].

[←142]

Fejer, Codex diplomaticus, X-2, αριθ. ccxlvi, ccc, cccxcii, σελ. 417, 559, 750 και εξής, κείμενα με ημερομηνίες 1397-1398, 1400.

[←143]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43, φύλλα 158-158, αποφάσεις τής Γερουσίας με ημερομηνία 28-29 Οκτωβρίου 1396, δημοοσιευμένες από τον Ljubić, MHSM, IV, αριθ. dxxxivdxxxv, σελ. 386-88. Η αποστολή τού Μοτσενίγκο ως διοικητή ή γενικού διοικητή τού Κόλπου έχει ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1396 [F. Thiriet, Regestes des deliberations du Senat de Venisc concernant la Romanie, I (Παρίσι και Χάγη, 1958), αριθ. 895, σελ. 210]. Bλέπε επίσης Thiriet, I, αριθ. 917, σελ. 214-15 και ιδιαίτερα Max Silberschmidt, Das orientalische problem zur Zeit der Entstehung des Türkischen Reiches nach venezianischen Quellen, Λειψία και Βερολίνο, 1923, σελ. 146-49, 166-67 (Beiträge zur Kulturgeschichte des Mittelalters und der Renaissance, τομ. 27).

[←144]

Δούκας, Hist. byzantina, κεφ. 13 (CSHB, Βόννη, σελ. 51):

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, ευρισκόμενος σε απόγνωση, αφού δεν υπήρχε καμία βοήθεια από κανέναν, έγραψε στον πάπα, στον βασιλιά τής Γαλλίας και στον κράλη τής Ουγγαρίας, ενημερώνοντάς τους για τον αποκλεισμό και την απελπιστική κατάσταση τής πόλης. Προειδοποιούσε ότι αν δεν ερχόταν γρήγορα αρωγή και βοήθεια, η Πόλη θα παραδινόταν στους εχθρούς τής χριστιανικής πίστης. Οι ηγεμόνες των δυτικών εθνών κάμφθηκαν από αυτά τα λόγια και εξοπλίστηκαν για να αντιταχθούν στους εχθρούς τού σταυρού. Με τον ερχομό τής άνοιξης ο βασιλιάς τής Φλάνδρας, πολλοί Άγγλοι, οι ευγενείς τής Γαλλίας και πολλοί Ιταλοί ήρθαν στην Ουγγαρία. Την εποχή τής ανόδου τού Σείριου έστησαν τις σκηνές τους στις όχθες τού Δούναβη. Ήταν μαζί τους ο Σίγκισμουντ, ο κράλης τής Ουγγαρίας, που ονομαζόταν επίσης αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Περνώντας απέναντι στη Νικόπολη, ήσαν έτοιμοι να πάρουν τα όπλα εναντίον τού Βαγιαζήτ. Ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε ενημερωθεί πολλές ημέρες νωρίτερα για τη συγκέντρωση των εθνών από τη Δύση, μάζεψε ολόκληρο τον στρατό του από την Ανατολή και τη Δύση, περαιτέρω ενισχυμένο από τα στρατεύματά του που πολιορκούσαν την Πόλη, και τον οδηγούσε αυτοπροσώπως.

«…ὁ δὲ βασιλεὺς Μανουὴλ ἀπορήσας καὶ μηδεμίαν βοήθειαν οὖσαν ἐξ ἅπαντος γράφει πρὸς πάπαν, πρὸς τὸν ρήγα Φραγγίας, πρὸς τὸν κράλην Οὐγγρίας, μηνύων τὸν ἀποκλεισμὸν καὶ τὴν στενοχωρίαν τῆς πόλεως. καὶ εἰ μὴ τάχος φθάσει ἀρωγὴ τις καὶ βοήθεια, παραδίδοται εἰς χείρας ἐχθρῶν τῆς τῶν χριστιανῶν πίστεως. καμφθέντες οὖν ἐπὶ τούτοις τοῖς λόγοις οἱ τῶν ἑσπερίων άρχηγοὶ καὶ πρὸς ἀντιπαράταξιν τῶν ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ καθοπλίσαντες ἑαυτοὺς, ἤλθοσαν εἰς Οὐγγρίαν ἔαρος ἀρξαμένου ὅ τε ῥὴξ Φλάνδρας καὶ ἐκ τῶν Ίγγλήνων πλεῖστοι καὶ τῆς Φραγγίας οἱ μεγιστάνες καὶ ἐκ τῶν Ἰταλῶν οὐκ ὀλίγοι. καὶ δὴ πρὸς τὰς ἐπιτολὰς τοῦ κυνὸς ἔπηξαν τὰς σκηνὰς παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Δανούβεως, ἔχοντες μετ’ αὐτῶν τὸν κράλην Οὐγγρίας Σιγισμοῦνδον, ὅς καὶ βασιλεὺς των Ῥωμαίων ὑπῆρχε τε καὶ ἐλέγετο. καὶ δὴ περάσαντες τὴν περαίαν ἐν Νικοπόλει καὶ καλῶς ἑτοιμασθέντες κατὰ τοῦ Παγιαζὴτ ὡπλίζοντο. ὁ δὲ Παγιαζὴτ πρὸ ἱκανὰς ἡμέρας μαθὼν τὴν ἄθροισιν τῶν γενῶν τῶν ἀπὸ ἑσπερίων, καὶ συναθροίσας καὶ αὐτὸς ἅπαντα τὸν στρατὸν αὐτοῦ ἀνατολῆς τε καὶ δύσεως, καὶ αὐτοὺς τοὺς φυλάσσοντας τὴν πόλιν, κατὰ πρόσωπον ἤλαυνε.»

