<-1. O Iννοκέντιος Γ’, η 4η Σταυροφορία και η δημιουργία των λατινικών κρατών στην Ελλάδα | 3. Οι μεταβαλλόμενες τύχες τής Κωνσταντινούπολης, τής Αχαΐας, τής Ηπείρου και τής Νικαίας (1216-1246)-> |
2
Tο απόγειο τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης υπό τον Ερρίκο τής Φλάνδρας (1206-1216)
![]() |
![]() |
Ο Ερρίκος τής Φλάνδρας (Ανρύ ντ’ Ανγκρ τού Αινώ, βασ. 1206-1216), ο δεύτερος Λατίνος αυτοκράτορας τής Κωνσταντινούπολης, υπήρξε σπουδαίος άνθρωπος. Έσωσε τη νέα αυτοκρατορία και συνεπώς βοήθησε στη δημιουργία ανθεκτικών λατινικών κρατών στην Ελλάδα, στον Μοριά και στα νησιά τού Αιγαίου. Όμως ένα χρόνο μετά την άνοδο τού Ερρίκου τής Φλάνδρας στον θρόνο, στις 4 Σεπτεμβρίου 1207, στους λόφους έξω από τη Μοσυνούπολη τής Δυτικής Θράκης, ο μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερρατικός, ο Λατίνος άρχοντας τής Θεσσαλονίκης, συνελήφθη σε ενέδρα και φονεύθηκε από τούς Βουλγάρους.1 Δεν ήταν τυχαίο ότι ο τρομερός Ιωαννίτσα, στον οποίο στελνόταν τώρα το κεφάλι τού γεροδεμένου Βονιφάτιου, είχε πάρει την προηγούμενη χρονιά την προσωνυμία «Ρωμαιοκτόνος».2 Με τον θάνατο τού Βονιφάτιου η λατινική υπόθεση στην Ελλάδα υπέστη ανεπανόρθωτη απώλεια και η Θεσσαλονίκη περνούσε τώρα στον νεότερο γιο του Δημήτριο, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα. Ο φιλόδοξος κόμης Ομπέρτο τού Μπιαντράτε έγινε κηδεμόνας τού μικρού Δημήτριου και αντιβασιλέας τού λατινικού του βασιλείου.3
Ο κόμης Oμπέρτο επέλεξε να αναβιώσει την προ πολλού τερματισμένη φιλονικία τού Βονιφάτιου με τον φλαμανδικό αυτοκρατορικό οίκο και να προβάλει φανταστικές διαφορές με τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο, με τον οποίον ο Βονιφάτιος διατηρούσε καλές σχέσεις. Βρήκε υποστήριξη από τον Αμεδαίο Ποφέι, υψηλόβαθμο αξιωματούχο (κοντόσταυλο) τής Ρωμανίας,4 κι έτσι ένας συνασπισμός Λομβαρδών ευγενών στη βόρεια Ελλάδα βρισκόταν σε ανοικτό πόλεμο με τον αυτοκράτορα, απορρίπτοντας τούς ισχυρισμούς του για επικυριαρχία επί τής Θεσσαλονίκης. Επιδίωκαν να δουν στον θρόνο τής Θεσσαλονίκης τον μαρκήσιο Γουλιέλμο Δ’ Μομφερρατικό, ετεροθαλή αδελφό τού Δημητρίου.5 Ο αυτοκράτορας ανησυχούσε βαθύτατα. Τον Δεκέμβριο τού 1208 κάτω από δριμύ ψύχος οδήγησε μεγάλη δύναμη στη Θεσσαλονίκη. Ο Ομπέρτο, ως αντιβασιλέας τής Λατινικής εξουσίας, ζητούσε το σύνολο τού εδάφους από το Δυρράχιο στα δυτικά μέχρι την πόλη τής Μάκρης, κοντά στα αρχαία Στάγειρα, στην ακτή τού Αιγαίου νοτιοδυτικά τής Αδριανούπολης. Ισχυριζόταν επίσης ότι είχε ανεξάρτητη επικυριαρχία επί τής εξουσίας τής Αθήνας και επί των εδαφών τής Αχαΐας.6 Όμως ο Βουργουνδός Όθων ντε λα Ρος αρνιόταν να συμπλεύσει με αυτό το αμάλγαμα Λομβαρδών αρχόντων τής βόρειας Ελλάδας που επαναστατούσαν εναντίον τού φεουδαρχικού τους ηγεμόνα. Η νομιμοφροσύνη του αυτή ίσως τού στοίχιζε την απώλεια τής Θήβας, αφού η ακρόπολη τής Καδμείας βρισκόταν πλέον στην κατοχή τού Αλμπερτίνο ντα Κανόσσα, ενός από τούς βασικούς στασιαστές, ο οποίος προφανώς διεκδικούσε την πόλη για τον εαυτό του.7
Στις αρχές τού έτους 1209 επιτράπηκε στον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο η είσοδος στην πόλη τής Θεσσαλονίκης και άρχισε συναγωνισμός επίδειξης πνεύματος και διπλωματίας με τον Ομπέρτο. Ο Ερρίκος κέρδισε τον πρώτο γύρο. Όταν η μητέρα τού Δημητρίου, η Μαργαρίτα, για να προστατεύσει τα συμφέροντα τού γιου της δήλωσε πίστη και υποταγή στον αυτοκράτορα Ερρίκο, τότε αυτός έστεψε το αγόρι ως βασιλιά τής Θεσσαλονίκης (στις 6 Ιανουαρίου 1209)8 και λίγο αργότερα, ύστερα από παρατεταμένη διαφωνία και πολυάριθμες πράξεις εχθρότητας, ο Ερρίκος φυλάκισε τον Ομπέρτο τού Μπιαντράτε στο κάστρο των Σερρών με δεσμοφύλακα τον κόμη Μπέρτολτ τού Κατσενέλλεν-Μπόγκεν, ενώ συγκάλεσε τούς βαρώνους του σε συνέλευση τον επόμενο Μάιο στην κοιλάδα Ραβέννικα, κοντά στο Ζειτούνιον, την αρχαία (και σύγχρονη) Λαμία. Ο Όθων ντε λα Ρος, μεταξύ άλλων εξήντα, εμφανίστηκε στη συνέλευση, αλλά οι Λομβαρδοί αντάρτες κλείστηκαν στην ακρόπολη Καδμεία των Θηβών και αρνούνταν να υπακούσουν στην αυτοκρατορική κλήση να εμφανιστούν στα Ραβέννικα.9 Η συνέλευση συνεδρίασε στις 1 και 2 Μαΐου 1209 και ο αυτοκράτορας Ερρίκος δεν έχασε χρόνο προκειμένου να εγκαταστήσει σταθερά την εξουσία του στην Ελλάδα. Ο Ομπέρτο βρισκόταν ακόμη υπό κράτηση, αλλά ο κοντόσταυλος Ποφέι, ο οποίος είχε συμβάλει στον διακανονισμό, έγινε και πάλι δεκτός στη διοικητική ιεραρχία. Το βράδυ τής Τετάρτης 6 Μαΐου ο Ερρίκος έφτασε στη Βουδουνίτσα, τη σύγχρονη Μενδενίτσα, μεταξύ των αρχαίων Θερμοπυλών και τής πεδιάδας τού Βοιωτικού Κηφισσού, φέουδο τότε τού Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι, ο οποίος είχε επίσης λάβει μέρος στην εξέγερση των Λομβαρδών. Την Παρασκευή 8 Μαΐου ο Ερρίκος εμφανίστηκε κάτω από τα τείχη τής Καδμείας των Θηβών.10
Ο χρονικογράφος Ανρί ντε Βαλανσιέν, ο οποίος συνέχισε το χρονικό τού Βιλλεαρδουΐνου για τη λατινική κατάκτηση, μάς έχει δώσει δραματική περιγραφή τής εμφάνισης τού αυτοκράτορα Ερρίκου στη Θήβα και των προετοιμασιών του για την κατάληψη τής Καδμείας με επίθεση στα τείχη της. Η υποδοχή που τού επιφύλαξαν οι ντόπιοι Θηβαίοι υπήρξε πολύ ενθαρρυντική. Αν και αυτό φαίνεται πολύ ενδιαφέρον σε εμάς, στην πραγματικότητα ήταν αναμενόμενο, αφού ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης έχει υπογραμμίσει τη γενναιόδωρη συμπεριφορά τού Ερρίκου προς τούς Έλληνες υπηκόους του, τούς οποίους αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τούς δικούς του ανθρώπους.11 Όταν ο Ερρίκος εισήλθε στην κάτω πόλη των Θηβών, οι Έλληνες ιερείς και πρόκριτοι, καθώς και ο υπόλοιπος πληθυσμός, άνδρες και γυναίκες, τον επευφήμησαν βροντερά. Οι Έλληνες φώναζαν στον αυτοκράτορα «πολύχρονε». Η γη έτρεμε από τον ήχο των τυμπάνων και των κεράτων. Όμως πριν εισέλθει στην πόλη, ο Ερρίκος κατέβηκε από το άλογό του και άφησε τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο τής Θήβας και τούς Λατίνους κληρικούς να τον οδηγήσουν στον καθεδρικό ναό τής Παναγίας τής Θήβας, όπου ευχαρίστησε τον Θεό για τις τιμές που τού επιφύλαξαν. Στη συνέχεια έφυγε από την εκκλησία για να προετοιμάσει την πολιορκία τής Καδμείας, αφού οι εξεγερμένοι βαρώνοι, που βρίσκονταν μέσα στο κάστρο αυτό, τον ενημέρωσαν ότι δεν είχαν πρόθεση να παραδοθούν. Αλλά όταν είδαν την τρομερή έκταση των ετοιμασιών για την κατάληψη τής Ακρόπολης, παρά κάποια αρχική αποτυχία, οι πολιορκημένοι βαρώνοι προθυμοποιήθηκαν να συζητήσουν για ειρήνη και πήραν ειρήνη από τον Ερρίκο με ευνοϊκούς γι’ αυτούς όρους. Αν τού παρέδιδαν τα κλειδιά τής Καδμείας, θα μπορούσαν να κρατήσουν όλα τα φέουδά τους ως υποτελείς του.12 Όταν έγινε αυτό, τότε η Θήβα προφανώς δόθηκε στον Όθωνα ντε λα Ρος, αν όντως αυτός δεν ήταν ήδη άρχοντας τής Βοιωτίας. Ο Ερρίκος συνέχισε προς την Αθήνα όπου, όπως και ο Βασίλειος Β’ μετά τη βουλγαρική εκστρατεία τού 1018, ανέβηκε στην Ακρόπολη για να προσευχηθεί στον Παρθενώνα. Παρέμεινε στην Αθήνα για δύο μέρες. Ο Όθων ντε λα Ρος τον φιλοξένησε όσο καλύτερα μπορούσε, με τις αρμόζουσες τιμές για το αυτοκρατορικό του αξίωμα, ενώ την τρίτη μέρα ο Ερρίκος αναχώρησε για το Νεγκροπόντε και ο Όθων πήγε μαζί του.13
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος είχε βάσιμους λόγους να προσφέρει στον Θεό ευχαριστήριες προσευχές. Είχε καταφέρει να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική εξουσία και το αυτοκρατορικό κύρος στην Ελλάδα. Ήταν τώρα αναμφισβήτητα επικυρίαρχος τού λατινικού βασιλείου τής Θεσσαλονίκης και των εξαρτημένων από αυτό ηγεμονιών, όπως το δουκάτο τής Αθήνας και τής Θήβας, η μαρκιωνία τής Μενδενίτσας και η ισχυρή βαρωνία των Σαλώνων (της αρχαίας Άμφισσας). Μέχρι τη συνέλευση των Ραβεννίκων μπορεί να υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες ως προς το φεουδαρχικό καθεστώς τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας, επί τού οποίου ο Ομπέρτο τού Μπιαντράτε, όπως είδαμε, διεκδικούσε επικυριαρχία ως αντιβασιλέας τής Θεσσαλονίκης, αλλά τα γεγονότα τού 1209 διασαφήνισαν και το μωραΐτικο πρόβλημα. Η εξέγερση τού Λομβαρδών αρχόντων αποδείχθηκε εξαιρετικά ατυχής για το μέλλον τής Λατινικής κυριαρχίας στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Πολλοί από αυτούς παρέμειναν δυσαρεστημένοι και κατά τη διάρκεια τής επόμενης δεκαετίας επέστρεψαν ένας-ένας στην Ιταλία, απρόθυμοι ή ανίκανοι να υπερασπιστούν τα φέουδά τους απέναντι στην προς ανατολάς επέκταση των Ηπειρωτών ηγεμόνων, δηλαδή τού Μιχαήλ Δούκα και τού αδελφού του Θεόδωρου. Με την κατάκτηση τού μεγαλύτερου μέρους τής Μακεδονίας και τής Θεσσαλίας από τούς Ηπειρώτες πριν από το 1223, το λατινικό βασίλειο τής Θεσσαλονίκης δεν είχε κανένα μέλλον και η Μαργαρίτα τής Ουγγαρίας με τον νεαρό της γιο Δημήτριο ζούσε συνεχώς υπό τον φόβο τής απώλειας τής κυριαρχίας τους από τούς επιθετικούς άρχοντες τής Ηπείρου.
