Ο συγγραφέας

<-Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Εισαγωγικές πληροφορίες στην ελληνική έκδοση->

Ο συγγραφέας

Image

KENNETH MEYER SETTON
(17 Ιουνίου 1914 – 18 Φεβρουαρίου 1995)

Ο Κέννεθ Μέγιερ Σεττον πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1995 στο Πρίνστον τού Νιου Τζέρσεϋ, οκτώ μήνες μετά τα ογδοηκοστά του γενέθλια. Γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1914 στο Νιου Μπέντφορντ τής Μασαχουσέττης και ήταν σε όλα του πραγματικός ντόπιος τής Nέας Αγγλίας.1 Ήταν προσδεδεμένος σε παραδοσιακές αξίες, πολιτικά και οικονομικά συντηρητικός, ανενδότως πιστός στους φίλους του, μαχητής όταν ήταν απαραίτητο, αλλά κατά τα άλλα άνθρωπος απαλός, με κατανόηση και στεγνή αίσθηση τού χιούμορ. Η ανδρεία τού χαρακτήρα, η σοβαρότητα τού νου και τού σκοπού, η επιμονή και μια χωρίς τέλος αφοσίωση στο έργο του χαρακτήριζαν την εντυπωσιακή του προσωπικότητα. Πίστευε ότι η γνώση ξένων γλωσσών αποτελούσε τη βάση τής ιστορικής επιστήμης και συνομιλούσε εύκολα στα ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και καταλανικά. Όμως οι πιο ανθεκτικές του αγάπες σε αυτόν τον τομέα υπήρξαν τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά.

Ο Κέννεθ σπάνια μιλούσε για την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του, αλλά δεν φαίνεται να ήσαν εύκολα χρόνια γι' αυτόν. Μερικές φορές ανέφερε, με χροιά υπερηφάνειας στη φωνή του, ότι ήταν αυτοσυντήρητος από την ηλικία των δεκατριών ετών. Το 1936 έλαβε το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο τής Βοστώνης, όπου μελέτησε κλασσικούς και ιστορία. Η Βοστώνη τον θυμόταν με υπερηφάνεια και τού απένειμε διδακτορικό στη λογοτεχνία το 1957. Οι μεταπτυχιακές του σπουδές έγιναν στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου πήρε το πτυχίο μάστερ το 1938 και το διδακτορικό του το 1941. Η διδακτορική του διατριβή με τίτλο, Χριστιανική Στάση απέναντι στον Αυτοκράτορα κατά τον 4ο Αιώνα (Christian Attitude Towards the Emperor in the Fourth Century, 1941), γράφτηκε υπό την καθοδήγηση ενός όχι λιγότερο σημαντικού δάσκαλου, τού Lynn Thomdyke. Το βιβλίο δεν ήταν, σε όλες του τις πτυχές, εξ ολοκλήρου τής αρεσκείας τού Norman H. Baynes, ο οποίος τού αφιέρωσε μακροσκελή κριτική [στο Περιοδικό Ρωμαϊκών Σπουδών (Journal of Roman Studies) 33 (1943): 135-40]. Πρέπει όμως να υπενθυμίσουμε ότι ο Baynes ήταν κυρίως βυζαντινολόγος, ενώ η εργασία τού Κέννεθ είχε περισσότερο πατερικό παρά βυζαντινό χαρακτήρα. Ο Baynes ενέδωσε επίσης πλήρως σε πειρασμό που σαγηνεύει συχνά τούς σχολιαστές: επέδειξε τη δική του θαυμάσια γνώση, αφιερώνοντας το μισό τής εκτενούς κριτικής του σε ένα θέμα, σε αυτή την περίπτωση στον Λακτάντιο, που αποτελούσε μικρό σχετικά μέρος τού υπό εξέταση βιβλίου. Διαβάζοντας τώρα, έχοντας πια περάσει περισσότερος από μισόν αιώνα, η κριτική θυμίζει μάλλον σε μένα δύο διάσημες γραμμές από την οπερέτα Μικάντο: «Τα λουλούδια ανθίζουν την άνοιξη, τραλά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, τραλαλά», ενώ διαδοχικές γενιές μελετητών παρακαλούσαν για να βρεθούν σε διαφορά με τον Baynes. Το βιβλίο, πράγμα σπάνιο για διδακτορική διατριβή, άντεξε στη δοκιμασία τού χρόνου και παραμένει, μέχρι σήμερα, το πρότυπο έργο σχετικά με το θέμα. Δικαιούνταν πλήρως την ανατύπωση που είχε το 1967.

