<-14. Οι σταυροφορίες τής Μπαρμπαριάς (1390) και τής Νικόπολης (1396) | 16. Η εκκλησία και το δουκάτο των Αθηνών υπό τούς Βουργουνδούς (1204-1308)-> |
15
Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, ο στρατάρχης Μπουσικώ και η σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και Γένουας
![]() |
![]() |
Στη Ρώμη η παπική κούρτη κατανοούσε το μέγεθος τού τουρκικού κινδύνου και την 1η Απριλίου 1398, στις 6 Μαρτίου 1399 και στις 12 Ιανουαρίου 1400 ο Βονιφάτιος Θ’ ανέθεσε σε σταυροφορικούς ιεροκήρυκες να υποκινήσουν τούς πιστούς σε περαιτέρω προσπάθεια για λογαριασμό τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, ο οποίος, αν και δεν βρισκόταν σε ένωση με τη Λατινική Εκκλησία, επικαλούνταν πάντοτε «το σωτήριο όνομα τού Χριστού» (salutiferum Christi nomen).1 Όμως μια εξαιρετική παπική βούλλα με ημερομηνία 27 Μαΐου 1400, που διέταζε όλους τούς πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους τής χριστιανοσύνης να κηρύξουν τη σταυροφορία στα πλαίσια τής αντίστοιχης δικαιοδοσίας τους, ακυρώθηκε ξαφνικά με εντολή τού παπικού οικονόμου (chamberlain). Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο πάπας Βονιφάτιος ήθελε να περιμένει τα αποτελέσματα από προηγούμενες βούλλες του ή αν πίστευε ότι ο Μανουήλ επρόκειτο να απευθύνει επίσης έκκληση στον αντίπαλό του στην Αβινιόν, στον πάπα Βενέδικτο ΙΓ’.2 Όμως η παπική επιρροή στην Ευρώπη είχε μειωθεί πολύ εξαιτίας τού Μεγάλου Σχίσματος. Η υποστήριξη τού Βονιφάτιου προς τη βυζαντινή υπόθεση πρόσφερε στον Μανουήλ βοήθεια λίγο μόνο περισσότερη από την αντίστοιχη τού Βενέδικτου ΙΓ’, στον οποίο αργότερα (τον Ιούλιο τού 1401) ο Μανουήλ έστειλε τον συμπαθή διπλωμάτη Αλέξιο Βρανά, ο οποίος έκανε τότε τον γύρο των ισπανικών βασιλείων σε μάταιη αναζήτηση βοήθειας εναντίον τού Τούρκου σουλτάνου.3
Οι Έλληνες απεσταλμένοι είχαν μεταφέρει διάφορες εκκλήσεις προς τις δυτικές δυνάμεις, αλλά μόνον οι Γάλλοι απάντησαν, ενώ πέρασαν μήνες μέχρι να το κάνουν. Όμως ο Κάρολος ΣΤ’ στράφηκε τελικά προς τον στρατάρχη Μπουσικώ, που ξεχώριζε στον τομέα τής δράσης, όπως ξεχώριζε και ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ σε εκείνον τής αντι-τουρκικής προπαγάνδας. Ο Μπουσικώ διορίστηκε επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος 400 πανόπλων ανδρών, 400 ακολούθων (varlets) και σώματος τοξοτών, το οποίο απέπλευσε από τα Αιγκ-Μορτ (Νεκρά Νερά) τής νότιας Γαλλίας στα τέλη Ιουνίου 1399 με τέσσερα γαλλικά πλοία και δύο γαλέρες.4 Κατευθύνονταν στη Γένουα, όπου θα ενωνόταν μαζί τους ναυτική στρατιωτική δύναμη.
Ως συνήθως η Γένουα βρισκόταν στη δίνη πολιτικής διχόνοιας. Η ευρισκόμενη σε σύγχυση και ταχέως μεταβαλλόμενη κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί ούτε ένα κύμα θρησκευτικού ενθουσιασμού. Οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι πορείες. Οι εργασίες στα ναυπηγεία είχαν διακοπεί. Οι γενουάτικες γαλέρες, οι οκτώ που είχαν συμφωνηθεί, κάθε άλλο παρά έτοιμες ήσαν όταν έφτασε στην πόλη η μοίρα τού Μπουσικώ. Στις 22 Ιουλίου ο ίδιος παραπονέθηκε στον Γάλλο κυβερνήτη τής Γένουας, τον Κολάρ ντε Καλβίλ και στην τότε διοικούσα επιτροπή των Δεκαπέντε. Πρόβαλαν ως δικαιολογία τους τις πρόσφατες πορείες και τις ταραχές που είχαν ξεσπάσει στις αρχές Μαΐου, αλλά υποσχέθηκαν να εξοπλίσουν και να στείλουν τις οκτώ γαλέρες μέσα σε δύο εβδομάδες. Δόθηκε επίσημο δείπνο προς τιμή τού Μπουσικώ στις 28 Ιουλίου (1399), μετά το οποίο αυτός αναχώρησε με τη γαλλική μοίρα. Έξι εβδομάδες αργότερα, στις 9 Σεπτεμβρίου, αγκυροβόλησε στα ανοικτά τής νήσου Σαπιέντζα, έξω από το ενετικό λιμάνι τής Μεθώνης, περιμένοντας ακόμη να φτάσει σε αυτόν το γενουάτικο στρατιωτικό σώμα. Η ημερομηνία τής αναχώρησής τους για την ανατολή παραμένει αβέβαιη.5
Ο φίλος τού χρονικογράφου Καμπαρέ, ο Ζαν ντε Σατωμοράν, πήγε μαζί με τον Μπουσικώ ως δεύτερος στη διοίκηση. Μαζί με τις γενουάτικες γαλέρες, που είχαν επιτέλους φτάσει σε αυτόν, με ενίσχυση οκτώ ακόμη γαλερών από τη Βενετία,6 δύο από τη Ρόδο, καθώς και μιας γαλιότας από τη Μυτιλήνη, ο Μπουσικώ κατάφερε να διασπάσει τον οθωμανικό αποκλεισμό τής Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, όταν οι δυνάμεις του συγκεντρώθηκαν «σε μια πανέμορφη κοιλάδα» (en une belle plaine pour les veoir), ο αριθμός τους είχε αυξηθεί σε 600 πάνοπλους άνδρες, 600 ακόλουθους (varlets) και 1.000 τοξότες «χωρίς τον στρατό και τη συγκέντρωση τού αυτοκράτορα» (sans l’ost et l’assemblée de l’ empereur). Είχε επίσης εικοσιμία γαλέρες, τρεις μεγάλες γαλέρες (galées huissières) για τη μεταφορά αλόγων, καθώς και έξι γαλιότες (galiots) και μπριγαντίνια (brigantines). Με αυτές τις δυνάμεις, βδομάδα τη βδομάδα, λεηλατούσε και πυρπολούσε «καλά χωριά και όμορφα αρχοντικά» (mout bons villaiges et de beaux manoirs) που ανήκαν στους Τούρκους, τούς οποίους θανάτωναν όταν συλλάμβαναν. Η αποστολή, με τη βοήθεια βυζαντινού αποσπάσματος, απέτυχε να καταλάβει την περιτειχισμένη πόλη τής Νικομήδειας (Ιζμίτ), αλλά ύστερα από πολλές πράξεις ανδρείας «οι καλοί μας Γάλλοι» (nos bons François) εισέβαλαν και κατέστρεψαν το τουρκικό κάστρο τής Ρίβα στη Μαύρη Θάλασσα, ακριβώς ανατολικά τής εισόδου στον Βόσπορο.
Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον συγγραφέα τού «Βιβλίου των γεγονότων» (Livre des faits), ο Μπουσικώ ήταν μόνος του μια σταυροφορία. Σημείωσε επίσης διπλωματικό θρίαμβο επανασυμφιλιώνοντας τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο με τον ανηψιό τού Ιωάννη Ζ’. Επειδή ήταν σαφές ότι, όταν θα αναχωρούσε ο Μπουσικώ, οι Τούρκοι θα επέστρεφαν στην πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης, αποφασίστηκε να πάει ο Μανουήλ μαζί του στη Γαλλία, για να ζητήσει περαιτέρω και μεγαλύτερη βοήθεια από τον Κάρολο ΣΤ’:7 «Και αν ο βασιλιάς τής Γαλλίας δεν τον βοηθούσε, θα κατέφευγε σε όλους τούς άλλους χριστιανούς βασιλείς» (Et si le roy de France ne luy aydoit, que il iroit à refuge à tous les autres roys chrestiens). Απέπλευσαν με ενετικές γαλέρες από τη θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίδα) στις 10 Δεκεμβρίου 1399, αφήνοντας τον Ιωάννη Ζ’ να κυβερνά την πενιχρή πια αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού Μανουήλ. Όμως ο Σατωμοράν έμεινε πίσω με 100 πάνοπλους άνδρες, 100 ακόλουθους και «αριθμό τοξοτών», ως φρουρά για την υπεράσπιση τής Κωνσταντινούπολης, όπου είχε να αντιμετωπίσει την πείνα καθώς και τούς Τούρκους. Για κάποιο τουλάχιστον διάστημα είχε την υποστήριξη οκτώ γαλερών, «τεσσάρων από τη Γένουα και τεσσάρων από τη Βενετία» (quatre de Gennes et quatre de Venise). Και ο βιογράφος τού Μπουσικώ, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή για τη γαλλική αποστολή στον Βόσπορο, λέει ότι ο Σατωμοράν κράτησε την πόλη ενάντια στους Τούρκους για τρία χρόνια.8
O Μανουήλ Β’ και ο Μπουσικώ μπήκαν στο ενετικό λιμάνι τής Μεθώνης τον Φεβρουάριο τού 1400, αφήνοντας την αυτοκράτειρα και τούς γιους τού Μανουήλ, τον Ιωάννη [Η’] και τον Θεόδωρο, υπό την ευθύνη τού αδελφού του, τού δεσπότη Θεόδωρου Α’ τού Μυστρά.9 Η απομάκρυνση τής οικογένειάς του από τον Βόσπορο δείχνει ότι ο Μανουήλ δεν εμπιστευόταν απόλυτα τον ανηψιό του και αντιβασιλέα Ιωάννη Ζ’.10 Ο χρονογράφος Τζούνιο Ρέστι μάς λέει ότι ο Μανουήλ πέρασε δύο εβδομάδες στη Ραγούσα (στο σημερινό Ντουμπρόβνικ) και στη συνέχεια αναχώρησε για τη Ρώμη.11 Όμως είναι βέβαιο ότι ο ίδιος και ο Μπουσικώ κρατήθηκαν μακριά από τη Ραγούσα, γιατί η πανούκλα τότε μάστιζε την πόλη.12 Έφτασαν στη Βενετία στις αρχές Μαΐου.13 Ενώ ο Μπουσικώ έσπευδε στο Παρίσι, ο Mανουήλ διέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στο παλάτι που η Σινιορία είχε δώσει στον Nικολό Β’ Έστε τής Φερράρα, τώρα το (εντελώς ξαναχτισμένο) «Πανδοχείο των Τούρκων» (Fondaco dei Turchi) στο Μεγάλο Κανάλι. Από τη Βενετία ο Μανουήλ ταξίδεψε με αξιοπρεπή βιασύνη, από τη μια πολυτελή δεξίωση στην άλλη, μέσω Πάδουας, Βιτσέντζα και Παβίας στο Παρίσι, όπου έφτασε στις 3 Ιουνίου. Ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί έχει περιγράψει τη βαθιά εντύπωση που έκανε o Mανουήλ στη γαλλική αυλή,14 όπου παρέμεινε για περισσότερο από τέσσερις μήνες. Λέγεται ότι ο Κάρολος ΣΤ’ τού υποσχέθηκε 1.200 «πολεμιστές» (combatans), τούς οποίους θα διατηρούσε το γαλλικό στέμμα για ένα χρόνο, για το οποίο ευχαρίστησε ιδιαίτερα την μεγαλειότητά του «και έφυγε από το Παρίσι, στο οποίο είχε παραμείνει πολύ» (et partit de Paris, car ja y avoit bonne piece demeure).15
Αναφορές για το δυτικό ταξίδι τού Μανουήλ εξαπλώνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ υπήρχε η φήμη ότι ένας Έλληνας επίσκοπος και δύο θρησκευτικοί τής συνοδείας του είχαν φέρει μαζί τους στο Παρίσι το κεφάλι τού Αγίου Γεωργίου. Στις 28 Ιουλίου 1400 ο βασιλιάς Mαρτίνος Α’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, τού οποίου η οικογένεια είχε από καιρό προσπαθήσει να αποκτήσει τα λείψανα τού Αγίου προστάτη τους, έγραφε για το θέμα αυτό στον δον Ραμόν ντε Περέιλος, υποκόμη τής Ρόδα, ο οποίος φαίνεται ότι βρισκόταν στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Πήγαινε συχνά εκεί για δουλειές τού ποντίφηκα τής Αβινιόν Βενέδικτου ΙΓ’. Ο βασιλιάς Mαρτίνος είχε δει μόνο μια επιστολή, την οποία ο δον Ραμόν είχε στείλει σε φίλο, με την ενδιαφέρουσα είδηση ότι «μαζί με τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης έχει έρθει [στο Παρίσι] κι ένας επίσκοπος τής εκκλησίας, ο οποίος από κοινού με δύο άλλους έχει το κεφάλι τού Αγίου Γεωργίου, και ότι αν αυτοί οι τρεις εύρισκαν κάποιον άρχοντα που θα τούς βοηθούσε [que is faés alcun bé], θα το άφηναν σε αυτόν». Ο δον Ραμόν είχε ενημερώσει τον φίλο του ότι αν Μεγαλειότητά του ήθελε, θα διαπραγματευόταν με τον επίσκοπο. Γράφοντας στον δον Ραμόν στις εικοσιοκτώ τού μηνός, ο βασιλιάς Mαρτίνος αναγνώριζε τη γνωστή επιθυμία του να αποκτήσει το λείψανο, αλλά αμφέβαλε πολύ για τον ισχυρισμό των Ελλήνων ότι το είχαν οι ίδιοι. Είχε ακούσει ότι ο Μπερτρανέτ Μότα δε Σαλάια, άρχοντας τής Λιβαδειάς στην Ελλάδα, ο οποίος κατείχε το κεφάλι, είτε το είχε δώσει στον αυτοκράτορα Μανουήλ ή το είχε υποσχεθεί στους Ενετούς. Εφιστούσε λοιπόν την προσοχή τού Δον Ραμόν, ώστε να βεβαιωθεί ότι οι Έλληνες είχαν το λείψανο, πριν συζητήσει μαζί τους για την απόκτησή του από τον βασιλιά.16 Όμως ο Μαρτίνος σύντομα έχασε το ενδιαφέρον του για τον επίσκοπο και τούς δύο συντρόφους του, γιατί όποιο κεφάλι κι αν είχαν αυτοί, δεν ήταν εκείνο τού Αγίου Γεωργίου. Το πραγματικό κειμήλιο αποτελούσε τότε πολύτιμο κτήμα τού Αλιότο ντε Καουπένα, τού Καταλανού άρχοντα τής Αίγινας, ο οποίος προφανώς δεν είχε καμία διάθεση να το αποχωριστεί.17
Τρεις περίπου μήνες μετά την άφιξή τού στο Παρίσι, ο Μανουήλ Β’ έστειλε τον Αλέξιο Βρανά σε αποστολή στον Mαρτίνο Α’. Από την Βαρκελώνη ο Βρανάς πρότεινε να επισκεφθεί τις αυλές τής Καστίλλης και τής Ναβάρρας στην προσπάθειά του για στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Για να προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτόν, ο Μαρτίνος έγραψε στον αρχιεπίσκοπο τής Σαραγόσα στις 15 Οκτωβρίου (1400), «με απόλυτη σύσταση» (en recomendacion singular) για τις προσπάθειές του για λογαριασμό τού αυτοκράτορα, «του οποίου τη γη και την αυτοκρατορία προσπαθεί να κατακτήσει ο Βαγιαζήτ (l’Amorat Bequin) με μεγάλη επιχείρηση Τούρκων και άλλων λαών εχθρικών προς την αγία Καθολική πίστη, προς καταπίεση και εξόντωση τής χριστιανοσύνης».18 Την επόμενη μέρα ο Mαρτίνος Α’ έγραψε στον αντιβασιλέα Ιωάννη [Ζ΄] στην Κωνσταντινούπολη, ότι ο Βρανάς είχε έρθει στη Βαρκελώνη ως απεσταλμένος τού Μανουήλ «για να ζητήσει από εμάς και από άλλους χριστιανούς βασιλείς βοήθεια για την υπεράσπιση τής αυτοκρατορίας του και ολόκληρης τής χριστιανικής πίστης [Λατινικής Καθολικής καθώς και Ορθόδοξης] και για την καταστροφή και πλήρη ερήμωση αυτού τού αθλιότατου και φαυλότατου απίστου, που καταπίεζε και δεν παύει καθημερινά να καταπιέζει την αυτοκρατορία και όλους τούς χριστιανούς στην Ανατολή». Ο Μαρτίνος είχε υποσχεθεί βοήθεια στον Μανουήλ και εξέφραζε την ελπίδα ότι και άλλοι χριστιανοί βασιλείς θα το έπρατταν επίσης, ώστε όχι μόνο να ανακτήσει την αυτοκρατορία του, αλλά να συντρίψει τον εχθρό τής πίστης και να κομματιάσει τούς πεισματάρηδες στρατιώτες του (cornua cervicosa). Προέτρεπε τον Ιωάννη να παραμείνει σταθερός, γιατί σύντομα θα έβλεπε τον αυτοκράτορα να επιστρέφει με τέτοια δύναμη χριστιανών πολεμιστών, που με τη χάρη τού Θεού οι Έλληνες θα πετύχαιναν ηχηρή νίκη επί των Τούρκων.19
Ο Μαρτίνος απεύθυνε επίσης επιστολή προς τον Μανουήλ στις 16 Οκτωβρίου, ευχαριστώντας τον για το δώρο δύο πολύτιμων κειμηλίων, ενός κομματιού τού χιτώνα τού Χριστού και ενός θραύσματος τού σπόγγου τού πάθους, που ο Βρανάς είχε αναμφίβολα φέρει μαζί του στη Βαρκελώνη. Όσο για τη βοήθεια που ζητούσε ο Μανουήλ, ο Μαρτίνος έλεγε ότι την πρόσφερε περισσότερο από πρόθυμα και θα ενημέρωνε τον Βρανά για «την ποσότητα και τον αριθμό» (quantitas et numerus), όταν εκείνος θα επέστρεφε από την αυλή τής Καστίλλης.20 Ο Βυζαντινός απεσταλμένος είχε ξεκινήσει την αποστολή του καλά εφοδιασμένος με κειμήλια. Στο Λούβρο, στις 30 Αυγούστου 1400, ο Μανουήλ είχε διαβεβαιώσει με χρυσόβουλλο, γραμμένο στα λατινικά και στα ελληνικά, για τη γνησιότητα ενός κομματιού τού Τιμίου Σταυρού και ενός άλλου τμήματος τού χιτώνα τού Χριστού, περιγραφόμενου τώρα ως «κυανούν στο χρώμα». Όταν έφτασε στη Ναβάρρα, ο Βρανάς παρουσίασε τα ιερά αναμνηστικά τής γήινης ύπαρξης τού Χριστού στον Κάρολο Γ’ τής Ναβάρρας. Η τελετή πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό τής Σάντα Μαρία στην Παμπλόνα στις 6 Ιανουαρίου 1401. Ο εξομολογητής τού βασιλιά Γκαρσίας ντε Ενγκουΐ, επίσκοπος τής Μπαγιόν, παρέλαβε τα κειμήλια. Ήταν ντυμένος με πλήρη άμφια, όπως ταίριαζε στην περίσταση και οδήγησε πομπή όλων των κληρικών τής πόλης γύρω από το μοναστήρι τής Σάντα Μαρία, ύστερα από την οποία τα δώρα που είχε φέρει ο Βρανάς στον βασιλιά και τον λαό τής Ναβάρρας απομακρύνθηκαν «με την προσήκουσα ευλάβεια» (cum ea qua decuit reverencia) προς φύλαξη στο θησαυροφυλάκιο τού καθεδρικού ναού.21
Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο (του 1400) ο αυτοκράτορας Μανουήλ ετοιμαζόταν να επισκεφθεί τον βασιλιά Ερρίκο Δ’ τής Αγγλίας. Πήγε πρώτα στο Καλαί, όπου παρέμεινε για κάποιο διάστημα, ενώ στη συνέχεια διέσχισε το κανάλι και αποβιβάστηκε στην Αγγλία στις 11 Δεκεμβρίου (1400). Ο Ερρίκος τον συνάντησε στο Μπλάκχηθ, νοτιοανατολικά τού Λονδίνου, όπως γράφει ο Άγιος τού 15ου αιώνα Τζων Καπγκρέηβ: «In this same yere cam the Emperoure of Constantinople into Inglond for to have sum socoure ageyn the Turkis. The Kyng Herri met him on the Black Heth, on Seint Thomas Day the Apostil [21 December], and led him to London; and there had he good hostel at the Kyngis cost; and aftir went he ageyn with large giftis».22
Φαίνεται ότι ο Ουαλλός χρονικογράφος Άνταμ τού Ωσκ υπήρξε μάρτυρας τής υποδοχής:
Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων επισκέφθηκε τον βασιλιά τής Αγγλίας στο Λονδίνο, ο οποίος τον υποδέχθηκε με τιμές τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Θωμά τού Αποστόλου. Αναζητούσε βοήθεια κατά των Σαρακηνών. Έμεινε με το βασιλιά, με μεγάλες δαπάνες τού τελευταίου, για δύο ολόκληρους μήνες, ενώ κατά την αναχώρησή του βοηθήθηκε περαιτέρω με μεγάλα δώρα. Ο αυτοκράτορας συνήθιζε να περιφέρεται με μέλη τής ακολουθίας του, ντυμένοι όλοι ομοιόμορφα με μακριές λευκές ρόμπες, κομμένες σε σχήμα πανωφοριών (tabards). Περιφρονούσε την ποικιλία και την ανομοιομορφία των αγγλικών ενδυμάτων, υποστηρίζοντας ότι υποδείκνυαν διαταραχή πνεύματος και αστάθεια. Κανένα ξυράφι δεν άγγιζε ποτέ το κεφάλι και τα γένια των ιερέων του. Αυτοί οι Έλληνες ήσαν πολύ αφοσιωμένοι στις θείες λειτουργίες, ψάλλοντας αδιάφορα στρατιώτες και κληρικοί μαζί στη δική τούς γλώσσα. Σκεφτόμουν μέσα μου πόσο τραγικό ήταν, ότι αυτός ο μεγάλος χριστιανός ηγεμόνας από τη μακρινή Ανατολή είχε αναγκαστεί από τούς απίστους να επισκεφθεί τα πιο απομακρυσμένα νησιά τής Δύσης για βοήθεια εναντίον τους! … Ο βασιλιάς γιόρτασε τα Χριστούγεννα μαζί με τον αυτοκράτορα στο Έλθαμ.23
Βαθύτατα εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα τού Ερρίκου Δ’ και από τη μεγαλοπρέπεια τής αυλής του, ο Μανουήλ έγραψε μια σχεδόν εκστατική επιστολή προς τον φίλο τού Μανουήλ Χρυσολωρά: «[Ο βασιλιάς] μάς χορηγεί επιθετική συμμαχία ενόπλων ανδρών, τοξοτών, χρημάτων και πλοίων, για να μεταφέρουν τον στρατό εκεί που τον χρειαζόμαστε».24 Όμως η κατοχή από τον Ερρίκο τού αγγλικού θρόνου, τον οποίο είχε σφετεριστεί από τον Ριχάρδο Β’ το 1399, δεν ήταν ακόμη τόσο ασφαλής, ώστε να στερήσει από τον εαυτό του άνδρες ή χρήματα. Παρ’ όλα αυτά διέταξε να πληρωθούν στον Μανουήλ 3.000 χρυσά μάρκα, τα οποία είχαν συλλεγεί από τον κλήρο και τον λαό τής Αγγλίας κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ριχάρδου «για την υπεράσπιση των ρωμαϊκών τόπων» (pro defensione partium Romaeorum). Ο Mανουήλ πήρε τα χρήματα στις 3 Φεβρουαρίου 1401 «με μεγάλες ευχαριστίες» (cum immensis actionibus gratiarum), τη μέρα δηλαδή που τού τα πρόσφερε ο Πήτερ Χολτ, ηγούμενος τού Οσπιτάλιου στην Ιρλανδία.25
Στο μεταξύ η καταλανική αποστολή τού Αλέξιου Βρανά φαινόταν να είναι επιτυχής. Την ίδια μέρα που ο Mανουήλ επιβεβαίωνε την παραλαβή 3.000 μάρκων από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο στο Λονδίνο, ο Mαρτίνος Α’ διαβεβαίωνε τον Κάρολο ΣΤ’ ότι ήταν διατεθειμένος να δώσει στον Μανουήλ τη βοήθεια που είχε ζητήσει ο απεσταλμένος του. Ταυτόχρονα, ο Μαρτίνος έγραφε πάλι στον αυτοκράτορα, επαναλαμβάνοντας τις ευχαριστίες του για το κομμάτι τού χιτώνα τού Χριστού και για το κομμάτι τού «σφουγγαριού … τού βουτηγμένου σε χολή και ξύδι» (spongia … felle et aceto imbuta), που είχε πάρει από τον Βρανά τον προηγούμενο Οκτώβριο. Όμως τώρα υποσχόταν στον Μανουήλ έξι εξοπλισμένες γαλέρες, τις οποίες έλεγε ότι θα είχε έτοιμες για υπηρεσία μόλις οι «άλλοι χριστιανοί βασιλιάδες και ηγεμόνες» παρείχαν τη βοήθεια, που είχαν συμφωνήσει να παράσχουν για εκστρατεία κατά των Τούρκων.26 Ο Mαρτίνος μπορεί να ήταν ειλικρινής. Αυτός ήταν ο συνηθισμένος τρόπος για την αποφυγή συμμετοχής σε εκστρατεία στην ανατολική Μεσόγειο. Τον τρόπο αυτό υιοθετούσαν συχνά οι Ενετοί. Στα μέσα τού καλοκαιριού τού 1401 ο Βρανάς έφερε στον Mαρτίνο επιστολές τόσο από τον Μανουήλ όσο και από τον Κάρολο ΣΤ’, με την είδηση ότι γαλλικός στόλος ετοιμαζόταν στα Αιγκ-Μορτ (Νεκρά Νερά) τον Ιούλιο, για να πλεύσει προς την ανατολή από τη Γένουα τον Αύγουστο. Ο Κάρολος ζητούσε από τον Μαρτίνο να έχει τις έξι γαλέρες του έτοιμες να ενωθούν με τις γαλλικές στην εκστρατεία που σχεδιαζόταν εναντίον των Τούρκων. Ο Mαρτίνος απάντησε στον Μανουήλ και στον Κάρολο με επιστολές στις 26-27 Αυγούστου (1401), ότι είχε καταστήσει σαφές στον Βρανά ότι έπρεπε να ενημερώνεται εγκαίρως για τις γαλλικές προετοιμασίες, ώστε να εξοπλίζει και τις δικές του γαλέρες. Όμως μόλις πρόσφατα είχε μάθει από την επιστολή τού Καρόλου και από την έκθεση τού Βρανά, ότι ο γαλλικός στόλος ήταν τώρα έτοιμος να αποπλεύσει από τα Αιγκ-Μορτ για τη Γένουα ή το είχε ήδη κάνει. Δεν είχε λοιπόν χρόνο να εξοπλίσει τις γαλέρες του και εκτός αυτού είχε προγραμματίσει εκστρατεία κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού. Μερικές από τις «γαλέρες» του θα ήσαν προφανώς «φούστες» (fustes de rems), που θα αντιμετώπιζαν αδικαιολόγητους κινδύνους με την έλευση τού χειμώνα.27
Ο Μανουήλ είχε επιστρέψει στο Παρίσι περί τα τέλη Φεβρουαρίου 140128 και παρέμεινε εκεί για δύο περίπου χρόνια (μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 1402). Στη Γαλλία, καθώς και στην Αγγλία, ζούσε με υποσχέσεις που δεν επρόκειτο ποτέ να εκπληρωθούν. Στο μεταξύ έστειλε τον εξάδελφό του Δημήτριο Παλαιολόγο στη Σινιορία τής Φλωρεντίας, αναζητώντας βοήθεια εναντίον των «αντιπαθητικών βαρβάρων» (detestanda barbaries) Τούρκων, οι οποίοι πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη. Οι Φλωρεντινοί άκουσαν με συμπάθεια τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο, αλλά δεν θα έδιναν βοήθεια στους Βυζαντινούς, όπως τον πληροφορούσαν, γιατί τούς είχαν απομείνει λίγοι πόροι για να αμυνθούν απέναντι στον Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, τον επιθετικό δούκα τού Μιλάνου, με τον οποίο βρίσκονταν τότε σε πόλεμο. «Μας απειλεί ένας Ιταλός Βαγιαζήτ», έγραφαν στον Μανουήλ στις 20 Αυγούστου 1401, «ο φίλος τού δικού σας διώκτη …, ο οποίος μηχανορραφεί και προσπαθεί να υποτάξει εμάς και όλη την Ιταλία στην τυραννία του, τόσο με τη λαίλαπα τού πολέμου όσο και με τις αχρειότερες πράξεις τής ειρήνης».29
Μήνα με το μήνα ο Μανουήλ ζούσε στο παλαιό κάστρο τού Λούβρου. Αναμφίβολα έκανε εκδρομές κατά μήκος τού Σηκουάνα και αλλού, παρατηρώντας εκείνη τη ζωή τού ηγεμόνα και των αγροτών, που έχουν απεικονίσει οι τρεις αδελφοί Λιμπούρ στο μαγευτικό βιβλίο των ωρών (στο Tres Riches Heures), το οποίο έφτιαξαν για τον θείο τού βασιλιά, τον Ιωάννη, δούκα τού Μπέρρυ. Ο Mανουήλ πρέπει να είχε δει αρκετά τον Ιωάννη, που ζούσε στο Οτέλ ντε Νελ στην αριστερή όχθη τού Σηκουάνα, απέναντι από το Λούβρο. Ο Ιωάννης ήταν μεταξύ των πριγκήπων τού βασιλικού οίκου, οι οποίοι είχαν συναντήσει τον Μανουήλ στο Σαραντόν έξω από το Παρίσι, κατά την πρώτη άφιξη τού τελευταίου (στις 3 Ιουνίου 1400), ενώ τρεις εβδομάδες αργότερα (στις 24 τού μηνός), ο Μανουήλ είχε παρευρεθεί στον γάμο τής κόρης τού Ιωάννη Μαρίας, κόμισσας τού Ω, χήρας τού Φιλίπ ντ’ Αρτουά, κοντόσταυλου (constable) τής Γαλλίας. Ο Φίλιππος, που είχε συλληφθεί στη Νικόπολη, όπως είδαμε, είχε πεθάνει στο Μίχαλιτς τής Μικράς Ασίας [«αυτός που είχε πεθάνει στην Ουγγαρία» (qui in Hungaria obierat), λέει ο χρονικογράφος τού Σαιν Ντενί]. Η Μαρία τώρα παντρευόταν τον Ιωάννη, κόμη τού Κλερμόν, γιο τού Λουδοβίκου Β’ των Βουρβώνων, τον ηγέτη τής σταυροφορίας τής Μπαρμπαριάς. Ο Καμπαρέ αναφέρει ότι ο Λουδοβίκος βγήκε από τον δρόμο του για να είναι ευχάριστος στον αυτοκράτορα και την ελληνική συνοδεία του.30 Καθώς συζητούσαν τις προοπτικές μια άλλης σταυροφορίας, πρέπει να είχαν μιλήσει συχνά για τη Μπαρμπαριά και τη Νικόπολη. Καθώς ο Μανουήλ παρατηρούσε το γαλλικό τοπίο, οι αδελφοί Λιμπούρ παρατηρούσαν αυτόν και μάς άφησαν το πορτρέτο του στις «Πολύ πλούσιες ώρες» (Très Riches Heures), όπου εμφανίζεται ως Αύγουστος (φύλλο 22r) και ως Μέλχιορ στη συνάντηση των Μάγων (φύλλο 51v). Και οι δύο αυτές σκηνές δείχνουν τον Μανουήλ να φορά το βυζαντινό κωνικό καπέλο, με τον οποίο ο γιος τού Ιωάννης Η’ απεικονίζεται μεταγενέστερα σε μετάλλιο τού Πιζανέλλο.31
Αν ο Μανουήλ εύρισκε τη ζωή στο Παρίσι ευχάριστη, ήταν επίσης απογοητευτική. Όμως δεν αγνόησε καμιά ευκαιρία για να κερδίσει την καλή θέληση των δυτικών ηγεμόνων. Όταν ο ανδρείος γέρος Πέδρο ντε Λούνα, ο πάπας Βενέδικτος ΙΓ’, άκουσε για τα λείψανα που μοίραζε ο Μανουήλ, θέλησε προφανώς ένα και ο ίδιος. Στις 20 Ιουνίου 1402 ο Μανουήλ τού έστειλε «μικρό κομάτι από τον μανδύα … αγορασμένο από εμάς» (parva particula tunice … redemptoris nostri), δηλαδή άλλο ένα μικρό κομμάτι τού μπλε ενδύματος τού Χριστού. Έστειλε επίσης μαζί του κι άλλο χρυσόβουλλο στα ελληνικά και στα λατινικά, που πιστοποιούσε ότι αποτελούσε μέρος τού μεγάλου αποθέματος κειμηλίων, τα οποία οι αυτοκρατορικοί προκάτοχοί του είχαν για πολλά χρόνια «φρουρήσει και διατηρήσει … στην πόλη μας τού Κωνσταντίνου».32
Εναλλάσσοντας περιόδους ελπίδας και αποθάρρυνσης,33 όταν ο χρόνος κρεμόταν βαρύς στα χέρια του, ο Μανουήλ έγραφε στους φίλους του επιστολές και δοκίμια, τα οποία επεξεργαζόταν και ξαναεπεξεργαζόταν ως είδος λογοτεχνικού κεντήματος. Τότε, ξαφνικά από το πουθενά, τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων (1 Νοεμβρίου 1402),34 ήρθε η εκπληκτική είδηση τής συντριπτικής ήττας τού σουλτάνου Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο (Τιμούρ) και τις τουρκομανικές ορδές του στη Μάχη τής Άγκυρας (στις 28 Ιουλίου).35 Ο Μανουήλ άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά για την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη. Η γαλλική αυλή πανηγύριζε με την απίστευτα καλή τύχη, που είχε σώσει την πρωτεύουσά του από σχεδόν βέβαιη κατάληψη από τούς Τούρκους. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο τού Σαιν Ντενί, ο Μανουήλ αναχώρησε από το Παρίσι «την Τρίτη, οκτώ μέρες μετά τη γιορτή τού Αγίου Μαρτίνου» (21 Νοεμβρίου). Ο Κάρολος ΣΤ’ τού έδωσε τεράστιο ποσό σε χρυσό και τού χορήγησε ετήσιο επίδομα 14.000 «χρυσών νομισμάτων» (écus d’ or), που θα καταβάλλονταν από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο «μέχρι να έχουμε την τύχη να διαθέσουμε περισσότερα» (donec ad uberiorem fortunam perveniret). Η Μάχη τής Άγκυρας είχε επίσης απελευθερώσει τον Ζαν ντε Σατωμοράν από τη μακρά αγρυπνία του στα τείχη τής Κωνσταντινούπολης. Μπορούσε τώρα να επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά ο Κάρολος τού ανέθεσε αμέσως να μεταφέρει τον Μανουήλ πίσω στην Κωνσταντινούπολη με συνοδεία 200 πανόπλων ανδρών.36
Η Οθωμανική αυτοκρατορία φαινόταν να γκρεμίζεται. Όμως ο Βαγιαζήτ την είχε χτίσει καλά και παρά τη δεκαετία εμφυλίου πολέμου μεταξύ των γιων του, η αυτοκρατορία θα ανάκαμπτε από την πανωλεθρία μέσα περίπου σε μια γενιά. Ο Σουλεϊμάν, που διοικούσε την αριστερή πτέρυγα τού στρατού τού πατέρα του στην Άγκυρα, διέφυγε στην Καλλίπολη και την Αδριανούπολη (Εντίρνε), όπου διατηρούσε την αυλή του για μερικά χρόνια. Ο Ταμερλάνος είχε μειώσει την έκταση τής οθωμανικής κυριαρχίας, επανιδρύοντας τα εμιράτα Σαρουχάν, Αϊδινιού, Μεντεσέ, Χαμίντ, Τεκκέ, Tζερμιγιάν και Καραμάν, τα οποία ο Βαγιαζήτ είχε κατακτήσει στις αρχές τής δεκαετίας τού 1390. Όμως η καταστροφή που είχαν προξενήσει οι Τιμουρίδες ήταν φοβερή, «γιατί πηγαίνοντας από τη μια πόλη στην άλλη», λέει ο ιστορικός Δούκας, «άφηναν πίσω τους τέτοια ερημιά εκεί όπου βρισκόταν πριν πόλη, ώστε κανείς δεν άκουγε γαύγισμα σκυλιού, κράξιμο κορακιού ή κλάμα παιδιού».37 Οι Οθωμανοί υπήκοοι μετανάστευαν στη «Ρωμυλία» και ενίσχυαν το τουρκικό στοιχείο στα ευρωπαϊκά εδάφη τού Σουλεϊμάν.
Στη βορειοανατολική Ανατολία ο Μεχμέτ (Μωάμεθ), ο μικρότερος γιος τού Βαγιαζήτ, ισχυροποιούσε τη θέση του στην Αμάσεια, όπου τον ακολούθησε μεγάλος αριθμός ιερών πολεμιστών (γαζήδων). Ο αδελφός του Ισά (Ιησούς) σύντομα εξαλείφθηκε από τον ανταγωνισμό, αλλά ένας άλλος αδελφός, ο Μούσα (Μωυσής), ανέλαβε τα ηνία τής εξουσίας στην Προύσα, στο παλαιό κέντρο τής οθωμανικής εξουσίας.38 Καθώς ο ανταγωνισμός συνεχιζόταν, ο Μούσα νίκησε τελικά τον Σουλεϊμάν (Σολομώντα) και τον έβγαλε από τον δρόμο (το 1410-1411), για να συντριβεί με τη σειρά του από τον Μωάμεθ στο Τζαμουρλού τής Σερβίας (το 1413). Έτσι ο Μωάμεθ Α’ αναδείχθηκε σε διάδοχο τού Βαγιαζήτ και σουλτάνο (μέχρι τον θάνατό του το 1421). Στο μεταξύ ο Σουλεϊμάν, ο πιο δυτικότροπος από τούς τέσσερις αδελφούς, είχε προσπαθήσει να κάνει ειρήνη τόσο με τούς Έλληνες όσο και τούς Λατίνους. Χρειαζόταν χρόνο για να ενισχύσει τη δύναμή του στον αδελφοκτόνο αγώνα που ήξερε ότι ήταν επικείμενος. Επίσης οι επόμενες κινήσεις τού Ταμερλάνου (Τιμούρ) ήσαν αβέβαιες. Όμως σύντομα πέρασε ο φόβος των Τιμουριδών, γιατί στα τέλη τής άνοιξης ή το καλοκαίρι τού 1403 ο κατακτητής ξεκίνησε για την πρωτεύουσά του Σαμαρκάνδη και πέθανε στο Οτράρ τον Φεβρουάριο τού 1405, εν μέσω προετοιμασιών για εκστρατεία εναντίον τής Κίνας.39
Ο Σουλεϊμάν είχε μόλις φτάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος όταν έστειλε απεσταλμένο στη Βενετία (καθώς και σε άλλα κράτη), προτρέποντας τη Γερουσία να προσπαθήσει να επισπεύσει την επιστροφή τού αυτοκράτορα Μανουήλ στην Κωνσταντινούπολη. Ο Σουλεϊμάν ήταν έτοιμος να δει τον Μανουήλ ως πατέρα και δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα ζούσαν με πραγματική ομόνοια μεταξύ τους. Ο Μανουήλ μπορούσε να χρησιμοποιεί ελεύθερα τα οθωμανικά εδάφη (στην Ευρώπη) σαν να ήταν δικά του. Δεδομένου ότι οι Ενετοί ήσαν πάντοτε ένα με τον αυτοκράτορα, ο Σουλεϊμάν επιθυμούσε επίσης να είναι γιος τής Δημοκρατίας και φυσικά οι Ενετοί μπορούσαν επίσης να πηγαινοέρχονται στα εδάφη του «σαν να ήσαν δικά τους». Σκόπευε να κρατήσει την ευρωπαϊκή Τουρκία ανοιχτή στις συναλλαγές τους. Στις 7 Δεκεμβρίου 1402 η Γερουσία ενημέρωσε τον απεσταλμένο τού Σουλεϊμάν ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να πείσει τον Μανουήλ να επισπεύσει την επιστροφή του στον Βόσπορο. Ο απεσταλμένος τού Σουλεϊμάν είχε προφανώς υπαινιχθεί αόριστα κάποιες μεθοδεύσεις τού Βυζαντινού αντιβασιλέα Ιωάννη Ζ’ και των Γενουατών συμμάχων του, τις οποίες ο κύριός του και ο Μανουήλ μπορούσαν να συμφωνήσουν να αντιμετωπίσουν. Ό,τι κι αν συνέβαινε, δόθηκε στον απεσταλμένο η διαβεβαίωση ότι όταν ο Μανουήλ έφθανε στην Ιταλία (και στη Βενετία), η Γερουσία θα προσπαθούσε να επιταχύνει το ταξίδι του και να βρει ικανοποιητική λύση των προβλημάτων του.40
Μπορεί να είναι αλήθεια ότι ο Ιωάννης Ζ’ και οι Γενουάτες είχαν επιδιώξει να χρησιμοποιήσουν τον Μούσα εναντίον τού αδελφού του Σουλεϊμάν ή ότι προσπαθούσαν να διαπραγματευθούν με τον Τιμούρ προς περαιτέρω ζημία των Τούρκων. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Ιωάννης προφανώς εργαζόταν για τα δικά του συμφέροντα και όχι για τα συμφέροντα τού Μανουήλ. Τον Ιανουάριο ή στις αρχές Φεβρουαρίου 1403 ο Σουλεϊμάν κατόρθωσε να διαπραγματευτεί στην Καλλίπολη συνθήκη ειρήνης με τον «μεγάλο αυτοκράτορα Καλογιάννη, αυτοκράτορα των Ελλήνων, πατέρα μου» (lo gran imperador Caloiani, imperador di Griesi, mio pare), καθώς και με τούς ιππότες τής Ρόδου, τη Βενετία, τη Γένουα και τη γενουάτικη αποικία στη Χίο και το δουκάτο τής Νάξου. Με τη συνθήκη ο Σουλεϊμάν παρέδιδε τη Θεσσαλονίκη και τη χερσόνησο τής Χαλκιδικής, μαζί με ευρεία περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στον Ιωάννη Ζ’, ο οποίος δεν χρειαζόταν πια να καταβάλει στους Τούρκους φόρο υποτέλειας. Ο Ιωάννης μπορούσε επίσης να χτίζει φρούρια στις παραχωρούμενες περιοχές. Ο Σουλεϊμάν υποσχόταν ακόμη να προστατεύει την Κωνσταντινούπολη: «Αν υπάρξει οποιαδήποτε επίθεση από τον Τιμούρ [alguna novitade de Tamberlan], θα εξοπλίσω όσες γαλέρες έχω, καθώς και ναυτικούς, για να σπεύσω στην Κωνσταντινούπολη με δαπάνες μου, αν υπάρχει ανάγκη». Παρέδιδε στον Ιωάννη τα νησιά Σκόπελο, Σκιάθο και Σκύρο. Τόσο οι Λατίνοι όσο και οι Έλληνες έμποροι μπορούσαν να ασκούν τις δραστηριότητές τους, καταβάλλοντας μόνο τα συνήθη τέλη και δασμούς στην επικράτεια τού Σουλεϊμάν και σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή αποκτούσε αυτός (si Dio me dara etiamdio altro paise per mar et per terra). Όλα τα λιμάνια του θα ήσαν ανοιχτά για τούς χριστιανούς εμπόρους, που θα μπορούσαν να εξάγουν όσα σιτηρά επιθυμούσαν, ενώ οι τελωνειακοί του υπάλληλοι δεν θα τούς παρενοχλούσαν. Ο δασμός για κάθε «μόδι» (mozo, μέδιμνο) σε σταθμά Κωνσταντινούπολης θα καθοριζόταν σε ένα «υπέρπυρο».
Τα πλοία τού Σουλεϊμάν δεν θα έμπαιναν στα Δαρδανέλλια ούτε θα έβγαιναν από αυτά, χωρίς τη ρητή «συγκατάθεση τού αυτοκράτορα και όλης τής [Χριστιανικής] ένωσης». Συμφωνούσε να απελευθερώσει τούς Έλληνες αιχμαλώτους που κρατούσαν οι Τούρκοι στην επικράτειά του, να ανταλλάξει αιχμαλώτους με τούς Γενουάτες και τούς Ενετούς και να απαλλάξει τούς Γενουάτες τής Χίου, τής νέας Φώκαιας και τής Μαύρης Θάλασσας από την πληρωμή φόρου υποτέλειας. Δεδομένου ότι την Ακρόπολη είχε μόλις αποσπάσει από τούς Ενετούς ο Αντόνιο Ατσαγιόλι, γιος τού εκλιπόντος άρχοντα Νέριο, ο Σουλεϊμάν υποσχόταν ότι θα επιστρεφόταν σε αυτούς. Παραχωρούσε επίσης στους Ενετούς την ηπειρωτική ακτή απέναντι από το νησί τού Νεγκροπόντε σε βάθος πέντε μιλίων, αλλά διατηρούσε αλυκές και τέλη ελλιμενισμού που μπορεί να υπήρχαν στην περιοχή. Παραιτείτο από το φρούριο των Σαλώνων υπέρ των Ιωαννιτών. Σε περίπτωση αιματοχυσίας ή διαφωνίας ο Σουλεϊμάν διακήρυσσε ότι «δεν έσπαγε η ειρήνη, αλλά εξακολουθούσε να υπάρχει» (che la paxe non se rompa ma remagna ferma) και ότι τυχόν διαφορές που θα προέκυπταν, έπρεπε να διευθετούνται φιλικά με διαμεσολάβηση.41 Πάντως, σύμφωνα με τον άρχοντα τής Άνδρου Πιέτρο Ζένο, ο οποίος πέρασε οκτώ μέρες στην Καλλίπολη διαπραγματευόμενος το τελικό σχέδιο τής συνθήκης με δωροδοκία καθώς και με δεξιοτεχνία, οι Τούρκοι ήσαν δυσαρεστημένοι με τις παραχωρήσεις που έκαναν στους Βυζαντινούς. Οι Τούρκοι υπέκυπταν στις δυσκολίες των περιστάσεων, γιατί η αναστροφή τής τύχης τους απαιτούσε αντιστροφή τής επιθετικής πολιτικής τους κατά τού Βυζαντίου. Όμως σε αντίθεση με τις προσδοκίες τής εποχής, η συνθήκη θα κρατούσε για τα υπόλοιπα χρόνια τής θητείας τού Σουλεϊμάν στην εξουσία. Στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί ώστε να ασχοληθεί με τον αδελφό του Μούσα, ο Σουλεϊμάν ανανέωσε τη συνθήκη (ή κάποια πολύ παρόμοια) με τον Μανουήλ, λίγο μετά την επιστροφή τού τελευταίου στην πατρίδα του.42
Στο ταξίδι τής επιστροφής πρώτος σημαντικός σταθμός τού Μανουήλ ήταν η Γένουα, όπου έφτασε στις 22 Ιανουαρίου 1403. Ο φίλος τού Μπουσικώ, τώρα διοικητής τής πόλης, τού επιφύλαξε αυτοκρατορική υποδοχή. Σε τρεις γαλέρες τής Λιγουρίας ανατέθηκε υπηρεσία «στις επαρχίες τής Ανατολικής Μεσογείου» (nelle provincie di Levante), όπου το μέλλον τής γενουάτικης αποικίας τού Πέρα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με εκείνο τής Κωνσταντινούπολης.43 Όμως πριν από την άφιξή του στη Γένουα ο Μανουήλ είχε στείλει απεσταλμένους στη Βενετία, για να ενημερώσει τη Γερουσία για το δρομολόγιό του και να ζητήσει μεταφορά για την επιστροφή του στη χώρα του. Απαντώντας στην ερώτηση των απεσταλμένων πόσες γαλέρες θα διέθετε η Σινιορία «για τη μεταφορά του» (pro suo transitu), η Γερουσία δήλωνε στις 31 Ιανουαρίου ότι έπρεπε να περιμένουν ακριβέστερες ειδήσεις από αυτές που είχαν, όσον αφορά τις συνθήκες στην Ελλάδα. Θα ήταν αρκετά νωρίς για να αποφασίσουν όταν ο αυτοκράτορας θα έφτανε στη Βενετία και οι απεσταλμένοι μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι η Γερουσία θα ενεργούσε σύμφωνα με την τιμή τόσο τού αυτοκράτορα όσο και τής Δημοκρατίας. Ενώ βρισκόταν στη Γένουα, ο Μανουήλ προσφέρθηκε να προσπαθήσει να εκτονώσει την αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στους οικοδεσπότες του και στους Ενετούς. Τούς τελευταίους είχε πειράξει πολύ η κατάσχεση των πλοίων τους και η διατάραξη των εμπορικών συναλλαγών τους ως αποτέλεσμα των γενουάτικων επιχειρήσεων εναντίον τού νεαρού βασιλιά Ιανού Α’ τής Κύπρου (1398-1432), που ήθελε να ξαναπάρει την Αμμόχωστο από τούς εμπόρους τής Λιγουρίας και να διασπάσει την κατοχή τους επί τού νησιού.44
Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Τζόρτζιο Στέλλα ο Μανουήλ έφυγε από τη Γένουα στις 10 Φεβρουαρίου.45 Πριν τις 26 ήταν στη Βενετία, όπου ενημέρωσε τη Γερουσία για την επιθυμία του να περάσει περίπου ένα μήνα στον Μοριά, για να θέσει σε τάξη το δεσποτάτο επειδή, αν και ηγεμόνας εκεί ήταν ο αδελφός του Θεόδωρος Α’, ο βυζαντινός Μοριάς αποτελούσε μέρος τής αυτοκρατορίας του. Ήθελε επίσης να συναντηθεί (στο Μυστρά) με το απεσταλμένους που είχε στείλει στους Βλάχους, Αλβανούς, Σέρβους και άλλους χριστιανούς που κατοικούσαν στην περιοχή. Προφανώς είχε επίσης στείλει απεσταλμένο στον «Μουσουλμάμ Ζαλαπέρι» (Muslmam Zalaperii, ο Σουλεϊμάν), γιο τού εκλιπόντος Βαγιαζήτ, και ήθελε να περιμένει την απάντησή του στον Μοριά. Όταν συγκέντρωνε τις πληροφορίες που περίμενε από αυτές τις πηγές, τότε θα γνώριζε καλύτερα αν θα έπρεπε να ακολουθήσει τη χερσαία διαδρομή προς Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν βραχύτερη, ή αν θα έπρεπε να πάει από τη θάλασσα, που θα ήταν πιο ασφαλής. Οι Γενουάτες είχαν προσφερθεί να στείλουν τρεις γαλέρες στη Μεθώνη για να τον πάνε από εκεί στον Βόσπορο. Ο Μανουήλ προειδοποίησε τη Γερουσία ότι χριστιανικές γαλέρες έπρεπε να περιπολούν στα Δαρδανέλλια, «και γρήγορα», ώστε να μην περάσει ο Τιμούρ στην Ευρώπη. Η ασφάλεια τής χριστιανοσύνης επέβαλλε μια τέτοια ενέργεια. Ο Mανουήλ έπρεπε να γνωρίζει την ενετική απάντηση σε όλα αυτά, ώστε να μπορέσει να ενημερώσει τη γενουάτικη κυβέρνηση.