Όμως η Μαργαρίτα τής Ουγγαρίας δεν ήταν μόνο χήρα τού Βονιφάτιου Μομφερρατικού, αφού πιο πριν ήταν παντρεμένη με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο. Οι Έλληνες την ήξεραν ως Μαρία και ανάμεσά τους ήταν προφανώς δημοφιλής και εξουσίαζε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στη Θεσσαλονίκη. Επιστολή τού Δημητρίου Χωματιανού, Έλληνα αρχιεπισκόπου τής τότε βουλγαρικής Αχρίδας (Όχριντ), συντηρεί τη διδακτική καταγραφή μιας δίκης, που απεικονίζει τις ιδιαίτερες συνθήκες στη Θεσσαλονίκη υπό το μάλλον φιλελληνικό καθεστώς τής Mαργαρίτας. Η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον μικτού δικαστηρίου λαϊκών και εκκλησιαστικών το 1213. Η Ωραία, κόρη κάποιου κατοίκου Θεσσαλονίκης που ονομαζόταν Ρωμανός Λογαράς και απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, είχε εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη με τη μητριά της Σαχλίκινα για την κατανομή τής περιουσίας τού εκλιπόντος Λογαρά. Το 1213 το δικαστήριο πήρε απόφαση ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Ωραία και για εικοσιδύο χρόνια η μητριά της Σαχλίκινα δεν κίνησε καμία διαδικασία για την αναθεώρηση ή ανατροπή τής δικαστικής απόφασης. Όμως το 1235, περισσότερο από μια δεκαετία ύστερα από την ανακατάληψη τής Θεσσαλονίκης από τούς Έλληνες και κατά τη διάρκεια τής με πολλές αντιστροφές εξουσίας τού Μανουήλ Δούκα, η Σαχλίκινα ξαφνικά ξανάνοιξε την υπόθεση, κατηγορώντας ότι η δικαιοσύνη είχε λειτουργήσει λανθασμένα κατά την περίοδο τής Λατινικής κυριαρχίας, όταν η Μαργαρίτα ήταν αντιβασιλέας τού γιου της Δημήτριου. Όταν ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος τής πόλης και ο κυβερνήτης (δούκας) αρνήθηκαν να αναθεωρήσουν την απόφαση τού 1213, η επίμονη Σαχλίκινα εξασφάλισε απόφαση προς όφελός της από το ανώτατο δικαστήριο τού βασιλιά Θεσσαλονίκης Μανουήλ Δούκα, κυρίως με το σκεπτικό ότι η εναντίον της απόφαση είχε εκδοθεί «ἐπί τῆς τῶν Λατίνων ἐφημερίας». Αλλά η αγανακτισμένη Ωραία κατόρθωσε να φέρει και πάλι τη διαφορά ενώπιον τού αρχιεπισκοπικού δικαστηρίου, αφού ο ίδιος ο Μανουήλ ακύρωσε την πρόσφατη απόφαση υπέρ τής Σαχλίκινας. Τώρα υπογραμμιζόταν ότι η απόφαση τού 1213 αποτελούσε στην πραγματικότητα ετυμηγορία ελληνικού δικαστηρίου. Το αξίωμα τού κυβερνήτη (δουκική ἀρχή) τής Θεσσαλονίκης κατείχε τότε ο εκλιπών κύριος Γεώργιος Φραγκόπουλος, μέλος διακεκριμένης τοπικής οικογένειας, ο οποίος είχε εξετάσει την υπόθεση με (αξιολογητές) τον επίσκοπο Κίτρους, ο οποίος ζούσε ακόμη το 1235, τον αποθανόντα αδελφό του επίσκοπο Βεροίας, τον επίσκοπο Ιερισσού και ορισμένους άλλους επισκόπους (που είχαν πια πεθάνει όλοι το 1235), όπως ο Στρυμβάκων τής Κασσανδρείας, ο επίσκοπος τής Καμπανίας και ο Φιλάγριος τού Αρδαμερίου, που όλοι ήσαν Έλληνες. Ο κυβερνήτης και οι εκκλησιαστικοί αξιολογητές είχαν εξετάσει την υπόθεση στη μεγάλη εκκλησία τής Παναγίας (στην Αχειροποίητο;) στη Θεσσαλονίκη. Είχαν εκδώσει την απόφασή τους ύστερα από τη δέουσα διαβούλευση και σε πλήρη συμφωνία με τον νόμο. Κανείς δεν είχε αδικηθεί και η Σαχλίκινα δεν εκφοβίστηκε. Όσο για τον τότε Λατίνο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τον Γαρινό [τον Φλαμανδό Warin], κατά τού οποίου η Σαχλίκινα είχε απευθύνει την κατηγορία ότι τής είχε πάρει χρήματα (εκατό βυζαντινά υπέρπυρα) και την είχε τρομοκρατήσει ώστε να αποδεχτεί τη σε βάρος της δικαστική απόφαση χωρίς άλλη καθυστέρηση, δηλωνόταν επισήμως τώρα πια (το 1235) ότι ο Γαρινός είχε ενεργήσει χωρίς βία και σύμφωνα με το εκκλησιαστικό έθιμο των Λατίνων. Δηλαδή είχε πάρει από την περιουσία τού Λογαρά όχι εκατό υπέρπυρα (Θεός φυλάξοι!), αλλά δέκα για τον ίδιο και άλλα δύο για τον υπάλληλο που τον εξυπηρετούσε (τῷ δε ἐξυπηρετουμένῳ αὐτῷ ἕτερα δύο). Είναι σημαντικό εξάλλου να έχουμε κατά νου, ότι όταν εκδικάστηκε η υπόθεση Σαχλίκινας εναντίον Ωραίας τόσο ο διοικητής τής Θεσσαλονίκης όσο και οι δικαστικοί αξιολογητές του ήσαν όλοι Έλληνες.14 Για εμάς έχει ενδιαφέρον και το γεγονός ότι το 1213 στις μισές από τις έντεκα επισκοπές που αποτελούσαν την αρχιεπισκοπή Θεσσαλονίκης ο επίσκοπος ήταν Έλληνας. Αυτό μπορεί να αντανακλά την επιρροή τής βασίλισσας μητέρας Μαργαρίτας και να παρέχει στοιχεία τής προσπάθειάς της να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Ελλήνων για λογαριασμό τού γιου της Δημήτριου, τα δικαιώματα τού οποίου ήθελαν να αφαιρέσουν οι Λομβαρδοί βαρώνοι.
Οι Σαμπλίτ και Βιλλεαρδουΐνος είχαν ιδρύσει ηγεμονία στην Πελοπόννησο, που επρόκειτο να επιβιώσει μέχρι τον 15ο αιώνα. Όμως η χερσόνησος δεν είχε ακόμη υποταχθεί πλήρως. Πολλοί σημαντικοί τόποι βρίσκονταν ακόμη σε ελληνικά ή άλλα χέρια. Μετά την αναχώρηση τού Σαμπλίτ από τη χώρα το 1208, για να διεκδικήσει στη Βουργουνδία κληρονομιά, την οποία δεν έζησε για να απολαύσει, ο Βιλλεαρδουΐνος συνέχισε την προσπάθεια να οργανώσει νέα Γαλλία στον Μοριά και να στηρίξει τη διαίρεσή της σε φέουδα διοικούμενα από τούς Λατίνους κατακτητές. Είχε ήδη διοριστεί επιτροπή, η οποία περιλάμβανε Έλληνες, για να προχωρήσει σε αυτή τη διαίρεση και τα αποτελέσματα των εργασιών της ενσωματώθηκαν σε φεουδαρχικό μητρώο, το οποίο στην ελληνική εκδοχή τού Χρονικού τού Μορέως περιγράφεται ως «το βιβλίον, όπου ἦτο η μερισία εγγράφως … τοῦ καθενός». Υπό τον Βιλλεαρδουΐνο λοιπόν η εκχώρηση φέουδων και οι υποχρεώσεις που τη συνόδευαν επανεξετάζονταν τώρα σύμφωνα με το μητρώο, πριν τη συγκέντρωση των βαρώνων σε μεγάλη συνέλευση στην Ανδραβίδα τής Ηλείας, την πρωτεύουσα τού πριγκηπάτου.15
Έτσι δώδεκα περίπου μεγάλες βαρωνίες άρχισαν σταδιακά να υφίστανται, ενώ εκείνοι που έλαβαν τούς αντίστοιχους τίτλους συγκρότησαν μαζί με τούς πολλούς υποτελείς τους ευγενείς την Υψηλή Κούρτη τής Αχαΐας. Οι βαρωνίες αυτές γενικά ονομάζονταν με το όνομα τού κάστρου τους. Για καθεμιά από αυτές είχε προσδιοριστεί και το ύψος των φορολογικών τελών που έπρεπε να καταβάλλει στον επικυρίαρχο φεουδάρχη (στον πρίγκηπα τής Αχαΐας) σε μονάδες «φόρου ανά ιππότη». Oι βαρωνίες λοιπόν ήσαν οι εξής (σε παρένθεση τα φορολογικά τέλη): Η Άκοβα ή «Mατάγριφον» στην Αρκαδία, κοντά στην σύγχρονη πόλη τής Δημητσάνας (τέλη 24 ιπποτών). Η Καρύταινα, στην περιοχή γνωστή τότε ως Σκόρτα, στην κοιλάδα τού Αλφειού (τέλη 22 ιπποτών). Η Πάτρα, που προφανώς είχε αξία τελών 24 ιπποτών και από το 1276 περίπου διοικούνταν από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπό της. Ο Πασσαβάς ή Passavant, στον κόλπο τής Λακωνίας, στη βάση τής χερσονήσου τής Μάινας (Μάνης) (4). Η Βόστιτζα, το κλασσικό Aίγιο στον Κορινθιακό κόλπο (8). Τα Καλάβρυτα (12) και η Χαλανδρίτσα (4 και αργότερα 8), στα νότια τής Βόστιτζας και τής Πάτρας αντίστοιχα. Η Βελιγοστή στον ιστορικό σιτοβολώνα τής Μεγαλόπολης. Το Νικλί (6), κοντά στην Τεγέα και τον άλλοτε περίφημο ναό τής Αλέας Αθηνάς. Το Γεράκι (6), σε δυτική πλαγιά τού Πάρνωνα, πάνω από τον λακωνικό κάμπο. Η Γρίτζενα (4), η οποία έχει μικρή φραγκική ιστορία, κοντά στην πιο σημαντική Καλαμάτα. Το φέουδο Καλαμάτας των Βιλλεαρδουΐνων στον Μεσσηνιακό κόλπο και τέλος (μετά το 1260) η Αρκαδία, όπως ονομαζόταν τότε η Κυπαρισσία, στον ομώνυμο κόλπο που ενώνεται με το Ιόνιο Πέλαγος.
