Σημειώσεις κεφαλαίου 12
- [←1]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Aven. 156, φύλλο 120, C. Εubel, Hierarchia catholica medii aevi, I (1913, ανατύπ. 1960), 206. Την ίδια μέρα ο Πιέρ Τομά παρέλαβε επίσης κατ’ ανάθεση (in commendam) την προηγούμενη μητροπολιτική του έδρα τής Κορώνης. Reg. Aven. 156, φύλλο 103 και πρβλ. Eubel, Hierarchia, I, 212 και D. Rattinger, «Der Liber Provisionum praelatorum Urbani V», στο Historisches Jahrbuch der Görres-Gesellschaft, XV (1894), 64, 66-67.
- [←2]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Aven. 156, φύλλα 45-46, 52, Reg. Vat. 253, φύλλα 27, 31-32, Reg. Vat. 246, φύλλα 271-276, Paul Lecacheux, Lettres secrètes et curiales du pape Urbain V (1362-1370) se rapportant à la France, I, δέσμη 2 (1906), αριθ. 1080, σελ. 169-70. Ο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1364, αριθ. 24, τομ. VII (τομ. XXVI τού Baronius-Raynaldus, Λούκκα, 1752), σελ. 106-7, παρέχει επίσης μέρος τού κειμένου τής παπικής βούλλας τής 10ης Ιουλίου. Philippe de Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Joachim Smet, Ρώμη, 1954, σελ. 117-19. F. J. Boehlke, Jr., Pierre de Thomas, Scholar, Diplomat and Crusader, Φιλαδέλφεια, 1966, σελ. 248-51.
Οι αρμοδιότητες και τα προνόμια που χορηγήθηκαν στον Πιέρ Τομά περιγράφονται στα Reg. Aven. 156, φύλλα 46 και εξής, 157, φύλλα 111 και εξής, Reg. Vat. 246, φύλλα 273 και εξής, 283 και εξής (στον Lecacheux, Lettres sècretes, I, δέσμη 2, αριθ. 1081-84, σελ. 170), Reg. Vat. 253, φύλλα 28-29, 30-34 και 261, φύλλα 86 και εξής. Τού επέτρεψαν να έχει οκτώ νοτάριους στο προσωπικό του, «οκτώ άγαμους κληρικούς, με ευρισκόμενους υπό ιερές εντολές» (octo clerici non conixigati nec in sacris ordinibus constituti), καθένας από τούς οποίους θα έδινε όρκο φεουδαρχικής υποταγής στην Αγία Έδρα [Reg. Aven. 157, φύλλο 111].
O Ουρμπαν Ε΄ είχε αποφασίσει να αναθέσει στον Πιέρ Τομά την αρμοδιότητα τού σταυροφορικού λεγάτου ήδη από τον Μάιο (1364), γιατί το αρχικό αρχειακό κείμενο τής βούλλας τού διορισμού του απευθυνόταν πρώτα στον Πιέρ ως αρχιεπίσκοπο Κρήτης και έφερε την ημερομηνία «XVI Kal. Junii» (17 Mαϊου). Αυτή η ημερομηνία άλλαξε στη συνέχεια σε «VI Idus Julii» (10 Ιουλίου), όταν το έγγραφο απευθυνόταν στον Πιέρ ως πατριάρχη Κωνσταντινούπολης [Reg. Aven. 156, φύλλα 45, 46 και εξής, με παρόμοιες αλλαγές ημερομηνίας και τίτλου στο Reg. Aven. 157, φύλλα 111-112]. Όπως υποδεικνύει ο Boehlke, προφανώς ο Ούρμπαν είχε αναθέσει στον Πιέρ την λεγατινή αποστολή πριν αποφασίσει να τον κάνει πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.
Παρά το γεγονός ότι ο διορισμός τού Πιέρ ως πατριάρχη έχει ημερομηνία 5 Ιουλίου, παπικές επιστολές με ημερομηνία 30 Ιουνίου παρέχονται στο Reg. Vat. 246, φύλλα 241-242 [πρβλ. Lecacheux, I, δέσμη 2, αριθ. 1051-53, σελ. 163-64], που απευθύνονται στον Πέτρο Α΄ τής Κύπρου, στον δόγη Λορέντσο Τσέλσι, στον Αμαδέο ΣΤ’ τής Σαβοϊας, στον κόμη Τόμας [λανθασμένα ονομαζόμενο Ουίλιαμ] τού Ουώρικ, στον μάγιστρο και το Οσπιτάλιο τού Αγίου Ιωάννη, στον δόγη Γκαμπριέλε Αντόρνο και την κοινότητα τής Γένουας και στον ποντεστά και την κοινότητα τού Πέρα, ενημερώνοντάς τους για τον διορισμό τού «αιδεσιμότατου αδελφού μας Πέτρου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ως λεγατου τής Αποστολικής Έδρας, … για την υποστήριξη τού γενικού περάσματος…» (venerabilis frater noster Petrus patriarcha Constantinopolitanus, Apostolice Sedis legatus, … in favorem et fulcimentum generalis passagii…).
Το νέο αξίωμα τού Πιέρ τού έδινε το δικαίωμα αποζημίωσης δέκα χρυσών φλουριών ημερησίως [Reg. Vat.246, φύλλα 274, 275 και αλλού], το οποίο ο Mézières, ό. π., σχολιάζει με προφανή ικανοποίηση.
- [←3]
-
R. J. Loenertz, Demetrius Cydones, Correspondence, I (Πόλη Βατικανού, 1956), βιβλίο x, επ. 93, σελ. 126-27 (Studi e testi, αριθ. 186). Είναι προφανώς αυτό το απόσπασμα εκείνο που οδήγησε τον Loenertz να χρονολογήσει αυτη την επιστολή στο καλοκαίρι τού 1364. Το κείμενο υπάρχει επίσης, με γαλλική μετάφραση, στην έκδοση των επιστολών Κυδώνη από τον Giuseppe Cammelli [Παρίσι, 1930, επ. 13, σελ. 31-32].
- [←4]
-
Lecacheux, Lettres sècretes, I, δέσμη 2, αριθ. 1305, σελ. 211 και πρβλ. αριθ. 1703, σελ. 292.
- [←5]
-
Βλέπε την έκδοση Smet τού Philippe de Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 119, σημείωση 34.
- [←6]
-
Guillaume de Machaut, La Prise d’ Alexandrie, επιμ. Louis de Mas Latrie, Γενεύη, 1877, στιχ. 1536-53, σελ. 47-48, 294. Πρβλ. και N. Iorga, Philippe de Mézières (1327-1405) et la croisade au XIVe siècle, Παρίσι, 1896, σελ. 199-200, 255, 259. Στις 26 Oκτωβρίου (1364), καθώς ο Πέτρος Α΄ κινούνταν προς νότο μέσω Φριούλι (ερχόταν από τη Βιέννη), το Κολλέγιο είχε ψηφίσει ότι δέκα ευγενείς, καθένας με δύο ακόλουθους, έπρεπε να τον περιμένουν στο Κονελιάνο, ενώ οι πολιτικοί διοικητές (rectors) τού Κονελιάνο, τού Τρεβίζο και τού Μέστρε είχαν εξουσιοδοτηθεί να ξοδέψουν μέχρι 300 λίρες καθένας, για να τού προσφέρουν «όλα δωρεάν και τιμές» (omnes civilitates et honores). Ο δόγης θα πήγαινε μέχρι το Σάντο Σεκόντο με το επίσημο σκάφος (Βucentauro) και θα έφερνε τον βασιλιά κατά μήκος τού Μεγάλου Καναλιού στο ανάκτορο Κορνέρ κοντά στο Ριάλτο [Mas Latrie, «Nouvelles preuves de l’ histoire de Chypre», Bibliothèque de l’ École des Chartes, XXXIV (1873), 73-74]. To κείμενο αυτό υπάρχει τώρα ανατυπωμένο στο Mas Latrie, Histoire de l’ île de Chypre, 3 τόμοι, Παρίσι, 1852-61, ανατύπ. Famagusta: Editions l’ Oiseau, 1970, στο συνοδευτικό τόμο Nouvelles Preuves-Documents Nouveaux (1970), σελ. 65-66.
Φτάνοντας στη Βενετία ο Πέτρος Α΄ ζήτησε να οργανωθεί άλλο ένα τουρνουά, για να γιορταστεί η νίκη τής Δημοκρατίας στην Κρήτη και φυσικά τότε ήταν που κονταρομάχησε με τον νεαρό γιο τού Λουκκίνο νταλ Βέρμε στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου [Iorga, ό. π., σελ. 259-60] και όχι ως τμήμα των εορτασμών, μάρτυρας των οποίων υπήρξε ο Πετράρχης τον Ιούνιο, όπως εσφαλμένα αναφέρεται από τον J. Jegerlehner, «Der Aufstand der kandiotischen Ritterschaft gegen das Mutterland Venedig, 1363-65», Byzantinische Zeitschrift, XII (1903), 95.
- [←7]
-
Liber Iurium Reipublicae Genuensis, II (Τορίνο, 1857), Chartae, αριθ. ccxxxviii, στήλες 733-35 στο Historiae patriae monumenta, IX. Carlo Pagano, Delle Imprese e Del Dominio Dei Genovesi Nella Grecia, Genoa, 1852, σελ. 295-98. Με πολύ περιληπτικό κείμενο στο Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II (Παρίσι, 1852), 253-54. Tο κείμενο τής πράξης εξουσιοδότησης τού Πέτρου Α΄ διασώζεται στη γενουάτικη-κυπριακή συνθήκη τής 18ης Απριλίου 1365, για την οποία βλέπε πιο κάτω.
- [←8]
-
Reg. Vat. 247, φύλλο 51, με επιστολές τής ίδιας ημερομηνίας προς τον Πέτρο Α΄ και τον Γκαμπριέλε Αντόρνο, δόγη τής Γένουας [στο ίδιο, φύλλα 50-52].
- [←9]
-
Liber Iurium Reipublicae Genuensis, II, στήλες 732-43. Pagano, Delle Imprese e Del Dominio Dei Genovesi Nella Grecia, σελ. 294-307 (με τη συνθήκη τής 10ης Ιουνίου 1232, στο ίδιο, σελ. 243-46). Mas Latrie, II, 254-66 (με τη συνθήκη τού 1232, σελ. 51-56) και πρβλ. στο ίδιο, IΙΙ (1855), 747-49 από Arch. di Stato di Venezia (1363-1366), Lettere segrete del Collegio, φύλλο 133, με ημερομηνία 24 Δεκεμβρίου 1364, για τις ενετικές προσπάθειες να γίνει ειρήνη μεταξύ Γένουας και Κύπρου.
Πολυάριθμες παπικές επιστολές καθώς και διάφορες άλλες πηγές καθιστούν σαφή τη σοβαρότητα τής σύγκρουσης και την αιματοχυσία στην Κύπρο την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1364, η οποία οδήγησε σχεδόν σε πόλεμο ανάμεσα στους Γενουάτες και τούς Λατίνους Κυπρίους, «με την πριν από λίγο καιρό διαμάχη μεταξύ των αγαπημένων παιδιών, αξιωματούχων και κατοίκων τής βασιλείας σου [Πέτρο] από τη μία πλευρά και Γενουατών πολιτών από την άλλη πλευρά…» (ante dudum discordie inter dilectos filios officiales et incolas regni tui [Petri] ex una et cives lanuenses ex altera parte…). Reg. Vat. 247, φύλλα 50 και εξής, 67 και εξής, 246, φύλλα 219 και εξής. Lecacheux, I, δέσμη 1 (1902), αριθ. 1027 και δέσμη 2 (1906), αριθ. 1034-35, 1102, 1602, 1609, 1619, 1649-50, 1681, ίσως 1700 και τελικά 1724 με ημερομηνία 26 Απριλίου 1365, στο οποίο ο πάπας Ούρμπαν Ε΄ συγχαίρει τον Πέτρο Α΄ για τη «μεταρρυθμισμένη ομόνοια» (concordia reformata) που επιτυγχανόταν τώρα μεταξύ εκείνου και των Γενουατών.
Για την αιτία και την πορεία αυτής τής σύγκρουσης βλέπε Λ. Μαχαιρά, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, επιμ. και μετάφρ. R. M. Dawkins, 2 τόμοι, Οξφόρδη, 1932, I, βιβλίο II, παρ. 145-49, 153-56. σελ. 126 και εξής:
«Μοναῦτα ἐμήνυσεν ὁ κουβερνούρης νʹ ἀρματώση δʹ κάτεργα ὁ ἀμιράλλης ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον διὰ φύλαξιν τοῦ νησσίου, κατὰ τὸ συνήθιν. Καὶ ὅνταν ἐπλερώθησαν οἱ ναῦτες, ἐφύγαν βʹ ἀπὸ ᾿ξ αὑτῆς τους· ἐγύρεψέν τους καὶ ηὗρεν τους καὶ ᾿κιβέντισέν τους μὲ τὸ τρουμπέττιν, καὶ ἔκοψεν πασανοῦ τὸ φτίν του τὸ δεξιόν· οἱ ποῖγοι ᾿διαφεντεύτησαν διὰ Γενουβίσον· καὶ διότι εὑρίσκετον εἰς τὸν λιμιόναν ἕναν κάτεργον γενουβίσικον τὸ ποῖον ἐναύλωσέν το ὁ κουβερνούρης νὰ πάρῃ βιτουάλιαν εἰς τὴν Ἀταλείαν, καὶ θωρῶντα πῶς ἐκιβέντισεν τοὺς συντρόφους τους, ἐππηδῆσαν εἰς τὸ κάτεργον καὶ ἐκόψαν πολλοὺς Κυπριώτες, ὅπου ἐπαῖρναν τὴν βιτουαλίαν εἰς τὴν Ἀταλείαν, καὶ ἐπῆραν τὴν βιτουαλίαν, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Χιόν. Καὶ μοναῦτα ἐμήνυσεν ὁ κουβερνούρης καὶ ἐκρατῆσαν ὅλους τοὺς Γενουβίσους καὶ νὰ πιάσουν καὶ τοὺς ἐγκυτάδες [τῶν αὐτῶν κατέργων ὁ ἀμιράλλης, καὶ νὰ τοῦ μηνύσουν νὰ στρέψῃ τὰ πράγματα τὰ ἐπῆρεν.
Καὶ μοναῦτα ὁ ποδεστᾶς τοὺς Γενουβίσους, ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ἀμόχουστον, ἐρμάτωσεν ἕναν γρίππον καὶ ἔπεψέν τον γυρεύγοντα τοῦ κατέργου, εἰ δὲ τὰ δʹ κάτεργα ὅπου ἐφυλάγαν τὸ νησσὶν ἐστράφησαν εἰς τὴν Κύπρον μὲ τὸν σὶρ Νικὸλ τε Ἰμπελὴ τὸν καπετάνον, καὶ ἐστέκουνταν εἰς τὸν λιμιόναν, ἐγδέχοντα ὁρισμὸν τοῦ πρίντζη. Καὶ θωρῶντα τὸ κάτεργον τοὺς Γενουβίσους ὅπου ἐστρέφετον ἀπὸ τὴν Χιόν, καὶ κατὰ τὸν ὁρισμὸν τοῦ ποδέστα, ἐποῖκαν ἄρμενον καὶ ἐπῆγαν ἀπάνω του, καὶ μερτικὸν σολδάτοι τοῦ ρηγὸς Σιτζιλιανοὶ ἀππηδῆσαν ἀπὸ τὸ κάθεργον τοῦ ρηγὸς εἶς τὸν γενουβίσικον, καὶ ἐσκοτῶσαν καπόσους Γενουβίσους. Γροικῶντα ὁ ποδεστᾶς ὀνόματι σὶρ Γιλιάμε Λερμὴν τὴν ζημίαν τὴν τοὺς ἐποῖκαν καὶ τὸν φόνον, ὥρισεν καὶ ἐπιάσαν ἕναν Πιζάνην ὅπου ἦτον εἰς τὸ κάτεργον τοῦ ρηγός, καὶ ηὗρεν τον ἀφορμὴν πῶς ἦτοι Γενουβίσος, καὶ ἀρνᾶται πῶς δὲν εἶνε· ὥρισεν καὶ ἐκόψαν τὴν γλῶσσαν του. Γροικῶντα ὁ σὶρ Τζουὰν τε Σασούν ὁ ἐμπαλῆς τῆς Ἀμοχούστου τούτην τὴν παράξενην κρίσιν τὴν ἐποῖκεν εἰς ξένην χώραν, ἐποῖκεν το νῶσιν τοῦ ἀμιράλλη ὅπου ἦτον ὁ σὶρ Τζουὰν τε Σούρ. Καὶ ἀγκρίστην πολλά, καὶ ἐκαβαλλίκευσσεν μὲ τὸν ἐμπαλὴν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν λότζαν τοὺς Γενουβίσους, καὶ ηὗραν ταραχὴν μεσὸν τοὺ(ς) Σιζι(λι)ανοὺς καὶ τοὺς Γενουβίσους· καὶ ἐκεῖ ἐκατηγόρησεν ὁ ἀμιράλλης τὸν ποδεστᾶν πολλὰ ὅταν ἐθέλησεν καὶ ἐποῖκεν τὴν κρίσιν εἰς τὴν [λότζαν του· καὶ εἶπεν του: «Ὅρισε τοὺς Γενουβίσους νὰ πᾶν ἔσσω τους νὰ ᾿ξαρματώσουν· εἰ δὲ μή, ὁρίζω καὶ κατακόβγουν τους.» Καὶ ὁ ποδεστᾶς εἶπεν του: «Μηδὲν σοῦ φαίνεται, ἀφέντη, ὅτι ἂν τοὺς κατακόψῃς τοὺς Γενουβίσους ὅπου εὑρίσκουνται εἰς τὴν Ἀμόχουστον καὶ σκοτώννεις ὅσους ἔχει εἰς τὸν κόσμον· ἔχει ἄλλους πολλοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀπὲ τὸ αἷμαν μας ἁποῦ θέλουν πάρειν βεντέτταν ἀπὸ ᾿ξ αὑτῶν τοὺς φονιάδες· καὶ μηδὲν σοῦ φαίνεται καὶ εἴμεστεν χωργιάτες σου.»
Καὶ μέσα εἰς τοῦτον ἐσκοτώθησαν πολλοί, καὶ ὁ ἐμπαλὴς τῆς Ἀμοχούστου καὶ ὁ ἀμιραλλὴς ἐπέψαν χαρτιὰ τοῦ κουβερνούρη καὶ ὁ ποδεστᾶς τὸ τίντα ἐγίνην. Καὶ μοναῦτα ἕρισεν δʹ καβαλλάριδες νὰ πᾶν νὰ ποίσου ἐξέτασιν. τὸν σὶρ Τουμᾶς τε Μουντολὶφ ὁ ἀδετούρης, καὶ ὁ σὲρ Τζουὰν ντε Νόρες ὁ τουρκοπουλλιέρης, [καὶ ὁ κούντη τε Ρουχᾶς ὁ σὶρ Τζουὰν τε Μόρφους, καὶ ὁ μαρίτζας τῆς Κύπρου] ὁ σὶρ Τζὰκ τε Σφάντα Μικέλ. Καὶ πεσώνοντα εἰς τὴν Ἀμόχουστον ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον, καὶ ἐμηνύσαν εἰς πᾶσα μοναστήριν τοὺς Λατίνους, καὶ ἐπέψαν ἀπὸ πᾶσα μοναστήριν δύο καλογήρους, καὶ ἐμηνύσαν καὶ τοῦ ποδεστᾶ νὰ πᾷ νὰ συντύχῃ μετά τους. Καὶ ἦλθεν καλὰ συντροφιασμένος· καὶ έσυντύχαν πολλὰ καὶ ἀργῆσαν νὰ μουλλώσουν. Τἄπισα ἐστράφην ὁ ποδεστᾶς καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν λότζαν του· καὶ ἔριψεν τὸ βεργὶν ἀπὲ τὸ χέριν του καὶ ἐποῖκεν διαλαλημὸν ὅτι ὅλοι οἱ Γενουβίσοι νὰ ᾿φκαιρέσουν τὴν Κύπρον ὅλον ὀκτώβριν ͵ατξδʹ.