[←145]

G. M. Thomas, Dipl. ven.-lev., II (1899, ανατύπ. 1965), αριθ. 147, σελ. 255-56, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο IX, αριθ. 40-41, σελ. 241-42 και πρβλ. αριθ. 56-58, σελ. 245 και Delaville le Roulx, France en Orient, I, 287-88, ο οποίος πιστεύει εσφαλμένα ότι υπήρχε χριστιανικός στόλος «σαραντατεσσάρων πλοίων», που επιχειρούσε στην περιοχή τής Κωνσταντινούπολης, για το οποίο πρβλ. M. Silberschmidt, Das orientalische Problem (1923), σελ. 162-64 και βλέπε πιο πάνω, σημείωση 106.

Για την ενετική υπεράσπιση τού Πέρα εναντίον των Tούρκων «για το κοινό καλό των χριστιανών» (pour le bien commun des chretiens), βλέπε Thiriet, Regestes, I, αριθ. 919, σελ. 215, έγγραφο με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1396. O Μοτσενίγκο αργότερα εκλέχτηκε δόγης. Η «διαθήκη» του, που παρότρυνε τούς συμπολίτες του να συντηρούν την ευημερία τους μέσω ειρήνης και πολιτικής συγκράτησης, είναι διάσημη [H. Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, II (1920, ανατύπ. 1964), 276, 617-19]. Η επιχείρηση τού Μοτσενίγκο χαλάρωσε αλλά δεν τερμάτισε την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης, η οποία, έστω και κατά διαστήματα, κράτησε περίπου οκτώ χρόνια. Ο Paul Gautier έχει δημοσιεύσει πρόσφατα μια περιγραφή τής εποχής για την πολιορκία, «Un récit inédit du siège de Constantinople par les Turcs (1394-1402)», Revue des études byzantines, XXIII (1965), 100-17. Παρέχει μετάφραση μαζί με το κείμενο. Για την πολιορκία βλέπε John W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391-1423): A Study in late Byzantine Statesmanship, New Brunswick, N.J., 1969, ιδιαίτερα σελ. 123-54, 202-18, 479-81. O Βαγιαζήτ ήρε την πολιορκία στο τέλος τού 1401 ή στις αρχες τού 1402, όταν χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του εναντίον τού Ταμερλάνου (Τιμούρ), για το οποίο σημειώστε Marie-Mathilde Alexandrescu-Dersca, La Campagne de Timur en Anatolie (1402), Βουκουρέστι, 1942, σελ. 46-47, 59 και G. T. Dennis, «Three Reports from Crete on the Situation in Romania, 1401-1402», Studi veneziani, XII (1970), 243-65.

[←146]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 43, φύλλο 159, με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1396:

«Επειδή δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο που να είναι χρήσιμο για όλη τη χριστιανοσύνη, από το να ενημερωθεί ειδικά ο κύριος πάπας για αυτά τα νέα που υπάρχουν για τη μάχη τού κυρίου βασιλιά Ουγγαρίας, τόσο για το άτομό του, όσο κυρίως για να εξεταστεί τι πρέπει να γίνει επί τούτου, αποφασίζεται ότι πρέπει να γραφούν επιστολές προς τον ίδιο τον κύριο πάπα, τούς κυρίους βασιλείς Γαλλίας και Αγγλίας και στον κύριο αυτοκράτορα, που να επισημαίνουν σε αυτούς την κατάσταση και να λυπηθούν για το καλό τής χριστιανοσύνης…» ,