Αμέσως μετά τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου ο Μανουήλ ενημέρωσε τη Γερουσία ότι είχε τώρα αποφασίσει να πάει στην Κωνσταντινούπολη δια θαλάσσης. Στις 2 Μαρτίου, ύστερα από πολλή κωλυσιεργία, η Γερουσία δήλωσε ότι θα εξόπλιζε αμέσως τρεις γαλέρες για να τον μεταφέρουν στον Μοριά και όταν έφτανε εκεί, αν ήταν σε θέση να προχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη, θα τον πήγαιναν μαζί με όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη τής ακολουθίας του. Όμως ο Mανουήλ δεν ήταν διατεθειμένος να κινηθεί με τέτοια βιασύνη και ζήτησε «περαιτέρω εξηγήσεις και διευκρινίσεις για τις προθέσεις και επιθυμίες σας» (requisitiones et declarationes sue intentionis et voluntatis), πράγμα που προκάλεσε περαιτέρω διαφωνία στη Γερουσία. Η νίκη τού Βαγιαζήτ στη Νικόπολη αποτελούσε προοίμιο τής εξαφάνισης τής βυζαντινής παρουσίας από την Κωνσταντινούπολη, αλλά η ήττα του στην Άγκυρα είχε περιβάλει για ακόμη μία φορά τον Μανουήλ με τον μανδύα τής εξουσίας στον Βόσπορο. Οι Ενετοί δεν ήθελαν να φύγει από την πόλη τους «έτσι» (ita male contentus), αλλά ούτε ήσαν πρόθυμοι να δεσμεύσουν εξοπλισμένες γαλέρες για ένα μήνα στον Μοριά.46
Όμως κατά τις επόμενες μέρες φαινόταν να σημειώνεται κάποια πρόοδος, γιατί στις 5 Μαρτίου η Γερουσία ψήφισε να αναθέσει στον Κάρλο Ζένο, τον γενικό διοικητή τού Κόλπου (Αδριατικής), να πάει αμέσως με τις πέντε γαλέρες του στη Μεθώνη, στο νοτιοδυτικό άκρο τού Μοριά, μεταφέροντας τον αυτοκράτορα μαζί με σαράντα το πολύ άτομα από εκεί προς ανατολάς μέχρι το Βασιλιπόταμο (στις εκβολές τού Ευρώτα) ή τα Βάτικα (Lavatia) ή σε κάποιο άλλο μέρος τού βυζαντινού δεσποτάτου που θα επέλεγε. Ο Mανουήλ είχε ζητήσει «με μεγάλη παράκληση» (magnis precibus) να σταματήσουν οι γαλέρες στη Μεθώνη τουλάχιστον για τέσσερις ημέρες, ώστε να παραλάβουν την αυτοκράτειρα Ελένη, στο οποίο η Γερουσία έδωσε τη συγκατάθεσή της. Σε καμία περίπτωση ο Ζένο δεν θα μετέφερε την αυτοκρατορική συντροφιά πιο πέρα από τη Μονεμβασία, ούτε θα παρέμενε στο λιμάνι αποβίβασης τού Μανουήλ για περισσότερο από μία μέρα. Αν ο Mανουήλ έκρινε σκόπιμο να παραμείνει στη Μεθώνη για κάποιο διάστημα ή υποχρεωνόταν να επιστρέψει εκεί, έπρεπε να ενημερωθεί ότι απαγορευόταν πάντοτε ρητά στους καστελλάνους να επιτρέπουν την παραμονή εκεί οποιουδήποτε «ευγενούς» συνοδευόμενου από περισσότερα από δώδεκα άτομα. Η Γερουσία ήθελε να συνεχίσει ο Μανουήλ προς την επικράτεια τού αδελφού του. Δεν θα τού επέτρεπαν να παραμείνει στην Κορώνη. Όμως τελικά η Γερουσία συμφώνησε, «ότι αν ο άρχοντας αυτοκράτορας επιθυμούσε να παραμείνει στη Μεθώνη, μπορούσε να γίνει δεκτός με είκοσι άτομα, επιπλέον τής αυτοκράτειρας και τής ακολουθίας της, η οποία μέχρι τώρα διαμένει μαζί της εκεί στη Μεθώνη».47
Την επόμενη μέρα (6 Μαρτίου) η Γερουσία προφανώς συμφώνησε ότι μπορούσαν να υποδεχθούν τον Μανουήλ και στη Μεθώνη και στην Κορώνη μαζί με σαράντα το πολύ άτομα, αλλά δεν καταγράφεται τίποτε για το αν μπορούσε να παραμείνει στην Κορώνη.48 Παράλληλα η Γερουσία έκανε μικρή πρόβλεψη ποσού 300 λιρών, για την υποδοχή τού αυτοκράτορα στην Πόλα, την Κέρκυρα, τη Μεθώνη και την Κορώνη, όπου μπορούσε να σπάσει την ανία τού ταξιδιού επιστροφής.49 Στις 10 και 11 τού μηνός η Γερουσία ενέκρινε αποφάσεις για τον εξοπλισμό τριών γαλερών, που θα μετέφεραν τον Μανουήλ στη Μεθώνη. Κυβερνήτης τού στολίσκου εκλεγόταν τώρα ο Λεονάρντο Μοτσενίγκο, υπό τις διαταγές τού οποίου βρίσκονταν τρεις διοικητές (sopracomiti) γαλερών.50 Ο χρόνος αναχώρησης τού αυτοκράτορα πλησίαζε, όταν στις 26 τού μηνός το ψήφισμα, που είχε εγκριθεί από το Κολλέγιo, επικυρώθηκε και από τη Γερουσία, «ότι για να επανδρωθούν γρήγορα οι τρεις γαλέρες, των οποίων διοικητής είναι ο κύριος Λεονάρντο Μοτσενίγκο, πρέπει να προσληφθούν εικοσιπέντε άνδρες για κάθε γαλέρα με μισθό 15 λίρες το μήνα και πρέπει να δοθούν οι σχετικές οδηγίες στους υπεύθυνους πληρωμών τού Εξοπλισμού (Armamento)».51
Η Γερουσία διόριζε επίσης τον Τζάκοπο Σουριάνο «πρεσβευτή που θα πάει στη Ρωμανία και στα μέρη των Τούρκων» (ambassiator iturus in Romaniam et in partibus Turchorum), για να εξασφαλίσει την επικύρωση και παράταση τής ελληνο-λατινικής συνθήκης, στην επίτευξη τής οποίας με τον Σουλεϊμάν, τον γιο τού εκλιπόντος σουλτάνου Βαγιαζήτ, είχε βοηθήσει ο Πιέτρο Ζένο τον Ιανουάριο (1403). Αν ήταν δυνατόν, ο Σουριάνο έπρεπε επίσης να αναζητήσει «τον άλλο γιο τού Βαγιαζήτ, που βρίσκεται στην Τουρκία», δηλαδή τον Μούσα ή τον Ισά, πριν προχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα υπέβαλλε τα διαπιστευτήριά του είτε στον Μανουήλ Β’ ή στον Ιωάννη Ζ’, σε όποιον δηλαδή έλεγχε τη βυζαντινή κυβέρνηση κατά τη στιγμή τής άφιξής του. Η Γερουσία σίγουρα προτιμούσε τον Μανουήλ από τον φιλο-Γενουάτη Ιωάννη, αλλά αυτό που κυρίως ήθελαν ήταν ένα σταθερό Βυζάντιο, το οποίο θα ήθελε και θα μπορούσε να τιμήσει τις εμπορικές και άλλες παραχωρήσεις, των οποίων οι Ενετοί απολάμβαναν προ πολλού στον Βόσπορο.
Ο Σουριάνο θα πήγαινε με τις γαλέρες τού Μοτσενίγκο, που θα έφερναν τον αυτοκράτορα στη Μεθώνη, όπου θα περίμεναν τον γενικό διοικητή τού Κόλπου. Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού ο Σουριάνο θα είχε πολύ χρόνο να διαβουλευθεί με τον Μανουήλ, αλλά προφανώς δεν θα ασχολούνταν με τον Μανουήλ επίσημα μέχρι να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας πρώτα δει τον «άλλο γιο» τού Βαγιαζήτ στην Τουρκία. Αν στη συνέχεια εύρισκε τον Μανουήλ στον θρόνο, θα τού ζητούσε την ανανέωση τής μακροχρόνιας πενταετούς ανακωχής μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου, τής οποίας την τελευταία επιβεβαίωση είχε εξασφαλίσει ο Φραντσέσκο Φόσκολο δώδεκα χρόνια πριν (τον Ιούνιο τού 1390).52 Δεδομένου ότι η αποστολή τού Σουριάνο φαίνεται να έχει ημερομηνία 9 Απριλίου, οι γαλέρες τού Μοτσενίγκο δεν έπρεπε να είχαν αποπλεύσει πριν από τις 9 ή 10 τού μηνός.53
Ο Mανουήλ δεν πρέπει να είχε φύγει από τη Βενετία αργότερα από τις 9 ή 10 Απριλίου, αφού στις 14 Μαΐου ή νωρίτερα η Γερουσία έλαβε επιστολή από τον Κάρλο Ζένο, γενικό διοικητή τού Κόλπου, που εξηγούσε ότι οι διοικητές (sopracomiti) των γαλερών, με τις οποίες ο αυτοκράτορας είχε φύγει από τη λιμνοθάλασσα, ζητούσαν την καταβολή εξόδων τριανταδύο ημερών. Η ημερομηνία τής επιστολής τού Ζένο δεν είναι γνωστή. Φαίνεται ότι είχε γραφεί πριν από την εκπνοή τής περιόδου, η οποία, όπως γνώριζαν οι κυβερνήτες των γαλερών, θα αθροιζόταν σε τριανταδύο ημέρες. Αν και η Γερουσία ήταν πρόθυμη να πληρώσει ο Ζένο στους διοικητές των «γαλερών τής Κρήτης» τα έξοδα τριών ημερών που είχαν ζητήσει, με τις οποίες γαλέρες ο Μανουήλ, η αυτοκράτειρα, και οκτώ συνοδοί είχαν ταξιδέψει από τη Μεθώνη στον Βασιλιπόταμο, οι διοικητές (sopracomiti) των γαλερών που είχαν πάρει τον αυτοκράτορα από τη Βενετία είχαν ήδη λάβει 100 δουκάτα για έξοδα και έπρεπε να περιμένουν την επιστροφή τους στη Βενετία για λογιστική και οικονομική τακτοποίηση.54
Οι κάτοικοι τής Ραγούσας ανέμεναν ότι η αυτοκρατορική συντροφιά θα έκανε εθιμοτυπική στάση στην πόλη τους,55 αλλά οι ενετικές γαλέρες έπλευσαν κατευθείαν για Κέρκυρα, όπου στον βαΐλο και τον διοικητή τού νησιού είχαν διαθέσει 50 λίρες, για να υποδεχθούν τον αυτοκράτορα όταν θα αποβιβαζόταν. Στη συνέχεια η πορεία πέρασε από την Αγία Μαύρα (Λευκάδα), Κεφαλονιά και Ζάκυνθο προς Μεθώνη και Βασιλιπόταμο, όπως μόλις είδαμε, ενώ ο Μανουήλ, αποβιβαζόμενος στον «βασιλικό ποταμό» (Βασιλιπόταμο), ανέβηκε από την κοιλάδα τού Ευρώτα στον Μυστρά, την πρωτεύουσα τού δεσποτάτου.
Έχοντας αποβιβάσει τον αυτοκράτορα στη Μεθώνη ή κάπου στο δεσποτάτο τού Μυστρά, ο Κάρλο Ζένο πήρε εντολή να εντάξει στις γαλέρες που τού είχαν ανατεθεί και τις τέσσερις «γαλέρες τής Κρήτης», καθώς και τις γαλέρες «Τρεβιζάνα» και «Τρούνα». Θα κατευθυνόταν στην Κρήτη το συντομότερο δυνατό, «για να πάρει τα νέα» και να μάθει πώς περνούσε η ενετική ναυτιλία στα χέρια των Γενουατών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ίσως ήταν αναγκαίο να στείλει γαλέρα στη Ρόδο για πληροφορίες. Στη συνέχεια έπρεπε να σπεύσει με τις γαλέρες στις ανατολικές ακτές τού Ιονίου Πελάγους μεταξύ Κέρκυρας και Μεθώνης και να περιμένει για περαιτέρω εντολές.56 Ήταν γνωστό ότι οι Γενουάτες ετοίμαζαν στόλο για να πάει στην Κύπρο, όπου είχαν προβλήματα. Έπρεπε να παρακολουθούν και αυτός ήταν ο κύριος λόγος τής απροθυμίας τής Ενετικής Γερουσίας να δεσμεύσει γαλέρες περιμένοντας τον Μανουήλ στον Μοριά, ή να τού παράσχει ναυτική τιμητική φρουρά προς Κωνσταντινούπολη.
Καθώς ο Μανουήλ ίππευε τη μικρή απόσταση προς βορρά μέχρι την αυλή τού αδελφού του, το μυαλό του πρέπει να περιπλανιόταν πίσω στα γεγονότα των τελευταίων μηνών και μπροστά στην επανένωση με την οικογένειά του. Στις αναμνήσεις του αναμφίβολα αντιπαρέβαλε τη μεγάλη υποδοχή που τού είχαν επιφυλάξει οι Γενουάτες (που τού είχαν δώσει 3.000 φλουριά και προφανώς τού είχαν υποσχεθεί τρεις γαλέρες για άμυνα εναντίον των Τούρκων),57 με την ψυχρή επιφυλακτικότητα που είχε συναντήσει στη Βενετία, όπου η απόφαση τής Γερουσίας να μη τον μεταφέρουν πιο ανατολικά από τη Μονεμβασία είχε αφήσει σε αμφιβολία την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Η ανταπόκριση των Γενουατών στις ανάγκες του οφειλόταν λιγότερο πιθανώς στους δεσμούς τής αποικίας τους στο Πέρα με την Κωνσταντινούπολη παρά σε εκείνους τού διοικητή τους με τον Μανουήλ. Ο ατρόμητος στρατάρχης ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τούς πόρους τής Γένουας, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, εναντίον των απίστων στην Ανατολική Μεσόγειο, κυρίως εναντίον των Τούρκων. Ο Μπουσικώ ήταν ο αρχισταυροφόρος τής εποχής του. Πίστευε ότι η καταστροφή που είχε βρει τούς Τούρκους στην Άγκυρα επέτρεπε στους χριστιανούς να εκδικηθούν την ήττα, την οποία είχε και ο ίδιος μοιραστεί στη Νικόπολη. Εκτός από την αποικία τους στο Πέρα ή Γαλατά, στην άλλη ακτή τού Κερατίου κόλπου, απέναντι από την πρωτεύουσα τού Μανουήλ, οι Γενουάτες κατείχαν τον Καφφά στην Κριμαία, εμπορικούς σταθμούς στην Αζοφική Θάλασσα, το νησί τής Χίου και το λιμάνι τής Αμμοχώστου στην ανατολική ακτή τής Κύπρου, τον κύριο σταθμό διαμετακόμισης των εμπορευμάτων που προέρχονταν από την Αίγυπτο και τη Συρία.58
Η άκαρπη προσπάθεια τού βασιλιά Ιανού να αποκτήσει και πάλι την κατοχή τής Αμμοχώστου, την οποία οι Γενουάτες είχαν πάρει στην ασυνήθιστη εκστρατεία τους τριάντα χρόνια πριν (το 1373-1374), έδινε τώρα στον περιπετειώδη στρατάρχη Μπουσικώ το πρόσχημα που χρειαζόταν για να επιστρέψει στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια σύντομη περιγραφή τού υπόβαθρου μπορεί να φανεί χρήσιμη. Οι Κύπριοι χρονικογράφοι Μαχαιράς, Στραμπάλντι, Αμάντι και Φλόριο Μπουστρόν ασχολούνται εκτενώς με τα γεγονότα. Το ίδιο κάνει και ο εκλιπών Σερ Τζωρτζ Χιλλ. Εκτός από την Αμμόχωστο οι Γενουάτες είχαν επίσης καταλάβει την Πάφο και τη Λευκωσία, ενώ είχαν συλλάβει και τον νεαρό βασιλιά Πέτρο Β’. Την Κερύνεια είχε κρατήσει εναντίον τους ο θείος τού Πέτρου, ο Ιάκωβος, κοντόσταυλος τής «Ιερουσαλήμ», πράγμα για το οποίο αυτός πλήρωσε με μακροχρόνια, σκληρή φυλάκιση στη Γένουα. Πλησίαζε το τέλος τού ανεξάρτητου βασιλείου τής Κύπρου. Αυτό που δεν είχε χαθεί από τη διπλοπροσωπία τής ηγεσίας των Λουζινιάν (που περιλάμβανε και την Ελεονώρα τής Αραγωνίας, την παρεμβαίνουσα μητέρα τού Πέτρου Β’), είχε κερδηθεί από την προδοσία των Γενουατών, οι οποίοι παραβίασαν τούς επίσημους όρκους τους (που έδωσαν πάνω στα ευαγγέλια και στον βωμό), ως εάν η σωτηρία ήταν αγαθό, που μπορούσαν να αγοράσουν αργότερα στον ελεύθερο χρόνο τους.
Η γενουάτικη εκστρατεία είχε χρηματοδοτηθεί από εταιρεία, την «Παλαιά Μαχόνα τής Κύπρου», που είχε συσταθεί για τον σκοπό αυτόν, επέζησε για δεκαετίες και κατέβαλλε μερίσματα στους επενδυτές και τούς κληρονόμους τους.59 Ο Πέτρος Β’ ο «Χοντρός» ανάκτησε την Πάφο και την πρωτεύουσά τού Λευκωσία, αλλά με τον θάνατό του τον Οκτώβριο τού 1382 οι Γενουάτες ήσαν σταθερά εδραιωμένοι στην Αμμόχωστο, την οποία θα κρατούσαν μάλιστα μέχρι τον Ιανουάριο τού 1464. Ο θείος τού Πέτρου, ο κοντόσταυλος Ιάκωβος, τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς Κύπρου και κατ’ όνομα βασιλιάς Ιερουσαλήμ (1383-1398). Όμως όταν κληρονόμησε τη βασιλεία, ο Ιάκωβος ήταν ακόμη φυλακισμένος στη Γένουα. Ο μεγαλύτερος γιος του Ιανός, με τον οποίον εμπλεκόταν τώρα ο Μπουσικώ, είχε γεννηθεί στη Γένουα και είχε πάρει το όνομά του από τον υποτιθέμενο πρίγκηπα τής Τροίας, τον οποίον ο θρύλος θεωρούσε ιδρυτή τής πόλης. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ιάκωβος θεωρήθηκε ότι χρωστούσε στη Μαχόνα αποζημίωση 952.000 φλουριών. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα άλλα έξοδα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι βασιλιάδες τής Κύπρου, η ικανοποίηση τής απαίτησης αυτής βρισκόταν πέρα από τις δυνατότητες των Λουζινιάν.
Ο Ιάκωβος (Τζέημς) κληροδότησε αυτό το χρέος, καθώς και το πρόβλημα τής ανάκτησης τής Αμμοχώστου, στον γιο του Ιανό (Γιάνους), ο οποίος δεν πέτυχε ούτε να εξοφλήσει το πρώτο ούτε να επιλύσει το δεύτερο. Μετά την αποτυχία του να ξαναπάρει την Αμμόχωστο με σπασμωδική πολιορκία, ο Ιανός έστειλε απεσταλμένο στη Γένουα, ο οποίος κατόρθωσε να διαπραγματευτεί «ομόνοια» με τον Μπουσικώ και το Συμβούλιο των Γερόντων (Anziani). Στα τέλη Μαρτίου 1403 ο Μπουσικώ έστειλε τον φίλο και έμπιστό του Ερμίτ ντε λα Φαγιέ στην Κύπρο, για να ζητήσει από τον βασιλιά Ιανό την παράδοση τής Κερύνειας, ως ενέχυρο καλής πίστης για την από μέρους του «τήρηση τής ομόνοιας» (observatio concordii), πριν φτάσει στην Κύπρο ο στρατάρχης με τον γενουάτικο στόλο (τον οποίο, παρεμπιπτόντως, χρηματοδοτούσε μια νέα Mαχόνα). Στη Γένουα τουλάχιστον, ο προορισμός τού στόλου φαίνεται ότι αποτελούσε καλά κρυμμένο μυστικό, γιατί στις 24 Μαρτίου (1403) ένας πράκτορας τού εμπορικού οίκου Αρντίνγκο Ρίτσι έγραφε στη Βαλένθια σε παράγοντες τού εμπόρου Φραντσέσκο Ντατίνι από το Πράτο, «Ετοιμάζουν τον στόλο. Δύο πλοία φεύγουν σήμερα. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες θα φύγουν οι γαλέρες. Κανένας δεν ξέρει πού πηγαίνουν. Μακάρι ο Θεός να τούς δώσει τη νίκη!»60
Μια απόφαση τής Ενετικής Γερουσίας που πάρθηκε στις 4 Απριλίου (1403), λίγες μέρες πριν αφήσει ο Μανουήλ Β’ τη Βενετία με τις γαλέρες τού Μοντσενίγκο, διαβιβάστηκε με επιστολή στον Κάρλο Ζένο. Ο Μπουσικώ είχε αποπλεύσει την ίδια ακριβώς ημέρα, πράγμα που η Γερουσία δεν είχε κανένα τρόπο να γνωρίζει.61 Όταν ο Moτσενίγκο θα έφτανε στον Μοριά, οι τρεις γαλέρες του θα ενίσχυαν τον στόλο τού Κάρλο Ζένο, ο οποίος θα αποτελείτο τότε από δεκατρείς γαλέρες. Από κάποια πλεονεκτική θέση (θα ήταν η Μεθώνη) ο Ζένο έπρεπε να παρακολουθεί τη διέλευση τής γενουάτικης «αρμάδας», για την οποία η Γερουσία γνώριζε ότι θα περιλάμβανε δέκα γαλέρες (μια από αυτές μεγάλη, grossa), συμπεριλαμβανόμενης τής γαλέρας με την οποία ο ντε λα Φαγιέ είχε ήδη ξεκινήσει για Κύπρο πριν μερικές μέρες. Ο Μπουσικώ είχε επίσης έξι μεγάλα πλοία μεταφοράς (naves magne) με 600 λόγχες, με αναλογία δύο ανδρών ανά λόγχη, καθώς και 600 άλογα, πέρα από τα δύο στρογγυλά εμπορικά πλοία (coche) που είχαν φύγει από το λιμάνι νωρίτερα με 700 πεζούς, για να ενωθούν με γενουάτικη ναυτική δύναμη που βρισκόταν ήδη στην Ανατολική Μεσόγειο.62
Σύμφωνα με τον βιογράφο τού Μπουσικώ, αυτός είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τον στόλο όχι μόνο εναντίον τού βασιλιά (αν τούτο ήταν αναγκαίο), αλλά και κατά των απίστων που θα εύρισκε προσβάσιμους από τη θάλασσα.63
Ο Μπουσικώ προγραμμάτιζε να σταματήσει πρώτα στη Ρόδο και να περιμένει εκεί τα αποτελέσματα τής αποστολής τού Ερμίτ ντε λα Φαγιέ στην Κύπρο. Όμως μόλις είχε «περάσει το βασίλειο τής Νάπολης» και είχε εισέλθει στο Ιόνιο Πέλαγος, όταν έμαθε για την ύπαρξη τού στόλου τού Κάρλο Ζένο. Είκοσι μίλια από τη Μεθώνη απέκτησε την πιο συγκεκριμένη πληροφορία ότι ο Zένο (σύμφωνα με το «Βιβλίο γεγονότων», Livre des faits) είχε δεκατρείς γαλέρες αγκυροβολημένες σε καταφύγιο τής Σαπιέντζας. Καχύποπτος για τούς Ενετούς, έστειλε κήρυκα μπροστά για να κάνει έρευνες, αλλά δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τίποτε για τις προθέσεις τους. Έτσι ο Μπουσικώ προσέγγισε τη Μεθώνη με τις γαλέρες του, έτοιμος για δράση, «σε πολύ καλή κατάσταση» (en tres belle ordonnance), ενώ ένιωσε αναμφίβολα έκπληξη όταν οι Ενετοί προχώρησαν για να τον συναντήσουν «με μεγάλη χαρά και γιορτή» (a grande joye et feste). Στη συνέχεια Γάλλοι, Γενουάτες και Ενετοί μπήκαν μαζί στο λιμάνι. Η υποδοχή ήταν τόσο εγκάρδια, όπως μάς λένε, ώστε ο στρατάρχης απαλλάχθηκε από κάθε υποψία εναντίον τού φιλόξενου Zένο. Στη Μεθώνη ο Μπουσικώ βρήκε αγγελιοφόρους από τον αυτοκράτορα Μανουήλ, οι οποίοι, «για τον Θεό και την τιμή τής ιπποσύνης», ζητούσαν να συζητήσουν μαζί του πριν συνεχίσει το ταξίδι του προς ανατολάς, «γιατί [ο αυτοκράτορας] ήταν στον Μοριά, είκοσι μίλια στην ενδοχώρα». Ο Μπουσικώ έστειλε αμέσως τούς Ζαν ντε Σατωμοράν και Τζιοβάννι Τσεντουριόνε ντ’ Ολτραμάρε να υποδεχθούν πριν από αυτόν τον αυτοκράτορα. Υπενθυμίζεται ότι ο Τσεντουριόνε ήταν ο Γενουάτης ναύαρχος στη Σταυροφορία τής Μπαρμπαριάς.
Ο ίδιος ο Μπουσικώ, κυκλώνοντας το ακρωτήριο Ματαπάς (Ταίναρο), περίμενε τον Mανουήλ στον Βασιλιπόταμο. Ο αυτοκράτορας ήρθε με την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους. «Ο εν λόγω αυτοκράτορας τον ρώτησε πολύ ευγενικά», λέει ο βιογράφος τού Μπουσικώ, «στην τιμή τού Θεού και τής χριστιανοσύνης, αν ήταν πρόθυμος να τού παράσχει άνεση και διέλευση μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ο στρατάρχης απάντησε ότι θα το έκανε πολύ πρόθυμα, καθώς και ό,τι άλλο μπορούσε. Τότε διέταξε να τον συνοδεύσουν τέσσερις γαλέρες και ανέθεσε τη διοίκησή τους στον καλό κύριο ντε Σατωμοράν». Ο Mανουήλ ήταν σύντομα έτοιμος να αναχωρήσει και ο ίδιος ο στρατάρχης πήγε με τη νηοπομπή στο ακρωτήριο Σαν Άντζελο (ακρωτήριο Μαλέας), όπου ήρθαν σε αυτούς αγγελιαφόροι από τον Zένo. Οι Ενετοί ήσαν πρόθυμοι, αν τούς συμβούλευε ο Μπουσικώ, να προσθέσουν τέσσερις δικές τους γαλέρες στη γενουάτικη μοίρα. Η απάντησή του ήταν ότι «αυτό θα ήταν πολύ καλό και μεγάλη τιμή για τη Σινιορία τής Βενετίας» (que ce seroit tres bien faict, et grand honneur a la Seigneurie de Venise…). Ενώ πριν ο Μανουήλ δεν διέθετε μέσο για να πάει στην πατρίδα του, τώρα μπορούσε να αποπλεύσει για Βόσπορο υπό την προστασία οκτώ γαλερών. Είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη πριν από τριάμιση χρόνια, ενώ τώρα επέστρεφε στις 9 Ιουνίου 1403,64 σε ένα κόσμο που έμοιαζε ασφαλέστερος από εκείνον που είχε αφήσει. Ο Ιωάννης Ζ’ όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε στην επιστροφή τού Mανουήλ, αλλά βγήκε στην Καλλίπολη για να τον υποδεχθεί, χωρίς αμφιβολία με τις αρμόζουσες τιμές.65
Ο Μπουσικώ ήταν διατεθειμένος να ανεχθεί αυτή την καθυστέρηση στην άφιξή του στην Κύπρο, γιατί έλπιζε ότι έχοντας επαρκή χρόνο ο Ερμίτ ντε λα Φαγιέ θα πετύχαινε στις διαπραγματεύσεις του με τον βασιλιά Ιανό. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, ο στρατάρχης έβαζε τώρα πλώρη για τη Ρόδο με τις υπόλοιπες τέσσερις γαλέρες του (αν και μπορεί να είχε έξι, καθώς και τα πλοία μεταφοράς που αναφέρονται στην προς Ζένο επιστολή τής Γερουσίας τής Βενετίας τής 4ης Απριλίου). Οι εννέα γαλέρες, τις οποίες ακόμη είχε αφήσει ο Ζένο, ακολουθούσαν τον Μπουσικώ πεισματικά: «Όταν ταξίδευε, ταξίδευαν κι αυτές. Όταν σταματούσε, σταματούσαν». Λέγεται ότι ο στρατάρχης ήταν ικανοποιημένος από το γεγονός ότι οι Ενετοί τον συνόδευαν, «και όλοι με καλή θέληση θα πάμε να πέσουμε πάνω στους απίστους» (et que tous d’un bon vouloir allassent courir sus aux mescréans). Έστειλε αγγελιοφόρο να ενημερώσει τον Ζένο ότι, όταν θα είχε κάνει ειρήνη με το βασιλιά τής Κύπρου, επρόκειτο να επιτεθεί στους μουσουλμάνους σε αυτό που τού φαινόταν «επιχείρηση καλή και όμορφη και έντιμη» (emprise bonne et belle et honnorable). Αν ο Ζένο ενωνόταν μαζί του σε αυτή τη σταυροφορία, μπορούσε να μοιραστεί την τιμή και τη δόξα που θα είχαν ως αποτέλεσμα οι συνδυασμένες προσπάθειές τους. Ο Ενετός διοικητής τον ευχαρίστησε για τη γενναιόδωρη προσφορά του και υποσχέθηκε να απαντήσει σε δύο ή τρεις ημέρες, όταν θα έφταναν στη Ρόδο. Στο οχυρό των Ιωαννιτών ο μεγάλος μάγιστρος Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ υποδέχθηκε τον Μπουσικώ με τις αρμόζουσες τιμές και τον οδήγησε στο παλάτι [τώρα αναστηλωμένο από τούς Ιταλούς], «που είναι ωραίο και ψηλό και βρίσκεται πάνω από την πόλη … Έφαγαν μαζί και μίλησαν για πολλά πράγματα» (qui moult est bel et haut, assis au dessus de la ville. … La mangèrent ensemble et parlèrent de plusieurs choses). Ανάμεσα στα πράγματα για τα οποία μίλησαν, μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι ήταν η σταυροφορία τής Νικόπολης και η κατάσταση στην Κύπρο.