Καὶ οἱ ἄνωθεν δʹ ἄρχοντες, ἔξηγήθησαν τὴν ὑπόθεσιν τοῦ κουβερνούρη· καὶ ὁ κουβερνούρης ὥρισεν νὰ γενῇ νας διαλαλημός, ὅτι πᾶσα Γενουβίσος ὁποῦ θέλει νὰ μείνῃ εἰς την Κύπρον νὰ μείνῃ χώρις φόβον τὸ κορμίν του καὶ τὸ δικόν του, καὶ νὰ ᾖνε εἰς τὸ θέλημάν του κατὰ τὸ συνήθιν; τους. Καὶ ὁ αὐτὸς ποδεστᾶς ἐμπῆκεν εἰς ἕναν καράβιν καὶ πολλὰ ἐβάρυνεν τοὺς ἀφέντες τῆς Κύπρου εἰς τὸ κουμούνιν.
Καὶ ὁ ἀφέντης ὁ πρίντζης ἐμήνυσέν το τοῦ ρηγὸς εἰς τὴν Φραγκίαν τὸ πρᾶμαν τὸ ἐγίνην μὲ τοὺς Γενουβίσους. Καὶ οἱ Γενουβίσοι ἐπέψαν εἰς τὴν Κύπρον ἕναν Γενουβίσον διὰ νὰ ἐξετάσῃ τὸ πρᾶμαν· καὶ ἐπέσωσεν εἰς τὸ νησσὶν τῇ βʹ σεπτεβρίου ͵ατξδʹ, καὶ ὥρισεν τοὺς Γενουβίσους νὰ εὐκαιρέσουν τὴν Κύπρον διὰ οὗλον Φεβρουάρην. Καὶ ὁ ρήγας ἐμήνυσεν τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ Τζάκου τε Λουζουνία νὰ πάγῃ ἐκεῖ ἁποῦ εὑρίσκεται ὁ ἀδελφός του ὁ ρήγας· καὶ κατὰ τὸν ὁρισμόν του ἐπῆγεν μὶ τὰ κάτεργα τὰ βενέτικα. …….
Τὸ λοιπὸν τὸ σουπέρπιον γένος τῶν Γενουβίσων καὶ παράβουλον, ὁποῦ πάντα ᾿πλημελοῦσα νὰ πάρουν τὴν Κύπρον καὶ ἀφορμολογοῦσαν, ηὗραν ἀφορμὴν τοῦ μαλλωμάτου καὶ ἐπέψαν χαρτία εἰς τὴν Γένουβαν, ὅπου ἦτον ὁ ρὲ Πιέρ, καὶ ἀγγαλέσαν ἀπὸ τὸ ἀδικον ὁποῦ τοὺς ἐγίνετον εἰς τὴν Κύπρον. Καὶ ὁ ρήγας ἐπερίλαβέν τους μὲ μεγάλην χαράν, καὶ διότι εἶχεν ὄρεξιν νὰ φέρῃ δύναμιν νὰ πάγῃ νὰ κατακόψῃ τοὺς ἄπιστους Σαρακηνούς, δὲν ἐθέλησε νὰ τοὺς ἀγκρίσῃ, [διὰ νὰ μηδὲν ξηλωθοῦν οἱ λᾶς.] Τότες ὠρδινίασεν γʹ καβαλλάριδες ἀπὸ τὴν συντροφιάν του [νὰ πᾶσιν εἰς τὴν Γένουβαν] διὰ νὰ σάσουν τὴν διαφοράν· οἱ ποῖγοι ἦσαν ὁ μισὲρ Φιλίππε τε Μανζιέρες ὁ ταντζιλιέρης τῆς Κύπρου, καὶ ὁ μισὲρ Σιμοὺν Τενόρες, καὶ τὸν μάστρε Γκὴ τὸν ἰατρόν, καὶ ἔδωκέν τους πογέρι νὰ ποίσουν στοιχήματα, εἰς τὸ καλλιώττερον ὁποῦ νὰ μπορήσουν, διὰ νὰ γενῆ ἀγάπη μεσόν τους, διὰ νὰ μηδὲν ἔχῃ κώλυμαν εἰς τὸ ταξείδιν του. Οἱ μαντατοφόροι ἐπῆγαν εἰς τὴν Γένουβαν καὶ μέσα εἰς πολλὲς διαφορὲς καὶ ζητήματα τὰ ᾿ζητοῦσαν οἱ Γενουβίσοι, ἐσυντύχα καὶ ἐκαταστῆσαν νὰ γενοῦν τὰ κεφάλαια τοῦτα, τὰ ποῖα εἶνε κʹ, καὶ ᾿γράφησαν λατίνικα εἰς χαρτὶν μένπρινον. Καὶ πρῶτον:
Πρῶτον, ζητᾶ ὁ ρήγας τῆς Κύπρου τὴν ἀγάπην, ἡ ποῖα ἀγάπη νὰ ᾖνε ἀληθινὴ καὶ στερεωμένη, καὶ ὁ θεὸς νὰ τὸ ποίσῃ εἰς καλὴν ὥραν. Ἀπὸ τὴν ζημίαν ἁποῦ έγίνην εἰς τὴν Κύπρον νὰ τὸ σάσουν, καὶ τὸ μάλλωμαν τῆς Ἀμοχούστου νὰ διαφεντέψουν, νὰ μὲν τοὺς πολομοῦν ἀγανάκτησιν· διὰ τοῦτον ἐπέψαν μαντατοφό- ρους νὰ συνπάψουν τὴν ἀγάπην. Τὰ ὀνόματα τῶν βʹ ὑπογεγραμμένων συνβουλατόρων τοῦ δουκάτου οἱ ποῖγοι ἐσμίκτησαν νὰ γινῇ ἀγάπη, καὶ εῖνε (τὸ) γʹ κεφάλαιον:
Πρῶτον ὁ τούζης σὶρ Γαβριὲλ Τανουρνέ, καὶ ὁ σὶρ Λεβροὺν Λιαδοὺς πιούρ, Τζακὲ ντε Φραντεκήν, καὶ εἶνε ὁ δεύτερος· ὁ τρίτος μισὲρ Ἕκτορ Βισεής, ὁ δʹ μισὲρ Πιὲρ τε Συνγκαστέρς, ὁ εʹ Παρτολομαῖος Πορτονάρη, ὁ Ϛʹ μισὲρ Τζουλίαν τε Καστρό, ὁ ζʹ μισὲρ Τζουάνε τε Φουτάνε νοτάριος, ὁ ηʹ Τουμᾶς τε Ἀγγαρήν, θʹ Τζάκες τε Πουνέτ, ιʹ Πανπελοὺς δε Καζάλε, ιαʹ Τελαλητοὺς τε Κορδερής, ιβʹ Βαρθολομαῖος τε Βιαλής.
Τὸ τέταρτον, νὰ καθαρίσουν ποῖγοι εἶνε Γενουβίσοι καὶ ποῖγοι εἶνε ὅπου κράζουνται Γενουβίσοι, ἀνισῶς καὶ ᾖνε [ἀπουλεύθεροι τῶν Γενουβίσων,] καὶ ὅλοι ὅπου εἶνε εἰς τὸν τόπον τοὺς Γενουβίσων.
Τὸ πέμπτον, νὰ ᾿δοῦ ν᾿ ἀποσκεπάσουν τὸ κουμέρκιν, ἀνισῶς καὶ ποττὲ ἐπλέρωσεν Γενουβίσος κουμέρκιν· κατὰ τὴν καθάρισιν, νὰ πορευτοῦν ὡς γοιὸν τὸν περασμένον καιρόν.
Τὸ ςʹ, οἱ κραζομένοι Γενουβίσοι νὰ ἔχουν σωστὴν ἐλευθερίαν τῶν Γενουβίσων.
Τὸ ζʹ, οἱ κρίσες τῶν Γενουβίσων νὰ γινίσκουνται μὲ τὸν ποδεστᾶν κατὰ τὸν πρῶτον καιρόν.
Τὸ ηʹ, ἀποὺ τοὺς Γενουβίσους ὅπου εἶνε ἀνθρῶποι τοῦ ρηγός, καὶ ἔχει πολλοὺς ἁποῦ σφίνγκουνται νὰ γενοῦν ἀπὸ τὴν πτωχιάν τους, νὰ μηδὲν τοὺς δέχουνται [καὶ κανενεὶς Γενουβίσος.] Τὸ θʹ, νὰ μὲν τοὺς σφίξουν οἱ ἐφφικάτοροι τοῦ ρηγὸς διὰ νὰ γενοῦν τοῦ ρηγὸς δυναστικῶς.
Τὸ ιʹ, ὅλοι οἱ Γενουβίσοι καὶ οἱ λεγομένοι Γενουβίσοι νὰ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ πᾶν καὶ νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Κύπρον θαρούμενα ἀπάνω εἰς ὁποῖον καράβιν θέλουν.
Τὸ ιαʹ, ἀνισῶς ὅτι κάτεργα! ἀρματωμένα γενουβίσικα νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Κύπρον καὶ νὰ μηδὲν ἔχουν πραματεῖες, νὰ μηδὲν ᾖνε κρατούμενοι νὰ ἐμποῦν εἰς τὴν Ἀμόχουστον.
Τὸ ιβʹ, ὅτι οἱ Γενουβίσοι, ἢ λεγομένοι Γενουβίσοι, νὰ ἔχουν πογέρι νὰ πεζεύσουν ὅπου θέλουν εἰς ὅλον τὸ νησσίν.
Τὸ ιγʹ, ὅτι οἱ καραβοκυροὶ οἱ Γενουβίσοι, ἢ λεγομένοι Γενουβίσοι, νἄχουν πογέρι νὰ βγαίννουν ἀποὺ ὁποῖον τόπο νὰ θέλουν ἀπὸ τὴν Κύπρον νὰ πᾶσιν εἰς τὸ ταξείδιν τους.
Τὸ ιδʹ, ὁ ρήγας καὶ ὀφιτζιάλιδές του νὰ μηδὲν ἔχουν πογέριν νὰ κωλύσουν τοὺς Γενουβίσους ἢ τοὺς λαλημένους Γενουβίσονς, οὐδὲ τὰ καραβία τους, οὐδὲ τὲς πραματεῖες τους.
Τὸ ιεʹ, τὰ ζυγία τοὺς Γενουβίσους καὶ τὰ μέτρη τους ὅπου ἔχουν χανουτία νὰ ᾖνε εἰς τὴν ἀφεντιάν τους, τουτἔστιν τοῦ ποδεστᾶ τους, καθῶς τὸ λαλεῖ τὸ προβιλίζιν τοῦ ρὲ Οὕκ, καὶ ᾿δεῖξαν το καὶ εἶνε γεγραμμένον τῇ ιʹ ἰαννουαρίου ͵ασλβʹ Χριστοῦ.
Τὸ ιςʹ, τὸ κουμούνιν τους Γενουβίσους νἄχουν τόπον καὶ ἐξουσίαν νὰ ποίσουν λότζαν τῶν Γενουβίσων.
Τὸ ιζʹ, ὁ ρήγας καὶ οἱ ἀβιτζιάλιδές του νὰ ποίσουν κρίσιν καὶ δικαιοσύνην τοὺς Γενουβίσους ἀποὺ τὰ πράγματα τὰ ἐπήρασιν.
Τὸ ιηʹ, νὰ ποίσουν κρίσιν τοὺς Τζιτζιλιάνους καὶ τοὺς ἄλλους ὅπου ἦτον εἰς τὴν λότζαν τοὺς Γενουβίσους εἰς τὴν Ἀμόχουστον.
Τὸ ιθʹ, νὰ ᾿δοῦν τὸ προβιλίζιν τοῦ μακαριωτάτου ρὲ Οὔκ, καὶ πᾶσα πρᾶμαν ὅπου ἐγκίζει εἰς τὸ αὐτον προβιλίζιν διὰ τοὺς Γενουβίσους κατὰ κεῖνον νὰ γροικοῦνται καὶ νὰ πορεύγουνται· νὰ ξορίσουν ἀπὸ τὴν Κύπρον τὸν σὶρ Τζουὰν Σασούν, ὁκαποτὲ ἐμπαλὴς τῆς Ἀμοχούστου, νὰ ποίσουν ἔξω τῆς Κύπρου καιρόν.
Τὸ κʹ, ὅσοι θέλουν ν᾿ ἀποβγοῦν διὰ Γενουβίσοι οἱ ποῖγοι νὰ ᾖνε ἀπὸ τόπους γενουβίσικους, καὶ δείχνοντα βʹ μαρτυρίες, νὰ τοὺς δεκτοῦν μετὰ χαρᾶς.
Καὶ τελειώνοντα οἱ μαντατοφόροι τὰ ἄνωθεν κεφάλαια καὶ τὴν ἀγάπην, ἐστράφησαν εἰς τὸν ρήγα καὶ ἐμεταγράψαν φράνγκικα ἀπεζὰ τὰ στοιχήματα καὶ ἐδεῖξαν τα τοῦ ρηγός. Καὶ ὅλα ἐστερέωσέν τα, χωρὶς νὰ ξορίσουν τὸν ἀμιράλλην καὶ τὸν σὶρ Τζουὰν Σασιούν. Καὶ ἐξαναμήνυσεν εἰς τὴν Γένουβαν καὶ ἐποῖκαν του τὸ χαρτὶν τῆς ἐλευθερίας του, τουτἔστιν σάλβο κουντοῦτον.
Καὶ μοναῦτα ἀρματῶσαν γʹ κάτεργα εἰς τὴν Γένουβαν καὶ ἦρταν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἐφέραν ποδέσταν μετά τὴν ἀγάπην, καὶ ἀφῆκαν τον εἰς τὴν Ἀμόχουστον».
Βλέπε επίσης Rene de Mas Latrie, Chroniques d’ Amadi et de Strambaldi, μέρος I (Παρίσι, 1891), 413-14 και ιδιαίτερα μέρος II (1893), 56-58, 60-62. Mas Latrie, Chronique de l’ île de Chypre, par Florio Bustron, στο Mélanges historiques, V (Παρίσι, 1886), 261-62. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 255-66, έκδοση Smet τού Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 122-23, 222-24 και Boehlke, Pierre de Thomas, σελ. 258-66.
Τον Μαϊο τού 1373 οι Κύπριοι έδωσαν πίσω την Αττάλεια (Adalia) στους Tούρκους, φοβούμενοι ότι θα την έπαιρναν οι Γενουάτες! [Μαχαιράς, I, βιβλίο iii, παρ. 366-69, σελ. 344-48]:
«Καὶ ἅνταν ἔμαθεν ὁ ρήγας πῶς οἱ Γενουβίσοι ἐποῖκαν μάχην μὲ τὴν Κύπρον, ἐφοβήθην πὰς καὶ στείλουν ἀπὲ τὰ ξύλα τους καὶ παρακάτζῃ τῆς Ἀταλίας, καὶ τὸ κάτεργον ἀπὲ τὴν Ἀταλίαν δὲν ἠμπορῇ νἄχῃ ζωοτροφίαν, καὶ ἂν χάσουν τὴν στράταν τῆς Κύπρου ἐθέλαν παραδοθεῖν τοὺς Τούρκους· καὶ ἐκεῖ εἶχεν πολλοὺς λᾶς τῶν ἀρμάτων, καὶ ἡ Κύπρος ἐχρήζετόν τους διὰ τὴν Ἀμόχουστον καὶ τὸ νησσίν· ἀκομὴ καὶ τὸν ὄξοδον ἐχρήζουνταν διὰ τὰ μηνία νὰ τἄχουν διὰ τὴν Κύπρον, πὰς καὶ δὲν ἠμπορήσουν νὰ τοὺς ὁδηγοῦν· καὶ εἰς τοῦτοι· ἔχεν βουλὴν μὲ τοὺς καβαλλάριδες, καὶ οὗλοι ἀντάμα εἶπα νὰ στρέψουν τὸ αὐτὸν κάστρον τους Τούρκους, παρὰ νὰ τὸ πάρουν ο῾ Γενουβίσοι, καὶ ἐζητῆσαν το νὰ τὸ δηγοῦν· καὶ δὲν ἐφάνην τοῦ ρηγὸς ᾿δὲ τῆς βουλῆς του νὰ τὸ δώσουν ἀλλοῦ παρὰ τοῦ Τακκᾶ. Καὶ εἰς τοῦτον ὁ ρήγας ἔπεψεν ἕναν πουρζέζην ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον τὸν σὶρ Πατὴ Μισταχέλην, καὶ ἐδῶκεν του εἰς τὴν συντροφίαν του τὸν Τζορτζὴν τὸν Πισσολόγον ἀπὸ τὴν Λευκωσίαν, νὰ πᾶν εἰς τὸ Τακκᾶ τὸν ἀφέντην τῆς Ἀταλίας· καὶ ἀνὲν καὶ ὁ Τακκᾶς θελήσῃ νὰ γινῇ ἄνθρωπος τοῦ ρηγὸς καὶ νὰ τοῦ ᾿μόσῃ νὰ διδῇ τέλος τῆς Κύπρου ἐκεῖνος καὶ εἴ τις ἔρτει ὀπίσω του, καὶ ἄλλα πολλὰ στοιχήματα τὰ τοὺς εἶχεν ὁρίσει νὰ τοῦ ποῦσιν, καὶ νὰ σηκώσῃ καὶ τους λᾶς καὶ τὴν ἀρματωχίαν τὴν εἶχεν ἡ τζαρτζαχάνα, τὰ εἶχεν πέψειν ὁ ρήγας, καὶ νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Κᾁπρον.
Καὶ πηγαίννοντα οἱ ἄνωθεν εἰς τὸν Τακκᾶν, καὶ ἐδιαβάσαν του τὸ χαρτὶν τοῦ ρηγός, ἐχάρην χαρὰν μεγάλην, καὶ ἐστερέωσεν τὰ μαντάτα, καὶ ἐδῶκεν τους κανισκία. Εἰς τοῦτον ὁ μισὲρ Μπατὴ Μισταχέλης καὶ ὁ σὶρ Γζόρτζους ὁ Πισσολόγος ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀταλίαν καὶ ἐδῶκαν τὲς γραφες τοῦ σὶρ Ἐστάσε Πασάντη τοῦ καπετάνου [τῆς Ἀλλαγίας,] καὶ ἐδεῖξαν του τὸ πογέριν τοὖχαν, καὶ ὥρισεν ὅτι οἱ λᾶς νὰ στραφοῦν εἰς τὰ ξύλα τοῦ ρηγός, τουτἔστιν άπάνω εἰς τὸ μέγαν καράβιν τὴν ἔπεψεν ὁ ρήγας, καὶ ε(ἰ)ς ὅλα τὰ καραβία, νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Κᾁπρον.
Καὶ τὸ σαμβάτον, τῇ ιδʹ μαγίου ͵ατογʹ Χριστοῦ ἦρτεν ὁ Τακκᾶς νὰ βάλῃ τὴν κατούναν του ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἀταλίαν, καὶ ἐποῖκεν τοὺς ὅρκους τοὺς ἔμελλε νὰ ποίσῃ τοῦ ρηγός· καὶ ἔδωκεν τους μαντατοφόρους αʹ μερτικὸν ἀγκεῖα ἀργυρὰ νὰ τὰ φέρουν τοῦ ρηγός· μέσα εἰς τὰ ποῖα ἔπεψεν ἕναν ποτήριν ἀργυρὸν πολλὰ τιμημένον καὶ πολλὰ βαρύν, τὸ ἔχουν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὴν παρδιάβασιν καὶ μεσώννουν το κρασίν, καὶ πιάννουν μὲ τὸ κουτάλιν καὶ διδοῦν τους καὶ πίννουν, ὡς γοιὸν μίαν λακάνην μὲ τὸ πόδιν. Καὶ ἐτελείωσαν πᾶσα πρᾶμαν ὅπου τοὺς ὥρισεν ὁ ρήγας· καὶ ὡρίσαν τοὺς λᾶς νὰ μποῦν ἀπάνω εἰς τὰ ξύλα. Τὸ ποῖον ἦτον μεγάλη ἀντροπὴ τῆς χριστιανοσύνης, νὰ στρέψουν τοιοῦτον ὄμορφον κάστρον [τοὺς Τούρκους, τὸ ἔκτησεν ὁ ρὲ Πιὲρ] μὲ μεγάλον πόλεμον καὶ μὲ σκοτωμὸν πολλὴν ὥς που νὰ τὸ πάρῃ ἀπὸ τοὺς Τούρκους· καὶ τοῦτον ἐγένετον διὰ τὴν ἀφορμὴν τῶν Γενουβίσων. Ὁ λαὸς ἐκουβαλήθην εἰς τὰ ξύλα μὲ ὅλες τους τὲς βιτουαλίες καὶ τὴν εἰκόναν τῆς Κύπρου Θεοτόκου, τὴν ἐζωγράφισεν ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς, καὶ οὗλον τὸ ἀσημοχρούσαφον τοῦ ναοῦ καὶ τῶν εἰκόνων τοῦ τέπλου, καὶ πολλὰ ἄλλα λείψανα καὶ ἦρταν εἰς τὴν Κερ(υν)ίαν.
Καὶ ἅνταν ἐμάθαν τὰ κάτεργα τοὺς Γενουβίσους τὰ μαντάτα, ἐπέψαν δύο κάτεργα νὰ τοὺς ἐμπλάσουν νὰ τὰ πάρουν, καὶ ὁ θεὸς ἐγλύτωσέν τους ἀπὲ τὰ χέργια τους, χωρὶς τοῦ σὶρ ΠατὴὺΜισταχέλην καὶ ἄλλους ὅπου ἦσαν ἀπάνω εἰς μίαν βάρκαν, καὶ ἐπίασέν τους τὸ κάτεργον τὸ γενουβίσικον· καὶ ἡ ἀφορμὴ ἦτον, καὶ ὁ αὐτὸς σὶρ Πατὴς ἐπόνεν τον ἡ καρδιά του νὰ μπῇ εἰς τὸ καράβιν, μήπως καὶ ᾿δοῦν τον ἀπὸ μακρὰ καὶ ἔλθουν καὶ πάρουν τον, ἀμμὲ ἐρμάτωσεν τὴν βάρκαν τοῦ καραβίου νὰ ἔρτῃ γίτζαν γίτζαν ὅλον παραγιάλιν, καὶ ἀνὲν καὶ ἀποσκεπάσῃ κανέναν ἄρμενον νὰ ππέσῃ εἰς τὴν γῆν· καὶ ἤτζου ἦλθαν εἰς τὴν Ἀλλαγίαν, καὶ ἕναν κάτεργον γενουβίσικον ἦτον ᾿ραμμένον ὀμπρὸς εἰς τὸν λιμιόναν τῆς Ἀταλίας καὶ ἀποσκέπασεν τὴν βάρκαν καὶ ἐπῆγαν ἀπάνω της καὶ ἐπῆραν την σύψυχην. Καὶ τὰ ἄλλα ξύλα ἐπεσῶσαν κατοβοδωμένα εἰς τὴν Κερυνίαν. Τὸ κάτεργον ἐπῆρεν τὴν βάρκαν καὶ τοὺς λᾶς ἔμπροσθεν τοῦ τζιβιτάνου τῶν κατέργων, καὶ ἀπὸ ᾿ξ αὑτῆς τους ἐμάθαν εἴ τι ἐγίνην, καὶ ἐσιδέρωσάν τους, καὶ εἶχεν τους ἀπάνω εἰς τὸ κάτεργον.»
Βλέπε επίσης Amadi (σελ. 441-42), Strambaldi (σελ. 147-49) και Florio Bustron (σελ. 296).
- [←10]
-
Liber Ιurium, II, στήλη 744. Pagano, Delle Imprese, σελ. 293-94. Mas Latrie, II, 266-67, Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 266.
- [←11]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 119-24. Απαντώντας σε παράπονα τού Ούρμπαν Ε΄ προς τον Ενετό συμβολαιογράφο Ραφφαίν Καρεζίνι, που βρισκόταν τότε στην παπική κούρτη στην Αβινιόν, όσον αφορά τη σιωπή που φαινόταν να διατηρεί η Δημοκρατία «για το γεγονός τής ένωσης κατά των Τούρκων» (super facto unionis contra Turchos), ο δόγης και τα μέλη τού Κολλέγιου επέστρεψαν τη διαμαρτυρία ότι
«έχουμε την ευχαρίστηση, για τη διέλευση τού άρχοντα βασιλιά τής Κύπρου και αρκετών ευγενών που είναι μαζί του, να τούς μεταφέρουμε με πολλές γαλέρες και πλοία μεταφοράς, σύμφωνα με προγενέστερη υπόσχεσή μας και το κάνουμε αυτό σεβόμενοι την Αγιότητά σας»
(complacuimus domino regi Cipri pro transitu suo et plurium nobilium qui secum transfretarent de pluribus galeis et navigiis secundum promissionem per nos olim sibi factam pro reverenda Sanctitatis sue)
[Lettere segrete, φύλλο 151, με ημερομηνία 27 Μαΐου 1365].
Αυτό το κείμενο βάζει σε αμφιβολία τη δήλωση τού Mézières ότι ο Πέτρος Α΄ τώρα συγκέντρωνε τούς οπαδούς του «με δικά του έξοδα και χωρίς βοήθεια από κάποιον ηγεμόνα ή την κοινότητα των χριστιανών» (in expensis suis et sine adiutorio alicuius principis vel communitatis Christianorum) [ό. π., σελ. 124].
- [←12]
-
Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 266-67, 277-78, Boehlke, Pierre de Thomas, σελ. 273.
Στις 26 Ιουνίου, τη μέρα πριν την αναχώρηση τού Πέτρου, ο δόγης και το Κολλέγιο έγραψαν στον Νικκολό Πολάνι, διοικητή γαλέρας στον Κόλπο:
«Σημειώνουμε για πληροφόρησή σας ότι από εμάς και από τα μικρότερα συμβούλιά μας των Κλητών [Γερουσία], των Σαράντα και των Προσθέτων [Χούντα], αποφασίστηκε και αυτή την εντολή δίνουμε στον διοικητή μας τού Κόλπου, ότι τρεις από τις γαλέρες τού Κόλπου, στον οποίο αριθμό πρέπει να περιλαμβάνεται και η δική σας γαλέρα, θα ακολουθήσουν τον κύριο βασιλιά Κύπρου μέχρι το νησί του τής Κύπρου ή μέχρι τη Ρόδο ή μέχρι την Αττάλεια…»
(Significamus vobis pro informazione vestra quod per nos et nostra consilia minus, Rogatorum, et XL et additionis captum est et sic mandamus capitaneo nostro Culphy quod tres ex galeis Culphy, de quarum numero esse debet galea vestra, assotientur dominum regem Cipri usque ad insulam suam Cipri vel usque Rodum vel usque Sataliam…)
[Lettere segrete del Collegio (1363-1366), φύλλο 153].
Βλέπε επίσης στο ίδιο, φύλλα 154, 155, 157, 159, επιστολές με ημερομηνία 26-27 Ιουνίου προς τον διοικητή τού Κόλπου και προς τον δούκα, τούς συμβούλους και τούς επόπτες (provveditori) τής Κρήτης, όπου τρεις από αυτές τις επιστολές παρέχονται, με μια περιστασιακή παράλειψη και εσφαλμένη ανάγνωση, στον Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, III, 751-52.
- [←13]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (Βενετία, 1683), βιβλίο vii, αριθ. 227, σελ. 42. Στις 4 Σεπτεμβρίου (1365) η Ενετική Γερουσία επιδοκίμαζε τον συμβολαιογράφο τους Ντεζιντέριο Λούτσιο, που βρισκόταν τότε στην Αβινιόν, για τον ρόλο που είχε παίξει στην απόκτηση τής «χάρης» (που είχε ημερομηνία 25 Αυγούστου, αλλά είχε χορηγηθεί από τον Ούρμπαν Ε΄ μια βδομάδα περίπου νωρίτερα): Ο Ντεζιντέριο έπρεπε να ζητήσει ακρόαση από τον πάπα,
«και να εκθέσετε το ίδιο πράγμα, ότι πρόσφατα κατανοήσαμε από τις επιστολές σας [γραμμένες στην Αβινιόν στις 17, 30, 21 και 22 Αυγούστου], ότι με τη γενναιόδωρη χάρη τής Αγιότητάς του για έξη πλοία, που παραχωρήθηκε σε εμάς, πήραμε πολύ μεγάλη παρηγοριά»
(et eidem exponas qualiter nuper intellecta per litteras tuas [datas Avinione 17, 20, 21 et 22 mensis Αugusti] inter cetera de liberali gratia sex navium per Sanctitatem suam nobis concessa maximam consolationem recepimus)
[Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλο 111].
Στις 28 Αυγούστου πριν φτάσουν στη Βενετία τα νέα για τη χορήγηση τής χάρης, η Γερουσία είχε ψηφίσει ότι, αφού η τεθείσα ημερομηνία για την αναχώρηση των «γαλερών Κύπρου και Αλεξάνδρειας» (δύο διαφορετικοί στόλοι) είχε ήδη μετατεθεί από την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου στο Σάββατο 6 τού μηνός, οι γαλέρες δεν έπρεπε να αναχωρήσουν αργότερα από τη νύχτα τής Κυριακής 7 τού μηνός, ύστερα από την οποία θα επιβαλλόταν σε κάθε γαλέρα πρόστιμο 30 δουκάτων την ημέρα για κάθε μέρα καθυστέρησης και δεν θα υπήρχε περαιτέρω μετάθεση τής ημερομηνίας αναχώρησης [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλα 110, 111]. Στις 4 Σεπτεμβρίου η Γερουσία ψήφισε επίσης την επιβολή κατάλληλων προστίμων σε Ενετούς εμπόρους, που προσπαθούσαν να εξαπατήσουν τις αρχές των Μαμελούκων σε τελωνειακούς δασμούς και άλλα εμπορικά τέλη [στο ίδιο, φύλλο 111]. Ο Ενετο-Κρητικός έμπορος Εμμανουέλε Πιλότι (γεννημένος περί το 1371) αναγνώριζε ότι είχε εξαπατήσει το αιγυπτιακό τελωνείο [Pierre- Herman Dopp, επιμ. Traite d’ Emmanuel Piloti sur le Passage en Terre Sainte (1420), Λουβαίν και Παρίσι, 1958, σελ. xx, 181].
- [←14]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31. φύλλο 112.
- [←15]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλο 112.
- [←16]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti. Reg. 31, φύλλο 111, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1365:
«…ότι η εν λόγω χάρη να επιτρέπει έξι πλοία μεταφοράς και να μετατραπεί για εμάς σε γαλέρες, φροντίζοντας να αποκτήσετε όσο μεγαλύτερο αριθμό γαλερών μπορείτε και κάνοντας ότι σάς είναι δυνατό, ώστε τουλάχιστον να επιτραπούν για κάθε πλοίο μεταφοράς έξι γαλέρες, όπως έγινε άλλες φορές».
(… quod gratia dictarum sex navium permuttetur et transferratur nobis in galeis, procurando obtinere quem maiorem numerum galearum poteris et faciendo totum posse tuum quod ad minus quelibet navis permuttetur in sex galeis, ut alias factum fuit.)
- [←17]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 234, σελ. 43. Aργότερα προστέθηκαν σχόλια σε αυτό το έγγραφο, καταγράφοντας ότι τρεις γαλέρες στάλθηκαν στη Βηρυτό στις 8 Σεπτεμβρίου 1366 [όχι 1365, όπως αναφέρει ο Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 277-78, σημείωση], ενώ πέντε ακόμη στάλθηκαν στην Αλεξάνδρεια το 1371, συμπληρώνοντας έτσι τις οκτώ γαλέρες που είχε επιτρέψει ο πάπας με τη συγκεκριμένη χάρη.
- [←18]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 83, φύλλα 77, 119, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1370 (die penultimo Septembris) και 20 Ιουνίου 1371, παραπομπές από Mas Latrie, «Nouvelles Preuves», Bibliothèque de l’ École des chartes, XXXIV, 78-80:
«Επειδή ο ευγενής κύριος Αντρέα Βενιέρ, κάποτε πρόξενός μας στην Αλεξάνδρεια, καθώς και διάφοροι άλλοι δικοί μας ευγενείς και πιστοί, κατά τον χρόνο που ο κύριος βασιλιάς Κύπρου πήρε την Αλεξάνδρεια ληστεύθηκαν και υπέστησαν δεινά από ένόπλους άνδρες του εν λόγω κύριου βασιλιά»,
(Cum nobilis vir Ser Andreas Venerio, olim consul noster in Αlexandria, et aliqui alii nostri nobiles et fideles tempore quo dominus rex Cipri cepit Alexandriam fuerint deraubati et damnificati per gentem armate domini regis predicti)
η Ενετική Γερουσία ψήφισε να ζητήσει αποζημίωση (από τον πρίγκηπα τής Αντιόχειας και τη βασίλισσα τής Κύπρου), την οποία ο Αντρέα Βενιέρ και οι άλλοι αναζητούσαν από καιρό, «ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κύριος βασιλιάς δεν τήρησε την υπόσχεσή που είχε δώσει, ότι δεν θα πήγαινε στην Αλεξάνδρεια, μέχρι να περάσει ολόκληρος ο μήνας Οκτώβριος εκείνης τής εποχής» (specialiter attento quod dominus rex non servavit promissionem nobis per cum factam de non eundo in Alexandriam usque per totum mensis Octobris tunc temporis) [φύλλο 77].
- [←19]
-
Πρβλ. E. Déprez και G. Mollat (επιμ.), Clement VI (1342-1352): Lettres se rapportant à la France, III, δέσμη 5 (Παρίσι, 1959), αριθ. 5338, 5346, 5392, σελ. 279 και εξής.
- [←20]
-
Η χορήγηση από τον Κλήμεντα ΣΤ’ τής ασυνήθιστα γενναιόδωρης εμπορικής «αρμοδιότητας» στον ανηψιό του Γκυγιώμ Ροζέ και στη σύζυγο τού τελευταίου Ελεανόρ είναι καταγεγραμμένη στο Reg. Vat. 146, φύλλο 34, με περιλήψη στους Déprez και Mollat, Clément VI: lettres … intéressant les pays autres que la France, III, δέσμη 5 (1959), αριθ. 5359, σελ. 282, με ημερομηνία 13 Ιουλίου 1352. To κείμενο τής επιστολής τής ενετικής κυβέρνησης προς τον Ραφφαίν Καρεζίνι, με ημερομηνία 25 Ιουνίου 1365, υπάρχει στα Lettere segrete del Collegio, φύλλο 156 και είναι δημοσιευμένο στον Mas Latrie, III, 749-50. Στις 22 Ιουνίου 1357 ο Γκυγιώμ Ροζέ εκχώρησε την αρμοδιότητα στον Ετιέν ντε Μπατούτο «σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του και υπό τον τίτλο δωρεάς» [R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vi, αριθ. 8, σελ. 277], με τρόπο δηλαδή που απάλλασσε τον Γκυγιώμ από επακόλουθες διαπραγματεύσεις για την πώληση τής αρμοδιότητας. Ο Ετιέν ήταν οικονόμος τού Πιέρ Ροζέ, καρδινάλιου τού Μπωφόρ, αργότερα πάπα Γρηγόριου ΙΑ΄. Οι Ενετοί απέκτησαν την αρμοδιότητα από τον Ετιέν το 1359, όπως φαίνεται από τα έγγραφα που συνοψίζονται στον Predelli, Regesti, III, βιβλίο vi, αριθ. 109, 126, 157, σελ. 297-98, 301, 305, ενώ πρβλ. και W. Heyd, Hist. du commerce du Levant, μετάφρ. Furcy Raynaud, II (1886, ανατύπ. 1967), 47.
- [←21]
-
Arch. di Stato di Venezia (1363-1366), Lettere segrete del Collegio, φύλλο 155, επιστολές με ημερομηνία 27 Ιουνίου προς τον διοικητή τού Κόλπου [κείμενο στον Mas Latrie, III, 752] και προς τον δούκα, τούς συμβούλους και τούς επόπτες (provveditori) στην Κρήτη: «Επειδή για το καλό όλων θέλουμε να μαθετε αμέσως για την πορεία τού κυρίου βασιλιά Κύπρου, ο οποίος σήμερα το πρωί αναχώρησε από τη Βενετία» (Quia optamus pro omni bono respectu scire continuo progressus domini regis Cipri, qui hodie mane recessit de Veneciis…).
Ο Πέτρος βρισκόταν λοιπόν στη θάλασσα για τρεις εβδομάδες όταν στις 19 Ιουλίου (1365) ο Ούρμπαν Ε΄ τον συνεχάρη για την αναχώρησή τού από τη Βενετία με «πολυάριθμη ομάδα πολεμιστών στην υπηρεσία τού Χριστού». Tον ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων θα τον έδινε γενναία μαζί με τούς συντρόφους και σταυροφόρους, που είχε φέρει μαζί του από διάφορα χριστιανικά έθνη [Paul Lecacheux και Guillaume Mollat (επιμ.), Lettres secrètes et curiales du pape Urbain V (1362-1370) se rapportant à la France, I, δέσμη 3 (Παρίσι, χωρίς χρον.), αριθ. 1887, σελ. 329].
- [←22]
-
Arch. di Stato di Venezia (1363-1366), Lettere segrete del Collegio, φύλλο 159, δημοσιευμένο στο Mas Latrie, III, 752-53. H αναφορά αφορά αναμφίβολα τα εμιράτα τής Ανατολίας.
- [←23]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet (1954). σελ. 124-25.
- [←24]
-
Αν και ο Μαχαιράς, βιβλίο ΙΙ, παρ. 162, σελ. 146, όπως και ο Strambaldi, σελ. 65, χρησιμοποιεί τη λέξη σατία (saettia) για πλοίο μεταφοράς αλόγων,
«… σατίες ὅπου εἶχαν τ᾿ ἄλογα, καὶ καραβία ι’…»
,
αυτή συνήθως σημαίνει «ανοιχτό γρήγορο σκάφος με κουπιά, για χρήση λόγω τής ταχύτητάς του σε ανίχνευση» [Dawkins, II, 104], όπως η δημοφιλής φούστα (fusta), επιμήκης, στενή, γρήγορη και ελαφριά γαλέρα με δύο περίπου δωδεκάδες κωπηλατών. Μάλιστα η colomba τού μεταγενέστερου μεσαίωνα προφανώς δεν ήταν columba, περιστερά, αλλά «καρίνα» και έτσι δια μετωνυμίας χρησιμοποιείται σε σκάφος, για το οποίο πρβλ. Dawkins, II, 113 και βλέπε ιδιαίτερα Henry και Renée Kahane, «Italo-Byzantine Etymologies», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Bυζαντινῶν Σπουδῶν, XXIII (1953), 280-82. Tα διάφορα είδη σκαφών που χρησιμοποιούνταν στη Μεσόγειο κατά την περίοδο εκείνη, δηλαδή γαλέρες, φούστες (fuste), ιστιοφόρα πλοία μεταφοράς (naves), τάριδα (taridae), σατίες (saeettiae), τρικάταρτα (barcae), ξύλα (ligna), κότερα (panfili), στρογγυλά πλοία (cogs) και βάρκες (paliscani, «squiffes») περιγράφονται από τον C. E. Dufourcq, L’ Espagne catalane et le Maghrib aux XIIIe et XlVe siècles, Παρίσι, 1966, σελ. 36-47 και εξής.
- [←25]
-
Μαχαιράς, Recital, I, βιβλίο ii, παρ. 167, σελ. 150:
«Ὁ μέγας μάστρος ἀρμάτωσεν δʹ κάτεργα καὶ ἔπεψεν ρʹ φρέριδες καὶ ἄλογα καὶ κάτεργα· καὶ ὁ ρήγας ἔφερε μετά του ιεʹ κάτεργα καὶ τὸ κάτεργον τὸ ἐστράφην ἀπὸ τὴν Γένουβαν, ὅπου εἶνε ιςʹ:-ὁ ρήγας εἰς τὸ κάτεργόν του, ὁ λεγάτος, ὁ πρίντζης, ὁ κύρης τοῦ καστελλίου, ὁ κύρης τῆς Βάσας, ὁ Χεττὲ Κυπριώτης, ὁ κύρης τοῦ Ροκιαμοφόρτ, ὁ μαριτζᾶς τῆς Τζαμπανίας, ὁ βισκούντης τοῦ Τούρου, ὁ Τουνκέτ, καὶ ὁ Πρεζουηὴ καὶ ἡ συντροφιά του, ὁ μισὲρ Πιὲρ τε Γριμάνη, σὶρ Τζουὰν τα Μάρ, ὁ μισὲρ Χαρρὴν τε Τζιπλέτ· ὁμοῦ οἱ ἄνωθεν ιςʹ, καὶ τοῦ Σπιταλλίου δʹ, καὶ ἕτερα πολλὰ καραβία. Καὶ εὑρέθησαν ὅλα ἄρμενα ρξεʹ.»
Οι χρονικογράφοι τού 16ου αιώνα Francesco Amadi, επιμ. Rene de Mas Latrie (1891), σελ. 414 και Florio Bustron, επιμ. Mas Latrie, στο Mélanges historiques, V (1886), 262 δίνουν επίσης ως γενικό σύνολο τής αρμάδας 165 σκάφη, όπου τα κείμενά τους είναι ίδια σχεδόν λέξη προς λέξη:
«…Υπήρχαν 33 γαλέρες, 6 φούστες, 9 πλοία μεταφοράς, 13 τρικάταρτα (barchi), 11 πλοία μεταφοράς αλόγων και 20 άλλα πλοία, που αθροίζονταν σε 92 σκάφη. Και είχαν εξοπλιστεί στη Ρόδο κι άλλες γαλέρες και σκάφη για να συνοδεύσουν τον στολο τού βασιλιά, κάνοντας το σύνολο, συμπεριλαμβανομένων μικρών και μεγάλων, 165 σκάφη» [Bustron].
(… era de galee 33, fuste 6, nave 9, barchi 13, vasselli da condur cavalli 11, et altri navigli 20, che feceno la somma de vele 92: et feceno armar a Rhodi anchora altre galee et navigli per accompagnar l’ armata del re fino la somma de vele, tra picole e grande, 165)
Πρβλ. Diomede Strambaldi, επίσης επιμ. Mas Latrie (1893), σελ. 65, 67, ο οποίος καταγράφει το ίδιο σύνολο.
- [←26]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 127-28.
- [←27]
-
Στο ίδιο, σελ. 127, Strambaldi, σελ. 66, Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 281.
Βλέπε επίσης Μαχαιρά, βιβλίο ii, παρ. 166:
«Εἰς τὴν Ρόδον τὸ λοιπὸν οἱ μεθυστάδες οἱ ναῦτες εἶχα λογία εἰς τὴν μέσην τους καὶ ἐποῖκαν μάλλωμαν καὶ ἐσκοτώθησαν πολλοὶ Κυπριῶτες καὶ Ροδίτες· ὁ ρήγας ὥρισεν καὶ ἐδιαλαλῆσαν νὰ μὲν ᾖνε τινὰς ἀπότορμος νὰ ποίσῃ μάλλωμαν ἀπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του· ὁμοίως καὶ ὁ μέγας μάστρος τὸ ὅμοιον ἐποῖκεν· καὶ ἔπαψεν τὸ σκάνταλον. Καὶ ὁ μέγας μάστρος καὶ ὅλοι οἱ φρέριδες ἐπαρακαλέσαν τὸν ρήγα νὰ στερεώσῃ ἀγάπην μὲ τὸν Ἅγιον Ἴωάννην καὶ μὲ τὰ Παλατία· καὶ ὁ ρήγας ἐστερέωσεν τὴν ἐζήτησίν τους· ὁ ἀμιράλλης τῆς Ρόδου ἐποῖκεν το νῶσιν εἰς τὰ Παλατία, ὅτι ἐφοβοῦνταν καὶ γροικῶντα το ἐχάρησαν πολλά, καὶ ἐπέψαν μαντατοφόρους καὶ μεγάλα κανισκία τοῦ ρηγὸς εἰς τὴν Ρόδο, καὶ ἐποῖκεν στοιχήματα καὶ ἔγραψέν τα.»
- [←28]
-
Mαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 163:
«Πρῶτος ὁ μισὲρ Τζουὰν τε Λουζουνίας, πρίντζης τῆς Ἀντιοχείας καὶ κουβερνούρης τῆς Κύπρου καὶ καπιτάνος φυσικὸς τῆς ἀρμάδας, μισὲρ Τζουὰν τε Ἰμπελὴ κούντης τοῦ Γιάφα, μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου καὶ κούντη τε Ρουχᾶς, μισὲ(ρ) Ραμοὺν Παπὴς πουντουλλιέρης τῆς Κύπρου, ὁ σὶρ Οὗγγε τε Μουντολίφ, ὁ σὶρ Τζουὰν τε Σοὺρ ὁ ἀμιράλλης, ὁ σὶ(ρ) Ροτζιὲρ τε Μουντολίφ, ὁ σὶρ Τουμᾶς τε Βερνή, ὁ σὶρ Τζουὰν τ᾿ Ἀντιότζε, ὁ σὶρ Τζουὰν τε Λα Φιέρτε, ὁ σὶρ Πατὴ τε Πρίες, ὁ σὶρ Τζουὰν τε Πρίες, ὀ σὶρ Τζάκε τε (Ἰ)πελήν, ὁ σὶ(ρ) Ρ(ε)νιὲ Λ(ε) Πεντίτ, ὁ σὶρ Οῦγγε Πεζουήν, ὁ σὶρ Παλίαν τε Νεβρέ, ὁ σὶρ Τζουὰν τε Ζιπλέτ, ὁ σὶρ Γὴ ντε Μιμάρς, ὁ σὶρ Τζακὲς τε Μουντεζάρτ, ὁ σὶρ Χαμερὴν τε Μουντεζάρτ, σὶρ Παλία τε Πλεσίε, σὶρ Τουμᾶς τ᾿ Αντιότζε, σὶρ Νικὸλ τε (Ἰ)μπελήν, σὶρ Λογὴς τε Νόρες, ὁ σὶρ Ὀτὲτ τε Ζιπλέτ, ὁ σὶρ Γιλιάμε Βισκούντης καὶ ἡ συντροφία τοῦ σὶρ Τζάκε τε Νόρες τοῦ τουρκοπουλιέρη, καὶ ἡ συντροφία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Λευκωσίας, καὶ ἡ συντροφία τοῦ ἐπισκόπου τῆς Λεμεσοῦ. Τότες ἐξέβησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἀλικήν, καὶ ὁ κουβερνούρης ἦτον ἀστενὴς καὶ έστράφην εἰς τὴν Λευκωσίαν, καὶ τὸ στόλος τῆς ἀρμάδας ἐπῆγεν εἰς τοὺς Μύλους καὶ ἐφορτῶσαν τ᾿ ἄλογα. Θεωρῶντα ὅτι ὁ πρίντζης ἄργησε νὰ στραφῇ, ἀφῆκαν τὸ κάτεργόν του καὶ ἄλλα γʹ εἰς τὴν συντροφιάν του, καὶ ἡ ἀρμάδα ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρόδον. Θωρῶντα ὁ κύρης ὁ πρίντζης, ὅτι δὲν ἐκαλλιτέριζεν ἀμμὲ περίτου ἐχειροττέριζεν, ἐμήνυσεν τῶν δʹ κατέργων νὰ πᾶν εἰς τὴν Ρόδον.»
Στο ίδιο, βιβλίο ii, παρ. 167:
«Ὁ μέγας μάστρος ἀρμάτωσεν δʹ κάτεργα καὶ ἔπεψεν ρʹ φρέριδες καὶ ἄλογα καὶ κάτεργα· καὶ ὁ ρήγας ἔφερε μετά του ιεʹ κάτεργα καὶ τὸ κάτεργον τὸ ἐστράφην ἀπὸ τὴν Γένουβαν, ὅπου εἶνε ιςʹ:-ὁ ρήγας εἰς τὸ κάτεργόν του, ὁ λεγάτος, ὁ πρίντζης, ὁ κύρης τοῦ καστελλίου, ὁ κύρης τῆς Βάσας, ὁ Χεττὲ Κυπριώτης, ὁ κύρης τοῦ Ροκιαμοφόρτ, ὁ μαριτζᾶς τῆς Τζαμπανίας, ὁ βισκούντης τοῦ Τούρου, ὁ Τουνκέτ, καὶ ὁ Πρεζουηὴ καὶ ἡ συντροφιά του, ὁ μισὲρ Πιὲρ τε Γριμάνη, σὶρ Τζουὰν τα Μάρ, ὁ μισὲρ Χαρρὴν τε Τζιπλέτ· ὁμοῦ οἱ ἄνωθεν ιςʹ, καὶ τοῦ Σπιταλλίου δʹ, καὶ ἕτερα πολλὰ καραβία. Καὶ εὑρέθησαν ὅλα ἄρμενα ρξεʹ.»
Βλέπε επίσης Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 278-80, 282, 285 και πρβλ. Strambaldi, σελ. 67, 68.
- [←29]
-
Guillaume de Machaut, La Prise d’ Alexandrie, επιμ. L. de Mas Latrie (1877), στιχ. 3322-77, σελ. 101-2.
- [←30]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 5902-43, σελ. 179-80.
- [←31]
-
Oskar Halecki, Un Empereur de Byzance à Rome (1355-1375), Βαρσοβία, 1930, ανατύπ. Λονδίνο. 1972. σελ. 91 και εξής, 101-3, 272 και εξής, David Jacoby, «Jean Lascaris Calopheros. Chypre et la Morée», Revue des études byzantines, XXVI (1968), 189-228 και Ambrosius K. Eszer, Das abenteuerliche Leben des Johannes Laskaris Kalopheros, Βισμπάντεν, 1969, σελ. 32-37, 125.
- [←32]
-
Πρβλ. Μαχαιρά, βιβλίο ii, παρ. 163:
σὶρ Νικὸλ τε (Ἰ)μπελήν, σὶρ Λογὴς τε Νόρες, ὁ σὶρ Ὀτὲτ τε Ζιπλέτ, ὁ σὶρ Γιλιάμε Βισκούντης καὶ ἡ συντροφία τοῦ σὶρ Τζάκε τε Νόρες τοῦ τουρκοπουλιέρη, καὶ ἡ συντροφία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Λευκωσίας, καὶ ἡ συντροφία τοῦ ἐπισκόπου τῆς Λεμεσοῦ…»
Bλέπε γενικά Jean Richard, «Un Évêque d’ Orient latin en XIVe siècle: Guy d’ Ibelin, O.P., évêque de Limassol, et l’ inventaire de ses biens», Bulletin de correspondance hellénique, LXXIV (1950), 98-133 και M. H. Laurent και J. Richard, «La bibliothèque d’ un évêque dominicain de Chypre en 1367», Archivum Fratrum Praedicatorum, XXI (1951), 447-54.
O Γκυ έστεψε βασιλιά Κύπρου τον Πέτρο στον καθεδρικό τής Λευκωσίας τον Νοέμβριο τού 1358 [Strambaldi, σελ. 36]. Πέθανε στις 29 Μαρτίου 1367 [Richard, Bull. corr. hellenique, LXXIV, 101-2]. Ο διάδοχός του, ο Αϋμάρ ντε Λαβόν, πρωτοψάλτης τής εκκλησίας τής Τουλόν, διορίστηκε στις 18 Αυγούστου τού ίδιου έτους [σύμφωνα με τον Eubel, Hierarchia, I, 367], παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός διορισμός του στην έδρα φαίνεται ότι έγινε στις 16 τού μηνός.
Κατά την περίοδο τής χηρείας τής έδρας και τής κατά συμπέρασμα απουσίας τού Αϋμάρ από τη Λεμεσσό (από την 1η Απριλίου 1367 μέχρι τις 31 Μαρτίου 1368) τούς οικονομικούς λογαριασμούς, που διασώζονται ακόμη [Arch. Segr. Vaticano, Instrumenta Miscellanea, Reg. 2468], τηρούσε ο Έλληνας γραφέας Θεόδωρος Κοντοστέφανος για λογαριασμό τού γενικού εκπροσώπου Μπερνάρ Ανσέλμ. Αυτοί οι λογαριασμοί εσόδων και δαπανών (του καθεδρικού ναού τής Λεμεσσού) έχουν δημοσιευτεί με διαφωτιστική εισαγωγή από τον Jean Richard, Chypre sous les Lusignans: Documents chypriotes des Archives du Vatican, Παρίσι, 1962, σελ. 61-110 (Bibliothèque archeologique et historique de l’ Institut français d’ archeologie de Beyrouth, τομ. LXXIII).
Στην Κύπρο ο φόρος δεκάτης συλλεγόταν από λάφυρα πολέμου καθώς και από τα εισοδήματα των φεουδαρχικών ηγεμονιών και πληρωνόταν στον καθεδρικό ναό τής επισκοπής. Οι βασιλικές γαίες δεν εξαιρούνταν και ήσαν τουλάχιστον τόσο μεγάλες, όσο όλες οι φεουδαρχικές ηγεμονίες μαζί. Ο Πέτρος Α΄ συγκέντρωνε κάθε χρόνο 100.000 βυζαντινά νομίσματα (bezants) μόνο από την επισκοπή Λεμεσσού, ενώ ο αδελφός τού Ιωάννης τής Αντιόχειας και ο ανηψιός του Χιού τής Γαλιλαίας περίπου 20.000 καθένας. Φέουδα που πλήρωναν 100 μέχρι 500 βυζαντινά σε φόρο δεκάτης και άρα απέδιδαν 1.000 μέχρι 5.000 βυζαντινά ετησίως, δεν αποτελούσαν ασυνήθιστο φαινόμενο και μαρτυρούν τον σχετικό πλούτο τής κυπριακής αριστοκρατίας, για τον οποίο μιλούν πολύ οι σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι χρονικογράφοι. Παρ’ όλα αυτά είναι προφανές ότι οι Κύπριοι δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τη σταυροφορία που ξεκινούσαν τώρα.
- [←33]
-
Πριν τον Ραϋμόν ντε λα Πραντέλ, την έδρα τής Λευκωσίας κατείχε ο γνωστός Φιλίπ ντε Σαμπαρλάκ για είκοσι περίπου χρόνια, από το 1342 μέχρι τo 1360 [Πρβλ. John L. La Monte, «A Register of the Cartulary of the Cathedral of Santa Sophia Νicosia», Byzantion, V (l929-30), αριθ. 110-16, 118-26, σελ. 483 και εξής]. Στις 21 Ιουλίου 1360 ο Φιλίπ μετατέθηκε από τον Ιννοκέντιο ΣΤ’ στην αρχιεπισκοπή τού Μπορντώ [Eubel, Hierarchia, Ι, 150], αλλά πέθανε τον Ιούνιο τού επόμενου έτους πριν αναλάβει τα νέα του καθήκοντα [Louis de Mas Latrie, «Histoire des archeveques latins de l’ ile de Chypre», Archives de l’ Orient latin, II (Παρίσι, 1884, ανατύπ. Βρυξέλλες, 1964), 267-72].
Ο Ραϋμόν ονομάστηκε αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας στις 29 Ιανουαρίου 1361, ως άμεσος διάδοχος τού Φιλίπ [Eubel, Hierarchia, I, 365] και δεν υπήρξε έτσι ενδιάμεσος κάτοχος τής έδρας, όπως θεωρούσαν πιθανό οι Mas Latrie, AOL, II, 272-74 και Boehlke, Pierre de Thomas (1966), σελ. 301, σημείωση 16, πιστεύοντας ότι ο Ραϋμόν πρωτοεμφανίζεται στις πηγές ως αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας σε συνδυασμό με την κηδεία τού Πιέρ Τομά.
- [←34]
-
Mαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 169-70:
«… διά πολλά πράγματα τὰ εἶχαν ἀγορασμένα εἰς τὴν Συρίαν, και δεν ἦτον μόδος να σηκωθοῦν εὔκολα…».
Πρβλ. Strambaldi, σελ. 67.
- [←35]
-
Για την τρίτη βασιλεία τού αν-Νασίρ βλέπε την κλασσική περιγραφή τού Gustav Weil, Geschichte der Chalifen, IV: Gesch. d. Abbasidenchalifats in Agypten, Στουγκάρδη, 1860, σελ. 299 και εξής, τoυ οποίου η εξέταση τής βασιλείας τού Σαμπάν και τής Αλεξανδρινής σταυροφορίας τού Πέτρου Α΄ είναι πολύ λιγότερο ικανοποιητική [στο ίδιο, σελ. 510 και εξής], ενώ για αυτή την εργασία βλέπε D. M. Dunlop, «Some Remarks on Weil’s History of the Caliphs», στo B. Lewis and P. M. Holt (επιμ.), Historians of the Middle East, Λονδίνο, 1962, σελ. 315-29.
- [←36]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 1998-2000, σελ. 61. Οι τελωνειακοί δασμοί στην Αλεξάνδρεια λέγεται ότι ανέρχονταν σε 40.000 φλουριά το μήνα [Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 297].
- [←37]
-
«Que vous usez de mon conseil | Et que faciez vos voiles tendre | Droit vers la cite d’Alixandre» [Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2041-43, σελ. 62]. Ο Πέρσιβαλ τής Κολωνίας λεγόταν ότι ήταν ο πιο έμπιστος σύμβουλος τού Πέτρου [στο ίδιο, στιχ. 1973-74, σελ. 60]. Καταγόταν από το Πουατιέ (Poitiers).
- [←38]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 127-29. O Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ.. 2084 και εξής, σελ. 64, τοποθετεί λανθασμένα την αναχώρηση τού στόλου τη Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου αφού η ημερομηνία αυτή το 1365 έπεφτε Κυριακή.
Για την Κραμβούσα βλέπε επίσης Mαχαιρά, βιβλίο ii, παρ. 171:
«Ἤτζου εἰς ὀλλίγον καιρὸν ὁ ρήγας μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ θεοῦ ἐβγῆκεν καὶ πηγαίνει ʹς τὸ Ραοῦζε καὶ ἀπεκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν…»
- [←39]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2110-41, σελ. 64-65.
- [←40]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 129.
- [←41]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2192-95, σελ. 67, Μαχαιράς, Recital, I, βιβλίο ii, παρ. 171, σελ. 150, Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 130: «Ήταν ημέρα Πέμπτη και έκτη περίπου ώρα» (Erat autem dies Iovis et hora quasi sexta).
- [←42]
-
Πρβλ. Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 130-36, σελ. 5.
- [←43]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2012-39, σελ. 61-62 και πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 286 και εξής.
- [←44]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 130-31 και βλέπε το πολύτιμο άρθρο τού Paul Kahle, «Die Katastrophe des mittelalterlichen Αlexandria», στο Mémoires de l’ Institut Français d’ archéologie orientale du Caire, LXVIII (Cairo, 1935-40), Mélanges Maspero, III, 137-54, ιδιαίτερα σελ. 141-45. Στην περιγραφή του για την κατάληψη και απώλεια τής Αλεξάνδρειας, την οποία ο Πιέρ Τομά ετοίμασε για τον πάπα Ούρμπαν Ε΄ και τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ΄ μετά την αποχώρηση των χριστιανών από την πόλη, αναφέρεται στην «quiete indicia a meridie circa usque ad tertiam alterius dici sequentis», δηλαδή στην προκαθορισμένη ανάπαυση τού στρατού από το μεσημέρι τής 9ης Oκτωβρίου μέχρι περίπου τής 9 το πρωί τής 10ης, όταν ξεκίνησε η επίθεση [Ο Mézières περιέλαβε αυτή την επιστολή στο έργο του Life of St. Peter Thomas, σελ. 135].
- [←45]
-
Kahle, «Die Katastrophe», Mélanges Maspero, III, 144-46, A. S. Atiya, The Crusade in the Late Middle Ages, Λονδίνο, 1938, σελ. 353-54. Οι Kahle και Atiya έχουν βασίσει τις περιγραφές τους σε εκείνη τού Άραβα συγγραφέα αν-Νουαΐρι που ζούσε στην Αλεξάνδρεια και διέφυγε από την πόλη κατά τη στιγμή τής χριστιανικής επίθεσης. Ο αν-Νουαΐρι εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια το 1337. Ξεκίνησε το μακροσκελές, παρεκβατικό έργο του για την κατάληψη τής πόλης στις αρχές τού 1366, τέσσερις περίπου μήνες μετά το γεγονός, ενώ το τελείωσε κατά την άνοιξη τού 1374. Βλέπε επίσης Et. Combe, «Le Texte de Nuwairi sur l’ attaque d’ Alexandrie par Pierre I de Lusignan», στο Bulletin of the Faculty of Arts, Farouk I University, III (Αλεξάνδρεια, 1946), 99-110. Η παλαιά αλλά ακόμη χρήσιμη διατριβή τού Is. Jos. H. Paul Herzsohn, Der Uberfall Alexandrien’s durch Peter I, Konig von Jerusalem und Cypern, CSHB, Βόννη, 1886 βασίζεται επίσης στον αν-Νουαΐρι. Tο αραβικό κείμενο τού αν-Νουαΐρι διατίθεται για εκείνους που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν στο παραπάνω βιβλίο τού Etienne Combe (πέθανε το 1962) και στον A. S. Atiya (επιμ.), Kitabu’l Ilmam by Muhammad B. Qasim al-Nuwairy, 6 τόμοι, Hyderabad, India, 1968-73 (στο Da’iratu’l Ma’arif il-Osmania Publications, νέα σειρά, αριθ. ix-xiii).
Λίγο μετά το 1350, ο ιερέας από τη Βεστφαλία Λούντολφ τού Σουντχάιμ (της επισκοπής τού Πάντερμπορν), που είχε επισκεφθεί την Αλεξάνδρεια κατά τη διάρκεια τού προσκυνήματός του στους Αγίους Τόπους (1336-1341), περιέγραφε την Αλεξάνδρεια ως
«πρώτη πόλη τής παράκτιας Αιγύπτου και μία από τις καλύτερες πόλεις τού σουλτάνου … Αυτή η πόλη είναι πολύ όμορφη και πολύ ισχυρή, οχυρωμένη με ψηλούς πύργους και απόρθητα τείχη … Σε αυτή την πόλη οι στρατιώτες τού σουλτάνου έχουν μισθοφόρους και δορυφόρους, που φρουρούν την πόλη και το λιμάνι … Αυτή η πόλη φαίνεται απόρθητη στην ανθρώπινη όραση κι όμως ήταν εύκολο να καταληφθεί. Για το οποίο δεν θα πω περισσότερα, γιατί δεν είναι δουλειά μου…»
(prima civitas Aegypti maritima et una de melioribus civitatibus soldani. … Haec civitas est pulcherrima et fortissima turribus excelsis et muris inexpugnabilibus munita. … In hac civitate soldanus milites habet stipendiarios et satellites, civitatem et portum custodientes. … Haec civitas humano visui inexpugnabilis videtur et tamen faciliter esset capienda. De quo mihi plus dicere non est cura…)
[De itinere terrae sanctae liber, επιμ. Ferdinand Deycks στο Bibliothek des Litterarischen Vereins in Stuttgart, XXV (1851), 35-36].
- [←46]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 131-32.
- [←47]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2426-83, 2518 και εξής, σελ. 74-77. Ο Kahle, Mélanges Maspero, III, 146 περιγράφει τη χρήση δαυλών νάφθας. Καθώς οι σταυροφόροι αποβιβάζονταν στο Παλιό Λιμάνι, ο ναύαρχος τού Οσπιταλίου Δερλίνι ντ’ Αϊράσκα αποβιβάστηκε στο Νέο Λιμάνι με τα μέλη τού Τάγματός του και επιτέθηκε στους Σαρακηνούς από τα ανατολικά (a senestre), προσβάλλοντάς τους από πίσω [Machaut, ό. π., στιχ. 2499-2527, σελ. 76-77]. Για το αξίωμα τού ναύαρχου των Ιωαννιτών βλέπε Berthold Waldstein-Wartenberg, Rechtsgeschichte des Malteserordens, Βιέννη, 1969, σελ. 118-119.
- [←48]
-
Atiya, The Crusade in the Late Middle Ages, σελ. 355-56.
- [←49]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 132 και σημειώστε Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3143-47, σελ. 95-96.
- [←50]
-
«Car certeinnement il nous faut | Avoir conseil par quele guise | Ceste grant cite sera prise»<. Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2538 και εξής, 2995-97, σελ. 77-79. Ο Machaut γράφει ότι περισσότεροι από 20.000 Σαρακηνοί βρίσκονταν στα τείχη υπερασπιζόμενοι την πόλη.
- [←51]
-
Ο εν λόγω ναύαρχος ήταν πιθανώς ο Ιωαννίτης Φερλίνο ντ’ Αϊράσκα, αφού τον μεμφόταν αργότερα ο Πιέρ Τομά ότι αρνήθηκε να προσπαθήσει να υπερασπιστεί την Αλεξάνδρεια μετά την κατάληψή της. Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 138-39 και πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 294, 301.
- [←52]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2598-2805, σελ. 79-85. Για τη θέση των επτά πυλών τής Αλεξάνδρειας βλέπε Kahle. Mélanges Maspero, III, 142-43 και Atiya, Crusade in the later Middle Ages, σελ. 352, σημείωση 3. Tο κτίριο τού Τελωνείου βρισκόταν μέσα από το βόρειο τείχος τής πόλης, μεταξύ τής Πύλης τής Θάλασσας (Bab al-Bakr, Porta Maris) και τής Πύλης τής Κυβέρνησης (Bab ad-Diwan). Οι Γάλλοι αποκαλούσαν την τελευταία Πύλη Τελωνείου (Porte de la Douane), τόσο επειδή αυτή βρισκόταν κοντά στα γραφεία τού τελωνείου, όσο και επειδή το diwan ηχούσε στα αυτιά τους ως douane.
- [←53]
-
Για περιλήψεις τής περιγραφής τού αν-Νουαΐρι για την καταστροφή τής Αλεξάνδρειας βλέπε Kahle. Mélanges Maspero, III, 147-53 και Atiya, The Crusade in the Late Middle Ages, σελ. 358-67. Ο Machaut στην περιγραφή του [Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2806 και εξής, σελ. 85 και εξής] γράφει ότι οι σταυροφόροι σκότωσαν 20.000 Σαρακηνούς [στ. 2952, σελ. 90].
Ο Mαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 171-72, αν και μάς δίνει σωστές ημερομηνίες για την πολιορκία και την κατάληψη τής πόλης, λίγα προσθέτει στις άλλες πηγές μας, ενώ αναφέρει λανθασμένα ότι οι σταυροφόροι παρέμειναν στην πόλη τρεις μόνο μέρες:
«… καὶ τῇ πέμπτῃ τῇ θʹ ὀκτωβρίου ͵ατξεʹ ἐπεσῶσαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν· καὶ ὅνταν οἱ Σαρακηνοὶ εἶδαν τὸ φουσάτον τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου πολλὰ ἐτρομάξαν, καὶ ἐξέβην καὶ ἔφυγεν πολλὺν πλῆθος. Τἄπισα ἐκατέβησαν οἷ Σαρακηνοὶ κοντὰ δέκα χιλιάδες, καβαλλάριδες καὶ ἀπεζοί, νὰ διαφεντε(ύ)σουν τὸν λιμιόναν, καὶ δὲν ἠμπορῆσαν. Τὸ πρῶτον κάτεργον ἀποχωρίσθην καὶ ἐπίασεν γῆν τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Σούρ, καὶ ἀπεκεῖ ἕναν ὀπίσω τοῦ ἄλλου, καὶ ἀπεζεῦσαν ὅλοι μὲ κατευόδωσιν. Οἱ Σαρακηνοὶ εἶχαν χαράν, λαλῶντα: «Δὲν ἔχουν ἄλογα εἰς τὸ φουσάτον!» Καὶ έκατέβησαν καὶ ἐσυντύχαν πολλὰ ἄπρεπα λογία καὶ σουπέρπια ὅλην ἐκείνην τὴ νύκταν ἀπὸ τὸ τειχόκαστρον. Καὶ βαθεῖαν αὐγὴν ὥρισεν ὁ ρήγας καὶ ἀπεζεῦσαν τ᾿ ἄλογα εἰς τὴν γῆν· καὶ ἄνταν εἶδαν τ᾿ ἄλογα οἱ Σαρακηνοὶ ἐπίασέν τους μέγας φόβος, καὶ ἐφύγαν πολλοὶ Σαρακηνοί. Καὶ πισαυρίου ὄπου ἦτον παρασκευγὴ τῇ ιʹ μηνὸς ὀκτωβρίου, οἱ Σαρακηνοὶ ἐνέβησαν εἰς τὰ τειχόκαστρα τῆς Ἀλεξάνδρας μὲ θάρος νὰ τὴν διαφεντέψουν. Ἀμμὲ ὁ θεὸς ἐποῖκει χάριταν τοὺς χριστιανούς, καὶ ὅσον ἐκαβαλλικεῦσαν εἰς τ᾿ ἄλογα, ἦλθαν καὶ τὰ κάτεργα καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸν παλιὸν λιμιόναν, καὶ τὸ φουσάτον τῆς γῆς ἐπῆγεν εἰς τὴν χώραν· καὶ ἐπαίνοντά τους εἰς τὴν πόρταν τῆς χώρας ὅμως οἱ χριστιανοὶ ἐκάψαν τες πόρτες τῆς χώρας καὶ ἐδῶκαν ἔσσω, καὶ τὰ κάτεργα ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ λιμιόνος τοῦ παλαιοῦ, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ θεοῦ ἐπῆραν τὴν Ἀλεξάνδραν, ὅπου εἶνε περίτου δυνατὴ παρὰ οῦλες τὲς ἔχουν οἱ Σαρακηνοὶ κοντὰ εἰς θάλασσαν. Τοῦτον ἐγίνετον τῇ δʹ τὶς δʹ ὧρες· καὶ παίρνοντά την οὗλοι οἱ χριστιανοὶ ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην, καὶ εὐχαρίστησαν πολλὰ τοῦ θεοῦ.
Ὁ δὲ ληγάτος μοναῦτα ὥρισεν καὶ ἐποῖκαν παρακάλεσες εἰς τὸν θεόν, καὶ ἐλειτουργῆσαν εἰς τὸ ὄνομαν τῆς ἁγίας τριάδος, καὶ ἐμακαρίσαν καὶ τοὺς χριστιανοὺς ὅπου ᾿σκοτώθησαν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ὁ ρήγας ἐποῖκεν καβαλλάρην τὸν Τζάκε τε Λουζουνίαν τὸν ἀδελφόν του, καὶ τὸν σὶρ Τουμᾶς, τ᾿ Ἀντιότζε, καὶ πολλοὺς ἄλλους, καὶ ἔδωκεν τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ σὶρ Τζάκε ἐφφίκιν τὸ σινεσκαρδίκιν· καὶ τὸν σὶρ Τζουὰν τε Μόρφου ἐποῖκεν τον κούντη τε Ρουχᾶς· τὸ δὲ πριντζάτον τῆς Γαλιλαίας ἔδωκέν το τοῦ μισὲρ Οὗγκε τε Λουζουνία τοῦ ἀδελφοτέκνου του. Τὸ λοιπὸν ὁ ρήγας καὶ οὕλη ἡ ἀρμάδα ἐμεινίσ(κ)αν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν μετὰ γʹ ἡμέρες καὶ ἐνέβησαν ἔσσω· καὶ ηὗραν ἕναν πύργον γεμάτον ἀξαζόμενα πράγματα καὶ ἀρκοντίες, καὶ πολλὲς πραματεῖες, καὶ πλοῦτον ἀσήμιν καὶ χρυσάφιν. Ὁ λαὸς τῶν κατέργων ἐξέβην καὶ ἐνέβην εἰς τὴν χώραν, καὶ ἐπῆραν πολλὺν πλοῦτον καὶ ἐφέραν τον εἰς τὰ κάτεργα. Καὶ ὁ ρήγας δὲν ἐπῆρεν τίποτες, μὲ θάρος ὅτι θέλειν κρατήσειν τὴν χώραν διὰ λλόγου του.»
Πρβλ. Amadi, σελ. 414-15, Strambaldi, σελ. 68-69, Florio Bustron, σελ. 262-63. Ο Μεζιέρ, που υπήρξε πλησιέστερος από τον αν-Νουαΐρι μάρτυρας αυτών των ζοφερών γεγονότων, δεν λέει τίποτε για την απόλυτη καταστροφή τής Αλεξάνδρειας.
- [←54]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2978-79, σελ. 91.
- [←55]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 2980-3111, σελ. 91-94.
- [←56]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3148-3273, σελ. 96-99.
- [←57]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3286-3610. σελ. 100-109. Mézières, Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet (1954), σελ. 133-34, 138. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 299-301 και για το Τάγμα τού Πάθους στο ίδιο, σελ. 347-51, 453-59, 490 και εξής.
- [←58]
-
Πρβλ. Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3798-3809, σελ. 115.
- [←59]
-
Kahle, Mélanges Maspero, III, 139-40, 154. Atiya, Crusade in the Later Middle Ages, σελ. 367-69, 377. Στην προσφώνηση που ο Πιέρ Τομά σκόπευε να απευθύνει στον Ούρμπαν Ε΄ (βλέπε πιο κάτω), λέει ότι οι σταυροφόροι αποχώρησαν από την Αλεξάνδρεια «την έκτη μέρα», το οποίο συμφωνεί με τη δήλωση τού αν-Νουαΐρι αν ο Πιέρ μετρά όχι από τη μέρα τής επίθεσης (10 Oκτωβρίου) αλλά από την πρώτη μέρα τής κατάληψης [Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 139].
- [←60]
-
Για τις κύριες πηγές εσόδων τού αιγυπτιακού κράτους, βλέπε S. Lane-Poole, Egypt in the Middle Ages, Λονδίνο, 1925, σελ. 303-4, σημείωση.
- [←61]
-
George Hill, History of Cyprus, II (Καίμπριτζ, 1948), 467-93.
- [←62]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 173:
«Τότες ἐσυνβουλεύτην μὲ τὸν ληγάτον καὶ μὲ τοὺς καβαλλάριδές του, καὶ ὅλοι εἶπαν του: «Ἀργεῖ ἐκεῖ, καὶ δὲν εἶνε διὰ κανέναν διάφορος, ἀμμὲ νὰ πᾶμεν [εἰς τὸν τόπον μας».] Καὶ ὅλοι ἀντάμα μίαν βουλὴν ἐποίκασιν. Καὶ ὥρισεν ὅ ρήγας καὶ ἐστραφην τὸ φουσάτον εἰς τὰ κάτεργα, καὶ ἐποῖκαν ἄρμενα καὶ ἦρταν εἰς τὴν Λεμεσόν, καὶ ἀπεζεύγοντα μὲ χαρὰν μεγάλην. Καὶ ἀπέζευσεν ὁ ρήγας καὶ ὅλοι οἱ καβαλλάριδες καὶ οἱ παρούνιδες εἰς τὴν γῆν, καὶ τὰ κάτεργα ἐγυρίσαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον καὶ ἐξηφορτῶσαν τὰ ροῦχα, καὶ ἀποαρματῶσαν ὅλα τὰ ξύλα, ἐβγάλλοντα τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Σοὺρ τὸν ἀμιράλλη, ὅτι ὥρισέν τον ὁ ρήγας νὰ μὲν ἀπεζεύση, ἀμμὲ νὰ ᾖνε ὅτοιμος νὰ πάγῃ τὰ μέρη τῆς δύσις, κατὰ τὸ ἀστοίχημαν τὸ ἐποῖκεν μὲ τοὺς Γενουβίσους, καὶ νὰ πάρῃ καὶ τὰ ξύλα τὰ γενουβίσικα μετά του, καθὼς τὸ ἐξηγήθηκα ὀπίσω.»
- [←63]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 134-35, 140-41.
- [←64]
-
Ο Μεζιέρ έχει συμπεριλάβει την προσφώνηση στο βιβλίο του [Life of St. Peter Thomas, επιμ. Smet, σελ. 135-41]. Αναφέρεται σε αυτήν ως επιστολή [στο ίδιο, σελ. 142].
- [←65]
-
Για το αντι-τουρκικό σύμφωνο στις 11 Αυγούστου 1350, βλέπε R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, II (Βενετία, 1878), βιβλίο iv, αριθ. 352, σελ. 184 και βλέπε πιο πάνω, Κεφ. 10, περιοχή σημ. 140-141.
- [←66]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 142-54. Boehlke, Pierre de Thomas (1966), σελ. 295-307.
- [←67]
-
Mézières, Life of St. Peter Thomas, σελ. 156-57.
- [←68]
-
Πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 304-5.
- [←69]
-
Thomas Walsingham, Hist. anglicana, επιμ. H. T. Riley, ad ann. 1365, στο Rerum britanniearum … scriptores, XXVIII-1 (1863, ανατύπ. 1965), 301-2: «Όμως όλα τα είδη που έρχονταν από υπερπόντια μέρη, ύστερα από αυτά [δηλαδή τα γεγονότα που συνόδευσαν την άλωση τής Αλεξάνδρειας] έγιναν πιο σπάνια και πιο ακριβά…» (Omnia vero genera specierum transmarinarum diu post haec et rariora et cariora fuere…).
Aκόμα και η Αγγλία πλούτισε από τα λάφυρα τής άλωσης, γράφει ο Walsingham, καθώς οι Άγγλοι σταυροφόροι έφεραν πίσω μαζί τους υφάσματα κεντημένα με χρυσό και μετάξι καθώς και εξωτικά πετράδια. Σε αυτό το σημείο τής περιγραφής, το κείμενο τού χρονικού τού Walsingham είναι ταυτόσημο με εκείνο τού «Μοναχού τού Σαιντ Ώλμπανς» (Monachus S. Albani) [στο ίδιο, LXΙV (1874, ανατύπ. 1965), 56-57]. Πρβλ. Heyd, Hist. du commerce du Levant, II (1886, ανατύπ. 1967), 52-53.
- [←70]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 12, τομ. VII (1752), σελ. 134-35. R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III (1883), βιβλίο vii, αριθ. 251-52, σελ. 45.
- [←71]
-
Arch. di Stato di Venezia (1363-1366), Lettere segrete del Collegio, φύλλο 182. Δημοσιευμένο στο Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, III (1855), 753 και πρβλ. Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3818-97, σελ. 116-18.
- [←72]
-
Lettere segrete del Collegio. φύλλο 185. Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, III, 754-55. Η κυβέρνηση τού νεαρού σουλτάνου αλ-Ασράφ Νασραντίν Σαμπάν (al-Ashraf Nasir-ad-Din Sha’ban) είχε διαβεβαιώσει τον δόγη ότι οι Μπέμπο και Σοράντσο θα τύγχαναν καλής υποδοχής στο Κάιρο και ότι οι Ενετοί έμποροι θα ήσαν ελεύθεροι να πηγαινοέρχονται σε ολόκληρη την Αίγυπτο [R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 268, σελ. 48 και Heyd, II, 53].
- [←73]
-
Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, III, 755-56, επιστολή με ημερομηνία 14 Ιουνίου 1366, «προς τον πρέσβη μας στην παπική κούρτη» (ambaxatoribus nostris in Curia Romana).
- [←74]
-
Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, III, 756-57. Ο Machaut είναι καλά ενημερωμένος για την αποστολή των Ενετών απεσταλμένων στο Κάιρο καθώς και για την επιτυχία τους να πείσουν τον Πέτρο Α΄ να κάνει ειρήνη με την Αίγυπτο, παρά το γεγονός ότι ετοίμαζε στόλο για επίθεση στη Συρία. Έστειλε τον στόλο να λεηλατήσει τη νότια ακτή τής Μικράς Ασίας επιτιθέμενος στα τουρκικά εμιράτα και επιδίωκε ευνοϊκή ειρήνη με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου [Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3818-4023, σελ. 116-22]. Ο Mαχαιράς, Recital, I, βιβλίο ii, παρ. 176-80, σελ. 156-60 δίνει πολύ παρόμοια περιγραφή.
- [←75]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 175, σελ. 156:
«Καὶ γροικῶντα τὰ μαντάτα ὁ ἀμιράλλης ἐσηκώθην ἀπὸ ᾿κεῖ κα ἐπῆγεν εἰς τὴν Γένουβαν· ὀμπρὸς ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρώμην, καὶ ἅνταν ἐγροίκησεν ὁ πάπας [τὰ μαντάτα ἀπὸ τὸν ἀμιράλλην, ἐχάρην χαρὰν μεγάλην καὶ ὅλη ἡ Ρώμη. Καὶ ᾿μάθαν τὴ νίκην τοὺς χριστιανοὺς τοὺς Κυπραίους, ἐζηλέψαν οἱ ἄρχοντες τῆς δύσις καὶ ἐβάλαν βουλὴν ν᾿ ἀρματώσουν νἄρτουν εἰς τὴν μερίαν τῆς Κύπρου πρὸς τὴν βοήθειαν τοῦ ρηγὸς διὰ τὴν Συρίαν· ὁμοίως καὶ ὁ κούντης τῆς Ἀσαβογίας, ὁ ποῖος ἔμελλε νἄρτῃ μὲ πολλὰ φουσάτα· ὁμοίως καὶ ὁ ρήγας τῆς Φραγγίας ἔπεψεν γιὰ τοῦτον ἕναν μέγαν καβαλλάρην ὀνόματι σὶρ Τζουὰ τε Λαβιέρ, καὶ εἶπεν το τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου, πῶς μέλλει ὁ ἀφέντης ὁ ρήγας τῆς Φραγγίας νὰ πέψη πολλὺν φουσάτον εἰς τὴν Κύπρον νὰ καταλύσουν [τους Σαρακηνούς.] Καὶ μέσα εἰς τοῦτον ἐπῆγεν τὸ κάτεργον τὸ βενέτικον καὶ ἐπῆρεν μαντάτον πῶς γίνεται ἡ ἀγάπη μὲ τὸν σουλτάνον καὶ μὲ τὸν ρήγαν τῆς Κύπρου· καὶ γροικῶντα οἱ ἀφέντες τῆς δύσις, ἐκόπην ἡ ὄρεξι τους νὰ ἔλθουν εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ ρηγὸς τῆς Κᾁπρου.».
Στο ίδιο, βιβλίο ii, παρ. 183, σελ. 162:
«Θωρῶντα οἱ Βενετίκοι πῶς ἀρχέψα νὰ γενῇ ἡ ἀγάπη, ἐνέβησαν εἰς τὸ κάτεργόν τους καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Βενετίαν, καὶ εἶπαν τὰ μαντάτα. Καὶ γροικῶντα οἱ ἄρχοντες [ὅπου ἐθέλα νὰ κατεβοῦν εἰς τὸ παζάριν,] ἐξηλώθησαν καὶ δὲν ἦλθαν, καὶ ἐγίνην μεγάλη ζημία εἰς τοὺς χριστιανούς. Καὶ ὁ κούντης τῆς Σαβογίας, ὅπου ᾿τον δηγημένος νὰ ἔλθη διὰ τοὺς Σαρακηνούς, γροικῶντα τὴν ἀγάπην [ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρωμανίαν] εἰς βοήθειαν τοῦ βασιλέως τῆς Κωνσταντινόπολις τοῦ ἀνιψιοῦ του. Καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ παντοδυνάμου θεοῦ ὁ βασιλεὺς [ἐτζάκκισεν τὸν Τοῦρκον] καὶ ἐπῆρεν πολλὲς χῶρες ὅπου τοῦ ἐκράτεν.»
- [←76]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3644-66, σελ. 110-11.
- [←77]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 181-86, σελ. 160-66:
«Τὸ κάτεργον τὸ βενέτικον ἐστράφην εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, καὶ ἐπῆγαν οἱ μαντατοφόροι εἰς τὸ Καργίος καὶ ἐσυντύχαν τοῦ σουλτάνου, καὶ εἶπαν του πῶς ἐποῖκαν τὸν ρήγα καὶ ἐξηρμάτωσεν νὰ μὲν πάγῃ κοῦντρα του, καὶ νὰ τοῦ πέψῃ μαντατοφόρους νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην· «διατὶ δὲν πιστεύγει πῶς θέλεις τὴν ἀγάπην του, ὡς γοιὸν μᾶς εἶπες τὲς διαβοῦσες ἡμέρες, καὶ διὰ νὰ τελειώσωμεν τοὺς ὁρισμο(ύ)ς σου [ἐποίκαμεν τὸ αὐτὸν πρᾶγμαν.»] Καὶ γροικῶντα ὁ σουλτάνος εἰς τιτοίαν λογήν, ἄρεσέν του πολλά, καὶ ἕρισεν καὶ ἐποῖκαν μεγάλα κανισκία, καὶ μεγάλους ἀφέντες διὰ μαντατοφόρους, καὶ ἔπεψεν εἰς τὴν συντροφιὰν τοὺς Βενετίκους. Καὶ τῇ κζʹ μηνὸς μαγίου τξςʹ Χριστοῦ ἔραξεν τὸ κάτεργον τοὺς Βενετίκους εἰς τὴν Ἀμόχουστον καὶ ἐπέζευσε, καὶ ἐξέβησαν οἱ μαντατοφόροι τοῦ σουλτάνου, καὶ [ἐπερίλαβέν τους τιμημένα.] Ὁ ρήγας ὥρισεν καὶ ἐπῆραν ἄλογα καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ καβαλλάριδες καὶ ἐσυντροφεῦσαν τους καὶ ἐφέραν τους εἰς τὴν χώραν τῇ βʹ μηνὸς ἰουνίου τξςʹ Χριστοῦ· καὶ ἐνέβησαν ἔμπροσθεν τοῦ ρηγὸς καὶ ἔδωκάν του τὰ κανισκία καὶ τὰ χαρτία ὁποῦ τοῦ ἔπεψεν ὁ σουλτάνος· καὶ ὁ ρήγας ἐπερίλαβέν τους μετὰ χαρᾶς καὶ ἔπεψέν τους ἐκεῖ ὅπου ἦτον δηγημένα εἰς τὸ σπίτιν τοῦ κυροῦ τοῦ Στύρου· καὶ ᾿πῆγαν πολλοὶ καβαλλάριδες καὶ ἐπῆραν τους μὲ πολλὴν τιμήν, καὶ ἐδουλεῦσαν τους πολλὰ τιμημένα εἰς ὅλες τους τὲς χρῆσες.
Καὶ ὁ ρήγας ὥρισεν καὶ ἐκράξαν τοὺς ἄρχοντες τῆς βουλῆς, καὶ ὤρισεν καὶ ἀναγνῶσαν τὰ χαρτία ὀμπρός τους· καὶ μοναῦτα ἐζήτησέν τους βουλὴν τὸ τίντα νὰ ποίσῃ. Εἰς τοῦτον οἱ ἄρχοντες εἶπαν: «Ἐπειδὴ καὶ ὁ σουλτάνος [τιτοίως παιδεμένος] καὶ ζητᾶ ἀγάπην, καὶ διὰ τὴν μίαν μερίαν καὶ διὰ τὴν ἄλλην ἔνι καλόν· ὅτι τὸ κοῦρσος δὲν εἶνε τινὸς διάφορος παρὰ τοῦ φουσάτου, εἰ δὲ ὁ ἔξοδος ἔνε δικός σου.» Γροικῶντα ὁ ρήγας τοῦτον, ἕρισεν καὶ πολομᾷ μαντατοφόρους καὶ ἔπεψέν τους εἰς τὸ Κάργιος· οἱ ποῖγοι ἦτον Καταλάνοι, ὁ Τζὰν τ᾿ Ἄλφους καὶ ἦτον Ἑβραῖος καὶ ἐβαπτίστην, καὶ τὸν σὶρ Τζόρτζε Σεττίκα, καὶ τὸν σὶρ Πὸλ τα Μπελονία τὸν νοτάριον· καὶ ἔδωκέν τους πρεπάμενα κανισκία νὰ δώσουν τοῦ σουλτάνου, καὶ ἄλλα πολλὰ ὅπου ᾿δῶκαν τους μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου· καὶ ἔδωκέν τους καὶ ἀντίλογον τῶν γραφῶν τοῦ σουλτάνου εἰς τὰ χέργια τοὺς μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου, καὶ ἄλλες γραφὲς ὅπου ἔδωκεν τοὺς μαντατοφόρους τοὺς δικούς του. Καὶ ἕρισεν καὶ ἀρματῶσαν ἕναν κάτεργον ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ἐνέβησαν οἱ μαντατοφόροι μέσα· καὶ οἱ μαντατοφόροι τοῦ σουλτάνου ἐνέβησαν εἰς τὸ βενέτικον ὄπου τοὺ ἔφερεν. Καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν ἀντάμα, καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Καργίος, καὶ ἐπῆγαν ὀμπρὸς τοῦ σουλτάνου· καὶ ὁ σουλτάνος ἐπροσδέκτην τους μὲ καλὸν πρόσωπον· καὶ ἐδιαβάσαν τὲς γραφές, καὶ ὥρισεν καὶ ἐγράψαν τους ἄλλες καὶ ἔπεψέν τους εἰς την Κύπρον.
Θωρῶντα οἱ Βενετίκοι πῶς ἀρχέψα νὰ γενῇ ἡ ἀγάπη, ἐνέβησαν εἰς τὸ κάτεργόν τους καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Βενετίαν, καὶ εἶπαν τὰ μαντάτα. Καὶ γροικῶντα οἱ ἄρχοντες [ὅπου ἐθέλα νὰ κατεβοῦν εἰς τὸ παζάριν,] ἐξηλώθησαν καὶ δὲν ἦλθαν, καὶ ἐγίνην μεγάλη ζημία εἰς τοὺς χριστιανούς. Καὶ ὁ κούντης τῆς Σαβογίας, ὅπου ᾿τον δηγημένος νὰ ἔλθη διὰ τοὺς Σαρακηνούς, γροικῶντα τὴν ἀγάπην [ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρωμανίαν] εἰς βοήθειαν τοῦ βασιλέως τῆς Κωνσταντινόπολις τοῦ ἀνιψιοῦ του. Καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ παντοδυνάμου θεοῦ ὁ βασιλεὺς [ἐτζάκκισεν τὸν Τοῦρκον] καὶ ἐπῆρεν πολλὲς χῶρες ὅπου τοῦ ἐκράτεν.
Καὶ ὅνταν ἦλθαν οἱ μαντατοφόροι ἀπὸ τὸν σουλτάνον εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἐδιαβάσαν τὲς γραφές, ἐζήτησεν ὁ σουλτάνος νἄχη τοὺ(ς) Σαρακηνοὺς τοὺ(ς) σκλάβους τοὺς ἐσήκωσεν ὁ ρήγας ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδραν, καὶ τότες νὰ τελειώσῃ τὴν ἀγάπην. Ὁ ρήγας δὲν ἐννοιάσθην τὴν παραβουλίαν, ἀμ(μ)ὲ ὡς καλὸς ἐπίστευσέν του, καὶ μὲ καλὴν καρδίαν ὥρισεν ὅσοι σκλάβοι εὑρίσκου(ν)ται νὰ δηγηθοῦν [νὰ ἦνε] τοῦ σουλτάνου καὶ νὰ συνπιαστοῦν ἔμπροσθεν ἑνοῦ καπετάνου τὸν ὠρδινίασεν ὁ ρήγας διὰ λλόγου τους· καὶ ὅλους ἔπεψέν τους τοῦ σουλτάνου εἰς τὸ Κάργιος, καὶ ἔπεψεν καὶ τὸν σὶρ Γιλιὰμ τε Ρρὲς νὰ πᾷ μαντατοφόρος, καὶ νοτάριον τὸν σὶρ Πὸλ τα Πολονίαν, καὶ ἔδωκέν τους ὅλα τὰ μάλωτα ὅπου ἐλευθερώθησαν εἰς τὸ νησσίν, καὶ ἀρμάτωσεν ἕναν κάτεργο νὰ τοὺς πάρῃ εἰς τὸ Κάργιος· Καὶ [παγαίνοντά τους] εἰς τὴν Πάφον, ὁ αὐτὸς σὶρ Γιλιὰμ τε Ρρᾶς ἐκακοψύχησεν καὶ ᾿μήνυσέν το τοῦ ρηγός· καὶ ὁ ρήγας ἐμήνὑσέν του νὰ πάγῃ, ὅτι εἶνε τὰ μάλωτα τὰ παραδομένα ᾿ς τὸ χέριν του καὶ χαρτία, καὶ μὴὺἐμπορῶντα νὰ πάγη, νὰ τὰ δώσῃ εἰς τὸ χέριν τοῦ σὶρ Πὸλ τα Πελονία νὰ πάγῃ, καὶ κεῖνος νὰ στραφῆ εἰς τὴν Λευκωσία διὰ νὰ γιατρευτῇ. Καὶ ὁ ἄνωθεν ἐπῆρεν τὰ μάλωτα καὶ τὰ χαρτία καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν σουλτάνον.
[Καὶ ἅνταν ἐπῆρεν τὲς γραφὲς ὁ σουλτάνος καὶ ἐκουντεντιάστην, καὶ τὸ ἀρμάτωμαν τοὺς ἀφέντες τῆς δύσις ἐξηλώθην καὶ πασαεῖς ἐπῆγεν ἔσσω του, καὶ τὰ μάλωτα ἐπῆγαν εἰς τὸ Κάργιος,] ηὗρεν ἀφορμὴν ὅτι ὁ ρήγας ἐγέλασέν του καὶ δὲν τοῦ ἔπεψεν μαντατοφόρους τιμημένους, μεγάλους ἀφέντες, ὡς γοιὸν ἦτον μαθημένος, καὶ διὰ τοῦτον δὲν θέλει νὰ ποίσῃ ἀγάπη· καὶ ἐκράτησεν τὸν μαντατοφόρον, καὶ ὥρισεν καὶ μοναῦτα εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν νὰ κρατήσουν τὸ κάτεργον. Εἰ δὲ ὁ καραβοκύρης ἦτον φρένιμος καὶ δὲν ἐπιστεύθην νὰ μπῇ εἰς τὸν λιμιόναν, ἀμμ᾿ ἔστεκεν ἔξω ἐγδέχοντα τὸν μαντατοφόρον νὰ ἔλθῃ, καὶ ἐκολακεῦγαν τον νὰ μπῇ εἰς τὸν λιμιόναν· ἐκεῖνος θωρῶντα τὰ ψουψουρίσματα, ἐποῖκεν ἄρμενα καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἐξηγήθην τὰ μαντάτα τοῦ ρηγός.
Θωρῶντα ὁ ρήγας πῶς ἐκονπώθην καὶ ἐγελάστην πολλὰ ἀπὸ τοὺς Βενετίκους, καὶ κεῖνοι ἦτον ἡ ἀφορμὴ καὶ ᾿ξηλώθην τὸ ἀρμάτωμαν τὸ ἔμμελλε νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὴν δύσιν, τὸ ποῖον ἦτον ἀκανιτὸν νὰ σηκώση πολλὲς χῶρες τοῦ σουλτάνου, ἐπικράνθην πολλά. Τὸ λοιπὸν ὁ ρήγας, φρένιμος καὶ ἀπότορμος, ἐμήνυσεν εἰς τὴν Ἀμόχουστον νὰ βάλουν εἰς ὁδηγίαν οὗλα τὰ κάτεργα καὶ ὅσα ξύλα ἔχει μικρὰ καὶ μεγάλα διὰ νὰ πάγῃ εἰς τὴν Συρίαν. Καὶ μοναῦτα ἔπεψεν ἕναν κὰτεργον μὲ τὸν σὶρ Πιὲρ τε Λεβὰτ καβαλλάρην Φραντζόρτζην νὰ πάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινόπολιν νὰ ποίσῃ νῶσιν τοῦ κούντη τε Σαβογία, νὰ ἔλθῃ νὰ πᾶσιν εἰς τὰ ροῦχα τοῦ σουλτάνου· τὸν ποῖον ἐγυρέψαν τον καὶ δὲν τὸν ηὗραν ἐκεῖ, καὶ ἐγδέχουν τον, καὶ εἶπεν του τὰ μαντάτα. Καὶ εἶπεν του: «Καλὰ ἤμουν δηγημένος νὰ ἔλθω, ἀμμὲ οἱ Βενετίκοι εἶπαν μου πῶς γινίσκεται ἡ ἀγάπη, καὶ δὲν εἶχα ἴντα νὰ ποῖσω· ἦλθα εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ ἀν(ι)ψιοῦ μου καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸν ἀφήσω.»
Πρβλ. Amadi, σελ. 415, Strambaldi, σελ. 72 και Florio Bustron, σελ. 263. Για τη ματαιότητα των διαπραγματεύσεων για ειρήνη μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου βλέπε Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 4036 και εξής, σελ. 122 και εξής.
- [←78]
-
Paul Riant, «Six Lettres relatives aux croisades», Archives de l’ Orient latin, I (1881, ανατύπ. 1964), 391-92. Για την πρόσκληση τού Οσπιταλίου βλέπε Waldstein-Wartenberg, Rechtsgeschichte des Malteserordens (1969), ιδιαίτερα σελ. 117-18. Tρεις εβδομάδες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1366, ο Μπέρενγκερ έδωσε εντολή στον γενικό επίτροπο τού τάγματος να συλλέξει τα «οφειλόμενα» (responsiones) και όλα τα καθυστερούμενα από κάθε Ιωαννίτη, οποιουδήποτε βαθμού ή κατάστασης, λόγω τής «επικίνδυνης αναγκαιότητας» για αυτοάμυνα απέναντι στον σουλτάνο τής Αιγύπτου (soldanus Babiloniae). Sebasiiano Pauli (επιμ.), Codice diplomatico del Sacro Militare Ordine Gerosolimitano, oggi di Malta, 2 τόμοι, Λούκκα, 1733-37, II, αριθ. LXXVI, σελ. 95-96.
- [←79]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 3948-81, σελ. 120.
- [←80]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 267, σελ. 47. Στις 2 Ιουλίου η Γερουσία ετοιμαζόταν να στείλει τέσσερις νέες γαλέρες, που βρίσκονταν τότε στο Ναύσταθμο, «στο ταξίδι προς την Αλεξάνδρεια» [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 31, φύλλο 141 και εξής].
- [←81]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 3:
«…Αποφασίζεται καλοπροαίρετα να κηρυχθεί στα σκαλιά τού Ριάλτο ότι όποιος επιθυμεί να βάλει πλοίο μεταφοράς, στρογγυλό πλοίο μεταφοράς ή άλλου είδους σκάφος στο ταξίδι προς Κύπρο, Συρία και Αίγυπτο, για να πάει να αγοράσει και να φορτώσει βαμβάκι και να το φέρει στη Βενετία, πρέπει να γραφτεί στη μεγάλη αυλή μέσα στις επόμενες τρεις ημέρες…».
(… Vadit pars in bona gracia quod cridetur in scalis Rivoalti quod quicumque vult ponere navem, cocham, vel aliud navigium ad viagium Cipri et Sorie et Egypti pro eundo ad levandum et caricandum de gothono pro conducendo illud Venecias debeat facere se scribi ad curiam maiorem usque ad tres dies proximos…)
- [←82]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 273-74, σελ. 48-49, όπου και οι δύο βούλλες έχουν ημερομηνία 17 Αυγούστου 1366.
- [←83]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 319, σελ. 55-56. Δύο ακόμη γαλέρες στάλθηκαν για τον ίδιο σκοπό στις 2 Ιουνίου 1368 [στο ίδιο, αριθ. 421, σελ. 71].
- [←84]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 267, 351, σελ. 47-48, 61.
- [←85]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 5, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1367:
«Ψηφίστηκε: Επειδή υπάρχει πλήρης έλλειψη βαμβακιού στη Βενετία, το οποίο, όπως είναι γνωστό, είναι πολύ απαραίτητο για την ευημερία τού κράτους αυτού και για το οποίο είναι αναγκαστικά σκόπιμο να υπάρξει πρόβλεψη, αποφασίζεται να ανατεθεί καλοπροαίρετα το ταξίδι τής Αλεξάνδρειας σε ένα πλοίο μεταφοράς, το οποίο θεωρεί επαρκές αυτό το συμβούλιο, που πρέπει να αναχωρήσει από τη Βενετία το αργότερο στις 22 τού προσεχούς Ιουλίου και να πάει κατευθείαν στην Αλεξάνδρεια, όντας αυτό το πλοίο μεταφοράς ένα από εκείνο τον αριθμό πλοίων που πρόσφατα μάς παραχωρήθηκε από τον κύριο πάπα [στις 17 Μαΐου, όπως σημειώθηκε πιο πάνω], αλλά να μην αναχωρήσει ακόμη από τη Βενετία, αν πρώτα δεν έχουμε νέα από τούς πρέσβεις μας που πήγαν στον σουλτάνο, ότι έχει επιτευχθεί συννενόηση ανάμεσα σε εμάς και τον εν λόγω σουλτάνο».
(Capta: Quia in totum deffecerunt gothoni in Veneciis, qui sunt tante necessitatis pro bono istius terre, ut notum est, et superinde necessario expediat providere, vadit pars quod in bona gracia deputetur ad viagium Alexandrie una cocha, que sufficientior videbitur isti consilio, et debeat recedere de Veneciis usque diem XXII mensis Iulii proximi ad longius, et vadat directe in Alexandriam, et sit dicta cocha de numero navium nuper nobis concessarum per dominum papam, sed tamen non recedat de Veneciis nisi primo habitis novis a nostris ambaxatoribus qui iverunt ad soldanum de concordio facto inter nos et soldanum predictum.)
Για το εμπόριο τής Αλεξάνδρειας (και τούς κινδύνους του) βλέπε στο ίδιο, φύλλα 70, 71, 82, 83 και εξής 99, 130, 181 και εξής, 138, 139.
- [←86]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλα 5-6, δημοσιευμένο στο Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II (1852), 285-86, με λάθος αναφορά φύλλου και πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières (1896), σελ. 327.
Η παπική απαγόρευση τής 17ης Αυγούστου δεν είχε μαθευτεί ακόμη στη Βενετία, όταν στις 25 τού μηνός η Γερουσία σχεδίαζε την αποστολή των τεσσάρων πλοίων και μερικών γαλερών στην Αλεξάνδρεια [στο ίδιο, φύλλο 6, δεν υπάρχει στον Mas Latrie]:
«Αποφασίστηκε να ανατεθεί στον διοικητή των γαλερών τής Αλεξάνδρειας, που κατευθύνεται ο ίδιος στα μέρη τής Αλεξάνδρειας, να στείλει αμέσως έναν επαρκώς εξουσιοδοτημένο απεσταλμένο ενώπιον τού Γελμπόγα και να τον ενημερώσει για την έλευση των γαλερών μας και των προξένων μάς σε εκείνα τα μέρη…»
(Capta quod committatur capitaneo galearum Alexandrie quod applicato ipso in partibus Alexandrie statim mittere debeat unum sufficientem nuncium ad presentiam Jolboge, notificando ei de adventu galearum nostrarum et consulis nostri ad dictas partes …)
και έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε να εκδώσει ο Γελμπόγα εντολές ότι οι Ενετοί και τα αγαθά τους θα τύχαιναν καλής μεταχείρισης και θα προστατεύονταν στην Αλεξάνδρεια, τη Δαμασκό, τη Βηρυτό και την Τρίπολη. Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 8, 10, 11, 12, 13.
- [←87]
-
Ο Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 288-89, χρονολογεί λάθος την παπική επιστολή σε 1367. Έπρεπε να είναι 1366, όπως στον R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 296, σελ. 51. Πρβλ. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 338-39 και Hill, History of Cyprus, II (1948), 342.
- [←88]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 13, τομ. VII (1752), σελ. 135.
- [←89]
-
Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 286-88. Τμήματα τού λατινικού κειμένου δύσκολα μεταφράζονται.
- [←90]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 189-91, σελ. 168-72:
«Θεωρῶντα οἱ Καταλάνοι οἱ πραματευτάδες πῶς ἐπάψαν οἱ πραματεῖες τῆς Συρίας, ἐπαρακαλῆσαν τὸν ρήγα νὰ πέψῃ μαντατοφόρους εἰς τὸν σουλτάνον ἀνισῶς καὶ θέλει νὰ ποίσῃ τὴν ἀγάπην, [ἔχοντα καὶ θέλου νὰ κάμου νὰ ζιοῦν.] Καὶ μοναῦτα ἀρμάτωσεν ἕναν κάτεργον δικόν του καὶ ἔβαλεν πολλὰ φρονίμους εἰς τὴν συντροφίαν τοὺς ἄνωθεν καὶ ἔπεψέν τους εἰς τὸν σουρτάνον, ζητῶντα του νὰ πάψῃ τὸν θυμόν του καὶ νὰ ποίσῃ ἀγάπην, νὰ μὲν θελήσῃ τὴν ζημιάν του καὶ τὴν ζημίαν τοὺς χριστιανούς, καὶ ἂς λεμονηθῇ τοὺς δικούς του, καὶ ἂς κοιμήσῃ τὴν κακοσύνην του. Καὶ ὁ θεὸς ἐσκλήρωσεν τὴν καρδιάν του ὡς γοιὸν τοῦ Φαραῶ, καὶ δὲν ἔθελε νὰ ποίσῃ ἀγάπην. Θεωρῶντα οἱ σοφοὶ ἄνδρες οἱ Κατελάνοι ὅτι οὐδὲν ὠφελοῦν, μᾶλλον μάλλωμαν γινίσκεται, ἐξέβησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον τῇ κϚʹ νοεμβρίου ͵ατξϚʹ Χριστοῦ καὶ ηὗραν τὴν ἀρμάδαν τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου ἕτοιμη νὰ ἐβγῇ.
Τὸ λοιπὸν ὁ ρήγας τῆς Κύπρου ὡς φρόνιμος ἐμήνυσεν πρὶν τὸν καιρὸν εἰς τὴν Ρόδον νὰ τοῦ πέψουν δʹ κάτεργα, καὶ ὅσα ἄλλα ξύλα εὑρεθοῦν εἰς τὸν λιμιόναν νὰ τοῦ τὰ πέψουν εἰς τὸν ἔξοδόν του. Καὶ γροικῶντα ὁ μέγας μάστρος ἔπεψέν του δʹ κάτεργα καὶ ὅσα ἄλλα ξύλα εἶχεν δηγημένα εἰς τὸν ἔξοδόν του, καὶ ιβʹ σατίες εἰς τὸν ἔξοδον τοῦ Σπιταλλίου, καὶ ἐπεσῶσαν εἰς τὴν Κύπρον τῇ ιαʹ νοεμβρίου τξςʹ Χριστοῦ. Θεωρῶντα ὁ καλὸς ρὲ Πιὲρ τὴν άρμάδαν ὅλην πῶς ἦτον δηγημένη, τουτἔστιν ἄρμενα ριςʹ-, κάτεργα νςʹ, νάβας καὶ ἄλλα ξύλα ξʹ, καὶ ἔβαλεν καβαλάριδες καραβοκυροὺς τοὺς κάτωθεν ὠνοματισμένους:-τὸ πρῶτον καπετανίκιν τὸ κάτεργον τοῦ ρηγός, ὁ πρίντζης [τῆς Ἀντιοχείας] ὁ μισὲρ Φιλιπποὺν τε Ἰμπελὴ κύρης τοῦ Ἀρσεφίου, μισὲρ Τζουὰν τε Ἰμπελὴ σινεσκάρδος τῶν Ἱεροσολύμων ὁ σὶρ Τζουὰν τε Ἰεμπελὴν κούντης τοῦ Γιάφ, σὶρ Τζουὰν τε Μόρφου κούντη τε Ρουχᾶς, ἡ συντροφία τοῦ λεγάτου, ἡ συντροφία τοῦ ἀρχιεπισκόπου, ἡ συντροφία τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ συντροφία τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Λα Λιβιέρε, ὁ σὶρ Λογὴς τε Ροκεφόρτου, ὁ σὶρ Σιμοὺν Τενούρη, [μόρτζος] Ἱεροσολύμων, ὁ σὶρ Τζάκο τε Νόρες καὶ τουρκοπουλιέρης Κύπρου, σὶρ Τουμᾶς τε Βερνή, σὶρ Τζάκε τε Μουζάρτ, σὶ(ρ) Ραμοὺν Βισκούντης, μισὲρ Τζουὰν Πεντιήν, σὶρ Φιλίππε Δουκίζες, τὸ κάτεργον τὸ Ἀναπολιτάνικον, σὶρ Τζουὰν τε Πρίες, σὶ(ρ) Ροτζὲρ τε Μουντολίφ, ὁ σὶρ Γιλιὰμ Βισκούντης, σὶ(ρ) Ρ(ε)νιὲρ τε Πενετίτ, ὁ σὶρ Τζουὰν τε Μουντολίφ, ὁ σὶρ Τζουὰν Λάσκαρης, ὁ σὶρ Τζουὰν Μουστρή, ὁ σὶρ Τζουὰν τε Ζιπλέτ, ὁ μισὲρ Μάρκο Κορνέρ, σὶρ Πιὲρ Μαλολές, σὶρ Τζουὰν τα Μουρής, σὶ(ρ) Ρὰφ τε Καρμαή, σὶρ Τζουὰν τε Ραφιέρ, σὶρ Τζουὰν τ᾿ Ἀντιότζε, σὶρ Ἀρνὰτ Σοσίους, σὶρ Πιὲρ Γριμάνης, σὶρ Τζουὰν τε Γριμάντε, ὁ καβαλλάρης τοῦ ρὲ τε Ραγούνα καὶ ἡ συντροφιά του, ὁ σὶρ Ἐμπριμὼν τα Λα Βότε, σὶρ Λαφοὺν Φαρράντος, σὶρ Ὀτὲτ Παντουήν, σὶρ Φλερμοὺντ κύρης τῆς Κουμπαρίας, ὁ σὶρ Ὀγκὲ τῆς Μιμάρης, σὶρ Χαρρὴν τε Μουζεζάρτ, σὶρ Πιὲρ τε Κασίν, σὶρ Νικὸλ Λαζές, σὶρ Γγὲ τῆς Μιμάρς, σὶρ Τζουὰν τε Μουντολίφ· καὶ τὰ κάτεργα τὰ ἐκράτησεν ὀ ρήγας εἰς τὴν ρόγαν του τοῦ Σπιταλλίου, κάτεργα δʹ καὶ σατίες ιβʹ, ὁ σὶρ Τουμᾶς τε Μουντολὶφ τῆς Κλίρου, σὶ(ρ) Ραμοὺν Παπή, σὶρ Τζουὰν τε Λα Πάμε· καὶ ἀπάνω εἰς τὰ καραβία ἦτον καραβοκυροὶ χαμηλοὶ καὶ δὲν ἐγράφησαν· τὰ ξύλα ὁμάδα μηʹ, καὶ (ἡ) ἀπάνω σοῦμα πεντῆντα δύο· ὅλα ρʹ.
Καὶ τῇ κυριακῇ τῇ ζʹ ἰ(α)ν(ν)ου(α)ρ(ίου) τῆς αὐτῆς ἐχρονίας τξςʹ Χριστοῦ, ἐξέβην ἡ ἄνωθεν ἀρμάδα τοῦ ρηγὸς Ἱεροσολύμων καὶ Κύπρου, καὶ πηγαίννοντα εἰς τὸ πέλαγος ἐσηκώθην ζάλη καὶ μεγάλη σκλερία, καὶ τὰ ξύλα ἐχωρίστησαν μεσόν τους καὶ δὲν εἶδεν ἕναν τ᾿ ἄλλον ποῦ ᾿πῆγεν. Τὸ κάτεργον τοῦ ρηγὸς καὶ ἄλλα ἐπῆγαν εἰς τὸ Καρπάσιν καὶ εἰς τὴν Ἀκροτίκην· τὸ κάτεργον τοῦ ἀφέντη τῆ(ς) Σπάρας καὶ ἄλλα ιδʹ εὑρέθησαν εἰς τὴν Τρίπολιν καὶ ἐπολεμίσαν τὸν πύργον καὶ ἐπῆραν τὸν καπετάνον ὀνόματι Μεκεντὰμ Νταούτ· καὶ ἐμεῖναν τὰ αὐτὰ ιεʹ κάτεργα εἰς τὴν Τρίπολιν ιβʹ ἡμέρες (καὶ) ἐγδέχουνταν τὴν ἀρμάδαν. Ὁ ρήγας ἀπὸ τὴν σκλερίαν τὸ ἕναν ἀπέσωσεν εἰς τὸ Καρπάσιν, καὶ ἐπέζεψεν καὶ ἦρτεν εἰς τὸ χωργιὸν τὸ Τρίκωμον, καὶ ἕρισεν τὰ δελοιπὰ ξύλα νὰ πᾶν εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Θωρῶντα ὁ ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας πῶς τὸ δελοιπὸν στόλος δὲν ἐφάνην, αἰμαλώτευσεν τὴν Τρίπολιν, καὶ ἐστράφησαν εἰς τὴν Κᾁπρον.»
Tο καλύτερο χειρόγραφο τού ελληνικού κυπριακού κειμένου τού Μαχαιρά [στη Βενετία, στη Bibl. Nazionale Marciana, Class. VII, cod. XVI, φύλλο 69] γράφει ότι ο Πέτρος απέπλευσε την Κυριακή 7 Ιανουαρίου, αλλά το 1367 αυτή η ημερομηνία έπεφτε Δευτέρα. Tο δεύτερο χειρόγραφο τού Μαχαιρά [στην Οξφόρδη, στην Bodleian Library, Selden Supra 14] και o Strambaldi, Chronique, επιμ. Rene de Mas Latrie (1893), σελ. 76 τοποθετούν την αναχώρηση τού Πέτρου στις 17 Ιανουαρίου, που ήταν Κυριακή. Ο Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 4332-37, σελ. 131 λέει ότι ο Πέτρος ήταν άρρωστος και περιορισμένος στον θάλαμό του σχεδόν όλο το μήνα Νοέμβριο τού 1366. Ο Amadi, Chronique, επιμ. Mas Latrie (1891), σελ. 415-16 αναφέρει ότι ο στόλος τού Πέτρου αριθμούσε 116 σκάφη, «δηλαδή 56 γαλέρες και 60 άλλα πλοία» (videlicet galie LVI, nave et altri navigli LX), τούς ίδιους αριθμούς που δίνει και ο Μαχαιράς, αλλά χρονολογεί την επιβίβαση τού Πέτρου στην Αμμόχωστο στις 6 Ιουνίου (1366), όπως τεκμηριώνει ο Florio Bustron, Chronique de l’ ile de Chypre, επιμ. Mas Latrie (1886), σελ. 263-64, ο οποίος δίνει στον Πέτρο «μια όμορφη και δυνατή αρμάδα από 56 γαλέρες, 60 πλοία μεταφοράς, φούστες και άλλα σκάφη, που ήταν περίπου 126» (una bellissima et potente armata de galee 56, nave, fuste, et altri navigli 60, che in tutto furono 126) (!).
Για τούς αριθμούς στον Μαχαιρά βλέπε Dawkins, II, 119-20, ενώ για την ανακάλυψη από τον E. Kριαρά και τρίτου χειρόγραφου τού Μαχαιρά στη Biblioteca Classense τής Ραβέννας (Cod. 187) βλέπε Franz Dölger, Byzantinische Zeitschrift, XLIX (1956), 451.
- [←91]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 192-93:
«Ἅνταν ἔμαθεν ὁ σουλτάνος τὸ ἀρμάτωμαν καὶ τὴν ζημίαν τὴν ἐποῖκαν οἱ Κυπριῶτες, πολλὰ ἐπικράνθην καὶ ἐμετάνωσεν διατὶ δὲν ἐτελείωσεν τὴν ἀγάπην· καὶ μοναῦτα ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴν τὸν σὶρ Τζάκο τε Πολονία τὸν νοτάριον, ὁποὖχεν πέψειν ὁ ρήγας διὰ μαντατοφόρον εἰς τὸν σουλτάνον καὶ ἐφυλάκισέν τον ὡς ὧδε. Ἐβγάλλοντά τον ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἔδωκέν του ἕναν μαντατοφόρον εἰς τὴν συντροφιάν του καὶ χαρτία καὶ πρεπάμενα κανισκία εἰς τὸν ρήγα διὰ νὰ τελειώσῃ τὴν ἀγάπην. [Ὁ ρήγας ἦλθεν εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ τὸ κάτεργόν του ἔραξεν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον τῆς Δαδᾶς,] καὶ ἐμηνύσαν το τοῦ ρηγός, καὶ ὁ ρήγας ἔδωκεν ὁρισμὸν νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ἤτζου ἐγίνην. Καὶ ἐλθόντος τους εἰς τὴν Ἀμόχουστον, ὁ ρήγας έπερίλαβέν τους μὲ πολλὴν τιμὴν καὶ ἔδωκέν τους ἕναν ὄμορφον ἀπλίκιν καὶ ἐμπῆκα ν᾿ ἀναπαυτοῦσιν. Καὶ πισαυρίου ἔπεψεν καὶ ἔφερέν τους ὀμπρός του· οί ποῖγοι ἐδῶκαν του τὰ χαρτία τοῦ σουλτάνου καὶ ἐδιαβάσαν τα ὀμ- πρὸς του. Ὅμως ὁ ρήγας έπεθύμαν τὴν ἀγάπην τοῦ σουλτάνου: «Διὰ τὴν παρακάλεσιν τοὺς Βενετίκους καὶ τοὺς Γενουβίσους καὶ τοὺς Καταλάνους.» Ἐρώτησεν τοὺς ἄρχοντες τῆς βουλῆς του καὶ εἶπαν του πῶς: «Καλὸν εἶνε νὰ ποίσῃς ἀγάπην, ὅτι ὁ σουλτάνος εἶνε πολλὰ ἄρχος καὶ ἀπομεινίσκει ὥστη ν᾿ ἀγανακτήσης τὸν ὄξοδον, καὶ ν᾿ ἀπολογιάσης τοὺς ξένους νὰ πᾶσιν καὶ νὰ μείνῃς μοναχὸς καὶ ἀδήγητος, καὶ θέλει σηκωθεῖν καὶ θέλει-ν ἐρτεῖν καὶ ἀππηδᾶ σου ἀξάφνου καὶ θέλει σὲ ζημιώσειν πολλά.» Καὶ γροικιῶντα τούτην τὴν καλὴν βουλήν, ἐπρουμουτίασεν νὰ ποίσῃ ἀγάπην μὲ τὸν σουλτάνον· καὶ οὕτως ἐλαλήθην ἔμπροσθεν τοῦ μαντατοφόρου τοῦ σουλτάνου τῇ κυρι(α)κῆ τῇ ιʹ μηνὸς φεβρουάρη ͵ατξςʹ Χριστοῦ.
Καὶ ἔπεψεν ὁ ρήγας τὸν σὶρ Τζάκε τε Νόρες τὸν τουρκοπουλιέρην τῆς Κύπρου, τὸν σὶρ Πιὲρ τε Κάμπη, τὸν σὶρ Τζὰκ τε Λε Πεσὶτ καὶ τὸν σὶρ Οὗνγκε Λα Πάμε, νὰ πᾶσιν εἰς τὸ Καργίος νὰ στερεώσῃ τὴν εὐλογημένην ἀγάπην, καὶ νὰ ποίση τὸν ὅρκον ὁ σουλτάνος κατὰ τὸ συνήθιν. Καὶ ἐμήνυσεν εἰς ὅλον τὸ νησσὶν τῆς Κύπρου ὁποῦ ἔχει [Σαρακηνοὺς ἄπιστους] νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἀμόχουστο μοναῦτα ἢ εἰς τὴν Λευκωσίαν καὶ ἦλθαν ὅτοιμα περισσοί, καὶ ἐπαράδωκέν τους τοῦ τουρκοπουλιέρη νὰ τοὺς πάρη μετά του εἰς τὸ Κάργιος· ἀκομὴ ἐδιαλάλησεν ὅσους ἔχει Σαρακηνοὺς βαπτισμένους ὅπου ἦτον μὲ τὸ θέλημάν τους καὶ θέλου νὰ πᾶν εἰς τὸ Κάργιος μέ τοὺς μαντατοφόρους νὰ πᾶσιν, καὶ εἴ τις ἦλθεν καὶ ἀπὸ τὴν Συρίαν καὶ θέλει νὰ πάγῃ ἂς πάγῃ. Καὶ μοναῦτα ἀρμάτωσεν αʹ κάτεργον ὁ ρήγας καὶ μίαν σατίαν, καὶ μία νάβαν, νὰ ἐμπῇ ὁ μαντατοφόρος καὶ τὰ μάλωτα νὰ πᾶν εἰς τὸ Κάργιος.»
Στο ίδιο, βιβλίο ii, παρ. 196-205:
«Τὸ λοιπὸν εὑρισκομένου τοῦ ἀφέντη τοῦ πρίντζη εἰς τὸ Κούρικος, ἐνέβησαν πολλοὶ Τοῦρκοι Βαρσαχίδες φίλοι τοῦ τόπου καὶ ἐδῶκαν του νὰ γροικήσῃ πῶς εἰς τὸ Κάργιος ἦτον μεγάλη φιλονεικία μὲ τὸν σουλτάνον καὶ ὀ [ἀνάμεσα τοὺς ἀμιράδες,] καὶ ἐσκοτῶσαν τὸν μέγαν ἀμιρᾶν ὅπου ᾿κουβερνίαζεν τὸ γένος τῶν Μουσθλουμάνων, ὀνόματι Υἱοπέχνα ἐλλ Ἀζεζή, διότι ἦτον εἰς τὸ θέλημάν του, καὶ ἐσυνβούλεψεν τὸν σουλτάνον νὰ ποίσῃ τὴν ἀγάπην μὲ τὴν Κύρρον, καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν τόπον του ἄλλον ἀμιρᾶν, ὀνόματι Χασὰτ Νταμούρ. Καὶ τοῦτον εἶπεν το ὁ πρίντζης τοῦ ρηγός· καὶ ὁ ρήγας ἔπεψεν τοὺς μαντατοφόρους, καὶ ἐστράφην εἰς τὴν Λευκωσίαν· καὶ μανθάνοντα τὰ μαντάτα, διότι οἱ μαντατοφόροι ἀκομὴ ἦτον εἰς τὴν Ἀμόχουστον, ἐπεψεν κ᾿ ἔφερέν τους [ὀμπρός του] καὶ ἐρώτησέν τους διὰ τοῦτον· καὶ κεῖνοι εἶπαν του: «Ἀφέντη, ἐμεῖς ξεύρομεν πῶς ὁ ἀφέντης μας ὁ σουλτάνος καὶ οὗλοι οἱ ἀμιράδες θέλου νὰ ποίσουν ἀγάπη μὲ τὴν ἀφεντίαν σου, καὶ διὰ τοῦτον μᾶς ἐπέψασιν ὧδε εἰς τὴν ἀφεντίαν σου, διὰ νὰ τελειωθῆ χωρὶς κώλυσιν ἡ ἀγάπη· καὶ ἄλλην ἔννοιαν μηδὲν ἔχης.» Καὶ μοναῦτα ἔδωκέν τους ὁρισμὸν νὰ στραφοῦν εἰς τὴν Ἀμόχουστον καὶ νὰ ποίσουν τὸ ταξείδιν τους.
Οἱ Γενουβίσοι θωρῶντα πῶς ἄργε νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη, ἔπεψεν ἕναν κάτεργον εἰς τὸ Κάργιος μὲ τὸν σὶρ Πιὲρ τε Κανές, ἕναν φρόνιμον πραματευτήν, καὶ ἐζήτησέν του τὴν ἀγάπην. Καὶ ὁ σουλτάνος εἶπεν του: «Δὲν πολομῶ ἀγάπην μὲ κανέναν χριστιανόν, χωρὶς νὰ ποίσω μὲ τὸν ρήγα τῆς Κύπρου, καὶ ἐγδέχομαι τὸν μαντατ(οφ)όρον του. Καὶ εἶχαν πολλὴν πικρίαν.
Θωρῶντα ὁ ἄνωθεν σὶρ πιέρ, ἐξέβην καὶ ἦλθεν γυρεύγοντα τοὺς μαντατοφόρους, καὶ ἐπαρακάλεσεν τὸν ρήγα νὰ τοὺς ξηφτειάσῃ γλήγορα. Καὶ μοναῦτα ὁ ρήγας ἐμήνυσεν τοῦ τουρκοπουλιέρη εἰς τὸ ὄνομαν τοῦ Χριστοῦ νὰ πάγῃ εἰς τὸν σουλτάνον τὸ γληγορόττερον τὸ νὰ μπορήσῃ. Καὶ ἀρμάτωσεν αʹ κάτεργον, καὶ ἦτον καὶ τὸ κάτεργον τοῦ ρὲ δε Ραούνα, καὶ μίαν σατίαν, καὶ βʹ νάβες νὰ σηκώσουν τοὺς λᾶς τοὺς ἔπεψεν εἰς τὸν σουλτάνον, καὶ τὸ κάτεργον τὸ γενου- βίσικον τὸ ἔφερεν ὁ ἄνωθεν ὁ σὶρ Πιέρου Κανέλ, καὶ ἐπῆγαν ὅλοι (εἰς) συντροφίαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν· καὶ [ἐνέβησαν ἔξω] τὸ σαμβάτο τῇ ιδʹ μαρτίου τξζʹ Χριστοῦ, καὶ ἐπῆγαν ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ἐπροσδέκτησάν τους μὲ μεγάλην τιμήν, καὶ ἐδῶκαν τους συντροφίαν ἀμιράδες ἔντιμους, καὶ ἐπῆραν τον εἰς τὸ Κάργιος εἰς τὸν σουλτάνον· καὶ εἶχεν ὁρισμὸν. ἀπὸ τὸν ρήγα ὅ,τι ποίσῃ νὰ τοῦ πέψῃ ἀντίλογον ἀπὸ τὸ Καργίος μὲ τὴν σατίαν μοναῦτα διὰ νὰ ξεύρη.
Ὁ ρήγας ἀρμάτωσεν πολλὰ κάτεργα νὰ πάρουν τὸ πλέρωμαν τοὺς λᾶς εἰς τὴν Ἀταλείαν τοὺ(ς) σολδάτους καὶ βιτουάλιαν. Θωρῶντα ὁ ρήγας πῶς δὲν ἦλθεν ἡ σατία ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδραν, ἦτον πολλὰ περίλυπος, καὶ ὥρισεν τὸν μισὲρ Τζουὰν Μουστρή, τὸν εἶχεν βάλειν καπετάνον εἰς τὴν αὐτὴν ἀρματωσίαν, νὰ μὲν σκαλέψη ὥστη νὰ τοῦ μηνύσῃ ὁ ρήγας.
Θεωρῶντα ὁ λαὸς τῆς Ἀταλείας, ὅτι ὁ ρήγας δὲν ἔπεψεν τὸ πλέρωμάν τους καὶ βιτουάλιαν κατὰ τὸν καιρόν, εἶπασιν: «Ὁ ρήγας ἐλησμόνησέν μας.» Καὶ ε(ἰ)ς τοῦτον ἔππεσεν ἔχθρα εἰς τὸ μεσόν τους. Ὁ σὶρ Λίουνκεν (τ᾿ Ἀ)τιαμὲς ὁ καπετάνος ἐκουβερτίαζέν τους μὲ γλυκεῖα λογία ν᾿ ἀπομείνουσιν καὶ δὲν ἠμπόρε νὰ τοὺς ταπεινώσῃ· Καὶ ἦτον ἕνας μάστρος ὀνόματι Πιὲρ Κανὲλ καὶ ἐπονηρεῦγε τους εἰς τὴν τοιούτην λογήν, ὅτι ἐρεβελιάσαν καὶ ἐπῆραν καὶ τὸ ἀνοικτάριν ἀπὸ τὸ χέριν τοῦ καπιτάνου, λαλῶντα νὰ τὸ στρέψουν τοὺς Τούρκους· καὶ ἐδιάβασαν μεγάλον φόβον καὶ ἔννοιαν. Καὶ ὁ καπετάνος ἐποῖκεν τόσον καὶ ᾿κρατῆσεν τους, καὶ ἐβαστάξαν ἕως τὸν καιρὸν καὶ ἐμήνυσεν τοῦ ρηγὸς μοναῦτα ν᾿ ἀναγκαστῇ νὰ πέ(ψῃ) τὸ πλέρωμάν τους. Καὶ μανθάνοντά το ὁ ρήγας πολλὰ τὸ ἐπικράνθη, καὶ [πάλε ἐννοιάζετον διὰ τὴν σατίαν διὰ νὰ ξεύρῃ μαντάτον ἀπὸ τὸν σουλτάνον.] Ἐμήνυσεν ὁ ρήγας τοῦ ἀμιράλλη νὰ μηνύσῃ τοὺς λᾶς ν᾿ ἀρματώσῃ ὅσα ξύλα ἐμπορήσῃ· καὶ μοναῦτα ἀρμάτωσεν κηʹ κάτεργα, χωρὶς τὰ δʹ τῆς Ρόδου τὰ εὑρέθησαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ εἶχεν καὶ πολλὰ ἄλλα μικρά, καὶ ἐβάλαν καραβοκυροὺς τοὺς κάτωθεν δηλημένους: πρῶτον τὸ κάτεργον τοῦ ρηγός· βʹ, τοῦ πρίντζη· γʹ, τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Ἰμπελή· δʹ, τοῦ μισὲρ Φιλίμπο Ταπεργή· εʹ, τοῦ κούντη, μισὲρ Τζουὰν τε Ἰμπελή· ςʹ, τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου, κούντξ τε Ρουχᾶς· ζʹ, μισὲρ Ὀνγγὲτ τε Λουζουνία, πρίντζης· ηʹ, ὁ μισὲρ Φρεραμοῦντες, ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας· θʹ, ὁ μισὲρ Σιμοὺν Τενόρες, μαριτζᾶς Ἱεροσολύμων· ιʹ, μισὲρ Τζουὰν τε Πριές· ιαʹ, μισὲρ Τζουὰν Πετουὴ Λουζουνίας· ιβʹ, σὶρ Γιλιὰμ Βισκούντης· ιγʹ, σὶρ Τζουὰν τε Λαφιέτ· ιδʹ, σὶρ Τουμᾶς τε Μουντολὶφ τῆς Κλίρου· ιεʹ, Τζουὰν τ᾿ Ἀντζιότζε· ιςʹ, σὶρ Τουμᾶς τε Βερνή· ιξʹ, σὶρ Ρογὲρ δε Μουντολίφ· ιηʹ, σὶρ Τζάκε τε Μουντεζάρ· ιθʹ, σὶρ Χαρρὴν τε Μουζεζάρτ· κʹ, σὶρ Τζουὰν τα Μουστρή· καʹ, σὶρ Πιὲρ Μαλοζὲ· κβʹ, σὶρ Τζουὰν τα Μάρ· κγʹ, σὶρ Μαρρὴν Κορνέρ· κδʹ, σιρ Λιοὺν Σπινόλα· κε, σὶρ Τζουὰν Λασκάρης· κς, σὶρ Πρίμου τε Λα Βότα· κζʹ, σὶρ Ἀλφοὺν Φαρράντ· κηʹ, τὸ κάτεργον τοῦ ἐπισκόπου τῆς Κᾁπρου· κθʹ, ἡ συντροφία τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Λαβίες.
Καὶ τῇ κςʹ μαγίου ͵ατξζʹ Χριστοῦ ἐξέβην ὁ ρὲ Πιὲρ μὲ οὕλην τὴν ἀρμάδαν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀταλείαν· καὶ ὅσον ἀπεσῶσαν ἔκοψεν τὴν κεφαλὴν τοῦ μάστρε Πιὲρ Κανὲλ ὅπου ἔτον ἡ ἀφορμὴ τοῦ σκαντάλου, καὶ ᾿ποῖκεν πλέρωμαν τοῦ λαοῦ· καὶ ἀπʹ ἐκεῖ ἐξέβην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρόδον διὰ νὰ μάθη μαντάτον ἀπὸ τὸ Κάργιος· καὶ ἄλλαξεν τὸν καπετάνον τῆς Ἀταλείας καὶ ἔβαλεν τὸν σὶρ Τουμᾶς τε Μουντολὶφ τῆς Κλίρου.
Πηγαίνοντα ὁ σὶρ Τζάκες τε Νόρες ὁ τουρκοπουλιέρης καὶ ἐμπαίνοντα ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου, ἐσύντυχέν του πολλὰ ἀπότορμα καὶ ἀτζίππωτα, λαλῶντα του, ὅτι δὲν πρέπει οἱ ἀφέντες οί καθολικοὶ νὰ προμουτιάζουν νὰ πολομοῦν ἀγάπην καὶ πάλε νὰ μεταγνώθουν· «καὶ νὰ πλημελοῦμεν μὲ πολλὺν κόπον καὶ πειρασμόν καὶ ν᾿ ἀποδιαβάζης ἀποὺ μίαν ἡμέραν εἰς ἄλλην.» Καὶ πολλὰ ἄλλα λογία σκλερὰ καὶ ἄπρεπα, καὶ ἐφουμίζετον εἰς τὴν εὐγενείαν του πῶς ὁ ἀφέντης του εἶνε καθολικὸς ἀφέντης. Γροικῶντα ὁ σουλτάνος, θυμώθην πολλὰ καὶ ὥρισε νὰ τὸν ἁπλώσουν χαμαὶ νὰ τὸν παιδεύσουν. Καὶ ἐσηκώθην ἕνας ἀμιρᾶς καὶ λαλεῖ τοῦ σουλτάνου: «Δός μου ὁρισμὸν ἐμὲν τοῦ δούλου σου νὰ σοῦ συντύχω· παρακαλῶ πολλὰ τὴν μεγάλην σου ἀφεντίαν ἔμπροσθεν τοὺς ἀμιράδε(ς) σου νὰ μοῦ ἀκούσῃς.» Ὁ δὲ σουλτάνος ἑρίσεν τον νὰ συντύχη. Καὶ κεῖνος εἶπεν: «Ἀφέντες, δότε μου νὰ γροικήσω πόθθεν εἶνε θαρούμενοι οἱ χριστιανοὶ καὶ πέμπουν τόσον λογάριν καὶ πραματεῖες εἰς τὸν τόπον σου, καὶ τόσοι πρα(μα)τευτάδες ὅπου στέκουνται εἰς τὲς χῶρες σου;» Καὶ ὁ σουλτάνος εἶπεν του, [εἰς τὸν ὅρκον τοῦ σουλτάνου καὶ εἷς τὸν ὅρκον τὸν διδεῖ ἔμπροσθέν τους.] Ἀπολογᾶται του: «Οἱ μαντατοφόροι τοὺς χριστιανοὺς στέκουν ὀμπρός σου, καὶ θωρῶ ὥρισες νὰ τὸν ἁπλώσου νὰ τὸν παιδεύσουν· πολομῶντα τοῦτον, τίς ἔνι ἐκεῖνος ὅπου νὰ πέψῃ πλείον μαντατοφόρον εἰς τὴν ἀφεντίαν σου; καὶ θέλει γινεῖν μεγάλη μάχη εἰς τὸ μέσος· διὰ τοῦτον ἡ ἀφεντιά σου ἄνοιξε τὰ βιβλία τὰ σουλτάνικα καὶ ψηλάφησε ἀνισῶς καὶ ποττὲ κανένας σουλτάνος διαβαιννομένος σου ἐποῖκεν τίτοῖον πρᾶμαν· ποττὲ μαντατοφόρος οὐδὲ ᾿τιμάζεται, οὐδὲ παιδεύγεται· ἐμπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσουν ἂν συντύχῃ ἄπρεπα λόγια, καὶ νὰ τὸ μηνύσουν τοῦ ἀφέντη του νὰ παίρνῃ σκοπὸν ἴντα ἀνθρούπους πέμπει μαντατοφόρους, καὶ ὄχι νὰ τὸν θανατώσουν· καὶ ἀνισῶς καὶ τοῦτον γινῇ, [οἱ Μουσθλουμάνοι δὲν ἔχουν πίον καμίαν ζωήν.»] Καὶ τόσον ἐσύντυχεν ὁ ἀμιρᾶς, ὅτι ἔκοψεν τὸν σουλτάνον ἀπὸ τὴν κακὴν ὄρεξιν ὅπου εἶχεν εἰς τὸν μαντατοφόρον. Λαλεῖ του ὁ σουλτάνος: «Αρωτοῦ- μὲν σε ὡς παλαιὸν καὶ ἐμπιστὸν τοῦ σπιτιοῦ μας, τίντα πρέπει τοῦ χοιριδίου τούτου τοῦ μαντατοφόρου ὅπου ᾿σύντυχεν τόσον ἀντροπιασμένα ἔμπροσθεν τοὺς ἀμιράδες μου;» Ἐἶπεν του: «Μηδὲν τοῦ κάμης κακόν· ἄφησ᾿ το νὰ πᾷ [τὴν δουλειάν του.»] Καὶ ἐσυνκατέβην ὁ σουλτάνος.
Καὶ ὅνταν ἐγροίκησεν ὁ τουρκοπουλιέρης τὰ λογία τοῦτα, εἶχεν ἕναν φίλον Γενουβίσον ὅπου ἐμουσθλουμάνισεν, καὶ ἐκράζαν τον σίρε Λουσίερ τε Λόρτ, καὶ σαρακηνὸν ἐκράζαν τον Νασὰρ ελ Τήν· ἔπεψεν καὶ ἔκραξέν τον καὶ ἔδωκέν του πρεπάμενα κανισκία νὰ τοῦ δώσῃ καὶ [τοὺς ἀμιράδες τοὺς φελέσιμους,] καὶ ᾿παρακαλέσεν τον νὰ ποίσουν κοντὸ τὸ ξήφτειασμάν του ἀπὸ τὸν σουλτάνον. Ὁ ποῖος ἐπῆγεν καὶ ἐδήθην μὲ τὸν ἀμιρᾶν ἁποῦ ἐξήλωσεν τὸ σουλτάνον νὰ μὲν ποίσῃ τὴν ἀγάπην· καὶ ἐπῆγεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὴν μίαν μερίαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην ