<-8. Ο Σικελικός Εσπερινός και ένας αιώνας παρακμής των Ανδεγαυών (1282-1383) | 10. Ο Κλήμης ΣΤ’, ο Ουμβέρτος τής Βιέν και το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης (1345-1352)-> |
9
Ο παπισμός τής Αβινιόν, η σταυροφορία και η κατάληψη τής Σμύρνης (1309-1345)
![]() |
![]() |
Τριάντα χρόνια μετά την ελληνική ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, το λατινικό βασίλειο τής Ιερουσαλήμ έφτασε στο τέλος του. Η παράκτια πόλη τού Αγίου Ιωάννη τής Άκρας καταλήφθηκε τον Μάιο τού 1291 από τον νεαρό σουλτάνο τής Αιγύπτου αλ-Ασράφ Σαλαντίν Χαλίλ και σύντομα δεν είχε μείνει τίποτε στους Αγίους Τόπους από τις κατακτήσεις των σταυροφόρων τής 1ης Σταυροφορίας πριν από δύο αιώνες. Η Άκρα χάθηκε κατά τη διάρκεια τής σύντομης θητείας τού Τζερόμ τού Άσκολι, τού πάπα Νικολάου Δ’, τον οποίο σε προηγούμενο κεφάλαιο έχουμε συναντήσει ως ενεργώς συμμετέχοντα στις ανατολικές υποθέσεις. Όμως παρ’ όλες του τις προσπάθειες ο Νικόλαος δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε για να ανακόψει την παλίρροια τής νίκης των Μαμελούκων.1 Τον θάνατό του ακολούθησε ενδιάμεση περίοδος μεγαλύτερη των δύο ετών (από τον Απρίλιο τού 1292 μέχρι τον Ιούλιο τού 1294). Ο ερημίτης Πιέτρο ντα Μορρόνε επιλέχτηκε για να τον διαδεχθεί ως Σελεστίνος Ε’, αλλά παραιτήθηκε ύστερα από πέντε μπερδεμένους μήνες σε αυτό που ο Δάντης φαίνεται να ονομάζει «η μεγάλη διάψευση» (il gran rifiula, Inferno, ΙΙΙ, 58-60). Ακολούθησε ο Βονιφάτιος Η’, ο οποίος κήρυξε σταυροφορία ενάντια στους εχθρούς του, την οικογένεια Κολόννα. Έμπλεξε απελπιστικά σε ανταγωνισμό με τον Φίλιππο Δ’ τής Γαλλίας Και υπέστη στο Aνάγκνι την οργή των Σκιάρα Κολόννα και Γκυγιώμ ντε Νογκαρέτ.2 Όταν πέθανε ο Βονιφάτιος τον Οκτώβριο τού 1303, θα μπορούσε με ασφάλεια να υποθέσει κανείς ότι για τα μέλη τής παπικής κούρτης ο παπισμός δεν ήταν σε θέση να σκέφτεται σοβαρά την προσπάθεια να επαναλάβει την ηγεσία σταυροφορίας, αν και σίγουρα τα μέλη αυτά θα ενθάρρυναν και θα στήριζαν κάθε ηγεμόνα, που θα ήταν διατεθειμένος να ριψοκινδυνεύσει στην ανατολική Μεσόγειο κατά των εχθρών τής εκκλησίας.
Τον Βονιφάτιο Η’ διαδέχθηκε ο Βενέδικτος ΙΑ’, τού οποίου η σύντομη παπική θητεία έκλεισε με τον θάνατό του στην Περούτζια τον Ιούλιο τού 1304. Ύστερα από διάστημα ενός έτους εξελέγη ως Κλήμης Ε’ (στις 5 Ιουνίου 1305) ο Μπερνάρ ντε Γκο, αρχιεπίσκοπος τού Μπορντώ. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τούς διάφορους τόπους διαμονής τού Κλήμεντα κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν. Τον Μάρτιο τού 1309 εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν, περιβαλλόμενος από ανεξάρτητους και δολοπλόκους καρδινάλιους με επιρροή. Την ώρα που ο Κλήμης εγκαθίστατο για να κατοικήσει στο Δομινικανό μοναστήρι, ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπιζε η παπική κούρτη ήταν το μέλλον τής φιλο-αυτοκρατορικής (Ghibelline) πόλης τής Πίζας. Ο Ιάκωβος Β’ τής Αραγωνίας προσπαθούσε να εξασφαλίσει επικυριαρχία επί τής Πίζας δωροδοκώντας ορισμένους καρδινάλιους, ενώ σχεδίαζε επίσης τη μόνιμη κατάληψη τού «βασιλείου Σαρδηνίας και Κορσικής». Για να πετύχει τον σκοπό του, ο Ιάκωβος είχε στείλει τον πιστό του απεσταλμένο Βιδάλ ντε Βιλλανόβα στην κούρτη και μολονότι ο Βιδάλ δεν κατάφερε να κερδίσει την παπική εκχώρηση τής Πίζας στο στέμμα τής Αραγωνίας, οι εκθέσεις του αποτελούν κάποιες από τις καλύτερες διαθέσιμες σε εμάς πηγές πληροφοριών σχετικά με τα πρώτα χρόνια τής εγκατάστασης τής παπικής κούρτης στην Αβινιόν.3 Θα επανέλθουμε σε αυτές αργότερα.
Στην ανατολική Μεσόγειο ο 14ος αιώνας ξεκίνησε ως σχετικά ειρηνική εποχή. Βέβαια η καταλανική «Μεγάλη Εταιρεία» (Magna Societas Catalanorum) αποδιοργάνωνε τη ζωή στο βόρειο Αιγαίο, ενώ υπήρχε αρκετή αναταραχή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ενετικές και γενουάτικες γαλέρες κατέπλεαν σε αιγυπτιακά λιμάνια, ακόμη και σε εκείνα τής Μαύρης Θάλασσας, με πολύ λιγότερες επιθέσεις τού ενός κράτους κατά τού εμπορίου τού άλλου απ’ ό,τι συνέβαινε κατά τον προηγούμενο αιώνα. Όμως η ενετική εχθρότητα απέναντι στο Βυζάντιο καταλάγιαζε με αργό ρυθμό, παρά τον αυξανόμενο κίνδυνο από τούς Τούρκους. Για παράδειγμα στις 8 Απριλίου 1301 ο Ενετός δούκας Κρήτης ενημέρωνε τον δόγη Πιέτρο Γκραντενίγκο ότι όταν η αρμάδα τής Δημοκρατίας (exercitus galearum) θα έφτανε στη Κρήτη σε αποστολή προγραμματισμένη τότε κατά τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, το κρητικό απόσπασμα ενόπλων ανδρών, αλόγων, εφοδίων και πλοίων θα ήταν έτοιμο «να επιτεθεί στον αυτοκράτορα και στο έθνος του» (ad persecutionem imperatoris et gentis eius).4 Αν και οι Ενετοί έκαναν ειρήνη με τη βυζαντινή κυβέρνηση στις 4 Oκτωβρίου 1302,5 ήσαν αρκετά έτοιμοι ώστε να αφουγκραστούν λίγα χρόνια αργότερα (το 1306-1307) την πρόσκληση τού πάπα Κλήμεντος Ε’ σε σταυροφορία, στην οποία θα ενώνονταν με τον Κάρολο των Βαλώνων, τον νέο κατ’ όνομα Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, σε προσπάθεια να εκδιώξουν τούς Παλαιολόγους από την Κωνσταντινούπολη και να αποκαταστήσουν τη Λατινική αυτοκρατορία.6
Ο Κλήμης Ε’ έκανε σίγουρα ό,τι καλύτερο μπορούσε για να προετοιμάσει το έδαφος. Στις 14 Ιανουαρίου 1306 έγραφε στον Γκυ ντε Πλαιγύ, επίσκοπο τού Σενλί και παπικό συλλέκτη φόρων στη Γαλλία, θρηνώντας για τις δυστυχίες που είχαν πλήξει τη χριστιανοσύνη ως αποτέλεσμα τού ελληνικού σχίσματος. Ανακοίνωνε ότι ο Κάρολος των Βαλώνων, κόμης των Ανζού (Ανδεγαυών) και σύζυγος τής κατ’ όνομα Λατίνης αυτοκράτειρας Αικατερίνης, προετοιμαζόταν να ανακαταλάβει την αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης από τον Ανδρόνικο Β’, «γιατί αν, θεός φυλάξοι, η αυτοκρατορία πέσει στους Τούρκους και τούς άλλους Σαρακηνούς και απίστους, από τούς οποίους ο ανωτέρω Ανδρόνικος δέχεται συνεχώς επιθέσεις, δεν θα είναι εύκολο να την αποσπάσουμε από τα χέρια τους! Τι σοβαρό κίνδυνο και μεγάλη σύγχυση θα υπέφερε η μητέρα Εκκλησία τής Ρώμης και το σύνολο τής χριστιανικής θρησκείας αν, θεός φυλάξοι, συνέβαινε κάτι τέτοιο!» Συνέφερε τον Κλήμεντα να βοηθήσει τον Κάρολο, καθώς και τούς ευγενείς βαρώνους που πήγαιναν μαζί του, να ανακτήσουν την αυτοκρατορία και να την επαναφέρουν στην καθολική πίστη. Έτσι κι αλλιώς, έλεγε, ακολουθούσε απλώς τα βήματα τού προκατόχου του, τού Βενέδικτου ΙΑ’, ο οποίος μάλιστα είχε μόλις γράψει με το ίδιο πνεύμα στον Γκυ ντε Πλαιγύ πριν τον πάρει ο θάνατος τον Ιούλιο τού 1304. Τώρα, παίρνοντας τα ηνία που ο Βενέδικτος είχε αφήσει να πέσουν, ο Κλήμης διέταζε τον Γκυ και τούς παπικούς υποσυλλέκτες φόρων στη Γαλλία να διαθέσουν στον Κάρολο των Βαλώνων, την κατάλληλη στιγμή, τις κληρονομιές, τις εξαγορές σταυροφορικών όρκων και όλες τις προσφορές (εκτός από τον φόρο δεκάτης), που δεσμεύονταν για βοήθεια προς τούς Αγίους Τόπους.7
Εκείνη τη 14η Ιανουαρίου οι παπικοί γραφείς ήσαν απασχολημένοι για λογαριασμό τού Καρόλου των Βαλώνων. Ο Τζάκοπο ντε Νέρνια, επίσκοπος τής Κεφαλού στη Σικελία, είχε μόλις διοριστεί συλλέκτης φόρου δεκάτης στο νησί «για την ανάκτηση τής αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολης» (pro recuperatione imperii Constantinopolitani). Ο Κλήμης είχε επιβάλει τον φόρο δεκάτης για δύο χρόνια επί όλων των εκκλησιαστικών εισοδημάτων στο νησί τής Σικελίας ως επιδότηση προς τον Κάρολο. Η εισφορά βάρυνε τόσο τούς λαϊκούς όσο και τούς τακτικούς κληρικούς. Από την πληρωμή είχαν εξαιρεθεί μόνο οι Ιωαννίτες και οι Ναΐτες ιππότες. Τα κεφάλαια, αφού συγκεντρώνονταν, έπρεπε να φυλάσσονται με ασφάλεια. Αν ο Φρειδερίκος Β’, ο Καταλανός βασιλιάς τής Σικελίας (Τρινακρία), συνόδευε τον Κάρολο στην εκστρατεία στον Βόσπορο, «με την αντίστοιχη συντροφιά πολεμιστών», τότε θα εισέπραττε αυτός τον φόρο δεκάτης. Διαφορετικά ο φόρος θα μεταβιβαζόταν απευθείας στον Κάρολο για να συμβάλει στην κάλυψη των δαπανών του.8 Παρόμοιος φόρος δεκάτης επιβλήθηκε στο βασίλειο τής Νάπολης (το ονομαζόμενο regnum Sicilie), όπου διορίστηκε συλλέκτης o Mπαρτολομέο, επίσκοπος τού Μπρίντιζι. Αν ο Φίλιππος τού Τάραντα λάμβανε μέρος στην εκστρατεία τού Καρόλου για την ανάκτηση τής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, τότε θα εισέπραττε τον φόρο δεκάτης. Αλλιώς τα χρήματα που συλλέγονταν στη νότια Ιταλία θα δίνονταν, όπως και τα αντίστοιχα τής Σικελίας, στον Κάρολο, για να συμβάλουν στη χρηματοδότηση τού προς Ανατολάς περάσματός του.9
Στη Γαλλία ένας φόρος δεκάτης είχε ήδη παραχωρηθεί στον Φίλιππο Δ’, αλλά αν αυτός ανέβαλλε την αξίωσή του, τότε θα ξεκινούσε η συλλογή φόρου δεκάτης δύο ετών για λογαριασμό τού αδελφού του Καρόλου, η οποία μπορούσε ενδεχομένως να αρχίσει τη μέρα τής προσεχούς γιορτής τής Γέννησης τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου (24 Ιουνίου 1306). Σε αντίθετη περίπτωση η διετής εισφορά θα ξεκινούσε όταν θα εκπληρωνόταν η οικονομική ανάθεση προς τον Φίλιππο. Ο Κλήμης δεν ήθελε να βαρύνει η εισφορά εκκλησιαστικά εισοδήματα μικρότερα των 10 λιμπρών νομισμάτων Τουρ ετησίως, ενώ στη Γαλλία, όπως και αλλού, είχαν απαλλαγεί από την εισφορά οι Ιωαννίτες και Ναΐτες ιππότες.10 Κοιτάζοντας προς το μέλλον για μια στιγμή μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο Φίλιππος τελικά υπέκυψε στην πιο επείγουσα ανάγκη τού αδελφού του και ότι η «ευσεβής καλοκαγαθία του» (pia benignitas) ανταμείφθηκε με φόρο δεκάτης ενός επιπλέον έτους στις 3 Ιουνίου 1307, τότε που αφορίστηκε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος και απαγορεύτηκε σε όλους τούς ηγεμόνες να σχηματίζουν μαζί του «κοινωνία ή συνομοσπονδία» (societas vel confederatio).11
Μεταξύ των παπικών επιστολών τής 14ης Ιανουαρίου 1306, των σχετικών με την «επιχείρηση τής αυτοκρατορίας», υπάρχει και μια προς τον ίδιο τον Κάρολο των Βαλώνων, που χορηγούσε σε εκείνους που πήγαιναν μαζί του στην εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων την ίδια άφεση αμαρτιών, που έπαιρναν εκείνοι που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.12 Άλλο έγγραφο τής ίδιας ημερομηνίας στελνόταν στον δόγη και την κοινότητα τής Βενετίας, αποδοκιμάζοντας εντονότατα το σχίσμα τής «Ανατολικής εκκλησίας, που έχει παρασυρθεί λόγω καταδικαστέας εξαπάτησης από την αγκαλιά τού Πέτρου και από την ενότητα με την Καθολική Εκκλησία, που οδήγησε τον πάπα Mαρτίνο Δ’ να αφορίσει τον εκλιπόντα Μιχαήλ Παλαιολόγο, υποστηρικτή τού εν λόγω σχίσματος». Η επικείμενη εκστρατεία τού Καρόλου θα έσπερνε τον φόβο τού Θεού στους μουσουλμάνους και ο Κλήμης ζητούσε από τούς Ενετούς να βοηθήσουν αυτή τη λαμπρή επιχείρηση και να πάρουν ως ανταμοιβή τη σταυροφορική άφεση αμαρτιών.13
Οι Ενετοί περίμεναν για τούς κόπους τους περισσότερα πράγματα από πνευματικές ανταμοιβές. Στις 19 Δεκεμβρίου 1306 έκαναν σύμφωνο με τον Κάρολο των Βαλώνων «για την υπεράσπιση τής πίστης και την ανάκτηση τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας, την οποία κατέχει τώρα ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος…». Η εκστρατεία θα συγκεντρωνόταν στο Μπρίντιζι τον επόμενο Μάρτιο. Θα διαρκούσε ένα έτος. Οι Ενετοί θα προμήθευαν γαλέρες και μεταφορικά πλοία σε λογική τιμή, ενώ σε περίπτωση νίκης θα ανυπομονούσαν να επανακτήσουν την προνομιακή θέση που είχαν απολαύσει στη Λατινική αυτοκρατορία πριν από την ελληνική ανακατάληψη τής Κωνσταντινούπολης το 1261.14 Φαινόταν ότι ο Κάρολος έκανε καλό ξεκίνημα. Ο πάπας Κλήμης έγραψε από το Μπορντώ στις 10 Μαρτίου 1307 προς τον αρχιεπίσκοπο Ραβέννας και όλους τούς επισκόπους τής περιοχής τής Ρομάνια στην Ιταλία, διατάζοντας να κηρυχθεί η σταυροφορία στο έδαφός τους, καθώς επίσης και στο βασίλειο τής Σικελίας, στην επαρχία τού Βένετο και στην περιοχή τής Αγκώνας. Ο σταυρός θα δινόταν σε εκείνους που θα τον κρατούσαν και οι οποίοι ενωνόμενοι με τον Κάρολο θα αποκτούσαν την ίδια «άφεση αμαρτιών» (venia peccatorum) με εκείνους που πολεμούσαν για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων.15
Επέστρεφαν οι παλιές ημέρες τού πάπα Ούρμπαν Δ’ και οι Ενετοί με παπική εντολή θα βοηθούσαν την παλινόρθωση στον λατινικό θρόνο τής Κωνσταντινούπολης ενός Γάλλου ηγεμόνα, ο οποίος θα αναγνώριζε τα προηγούμενα πολιτικά και οικονομικά τους προνόμια ως σχεδόν συντεταγμένα με τη δική του αυτοκρατορική εξουσία. Με παπική βούλλα στις 10 Μαρτίου 1307 ο Κλήμης Ε’ επαναλάμβανε την προηγούμενη νουθεσία του ότι αν η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, Σαρακηνών και άλλων απίστων, «οι οποίοι επιτίθενται συνεχώς στον προαναφερθέντα Ανδρόνικο» (qui assidue Andronicum prefatum impugnant), τότε η ρωμαϊκή εκκλησία και όλος οι χριστιανισμός θα απειλούνταν σοβαρά.16 Όταν στις 3 Ιουνίου ο Κλήμης αφόρισε τον Ανδρόνικο Β’, «που αποκαλεί τον εαυτό του αυτοκράτορα των Ελλήνων», ο κύβος είχε προφανώς ριφθεί. Η Κωνσταντινούπολη είχε μεγάλη σημασία στο μυαλό των περισσότερων από εκείνους που τάσσονταν τότε υπέρ τής σταυροφορίας, γιατί η λατινική ανακατάληψη τού Βοσπόρου θεωρούνταν ευρέως ως πρωταρχική αναγκαιότητα για επιτυχή εκστρατεία στους Αγίους Τόπους.
Οι Πιέρ Ντυμπουά, Γκυγιώμ Αντάμ και Ραμόν Λουλ δεν ήσαν οι μόνοι δημοσιολόγοι που πίστευαν ότι ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ περνούσε από την Κωνσταντινούπολη.17 Την ίδια περίπου εποχή (στις 5 Σεπτεμβρίου 1307), ο Κλήμης εκχωρούσε αιωνίως (in perpetuity) στους Ιωαννίτες ιππότες το νησί τής Ρόδου, το οποίο αυτοί είχαν σπεύσει να αρπάξουν από τούς σχισματικούς Έλληνες «όχι χωρίς μεγάλη προσπάθεια, δαπάνες και έξοδα».18 Έτσι είχε αποκτηθεί άλλη μια βάση για ανατολική επίθεση, αλλά στο μεταξύ η ευρωπαϊκή προσοχή στρεφόταν προς τη φυσιογνωμία κύρους τού Καρόλου των Βαλώνων.