Ο Μπουσικώ είχε μόλις βολευτεί στο παλάτι, όταν ενημερώθηκε από τον Ζένο ότι ο ενετικός στόλος δεν θα μπορούσε να ενωθεί μαζί του σε εκστρατεία εναντίον των «Σαρακηνών». Ως γενικός διοικητής τού στόλου χρειαζόταν —και δεν είχε— εξουσιοδότηση από τη Σινιορία για να ξεκινήσει τέτοιο εγχείρημα. Παρά την εντύπωση που δημιουργεί ο βιογράφος του, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ο Μπουσικώ περίμενε οποιαδήποτε άλλη απάντηση. Όμως αν αισθάνθηκε απογοήτευση, αναμφίβολα αυτή περιορίστηκε με την άφιξη τού Σατωμοράν με πέντε γαλέρες και τρεις γαλιότες (εκτός από τις τέσσερις γαλέρες τής αυτοκρατορικής νηοπομπής προς Κωνσταντινούπολη). Τις είχαν διαθέσει η κοινότητα των Γενουατών στο Πέρα, οι συμπατριώτες τους από τη Χίο και οι Γκατελούζο τής Αίνου και τής Μυτιλήνης. Αν ο Μπουσικώ είχε δέκα γαλέρες στην αρχή, όπως πίστευε η Ενετική Γερουσία, τώρα είχε δεκαπέντε, καθώς και τρεις γαλιότες και οκτώ πλοία μεταφοράς, επειδή εκείνη τη στιγμή έφτασε ο Ερμίτ ντε λα Φαγιέ από την Κύπρο. Έφερνε την ανησυχητική είδηση ότι δεν είχε κατορθώσει να πείσει τον βασιλιά Ιανό να αποδεχθεί «συμφωνία ειρήνης» (accord de paix). Ο Μπουσικώ ανακοίνωσε ότι αυτό σήμαινε πόλεμο. Διέταξε να ετοιμαστεί η γαλέρα του, να ανεβάσουν τα άλογά του στο σκάφος και να κινητοποιηθεί ο στρατός για το ταξίδι προς Κύπρο. Οι Ιωαννίτες ήσαν έντρομοι με την προοπτική νέου πολέμου μεταξύ Λουζινιάν και Γενουατών. Ο μέγας μάγιστρος ζήτησε από τον Μπουσικώ να μείνει απ’ έξω, προτείνοντας να πάει ο ίδιος στην Κύπρο για να συζητήσει με τον Ιανό. Όταν ο Μπουσικώ συμφώνησε, «ο μάγιστρος τής Ρόδου επιβιβάστηκε αμέσως στη γαλέρα του, όπως και ο Ερμίτ ντε λα Φαγιέ, που είχε τη δική του γαλέρα, ενώ θα πήγαινε μαζί τους και η γαλέρα από τη Μυτιλήνη και συνεπώς με τρεις γαλέρες έφυγαν για τον βασιλιά τής Κύπρου».66
Όλο αυτό το διάστημα ο Κάρλο Ζένο κρατούσε τον στόλο τού Μπουσικώ υπό στενή επιτήρηση. Έγραφε στη Γερουσία τής Βενετίας από το νησί τής Πάτμου στις 29 Μαΐου και τής Σταμπάλια (Αστυπάλαια) στις 14 Ιουνίου, περιγράφοντας τις δραστηριότητες τού Μπουσικώ και τις δικές του μέχρι την τελευταία αυτή ημερομηνία. Ενημέρωνε φυσικά τη Γερουσία για την αναχώρηση τού Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ για Κύπρο, για να δει αν μπορούσε να πειστεί ο Ιανός να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των Γενουατών. Με κάποιο συμβιβασμό μπορούσε να αποφευχθεί σύγκρουση, η οποία θα εξέτρεπε τον Μπουσικώ από την προτεινόμενη «σταυροφορία» του, αν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον όρο για τις προτεινόμενες επιθέσεις του κατά των ακτών των Μαμελούκων. Οι επιστολές τού Ζένο έφτασαν στο Παρέντσο στις 6 Ιουλίου, μεταφερόμενες με τη γαλέρα Τρεβιζάνα, ενώ τέσσερις μέρες αργότερα η Γερουσία τού έστειλε έκφραση τής γενικής αποδοχής της. Βρίσκονταν επίσης στην ευχάριστη θέση να πληροφορηθούν ότι ο Zένο είχε γράψει στον Ενετό πρόξενο στην Αλεξάνδρεια, ο οποίος αναμφίβολα πήρε εντολή να ενημερώσει την κυβέρνηση τού σουλτάνου στο Κάιρο για τις εχθρικές προθέσεις τού Μπουσικώ.67
Σύντομα ο Ζένο είχε περισσότερα νέα για τη Γερουσία. Ο Μπουσικώ είχε αποφασίσει να μη σπαταλά τον χρόνο του, όσο ο μεγάλος μάγιστρος βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον Ιανό. Συμβουλευόμενος τούς Ρόδιους ιππότες και τούς Γενουάτες αξιωματικούς του, αποφάσισε να επιτεθεί «σε ένα όμορφο κάστρο και πόλη που ονομάζεται Λεσκαντελούρ» (un bel chastel et ville que on nomme Lescandelour), δηλαδή στο τουρκικό λιμάνι τής Αλάνια (αραβικά Αλάγια), το ιταλικό Καντελόρο, στην ανατολική ακτή τού Κόλπου τής Αττάλειας. Ήταν εμπορικό κέντρο και καλά οχυρωμένο φρούριο, σε βολική θέση στον δρόμο τού Μπουσικώ προς Κύπρο. Ο βιογράφος του λέει ότι αποβιβάστηκε με 800 ιππότες και ευγενείς, «ανθρώπους μεγάλης εκτίμησης» (gens de grande eslite). Συνολικά είχε περίπου 3.000 μαχητές, πρόθυμους για «την επιτυχία τής χριστιανικής πίστης και την αύξηση τής φήμης τους». Κατά τη δεύτερη ημέρα τής επίθεσης οι δυνάμεις υπό τις διαταγές τού Σατωμοράν κατέλαβαν το λιμάνι και την κάτω πόλη. Οι Γενουάτες λεηλάτησαν τις αποθήκες και έκαψαν εννέα πλοία στο αγκυροβόλιο. Ο εμίρης τού τόπου βρισκόταν σε απόσταση πέντε ημερών, πολεμώντας κατά την τουρκική συνήθεια εναντίον τού αδελφού του. Σπεύδοντας πίσω, συνάντησε μόνο αμηχανία και ήττα όταν προσπάθησε να επιτεθεί στους χριστιανούς επιδρομείς του. Ικέτευσε τον Μπουσικώ για ειρήνη, υποσχόμενος «ότι θα ήταν πάντα φίλος του, και φίλος των Γενουατών επίσης, ότι θα τού πρόσφερε κάθε δυνατή υπηρεσία, ενώ πρόσφερε να τον βοηθήσουν οι δυνάμεις και το εμιράτο του εναντίον τού βασιλιά τής Κύπρου». Δεδομένου ότι ο Μπουσικώ ήταν ακόμη αβέβαιος κατά πόσον ή όχι επρόκειτο να βρεθεί σε πόλεμο με τον Ιανό και επειδή το Καντελόρο θα αποτελούσε εξαιρετική πηγή ανεφοδιασμού, αυτός και οι σύμβουλοί του δέχθηκαν την πρόταση τού εμίρη για ειρήνη και φιλία. Οι γενναίοι σταυροφόροι προφανώς δεν εύρισκαν τίποτε παράλογο στην αποδοχή μουσουλμανικής βοηθείας για την αντιμετώπιση χριστιανού ηγεμόνα. Δύο εβδομάδες μετά την αποβίβασή τους στο Καντελόρο ξαναεπιβιβάστηκαν στις γαλέρες τους με αίσθηση επιτεύγματος.68
Θα ερχόταν αμέσως η είδηση ότι ο Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ, ο Ερμίτ ντε λα Φαγιέ και άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν καταλήξει σε συμφωνία με τον βασιλιά Ιανό στην Κύπρο. Με συνθήκη που υπογράφηκε στο βασιλικό ανάκτορο στη Λευκωσία στις 7 Ιουλίου 1403, «στο μικρό δωμάτιο που έχει θέα στον δρόμο δίπλα στο ποτάμι», ο Ιανός δεσμευόταν να αποζημιώσει την Νέα Mαχόνα για ποσό μέχρι 150.000 χρυσά δουκάτα «για όσες ζημιές και δαπάνες έχουν μέχρι στιγμής προκληθεί στους Γενουάτες». Με άλλα λόγια, ο Ιανός θα πλήρωνε το κόστος τής εκστρατείας τού Μπουσικώ μέχρι την ημερομηνία τής συμφωνίας. Ως εγγύηση ότι θα τηρούσε αυτή την υποχρέωση ο Ιανός θα κατέθετε αμέσως στον μεγάλο μάγιστρο και το μοναστήρι τής Ρόδου κοσμήματα και πλάκες χρυσού και ασημιού αξίας 70.000 δουκάτων. Η βασιλική περιουσία θα χρησίμευε ως εγγύηση για τα υπόλοιπα 80.000 δουκάτα, ενώ τα σχετικά δημόσια έγγραφα έπρεπε να τηρούνται από τον μάγιστρο και το μοναστήρι «σε ασφάλεια». Ολόκληρη η αποζημίωση έπρεπε να καταβληθεί σε ετήσιες δόσεις των 15.000 δουκάτων. Τα κοσμήματα και οι πλάκες έπρεπε να επιστραφούν στον Ιανό «στο άρτιο» (pari passu) με την εκκαθάριση τού χρέους. Είχαν προβλεφθεί κυρώσεις για αθέτηση τής συμφωνίας. Ο ίδιος ο Μπουσικώ θα εκδίκαζε το ζήτημα πολέμου-ενοχής, δηλαδή, αν η γενουάτικη εκστρατεία ήταν πράγματι αδικαιολόγητη (si injusta fuerit causa dicte armate). Αν γινόταν αυτό, τότε μέρος ή το σύνολο των δεσμευμένων κοσμημάτων και πλακών καθώς και τού καταβεβλημένου ποσού θα επιστρέφονταν στον Ιανό, αλλά δεδομένου ότι ο Μπουσικώ είχε οργανώσει την εκστρατεία, η κρίση του επί τού σημείου αυτού μπορούσε να προβλεφθεί.
Ο Μπουσικώ θα εξέταζε επίσης τις ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις τού εκλιπόντος βασιλιά Ιάκωβου, τις οποίες ο Ιανός είχε χαρακτηρίσει «βαριές και αφόρητες για τον ίδιο και για το βασίλειό του» (illa gravia et importabilia sibi et regno suo). Εδώ επίσης ο λόγος τού στρατάρχη θα ήταν νόμος. Θα απελευθερώνονταν οι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί και από τις δύο πλευρές στην πρόσφατη σύγκρουση. Θα αποκαθίσταντο οι κατασχεθείσες περιουσίες. Τέλος ο Ιανός συμφωνούσε να καταβάλει στην Παλαιά Mαχόνα ετήσιες πληρωμές 121.000 «παλαιών βυζαντινών νομισμάτων Λευκωσίας» (περίπου 30.000 δουκάτων) μέχρι την εξόφληση αυτής τής μακροχρόνιας οφειλής. Όμως κι εδώ ο Μπουσικώ μπορούσε να μειώσει το ποσό που θα καταβαλλόταν κάθε έτος και έτσι να παρατείνει την περίοδο πληρωμής.69 Η Αμμόχωστος φυσικά παρέμενε στα χέρια των Γενουατών, στο εμπορικό μονοπώλιο των οποίων οφειλόταν κατά τον Ενετό έμπορο Εμμανουέλε Πιλότι η παρακμή τού λιμανιού.70
Αν και υπήρχαν κάποιες προσχηματικές ρήτρες, η συνθήκη σήμαινε ότι ο Ιανός είχε συνθηκολογήσει. Η αποδοχή τής συνθήκης από τον Μπουσικώ ήταν αναπότρεπτη έκβαση. Μάλλον είχε ο ίδιος υπαγορεύσει τούς βασικούς όρους στον Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ πριν την αναχώρηση τού τελευταίου για την Κύπρο. Ο Μπουσικώ βιαζόταν να ξεκινήσει επιχειρήσεις εναντίον των «αχρείων» και έκανε εσπευσμένη επίσκεψη τεσσάρων ημερών στην Κύπρο «για να επιβεβαιώσει και επικυρώσει την ειρήνη» (pour certifier et confirmer la paix). Ο βιογράφος του μάς διαβεβαιώνει ότι ο Ιανός τον υποδέχθηκε με μεγάλη τιμή, πράγμα που είναι πολύ πιθανό, ενώ θέλησε να τού δώσει 25.000 δουκάτα ως χειρονομία εκτίμησης, πράγμα που είναι λιγότερο πιθανό. Σε κάθε περίπτωση, λέγεται ότι ο στρατάρχης αρνήθηκε τα χρήματα. Αντ’ αυτού ζήτησε από τον Ιανό να τού δώσει ένοπλους άνδρες και γαλέρες «και ο βασιλιάς απάντησε ότι θα το έκανε ευχαρίστως». Ο Ιανός τού έδωσε όντως δύο γαλέρες, όπως μάς λένε, «αν και η μία εξαφανίστηκε, επειδή το πλήρωμα ήσαν κουρσάροι». Επειδή οι δυσμενείς άνεμοι δεν τού επέτρεψαν να αποβιβαστεί στην Αλεξάνδρεια και να επιτεθεί στην πόλη, την οποία ο Πέτρος Α’ των Λουζινιάν είχε αφήσει σε ερείπια σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, ο Μπουσικώ έστρεψε την προσοχή του στις παράκτιες πόλεις τής Συρίας. Ανήγγειλε την Τρίπολη ως στόχο του και ήταν αποφασισμένος να πάει εκεί, «παρά το γεγονός ότι οι Γενουάτες τον συμβούλευαν να επιστρέψει στη Γένουα και τού έλεγαν ότι είχε κάνει αρκετά». Ο Μπουσικώ είχε ήδη ενημερώσει τον Κάρλο Ζένο ότι όταν θα επιτυγχανόταν ειρήνη στην Κύπρο, θα προχωρούσε εναντίον «των εχθρών τής πίστης» (les ennemis de la foy). Ο βιογράφος του επιμένει ότι οι Ενετοί μετέδιδαν τις εχθρικές του προθέσεις «σε όλα τα εδάφη των Σαρακηνών … στην Αίγυπτο καθώς και στη Συρία» (par toutes les terres des Sarrasins … tant en Egypte comme en Syrie).
Ύστερα από δαπανηρή προσπάθεια να καταλάβει την Τρίπολη, τής οποίας το λιμάνι και η ακτογραμμή ήσαν «καλυμμένα από Σαρακηνούς», που περίμεναν να τον υποδεχθούν, ο Μπουσικώ προχώρησε μερικά μίλια νότια στο Μποτρόν (αλ-Μπατρούν), το οποίο, μη έχοντας επαρκή υπεράσπιση, λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε.71 Οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του «θανατώθηκαν όλοι» (tous mis a mort). Συνεχίζοντας νότια, ο στόλος έφθασε μπροστά στη Βηρυτό το πρωί τής 10ης Αυγούστου 1403. Οι Γενουάτες είχαν μόλις αιχμαλωτίσει ένα μικρό ενετικό σκάφος (gripperie) με δυο δωδεκάδες κουπιά. Ο πλοίαρχος ομολόγησε ύστερα από ανάκριση ότι διέδιδε τα νέα «της άφιξης τού στρατάρχη» σε όλη την επικράτεια των Μαμελούκων. Η Βηρυτός αλώθηκε επίσης και πυρπολήθηκε, προς τεράστια αγανάκτηση των Ενετών, από τις αποθήκες των οποίων αρπάχτηκαν 500 μπάλες ή δέματα (coly) μπαχαρικών αξίας 30.000 δουκάτων.72
Η πόλη αποτελούσε ένα από τα κέντρα τού ενετικού εμπορίου στην άπω-ανατολική Μεσόγειο (το άλλο ήταν η Αλεξάνδρεια). Ο Μπουσικώ έστειλε τη λεία από τη Βηρυτό στην Αμμόχωστο, όπου πουλήθηκαν όλα σε δημοπρασία προς προφανές πλεονέκτημα των Γενουατών, γεγονός το οποίο ο συγγραφέας τού «Βιβλίου γεγονότων» (Livre des faits) συγκαλύπτει με τη σιωπή.73
Επόμενος στόχος τού στρατάρχη ήταν η Σαγιέτ (η αρχαία Σιδών, μεσαιωνική Σαγκίττα, στα αραβικά Σαΐντα). Βρήκε το λιμάνι «καλά εφοδιασμένο με Σαρακηνούς και επακολούθησε ωραία μάχη» (bien fourny de Sarrasins, qui en belle bataille l’ attendoient), εναντίον 12.000 από αυτούς, ιππέων και πεζών. Ο καλός άρχοντας Ζαν ντ’ Ονύ οδήγησε ομάδα απόβασης, αλλά οι αντίθετοι άνεμοι και η ταραγμένη θάλασσα εμπόδισαν την επιχείρηση. Ο βιογράφος τού Μπουσικώ συγκρίνει τις προσπάθειες των σταυροφόρων με εκείνες τού Λεωνίδα και των 300 «ιπποτών» του στις Θερμοπύλες εναντίον τού στρατεύματος τού Ξέρξη, βασιλιά τής Περσίας. Η μάχη κράτησε πέντε ώρες. Όπως και στην Τρίπολη, οι δυνάμεις τού Μποσικώ αναφέρεται ότι κατέλαβαν το λιμάνι, αλλά δεν θα ήταν εφικτό να προσπαθήσουν να το κρατήσουν.
Μπαίνοντας πάλι στη θάλασσα οι χριστιανοί επιδρομείς οδηγήθηκαν από τούς ανέμους με βόρεια κατεύθυνση στη «Λα Λις» (την αρχαία Λαοδίκεια, μεσαιωνική Λίκια, στα αραβικά αλ-Λαντίκιγια). Ο στόλος είχε διαχωριστεί κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Ο Μπουσικώ είχε μόνο το ένα τέταρτο των γαλερών διαθέσιμο για δράση. Πολλοί από τούς άνδρες του ήσαν ασθενείς και τραυματίες. Έστειλε τον Τζιοβάννι Τσεντουριόνε με γαλέρα για να ρίξει από κοντά μια ματιά στους δύο πύργους που φρουρούσαν την είσοδο τού λιμανιού. Ήθελε να κάνει απόβαση το επόμενο πρωί και στο μεταξύ τράβηξε τις άλλες γαλέρες μακρύτερα από την ακτή. Φαινόταν ότι δεν υπήρχαν περισσότεροι από 3.000 Σαρακηνοί ως δύναμη υπεράσπισης. Όμως, παρερμηνεύοντας την απομάκρυνση των γαλερών ως υποχώρηση και θέλοντας να διώξουν τον Μπουσικώ, οι διοικητές των Σαρακηνών έβγαλαν τούς άνδρες τους από ενέδρα, «πίσω από ορεινή και δασώδη περιοχή … ανάμεσα στην πόλη και το λιμάνι». Μάλιστα επρόκειτο για «30.000 Σαρακηνούς, οι οποίοι κατέβηκαν όλοι στην ακτή, φωνάζοντας και ουρλιάζοντας σαν διάβολοι από την κόλαση». Όταν συνήλθαν από την έκπληξή τους, ο Μπουσικώ και οι Γενουάτες που τον ακολουθούσαν «το θεώρησαν θαύμα τού Κυρίου μας, ο οποίος με τη χάρη του είχε θελήσει να τούς σώσει».74
Ο Μπουσικώ έβλεπε ότι περαιτέρω προσπάθειες κατά των μουσουλμάνων θα ήσαν ανώφελες. Οι δυνάμεις του ήσαν ανεπαρκείς, πολλοί από τούς άνδρες του ασθενείς και τραυματίες και οι γαλέρες του αναμφίβολα στη χειρότερο κατάσταση φθοράς. Στα τέλη Αυγούστου σαλπάρισε για την Αμμόχωστο, όπου πέρασε οκτώ ή δέκα ημέρες φροντίζοντας για διάφορες λεπτομέρειες τής κυπριακής συνθήκης τής 7ης Ιουλίου,75 ενώ στη συνέχεια πήγε στη Ρόδο, «στον μεγάλο μάγιστρο τού εν λόγω τόπου, με πολλές τιμές και εορτασμούς» (ou le grand maistre du dit lieu moult l’ honnora et festoya). Ο Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ τον είχε συνοδεύσει στις συριακές επιδρομές, αλλά από εκεί είχε πάει στη Ρόδο. Σύμφωνα με το «Βιβλίο γεγονότων» (Livre des faits), ο Μπουσικώ φόρτωσε τρία πλοία (naves) με αρρώστους και τραυματίες, «από τούς οποίους υπήρχε μεγάλος αριθμός, ιπποτών και ευγενών, καθώς και βαλλιστών, ακολούθων (varlets) και ναυτικών». Λέγεται ότι είχε ανεβάσει τούς περισσότερους από τούς πάνοπλους άνδρες του στα τρία πλοία «για να τούς οδηγεί και να τούς κυβερνά» (pour les conduire et gouverner), αφήνοντας μόνο μικρή ομάδα ιπποτών και 1.200 έως 1.400 βαλλιστές για το ταξίδι τής επιστροφής στη Γένουα. Ένα από τα τρία πλοία χάθηκε στα ανοικτά των ακτών τής Σικελίας, προφανώς με όλους τούς επιβαίνοντες. Ήταν Σεπτέμβριος. Ο Μπουσικώ έπρεπε να φύγει, «γιατί πλησίαζε ήδη η εποχή κατά την οποία η θάλασσα συχνά γίνεται βαριά λόγω τής αλλαγής των ανέμων». Κατά τη διάρκεια των δέκα ή δώδεκα ημερών που πέρασε στη Ρόδο, ο Μπουσικώ έστειλε 500 άνδρες με δύο μεγάλα πλοία στην Αλεξάνδρεια, σε άχρηστη επίδειξη ναυτικής ανδρείας. Παρά τα γεγονότα τού προηγούμενου μήνα, ο καπετάνιος Πόλιο Άρκoυα θα ζητούσε ειρήνη. Οι Μαμελούκοι ήσαν έξω φρενών. Ο Άρκουα έκανε τρεις μήνες να ολοκληρώσει την αποστολή του. Ο Πιλότι, που ζούσε στην Αλεξάνδρεια, λέει ότι ο σουλτάνος αν-Νασίρ Νασραντίν Φαράζ απαιτούσε αποζημίωση 30.000 δουκάτων και ότι η κακή διαχείριση τής εκστρατείας από τον Μπουσικώ είχε καταστρέψει το εμπόριο και τη φήμη των Γενουατών στην Αίγυπτο και τη Συρία. Όμως προσθέτει ότι αν ο Μπουσικώ είχε επιτεθεί στην Αλεξάνδρεια με τα δέκα πλοία και τις δεκατέσσερις γαλέρες του αμέσως μετά την πρώτη άφιξή του στη Ρόδο (στις αρχές Ιουνίου), θα είχε καταλάβει την πόλη με μεγάλο όφελος για τη χριστιανοσύνη και μεγάλη τιμή για τον ίδιο, «ενώ προκάλεσε ακριβώς το αντίθετο» (de quoy il fist tout le contraire).76
Αυτό που ακολούθησε θα γινόταν ένα από τα πιο γνωστά επεισόδια στην περιπετειώδη σταδιοδρομία τού Κάρλο Ζένο, καθώς και στα χρονικά τής ενετο-γενουάτικης εχθρότητας. Στην επιδρομή τής 10ης Αυγούστου στη Βηρυτό ο Μπουσικώ είχε αρπάξει 500 δέσμες ή μικρά δέματα μπαχαρικών, όπως είδαμε, μαζί με 5.000 δουκάτα που ανήκαν σε Ενετούς, καθώς και μικρό πλοίο περίπου 115 τόνων (una … navetta di botte 180) που ανήκε στον Μπερνάρντο Μοροζίνι τον Ενετό υπο-βαΐλο στην Κύπρο. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με τουλάχιστον 84 μπάλες φορτίου. Αν και οι Ενετοί παράγοντες είχαν εγκαταλείψει τη σκηνή, τουλάχιστον ένας Ενετός, ο κύριος Λορέντσο Όρσο, πήγε στον Μπουσικώ και τον προειδοποίησε, «ότι αυτά τα πράγματα ανήκαν σε Ενετούς» (che quelle cose erano de’ Veneziani). Ο Μπουσικώ απάντησε ότι αν και υπήρχε ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Γένουας, ήταν δικαίωμά του να παίρνει ό,τι εύρισκε σε εχθρικό έδαφος.77
Μαθαίνοντας αυτό που ο Μοροζίνι αποκαλούσε «ληστεία» (rubena) στη Βηρυτό, o Kάρλο Ζένο διαμαρτυρήθηκε αμέσως στον Μπουσικώ. Λέγεται ότι ο στρατάρχης τού απάντησε ότι για περισσότερο από ένα χρόνο οι Ενετοί είχαν πλήρη επίγνωση τής πρόκλησης που είχε απευθύνει στον σουλτάνο τής Αιγύπτου, ο οποίος είχε συλλάβει Γενουάτες εμπόρους στο Κάιρο, τη Δαμασκό και την Αλεξάνδρεια και τούς επέβαλλε πρόστιμα περιφρονώντας επαίσχυντα τις άδειες ασφαλούς διέλευσης που τούς είχε χορηγήσει. Ο Μπουσικώ είχε προειδοποιήσει τούς Ενετούς (σύμφωνα με το «Βιβλίο γεγονότων» Livre des faits) δέκα μήνες πριν από την αναχώρησή του από τη Γένουα, να απομακρύνουν τα αγαθά και τα εμπορεύματά τους από την επικράτεια των Μαμελούκων. Όσο για τη Βηρυτό, είχε βρει την πόλη άδεια. Δεν υπήρχαν εκεί διαθέσιμοι Ενετοί, για να διεκδικήσουν αυτή ή την άλλη περιουσία ως δική τους. Δεν πίστευε ότι τούς είχε κάνει καμία ζημιά. Σκοπός του δεν ήταν να επιτεθεί σε χριστιανούς, αλλά μόνο σε εχθρούς τής πίστης. Εκτός αυτού, αν γνώριζε ότι οι δυνάμεις του είχαν αρπάξει ενετική περιουσία, αν πράγματι είχαν αρπάξει, τότε σίγουρα θα διέταζε να επιστραφεί.78 Μήπως ο Μοροζίνι είχε λάθος πληροφορία; Άραγε ο Λορέντσο Όρσο είχε όντως δώσει στον Μπουσικώ να καταλάβει ότι το εν λόγω εμπόρευμα ανήκε σε Ενετούς; Πολύ καιρό μετά το συμβάν ο Μπουσικώ θα εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε.