(Quia non potest esse aliud quam utile pro tota Christianitate reddere informatum specialiter dominum papam de istis novis que habentur de conflictu domini regis Hungarie tamquam personam ad quam principaliter spectat superinde providere, vadit pars quod possint scribi littere ipsi domino pape, domino regi Francie, et Anglie, ac domino imperatori significando eis casum et de illo condolendo pro bono Christianitatis…)

αλλά στη δεύτερη ψηφοφορία η πρόταση καταψηφίστηκε με 42 υπέρ (de parte), 60 κατά (de non) και 11 λευκά (non sinceri).

Η σοβαρότητα τής κατάστασης πρέπει να είχε προκαλέσει ζοφερή ατμόσφαιρα στη Γερουσία,

«όπου κάθε μέρα και από ώρα σε ώρα υπάρχουν συνήθως νέα για τη μάχη τού άρχοντα βασιλιά τής Ουγγαρίας και γίνεται αισθητό και αντιληπτό, ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και επικίνδυνα για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη και για το κράτος μας…» [στο ίδιο].

(quia omni die et de hora in horam novum quod habitum fuit de conflictu domini regis Hungarie sentitum est et sentitur esse gravius et periculosius pro tota Christianitate et pro statu nostro…)

Aν και πολύ προσεκτικά, η Ενετική Γερουσία είχε πάρει διάφορα διπλωματικά καθώς και στρατιωτικά μέτρα εναντίον των Tούρκων [Thiriet, Regestes, I, αριθ. 870, 882, 888, 891-92, 896, 900-901, 909 και 914]. Όταν ο Τομμάζο Μοτσενίγκο πρόσθεσε τις δύο εξοπλισμένες γαλέρες τού Νεγκροπόντε και τού Αιγαίου, συν τις δύο γαλέρες τού δρομολογίου Tάνας-Tραπεζούντας, στις τέσσερις που είχε ψηφίσει η Γερουσία, είχε στολίσκο οκτώ γαλερών, με τις οποίες ανακούφισε την τουρκική πίεση επί τής Κωνσταντινούπολης στα τέλη Οκτωβρίου 1396 [πρβλ. M. Silberschmidt, Das orientalische Problem (1923), σελ. 162-63].

[←147]

Froissart, Chroniques, xv, 331-32 και βλέπε Delaville le Roulx, France en Orient, I, 289-90.

[←148]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο IX, αριθ. 44-52, σελ. 243-44, όπου τα πλήρη κείμενα παρέχονται από τον Louis de Mas Latrie, Commerce et expeditions militaires de la France et de Venise au moyen age, στο Mélanges historiques, III (Παρίσι, 1880), σελ. 158-68 (Ducuments inedits sur l’ histoire de France).

[←149]

Froissart, Chroniques, xv, 332-33 και πρβλ. το Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος I, κεφ. xxvi, σελ. 597b-598a και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος i, κεφ. xxvii, σελ. 243b- 244a.

[←150]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο IX, αριθ. 53, 55, σελ. 244-45, Mas Latrie, Commerce el expeditions, σελ. 168-70.

[←151]

Religieux de Saint-Denys, Chronique, II, 523 και πρβλ. Juvénal, Hist. de Chas. VI, σελ. 410a.

[←152]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. dxlvii, σελ. 397 και πρβλ. αριθ. dxlix, σελ. 401, έγγραφο με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1397. Τον Φεβρουάριο παπικοί νούντσιοι βρίσκονταν στη Βενετία, όπου είχαν σταλεί από τον Βονιφάτιο Θ΄ από τη Ρώμη, προπαθώντας να πάρουν βοήθεια για την Κωνσταντινούπολη. Η Γερουσία τούς πληροφορούσε ότι η Δημοκρατία είχε κάνει ο,τιδήποτε δυνατό και βρισκόταν πάντα «σε ανοιχτό πόλεμο [με τούς Τούρκους] στη θάλασσα» [O. Ηalecki, «Rome et Byzance… «, Collectanea theologica, XVIII (Lwow, 1937), 505-6]. Στο μεταξύ τα αναμενόμενα αλλά ενοχλητικά νέα των σχεδίων τού Βαγιαζήτ εναντίον τής Ελλάδας οδήγησαν τη Γερουσία να εξοπλίσει οκτώ ακόμη γαλέρες για υπηρεσία στον «Κόλπο» [Thiriet, Regestes, 1. αριθ. 922, σελ. 215, έγγραφο με ημερομηνία 12 Ιανουαρίου 1397 και σημείωση αριθ. 923 και εξής].