Όμως οι Ενετοί δεν είχαν εντελώς ξεπουληθεί στον Κάρολο των Βαλώνων, ο οποίος σύντομα άρχιζε να προβάλλει δικαιολογίες για την από πλευράς του καθυστέρηση τής έναρξης τής εκστρατείας, διαμαρτυρόταν για το προτεινόμενο κόστος μεταφοράς με ενετικά πλοία και ήθελε ορισμένες τροποποιήσεις στις συμφωνίες που είχε διαπραγματευθεί με τη Δημοκρατία.19 Οι Ενετοί είχαν αντίστοιχους λόγους να δυσφορούν με τον Κλήμεντα Ε’, ο οποίος παρέμβαινε (αδίκως κατά τη γνώμη τού δόγη Γκραντενίγκο) στις εκκλησιαστικές υποθέσεις τής Κρήτης.20 Και δεν ήσαν μόνο αυτά. Οι παπικές καταδίκες τής εμπορίας όπλων και άλλων «απαγορευμένων» (prohibita) με τούς Σαρακηνούς, ιδιαίτερα με τούς Αιγυπτίους, είχαν απευθυνθεί το 1304 με ιδιαίτερη έμφαση προς τον δόγη και τη Σινιορία τής Βενετίας.21
Γεγονός ήταν ότι στις αρχές Αυγούστου 1302 οι Ενετοί διπλωμάτες είχαν επιτέλους εξασφαλίσει πολύπλοκο και απολύτως καθησυχαστικό σύμφωνο από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου αν-Νασίρ Μουχάμαντ, που επιβεβαίωνε με κάθε λεπτομέρεια την ασφάλεια των προσώπων και των ιδιοκτησιών όλων των Ενετών εμπόρων σε όλα τα εδάφη όπου κυριαρχούσαν οι Μαμελούκοι. Σε στεριά και θάλασσα θα ήσαν σώοι και ασφαλείς, ελεύθεροι να μπαίνουν και να βγαίνουν, όπως επέλεγαν. Θα είχαν τόσες αποθήκες στα Αιγυπτιακά τελωνεία όσες χρειάζονταν, καλά εξοπλισμένες και καλά στεγασμένες. Τα αγαθά τους θα φρουρούνταν ασφαλώς και οι Ενετοί θα κρατούσαν τα κλειδιά των αποθηκών τους. Τα προξενικά τους δικαιώματα θα ήσαν σεβαστά. Οι Ενετοί που ναυαγούσαν στην Αλεξάνδρεια ή σε άλλη επικράτεια Μαμελούκων έπαιρναν τη διαβεβαίωση ότι «οι αξιωματούχοι μας θα στείλουν ανθρώπους για τη διάσωση και τη διαφύλαξη των περιουσιών και των ατόμων, ώστε να μη χάσετε τίποτε». Η ιδιοκτησία Ενετού που πέθαινε στην επικράτεια τού σουλτάνου θα διατίθετο σύμφωνα με τη διαθήκη του. Αν πέθαινε χωρίς διαθήκη, η περιουσία του θα περνούσε στον Ενετό πρόξενο. Η ενετική αποικία τής Αλεξάνδρειας θα είχε αγορά για την αποθήκευση και πώληση των προϊόντων της, φούρνο, πηγάδι πόσιμου νερού, καθώς και ορισμένες άλλες ανέσεις και προβλέψεις, ώστε να είναι πιο ανεκτή και ασφαλής η ζωή σε χώρα, όπου οι Ευρωπαίοι συχνά αισθάνονταν ανασφάλεια και όπου όχι σπάνια κολλούσαν αρρώστιες.22
Όποιες κι αν ήσαν οι ενδεχόμενες επιπλοκές, η παπική κούρτη μπορούσε να παρακολουθεί με ηρεμία τις ενετικές προσπάθειες σύναψης και διατήρησης εμπορικών συμφωνιών με τούς βασιλείς τής Κιλικίας Αρμενίας,23 αφού αυτοί ήσαν τουλάχιστον χριστιανοί, αλλά η παπική κούρτη αντιτάχθηκε σθεναρά στους οικονομικούς δεσμούς με τούς μουσουλμάνους. Έτσι στις 12 Οκτωβρίου 1308 ο Κλήμης Ε’, που είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του να απελευθερώσει τούς Αγίους Τόπους (όταν ο Κάρολος των Βαλώνων θα επανακτούσε τη Λατινική «αυτοκρατορία» Κωνσταντινούπολης τής εκλιπούσης συζύγου του), απείλησε με αφορισμό όλους τούς χριστιανούς που εξήγαγαν όπλα, άλογα, σίδερο, ξυλεία, είδη διατροφής και εμπορεύματα κάθε είδους στην Αλεξάνδρεια ή οποιοδήποτε άλλο μέρος στην Αίγυπτο.24 Η βούλλα τού Οκτωβρίου 1308 αποτελούσε φυσικά κυρίως προειδοποίηση προς τούς Ενετούς και τούς Γενουάτες ανταγωνιστές τους. Οι Ενετοί προφανώς χρειάζονταν κάποια προειδοποίηση, γιατί κουράζονταν από τις διαμαρτυρίες τού Καρόλου των Βαλώνων και από τις δικαιολογίες που προωθούσε από καιρό σε καιρό, για να εξηγήσει την αποτυχία του να ξεκινήσει την εκστρατεία. Στις 6 Ιουλίου 1309 ο Κάρολος ενημέρωνε τον δόγη και τη Σινιορία ότι είχε μόλις περάσει πολλές ημέρες στην παπική κούρτη, επιδιώκοντας μεγαλύτερη επιχορήγηση από τον αδελφό του βασιλιά τής Γαλλίας και από τον πάπα Κλήμεντα Ε’. Λίγα είχε πετύχει μέχρι τότε, λόγω «άλλων αναπόφευκτων υποθέσεων» (alia ardua et inevitabilia negotia), που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον και τούς πόρους τού βασιλιά και τού πάπα, αλλά ο Κάρολος ήταν πεπεισμένος ότι τον επόμενο Φεβρουάριο θα έβλεπε αισίως την εκστρατεία να ξεκινά, λόγω των βασιλικών και παπικών διαβεβαιώσεων που είχε τώρα πάρει.25
Ο δόγης Πιέτρο Γκραντενίγκο σαφώς επέτρεπε στον εαυτό του να διατηρεί κάποιες αμφιβολίες, όταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1309 έγραφε στον Κλήμεντα Ε’, αναφερόμενος στη νέα αναβολή τής γαλλο-ενετικής εκστρατείας εναντίον τής Κωνσταντινούπολης, ότι οι Ενετοί είχαν από καιρό θελήσει να ανακτήσουν το δικό τους μέρος τής Λατινικής αυτοκρατορίας (supradicti imperii pars nostra) και φυσικά να δουν την εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης να διασώζεται από το σχίσμα και να επανέρχεται στην οικουμενική ρωμαϊκή εκκλησία. Για τον σκοπό αυτόν είχαν συμμαχήσει με τον Κάρολο των Βαλώνων, που αποτύγχανε στις αναφερόμενες υποχρεώσεις του απέναντι στη Δημοκρατία. Οι Ενετοί υποβάλλονταν σε δαπάνες και αντιμετώπιζαν κινδύνους στην Ανατολή. Τώρα ο Κάρολος ανέβαλλε και πάλι την εκστρατεία και ο Κλήμης είχε παρέμβει για λογαριασμό του. Ο δόγης δεν θα έκρυβε από την Αγιότητά του το αφόρητο εμπόδιο που επέβαλλε αυτή η παρελκυστική πολιτική στους Ενετούς, ούτε την τραγική απώλεια χρόνου που υφίσταντο. Αλλά τόσο μεγάλη ήταν η αφοσίωση που ένιωθαν ο δόγης και η Σινιορία για τον πάπα και την Αποστολική Έδρα, ώστε η Βενετία φυσικά θα αποδεχόταν την αναβολή τής εκστρατείας μέχρι τον Φεβρουάριο τού 1310.26
Στο μεταξύ (στις 22 Οκτωβρίου 1309) ο Κλήμης προειδοποιούσε τον Φίλιππο Δ’ τής Γαλλίας, ότι άρμοζε στην τιμή τού βασιλικού οίκου να συνεχίζει να εργάζεται για τη σταυροφορία «όπως είχε χρέος» (ad effectum debitum). Τόσο στον Φίλιππο όσο και στον Κάρολο των Bαλώνων είχαν χορηγηθεί φόροι δεκάτης από τα έσοδα των εκκλησιαστικών περιουσιών στη Γαλλία, αλλά εκείνοι που είχαν χορηγηθεί στον Κάρολο θα συλλέγονταν τώρα πρώτοι, αφού ακόμη και ο Φίλιππος αναγνώριζε ότι η προτεινόμενη εκστρατεία τού αδελφού του στην Ανατολή είχε φθάσει σε κρίσιμο αδιέξοδο.27 Όμως ο Κάρολος των Βαλώνων δεν διέθετε τούς ανθρώπους και τα μέσα που απαιτούσε μια τέτοια αποστολή. Η υπομονή των Ενετών είχε εξαντληθεί και αποφάσισαν να κάνουν ειρήνη με τη βυζαντινή κυβέρνηση.
Οι όροι τής εκεχειρίας είχαν ετοιμαστεί στο παλάτι των δόγηδων στις 3 Οκτωβρίου 1310. Ο Ανδρόνικος Β’ τούς αποδέχθηκε και τούς επικύρωσε στο παλάτι των Βλαχερνών στις 11 Νοεμβρίου. Η εκεχειρία επρόκειτο να διαρκέσει δώδεκα έτη (με αφετηρία τις 14 Αυγούστου 1310) και ο Ανδρόνικος συμφωνούσε να καταβάλλει στη Βενετία ετήσια πληρωμή 10.000 χρυσών υπέρπυρων για τέσσερα χρόνια, όπου το συνολικό ποσό των 40.000 υπέρπυρων αποτελούσε πλήρη ικανοποίηση για όλες τις διεκδικήσεις που θα μπορούσαν να έχουν ο δόγης και οι πολίτες τής Δημοκρατίας από την αυτοκρατορική κυβέρνηση, η οποία, όμως, δεν θα έγειρε απαιτήσεις έναντι των Ενετών, για τις απώλειες που είχαν υποστεί οι Έλληνες κατά τη διάρκεια των ετών τής εχθρότητας. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος όφειλε να δίνει στο άλλο προθεσμία έξι μηνών σε περίπτωση που επιθυμούσε να τερματίσει την εκεχειρία μετά την παρέλευση των δώδεκα ετών. Οι Ενετοί δεν θα εξήγαγαν σπάνια σιτηρά (που κόστιζαν περισσότερο από ένα υπέρπυρο ανά μόδιο) από τη βυζαντινή επικράτεια, ούτε θα πρόσφεραν οποιαδήποτε βοήθεια στην καταλανική Μεγάλη Εταιρεία (Grand Company), την Κομπάνια Αλμουβαγκαρόρουμ (Compagna Almugavarorum), η οποία ήταν ονομαστικά στην υπηρεσία τού Καρόλου των Βαλώνων για περισσότερο από δύο χρόνια (1307-1310).28 Στην πραγματικότητα και για ειρωνεία τής τύχης οι επιθέσεις τής καταλανικής Μεγάλης Εταιρείας κατά τής βυζαντινής επικράτειας κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν τη δολοφονία τού ηγέτη τους Ρότζερ ντε Φλορ τον Απρίλιο τού 1305 ήταν το πλησιέστερο προς σταυροφορία πράγμα, που κατόρθωσαν οι Ευρωπαίοι να οργανώσουν εναντίον τού Ανδρόνικου Β’.29
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο η Γαλλία, και πάντοτε η Γαλλία, ασκούσε την κυρίαρχη επιρροή στην παπική κούρτη. Από τούς 134 που έγιναν καρδινάλιοι από τούς επτά πάπες τής Αβινιόν, από τον Κλήμεντα Ε’ μέχρι τον Γρηγόριο ΙΑ’, ένας ήταν από τη Γενεύη, δύο Άγγλοι, πέντε Ισπανοί, δεκατέσσερις Ιταλοί και 112 Γάλλοι. Κανένας Γερμανός δεν πήρε το κόκκινο καπέλο τού καρδινάλιου. Ενενηνταπέντε από τούς Γάλλους ήσαν αυτόχθονες τού Μιντί, συμπεριλαμβανομένων των σαρανταοκτώ συμπατριωτών τους που διόρισαν οι πάπες. Δεκαέξι προέρχονταν από το βόρειο τμήμα τής Γαλλίας και ένας από την Κομτά-Βεναισέν. Μεταξύ των καρδιναλίων από το Mιντί εκπροσωπούνταν καλά η Γασκωνία, το Κερσύ και το Λιμουζέν. Κατά τα πρώτα χρόνια τού παπισμού τής Αβινιόν υπήρχε ισχυρή γασκωνική παράταξη. Ο Ιωάννης ΚΒ’ διόρισε οκτώ καρδινάλιους από το Κερσύ, ενώ από την παπική θητεία τού Κλήμεντα ΣΤ’ οι τής Λιμόζ (Limousins) έτειναν να κυριαρχούν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο.30 Ανεξάρτητα από τις διαφορές στη διάλεκτο των καρδιναλίων (langue d’ Oc οι βόρειοι Γάλλοι, langue d’ Oil οι νότιοι) και ανεξάρτητα από τούς ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων παρατάξεων στο Ιερό Κολλέγιο, η πολιτική τού παπισμού τής Αβινιόν πάντοτε έκλινε έντονα προς τη Γαλλία, προκαλώντας συχνά την ενόχληση τού Άγγλου βασιλιά και πιο συχνά την αγανάκτηση τού αγγλικού κοινοβουλίου.
Τα νοικοκυριά των καρδιναλίων ήσαν περίτεχνα, τα εισοδήματά τους τεράστια. Εκτός από τα διάφορα επιδόματα, δώρα και άλλες παροχές, ο πάπας Νικόλαος Δ’ τούς είχε χορηγήσει στις 18 Ιουλίου 1289 το δικαίωμα να «συμμετέχουν» στο μισό ολόκληρου τού τακτικού εισοδήματος τής Αγίας Έδρας από τη Σικελία, την Αγγλία, «και κάθε άλλο βασίλειο» [φόρου υποτελές στον πάπα], τη Σαρδηνία, την Κορσική, το Μπενεβέντο, την περιοχή τής Αγκώνας, τη Ρομάνια, το δουκάτο τού Σπολέτο, την «Κληρονομιά» (Patrimony) τού Αγίου Πέτρου στην Τοσκάνη, την Καμπανία (Ιταλίας) και τη Μαρίττιμα, την Κομτά-Βεναισσέν (γύρω από την Αβινιόν) και αλλού. Οι καρδινάλιοι μοιράζονταν μεταξύ τους εξ ίσου τα έσοδα.31
Στις αρχές τού 14ου αιώνα η προσοχή τής Ευρώπης και τής Αγίας Έδρας ήταν στραμμένη για χρόνια στη δίκη των Ναϊτών Ιπποτών. Μετά την πτώση τής Άκρας το 1291 οι Ναΐτες απολάμβαναν μικρότερης εκτίμησης από τούς Ιωαννίτες ιππότες, των οποίων η «φιλοξενία» (hospitalitas) και φροντίδα των ασθενών είχαν πάντοτε συνοδεύσει τα καθήκοντά τους ως πολεμιστών στους Αγίους Τόπους. Ο μεγάλος μάγιστρος των Ναϊτών, ο Ζακ ντε Μολαί, έγραφε στον πάπα Κλήμεντα Ε’ (πιθανότατα στα τέλη τού 1306) ότι, μολονότι οι Ναΐτες είχαν ιδρυθεί κυρίως για στρατιωτικές υπηρεσίες, έδιναν ελεημοσύνη τρεις φορές την εβδομάδα, ενώ πάντοτε έδιναν στους φτωχούς το ένα δέκατο τού ψωμιού τους.32
Αλλά οι Γκυγιώμ ντε Νογκαρέ, Γκυγιώμ ντε Πλαιζάν και Πιέρ Ντυμπουά έστρεψαν όλη τη δύναμη τής γαλλικής μηχανής προπαγάνδας εναντίον των Ναϊτών, τούς οποίους ο βασιλιάς Φίλιππος Δ’ προφανώς μισούσε, για λόγους που δεν είναι ακόμη σαφείς. Ο βασιλιάς συγκέντρωνε αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος τους για δύο περίπου χρόνια, πριν παραγγείλει τη μαζική σύλληψή τους παντού στη Γαλλία (στις 13 Οκτωβρίου 1307), ενώ η δειλία τού Κλήμεντος Ε’ συμπεριέλαβε την Αγία Έδρα στην άθλια επιχείρηση βασανιστηρίων, καταδίκης και σε πολλές περιπτώσεις εκτέλεσης ανδρών, που ήσαν σε μεγάλο βαθμό αθώοι για τις φαύλες (και μερικές φορές παράλογες) κατηγορίες που τούς απαγγέλλονταν.33 Σύμφωνα με τη δική του περιγραφή, ο Ζακ ντε Μολαί δεν είχε τέσσερις δεκάρες για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή το τάγμα.34 Τριανταέξι Ναΐτες πέθαναν κάτω από βασανιστήρια στο Παρίσι, ενώ πενηντατέσσερις άλλοι κάηκαν στην πυρά.35
Συγκλήθηκε η σύνοδος τής Βιέν για να βεβαιώσει τη διάλυση τού Τάγματος, την κατάπνιξη τού οποίου ανακοίνωσε ο πάπας στις 3 Απριλίου 1312 ενώπιον των συνοδικών πατέρων, στους οποίους δεν δόθηκε δικαίωμα ομιλίας κατά τη διάρκεια τής διαδικασίας. Στις 24 Αυγούστου ο Φίλιππος Δ’ ενέκρινε την παπική μεταβίβαση τής περιουσίας των Ναϊτών στους Ιωαννίτες, με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι θα μεταρρυθμίζονταν «στην κεφαλή και τα μέλη» και θα γίνονταν άξια όργανα για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων (subsidio Terre Sancte).36 Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος ο Φίλιππος δεν είχε κάνει τίποτε για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα ευνοϊκή για τη σταυροφορία.
Παρά το γεγονός ότι πάπας Κλήμης Ε’ κήρυξε σταυροφορία «κατά των Σαρακηνών τού βασιλείου τής Γρανάδας» (contra Sarracenos regni Granate) και χορηγούσε στους Καταλανούς και τούς Καστιλλιάνους, που αγωνίζονταν για την καταστροφή τού μαυριτανικού βασιλείου τής Γρανάδας, την ίδια άφεση αμαρτιών που χορηγούσε σε εκείνους που αγωνίζονταν για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων,37 υπήρχαν πάρα πολλά ζητήματα στην Ιταλία, που απέτρεπαν τούς πιστούς να πάρουν τα όπλα εναντίον των μουσουλμανικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα η Βενετία και η Αγία Έδρα βρίσκονταν σε μεταξύ τους πόλεμο από τον Οκτώβριο τού 1308 μέχρι τον Μάρτιο τού 1310, όταν η Δημοκρατία προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία της επί τής Φερράρας και τής κοιλάδας τού Πάδου. Ο Κλήμης έδειξε (ασυνήθιστη γι’ αυτόν) αποφασιστικότητα να επανεπιβάλει την παλαιά παπική επικυριαρχία επί τής Φερράρας, πράγμα που πέτυχε, αλλά η σκληρή και ανίκανη διοίκηση τού παπικού γενικού-εκπροσώπου (vicar-general) ανάγκασε τον Κλήμεντα να παραδώσει τη Φερράρα στην ακόμη χειρότερη «παπική εκπροσώπηση» (vicariate) τού βασιλιά Ροβέρτου τής Νάπολης (στο τέλος τού έτους 1312). Η φρουρά τού Ροβέρτου, αποτελούμενη από Καταλανούς μισθοφόρους, εκδιώχθηκε από την πόλη τον Αύγουστο τού 1317, όταν οι ίδιοι οι κάτοικοι τής Φερράρας παλινόρθωσαν τούς Έστε στην εξουσία.38 Φυσικά κατά τη διάρκεια αυτών των ετών δεν υπήρχε παραμικρή δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ Βενετίας και Αγίας Έδρας για την αποστολή σταυροφορικής εκστρατείας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως ο ανταγωνισμός μεταξύ Βενετίας και παπικής κούρτης δεν ήταν η χειρότερη διαταραχή που αντιμετώπιζε η Ιταλία. Σχεδόν κάθε αυτοκρατορική κάθοδος στη χερσόνησο προκαλούσε αναταραχή. Αμέτρητα προβλήματα συνόδευσαν την προς νότο εκστρατεία τού βασιλιά Ερρίκου Ζ’ για να διασφαλίσει την αυτοκρατορική του στέψη, που πραγματοποιήθηκε στον Άγιο Ιωάννη τού Λατερανού στις 29 Ιουνίου 1312. Η Ρώμη είχε μετατραπεί σε οπλισμένο στρατόπεδο, όπου οι συνοικίες τής πόλης είχαν χωριστεί σχεδόν στη μέση από οδοφράγματα που είχαν στήσει οι φιλο-παπικοί Γουέλφοι και οι φιλο-αυτοκρατορικοί Γιβελλίνοι. Τα στρατεύματα τού βασιλιά Ροβέρτου τής Νάπολης, υπό τις διαταγές τού μικρότερου αδελφού του Ιωάννη τής Γκράβινα, αργότερα πρίγκηπα τής Αχαΐας, με τη βοήθεια των Γουέλφων συμμάχων τους, είχαν εμποδίσει τη στέψη τού Ερρίκου στον Άγιο Πέτρο, τον οποίον ο Κλήμης Ε’ προόριζε ως τόπο τής τελετής. Ο Ερρίκος θεωρούσε τον Ροβέρτο ως τον χειρότερο από τούς πολλούς Ιταλούς εχθρούς του και ήταν αποφασισμένος να τον συντρίψει. Συγκρότησε συμμαχία τής γερμανικής αυτοκρατορίας με το νησιωτικό βασίλειο τής Σικελίας (Τρινακρία), τού οποίου ο επικυρίαρχος, ο Φρειδερίκος τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, ευχαρίστως συμφώνησε με τον αρραβώνα τού γιου του Πέτρου με την κόρη τού Ερρίκου, την Βεατρίκη των Λουξεμβούργων. Αλλά καθώς ο Φρειδερίκος ξεκινούσε εισβολή στο ναπολιτάνικο βασίλειο, κατ’ εντολή τού Ερρίκου και αψηφώντας την απαγόρευση τού πάπα Κλήμεντος, ο Ερρίκος πέθανε ξαφνικά στο Μπουονκονβέντο νότια τής Σιένα (στις 24 Αυγούστου 1313). Ο Φρειδερίκος αποσύρθηκε στην οχυρότητα τού νησιού του, περιμένοντας πιο κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί στους Ανδεγαυούς.39
Ο ετοιμοθάνατος Κλήμης αποφάσιζε τώρα να πάρει προληπτικά μέτρα εναντίον περαιτέρω αυτοκρατορικής επέμβασης στις ναπολιτάνικες υποθέσεις και με τις παπικές αποφάσεις (decretals) Romani principes και Pastoralis cura (στις 14 και 19 Μαρτίου 1314) επιτέθηκε στον εκλιπόντα Ερρίκο, ως ανέντιμα αρνούμενο ότι οι όρκοι που είχαν δώσει ο ίδιος και οι αυτοκρατορικοί προκάτοχοί του στον πάπα και την Αγία Έδρα ήσαν στην πραγματικότητα «όρκοι υποταγής» (iuramenta fidelitatis) με τη σαφή επίπτωση τής υποτέλειας.40 Ο Κλήμης ανέφερε ότι ο Ροβέρτος δεν ήταν υποτελής τού αυτοκράτορα για το βασίλειο τής Νάπολης (regnum scilicei Siciliae) και ότι δεν υπήρξε ένοχος «μεγάλης ζημίας» (laesa maiestas) σε βάρος τού Ερρίκου, ο οποίος είχε καταγγείλει τον Ροβέρτο ως «επαναστάτη, προδότη και εχθρό τής αυτοκρατορίας». Το βασίλειο τού Ροβέρτου αποτελούσε παπικό φέουδο και αυτός ήταν σύμμαχος και υποτελής τής Αγίας Έδρας. Ο Κλήμης ανακήρυσσε επίσης άνευ περιεχομένου τις κυρώσεις που είχε επιχειρήσει να επιβάλει επί τού Ροβέρτου ο Ερρίκος, ενώ ισχυριζόταν ότι το έκανε αυτό στη βάση τής υπεροχής τού παπισμού επί τής αυτοκρατορίας, με την αυτοκρατορική εξουσία την οποία ως ανώτατος ποντίφηκας είχε δικαίωμα να ασκεί κατά τη διάρκεια μεσοβασιλείας (interregnum), και από την «πληρότητα τής εξουσίας» (plenitudo potestatis) που είχε αναθέσει ο Χριστός στον εκπρόσωπό του, στο πρόσωπο τού Αγίου Πέτρου.41
Η παρουσία τού αυτοκράτορα στην Ιταλία προκαλούσε περισσότερη αναταραχή από την απουσία τού πάπα. Αλλά η στέψη στη Ρώμη φαινόταν σχεδόν υποχρεωτική στους διαδόχους τού Καρλομάγνου και τού Όθωνα, ενώ μάλιστα χωρίς αυτή τη στέψη ήσαν απλώς βασιλείς των Ρωμαίων και όχι αυτοκράτορες. Τον Οκτώβριο τού 1314 αμφισβητούμενες εκλογές παρείχαν τόσο στον Λουδοβίκο τής Βαυαρίας όσο και στον Φρειδερίκο τής Αυστρίας το δικαίωμα να διεκδικούν τη διαδοχή τού Ερρίκου Ζ’. Ο Λουδοβίκος πήρε τις ψήφους των περισσότερων εκλεκτόρων και σταδιακά επιβλήθηκε τού Αψβούργου αντιπάλου του, ο οποίος πέθανε πριν από αυτόν. Η βαυαρική θυελλώδης θητεία στο αυτοκρατορικό αξίωμα τον ενέπλεξε σε μακροχρόνια πάλη με τον πάπα Ιωάννη ΚΒ’, ο οποίος τηρούσε τις αρχές που είχε καθορίσει ο Κλήμης Ε’ με την παπική απόφαση Pastoralis cura (Ποιμενική φροντίδα). Ο ανταγωνισμός αυτός χαρακτηρίστηκε από έντονη φυλλαδιογραφία από την πλευρά τόσο των φιλο-αυτοκρατορικών (imperialists) όσο και των φιλο-παπικών (papalists).