Το 1940 ο Κέννεθ ξεκίνησε ακαδημαϊκή καριέρα, αρχίζοντας ως διδάσκων κλασσικές σπουδές και ιστορία στο πανεπιστήμιο τής Βοστώνης. Το 1943 έγινε καθηγητής τής ιστορίας στο πανεπιστήμιο τής Μανιτόμπα στον Καναδά, όπου παρέμεινε μέχρι το 1950 και εξελίχθηκε μέχρι τη θέση τού επικεφαλής τού τμήματος. Εδώ ήταν που άρχισε να εργάζεται για την ιστορία τής Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Στην ιστορική έρευνα είχε δύο μεγάλες αγάπες, πρώτα την Αθήνα και στη συνέχεια τη Βενετία. Σε κάθε μια από αυτές, διαδοχικά, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά. Η μεσαιωνική ιστορία τής Αθήνας είχε ήδη σκιαγραφηθεί μάλλον, παρά γραφεί διεισδυτικά, από ομάδα διακεκριμένων επιστημόνων: τον Buchon στη Γαλλία, τον Γρηγορόβιο και τον Hopf στη Γερμανία, τον Γουίλιαμ Μίλλερ στην Αγγλία. Με το βιβλίο του Καταλανική Κυριαρχία στην Αθήνα (Catalan Domination of Athens), 1311-1388 (1948), ο Κέννεθ απέκτησε σταθερή βάση για την Αμερική σε αυτή την επιφανή ομάδα, αντικαθιστώντας την προηγούμενη γενική, χωρίς διακρίσεις άποψη τής Αθήνας, με την επίπονη εξέταση μιας σημαντικής περιόδου τής ιστορίας τής πόλης. Η πρώτη φράση τού βιβλίου εκφράζει ξεκάθαρα τα συναισθήματά του για την Αθήνα: «Κανένα κεφάλαιο στην ιστορία τής Αθήνας δεν είναι χωρίς σημασία». Το βιβλίο τού Κέννεθ αφηγείται την ιστορία τής Καταλανικής Εταιρείας, αρχικά στρατεύματος απολυμένων στρατιωτών, οι οποίοι αργότερα κυριάρχησαν στην Αθήνα και τη Θήβα και εξελίχθηκαν από τυχοδιώκτες στρατιώτες σε καλά οργανωμένους, αν και σκληρούς, διαχειριστές. Το βιβλίο παραμένει μέχρι σήμερα το πρότυπο έργο για την Αθήνα τής καταλανικής περιόδου, ιδιαίτερα στην αναθεωρημένη του μορφή, η οποία δημοσιεύθηκε το 1975 και έκανε χρήση τού μνημειώδους έργου τού Rubio i Lluch, τού Έγγραφα τής Καταλανικής Ανατολής (Diplomatari de l'Orient català, 1948). Η αναθεωρημένη έκδοση συμπληρώθηκε με τη δημοσίευση τον ίδιο χρόνο δύο κεφαλαίων στην Ουϊσκόνσιν Ιστορία των Σταυροφοριών (βλέπε παρακάτω), με το βιβλίο τού Κέννεθ Οι Καταλανοί στην Ελλάδα (Los Catalanes en Grecia) και με μια έκδοση από τον οίκο Variorum ανατύπων αφιερωμένων στα άρθρα του σε αθηναϊκά θέματα.

Το 1950 ο Κέννεθ διορίστηκε καθηγητής τής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τής Πεννσυλβανίας, στην έδρα Henry Charles Lea, αρχικά ως αναπληρωτής καθηγητής, αργότερα ως τακτικός καθηγητής (1953) και τέλος ως καθηγητής πανεπιστημίου (1963). Εκτός από τα καθηγητικά του καθήκοντα εκεί, υπηρέτησε επίσης το πανεπιστήμιο ως διευθυντής των βιβλιοθηκών από το 1955 έως το 1965. Αυτό τού έδωσε την ευκαιρία να επιδείξει τις πολύ σημαντικές διοικητικές του ικανότητες. Ο Κέννεθ ήταν σε μεγάλο βαθμό όχι διαχειριστής από διάθεση ή κλίση, αλλά υπηρέτησε σε τέτοια αξιώματα με ευσυνειδησία και με επιτυχία. Η εργασία τής βιβλιοθήκης τον ευχαριστούσε, επειδή έβλεπε σε αυτήν σημαντική επένδυση για το μέλλον. Βεβαίως τα προβλήματα ενός διευθυντή βιβλιοθήκης ήσαν σε μεγάλο βαθμό μικρότερα εκείνες τις ημέρες τής ευημερίας απ’ ό,τι είναι σήμερα. Τού Κέννεθ τού άρεσε να αναπολεί τις ημέρες, όταν, ύστερα από μια συνάντηση, ο ένας ή ο άλλος από τούς θεματοφύλακες θα κάλυπτε ήσυχα οποιοδήποτε δημοσιονομικό έλλειμμα.