[←153]

Ο Froissart, Chroniques, xv, 337 λέει ότι ο Αλλύ παρέμεινε στο Παρίσι «περίπου δώδεκα μέρες» (environ douze jours), οπότε σε αυτή την περίπτωση ξεκίνησε το ταξίδι του για την Τουρκία τη μέρα ή κοντά στη μέρα τής γιορτής των Επιφανίων (6 Ιανουαρίου 1397).

[←154]

Οι Σατωμοράν και Λεβεργκέμ προχώρησαν προς Βούδα μέσω Μιλάνου, όπου στρατολόγησαν τη βοήθεια τού Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, ο οποίος είχε κάποια επιρροή στην οθωμανική αυλή. Ο Βερζύ κατευθύνθηκε απευθείας στη Βούδα, όπου περίμενε τούς συναδέλφους του πρέσβεις και την προσκόμιση από τον Αλλύ τής τουρκικής άδειας ασφαλούς διέλευσης. Σύμφωνα με τον Froissart, Chroniques, xv, 349, ο Σίγκισμουντ διαφωνούσε να προχωρήσει ο Σατωμοράν προς την Τουρκία με τούς τάπητες τοίχου και τα κοσμήματα που θα αποτελούσαν μόνιμα αναμνηστικά τής νίκης τού Βαγιαζήτ επί των χριστιανών. Λέγεται όμως ότι ο Σίγκισμουντ χαλάρωσε την αντίθεσή του, όταν τού έγραψε ο Κάρολος ΣΤ’ διαμαρτυρόμενος και παρενέβη ο Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ, ο μάγιστρος τής Ρόδου. Ο Froissart λέει ότι ο Ναιγιάκ ήταν με τον Σίγκισμουντ, αλλά αν ο Σατωμοράν έφτασε στη Βούδα κάποια στιγμή τον Μάρτιο (1397), ο Σίγκισμουντ βρισκόταν ακόμη κάπου στη Δαλματία και φαίνεται ότι δεν είχε επιστρέψει στην ουγγρική πρωτεύουσα μέχρι τον Μάιο. Ο Ναιγιάκ βρισκόταν πιθανώς ακόμη στη Ρόδο, όπου τον είχαν αφήσει οι ενετικές γαλέρες.

Υπήρχαν διάφοροι λόγοι για τούς οποίους η γαλλο-βουργουνδική πρεσβεία έπρεπε να επιλέξει να πάει στην Τουρκία μέσω Βούδας (ακόμα κι αν γνώριζαν ότι ο Σίγκισμουντ δεν βρισκόταν εκεί), ένας από τούς οποίους ήταν ότι ήθελαν να αποφύγουν μέσα στον χειμώνα το μακρύ ταξίδι γύρω από το ακρωτήριο Ματαπάς (Ταίναρο). Για τον Αλλύ, την πρεσβεία και τα δώρα που πήγε ο Σατωμοράν στον Βαγιαζήτ, βλέπε Froissart, Chroniques, xv, 338-39, 343-52, 355-59, Brauner, Schlacht bei Nikopolis, σελ. 59-60, Delaville le Roulx, France en Orient, I, 300-6 και II, αριθ. viii σελ. 26-32, Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 102-4. Για τη σχέση τού Ενγκερράν ντε Κουσύ με τον Φραντσέσκο Β΄ Γκατελούζο, η οποία μπέρδευε τον Delaville le Roulx, βλέπε Wm. Miller, Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964, σελ. 320. O πρώτος Γενουάτης άρχοντας τής Μυτιλήνης, ο Φραντσέσκο Α΄, σκοτώθηκε στις 6 Αυγούστου 1384, μαζί με τη σύζυγο και δύο από τούς γιούς του, σε σεισμό που κατάστρεψε το κάστρο που είχε χτίσει πριν από έντεκα χρόνια [Miller, ό. π., σελ. 318-19. Σπ. Π. Λάμπρος, «Συμβολή εις την ιστορίαν των εν Λέσβω δυναστευόντων Γατελούζων», Nέος Ἑλληνομνήμων, VI (1909, ανατύπ. 1969), 39-40 και στο ίδιο, VII (1910), 144-45, 343-44. Ruy Gonzalez de Clavijo, Embassy to Tamerlane (1403-1406), μετάφρ. Guy Le Strange, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1928, σελ. 50-51]. Για τον Φραντσέσκο Β΄ Γκατελούζο, τον πατέρα και την οικογένειά του, βλέπε επίσης George T. Dennis, «The Short Chronicle of Lesbos, 1355-1428», στο ελληνικό περιοδικό Λεσβιακά, V (Μυτιλήνη, 1965), 3-22.