Ο Λουδοβίκος βρήκε κάποια υποστήριξη στην αντίθεσή του με τον Ιωάννη ΚΒ’ στα ριζοσπαστικά επιχειρήματα κατά τής κοσμικής εξουσίας τού παπισμού που πρόβαλλαν ο Μαρσίλιο τής Πάδουας και ο Ιωάννης τού Γιάντουν στο έργο «Υπερασπιστής τής ειρήνης» (Defensor pacis), το οποίο (όποτε κι αν ξεκίνησε να γράφεται) ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο τού 1324. Κατά τον τρόπο των Αβερροϊστών Aριστοτελικών τής εποχής, οι Μαρσίλιο και Ιωάννης διαχώριζαν τον ανθρώπινο από τον θεϊκό νόμο, τον λόγο από την πίστη και την εγκόσμια κοινωνία από τη μέλλουσα ζωή. Χαμηλώνοντας το βλέμμα τους από τον ουρανό στη γη, αναγνώριζαν την ιεροσύνη ως σημαντική τάξη στην κοινωνία, όπως οι αγρότες, οι έμποροι και οι τεχνίτες, αλλά ο ιερέας σε αυτή τη ζωή δεν υπαγόταν στον κοσμικό νόμο και την κοσμική εξουσία λιγότερο απ’ ό,τι ο τεχνίτης, ενώ ο πάπας δεν είχε δίκαιη απαίτηση για πνευματική ή κοσμική πρωτοκαθεδρία.42 Ετερόκλητο πλήθος ξεροκέφαλων φιλο-αυτοκρατορικών και ελαφρόμυαλων οραματιστών πήρε τα ρόπαλα ενάντια στους πάπες τής Αβινιόν, που βρήκαν υπερασπιστές σε συγγραφείς όπως ο Γερμανός Καρμελίτης Σούμπερτ τού Μπέεκ, ο δραστήριος Αυγουστινιανός Γουλιέλμο Αμιντάνι από την Κρεμόνα, κάποιος Πέτρους ντε Λούτρα, οι Φραγκισκανοί Αντρέα ντα Περούτζια και Φραντσέσκο Τότι, ο παράξενος Οπιτσίνους ντε Κάνιστρις από την Παβία, ο κανονιστής Χέρμαν τού Σίλντεσχε (κοντά στο Μπίλεφελντ τής Βεστφαλίας), ο Λαμπέρ Γκερίτσι τού Υ (στην επισκοπή τής Λιέγης) και διάφοροι άλλοι, που σε γενικές γραμμές χρησιμοποιούσαν την πέννα περισσότερο με ζήλο παρά με ταλέντο.43
Κατά τη διάρκεια των ετών ο Λουδοβίκος προστάτευε τούς Φραγκισκανούς δυσαρεστημένους, που είχαν προσβληθεί από την εκ μέρους τού Ιωάννη ΚΒ’ καταδίκη τής φτώχειας των κληρικών. Έτσι οι Μιχαήλ τής Τσεζένα, Μποναγκράτια τού Μπέργκαμο και Ουίλιαμ τού Ώκαμ πέθαναν όλοι στο Μόναχο. Ο Ώκαμ ήταν κυρίως θεολόγος παρά πολιτικός θεωρητικός και το βάρος των επιθέσεών του κατά τής παπικής απολυταρχίας ήταν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο περισσότερο αισθητό στην Αβινιόν, όπου η πολύ εκτεταμένη επιρροή του ενοχλούσε ιδιαίτερα την παπική κούρτη. Καταφερόταν βιαίως εναντίον τής τυραννίας τού παπισμού, τόσο στην εκκλησία όσο και στο κράτος, ενώ ξεχώριζε ως ασυμβίβαστος υπερασπιστής τού αυτοκράτορα και τής αυτοκρατορίας, αρνούμενος απόλυτα τον παπικό ισχυρισμό περί «πληρότητας εξουσίας».44
Όπως ο Ερρίκος Ζ’ πριν από αυτόν, ο Λουδοβίκος τής Βαυαρίας πήρε επίσης τον δρόμο προς την Ιταλία, όπου παρέμεινε για τρία περίπου χρόνια (1327-1330) και όπου στέφθηκε δύο φορές στη Ρώμη (στον Άγιο Πέτρο, στις 17 Ιανουαρίου και στις 22 Μαΐου 1328), σε τελετές αμφίβολης εκκλησιαστικής εγκυρότητας. Εξασφάλισε τη σχισματική εκλογή ενός Φραγκισκανού, πολύ χαμηλόβαθμου μοναχού, που ονομαζόταν Πιέτρο Ραϊναλούτσι ντα Κορμπάρα, ως πάπα Νικολάου Ε’ (στις 12 Μαΐου 1328), αλλά η θέση τού αντι-πάπα έγινε ανυπόφορη όταν ο Λουδοβίκος αποσύρθηκε στη βόρεια Ιταλία. Ο Πιέτρο ντα Κορμπάρα παραιτήθηκε στην Πίζα τον Ιούλιο τού 1330 και πέθανε υπό χαλαρό περιορισμό στην Aβινιόν.45
Καθώς ο Λουδοβίκος τής Βαυαρίας εγκατέλειπε τη σκηνή, εμφανίστηκε στο προσκήνιο στη βόρεια Ιταλία ο βασιλιάς Ιωάννης τής Βοημίας, όπου σχεδόν συγκρότησε κράτος. Όμως τη φιλοδοξία τού Ιωάννη αποθάρρυνε μια βορειο-ιταλική λίγκα, που διαμορφώθηκε στη Φερράρα τον Σεπτέμβριο τού 1332, όταν Γουέλφοι και Γιβελλίνοι ενώθηκαν, ώστε ο περιπετειώδης βασιλιάς να μην αποκτήσει κι άλλο βασίλειο με τη συνενοχή τού πάπα Ιωάννη ΚΒ’ και τού παπικού λεγάτου, τού καρδινάλιου Μπερτράν ντυ Πουζέ. Ο Ιωάννης τής Βοημίας απέτυχε και οι παπικές προσπάθειες για την επίτευξη κάποιου είδους ηγεμονίας επί τής Λομβαρδίας, τής περιοχής τής Αγκώνας, τής Ρομάνια και τής Εμίλια απέτυχαν επίσης, γιατί ο απεσταλμένος Μπερτράν ντυ Πουζέ πρόσθετε στην κακή τύχη και την κακή κρίση, ενώ οι Ιταλοί κύριοι (signori) και οι σινιορίες (signorie) ήσαν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.
Ήταν η εποχή των τυράννων. Στο Μιλάνο κυβερνούσαν οι Βισκόντι, στη Βερόνα οι Σκαλιγκέρι και στο Ουρμπίνο οι Μοντεφέλτρι. Βέβαια οι Μπονακόλσι είχαν μόλις πέσει στην Mάντουα, ενώ ο θάνατος είχε πρόσφατα αφαιρέσει από τον Καστρούτσο Καστρατσάνι την ηγεμονία τής Λούκκα το 1328, αλλά ο Λοντοβίκο Γκονζάγκα, ο οποίος είχε αρπάξει τη Μάντουα από τον Πασσερίνο Μπονακόλσι, ίδρυε δυναστεία που θα κρατούσε τρεις αιώνες. Εκτός από τούς Έστε στη Φερράρα, οι Μανφρέντι εξουσίαζαν στην Ίμολα, οι Φαέντσα στη Ρομάνια, οι Πολέντα στη Ραβέννα, οι Μαλατέστα στο Ρίμινι και οι Ορντελάφφι στο Φορλί. Ορισμένες από αυτές τις οικογένειες διατήρησαν την εξουσία τους μέχρι τον 16ο αιώνα, μερικές φορές ως σύμμαχοι αλλά συνήθως ως αντίπαλοι τής Αγίας Έδρας, που είχε αναγκαστεί να τούς αναγνωρίσει ως «παπικούς εκπροσώπους» (vicars), που έλεγχαν δήθεν παπικές πόλεις.
Η εχθρική παρέμβαση τού Φιλίππου ΣΤ’ τής Γαλλίας και τού Ροβέρτου τής Νάπολης αποθάρρυνε τις προσπάθειες τού Λουδοβίκου τής Βαυαρίας να κάνει επανορθώσεις για τις επιθέσεις του κατά τού παπισμού και να επιτύχει συμφιλίωση με τον Βενέδικτο ΙΒ’, ο οποίος, όταν διαδέχθηκε τον Ιωάννη ΚΒ’ το 1334, προτιμούσε σαφώς την ειρήνη από τη διχόνοια. Ο Βενέδικτος έχτιζε τις επιβλητικές βορειοανατολικές πτέρυγες τού ανακτόρου τής Αβινιόν. Σκεφτόταν ότι αυτός ήταν καλύτερος τρόπος χρησιμοποίησης των χρημάτων, παρά να πολεμά τούς Γιβελλίνους στην Ιταλία. Ο Κλήμης ΣΤ’ τον ακολούθησε το 1342 και πρόσθεσε τις νοτιοδυτικές πτέρυγες στο ανάκτορο, αλλά ήταν λιγότερο προσεκτικός από τον Βενέδικτο, επανήλθε στην αδιάλλακτη πολιτική τού Ιωάννη ΚΒ’ εναντίον των Βίττελσμπαχ και διακήρυξε την έκπτωση τού Λουδοβίκου από τον αυτοκρατορικό θρόνο.
Στη Ρένζε, στις 11 Ιουλίου 1346, ο γιος τού Ιωάννη τής Βοημίας εκλέχτηκε βασιλιάς των Ρωμαίων ως Κάρολος Δ’, ενώ ο Ιωάννης έχασε τη ζωή του τον επόμενο μήνα στο πεδίο τής μάχης στο Κρεσύ. Ο Λουδοβίκος τής Βαυαρίας πέθανε σε κυνήγι αρκούδας τον Οκτώβριο τού 1347. Μετά τον θάνατο κι άλλου ανταγωνιστή το 1349, η εξουσία τού Καρόλου Δ’ αναγνωρίστηκε. Έκανε τη συνήθη εκστρατεία στην Ιταλία και στέφθηκε στη Ρώμη (στις 5 Απριλίου 1355), ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στη Γερμανία για να δημοσιεύσει το χρυσόβουλλο τού 1356, το οποίο αγνοούσε τούς παπικούς ισχυρισμούς περί «Ποιμενικής φροντίδας» (Pastoralis cura)46 και σφράγιζε το ζήτημα των εκλογών για τον γερμανικό θρόνο, επικυρώνοντας τα εκλεκτορικά δικαιώματα των αρχιεπισκόπων Μάιντς, Tριρ και Κολωνίας, καθώς και εκείνα τού βασιλιά τής Βοημίας, τού παλατινού κόμη τού Ρήνου, τού δούκα τής Σαξονίας-Βίτενμπεργκ και τού μαρκησίου τού Βρανδενβούργου, δηλαδή τριών εκκλησιαστικών και τεσσάρων λαϊκών εκλεκτόρων, οι οποίοι έγιναν σχεδόν βασιλείς στις επικράτειές τους και οι οποίοι ήσαν οι μόνοι που δημιουργούσαν βασιλείς των Ρωμαίων. Προφανώς ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ δεν διαμαρτυρήθηκε για τον αποκλεισμό τής Αγίας Έδρας από την ίδια τη βάση τού νέου αυτοκρατορικού συντάγματος. Δεν έβλεπε κανένα νόημα στη συνέχιση κατά των Λούξεμπουργκ τού δαπανηρού αγώνα που είχαν αναλάβει οι προκάτοχοί του εναντίον των Βίτελσμπαχ. Έτσι το χρυσόβουλλο θέσπισε την αυτοκρατορική εκλογική διαδικασία, που ίσχυσε μέχρι τις αρχές τού 19ου αιώνα.
Ο 14ος αιώνας ήταν περίοδος βίαιης κοινωνικής αλλαγής καθώς και πνευματικών ζυμώσεων. Ο εκτεταμένος λιμός στην Ευρώπη για τρία συνεχή έτη (1315-1317), η εξέγερση των αγροτών και των υφαντών στη Δυτική Φλάνδρα (1323-1328), οι δραματικές χρεωκοπίες τραπεζών στη Φλωρεντία (1343-1346), ο Μαύρος Θάνατος (πανούκλα) με την επακόλουθη μείωση τού εργατικού δυναμικού και τις υψηλές τιμές, η επανάσταση Ζακερί στη Γαλλία (1358), το κίνημα Λόλλαρντ στην Αγγλία και η Εξέγερση των Αγροτών (1381), καθώς και η διακοπτόμενη αλλά παρατεταμένη απόσπαση προσοχής (και η καταστροφή) τού Εκατονταετούς Πολέμου ήσαν γεγονότα καθόλου ευνοϊκά για τη Σταυροφορία. Ο παπισμός δαπανούσε τεράστια ποσά στους ιταλικούς πολέμους, αλλά, παρά την αξιοσημείωτη επιτυχία τού μεγάλου διαδόχου τού Μπερτράν ντυ Πουζέ, τού καρδιναλίου Ζιλ ντε Αλμπορνόζ (1353-1357, 1358-1363),47 την επιστροφή τού πάπα Γρηγορίου ΙΑ’ στη Ρώμη ακολούθησε αναταραχή στην Ιταλία, η σφαγή στην Τσεζένα (1377) και ο πόλεμος των Οκτώ Αγίων (1376-1378).48
Οι Πνευματικοί Φραγκισκανοί, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτούς, συνέχιζαν να επιτίθενται στην παπική αυθεντία, ενώ ο Τζων Ουάικλιφ προσχώρησε στην συμπλοκή με επιθέσεις κατά τού ιερατείου και τής ιεραρχίας. Υποστήριζε ότι η εκκλησία ήταν ένωση όλων των αληθινών χριστιανών. Είχε απαξιωθεί από διεφθαρμένους κληρικούς και ανόητους πάπες. Ο Ουάικλιφ αρνιόταν το δικαίωμα τού κλήρου να κατέχει περιουσία. Απέρριπτε τα περισσότερα από τα μυστήρια τής εκκλησίας. Και εγκωμίαζε την εξουσία τού βασιλιά και των μεγιστάνων επί εκείνης τού πάπα και των ιερέων, οι οποίοι κατά την άποψή του δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ασκούν οποιαδήποτε αναγκαστική εξουσία.49 Οι διδασκαλίες τού Ουάικλιφ έγιναν γνωστές και χτύπησαν ευαίσθητες χορδές μεταξύ των ανθρώπων στην Αγγλία, τη Βοημία και αλλού.
Υπήρχαν άφθονες αιτίες για παράπονα. Ο Νικόλ Ορέσμ είχε προβλέψει τις ταραχές που έρχονταν. Σε κήρυγμα που κήρυξε προς τον Ούρμπαν Ε’ και τούς καρδινάλιους την παραμονή των Χριστουγέννων τού 1363 (και το οποίο έγινε πολύ δημοφιλές, βρίσκοντας τον δρόμο του προς το τυπογραφείο κατά τον 16ο και 17ο αιώνα), ο Ορέσμ αναγνώριζε τη βλακεία των πολλών κηρυγμάτων για τη φτώχεια τού Χριστού. Ανέφερε επίσης ότι οι ιερείς ζούσαν καλύτερα από τούς κοινούς ανθρώπους σε όλες τις κοινωνίες, πράγμα που ήταν πρέπον. Όμως αυτό δεν δικαιολογούσε τη μεγαλοπρέπεια των «αλόγων και των νοικοκυριών» που χαρακτήριζαν τη ζωή των μεγάλων ιεραρχών. Οι ποιμένες δεν έτρεφαν το ποίμνιό τους. Έτρεφαν τον εαυτό τους. Αλλά υπήρχε σκανδαλώδης ανισότητα ακόμη και μεταξύ των ιερέων. Ενώ κάποιος υπέφερε από την πείνα, άλλος υπέφερε από δυσπεψία. Οι κατακριτέοι ιεράρχες αποτελούσαν παλιά ιστορία, ενώ σε προγενέστερες περιόδους οι συνθήκες στην εκκλησία είχαν υπάρξει χειρότερες από εκείνες των ημερών τού Ορέσμ (eliam plus quam nunc), αλλά, πρόσθετε, «δεν βλέπω γιατί, όταν ένα σπίτι είναι έτοιμο να καταρρεύσει για κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για τον λόγο αυτό λιγότερο πιθανό να καταρρεύσει τώρα ή είναι λιγότερο επικίνδυνο!»50
Μερικές φορές η σταυροφορία φαινόταν ότι είχε σχεδόν ξεχαστεί στην Αβινιόν, αλλά οι πάπες παρέμεναν αφιερωμένοι στην ιδέα και είχαν λόγους να το κάνουν. Αν οι βασιλείς και οι ιππότες τής Γαλλίας και τής Αγγλίας μπορούσαν να πειστούν να πάνε σε σταυροφορία, προσελκύοντας και τις μεγάλες εταιρείες μισθοφόρων που κατέστρεφαν τη Γαλλία, ο Πανάγιος Τάφος θα μπορούσε να ξανακερδηθεί, ενώ δεν θα υπήρχε κανένας να συνεχίζει τον Εκατονταετή Πόλεμο, ο οποίος κατέστρεφε θλιβερά τις εκκλησίες, τα μοναστήρια, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, και τις ανθρώπινες ζωές στη Γαλλία. Οι πόλεις λεηλατούνταν και πυρπολούνταν. Τα σπίτια και τα αμπέλια καταστρέφονταν. Η γη παρέμενε ακαλλιέργητη. Τα λαϊκά και εκκλησιαστικά έσοδα μειώνονταν. Οι ελλείψεις τροφίμων και η πανούκλα ακολουθούσαν τούς στρατούς σε ευρείες περιοχές τής Γαλλίας.51
Όμως παρά αυτή την καταστροφή και εν μέρει εξαιτίας της οι εκκλησιαστικοί κύκλοι είχαν πλημμυρίσει με σταυροφορική προπαγάνδα. Οι θεωρητικοί πρότειναν τον ναυτικό αποκλεισμό των Μαμελούκων τής Αιγύπτου και την αυστηρή απαγόρευση χριστιανικού εμπορίου με τούς υπηκόους τού σουλτάνου στην Αλεξάνδρεια. Μέχρις ότου οι Οσμανλήδες (Οθωμανοί) κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ως μεγάλη μουσουλμανική δύναμη θεωρούνταν γενικά η Αίγυπτος. Έτσι κι αλλιώς οι δυνάμεις τού Μαμελούκου σουλτάνου τής Αιγύπτου κατείχαν τη Συρία και την Παλαιστίνη. Σταυροφορικά σχέδια προβάλλονταν από τον Φιντέντσιο τής Πάντουα και τον ακούραστο Ραμόν Λουλ, από τούς Γάλλους δημοσιολόγους Πιέρ Ντυμπουά, Γκυγιώμ ντε Νογκαρέ και Γκυγιώμ Αντάμ, από τον Αρμένιο ηγεμόνα Χαϊτόν και από τον Ενετό ταξιδευτή Μαρίνο Σανούντο Τορσέλλο. Όμως ο 14ος αιώνας δεν παρήγαγε μόνο προπαγανδιστές τής σταυροφορίας αλλά και πιστούς υποστηρικτές τού ιδανικού, όπως οι Πιέρ Τομά και Φιλίπ ντε Μεζιέρ, οι οποίοι ήσαν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Παρήγαγε επίσης κάποιες αξιοσημείωτες σταυροφορίες, μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές εκστρατείες στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες αν και περιορισμένες ως προς τα αποτελέσματα, είχαν σίγουρα θεαματική απόδοση.52
Η διπλωματική αλληλογραφία τής περιόδου τής Αβινιόν ρίχνει πολύ φως στις δυσκολίες που συνόδευαν τις παπικές εκλογές, στις φατριαστικές διαμάχες μεταξύ των καρδιναλίων, στις συνεδριάσεις τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, στις τοπικές μηχανορραφίες και τις διεθνείς εντάσεις, καθώς και στις δραστηριότητες και τις προσωπικότητες των κορυφαίων καρδιναλίων. Για τις παπικές θητείες τού Κλήμεντος Ε’ και τού Ιωάννη ΚΒ’ τέτοια θέματα συχνά απεικονίζονται έντονα στις επιστολές και άλλα έγγραφα, που δημοσιεύθηκαν στα Αραγωνικά Πεπραγμένα (Acta Aragonensia) τού Χάινριχ Φίνκε. Δεκαπέντε καρδινάλιοι, εκ των οποίων οι δώδεκα Ιταλοί, πήραν μέρος στην εκλογή τού Κλήμεντος Ε’ τον Ιούνιο τού 1305. Όμως σε τρεις προαγωγές (τα έτη 1305, 1310 και 1312), ο Κλήμης ονόμασε εικοσιτέσσερις καρδινάλιους, εκ των οποίων οι δεκατρείς ήσαν Γασκώνοι. Από κει και πέρα η ιταλική επιρροή στο Ιερό Κολλέγιο μειώθηκε ραγδαία. Για κάποιο διάστημα πρόβαλλε πολύ η περήφανη μορφή τού καρδινάλιου Ναπολεόνε Ορσίνι. Ήταν Ρωμαίος και μέλος τού Κολλεγίου για πενηντατέσσερα χρόνια (από τον Μάιο τού 1288 μέχρι τον Μάρτιο τού 1342). Ως καρδινάλιος υπηρέτησε επτά πάπες. Είχε δική του πολιτική. Οι αποφάσεις του στο κογκλάβιο βοήθησαν να εκλεγούν τόσο ο Κλήμης Ε’ όσο και ο Ιωάννης ΚΒ’. Αλλά φυσικά η τιάρα ήταν πολύ πέρα από τις δυνατότητές του, γιατί τα κογκλάβια περιλάμβαναν πάντοτε πάρα πολλούς καρδινάλιους από το γαλλικό Mιντί.53
Η διαρκώς αυξανόμενη γαλλική υπεροχή στο Κολλέγιο υποβίβασε τελικά τον Ναπολεόνε και τούς άλλους Ιταλούς καρδινάλιους σε ανικανότητα, την οποία μπορούσαν να ανακουφίσουν μόνο μηχανορραφώντας εναντίον τού πάπα ή προσπαθώντας να τού αντιταχθούν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Έτσι τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1323, καθώς ο Ιωάννης ΚΒ’ απομάκρυνε την προσοχή του από τη Σταυροφορία (για την οποία ο Κάρολος Δ’ τής Γαλλίας είχε μόλις ζητήσει τεράστια επιχορήγηση σε άνδρες και χρήματα), ανήγγειλε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο ότι σκόπευε να καθαιρέσει τον Λουδοβίκο τής Βαυαρίας, «που αυτοαποκαλείται βασιλιάς τής Γερμανίας» και ήταν υποστηρικτής των αιρετικών. Οι καρδινάλιοι έμειναν όλοι έκπληκτοι και κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει, «εκτός από τον κύριο Ναπολεόνε (Ορσίνι), τον κύριο Πιέτρο Κολόννα και τον κύριο Τζάκομο Καετάνι, που είπαν ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο σκάνδαλο και δεν θα πετύχαινε τίποτε άλλο παρά επιστροφή στον πόλεμο μεταξύ αυτοκρατορίας και εκκλησίας». Ο πάπας ήταν έξω φρενών, ειδικά εναντίον τού Πιέτρο Κολόννα, ο οποίος τού αντιτάχθηκε. Την Τετάρτη, στις 5 τού μηνός, υπήρξε άλλη συνεδρίαση τού εκκλησιαστικού συμβουλίου και οι τρεις Ιταλοί καρδινάλιοι αρνήθηκαν και πάλι να υποχωρήσουν, αλλά δύο ημέρες αργότερα είπαν στον Ιωάννη ότι θα έκαναν αυτό που επιθυμούσε. Όμως όταν το Σάββατο, στις 8 τού μηνός, διαβάστηκε τελικά η «διαδικασία» κατά τού Λουδοβίκου, όσο σκληρή κι αν ακουγόταν για τούς οπαδούς τής αυτοκρατορίας, ήταν πολύ λιγώτερο σκληρή απ’ ό,τι ήθελε αρχικά ο οργισμένος πάπας.54 Αλλά οι αντιφρονούντες Ιταλοί καρδινάλιοι αρνήθηκαν και πάλι να δώσουν τη συναίνεσή τους.55 Παρά το γεγονός ότι η διανομή τόσων κόκκινων καπέλων καρδιναλίων σε νότιους Γάλλους είχε αλλάξει τα πολιτικά ενδιαφέροντα καθώς και την κοινωνική όψη τού Κολλεγίου, η σταυροφορία παρέμενε ακόμη θέμα συζήτησης, το οποίο (όπως θα δούμε) έφτασε τελικά σε σημείο αποφασιστικής δράσης κατά τη δεκαετία τής παπικής θητείας τού Κλήμεντος ΣΤ’.