Ο Κέννεθ ήρθε στο Πανεπιστήμιο τής Πεννσυλβανίας ως διάδοχος τού John L. La Monte, ο οποίος είχε πεθάνει πρόωρα το 1949, και κληρονόμησε από αυτόν τη δουλειά τού διευθυντή έκδοσης (editor-in-chief) τής ολοκληρωμένης και συνεργατικής Ιστορίας των Σταυροφοριών (History of the Crusades). Το έργο είχε ξεκινήσει το 1938, αλλά είχε σταματήσει κατά τη διάρκεια τού πολέμου και δεν ξανάρχισε μέχρι το 1946. Οι προετοιμασίες για τον πρώτο τόμο είχαν πάει καλά, αλλά καθώς αυτός κάλυπτε τα πρώτα εκατό χρόνια των σταυροφοριών, ασχολούνταν με ζητήματα που είχαν ήδη καλυφθεί καλά σε άλλα έργα. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τούς επόμενους τόμους, στους οποίους έπρεπε να διερευνηθεί πολύ παρθένο έδαφος. Το έργο είχε όντως πολύ νόημα, γιατί απουσίαζε δυστυχώς μια αξιόπιστη και ολοκληρωμένη ιστορία των σταυροφοριών. Η μόνη παρόμοια υφιστάμενη εργασία, αποτελούμενη από τρεις τόμους στα γαλλικά από τον René Grousset, είχε γραφεί μεταξύ των πολέμων με εθνικιστικό πνεύμα, που εκθείαζε θέματα όπως «Η ανάκληση τής Γαλλίας τής Ανατολικής Μεσογείου εναντίον τής γερμανικής κυριαρχίας» (La revoke de la France du Levant contre la domination germanique).

Ο Κέννεθ ήταν σε θέση να εκδώσει τον πρώτο τόμο το 1955 και έκανε μεγάλη εντύπωση. Όμως από τότε η πρόοδος γινόταν όλο και περισσότερο αργή και μόνο ένας άνθρωπος με την ασυνήθιστη υπομονή του θα μπορούσε να αντέξει και να ελέγξει τις πολλές αντιξοότητες που έπληξαν το έργο. Ορισμένοι συνεισφέροντες πέθαναν πριν δουν τα κεφάλαιά τους τυπωμένα. Άλλοι, οι οποίοι είχαν υποβάλει την εργασία τους σε προηγούμενη φάση, έπρεπε να κάνουν αναθεωρήσεις. Επίσης άλλοι, που από νεανικό ενθουσιασμό είχαν υποσχεθεί συνεισφορές, δεν παρέδιδαν και έπρεπε να πολιορκηθούν, να πειστούν, ακόμη και να εκφοβιστούν για να γράψουν. Προβλήματα επικαλύψεων μεταξύ των κεφαλαίων απαιτούσαν περικοπές και ήσαν, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα λεπτά. Ενώ είναι αλήθεια ότι κάθε τόμος είχε τον δικό του επιμελητή, πολλά από αυτά τα προβλήματα κατέληγαν αναπόφευκτα στο γραφείο τού διευθυντή έκδοσης και ο Κέννεθ, στη διάρκεια των ετών, έγινε μεγάλος μεσολαβητής.

Ένα άλλο πρόβλημα με το οποίο έπρεπε να ασχοληθεί ο Κέννεθ αφορούσε την απρόβλεπτη έκδοση τής τρίτομης Ιστορίας των Σταυροφοριών (History of the Crusades) από τον Sir Steven Runciman μεταξύ των ετών 1951 και 1954. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Σερ Στήβεν, μια βρετανική πέννα συναγωνιζόταν τις μαζικές γραφομηχανές των Ηνωμένων Πολιτειών. Καθώς το έργο ήταν καλό και απαλλαγμένο από την πολύ στενότερη προσέγγιση τού Grousset, η Ιστορία τού Σερ Στήβεν εξάλειψε ορισμένες από τις ανάγκες για εκείνο που είχε γίνει γνωστό ως Πεννσυλβάνια Ιστορία των Σταυροφοριών (Pennsylvania History of the Crusades). Το να το ολοκληρώσει και να το φέρει σε καλό τέλος ήταν τιτάνιο έργο. Ο Κέννεθ είχε ικανούς βοηθούς, πάνω απ' όλους τον εκλιπόντα Δρα Harry W. Hazard, αλλά η συνολική ευθύνη παρέμενε δική του και ξέρω ότι βάραινε τούς ώμους του. Ο δεύτερος τόμος εμφανίστηκε το 1962, επτά χρόνια μετά τον πρώτο.

Το 1965 ο Κέννεθ αποδέχθηκε διορισμό στο Πανεπιστήμιο τού Ουϊσκόνσιν στο Μάντισον, ως ερευνητής καθηγητής τής ιστορίας και διευθυντής τού Ινστιτούτου για την Έρευνα στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Και με τις δύο ιδιότητες μπόρεσε να προσθέσει πολλή λάμψη στην πανεπιστημιούπολη τού Μάντισον. Ο Κέννεθ πήρε μαζί του την επιμέλεια τής Πεννσυλβάνια Ιστορίας (Pennsylvania History), η οποία το 1969, με ανατυπώσεις των δύο πρώτων τόμων, έγινε η Ουισκόνσιν Ιστορία των Σταυροφοριών (Wisconsin History of the Crusades) και εκδιδόταν πια από το Πιεστήριο τού Πανεπιστήμιου τού Ουϊσκόνσιν (University of Wisconsin Press).