[←155]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος 1, κεφ. xxvii, σελ. 599a και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος I, κεφ. xxviii, σελ. 244b.

[←156]

Froissart, Oeuvres, επιμ. Kervyn de Lettenhove, XVI (Βρυξέλλες, 1872), 30-31 για τον θάνατο και την ταφή τού Κουσύ, για την οποία βλέπε Delaville le Roulx, France en Orient, I, 313), 40 (για τον Φιλίπ ντ’ Αρτουά), 51-52 (για τον Λα Τρεμουάγ, τού οποίου ο θάνατος εσφαλμένα τοποθετείται τον Σεπτέμβριο τού 1397, αφότου ο Βαγιαζήτ είχε απελευθερώσει τούς αιχμαλώτους του και αυτοί είχαν αποβιβαστεί στη Ρόδο για το ταξίδι τής επιστροφής τους).

O Froissart λέει ότι ο Φιλίπ ντ’ Αρτουά πέθανε «i Haulte-Loge en Grèce» (μάλλον στο Αλτολουόγκο, στην Έφεσο), αλλά η επιτύμβια πλάκα του, που υπήρχε ακόμη το 1647, όχι τo 1747, ανέφερε ότι ο θάνατός του συνέβη «στο Μιχαλίτσι, στις 15 Ιουνίου 1397» (in Micalici MCCCLXXXXVII die XV Iunii), για το οποίο βλέπε τις σημειώσεις τού I. Bullialdus στο Δούκα, Hist. byzantina (CSHB, Βόννη), σελ. 559-60. Bλέπε επίσης Delaville le Roulx, France en Orient, I, 314, ο οποίος είναι ανακριβής, Kervyn, XVI, 256, Livre da faits, επιμ. Buchon, III, μέρος i, κεφ. xxvii, σελ. 600a, Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος i, κεφ. xxviii, σελ. 245b και Clavijo, Embassy to Tamerlane, μετάφρ. G. Le Strange, σελ. 93.

[←157]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, μέρος I, κεφ. xxvii, σελ. 600 και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος I, κεφ. xxviii, σελ. 246a, Froissart, Chroniques, xvi, 60, που λέει ότι o Ανρί ντε Μπαρ πέθανε σε επιδημία (χολέρας, τύφου, πανούκλας;), που κράτησε μέχρι τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου, «όπου η θνησιμότητα κατέστρεψε και αφάνισε αμέτρητους ανθρώπους» (laquele mortalité abaty et occist du poeupple sans nombre) [Delaville Le Roulx, I, 318].

[←158]

To κείμενο παρέχεται από τον Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. viii, σελ. 33 και για τον Γκατελούζο βλέπε το άρθρο τού George Dennis, που αναφέρθηκε πιο πάνω, στα Λεσβιακά, V (1965).

[←159]

Livre des faits, επιμ. Buchon, III, pt I. κεφ. xxvii, σελ. 598b-599b και Michaud και Poujoulat, Nouvelle collection des Mémoires, II, μέρος 1, κεφ. xxviii, σελ. 244b-245b, όπου οι παρατιθέμενες φράσεις προέρχονται από το δεύτερο κείμενο. Εκ παραδρομής ο Delaville le Roulx, France en Orient, I, 308, λέει ότι ο Μπουσικώ πήρε δάνειο 36.000 φράγκων από τον Φραντσέσκο, λάθος στο οποίο τον έχει ακολουθήσει ο Atiya, The Crusade of Nicopolis, σελ. 105.

Για τούς εδώ σκοπούς μας δεν χρειάζεται να διακρίνουμε μεταξύ φράγκων, φλουριών και δουκάτων. Κατά τον ύστερο 14ο αιώνα υπήρχαν δύο χρυσά νομίσματα που ονομάζονταν φράγκα, το franc i cheval (3,88 γραμ.) και το franc à pied (3,82 γραμ.), που ονομάζονταν έτσι επειδή στη μία περίπτωση ο βασιλιάς παρουσιαζόταν έφιππος (στην πίσω πλευρά τού νομίσματος) και στην άλλη πεζός. Και τα δύο ήσαν από καθαρό χρυσάφι και το καθένα είχε αξία μιας λίρας (livre) ή είκοσι σόλιδων (sols). Tο φλωρεντινό φλουρί (3,53 γραμ.) και το ενετικό δουκάτο (3,56 γραμ.) είχαν ευρύτερη κυκλοφορία, αλλά περίπου την ίδια αξία. Bλέπε Karl Ηeinrich Schäfer, Die Ausgaben der Apostolischen Kammer unter Johann XXII., Πάντερμπορν, 1911, σελ. 51-52, 53-54, 62-63 και Friedrich von Schrötter, Wörterbuch der Munzkunde, Βερολίνο και Λειψία, σελ. 167 (Dukat), 201-2 (Franc), 228 (Goldgulden). Σημειώστε επίσης το απόσπασμα από τούς λογαριασμούς τού Ουντώ Ντουαί, προϊσταμένου λογαριασμών (maitre des comptes) τής βουργουνδικής αυλής στη Ντιζόν, με αναφορά στην πληρωμή λύτρων για τον Νεβέρ [Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xxiii, σελ. 87]: «… εκτιμώντας το δουκάτο σε είκοσι σόλιδους και τη λίρα και το φράγκο το ίδιο» (… en estimant le ducat vingt sols, la livre et le franc de mesme).

[←160]

Henri Omont και C. Couderc, Catalogue général des manuscrits français de la Bibliothèque Nationale: Ancien Supplément français, II (Παρίσι, 1896), αριθ. 11.432, σελ. 301. Είναι χειρόγραφο σε περγαμηνή τού 15ου αιώνα, «Σαφές βιβλίο των πράξεων τού καλού στρατάρχη Μπουσικώ … που έγιναν και επιτεύχθηκαν μέχρι τις 9 Απριλίου τού έτους Κυρίου 1409» (Explicit le livre des fais du bon mareschal Bouciquaut … fait et accompli jusques yey, le IXe jour d’ avril l’an de grace mil cccc et ix).

[←161]

Froissart, Chroniques, xvi, 47.

[←162]

Delaville le Roulx, France en Orient, I, 311, 323, σημείωση 2. Ο Ραπόντι πέθανε στη Μπρυζ το 1414 ή 1415. Μια ιδέα για τον πλούτο του προκύπτει από τη διαθήκη του, γραμμένη στο Παρίσι στις 24 Φεβρουαρίου 1413 και δημοσιευμένη από τον Alexandre Tuctey, «Testaments enregistrés au parlement de Paris sous le règne de Charles VI», Mélanges historiques, III (Παρίσι, 1880), 553-62 (Documents inédits sur 1’ histoire de France). Την εποχή τής δολοφονίας τού αδελφού του Πέτρου Α΄, ο Ιάκωβος ήταν κοντόσταυλος τής «Ιερουσαλήμ». Πρβλ. Sir George Hill, A History of Cyprus, II (1948), 365-68.

[←163]

Froissart, Chroniques, xvi, 29 και εξής, 40: «… τα λύτρα για τούς 25 κυρίους ορίστηκαν συνολικά σε 200.000 δουκάτα και αποτελούσαν χρέος προς τον Βαγιαζήτ πασά» (… la rédemption des vingt-et-cinq seigneurs fut mise à somme, et deubt avoir le roy Basaach deux cens mille ducas).

[←164]

To έγγραφο έχει δημοσιευτεί από τον Kervyn στις σημειώσεις του για τον Froissart, XVI, 261-63, «γραμμένο στο Μιχαλίτσι στην Τουρκία, στι 24 Ιουνίου τού έτους Κυρίου 1397» (datum Micalici in Turchia die XXIIII mensis iunii anno Domini MCCC nonag. VII). Bλέπε επίσης Delaville le Roulx, France en Orient, I, 311-12 και ii, αριθ. x, xxiii, σελ. 34-35, 87 και εξής.

[←165]

Froissart, Chroniques, xvi, 42 και Delaville le Roulx, France en Orient, I, 314-15. Ο δόγης τής Βενετίας Αντόνιο Βενιέρ είχε επίσης πληροφορήσει τον Κάρολο ΣΤ’ τής Γαλλίας και τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας, ότι ο Βαγιαζήτ είχε ελευθερώσει τούς ομήρους και ότι αυτοί είχαν φτάσει στη Μυτιλήνη, για τις οποίες ενθαρρυντικές ειδήσεις ο δόγης πήρε ευχαριστήριες επιστολές γραμμένες στο Παρίσι στις 15 και 19 Σεπτεμβρίου. 1397 [R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο IX, αριθ. 67-68, σελ. 247].