Όπως ο Μπουσικώ είχε ως απολογητή τον συγγραφέα τού «Βιβλίου γεγονότων» (Livre des faits), έτσι και ο Ζένο βρήκε έναν αργότερα στον εγγονό του Τζάκοπο, τού οποίου το βιβλίο «Η ζωή τού Κάρλο Ζένο» (Vita Caroli Zeni) μάς δίνει διαφορετική αλλά όχι πιο πειστική αφήγηση για τα καταγγελλόμενα γεγονότα. Ο Τζάκοπο λέει ότι υπήρχαν Ενετοί στη Βηρυτό. Είχαν φύγει για να σώσουν τη ζωή τους. Ο Μπουσικώ είχε παραβιάσει κατάφωρα την ειρήνη που υπήρχε μεταξύ Γένουας και Βενετίας (από τη συνθήκη τού Τορίνο το 1381). Ο Ζένο ενήργησε καθ’ ολοκληρία με λογική και αυτοσυγκράτηση, αν και είδε καθαρά, λέει ο Τζάκοπο, ότι ο Μπουσικώ επεδίωκε να μετατρέψει τούς λαούς των δύο δημοκρατιών από φίλους και συμμάχους στους χειρότερους των εχθρών. Ο Μπουσικώ χαλιναγωγήθηκε σκεπτόμενος ότι έπρεπε να αποκαταστήσει για τις ζημίες που είχαν υποστεί οι Ενετοί στη Βηρυτό, τούς καταράστηκε απερίφραστα, καταφερόταν βίαια εναντίον τής Ενετικής Δημοκρατίας (respublica Veneta) και απέρριπτε τη μια έκκληση μετά την άλλη, που τού έστελνε ο Ζένο με τον ένα μετά τον άλλο απεσταλμένο. Αν και φαινόταν ότι η αξιοπρέπεια τής Ενετικής Γερουσίας θα μπορούσε μόνο να εξασφαλιστεί με «όπλα και αίμα» (armis et sanguine), ο Ζένο σωστά αποφάσισε να μην προσφύγει σε πόλεμο. Αφήνοντας τα αιγυπτιακά ύδατα και διερχόμενος από το Κρητικό πέλαγος, ο Ζένο επέστρεψε στην Ελλάδα. Από το αγκυροβόλιο στη Μεθώνη θα προστάτευε τις κτήσεις τής Βενετίας. Αν ο Μπουσικώ τού επιτίθετο, ο κύβος θα είχε ριφθεί αλλά όχι από τον ίδιο.79
Ήδη στις 4 Αυγούστου (1403) η Γερουσία είχε δώσει εντολή στον Zένο να κρατήσει μαζί του τις δεκατέσσερις γαλέρες που βρίσκονταν τότε υπό τη διοίκησή του και περιλάμβαναν την «Τρεβιζάνα», τις γαλέρες τής Κρήτης και τις τρεις που είχαν ανατεθεί στον Λεονάρντο Μοτσενίγκο. Οι γαλέρες τού Νεγκροπόντε, καλά εξοπλισμένες και καλά εφοδιασμένες με κωπηλάτες και τοξότες, επρόκειτο επίσης να τεθούν στη διάθεση τού Ζένο. Η αποικιακή διοίκηση τής Κρήτης έπρεπε να πάρει εντολή να ετοιμάσει το κύτος μιας ακόμη γαλέρας, για να την εξοπλίσει σε περίπτωση που ο Zένο τη χρειαζόταν. Και τέλος είχε εξουσιοδοτηθεί να προχωρήσει εναντίον τού Μπουσικώ και των Γενουατών, αν μπορούσε να το κάνει με ασφάλεια, σε περίπτωση που αυτοί έκαναν επιθέσεις κατά τής ενετικής ναυτιλίας.80 Τώρα, στις 25 Σεπτεμβρίου, δεδομένου ότι η λεηλασία τής Βηρυτού ήταν γνωστή, η Γερουσία συμφωνούσε ότι ήταν ασυμβίβαστο με την τιμή και την υπόληψη τού κράτους να ανεχθεί τις τραγικές ζημιές και τις μεγάλες απώλειες, που είχαν καταφέρει εναντίον τους οι Γενουάτες υπό τον Μπουσικώ. Αν ο Zένο μάθαινε ότι οι Γενουάτες είχαν προκαλέσει απώλεια ή ζημιά σε ενετικές εμπορικές γαλέρες τής Ρωμανίας, στα πλοία μεταφοράς (cogs) τής Tάνα ή οποιαδήποτε άλλα, θα έκανε επίθεση για να συλλάβει τις γαλέρες τους και όλα τα άλλα τέτοια πλοία, όπως μπορούσε, είτε ήσαν οπλισμένα ή άοπλα, «και να τις μεταχειριστεί και αντιμετωπίσει ως δημόσιο εχθρό των κτήσεών μας» (et ipsos tractare et de ipsis facere tanquam de publicis inimicis nostre dominationis). Για να είναι σίγουρος για την επιτυχία, έπρεπε να επιτεθεί μόνο όταν ήταν βέβαιος ότι διέθετε ισχυρότερη ναυτική δύναμη από εκείνη των αντιπάλων του.81 Όμως η Γερουσία ήταν επιφυλακτική, γιατί η εμπλοκή με τη Γένουα θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπλοκή με τη Γαλλία. Όταν υποβλήθηκε πρόταση να επιτραπεί στον Zένο να προσθέσει στον στόλο του (αν πίστευε ότι ήταν απαραίτητο), τις δύο γαλέρες τής Ρωμανίας και τουλάχιστον μία ή δύο περισσότερες από την Κρήτη, οι υπέρμαχοι τού μέτρου δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν αρκετές ψήφους και η πρότασή τους δεν τέθηκε σε εφαρμογή.82
Ο Μπουσικώ, ξεκινώντας από τη Ρόδο και περιζώνοντας την ενετοκρατούμενη Κρήτη, έπλευσε με έντεκα γαλέρες προς το ακρωτήριο Σαν Άντζελο (Μαλέας) στο ανατολικό πόδι τού Μορέως, όπου έφτασε την Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 1403. Την επόμενη μέρα διέσχισε τον κόλπο τού Μαραθονησιού προς Πόρτο Κάγιο (Porto Quaglio) στην ανατολική ακτή τού ακρωτηρίου Mαταπάς (Ταίναρο), όπου πέρασε τη νύχτα. Το πρωί τής 6ης Οκτωβρίου ο στόλος του συνέχισε δυτικά προς το νησί τής Σαπιέντζας, ένα μίλι περίπου από τον ενετικό σταθμό στη Μεθώνη. Και πάλι οι ναυτικοί αγκυροβόλησαν για τη νύχτα και άναψαν τα φανάρια τους. Στο κοντινό Πόρτο Λόνγκο ο Ζένο βρισκόταν σε αναμονή τού Μπουσικώ με έντεκα γαλέρες. Ο Ζένο διέταξε τώρα δύο ένοπλες μεγάλες γαλέρες (galere grosse), εμπορικές γαλέρες τού δρομολογίου τής Τάνα που είχαν μόλις φθάσει στην Μεθώνη, να ενωθούν με τον στόλο του και να αυξήσουν έτσι τη δύναμή του σε δεκατρείς γαλέρες. Τοποθέτησε επίσης στρατεύματα κατά μήκος τής ακτής, για να αποτρέψει την αποβίβαση τού Μπουσικώ. Τρεις ημέρες αργότερα ο Ζένο θα διαμαρτυρόταν ότι τέτοια ήταν η «αλαζονεία» των Γενουατών, που δεν τον είχαν ενημερώσει για την άφιξή τους, γεγονός που είχε ερμηνεύσει ως «σημάδι κακής σκέψης και κακής επιθυμίας» (segnale di mal animo e di mal volere). Το πρωί τής Κυριακής 7 Οκτωβρίου οι γαλέρες τού Μπουσικώ έπλευσαν μερικά μίλια προς βορρά, προς το Μπόκα ντε Ζόνκιο (Παλαιό Ναυαρίνο). Ο Ζένο τοποθέτησε τη ναυαρχίδα του ανάμεσα στις δύο «μεγάλες γαλέρες» (galere grosse) και ακολουθούσαν τον Μπουσικώ με τα κουπιά.
Όπως περιέγραφε ο Ζένο τη σκηνή δύο μέρες αργότερα, σε επιστολή τής 9ης Οκτωβρίου προς τον δόγη Mικέλε Στένο, οι γενουάτικες γαλέρες στράφηκαν ξαφνικά και τον πλησίασαν απειλητικά. Αρχικά ο Ζένο σκέφτηκε ότι ο Μπουσικώ έστελνε γαλέρα σε αυτόν για ομιλία και ως χειρονομία ευγένειας. Θα την είχε υποδεχθεί «φιλικά» (amichevolmente), όπως είχε κάνει σε προηγούμενη περίπτωση. Ήταν καλή ευκαιρία να διευθετηθεί εκεί ειρηνικά η αποζημίωση για τη «ληστεία» (ruberia) στη Βηρυτό. Όμως οι μαζεμένες γενουάτικες γαλέρες προχωρούσαν με πλήρη ταχύτητα και εμφανώς εχθρική πρόθεση. Οι Ενετοί αντιμετώπισαν την επίθεση με θάρρος, όπως έγραφε ο Ζένο στον δόγη, ενώ ακολούθησε «τραχιά και σκληρή μάχη ανάμεσα στα δύο μέρη» (battaglia aspra e forte tra l’ una parte e l’ altra). Η συμπλοκή ήταν λυσσαλέα. Διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες. Με τη χάρη τού Θεού και τού Ευαγγελιστή Αγίου Μάρκου, όπως μάς λέει ο Ζένο, οι Ενετοί νίκησαν τις γαλλικές και γενουάτικες δυνάμεις τού Μπουσικώ. Ο Μπουσικώ έχασε τρεις από τις γαλέρες του. Οι υπόλοιπες οκτώ αποσύρθηκαν από τη σύγκρουση με απόλυτη αταξία.
Οι Γενουάτες υπέστησαν μεγάλες απώλειες, σύμφωνα με τον Ζένο, «ενώ αν όλοι οι άνθρωποί μας είχαν κάνει το καθήκον τους, καμιά από τις γαλέρες τους δεν θα είχε διαφύγει». Όταν επέστρεψε στη Βενετία, ζήτησε από τον δόγη την έναρξη έρευνας από τούς «Δικηγόρους τής Κοινότητας» (Avvogatori del Comune), για να αποφασίσουν την τιμωρία εκείνων, των οποίων η κακή απόδοση τού έκλεψε μια ολοκληρωτική νίκη. Δεν μπορούσε να καταδιώξει τις γενουάτικες γαλέρες που είχαν τραπεί σε φυγή. Μερικοί από τούς άνδρες του ήσαν τραυματίες, άλλοι είχαν εξαντληθεί. Όμως μέσα στην έξαψη τής μάχης είχε δέσει τη ναυαρχίδα του σε εκείνη τού Μπουσικώ, ο οποίος είχε 280 με 300 μαχητές στο πλοίο. Οι άνδρες τού στρατάρχη ξυλοκοπήθηκαν για να γυρίσουν στις κουπαστές και στο σημείο αυτό δύο γενουάτικες γαλέρες ήρθαν για να τον σώσουν. Επιτέθηκαν στη γαλέρα τού Ζένο, η μία στην πλώρη και η άλλη στη δεξιά πλευρά τού άνω καταστρώματος τής πρύμνης. Για περισσότερο από μία ώρα οι άνδρες του πολεμούσαν τούς Γενουάτες σε μάχη στήθος-με-στήθος, με τις τρεις γαλέρες δεμένες μεταξύ τους. Οι κωπηλάτες τού Ζένο σκοτώθηκαν. Η πίεση ήταν τόσο μεγάλη, που έσπασε το κιγκλίδωμα τού πλοίου και οι άνδρες έπεσαν στο νερό.
Με τον εχθρό στο κατάστρωμα τής γαλέρας του, κανένας δεν έσπευσε σε βοήθεια τού Ζένο, εκτός από τον Λεονάρντο Μοτσενίγκο και στο σημείο αυτό οι άνδρες τού Μπουσικώ έβγαλαν τις αρπάγες που έδεναν τη γαλέρα του σε εκείνη τού Ζένο. Αν έστω κι ένα μπριγιαντίνι, πόσο μάλλον μια γαλέρα, είχε παρέμβει για να τον εμποδίσει (σύμφωνα με τον Ζένο), ο Μπουσικώ ο ίδιος θα είχε συλληφθεί. Όμως οι τοξότες του πήραν τα κουπιά, για να βγάλουν τη γαλέρα του από την αναταραχή. Ο Ζένο είχε βρεθεί στο επίκεντρό της για δύο ώρες. Δεν υπήρχαν περισσότεροι από τριάντα άνδρες στη γαλέρα του χωρίς να έχουν τραυματιστεί. Με τη συνεργασία των αξιωματικών του, ο Ζένο θα μπορούσε να είχε πετύχει (έλεγε), τη νίκη που είχε ελπίσει και μάλιστα προσδοκούσε. Τουλάχιστον, πίστευε ότι είχε εξασφαλίσει την τιμή τής Δημοκρατίας και είχε δώσει στους Γενουάτες μάθημα, που δεν θα το ξεχνούσαν σύντομα. Είχε πάρει 400 αιχμαλώτους, συμπεριλαμβανομένων των πλοιάρχων των τριών γαλερών που είχε συλλάβει. Οι αιχμάλωτοι ήσαν κυρίως κωπηλάτες και πεζοί στρατιώτες, αλλά υπήρχαν μεταξύ τους και Γάλλοι ιππότες, εκ των οποίων ο πιο σημαντικός ήταν ο Ζαν ντε Σατωμοράν.83
Ο χρονικογράφος τού Μοροζίνι προσθέτει ότι όταν οι Ενετοί ξεφόρτωσαν τις γαλέρες που είχαν αιχμαλωτίσει, βρήκαν πολύ ασήμι και νομίσματα, καθώς και 50 περίπου πόντους (pondi) μπαχαρικών, συμπεριλαμβανομένων έντεκα κουτιών με πιπέρι, πέντε με γαρύφαλλο και έξι με κανέλλα. Κλειδώθηκαν όλα, σφραγίστηκαν με την κρατική σφραγίδα και ανατέθηκαν για φύλαξη στον καστελλάνο και τούς συμβούλους τής Μεθώνης. Οι Γενουάτες κρατούμενοι διαμαρτύρονταν ότι τα μπαχαρικά είχαν αγοραστεί στην Αμμόχωστο και δεν αποτελούσαν μέρος των λαφύρων τού Μπουσικώ στη Βηρυτό. Τούς είπαν ότι όλα τα εμπορεύματα στις γαλέρες θα κρατούνταν, μέχρι να μπορέσουν να προσδιοριστούν τα πραγματικά περιστατικά.84
Αμέσως μετά τη μάχη ο Μπουσικώ συνέχισε προς τα δυτικά με τον κουτσουρεμένο στόλο του (ήταν ακόμη 7 Οκτωβρίου). Αν και είχε χάσει τρεις γαλέρες από τούς Ενετούς, αποδέσμευσε τις δύο γαλέρες που είχε ακόμη από τη Χίο και τη Ρόδο (σύμφωνα με τις ενετικές περιγραφές), γιατί δεν υπήρχε λόγος να πάνε αυτές στη Γένουα. Έχοντας υποστεί βαριές απώλειες, χρειάστηκε να αφοπλίσει άλλη μία γαλέρα, ώστε να διαθέσει πλήρη πληρώματα στις υπόλοιπες γαλέρες του. Γι’ αυτό τον λόγο ο Μοροζίνι και οι διάδοχοί του μιλούν για την επιστροφή τού Μπουσικώ στη Γένουα με πέντε μόνο (εξοπλισμένες) γαλέρες. Ο Μοροζίνι λέει ότι έβαζαν τώρα πλώρη για την πατρίδα «με λίγη χαρά» (chon puocha alegreza), ενώ ο βιογράφος τού Μπουσικώ αναγνωρίζει, «ότι δεν έμοιαζαν με ανθρώπους που γυρνούσαν από γιορτή ή χορό». Όμως σε κάποιο σημείο τής πορείας είχαν την ικανοποίηση να αιχμαλωτίσουν, στις 11 Οκτωβρίου, ένα ενετικό στρογγυλό πλοίο μεταφοράς (cog) και μια εμπορική γαλέρα φορτωμένη με κουπιά, ξάρτια και γαλέτα.85 Έφτασαν στη Γένουα τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου.86
Όταν οι άνδρες του είχαν επανακτήσει δύναμη και οι γαλέρες του είχαν αποκατασταθεί, ο Κάρλο Ζένο έφυγε από τη Μεθώνη για σύντομη περιπολία στο Ιόνιο Πέλαγος, ώστε να βεβαιωθεί ότι ο στόλος τού Μπουσικώ βρισκόταν στον δρόμο του για τη Γένουα. Ύστερα πήγε στη Βενετία, όπου οι δύο «μεγάλες γαλέρες» (galere grosse) είχαν φτάσει πριν από αυτόν, με τον Σατωμοράν και τριαντατέσσερις άλλους Γάλλους ιππότες και ευγενείς [«όλοι ευγενείς (tous gens d’ eslite), λέει ο συγγραφέας τού «Βιβλίου γεγονότων» (Livre des faits)]. Φυλακίστηκαν στην «Τορετσέλα», στον πύργο που εξακολουθεί να υψώνεται πάνω από τη νοτιοανατολική γωνία τού παλατιού των δόγηδων (το σημερινό Οπλοστάσιο), στη γέφυρα Πόντε ντέλλα Πάλια. Κρατήθηκαν εκεί μέχρι τη σύναψη ειρήνης. Το βράδυ τής 24ης Οκτωβρίου άναψαν δαυλούς στο κωδωνοστάσιο τού κτίσματος τού καμπαναριού (campanile) για να γιορτάσουν τη νίκη επί τού Μπουσικώ στη Μεθώνη. Η θερμότητα έλιωσε το μολύβι τής οροφής και κατέστρεψε τις τρεις καμπάνες, με τις οποίες οι Ενετοί ρύθμιζαν τις ημερήσιες δραστηριότητές τους. Η κορυφή τού πύργου έπρεπε να ανακατασκευαστεί εξ ολοκλήρου και τώρα για πρώτη φορά η οροφή θα επιχρυσωνόταν. Τότε θυμήθηκαν ένα παλιό γνωμικό, ότι πριν πάρουν οι Ενετοί την Πάδουα, ο ψηλότερος πύργος στη Βενετία θα καιγόταν και θα ξαναχτιζόταν.87
Ο Μπουσικώ ενθάρρυνε τούς Γενουάτες πειρατές να κάνουν επιδρομές σε ενετικά πλοία και ο ναυτικός πόλεμος μεταξύ των δύο δημοκρατιών επεκτεινόταν από το Κάδιξ και τη Βαλένθια στα δυτικά μέχρι το Πέρα, τη Σωζόπολη και την Αλεξάνδρεια στα ανατολικά. Όμως η κυβέρνηση τού Καρόλου ΣΤ’ έδωσε εντολή στον Μπουσικώ και στο Συμβούλιο των Γερόντων (Anziani) να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση των Γάλλων κρατουμένων στην Τορρεσέλλα. Στάλθηκε πρώτα στη Βενετία ο Καττάνεο Τσιγκάλλα. Ο χρονικογράφος Μοροζίνι τον περιγράφει ως έξυπνο, ευγενικό και όμορφο. Στις 30 Νοεμβρίου 1403 η Ενετική Γερουσία ενέκρινε να τού χορηγηθεί άδεια ασφαλούς διέλευσης, η οποία εκδόθηκε αμέσως στο όνομα τού δόγη.88 Οι γενουάτικες λεηλασίες στην ανοιχτή θάλασσα ήσαν εκτεταμένες και οι ενετικές απώλειες ήσαν σοβαρές.89 Υπήρχαν πολλά ακανθώδη ζητήματα προς διευθέτηση. Ο Τσιγκάλλα ήταν εύγλωττος, λογικός και επιδέξιος. Οι Ενετοί ήσαν διαβασμένοι στο θέμα τής κατάσχεσης των εμπορευμάτων τους στη Βηρυτό από τον Μπουσικώ. Δεν θα έθεταν σε κίνδυνο το δικαίωμά τους να εμπορεύονται ελεύθερα στην επικράτεια των Μαμελούκων. Ο Τσιγκάλλα παραδέχθηκε με ειλικρίνεια ότι οι ορθοφρονούντες πολίτες στη Γένουα λυπούνταν πολύ για τις ενετικές απώλειες στη Βηρυτό. Αν οι επανορθώσεις επρόκειτο να είναι μεταξύ των όρων τής προτεινόμενης ειρήνης (όπως θα ήσαν), ήσαν διατεθειμένοι για πλήρη αποκατάσταση. Γεγονός ήταν βέβαια ότι βρίσκονταν σε πόλεμο με τούς Σαρακηνούς και είχαν προειδοποιήσει τούς Ενετούς, ώστε να μπορούσαν να έχουν ληφθεί προληπτικά μέτρα, για την αποφυγή ακριβώς τέτοιων δυσάρεστων γεγονότων. Και ασφαλώς οι Ενετοί κατανοούσαν ότι όταν επιτέθηκαν οι πάνοπλοι άνδρες δεν υπήρχε κανένας να τούς πει να πάρουν αυτό και να αφήσουν εκείνο. Όμως οι Γενουάτες θα επανόρθωναν. Άλλωστε στο παρελθόν είχαν και οι ίδιοι υποχρεωθεί να εγείρουν παρόμοιες αξιώσεις επανορθώσεων απέναντι στη Βενετία.90
Οι Ενετοί απαιτούσαν ποσό 32.000 δουκάτων ως αποζημίωση, το οποίο ο Τσιγκάλλα δεν μπορούσε να δεχθεί. Η κατάσταση έγινε πιο περίπλοκη στις 31 Δεκεμβρίου, όταν ενημέρωσε τη Γερουσία, ότι ο Ιωάννης, ο δούκας τού Μπέρρυ, είχε διατάξει τη σύλληψη των Ενετών εμπόρων στο Μονπελιέ και ότι ήταν δυνατό το παράδειγμά του να ακολουθηθεί και σε άλλες περιοχές τής Γαλλίας.91 Όμως μέχρι το τέλος Ιανουαρίου τού 1404, όταν ο Τσιγκάλλα είχε προχωρήσει πολύ στη κατεύθυνση τής ικανοποίησης των Ενετών και τής εξασφάλισης των δικαιωμάτων των συμπατριωτών του, ο Μπουσικώ και οι Γέροντες (Anziani) διόρισαν τον Ντομένικο Ιμπεριάλι να συνεργαστεί μαζί του ως δεύτερος απεσταλμένος. Αν ορισμένοι κύκλοι θεωρούσαν ότι ο Τσιγκάλλα είχε παραχωρήσει πάρα πολλά, κύριος σκοπός τής αποστολής του ήταν να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των κρατουμένων στη Βενετία. Δεδομένου ότι η γενουάτικη κυβέρνηση καθυστερούσε να πάρει θέση στις προτάσεις που τής έστελνε ο Τσιγκάλλα, αυτός ζήτησε «παράταση» τής δικής του άδειας ασφαλούς διέλευσης, την οποία η Γερουσία ενέκρινε να παρατείνει μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου. Δύο ημέρες αργότερα ενέκριναν τη χορήγηση παρόμοιας άδειας στον Ιμπεριάλι και στο προσωπικό των δέκα ατόμων που υποτίθεται ότι θα έφερνε μαζί του.92 Δύο εβδομάδες αργότερα, ενώ ο Ιμπεριάλι δεν είχε ακόμη φτάσει, η Γερουσία στις 14 Φεβρουαρίου παρέτεινε ξανά την άδεια γι’ αυτόν και για τον Τσιγκάλλα μέχρι το τέλος τού μήνα.93
Τώρα πια η Γερουσία είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στη διαπραγμάτευση και έπαιρνε μέτρα για την προστασία των συμφερόντων τού κράτους. Από τις 9 μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου συζητήθηκαν διάφορες προτάσεις, ορισμένες εκ των οποίων έγιναν δεκτές, ενώ άλλες απορρίφθηκαν, για επίσπευση τής ενετικής επαγρύπνησης σε ολόκληρη την Αδριατική και στην περιοχή τής Κέρκυρας, για την παροχή κονδυλίων όπου αυτά ήσαν απαραίτητα, για τον καθησυχασμό των υπηκόων τους στις υπερπόντιες κτήσεις και για αποστολή νέων οδηγιών προς τούς καστελλάνους στις σημαντικές θέσεις τής Μεθώνης και τής Κορώνης. Ειπώθηκε ότι τα αποθέματα σε γαλέτα είχαν μειωθεί σημαντικά στη Μεθώνη, ενώ στο Νεγκροπόντε είχαν εξαντληθεί. Υπήρχε ανεπάρκεια τροφίμων και ζωοτροφών στην Κρήτη και αλλού. Η Γερουσία έδωσε εντολή στον συμβολαιογράφο τους στη Ραγούσα να ζητήσει άδεια για την είσοδο «λίγων ανδρών» από τις ενετικές γαλέρες στην περιτειχισμένη και καλά φρουρούμενη πόλη, για να αγοράσουν ψωμί, κρασί και κρέας από τις αγορές τής δημόσιας πλατείας. Συμφώνησαν να χτυπήσουν τούς Γενουάτες όπου μπορούσαν να τούς βρουν, ιδιαίτερα «στα ύδατα και τα μέρη τής Σικελίας» (in aquis et partibus Sicilie). Ζητήθηκε, αλλά προφανώς δεν υπερψηφίστηκε, να επισπεύσουν οι άρχοντες τού Ναύσταθμου την ολοκλήρωση των σκελετών τεσσάρων γαλερών, διαστάσεων γαλερών Φλάνδρας, για να προστεθούν αυτές στον στόλο. Όμως ψηφίστηκε να εκλέξουν γενικό διοικητή θαλασσών, άλλον ένα επόπτη (provveditore) και οκτώ διοικητές (sopracomiti) γαλερών, γιατί γινόταν σαφές ότι οι Γενουάτες, διατηρώντας τούς πρεσβευτές τους στην Βενετία, έπαιζαν μαζί τους για να κερδίσουν χρόνο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν πρόθεση να κάνουν ειρήνη.94
Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε όταν έφτασε στη Βενετία ο Ντομένικο Ιμπεριάλι, γιατί ήθελε να επανεξετάσει τα ίδια θέματα που η Γερουσία είχε ήδη συζητήσει με τον Τσιγκάλλα. Όμως διευκρίνισαν ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να ξαναβαδίσουν στα ίδια βήματα. Απέρριψαν τις κατηγορίες τού Ιμπεριάλι εναντίον τού Κάρλο Ζένο, ζήτημα για το οποίο ο Τσιγκάλλα είχε ήδη μεταφέρει την απάντησή τους στον Μπουσικώ και στους Γέροντες (Anziani). Είχαν ήδη «μακρά πρακτική και συζήτηση» (longa pratica et ducussio) με τον Τσιγκάλλα και τώρα ανανέωναν τα αιτήματά τους περί επιστροφής των πλοίων, τα οποία είχαν συλλάβει οι Γενουάτες στο Κάδιξ, την Ίμπιζα, την Αλεξάνδρεια, την Τένεδο, καθώς και «σε εκείνα τα μέρη τής Ρωμανίας … [και] στην Καλαβρία» (in illis partibus Romanie … [et] Calabrie»).95 Έχοντας υιοθετήσει αυτή τη στάση, στις 23 Φεβρουαρίου η Γερουσία επέκτεινε την ισχύ των αδειών ασφαλούς διέλευσης των Γενουατών απεσταλμένων μέχρι τις 8 Μαρτίου. Ο Ιμπεριάλι, μη μπορώντας να πιέσει τούς Ενετούς για καλύτερους όρους, επέστρεψε (στις 26 Φεβρουαρίου) στα άρθρα τής ειρήνης, στα οποία η Γερουσία είχε ήδη συμφωνήσει με τον Τσιγκάλλα.96
Την επόμενη μέρα οι άδειες ασφαλούς διέλευσης επεκτάθηκαν μέχρι τις 15 Μαρτίου. Οι διαπραγματεύσεις έδειχναν να πηγαίνουν πολύ καλά, αλλά οι Ενετοί ήσαν καχύποπτοι για κάθε παραχώρηση των Γενουατών. Την Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου η Γερουσία διέταξε να ετοιμαστούν οι τέσσερις «μεγάλες γαλέρες» (galee grosse) που βρίσκονταν τότε στον Ναύσταθμο, ενώ αποφάσισε ότι οι διοικητές τους (sopracomiti) θα εκλέγονταν την Κυριακή 2 Μαρτίου. Παρ’ όλα αυτά καταψήφισαν για μία ακόμη φορά την πρόταση να εξοπλίσουν τις τέσσερις γαλέρες «μεγέθους Φλάνδρας» (de mensura Flandrie).97 Υποσχέθηκαν στον Κάρολο ΣΤ’ και στους βασιλικούς δούκες στο Παρίσι πραγματική περιγραφή τής σύλληψης των Γάλλων και Γενουατών ευγενών στη Μεθώνη και των λόγων τής κράτησής τους στη Βενετία, γιατί προφανώς η γαλλική αυλή δεν είχε επαρκή πληροφόρηση. Στο μεταξύ γρήγορος αγγελιοφόρος είχε φέρει στον Μπουσικώ και στους δώδεκα Γέροντες (Αnziani) τα προτεινόμενα άρθρα τής συνθήκης και στις 13 Μαρτίου οι Γενουάτες απεσταλμένοι ανέφεραν ότι ανέμεναν απάντηση «από μέρα σε μέρα».98 Η απάντηση ήρθε στις 17 τού μηνός, εξουσιοδοτώντας τούς Ιμπεριάλι και Τσιγκάλλα να υπογράψουν συνθήκη σε συμφωνία με τα άρθρα των οποίων είχε λάβει γνώση ο στρατάρχης,99 ο οποίος δύσκολα συγκρατούσε την οργή του.