Μεταφερόμενοι για λίγο στο μέλλον μπορούμε να επισημάνουμε ότι οι πρώτες οικογένειες τής κατάκτησης δεν επιβιώσαν για πολύ, αφού οι βαρώνοι πολεμούσαν πολύ και ο καλοκαιρινός ήλιος στον Μοριά ήταν πολύ δυνατός για να επιτρέπει μάχες. Όταν πέθανε το 1278 ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος, ο δεύτερος γιος τού Γοδεφρείδου, μόνο οι βόρειες βαρωνίες τής Χαλανδρίτσας και (πιθανώς) τής Βόστιτζας παρέμεναν ακόμη στην κατοχή των οικογενειών που τις είχαν ιδρύσει,16 ενώ εκείνη επίσης την εποχή οι βαρωνίες τού Πασσαβά, τού Γερακιού και των Καλαβρύτων είχαν ήδη ανακαταληφθεί από τούς Έλληνες, που είχαν τώρα εδραιωθεί στον Μυστρά. Αργότερα, όταν κωδικοποιήθηκαν με την παρούσα μορφή τους (πιθανώς μεταξύ των ετών 1333 και 1346), οι ονομαζόμενες «Ασσίζες Ρωμανίας», δηλαδή ο νομικός κώδικας που ίσχυε στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και ρύθμιζε τις φεουδαρχικές σχέσεις, τότε οι δώδεκα ομότιμοι τού πρίγκηπα τής Αχαΐας λέγεται ότι ήσαν ο δούκας τής Αθήνας, ο άρχοντας τής Νάξου, οι τριάρχες τού Nεγκροπόντε, ο άρχοντας τής Βουδονίτσας, ο κόμης τής Κεφαλονιάς, οι άρχοντες τής Καρύταινας, τής Πάτρας, τού Ματαγρίφου και των Καλαβρύτων, καθώς και ο στρατιωτικός διοικητής τού πριγκηπάτου, «για το διάστημα που είναι στον στρατό και έχει εξουσία επί των στρατιωτών».17 Εκείνοι στους οποίους είχαν πέσει οι δώδεκα μεγάλες βαρωνίες τής κατάκτησης, καθώς και κάποιοι άλλοι «βαρώνοι τής γης», που κατείχαν υψηλές αρμοδιότητες δικαιοσύνης (iurisdition de sangue) ή επισκοπική έδρα στο έδαφός τους, ήσαν οι μόνοι που μπορούσαν να χτίζουν κάστρα στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας χωρίς τη ρητή άδεια τού πρίγκηπά της.18
Μεγάλα κάστρα ξεφύτρωναν σε κάθε σημαντική βαρωνία,19 ενώ κάθε φεουδάρχης που διατηρούσε τμήμα τού κατακτημένου εδάφους απαιτούσε στρατιωτική θητεία. Συχνά η υπηρεσία αυτού τού είδους υπερέβαινε κατά πολύ τις συνήθεις «σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες» ετησίως τής αγγλο-νορμανδικής και τής γαλλικής φεουδαρχίας. Αν και τα οφέλη ήσαν μεγάλα σε αυτή τη γη, που δεν ήταν «γη τής επαγγελίας», οι κίνδυνοι δεν ήσαν λιγότερο μεγάλοι. Ζητιόταν από τούς υποτελείς να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία τεσσάρων μηνών, τεσσάρων ακόμη μηνών στη φροντίδα και φρούρηση των κάστρων, ενώ μπορούσαν να περνούν τούς υπόλοιπους τέσσερις μήνες στο σπίτι τους, αν και οι άρχοντες τού φέουδου μπορούσαν να τούς καλούν κατά βούληση για την άσκηση καθηκόντων σε γη, που συνήθως δεν γνώριζε ειρήνη.20 Στην ηλικία των εξήντα, σε ηλικία δηλαδή στην οποία έφταναν λίγοι από τούς ιππότες και βαρώνους τής γενιάς που ακολούθησε την κατάκτηση, ο υποτελής απαλλασσόταν από την προσωπική υπηρεσία, αλλά έπρεπε να στείλει τον γιο του για να υπηρετήσει στη θέση του ή, αν δεν είχε γιο, κάποιον κατάλληλο αναπληρωτή.21 Όπως συνηθιζόταν στα λατινικά κράτη τής ελληνικής επικράτειας, κανένας βαρώνος δεν μπορούσε να παραχωρήσει φεουδαρχική γη σε εκκλησιαστικούς, ελεύθερους αστούς ή Έλληνες δουλοπάροικους (που δεν έφεραν όπλα), χωρίς τη ρητή άδεια τού πρίγκηπα τής Αχαΐας.22
Εκτός από την Υψηλή Κούρτη, την οποία συγκροτούσαν οι άρχοντες και επίσκοποι τού πριγκηπάτου, ο πρίγκηπας τής Αχαΐας λέγεται ότι διέθετε και Κάτω Κούρτη (la Court de la Borgesie), η οποία υποτίθεται ότι συνεδρίαζε υπό την προεδρία υποκόμη23 και εξέταζε μη φεουδαρχικές υποθέσεις, που αφορούσαν τη γη ελευθέρων πολιτών, την κατοχή αμπελώνων, τον χρόνο κατοχής σπιτιών και χώρων στις πόλεις, επίμαχες εμπορικές πράξεις που δεν είχαν διακανονιστεί εξωδικαστικά από τον εμπορικό νόμο και ούτω καθεξής. Σαράντα σχεδόν άρθρα στις Ασσίζες τής Ρωμανίας μάς δείχνουν την κακή κατάσταση των δουλοπάροικων στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, ενώ και οι δουλοπάροικοι στην ηπειρωτική Ελλάδα βρίσκονταν αναμφίβολα στην ίδια κατάσταση με εκείνη των άτυχων αντιστοίχων τους στην Αχαΐα. Στις Ασσίζες αναφέρεται ρητά ότι «όταν ένα δουλοπάροικος έχει αδικηθεί από τον κύριό του, ανεξάρτητα από το πόσο αδικήθηκε, δεν μπορεί να υποβάλει καταγγελία εναντίον του στον ανώτερο άρχοντα, ούτε να προσφύγει σε αυτόν για τη ζημιά που τού προκάλεσε ο κύριός του».24 Ο αρσενικός δουλοπάροικος μπορούσε να απελευθερωθεί από τα δεσμά του μόνο από τον ίδιο τον πρίγκηπα (άρθρο 25 στις Ασσίζες).25 Ο θηλυκός δουλοπάροικος αποκτούσε μόνιμη ελευθερία μέσω γάμου με ελεύθερο άνθρωπο (cum homo liberto, άρθρο 125), αλλά κατά τα άλλα ο δουλοπάροικος μπορούσε να δοθεί αλλού, να ανταλλαχθεί ή να διεκδικηθεί νομικά όπως κάθε άλλη ιδιοκτησία τού φέουδου (άρθρα 25, 107, 203, 211). Αν συνέβαινε φεουδάρχης (lo homo legio) να σκοτώσει δουλοπάροικο από ατύχημα, υποχρεωνόταν να αντικαταστήσει τον νεκρό δουλοπάροικο με άλλον εξίσου καλό (άρθ. 151). «Και ένας δουλοπάροικος δεν μπορεί να παντρέψει την κόρη του ή να διαπραγματευτεί τον γάμο ο ίδιος χωρίς την άδεια τού κυρίου του» (άρθρο 174). Μια θηλυκιά υποτελής που παντρευόταν δουλοπάροικο έχανε την ελευθερία της και την παραγωγή τού φέουδού της για όσο διάστημα ζούσε σε αυτόν τον ανάρμοστο γάμο, ενώ οι γιοι της από τον δουλοπάροικο ήσαν δουλοπάροικοι και δεν μπορούσαν να τη διαδεχθούν στο φέουδό της, αν και το φέουδο επανερχόταν σε αυτήν εφόσον ο σύζυγός της πέθαινε πρώτος, οπότε εκείνη επαναποκτούσε την προγενέστερη ιδιότητά της (άρθρα 78, 180). Αν ένας δουλοπάροικος πέθαινε χωρίς κληρονόμους, τότε ο κύριός του ήταν ο κληρονόμος του (άρθρο 185), αν και ο κύριος δεν χρειαζόταν να περιμένει τον θάνατο τού δουλοπάροικου για να τού πάρει την προσωπική του περιουσία (li beni mobelli), εφόσον άφηνε στο φτωχό πλάσμα τόσα, ώστε να μπορεί να ζει (άρθρο 197). Παρά το γεγονός ότι ένας δουλοπάροικος μπορούσε να δώσει μαρτυρική κατάθεση σχετική με αμπέλι, κομμάτι γης ή άλλον δουλοπάροικο, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό για φέουδο (άρθρο 175), ενώ «Έλληνας δουλοπάροικος δεν μπορεί να είναι μάρτυρας εναντίον άρχοντα σε ποινική υπόθεση που αφορά ζωή ή σωματική ακεραιότητα» (άρθρο 198).26 Όλοι οι δουλοπάροικοι ήσαν Έλληνες. Αναμφίβολα η ζωή τους ήταν άθλια, ίσως χειρότερη από εκείνη που ζούσαν κάτω από τούς δικούς τους άρχοντες. Όμως σε μεγάλο βαθμό τούς αφέθηκε η άμεση κατοχή των εδαφών και των σπιτιών τους.27
Η κατάκτηση τού Μορέως αποτέλεσε πραγματικά αργή διαδικασία. Λίγοι Έλληνες διέφυγαν και λίγοι σκοτώθηκαν. Οι Λατίνοι κατακτητές, που μπορούσαν να κατανοήσουν την κοινωνία μόνο βασισμένη στη φεουδαρχία, παραλάμβαναν και χορηγούσαν φέουδα [τὰ φίε], τα οποία τελικά περιγράφηκαν ως «πρόνοιαι», όπως στο ελληνικό Χρονικό τού Μορέως. Όμως μετά την κατάκτηση οι Έλληνες άρχοντες συνέχισαν να κατέχουν μεγάλο μέρος τής γης τους ως μη φεουδαρχική, πατρογονική περιουσία, αν και με την πάροδο τού χρόνου, διάφοροι εξέχοντες φιλο-Λατίνοι άρχοντες χρίστηκαν ιππότες, παρέλαβαν φέουδα που απαιτούσαν στρατιωτική θητεία και εισήλθαν έτσι στο φεουδαρχικό πλέγμα. Στη βυζαντινή κοινωνία πριν από τη λατινική κατάκτηση δεν υπήρχε ούτε φεουδαρχία, ούτε φόρος τιμής, ούτε φόρος υποτέλειας και υπάρχουν ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία ότι υπήρχαν «πρόνοιαι» στον Μοριά πριν την έλευση των σταυροφόρων τής 4ης Σταυροφορίας. Όταν ο συγγραφέας τού ελληνικού Χρονικού χρησιμοποιεί τη λέξη «πρόνοια», ενδεχομένως εννοεί «φέουδο», αλλά η γλώσσα του έχει ως επί το πλείστον ποιητική ασάφεια. Η σπανιότητα εγγράφων καθιστά πολύ δύσκολη την επιβεβαίωση τού βαθμού εξάπλωσης τής «πρόνοιας» στη Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των ετών πριν από το 1204, γιατί δεν υπάρχει σχεδόν καμία απόδειξη για την ύπαρξη «προνοιών» στην Ήπειρο ή στην περιοχή γύρω από τη Σμύρνη, στην Κύπρο, στα ενετικά εδάφη τής Ρωμανίας (συμπεριλαμβανομένης τής Κρήτης) ή στο νησί τής Χίου.28 Με τον καιρό βέβαια η θέση των τοπικών Ελλήνων αρχόντων άρχισε να μοιάζει με εκείνη των Λατίνων αρχόντων τού Μοριά.