Στη διάρκεια των πρώτων του ετών στο Μάντισον ο Κέννεθ έχασε την πρώτη του σύζυγο Ζοζεφίνα σε πρόωρο θάνατο. Στις σπάνιες περιπτώσεις όταν μιλούσε γι' αυτό, η φωνή του ήταν γεμάτη συμπόνια για την αδυναμία της προς το τέλος τής ζωής της. Ρίχτηκε με αυξημένη ενεργητικότητα στη δουλειά του, εν μέρει για να ξεπεράσει τη μοναξιά ενός άδειου σπιτιού. Τότε ήταν, κατά τη διάρκεια αυτών των ετών στο Μάντισον, που γνώρισα για πρώτη φορά τον Κέννεθ. Δούλευε στα Αρχεία τού Βατικανού, ενώ εγώ σύχναζα στο τμήμα χειρογράφων τής Βατικανής Βιβλιοθήκης. Αποκτήσαμε τη συνήθεια τού να κάνουμε καθημερινά διαλείμματα από την εργασία για να συζητάμε τις Σταυροφορίες σε όλες τις πτυχές τους, στη διάρκεια περιπάτων στον όμορφο μικρό κήπο ανάμεσα στα δύο σεβάσμια ιδρύματα. Από αυτές τις βόλτες ξεκίνησε μια φιλία που κράτησε μέχρι τη στιγμή τού θανάτου τού Κέννεθ και στην οποία, λόγω τής γενναιοδωρίας του, εγώ ήμουν εκείνος που επωφελήθηκε περισσότερο.

Όταν είχαν επανεκδοθεί οι δύο πρώτοι τόμοι τής Iστορίας των Σταυροφοριών (History of the Crusades), ο Κέννεθ είχε πια κερδίσει τον τελευταίο του διορισμό, ως καθηγητής ιστορίας στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών (Institute for Advanced Study) τού Πρίνστον (1968-84).2 Αποδείχθηκε απολύτως αντάξιος των ελπίδων που διατηρούσαν η σχολή και οι θεματοφύλακες που τον είχαν προσλάβει. Παρέμεινε πάντοτε πιστός στην Ιστορία Ουϊσκόνσιν (Wisconsin History), η οποία σημείωνε αργή πρόοδο. Το 1975 εμφανίστηκε ο τρίτος τόμος, που ασχολείται με τον 14ο και 15ο αιώνα, ενώ και ο ίδιος ο Κέννεθ συνέβαλε σε αυτόν με δύο υπέροχα κεφάλαια για τούς Καταλανούς και τούς Φλωρεντινούς στην Ελλάδα. Ο Τόμος 4, η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη τής σταυροφορικής τέχνης, εμφανίστηκε δύο μόλις χρόνια μετά τον Τόμο 3. Στη συνέχεια ακολούθησε ένα ακόμη διάλειμμα μέχρι το 1985, όταν κυκλοφόρησε ο Τόμος 5, που αφορούσε την εσωτερική ανάπτυξη των σταυροφορικών κρατών στην Παλαιστίνη και τη Συρία. Έτυχε να είμαι φιλοξενούμενός του το 1983, όταν, με στεναγμό ανακούφισης από την πλευρά του, τυλίξαμε το δακτυλογραφημένο δοκίμιο και το στείλαμε στον εκδότη.

Όταν βγήκε ο τόμος το 1985, ο Κέννεθ ήταν επίτιμος καθηγητής εδώ κι ένα χρόνο. Η συνταξιοδότηση δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο γι’ αυτόν πέρα από την αποχώρηση από τις καθημερινές υποθέσεις τού Ινστιτούτου Πρίνστον, ενώ το έργο του σχετικά με την Ιστορία Ουϊσκόνσιν (Wisconsin History) συνεχιζόταν. Το 1989 εμφανίστηκε ο έκτος και τελευταίος τόμος, που περιέγραφε την επίδραση των σταυροφοριών στην Ευρώπη, με συμπληρωματικά κεφάλαια για σταυροφορικά νομίσματα και βιβλιογραφία των τόμων 1-6. Λίγο πριν επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, ο Κέννεθ έχασε τον μακροχρονίως σύντροφό του στα όπλα με τον θάνατο τού Δρα Hazard και ένιωσε έντονα την απώλεια. Μέσα από τις προσπάθειες των δύο αυτών μελετητών το έργο οδηγήθηκε τελικά στην ολοκλήρωσή του, όταν πια και οι δυο τους, και ιδιαίτερα ο Κέννεθ ως διευθυντής έκδοσης, είχαν βαδίσει κατά μήκος μιας Πονεμένης Οδού (Via Dolorosa) με εμπόδια, για σαράντα σχεδόν χρόνια. Το έργο, όταν επιτέλους ολοκληρώθηκε, αποτελούσε πηγή υπερηφάνειας και ικανοποίησης για τον Κέννεθ, όπως ακριβώς έπρεπε να συμβαίνει. Ακόμη και με δεδομένη μια ορισμένη ανισότητα ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των επιμέρους συνεργατών, κάτι που ενυπάρχει σε όλες τις από κοινού προσπάθειες, η Ουισκόνσιν Ιστορία (Wisconsin History) εξακολουθεί να αποτελεί αξιόπιστη και ολοκληρωμένη μελέτη των Σταυροφοριών και των σταυροφορικών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα. Ήταν και εξακολουθεί να είναι καθοριστική στην υποκίνηση περαιτέρω έρευνας. Το έργο αποτελεί μνημείο τής αμερικανικής κυρίως επιστημονικής γνώσης σε αυτόν τον τομέα, καθώς και τής πεισματικής επιμονής τού διευθυντή έκδοσης να δει να ολοκληρώνεται ένα καθήκον που ανέλαβε κάποτε.