Τα κείμενα που δημοσιεύθηκαν από τον Φίνκε από τα Αρχεία τού Στέμματος τής Αραγωνίας (Arxiu de la Corona d’ Arago) στη Βαρκελώνη μάς δίνουν τη δυνατότητα να περπατήσουμε στους βρώμικους και γεμάτους κόσμο δρόμους τής Αβινιόν σε όλη τη διάρκεια τού πρώτου τέταρτου τού 14ου αιώνα. Τα αρχεία περιέχουν 6.389 τόμους (ή «μητρώα») με περίπου 3.194.500 έγγραφα, που χρονολογούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον Μεσαίωνα. 338 τόμοι, με περισσότερα από 300.000 έγγραφα, έχουν διασωθεί από την εποχή τού βασιλιά Ιακώβου Β’ (1291-1327), τού οποίου οι απεσταλμένοι τον κρατούσαν καλά ενημερωμένο για τις συνθήκες και τα γεγονότα στην Αβινιόν. Οι επιστολές τους αποτελούν ανεκτίμητη πηγή κοινωνικής ιστορίας τόσο τής πόλης όσο και τής παπικής κούρτης. Έτσι τον Οκτώβριο τού 1316 ο Πονς ντε Γουάλβα, επίσκοπος Βαρκελώνης (1303-1334) και ο Βιδάλ ντε Βιλλανόβα, ένας από τις πιο γνωστούς διπλωμάτες τής εποχής του, έφτασαν στην Αβινιόν σε σημαντική αποστολή για τον Ιάκωβο Β’ και στις 17 τού μηνός έστειλαν στον βασιλιά την πρώτη αναφορά τους. Γινόταν λόγος για σταυροφορία, έγραφαν, και προφανώς είχε υπάρξει κάποια μικρή πρόοδος όσον αφορά την οργάνωση σταυροφορίας. Μερικοί ιππότες είχαν πάρει τον σταυρό για υπερπόντια υπηρεσία «ως ένδειξη μετάνοιας». Ο πάπας επιτίθετο στον επιδεικτικό τρόπο ζωής των καρδιναλίων και είχε περιορίσει τον αριθμό των ακολούθων (scutiferi), υπηρετών και ιερέων τους. Τα μέχρι τότε πλούσια δείπνα τους θα αποτελούσαν παρελθόν. Από δω και μπρος στα γεύματα δεν θα σερβίρονταν περισσότερα από δύο πιάτα (jercuia).56 Οι ιεράρχες που δεν ανήκαν στην παπική κούρτη θα επέστρεφαν στις επισκοπές τους όταν θα τελείωνε η δουλειά τους στην Αβινιόν. Κατά τα άλλα σχεδόν τίποτε καινούργιο δεν υπήρχε στην παπική κούρτη.
Η ίδια η Αβινιόν ήταν φρίκη. Οι δύο απεσταλμένοι είχαν οικτρά στεγαστεί σε δημόσια πανδοχεία, «λόγω τής μεγάλης πίεσης των ανθρώπων». Οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι λάσπες. Η δυσοσμία ήταν αφόρητη. Μάλιστα τα καταλύματά τους βρωμούσαν και αποτελούσαν κίνδυνο για την υγεία. Ήταν επίσης ταπεινωτικό για την Αυτού Μεγαλειότητα ότι μια καταλανική πρεσβεία στεγαζόταν τόσο άσχημα. Γι’ αυτόν τον λόγο επρόκειτο να μετακινηθούν απέναντι από τον Ροδανό, στο προάστιο τού Σαν Αντρέ (όπου το μεταγενέστερο φρούριο είχε χτιστεί στην κορυφή τού λόφου), στη Βιλνέβ-λεζ-Ᾱβινιόν (στο γαλλικό έδαφος). Έτσι θα προστατευόταν η αξιοπρέπειά τους και θα διασφαλιζόταν καλύτερα η υγεία τους, έχοντας τον ποταμό ανάμεσα σε αυτούς και την «πόλη που βρωμοκοπούσε» (fetida civitas). Ήταν εύκολο για αυτούς να περνούν τη γέφυρα Σαιν Μπενεζέ, που συνέδεε το Σαιν Αντρέ με την Αβινιόν, και έτσι να προσέρχονται καθημερινά στην παπική κούρτη. Παρά τις προφυλάξεις τους ο Βιδάλ αρρώστησε.57 Αυτή ήταν η Αβινιόν κατά τα πρώτα χρόνια των παπών, ενώ καθώς ο πληθυσμός συνέχιζε να αυξάνεται, οι συνθήκες δεν βελτιώνονταν σχεδόν καθόλου. Μερικοί από τούς πιο πλούσιους καρδινάλιους μετακόμισαν στη Βιλλνέβ (όπως και οι Καταλανοί απεσταλμένοι), έχτισαν παλάτια και στέγασαν το προσωπικό τους σε πιο ευρύχωρα καταλύματα από εκείνα που μπορούσαν να βρεθούν στην Αβινιόν. Τα απομεινάρια μερικών από τα αρχοντικά τους (livrees) εξακολουθούν να είναι ορατά κοντά στην εκκλησία τής Νοτρ Νταμ και κατά μήκος τής Ρυ ντε λα Ρεπουμπλίκ τής Βιλλνέβ. Δεν είναι λοιπόν αξιοθαύμαστο ότι ο Μαύρος Θάνατος, η πανούκλα, πήρε τόσα πολλά μέλη τής παπικής κούρτης το 1348, όταν δεκατέσσερις θάφτηκαν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο με το μικρό κόστος των δύο φλουριών για κάθε κηδεία.58 Αλλά ο συνωστισμός σε ορισμένες ενορίες γινόταν ακόμη χειρότερος με τα χρόνια. Η πανούκλα τού 1348 σκότωσε 93 γνωστά μέλη τής κούρτης (περίπου το 14 τοις εκατό τού συνολικού αριθμού των παπικών αξιωματούχων και χαμηλότερων υπαλλήλων), ενώ η δολοφονική πανούκλα τού 1361 πήρε τη ζωή από 97 μέλη τής κούρτης (περίπου το 18 τοις εκατό τού συνόλου). Η θνησιμότητα ήταν υψηλότερη στην υπόλοιπη πόλη και σε διάφορες θρησκευτικές κοινότητες τού Μιντί, ενώ πολλά ονόματα μελών τής κούρτης (4.253 είναι γνωστά για την περίοδο 1309-1376) εξαφανίζονται από τα αρχεία χωρίς ένδειξη αν ήταν η πανούκλα αυτή που τα απομάκρυνε από τη σκηνή.59
Αν και τα πλούτη των Αρχείων τού Βατικανού φαίνονται ανεξάντλητα, δεν μάς λείπουν και οι έντυπες πηγές. Σχεδόν κάθε πτυχή τής ζωής στην παπική κούρτη αποτυπώνεται από τον Καρλ Χάινριχ Σάφερ στους σημαντικούς τόμους των «Εκδόσεων τού Αποστολικού Ταμείου» (Ausgaben der Apostolischen Kammer), οι οποίες μάς δίνουν εύκολη πρόσβαση στις δαπάνες (exitus) τού παπικού Ταμείου (Camera Apostolica) την περίοδο τής θητείας ορισμένων από τούς πάπες τής Αβινιόν. Εδώ μπορούμε να βρούμε το κόστος παπικών στέψεων, δεξιώσεων, κηδειών, γάμων παπικών ανηψιών, δώρων προς ηγεμόνες, πρέσβεις, καρδινάλιους και άλλες προσωπικότητες. Οι αποδοχές των αξιωματούχων και των ιερέων τής κούρτης, οι αμοιβές γιατρών, τα έξοδα νούντσιων και αγγελιοφόρων και οι μισθοί των υπηρετών παρέχονται μήνα με τον μήνα. Το κόστος χαρτιού και περγαμηνής, βιβλιοδεσίας βιβλίων και αντιγραφής εγγράφων, καθώς και τέλη φωτισμού είναι όλα καταγεγραμμένα δεόντως. Οι παπικοί λογαριασμοί διατηρούν ορισμένα ασυνήθιστα στοιχεία για ποσά που πληρώθηκαν στον Ματτέο Τζοβανέττι από το Βιτέρμπο για (ακόμη υπάρχουσες) τοιχογραφίες στο παπικό ανάκτορο, ενώ χρόνο με τον χρόνο καταγράφουν τις δαπάνες για μισθούς και οικοδομικά υλικά, αμοιβές εργολάβων και αγορές γειτονικών εκτάσεων και σπιτιών για τη διεύρυνση τού ανακτόρου, κατά τη διάρκειας τής παπικής θητείας τού Βενέδικτου ΙΒ’ και τού Κλήμεντος ΣΤ’. Το κόστος συντήρησης τής παπικής κουζίνας, τής αποθήκης τροφίμων, τού κελαριού κρασιών, των στάβλων και των τιμών που πληρώθηκαν για λάδι, τρόφιμα, μπαχαρικά, γλυκά, και για φάρμακα, ύφασμα, ενδύματα και άμφια καταγράφονται όλα με ιδιαίτερη ακρίβεια. Βρίσκουμε τον Κλήμεντα ΣΤ’ να ετοιμάζει τον τάφο του στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων στο Σαιζ Ντιέ (Chaise Dieu, Casa Dei) και τον Iννοκέντιο ΣΤ’ να ετοιμάζει τον τάφο του στο Καρτουσιανό μοναστήρι στη Βιλλνέβ-λεζ-Αβινιόν.60
Οι γραφείς τού παπικού ταμείου τηρούσαν προσεκτικά αρχεία των δαπανών και ο Γιόχαν Πέτερ Κιρς μάς έχει δώσει αρχειακά κείμενα, που επιτρέπουν να εκτιμηθεί το κόστος τής μετακίνησης τού παπισμού από την Αβινιόν στη Ρώμη υπό τον Ούρμπαν Ε’ (από τις 30 Απριλίου έως τις 16 Οκτωβρίου 1367) και ξανά υπό τον Γρηγόριο ΙΑ’ (από τις 13 Σεπτεμβρίου 1376 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 1377). Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο Γρηγόριος φυσικά δεν άφησε ποτέ τη Ρώμη, όπου πέθανε στις 27 Μαρτίου 1378. Η κούρτη κινούνταν αργά, ενώ κατά τη διάρκεια και των δύο ταξιδιών προς τη Ρώμη τα μέλη της (curiales) κατανάλωσαν τις συνήθεις άφθονες ποσότητες κρασιού, ψαριών, χοιρινού κρέατος και τυριού και χρησιμοποιούσαν δεσμίδες περγαμηνής. Τόσο το παλάτι τού Λατερανού όσο και το Βατικανό είχαν περιέλθει σε θλιβερή ερείπωση κατά τη διάρκεια τής απουσίας των παπών για περισσότερα από εξήντα χρόνια και δεδομένου ότι ο Ούρμπαν είχε αποφασίσει να ζήσει στον Άγιο Πέτρο, το παλάτι τού Βατικανού χρειαζόταν νέες στέγες, οροφές, πόρτες, παράθυρα και άλλες λεπτομέρειες αποκατάστασης, για τις οποίες από τις 27 Απριλίου 1367 μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1368 καταβλήθηκαν 15.569 χρυσά φλουριά.61 Η βασιλική τού Λατερανού Σαν Πάολο «Έξω από τα Τείχη» (Fuori le Mura),62 καθώς και άλλες εκκλησίες, έπρεπε να αποκατασταθούν, να ξαναφτιαχτούν οι κήποι και οι αμπελώνες τού Βατικανού, να ξαναχτιστούν στάβλοι, να επισκευαστούν τείχη, δρόμοι και υδραγωγεία και να γίνουν δαπανηρές προμήθειες για τούς καρδινάλιους και την παπική κούρτη.
Ο Ούρμπαν δαπάνησε 4.000 φλουριά για ασημένιες λειψανοθήκες, στις οποίες θα τοποθετούνταν τα κεφάλια των αποστόλων Πέτρου και Παύλου.63 Υπήρχε έκρηξη στα οικοδομικά επαγγέλματα. Ξυλουργοί ήσαν συνεχώς απασχολημένοι κατασκευάζοντας έπιπλα ή ξαναφτιάχνοντας δωμάτια στο παπικό ανάκτορο και στα καταλύματα των καρδιναλίων και των αξιωματούχων τής κούρτης. Στα χυτήρια έχυναν καμπάνες εκκλησιών. Ποσότητες κρασιού στέλνονταν από την Αβινιόν:64 θα περνούσε πολύς χρόνος μέχρι να συνηθίσει η κούρτη τα ιταλικά κρασιά. Κατά τη διάρκεια τού έκτου έτους τής παπικής του θητείας (από τις 6 Νοεμβρίου 1367 μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1368), ο Ούρμπαν ξόδεψε 15.737 χρυσά φλουριά και 150 χρυσά δουκάτα στο «αποστολικό κάστρο» (castrum apostolicum) στο Μοντεφιασκόνε,65 όπου ήθελε να περνά το καλοκαίρι, ενώ οι λογαριασμοί εξόδων (exitus) μαρτυρούν τούς σκοπούς για τούς οποίους δαπανήθηκαν τα χρήματα, καθώς και την ακραία δυσφορία υπό την οποία εργάζονταν οι αξιωματούχοι τής κούρτης, όταν η αυλή επανερχόταν στην από μακρού καθυστερούσα διαμονή της στη Ρώμη.
Ενώ σχέδια εξακολουθούσαν να γίνονται στην Αβινιόν για την πρώτη επιστροφή στον Άγιο Πέτρο (το 1365) και ο Ούρμπαν ενδιαφερόταν για την αναφύτευση τού κήπου και των αμπελιών τού Βατικανού,66 προσπάθησε να στρατολογήσει σταυροφόρους ανάμεσα στους πειρατές-μέλη των μισθοφορικών εταιρειών, οι οποίες κατέστρεφαν τότε την Ιταλία, για αντι-τουρκική εκστρατεία.67 Ένα από τα κυριότερα γεγονότα των τριών ετών τού Ούρμπαν στη Ρώμη (ή μάλλον στην Ιταλία) ήταν η διακήρυξη λατινικής καθολικής πίστης από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ο οποίος αναζητούσε βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Η τελετή έγινε τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Λουκά (18 Οκτωβρίου 1369) στο οσπιτάλιο τού Αγίου Πνεύματος (S. Spirito) «στη Σάσσια», ενώ τρεις ημέρες αργότερα ο Ούρμπαν υποδέχθηκε τον αυτοκράτορα στα σκαλιά τού Αγίου Πέτρου, αποδεχόμενος την υπακοή του και μπαίνοντας μαζί του στην εκκλησία για την τέλεση τής λειτουργίας. Ο Ιωάννης παρέμεινε στη Ρώμη για πέντε μήνες και από εκεί συνέχισε με την ακολουθία του προς τη Βενετία. Ο Ούρμπαν επέστρεψε στην Αβινιόν, προς εύγλωττο ερεθισμό τού Πετράρχη. Ο Ιωάννης είχε βέβαια αποδεχθεί τη λατινική πίστη για τον εαυτό του και μόνο. Κανένας Έλληνας κληρικός δεν τον είχε συνοδεύσει. Και παρά το γεγονός ότι δεν επρόκειτο καθόλου για ένωση Εκκλησιών, στην κούρτη φαινόταν προφανώς βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.68 Όμως Έλληνες και Λατίνοι είχαν προ πολλού πάρει ξεχωριστούς δρόμους, ενώ όταν εβδομήντα χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε στη Φλωρεντία η ένωση των Εκκλησιών, ο ελληνικός κλήρος και λαός επέλεξε να μην την αποδεχθεί.
Η τόλμη και η συχνότητα των τουρκικών επιδρομών από τα εμιράτα τής Ανατολίας προκαλούσαν διαρκή φόβο στη Βενετία, την Αβινιόν και το Παρίσι. Στις 21 Ιουνίου και στις 16 Ιουλίου 1318 ο Νικολό Ζιάνι ή Ζάνε, ο Ενετός δούκας τής Κρήτης και οι φεουδάρχες του, κατήγγειλαν στον δόγη Τζοβάνι Σοράντσο ότι οι Τούρκοι παρενοχλούσαν συνεχώς τα νησιά τού Αιγαίου και τα ενετικά εμπορικά πλοία, παρά την «ειρήνη και ομόνοια» (pax et concordia) που είχε η Δημοκρατία με τις τουρκικές αρχές. Όταν ο Ζιάνι διαμαρτυρήθηκε, πήρε ως απάντηση ειλικρινή λόγια, «οι ονομαζόμενοι Τούρκοι είναι άνθρωποι χωρίς αξιοπιστία» (sed dicti Turchi [sunt] homines sine fide), ενώ οι ευρείας κλίμακας επιθέσεις στα νησιά έδειχναν κάθε σημάδι συνέχισης.69 Οι Ενετοί ζούσαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από το εξωτερικό τους εμπόριο,70 όπως καταλάβαινε καθένας στη λιμνοθάλασσα, και ανησυχούσαν πάντοτε όταν μουσουλμάνοι πειρατές ή άλλοι διέκοπταν τη μεταφορά εμπορευμάτων στους θαλάσσιους διαδρόμους τής Μεσογείου.
Έτσι μακριά που ήταν η Κρήτη από τη Βενετία, αποτελούσε ήδη μια από τις πολυτιμότερες ανατολικές κτήσεις τής Δημοκρατίας για περισσότερο από έναν αιώνα. Οι Ενετοί είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού στο νησί τον Αύγουστο τού 1204,71 όπως έχουμε σημειώσει, και στη συνέχεια έπρεπε να την αποσπάσουν από τούς Έλληνες και να την προστατεύσουν από τούς Γενουάτες.72 Τα χρόνια που είχαν περάσει είχαν απαιτήσει αδιάλειπτη επαγρύπνηση και μεγάλη επένδυση σε άνδρες και χρήματα για να κρατηθούν στο νησί. Αν και κατά το μεγαλύτερο μέρος οι Έλληνες κάτοικοι τής Κρήτης, ευγενείς και αγρότες, διατηρούσαν την κατοχή τής ιδιοκτησίας τους καθώς και το αστικό τους δίκαιο, ήσαν ανυπάκουοι και ανυπότακτοι. Ο δούκας τού Χάνδακα διατηρούσε γενικά το αξίωμα για δύο χρόνια, και συνοδευόταν από δύο ειδικούς συμβούλους και δύο συμβούλια. Το μείζον συμβούλιο (consilium maius) συγκροτείτο από το σύνολο των Ενετών ευγενών που κατοικούσαν στην Κρήτη. Η Βενετία έδινε γη και φέουδα στην Κρήτη σε διάφορους πολίτες της, οι οποίοι για τις εκμεταλλεύσεις αυτές πρόσφεραν στρατιωτική υπηρεσία στον δούκα τού Χάνδακα. Παραχωρούσε επίσης και επικύρωνε την κατοχή φέουδων σε Έλληνες ευγενείς τού νησιού, που αναλάμβαναν ορισμένα ναυτικά, στρατιωτικά και διοικητικά καθήκοντα μέχρι την ενετική απόσυρση, ύστερα από τέσσερις αιώνες συχνά πολυτάραχης εξουσίας.73
Οι Ενετοί δυσκολεύονταν να πετύχουν ειρηνική κατοχή τής Κρήτης. Είχαν έρθει στο νησί ως λατινική καθολική στρατιωτική κάστα, η νομιμοφροσύνη τής οποίας προς την κυβέρνηση στην πατρίδα συντηρούνταν μέσω άκαμπτου διαχωρισμού από τούς Ορθόδοξους Έλληνες γηγενείς, οι οποίοι αγανακτούσαν πικρά για την πολιτική και κοινωνική κατωτερότητά τους, καθώς και για την οικονομική δουλεία την οποία είχε επιβάλει στους περισσότερους από αυτούς ο αποκλεισμός τους από την τοπική διοίκηση και (σε προηγούμενη περίοδο) από τη στρατιωτική υπηρεσία. Κανένας Κρητικός ελληνικής καταγωγής, για παράδειγμα, δεν μπορούσε να παντρευτεί Λατίνη μέχρι το τέλος τού 13ου αιώνα, ενώ τέτοιου είδους γάμοι παρέμεναν πάντοτε σπάνιοι. Οι γιοι τού Αγίου Μάρκου υπήρχαν σχεδόν ως φρουρά στην Κρήτη, γιατί οι ελληνικές εξεγέρσεις ήσαν συχνές, αλλά πολλές ενετικές οικογένειες πλούτισαν από το εμπόριο, που εισερχόταν στα λιμάνια τού νησιού ή έβγαινε από αυτά.
Η Κρήτη ήταν πλούσια σε φυσικά προϊόντα και εξήγαγε ορυκτά, κερί, μετάξι, τυρί, ζάχαρη, μέλι, καθώς και κρασιά, που ήσαν δελεαστικά ακόμη και για μουσουλμανικούς ουρανίσκους. Όμως κύριο εξαγώγιμο προϊόν ήσαν τα σιτηρά και η γεωργία ήταν πάντοτε πιο σημαντική από την αλιεία, καθώς και ασφαλέστερη. Η θέση τού νησιού επί των κυρίων διαδρομών τής Ανατολικής Μεσογείου το έκανε ένα από τα κύρια εμπορικά κέντρα τής Ανατολικής Μεσογείου. Τα ενετικά πλοία που είχαν προορισμό λιμάνια τής Ανατολής σταματούσαν τακτικά στους καλά οχυρωμένους σταθμούς τής Μεθώνης και τής Κορώνης (στον νοτιοδυτικό Μοριά), στα «κύρια μάτια τής Κοινότητας» (oculi capitales Comunis), όπως μερικές φορές αποκαλούνταν, πριν συνεχίσουν προς τον Χάνδακα (Κάντια), όπου μεγάλα ενετικά τείχη και το φρούριο που φέρει ακόμη τον θυρεό με τον λέοντα τού Αγίου Μάρκου υψώνονται στο λιμάνι τού σύγχρονου Ηρακλείου.74 Από τον Χάνδακα απέπλεαν κατευθείαν προς Αλεξάνδρεια, μεταφέροντας τα προσοδοφόρα εμπορεύματα για τα οποία ο παπισμός πάντοτε διαμαρτυρόταν και συχνά τα απαγόρευε.
Οι πραγματιστές Ενετοί προτιμούσαν πολύ την ειρήνη από τη σταυροφορία, γιατί οι σταυροφορικοί στόλοι θα ήσαν τόσο καταστροφικοί για τις επιχειρήσεις, όσο και οι μουσουλμάνοι πειρατές από τα εμιράτα τής Ανατολίας. Στις 17 Δεκεμβρίου 1331 η ενετική κυβέρνηση πήρε επιστολή από τον βασιλιά Φίλιππο ΣΤ’ τής Γαλλίας (με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου), με την οποία ζητούσε να τού σταλούν μέχρι τα Χριστούγεννα ορισμένοι καλοί και έμπειροι πολίτες τής Δημοκρατίας, για να τού πουν πόσα και ποια είδη πλοίων και προμηθειών θα ήσαν αναγκαία για τη σταυροφορία που σχεδιαζόταν, ποιο θα ήταν το κόστος και τι είχε η ίδια η Βενετία πρόθεση να πράξει και να παράσχει στην επικίνδυνη επιχείρηση. Ήθελε επίσης οι Ενετοί απεσταλμένοι να έχουν την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, ώστε να δεσμεύουν τη Δημοκρατία σε συγκεκριμένη πορεία δράσης.75
Οι Ενετοί δεν απάντησαν μέχρι τις 11 Μαΐου τού επόμενου έτους. Οι απεσταλμένοι τους θα ενημέρωναν τον Φίλιππο, ότι η υποστήριξη τού παπισμού και η εδραίωση ειρήνης στην Ευρώπη θα ήσαν ουσιαστικής σημασίας για την επιτυχία τού έργου του. Όσο για τις στρατιωτικές δυνάμεις, 20.000 ιππείς (milites) και 50.000 πεζοί (pedites) θα αρκούσαν για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Οι Ενετοί δήλωναν πρόθυμοι να παράσχουν, με δαπάνες τού βασιλιά, τουλάχιστον εκατό γαλέρες, πλοία μεταφοράς αλόγων και άλλα σκάφη, για τη μεταφορά προς ανατολάς 5.000 αλόγων, 5.000 πάνοπλων ανδρών, 10.000 ακολούθων και 20.000 πεζών «με όπλα, ιπποσκευές, τρόφιμα και ζωοτροφές επαρκή για τα εν λόγω πρόσωπα και άλογα για ένα χρόνο, όπου τα τρόφιμα θα μεταφέρονταν σε δύο ταξίδια [in duabus vicibus seu muduis]». Οι προμήθειες θα μπορούσαν να εξασφαλίζονται από τη Νάπολη, τη Σικελία, την Ελλάδα, τη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και από το νησί τής Κρήτης. Όταν το «γενικό πέρασμα» (passagium generale) θα οργανωνόταν τελικά και όταν ο Φίλιππος ΣΤ’ θα ξεκινούσε ο ίδιος, οι Ενετοί θα παρείχαν με δικά τους έξοδα 4.000 ναυτικούς (homines de mari) και αρκετές γαλέρες για να τούς πάρουν ανατολικά, ενώ θα διατηρούσαν αυτό το ναυτικό σύνολο κατά τη διάρκεια των έξι πιο πλοηγίμων μηνών τού έτους, αφήνοντας ακόμη και ορισμένες γαλέρες σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια τού χειμώνα.76
Ο Φίλιππος ΣΤ’ μιλούσε για σταυροφορία επί τέσσερα περίπου χρόνια πριν πάρει τελικά το σταυρό στο Παρίσι την 1η Οκτωβρίου 1333, αφού πριν ο Πιέρ Ροζέ, αρχιεπίσκοπος τής Ρουέν (και αργότερα πάπας Κλήμης ΣΤ’) είχε κηρύξει σταυροφορικό κήρυγμα ενώπιον συγκέντρωσης Γάλλων ιεραρχών και βαρώνων, κατά την οποία ο Φίλιππος Γ’ τής Ναβάρρας και οι δούκες Μπραμπάντ, Βουργουνδίας και Boυρβώνων είχαν επίσης δεσμευτεί να συμμετάσχουν στο «άγιο υπερπόντιο ταξίδι» (saint voiage d’ oultremer). Αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγο ο Φίλιππος ΣΤ’ ανέβαλλε πάντοτε την αναχώρησή του για την Ανατολή (κυρίως, βέβαια, λόγω τής αβεβαιότητάς του για την επόμενη κίνηση τού Εδουάρδου Γ’ εναντίον τής Γαλλίας) και τελικά στις 13 Μαρτίου 1336 ο Βενέδικτος ΙΒ’ θα τού ζητούσε να αναβληθεί η σταυροφορία, μέχρι να αποκατασταθεί η ηρεμία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.77
Οι Ανδεγαυοί ενδιαφέρονταν πάντοτε για την Ανατολή. Ο Φίλιππος [Α’] τού Τάραντα έφερε από το 1313 τον υπερήφανο τίτλο τού Λατίνου αυτοκράτορα,78 αλλά την απαίτησή του για τον θρόνο τής Κωνσταντινούπολης την έπαιρναν σοβαρά μόνο στη Νάπολη. Οι Ενετοί είχαν ενθαρρύνει τον Φίλιππο ΣΤ’ στα σταυροφορικά του σχέδια και φυσικά κοίταζαν επίσης προς την αυλή των Ανδεγαυών στη Νάπολη. Διάφορα ενετικά έγγραφα τής περιόδου 1331-1333 αφορούν σχέδια για σταυροφορία, ενώ στις 6 Απριλίου 1332 η Γερουσία έδινε εντολή στον πρόξενό της στην Απουλία να παροτρύνει τον Ροβέρτο Σοφό να συμμετάσχει στην αντι-τουρκική συμμαχία που οργανωνόταν τότε. Ο πρόξενος είχε ήδη βρει τον Ροβέρτο να διάκειται θετικά προς την ιδέα.79
Ο φόβος των Τούρκων είχε γίνει τόσο μεγάλος, ώστε οι Ενετοί αποφάσισαν τελικά να αναλάβουν πιο αποφασιστική δράση. Στις 22 Ιουνίου 1332 η Γερουσία απαγόρευσε στους Ενετούς εμπόρους, με την απειλή βαριών ποινών, να συναλλάσσονται με τούς Τούρκους, επειδή τέτοιου είδους εμπόριο πρόσθετε στη δύναμη των απίστων, ενώ στις 7 Ιουλίου η Γερουσία ανέθεσε στον νέο βαΐλο, στον δρόμο του προς την Κωνσταντινούπολη, να επιδιώξει τη συμμετοχή τού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου σε αντι-τουρκική συμμαχία. Ο βαΐλος θα κρατούσε τούς συναδέλφους του στην Κρήτη και στο Νεγκροπόντε ενήμερους ως προς την έκταση τής επιτυχίας του στην αυτοκρατορική αυλή, ενώ κι εκείνοι θα τον ενημέρωναν για την πρόοδο των δικών τους διαπραγματεύσεων με τούς δυνάστες τού νησιού και τούς Ιωαννίτες ιππότες.80 Οι διπλωματικοί τροχοί γύριζαν τώρα πιο γρήγορα και στις 18 Ιουλίου ο δόγης Φραντσέσκο Ντάντολο ανέθεσε στον Πιέτρο Ζένο, τον κυβερνήτη και βαΐλο τού Νεγκροπόντε και στον Πιέτρο ντα Κανάλε, «διοικητή των γαλερών τού Κόλπου», να οργανώσουν συμμαχία κατά των Τούρκων με όποιους μπορούσαν και ιδιαίτερα με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και τον Ελιόν ντε Βιλλνέβ, τον μάγιστρο των Ιωαννιτών.81 Ο Κανάλε βρήκε τον Ανδρόνικο πιο δεκτικό στην ιδέα τής δημιουργίας ένωσης «για την καταδίωξη των Τούρκων και την υπεράσπιση τής Ορθόδοξης πίστης» (ad persecutionem Turchorum et defensionem fidei orthodoxe) και στις 26 Αυγούστου (1332) ο αυτοκράτορας όρισε τον Ενετό πλοίαρχο ως δικό του επίσης αντιπρόσωπο, για να κάνει συμμαχία με τον μάγιστρο «και με όλους τούς άλλους», για κοινή δράση κατά των Τούρκων.82
Από την ενετική σκοπιά η ώρα για δράση είχε σίγουρα έρθει. Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’, ο οποίος είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να ξεκινήσει εκστρατεία κατά των Τούρκων, έγραφε στον δόγη Φραντσέσκο Ντάντολο στις 23 Ιουλίου 1332, ότι τα πλήγματα που είχαν υποστεί οι Ενετοί από τούς Τούρκους μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν θεομηνία θείας δίκης εναντίον τους, λόγω τής αμελούς αυταρέσκειας με την οποία η Δημοκρατία είχε επιτρέψει σε σχισματικούς και αιρετικούς τόση απρεπή ελευθερία στις υπερπόντιες κτήσεις της.83 Όμως οι Ενετοί είχαν πάψει να χρειάζονται παπικές παραινέσεις. Στις 6 Σεπτεμβρίου (1332) ο Πιέτρο ντα Κανάλε ως εκπρόσωπος τόσο τής Βενετίας όσο και τού Βυζάντιου είχε συναντηθεί με τον μάγιστρο Ελιόν ντε Βιλλνέβ παρουσία μαρτύρων στην αίθουσα τού τελευταίου στη Ρόδο, για να διαμορφώσουν «ένωση, συνομοσπονδία, συμμαχία και κοινωνία (unio, confederate, liga et societas) για την εξύψωση και τον έπαινο τού θείου ονόματος και τη σύγχυση των Αγαρηνών». Η ένωση θα διαρκούσε πέντε χρόνια και θα συντηρούσε στόλο είκοσι καλά εξοπλισμένων και πλήρως εφοδιασμένων γαλερών, από τις οποίες το Βυζάντιο θα συνεισέφερε δέκα, η Βενετία έξι και οι Ιωαννίτες τέσσερις. Ο στόλος θα συγκεντρωνόταν στο λιμάνι τού Nεγκροπόντε μέχρι τις 15 Απριλίου 1333, οπότε όλες οι γαλέρες έπρεπε να είναι έτοιμες για δράση κατά των Τούρκων. Οι Κανάλε και Ελιόν ντε Βιλλνέβ αντάλλαξαν επίσημους όρκους ότι η ένωση θα διατηρούνταν αποφασιστικά (inconcusse) κατά τη συγκεκριμένη πενταετία.84
Περί το 1333 οι Ανδεγαυοί, οι Ενετοί και ο παπισμός τής Αβινιόν βρέθηκαν αντιμέτωποι με απρόβλεπτο εχθρό. Νέο αστέρι φαινόταν να έχει ανατείλει στο τουρκικό στερέωμα, ο νεαρός Ουμούρ πασάς, που σύντομα θα διαδεχόταν τον πατέρα του Μεχμέτ ως εμίρης Αϊδινιού, τής αρχαίας Λυδίας στη δυτική Μικρά Ασία. Το 1328-1329 ο Ουμούρ πασάς είχε πάρει το φρούριο στο λιμάνι τής Σμύρνης από τον διάσημο Μαρτίνο Ζακκαρία και είχε έτσι ανοίξει το Αιγαίο σε ακόμη πιο εκτεταμένες τουρκικές επιδρομές. Ο Ουμούρ πασάς έκανε στη συνέχεια προσπάθεια, προφανώς τον Αύγουστο τού 1332, κατά τής βυζαντινής Καλλίπολης, ενώ το 1332 (ή το 1333) ήταν επικεφαλής εκστρατείας λεηλασίας εναντίον τής μαρκιωνίας τής Μενδενίτσας (Βουδουνίτσας), τής βόρειας ακτής τού Νεγκροπόντε, καθώς και των ανατολικών ακτών τού Μοριά και αποβιβάστηκε για λίγο στο τότε κατεχόμενο από τούς Βυζαντινούς νησί τής Σαλαμίνας. Δεδομένου όμως ότι ο πατέρας τού Ουμούρ, ο Μεχμέτ πασάς, υποτίθεται ότι είχε συνθήκη με τη βυζαντινή κυβέρνηση, ο Ουμούρ κατεύθυνε την εχθρότητά του κυρίως εναντίον των λατινικών κρατών στην Ελλάδα και τα νησιά.85
Στο μεταξύ η ημερομηνία τού προσδιορισμένου ραντεβού είχε περάσει χωρίς αποτελεσματική δράση. Ο πάπας και ο βασιλιάς Ροβέρτος τής Νάπολης ήσαν ακόμη ενθουσιώδεις για τη συμμαχία και πρόθυμοι να τη δουν να μπαίνει σε εφαρμογή. Σε επιστολή του προς τον δόγη (στις 28 Αυγούστου 1333) ο πάπας υπογράμμιζε τη συνεχιζόμενη αξιοθρήνητη κατάσταση των ανατολικών υποθέσεων και τη σκληρή καταπίεση των Τούρκων.86 Όμως οι Κρητικοί βρίσκονταν σε εξέγερση κατά τής ενετικής εξουσίας σε όλη τη διάρκεια τού τέλους τού καλοκαιριού και τού φθινοπώρου τού 1333 και παρά το γεγονός ότι η Γερουσία υπογράμμιζε την επιθυμία της να ανταποκριθεί σε όλες τις υποχρεώσεις τής Δημοκρατίας απέναντι στη νεοσύστατη συμμαχία, φαινόταν δύσκολο να το πράξει πριν καταστείλει τούς εξεγερμένους.87
Ο Ροβέρτος, παρά την προσχώρηση τού Ανδρόνικου στη συμμαχία και τη συνακόλουθη σύγκρουση με τη διεκδίκηση των Ανδεγαυών-Βαλώνων επί τής Κωνσταντινούπολης, είχε γίνει τόσο ευνοϊκός προς την ιδέα τής σταυροφορίας, που πρότεινε στον πάπα Ιωάννη ΚΒ’ το 1333, ότι οι φόροι δεκάτης που συλλέγονταν στην Ιταλία έπρεπε να δαπανηθούν σε πόλεμο «εναντίον των επιδρομών των Τούρκων» (adversus Turcarum irruptiones). Ο Ιωάννης απάντησε (στις 19 Νοεμβρίου) ότι τίποτε δεν μπορούσε να αποφασιστεί χωρίς να συμβουλευτούν τον Φίλιππο ΣΤ’, στον οποίο είχε στην πραγματικότητα χορηγηθεί φόρος δεκάτης έξι ετών για σταυροφορία στο εξωτερικό. Ο Ιωάννης είπε στον Ροβέρτο ότι δεν είχε την πρόθεση να θέσει όλο το βάρος μιας σταυροφορίας πάνω στον παπισμό. Όταν ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα ήταν έτοιμος να πάει και οι άλλοι ηγεμόνες έτοιμοι να ενωθούν μαζί του, τότε από τη χριστιανοσύνη δεν θα έλειπαν ούτε οι πόροι τής εκκλησίας ούτε οι συμβουλές τού Ιερού Κολλεγίου.88
Κατά τη στιγμή τής επίθεσης τού Ουμούρ πασά κατά τού Νεγκροπόντε Ενετός βαΐλος ήταν ο γενναίος Πιέτρο Ζένο, στον οποίο σύντομα ανατέθηκε η ευθύνη για τις γαλέρες που στρατολογούνταν για την αντι-τουρκική συμμαχία. Σε μεγάλη ναυμαχία σε κολπίσκο κοντά στο Αδραμύττιον (Εντρεμίτ) ο Ζένο νίκησε την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 1334 τον Γιαχσί, εμίρη τού Καρασού, πράγμα που ελάττωσε τις τουρκικές επιδρομές στο Αιγαίο για κάποιο διάστημα, αλλά δεν μείωσε καθόλου την τόλμη ή τη δύναμη τού Ουμούρ πασά.89 Εξάλλου όταν πέθανε ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ (στις 4 Δεκεμβρίου 1334) και η Αγγλία και η Γαλλία πλησίαζαν περισσότερο στη σύγκρουση που έγινε γνωστή ως Εκατονταετής Πόλεμος, η συμμαχία έπαψε να λειτουργεί. Στις αρχές τού επόμενου έτους ο Ουμούρ πασάς επανέλαβε τις επιθέσεις του κατά χριστιανικών εδαφών, αυτή τη φορά κατά τού Μοριά.90
Με την έναρξη τής πέμπτης δεκαετίας τού 14ου αιώνα, λίγο πριν την εκλογή τού Πιέρ Ροζέ ως πάπα Κλήμεντος ΣΤ’ (στις 7 Μαΐου 1342), η τουρκική απειλή στην ανατολική Μεσόγειο είχε φτάσει σε ανησυχητικές διαστάσεις. Οι Λατίνοι δεν είχαν επιτύχει καμία αξιοσημείωτη επιτυχία επί των μουσουλμάνων μετά την πτώση τής Άκρας, ενώ δεν λείπουν τα κείμενα που επεξηγούν τις χριστιανικές ανησυχίες. Οι Ενετοί είχαν δει τα νησιά τού Αιγαίου και την ελληνική ηπειρωτική χώρα να μαστίζονται, μέχρι που φαινόταν πια ότι λίγα πράγματα είχαν απομείνει για λεηλασία, ενώ τώρα οι Τούρκοι των εμιράτων τής Ανατολίας έστελναν μεγάλες αρμάδες τόσο μακριά όσο στην Κρήτη, η οποία αποτελούσε μία από τις πολύτιμες κτήσεις τής Δημοκρατίας. Διάταγμα τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio) με ημερομηνία 14 Ιανουαρίου 1341 απεικονίζει την κατάσταση με σαφήνεια:
Αν ποτέ υπήρχε στιγμή και ανάγκη να εξασφαλιστεί η προστασία τού νησιού [της Κρήτης], αυτή η στιγμή έχει έρθει … λόγω των Τούρκων, των οποίων η δύναμη στη θάλασσα έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, που έχουν καταστρέψει όλα τα νησιά και περιοχές τής Ελλάδας και μη μπορώντας να αρπάξουν χριστιανικές περιουσίες αλλού, απειλούν να έρθουν με τη μεγαλύτερη αρμάδα στο νησί τής Κρήτης και έχουν ήδη αρχίσει [να το κάνουν], και αν δεν αναληφθούν προβλέψεις για την άμυνά του κατά των Τούρκων, σοβαρός κίνδυνος θα ταλανίσει το νησί…
Έτσι το Μεγάλο Συμβούλιο αποφάσισε ότι ενώ ξένοι έμποροι θα μπορούσαν να εμπορεύονται ελεύθερα στην Κρήτη όλα τα προϊόντα εκτός από ύφασμα (draparia), θα κατέβαλλαν δασμό ένα τοις εκατό για όλες τις εισαγωγές και άλλο ένα τοις εκατό για όλες τις εξαγωγές, ώστε τα κεφάλαια που θα συγκεντρώνονταν έτσι να συντηρούνταν για την άμυνα τού νησιού.91
Όμως τουρκικές επιδρομές δεν γίνονταν τότε εναντίον όλων των χριστιανικών εδαφών. Ο Ουμούρ πασάς τού Αϊδινιού (Aydin), από τούς πιο δραστήριους εμίρηδες και καλός φίλος τού Ιωάννη [ΣΤ’] Καντακουζηνού μετά τη συνάντησή τους στις Κλαζομενές στα τέλη τού 1335, απέφευγε από καιρό τις επιθέσεις σε βυζαντινά εδάφη. Ο Ουμούρ είχε μάλιστα υπηρετήσει την αυτοκρατορική κυβέρνηση ως κάποιου είδους μισθοφόρος (κοντοττιέρε) σε περισσότερες από μία περιπτώσεις (εναντίον των Γενουατών στη Νέα Φώκαια και τη Λέσβο, καθώς και εναντίον των Αλβανών). Όντας ο πιο ισχυρός από τούς εμίρηδες τής Μικράς Ασίας (Λυδίας γάρ και Ἰωνίας οὗτος ὤν ἡγεμών), ο Ουμούρ κατεύθυνε μεγάλο μέρος τής προσοχής του προς τα λατινικά κράτη και περιφερόταν στα πλατιά νερά τού Αιγαίου, αποσπώντας φόρο υποτέλειας, λεηλατώντας και παίρνοντας πλούσια λεία, την οποία μοίραζε στους οπαδούς του.92 Οι επιδρομές του επεκτείνονταν ακόμη και στη Βουλγαρία και τη Σερβία. Μετά τον θάνατο τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ (τον Ιούνιο τού 1341) ο Ουμούρ βοήθησε τον φιλόδοξο Καντακουζηνό εναντίον των Ζηλωτών και τής εθνικιστικής παράταξης στη Θεσσαλονίκη, καθώς και εναντίον τής Παλαιολόγειας αυλής στην Κωνσταντινούπολη.93 Οι στενοί δεσμοί μεταξύ Ουμούρ και Καντακουζηνού κράτησαν μέχρι τον θάνατο τού Ουμούρ (τον Μάιο τού 1348), ο οποίος βοήθησε τον Καντακουζηνό να ανέβει στον βυζαντινό θρόνο. Ο Ουμούρ ζούσε κυρίως μέσω φόρου υποτέλειας και πειρατείας ενώ, όπως οι εμίρηδες έξι άλλων μικρών μουσουλμανικών κρατών στη δυτική Μικρά Ασία, παρενοχλούσε τα λατινικά κράτη στην Ελλάδα και το Αιγαίο κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία.
Η πειρατεία ήταν λιγότερο δημοφιλής στη Βενετία από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Περισσότεροι από ένας νούντσιοι από την Αβινιόν είχαν συμβουλευτεί τη Σινιορία για τούς τρόπους (viae et modi) με τούς οποίους θα έμπαινε τέρμα στην τουρκική πειρατεία στην ανατολική Μεσόγειο. Προς το τέλος τού 1333 η Γερουσία είχε ενημερώσει τον Μπερτράν ντε Ντω, αρχιεπίσκοπο Εμπρούν και αντιπρόσωπο (νούντσιο) τού πάπα Ιωάννη ΚΒ’, για τη ναυτική δύναμη που θα ήταν απαραίτητη για να διδάξει στους Τούρκους ευγένεια στη θάλασσα,94 ενώ στις 10 Ιουνίου 1342 έδωσαν στον Κλήμεντα ΣΤ’ την ίδια απάντηση, όταν τούς απεύθυνε την ίδια ερώτηση. Τώρα όμως αύξαναν τις εκτιμήσεις τους για το κόστος, επειδή είχε αυξηθεί και η δύναμη των εμίρηδων. Εξήντα πλοία μεταφοράς αλόγων, με τουλάχιστον 120 κωπηλάτες και 20 ιππείς στο καθένα, με τα άλογα και όλα τα απαραίτητα όπλα και εξοπλισμό, που αθροίζονταν σε 1.200 ιππείς, καθώς και 30 εξοπλισμένες γαλέρες με 200 άνδρες η καθεμιά, δηλαδή συνολικά 6.000 άνδρες, πέρα από τούς 7.200 κωπηλάτες στα πλοία μεταφοράς αλόγων, πρέπει να ήταν επαρκής δύναμη, για να θέσει υπό έλεγχο τη βαρβαρότητα των Τούρκων.95
Στις 2 Νοεμβρίου ο Κλήμης έγραψε στον δόγη και πάλι, υπενθυμίζοντας τις ζημιές που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι στους χριστιανούς και στους ίδιους τούς Ενετούς. Ο Ερρίκος τού Άστι, ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, ήταν κομιστής τής παπικής επιστολής. Είχε βοηθήσει να οργανωθεί συμμαχία για λογαριασμό τού πάπα με τον Χιού Δ’ τής Κύπρου και τον μάγιστρο και τούς ηγούμενους τού Οσπιταλίου για εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Ο Κλήμης ζητούσε από τη Βενετία να συμμετάσχει στη συμμαχία και ανακοίνωνε ότι ονόμαζε αποστολικό λεγάτο στη Βενετία και τη Νάπολη τον Γκυγιώμ Κουρ, τον «λευκό καρδινάλιο» και ανηψιό τού εκλιπόντος πάπα Βενέδικτου ΙΒ’.96
Η Αγιότητά του φαινόταν να παίρνει τόσο σοβαρά τη σταυροφορία, όπως έλεγε ότι την έπαιρνε και ο Ιωάννης ΚΒ’, ίσως ακόμη περισσότερο, ενώ στις 7 Ιανουαρίου 1343 η Ενετική Γερουσία ψήφισε ότι έπρεπε να επιλεγούν πέντε «σοφοί άνδρες» (sapientes), «οι οποίοι θα εξετάσουν επιμελώς τα γράμματα τού πάπα και τού άρχοντα λεγάτου σε σχέση με τούς Τούρκους, καθώς και την πρεσβεία των νούντσιων τού εν λόγω άρχοντα λεγάτου σχετικά με το ίδιο θέμα, και οι οποίοι θα είναι σε θέση να συσκεφτούν και να συζητήσουν το θέμα απευθείας με τούς νούντσιους και [ύστερα] να μάς δώσουν γραπτώς τη γνώμη τους».97 Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 11 τού μηνός, η Γερουσία αποδέχθηκε τις συστάσεις των πέντε «σοφών» (sapientes): Έπρεπε να υπενθυμίσουν στην παπική πρεσβεία πόσο συχνά η ενετική κυβέρνηση είχε ζητήσει την προσοχή των προκατόχων τού Κλήμεντος για τον συνεχώς αυξανόμενο κίνδυνο στον οποίο οι Τούρκοι είχαν βυθίσει τα χριστιανικά κράτη (και εμπόρους) στην Ανατολή. Η Γερουσία είχε ήδη προτείνει ότι σαράντα καλά εξοπλισμένες γαλέρες με 200 άνδρες η καθεμιά και πενήντα πλοία μεταφοράς αλόγων με 120 κωπηλάτες και 20 ιππείς το καθένα, πράγμα που σήμαινε χίλιους ιππείς (equites), θα ήταν σε θέση να περιορίσει τη δύναμη των φαύλων (prava potentia) Τούρκων, «αλλά επειδή δεν πιστεύουμε ότι τόσο μεγάλη αρμάδα από γαλέρες μπορούσε τώρα να συγκεντρωθεί τόσο εύκολα και ότι δεν πρέπει επίσης να υπολογίζουμε σε ιππείς, πρέπει να συγκροτηθεί αρμάδα με όχι λιγώτερες από εικοσιπέντε γαλέρες … Όποτε ο πάπας μπορέσει να ετοιμάσει μια τέτοια αρμάδα, η Βενετία θα ήταν διατεθειμένη να συνεισφέρει το ένα τέταρτο. Αν η αρμάδα αποτελείτο από εικοσιπέντε γαλέρες, η Βενετία θα παρείχε τις έξι πλήρως εξοπλισμένες. Στις τριανταδύο γαλέρες θα συμμετείχε με οκτώ, στις σαράντα με δέκα και αντίστοιχα σε άλλο συνολικό αριθμό (et sic per ratam numerorum). Η Γερουσία πρότεινε ότι η αρμάδα έπρεπε να παραμένει ενωμένη για τρία χρόνια, ή τουλάχιστον για ένα πλήρες έτος, «για τη σύγχυση των απίστων χειμώνα-καλοκαίρι».98 Οι σταυροφορίες ήσαν δαπανηρές και ο Κλήμης ΣΤ’ ήταν υπερβολικός. Ο προκάτοχός του Βενέδικτος ΙΒ’ φέρεται ότι είχε αφήσει με τον θάνατό του 1.117.000 φλουριά και ο Κλήμης λέγεται ότι είχε μέσο ετήσιο εισόδημα 188.500 φλουριά.99
Στην αρχή τής παπικής του θητείας ο Κλήμης μπορούσε να αντέξει οικονομικά μια σταυροφορία. Όμως με την πάροδο τού χρόνου, τις δαπάνες των ιταλικών πολέμων, την ολοκλήρωση τού παπικού ανακτόρου στην Αβινιόν, την αγορά τής πόλης τής Νάπολης από την Ιωάννα Α’, τα δώρα και τα δάνεια προς το γαλλικό στέμμα και την πολυτέλεια τής αυλής του, οδήγησε το παπικό ταμείο σε κατάσταση, από την οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να το διασώσουν οι διάδοχοί του στην Αβινιόν. Ο πάπας και οι Ενετοί είχαν χρήματα το 1343, αλλά οι Φλωρεντινοί τραπεζικοί οίκοι βρίσκονταν στο χείλος τής καταστροφής. Για παράδειγμα οι Ατσαγιόλι χρωστούσαν στον Πέδρο Γκομέζ ντε Μπαρρόζο, καρδινάλιο επίσκοπο τής Σαμπίνα, «μεγάλα χρηματικά ποσά για νόμιμους λόγους». Δεν μπορούσαν να τον εξοφλήσουν, αλλά στις 20 Ιουνίου ο Κλήμης έγραψε στον Γκωτιέ ντε Μπριέν, τον κατ’ όνομα δούκα τής Αθήνας και άρχοντα ακόμη τής Φλωρεντίας, να υποχρεώσει τούς Ατσαγιόλι να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.100
Η Ευρώπη περνούσε περίοδο οικονομικής αστάθειας, ενώ οι πιο γνωστοί τραπεζικοί οίκοι στη Φλωρεντία σύντομα θα βάδιζαν προς τη χρεωκοπία. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ήταν κακή στιγμή για να ξεκινήσει σταυροφορία, αλλά η ανάγκη ήταν μεγάλη και ο πάπας Κλήμης ήταν αποφασισμένος. Στις 8 Αυγούστου 1343 έστειλε εννέα επιστολές από τη Βιλνέβ-λεζ-Αβινιόν σε ηγεμόνες και άλλους, που θα ήσαν οι πιο ενδιαφερόμενοι για την εκστρατεία. Πρώτη μεταξύ αυτών των επιστολών ήταν εκείνη που απευθυνόταν στον δόγη τής Βενετίας Μπαρτολομέο Γκραντενίγκο, τον αποκαλούμενο Μπερλούτσο, ο οποίος (παραδόξως) είχε πεθάνει στις 28 τού προηγούμενου Δεκεμβρίου και τον είχε διαδεχθεί στις 4 Ιανουαρίου ο νεαρός χρονικογράφος Aντρέα Ντάντολο. Κάτι είχε ξεφύγει από την προσοχή τής παπικής αυλής, αλλά ο Ντάντολο έλαβε την επιστολή τού πάπα. Ο Κλήμης έγραφε ότι κατανοούσε πλήρως ότι η Βενετία είχε δεσμευτεί για πέντε γαλέρες σε αρμάδα που τώρα φαίνεται ότι σχεδιαζόταν για είκοσι, «αν και πιστεύουμε ότι έπρεπε να είναι περισσότερες» (licet plures esse debere credamus). Η Βενετία είχε τόσο μεγάλα συμφέροντα στον Μοριά και τα νησιά, ώστε ο πάπας ζητούσε να συνεισφέρει η Δημοκρατία τουλάχιστον έξι καλά εξοπλισμένες γαλέρες, χωρίς να υπολογίζεται μια γαλέρα που έπρεπε να εισφέρει η αποικία των Ενετών στο Nεγκροπόντε, όπου η αρμάδα θα συγκεντρωνόταν τη μέρα τής προσεχούς γιορτής των Αγίων Πάντων (1η Νοεμβρίου). Ο Κλήμης ανέφερε ότι εκτός από τις «πνευματικές χορηγίες» (spiritualia subsidia) που είχε θεσπίσει για να βοηθήσει την εκστρατεία, είχε χορηγήσει και «ορισμένες κοσμικές» (certa temporalia) από το ήδη ιδιαίτερα επιβαρυμένο παπικό ταμείο.101 Όμως η Γερουσία απάντησε στις 16 Σεπτεμβρίου ότι «με όλη τη δυνατή ταπεινότητα και αφοσίωση» (cum omni humilitate et devotione qua possumus) είχαν συμφωνήσει να παράσχουν μόνο το ένα τέταρτο τής αρμάδας, ενώ λόγω άλλων υποχρεώσεών τους έπρεπε να απαλλαγούν από τη διεύρυνση τής προσφοράς που είχαν ήδη κάνει.102
Όπως και από τούς άλλους αποδέκτες των επιστολών τής 8ης Αυγούστου, έτσι ζητήθηκε και από τον Χιού Δ’ τής Κύπρου να επιβεβαιώσει ότι οι τέσσερις γαλέρες που είχε προσφέρει θα συγκεντρώνονταν μαζί με την υπόλοιπη αρμάδα στο Nεγκροπόντε τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων.103 Υπενθυμιζόταν στους Ιωαννίτες ότι είχαν την ειδική υποχρέωση να προστατεύουν τούς χριστιανούς στην ανατολική Μεσόγειο και ο Κλήμης απαιτούσε από αυτούς έξι γαλέρες κατά τις συμφωνίες που είχαν ήδη γίνει με εκπροσώπους τού Τάγματος, όταν αυτοί ήσαν στην Αβινιόν.104 Ο Κλήμης είχε επίσης ενημερώσει τον μάγιστρο Ελιόν ντε Βιλνέβ ότι η αναγκαία μεταρρύθμιση τού Τάγματος ήδη καθυστερούσε πολύ. Κληρικοί και λαϊκοί μαζί γκρίνιαζαν συνεχώς για τα υπέροχα άλογα των Ιωαννιτών, το πλούσιο φαγητό, τα πολυτελή ενδύματα, τις χρυσές και ασημένιες λεκάνες και άλλα πολύτιμα στολίδια, γεράκια και σκύλους, κυνηγετικές εκστρατείες και άφθονα κεφάλαια. Ο πάπας ανέφερε ότι οι Ιωαννίτες ιππότες δεν είχαν διακριθεί σχεδόν καθόλου για τις ελεημοσύνες τους και ότι όλα τους τα καλά υπήρχαν μόνο για την προστασία των ομοθρήσκων τους χριστιανών, ιδιαίτερα αυτών τής Ανατολικής Μεσογείου. Διάφορα πρόσωπα τον είχαν παροτρύνει να δημιουργήσει άλλη στρατιωτική τάξη (alia militaris ordo) και να την προικίσει με μέρος τής περιουσίας των Ιωαννιτών, γιατί η ενάρετη αντιπαλότητα μεταξύ δύο τέτοιων ταγμάτων στην Ανατολή, όπως στο παρελθόν μεταξύ Ιωαννιτών και Ναϊτών, θα είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο πλεονέκτημα για την ανατολική χριστιανοσύνη. Όμως ο Κλήμης δεν είχε ακόμη συμφωνήσει με αυτά τα επιχειρήματα, όντας βέβαιος ότι οι Ιωαννίτες θα προχωρούσαν οι ίδιοι στην επιθυμητή μεταρρύθμιση. Η αυξανόμενη βαρύτητα των τουρκικών επιδρομών και η απώλεια χριστιανικών ζωών έσπαγε την καρδιά του, έλεγε, και τώρα αρμάδα είκοσι γαλερών ετοιμαζόταν για υπηρεσία κατά των Τούρκων. Ίσως το σύνολο των δαπανών τής αρμάδας έπρεπε να καταβληθεί από τούς Ιωαννίτες, δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι υποστήριζαν ότι αυτοί είχαν περισσότερους θησαυρούς από την υπόλοιπη εκκλησία. Στο μεταξύ ο Κλήμης θα τακτοποιούσε τη μεταρρύθμιση τού Τάγματος και τη διάθεση από αυτό έξι γαλερών.105
Οι παπικές παραινέσεις είχαν συχνά σκληρό τόνο και οι μάγιστροι των στρατιωτικών ταγμάτων είχαν δεχθεί τέτοιες παραινέσεις και πριν. Παρά τις μηχανορραφίες πολιτικών τής παπικής κούρτης και άλλων, που αγανακτούσαν με τον πλούτο και την αλαζονεία τους, οι Ιωαννίτες δεν επρόκειτο να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ναϊτών. Δύο βδομάδες αργότερα, στις 24 Αυγούστου (1343), ο Κλήμης ΣΤ’ έγραψε στον Ελιόν ντε Βιλνέβ ότι το Οσπιτάλιον έπρεπε να εκταμιεύσει τα κονδύλια που έπαιρνε από το παπικό ταμείο (Camera Apostolica) στους καπετάνιους των τεσσάρων γαλερών, που διατηρούσε η Αγία Έδρα στα ανατολικά ύδατα για ένα έτος κατά των Τούρκων. Ο Κλήμης δεν ήθελε να αποτύχει η σταυροφορία για οποιοδήποτε δική τού «ατέλεια απόφασης» (defectus solutionis). Οι καπετάνιοι θα έπαιρναν 12.800 φλουριά για τούς πρώτους τέσσερις μήνες, καθώς και 25.600 για τούς υπόλοιπους οκτώ μήνες (που έπρεπε να καταβληθούν σε δύο δόσεις). Ο Μαρτίνο Zακκαρία, ο περιπετειώδης Γενουάτης, θα ήταν διοικητής των παπικών γαλερών υπό την καθοδήγηση τού Ερρίκου τού Άστι, τού Λατίνου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, ο οποίος θα συνόδευε την εκστρατεία ως παπικός λεγάτος.106 Στις 31 Αυγούστου ο Κλήμης όρισε επίσημα τον Ερρίκο τού Άστι ως απεσταλμένο του, «για συγκεκριμένα μεγάλα και δύσκολα ζητήματα στις υποθέσεις των μερών τής Ρωμανίας» (pro quibusdam magnis et arduis negotiis ad partes Romanie) και ενημέρωσε τούς αρχιεπισκόπους Λευκωσίας, Κρήτης, Πατρών, Αθηνών, Θηβών, Κορίνθου, Ρόδου, Νάξου, Κερκύρας, Δυρραχίου, Ναυπάκτου και Nεοπατρών, τούς επισκόπους που υπάγονταν σε αυτούς, τούς ιεράρχες και άλλους λαϊκούς και τακτικούς κληρικούς, στις περιοχές των οποίων θα εκτεινόταν η ανατολική αποστολή.107 Ο Mαρτίνο Ζακκαρία διορίστηκε γενικός διοικητής των τεσσάρων παπικών γαλερών «προς μεγάλη ευχαρίστησή μας» (usque ad nostrum beneplacitum) στις 16 Σεπτεμβρίου,108 ημέρα κατά την οποία ο πάπας εξουσιοδότησε επίσης τον Ερρίκο τού Άστι να αντικαταστήσει τον Ζακκαρία και να διορίσει άλλον στη θέση του, αν προέκυπτε τέτοια ανάγκη.109
Παρά το γεγονός ότι ο Κλήμης ΣΤ’ προωθούσε την υπόθεση των Αγίων Τόπων (negotium Terrae Sanctae) με πιο αποφασιστικό τρόπο απ’ ό,τι οι προκάτοχοί του στην Αβινιόν, όμως τόσο ο Ιωάννης ΚΒ’ όσο και ο Βενέδικτος ΙΒ’ είχαν διατηρήσει τέσσερις γαλέρες στο Αιγαίο για κάποιο χρονικό διάστημα κατά των Τούρκων.110 Ο Κλήμης θα κρατούσε τις γαλέρες του στη θάλασσα για δύο χρόνια, ενώ οι λογιστικές καταστάσεις τής παπικής του θητείας στα Αρχεία τού Βατικανού δείχνουν ότι αυτό θα τού κόστιζε τελικά περίπου 200.000 φλουριά!111
Λίγες συλλογές στοιχείων οικονομικής ιστορίας τού 14ου αιώνα είναι πιο εντυπωσιακές από τις στρατιωτικές και ναυτικές δαπάνες τού παπισμού τής Αβινιόν. Οι συνολικές δαπάνες τού Ιωάννη ΚΒ’ κατά τα δεκαοκτώ χρόνια τής παπικής του θητείας ανήλθαν σε 4.191.466 φλουριά, που υπερέβαιναν το παπικό εισόδημα κατά περισσότερο από 90.000 φλουριά, αλλά τα βιβλία κρατήθηκαν σε άνετο ισοζύγιο με τη χρησιμοποίηση από τον Ιωάννη περισσότερων από 445.000 φλουριά από τα παπικά «μυστικά κονδύλια» και από την ανάκτηση περίπου 150.000 φλουριών από τα απρόσεκτα κληροδοτήματα τού προκατόχου του Κλήμεντος Ε’. Ο Ιωάννης δαπάνησε περίπου 63,7 τοις εκατό τού «προϋπολογισμού» του (αν μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι) για πολεμικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στην προσπάθεια να επανεπιβάλει την παπική κυριαρχία επί των ιταλικών «παπικών εκπροσώπων» (vicariates) σε αντίθεση με τις διεκδικήσεις τού αυτοκράτορα Λουδοβίκου τής Βαυαρίας, των Βισκόντι και των φιλόδοξων μικρών ηγεμόνων τής βόρειας Ιταλίας, που προτιμούσαν να είναι αυτοκρατορικοί και όχι παπικοί «εκπρόσωποι». Από το 1321 μέχρι το 1331 λέγεται ότι οι στρατιωτικές δαπάνες τού Ιωάννη είχαν φθάσει τα 2.390.433 φλουριά, που δαπανήθηκαν κυρίως στους ιταλικούς πολέμους. Ο λιτός Βενέδικτος ΙΒ’, τού οποίου οι μέσες ετήσιες δαπάνες ήσαν λιγότερο από τις μισές τού Ιωάννη, επικεντρώθηκε στη φιλανθρωπία και στην κατασκευή τού νέου ανακτόρου τής Αβινιόν, ενώ δαπάνησε μόνο το 5,6 τοις εκατό τού εισοδήματός του στη διεξαγωγή πολέμων. Σε κάποιο βαθμό ο Κλήμης ΣΤ’ επανέλαβε την ιταλική πολιτική τού Ιωάννη και δαπάνησε κάτι λιγότερο από 21 τοις εκατό των εσόδων του «για πόλεμο» (pro guerra) σε στεριά και θάλασσα, ενώ μεγάλο μέρος αυτής τής δαπάνης αφορούσε βέβαια σταυροφορία.112 Όμως ο γενναιόδωρος Κλήμης αφιέρωσε περίπου 17 τοις εκατό τού συνολικού «προϋπολογισμού» του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς κατά τη δεκαετία τής παπικής του θητείας, ενώ διέθεσε περισσότερα από 52.000 χρυσά φλουριά «σε ελεημοσύνες» (pro elemosina) κατά τη διάρκεια τού λοιμού τής χρονιάς 1347-1348 (κατά την οποία μόνο το 5 τοις εκατό των εσόδων δόθηκε «για πόλεμο»).113 Τα έσοδα τού Κλήμεντος, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε περίπου 188.500 φλουριά τον χρόνο. Ο διάδοχός του Ιννοκέντιος ΣΤ’ δαπάνησε 797.705 φλουριά στους ιταλικούς πολέμους από το 1353 μέχρι το 1360, τα οποία ο Σάφερ εκτιμά ότι αποτελούσαν περίπου το 40 τοις εκατό τού συνολικού του εισοδήματος για τα έτη αυτά.114 Ο Ούρμπαν Ε’ δαπάνησε περίπου το 8,32 τοις εκατό τού εισοδήματός του για πόλεμο, ενώ ο Γρηγόριος ΙΑ’, ο τελευταίος από τούς πάπες τής Αβινιόν πριν από το Σχίσμα τής Καθολικής Εκκλησίας, περίπου το 41,60 τοις εκατό.115 Οι πολεμικές επιχειρήσεις που συνόδευσαν την επιστροφή τού Γρηγορίου στη Ρώμη είναι γνωστές.
Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι η κατ’ όνομα Λατίνη αυτοκράτειρα Κωνσταντινούπολης Αικατερίνη των Βαλώνων-Κουρτεναί είχε πρόσφατα μείνει δυόμιση χρόνια στον Μοριά (1338-1341), ενώ όταν τής έγραψε ο Κλήμης ΣΤ’ (στις 8 Αυγούστου 1343) άρχιζε με τη σημείωση ότι αυτή είχε δει με τα μάτια της την τουρκική λεηλασία στην Ελλάδα. Είχε υποσχεθεί δύο γαλέρες οποτεδήποτε σχηματιζόταν χριστιανικός σταυροφορικός στόλος και ο Κλήμης τώρα ήθελε να μεριμνήσει αυτή ότι ο μικρός της γιος Ροβέρτος, πρίγκηπας τής Αχαΐας, θα κρατούσε την υπόσχεση στέλνοντας δύο καλά εξοπλισμένες γαλέρες στο ραντεβού τού Νεγκροπόντε.116 Έφυγε επίσης και γράμμα προς τον Ροβέρτο, ζητώντας τις δύο γαλέρες. Ο Κλήμης ανέφερε ότι από την πλευρά του ετοίμαζε τις παπικές γαλέρες που επρόκειτο να ενταχθούν στην αρμάδα και διαβεβαίωνε τον Ροβέρτο για τις ουράνιες ανταμοιβές των σταυροφόρων, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα έστελνε τις γαλέρες. Η συνεισφορά τού Ροβέρτου ήταν αμφίβολη και έτσι ο πάπας έστειλε τον Καρμελίτη αρχιεπίσκοπο Φίλιππο των Θηβών (1342-1351) στη Νάπολη ως «αιτούντα τη δωρεά» (exhibitor presentium). Ο Φίλιππος, πιθανώς ιεράρχης τής κούρτης, θα έφερνε την απάντηση τού Ροβέρτου πίσω στην Αβινιόν.117 Ο Φίλιππος ήταν επίσης φορέας παπικής επιστολής πιεστικής πρόσκλησης προς την Σάντσια, τη χήρα τού πρώην βασιλιά Ροβέρτου (που πέθανε στις 19 Ιανουαρίου 1343), για να πείσει αυτή τη νεαρή βασίλισσα Ιωάννα τής Νάπολης να κάνει τη δική της συνεισφορά στην αρμάδα. Φυσικά ο Κλήμης δεν παρέλειψε να γράψει και στην ίδια την Ιωάννα.118 Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσα περίμενε πραγματικά ο Κλήμης από τούς Ανδεγαυούς. Η Ιωάννα ήταν ακόμη λιγότερο από είκοσι ετών, ενώ το βασίλειό της μαστιζόταν ήδη από εσωτερική διχόνοια.
Όσο μεγαλύτερη ήταν η χριστιανική αρμάδα, τόσο περισσότερες θα ήσαν και οι πιθανότητες επιτυχίας. Στις 16 Σεπτεμβρίου ο Κλήμης ζήτησε μια γαλέρα από τον δούκα τού Αιγαίου Τζιοβάννι Α’ Σανούντο, ο οποίος είχε προφανώς ενημερώσει τον Ερρίκο τού Άστι και την παπική κούρτη ότι ήταν πρόθυμος να συνεισφέρει μία.119 Την ίδια μέρα έστειλε παρόμοια αιτήματα στον Τζόρτζιο Β’ Γκίζι, άρχοντα Τήνου και Μυκόνου και τριάρχη τού Νεγκροπόντε, καθώς και στην Μπαλτσάνα ντάλλε Κάρτσερι-Γκοζαντίνι, που ασκούσε αντιβασιλεία για λογαριασμό τού γιου της στα δύο «τρίτα» τού Νεγκροπόντε, ζητώντας από καθένα τους μια εξοπλισμένη γαλέρα. Ζητούσε επίσης κατάλληλα εκστρατευτικά σώματα ή επιδοτήσεις από τούς Γενουάτες (από τούς οποίους αναμενόταν βοήθεια), τούς Πιζάνους, τούς ηγεμόνες τής Περούτζια, τούς Αγκωνίτες, τούς Σιενέζους και τούς Φλωρεντινούς, καθώς και από τούς Βισκόντι τού Μιλάνου, τούς Σκαλιγκέρι τής Βερόνας και τούς Πέπολι τής Μπολώvια.120 Πιθανότατα κάποιοι από αυτούς έστειλαν χρήματα, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει απόδειξη ότι έστειλε κανένας τους γαλέρα, εκτός αν το έκανε ο Τζοβάνι Σανούντο.121 Υπήρξαν όμως ορισμένοι εξέχοντες εθελοντές. Έτσι ο Εδουάρδος, άρχοντας τής Μπωζώ στην επισκοπή τής Μακόν, είχε μιλήσει πρόσφατα στον Κλήμεντα για τη λύπη που τού προκαλούσαν οι ιστορίες τουρκικής καταπίεσης των χριστιανών. Ο Εδουάρδος είχε δηλώσει έτοιμος να πάει ο ίδιος στη Ρόδο με σώμα ενόπλων ανδρών. Στις 23 Σεπτεμβρίου (1343) ο Κλήμης τον συνέστησε στον Ελιόν ντε Βιλνέβ και την επόμενη μέρα τού παραχώρησε το προνόμιο φορητού βωμού.122
Οι προετοιμασίες για σταυροφορία περιλάμβαναν όπως πάντοτε την προσπάθεια παύσης των αμοιβαίων εχθροπραξιών μεταξύ χριστιανικών δυνάμεων. Ο Κλήμης ΣΤ’ έκανε έκκληση στους Γενουάτες, που υποτίθεται ότι θα έστελναν ναυτικό απόσπασμα στο Νεγκροπόντε, να απέχουν από κάθε «νέα εχθροπραξία» (novitas noxia) κατά τού Χιού Δ’ τής Κύπρου.123 Προσπάθησε επίσης να διευθετήσει τη μακροχρόνια διαμάχη ανάμεσα στον Πέδρο Δ’ τής Αραγωνίας και τον Ιάκωβο Β’ τής Μαγιόρκα124 και φυσικά να ανακόψει την επικείμενη παλίρροια πολέμου, που απειλούσε να καταπιεί τη Γαλλία και την Αγγλία και να φέρει τα αγγλικά στρατεύματα στα σύνορα τής παπικής Κομτάτ-Βεναισέν.125 Στις 21 Οκτωβρίου (1343) κατηύθυνε τον Ερρίκο τού Άστι να καταβάλει κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση ειρήνης ανάμεσα στην Καταλανική Μεγάλη Εταιρεία, που είχε τότε καταλάβει το βουργουνδικό δουκάτο τής Αθήνας, και τον Γκωτιέ ντε Μπριέν,126 ο οποίος (έχοντας τώρα εκδιωχθεί από τη σύντομη θητεία του ως άρχοντας τής Φλωρεντίας) θα επαναλάμβανε ενδεχομένως την προ δώδεκα ετών προσπάθειά του να διεκδικήσει τις απαιτήσεις του επί τού δουκάτου, το οποίο οι Καταλανοί είχαν πάρει από τον πατέρα του με τη δύναμη των όπλων στην αιματηρή μάχη τού Αλμυρού τον Μάρτιο τού 1311. Φαινόταν επίσης καλή στιγμή για την ανανέωση των δεσμών με τούς Έλληνες. Ο Κλήμης και η κούρτη «υποδέχθηκαν καλοκάγαθα» τις επιστολές από την Κωνσταντινούπολη, που έφεραν απεσταλμένοι στο όνομα τού νεαρού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, ο οποίος ποτέ δεν αποτύγχανε να προκαλεί το ενδιαφέρον κάποιου πάπα, όταν προέκυπτε το ζήτημα τής ένωσης των Εκκλησιών. Οι απεσταλμένοι αυτοί ήθελαν επίσης να συζητήσουν για την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων και είχαν κατά πάσα πιθανότητα κάτι να πουν για τον Ουμούρ πασά τού Αϊδινιού, τη συμμαχία τού οποίου με τον Καντακουζηνό επιθυμούσε να διαταράξει η Παλαιολόγεια αυλή.127
Ήσαν επίσης τα χρόνια κατά τα οποία ο Βασίλειος μοναχός Βαρλαάμ, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Σεμινάρα τής Καλαβρίας, χρησιμοποιούνταν σε διπλωματικές αποστολές μεταξύ Αβινιόν και Κωνσταντινούπολης. Ως απεσταλμένος τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου ο Βαρλαάμ είχε ήδη προσπαθήσει να εξηγήσει το 1339 στην παπική κούρτη τις αιτίες τού πικρού μίσους των Ελλήνων και τη διαρκή καχυποψία τους απέναντι στους Λατίνους. Είχε τονίσει ότι η ενότητα τής εκκλησίας, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο στη βάση αμοιβαίας κατανόησης, η οποία δυστυχώς απουσίαζε. Μια εκστρατεία κατά των Τούρκων για να αποκρούσει τούς κινδύνους που αντιπροσώπευαν αυτοί για την Κωνσταντινούπολη θα συνέβαλε στην άμβλυνση τού μίσους και θα έδιωχνε τη δυσπιστία των Ελλήνων, ότι οι Λατίνοι επιδίωκαν την εδαφική μεγέθυνση τής χώρας τους σε βάρος τους. Το 1346 ο Βαρλαάμ θα επέστρεφε στον Βόσπορο ως απεσταλμένος τού ίδιου τού Κλήμεντος ΣΤ’, πιθανώς για να διερευνήσει τις δυνατότητες τής ένωσης των εκκλησιών στην αυλή τής φιλο-Καθολικής χήρας αυτοκράτειρας Άννας τής Σαβοΐας και τού γιου της Ιωάννη Ε’, αλλά οι ησυχαστές υπό τον Γρηγόριο Παλαμά, θρησκευτικοί εθνικιστές καθώς και μυστικιστές, αντιτάσσονταν βίαια στην ένωση των εκκλησιών. Κατά την περίοδο τής διαμονής του στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε γίνει ηγούμενος τής μονής τού Σωτήρος (κάποια στιγμή πριν από το 1331), ο Βαρλαάμ είχε ήδη έρθει σε ρήξη με τούς ησυχαστές, των οποίων γελοιοποιούσε τον ένθερμο μυστικισμό, αλλά οι οποίοι είχαν πρόσφατα εξασφαλίσει νίκη των απόψεών τους και απόρριψη των επικρίσεων τού Βαρλαάμ σε σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Σοφία (τον Ιούνιο τού 1341). Ύστερα από έκλειψη μερικών ετών οι ησυχαστές θα επανακτούσαν τη δύναμη και την υπεροχή τους και θα συγκροτούσαν πολιτική συμμαχία με τον Καντακουζηνό εναντίον τής Παλαιολόγειας αυλής. Η καταδίκη τού Βαρλαάμ θα ανανεωνόταν στην ελληνική πρωτεύουσα λίγο πριν τη θριαμβευτική επανείσοδο τού Καντακουζηνού στην πόλη στις αρχές Φεβρουαρίου 1347.128 Στο μεταξύ βέβαια ο Κλήμης προωθούσε τα σχέδιά του για σταυροφορία, για να προστατεύσει τα λατινικά συμφέροντα στην Ανατολή.
Έχοντας ζητήσει επισήμως από τούς Ενετούς να υποδεχθούν τα πληρώματα και τούς διοικητές τής χριστιανικής αρμάδας και να τούς διαθέσουν προμήθειες στα ανατολικά λιμάνια τής Δημοκρατίας,129 ο Κλήμης διέταξε να κηρυχτεί η σταυροφορία σε όλη την Ευρώπη και τη χριστιανική Ανατολή, με τη βούλλα «Πίστη σε αυτούς που ξεσηκώνονται» (Insurgentibus contra fidem) τής 30ης Σεπτεμβρίου 1343, η οποία εξήγγειλε τη συνήθη άφεση αμαρτιών για εκείνους που θα πολεμούσαν τώρα εναντίον «εκείνων των γενών των απίστων παγανιστών, που ομιλούν τη βάρβαρη γλώσσα των Τούρκων» (gentes illorum infidelium paganorum que vulgari lingua Turchi vocantur). Η ναυτική δύναμη των Τούρκων και το ακατονόμαστο θράσος είχαν μεγαλώσει με τα χρόνια. Κατέστρεφαν και ερήμωναν τα λατινικά κράτη τής Ανατολής. Πωλούσαν τούς χριστιανούς αιχμαλώτους τους σαν να ήσαν ζώα και τούς ανάγκαζαν να απαρνηθούν την πίστη τους. Οι τουρκικές επιδρομές στο Νεγκροπόντε και σε άλλα νησιά τού Αιγαίου αποτελούσαν εφιάλτη φωτιάς και σφαγής, λεηλασίας και υποδούλωσης.130 Το κείμενο είναι εύγλωττο. Ο Κλήμης είχε πιθανώς συμμετάσχει στη διατύπωσή του.
Την 1η Δεκεμβρίου 1343 επιβλήθηκε φόρος δεκάτης τριών ετών στα εκκλησιαστικά επιδόματα σε εξήντα ή περισσότερες επαρχίες τής Ευρώπης και τής Ανατολής.131 Η συνεχιζόμενη διαφωνία μεταξύ Χιού Δ’ τής Κύπρου και Γενουατών ήταν ανησυχητική,132 αλλά τα σχέδια για την εκστρατεία προωθούνταν από την παπική κούρτη. Ο Κλήμης διόρισε τον Δομινικανό Βεντουρίνο ντα Μπέργκαμο να κηρύξει τη σταυροφορία στην πλούσια επαρχία τού Μιλάνου, όπου έλπιζαν ότι η γενναιόδωρη χορήγηση συγχωροχαρτιών θα έφερνε στρατολογημένους στον σταυρό, επειδή (όπως έγραφε ο Κλήμης στον αρχιεπίσκοπο τού Μιλάνου Τζοβάνι Βισκόντι στις 4 Ιανουαρίου 1344), η αρπακτική εχθρότητα των Τούρκων απαιτούσε ταχύτερη πρόοδο των προετοιμασιών για τη σταυροφορία.133
Στη Βενετία, τη Ρόδο και την Κύπρο οι εργασίες τής προετοιμασίας συνεχίζονταν στη διάρκεια τού χειμώνα. Οι γαλέρες τού ίδιου τού πάπα εξοπλίζονταν εν μέρει στη Γένουα, τη γενέτειρα τού Ζακκαρία, απ’ όπου ο Κλήμης έλπιζε για βοήθεια, η οποία πιθανώς δεν ήλθε ποτέ. Μάλιστα ενώ οι γαλέρες του βρίσκονταν στα ύδατα τής Λιγουρίας, οι Γενουάτες ναυτικοί είχαν υπογράψει και δώσει τον συνήθη όρκο «να μπαρκάρουν και να υπηρετήσουν για την προκαθορισμένη περίοδο στις γαλέρες που στέλνουμε στη Ρωμανία, για να βοηθήσουν τούς πιστούς εναντίον των Τούρκων» και έχοντας πάρει προκαταβολές έναντι των μισθών τους εγκατέλειψαν ήρεμα (laienier et furtive) τις γαλέρες. Στις 8 Μαΐου 1344 ο Κλήμης έκανε έκκληση στη γενουάτικη κυβέρνηση, στον αρχι-οικονόμο (seneschal) Προβηγκίας και Φορκαλκιέ και στον αρχιεπίσκοπο Γένουας να εξασφαλίσουν ότι οι παπικοί πόροι είχαν ανακτηθεί από τούς αχρείους, οι οποίοι δεν έβαζαν σε κίνδυνο μόνο τις ψυχές τους, αλλά παρεμπόδιζαν την υπεράσπιση τής ανατολικής χριστιανοσύνης.134
Σύμφωνα με το χρονικό τής εποχής, γραμμένο από τον δικαστή από την Πάδουα Γκουλιέλμο Κορτούζι, τη μέρα τής γιορτής τής Αναλήψεως (13 Μαΐου 1344) ο χριστιανικός στόλος έκαψε και βύθισε πενηνταδύο τουρκικά σκάφη (ligna),135 ενώ ο Καντακουζηνός μάς πληροφορεί ότι ο στόλος, ο οποίος όπως λέει περιλάμβανε εικοσιτέσσερις γαλέρες (τριήρεις), έκαψε εξήντα πλοία, τα οποία οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σε μυχό ονομαζόμενο Λόγγος στην Παλλήνη, στο δυτικό πόδι τής χερσονήσου τής Χαλκιδικής.136 Προφανώς αυτό το επεισόδιο οδήγησε τον Κλήμεντα ΣΤ’ στις 25 Ιουλίου να συγχαρεί τον μάγιστρο Ελιόν ντε Βιλνέβ για τα «ανδρεία και σαφή πεπραγμένα του» (fecisti viriliter et patenter), λόγω τής βοήθειας που έδινε στον λεγάτο Ερρίκο τού Άστι στη σταυροφορική αποστολή τού τελευταίου.137 Στις 12 Αυγούστου ο Κλήμης ευχαρίστησε τον δόγη Aντρέα Ντάντολο που τον πληροφορούσε για χριστιανική νίκη επί των Τούρκων «τις τελευταίες ημέρες»,138 η οποία φαίνεται να αποτελεί μια ακόμη αναφορά στην λατινική επιτυχία στην Παλλήνη. Εξέφραζε την ελπίδα ότι ο στόλος θα βοηθούσε και τούς Αρμένιους, που είχαν υποφέρει πολύ από τούς Τούρκους.139 Στις 18 Σεπτεμβρίου προειδοποιούσε τον Ερρίκο τού Άστι να μην επιτρέψει στον Μαρτίνο Ζακκαρία, πρώην άρχοντα τής Χίου (1314-1329), να προσπαθήσει να επαναποκτήσει το νησί, πράγμα το οποίο θα απομάκρυνε τη βυζαντινή κυβέρνηση από την επανένωση με τη Ρώμη και θα την οδηγούσε σε συμμαχία με τούς Τούρκους.140
Δεδομένου ότι η συλλογή τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης ενδεχομένως θα αργούσε, ενώ μέχρι τότε ήταν αδύνατο να βρεθούν έμποροι ή άλλοι, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να σταλούν με ασφάλεια μεγάλα ποσά σε μετρητά, ο Κλήμης ζητούσε από τον Ελιόν ντε Βιλνέβ και τούς Ιωαννίτες να πληρώσουν, αν αποδεικνυόταν αναγκαίο, για τις παπικές γαλέρες, δαπάνες τεσσάρων μηνών, που γνωρίζουμε ότι ανέρχονταν σε 12.800 φλουριά. Αν γινόταν η πληρωμή, το ποσό σύντομα θα επιστρεφόταν εξ ολοκλήρου στο Οσπιτάλιο.141 Τεσσερισήμιση μήνες αργότερα (την 1η Φεβρουαρίου 1345), ο Κλήμης έγραψε και πάλι στον Ελιόν ντε Βιλνέβ, διαμαρτυρόμενος ότι οι Ιωαννίτες δεν είχαν απαντήσει στην αίτησή του,142 αν και τότε πια η σταυροφορία είχε σχεδόν τελειώσει και είχε επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα.
Μάλιστα η σταυροφορία τής Σμύρνης αποτέλεσε εκπληκτική επιτυχία. Ο Ουμούρ πασάς βρέθηκε ανέτοιμος, σχεδόν χωρίς φρουρά. Ο Γρηγοράς αναφέρει ότι οι Λατίνοι εξαπέλυσαν επίθεση με εικοσιεπτά πλοία επί των πειρατικών Τούρκων, που ταλαιπωρούσαν για αρκετά χρόνια τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο (πειρατικόν τινα βίον και ληστρικόν ἀναμετροῦντες). Τον χριστιανικό στόλο αποτελούσαν Κύπριοι, Ρόδιοι, Σαλαμίνιοι (Nεγκροποντίνοι;) και Ενετοί, μαζί με τις δυνάμεις που είχαν συνεισφέρει ο πάπας και (σύμφωνα με τον Γρηγορά) οι Γενουάτες. Έπεσαν στη Σμύρνη ξαφνικά και απροσδόκητα. Κατέλαβαν το φρούριο και το αγκυροβόλιο προφανώς με την πρώτη επίθεση. Ο Γρηγοράς προσθέτει ότι οι Λατίνοι είχαν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν τη Σμύρνη ως προγεφύρωμα (ὁρμητήριον) και εξορμώντας από αυτήν να εκδιώξουν τούς Τούρκους από την ακτή τής Ανατολίας, «αλλά τα πράγματα δεν προχώρησαν από κει και πέρα σύμφωνα με τις προσδοκίες τους».143 Η περιγραφή τού Καντακουζηνού τοποθετεί στη Σμύρνη τον Ουμούρ πασά κατά τη στιγμή τής επίθεσης: «Εικοσιτέσσερις λατινικές γαλέρες, τις οποίες είχαν ετοιμάσει Ρόδιοι και άλλοι, κατέπλευσαν εναντίον τής Σμύρνης, πήραν το φρούριο στην άκρη τού λιμανιού και πυρπόλησαν όχι λίγα τουρκικά πλοία. Ο Ουμούρ βρισκόταν σε ετοιμότητα και υπερασπίστηκε τον εαυτό του όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά τού έλειπε η δύναμη να επιβληθεί τής Λατινικής δύναμης, κι έτσι μέχρι σήμερα οι Λατίνοι κατέχουν το λιμάνι τής Σμύρνης».144
Η είδηση τής χριστιανικής νίκης διαβιβάστηκε γρήγορα στη Βενετία, από όπου ο δόγης Αντρέα Ντάντολο έγραψε στον Κλήμεντα ΣΤ’, ο οποίος απάντησε στις 23 Δεκεμβρίου 1344, μαθαίνοντας ευτυχισμένος την «θριαμβευτική και νικηφόρα κατάληψη τού ισχυρού και σημαντικού κάστρου τής Σμύρνης, μαζί με το λιμάνι και τις οχυρώσεις [της] και την ήττα των ανθρώπων τού βρωμερού τουρκικού έθνους … τη μέρα τής γιορτής των ευλογημένων αποστόλων Σίμωνα και Ιούδα [28 Οκτωβρίου 1344]»,145 παρέχοντας έτσι την ημερομηνία που λείπει από τα βυζαντινά χρονικά. Την ίδια μέρα ο Κλήμης έστειλε τα ευχάριστα νέα στον βασιλιά και τη βασίλισσα τής Γαλλίας και στον δούκα τής Νορμανδίας,146 ενώ στις 13 Ιανουαρίου 1345 έγραψε στη Μαρία, τη σύζυγο τού Εδουάρδου, λόρδου τού Μπωζώ, ενημερώνοντάς την για την ανδρεία που είχε επιδείξει ο σύζυγός της στη σημαντική επιτυχία που είχαν κατορθώσει οι σταυροφόροι στη Σμύρνη.147 Δύο μέρες αργότερα έγραψε στον Ουμβέρτο Β’, δελφίνο τής Βιέν, για άλλο θέμα, αλλά βρήκε την ευκαιρία να τού μιλήσει για τη χριστιανική νίκη επί τού «[Ο]μαρμπάσσανου» ([Ο]marbassanus), τού Ουμούρ πασά, τού κυβερνήτη των Τούρκων. Ο Λατίνος πατριάρχης Ερρίκος τού Άστι (Henry d’ Asti) προγραμμάτιζε να παραμείνει για λίγο στο παραλιμένιο φρούριο στη Σμύρνη, προσθέτοντας στην άμυνά του και από το οποίο έλπιζε «για την απόκτηση πολλών άλλων εδαφών απίστων στην περιοχή».148 Τέλος την 1η Φεβρουαρίου ενημερώθηκε επισήμως για τη νίκη ο Εδουάρδος Γ’ τής Αγγλίας, περισσότερο από πέντε εβδομάδες αφότου είχε ενημερωθεί ο Φίλιππος ΣΤ’.149 Ο Κλήμης συνεχάρη τον Ερρίκο τού Άστι (επίσης την 1η Φεβρουαρίου), ίσως λίγο καθυστερημένα, και τον παρότρυνε να συνεχίσει τόσο «επιδέξια, σταθερά και θαρραλέα» (virtuose, constanter et intrepide) όπως είχε ξεκινήσει. Υπενθύμιζε στον Ερρίκο σε κάποια έκταση τις οικονομικές δυσκολίες του. Ήταν πολύ δύσκολο να βρει εμπόρους, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να αποσταλούν στην Ανατολή μεγάλα ποσά, ενώ τώρα ήταν ακόμη πιο δύσκολο, «γιατί … σε εκείνα τα μέρη δεν μπορεί κανείς να ταξιδεύει στη θάλασσα επικερδώς κατά τη διάρκεια τής χειμερινής περιόδου». Ο Ερρίκος έπρεπε να διαθέτει κονδύλια με μεγάλη προσοχή και να εξετάσει κατά πόσον ήταν δυνατόν να μειωθεί το μέγεθος των πληρωμάτων στις παπικές γαλέρες, για να εξοικονομήσουν χρήματα χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επιτυχία τής επιχείρησης. Όμως ο Κλήμης ήταν πολύ πιο ανήσυχος για τη συνέχιση τής προέλασης τής σταυροφορίας παρά για την περικοπή των δαπανών. Ο Ερρίκος θα γνώριζε καλύτερα τι έπρεπε να κάνει, έχοντας διδαχθεί καλά στο σχολείο τής εμπειρίας (in scola experientie). Αν και ο Κλήμης είχε ακούσει με απέραντη ικανοποίηση τα πολλά επιτεύγματα τού χριστιανικού στόλου, ο ίδιος δεν είχε υπόψη του καμία αξιοσημείωτη επίδοση εκ μέρους τού Mαρτίνο Ζακκαρία. Ο Ερρίκος έπρεπε να αποφασίσει, στο τέλος τού έτους, αν ήταν ενδεδειγμένο να τον αντικαταστήσει με άλλο διοικητή.150
Οι χριστιανοί είχαν καταφέρει να πάρουν μόνο το λιμάνι τής Σμύρνης και το φρούριο στην προκυμαία. Οι οχυρώσεις στην κορυφή τού λόφου (η «ακρόπολη») βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων και εκεί παρέμειναν. Μεταξύ των Τούρκων στο ύψωμα και των χριστιανών κάτω υπήρχε «λαβύρινθος ερειπωμένων σπιτιών».151 Οι σταυροφόροι ζούσαν σε ατμόσφαιρα σχεδόν καθημερινής κρίσης. Βοήθησαν τούς Ενετούς να περιτειχίσουν παραθαλάσσιο προάστιο έξω από το φρούριο, σκάβοντας γύρω από το νέο τείχος τάφρο με άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Οι έμποροι συνέρρεαν στο προάστιο, εγκαθιδρύθηκε ανταλλακτήριο νομισμάτων και άνοιξαν καταστήματα κάτω από την υπήνεμη πλευρά τού νέου τείχους. Δεδομένου ότι ο Ουμούρ πασάς ζούσε σε μεγάλο βαθμό από την πειρατεία, εύρισκε τον αποκλεισμό από τη θάλασσα τόσο ανυπόφορο, όσο και την εγγύτητα των εχθρών του. Βομβάρδισε το κάτω φρούριο με κάποιου είδους καταπέλτες (mangonels), αλλά ο Τούρκος χρονικογράφος Εμβέρι περιγράφει στο «Ντυστυρναμέ» («το βιβλίο που λέει τις αλήθειες») μια προφανώς επιτυχημένη λατινική εξόρμηση, η οποία έσπασε για κάποιο διάστημα την πολιορκία και κατέστρεψε τούς τουρκικούς καταπέλτες.152
Ο πατριάρχης Ερρίκος τού Άστι ήθελε τώρα να κάνει λειτουργία (προφανώς για να τιμήσει τη χριστιανική επιτυχία) σε μεγάλη εγκαταλειμμένη εκκλησία, την οποία οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε στάβλο, στην «ουδέτερη ζώνη» ανάμεσα στο φρούριο τού λιμανιού και την κατεχόμενη από τούς Τούρκους ακρόπολη. Ο Καντακουζηνός γράφει ότι ο Μαρτίνο Ζακκαρία και ο πατριάρχης είχαν πρόσφατα επιστρέψει στη Σμύρνη με δώδεκα γαλέρες, πιθανώς από επιδρομή για εξασφάλιση προμηθειών. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η άφιξή τους ήρε την τουρκική πολιορκία. Γράφει επίσης ότι η υπόψη εκκλησία ήταν η πρώην μητρόπολη Σμύρνης (ἐν ὦ πάλαι ἡ μητρόπολις ἦν) και ότι ο Ζακκαρία και οι άλλοι διοικητές αντιτάχθηκαν στη χειρονομία τού πατριάρχη, την οποία θεωρούσαν πολύ επικίνδυνη. Όμως αρχηγός αποστολής ήταν ο Ερρίκος τού Άστι και όλοι έπρεπε να τον ακολουθήσουν. Αυτός βρισκόταν στο ιερό όταν ο Ουμούρ πασάς επιτέθηκε στην εκκλησία. Ενώ οι Τούρκοι πλησίαζαν, το μεγαλύτερο μέρος των λατινικών δυνάμεων κατέφυγε στην ασφάλεια τού φρουρίου στο λιμάνι, αλλά ο Ερρίκος τού Άστι, ο Ζακκαρία, ο Ενετός διοικητής Πιέτρο Ζένο και μερικά άλλα σημαντικά πρόσωπα, που ήσαν στην εκκλησία, σφάχτηκαν όλοι.153
Η καταστροφή συνέβη την ημέρα τής γιορτής τού Αγίου Αντωνίου, στις 17 Ιανουαρίου 1345.154 Την ίδια μέρα δίνονταν ελεημοσύνες στα μοναστήρια των Δομινικανών, των Φραγκισκανών, των Αυγουστινιανών και των Καρμελιτών στην Αβινιόν, «για την πομπή τής 16ης Ιανουαρίου προς τον οίκο των Κηρύκων, λόγω τής νίκης που είχαν πετύχει οι χριστιανοί πιστοί εναντίον των Τούρκων…»155 Τέτοια είναι τα γυρίσματα τής τύχης.
Πριν φτάσουν τα άσχημα νέα από την Ανατολή, μικρό στρατιωτικό σώμα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει (στις 6 Μαρτίου) υπό τον Πιέρ ντε λα Παλού, άρχοντα τής Βαραμπόν και βασιλικό αρχιοικονόμο (seneschal) τού Μπωκαίρ.156 Οι υπηρεσίες τους θα ήσαν σαφώς απαραίτητες για να κρατήσουν οι χριστιανοί το κάτω φρούριο στη Σμύρνη. Περί τα μέσα Μαρτίου ο Κλήμης ΣΤ’ είχε μάθει για την καταστροφή τής ημέρας τού Αγίου Αντωνίου. Στις 17 τού μηνός έγραφε στον Ελιόν ντε Βιλνέβ για τη φοβερή αγωνία του και τον ενημέρωνε ότι είχε ορίσει ως νέο παπικό λεγάτο τον Ραϋμόν Σακέ, επίσκοπο Tερουάν και ως γενικό διοικητή των τεσσάρων παπικών γαλερών των Μπερτράν ντε Μπω, άρχοντα τής Κουρτεζόν. O Eλιόν έπρεπε να παρηγορήσει τις ακέφαλες δυνάμεις στη Σμύρνη και να πάρει κάθε δυνατό μέτρο για τη διασφάλιση των μέχρι τότε κερδών τής σταυροφορίας.157 Σύμφωνα με τον Τζοβάνι Βιλλάνι, όταν τα δεινά των σταυροφόρων έγιναν γνωστά στη Δύση, 400 άνδρες «σταυροφόροι» (segnati di croce) από τη Φλωρεντία, περίπου 350 από τη Σιένα και διάφοροι άλλοι από την Τοσκάνη και τη Λομβαρδία προχώρησαν προς την ανατολή μέσω Βενετίας, «με δαπάνες τής εκκλησίας και τού πάπα».158 Σε κάθε περίπτωση το μέλλον τής σταυροφορίας εξαρτιόταν από κάποιο βαθμό ηρεμίας στη Δυτική Ευρώπη. Οι παπικές προσπάθειες για διατήρηση ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας δεν πήγαιναν καλά. Ο Κλήμης προειδοποίησε ειλικρινά τον Φίλιππο ΣΤ’ να πάρει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να προστατεύσει τον εαυτό του και να μη βρεθεί απροετοίμαστος. Έστειλε επίσης στον Φίλιππο μυστικές συμβουλές, που είχε πάρει από την Αγγλία,159 πράγμα που δεν βρισκόταν σε συμφωνία με την ουδετερότητα που διακήρυσσε η παπική κούρτη.
Ο επίσκοπος Ραϋμόν και ο Μπερτράν ντε Μπω δεν ξεκίνησαν για την Ανατολή, παρά την επιθυμία τού Κλήμεντος,160 γιατί ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας ξανάρχιζε έντονος. Ο Φίλιππος ΣΤ’ δεν ήθελε να επεκταθεί στη Γαλλία η γενική σταυροφορική άφεση αμαρτιών. Ο ίδιος αρνήθηκε να δώσει άδεια στους Ραϋμόν και Μπερτράν να αναλάβουν τα καθήκοντα που τούς είχε αναθέσει ο Κλήμης. Παρά το γεγονός ότι ο πάπας είχε ενημερώσει τούς διάφορους ηγεμόνες και μεγιστάνες για τον διορισμό, περιλαμβανομένων των διοικητών στο εξωτερικό, προσχώρησε (αν και κάπως διστακτικά) στην απόφαση τού Φιλίππου161 και όρισε ως παπικό υπο-λεγάτο τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης Φραντσέσκο Μιτσιέλ162 και ως γενικό διοικητή των παπικών γαλερών τον Ιωάννη τού Μπιαντράτε, ηγούμενο των Ιωαννιτών στη Λομβαρδία.163 Η αφοσίωση τού Κλήμεντος στη σταυροφορία είναι σαφής και πέρα από κάθε αμφισβήτηση, αλλά η αφοσίωσή του στη Γαλλία ήταν μεγαλύτερη. Τότε ακριβώς προσπαθούσε σκληρά να οργανώσει γαμήλια συμμαχία μεταξύ Καστίλλης και Γαλλίας, ώστε να αντισταθμίσει την αυξανόμενη επιρροή τής Αγγλίας στην ισπανική χερσόνησο.164 Όποιες κι αν ήσαν οι ασχολίες τού πάπα με εκκλησιαστικές ή πολιτικές υποθέσεις, οι παρενοχλούμενοι σταυροφόροι βρίσκονταν σταθερά στο μυαλό του. Ευχαριστούσε τον Ελιόν ντε Βιλνέβ για την αποστολή πολεμικών μηχανών και υλικού για να βοηθήσει να κρατηθεί το κάτω φρούριο τής Σμύρνης σε χριστιανικά χέρια.165 Διαβεβαίωνε την ανήσυχη κυρία Μπωζώ ότι ο σύζυγός της, ο λόρδος Eδουάρδος, είχε επιζήσει τής θανατηφόρας τουρκικής επίθεσης και συνέχαιρε τον Εδουάρδο για την ηρωική υπηρεσία που είχε προσφέρει και προσέφερε ακόμη στη χριστιανοσύνη στη Σμύρνη.166 Στις 16 Απριλίου (1345) πίεσε την γαλλική επισκοπή να στείλει αμέσως στο παπικό ταμείο τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης τού έτους, ο οποίος μέχρι τότε έπρεπε να είχε συγκεντρωθεί.167 Γράφοντας στον Φίλιππο ΣΤ’ στις 11 Μαΐου, επισήμαινε ότι οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να καίνε και να λεηλατούν τα εδάφη τού ιδίου τού ανηψιού τού Φιλίππου, τού Ροβέρτου τού Τάραντα, πρίγκηπα τής Αχαΐας, να συλλαμβάνουν αιχμαλώτους, να τούς πωλούν σαν γελάδια και να τούς αναγκάζουν να απαρνούνται την καθολική τους πίστη. Αν δεν είχε σταματήσει την προέλασή τους η αρμάδα που είχε σταλεί στη Σμύρνη, άραγε ποιος θα μπορούσε να πει ότι οι Τούρκοι δεν θα επιχειρούσαν δυτικά μέχρι τη Νάπολη ή και ακόμη πιο πέρα;168
Έχουμε ήδη ρίξει μια ματιά στο γράμμα τού Κλήμεντος ΣΤ’ τής 15ης Ιανουαρίου 1345 προς τον νεαρό Ουμβέρτο Β’, δελφίνο τής Βιέν, με την οποία ο Κλήμης τον ενημέρωνε για την προφανή επιθυμία τού Λουδοβίκου τής Βαυαρίας να επιδιώξει επανασυμφιλίωση με την Αγία Έδρα. Ο Κλήμης ζητούσε από τον Ουμβέρτο να αναβάλει το ταξίδι που σχεδίαζε τότε προς τη βαυαρική αυλή, μέχρι να γίνει σαφέστερη η ειλικρίνεια τού Λουδοβίκου, ενώ (αλλάζοντας απότομα θέμα) τού έλεγε με κάποιες λεπτομέρειες για τη νίκη, με τη βοήθεια τού Θεού, τού πατριάρχη Ερρίκου τού Άστι στη Σμύρνη επί τού «Μαρβασσάνου» (Marbassanus), τού «κύριου δούκα των Τούρκων» (dux principalis Turchorum). Η παπική επιστολή έκλεινε με ρητορική (αλλά ίσως συμπτωματική) έκκληση προς τον Ουμβέρτο, ότι «το πάθος που γνωρίζουμε ότι έχεις για τέτοια ζητήματα, μπορεί να ανάψει πιο έντονα [από αυτή την είδηση] για την ενίσχυση, την υποστήριξη και τη συνέχιση μιας τόσο ευσεβούς επιχείρησης όπως αυτή».169 Δύο μέρες αργότερα, πιθανότατα πριν ακόμη αφήσει την Αβινιόν ο κομιστής τής επιστολής για να κατευθυνθεί στην αυλή τού Ουμβέρτου στη Γκρενόμπλ, συνέβη η καταστροφή τής ημέρας τού Αγίου Αντωνίου. Οι τρεις κύριοι ηγέτες τής σταυροφορίας τής Σμύρνης ήσαν νεκροί. Περί τα μέσα Μαρτίου, όπως είδαμε, η είδηση έγινε γνωστή στην Αβινιόν και μάλλον απροσδόκητα ο Ουμβέρτος ανταποκρίθηκε στην έκκληση τού πάπα για βοήθεια κατά των Τούρκων.
<-8. Ο Σικελικός Εσπερινός και ένας αιώνας παρακμής των Ανδεγαυών (1282-1383) | 10. Ο Κλήμης ΣΤ’, ο Ουμβέρτος τής Βιέν και το τέλος τής σταυροφορίας τής Σμύρνης (1345-1352)-> |