Είναι αδύνατο να πούμε σε ποιον βαθμό οι κοινότητες ελεύθερων χωριών τού παρελθόντος, καθώς και ορισμένοι απομονωμένοι οικισμοί ελεύθερων αγροτών εδώ κι εκεί, είχαν επιβιώσει τής Λατινικής κατάκτησης στον Μοριά, τη Βοιωτία και την Αττική. Κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους, από το δεύτερο τέταρτο τού 11ου αιώνα, οι ελεύθεροι αγρότες είχαν μειωθεί σημαντικά σε αριθμό. Λίγοι από αυτούς θα είχαν απομείνει κατά την εποχή τής Λατινικής εγκατάστασης στην Ελλάδα. Όμως υπήρχαν κάποιοι και φαίνεται ότι περιλαμβάνονται σε κάποιες γενικές αναφορές σε «ελεύθερους ανθρώπους» στις Ασσίζες τής Ρωμανίας (άρθρα 23, 149, 152).29 Τώρα όμως οι θητείες των αγροτών, ανεξαρτήτως βαθμού ελευθερίας ή ανελευθερίας, καθορίζονταν συνήθως από λατινικό έθιμο, από αλλοδαπό και ακατανόητο δίκαιο, που πρέπει να είχε αυξήσει πολύ τα βάσανα εκείνων που ζούσαν σε άγονο έδαφος.30
Το έτος 1208 πλησίαζε μάλλον προς το τέλος του, όταν ο Γκυγιώμ τού Σαμπλίτ πληροφορήθηκε τον θάνατο τού μεγαλύτερου αδελφού του, τού Λουδοβίκου, στη Βουργουνδία. Ο Λουδοβίκος είχε αφήσει κληρονομιά, την οποία ο Γκυγιώμ έσπευσε να διεκδικήσει, λίγο πριν πεθάνει κι αυτός στις αρχές τού 1209. Ο Γκυγιώμ είχε εμπιστευθεί τα εδάφη του στον Μοριά σε έναν ανηψιό, ο οποίος επίσης πέθανε πολύ σύντομα κι έτσι από τις αρχές Μαΐου τού 1209, όταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος εμφανίστηκε στη συνέλευση των Ραβεννίκων, πήγε ως κυβερνήτης τού Μορέως. Στα Ραβέννικα ο αυτοκράτορας Ερρίκος έκανε τον Γοδεφρείδο αρχιοικονόμο (seneschal) τής Ρωμανίας, όπως ονομαζόταν η Λατινική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης. Θα περνούσε όμως κάποιος καιρός μέχρι να μπορέσει ο Γοδεφρείδος, ως διάδοχος τού Γκυγιώμ, να αναλάβει τον τίτλο τού πρίγκηπα τής Αχαΐας. Στη συνθήκη κατάτμησης τού 1204 η Ενετική Δημοκρατία είχε πάρει τα μεγαλύτερο μέρος τού Μοριά, εκτός από την Κορινθία και την Αργολίδα. Αλλά εδώ, όπως σχεδόν παντού, με τόσα πολλά «σίδερα στη φωτιά», η δημοκρατία τού Αγίου Μάρκου καθυστερούσε να αναλάβει αυτά που τής είχαν δοθεί. Παρ’ όλ’ αυτά η Δημοκρατία κατέλαβε και ήδη οχύρωνε την Μεθώνη και την Κορώνη στις δύο πλευρές τού μεσσηνιακού ακρωτηρίου. Οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και Βιλλεαρδουΐνου είχαν αναμφίβολα συζητηθεί και κατά πάσα πιθανότητα διευθετηθεί στα Ραβέννικα τον Μάιο κι έτσι στο τέλος Ιουνίου (του 1209) οι δύο πλευρές μπορούσαν γρήγορα να καταλήξουν σε συνθήκη. Οι διαπραγματεύσεις γι’ αυτή τη συνθήκη έγιναν στο νησί Σαπιέντζα, έξω από το λιμάνι τής Μεθώνης.
Ο ίδιος ο Γοδεφρείδος αναγνώριζε ότι ήταν υποτελής τής Δημοκρατίας για όλες εκείνες τις εκτάσεις, τώρα δικές του, που είχαν δοθεί στη Βενετία με τη συνθήκη κατάτμησης, δηλαδή από τα νοτιοδυτικά τού Μορέως, εκεί όπου σταματούσε η ενετική κατοχή και «σε όλη τη διαδρομή μέχρι την Κόρινθο» (usque Corinthum). Θα κρατούσε και την πόλη αυτή ως υποτελής τής Βενετίας, όταν θα μπορούσε να πάρει το φρούριο τής Ακροκορίνθου από τούς Έλληνες τής Ηπείρου, οι οποίοι είχαν διαδεχθεί τον Σγουρό. Οι Ενετοί, εκτός από τη συνήθη ελευθερία «στα πρόσωπα και τα αγαθά τους», εξασφάλιζαν με τη συνθήκη ολική απαλλαγή από εμπορικούς δασμούς, καθώς και «εκκλησία, αγορά, και δικαστήριο, σε οποιαδήποτε από τις πόλεις μου επιθυμούν».31 Από την άλλη πλευρά ο Βιλλεαρδουΐνος και οι κληρονόμοι και διάδοχοί του έπαιρναν ενετική ιθαγένεια και δικό τους σπίτι στη Βενετία, ενώ θα προσκόμιζαν κάθε χρόνο στη Δημοκρατία τρία διπλόφαρδα χρυσοποίκιλτα μεταξωτά υφάσματα για ενδύματα, ένα για τον δόγη και δύο για τη βασιλική τού Αγίου Μάρκου. H Δημοκρατία προφανώς βοηθούσε τον Βιλλεαρδουΐνο να αποκτήσει προσωπικά τον νέο τίτλο και τα εδάφη τού Σαμπλίτ, έχοντας πειστεί ότι με τον τρόπο αυτόν θα προστατεύονταν τα εμπορικά της συμφέροντα στον Μοριά.
Ο Βιλλεαρδουΐνος μπορούσε έτσι να γίνει μοναδικός κυρίαρχος τού Μορέως αν απέφευγε επιτυχώς κάποιον Ροβέρτο, τον Μωραΐτη κληρονόμο τού Γκυγιώμ που είχε γυρίσει στην πατρίδα του, αν φυσικά υπάρχει κάποια αλήθεια στην περίπλοκη ιστορία που περιγράφεται στο Χρονικό τού Μορέως, όπου ο Βιλλεαρδουΐνος έδωσε στον διεκδικητή τού φέουδου προθεσμία ενός έτους και μιας ημέρας για να αναλάβει την κληρονομιά του. Ο Ροβέρτος εμποδίστηκε να φθάσει στον Βιλλεαρδουΐνο, ο οποίος προσπάθησε να τον κρατήσει σε απόσταση κατά τη διάρκεια τού προκαθορισμένου χρόνου με σειρά γεγονότων, λίγα από τα οποία ήσαν τυχαία και τα οποία διαβάζονται ως μυθιστόρημα, αλλά περιγράφονται ως ιστορία από τούς Μωραΐτες χρονικογράφους.32 Ό,τι κι αν έγινε, επιστολές που συντάχθηκαν στην παπική αυλή στις 22 Μαρτίου 1210 και μεταγενέστερα δίνουν στον Βιλλεαρδουΐνο τον σεβάσμιο τίτλο «πρίγκηπας τής Αχαΐας».33
Η συνθήκη κατάτμησης τού 1204 είχε αρχικά δώσει στη Βενετία όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος τού Μοριά, αλλά μεταξύ άλλων εδαφών και τα οχυρά των Ωρεών και τής Καρύστου στην Εύβοια (Νεγκροπόντε), καθώς και την Ήπειρο, την Ακαρνανία και την Αιτωλία.34 Ήδη πριν από τη συνθήκη με τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο, η οποία εγκαθίδρυε μόνιμη αρμονία μεταξύ Βενετίας και Βιλλεαρδουΐνων, οι Ενετοί είχαν κατορθώσει να καταλήξουν σε παρόμοια συμφωνία τον Μάρτιο τού 1209 με τον Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι, τον διάδοχο τού αποθανόντος Ζακ ντ’ Αβέν και μοναδικό πια άρχοντα τού Νεγκροπόντε (Χαλκίδας) μέχρι τον θάνατό του το 1216,35 καθώς και τον Ιούνιο τού 1210 με τον Mιχαήλ Δούκα τής Ηπείρου, ο οποίος κατείχε επίσης και την Ακαρνανία και την Αιτωλία. Ο Mιχαήλ Δούκας είχε εντυπωσιαστεί πολύ από τη στρατιωτική ισχύ και την πολιτική οξυδέρκεια που είχε επιδείξει ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος τής Φλάνδρας στον πόλεμο με τούς Λομβαρδούς βαρώνους (το 1208-1209). Για να αποφύγει επίθεση από τον στρατό τού Ερρίκου, στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1209 ο Mιχαήλ είχε αναγνωρίσει τον εαυτό του ως υποτελή τού Ερρίκου ή τουλάχιστον ως σύμμαχό του, ενώ πρότεινε τον γάμο τής μεγαλύτερης κόρης του με τον Ευστάθιο (Εστάς), τον αδελφό τού Ερρίκου. Ο γάμος έγινε. Ο Mιχαήλ είχε άλλες δύο κόρες και κατά πάσα πιθανότητα λίγο ανησυχούσε για εκείνη που πήγε να ζήσει ανάμεσα στους Λατίνους. Είχε υποσχεθεί ως προίκα στους Ερρίκο και Eυστάθιο το ένα τρίτο των εδαφών του, «la tierce partie de toute ma tierre» όπως περιγράφει τη συμφωνία ο Ανρί ντε Βαλανσιέν, αλλά μπορούσε γενναιόδωρα και χαρούμενα να δίνει υπόσχεση, που ήξερε ότι δεν θα τηρούσε.36 Όμως αυτή η σχέση μεταξύ τού ηγεμόνα τής Ηπείρου και τού Λατίνου αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης ανησυχούσε τούς Ενετούς και ήταν πραγματικά αντίθετη με τούς όρους τής συνθήκης κατάτμησης, που είχαν προσδιορίσει προσεκτικά την αυτοκρατορική επικράτεια. Ο Μιχαήλ τώρα απαντούσε με όχι μικρότερη σβελτάδα στα ανοίγματα τού δόγη Πιέτρο Ζιάνι και αθετώντας τη δέσμευσή του προς τον Ερρίκο υπάκουσε στους Ενετούς μέσω περίπλοκης συνθήκης, που τον συνέδεε με την Δημοκρατία ως υποτελή για τα εδάφη του.37 Το μελάνι στο κείμενο τής συνθήκης δεν είχε ακόμη στεγνώσει, όταν επιτέθηκε στο λατινικό βασίλειο τής Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι τού 1210. Έχοντας Λατίνους μισθοφόρους στον στρατό του, ο Mιχαήλ λεηλάτησε εκτεταμένα, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας τον κοντόσταυλο Αμεδαίο Ποφέι, καθώς και αριθμό ιπποτών και κληρικών.38 Όταν ο αυτοκράτορας Ερρίκος κινήθηκε και πάλι προς τα δυτικά σε εκστρατεία (1210-1211) κατά τού Μιχαήλ και τού Βούλγαρου συμμάχου του, τού Ντομπρομίρ Στρεζ, άρχοντα τού απόκρημνου Πρόσεκ στην κοιλάδα τού κεντρικού Βαρδάρη (Αξιού), τότε ο Μιχαήλ έστρεψε την προσοχή του προς τον νότο, όπου προφανώς κατέλαβε τα Σάλωνα (Άμφισσα), των οποίων ο άρχοντας Θωμάς Α’ ντ’ Οτρεμενκούρ σκοτώθηκε κατά την επίθεση. Την άνοιξη τού 1212 ο Mιχαήλ λεηλάτησε τη Θεσσαλία μέχρι τις ακτές τού Αιγαίου και στα επόμενα δύο χρόνια άρπαξε τόσο το Δυρράχιο όσο και το νησί τής Κέρκυρας από τη Βενετία,39 τής οποίας η επικυριαρχία επί τής επικράτειάς του απέμεινε απλώς ένα ακόμη έγγραφο στα πλούσια αρχεία τής Δημοκρατίας.
Με τη συμφωνία που διαπραγματεύτηκαν οι Ενετοί με τον Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι αναγνωριζόταν η επικυριαρχία τους επί τού Νεγκροπόντε,40 αλλά θα περνούσε αρκετός καιρός μέχρι να αποκτήσει η Δημοκρατία κυριαρχία σε ολόκληρο το νησί τής Εύβοιας.41 Η μεγάλη σινιορία τού Ζακ ντ’ Αβέν είχε χωριστεί από τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό τον Αύγουστο τού 1205 σε τρία μεγάλα φέουδα που θα τα κατείχαν «τριάρχες» (terzieri, tierciers) και είχαν δοθεί στον Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι και δύο άλλους κυρίους από τη Βερόνα, εκ των οποίων ο ένας πέθανε και ο άλλος γύρισε στην πατρίδα του. Ύστερα από τον θάνατο τού Ραβάνο (το 1216) ο Ενετός τοπάρχης (βαΐλος) στο Nεγκροπόντε επόπτευσε τής διανομής αυτών των φέουδων μεταξύ έξι κληρονόμων42 και στις δεκαετίες που ακολούθησαν η ενετική επιρροή αναπτύχθηκε φυσικά και παρέμεινε κυρίαρχη στο νησί μέχρι την πτώση του στους Τούρκους το κατακαλόκαιρο τού 1470, αν και οι Ενετοί το υπερασπίστηκαν γενναία αλλά μάταια. Από την άποψη αυτή η συμφωνία των Ενετών με τον Ραβάνο, ο οποίος δεν είχε γιους και πολλούς άλλους συγγενείς ώστε να ιδρύσει δυναστεία, ήταν διαφορετική από εκείνη που είχαν κάνει με τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο, όπου η ενετική κυριαρχία ποτέ δεν διείσδυσε βαθιά στο εσωτερικό τού Μορέως. Ενώ και οι δύο αυτές συμφωνίες βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με την αποτυχημένη προσπάθεια να οδηγηθεί ο Μιχαήλ Δούκας σε συμμαχία με τη δημοκρατία τού Αγίου Μάρκου, οι πολυτάραχες σταδιοδρομίες των ηγεμόνων τής Ηπείρου επρόκειτο να δείξουν ότι εκείνοι δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον σύμμαχό τους, ακόμη κι όταν τον έβλεπαν.
Το 1210 οι νέες προσπάθειες τού Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουΐνου πέτυχαν την παράδοση τής Κορίνθου, που βρισκόταν υπό πολιορκία επί πέντε χρόνια. Ο Γοδεφρείδος πήρε την πόλη από τον Θεόδωρο Δούκα, αδελφό τού Μιχαήλ. Ο Όθων ντε λα Ρος τού είχε προσφέρει αποτελεσματική βοήθεια. Λέγεται ότι πολλοί Κορίνθιοι μετά την πτώση τής πόλης τους αναζήτησαν καταφύγιο στο βραχώδες οχυρό τής Μονεμβασίας, η εκκλησία τής οποίας εξαρτιόταν για αιώνες από την επισκοπή τής Κορίνθου, αλλά η οποία από τώρα μετατρεπόταν σε πόλη με συνεχώς αυξανόμενη σημασία ως κέντρο Ελληνισμού στον Μοριά.43 Όμως η Κόρινθος παρέμενε τόπος με κάποια σημασία. Το εμπόριό της, που βρισκόταν κυρίως σε λατινικά χέρια, ήταν αρκετό ώστε να μπορεί ο Βιλλεαρδουΐνος να επιχορηγεί ετησίως τον Όθωνα ντε λα Ρος με το ποσό των τετρακοσίων υπερπύρων, που προερχόταν από κορινθιακούς δασμούς.44
Στους μήνες που ακολούθησαν καταλήφθηκε επίσης το Ναύπλιο, ενώ στις αρχές τού 1212 έπεσε στα χέρια τού Βιλλεαρδουΐνου και τού Όθωνα ντε λα Ρος και το φρούριο τού Άργους, όπου ο Θεόδωρος Δούκας είχε αποθηκεύσει τον θησαυρό τής εκκλησίας τής Κορίνθου, όταν είχε εγκαταλείψει την πόλη. Αρνήθηκαν όμως να επιστρέψουν στον νέο επίσκοπο Κορίνθου και στον κλήρο του αυτά που εκείνοι θεωρούσαν ως νόμιμα υπάρχοντά τους.45 Στις 25 Μαΐου 1212, ο πάπας Ιννοκέντιος έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Θηβών και στους επισκόπους Δαύλειας και Ζαρατορίας (Ζειτουνίου) να προσπαθήσουν για την απόδοση τού κορινθιακού θησαυρού στη λατινική εκκλησία τής Κορίνθου.46 Οι προύχοντες αυτοί πρέπει να ένιωσαν κάποια αμηχανία με το φορτίο που έβαζε πάνω τους η Αγιότητά του. Μια βδομάδα νωρίτερα, στις 18 Μαΐου, ο πάπας είχε γράψει στο ίδιο πνεύμα και στον Όθωνα ντε λα Ρος, πληροφορώντας τον ότι ακουγόταν ότι κρατούσε, «όχι χωρίς κίνδυνο για την ψυχή του», ορισμένα χωριά, ιδιοκτησίες, πρόσωπα, μοναστήρια, εκκλησίες και κάθε λογής άλλα αγαθά, που ανήκαν στην εκκλησία τής Κορίνθου (quedam casalia, possessiones, homines, abbatie, ecclesie, et omnia bona alia Corinthien Ecclesie). Η εξοχότητά του δεχόταν την προειδοποίηση να συμπεριφέρεται κατά τρόπο αρμόζοντα με την καλή τύχη που είχε κερδίσει, να λαμβάνει υπόψη του τον Άγιο Πέτρο και τον διάδοχό του, να επαναποδώσει στον σεβάσμιο αδελφό μας, τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου, την εν λόγω περιουσία και να υποχρεώσει και άλλους σε αντίστοιχες επανορθώσεις, να εποπτεύει και να υπερασπίζεται τον αρχιεπίσκοπο και την εκκλησία του, έτσι ώστε η εκκλησία να γνωρίσει την ειρήνη υπό την προστασία τής εξοχότητάς του και η εξοχότητά του να κερδίσει έπαινο.47 Αλλά o Όθων ντε λα Ρος ενδιαφερόταν περισσότερο για τα υλικά οφέλη που θα τού πρόσφερε ο πρίγκηπας τής Αχαΐας παρά για τις ευλογίες τού πάπα. Με το πέρας τής μωραΐτικης εκστρατείας τού 1212 ο Βιλλεαρδουΐνος παραχώρησε τα νεοαποκτηθέντα Ναύπλιο και Άργος ως φέουδα στον Όθωνα για την πιστή υποστήριξη που είχε προσφέρει στην κατάκτησή τους καθώς και στην κατάκτηση τού μεγάλου φρουρίου τής Ακροκορίνθου, ενώ ο Όθων ανέλαβε τη δέσμευση να αποδειχθεί εξίσου χρήσιμος όταν ο Βιλλεαρδουΐνος θα επιχειρούσε την κατάληψη τής Μονεμβασίας, τού τελευταίου ελληνικού οχυρού σε εκείνο που ο Γουίλιαμ Μίλερ, από την άποψη τής ύστερης λομβαρδικής ιστορίας, έχει ονομάσει «πελοποννησιακό τετράπλευρο».48
Ενώ λοιπόν οι Φράγκοι κατακτητές δυσκολεύονταν να καταλάβουν τούς εκκλησιαστικούς περιορισμούς και ήσαν αδιάλλακτοι, ο πάπας και ο Καθολικός κλήρος με τη σειρά τους επεξεργάζονταν πολύ μεγαλεπήβολα σχέδια. Ποτέ δεν θα υπήρχαν τόσο πολλοί δυτικοί έποικοι στην Ελλάδα, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε μέρος, ώστε να στελεχώνουν το στρατιωτικό σώμα που θα εξασφάλιζε στην Ελλάδα την υπακοή στους Λατίνους. Η πρώτη οργάνωση τής Λατινικής ιεραρχίας στον Μοριά αποτελούνταν από επτά επισκοπικές έδρες, με πρώτη εκείνη τού αρχιεπισκόπου Πατρών, στον οποίο υπάγονταν έξι επίσκοποι: ο επίσκοπος Ωλένης (κοντά στον σημερινό Πύργο), ο οποίος διέμενε στην πρωτεύουσα Ανδραβίδα, πράγμα που εξηγεί τον μεγάλο αριθμό παπικών επιστολών προς αυτόν κατά τη διάρκεια τού 13ου και 14ου αιώνα, καθώς και οι επίσκοποι Βελιγοστής, Αμυκλών (Νικλιού) και Λακεδαιμονίας και των ενετικών σταθμών Μεθώνης και Κορώνης. Υπό το νέο καθεστώς η Πάτρα έγινε αρχιεπισκοπική έδρα τού Μοριά. Πρώτος αρχιεπίσκοπος ήταν κάποιος Αντέλμος, που υπήρξε επικεφαλής τής Λατινικής Εκκλησίας για εικοσιεπτά περίπου χρόνια (1205-1232). Η ζωή του ήταν γεμάτη από τα συνήθη προβλήματα με τον κλήρο του και τούς απείθαρχους βαρώνους. Οι Ιωαννίτες (Hospitallers), Ναΐτες (Templars) και Τεύτονες Ιππότες πήραν επίσης κάποια εδάφη και έχτισαν μερικά φρούρια. Όμως με τον τρόπο αυτόν μέρος μόνο τού Μοριά τέθηκε υπό τον έλεγχο τής ρωμαϊκής εκκλησίας. Όταν έπεσε η Κόρινθος το 1210, η εκκλησία της οργανώθηκε αμέσως από τούς Λατίνους ως δεύτερη μητροπολιτική έδρα, στην οποία υπάγονταν επτά επισκοπές: οι νησιωτικές επισκοπές τής Κεφαλονιάς και τής Ζακύνθου, η επισκοπή Δαμαλά κοντά στην αρχαία Τροιζήνα, η επισκοπή Μονεμβασίας, την οποία οι Λατίνοι κατέλαβαν το 1248, καθώς και οι επισκοπές Άργους, Έλους Λακωνίας (Gilas στα έγγραφα) και Ζεμενού (Gimenes) κοντά στην Κόρινθο. Μεγάλο μέρος αυτής τής οργάνωσης υπήρχε φυσικά μόνο στα χαρτιά, γιατί όχι μόνο η Μονεμβασία, αλλά και ο Δαμαλάς, το Έλος και το Ζεμενό βρίσκονταν ακόμη σε ελληνικά χέρια. Ο χρόνος, η ανάγκη και η περαιτέρω γνώση των συνθηκών τού Μοριά οδήγησαν την παπική κούρτη στην εισαγωγή πολλών αλλαγών σε αυτή τη δομή.49
Έως τα μέσα τού 13ου αιώνα, την εποχή τού πρίγκηπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, η λατινική ιεραρχία τού Μοριά αποτελούνταν από τον αρχιεπίσκοπο Πατρών με τις υπαγόμενες σε αυτόν επισκοπές Ωλένης, Κορώνης, Μεθώνης και Κεφαλονιάς, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου και τις κορινθιακές επισκοπές Άργους, Λακεδαιμονίας και Μονεμβασίας.50 Έτσι ορισμένες επισκοπές, που ήσαν πολύ φτωχές για να στηρίξουν επίσκοπο ή που δεν είχαν τόσους Λατίνους κατοίκους, ώστε να χρειάζονται επισκοπή, καταργήθηκαν ή κατά περίπτωση συνδυάστηκαν με άλλη κοντινή επισκοπή, που ευημερούσε περισσότερο ή είχε μεγαλύτερο λατινικό πληθυσμό. Όσον αφορά την εκκλησία, η «novella plantatio Latinorum» τού Ιννοκεντίου Γ’ δεν μπορούσε να σκάψει τις ρίζες της αρκετά βαθιά, ώστε να παραγάγει δέντρο που θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στο εχθρικό κλίμα τού ελληνικού πολιτισμού.51
Αλλά ένα πολύ διακηρυγμένο αποτέλεσμα τής 4ης Σταυροφορίας, πολύ σημαντικό για την εποχή του, ήταν η απόκτηση από τούς κατακτητές τεράστιου αριθμού λειψάνων, που εμπλούτισαν με ευρήματα πολλές εκκλησίες και μοναστήρια στη Γαλλία και επέζησαν για αιώνες, έως ότου καταστράφηκαν από τούς Γάλλους επαναστάτες. Ένα από αυτά τα λείψανα θεωρούνταν ότι ήταν το σώμα τού Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη, φίλου τού Αποστόλου Παύλου και πρώτου επισκόπου Αθηνών, πολιούχου και τού αββαείου τού Αγίου Διονυσίου (Σαιν Ντενί) στο Παρίσι, τόπου ταφής των βασιλέων τής Γαλλίας. Από την εποχή τού Λουδοβίκου τού Ευσεβούς, στο πρώτο μισό τού 9ου μ.Χ. Αιώνα, οι μοναχοί τού αββαείου τού Σαιν Ντενί υποστήριζαν ότι κατείχαν το λείψανο τού Αγίου προστάτη τους. Για τέσσερις περίπου αιώνες σκεπτικιστές και επικριτές τού αββαείου είχαν αμφισβητήσει τη γνησιότητα τού βασικού του λειψάνου, που διατηρούνταν σε μεγάλη ασημένια λάρνακα. Τώρα ο παπικός απεσταλμένος στην Ελλάδα, ο Πέτρος Καπουάνο, ανακάλυπτε αυτό που θεωρούνταν ότι ήταν το σώμα τού Αρεοπαγίτη. Ο Πέτρος μετέφερε το λείψανο στη Ρώμη και ο Ιννοκέντιος Γ’ αποφάσισε να το προσφέρει στον ηγούμενο τού Σαιν Ντενί, τού οποίου ορισμένοι εκπρόσωποι, έχοντας συμμετάσχει στη σύνοδο τού Λατερανού πριν μερικούς μήνες, βρίσκονταν ακόμη στη Ρώμη και μπορούσαν έτσι να παραλάβουν το πολύτιμο κειμήλιο που προοριζόταν για το μοναστήρι τους. Αν όμως ο πάπας έστελνε το λείψανο τού Αγίου Διονυσίου στο μοναστήρι που έφερε το όνομά του, τότε αυτό θα σήμαινε ότι επί αιώνες οι μοναχοί υπερεγκωμίαζαν τις αρετές ενός ψεύτικου λείψανου.
Ο πάπας δεν δεσμεύτηκε: «Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης πέθανε και θάφτηκε στην Ελλάδα και ότι υπήρχε άλλος Διονύσιος, που κήρυξε την πίστη τού Χριστού στους φράγκικους λαούς. Σύμφωνα με κάποιους αυτός ο τελευταίος ήρθε στη Ρώμη μετά τον θάνατο τού Αγίου Παύλου και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στη Γαλλία από τον πάπα και Άγιο Κλήμεντα και επομένως υπήρξε εντελώς διαφορετικό άτομο από εκείνον που πέθανε και θάφτηκε στην Ελλάδα. Όμως και οι δύο Διονύσιοι διακρίθηκαν για τα έργα και τα λόγια τους». Ο Ιννοκέντιος Γ’ ήταν πολύ προσεκτικός για τα συναισθήματα των μοναχών και για τη φήμη τού αββαείου. Στις 4 Ιανουαρίου 1216, χωρίς να παίρνει θέση στη διαμάχη, ο Ιννοκέντιος έστελνε στο Σαιν Ντενί αυτό το «καθαγιασμένο αναμνηστικό τού ευλογημένου Διονυσίου» (sacrum beati Dionysii pignus), … έτσι ώστε «έχοντας και τα δύο λείψανα, να μην υπάρχει πια καμία αμφιβολία ότι το ιερό λείψανο τού ευλογημένου Διονυσίου Αρεοπαγίτη διατηρείται στο μοναστήρι σας».52 Φυσικά μπορεί κανείς να υποπτευθεί ότι υπήρχαν μυαλά στα οποία η αμφιβολία συνεχιζόταν, συνδυαζόμενη τώρα με ψυχαγωγία.
Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια ύστερα από την πρώτη εγκατάσταση των σταυροφόρων στον ελληνικό χώρο, οι νεοεισαχθέντες Λατίνοι κληρικοί βρίσκονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους και ιδιαίτερα με τούς λαϊκούς. Υπήρχαν διαφωνίες, ακόμη και ένοπλες συγκρούσεις για την κατοχή εκκλησιών, μοναστηριών και άλλων εκκλησιαστικών ακινήτων, για την είσπραξη τού φόρου γης και τής δεκάτης, καθώς και για το ζήτημα κληροδοτημάτων στην εκκλησία με διαθήκες, οι οποίες είχαν απαγορευτεί από τον Βιλλεαρδουΐνο, τον ντε λα Ρος και τούς άλλους βαρώνους. Οι επίσκοποι εγκατέλειπαν τις έδρες τους και άλλοι κληρικοί τα ειδικά καθήκοντά τους και αρνούνταν να υπακούσουν στις εντολές των ανωτέρων τους. Αρχιεπίσκοποι αρνούνταν να συνδράμουν άπορους υφισταμένους τους και οι υποθέσεις τής εκκλησίας βρίσκονταν σε αξιοθρήνητη σύγχυση.53 Η αρπακτική δυτική βαρωνία, που είχε συμμετάσχει στην παράξενη αυτή σταυροφορία, προκαλούσε μεγάλη ανησυχία στον Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος εργαζόταν με αδιάκοπη επαγρύπνηση, «ώστε τα δικαιώματα τής εκκλησίας να μη χαθούν μέσα από την αναίδεια των λαϊκών».54 Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος είχε την ευκαιρία παρατεταμένης παρατήρησης τής κακής κατάστασης τής εκκλησίας κατά τη διάρκεια τής θριαμβευτικής πορείας του μέσα από τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική, καθώς και από την επίσκεψή του στο Nεγκροπόντε. Πρότεινε τώρα τη σύγκληση δεύτερης συνέλευσης στα Ραβέννικα, ένα χρόνο μετά την πρώτη, αυτή τη φορά για τη ρύθμιση των όρων συμφωνίας (κονκορδάτου) μεταξύ τής αυτοκρατορίας και τής Λατινικής Εκκλησίας, η οποία θα προσδιόριζε τα αντίστοιχα δικαιώματα και θα τερμάτιζε την αλληλοκτόνο διαμάχη, που διατηρούσε την αυτοκρατορία και την εκκλησία σε αναταραχή. Στις 2 Μαΐου 1210 στα Ραβέννικα επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα στους Λατίνους κληρικούς υπό τον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Ενετό Θωμά Μοροζίνι και τούς Λατίνους φεουδάρχες υπό τον αυτοκράτορα Ερρίκο. Ούτε ο πατριάρχης ούτε ο αυτοκράτορας συμμετείχαν προσωπικά στη συνέλευση. Ο Ιννοκέντιος Γ’ επικύρωσε τούς όρους τής συμφωνίας αυτής προς το τέλος τού ίδιου έτους,55 ίσως με κάποια διστακτικότητα, γιατί δεν είχε ζητηθεί η γνώμη του κατά τη διατύπωσή τους.
Το πρωτότυπο τού εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά γνωρίζουμε το κείμενο και τούς όρους τής συμφωνίας από τις μεταγενέστερες επανεπιβεβαιώσεις της από την παπική κούρτη. Έτσι, μια επιστολή τού πάπα Ονωρίου Γ’ με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1219, επιβεβαιώνοντας το κονκορδάτο των Ραβεννίκων, περιέχει αντίγραφο τής επανέκδοσης τού κονκορδάτου από τον ίδιο τον Ιννοκέντιο Γ’ με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1216, που αποτελεί το διασωζόμενο έγγραφο που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον χρόνο τής αρχικής διευθέτησης στις 2 Μαΐου 1210. Στην επιστολή του αυτή τού 1216, η οποία απευθύνεται στη λατινική ιεραρχία στην Ελλάδα, ο Ιννοκέντιος, στην αγωνιώδη παρατήρηση των υποθέσεων τής εκκλησίας, παρομοιάζει τον εαυτό του με τον προνοητικό κηπουρό, που σπέρνει και βοτανίζει με προσοχή και επιμέλεια, προστατεύει τα φυτά του από τον ήλιο και τα ποτίζει, ώστε να εξασφαλίσει την ανάπτυξη και την αντοχή τους. Αυτό ήταν το πνεύμα στο οποίο η Αγιότητά του τώρα, δηλαδή το 1216, ανανέωνε με την αποστολική του εξουσία τη χορηγία που είχε γίνει προς τον ευλογημένης μνήμης πατριάρχη Θωμά Μοροζίνι, με τη συμφωνία και αποδοχή τού πολυαγαπημένου γιού τού Χριστού, τού επιφανούς αυτοκράτορα Ερρίκου, από τούς άρχοντες και τούς βαρώνους που κατοικούσαν «από τα σύνορα τού βασιλείου τής Θεσσαλονίκης μέχρι την πόλη τής Κορίνθου» (commorantes a confinio Thessalonicensis regni usque Corinthum), δηλαδή την παραχώρηση εκκλησιών, μοναστηριών και παρομοίων, καθώς και τη δικαιοδοσία επί των ιερέων και τού λοιπού εκκλησιαστικού προσωπικού. Τόσο μεγάλη ήταν η ελευθερία από τον έλεγχο, την οποία είχε υποσχεθεί στην εκκλησία η μέχρι τότε δύσκολη και καταπιεστική βαρωνία. Όμως τον βυζαντινό φόρο γης, τον γνωστό ως «ακρόστιχον», τόσο ο λατινικός όσο και ο ελληνικός κλήρος θα έπρεπε να τον πληρώνουν στους λαϊκούς άρχοντές τους. Ο Ιννοκέντιος προχωρούσε σε αυτή τη δήλωση και στην ανανέωση τού κονκορδάτου τού 1210 επειδή ο Πελάγιος, ο καρδινάλιος επίσκοπος τού Αλβάνου (Ελμπασάν), ο οποίος αργότερα έγινε παπικός απεσταλμένος (λεγάτος) στην Ελλάδα, είχε εγκρίνει απερίσκεπτα άλλου είδους διευθετήσεις μεταξύ φεουδαρχών και εκκλησίας. 56 Αλλά ο Ιννοκέντιος θεωρούσε την αρχική παραχώρηση ασυλίας πιο χρήσιμη και αναγκαία για τη διεξαγωγή των υποθέσεων τής Λατινικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, ενώ τον είχαν επίσης συμβουλεύσει ότι η ασυλία αυτή θα έπρεπε να εκτεινόταν σε ακόμη μεγαλύτερη περιοχή, φτάνοντας μάλιστα στα ανατολικά ακόμη και μέχρι τη Μάκρη (per loca omnia citra Macram), καλύπτοντας έτσι ολόκληρο το λατινικό βασίλειο τής Θεσσαλονίκης, ώστε να είναι περισσότερο σύμφωνη με την προγενέστερη θέσπιση εκκλησιαστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από τον εκλιπόντα Βονιφάτιο, μαρκήσιο τού Moνφερράτ, όταν ο καρδινάλιος Βενέδικτος είχε ασχοληθεί ο ίδιος μαζί του ως παπικός λεγάτος στη Ρωμανία.57
Ύστερα από αυτή την επίπονη εισαγωγή κάποιου ευτυχώς ανώνυμου γραμματέα στην παπική αυλή, βρίσκουμε με μεγάλη ανακούφιση επισυναπτόμενο στην επιστολή Ιννοκεντίου τού Ιανουαρίου 1216 το κείμενο τού κονκορδάτου, de verbo ad verbum, από το οποίο μαθαίνουμε τα ονόματα εκείνων που υπέγραψαν τούς όρους του. Από τούς εκκλησιαστικούς ήσαν ο πατριάρχης Θωμάς [Μοροζίνι] και οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών, Λαρίσης και Nεοπατρών (Υπάτης), ενώ ανάμεσα στους λαϊκούς άρχοντες εμφανίζονται τα ονόματα τού άρχοντα τής Αθήνας Όθωνα ντε λα Ρος, τού μαρκησίου Βουδονίτσας (Θερμοπυλών) Γκουΐντο Παλαβιτσίνι,58 τού «κυρίου τού νησιού τού Nεγκροπόντε» Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι, τού Ραϊνέριο ντα Τραβάλια τής Λαμίας, τού Αλμπερτίνο ντα Κανόσσα, τού Θωμά Β’ ντ’ Οτρεμενκούρ των Σαλώνων, τού κόμη Μπέρτολτ τού Βελεστίνου, τού Νικολάου τού Σαιν Ομέρ και τού Γουλιέλμου τής Λάρισας. Οι παραπάνω σημαντικοί κληρικοί, εκτός από τον πατριάρχη, ήσαν αυτοπροσώπως παρόντες, αλλά οι βαρώνοι φαίνεται ότι εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιους.59 Οι βαρώνοι ομολογούσαν ότι παραιτούνταν οι ίδιοι, οι διάδοχοί τους, καθώς και οι υποτελείς τους υπέρ τού πατριάρχη, «ο οποίος εκπροσωπούσε την εκκλησία στο όνομα τού κυρίου πάπα», από την κατοχή κάθε εκκλησιαστικής περιουσίας, εσόδων και δικαιωμάτων, που θα παρέμεναν για πάντα ελεύθερα από φεουδαρχικές και αρχοντικές επιβαρύνσεις, με εξαίρεση το «ακρόστιχον», το οποίο θα έπρεπε να καταβάλλεται από τούς Λατίνους και τούς Έλληνες κληρικούς κάθε βαθμού σε εδάφη που κατείχαν λαϊκοί άρχοντες και με την τιμή που καταβαλλόταν από τούς Έλληνες σε εκείνα τα εδάφη «κατά τη στιγμή τής κατάληψης τής αυτοκρατορικής πόλης τής Κωνσταντινούπολης».60 Στην περίπτωση κληρικών, Λατίνων ή Ελλήνων, που δεν κατέβαλαν το ακρόστιχον, οι βαρώνοι διατηρούσαν το δικαίωμα κατάσχεσης τής περιουσίας τους για το ποσό τού χρέους τους, αλλά όχι για περισσότερο. Τα συγκεκριμένα άτομα (κληρικοί) που καθυστερούσαν την πληρωμή θα παρέμεναν ελεύθερα και αδέσμευτα, ενώ στους ίδιους και στις εκκλησίες τους θα δίνονταν εγγυήσεις για τα περιουσιακά τους στοιχεία πέρα από το οφειλόμενο ποσό, για το οποίο γινόταν η κατάσχεση. Οι γιοι και κληρονόμοι και οι σύζυγοι των Ελλήνων κληρικών, δηλαδή ειδικά των αγροτικών ιερέων (παπάδων), δεν θα έπρεπε να φυλακίζονται αν οι άρχοντες είχαν πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία των παραβατών και μπορούσαν να ικανοποιηθούν από αυτά «σύμφωνα με το ποσό τής οφειλής». Όμως οι νεαροί Έλληνες, με πατέρα είτε κληρικό ή λαϊκό, είχαν την υποχρέωση υπηρεσίας στον φεουδάρχη ή τον άρχοντα, αντίστοιχης με τα έθιμα τής περιοχής, εκτός αν χειροτονούνταν οι ίδιοι ως ιερείς, οπότε έπρεπε να απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια όσον αφορά την υπηρεσία τους ως κληρικοί με τούς αντίστοιχους τής Ρωμαιο-Καθολικής πίστης. Ανάμεσα στα ονόματα τού πλήθους των εκκλησιαστικών και των δέκα περίπου βαρώνων που υπέγραψαν τις πράξεις στα Ραβέννικα στις 2 Μαΐου 1210, διαβάζουμε κι εκείνο τού διάσημου χρονογράφου τής 4ης Σταυροφορίας Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουΐνου (Gaufridus, marescalcus totius imperii Romanie), αλλά ο συνονόματος ανηψιός του, προσωπικότητα που έπρεπε να λαμβάνεται πολύ υπόψη στις υποθέσεις τής Ελλάδας, που είχε γίνει αρχιοικονόμος (seneschal) τής Ρωμανίας στην πρώτη συνέλευση των Ραβεννίκων πριν ένα χρόνο, δεν εκπροσωπούνταν στη δεύτερη. Έτσι, δυστυχώς για τη Λατινική Εκκλησία, στη «νέα Γαλλία», δηλαδή στον Μοριά, το κονκορδάτο των Ραβεννίκων δεν ίσχυε για τα εδάφη, στα οποία άρχιζε τώρα να κυβερνά ως πρίγκηπας τής Αχαΐας.61 Το κονκορδάτο, αν και αποτελούσε πρωτοβουλία τού αυτοκράτορα και επικυρώθηκε από τον πάπα, δεν επέφερε καμία σημαντική βελτίωση στις σχέσεις μεταξύ επισκόπων και βαρώνων στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι οποίοι είχαν επισήμως υποσχεθεί την τήρηση των όρων του. Στην παπική κούρτη υπάρχει η παλιά παροιμία «historia concordatorum, historia dotorum», αλλά η κούρτη δεν ξεχνούσε ποτέ τούς όρους των Ραβεννίκων και ζητούσε επίμονα να εξασφαλίζεται η τήρησή τους.
Η κούρτη τού Ιννοκεντίου Γ’ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις υποθέσεις τής Ελλάδας και το προσωπικό τής παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό το ίδιο υπό τον διάδοχό του Ονώριο Γ’. Μέχρι την έλευση των Τούρκων δύο αιώνες αργότερα, λίγα εμπόδια υπήρχαν ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν ανάμεσα στους Ιταλούς Καθολικούς εκκλησιαστικούς κάποιοι που μιλούσαν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα και οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε διπλωματικές αποστολές.62 Όμως η διαίρεση τής χριστιανοσύνης σε ελληνική Ανατολή και λατινική Δύση ακολούθησε προφανώς γλωσσικές και εθνικές διαφοροποιήσεις. Αλλά υπήρχαν πολλοί λόγοι, εκτός από τη γλώσσα, για τούς οποίους η Ελληνική και η Λατινική Εκκλησία δεν μπορούσαν να πετύχουν την ένωση, την οποία οι πάπες επιθυμούσαν διακαώς. Η διχόνοια και η διαφωνία ήσαν αναπόφευκτες μεταξύ δύο ομάδων κληρικών, που είχαν ανατραφεί με διαφορετικές απόψεις για την ουσία και τη λειτουργία τού Κανονικού Δικαίου. Οι παπικές επιστολές δεν αποτέλεσαν ποτέ σημαντική πηγή δικαίου για την ελληνική Ανατολή, όπου επίσης ο Άγιος Αυγουστίνος ήταν λίγο γνωστός και δεν είχε σχεδόν καθόλου διαβαστεί. Έλληνες και Λατίνοι είχαν διαφορετικές αντιλήψεις για την έννοια και τη σωστή οργάνωση τής εκκλησίας ως πνευματικής πραγματικότητας, καθώς και ως ιεραρχικής δομής, δηλαδή ως σώματος τού Χριστού και ως συγκέντρωσης όλων των πιστών. Οι διαφορετικές παραδόσεις είχαν παραγάγει διαφορετικές νοοτροπίες, διαφορετικές εκκλησιολογίες.63
Στις αρχές τού 13ου αιώνα η Ελληνική Ορθοδοξία παρέμενε ικανοποιημένη με την παραδοσιακή θρησκευτική σύνθεση που είχε σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί με την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο (το 787), ενώ η Δύση υπέβαλε τη δογματική παράδοση σε συνεχή ανάλυση επί τρεις ή τέσσερις γενιές. Οι Έλληνες εξακολουθούσαν να είναι προσκολλημένοι στα ασαφή σύμβολα τού παρελθόντος και τούς απωθούσαν τα πνευματικά κατασκευάσματα τού λατινικού Καθολικισμού. Δεν υπήρχαν πανεπιστήμια στον βυζαντινό κόσμο, ούτε σχολαστικοί θεολόγοι για να σφυρηλατήσουν τούς δογματικούς ορισμούς στο σιδερένιο αμόνι τής διαλεκτικής. Πλατωνική ιδανικότητα τροφοδοτούσε το θρησκευτικό πνεύμα τής Ορθοδοξίας, ενώ οι θεολογικές αντιφάσεις φαίνεται να μην ενοχλούσαν τούς Έλληνες ιερωμένους, που συνέχιζαν να διαβάζουν τα πατερικά κείμενα και τις παλαιές συνοδικές αποφάσεις χωρίς να έχουν ερωτήματα. Διάφορα δόγματα έχουν παραμείνει μέχρι σήμερα χωρίς ακριβή ορισμό στην ελληνική θεολογία. Ίσως ο Λατινικός Καθολικισμός να όρισε πάρα πολλά, πολύ απότομα.