[←166]

O Σπ. Π. Λάμπρος, «Ιωάννου Ζ΄ Παλαιολόγου εκχώρησις των επί τής βυζαντιακής αυτοκρατορίας δικαιωμάτων εις τον βασιλέαν τής Γαλλίας Κάρολον ΣΤ΄», Nέος Ελληνομνήμων, X (1913), 248-57 παρέχει το κείμενο τού λατινικού εγγράφου, γραμμένου στη Μυτιλήνη στις 15 Αυγούστου 1397 [από τα Archives de la Cote d’ Or, B 11, 396, με συνοπτικό σχολιασμό]. Ο Ιωάννης Ζ΄ είχε παντρευτεί την κόρη τού Φραντσέσκο Β΄ Γκατελούζο. Βλέπε επίσης Peter Wirth, «Zum Geschichtsbild Kaiser Johannes’ VII. Palaiologos», Byzantion, xxxv (1965), 594 και εξής. Την 1η Ιουλίου 1397 ο Μανουήλ Β΄ είχε γράψει στον Κάρολο ΣΤ’, ευχαριστώντας τον για τη βοήθεια που είχαν προσφέρει οι σταυροφόροι κατά το προηγούμενο έτος. Υπογράμμιζε τον κίνδυνο στον οποίο θα ήταν εκτεθειμένη ολόκληρη η χριστιανοσύνη αν οι Τούρκοι καταλάμβαναν την Κωνσταντινούπολη και ζητούσε περαιτέρω βοήθεια για να αποτρέψει τέτοια καταστροφή [Franz Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 5 (Μόναχο και Βερολίνο, 1965), αριθ. 3269, σελ. 85 και πρβλ. αριθ. 3270 και εξής].

[←167]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xiv, σελ. 43-45 και πρβλ. Froissart, Chroniques, xvi, 51, «τριάντα χιλιάδες φράγκα» (trente mille fran[c]s). Για τον Ντομινίκ ντ’ Αλλεμάν, όπως αυτός εμφανίζεται στις γαλλικές πηγές, Dominicus de Alamania στα λατινικά, βλέπε J. Delaville le Roulx, Les Hospitaliers a Rhodes (1310-1421), Παρίσι, 1913, ανατύπ. Λονδίνο, 1974, passim και ιδιαίτερα σελ. 190-91, σημείωση 3 και πρβλ. Anthony Luttrell, «Aldobrando Baroncelli in Greece, 1378-1382», Orientalia Christiana periodica, XXXVI (1970), 273-300 και ιδιαίτερα σελ. 281, σημείωση 3. Παρά το όνομα με το οποίο αυτό είναι συνήθως γνωστός, ο Ντομινίκ φαίνεται ότι ήταν από τη Μπολώνια και αναφέρεται σε επιστολή τού βασιλιά Πέδρο Δ΄ τής Αραγωνίας ως «Δομίνικος από τη Μπολώνια, βαΐλος τού Μοριά» (Dominicus de Bolunya, bajulus dela Morea) [Ant. Rubió i Lluch, Diplomatari de l’ Orient català, Βαρκελώνη, 1947 (1948), έγγραφο cdlxvii, σελ. 532, με ημερομηνία Απριλίου 1381].

[←168]

Για το δάνειο των Ιωαννιτών προς τον Νεβέρ βλέπε το έγγραφο με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1397, στο Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. XIV, σελ. 43-45.

[←169]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xvi, σελ. 47-48.

[←170]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο IX, αριθ. 70, σελ. 247-48.

[←171]

Froissart, Chroniques, xvi, 48-57.

[←172]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xxiii, σελ. 88.

[←173]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xv, σελ. 46.

[←174]

Froissart, Chroniques, xvi, 58, 60-61, ο οποίος συμπεραίνεται ότι είναι η πηγή παρόμοιας εκτίμησης που δίνει ο Delaville le Roulx, France en Orient, I, 322-23.

[←175]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xxiii, σελ. 87-88 και βλέπε στο ίδιο, σελ. 91-95 για τις πληρωμές τού Ντουαί προς διάφορους πιστωτές.

[←176]

Froissart, Chroniques, xvi, 56, 57.

[←177]

Fejer, Codex diplomaticus, X-2 (1834), αριθ. cclxiv-cclxv, σελ. 478-83, με ημερομηνία 15-16 Ιανουαρίου 1398 και πρβλ. Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xi, σελ. 36 και Silberschmidt, Das orientalische Problem, σελ. 153-54, 169-70.

[←178]

Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. dlxiii, σελ. 413, Predelli, Regesti dei Commemoriali, IΙΙ, βιβλίο IX, αριθ. 116, σελ. 259-60, Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xi, σελ. 36-37. Ο Σίγκισμουντ ανέθεσε το δικαίωμα συλλογής τού ενετικού ενοικίου (census) στους Ζαν ντε Ανγκέστ και Ρενιέ Ποτ ως εκπροσώπους των Νεβέρ και Ραπόντι στις 13 Ιουνίου 1398, «στην πόλη μας Ποτσέγκι» (in civitate nostra Passagna). Πρβλ. τις σημειώσεις τού Kevyn de Lettenhove στη δική του έκδοση τού Froissart, XVI, 269-70.

[←179]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IΙΙ, βιβλίο IX, αριθ. 78-80, σελ. 249-50, με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1398.

[←180]

Delaville le Roulx, France en Orient, I, 318-20 και II, αριθ. xxiii, σελ. 88-90.

[←181]

«Qui voit la maison de son voisin ardoir, il doit veillier et non estre asseures de la sienne». L’ Epistre lamentable et consolatoire, επιμ. Kervyn de Lettenhove, στη δική του έκδοση τού Froissart, Chroniques, xvi, 452-58, 455-56, 477-81 και εδώ στη σελ. 456.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Μεζιέρ, ο οποίος είχε πάρει την πληροφορία του «από γνωστούς κάποιων που ήσαν παρόντες την αξιθοθρήνητη εκείνη μέρα» (par la relation de ceuls qui se trouvèrent à la journée lacrimable) [σελ. 452], λέει ότι υπήρχαν Άγγλοι στη Νικόπολη, πράγμα που απορρίπτει ο Tipton, Speculum, XXXVII (1962), 528-40.

[←182]

Πρβλ. R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IΙΙ, βιβλίο ix, αριθ. 56-58, σελ. 245.

[←183]

Στο ίδιο, III, βιβλίο ix, αριθ. 163, σελ. 270.

[←184]

Στο ίδιο, III, βιβλίο ix, αριθ. 164, σελ. 270 και Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xiii, σελ. 41-42.

[←185]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο ix, αριθ. 165, σελ. 270.

[←186]

Στο ίδιο, III, βιβλίο ix, αριθ. 161, 166, σελ. 270, σύμφωνα με την κατά Predelli περίληψη τής επιστολής τού δόγη, ότι «δεν πληρώθηκαν τα 5.000 δουκάτα στον Ραπόντι…» (non furono pagati che 5.000 ducati al Rapondi…). Πρβλ. Ljubić, Listine, στο MHSM, IV, αριθ. dlxxvii-dlxxviii, dxci, σελ. 420, 426-27 και M. Silberschmidt, Das orientalische Problem, σελ. 153-54, 169-70.

[←187]

Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. xvii, σελ. 49-58. Για το χρυσό νόμισμα noble (περίπου 7,97 γραμ.), βλέπε F. von Schrötter, Wörterbuch d. Münzkunde (1930), σελ. 460.

[←188]

Froissart, Chroniques, xvi, 58.

[←189]

Froissart, Chroniques, xvi, 58-59, 264-69, όπου παρέχεται η επιστολή των γαιοκτημόνων τής Μπραμπάντ στις 5 Απριλίου προς τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας. Delaville le Roulx, France en Orient I, 325-26, ο οποίος λανθασμένα προσδιορίζει τη δούκισσα Ιωάννα (Jeanne), κόρη τού δούκα Ιωάννη Γ΄ τού Μπραμπάντ, ως αδελφή τού Φιλίππου. Αν και η επιστολή των γαιοκτημόνων τής Μπραμπάντ μιλά για «την κυρία ντε Μπραμπάντ, την αρχόντισσά μας» (madame de Brabant, vostre suer), η αναφορά αποτελεί απλώς έκφραση ευγενείας.

[←190]

Delaville le Roulx, France en Orient, I, 326-27 με παραπομπές στις γαλλικές αρχειακές πηγές και βλέπε R. Vaughan, Philip the Bold (1962). σελ. 74 και εξής.

[←191]

Tο έγγραφο [από τα Archives deparmentales du Nord, B, 1871] παρέχεται στον Delaville le Roulx, France en Orient, II, αριθ. x, σελ. 34-35, ενώ για την ημερομηνία τής πρεσβείας των Γκατελούζο σημειώστε Kervyn de Lettenhove στη δική του έκδοση τού Froissart, Chroniques, xvi, 274.

Scroll to Top