03. Οι μεταβαλλόμενες τύχες τής Κωνσταντινούπολης, τής Αχαΐας, τής Ηπείρου και τής Νικαίας (1216-1246)

<-2. Tο απόγειο τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης υπό τον Ερρίκο τής Φλάνδρας (1206-1216) 4. Η προέλαση τής Νικαίας και η παρακμή τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1246-1259)->

3
Οι μεταβαλλόμενες τύχες τής Κωνσταντινούπολης, τής Αχαΐας, τής Ηπείρου και τής Νικαίας (1216-1246)

levant_1_3_1204   levant_1_3_1230
levant_1_3_1245   levant_1_3_1250

Με τον θάνατο τού Ερρίκου τής Φλάνδρας τον Ιούνιο τού 1216 τέλειωσε και η δύναμη και ελπίδα τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης. Η επιβίωσή της για δύο ακόμη γενιές αποτελεί ένα από τα πιο εκπληκτικά γεγονότα στη λατινική ιστορία τής Ελλάδας.1 Τον Ερρίκο διαδέχθηκε ως Λατίνος αυτοκράτορας ο γαμπρός του, ο πεισματάρης και απείθαρχος Πέτρος τού Κουρτεναί, σύζυγος τής αδελφής του Γιολάντας. Ο Πέτρος ήταν ένας από τούς πλουσιότερους βαρώνους στη Γαλλία, έχοντας πάρει τις κομητείες τής Ωξέρ και τής Τονέρ από την πρώτη σύζυγό του και εκείνη τής Ναμύρ από τη δεύτερη. Αφήνοντας τούς γιους του Φίλιππο και Ροβέρτο να προστατεύουν τα συμφέροντα τής οικογένειας στη Γαλλία, ο Πέτρος με τη Γιολάντα και τις κόρες τους ξεκίνησαν για πέρα από τούς λόφους, για μακριά στην αυτοκρατορία που τούς περίμενε στην Ανατολή. Επικεφαλής στρατού 160 ιπποτών και 5.500 πάνοπλων ανδρών και πεζών στρατιωτών, ο Πέτρος πήγε πρώτα στη Ρώμη, όπου ο πάπας Ονώριος Γ’ τον έστεψε μάλλον απρόθυμα στην εκκλησία τού Αγίου Λαυρέντιου «Έξω από τα Τείχη» (San Lorenzo Fuori le Mura) στις 9 Απριλίου 1217.2 Η τελετή έγινε λίγο έξω από το ιστορικό Aυρηλιανό τείχος, για να μη φαίνεται ότι αμφισβητούνταν τα δικαιώματα τού νεαρού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’, που λίγα χρόνια πριν είχε γίνει ο παπικός υποψήφιος για το αξίωμα τού αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Παρά το γεγονός ότι ο Φρειδερίκος είχε ήδη στεφθεί δύο φορές πριν από τον Απρίλιο τού 1217, δεν είχε ακόμη γίνει η αυτοκρατορική στέψη του από τον πάπα στη Ρώμη, που θα γινόταν τελικά από τον Ονώριο στις 22 Νοεμβρίου 1220. Κατά τη στιγμή τής στέψης τού Πέτρου τού Κουρτεναί στον Άγιο Λαυρέντιο οι σχέσεις μεταξύ πάπα και Φρειδερίκου ήσαν αρκετά λεπτές, αφού ο τελευταίος ωθούσε τον εαυτό του προς τα εμπρός, ως σταυροφόρος ανήσυχος για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, ενώ η παπική κούρτη ήταν προφανώς απρόθυμη να τον δεχθεί ως επικεφαλής επιχείρησης, την οποία ο Ιννοκέντιος Γ’ είχε κληροδοτήσει στον παπισμό ως εκκρεμότητα. Στην Ανατολή η 5η Σταυροφορία εξελισσόταν και στην Αίγυπτο ετοιμαζόταν η πολιορκία τής Νταμιέτα. Η παπική αυλή έτρεφε μεγάλες ελπίδες ότι ήταν δυνατό να νικηθούν οι ηγεμόνες τής Αιγύπτου και τής Δαμασκού3 και να ανακτηθεί η Ιερουσαλήμ υπό άλλη αιγίδα και όχι υπό την αυτοκρατορική.

Μετά την στέψη του ο Πέτρος τού Κουρτεναί διέσχισε την Αδριατική με ενετικά πλοία, ξεκινώντας από το Μπρίντιζι μαζί με τον παπικό λεγάτο Τζιοβάνι Κολόννα, καρδινάλιο ιερέα τής Αγίας Πραξέντιδος, τον αργότερα μεγάλο Γιβελλίνο κληρικό. Αποβιβαζόμενος στο Δυρράχιο, απ’ όπου με την Εγνατία οδό και πορεία δέκα ή δώδεκα ημερών θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη, ο Πέτρος πολιόρκησε την πόλη, προσπαθώντας να την αποσπάσει από τούς Ηπειρώτες και να την ξαναδώσει στους Ενετούς. Ήταν απερίσκεπτη επιχείρηση, η οποία απέτυχε παταγωδώς. Οδήγησε επίσης στην άμεση εχθρότητα τού Θεόδωρου Δούκα. Ο Πέτρος, σπαταλώντας πολύ χρόνο και προσπάθεια, εγκατέλειψε τελικά την πολιορκία τού Δυρραχίου και ξεκίνησε το επικίνδυνο ταξίδι του, διασχίζοντας τη χερσόνησο προς την κατεύθυνση τής Θεσσαλονίκης και τής Κωνσταντινούπολης. Όμως μερικές ημέρες αργότερα έπεσε σε παγίδα που τού έστησε ο πανούργος Θεόδωρος Δούκας και κατέληξε σε μπουντρούμι τής Ηπείρου, από το οποίο δεν βγήκε ποτέ.4

Ο καρδινάλιος Τζιοβάνι, που είχε συλληφθεί μαζί με τον Πέτρο, πέρασε πολλούς μήνες στη φυλακή, από την οποία τελικά τον έσωσαν οι απειλές και η επιμονή τού πάπα Ονώριου Γ’. Η αυτοκράτειρα Γιολάντα, που ήταν έγκυος, είχε ταξιδέψει μαζί με τις κόρες της με πλοίο προς την Κωνσταντινούπολη, όπου γέννησε τον τρίτο της γιο, τον Βαλδουΐνο Β’, προφανώς στην αίθουσα τής πορφύρας τού αυτοκρατορικού ανακτόρου. Από τον Βόσπορο βασίλευε μέσα στη μοναξιά τής χηρείας επί μιας αυτοκρατορίας, τής οποίας, όπως και τής ίδιας, είχαν ήδη περάσει οι καλύτερες ημέρες. Πέθανε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1219, ενώ ύστερα από αντιβασιλεία, την οποία άσκησε κυρίως ο καρδινάλιος Τζιοβάνι, ήρθε από τη Γαλλία στην Κωνσταντινούπολη ο γιος της Ροβέρτος, αφού ο μεγαλύτερος αδελφός του Φίλιππος παραιτήθηκε από τη διαδοχή. Ο Ροβέρτος έφθασε τον Μάρτιο τού 1221 και στέφθηκε αυτοκράτορας στο παρεκκλήσι τού ανακτόρου Βουκολέοντος, ξεκινώντας μια δεκαετία αδύναμης εξουσίας σε περίοδο κατά την οποία χρειαζόταν πυγμή.5 Η μεταγενέστερη ιστορία τής Λατινικής αυτοκρατορίας θα ήταν ενδεχομένως πολύ διαφορετική, αν ο ορμητικός Πέτρος είχε μπορέσει να βασιλεύσει στην Κωνσταντινούπολη. Από τη βασιλεία του θα απουσίαζε η ειρήνη και οι διπλωματικές ικανοποιήσεις τής βασιλείας τής συζύγου του Γιολάντας, αλλά θα απουσίαζαν και οι επικίνδυνες απρέπειες που σημάδεψαν τις αυτοκρατορικές προσπάθειες τού Ροβέρτου: «Οι Λατίνοι έχασαν πολλά με αυτόν [τον Ροβέρτο], που ήταν ακαλλιέργητος και αμαθής» (Latini perdiderunt multa cum ille [Robertus] esset quasi rudis et idiota).6

Το 1218 ο Θεόδωρος Δούκας και ο αδελφός του Κωνσταντίνος κατέλαβαν τις σημαντικές καστροπολιτείες των Νεοπατρών και τού Ζειτουνίου, στα βόρεια σύνορα τής Λατινικής μαρκιωνίας τής Βουδονίτσας. Οι Νεοπάτραι είναι η σύγχρονη Υπάτη, το Ζειτούνιον η αρχαία και σύγχρονη Λαμία, ενώ η Βουδονίτσα, η σημερινή Μενδενίτσα, βρισκόταν στο πέρασμα των Θερμοπυλών. Ο Θεόδωρος κατέλαβε επίσης το κάστρο τού Πλαταμώνα σε ακρωτήριο τής Θεσσαλίας, που φρουρούσε τον κόλπο τής Θεσσαλονίκης, βόρεια ακριβώς τής κλασικής κοιλάδας των Τεμπών. Επρόκειτο για σημαντική απόκτηση, την οποία ο Ιωάννης Απόκαυκος, ο καλός επίσκοπος Ναυπάκτου (Λεπάντο), δόξασε ως προοίμιο τής κατάληψης από τον Θεόδωρο τής Θεσσαλονίκης, τού μεγάλου ψαριού για το οποίο ο κυβερνήτης των Ηπειρωτών έριχνε τα δίχτυα του.7 Στη συνέχεια καταλήφθηκε από τον Θεόδωρο το 1219 το Πρόσεκ στον Βαρδάρη (Αξιό), ενώ δύο χρόνια αργότερα κατέλαβε από τούς Λατίνους και τις Σέρρες, κόβοντας τον δρόμο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Στα δυτικά τής Θεσσαλονίκης οι πόλεις τής Bέροιας και τής Καστοριάς συνθηκολόγησαν, ενώ τα Σέρβια στη βόρεια Θεσσαλία καταλήφθηκαν χωρίς μάχη. Πολλές άλλες πόλεις και χωριά πέρασαν επίσης στην κυριαρχία τού Θεόδωρου, η οποία εκτεινόταν από το Δυρράχιο τής Αδριατικής μέχρι τη Ναύπακτο, εκεί όπου ο Κορινθιακός κόλπος αδειάζει στο Ιόνιο πέλαγος. Το βόρειο όριό του εκτεινόταν κάπως αβέβαια από το Δυρράχιο και την κοιλάδα τού ποταμού Δρίνου (του αρχαίου Δρίλωνος) ανατολικά προς τον κάτω ρου τού Αξιού και τού Στρυμώνα, περιλαμβάνοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος τής αρχαίας Παιονίας και Μακεδονίας, καθώς και την περιοχή νοτιοδυτικά τής οροσειράς τής Ροδόπης. Το ανατολικό όριό του, που συγκέντρωνε και το μεγαλύτερο μέρος τής προσοχής του, κατηφόριζε από τις Σέρρες και τη Βέροια, τα Σέρβια και τον Πλαταμώνα, μέσω Λάρισας και Ζειτουνίου στη Ναύπακτο. Ήταν το ισχυρότερο κράτος στα Βαλκάνια.

Ο Θεόδωρος κράτησε τα σκήπτρα τής Ηπείρου για έξι μόνο χρόνια, αλλά οι νίκες του ήσαν τέτοιες, που συγκέντρωσαν τα μάτια τού ελληνικού κόσμου επάνω του ως κατακτητή των Λατίνων και υπερασπιστή τής Ορθοδοξίας. Είχε ανέβει τον απότομο λόφο τής επιτυχίας γρήγορα, γνωρίζοντας πάντοτε σε ποιον να επιτεθεί και πότε. Στον νότο το λατινικό πριγκηπάτο τής Αχαΐας ευημερούσε επίσης. Ο Θεόδωρος είχε περιορίσει τις εκστρατείες του στην ηπειρωτική Ελλάδα. Απώτεροι στόχοι του ήσαν η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη. Πολύ σοφά, ποτέ δεν τόλμησε να εκστρατεύσει στον Μοριά, όπου η αντίσταση θα ήταν πολύ ισχυρή και οι κίνδυνοι πολύ μεγάλοι.

Για είκοσι περίπου χρόνια ο πρίγκηπας Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουΐνος κυβερνούσε το μεγαλύτερο μέρος τού Μοριά ως σχεδόν ανεξάρτητο κράτος. Επικυρίαρχοί του ήσαν ο Λατίνος αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης και η Ενετική Δημοκρατία. Όμως μετά τον θάνατο τού αυτοκράτορα Ερρίκου η αυτοκρατορική εξουσία τού Βοσπόρου λίγο υπολογιζόταν, ενώ οι Ενετοί δεν παρέμβαιναν στις υποθέσεις τού πριγκηπάτου τού Μορέως, στον βαθμό που τα δικά τους συμφέροντα δεν απειλούνταν. Ο Γοδεφρείδος ήταν ικανός και οξύνους ηγεμόνας, που ήξερε πώς να διατηρεί μέσω προσεκτικής διοίκησης το κράτος που είχε βοηθήσει αυτός να ιδρυθεί με τις δικές του προσπάθειες και τη δική του φαντασία. Εμφανίζεται σε γενικές γραμμές να έχει αντιμετωπίσει δίκαια τούς Έλληνες. Είχε συνεχή προβλήματα με τον παπισμό, γιατί υπήρχαν αιτίες διαμάχης μεταξύ τού λατινικού κλήρου και των φεουδαρχών στην Ελλάδα, πέρα από την άρνηση τού Βιλλεαρδουΐνου να αποδεχτεί και την αποτυχία τού Όθωνα ντε λα Ρος να συμμορφωθεί στις αποφάσεις τής συνέλευσης των Ραβεννίκων. Στις 11 Φεβρουαρίου 1217 ο πάπας Ονώριος Γ’ έγραψε στον Λατίνο πατριάρχη Γερβάσιο (1215-1219) τής Κωνσταντινούπολης, ότι στην παπική κούρτη είχε υποβληθεί καταγγελία εξ ονόματος τού Βιλλεαρδουΐνου και τού ντε λα Ρος, σύμφωνα με την οποία ο πατριάρχης, με δική του απόφαση, χωρίς εύλογη αιτία και σε αντίθεση με τούς κανόνες τής γενικής συνόδου (του Λατερανού), είχε εκδώσει εναντίον τους διατάγματα αφορισμού και είχε θεσπίσει απαγορεύσεις στα εδάφη τους. Η Αγιότητά του δήλωνε όμως ότι αν συνέβαινε αυτό, τότε ο πατριάρχης θα έπρεπε να χαλαρώσει τις ποινές που είχε επιβάλει στον Βιλλεαρδουΐνο και στον ντε λα Ρος μέσα σε μια εβδομάδα από την παραλαβή τής παπικής επιστολής. Ενημερώθηκαν επίσης ο Κιστερκιανός ηγούμενος τής μονής Δαφνίου τής επισκοπής Αθηνών, ο αρχιερέας τού καθεδρικού ναού τής Αθήνας στον Παρθενώνα (prior dominici templi Athenien), καθώς και ο αρχιμανδρίτης Δαύλειας, στους οποίους ο Ονώριος έγραψε για την απόφασή του και έδωσε εντολή να χαλαρώσουν οι απαγορεύσεις κατά των Βιλλεαρδουΐνου και ντε λα Ρος.8

Τρεις ημέρες αργότερα, στις 14 Φεβρουαρίου 1217, το παπικό ανώτατο δικαστήριο έστελνε τουλάχιστον τρεις επιστολές προς τούς κληρικούς τής επικράτειας τού Μεγάλου Κύρη των Αθηνών. Ο ηγούμενος τής μονής Δαφνίου και ο αρχιμανδρίτης τής επισκοπής Δαύλειας ενημερώνονταν ότι η Αγιότητά του κατανοούσε από την καταγγελία τού αρχιεπισκόπου και τής ενορίας τού καθεδρικού ναού Θηβών, ότι ο πατριάρχης Γερβάσιος διεκδικούσε το δικαίωμα να εξετάζει όλες τις υποθέσεις που προέκυπταν στην αρχιεπισκοπή Θηβών, είτε υποβαλλόταν σε αυτόν έκκληση είτε όχι. Επίσης ότι με εντελώς αντικανονικό τρόπο αφόριζε κληρικούς και λαϊκούς ή τούς απάλλασσε από αφορισμούς. Ότι διεκδικούσε το δικαίωμα να διορίζει σε κενές θέσεις άμισθων ή έμμισθων κληρικών χωρίς να τού έχει χορηγηθεί ποτέ τέτοιο δικαίωμα. Ότι εν ολίγοις φαινόταν να διεκπεραιώνει αρμοδιότητες παπικού λεγάτου, αν και ποτέ δεν τού είχε δοθεί τέτοιο προνόμιο, ούτε είχε πάρει σχετική ειδική εντολή από την Αγία Έδρα. Ο Γερβάσιος είχε προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε είχε εγκαθιδρύσει δικό του πληρεξούσιο στη Θήβα, για να ασκεί εκεί τη μη εξουσιοδοτημένη δικαιοδοσία του.9