Έλληνες και Λατίνοι μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Τη στιγμή που ο ανατολικός μυστικισμός ασχολούνταν με το θείο όραμα, ο δικανικά προσανατολισμένος δυτικός σκεφτόταν την ηθική παρουσία του ενώπιον τού Θεού. Καθώς ο λόγος (reason) μετατράπηκε σε κυρίαρχο πάθος των Λατίνων θεολόγων, οι Έλληνες είχαν την τάση να υποχωρούν στον γυάλινο πύργο τού πνευματικού και πολιτιστικού ανορθολογισμού. Όμως δεν υπήρχε τίποτε ανορθολογικό στην από πλευράς Ελλήνων απόρριψη τής ρωμαϊκής αντίληψης περί «υπεροχής τού Αγίου Πέτρου». Οι Έλληνες ήσαν από καιρό συνηθισμένοι στην εκκλησιαστική πολυμορφία, σε αξιοσημείωτη αντίθεση με τον αυταρχισμό των ρωμαϊκών διακηρύξεων περί δόγματος, νόμου και λειτουργίας. Ακόμη και πριν ξεκινήσουν οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας, ο Ιννοκέντιος Γ’ είχε καταστήσει σαφές στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο με επιστολή στις 13 Νοεμβρίου 1199, ότι η ρωμαϊκή έδρα ήταν η «κορυφή και μητέρα όλης τής εκκλησίας» (caput et mater omnium ecclesiarum), και ότι ο πάπας είχε το δικαίωμα να νομοθετεί για όλη την εκκλησία με τις συμβουλές και τη συμβολή των αδελφών του επισκόπων.64
Μερικές φορές βέβαια ο ελληνικός και ο λατινικός κλήρος καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον πολύ καλά, ενώ πολλοί λόγοι μπορούσαν να βρεθούν για αμοιβαία δυσπιστία, εκ των οποίων ένας από τούς μεγαλύτερους ήταν η ζοφερή πραγματικότητα τής 4ης Σταυροφορίας. Μπορούμε εδώ να σημειώσουμε δύο χαρακτηριστικές εκφράσεις τής ελληνικής στάσης απέναντι στους Λατίνους και την επικυριαρχία τους. Ενώ ο αλαζονικός παπικός λεγάτος Πελάγιος, που φορούσε «ἐρυθροβαφῆ πέδιλα», τα οποία στην Κωνσταντινούπολη σήμαιναν αυτοκρατορικό αξίωμα, προσπαθούσε να κάμψει τούς Έλληνες τής πρωτεύουσας στις θρησκευτικές προσταγές τής «παλαιότερης Ρώμης», αντιπροσωπεία διακεκριμένων Ελλήνων κατοίκων τής πόλης πληροφορούσε τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο (το 1214) ότι:
«Είμαστε άνθρωποι άλλου γένους και έχουμε άλλον αρχιερέα. Έχουμε υποταγεί στη δύναμή σου, ώστε να μπορείς σωματικά να μάς εξουσιάζεις, αλλά όχι ψυχικά ούτε πνευματικά. Ενώ πρέπει να πολεμήσουμε για λογαριασμό σου στον πόλεμο, είναι όμως αδύνατο να εγκαταλείψουμε τις θρησκευτικές τελετουργίες και πρακτικές μας».
Ο Ερρίκος υποχώρησε και έκανε ανεκτή τη ζωή για τον ελληνικό πληθυσμό τής πρωτεύουσας καθώς και για το λατινικό καθεστώς που προσπαθούσε να τον κυβερνήσει.65 Όταν οι Έλληνες τής Κωνσταντινούπολης ετοίμασαν αναλυτικό κείμενο των λαθών τής Λατινικής Εκκλησίας, το οποίο έστειλαν στον Ιννοκέντιο Γ’ με τον παπικό λεγάτο καρδινάλιο Πελάγιο, περιέλαβαν προς το τέλος τής δήλωσής τους μια υπενθύμιση τής σε τελευταία ανάλυση δύναμης τής κοινωνικής τους θέσης:
«Αναμένουμε βέβαια ότι θα έχουμε τον κύριο Ερρίκο ως αυτοκράτορα μας και ότι κάτω από τη σκιά τού θα ζούμε και θα κάνουμε δουλοπρεπή πράγματα, θα δουλεύουμε στα χωράφια μας, θα βόσκουμε τα κοπάδια μας και θα ταξιδεύουμε στη θάλασσα. Αλλά χωρίς εμάς το αλώνι δεν θα γεμίσει με στάρι, ούτε το πατητήρι με σταφύλια. Δεν θα υπάρχει ψωμί για φαγητό, ούτε κρέας, ούτε ψάρι, ούτε λαχανικά. Οι άνθρωποι και η κοινωνία δεν θα επιβιώσουν. Στις εργασίες αυτές μοχθούμε για τούς Λατίνους αδελφούς μας και μαζεύουμε τούς καρπούς τού μόχθου μας γι’ αυτούς. Όμως αυτό είναι το φτωχότερο μισό τής ζωής μας, το θνητό και εύθραυστο. Θέλουμε όμως το καλύτερο μισό να απολαμβάνει τα ίδια που απολαμβάνουν κι εκείνοι, τόσο όσο ζούμε, όσο και μετά τον θάνατο, καθώς εμείς [κι εκείνοι] αποτελούμε τμήματα ενός ενιαίου αθάνατου σώματος».66
Η ιστορία των λατινικών κρατών στην Ελλάδα και τα νησιά αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μάλλον θέμα που προκαλεί σύγχυση. Στερείται ενότητας, αφού κανένας κράτος δεν ξεχωρίζει αρκετά, ώστε να μάς επιτρέψει να ομαδοποιήσουμε όλα τα άλλα γύρω του και να πούμε την ιστορία όλων αυτών σε σχέση με το πιο σημαντικό. Τόσο ο ιστορικός όσο και ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένοι να έχουν τα μάτια τους στραμμένα σε πολυάριθμους συμμετέχοντες σε γεγονότα, τα οποία μερικές φορές από πρώτη ματιά λίγο φαίνεται να επηρεάζουν το ένα το άλλο. Αν και η προς ανατολάς ώθηση τού Μιχαήλ Δούκα μέσω τής Θεσσαλίας προς το Αιγαίο φαίνεται να μην είχε, για παράδειγμα, μεγάλη επίπτωση στην εσωτερική ιστορία τής Αθήνας και τής Θήβας (τουλάχιστον στον βαθμό που γνωρίζουμε αυτή την ιστορία), προφανώς δυσκόλεψε την εύκολη επικοινωνία με τη Θεσσαλονίκη. Αναμφισβήτητα υπήρξε μεγάλη ανησυχία στην Αθήνα και τη Θήβα, μάλιστα κάποια ανησυχία και στον Μοριά, ως αποτέλεσμα τής κατοχής από τον Μιχαήλ τόσου θεσσαλικού εδάφους, αλλά και τής κατάληψης των Σαλώνων.
Μετά τον θάνατο τού Μιχαήλ, πιθανώς στα τέλη τού 1215, η προέλαση τής Ηπείρου απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη ορμή υπό τον δραστήριο και αποφασιστικό ετεροθαλή αδελφό του Θεόδωρο, ο οποίος αναλάμβανε τώρα τη διοίκηση στην Άρτα. Αν και ο Mιχαήλ προφανώς δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον τίτλο «δεσπότης», ο Θεόδωρος το έκανε σε κάποια νομίσματα. Οι Θεσσαλοί προύχοντες είχαν επανακτήσει τα κτήματά τους με την προέλαση τού Μιχαήλ προς το Αιγαίο και επρόκειτο να διατηρήσουν τη θέση τους μέχρι την εμφάνιση των Τούρκων περί τα τέλη τού 14ου αιώνα. Ένας σχετικός λόγος υπήρξε η αποχώρηση από την Ελλάδα πολλών από τούς Λομβαρδούς άρχοντες, οι οποίοι μετά την επιδρομή των Ηπειρωτών δεν έκαναν καμία προσπάθεια για να επανακτήσουν τις πόλεις και τα χωριά που τούς είχαν ανατεθεί μετά την 4η Σταυροφορία.
Με τη στήριξη ή τη φιλική ουδετερότητα των Αλβανών και Σέρβων ο Θεόδωρος Δούκας ξεκίνησε τη θεαματική βασιλεία του στην Ήπειρο με επίθεση εναντίον των Βουλγάρων (1216), από τούς οποίους άρπαξε τις σημαντικές πόλεις τής Αχρίδας (σήμερα Όχριντ) και τού Πριλάπου (σήμερα Πρίλεπ), επεκτείνοντας τα βορειοανατολικά του σύνορα μέχρι τις πεδιάδες τού Μοναστηρίου (σήμερα Μπίτολα). Ο Θεόδωρος κανόνιζε τώρα τον διορισμό τού Δημητρίου Χωματιανού ως αρχιεπισκόπου Αχρίδας. Ο Δημήτριος έγινε σύντομα επίσημος συντάκτης των εκκλησιαστικών και πολιτικών ισχυρισμών των Ηπειρωτών εναντίον εκείνων τού αντίπαλου κράτους τής Νικαίας, όπου ο Θεόδωρος Λάσκαρις είχε στεφθεί αυτοκράτορας το 1208, διεκδικώντας αδίκως όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που ασκούνταν στο παρελθόν από τούς Έλληνες ηγεμόνες τής Κωνσταντινούπολης.67 Ο Θεόδωρος Λάσκαρις παρακολουθούσε με ζηλότυπη δυσαρέσκεια την ολοένα αυξανόμενη επιτυχία τού συνονόματού του τής Ηπείρου, ενώ περισσότερες από μία φορά έφτασε σε συνεννόηση με τη λατινική αυτοκρατορική κυβέρνηση τού Βοσπόρου, προκαλώντας τη φαρισαϊκή φρίκη τής γραφειοκρατίας των Ηπειρωτών, που θεωρούσαν ότι η τακτική τής Νικαίας αποτελούσε παραβίαση τού πανελλήνιου πατριωτισμού. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος είχε επίσης θορυβηθεί από την επιθετικότητα τού Θεόδωρου Δούκα και στις αρχές τού 1216 βάδισε με στρατό προς τη Θεσσαλονίκη, σχεδιάζοντας προφανώς επίθεση εναντίον του. Ο Ερρίκος πέθανε εκεί στις 11 Ιουνίου. Δεν ήταν ακόμη ούτε σαράντα χρονών. Υπήρξαν οι συνήθεις φήμες δηλητηρίασης, για τις οποίες κατηγορήθηκε άδικα η Βουλγάρα σύζυγός του.68 Η απώλειά του υπήρξε μεγάλη για τη λατινική υπόθεση στην Ελλάδα, αφού είχε αγωνιστεί ως «δεύτερος Άρης» (ἄντικρυς Ἄρης).69 Μετά τον θάνατό του δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να νικήσει τούς Έλληνες το λατινικό βασίλειο τής Κωνσταντινούπολης.
<-1. O Iννοκέντιος Γ’, η 4η Σταυροφορία και η δημιουργία των λατινικών κρατών στην Ελλάδα | 3. Οι μεταβαλλόμενες τύχες τής Κωνσταντινούπολης, τής Αχαΐας, τής Ηπείρου και τής Νικαίας (1216-1246)-> |