Κατά τη διάρκεια των ετών του στο Πρίνστον ο Κέννεθ βρήκε ανανεωμένη προσωπική ευτυχία, όταν παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη Μαργαρίτα. Υπήρξε πυλώνας υποστήριξης γι' αυτόν σε όλες τις περιστάσεις και τού έφτιαξε ένα σπιτικό στο οποίο έρχονταν πολλοί άνθρωποι, και λάτρευαν να έρχονται, για να απολαύσουν τη ζεστή φιλοξενία των Σέττον. Από την κορυφή τού τραπεζιού ο Κέννεθ ψυχαγωγούσε τούς καλεσμένους του, λέγοντάς τους ιστορίες (και ήταν γεμάτος καλές ιστορίες), που περιέγραφαν τις απόψεις του για τον κόσμο γενικά και για την ακαδημαϊκή κοινότητα ειδικότερα. Οι κατά τη γνώμη του προοπτικές και για τα δύο ήσαν ελαφρώς επιφυλακτικές, ιδιαίτερα όσο μεγάλωνε σε ηλικία. Όμως αυτός ο σκεπτικισμός αντισταθμιζόταν από βαθιά κατανόηση των ανθρώπινων όντων, τόσο των δυνατών τους σημείων όσο και των αδυναμιών τους. Σχεδόν ποτέ δεν τον άκουσα να μιλά με αιχμηρό τόνο στη φωνή του, εκτός αν το θέμα ήταν οι μελετητές, των οποίων οι υποσημειώσεις ήσαν ακατάστατες.

Ακαδημαϊκές τιμές και βραβεία αναγνώριζαν τα επιτεύγματά του, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των ετών στο Πρίνστον, αλλά και πολύ πιο πριν. Έγινε πυλώνας τής Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας και υπήρξε δύο φορές αντιπρόεδρός της. Υπήρξε μέλος τής Μεσαιωνικής Ακαδημίας τής Αμερικής (1957), επίτιμο μέλος τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη (1957), αντεπιστέλλον μέλος τού Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών στη Βαρκελώνη (1958), μέλος τής Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών (1960) και τού Dumbarton Oaks στην Ουάσιγκτον (1974-1979). Η Αμερικανική Φιλοσοφική Εταιρεία τού απένειμε όχι λιγότερο από τρεις φορές το βραβείο John Frederick Lewis. Από την Βαρκελώνη έλαβε το Premi Catalonia (1976), από το Παρίσι το διάσημο Prix Gustave Schlumberger τής Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων (1979). Η Αμερικανική Καθολική Ιστορική Ένωση τον τίμησε με το Βραβείο John Gilmary Shea (1979), η Μεσαιωνική Ακαδημία Αμερικής τον παρασημοφόρησε με το Μετάλλιο Charles Homer Haskins (1980) και η Αμερικανική Ιστορική Ένωση τού έδωσε το Βραβείο της για Επιστημονική Διάκριση (1990).

Η σχολή ανθρωπιστικών σπουδών τού Πανεπιστημίου τού Κιέλου στη Γερμανία απένειμε στον Κέννεθ επίτιμο διδακτορικό (honoris causa) το 1979. Καθώς είχα εμπλακεί στη συγκεκριμένη τιμή, μπορώ εύκολα να εκτιμήσω τι σημαίνει. Είναι το μόνο επίτιμο διδακτορικό που απονεμήθηκε από τη σχολή μου κατά τα εικοσιοκτώ χρόνια που υπηρετώ εδώ στο Κίελο. Το καταστατικό μας απαιτεί ότι μια τέτοια πρόταση πρέπει να κερδίσει σε δύο διαδοχικές συνεδριάσεις τής σχολής πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων σε κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις. Είμαι στην ευχάριστη θέση να αναφέρω ότι το αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας στην περίπτωση τού Κέννεθ ήταν ομόφωνο και στις δύο περιπτώσεις. Η σχολή στο Κίελο ένιωσε οξεία αίσθηση απώλειας, όταν έμαθε τον θάνατο τού Κέννεθ.

Ήδη από το δεύτερο μισό τής δεκαετίας τού 1950 ο Κέννεθ είχε ξεκινήσει ένα άλλο έργο σημαντικού μεγέθους, το οποίο, πέρα από άλλες δεσμεύσεις του, κυριάρχησε στον χρόνο του μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Το αποτέλεσμα ήταν τέσσερις ογκώδεις τόμοι με τίτλο Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος (The Papacy and the Levant), 1204-1571, το οποίο δημοσιεύτηκε μεταξύ 1976 και 1984 στα Απομνημονεύματα τής Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (Memoirs of the American Philosophical Society). Το έργο παρέχει σύνθεση τής παπικής και ενετικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, πρώτα στη Φράγκικη Ελλάδα και αργότερα στη σχέση αυτών των πολιτικών με τούς Τούρκους. Τελειώνει κατάλληλα με τη ναυμαχία τής Ναυπάκτου, στην οποία ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας σταμάτησε για σημαντικό χρονικό διάστημα τη θεαματική τουρκική προέλαση, αν και η τιμή που πληρώθηκε γι’ αυτό υπήρξε σημαντική: η Βενετία αντικαταστάθηκε από την Ισπανία ως ηγέτιδα δύναμη στη Μεσόγειο. Το έργο παρέχει μαρτυρία τής μνημειώδους ευρυμάθειας τού Κέννεθ και αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο την προσέγγισή του στην ιστοριογραφία.

Ο Κέννεθ ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η ιστορία δημιουργείται περισσότερο από τούς ανθρώπους παρά από τις περιστάσεις και δεν είχε μεγάλη υπομονή με την προσέγγιση τής γαλλικής Σχολής των Annales.3 Σε αυτό δεν ήταν μόνος. O Σερ Στήβεν Ράνσιμαν εξέφρασε κάποτε τη λύπη του, ότι στις μέρες μας το γράψιμο τής ιστορίας περνούσε σε αλεξανδρινή εποχή, όπου η κριτική εξουδετέρωνε τη δημιουργία. Αντιμέτωπος με τον τεράστιο σωρό των μικρολεπτομερειών τής γνώσης και φοβισμένος από την άγρυπνη σοβαρότητα των συναδέλφων του, ο σύγχρονος ιστορικός, αισθανόταν ο Σερ Στήβεν, πολύ συχνά κατέφευγε σε πολυμαθή άρθρα ή στενά εξειδικευμένες διατριβές, μικρά οχυρά τα οποία ήταν εύκολο να υπερασπιστεί από επίθεση. Ο Κέννεθ δεν ήταν τέτοιου είδους ιστορικός. Αν και παρήγαγε εξειδικευμένες μελέτες, ιδιαίτερα στα νεότερα χρόνια τής ζωής του, όταν εργαζόταν στο θέμα των Καταλανών στην Ελλάδα, ο αριθμός τους μειώθηκε κατά τα επόμενα χρόνια, όταν ακόμη και η καταπληκτική του ικανότητα για καθημερινή εργασία επιβαρύνθηκε πλήρως από την επιμέλεια τής Ουισκόνσιν Ιστορίας και τού κολοσσιαίου Παπισμός και Ανατολική Μεσόγειος. Καθώς προχωρούσε ακατάπαυστα στον δρόμο του από αιώνα σε αιώνα, αυτοί οι τέσσερις τόμοι τον απορροφούσαν σε τέτοιο βαθμό, που δεν ήταν εύκολο να συμμετάσχει σε επιστημονική συζήτηση σχετική με τα γεγονότα οποιασδήποτε χρονικής περιόδου, πέρα από εκείνη στην οποία εργαζόταν τη συγκεκριμένη στιγμή. Όμως για τα γεγονότα αυτής τής συγκεκριμένης περιόδου θα μιλούσε όχι μόνο με ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση, αλλά και με χροιά σχεδόν αγορίστικου ενθουσιασμού. Έγραφε για το παρελθόν, αλλά επίσης, σε κάποιο βαθμό, το ξαναζούσε ο ίδιος. Έγραφε ιστορία όχι μόνο με το μυαλό του, αλλά και με την καρδιά του. Αυτό, καθώς και η χρυσή ρέουσα γραφή τού Κέννεθ, πρόσθετε συχνά αίσθηση δράματος σε τόμους, οι οποίοι, κάτω από λιγότερο αριστοτεχνική πένα, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ευρυμαθώς ανιαροί.

Ο Κέννεθ απέφυγε επίσης τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει εκείνος που συνθέτει, με την έννοια ότι ποτέ δεν έχασε την επαφή με τη λεπτομέρεια. Στη διάρκεια πολλών ετών απέκτησε εξαιρετική γνώση τού πρωτογενούς υλικού, αδημοσίευτου και δημοσιευμένου. Όταν εμφανίστηκε το 1976 ο πρώτος τόμος τού Παπισμός και Ανατολική Μεσόγειος, ο Κέννεθ είχε ήδη κάνει δεκατέσσερα παλαιογραφικά ταξίδια (voyages paleographiques) στα ιταλικά αρχεία, ενώ θα ακολουθούσαν πολύ περισσότερα. Τού άρεσε να παραθέτει το απόφθεγμα τού μεγάλου Καταλανού Rubio i Lluch, το οποίο σίγουρα ακολουθούσε: «Μια ζωή ανάλυσης για μια ώρα σύνθεσης» (una vida de analisis para una hora de sintesis). Σχεδόν κάθε χρόνο ο Κέννεθ περνούσε μεγάλο μέρος τού καλοκαιριού στη Βενετία, αγγίζοντας τον σχεδόν ανεξάντλητο πλούτο τού Κρατικού Αρχείου (Archivio di Stato). Η Βενετία ήταν η επιστημονική αγάπη των μέσων και ύστερων χρόνων του και ο Κέννεθ έγινε εκεί οικεία και πολύ σεβαστή φυσιογνωμία. Αργά ή γρήγορα, Ενετοί ιστορικοί και οι αλλοδαποί παλαιοί θαμώνες (vieux habitues), οι οποίοι, όπως ο Κέννεθ, συνέχιζαν να επιστρέφουν στη Βενετία, βρίσκονταν ως καλοδεχούμενοι προσκεκλημένοι σε δείπνο στο διαμέρισμα τού Κάμπο Σαντ' Άντζελο, το οποίο οι Σέττον νοίκιαζαν για πολλά καλοκαίρια.

Λόγω τού ενιαίου ωραρίου (orario unico), αυτής τής ιταλικής ιδιαιτερότητας που κλείνει τα αρχεία στις δύο το μεσημέρι, ο Κέννεθ περπατούσε ασταμάτητα στην πόλη τα απογεύματα. Οι μη Ενετοί φίλοι του δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν σε καλύτερο ξεναγό για μια περιήγηση τής Βενετίας. Θα τούς επισήμαινε το ανεπιτήδευτο σπίτι, στο οποίο είχε εγκατασταθεί το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στη Δύση μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης το 1453 ή το επιβλητικό παλάτι κοντά στην εκκλησία τού Σαν Τζιάκομο ντελλ’ Όριο, όπου ο φτωχός ευγενής Μαρίνο Σανούντο ο Νεώτερος καθόταν και έγραφε τα εκτενή του Ημερολόγια, ύστερα από μια μέρα συλλογής ειδήσεων στην αυλή τού δόγη και κουτσομπολιών στο Ριάλτο. Έτυχε να βρίσκομαι με τούς Σέττον το 1983 ή 1984, όταν ο Κέννεθ είπε ότι είχε μόλις διαβάσει την τελευταία σελίδα τού πεντηκοστού όγδοου και τελευταίου τόμου των Ημερολογίων τού Σανούντο. Είχε αρχίσει να τα διαβάζει το 1960-61, όταν ήταν αναπληρωτής διευθυντής τής Γενναδείου Βιβλιοθήκης στην Αθήνα. Δεν ξέρω κανένα άλλο άτομο, που να είχε την επιμονή να λάβει γνώση των Ημερολογίων τού Σανούντο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Η επιμονή τού Κέννεθ μετέτρεψε τούς τέσσερις τόμους τού έργου Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος (The Papacy and the Levant) σε τεράστιο ορυχείο πληροφορίας, στο οποίο το καθοδηγητικό χέρι τού δάσκαλου είναι πάντοτε εμφανές. Ενσωματωμένα σε αυτόν τον υπέροχο και πανοραμικό καμβά υπάρχουν μικρά αριστουργήματα, όπως η περιγραφή των κογκλαβίων που οδήγησαν στις εκλογές των παπών Ιουλίου Γ’ (εβδομηνταδύο μέρες και εξηνταμία ψηφοφορίες) και Πίου Δ’ (εκατόν δεκατρείς ημέρες), πλήρη με περιγραφές τής πολιτικολογίας, των θριάμβων, των αποτυχιών και των αθλιοτήτων, τόσο των νικητών όσο και των ηττημένων. Ο Κέννεθ ήθελε να τελειώσει τον Παπισμό και την Ανατολική Μεσόγειο πριν συνταξιοδοτηθεί και μάλιστα το κατόρθωσε. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έπαψε να παράγει. Τη φαντασία του είχε προσελκύσει η άμυνα τής Ευρώπης εναντίον τής επίθεσης τού Μεγάλου Τούρκου. Έτσι το 1991 εκδόθηκε το βιβλίο του Βενετία, Αυστρία και Τούρκοι κατά τον 17ο Αιώνα (Venice, Austria and the Turks in the Seventeenth Century).4 Ο Κέννεθ περιέγραψε λεπτομερώς τα γεγονότα μέχρι τη Συνθήκη Ειρήνης τού Πασσάροβιτς (1718) και έδειξε τον τρόπο με τον οποίο το άστρο τής Αυστρίας υψώθηκε ραγδαία αυτή την περίοδο, λόγω επιδέξιων διπλωματών, λόγω τής στρατιωτικής ιδιοφυΐας τού πρίγκηπα Ευγένιου τής Σαβοΐας, αλλά και λόγω των προσπαθειών που μια φτωχή και διαμελισμένη αυτοκρατορία κατέβαλλε για λογαριασμό των Αψβούργων. Όμως το επίκεντρο τού βιβλίου είναι και πάλι η Βενετία. Είναι κυρίως η ιστορία τής τελικής διάλυσης τής Ενετικής Αυτοκρατορίας. Το Πασσάροβιτς υποχρέωσε τη Βενετία, την οποία είχαν κατακλύσει προβλήματα στην πατρίδα, να ακολουθήσει πολιτική προσεκτικής ουδετερότητας και να αναζητήσει την τύχη της στην προσέλκυση πλούσιων τουριστών σε έναν αιώνα σχεδόν ατέλειωτου καρναβαλιού, μέχρι τη στιγμή που ο Ναπολέων έγραψε αδυσώπητα το τελευταίο κεφάλαιο τής ενετικής ιστορίας και ο William Wordsworth το σονέτο του «Περί τής Εξαφάνισης τής Ενετικής Δημοκρατίας».

Τη στιγμή που εμφανιζόταν το βιβλίο, ο Κέννεθ είχε χάσει τη δεύτερη σύζυγό του, ο θάνατος τής οποίας τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, καθώς ήσαν πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο. Το σπίτι ήταν άδειο και πάλι, ενώ ο ίδιος για μια ακόμη φορά βρήκε τουλάχιστον κάποιο μέτρο παρηγοριάς στο έργο του. Σε ένα ακόμη μικρό βιβλίο με τίτλο Δυτική Εχθρότητα προς το Ισλάμ και Προφητείες για την Καταστροφή των Τούρκων (Western Hostility to Islam and Prophecies of Turkish Doom, 1992), ο Κέννεθ εξέταζε την ιστορία μιας προκατάληψης. Όταν πέθανε, δούλευε σε ένα ακόμη βιβλίο, τις Ενετικές και Βρετανικές Αναφορές από την Ισταμπούλ κατά τον 18ο Αιώνα (Venetian and British Reports from Istanbul in the Eighteenth Century).

Όταν το σπίτι τού Πρίνστον είχε γίνει πολύ μεγάλο γι' αυτόν και πολύ άδειο, ο Κέννεθ μετακόμισε στις Μέντοου Λέικς, κοινότητα για ηλικιωμένους πολίτες στο Χαϊτστάουν τού Νιού Τζέρσεϋ, αλλά επέστρεφε συχνά στο γραφείο του στο Πρίνστον. Με τη γοητεία τής προσωπικότητάς του, το χιούμορ του και την εκτίμησή του για τούς άλλους, καθώς και με την εμπιστοσύνη που ενέπνεε και τη σοφία που ακτινοβολούσε, έκανε στο Χαϊτστάουν αυτό που είχε κάνει παντού: έκανε καινούργιους φίλους. Μια μέρα υπέστη ξαφνικά απόφραξη τού ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Αγωνίστηκε γενναία για αναπνοή για αρκετές εβδομάδες, πριν υποκύψει. Μια γεμάτη ζωή είχε φτάσει στο τέλος της.

O Κέννεθ Σέττον άρχισε ως κλασσικιστής και ιστορικός τής αρχαιότητας. Εργάστηκε πάνω στους Βούλγαρους στον 7ο αιώνα, διερεύνησε πλήρως την ιστορία τής καταλανικής και τής φλωρεντινής Ελλάδας κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Σε ένα μεγάλο έργο (magnum opus) αντιμετώπισε πλήρως με αριστοτεχνική αυθεντία την παπική και την ενετική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο και εναντίον των Οθωμανών από τον 13ο μέχρι τον 17ο αιώνα. Το χρέος μας απέναντί του γι’ αυτόν τον άθλο ιστορικής γραφής είναι τεράστιο. Τα βιβλία του θα στέκονται ως μνημεία μιας ζωής γεμάτης με άψογη ευρυμάθεια. Ο θάνατός του άφησε τούς φίλους του σαστισμένους και με την αίσθηση ότι έχουν χάσει το στήριγμά τους. Για μένα έχει εξαφανιστεί ένας πατρικός φίλος, που ήταν πάντοτε εκεί για να ακούει και να προσφέρει σωστές συμβουλές. Για εκείνους που γνώριζαν τον Κέννεθ και απολάμβαναν τής εμπιστοσύνης του, οι αναμνήσεις από αυτόν θα διατηρούνται πέρα από την καταστροφή τού χρόνου.

Hans Eberhard Mayer

Καθηγητής Μεσαιωνικής και Νεότερης Ιστορίας τού Πανεπιστημίου τού Κιέλου5

<-Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Εισαγωγικές πληροφορίες στην ελληνική έκδοση->
Scroll to Top