Με δεύτερη επιστολή ζητιόταν από τον ηγούμενο Δαφνίου, τον αρχιερέα Παρθενώνος και τον αρχιμανδρίτη Δαύλειας να διερευνήσουν και να εκδικάσουν την κατηγορία τού αρχιεπισκόπου και τής ενορίας Θηβών, ότι «ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης τούς είχε στερήσει την εκκλησία τής Υπεραγίας Θεοτόκου στον χώρο τής αγοράς τής Θήβας [in foro Thebarum], καθώς και ορισμένες άλλες, σε αντίθεση με τη δικαιοσύνη».10 Οι ίδιοι τρεις εκκλησιαστικοί πήραν τελικά με τρίτη επιστολή τής ίδιας ημερομηνίας (14 Φεβρουαρίου 1217) την εντολή να εξετάσουν τη διεκδίκηση που προωθούσε δυναμικά ο πατριάρχης, ο οποίος είχε έρθει ο ίδιος στη Θήβα (ad Thebanam civitatem accedens), επί ορισμένων μοναστηριών που έφεραν το «σημείο τού σταυρού» (signum crucis, σταυροπηγιακά), λόγω τής προγενέστερης κατοχής τους από τον Έλληνα πατριάρχη. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το δικαίωμα τού πατριάρχη σε αυτά τα μοναστήρια αμφισβητούνταν εξίσου έντονα από τον αρχιεπίσκοπο Θηβών.11 Υπήρχαν τώρα δώδεκα εφημέριοι στην ενορία τού καθεδρικού ναού Θηβών.12 Θα έχουμε αργότερα την ευκαιρία να δούμε τη διόλου αξιοζήλευτη αταξία που είχαν προκαλέσει στις υποθέσεις τής θηβαϊκής αρχιεπισκοπής, αν και φαίνεται ότι αντίστοιχη αταξία είχε προκαλέσει και ο πατριάρχης Γερβάσιος. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο τού 1218, ο πάπας Ονώριος έγραφε και πάλι στον πατριάρχη, διατάζοντάς τον κατηγορηματικά να σταματήσει να διεκδικεί δικαιοδοσία επί ορισμένων εκκλησιών απλώς και μόνο επειδή έφεραν το ελληνικό πατριαρχικό σημείο τού σταυρού, αλλά οι οποίες προφανώς ανήκαν στους αρχιεπισκόπους, επισκόπους και άλλους ιεράρχες τής επικράτειας τού Γοδεφρείδου, πρίγκηπα τής Αχαΐας και τού Όθωνα ντε λα Ρος, άρχοντα τής Αθήνας. Ο Λατίνος πατριάρχης διεκδικούσε ως άμεσα υπαγόμενες σε αυτόν όλες τις εκκλησίες που έφεραν τα «σημεία τού σταυρού» (signa crucis), ήσαν δηλαδή πρώην εξαρτήσεις τού ελληνικού Πατριαρχείου, αν και η Αγιότητά του έλεγε ρητά ότι ο Λατίνος πατριάρχης θα έπρεπε να στηρίξει περισσότερο την απαίτησή του, χωρίς να έχει εξουσιοδότηση ή ειδικό προνόμιο (licet nullo super hoc jure vel speciali privilegio muniaris). Έτσι, για να διεκδικήσει το δικαίωμά του σε αυτές τις εκκλησίες, ο πατριάρχης έπρεπε να επικαλεστεί άλλο νόμιμο λόγο και, όσο δεν τον έβρισκε, έπρεπε να πάψει να επιτίθεται στους κληρικούς τής Αχαΐας και των Αθηνών με τις αξιώσεις του. Ο ηγούμενος Δαφνίου και ο αρχιερέας Παρθενώνος έπαιρναν επίσης εντολή να επιπλήξουν τον πατριάρχη προς την ίδια κατεύθυνση.13

Τρεις μήνες αργότερα, στις 31 Μαρτίου 1218, ο Ονώριος έστελνε στον πατριάρχη μακροσκελή επιστολή, επιπλήττοντάς τον ότι άπλωνε πολύ τα φτερά του (tu supra te volens extendere alas tuas) και έστελνε δικούς του (a latere) απεσταλμένους, σαν να ασκούσε αποστολική εξουσία ως διάδοχος τού ίδιου τού Αγίου Πέτρου. Ένας πατριαρχικός απεσταλμένος (λεγάτος), σε αντίθεση με τούς ρητούς περιορισμούς τής Συνόδου τού Λατερανού, είχε θεσπίσει απαγορεύσεις στα εδάφη τού Γοδεφρείδου πρίγκηπα τής Αχαΐας και τού Όθωνα ντε λα Ρος άρχοντα τής Αθήνας χωρίς εύλογη αιτία, ενώ διέτασσε τούς ιεράρχες τής Αχαΐας και τού δουκάτου των Αθηνών να τηρούν απαραβίαστη την απόφαση που είχε πάρει. Ο πάπας επεσήμαινε και άλλες περιπτώσεις αλαζονικής συμπεριφοράς τού πατριάρχη και διαμαρτυρόταν επισήμως εναντίον αυτού τού σφετερισμού των εξουσιών τού Ρωμαίου ποντίφηκα. «Δεν φαίνεται να έχεις αναλάβει τη φροντίδα τής ποιμαντικής ευθύνης», έγραφε, «αλλά να έχεις ανέβει στον θρόνο τής αλαζονείας και στην καθέδρα τής συμφοράς». Ο Ονώριος καλούσε στη συνέχεια τον σεβάσμιο αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη να θυμηθεί ποιος αναφέρεται σε ποιόν, ενώ τον διέτασσε να χαλαρώσει τις απαράδεκτες και αντικανονικές απαγορεύσεις που είχαν εκδοθεί στο όνομά του: διαφορετικά η άρση των απαγορεύσεων θα γινόταν από τον θησαυροφύλακα τής αθηναϊκής ενορίας και τούς ηγούμενο και ανθηγούμενο τής μονής τού Δαφνίου, οι οποίοι είχαν πάρει σχετική εντολή με παπικές επιστολές.14 Αλλά αν ο Λατίνος πατριάρχης ήταν θρασύς, θρασεία ήταν και η λατινική βαρωνία στην Ελλάδα. Βέβαια ο πρίγκηπας τής Αχαΐας δεν είχε υπογράψει το κονκορδάτο των Ραβεννίκων, αλλά ο άρχοντας τής Αθήνας το είχε υπογράψει και δεν εφάρμοζε τούς όρους που είχαν συμφωνηθεί τον Μάιο τού 1210. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα βρίσκουμε λοιπόν τον ίδιο τον Ονώριο να προσχωρεί στην επίσημη αναφορά των Λατίνων επισκόπων στην Ελλάδα, για να διατηρήσει τις ποινές τού αφορισμού και τής απαγόρευσης που είχαν επιβληθεί στις επικεφαλής κοσμικές αρχές αυτής τής ξένης χώρας, όπου μια ξένη εκκλησία δεν θα εύρισκε ποτέ ειρήνη και ασφάλεια.

Έτσι στις 21 Ιανουαρίου 1219 ο πάπας απεύθυνε επιστολή προς τον αρχιεπίσκοπο, τον αρχιμανδρίτη και τον αρχιδιάκονο Θεσσαλονίκης, ότι, κατ’ εντολή των επισκόπων Κορίνθου, Πατρών, Λαρίσης, Αθηνών και Νεοπατρών, καθώς και των αναφερομένων σε αυτούς και τής ενορίας τού καθεδρικού ναού Θηβών, επικύρωνε τις ποινές αφορισμού που είχαν επιβληθεί στον πρίγκηπα Αχαΐας Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο και στον άρχοντα τής Αθήνας Όθωνα ντε λα Ρος, καθώς και στους βαρώνους, ιππότες, υπασπιστές, συμβούλους και υποστηρικτές τους, αλλά και την απαγόρευση που είχε επιβληθεί στα εδάφη τους από τον αποστολικό απεσταλμένο Τζιοβάννι Κολόννα, καρδινάλιο ιερέα τής Αγίας Πραξέντιδος, λόγω τής απειθούς κατοχής ορισμένων μοναστηριών, εκκλησιών, αγροτικών ενοριών και εκκλησιαστικών αγαθών, κινητών και ακινήτων, σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει απέναντι στην εκκλησία στη δεύτερη συνέλευση των Ραβεννίκων, την εποχή τού προκατόχου τής Αγιότητάς του, τού αειμνήστου πάπα Ιννοκέντιου Γ’.15

Οι ποινές τού αφορισμού που είχε επιβάλει ο καρδινάλιος Τζιοβάνι Κολόννα το 1218 στον πρίγκηπα τής Αχαΐας και στον άρχοντα των Αθηνών καθώς περνούσε από την Ελλάδα και τις οποίες επικύρωσε ο πάπας Ονώριος Γ’ στις 21 Ιανουαρίου 1219 κράτησαν σχεδόν πέντε χρόνια (μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 1223). Αποτελεί καθήκον τής Αποστολικής Έδρας, έγραφε τώρα ο Ονώριος στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο (4 Σεπτεμβρίου 1223), να διατηρεί τον έλεγχο λαών και κρατών, ώστε να αποδίδονται τα τού Καίσαρος στον Καίσαρα και τα τού Θεού στον Θεό. Το θράσος των ηγεμόνων τής Ρωμανίας είχε προκαλέσει σύγχυση και διαφθορά. Oι άνθρωποι παραχωρούσαν αγαθά στις εκκλησίες και τα έπαιρναν πίσω όποτε ήθελαν. Μεταξύ των παραβατών εμφανής ήταν και ο ίδιος ο Γοδεφρείδος. Είχε πάρει στα χέρια του μοναστήρια και άλλη εκκλησιαστική περιουσία και δαπανούσε ο ίδιος τα εισοδήματά τους. Είχε χρησιμοποιήσει Έλληνες ιερείς ως δουλοπάροικους (pupates tanquam rustici) και επειδή είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις και επιπλήξεις, είχε αφοριστεί. Αλλά για εκείνους που θα γνώριζαν την ταπείνωση και θα επέστρεφαν στην εκκλησία η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή και ο Ονώριος χαιρέτιζε τώρα την επάνοδο τού Γοδεφρείδου στις τάξεις τής εκκλησίας, με συμβιβαστική λύση βασισμένη στους όρους των Ραβεννίκων. Όλοι οι καθεδρικοί ναοί στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας θα είχαν όλες τις κτήσεις που κατείχαν τώρα ή ήταν γνωστό ότι κατείχαν κατά τη στέψη τού αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ Άγγελου, τού επονομαζόμενου Βαμβακοράτιου (1195-1203),16 απαλλαγμένες από κάθε απαίτηση και κοσμική δικαιοδοσία, εκτός από τον δίκαιο και αρμόζοντα φόρο γης (ακρόστιχον), που θα έπρεπε να καταβάλλεται από τούς εκκλησιαστικούς γαιοκτήμονες, Λατίνους και Έλληνες εξ ίσου, στους κοσμικούς τους κυρίους, όπως γινόταν και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Δεδομένου ότι ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος εκθρονίστηκε το 1203, αυτό σήμαινε ότι η Λατινική Εκκλησία τού Μοριά θα είχε στην κατοχή της τουλάχιστον τα εδάφη και τον πλούτο, που διέθετε η Ελληνική Εκκλησία όταν οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στον Μοριά, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν.

Όπως και με τις πράξεις των Ραβεννίκων, ο ελληνικός κλήρος προστατευόταν επίσης γενναιόδωρα από τον πάπα. Προσδιοριζόταν τώρα για κάθε χωριό, ανάλογα με το μέγεθός του, ο αριθμός των Ελλήνων ιερέων που θα απολάμβαναν ελευθερία από τη δικαιοδοσία των λαϊκών, πράγμα που σήμαινε επίσης ελευθερία από κτηματική και φεουδαρχική υπηρεσία (a laicali iurisdietione omnimodo liberi et immunes): χωριό με 25-70 σπίτια (lares) μπορούσε να έχει δύο τέτοιους ιερείς, χωριό με 70-125 σπίτια 4 ιερείς, ενώ εκείνα που είχαν περισσότερα από 125 μπορούσαν να έχουν έξι ιερείς.17 Όμως αυτοί οι ιερείς θα πλήρωναν τον παλιό φόρο γης ή ακρόστιχον, εφόσον αυτός οφειλόταν από τα εδάφη που κατείχαν. Ο Βιλλεαρδουΐνος και οι Λατίνοι υπήκοοί του θα πλήρωναν φόρο δεκάτης και θα εξασφάλιζαν ότι και οι Έλληνες θα πλήρωναν τον φόρο δεκάτης, πέρα από τη συνήθη υποχρέωσή τους για στρατιωτική υπηρεσία (et facietis a Grecis vobis subditis et non rebellantibus simili modo persolvi). Παρ’ όλα αυτά, ο Βιλλεαρδουΐνος και οι φεουδάρχες του μπορούσαν να πάρουν τούς θησαυρούς και την κινητή περιουσία των εκκλησιών τού Μοριά, υπό την προϋπόθεση ότι θα θέσπιζαν ετήσιο επίδομα χιλίων υπερπύρων, που θα διανεμόταν μεταξύ των αρχιεπισκοπών Πατρών και Κορίνθου, καθώς και των επισκοπών Λακεδαιμονίας, Αμυκλών, Κορώνης, Μεθώνης, Ωλένης και Άργους. Παρά το γεγονός ότι αυτή η συμφωνία μεταξύ των ηγεμόνων και τής ιεραρχίας τού Μοριά μετατράπηκε σε «λαβύρινθο σύγχυσης», η Αγιότητά του τής έδωσε την επικύρωση τής Αποστολικής αυθεντίας του.18 Για εύκολη αναφορά στη συμφωνία που είχε γίνει στα Ραβέννικα το 1210, την resignatio Ravennice όπως συνήθως ονομαζόταν, τα πρακτικά τής κληρικο-φεουδαρχικής συνέλευσης επισυνάπτονταν στην επιστολή τού πάπα προς τον Γοδεφρείδο.19

Επιστολή παρόμοια με εκείνη που είχε αποσταλεί στον Γοδεφρείδο στάλθηκε την ίδια μέρα (4 Σεπτεμβρίου 1223) και στον Όθωνα ντε λα Ρος. Οι ίδιες διατάξεις που θα ίσχυαν στον Μοριά ρύθμιζαν τον αριθμό των Ελλήνων ιερέων, που θα υπηρετούσαν τούς ανθρώπους στα χωριά τής Αττικής και Βοιωτίας. Όμως για τον εκκλησιαστικό θησαυρό που θα παρακρατούσε ο Όθων ντε λα Ρος στην περιοχή του, καθώς και για την κινητή περιουσία τής εκκλησίας, θα θέσπιζε ετήσια εισφορά πεντακοσίων υπερπύρων για τον κλήρο, που θα κατανέμονταν ως εξής: 126 υπέρπυρα για τον καθεδρικό ναό τής Αθήνας, 100 για την εκκλησία τής Θήβας, 200 για την εκκλησία τού Άργους και 74 για την εκκλησία τής Δαύλειας.20 Οι όροι τής συμφωνίας με τον ντε λα Ρος επικυρώθηκαν επίσης από τον πάπα, για να αποφευχθεί ο ίδιος «λαβύρινθος σύγχυσης».21 Ταυτόχρονα ο ντε λα Ρος συμφώνησε να επαναποδώσει στην εκκλησία τού αργολικού του φέουδου τα κτήματα που είχε αρπάξει από αυτήν και τα έσοδα πολλών ετών που είχαν έτσι προκύψει.22

Από τον αριθμό των εγγράφων που συντάχθηκαν από τούς παπικούς αυλικούς υπαλλήλους στο Ανάγκνι τον Σεπτέμβριο τού 1223 και αφορούσαν υποθέσεις τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας και τού δουκάτου των Αθηνών, είναι προφανές ότι ο πάπας Ονώριος, αν και μπορεί να εύρισκε ανακούφιση στο Aνάγκνι από τη ζέστη τής Ρώμης, δεν εύρισκε καμιά ανακούφιση από το άγχος κάτω από το οποίο ασχολούνταν με την υπόθεση τής Λατινικής χριστιανοσύνης στην Ελλάδα. Στις 19 τού μήνα έγραφε στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο και τον Όθωνα ντε λα Ρος για τη χαλάρωση τής απαγόρευσης που είχε επιβληθεί στα εδάφη τους και συμπέραινε κατόπιν αυτού, ότι οι Γοδεφρείδος και Όθων ήσαν έτοιμοι να αναλάβουν με ένοπλες δυνάμεις την υπεράσπιση τής απειλούμενης Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης.23 Υπενθύμιζε τόσο στον πρίγκηπα τής Αχαΐας όσο και στον άρχοντα τής Αθήνας, ότι η Αγία Έδρα, ως ευσεβής μητέρα, είχε μετριάσει με πραότητα τις πειθαρχικές ποινές τους. Αν και η από πλευράς τους αρπαγή εκκλησιαστικής περιουσίας αποτελούσε σοβαρό αδίκημα απέναντι στον Θεό, τούς χορηγούσε τώρα άφεση και τούς απάλλασσε από την επιστροφή ορισμένων από τα εκκλησιαστικά εισοδήματα που είχαν αντικανονικά κατάσχει για δική τους χρήση στη διάρκεια των ετών τής αποξένωσής τους από την εκκλησία.24

Η εκκλησία είχε φτάσει επιτέλους τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό συνεννόησης με τη λατινική φεουδαρχία στην Ελλάδα. Αλλά ο κλήρος παρέμενε πάντοτε φτωχός και δυσαρεστημένος με την κατάστασή του. Έτσι κι αλλιώς η κληρονομιά του από το παρελθόν δεν ήταν πλούσια. Η βυζαντινή εκκλησία μοιραζόταν κι αυτή τη γενική παρακμή τής αυτοκρατορίας και δεν ευημερούσε την εποχή τής 4ης Σταυροφορίας. Τα περισσότερα μέλη τής νέας λατινικής ιεραρχίας και βεβαίως οι χαμηλότεροι «σταυροφόροι κληρικοί» (clerici crucesignati) είχαν κερδίσει τα λίγα που μπορούσαν να κερδίσουν από την επιείκεια και την άφεση αμαρτιών και την απόκτηση επί γης αγαθών, εκτός αν μπορούσαν να πωλούν κομμάτια από το πλούσιο απόθεμα ιερών λειψάνων, που πέρασε στην κατοχή τους με την κατάκτηση. Βέβαια οι Λατίνοι κληρικοί έπαιρναν επιδόματα, τα οποία μπορεί να μην έπαιρναν στη Δύση, ενώ νεότεροι γιοι και ακτήμονες ευγενείς αποκτούσαν φέουδα. Η 4η Σταυροφορία είχε κάποιες προσοδοφόρες συνέπειες, ιδίως στον Μοριά κατά τις πρώτες δεκαετίες τού 13ου αιώνα. Αλλά ίσως οι Ενετοί ήσαν εκείνοι που πετύχαιναν τα μεγαλύτερα κέρδη. Εγκαθίδρυαν εμπορική αυτοκρατορία στην Ανατολή, ενώ στη Βενετία άρχιζαν τώρα να χτίζουν εντυπωσιακά παλάτια κατά μήκος τού Μεγάλου Καναλιού (Grand Canal).

Σύμφωνα με το Χρονικό τού Μορέως, όταν οι Λατίνοι κληρικοί στον Μοριά αρνήθηκαν να προσφέρουν στρατιωτική θητεία στα φέουδά τους, ο Γοδεφρείδος απαλλοτρίωσε τα έσοδά τους, με τα οποία έχτισε το μεγάλο κάστρο Χλεμούτσι (σήμερα στην Κυλλήνη τής Ηλείας), που ονομαζόταν από τούς Γάλλους Κλερμόν και από τούς Ιταλούς Καστέλ Τορνέζε, γιατί εδώ κόβονταν από τον νεότερο γιο του τα νομίσματα τορνέζι, βασισμένα στα αντίστοιχα τής Τουρ. Ο Γοδεφρείδος είχε καλέσει τη σύζυγό του από την Καμπανία κατά την αρχική περίοδο τής διαμονής του στον Μοριά και αυτή είχε έλθει μαζί με τον μικρό τους γιο Γοδεφρείδο Β’, που θα διαδεχόταν τον πατέρα του στο πριγκηπάτο γύρω στο 1228.25 Διέμεναν στα όμορφα κάστρα τής Λακεδαιμονίας (La Cremonie) και τής Καλαμάτας, στο οποίο γεννήθηκε ο δεύτερος γιος τού Βιλλεαρδουΐνου, ο Γουλιέλμος, ο οποίος το 1246 θα διαδεχόταν τον αδελφό του Γοδεφρείδο Β’.

Στο μεταξύ οι Λατίνοι χρειάζονταν όλη τη δύναμη που θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν, επειδή πρόσφατα γεγονότα είχαν ενθαρρύνει πολύ τούς Έλληνες στη φιλοδοξία τους να αντισταθούν και να αποκρούσουν εκείνους που είχαν εισβάλει ανάμεσά τους. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία εδώ και χρόνια ότι σκοπός τού ανταγωνισμού τού Ηπειρώτη ηγεμόνα Θεόδωρου Δούκα με τούς Λατίνους στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν η απόκτηση τής Θεσσαλονίκης, ενώ στις αρχές τού 1223 η χήρα βασίλισσα Μαργαρίτα επέστρεψε στην πατρίδα της στην Ουγγαρία, μέχρι να παρθεί απόφαση για το θέμα. Ο γιος της Δημήτριος, ο Λατίνος βασιλιάς τής Θεσσαλονίκης, βρισκόταν στην Ιταλία επί ένα χρόνο αναζητώντας βοήθεια, ενώ ο Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι, ο μαρκήσιος τής Βουδονίτσας, είχε αφήσει το κάστρο του στις Θερμοπύλες για να αναλάβει την άμυνα τής Θεσσαλονίκης. Ο Θεόδωρος Δούκας ξεκινούσε τώρα τη μακρά πολιορκία τής πόλης, απτόητος από τα πολλά διπλωματικά μέτρα που πήρε ο πάπας Ονώριος για να τον εμποδίσει, καθώς και από τα πνευματικά μηνύματα για να τον μεταπείσει. Κηρύχθηκε σταυροφορία, στην οποία δεν υπήρξε ανταπόκριση, αλλά ο Ονώριος βοήθησε στη συγκέντρωση σημαντικής δύναμης στο Μπρίντιζι, την οποία ο μαρκήσιος Γουλιέλμος Δ’ Μομφερρατικός και ο ετεροθαλής αδελφός του βασιλιάς Δημήτριος θα οδηγούσαν στην Ελλάδα για να σπάσουν την πολιορκία τού Θεόδωρου και να διατηρήσουν το τελευταίο απομεινάρι τού λατινικού κράτους, που είχε ιδρύσει ο πατέρας τους είκοσι χρόνια πριν.

Μια βδομάδα μετά τη στέψη του το 1217 ο Λατίνος αυτοκράτορας Πέτρος τού Κουρτεναί φαίνεται ότι είχε εκχωρήσει στον μαρκήσιο Γουλιέλμο Δ’ Μομφερρατικό σχεδόν τα πάντα στο βασίλειο τής Θεσσαλονίκης εκτός από τον βασιλικό τίτλο.26 Η επιχείρηση στην Ελλάδα άξιζε πραγματικά τον χρόνο και τον κόπο τού Γουλιέλμου, ενώ η παπική κούρτη έκανε ό,τι μπορούσε για να στεφθεί η εκστρατεία του με επιτυχία.27 Στις 22 Ιανουαρίου 1224 ο πάπας Ονώριος επέκτεινε την προστασία του στον Γουλιέλμο και σε «όλους τούς βαρώνους και ιππότες τής Λομβαρδίας, τής Τοσκάνης, τής Βουργουνδίας και άλλων τόπων, που αναλάμβαναν μαζί του το ταξίδι στη Ρωμανία».28 Λίγο περισσότερο από δύο βδομάδες αργότερα, ο πάπας προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον υψηλό κλήρο τής Ιταλίας και τής νότιας Γαλλίας ως παράγοντες στρατολόγησης για την εκστρατεία διάσωσης εκείνης τής αρχαίας γης, που ανήκε στον μαρκήσιο «με κληρονομικό δικαίωμα» (ο Δημήτριος είχε ξεχαστεί) και η συνεχιζόμενη κατοχή τής οποίας θα ήταν τόσο χρήσιμη για την αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης και για την «υπόθεση των Αγίων Τόπων» (negotium Terrae Sanctae).29 Στις 20 Μαΐου ο πάπας έγραφε στη Μπλανς τής Καστίλλης, τη «λαμπρή βασίλισσα τής Γαλλίας», να προσπαθήσει να πείσει τον σύζυγό της βασιλιά Λουδοβίκο Η’ για την αποστολή βοήθειας προς τον Λατίνο αυτοκράτορα Ροβέρτο τού Κουρτεναί, γιο τού άτυχου Πέτρου και ξάδελφο τού βασιλιά, για να βοηθήσει στην υπεράσπιση τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας, «η οποία την εποχή τού πατέρα του βασιλιά Λουδοβίκου [τού Φιλίππου Αυγούστου] κερδήθηκε από Γάλλους σε λαμπρή επίδειξη ανδρείας και όπου έχει δημιουργηθεί κατά κάποιο τρόπο μια νέα Γαλλία» (ibique quasi nova Francia est creata).30 Ο πάπας έκανε κάθε προσπάθεια για λογαριασμό τού μαρκησίου τού Μομφεράτ, ο οποίος φαινόταν πια ότι προτιμούσε το βασιλικό στέμμα από «δύο βόδια κι ένα αλέτρι στο Mομφεράτ». Η ασθένεια όμως καθυστερούσε τον Γουλιέλμο και το Νοέμβριο τού 1224 βρισκόταν ακόμη στο Μπρίντιζι, αλλά ο πάπας διαβεβαίωνε τούς Λατίνους κληρικούς στο βασίλειο τής Θεσσαλονίκης, ότι ο Γουλιέλμος και ο στρατός του είχαν δεσμευτεί με όρκους. Πρόσθετε ότι η αποστολή θα ξεκινούσε τον ερχόμενο Μάρτιο και ως συμβολή στη χρηματοδότηση τής επιχείρησης είχε επιβληθεί υποχρεωτική εισφορά τού μισού των ετησίων εσόδων και κινητών αγαθών των κληρικών στο βασίλειο.31

Ενώ οι αδελφοί Μομφεράτ έμεναν πίσω εξαιτίας επαναλαμβανομένων καθυστερήσεων, ο Θεόδωρος Δούκας συνέχιζε την πολιορκία τής Θεσσαλονίκης. Παρά τις επείγουσες εκκλήσεις τού πάπα ούτε ο Βιλλεαρδουΐνος τής Αχαΐας ούτε ο ντε λα Ρος τής Αθήνας φαίνεται ότι βοήθησαν την απειλούμενη πόλη, την οποία πιθανότατα δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν, αφού ο Θεόδωρος κατείχε το μεγαλύτερο μέρος τής Θεσσαλίας. Τελικά, προς το τέλος τού 1224, πολύ πιθανόν τον Δεκέμβριο, η απελπισμένη λατινική φρουρά τής Θεσσαλονίκης, ύστερα από αντίσταση είκοσι περίπου μηνών, παραδόθηκε στον Θεόδωρο Δούκα τής Ηπείρου, που εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη.32 Μια δεκαετία περίπου αργότερα, όπως έχουμε ήδη δει, κάποια Σαχλίκινα άσκησε αγωγή εναντίον τής προγονής της Ωραίας, σε δικαστική υπόθεση, η καταγραφή τής οποίας (διατηρούμενη σε επιστολή τού Δημήτριου Χωματιανού) βοηθά στον προσδιορισμό τής χρονολογίας κατάληψης τής Θεσσαλονίκης από τον Θεόδωρο, ενώ προσφέρει και ενδιαφέρουσα ματιά στον τρόπο διεξαγωγής των νομικών υποθέσεων στην πόλη κατά την περίοδο τής Λατινικής κυριαρχίας.33

Ο Θεόδωρος Δούκας, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνδρες που έχουν κερδίσει πολιτικές ή στρατιωτικές δάφνες, υπήρξε ο αρχιτέκτονας τής δικής του τύχης. Είχε δυναμώσει με διαδοχικές επιτυχίες, αλλά στη ζωή τίποτε ίσως δεν οδηγεί περισσότερο σε ψευδαισθήσεις, απ’ όσο η ίδια η επιτυχία. Κάθε νίκη παρήγαγε κι άλλον στόχο, πιο μακριά κατά μήκος τού δρόμου. Η κατάκτηση τής Θεσσαλονίκης έφερνε μαζί της την ακαταμάχητη ανάγκη να βαδίσει προς την Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ ο Θεόδωρος πήρε τον τίτλο τού αυτοκράτορα και έδωσε τον τίτλο τού δεσπότη στους αδελφούς του Κωνσταντίνο και Μανουήλ. Αν και ο Έλληνας μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος Mεσοποταμίτης, αρνήθηκε να τοποθετήσει το στέμμα στο κεφάλι τού Θεοδώρου, φοβούμενος ότι με τον τρόπο αυτό θα πρόσβαλλε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Βατάτζη τής Νικαίας και θα παραβίαζε τα δικαιώματα τού «πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως» που βρισκόταν στη Νίκαια, ο φιλόδοξος και ανεξάρτητος Δημήτριος Χωματιανός, ο αυτοκέφαλος αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, ανέλαβε την τελετή στέψης στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα μεταξύ Ιουνίου 1227 και Απριλίου 1228,34 ενώ ο Θεόδωρος φόρεσε όλα τα αυτοκρατορικά στολίδια και διένειμε σε άλλα μέλη τής οικογένειάς του και σε οπαδούς του τα αξιώματα και τούς τίτλους που άρμοζαν στη νέα του θέση. Ενάντια στις διαμαρτυρίες τού Βατάτζη και τού πατριάρχη Γερμανού Β’ στη Νίκαια, που θεωρούσαν αυτό τον ισχυρισμό αυτοκρατορικού αξιώματος ως πράξη σφετερισμού και αλαζονικής περιφρόνησης τής πραγματικής κυριαρχίας τής αυτοκρατορίας τής Νικαίας, το δοσμένο από τον Θεό δικαίωμα τού Θεοδώρου στον αυτοκρατορικό τίτλο υπερασπίστηκε ο Ιωάννης Απόκαυκος, μητροπολίτης Ναυπάκτου από το 1200 περίπου, ο Δημήτριος Χωματιανός, αρχιεπίσκοπος Αχρίδας από το 1217 και ο Γεώργιος Βαρδάνης «Αττικός», μητροπολίτης Κέρκυρας από το 1219. Η βυζαντινή πολιτική θεωρία είχε προσβληθεί από τη σκέψη ύπαρξης δύο αυτοκρατόρων στον ελληνικό κόσμο, ενώ η αυξανόμενη ανεξαρτησία τής εκκλησίας τής Ηπείρου, που βρισκόταν σταθερά κάτω από τον έλεγχο τού Θεόδωρου Δούκα, καθιστούσε κωμικούς τούς ισχυρισμούς περί δικαιοδοσίας, που διατύπωνε ο πατριαρχικός θρόνος τής Νικαίας. Όπως και οι άλλες δυναστείες τής εποχής, των Ασάν στη Βουλγαρία, των Νεμάνια στη Σερβία και των Μεγάλων Κομνηνών στην Τραπεζούντα, ο Θεόδωρος Δούκας επέμενε για την ίδρυση αυτόνομης εκκλησίας σε αυτόνομο κράτος, αφού η αντιστοιχία μεταξύ πολιτικών και εκκλησιαστικών ορίων στον Ορθόδοξο κόσμο ήταν σχεδόν αξιωματική ήδη από τον 4ο αιώνα.35 Σύμφωνα με συνοδικά έγγραφα που ετοιμάστηκαν από τον Ιωάννη Απόκαυκο και τον Γεώργιο Βαρδάνη, ο Θεόδωρος ήταν ήδη έτοιμος το 1227-1228 να αναγνωρίσει την εξουσία τού Ρωμαίου ποντίφηκα, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγνώριση τού αυτοκρατορικού του τίτλου και την ανεξαρτησία τής εκκλησίας τής Ηπείρου.36

Στις νίκες των Ηπειρωτών επί των Λατίνων τής Θεσσαλονίκης αντιπαραβάλλονταν εκείνες τού αυτοκράτορα Νικαίας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη επί τού Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου. Όταν πέθανε το 1222 ο πρώτος ηγεμόνας τής Νικαίας, ο Θεόδωρος Λάσκαρις, είχε ορίσει ως διάδοχό του τον γαμπρό του Βατάτζη. Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί τού Θεόδωρου, ο Αλέξιος και ο Ισαάκ, αρχικά δολοπλόκησαν και στη συνέχεια πήραν τα όπλα κατά τής ανόδου τού Βατάτζη στον θρόνο, εξασφαλίζοντας τη βοήθεια τού αυτοκράτορα Ροβέρτου, που τούς θεωρούσε πιο φιλικούς γείτονες απ’ ό,τι θα ήταν ο Βατάτζης. Όμως το 1224 ο Βατάτζης νίκησε στο Ποιμανηνόν τον Ροβέρτο και τούς αντάρτες τής Νικαίας. Αξιοποιώντας στο έπακρο την επιτυχία του επέδραμε στα εδάφη νότια τής Προποντίδας. Κατέλαβε σειρά λατινικών φρουρίων, διέσχισε τον Ελλήσποντο και λεηλάτησε τούς εμπορικούς σταθμούς στην Καλλίπολη. Ο Ροβέρτος, βλέποντας τον δυτικό και τον ανατολικό προμαχώνα του να καταρρέουν, ζήτησε ειρήνη, την οποία ο Βατάτζης χορήγησε το 1225, σε συνθήκη με την οποία οι Λατίνοι δεν διατηρούσαν στη Μικρά Ασία τίποτε περισσότερο από την ανατολική ακτή τού Βοσπόρου και τα εδάφη γύρω από τη Νικομήδεια. Ύστερα από πρόσκληση των Ελλήνων κατοίκων τής Αδριανούπολης ο Βατάτζης έστειλε στρατό για την εκδίωξη των Λατίνων και την κατάληψη τής πόλης. Στο μεταξύ οι ναυτικές δυνάμεις τής Νικαίας δεν ήσαν λιγότερο δραστήριες από τις χερσαίες. Ο στόλος τού Βατάτζη κατέλαβε τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία και Κω. Τέλος το 1232-1233 επέβαλε και κάποιου είδους επικυριαρχία πάνω στο νησί τής Ρόδου.37

Η λατινική κυβέρνηση τής Κωνσταντινούπολης είχε υποστεί αντίστοιχες συμφορές και στα ευρωπαϊκά σύνορά της, τα οποία κάθε μήνα μετακινούνταν όλο και πιο κοντά προς την πρωτεύουσα, καθώς ο Θεόδωρος Δούκας συνέχιζε χωρίς μείωση την προς ανατολάς προέλασή του από τις Σέρρες, καταλαμβάνοντας στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη τη μια πόλη ύστερα από την άλλη, ενώ οι Λατίνοι υποχωρούσαν προ τής ακαταμάχητης πορείας του. Ο Θεόδωρος κατέλαβε τη Χριστούπολη (τη σύγχρονη Καβάλα), την Ξάνθεια (Ξάνθη), τη Μοσυνούπολη, τη Μάκρη και το Διδυμότειχο και έφτασε στην Αδριανούπολη, από την οποία ανάγκασε σε απόσυρση τα στρατεύματα τής Νικαίας, προσθέτοντας ακόμη ένα έπαθλο στην εκτεταμένη πια αυτοκρατορία του.38 Λεηλάτησε τα προάστια τής Κωνσταντινούπολης, ενώ επιθεωρώντας τα χερσαία τείχη έκρινε ότι ήσαν πολύ ισχυρά για να μπορέσει να ανεβεί σε αυτά, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Εκείνες τις ημέρες είχε βρεθεί κοντά στην πραγματοποίηση τής μεγάλης φιλοδοξίας του. Μόνο τα τείχη που έβλεπε τον χώριζαν από τις διάσημες εκκλησίες και από τα παλάτια, στα οποία ήθελε να ζήσει και να εγκαταστήσει την αυλή του. Πολύ σύντομα όμως τα όνειρά του διακόπηκαν από την είδηση ότι η παπική-λομβαρδική εκστρατεία είχε αποβιβαστεί στη Θεσσαλία, ενώ ο ίδιος έσπευδε πίσω στη Θεσσαλονίκη, για να αντιμετωπίσει αυτό που φαινόταν ως η πρώτη σοβαρή πρόκληση που αντιμετώπιζε ύστερα από μια δεκαετία κατακτήσεων.