Η συνθήκη συνήφθη επισήμως το Σάββατο 22 Μαρτίου 1404 στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικολό στο παλάτι των δόγηδων στο Μπατσίνο. Το κείμενο προσδιορίζει τον Ντομένικο Iμπεριάλι ως επικεφαλής Γενουάτη διαπραγματευτή. Οι δύο δημοκρατίες είχαν την πρόθεση να διατηρήσουν την ειρήνη απαραβίαστα, λεγόταν, επειδή ο πόλεμος μεταξύ τους ήταν ανυπόφορα επιζήμιος και για τις δύο «και καταστροφικός για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη …, αφού είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι αν δεν υπήρχε —και αν δεν υπάρχει ακόμη— η αντίσταση και δύναμη των εν λόγω δύο κρατών, οι άπιστοι θα είχαν υποτάξει στην εξουσία τους μεγάλο μέρος τής χριστιανοσύνης εδώ και πολλά χρόνια». Οι δύο πλευρές συμφωνούσαν σε αμοιβαία χάρη ή συγχώρεση για όλα τα αδικήματα και για τη διαγραφή όλων των ποινών. Οι Γενουάτες υπόσχονταν να πληρώσουν 3.300 φλουριά για τις ζημίες που είχαν προκαλέσει στους Ενετούς στην Αμμόχωστο και τη Ρόδο και να κάνουν οικονομικές ή άλλες επανορθώσεις για τα εμπορεύματα και την άλλη περιουσία που είχαν πάρει στη Βηρυτό. Οι Ενετοί θα αποκαθιστούσαν τις τρεις γαλέρες (με όλα τα ξάρτια και τα κουπιά τους), τις οποίες είχε αιχμαλωτίσει ο Κάρλο Ζένο στη Μεθώνη. Ομοίως, οι Γενουάτες θα επέστρεφαν τη γαλέρα ή γαλέρες που είχαν πάρει, καθώς και τα διάφορα πλοία (naves) και στρογγυλά πλοία (cochae), με όλα τα προϊόντα, εμπορεύματα και χρήματα που βρίσκονταν πάνω τους, που είχαν συλλάβει στο Κάδιξ, στην Ίμπιζα, στην Αλεξάνδρεια και στην Ελλάδα και τη Συρία.
Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούσε να απελευθερώσει όλα τα άτομα που είχαν συλληφθεί ως συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων. Οι Γάλλοι ευγενείς στην Τορρεσέλλα θα ορκίζονταν εγγράφως, βάζοντας και τη σφραγίδα τους, ότι ποτέ δεν θα διεκδικούσαν «οικονομική αποζημίωση» (emenda vel satisfactio) από τη Βενετία ή από υπηκόους της, γιατί η φυλάκισή τους αποτελούσε μέρος τής τύχης τού πολέμου. Οι Iμπεριάλι και Τσιγκάλλα υπόσχονταν ότι θα απευθύνονταν «με όλες τους τις δυνάμεις» (totis viribus) στον Κάρολο ΣΤ’ και στον Ιωάννη τού Μπέρρυ, για να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση των Ενετών εμπόρων, που κρατούνταν τότε στο Μονπελιέ. Οι Ενετοί, που είχαν χάσει βαμβάκι στην Τρίπολη και αλάτι στην Κύπρο, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημίωση στη Γένουα, όπου (κατά τούς Ιμπεριάλι και Τσιγκάλλα) θα τούς απονεμόταν πλήρης δικαιοσύνη. Οι δύο πλευρές έπρεπε να ενημερώσουν τούς απανταχού αξιωματούχους και υπηκόους τους, ότι οι εχθροπραξίες έπρεπε να σταματήσουν το συντομότερο δυνατό. Οι όροι τής συνθήκης τού Τορίνο τής 8ης Αυγούστου 1381 έμπαιναν ξανά σε ισχύ, ενώ η διάσπαση από κάποια πλευρά τής «ομόνοιας» που υπήρχε τώρα μεταξύ τούς θα συνεπαγόταν ποινή 20.000 χρυσών φλουριών. Όταν το απόγευμα έγινε βράδυ, «την ώρα πριν τη νύχτα» (hora prima noctis), οι εκπρόσωποι τής Βενετίας και τής Γένουας ορκίστηκαν, με τα χέρια τους στα ευαγγέλια, ότι θα πρόσεχαν, θα τηρούσαν και θα εκπλήρωναν πάντοτε και με καλή πίστη τις παραπάνω διατάξεις τής συνθήκης.100 Όμως ο Ενετός χρονικογράφος Μοροζίνι προσθέτει ότι οι Γενουάτες, «όπως συνηθίζουν πάντοτε», θα παράβαιναν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει οι απεσταλμένοι τους.101
Ο στρατάρχης Μπουσικώ ήταν έξω φρενών, αλλά κρατούσε την οργή του για μήνες. Λίγο μετά τη μάχη τής Μεθώνης ο δόγης Mικέλε Στένο είχε γράψει στον Κάρολο ΣΤ’ τής Γαλλίας (στις 30 Οκτωβρίου 1403), κατηγορώντας τον Μπουσικώ για ύπουλη και εντελώς αδικαιολόγητη επιθετικότητα.102 Δεν είναι σαφές πότε πρωτοπήρε ο στρατάρχης αντίγραφο αυτής τής επιστολής, αλλά από τη στιγμή που εξασφάλισε την απελευθέρωση των Γάλλων και Γενουατών κρατουμένων στη Βενετία, δεν άφησε την εκδοχή τού δόγη για τα πραγματικά περιστατικά να περάσει χωρίς αμφισβήτηση. Στις 6 Ιουνίου 1404 έστειλε δημόσια επιστολή στον δόγη και στον Κάρλο Ζένο. Ο συγγραφέας τού «Βιβλίου γεγονότων» (Livre des faits) έχει διατηρήσει το γαλλικό κείμενο, τού οποίου ο Τζόρτζιο Στέλλα έχει ενσωματώσει στο χρονικό τού συνεπτυγμένη εκδοχή στα λατινικά. Ο Μπουσικώ αμφισβητούσε τούς ισχυρισμούς που περιλαμβάνονταν στην επιστολή τού Στένο, «για αυτά που είναι όλα βασισμένα σε μυθεύματα, χωρίς να έχει μπει εκεί ούτε μια λέξη αλήθειας!» (pour ce qu’elles sont toutes fondees sur menconges sans y avoir mis nul mot de verite!).Ήταν ψέματα από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ο Μπουσικώ κατηγορούσε ότι όταν αντίθετοι άνεμοι εμπόδισαν την πρόσβασή του στην Αλεξάνδρεια, όπου για καλούς και δίκαιους λόγους σχεδίαζε να επιτεθεί στους υπηκόους τού σουλτάνου, τότε αυτός στράφηκε προς τη Συρία, βρήκε τούς μουσουλμάνους «οπωσδήποτε ειδοποιημένους για την επίσκεψη εμού και τού στρατού μου» (bien avisez de la venue de moy et de mon armee). Οι Ενετοί τούς είχαν ειδοποιήσει να τον περιμένουν, «πράγμα που ήταν αντίθετο στον Θεό, στην τιμιότητα και σε οτιδήποτε έπρεπε να κάνει ένας καλός χριστιανός». Δικαιολόγησε την επίθεσή του κατά τής Βηρυτού «ως ευρισκόμενος στο έδαφος τού εχθρού». Κανένας Ενετός δεν είχε έρθει σε αυτόν τότε, έλεγε, για να διεκδικήσει το ευτελές εμπόρευμα που είχαν κατάσχει οι άνδρες του, όπως ο δόγης ψευδώς αναφέρει στην επιστολή του προς τον βασιλιά. Αν είχε αναγνωριστεί ως ενετική περιουσία, θα είχε επιστραφεί. Θαύμαζε τούς Ενετούς, γιατί ήσαν σίγουρα οι μεγαλύτεροι ψεύτες στον κόσμο. Θα μπορούσε να είχε κατάσχει ενετικά πλοία στο Καντελόρο (Αλάνυα), στην Αμμόχωστο και τη Ρόδο, καθώς και κατά μήκος τής συριακής ακτής, αλλά δεν τούς είχε κάνει κακό, «γιατί παντού όπου τα βρήκα, τα αντιμετώπισα σαν γενουάτικα πλοία ή μάλλον καλύτερα από τέτοια».
Όσο για την ίδια τη μάχη, ο Μπουσικώ αρνιόταν ότι όταν οι έντεκα γαλέρες του έφτασαν στη Μεθώνη στις 7 Οκτωβρίου (1403), ο Ζένο και ο ενετικός στόλος είχαν βγει για να εμφανιστούν «φιλικά σε μένα και στις γαλέρες μου» (amiablement a moy et a mes galees), αναζητώντας απλώς κάποια εγγύηση, για ικανοποίησή των ενετικών απωλειών στη Βηρυτό. Αρνιόταν επίμονα ότι εκείνος ήταν ο πρώτος που είχε εκδηλώσει εχθρότητα. Δεν ήταν υπεύθυνος για τη «σκληρή μάχη μεταξύ των μερών» (dure bataille entre les parties), στην οποία τρεις από τις γαλέρες του είχαν συλληφθεί, ενώ οι άλλες φαίνεται ότι είχαν τραπεί σε φυγή. Είχε αγκυροβολήσει ανοικτά τής νήσου Σαπιέντζας το Σάββατο 6 Οκτωβρίου, «νομίζοντας ότι βρίσκεται μεταξύ φίλων» (cuidans estre en lieu d’ amis). Όχι μόνο δεν σχεδίαζε να επιτεθεί στον Ζένο, όχι μόνο δεν περίμενε να τού επιτεθεί ο Ζένο, λέει ο Μπουσικώ, αλλά λίγες μέρες πριν από την άφιξή τού στη Σαπιέντζα είχε στείλει πίσω δύο γαλέρες στη Χίο και μια γαλιότα στη Μυτιλήνη, μια γαλέρα και μια γαλιότα στο Πέρα και μια γαλέρα στην Αίνο. Είχε στείλει επίσης άλλη μια γαλέρα στην Αλεξάνδρεια, ενώ είχε διώξει άλλες δύο ή τρεις γαλιότες. Αν οι προθέσεις του δεν ήσαν ειρηνικές, θα είχε διατηρήσει αυτές τις μεγάλες ενισχύσεις, γιατί βρίσκονταν υπό τις διαταγές του.
Μια μέρα πριν φτάσει στη Σαπιέντζα, δύο από τα πλοία (με ασθενείς και τραυματίες, τούς οποίους είχε στείλει νωρίτερα από την Ρόδο), τον συνάντησαν ενώ βρισκόταν ακόμη στο ακρωτήριο Σαν Άντζελο (Μαλέας). Μια από αυτές μετέφερε περίπου 800 ένοπλους άνδρες, σύμφωνα με τον Μπουσικώ, τούς οποίους θα μπορούσε να επιβιβάσει στις γαλέρες του για μάχη. Δεν το είχε κάνει. Επίσης στο ακρωτήριο Σαν Άντζελο λίγο πριν το ξημέρωμα, οι γαλέρες του βρήκαν ξαφνικά ανάμεσά τους ένα ενετικό μπριγιαντίνι, «το οποίο έφερνε πολλές επιστολές σε εσάς, Κάρλο Ζένο, καθώς και σε εκείνους τής συντροφιάς σας». Όταν ο κομιστής των επιστολών ανέβηκε στη ναυαρχίδα τού Μπουσικώ, οι επιστολές παραδόθηκαν στον πλοίαρχο, ο οποίος ρώτησε τι έπρεπε να κάνει με αυτές, «και τού απάντησα ότι ήθελα να τις επιστρέψει χωρίς να ανοιχτούν». Την ίδια νύχτα ο Μπουσικώ έμαθε από ενετικό πλοίο στην περιοχή ότι ο Κάρλο Ζένο βρισκόταν στο Πόρτο Λόνγκο με έντεκα γαλέρες, καθώς και ότι υπήρχαν δύο ενετικά εμπορικά πλοία (grosses galees) στο λιμάνι τής Μεθώνης και διάφορα άλλα πλοία (navires) στην περιοχή. Όμως δεν είδε τίποτε απειλητικό σε αυτή τη συγκέντρωση ναυτικών δυνάμεων.
Νωρίς το πρωί τής Κυριακής 7ης Οκτωβρίου ο Μπουσικώ ξεκίνησε από την Σαπιέντζα για να πάει στο Ζονκλόν (Πύλος), «για να βρεθώ στον δρόμο μου προς τον Ιωάννη» (pour m’ en venir mon chemin devers Jannes). «Και έτσι, έχοντας προχωρήσει δύο ή τρία μίλια, κατευθυνόμενος απευθείας στον εν λόγω λιμάνι Ζονκλόν για να πάρω νερό …, εσείς [ξαφνικά] εμφανιστήκατε, Κάρλο Ζένο, με έντεκα γαλέρες, έχοντας αφήσει το Πόρτο Λόνγκο με κατεύθυνση προς Μεθώνη, πράγμα το οποίο δεν γνώριζα». Παρερμηνεύοντας κάποιες τακτικές κινήσεις τής πλευράς τού Ζένο ως επιθυμία επικοινωνίας μαζί του, ο Μπουσικώ γρήγορα ανακάλυψε την «προδοσία και κακοπιστία» (trahison et mauvaistie) τού Ζένο. Ο ενετικός στόλος, που αποτελείτο τώρα από δεκατρείς γαλέρες (με τις δύο μεγάλες γαλέρες), προέλαυνε σε σχηματισμό μάχης εναντίον των ανεπαρκώς οπλισμένων έντεκα γαλερών τού Μπουσικώ. Οι Ενετοί ήσαν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Η γαλέρα τού Κάρλο Ζένο είχε γλιστρήσει ανάμεσα στις δύο βαριές εμπορικές γαλέρες, «για μεγαλύτερη ασφάλειά σας, Κάρλο Ζένο!» Εμφανίστηκαν επτά ή οκτώ μπριγιαντίνια. Ήσαν επίσης φορτωμένα με πάνοπλους άνδρες και τοξότες.
Η συνολική συμπεριφορά τού Ζένο σε καμία περίπτωση δεν έδειχνε προσέγγιση με στόχο να ζητήσει την επιστροφή των ενετικών εμπορευμάτων που είχαν κατασχεθεί στη Βηρυτό, όπως είχε αναφέρει ο δόγης στην επιστολή του προς τον Κάρολο ΣΤ’. Ενετοί ιππείς και πεζοί είχαν εμφανιστεί κατά μήκος τής ακτής μεταξύ Μεθώνης και Zονκλόν. Ο Ζένο δεν είχε παραβλέψει τίποτε. Ο Μπουσικώ έστρεψε τις πλώρες των γαλερών του για να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο στόλο τού Ζένο, αλλά διέταξε τούς άνδρες τού να απέχουν από επίθεση, μέχρι να δώσει ο ίδιος την εντολή. Η έκταση των προετοιμασιών τού Ζένο αποκάλυπτε «τη σκόπιμη προ πολλού προδοσία [η οποία] αφηνόταν στο θάρρος σας» (la voulenté traytreuse de lonc temps [que] aviés en vostre courage), αλλά φυσικά η Γερουσία είχε δώσει εντολή στον Ζένο να μην επιτεθεί αν δεν είχε σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι στον Μπουσικώ. Ο τελευταίος ισχυριζόταν ότι έχει δώσει εντολή για επίθεση την τελευταία στιγμή, προκειμένου να αποφύγει την περικύκλωση. Κατηγορώντας τον Ζένο για προδοσία, καθώς και για ψευδολογία, ο Μπουσικώ παραδεχόταν επίσης ότι οι Ενετοί είχαν συλλάβει τρεις από τις γενουάτικες γαλέρες του, αν και ισχυριζόταν ότι είχε πάρει κι αυτός μια από τις γαλέρες τού Ζένο. Αλλά οι Ενετοί είχαν τριπλάσια δύναμη σε άνδρες από τούς Γενουάτες, σύμφωνα πάντα με τον Μπουσικώ, και σχεδόν διπλάσιο αριθμό πολεμικών πλοίων. Αφού οι Γενουάτες είχαν έτσι αιφνιδιαστεί και ήσαν τόσο ανεπαρκώς εξοπλισμένοι, δεν θα αποτελούσε έκπληξη, ακόμη κι αν κατελάμβαναν όλες τις γαλέρες τού Μπουσικώ. Ο Θεός σαφώς δεν επέτρεψε στην ενετική προδοσία να πετύχει αυτό που ήθελε.
Όσο για τη «φυγή» των γενουάτικων γαλερών από τη σκηνή, ο Μπουσικώ κατηγορούσε τον Ζένο ότι ήταν τόσο μεγάλος ψεύτης, όσο και δειλός. Κάθε μάρτυρας τής μάχης γνώριζε ότι ήταν ο Ζένο αυτός που αποσύρθηκε πρώτος, υποχωρώντας στο λιμάνι τής Μεθώνης. Ο Μπουσικώ και οι Γενουάτες είχαν σταθεί στα πόδια τους, τρόπος τού λέγειν, μέχρις ότου οι Ενετοί εξαφανίστηκαν από το οπτικό πεδίο. Αν ο Μικέλε Στένο, ο δόγης, είχε προστάξει ή ενθαρρύνει αυτή την ποταπή επίθεση εναντίον των Γενουατών, εκτιμώντας έτσι την «καλή ειρήνη» (la bonne paix) που είχε μαζί τους, τότε είχε ενεργήσει «με προδοσία και μοχθηρότητα» (comme faulx traytre et mauvais). Όσον αφορά την όλη υπόθεση από την άποψη τής τιμής του ως ιππότη, και επικρίνοντας δριμύτατα για μια ακόμη φορά τον Μικέλε Στένο για τα «εσφαλμένα και κακόπιστα μυθεύματα» (faulces et mauvaises menconges) στην επιστολή του προς τον Κάρολο ΣΤ’, ο Μπουσικώ καλούσε τον δόγη και τον Zένο σε μάχη. Μπορούσαν να έρθουν στο πεδίο, αν τολμούσαν να έρθουν, μόνοι τους ή με συντρόφους, στους οποίους θα επέτρεπε να είναι περισσότεροι από όσους θα έφερνε αυτός στη μάχη. Όμως αν ο Στένο και ο Zένο απαντούσαν ότι ήσαν πιο εξασκημένοι «στη θάλασσα παρά στη στεριά» (par mer que par terre), τότε αυτός ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει μια γαλέρα γεμάτη με Ενετούς πάνοπλους άνδρες με γαλέρα με Γάλλους και Γενουάτες μαχητές. Στο μεταξύ θα περίμενε την απάντησή τους.103 Οι Γενουάτες χρονικογράφοι λένε ότι δεν πήρε ποτέ απάντηση.104
Η επιστολή τού Μπουσικώ ήταν αναμφίβολα ενοχλητική για τον δόγη καθώς και για τον Ζένο, αλλά οι Ενετοί είχαν περισσότερα πράγματα να σκεφτούν από τη ματαιόδοξη έκρηξη τού οργισμένου στρατάρχη. Αυτά τα χρόνια σηματοδοτούσαν σημείο καμπής στην ενετική ιστορία. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο τού Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι τον Σεπτέμβριο τού 1402, οι Καρράρα αυτοκαταστράφηκαν από την απερίσκεπτη και επηρμένη φιλοδοξία τους. Συγκρουόμενοι με τη Βενετία για τελευταία φορά, υπέκυψαν στην ανώτερη δύναμη τής Δημοκρατίας, η οποία επεκτεινόταν με εκπληκτική επιτυχία στη δική της ενδοχώρα (terra ferma), αλλά και στην ανατολική ακτή τής Αδριατικής. Οι ενετικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βιτσέντζα, το Μπάσσανο, το Μπελλούνο, το Φέλτρε και το Τσιβιντάλε το 1404, καθώς και την Πάδουα και τη Βερόνα, το Ντούλτσινιο, τη Μπούντβα και το Αντίβαρι το 1405.105 Παρά το γεγονός ότι ο Μπουσικώ διατηρούσε όλη την εχθρότητά του προς τη Βενετία, στις 13 Ιουλίου 1405 διατάχτηκε από τέσσερις απεσταλμένους, τούς οποίους είχε στείλει στη Γένουα ο Κάρολος ΣΤ’, να απέχει «από κάθε είδους αδικήματα» κατά των Ενετών μέχρι την 1η τού επόμενου Μαρτίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια τής περιόδου κατά την οποία θα γίνονταν διαπραγματεύσεις για να αναθεωρηθεί και να τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη τής 22ας Μαρτίου 1404.106
Ο Μπουσικώ δεν έλαβε μέρος στις συζητήσεις, που διήρκεσαν από μήνα σε μήνα έναν ολόκληρο χρόνο. Τέλος στις 11 Ιουνίου 1406, κατόπιν αιτήματος τού πάπα Βενέδικτου ΙΓ’, έφυγε από τη Γένουα για να πάει στην Σαβόνα, διορίζοντας αναπληρωτή του τον Ζιλμπέρ ντε λα Φαγιέτ. Μια εβδομάδα αργότερα επιλέχθηκαν επίτροποι στο Ανάκτορο τής Κοινότητας (Palazzo del Comune) στη Γένουα, για να διαπραγματευτούν με τον Ενετό απεσταλμένο (και αργότερα δόγη) Τομάζο Μοτσενίγκο «αναθεώρηση τής ειρήνης και ειλικρινή συμφωνία» (reformatio pads and a syncerum accordium) που θα είχε ως στόχο να διαρκεί επ’ άπειρον.107 Στις 28 Ιουνίου (1406) ο Μοτσενίγκο και οι Γενουάτες επίτροποι αποδέχθηκαν τη νέα συνθήκη, με αμοιβαίες δεσμεύσεις για τήρηση των εικοσιπέντε άρθρων που περιείχε. Επιβεβαίωσαν τόσο την ειρήνη τού Τορίνο (1381) και τη συμφωνία τού 1404, με πολλές προσθήκες και λεπτομερείς τροποποιήσεις. Ύστερα από προοίμιο, το κείμενο ξεκινούσε με γενική «απαλλαγή» για παρελθούσες προσβολές και ζημιές, ενώ προέβλεπε την επιστροφή ή αποζημίωση για πλοία και εμπορεύματα, τα οποία κάθε πλευρά είχε αρπάξει από την άλλη κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Οι Γενουάτες συμφωνούσαν να καταβάλουν 8.000 κυπριακά «βυζαντινά» νομίσματα (bezants) ή το ισοδύναμο ποσό των 1.500 χρυσών φλουριών για τις ενετικές απώλειες στη Βηρυτό, στις οποίες είχε δοθεί μεγάλη δημοσιότητα. Εμπλέκονταν πολλές επιμέρους διεκδικήσεις. Μερικές από αυτές ήταν δύσκολο να αποτιμηθούν και η τελική επιδίκαση έπρεπε να αφεθεί σε επακόλουθη διαιτησία. Οι Γενουάτες, όλο και λιγότερο μαγεμένοι από τον βασιλικό κυβερνήτη τους, θεωρούσαν στην πραγματικότητα τούς εαυτούς τους υπεύθυνους (κάτω από την πίεση τού Mοτσενίγκο) για οποιαδήποτε δράση αναλάμβανε εναντίον τής Βενετίας ο Μπουσικώ, «όσο θα είναι στο αξίωμα τού κυβερνήτη» (donec erit in officio gubernacionis), αν χρησιμοποιούσε γενουάτικα πλοία ή υπηκόους ή αλλοδαπούς (forenses) από γενουάτικες κτήσεις. Η παραβίαση τής νέας συνθήκης από οποιαδήποτε πλευρά θα συνεπαγόταν ποινή 20.000 φλουριών.108
Όταν πιέστηκαν για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, οι Γενουάτες άρχισαν να σέρνουν τα πόδια τους. Το σώμα τής διαιτησίας θα αποτελούνταν από πέντε μέλη, δύο Γενουάτες, δύο Ενετούς και ένα ακόμη πρόσωπο ή κράτος. Η Φλωρεντινή κυβέρνηση αρνήθηκε να λειτουργήσει ως πέμπτος (και προφανώς σημαντικός) διαιτητής. Έτσι στις 8 Ιουνίου τού 1407 η επιλογή έπεσε στον νεαρό Aμαδέο Ζ’ τής Σαβοΐας, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο που είχε παίξει ο παππούς του με επιτυχία στο Τορίνο πριν εικοσιέξι χρόνια. Ύστερα από τις συνήθεις καθυστερήσεις, ο Aμαδέος συγκάλεσε δεκαοκτώ συνεδριάσεις με τούς εκπροσώπους τής Βενετίας και τής Γένουας από τις 31 Μαρτίου μέχρι τις 2 Αυγούστου 1408. Μια εβδομάδα αργότερα (στις 9 Αυγούστου) ανήγγειλε στο Σαμπερύ την απόφαση τής διαιτησίας.109 Οι Ενετοί είχαν πιέσει μέχρι το τελευταίο δουκάτο τις αξιώσεις τους για την απώλεια πλοίων και εμπορευμάτων, που ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες δουκάτα. Ο Aμαδέος προφανώς αφαίρεσε μεγάλο μέρος από τις απαιτήσεις τους, αλλά οι Γενουάτες παρέμεναν δυσαρεστημένοι. Διαμαρτυρήθηκαν για την απόφασή του, την οποία όμως ο Αμαδέος ούτε απέσυρε ούτε τροποποίησε. Θεωρούσε τούς Γενουάτες υπεύθυνους για ζημιές που ανέρχονταν σε λίγο περισσότερα από 100.000 δουκάτα. Οι Ενετοί απαίτησαν την καταβολή.110
Η Γένουα έστειλε κάποιον Ίνγκο ντε Γκριμάλντι στη Βενετία, για να διαμαρτυρηθεί και να ζητήσει επανάληψη των διαπραγματεύσεων. Η Γερουσία άκουσε τον Γκριμάλντι με ευγένεια, αλλά επέμεινε στην απόφαση τής Σαβοΐας και αρνήθηκε να υποβάλει ξανά το όλο ζήτημα των αποζημιώσεων σε νέο διαιτητή, ο οποίος έπρεπε να επιλεγεί με κοινή συμφωνία. Πάρα πολύ χρόνος και δαπάνες είχαν ήδη καταναλωθεί σε αυτές τις πολυετείς συζητήσεις, έλεγε η Γερουσία, που είχαν διεξαχθεί στη Βενετία και τη Γένουα, στη Φλωρεντία και τελικά στη Σαβοΐα. Δεν μπορούσε κανείς έτσι ελαφρά τη καρδία να αναιρέσει την απόφαση τού κόμη Aμαδέου. Θα ήταν απαράδεκτη προσβολή γι’ αυτόν. Είχε αναλάβει το επίπονο έργο να τούς βοηθήσει, ενώ σίγουρα είχε υπάρξει δικαιοσύνη και για τα δύο μέρη. Σε επιστολή τής 15ης Ιουνίου 1409 (παρελήφθη στη Βενετία την 1η Ιουλίου), οι Γενουάτες ανέφεραν ότι, αφού είχαν παραλάβει την έκθεση τού Γκριμάλντι για την αποτυχία τής αποστολής του, επιθυμούσαν να υποβάλουν τις διαφορές τους με τη Βενετία στη σύνοδο που συγκαλούνταν τότε στην Πίζα. Οι Γενουάτες είχαν πλήρη επίγνωση ότι η Βενετία δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει τη νομιμότητα τής Συνόδου τής Πίζας, η οποία στις 5 Ιουνίου (1409) είχε καθαιρέσει τον πάπα τής Αβινιόν Βενέδικτο ΙΓ’, ο οποίος είχε μόλις συγκαλέσει τη δική του σύνοδο στο Περπινιάν, καθώς και τον Ρωμαίο αντίπαλό τού Γρηγόριο ΙΒ’, ο οποίος οργάνωνε τότε «σύνοδο» στο Τσιβιντάλε τού Φριούλι.111
Η ενετική απάντηση τής 9ης Ιουλίου (1409) στην γενουάτικη επιστολή τής 15ης Ιουνίου αποτελεί ένα από τα πιο σαφή, σύντομα και ενδιαφέροντα από τα πολλά έγγραφα που μπορούν να βρεθούν στο ενετικό «Μυστικό Αρχείο τής Γερουσίας» (Senatus Secreta) και έχουν σχέση με αυτή τη μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των δύο ναυτικών κρατών. Οι Γενουάτες είχαν προτείνει ότι ο νέος πάπας που θα εκλεγόταν στην Πίζα θα μπορούσε να αποφασίσει σχετικά με τις αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβληθούν, ως συνέπεια τής κατάσχεσης από τον Μπουσικώ αγαθών και γαλερών που ταξίδευαν υπό την προστασία τού Αγίου Μάρκου. Τη στιγμή τής ενετικής απάντησης ο νέος πάπας είχε ήδη εκλεγεί (στις 26 Ιουνίου). Ήταν ο Πιέτρο Φιλάργκο από τον Χάνδακα, ο οποίος πήρε το όνομα Αλέξανδρος Ε’. Και τελικά, αν και ως ντόπιος τής Κρήτης ο Αλέξανδρος ήταν Ενετός υπήκοος, χρειάστηκαν δυο μήνες στη Γερουσία και πάνω από πενήντα ψηφοφορίες (στις 21 Αυγούστου 1409) μέχρι να αναγνωριστεί η νομιμότητα τής εκλογής του και η εκθρόνιση τού Γρηγορίου ΙΒ’, που ήταν επίσης Ενετός.112
Οι Ενετοί δεν θα αποδέχονταν την παπική εκδίκαση των απαιτήσεών τους κατά τής Γένουας. Ο Aμαδέος είχε βγάλει δίκαιη απόφαση. Μάλιστα είχε ευνοήσει πολύ τούς Γενουάτες, δήλωνε η Γερουσία, γιατί είχε περικόψει μεγάλο μέρος των ποσών που κανονικά οφείλονταν στη Βενετία, για τις ζημιές που είχαν προκαλέσει οι Γενουάτες στην ενετική ναυτιλία. Κι αν οι Γενουάτες είχαν σεβασμό στην τιμή και τη φήμη τους, έπρεπε να πληρώσουν αμέσως χωρίς τέτοιου είδους προσφυγές στη σύνοδο. Έπρεπε να συμμορφωθούν προς τούς γνωστούς όρους τής ειρήνης τού Τορίνο και να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε αυτό το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα «χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις» (sine ulterioribus protractionibus).113
Ο στρατάρχης Μπουσικώ αποτελούσε αναμφίβολα εμπόδιο για τον διακανονισμό των ενετικών αξιώσεων, αλλά οι μέρες του ως κυβερνήτης τής Γένουας ήσαν μετρημένες. Φεύγοντας από την πόλη με περισσότερους από 5.000 ιππείς και σχεδόν 1.000 πεζούς (στις 31 Ιουλίου 1409), ο Μπουσικώ ξεκίνησε για το Μιλάνο ύστερα από πρόσκληση τού Τζιανμαρία Βισκόντι, τού ασταθούς νεαρού δούκα, γιου τού εκλιπόντος Τζιαν Γκαλεάτσο. Για κάποιο μικρό διάστημα φαινόταν ότι οι Γάλλοι θα πρόσθεταν στην κυριαρχία τους επί τής Γένουας και προτεκτοράτο επί τού Μιλάνου. Ο Τζιανμαρία χρειαζόταν προστασία από τούς αρπακτικούς του γείτονες. Βρισκόταν επίσης σε διαφωνία με τον μικρότερο αδελφό τού Φίλιππο Μαρία, κόμη τής Παβίας, ο οποίος τον διαδέχθηκε αργότερα στο δουκάτο (τον Ιούνιο τού 1412). Η βόρεια Ιταλία βρισκόταν σε αναταραχή και οι εχθροί τού Μπουσικώ εργάζονταν. Το βράδυ τής 6ης Σεπτεμβρίου ο μαρκήσιος τού Μονφερράτ, ο Θεόδωρος Β’ Παλαιολόγος, μακρινός συγγενής τού Βυζαντινού αυτοκράτορα, εισήλθε βίαια στη Γένουα. Είχε την υποστήριξη τού ισχυρού αρχηγού μισθοφόρων (κοντοττιέρε) Φατσίνο Κάνε, άρχοντα τής Αλεσσάντρια, που σύντομα θα γινόταν κυβερνήτης τού Μιλάνου (1410-1412). Οι σύμμαχοι είχαν υπό τις διαταγές τους περίπου 4.000 ιππείς και 2.500 πεζούς. Καθώς ο Θεόδωρος εγκαθίστατο στο Δομινικανό μοναστήρι, ο Φατσίνο Κάνε ξεκινούσε να αποτρέψει την επιστροφή τού Μπουσικώ. Ο Θεόδωρος εξελέγη αμέσως διοικητής τής πόλης, λέει ο Στέλλα, «με την εξουσία και τα εισοδήματα που είχαν οι δόγηδες τής Γένουας». Παρά την παρατεταμένη προσπάθεια και παρά κάποια επιτυχία στο πεδίο, ο Μπουσικώ δεν μπόρεσε να ανακαταλάβει την πόλη. Η θητεία του ως κυβερνήτη είχε τερματιστεί, όπως και η γαλλική κυριαρχία στη Λιγουρία. Ο στρατάρχης ανακλήθηκε στη Γαλλία το φθινόπωρο τού 1410 και βρισκόταν στο Παρίσι τον επόμενο Φεβρουάριο. Υπηρέτησε ως γενικός διοικητής τού Λανγκντόκ (το 1413-1415), συνελήφθη από τούς Άγγλους στο Αγκενκούρ και πέθανε φυλακισμένος στο Γιόρκσαϊρ το 1421.114 Σταυροφόρος και πολεμιστής, πιστός υπηρέτης τού Στέμματος, γνώστης των καλών βιβλίων και γραμμάτων, ο Μπουσικώ έχει υπάρξει εδώ και καιρό ένας από τούς αγαπημένους των ιστορικών τής γαλλικής ιπποσύνης.
Η Βενετία αντέδρασε επιφυλακτικά στην έξωση τού Μπουσικώ από τη Γένουα. Στις 29 Δεκεμβρίου (1409) η Γερουσία απέρριψε το προτεινόμενο σχέδιο επιστολής προς τον Θεόδωρο Παλαιολόγο Μομφερρατικό σε απάντηση δικής του κοινοποίησης (με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου) τής «ανάληψης» από αυτόν τής διοίκησης τής Γένουας «με κοινή συναίνεση των πολιτών» (de communi assensu civium). Σύμφωνα με το σχέδιο αυτής τής επιστολής, τής οποίας οι συντάκτες, υποβάλλοντάς την στη Γερουσία, ήθελαν να συγχαρούν τον Θεόδωρο και τούς Γενουάτες για την ευτυχή αλλαγή τής κυβέρνησης, η ίδια η επιστολή τού Θεόδωρου τής 12ης Νοεμβρίου δεν είχε παραληφθεί στη Βενετία μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου. Και αυτά ήσαν, όπως αναφερόταν στην επιστολή, τα πρώτα επίσημα λόγια που είχε η Γερουσία από τον Θεόδωρο για αυτό το ζήτημα. Είναι αδύνατο να πούμε αν αυτό όντως συνέβαινε ή αν οι Ενετοί προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την ανάρμοστη καθυστέρησή τους να απαντήσουν στο μήνυμα τού Θεόδωρου. Όμως η πλειοψηφία τής Γερουσίας αποφάσισε ότι η απόλυτη έγκριση τού Μομφερρατικού πραξικοπήματος (coup d’ etat) δεν θα ήταν κατάλληλη, γιατί η Γένουα είχε υπάρξει γαλλικό προτεκτοράτο και ο Κάρολος ΣΤ’ δεν θα ανεχόταν τέτοια προσβολή στην βασιλική αξιοπρέπειά του. Θα ήταν «πιο ασφαλές και χρήσιμο» (securius et utilius) να στείλουν κάποιον συμβολαιογράφο ως απεσταλμένο στη Γένουα, για να παραδώσει προφορικό μήνυμα, εκφράζοντας την ενετική ικανοποίηση για την απομάκρυνση τού Μπουσικώ και των Γάλλων από τη Γένουα. Μερικές φορές λάθος άνθρωποι αποκτούσαν πρόσβαση σε έγγραφα, ενώ ο γραπτός λόγος μπορούσε πάντοτε να φέρει σε δύσκολη θέση τον συγγραφέα. Επιπλέον θα ήταν καλό να διατηρούν συμβολαιογράφο σε διαμονή στη Γένουα, για να αναφέρει κατά καιρούς για τις εξελίξεις στην πόλη.115 Όπως δείχνουν τα έγγραφα, για το καθήκον αυτό επιλέχτηκε ο Φραντσέσκο Μπεβαζάνο. Είχε ήδη υπηρετήσει τη Γερουσία στη Γένουα και ήξερε τον τόπο και τούς ανθρώπους του.
Η Γερουσία πίστευε ότι η επιφυλακτικότητα αυτή ήταν συνετή. Αν και η ψυχική διαταραχή τού Καρόλου ΣΤ’ δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης, αυτός είχε μόλις συμφιλιωθεί με τον Ιωάννη τον Ατρόμητο (τον Μάρτιο τού 1409), τον οποίο είχε συγχωρήσει για τη δολοφονία τού Λουδοβίκου τής Ορλεάνης (τον Νοέμβριο τού 1407). Μάλιστα φαίνεται ότι ο Ιωάννης ξεκινούσε κίνημα μεταρρύθμισης στο Παρίσι, ενώ δεν ήταν ακόμη σαφές αν η Γαλλία ξανακυλούσε στο χάος, από το οποίο την είχε διασώσει ο Κάρολος. Οι Γενουάτες, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να χρειαστεί να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους απέναντι στους Γάλλους, ήθελαν να λύσουν το ενετικό τους πρόβλημα. Ο Θεόδωρος Μομφερρατικός και οι αξιωματούχοι τού Αγίου Γεωργίου ενημέρωσαν τον Φραντσέσκο Μπεβαζάνο, τον Ενετό συμβολαιογραφικό απεσταλμένο στη Γένουα, ότι επιθυμούσαν να κάνουν ό,τι ήταν «δίκαιο και σωστό», όπως έγραφε ο απεσταλμένος στην κυβέρνησή του. Ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι αν είχε εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί, θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει την όλη υπόθεση σε αίσιο πέρας. Οι Ενετοί επιθυμούσαν επίσης να αποκαταστήσουν γρήγορα φιλικές σχέσεις με τη Γένουα, αλλά η Γερουσία δεν έβλεπε ότι υπήρχε ανάγκη «διαπραγματεύσεων» (praticha), παρά μόνο οργάνωσης των όρων πληρωμής ολόκληρου τού ποσού που προβλεπόταν στην απόφαση (sententia) τού Aμαδέου Ζ’. Βολικοί και εύλογοι όροι θα μπορούσαν εύκολα να τακτοποιηθούν.116 Όμως οι Ενετοί παρέμεναν ανυποχώρητοι, ακόμη και για την παραμικρή μείωση τού γενουάτικου χρέους, για το οποίο ανέμεναν πληρωμή μέσω τού Γραφείου τού Αγίου Γεωργίου (Officio di S. Giorgio).
Τα δημόσια οικονομικά αποτελούσαν πάντοτε πρόβλημα στη Γένουα. Η αυθαιρεσία τού Μπουσικώ είχε προκαλέσει και εξέγερση των Γενουατών μετόχων (mahonesi) τής Χίου, οι οποίοι έστειλαν απεσταλμένο στην Ενετική Γερουσία να ζητήσει δάνειο 20.000 δουκάτων, εμπορικές παραχωρήσεις και άδειες αγοράς και εξαγωγής όπλων από τη Βενετία, καθώς και τρόφιμα από τον Χάνδακα και το Νεγκροπόντε. Στις 12 Μαΐου 1409 η Γερουσία αρνήθηκε να συνάψει το δάνειο, αλλά επέτρεψε την αγορά και εξαγωγή βελών, ασπίδων και καταπελτών ή «μπομπάρδων» (bombards) από τη Βενετία και τροφίμων (victualia) από τον Χάνδακα και το Νεγκροπόντε, υπό τον όρο ότι δεν θα προκαλούσαν δυσκολίες στην κατάσταση ή ταλαιπωρία των Ενετών πολιτών και υπηκόων.117
Οι Γενουάτες είχαν αναμφίβολα βρει ανησυχητικά τα ανοίγματα των Χίων προς τη Βενετία, αλλά ο κίνδυνος πέρασε και το ζήτημα των επανορθώσεων προς τη Βενετία παρατεινόταν για ακόμη ένα έτος. Περί τις αρχές Ιουνίου 1410 ο συμβολαιογράφος Φραντσέσκο Μπεβατσάνο έγραψε στην Ενετική Γερουσία ότι οι Γενουάτες ήσαν πλέον έτοιμοι να πληρώσουν «από 15.000 μέχρι 20.000 φλουριά σε τρία ή τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια 1.000 δουκάτα ετησίως, μέχρι την ολοκλήρωση τής καταβολής ολόκληρου τού υπολοίπου». Με αυτόν το ρυθμό θα χρειάζονταν περισσότερα από ογδόντα χρόνια για να εξοφληθούν τα 100.000 δουκάτα που διεκδικούσε η Βενετία ως επανορθώσεις. Η Γερουσία απέρριψε την προσφορά στις 24 Ιουνίου, «παίρνοντας υπόψη το μεγάλο χρηματικό ποσό που μάς οφείλουν, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση [τού Aμαδέου ΣΤ’], παίρνοντας υπόψη πόσο πολύ μεγαλύτερες είναι οι ζημιές [απ’ ό,τι αναφέρεται στην απόφαση] που υπέστησαν οι πολίτες και υπήκοοί μας, οι οποίοι ειλικρινά προσδιόρισαν μια δίκαιο τρόπο την αξία των ζημιών τους και τίποτε περισσότερο και παίρνοντας υπόψη τα πολλά χρόνια που έχουν περάσει από την περίοδο των ζημιών, … καθώς και εκείνα που θα περάσουν ακόμη μέχρι την πλήρη εξόφληση!»
Όμως η Βενετία ήταν διατεθειμένη να δεχτεί 8.000 δουκάτα ετησίως για πέντε χρόνια και στη συνέχεια 5.000 δουκάτα ετησίως (για περίπου δώδεκα χρόνια), μέχρι την καταβολή στο ακέραιο τού ποσού που καθοριζόταν στην απόφαση τού Αμαδέο. Αν ο Μπεβαζάνο δεν μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερους όρους, ήταν εξουσιοδοτημένος να συμφωνήσει με την παραλαβή 6.000 δουκάτων ετησίως για τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια 3.000 δουκάτων ετησίως (για περίπου εικοσιπέντε χρόνια) μέχρι την καταβολή στο ακέραιο τού καθορισμένου ποσού. Ο Μπεβαζάνο έπρεπε να κρατήσει σταθερή στάση, «λέγοντας και διακηρύσσοντας ότι αυτή είναι η τελική μας πρόθεση» (dicendo et asserendo quod hec est nostra finalis intentio). Οι πληρωμές έπρεπε να γίνουν σε δουκάτα και όχι σε φλουριά.118
Δύο μήνες αργότερα, με επιστολές τής 20ης και τής 25ης Αυγούστου (1410), ο Μπεβαζάνο έγραφε και πάλι στην κυβέρνησή του. Αυτή τη φορά οι Γενουάτες πρότειναν την καταβολή 25.000 χρυσών φλουριών σε πέντε χρόνια, με ρυθμό 5.000 τον χρόνο, και στη συνέχεια 2.000 ετησίως μέχρι τη συνολική εξόφληση τής οφειλής. Είχε μειωθεί η διαφορά μεταξύ εκείνου που ήθελε να πληρώσει η Γένουα και εκείνου που συμφωνούσε να δεχτεί η Βενετία. Στις 9 Σεπτεμβρίου η Γερουσία απάντησε ότι θα ήταν αποδεκτή μια συμφωνία για 6.250 δουκάτα ετησίως επί τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια 3.000 δουκάτα ετησίως (για εικοσιπέντε χρόνια). Επιτεύχθηκε λοιπόν τελικά διακανονισμός, σύμφωνα με τον οποίον οι Γενουάτες θα πλήρωναν περίπου 25.000 δουκάτα σε τέσσερα ή πέντε χρόνια και το υπόλοιπο σε ετήσια πληρωμές 2.000 ή 3.000 δουκάτων. Η Γερουσία απέσυρε επίσης το αίτημα να πληρωθεί σε δουκάτα, αλλά αν οι Γενουάτες επέμεναν να πληρώνουν την οφειλή τους σε φλουριά, έπρεπε να ήσαν φλουριά Φλωρεντίας.119
Οι Γενουάτες ήσαν ευτυχείς που είχαν οδηγήσει σε τέλος την ταραχώδη υπόθεση. Η Βενετία φαινόταν για ακόμη μια φορά να υψώνεται στη δύναμη και την ευημερία που είχε γνωρίσει κατά το πρώτο μισό τού 13ου αιώνα. Εκατό χρόνια αργότερα η επιτυχία της θα παρήγαγε την Ένωση τού Καμπραί. Στο μεταξύ αποτελούσε σοβαρή αντίπαλο και πολύτιμη σύμμαχο. Στην Ανατολική Μεσόγειο οι Οθωμανοί Τούρκοι αποτελούσαν τέτοια απειλή (παρά την ήττα τους στην Άγκυρα), όπως καμιά από εκείνες που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν στις δεκαετίες μετά την 4η Σταυροφορία τα δύο ναυτικά κράτη. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν φυσικά η πιο εκτεθειμένη σε επίθεση, αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την Άγκυρα οι αλληλοκτόνες διαμάχες μεταξύ των γιων τού Βαγιαζήτ φαίνονταν να προσφέρουν μια ευκαιρία, η οποία, όπως πίστευε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, δεν έπρεπε να παραμεληθεί.
Τον Δεκέμβριο τού 1409 ένας Βυζαντινός απεσταλμένος εμφανίστηκε στη Βενετία, φέρνοντας έκκληση από τον αυτοκράτορα. Τώρα ήταν η ώρα, έλεγε, να μειωθεί η «δύναμη των Τούρκων» (potentia Turchorum) και να ελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη και η ανατολική χριστιανοσύνη από την τουρκική επιθετικότητα. Ο Μανουήλ Β’ δεν ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να εξαπολύσει ο ίδιος την πρώτη επίθεση κατά των Τούρκων. Χρειαζόταν τη βοήθεια τής Βενετίας. Ο απεσταλμένος ζητούσε «επιδότηση» οκτώ γαλερών. Ο Mανουήλ θα πρόσθετε και δύο δικές του και με τις δέκα γαλέρες θα ξεκινούσε τον αποκλεισμό του μέχρι τότε εύκολου περάσματος των Τούρκων «από την Τουρκία στην Ελλάδα». Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία στο μυαλό τού Μανουήλ, ότι εφόσον γινόταν μια τέτοια αρχή, οι άλλοι ηγεμόνες και τα άλλα κράτη θα συνέβαλαν επίσης με «τη βοήθεια και υποστήριξή τους» (auxilia et favores). Ο Mανουήλ θα αναλάμβανε τις απαραίτητες ενέργειες προσέγγισής τους. Όμως αν δεν έπαιρνε βοήθεια από τη Βενετία αυτή τη στιγμή, δεν θα έχει καμία εναλλακτική λύση, παρά τις επιφυλάξεις του, παρά να κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους, με τούς καλύτερους όρους που θα μπορούσε. Στις 10 Ιανουαρίου 1410 η Γερουσία ενέκρινε την απάντηση που θα έδινε ο δόγης στον απεσταλμένο. Ο Μανουήλ έπρεπε να επαινεθεί για την προσπάθειά του να προστατεύσει με κάθε τρόπο την «ιερή αυτοκρατορία» (sanctum imperium) του και συνεπώς να πετύχει επίσης την «απελευθέρωση των χριστιανών» (liberatio Christianitatis) από την τουρκική καταπίεση. Όλοι οι χριστιανοί έπρεπε να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ανατολικών ομοθρήσκων τους. Οι Ενετοί το είχαν πράξει αυτό τόσο στο παρελθόν όσο, όπως γνώριζε ο Μανουήλ, και στη δική του εποχή. Είχαν θέσει τις ζωές και τις περιουσίες τους στην πρώτη γραμμή άμυνας κατά των Τούρκων. Αλλά όπως η ίδια η Μεγαλειότητά του είχε δηλώσει, η επιτυχία εξαρτιόταν από την εξασφάλιση τής «σύγκλισης σε αυτήν την επιχείρηση» των άλλων ηγεμόνων και δυνάμεων. Η Βενετία και το Βυζάντιο δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν μόνοι τους. Ο Mανουήλ έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή στην επιχείρησή του «άλλων ηγεμόνων, αρχόντων και κοινών» (alii principes, domini, et comunia). Όταν αυτοί θα ήσαν έτοιμοι να συνεισφέρουν σε επίθεση κατά των Τούρκων,
… τότε θα βρεθούμε και εμείς από την πλευρά μας έτοιμοι και πρόθυμοι να κάνουμε αυτό που θα μάς φανεί κατάλληλο και σωστό. Στο μεταξύ, μέχρι να γίνει γνωστή η πρόθεση των εν λόγω ηγεμόνων και αρχόντων, είμαστε πολύ βέβαιοι ότι, παίρνοντας υπόψη τη μεγάλη σοφία του, η Μεγαλειότητά του θα γνωρίζει πώς να αντιμετωπίζει και να συμβιώνει με τούς εν λόγω Τούρκους, φροντίζοντας για τη διατήρηση τής τιμής του και τής ελευθερίας … τής ιερής αυτοκρατορίας του, όπως ακριβώς έχει κάνει πολύ συνετά μέχρι σήμερα, και προτρέπουμε την Μεγαλειότητά του [να συνεχίσει] με αυτόν τον τρόπο.120
Για αρκετά χρόνια πριν και πολλά χρόνια ύστερα από τις προσπάθειες τής Βενετίας να εξασφαλίσει αποζημίωση, για τις ζημίες που τις είχαν προξενήσει ο Μπουσικώ και οι Γενουάτες πειρατές, η Γερουσία ενεπλάκη σε άλλη οικονομική διαφορά, η οποία παρήγαγε σοβαρές διεθνείς επιπλοκές. Πρέπει να επανέλθουμε για λίγο στην εμπλοκή τής Δημοκρατίας με τα λύτρα τού Ιωάννη τής Νεβέρ μετά τη Νικόπολη και στην αξίωση τού βασιλιά Σίγκισμουντ επί τού λεγόμενου ενετικού «ενοικίου» (census) 7.000 δουκάτων ετησίως, ποσό που είχε διαθέσει για την πληρωμή των λύτρων. Ο Φρουασσάρ μάς πληροφορεί ότι ενώ ο Nεβέρ και οι άλλοι Γάλλοι άρχοντες βρίσκονταν ακόμη στο Τρεβίζο (ανάμεσα στα τέλη τού 1397 και τις αρχές τού 1398), ο Σίγκισμουντ είχε στείλει πρεσβεία, ενδεχομένως με επικεφαλής τον Ιωάννη τής Κάνισα, προσφερόμενος να βοηθήσει στην πληρωμή των λύτρων τους και άλλων εξόδων. Η καταστροφική εκστρατεία τής Νικόπολης είχε καταστρέψει τα έσοδα τής Ουγγαρίας για εκείνο και για το επόμενο έτος, αλλά οι πρεσβευτές είπαν ότι «ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας … έχει από την πόλη τής Βενετίας έσοδα επτά χιλιάδων δουκάτων» (le roy de Honguerie … a sur la cite de Venise de revenue par an sept mille ducas). Ο βασιλιάς πρότεινε να επαναπωλήσει αυτή την «πρόσοδο» (rente) στη Βενετία και να θέσει τα έσοδα από την πώληση στη διάθεση τού Νεβέρ και των συντρόφων του. Όμως όταν έγινε η προσφορά στους Ενετούς, αυτοί αντέδρασαν ψυχρά και ζήτησαν προθεσμία δύο εβδομάδων για να εξετάσουν το ζήτημα, στο τέλος τής οποίας λέγεται ότι έδωσαν παράξενα αλαζονική απάντηση. Ο Φρουασσάρ ισχυρίζεται ότι το πληροφορήθηκε από κάποιον που είχε πάρει μέρος στις συζητήσεις: αν ο Σίγκισμουντ ήταν διατεθειμένος να πουλήσει ολόκληρο το βασίλειο τής Ουγγαρίας, οι Ενετοί ήσαν διατεθειμένοι να το αγοράσουν και θα πλήρωναν αμέσως στο ακέραιο. Όσο για μια τέτοια ανοησία, όπως τα 7.000 δουκάτα ετησίως, δεν είχαν κανένα τρόπο να αξιολογήσουν την αξία της από τη σκοπιά είτε τού πωλητή ή τού αγοραστή, «και υποχρεώνονται να αφήσουν τα πράγματα όπως είναι» (et convenoit que la chose demourast en cel état).121 Είναι επίσης πιθανό ότι κάποιος Ενετός έκανε με χιούμορ μια τέτοια παρατήρηση σε επήκοο τού πληροφοριοδότη τού Φρουασσάρ. Όμως αν είχε δοθεί τέτοια επίσημη απάντηση στους πρεσβευτές τού Σίγκισμουντ, αυτή θα βρισκόταν σε έντονη αντίθεση με την κρυστάλλινη ευγένεια τής συνήθους διπλωματικής πρακτικής τής Δημοκρατίας.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι Ενετοί θα αρνούνταν να αγοράσουν «πρόσοδο» (rente), την οποία πιθανώς σχεδίαζαν να καταργήσουν. Η όλη επιχείρηση είχε επιπλοκές, τις οποίες δεν γνώριζε ο Φρουασσάρ. Η ουγγρική «πρόσοδος» (rente) θα τάραζε από καιρό σε καιρό τις ενετικές σχέσεις με τη Βουργουνδία για περίοδο περίπου εικοσιπέντε ετών. Μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Ενετικής Γερουσίας (με ημερομηνία 21 Απριλίου 1403) και Φιλίππου τής Βουργουνδίας (γραμμένη στο Παρίσι στις 8 Αυγούστου) οδήγησε τη Γερουσία να στείλει τον συμβολαιογράφο Πιέρο Γκουαλφρεντίνι σε πρεσβεία στην αυλή τής Βουργουνδίας. Η αποστολή τού Πιέρο, που περιείχε τις οδηγίες προς αυτόν, έχει ημερομηνία 24 Οκτωβρίου. Ο Φίλιππος είχε δηλώσει ότι οι Ενετοί προφανώς αναζητούσαν δικαιολογίες «χρωματισμένες με διάφορα χρώματα» (quesitis variis coloribus), για να αποφύγουν την καταβολή τού ετήσιου «ενοικίου» (census), το οποίο είχε αγοράσει ο Ντίνο Ραπόντι. Ο Φίλιππος υποχρεωνόταν βεβαίως να αποζημιώνει τον Ραπόντι από χρόνο σε χρόνο, λόγω τής μη ανταπόκρισης των Ενετών προς τη φερόμενη ως υποχρέωσή τους.
Ο Πιέρο Γκουαλφρεντίνι έπρεπε να εξηγήσει στον Φίλιππο ότι τα εν λόγω 7.000 αποτελούσαν επιστροφή προς τον Μεγάλο Λουδοβίκο όταν ήταν βασιλιάς τής Ουγγαρίας, για την παραίτησή του από κάθε δικαίωμα και δικαιοδοσία (omnia jura et actiones), που διεκδικούσε σε ορισμένα λιμάνια και άλλα μέρη τής Δαλματίας. Όσο ο Λουδοβίκος, και ύστερα από εκείνον ο Σίγκισμουντ, ήσαν σε θέση να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Βενετία στα πλαίσια των «συμφωνιών και συνθηκών» (conventiones et pacta) που είχαν συμφωνηθεί στο Τορίνο το 1381, η Βενετία συνέχιζε να καταβάλλει την ετήσια πληρωμή των 7.000 δουκάτων τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Στεφάνου τον Αύγουστο. Ο Φίλιππος έπρεπε να το γνωρίζει αυτό, γιατί η Βενετία είχε πληρώσει το «ενοίκιο» (census) τον Σεπτέμβριο τού 1399, αφαιρώντας 5.000 δουκάτα από το χρέος τού Nεβέρ προς τη Σινιορία και καταβάλλοντας τα υπόλοιπα 2.000 με τον τρόπο που είχε υποδείξει ο Σίγκισμουντ. Όμως από τότε ο Σίγκισμουντ δεν είχε καταφέρει «να κρατά τα λιμάνια και τούς τόπους τής Δαλματίας ελεύθερα και ανοιχτά για εμάς και για τα πλοία μας». Ολόκληρο το βασίλειό του βρισκόταν σε αναταραχή «από πολλαπλές διχόνοιες και διαιρέσεις» (multiplicer laceratum et divisum). Ο Λάντισλας τού Δυρραχίου, ο βασιλιάς τής Νάπολης, είχε αρπάξει από αυτόν τη Δαλματία και διοικούσε την παράκτια ζώνη.
Ο βασιλιάς και το βασίλειο τής Ουγγαρίας είχαν απέναντι στη Βενετία την υποχρέωση να τηρούν το δικό τους μέρος των «συμφωνιών και συνθηκών», ακριβώς όπως είχε και η Βενετία την υποχρέωση να πληρώνει ετησίως τα 7.000 δουκάτα. Η Γερουσία είχε ήδη απορρίψει τις προσπάθειες τού Σίγκισμουντ να εισπράξει το οφειλόμενο «ενοίκιο», δίνοντας στους απεσταλμένους του τις παραπάνω εξηγήσεις.122 Επιπλέον η Βενετία δεν είχε ποτέ αναλάβει καμία δέσμευση απέναντι στον Νεβέρ. Η Σινιορία είχε όντως προσπάθησε να τον απαλλάξει από δυσκολίες και ταλαιπωρίες, επιτρέποντάς του να φύγει από το Τρεβίζο «με τη συγκατάθεση και ευαρέσκειά μας» (de consensu et beneplacito nostro). Είχε υποσχεθεί να πληρώσει το χρέος του προς τη Βενετία μέσα σε έξι μήνες, «χρήματα τα οποία δεν έχουν ακόμη καταβληθεί σε εμάς». Ο απεσταλμένος Γκουαλφρεντίνι έπρεπε τώρα να ζητήσει να αποζημιωθεί η Βενετία (με 15.000 δουκάτα!). Έπρεπε επίσης να υπενθυμίσει στον Φίλιππο πόσο συχνά είχε επιτραπεί στους Βουργουνδούς (Βουρβώνους) να χρησιμοποιούν κρατικές γαλέρες χωρίς χρέωση.
Ύστερα από την ακρόασή του με τον δούκα, ο απεσταλμένος έπρεπε να αναζητήσει τον Ραπόντι, τον οποίο γνώριζε καλά, να τού μιλήσει ευθέως και να τού ζητήσει να προτρέψει τον Φίλιππο να εξοφλήσει το χρέος τού γιου του προς τη Σινιορία, που τώρα αναφερόταν σωστά ως 10.000 δουκάτα. Αν ο δούκας και ο Ραπόντι αντιμετώπιζαν την αποστολή του ευχάριστα, τότε όλα ωραία και καλά. Αλλιώς ο απεσταλμένος έπρεπε να γράψει στον πρόξενο τής Δημοκρατίας στη Μπρυζ, για να ειδοποιήσει αυτός τούς Ενετούς εμπόρους στη Φλάνδρα να πάρουν προφυλάξεις για τη δική τους ασφάλεια και εκείνη των εμπορευμάτων τους. Ο πρόξενος έπρεπε επίσης να κάνει διακριτικές έρευνες στη Μπρυζ και τη Γάνδη, για να ανακαλύψει αν ο στόλος τής Φλάνδρας θα έκανε με ασφάλεια το ετήσιο δρομολόγιό του όταν θα ερχόταν η ώρα.123
Ο Φίλιππος ο Τολμηρός πέθανε τον Απρίλιο τού 1404 και ο Νεβέρ, γνωστός ως Ιωάννης ο Ατρόμητος (sans Peur), νικώντας τούς αντιπάλους του τής Λιέγης (Λιεζουά) στα τέλη Σεπτεμβρίου 1408,124 τον διαδέχθηκε ως δούκας τής Βουργουνδίας. Ο Ιωάννης ήταν δυσάρεστος χαρακτήρας, «κοντός και άσχημος, με μεγάλη μύτη, πικρόχολο στόμα και προεξέχον σαγόνι, ακόμη πιο φιλόδοξος από τον Φίλιππο και ως εκ τούτου κακός διαχειριστής …, ήταν σκληρός, κυνικός, πανούργος, αγέρωχος, ζοφερός και κατσούφης».125 Όμως με το πέρασμα των χρόνων επέδειξε κάποια ικανότητα ως ηγέτης και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής βορείως τού Λίγηρα. Αυτόν έπρεπε τώρα να αντιμετωπίσει η Βενετία στο ζήτημα τού ουγγρικού «ενοικίου» (census), το οποίο η Γερουσία αρνιόταν επίμονα να πληρώσει. Τον Σεπτέμβριο τού 1406 δύο Βουργουνδοί απεσταλμένοι, τούς οποίους είχε στείλει ο Ιωάννης στη λιμνοθάλασσα, δήλωναν σε μάλλον απειλητικό τόνο, «ότι ο άρχοντάς τους, ο άρχοντας δούκας, … θα έπαιρνε όλα τα μέτρα που είχε στη διάθεσή του για να πάρει την πληρωμή και την ικανοποίηση την οποία απαιτούσε…». Φοβούμενη τη διατάραξη των εμπορικών συναλλαγών τής Βενετίας με τις Κάτω Χώρες, η Γερουσία αποφάσισε στις 6 Νοεμβρίου να γράψει στον Ντίνο Ραπόντι, τού οποίου η σημασία στη βουργουνδική αυλή φαινόταν ότι δεν ήταν μικρότερη υπό τον νέο δούκα απ’ όση ήταν υπό τον πατέρα του. Ο Ιωάννης είχε ήδη παραχωρήσει τις συνήθεις άδειες ασφαλούς διέλευσης στους εμπόρους τού στόλου τής Φλάνδρας, με τις συνήθεις εγγυήσεις ασφάλειας για τα πρόσωπα, τα αγαθά τους και τις γαλέρες. Η Γερουσία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, πληροφορούσαν τον Ραπόντι ότι ο άρχοντας δούκας θα τιμούσε τις άδειες ασφαλούς διέλευσης. Παρ’ όλα αυτά, κατ’ εντολή των εμπόρων τους, η Γερουσία ζητούσε από τον Ραπόντι να προμηθευτεί από τον δούκα κι άλλη άδεια ασφαλούς διέλευσης, στην οποία έπρεπε να αναφέρεται ρητώς ότι παρά τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ τής Εξοχότητάς του και τής Βενετίας, που αφορούσε τα 7.000 δουκάτα «για το βασίλειο τής Ουγγαρίας» (pro Regno Hungarie), οι έμποροι, τα εμπορικά πλοία και τα εμπορεύματα τής Δημοκρατίας έπρεπε να είναι απαλλαγμένα από κάθε αξίωση και κατάσχεση. Αντίγραφο αυτής τής «γενικής άδειας ασφαλούς διέλευσης» (salvus conductus universalis) έπρεπε να αποσταλεί στον Λούκα Φαλιέρ, τον Ενετό πρόξενο στη Μπρυζ, ο οποίος θα πλήρωνε όλα τα νομικά και άλλα τέλη, καθώς και τα έξοδα των αγγελιοφόρων. Ένα αντίγραφο έπρεπε επίσης να αποσταλεί στη Βενετία. Αν ο δούκας αρνιόταν να εκδώσει την άδεια ασφαλούς διέλευσης, «πράγμα που αρνούμαστε να πιστέψουμε» (quod credere non possumus), ζητιόταν από τον Ραπόντι να ενημερώσει αμέσως τον δόγη και την κοινότητα.126
Η επιστολή προς Ραπόντι στάλθηκε μαζί με αντίγραφο στον πρόξενο Φαλιέρ στη Μπρυζ. Έπαιρνε εντολή να την προωθήσει αμέσως με ειδικό αγγελιοφόρο στον Ραπόντι, τού οποίου τη διεύθυνση πρέπει να γνώριζε. Όταν ο Ραπόντι θα έπαιρνε τις βουργουνδικές επιστολές γενικής ασφαλούς διέλευσης, τότε ο Φαλιέρ έπρεπε να εξασφαλίσει μεγαλύτερες εγγυήσεις και ειδική άδεια ασφαλούς διέλευσης «σε πλήρη μορφή» (in plena forma) από τις πόλεις τής Φλάνδρας, ειδικά τη Μπρυζ, τη Γάνδη και την Υπρ, με πλήρη διασφάλιση τής ασφάλειας όλων των ενετικών γαλερών, των εμπορικών πλοίων, των εμπόρων, των υπηκόων, των εμπορευμάτων και των ειδών που θα έρχονταν στα εδάφη τους. Αν κρινόταν σκόπιμο από τον Φαλιέρ, μπορούσε να εξηγήσει ότι ο δούκας τής Βουργουνδίας άδικα απαιτούσε το ουγγρικό «ενοίκιο» από τη Βενετία. Αν εξασφάλιζε την ειδική άδεια ασφαλούς διέλευσης, «όλα καλά» (bene quidem). Αν όχι, τότε έπρεπε να προβλέψει για τη δική του ασφάλεια. Στο μεταξύ έπρεπε από μέρα σε μέρα να κρατά ενήμερη τη Γερουσία για τις εξελίξεις.127
Θα περνούσε σχεδόν μισός αιώνας πριν ξανακάνουν οι Βουργουνδοί σοβαρά σχέδια για σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών Τούρκων. Στο μεταξύ, η Γαλλία έπεφτε σε εφιάλτη πολιτικής διαίρεσης και ένοπλης καταστροφής. Μια νύχτα τού Νοεμβρίου τού 1407 πρωτοπαλήκαρα τού Ιωάννη τού Ατρόμητου δολοφόνησαν τον θείο του και ανταγωνιστή του για την εξουσία, τον Λουδοβίκο τής Ορλεάνης σε ενέδρα στο Παρίσι, στην οδό Βιέιγ ντυ Τεμπλ, δυτικά τής Βαστίλλης, κοντά στο παλαιό τείχος τού Φιλίππου Αυγούστου. Στην επακολουθήσασα σύγκρουση τής παράταξης των Ορλεανιστών-Αρμανιάκ κατά των φιλοδοξιών τής Βουργουνδίας, επιδρομές στρατευμάτων επανέλαβαν τις χειρότερες μέρες των μισθοφόρων (routiers) τού προηγούμενου αιώνα. Ο ίδιος ο Ιωάννης μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου δώδεκα χρόνια αργότερα, παρουσία τού δελφίνου Καρόλου [Ζ’] στη γέφυρα τού Μοντερώ τον Σεπτέμβριο τού 1419. Ο γιος τού Ιωάννη, ο Φίλιππος ο Καλός, κληρονόμησε τις εκτεταμένες κτήσεις του και στράφηκε στους Άγγλους ως συμμάχους για να εκδικηθεί τον θάνατο τού πατέρα του. Ήταν η περίοδος τού Αγκινκούρ (1415) και τού σφετερισμού τού γαλλικού στέμματος από τον οίκο τού Λάνκαστερ (1420). Ήσαν χρόνια εμφυλίου πολέμου και πολέμου με την Αγγλία.
Όμως το 1423 η αγγλο-βουργουνδική συμμαχία άρχιζε να δείχνει τα πρώτα σημάδια διάλυσης, η οποία θα ερχόταν με τη διάσκεψη τού Αρράς δώδεκα χρόνια αργότερα. Ο Φίλιππος ο Καλός αναζητούσε παντού χρήματα. Έστειλε πρεσβεία στη Βενετία, ξαναθέτοντας το ζήτημα τού ουγγρικού «ενοικίου» (census) των 7.000 δουκάτων ετησίως, επί τού οποίου ανανέωσε τις αξιώσεις τής Βουργουνδίας. Στις 26 Ιουλίου 1424 η Γερουσία απάντησε στο αίτημά του. Υπενθύμιζαν τη μακρά φιλία τους με τον οίκο τού Φιλίππου, τη «μακρά» (multo tempore) παραμονή τού πατέρα του στο Τρεβίζο και το δάνειο που τού είχαν κάνει για 15.000 δουκάτα, τα δύο τρίτα των οποίων δεν είχαν ποτέ επιστραφεί. Τόνιζαν και πάλι ότι δεν είχαν τότε, ούτε είχαν ποτέ, καμία οικονομική υποχρέωση απέναντι στον Ιωάννη τον Ατρόμητο. Η ενετική καταβολή τού «ενοικίου» (census) είχε σταματήσει όταν ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας δεν μπορούσε πια να τηρεί τις δικές του δεσμεύσεις απέναντι στη Δημοκρατία. Επεκτείνοντας ένα-δύο σημεία, επαναλάμβαναν τις διατάξεις τής συνθήκης τής Zάρας τής 18ης Φεβρουαρίου 1358, με την οποία είχαν μάλιστα χάσει τις δαλματικές ακτές, καθώς και εκείνες τής γνωστής συνθήκης τού Τορίνο τής 8ης Αυγούστου 1381, με την οποία είχαν συμφωνήσει στην ετήσια καταβολή 7.000 δουκάτων ως αντάλλαγμα για την ελεύθερη πρόσβαση στα λιμάνια τής Δαλματίας (τα οποία η Ουγγαρία είχε αποκτήσει το 1358). Το είχαν κάνει αυτό, όπως έλεγαν, προκειμένου ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας να εγκαταλείψει την αξίωσή του για ανταπόδοση εναντίον μας, στην οποία τον είχε κακόβουλα προτρέψει ο ενοχλητικός άρχοντας τής Πάδουας Φραντσέσκο ντα Καρράρα, δηλαδή «να εισέλθει στα λιμάνια και τα ποτάμια μας και να φτάσει από αυτά μέχρι πάνω την Πάδουα και άλλους τόπους, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσαμε να ανεχθούμε, γιατί θα συνεπαγόταν δική μας μεγάλη ζημιά».
Όμως ύστερα από αυτό, καθώς η Γερουσία εξηγούσε στους Βουργουνδούς πρέσβεις, ο βασιλιάς Λάντισλας τής Νάπολης κλήθηκε από τούς Ούγγρους βαρώνους και ιεράρχες στη Zάρα, όπου στέφθηκε βασιλιάς Ουγγαρίας (στις 5 Αυγούστου 1403) από τον Ιωάννη ντε Κάνισα, τον αρχιεπίσκοπο τού Γκραν, παρουσία τού παπικού απεσταλμένου, τού καρδινάλιου Άντζελο Ατσαγιόλι. Δεδομένου ότι το εμπόριο κατά μήκος τής ακτής καταστρεφόταν τότε από την πειρατεία, «εμείς αγοράσαμε από τον εν λόγω άρχοντα βασιλιά Λάντισλας, τον πραγματικό κυβερνήτη τής Δαλματίας, το σύνολο τής Δαλματίας για 100.000 δουκάτα, ενώ εκτός από αυτό επιβαρυνθήκαμε με μεγάλη δαπάνη για την αγορά ορισμένων εδαφών, που είχαν επαναστατήσει κατά … τού βασιλιά Λάντισλας, έτσι ώστε να μη μπορεί ούτε να ειπωθεί, ούτε [ακόμη] να υποτεθεί ότι ο … βασιλιάς, το βασίλειο και το στέμμα τής Ουγγαρίας είχαν κρατήσει τις υποσχέσεις που είχαν δώσει σε εμάς».128 Οι Ενετοί λοιπόν δεν είχαν καμία πρόθεση, ύστερα από τόσο χρόνια (το 1424) να πληρώνουν στον γιο την ετήσια εισφορά 7.000 δουκάτων, την οποία είχαν αρνηθεί στον πατέρα ένα τέταρτο τού αιώνα νωρίτερα.
Η Βενετία είχε μάλιστα αγοράσει τη δαλματική ακτή, ή ένα μέρος της, σε πράξη αξιοσημείωτης σημασίας. Εκπρόσωποι τής Δημοκρατίας είχαν συναντηθεί με εκείνους τού Λάντισλας στην εκκλησία τού Σαν Σιλβέστρο δίπλα στο Μεγάλο Κανάλι στις 9 Ιουλίου 1409. Δεδομένου ότι είχαν υπάρξει προγενέστερες διαπραγματεύσεις, μπορούσαν τώρα να καταλήξουν γρήγορα σε συμφωνία, με την οποία ο βασιλιάς παραχωρούσε στους Ενετούς την απόλυτη κατοχή ολόκληρου τού αρχιπελάγους τής Ζάρας (Ζάνταρ), συμπεριλαμβανομένης τής ιστορικής πόλης στη μικρή περιτειχισμένη χερσόνησό της, τού φρουρίου, των γειτονικών χωριών και των 200 νησιών απέναντι από την ακτή. Η εκχώρηση αναφέρει ειδικά το μεγάλο νησί Πάγος (Παγκ), γνωστό από την αρχαιότητα για τις αλυκές του, καθώς και τη γειτονική πόλη Νόβιγκραντ με το τεράστιο κάστρο της τού 13ου αιώνα. Η Βενετία είχε μάλιστα αποκτήσει «βασιλικά δικαιώματα» επί ολόκληρης τής Δαλματίας, τα οποία μαζί με τις περιοχές που θα ξεκινούσε σύντομα να αποκτήσει, θα τής έδιναν σε δώδεκα χρόνια αποτελεσματικό έλεγχο επί τής ακτής. Η τιμή αυτή, όπως ενημέρωνε η Γερουσία τον Φίλιππο τον Καλό, ήταν 100.000 δουκάτα. Τα 40.000 έπρεπε να καταβληθούν μέσα σε σαράντα ημέρες από τη ανάληψη τής κατοχής από τούς Ενετούς, ενώ 30.000 έπρεπε να πληρωθούν σε καθένα από τα δύο επόμενα έτη. Τόσο ο δόγης όσο και ο βασιλιάς είχαν υποσχεθεί να μην παρέχουν ούτε βοήθεια ούτε εύνοια στους εχθρούς τού άλλου για περίοδο δέκα ετών.129
Η μάχη τής Νικόπολης είχε εξασθενήσει τη θέση τού Σίγκισμουντ στην Ουγγαρία και είχε τρομοκρατήσει τούς κατοίκους τής Ζάρας, οι οποίοι προτιμούσαν τη σημαία με το λιοντάρι από την τουρκική ημισέληνο. Η Νικόπολη είχε επίσης κατασβέσει τον γαλλικό ενθουσιασμό για τη σταυροφορία. Επιπλέον, φατριαστικές διαμάχες στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες έκαναν απολύτως μάταιη οποιαδήποτε σκέψη για αντι-οθωμανική εκστρατεία. Ο Σίγκισμουντ, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως βασιλιάς των Ρωμαίων από τον Ιούλιο τού 1411, προσπάθησε φυσικά να εμποδίσει τούς Ενετούς να αναλάβουν τη δαλματική ακτή. Εισέβαλε στο Φριούλι. Όμως όλες οι επιτυχίες του κατά την πρώτη φάση τού πολέμου (1409-1413) αντιστράφηκαν με την επανάληψη των εχθροπραξιών (1418-1420). Με ασυνήθιστη έκρηξη πολεμικής ενέργειας οι Ενετοί τελείωσαν τον πόλεμο κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος τού Φριούλι. Όσο για τη Δαλματία, η Κέρσο (Κρες), το δεύτερο μεγαλύτερο νησί στην Αδριατική, αποτελούσε μέρος τής ενετικής αγοράς τού 1409, μετά την οποία η Δημοκρατία απέκτησε την Άρμπε (Ραμπ) το 1410 και την παράκτια πόλη τού Σεμπένικο (Σίμπενικ) το 1412. Στις αρχές τού έτους 1420 οι φιλικοί πολίτες τού Καττάρο (Κότορ) προσφέρθηκαν οικειοθελώς να υποταγούν στη Βενετία, που ήταν μάλιστα η τρίτη προσφορά τους, ενώ αυτή τη φορά η Δημοκρατία δέχθηκε, με τη διαβεβαίωση ότι οι Κατταρέζοι δεν θα έπεφταν ποτέ ξανά κάτω από ουγγρική κυριαρχία. Ο ενετικός στόλος κινητοποιήθηκε στο Σεμπένικο τον Απρίλιο (1420) υπό τον Πιέρο Λορεντάν, γενικό διοικητή τού «Κόλπου» (Αδριατικής). Πήρε το Τράου (Τρογκίρ) στις 27 Ιουνίου και το Σπαλάτο (Σπλιτ) μια μέρα αργότερα. Η Βενετία βρισκόταν στην κορυφή κύματος κατάκτησης. Η επιτυχία ήρθε ακόμη πιο εύκολα στη Δαλματία απ’ ό,τι στο Φριούλι. Το Τράου υπήρξε το κέντρο τής αντίστασης και η παράδοσή του έφερε σύντομα τη συνθηκολόγηση των νησιών Μπράτσα (Μπρατς), Λεσίνα (Χβαρ) και Κούρτσολα (Κόρτσουλα). Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια (μέχρι τον Απρίλιο τού 1422) υπήρχαν ενετικές φρουρές στις αλβανικές πόλεις τής Μπούντβα (Μπούντουα), τού Αντίβαρι (Μπαρ), τού Ντούλτσινιο (Ούλτσιν) και τού Αλέσσιο (Λέζε). Η Σκόδρα (Σκουτάρι) και το Δυρράχιο (Ντουράτσο) είχαν ήδη αποκτηθεί. Αυτά ήσαν τα «θαυμαστά χρόνια» (anni mirabiles) τής ενετικής ιστορίας. Βέβαια η Βέλια (Κρκ), το μεγαλύτερο νησί στην Αδριατική, παρέμενε ακόμη υπό την εξουσία τής οικογένειας Φρανγκιπάνε (Φρανκοπάν), η οποία κρατούσε επίσης τη Σένια (Σεν) στην ηπειρωτική χώρα, αλλά η Βέλια παραδόθηκε τελικά στη Βενετία το 1480. Η Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) διατηρούσε την ανεξαρτησία της.130
Η δαλματική ακτή ήταν πλούσια κτήση και οι Ενετοί προμηθεύονταν από εκεί ελιές, κρασί, ψάρια, σιτηρά, κρέας, λαχανικά, σύκα, ξυλεία και οικοδομική πέτρα. Πολλά ενετικά παλάτια εδράζονται ακόμη πάνω σε πασσάλους από δαλματική βελανιδιά. Η απώλεια τής ακτής, σύμφωνα με τούς όρους τής συνθήκης τής Ζάρας (Ζάνταρ) στις 18 Φεβρουαρίου 1358, είχε αποτελέσει σοβαρό πλήγμα για τη Βενετία. Οι Κροάτες είχαν πανηγυρίσει για την ημι-ανεξαρτησία τους υπό το ουγγρικό στέμμα. Η συνθήκη είχε υπογραφεί στο σκευοφυλάκιο τής εκκλησίας των Φραγκισκανών στη Zάρα. Έξι αιώνες αργότερα (στις 18 Φεβρουαρίου 1958) μια πλάκα στήθηκε στον τοίχο τού σκευοφυλακίου, στα αριστερά τής πόρτας εισόδου προς το κλίτος (choir), τιμώντας τη μνήμη τής συνθήκης και εξακολουθώντας να πανηγυρίζει για το γεγονός ότι ο δόγης τής Βενετίας είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τούς δουκικούς τίτλους στη Δαλματία και την Κροατία. Τώρα μπορούσε να τούς έχει και πάλι και αυτό ήταν καλό, γιατί το 1417 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Αυλώνα,131 ακριβώς απέναντι από το Μπρίντιζι και το Oτράντo, στη στενή είσοδο τής Αδριατικής.
Αν οι φυσικοί πόροι των νέων κτήσεών της ήσαν χρήσιμοι για τη Βενετία, όπου ο εφοδιασμός με τρόφιμα αποτελούσε συχνά πρόβλημα, οι τόποι αυτοί αποτελούσαν περισσότερο από όφελος για τη ναυτιλία. Ενετικά πλοία και γαλέρες ανεβοκατέβαιναν την ακτή τής Αδριατικής, χωρίς να χάνουν ποτέ τη θέα τής στεριάς, καθώς ταξίδευαν ανάμεσα στα «χίλια νησιά», «ανάμεσα στις όχθες από τόπο σε τόπο» (eundo per ripariam de loco ad locum). Η χριστιανική ήττα στη Νικόπολη είχε οδηγήσει στην εξαφάνιση των Γάλλων από συμμετοχή στη σταυροφορία. Κατά κάποιο τρόπο η Νικόπολη βρισκόταν επίσης πίσω από την ενετική ανακατάληψη τής Δαλματίας και τής αλβανικής ακτής. Όμως οι Τούρκοι συνέρχονταν ραγδαία τόσο από την ήττα τους στην Άγκυρα όσο και από τον πόλεμο τής οθωμανικής διαδοχής. Το κέντρο τού κράτους τους είχε μετατοπιστεί από την Προύσα τής Μικράς Ασίας στην Αδριανούπολη τής Ευρώπης. Στα χρόνια που θα έρχονταν η Βενετία θα καλούνταν όλο και περισσότερο να βοηθήσει στην αναχαίτιση τής ροής τής οθωμανικής παλίρροιας προς τα δυτικά.
<-14. Οι σταυροφορίες τής Μπαρμπαριάς (1390) και τής Νικόπολης (1396) | 16. Η εκκλησία και το δουκάτο των Αθηνών υπό τούς Βουργουνδούς (1204-1308)-> |