Στις αρχές τής άνοιξης τού 1225 ο λατινικός στόλος είχε βάλει πλώρη με καθυστέρηση, μεταφέροντας τούς άνδρες και τα άλογα με τα οποία ο μαρκήσιος Γουλιέλμος Δ’ Μομφερρατικός και ο Δημήτριος έλπιζαν να ξαναπάρουν την πόλη τής Θεσσαλονίκης. Προφανώς ο στόλος κύκλωσε το ακρωτήριο Ματαπάς, έπλευσε κατά μήκος τού Νεγκροπόντε (Εύβοιας) και έφθασε στη Θεσσαλία μέσω τού όμορφου κόλπου τού Βόλου, όπου ο στρατός αποβιβάστηκε στη δυτική ακτή, γεμίζοντας την πεδιάδα τού Αλμυρού. Μετά την εμπειρία τού Πέτρου τού Κουρτεναί, ο Γουλιέλμος και ο Δημήτριος δεν είχαν καμία επιθυμία να επιτεθούν στον Θεόδωρο Δούκα μέσα από τα ορεινά περάσματα τής Αλβανίας. Από τον Αλμυρό μέχρι τον Βόλο δεν θα ήταν παρά ταξίδι μιας ημέρας, χωρίς αντίπαλο. Θα χρειάζονταν άλλες δύο ή τρεις ημέρες, ανάλογα με την ταχύτητα τού συρμού αποσκευών, για τη διαδρομή στην πεδιάδα μέχρι τη Λάρισα, απ’ όπου υπήρχε διαδρομή προς βορρά μέσω Ελασσόνας και Σερβίων, καθώς κι άλλος καλύτερος τρόπος, κατά μήκος τού παλιού στρατιωτικού δρόμου προς Τέμπη και Πλαταμώνα. Από εκεί η διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη ακολουθούσε τούς δρόμους στους οποίους πορεύονταν συνεχώς στρατοί από την εποχή τού Φιλίππου τού Μακεδόνα και τού Κασσάνδρου. Όμως όλους αυτούς τούς τόπους τούς κατείχε ο Θεόδωρος Δούκας και αναμφίβολα φρουρούσε τούς σημαντικούς δρόμους και τα περάσματα. Ο λατινικός στρατός δεν έφτασε ποτέ στη Θεσσαλονίκη, αλλά έπεσε σε θλίψη στη Θεσσαλία, όπου ο μαρκήσιος Γουλιέλμος πέθανε εν μέσω των καθιερωμένων αναφορών για δηλητηρίαση, πέφτοντας πιθανότατα θύμα τής δυσεντερίας που έπληξε τον στρατό του. Υπήρχε φήμη ότι οι Έλληνες είχαν μολύνει τα αποθέματα νερού. Ο Δημήτριος επέστρεψε στην Ιταλία, όπου δύο χρόνια αργότερα πέθανε στην Παβία, αφήνοντας τον τίτλο τού Λατίνου βασιλιά Θεσσαλονίκης στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’, ο οποίος κατείχε επίσης τον πολυπόθητο τίτλο τού βασιλιά τής Ιερουσαλήμ.39

Η υπόθεση των Μομφεράτ δεν είχε προχωρήσει, προφανώς λόγω τής εχθρότητας τού ντόπιου ελληνικού πληθυσμού, που ήθελε ο ηγεμόνας τής Θεσσαλονίκης να προέρχεται από τη δική τους φυλή, γλώσσα και θρησκεία. Μετά την αποτυχία τής εκστρατείας τού Γουλιέλμου ο οίκος των Μομφεράτ δεν είχε πια καμία πιθανότητα επανάκτησης τού βασιλείου του στην Ελλάδα,40 ενώ η ιστορία τού βασιλικού τίτλου τής Θεσσαλονίκης, τον οποίο διατηρούσε προσεκτικά η μία ή άλλη ιταλική ή γαλλική οικογένεια ευγενών για έναν ακόμη αιώνα, αποτελεί μάλλον αντικείμενο εκείνων που μελετούν την ιστορία των οικοσήμων και όχι την πολιτική.41

Ο Θεόδωρος Δούκας βρισκόταν στο απόγειο τής σταδιοδρομίας του. Η λατινική κυριαρχία διατηρούνταν στην Κωνσταντινούπολη απλώς και μόνο επειδή οι τρεις κύριοι εχθροί της δεν επέτρεπαν σε έναν από αυτούς να καταλάβει την πόλη. Ο Θεόδωρος Δούκας και ο Ιωάννης Βατάτζης παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον, ενώ παρακολουθούσε και τούς δύο ο Ιωάννης Β’ Ασάν, ο μεγάλος τσάρος τής Βουλγαρίας (1218-1241), υπό τον οποίο το παλιό βασίλειο τού Κρούμου, τού Συμεών, και τού Iωαννίτσα ζούσε νέα (και τελευταία) αναγέννηση. Όταν ο Θεόδωρος Δούκας κατέλαβε την Αδριανούπολη, υπέγραψε συνθήκη με τον Ιωάννη Ασάν, αφού με τις κατακτήσεις του είχε πια αποκτήσει εκτεταμένα κοινά σύνορα με τη Βουλγαρία.42 Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, ο Θεόδωρος Δούκας φαίνεται ότι περνούσε μερικά ειρηνικά χρόνια, ασχολούμενος με τα εσωτερικά προβλήματα τής αυτοκρατορίας του και σχεδιάζοντας αναμφίβολα εκστρατεία κατά τής Κωνσταντινούπολης. Ήταν μάλλον καλά ενημερωμένος για τις συνθήκες στη λατινική πρωτεύουσα, ενώ πρέπει να είχε διαβεβαιωθεί από αυτά που γνώριζε ότι ύστερα από τον θάνατο τού αυτοκράτορα Ερρίκου οι διαδοχικές αποτυχίες είχαν δημιουργήσει ατμόσφαιρα διαρκούς έκτακτης ανάγκης και είχαν αποθαρρύνει τούς βαρώνους.

Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ροβέρτος, νωχελικός και έκφυλος, αποδείχθηκε τρομερή απογοήτευση για τούς βαρώνους του, οι οποίοι τελικά εισέβαλαν στο παλάτι και τον πρόσβαλαν σοβαρά, προσπαθώντας να τον αφυπνίσουν και να αναλάβει κάποια δραστηριότητα. Αλλά ο Ροβέρτος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη με έξαλλη δυσαρέσκεια και πήγε στην Ιταλία, για να υποβάλει τα παράπονά του στα πόδια τού πάπα Γρηγόριου Θ’, που τον παρηγόρησε και τον έπεισε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα.43 Στον δρόμο τής επιστροφής σταμάτησε στον Μοριά, όπου η αδελφή του, η Αγνή τού Κουρτεναί, ζούσε ως σύζυγος τού νεώτερου Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουΐνου. Εδώ ο Ροβέρτος πέθανε στις αρχές τού 1228.44 Μερικούς μήνες αργότερα ο Ναρζώ τού Τουσύ, ο επικεφαλής βαρώνος τής Λατινικής αυτοκρατορίας, ο οποίος έφερε τον εξυψωμένο τίτλο τού καίσαρα, έγινε βαΐλος ή αντιβασιλέας τής αυτοκρατορίας. Ο Ναρζώ διαπραγματεύτηκε ετήσια ανακωχή (1228-1229) με τον Θεόδωρο Δούκα, ενώ αντιπροσωπεία στάλθηκε στην Ιταλία να περιμένει τον Ιωάννη τής Μπριέν, κάποτε βασιλιά τής Ιερουσαλήμ, ο οποίος είχε διακριθεί στην καταστροφική 5η Σταυροφορία, που είχε καταλάβει και ξαναχάσει τη Νταμιέτα τής Αιγύπτου πριν από μερικά χρόνια. Στον Ιωάννη προσφερόταν η θέση τού συν-αυτοκράτορα για τη διάρκεια τής ζωής του και ο γάμος τής μικρής του κόρης Μαρίας με τον νεαρό Βαλδουΐνο Β’, που θα παρέμενε μόνος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο τού Ιωάννη. Οι συνεννοήσεις έγιναν στην Περούτζια τον Απρίλιο τού 1229 παρουσία τού πάπα Γρηγορίου Θ’, ο οποίος υποσχέθηκε στον Ιωάννη τούς απαιτούμενους άνδρες και χρήματα, για να διατηρήσει και να επεκτείνει την περιορισμένη πια επικράτεια τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης.45

Στο μεταξύ ο Ιωάννης Β’ Ασάν, ο τσάρος τής Βουλγαρίας, ο οποίος ήταν συγγενής μέσω γάμου με την οικογένεια των Κουρτεναί, είχε προσφερθεί ο ίδιος στη βαρωνία τής Κωνσταντινούπολης να αναλάβει ως αυτοκρατορικός αντιβασιλέας, προτείνοντας να παντρευτεί ο Βαλδουΐνος τη μικρή του κόρη Ελένη και υποσχόμενος ότι ο ίδιος θα επανακτούσε για την αυτοκρατορία όλα τα εδάφη τής Θράκης και τής Μακεδονίας, τα οποία είχε κατακτήσει ο Θεόδωρος Δούκας. Επρόκειτο για σαφή παραβίαση τής συμμαχίας που είχε κάνει με τον τελευταίο πριν τρία περίπου χρόνια. Αν και υπήρξε κάποια διάθεση στην Κωνσταντινούπολη να δεχθούν την προσφορά τού Ιωάννη Ασάν, για τούς περισσότερους βαρώνους το σχέδιο αυτό φαινόταν ως παράδοση τής αυτοκρατορίας στους Βουλγάρους, που θα επέτρεπε στον τσάρο να πετύχει τη φιλοδοξία, την οποία είχε και ο τσάρος Συμεών τρεις αιώνες πριν. Η προσφορά απορρίφθηκε, πράγμα που προκάλεσε την πικρή απογοήτευση τού Ασάν, ο οποίος μετατράπηκε αμέσως σε εχθρό των Λατίνων τής Κωνσταντινούπολης.

Η άρνηση των βαρώνων να αναθέσουν την αντιβασιλεία στον Ιωάννη Ασάν πρέπει να υπήρξε πολύ ευχάριστη για τον Θεόδωρο Δούκα, που έβλεπε τώρα τον Βούλγαρο σύμμαχό του πιο καθαρά από πριν ως ανταγωνιστή του για την πόλη τής Κωνσταντινούπολης. Η πολιορκία τής πόλης θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τον Θεόδωρο, αφού ο Ασάν μπορούσε σχεδόν οποιαδήποτε στιγμή να επιτεθεί στους Ηπειρώτες. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η εχθρότητα τού Ασάν για τούς Λατίνους, δύσκολα μπορούσε αυτός να ανεχτεί ως μέσο για την πραγματοποίηση τού πολιτικού τους θανάτου την κατοχή τής Κωνσταντινούπολης από τον Θεόδωρο. Ο στρατός που είχε συγκεντρώσει ο Θεόδωρος για την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε λοιπόν να τον ελευθερώσει πρώτα από πιθανή επίθεση των Βουλγάρων, αφού η φιλοδοξία τού Ασάν έπρεπε να μετριαστεί με έγκαιρη ήττα του, ώστε να καταλάβει ο Θεόδωρος την Κωνσταντινούπολη με πολιορκία πριν φτάσουν οι ενισχύσεις τού Ιωάννη τής Μπριέν.

Ο Ιωάννης τής Μπριέν είχε αποδεχθεί τη θέση τού αντιβασιλέα τού ανήλικου Βαλδουΐνου Β’, αλλά είχε διεξαγάγει μια μάλλον σκληρή διαπραγμάτευση, μη έχοντας την πρόθεση να στερηθεί αργότερα τον τίτλο τής Κωνσταντινούπολης από άλλον αυτοκρατορικό γαμπρό, με τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο είχε μόλις χάσει τον τίτλο τής Ιερουσαλήμ από τον Φρειδερίκο Β’,46 ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη τού Ιωάννη Ισαβέλλα (ή Γιολάντα), που ήταν κληρονόμος τού λατινικού βασιλείου στην Παλαιστίνη. Ως διοικητής των στρατευμάτων τού Αγίου Πέτρου, τα οποία ο πάπας Γρηγόριος Θ’ είχε συγκεντρώσει για να εισβάλει στην Απουλία κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού Φρειδερίκου στην ονομαζόμενη 6η Σταυροφορία, ο Ιωάννης αναζητούσε εκδίκηση από τον αφορισμένο σταυροφόρο, ο οποίος κατά την παπική άποψη είχε ξεκινήσει για να κατακτήσει την Ιερουσαλήμ από τον Αλ-Καμίλ, τον πιεζόμενο σουλτάνο τής Αιγύπτου, περισσότερο σαν Λεβαντίνος γυρολόγος παρά σαν χριστιανός πολεμιστής.47 Επιστρέφοντας στην Ιταλία το φθινόπωρο τού 1229 ο Φρειδερίκος είχε νικήσει γρήγορα τον Ιωάννη τής Μπριέν, ο οποίος κατέφυγε στη Γαλλία, όπου με την παπική βοήθεια πέρασε τον επόμενο χρόνο συγκεντρώνοντας αρκετά μεγάλο στρατό, τον οποίο θα έπαιρνε μαζί του με ενετικά πλοία στην Κωνσταντινούπολη.

Κάποιες πληροφορίες για τις δραστηριότητες τού Ιωάννη τής Μπριέν στη Γαλλία πρέπει αναμφίβολα να είχαν φτάσει στον Θεόδωρο Δούκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Ιωάννης κατά πάσα πιθανότητα είχε συγκεντρώσει κάποια στρατεύματα, όταν ο Θεόδωρος ξεκινούσε τη μοιραία εκστρατεία που θα οδηγούσε στην πτώση του. Φτάνοντας στην περιοχή τής Αδριανούπολης στις αρχές τής άνοιξης τού 1230, βάδισε μέχρι την δεξιά όχθη τού ποταμού Μαρίτσα (Έβρου) στον δρόμο για τη Φιλιππούπολη, κατευθυνόμενος πιθανότατα στη βουλγαρική πρωτεύουσα Tίρνοβο, στους βόρειους πρόποδες τής οροσειράς τού Αίμου (Μπαλκάν). Aναζητούσε την ίδια την καταστροφή του λέει ο Γεώργιος Ακροπολίτης και τη βρήκε όταν τον Απρίλιο συνάντησε τον Ιωάννη Ασάν, ο οποίος είχε το πολύ χίλιους ένοπλους άνδρες να αντιπαρατάξει. Ο Ασάν είχε εξοργιστεί από αυτή την κατάφωρη παραβίαση τής μεταξύ τους ειρήνης και λέγεται ότι είχε κρεμάσει την ένορκη συνθήκη τού Θεοδώρου στο λάβαρό του (... ὡς φασί τινες κἄν τῇ σημαίᾳ τόν έγγραφον ὅρκον τοῦ Θεοδώρου ἀπαιωρήσας), ώστε να θυμίζει ακόμη και στον Θεό την ψευδορκία τού εισβολέα. Η μάχη έγινε στην Κλοκοτνίτσα, κοντά στο σημερινό χωριό Σεμιντιέ, στη νότια κοιλάδα τού Έβρου (Μαρίτσα), μερικά χιλιόμετρα νότια τής Φιλιππούπολης (σήμερα Πλόβντιβ). Ο Θεόδωρος νικήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Η σταδιοδρομία του ως αυτοκράτορα είχε τελειώσει. Στην αρχή ο Ιωάννης Ασάν αντιμετώπισε τον Θεόδωρο με καλό τρόπο, αλλά, όταν ανακάλυψε ότι ο αιχμάλωτός του συνωμοτούσε εναντίον του, τον τύφλωσε. Από την αναπηρία αυτή, καθώς και από την ήττα στην Kλοκοτνίτσα, ο Θεόδωρος δεν θα ανέκαμπτε ποτέ, αν και επτά περίπου χρόνια αργότερα βρήκε και πάλι τον δρόμο τής επιστροφής στην πολιτική σκηνή τής Θεσσαλονίκης.48

Τα μεγάλα γεγονότα που συνέβαιναν στον βορρά είχαν αφήσει άθικτο το λατινικό πριγκηπάτο τής Αχαΐας, αν εξαιρέσουμε την αγωνία. Γύρω στο 1228 ή αμέσως μετά πέθανε ο πρίγκηπας Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουΐνος. Τον αγαπούσαν πολύ και τον θρήνησαν. Τον διαδέχθηκε ο διακεκριμένος γιος του Γοδεφρείδος Β’. Από την άνοδό του στον θρόνο τού πριγκηπάτου τού Μοριά ο Γοδεφρείδος Β’ υπήρξε ισχυρό και σεβαστό πρόσωπο, που διατηρούσε στην αυλή του, σύμφωνα με τον Μαρίνο Σανούντο τον πρεσβύτερο, ογδόντα ιππότες με χρυσά σπιρούνια, ενώ για να εισέλθουν στην υπηρεσία του έρχονταν ιππότες από τη Γαλλία, τη Βουργουνδία και την Καμπανία.49 Ξεκινούσε τη βασιλεία του κατά τη διάρκεια πολύ κρίσιμης περιόδου για τη λατινική ιστορία τής Ανατολής, αφού κατά τα τελευταία χρόνια τού πατέρα του είχε αποτύχει η λομβαρδική εκστρατεία ανάκτησης τής Θεσσαλονίκης από τον Θεόδωρο Δούκα, τον «αληθινό βασιλιά και αυτοκράτορα των Ρωμαίων». Αφού η Θεσσαλονίκη δεν μπορούσε να ανακτηθεί, μπορούσε άραγε να σωθεί η Κωνσταντινούπολη;

Η πρωτεύουσα τής Λατινικής αυτοκρατορίας γινόταν πηγή αυξανόμενης ανησυχίας στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Η πτώση τού λατινικού βασιλείου τής Θεσσαλονίκης είχε παρεμβάλει τρομερούς εχθρούς μεταξύ Κωνσταντινούπολης αφενός και δουκάτου Αθηνών και πριγκηπάτου Αχαΐας αφετέρου, αλλά η καταστροφή τής ισχύος τού Θεόδωρου Δούκα από τον Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Β’ Ασάν στην Κλοκοτνίτσα τον Απρίλιο τού 1230 είχε απελευθερώσει τούς ηγεμόνες των Αθηνών και τής Αχαΐας από τούς κινδύνους που συνεπαγόταν η μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των Ηπειρωτών. Όμως ο κίνδυνος για τη Λατινική αυτοκρατορία, η οποία τώρα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις ακτές τού Βοσπόρου, σε καμία περίπτωση δεν είχε μειωθεί, ενώ το ερώτημα πια ήταν αν την Κωνσταντινούπολη θα καταλάμβανε στρατός Βουλγάρων ή τής Νικαίας ή αν ο Ιωάννης τής Μπριέν, που βρισκόταν ακόμη στη Δύση ένα χρόνο μετά τη μάχη τής Kλοκοτνίτσας, θα μπορούσε να υπερασπιστεί την πόλη στην τελική σύγκρουση των όπλων. Ο κίνδυνος από τη Βουλγαρία φαινόταν ιδιαίτερα μεγάλος για πολλούς μήνες. Ο Ιωάννης Ασάν συνέχισε μετά τη νίκη του με γρήγορη κατάκτηση τού μεγαλύτερου μέρους τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Η αυτοκρατορία τού Θεόδωρου Δούκα αποδείχθηκε πολύ εύθραυστη. Τα τμήματά της, έχοντας βρεθεί πολύ γρήγορα μαζί, δεν είχαν προλάβει να συγκολληθούν και η αυτοκρατορική αίγλη τού Θεόδωρου αποτελούσε πια συναρπαστική ανάμνηση. Ο Ασάν, σε λευκή στήλη στην εκκλησία του των Σαράντα Μαρτύρων στο Τίρνοβο, γιόρταζε τη νίκη του επί τού Θεόδωρου και «όλων των βογιάρων του» σε διάσημη επιγραφή, που δήλωνε ότι είχε κατακτήσει το σύνολο τής επικράτειας μεταξύ Αδριανούπολης και Δυρραχίου και ομολογούσε ότι οι Λατίνοι κρατούσαν ακόμη την Κωνσταντινούπολη απλώς με την ανοχή του.50

Το φθινόπωρο τού 1231 ο Ιωάννης τής Μπριέν, ο εκλεγμένος Λατίνος αυτοκράτορας τής Κωνσταντινούπολης για τη διάρκεια τής ζωής του και αντιβασιλέας μέχρι την ενηλικίωση τού Βαλδουΐνου, έφτασε επιτέλους στις ακτές τού Βοσπόρου. Από τότε περίπου ο πρίγκηπας Γοδεφρείδος Β’ Βιλλεαρδουΐνος τής Αχαΐας, σύμφωνα με σχεδόν σύγχρονη πηγή, λέγεται ότι έστελνε στον Ιωάννη 22.000 υπέρπυρα ετησίως, για να προσλάβει βοηθητικά στρατεύματα και να υπερασπιστεί την πρωτεύουσα.51 Μόλις ο Ιωάννης τής Μπριέν ανέθεσε στους Ενετούς τη μεταφορά στρατευμάτων και προμηθειών προς την Ανατολή, οι Γενουάτες έστειλαν αμέσως δύο απεσταλμένους (το 1231) «στη Ρωμανία με καλά εξοπλισμένη γαλέρα, για να συζητήσουν και να επιβεβαιώσουν την ειρήνη και συμμαχία με τον Βατάτζη, τον αυτοκράτορα τής Ρωμανίας…».52 Ως συνήθως οι εξελίξεις στην Ανατολή καθόριζαν την πολιτική στη Δύση. Ο Ιωάννης τής Μπριέν, εξαθλιωμένος ο ίδιος, βρήκε τις συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη πολύ αποθαρρυντικές. Το 1234, για παράδειγμα, μια παπική πρεσβεία προς τον Βατάτζη και τον πατριάρχη Νικαίας παρατηρούσε ότι η λατινική πρωτεύουσα βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, ο αυτοκράτορας Ιωάννης χωρίς πόρους, οι μισθοφόροι έφευγαν και τα ενετικά, πιζάνικα, αγκωνίτικα και άλλα πλοία ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Η υποτιθέμενη αυτοκρατορία ήταν έρημη, «επειδή η χώρα αυτή βρίσκεται στο μέσο ακριβώς εχθρών».53

Αν και είχε εξαλειφθεί ο ταραχώδης Θεόδωρος Δούκας (1215-1230), οι Λατίνοι στην Κωνσταντινούπολη είχαν ακόμη δύο αποφασισμένους εχθρούς, τον Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Β’ Ασάν και τον αυτοκράτορα Νικαίας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη, οι οποίοι συμμάχησαν προς το τέλος τού έτους 1234.54 Στους επόμενους μήνες ο Βατάτζης έδιωξε τούς Ενετούς από την Καλλίπολη με σκληρή εκστρατεία, σάρωσε τη θρακική χερσόνησο και κατέκτησε οτιδήποτε σημαντικό υπήρχε στην κοιλάδα τού ποταμού Μαρίτσα (Έβρου), συμπεριλαμβανομένου τού ισχυρού φρουρίου Tζούρουλον (σήμερα Τσορλού) στη νοτιοανατολική Θράκη. Οι ελπίδες ανακατάκτησης πρέπει να είχαν αρχίσει να αναπτερώνονται στη Νίκαια. Ο Ιωάννης Ασάν λεηλάτησε τη βόρεια χώρα.55 Αν και κερδήθηκαν μικρές νίκες από τον Ιωάννη τής Μπριέν στην ξηρά και από τούς Ενετούς στη θάλασσα, το 1236 προέκυψε ως κύριος υπερασπιστής τής Λατινικής αυτοκρατορίας ο Γοδεφρείδος Β’ Βιλλεαρδουΐνος. Ο Γοδεφρείδος έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη με πλοία και στρατεύματα. Διείσδυσε στον βυζαντινό ναυτικό κλοιό, μπήκε στην πόλη και κατέστρεψε τα δεκαπέντε από τα τριακόσια σκάφη που λέγεται ότι είχαν οι Έλληνες.56 Τερματίστηκε έτσι η δυσοίωνη απειλή για την πρωτεύουσα και μαζί της για κάποιο χρονικό διάστημα η ελπίδα τής Νικαίας για αποκατάσταση τής Ελληνικής αυτοκρατορίας στην πόλη τού Κωνσταντίνου. Αλλά η Λατινική αυτοκρατορία χρειαζόταν τη συνεχή υποστήριξη τού Βιλλεαρδουΐνου.

Στο μεταξύ ο Μανουήλ Δούκας, ο αδελφός τού ηττημένου Θεόδωρου, έχοντας δραπετεύσει από την καταστροφή τής Kλοκοτνίτσας είχε επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου χρησιμοποιούσε πλήρως τον τίτλο τού δεσπότη, που τού είχε δώσει ο Θεόδωρος πριν κάποιο χρόνο. Ο Μανουήλ, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο τής πόλης και τής περιοχής στα νοτιοδυτικά της, υιοθέτησε αυτοκρατορικούς τρόπους, υπογράφοντας τα έγγραφά του με μελάνι κιννάβαρης (ἐρυθροῖς γράμμασι), πράγμα που τού χάρισε την κοροϊδία τού απεσταλμένου τής Νικαίας, ο οποίος έλεγε ότι η περιγραφή τού Χριστού στις γραφές ως «βασιλέα και δεσπότη» εφαρμοζόταν καλύτερα στην περίπτωση τού Μανουήλ. Ο Ασάν τον άφηνε στις φιλοδοξίες του στη Θεσσαλονίκη και δεν αμφισβητούσε τον ισχυρισμό του για εξουσία πάνω στην Ήπειρο, επειδή ο Μανουήλ είχε παντρευτεί την κόρη τού Ασάν Μαρία.57

Ανασφαλής με την απροσδόκητη κυριαρχία του, ο Μανουήλ Δούκας έκανε τώρα ανοίγματα προς τον πάπα Γρηγόριο Θ’ και εξέφραζε ταπεινά την προθυμία του να αναγνωρίσει την μητρική αρχή τής ρωμαϊκής εκκλησίας σε αντάλλαγμα για παπική προστασία των εδαφών του, πιθανώς κατά τού πρίγκηπα Γοδεφρείδου Β’ Βιλλεαρδουΐνου τής Αχαΐας και τού Μιχαήλ Β’ Δούκα, γιου τού εκλιπόντος Μιχαήλ τής Ηπείρου, ο οποίος ήθελε να ανακτήσει την πατρική κληρονομιά του. Ο νεαρός Μιχαήλ φαίνεται ότι είχε αναγνωρίσει την επικυριαρχία τής Αχαΐας.58 Ο πάπας Γρηγόριος έδωσε στον Μανουήλ μια μάλλον ασαφή απάντηση (με επιστολή από το Ριέτι την 1η Απριλίου 1232), πληροφορώντας τον ότι η κούρτη θα ζητήσει οδηγίες από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ιωάννη (της Μπριέν) και τον Λατίνο Πατριάρχη Σίμωνα στην Κωνσταντινούπολη.59 Αλλά η παπική απάντηση δεν έκανε μεγάλη διαφορά για τον Μανουήλ, που είχε ήδη στρέψει το βλέμμα προς το φως τής Νικαίας στα ανατολικά και ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις αυτοκρατορικές του αξιώσεις και να κάνει ειρήνη με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη και τον Έλληνα πατριάρχη Γερμανό Β’,60 μετά την οποία οι σχέσεις μεταξύ Νικαίας και Θεσσαλονίκης παρέμειναν αρκετά φιλικές.

Όμως τρία περίπου χρόνια αργότερα ο Μανουήλ φαίνεται ότι ήταν έτοιμος να στραφεί για μια ακόμη φορά προς τον πάπα Γρηγόριο Θ’, γιατί φοβόταν ότι οι δυνάμεις τού Φρειδερίκου Β’ θα καταλάμβαναν το σημαντικό νησί τής Κέρκυρας, τη δυτικότερη κτήση του. Εν πάση περιπτώσει, έστελνε τώρα τον μορφωμένο μητροπολίτη Κερκύρας Αθηναίο Γεώργιο Βαρδάνη σε αποστολή προς τον Γρηγόριο καθώς και προς τον Φρειδερίκο. Ο Μανουήλ ήταν πιθανώς πρόθυμος και πάλι να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως υπάκουο γιο τής Λατινικής Εκκλησίας, αν ο Γρηγόριος κρατούσε τον Φρειδερίκο έξω από την Κέρκυρα. Το πλοίο τού Βαρδάνη απέπλευσε από το νησί τής Κέρκυρας για το Μπρίντιζι, αλλά βγήκε από την πορεία του από δυσμενείς ανέμους και στις 15 Οκτωβρίου 1235 έφτασε στο Οτράντο, όπου ο καλός μητροπολίτης αρρώστησε. Η κατάσταση τής υγείας τού Βαρδάνη ήταν κακή για κάποιο διάστημα. Πέρασε ένα μήνα στο κοντινό Βασίλειο μοναστήρι τού Κάζολε, τού οποίου ο εκλιπών ηγούμενος Νεκτάριος (επίσης γνωστός ως Νικολό τού Οτράντο) είχε για καιρό υπηρετήσει τον παπισμό, διατηρώντας ταυτόχρονα την Ελληνική Ορθοδοξία του. Όταν συνεχίστηκε η ασθένειά του, ο Βαρδάνης μεταφέρθηκε στο Οτράντο (στις 17 Νοεμβρίου), όπου παρέμεινε για έξι μήνες ζώντας στο σπίτι τού Ιωάννη Γκράσσο «Υδρουντινού» (John Grasso “Idruntinus”), φλογερού Γιβελλίνου, ποιητή και δίγλωσσου γραμματέα τού Φρειδερίκου Β’, τού πιο κατάλληλου ανθρώπου για να ενημερώσει τον Βαρδάνη για τον καλύτερο τρόπο προσέγγισης τού αυτοκράτορα και τής αυλής του, αλλά ενδεχομένως για να τού δώσει προκατειλημμένη γνώμη για την παπική κούρτη, αν βέβαια ο Βαρδάνης χρειαζόταν πιο προκατειλημμένη γνώμη από εκείνη που είχε. Όμως δεν είναι σαφές πόσον καιρό πέρασε ο Ιωάννης Γκράσσο με τον Βαρδάνη στο Οτράντο, ενώ μάλιστα δεν είναι απολύτως σαφές για ποιον λόγο έστειλε ο Μανουήλ Δούκας τον Βαρδάνη στην Ιταλία. Όταν όμως ο τελευταίος μπόρεσε τελικά να συνεχίσει την αποστολή του και ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στις αυλές τού πάπα και τού αυτοκράτορα, ο Μανουήλ τον ανακάλεσε,61 ίσως επειδή είχε αποφασίσει ότι ο Ρωμαίος ποντίφηκας θα τον εξυπηρετούσε λιγότερο καλά στην Κέρκυρα απ’ όσο ο πατριάρχης Nικαίας στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα η αναγνώριση των παπικών πρωτείων θα ήταν αδιανόητη και θα έθετε σε κίνδυνο την όχι πολύ σταθερή θέση τού Μανουήλ στην Ελλάδα, ιδιαίτερα καθώς ο Ιωάννης Ασάν, θιγμένος από τη λατινική βαρωνία στην Κωνσταντινούπολη, είχε διακόψει την ένωση τής βουλγαρικής εκκλησίας με τη Ρώμη, η οποία είχε διαρκέσει με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνέχεια επί τριάντα σχεδόν χρόνια, από τις ημέρες τού Ιννοκέντιου Γ’ και τού τσάρου Ιωαννίτσα. Εξάλλου η πορεία των γεγονότων άρχιζε να καθιστά σαφές στον Mανουήλ ότι ο Γρηγόριος Θ’ δεν θα μπορούσε να τον διαβεβαιώσει για τη συνέχιση τής κατοχής τής Κέρκυρας εναντίον απόφασης τού Φρειδερίκου να καταλάβει το νησί, γιατί η συμφιλίωση τού τελευταίου με τον παπισμό στο Σαν Τζερμάνο είχε ξεθωριάσει, ενώ η παπική επιρροή δεν θα ήταν αρκετή για να συγκρατήσει τη φιλοδοξία των Χοχενστάουφεν στην Αδριατική, όπου ο γαμπρός τού Μανουήλ, ο κόμης Ματθαίος Ορσίνι τής Κεφαλονιάς, είχε από καιρό αναγνωρίσει την υποτέλειά του στον Φρειδερίκο.

Η αποφασιστική μάχη τής Kλοκοτνίτσας δεν κατέστρεψε μόνο τον Θεόδωρο Δούκα ανεβάζοντας τον αδελφό του Μανουήλ στην εξουσία στη Θεσσαλονίκη, αλλά σύντομα είχε ως αποτέλεσμα, για οποιονδήποτε λόγο, να θεωρήσει ο τρίτος αδελφός Κωνσταντίνος απαραίτητο να παραιτηθεί από την εξουσία του επί τής Αιτωλίας και Aκαρνανίας, προφανώς προσχωρώντας στον Mανουήλ στη Θεσσαλονίκη, είτε υπηρετώντας τον στην πρωτεύουσα, είτε μπαίνοντας κάτω από την επιτήρησή του. Η νέα κατάσταση πραγμάτων έδινε επίσης στον νεαρό Μιχαήλ [Β’] Δούκα, τον εξόριστο γιο τού Μιχαήλ Α’, την ευκαιρία να επιστρέψει, πολύ πιθανό από τον Μοριά, στην πατρίδα του Άρτα, για να κυβερνήσει με τον τίτλο τού δεσπότη την Ήπειρο, ως υποτιθέμενος υπασπιστής τού θείου του Μανουήλ. Ο Μιχαήλ Β’ Δούκας ξεκινούσε τώρα ξεχωριστή σταδιοδρομία εξουσίας σαράντα περίπου ετών επί τής Ηπείρου, πράγμα που τον έκανε μια από τις πιο προφανείς φυσιογνωμίες στην ιστορία τής Ελλάδας τού 13ου αιώνα. Ελάχιστα ή τίποτε δεν είναι γνωστό για την προγενέστερη ζωή του, πέρα από τη (μεταγενέστερη) παράδοση, ότι προκάλεσε τρομερές κακουχίες στην ευσεβή γυναίκα του, τη Θεοδώρα Πετραλίφαινα, την «ευλογημένη Θεοδώρα τής Άρτας», κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε περίπου ετών τού γάμου τους, διώχνοντάς την από τη ζωή και την αυλή του, ενώ ζούσε με την ερωμένη του Γαγγρηνή (1230-1235).62 Κατά την περίοδο αυτή ο Mιχαήλ είχε δύο γιους από τη Γαγγρηνή, ο μεγαλύτερος από τούς οποίους, ο ικανός Ιωάννης Δούκας, θα έπαιρνε από τον πατέρα του τη Θεσσαλία και θα κληροδοτούσε στους διαδόχους του το μεγάλο κάστρο στο απόκρημνο ύψωμα των Νεοπατρών (της σημερινής Υπάτης).

Μακριά από την επικίνδυνη αντιπαλότητα Βουλγαρίας και Νικαίας το «δεσποτάτο» τής Ηπείρου ευημερούσε υπό τον Μιχαήλ Β’ Δούκα, ο οποίος κυβερνούσε με ολοένα μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τον ανήμπορο θείο του Μανουήλ στη Θεσσαλονίκη. Οι συνθήκες έδιναν στο ταλέντο του ευρύ πεδίο, ενώ η εμπειρία τού έδινε τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις άφθονες ευκαιρίες και αύξανε το αίσθημα ευθύνης του. Απομάκρυνε την ερωμένη του και αποκατέστησε στο πλευρό του τη Θεοδώρα. Αυτή τον υπηρέτησε καλά ως σύζυγος και σύμβουλος, πηγαίνοντας σε μεταγενέστερα χρόνια ακόμη και στις Πηγές τής Μικράς Ασίας για να οργανώσει τον αρραβώνα τού γιου τους Νικηφόρου με εγγονή τού Ιωάννη Βατάτζη (το 1249).63 Περί το 1236 ο Mιχαήλ είχε αποκτήσει την Κέρκυρα, ενδεχομένως με την ενδοτικότητα τού Μανουήλ, ενώ κέρδισε την αφοσίωση των Κερκυραίων επιβεβαιώνοντας γενναιόδωρα όλα τα προηγούμενα προνόμιά τους. Ενθάρρυνε τούς εμπόρους τής Ραγούσας (του σημερινού Ντουμπρόβνικ) στις συναλλαγές τους με το δεσποτάτο, αναλαμβάνοντας πολύ σοβαρή προσπάθεια για την προστασία αυτών και τής περιουσίας τους.64

Κατά τη διάρκεια των ετών που ο Μανουήλ Δούκας, αξιαγάπητος και μη πιεζόμενος, περνούσε τα χρόνια τής βασιλείας του στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Μιχαήλ Β’ αργά αλλά σταθερά ανοικοδομούσε τη δύναμη τής Ηπείρου, ο Θεόδωρος Δούκας μαράζωνε στη βουλγαρική αιχμαλωσία του. Αλλά οι ελπίδες τού Θεοδώρου για απελευθέρωση και επιστροφή στον ελληνικό κόσμο επιταχύνθηκαν όταν ο Ιωάννης Ασάν, τού οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει, ερωτεύτηκε την όμορφη κόρη του Ειρήνη, που μοιραζόταν τον περιορισμό τού τυφλού πατέρα της ανάμεσα στους βαρβάρους. Ο Ιωάννης Ασάν την παντρεύτηκε το 1237 και ελευθέρωσε τον Θεόδωρο, ο οποίος έκανε αμέσως σχέδια, με τη συγκατάθεση τού Ασάν, για να ανακτήσει ό,τι μπορούσε από την προηγούμενη δύναμή του. Έσπευσε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, μπήκε ύπουλα στην πόλη και βρήκε αρκετούς υποστηρικτές, ώστε να πάρει τον θρόνο από τον Μανουήλ, που τον έβαλαν σε πλοίο και τον έστειλαν στην Αττάλεια, στις νότιες ακτές τής Μικράς Ασίας. Λόγω τής τύφλωσής του ο Θεόδωρος Δούκας δεν ήθελε να πάρει και πάλι τον αυτοκρατορικό τίτλο, αλλά ονόμασε αυτοκράτορα τον γιο του Ιωάννη και ετοιμαζόταν να κυβερνήσει πίσω από τον θρόνο. Ο Ιωάννης Ασάν ήταν ικανοποιημένος από την εξέλιξη και δεν διαμαρτυρόταν, «γιατί αγαπούσε τη γυναίκα του Ειρήνη», λέει ο Ακροπολίτης, «όχι λιγότερο απ’ όσο ο Αντώνιος είχε αγαπήσει την Κλεοπάτρα».

Φτάνοντας στην Αττάλεια ο Μανουήλ Δούκας έτυχε καλής υποδοχής από τούς μουσουλμάνους, που τον βοήθησαν να συνεχίσει προς την αυλή τού Ιωάννη Βατάτζη, όπου καλωσορίστηκε ως συγγενής και δεσπότης. Ο Βατάτζης διατηρούσε ακόμη δυσάρεστες αναμνήσεις από τον επιθετικό Θεόδωρο και έδωσε στον Μανουήλ χρήματα και έξι τριήρεις για να επιστρέψει στην Θεσσαλία, αποσπώντας πρώτα από αυτόν επίσημους όρκους πίστης (ὅρκους παρ’ αὐτοῦ λαβών φρικώδεις). Ο Mανουήλ έβαλε πλώρη για τη Δημητριάδα στον κόλπο τού Βόλου, απ’ όπου έστειλε επιστολές προς τούς φίλους και τούς υποστηρικτές του, για να τούς ενημερώσει για την επανεμφάνισή του στην Ελλάδα. Αυτά έγιναν το 1239. Συγκέντρωσε σημαντικό στρατό και κατέλαβε τα σημαντικά οχυρά των Φαρσάλων, τής Λάρισας και τού Πλαταμώνα. Ήταν καλή αρχή, αλλά ο Μανουήλ ήταν μηχανορράφος μάλλον και όχι πολεμιστής και σύντομα βρέθηκε σε διαπραγματεύσεις με τούς αδελφούς του Θεόδωρο και Κωνσταντίνο. Όταν συναντήθηκαν, τα δύο αδέλφια έπεισαν τον Μανουήλ να αγνοήσει τούς όρκους πίστης προς τον Βατάτζη, όπως αργότερα επιβεβαίωσαν μάρτυρες. Ο Μανουήλ το έκανε, όσο απρόθυμος κι αν ήταν. Οι τρεις Δούκα προχωρούσαν τώρα σε φιλική διανομή των υπόψη εδαφών και πόλεων, ενώ προχώρησαν σε συμμαχίες με τούς Λατίνους τριάρχες τού Nεγκροπόντε και τον πρίγκηπα Γοδεφρείδο Β’ τής Αχαΐας.65 Όταν πέθανε ο Μανουήλ το 1241, ο Μιχαήλ Β’ Δούκας προσάρτησε τα εδάφη του στη Θεσσαλία στο δεσποτάτο τής Ηπείρου. Ο Ιωάννης Ασάν πέθανε τον Ιούνιο τής ίδιας χρονιάς και η δύναμη τής Βουλγαρίας έφυγε μαζί του.66 Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ των δυτικών Ελλήνων και τη θλιβερή κατάσταση τής Λατινικής αυτοκρατορίας υπό τον νεαρό Βαλδουΐνο Β’, ο Ιωάννης Βατάτζης δέσποζε τώρα πάνω από τούς πρώην ανταγωνιστές και αντιπάλους του, τα παθήματα των οποίων ενθάρρυναν πάντοτε τη δική του φιλοδοξία.

Όμως τότε ακριβώς νέο κύμα αναταραχής σάρωσε τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή. Το 1241 οι Μογγόλοι ξεχύθηκαν στην Κεντρική Ευρώπη, νικώντας τούς Πολωνούς και τούς Ούγγρους τον Απρίλιο. Επρόκειτο για φρικτή επίθεση και με επιστολές στις 16 Ιουνίου 1241 ο πάπας Γρηγόριος Θ’ προσπαθούσε να ξεσηκώσει τούς κληρικούς και λαϊκούς τής Ευρώπης για να αντιμετωπίσουν την εισβολή με σταυροφορία παίρνοντας το σημείο τού σταυρού (assumpto crucis signaculo), ενώ ήταν διατεθειμένος να χορηγήσει στους εναντίον των Τατάρων σταυροφόρους την ίδια ασυλία και άφεση αμαρτιών που έδινε στους υπερασπιστές των Αγίων Τόπων.67 Αλλά οι Μογγόλοι άφησαν την Ευρώπη όταν πέθανε ο μεγάλος τους χάνος Ογκοντέι, γιατί ο διοικητής τους Μπάτου έπρεπε να πάρει μέρος στην εκλογή νέου χάνου στο Καρακορούμ. Ορισμένες από τις δυνάμεις τού Μπάτου αποχώρησαν μέσω Τρανσυλβανίας και Μολδαβίας, άλλες μέσα από τα εδάφη των Νότιων Σλάβων, προξενώντας τρόμο στις καρδιές Βοσνίων, Σέρβων και Βουλγάρων, από τούς οποίους πήραν λάφυρα και τούς εξανάγκασαν σε φόρο υποτέλειας. Οι Μογγόλοι είχαν ήδη επιδράμει στη νότια Ρωσία (ο Μπάτου άφησε τις δυνάμεις του στις στέπες τού Ντον καθώς έσπευδε ανατολικά) και εδώ, στις κάτω κοιλάδες τού Ντον και τού Βόλγα, ίδρυσαν το χανάτο τής Χρυσής Ορδής, που επρόκειτο να διαρκέσει για περισσότερα από διακόσια χρόνια.68 Η γενική κατάπληξη φαινόταν να προσφέρει ευκαιρία στον Βατάτζη. Έτσι αυτός το 1242 οδήγησε στρατό, υποστηριζόμενο από στόλο, στη Μακεδονία και βάδισε κατά τής Θεσσαλονίκης, αν και στερούνταν πολιορκητικών μηχανών. Βρέθηκε αμέσως σε δύσκολη θέση όταν έφτασαν τα νέα τής μογγολικής εισβολής στην Ανατολία και των επιθέσεων κατά τού σουλτανάτου τού Ικονίου και τής ελληνικής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας, που μετατράπηκαν γρήγορα σε φόρου υποτελή δορυφορικά κράτη.

Αν και τώρα, ύστερα από έξι περίπου βδομάδες, ο Βατάτζης έπρεπε να τερματίσει την επίθεσή του κατά τής Θεσσαλονίκης, ήταν ακόμη σε θέση να αναγκάσει τον Ιωάννη Δούκα, που ήταν περισσότερο μοναχός παρά στρατιώτης, να εγκαταλείψει τα διακριτικά τού αυτοκράτορα και να αναγνωρίσει ενόρκως την επικυριαρχία τής Νικαίας, αρκούμενος στον τίτλο τού δεσπότη.69 Έτσι υπήρχε πια ένας Έλληνας αυτοκράτορας και ο Βατάτζης μπορούσε να αντιμετωπίσει τα δυτικά του προβλήματα με απόλυτη αυτοπεποίθηση. Επέστρεψε στη χώρα του με τις δυνάμεις του, πέρασε τον χειμώνα τού 1242-1243 στο Νυμφαίο και σύντομα σχημάτισε αμυντική συμμαχία με τον Σελτζούκο σουλτάνο τού Ικονίου.70 Κι εδώ, όπως και στη δύση, οι δυστυχίες των εχθρών του αύξαναν τη δύναμη και την ευημερία τού Βατάτζη και είχαν πάντοτε σχέση με τη συγκυρία, γιατί ενώ η μογγολική εισβολή προκάλεσε χάος στο Ικόνιο, δεν έφτασε ποτέ στην αυτοκρατορία τής Νικαίας. Οι Τούρκοι, μη έχοντας τρόφιμα και υλικά, τα αγόραζαν σε χρυσό και σε υψηλές τιμές από τούς Έλληνες τής Νικαίας. Η μακρά σταδιοδρομία τού Βατάτζη χαρακτηριζόταν πάντοτε από την αλληλεπίδραση σύνεσης και καλής τύχης.

Η κατοχή από τον Βατάτζη τού δεσποτάτου (κι όχι πια βασιλείου) τής Θεσσαλονίκης ήταν μάλλον ασήμαντη, αλλά όταν πέθανε ο Ιωάννης Δούκας το 1244 και ο τυφλός Θεόδωρος ήθελε να εξασφαλίσει τη διαδοχή ο νεώτερος γιος του Δημήτριος, έκρινε φρόνιμο να ζητήσει από τον Βατάτζη να επικυρώσει τον Δημήτριο ως νέο δεσπότη. Ο Βατάτζης αποδέχθηκε το αίτημά τους.71 Όμως το ανεξάρτητο κράτος τής Θεσσαλονίκης είχε πια κάνει τον κύκλο του. Ο Ακροπολίτης υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στην αγνότητα και τη θρησκευτική αφοσίωση τού Ιωάννη με την άκρως αρνητική και ασελγή ζωή τού αδελφού του Δημήτριου. Σε μια περίπτωση, «θέλοντας να το σκάσει από το παράθυρο όταν μπήκε ξαφνικά ο σύζυγος τής ερωμένης του, ο Δημήτριος έπεσε από μεγάλο ύψος, χτύπησε τούς γλουτούς του κι αφού έμεινε στο κρεβάτι για κάποιο χρονικό διάστημα, γιατρεύτηκε αλλά κούτσαινε λίγο από το ένα πόδι και δεν μπορούσε να περπατήσει κανονικά».72 Ο Δημήτριος είχε αναμφίβολα εκτιμήσει την εμπειρία του με τον τρόπο τής ιταλικής παροιμίας, ότι «είναι καλύτερο να πέσεις από τα παράθυρα παρά από τη στέγη» (e meglio cader dalle finestre che dal tetto) και συνέχιζε την ενασχόλησή του με την ηδονή, η οποία όμως θα αποδεικνυόταν μικρής διάρκειας.

Το 1246 ο Ιωάννης Βατάτζης έκανε πρόχειρη εκστρατεία στη Θράκη με πρόθεση να επισκεφθεί τις ευρωπαϊκές κτήσεις του. Σχεδόν ανέπαφος από τις επιδρομές των Μογγόλων στην Ανατολία (1242), έχοντας τα ανατολικά του σύνορα προστατευμένα από τη συμμαχία με τον σουλτάνο τού Ικονίου (1243) και τώρα δεμένος με δεσμούς γάμου με τον δυτικό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’ (1244), ο Βατάτζης μπορούσε να στρέψει την προσοχή του στην ελληνική ηπειρωτική χώρα, έχοντας τη βεβαιότητα τής ηρεμίας στην πατρίδα του. Ενώ βρισκόταν στη Θράκη, ο Βατάτζης έμαθε στις αρχές Σεπτεμβρίου ότι ο νέος τσάρος τής Βουλγαρίας Κολομάν (1241-1246) είχε πεθάνει και κάποιοι ισχυρίζονταν ότι είχε δηλητηριαστεί. Ο Βατάτζης αποφάσισε με κάποιο δισταγμό να ανταποκριθεί σε αυτό που έμοιαζε με καλή ευκαιρία για απόκτηση πόλεων και εδαφών, αν και είχε λίγα στρατεύματα μαζί του. Αξέχαστη εποχή κατακτήσεων ξεκινούσε με τη σύντομη αλλά επιτυχημένη πολιορκία τού σημαντικού οχυρού των Σερρών.73

Ο Βατάτζης αντιλήφθηκε γρήγορα τις ευνοϊκές συνθήκες για τις προσπάθειές του και αποφάσισε να πλεύσει μαζί με τον άνεμο. Αποτόλμησε εκστρατεία προς βορρά, κατέλαβε το Μελένικο (σήμερα Μέλνικ στη Βουλγαρία) και συνέχισε βορειοανατολικά καταλαμβάνοντας τη Στενήμαχο (σήμερα Ασένοβγκραντ στη Βουλγαρία), τη Τζέπαινα και άλλα μέρη στην άνω κοιλάδα τού Έβρου (Μαρίτσα), που έγινε το σύνορο μεταξύ Βουλγαρίας και αυτοκρατορίας Nικαίας, χωρίς ούτε μια μάχη, «σαν να αναλάμβανε κληρονομιά από τον πατέρα του». Προωθήθηκε βορειοδυτικά καταλαμβάνοντας το Βελεβούσδιον (Κούστεντιλ) στον άνω Στρυμώνα και κινήθηκε νότια καταλαμβάνοντας τα Σκόπια και το Στιπ στην περιοχή τού Βαρδάρη (Αξιού). Ύστερα μέσω Βελεσού (Βέλες), Πριλάπου (Πρίλεπ) και Πελαγονίας κατέβηκε στις πεδιάδες τού Μοναστηρίου (σήμερα Μπίτολα). Κινήθηκε και πάλι προς ανατολάς στον Βαρδάρη, καταλαμβάνοντας τον Πρόσακο (Πρόσεκ, σήμερα Ντεμίρ-Καπίγια). Από την αρχή μέχρι το τέλος επρόκειτο για θριαμβευτική πορεία, αλλά το τέλος δεν είχε φτάσει ακόμη. Σε λιγότερο από τρεις μήνες ο Βατάτζης είχε κατακτήσει όλη τη νοτιοδυτική Βουλγαρία. «Και έτσι έγιναν τα πράγματα», λέει ο Ακροπολίτης, «ενώ εγώ ο ίδιος βοήθησα στη σύνταξη των εκθέσεων, καθώς και στην προετοιμασία των αυτοκρατορικών επιστολών για κάθε μία από τις κατακτούμενες πόλεις και κωμοπόλεις. Πρόκειται για αρχαίο έθιμο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να γνωστοποιούν εγγράφως τις επιτυχίες τους, ώστε να επιτρέπουν σε εκείνους που βρίσκονται μακριά να μοιράζονται μαζί τους τη χαρά των κατορθωμάτων τους».74

Στα μέσα Νοεμβρίου 1246 ο Βατάτζης στρατοπέδευσε με τον στρατό του στο Μελένικο, σχεδιάζοντας να επιστρέψει στην πατρίδα του για τον χειμώνα, όταν ένα τελευταίο κύμα καλής τύχης τον οδήγησε να ξεκινήσει τη μεγαλύτερη κατάκτησή του. Στη Θεσσαλονίκη η ανεύθυνη συμπεριφορά τού Δημητρίου Δούκα είχε οδηγήσει στον σχηματισμό αντιπολιτευόμενης παράταξης, που συνωμοτούσε για να τον ανατρέψει και να παραδώσει την πόλη στον Βατάτζη. Ένας από τούς συνωμότες, ονομαζόμενος Καμπανός, πήγε να δει τον Βατάτζη, προσφέροντάς του την πόλη σε αντάλλαγμα για την επιβεβαίωση των αρχαίων δικαιωμάτων και προνομίων και τής ελευθερίας των πολιτών της, για την τήρηση των οποίων δεσμεύτηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας με χρυσόβουλλο. Ξεκινώντας από το Μελένικο για τη Θεσσαλονίκη ο Βατάτζης κάλεσε τον Δημήτριο να έρθει να τον συναντήσει και να επιδείξει την υπακοή για την οποία είχε δεσμευτεί με όρκο. Ο Δημήτριος, βασιζόμενος στις συμβουλές εκείνων που συμμετείχαν στη μηχανορραφία, δεν εμφανίστηκε ενώπιον τού αυτοκράτορα. Όταν ο Βατάτζης στρατοπέδευσε τον Δεκέμβριο κάτω από τα τείχη τής Θεσσαλονίκης, ανανέωσε την απαίτησή του για υποταγή και διέταξε επίσης να οργανωθεί αγορά για τις προμήθειες τού στρατού του. Ο Δημήτριος, βασιζόμενος στους ίδιους συμβούλους, δεν έκανε καμία προσπάθεια να υπακούσει στις αυτοκρατορικές εντολές. Μη διαθέτοντας πολιορκητικές μηχανές ο Βατάτζης δεν ήταν σε θέση να θέσει την πόλη υπό αποτελεσματική πολιορκία, αλλά ύστερα από μερικές ημέρες απόσπασμα στρατιωτών τής Νικαίας, που φρουρούσε εξωτερικά μικρή πύλη προς το λιμάνι για να εμποδίζει την έξοδο από την πόλη, άκουσε κραυγή ότι η πύλη είχε ανοιχτεί από ορισμένους από εκείνους που βρίσκονταν μέσα από τα τείχη. Ανταποκρινόμενο στην κραυγή μπήκε στην πόλη, ακολουθούμενο πολύ σύντομα από το σύνολο τού στρατού και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, που πήρε θέση στην ανατολική πύλη. Εκεί η Ειρήνη, η όμορφη χήρα τού Ιωάννη Β’ Ασάν, που είχε αποσυρθεί στη Θεσσαλονίκη, τον αναζήτησε και τον παρακάλεσε δακρυσμένη πέφτοντας στα γόνατα να μην τυφλωθεί ο αδελφός της Δημήτριος. Τής υποσχέθηκε να μην επιβάλει στον νεαρό άνδρα αυτή τη συνήθη ανικανότητα που επιβαλλόταν στους ηττημένους. Στη συνέχεια η Ειρήνη παρουσίασε τον Δημήτριο, έναν όμορφο, χωρίς γενειάδα νεαρό άνδρα, που είχε καταφύγει στο φρούριο τής Ακρόπολης. Ο Βατάτζης αντιμετώπισε την Ειρήνη με απόλυτη ευγένεια. Όταν κατέβηκε από το άλογό της, κατέβηκε κι αυτός από την άμαξά του και στάθηκε πεζός δίπλα της.75 Μπορούσε να είναι ευγενικός, γιατί είχε μόλις εξασφαλίσει μια πόλη πολύ μεγαλύτερη από τη Νίκαια.

Αφότου οι Λατίνοι διέσπασαν με επιτυχία την ελληνο-βουλγαρική πολιορκία τής πρωτεύουσας, φαίνεται ότι έγινε εκεχειρία δύο ετών (1236-1238) μεταξύ Βατάτζη και Ιωάννη τής Μπριέν.76 Όμως το λατινικό καθεστώς δεν είχε κανένα μέλλον στην Κωνσταντινούπολη. Είναι εκπληκτικό ότι επέζησε, όσο επέζησε. Υπήρχε κάτι το αδάμαστο στην ελληνική ηγεσία τής Νικαίας. Ο χρόνος ήταν με την ελληνική πλευρά. Ο Βατάτζης έγραφε στον πάπα Γρηγόριο Θ’, κατά τα φαινόμενα στο τέλος τού 1237: «Έχουμε αναγκαστεί να αποχωρήσουμε από την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν ικετεύουμε ως χάρη [από κανέναν] τα δικαιώματά μας στο αξίωμα και την αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης. Ο ηγεμόνας έχει αρχή και εξουσία πάνω σε έθνος … σε λαό, σε ανθρώπινα όντα, όχι πάνω στα δοκάρια και τις πέτρες που συγκροτούν τείχη και αμυντικούς πύργους».77 Η εξουσία τού Βαλδουΐνου Β’ στον Βόσπορο φαινόταν να εξαρτάται από τη συνεχή υποστήριξη τού πρίγκηπα Γοδεφρείδου Β’ Βιλλεαρδουΐνου τής Αχαΐας και στις 9 Φεβρουαρίου 1240 ο πάπας Γρηγόριος Θ’ έδινε στον Γοδεφρείδο άφεση αμαρτιών, υπό την προϋπόθεση ότι τον όρκο που είχε κάνει να πάει ως σταυροφόρος στους Αγίους Τόπους θα τον εκπλήρωνε, με όλα τα οφέλη, παρέχοντας συνεχή βοήθεια στην πολιορκούμενη Λατινική αυτοκρατορία. Ο Γοδεφρείδος δήλωνε λοιπόν έτοιμος «να μετατραπεί σε σύντροφο των στρατιωτών» (decens comitiva militum).78 Θα ήταν σίγουρα αναγκαίο.

Ο Γοδεφρείδος βρισκόταν στο απόγειο τής σταδιοδρομίας του. Ήταν ήδη αρχιοικονόμος (seneschal) τής Ρωμανίας, όπως και ο πατέρας του, ο οποίος είχε πάρει το αξίωμα στην πρώτη συνέλευση των Ραβεννίκων (1209). Το 1217 ο Γοδεφρείδος είχε παντρευτεί την Αγνή τού Κουρτεναί, αδελφή των Λατίνων αυτοκρατόρων Ροβέρτου και Bαλδουΐνου Β’. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τής δεκαοκτάχρονης εξουσίας τού Γοδεφρείδου επικρατούσε ειρήνη στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας. Φαίνεται να μην είχε κάνει προσπάθεια να υποτάξει τούς Σλάβους τού Ταϋγέτου και τούς Τσάκωνες τού Πάρνωνα. Δεν είχε αναλάβει την κατάκτηση τής μεγάλης καστρούπολης τής Μονεμβασίας, τής οποίας οι κάτοικοι αποτελούσαν απειλή για τη λατινική ναυσιπλοΐα και διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον Ιωάννη Βατάτζη. Αν και είχε προβλήματα με τούς Δούκα τής Ηπείρου και τής Θεσσαλονίκης, απέφευγε προφανώς τη σοβαρή σύγκρουση μαζί τους. Ο Γοδεφρείδος πέθανε το 1246, το ίδιο έτος κατά το οποίο ο Βατάτζης έθετε τέρμα στην πολυτάραχη ιστορία τής ελληνικής αυτοκρατορίας και τού δεσποτάτου τής Θεσσαλονίκης.

Όταν πέθανε τον Μάρτιο τού 1237 ο Λατίνος αυτοκράτορας Ιωάννης τής Μπριέν, ο διάδοχός του, ο νεαρός Βαλδουΐνος Β’ τού Κουρτεναί, βρισκόταν στη Γαλλία και στην Φλάνδρα, διεκδικώντας τα δικαιώματά του στο μεγάλο κάστρο τής Ναμύρ ενάντια στις αντίθετες αξιώσεις κάποιας αδελφής.79 Οι τής Νικαίας είχαν κάθε λόγο να ρίχνουν αισιόδοξες ματιές στα δυνατά τείχη τής Κωνσταντινούπολης. Στις 21 Μαΐου, πριν μάθει για τον θάνατο τού Μπριέν, ο πάπας Γρηγόριος Θ’ έγραφε από το Βιτέρμπο «στον ευγενή Βατάτζη» υπεροπτικό γράμμα, ανακοινώνοντας μεγάλη σταυροφορία για την προστασία των Αγίων Τόπων και, αν χρειαζόταν, για βοήθεια προς τη λατινική «αυτοκρατορία τής Ρωμανίας», την οποία απειλούσε ο Βατάτζης. Ο πάπας προειδοποιούσε τον Βατάτζη να μην ακολουθεί εχθρική πολιτική απέναντι στον Ιωάννη τής Μπριέν και τούς Λατίνους τής Κωνσταντινούπολης και απαιτούσε τη «βοήθεια, συμβουλή και υποστήριξή του» για τούς Λατίνους.80 Η επιστολή τού Γρηγορίου είχε τόσο υπεροπτικό ύφος, που ο Βατάτζης απαντώντας ομολογούσε ότι δεν πίστευε ότι προερχόταν πραγματικά από τον ίδιο τον πάπα. Απαντούσε παρ’ όλα αυτά, με ακόμη μικρότερη αυτοσυγκράτηση από εκείνη που είχε επιδείξει η παπική αυλή, σαν να ξεπλήρωνε κάποια παλιά μνησικακία. Δήλωνε ότι η επισκοπική έδρα τής Ρώμης δεν ήταν κατά κανένα τρόπο διαφορετική από τις άλλες αρχαίες επισκοπές και ότι ο ίδιος και κανένας σφετεριστής Λατίνος ήταν ο άμεσος διάδοχος τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, των Δούκα και των Κομνηνών. Ο παπισμός δεν έπρεπε να έχει παραβλέψει τη λατινική κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης, ούτε να έχει συμμετάσχει στην εκλογή τού εκλιπόντος Ιωάννη τής Μπριέν. Οι Έλληνες, αποσυρόμενοι από την πρωτεύουσά τους, είχαν απλώς υποκύψει στην ωμή βία. Η συμπεριφορά των Λατίνων και η ύπαρξη τής υποτιθέμενης αυτοκρατορίας τους ήταν ασυμβίβαστη με την παπική ελπίδα τής απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων. Η συνέχιση τού αγώνα εναντίον τού Ιωάννη τής Μπριέν, τώρα «προ πολλού (πάλαι) νεκρού», τον οποίο ο πάπας είχε ζητήσει από τον Βατάτζη να αφήσει στην ησυχία του, αποτελούσε ιερό καθήκον για την ανακατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης. Ενώ ο Βατάτζης ήταν διατεθειμένος να σεβαστεί τα δικαιώματα τού πάπα, ο τελευταίος έπρεπε επίσης να αναγνωρίσει εκείνα τού Έλληνα αυτοκράτορα.81

Η επιστολή Βατάτζη, είτε πραγματικά στάλθηκε στον πάπα Γρηγόριο είτε όχι, αποτελεί σίγουρα ακριβή διατύπωση των απόψεων τής Νικαίας για τη Λατινική αυτοκρατορία, η οποία επιβίωνε από χρονιά σε χρονιά, επικίνδυνα και αντιηρωικά, συντηρούμενη, από την εποχή τής ανόδου τού Μπριέν στον θρόνο, σε μεγάλο βαθμό από την αντιπαλότητα μεταξύ Νικαίας και Βουλγαρίας. Σχεδιάζοντας την εκστρατεία του εναντίον τής αποδυναμωμένης «αυτοκρατορίας» τής Θεσσαλονίκης στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1241, ο Βατάτζης είχε συνάψει με τον νεαρό Βαλδουΐνο Β’ ανακωχή δύο ετών,82 ενώ την ίδια περίπου εποχή ανανέωνε με τον Καλομάν, τον γιο τού εκλιπόντος Ιωάννη Β’ Ασάν, τη συμμαχία με τούς Βουλγάρους, η οποία ήταν πάντοτε βολική, όταν διαρκούσε.83 Λίγο καιρό μετά την εκπνοή τής εκεχειρίας με τον Βαλδουΐνο, ο Βατάτζης την ανανέωσε για ένα χρόνο (το 1244).84 Στο μεταξύ βέβαια ο Γρηγόριος Θ’ είχε πεθάνει (τον Αύγουστο τού 1241 στη Ρώμη) και ύστερα από τη σύντομη θητεία τού Σελεστίνου Δ’ και μακρύ ενδιάμεσο διάστημα εξελέγη τον Ιούνιο τού 1243 ο Σινιμπάλντο Φιέσκι ως πάπας Ιννοκέντιος Δ’. Είναι καλύτερα γνωστός ως πρόεδρος τής Πρώτης Συνόδου τής Λυών, καθώς και για την αδιάκοπη πάλη του με τον Χοχενστάουφεν αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’.

Αλλά δεν έχουμε ακόμη τελειώσει με τη θητεία τού πάπα Γρηγόριου Θ’, γιατί όσο η ζωή του πλησίαζε προς το τέλος της, τόσο μεγάλωνε η ανησυχία του για την ετοιμόρροπη αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης: «Λυπηρά είναι τα νέα που ακούσαμε από την πόλη τής Κωνσταντινούπολης», έγραφε στη λατινική ιεραρχία στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων των αρχιεπισκόπων Πατρών, Κορίνθου, Θηβών και Αθηνών (στις 18 Ιανουαρίου 1238), «και μάς προκάλεσαν όχι λίγη θλίψη, αλλά σπεύδουμε να εφαρμόσουμε θεραπεία για την αντιμετώπιση των επικίνδυνων δεινών για τα οποία μάς μιλούν οι άνθρωποι». Υπήρχε λιμός στην αυτοκρατορική πόλη και λιποταξία από τις τάξεις. Χρειάζονταν σιτηρά καθώς και πολεμιστές για την υπεράσπιση τής πόλης. Ο κόμης τής Βρετάννης Πιέρ ντε Ντρε ερχόταν με στρατό, ενώ ο πάπας αναλάμβανε να εφοδιάσει με τρόφιμα. Αλλά αν η ανάγκη ήταν μεγάλη, η απόσταση από την οποία έπρεπε να έρθει η βοήθεια ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Απαιτούνταν γρήγορη δράση και έτσι η Αγιότητά του διέταζε τη λατινική ιεραρχία να πληρώσει το ένα τρίτο των κινητών αγαθών της και το ένα τρίτο των εισοδημάτων της στον Κύριο Φίλιππο, στον προνοητικό και διακριτικό άνδρα που είχε σταλεί στην Ελλάδα για να συλλέξει τούς πόρους. Η άφεση αμαρτιών των σταυροφόρων θα ήταν η επιβράβευση για όσους έφερναν ενισχύσεις για την απειλούμενη πόλη. Όμως η Αγιότητά του, γνωρίζοντας ότι οι αρχιεπίσκοποι στους οποίους απευθυνόταν, καθώς και οι πολυάριθμοι κληρικοί τους, δεν θα ενέκριναν ιδιαίτερα την παπική συνταγή, τούς υπενθύμιζε ότι η ασφάλειά τους ήταν συνδεδεμένη με την ασφάλεια τής Κωνσταντινούπολης, ενώ πρόσθετε ότι ο απεσταλμένος του είχε εντολή να τούς υποχρεώσει, αν ήταν αναγκαίο, να συνεισφέρουν τη συμβολή που ζητούσε από αυτούς.85

Την ίδια στιγμή που στέλνονταν αυτά τα δυσάρεστα νέα στους Λατίνους κληρικούς τού Μοριά και τού δουκάτου των Αθηνών, απευθυνόταν επίσης έκκληση στον κόμη Κεφαλονιάς και Ζακύνθου Ματέο Ορσίνι, στον οποίο υπενθυμιζόταν ότι και τα δικά του συμφέροντα βρίσκονταν σε παρόμοιο κίνδυνο, «αν, Θεός φυλάξοι, οι Έλληνες αποκτήσουν την κατοχή τής εν λόγω πόλης». Για τη βοήθειά του δινόταν στον κόμη Ματέο η υπόσχεση όχι μόνο για άφεση αμαρτιών, αλλά και για άπειρους επαίνους μεταξύ των ανθρώπων και για το στέμμα τού υπερκοσμίου επιτεύγματος στον ουρανό.86 Όμως οι συνθήκες δεν βελτιώνονταν. Μάλιστα δεν θα βελτιώνονταν ποτέ. Έτσι ένα χρόνο αργότερα, στις 23 Ιανουαρίου 1239, ο πάπας Γρηγόριος επέβαλε ξανά στη λατινική ιεραρχία τής Ελλάδας την εισφορά τού ενός τρίτου των αγαθών τους για λογαριασμό τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας, επειδή «η ανάγκη ήταν πιο επείγουσα από ποτέ».87 Επιπλέον ο κίνδυνος βρισκόταν κοντά τους, αφού παπικά έγγραφα με ημερομηνίες 12 Ιουλίου 1235 και 27 Ιουνίου 1236 αναφέρονταν στη συχνότητα και σοβαρότητα των ελληνικών επιθέσεων κατά τής Θήβας,88 τής έδρας και πρωτεύουσας, κατά πάσα πιθανότητα, τού Γκυ Α’ ντε λα Ρος, «Mεγάλου Κύρη» τού αθηναϊκού δουκάτου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι Έλληνες στη Θήβα και στην Αθήνα υπέστησαν οποιαδήποτε δεινά λόγω των επιθέσεων των συμπατριωτών τους στα εδάφη τού Γκυ ντε λα Ρος. Δεν επιβλήθηκε τότε κανένας περιορισμός στους Έλληνες μοναχούς, τουλάχιστον από όσα γνωρίζουμε. Το 1238 κάποιος Έλληνας ονομαζόμενος Νεόφυτος, ενδεχομένως μοναχός, πήρε την άδεια να κατασκευάσει ή να επισκευάσει δρόμο που οδηγούσε στο μοναστήρι τού Αγίου Ιωάννη τού Κυνηγού στον Υμηττό, όπως μαρτυρά ιαμβική επιγραφή, που ζητά από τον ταξιδιώτη που χρησιμοποιεί τον δρόμο να προσεύχεται για την ψυχή εκείνου που τον έφτιαξε.89

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες τής ύπαρξής της η Λατινική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης είχε συρρικνωθεί, σχεδόν στα όρια τής ίδιας τής πόλης και των προαστίων της. Οι φυσικοί υπερασπιστές της στη Δύση ήσαν απασχολημένοι με άλλα προβλήματα. Ήδη το 1216 ο θάνατος τού αυτοκράτορα Ερρίκου, αν και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην Ανατολή, μέτρια μόνο προσοχή προσέλκυσε στη Δύση.90 Η ελπίδα που έτρεφε κάποτε ο Ιννοκέντιος Γ’ για πραγματική ένωση των Εκκλησιών κάτω από τον παπισμό και νέα λατινική ιεραρχία στην Ανατολή, είχε ματαιωθεί, ενώ ύστερα από τον Ονώριο Γ’ οι πάπες θα έδιναν λιγότερη προσοχή στα πολλαπλά προβλήματα τής Λατινικής αυτοκρατορίας και στη συνεχώς κινδυνεύουσα πρωτεύουσά της. Οι Γρηγόριος Θ’ και Ιννοκέντιος Δ’ είχαν παγιδευτεί στη σύγκρουση με τούς Χοχενστάουφεν. Ο αυτοκράτορας Βαλδουΐνος, άρχοντας τού Κουρτεναί, φυσικά προσέβλεπε στην πατρίδα του Γαλλία για βοήθεια, αλλά ο Λουδοβίκος Θ’ σκεφτόταν κυρίως τη Σταυροφορία, ενώ η Λατινική αυτοκρατορία είχε αποδειχθεί παθητικό για τη Σταυροφορία. Ο Βαλδουΐνος ήταν ιδιαίτερα γνωστός στη Γαλλία, όπου πέρασε μεγάλο μέρος των περιόδων 1236-1239 και 1244-1248. Η βασίλισσα μητέρα Μπλανς τής Καστίλλης τον εύρισκε «παιδικό στα λόγια» (enfantif en ses paroles).91 Η απώλεια τής Λατινικής αυτοκρατορίας δεν ήταν μακριά. Δεν επρόκειτο εντελώς για λάθος τού Βαλδουΐνου. Αν και ήταν αδύναμος, ήταν καλύτερος και πιο γενναίος άνθρωπος από τον αδελφό και προκάτοχό του Ροβέρτο. Η αυτοκρατορία ήταν εξαθλιωμένη, αλλά ο Βαλδουΐνος ξόδευε απλόχερα για την άμυνά της τούς πόρους τού δουκάτου του στο Κουρτεναί και τής κομητείας του στο Ναμύρ. Η ατυχία του ήταν ότι δεν ήταν ούτε πολεμιστής ούτε διπλωμάτης. Δεν υπήρχαν ντόπιοι υπερασπιστές τής Κωνσταντινούπολης για να τον βοηθήσουν, ή υπήρχαν πολύ λίγοι, γιατί είχε εγκαταλειφθεί η πολιτική τού αυτοκράτορα Ερρίκου, που τοποθετούσε Έλληνες σε υπεύθυνες θέσεις στο κράτος και στον στρατό, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το λατινικό καθεστώς, θα συνέβαλαν στη δημιουργία τής ψευδαίσθησης τής συνέχειας με το παρελθόν και θα προστάτευαν αν μη τι άλλο τα δικά τους συμφέροντα με αυτό το «στάτους κβο» (staus quo). Kάποτε η Μπλανς τής Καστίλλης έγραψε στον Βαλδουΐνο ότι πικράθηκε μαθαίνοντας ότι αυτός ακολουθούσε τις συμβουλές δύο Ελλήνων (videlicet exhortacionibus duorum Grecorum), αλλά ο Βαλδουΐνος έστειλε στη βασίλισσα μητέρα την πολύ επίσημη και δουλοπρεπή διαβεβαίωση: «Υψηλέ αρχηγέ (teste Altissimo), ποτέ στο παρελθόν δεν έχουμε πάρει συμβουλές από Έλληνες, ούτε παίρνουμε τώρα, ούτε θα πάρουμε … Οτιδήποτε κάνουμε γίνεται με τη συμβουλή των ευγενών και καλών Γάλλων που είναι μαζί μας…»92 Όμως όσο πολύτιμες μπορεί να ήσαν οι συμβουλές τους, αυτοί οι ευγενείς και καλοί Γάλλοι δεν ήσαν τόσο πολλοί, ώστε να παρέχουν στον Βαλδουΐνο την υποστήριξη που χρειαζόταν.

Τη φτώχεια τού Λατίνου αυτοκράτορα ξεπερνούσε μόνο εκείνη τού Λατίνου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και για να επιβιώσουν η Λατινική αυτοκρατορία και η Λατινική Εκκλησία έπρεπε να έρθει βοήθεια από το εξωτερικό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο πάπας έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Μια αλλαγή επισημαίνεται τώρα στον τόνο των παπικών επιστολών που αφορούν τις υποθέσεις τού λατινικού Πατριαρχείου. Ο εκνευρισμός ή ακόμη και ο θυμός που είχαν συχνά εκφράσει οι Ιννοκέντιος Γ’ και Ονώριος Γ’ κατά τής πατριαρχικής ανεξαρτησίας και ανυπακοής έχουν αντικατασταθεί από το άγχος και τον οίκτο. Στις 29 Μαΐου 1241 ο Γρηγόριος Θ’ απεύθυνε επιστολή προς τον αρχιεπίσκοπο Θηβών, τον ηγούμενο των Δομινικανών και τον αρχιδιάκονο τού Νεγκροπόντε, ότι η δεκάτη θα πληρωνόταν στον Λατίνο πατριάρχη από τα έσοδα των καθεδρικών ναών, μοναστηριών και τού κλήρου, λατινικού και ελληνικού, τού Μοριά, τού Nεγκροπόντε και των νησιών που υπάγονταν στην έδρα τής Κωνσταντινούπολης. Η υπερήφανη έδρα, που κάποτε, όπως είδαμε, αμφισβητούσε την εξουσία τού Ρωμαίου ποντίφηκα, είχε τώρα περιπέσει σε τέτοια ένδεια, που ο Γρηγόριος δεν μπορούσε να βλέπει τα δεινά της χωρίς θλίψη «και παρ’ όλ’ αυτά δεν υπήρχε κανένας πρόθυμος ή ικανός να απλώσει χέρι βοήθειας».93

Καθώς περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, η Λατινική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης έμοιαζε όλο και περισσότερο με αποτυχημένη επιχείρηση. Παρ’ όλ’ αυτά ο παπισμός συνέχιζε να προσπαθεί να υποστηρίξει κάπως τον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο. Στις 13 Ιουλίου 1243 ο Ιννοκέντιος Δ’ έδινε εντολή στις εκκλησίες Αθήνας, Κορίνθου, Αρχιπελάγους, Πάτρας, Θήβας και Nεγκροπόντε να δώσουν «από τα εκκλησιαστικά σας έσοδα» δέκα χιλιάδες υπέρπυρα, ως επιχορήγηση «για τη διατήρηση τής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, που κερδήθηκε από τούς πιστούς τού Χριστού με πολλούς κόπους, πολύ κόστος και αφού χύθηκε πολύ αίμα».94 Έντεκα μέρες αργότερα, στις 24 Ιουλίου, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και θησαυροφύλακας τού Παρθενώνα Γουλιέλμος Κρεσέντιος, αρχιμανδρίτης τής μητρόπολης τής Θήβας, πληροφορούνταν την παπική διακήρυξη μιας ακόμη δεκάτης, που θα εισπράττονταν κατά το επόμενο έτος στον Μοριά, στο Νεγκροπόντε και στα νησιά. Ο παπικός υπάλληλος που ετοίμασε αυτή την επιστολή αντέγραψε το κείμενο τού θρήνου τού Γρηγορίου Θ’ τής 29ης Μαΐου 1241. Η ένδεια τής κάποτε πλούσιας εκκλησίας τής αυτοκρατορικής πρωτεύουσας ήταν τραγική, η δυστυχία της απόλυτη, η αυτοκρατορία βρισκόταν σε απόλυτη απελπισία και αναστάτωση, το Πατριαρχείο σε δεινή κατάσταση, «αν υπάρχει κάποιος που θέλει ή μπορεί να βοηθήσει, ας απλώσει το χέρι του» (nec est qui velit vel valeat subsidii porrigere sibi manum).95 Στις 16 Μαΐου 1244 ο Ιννοκέντιος απευθύνθηκε ξανά στον πρίγκηπα Γοδεφρείδο Β’ Βιλλεαρδουΐνο, υπενθυμίζοντάς του ότι ήταν κοντινός γείτονας τού αυτοκράτορα στην αγωνία και τον κίνδυνο και ζητώντας του να ξεσηκωθεί πρόθυμα και δυνατά (libenter et potenter) για λογαριασμό τής αυτοκρατορίας,96 ενώ δύο βδομάδες αργότερα βρίσκουμε την Αγιότητά του να γράφει και πάλι για το θέμα τής αμυντικής εισφοράς τού έτους, με τρόπο μάλλον παρόμοιο εκείνου τής επιστολής του προς τον Βιλλεαρδουΐνο, κάνοντας λόγο όμως τώρα για καταναγκασμό και βοήθεια από τον κοσμικό βραχίονα, αν η λατινική ιεραρχία στην Ελλάδα αποδεικνυόταν υπερβολικά διστακτική στη διάθεση των απαιτουμένων κονδυλίων.97 Καθώς όμως ξεθώριαζε η ελπίδα αναβίωσης τής χαμένης δύναμης τής Λατινικής αυτοκρατορίας, οι παπικές προσπάθειες γίνονταν λιγότερο επίμονες. Ο πάπας συνέχιζε να γράφει γράμματα και να προχωρά σε χειρονομίες. Αν οι κοσμικές δυνάμεις στην Ανατολή βοηθούσαν τον αυτοκράτορα, τότε θα τον βοηθούσε και ο παπισμός. Αν όχι, ούτε αυτός θα βοηθούσε.

Φαίνεται πολύ πιθανό ότι μέρος τής απροθυμίας τής Λατινικής ιεραρχίας στην Ελλάδα να δώσει ουσιαστική βοήθεια στη Λατινική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης οφειλόταν στην πεποίθησή τους ότι υπήρχε καλύτερος τρόπος αξιοποίησης των δυνατοτήτων τους στην περιοχή τους. Η πρωτεύουσα ήταν μακρινή και φαινόταν καταδικασμένη. Οι Λατίνοι στη Μενδενίτσα, την Αθήνα και τη Θήβα ήσαν κοντινοί γείτονες με τούς Δούκα τής Ηπείρου και μέχρι το 1246 και με το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης. Η εγγύτητα προς τον δεσπότη Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου (1231-1267) ήταν ανησυχητική, αλλά οι Λατίνοι δεν είχαν τη διορατικότητα να προβλέψουν ότι αν η εγγύτητα αυτή ήταν όντως ανησυχητική, τότε η πρώτη γραμμή άμυνάς τους ήταν στην πραγματικότητα ο Βόσπορος. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο πάπας Γρηγόριος Θ’ μαρτυρά «τις συχνές επιθέσεις που δέχτηκε και τις καταστροφές που υπέστη η πόλη των Θηβών, την οποία οι Έλληνες λεηλάτησαν πολλές φορές».98 Επιστολή τού διαδόχου του δείχνει ότι ο φόβος ελληνικής απειλής κατά μήκος των συνόρων δεν είχε καθόλου μειωθεί μια δεκαετία αργότερα.

Στις 29 Απριλίου 1244 ο πάπας Ιννοκέντιος Δ’ έγραφε από το παλάτι τού Λατερανού στον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον αργότερα λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας, ότι είχε ενημερωθεί από τον άρχοντα των Αθηνών Γκυ ντε λα Ρος ότι ορισμένοι Έλληνες μοναχοί σε χωριό στα βόρεια σύνορά του (quod Laragie vulgariter nuncupatur) εφοδίαζαν τούς Έλληνες εχθρούς του, τής Ηπείρου, τής Θεσσαλονίκης ή και των δύο, με μυστικά, προφανώς στρατιωτικής φύσεως, «γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα μεγάλους κινδύνους για τούς πιστούς». Ο Γκυ λοιπόν είχε ζητήσει να μετατεθούν αυτοί οι μοναχοί σε άλλα ελληνικά μοναστήρια τής επικράτειάς του και να αντικατασταθούν από Λατίνους μοναχούς ή κάποιους λαϊκούς κληρικούς. Ο πατριάρχης έπαιρνε εντολή να ενεργήσει ύστερα από σχετική έρευνα, διαφυλάσσοντας την τιμή τής εκκλησίας και την ασφάλεια τής χώρας.99 Χρειαζόταν τώρα μεγάλη προσοχή, γιατί ο Μιχαήλ Β’ τής Ηπείρου είχε μόλις ξεκινήσει τη μακρά και πολυτάραχη σταδιοδρομία του, ενώ το 1246 (όπως είδαμε) το ελληνικό «δεσποτάτο» Θεσσαλονίκης είχε καταληφθεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Βατάτζη και είχε προστεθεί στην ολοένα αυξανόμενη επικράτεια τής αυτοκρατορίας τής Νικαίας, που μετατρεπόταν πια σε κίνδυνο για τον δούκα τής Αθήνας καθώς και για τον Λατίνο αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης.

<-2. Tο απόγειο τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης υπό τον Ερρίκο τής Φλάνδρας (1206-1216) 4. Η προέλαση τής Νικαίας και η παρακμή τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1246-1259)->
Scroll to Top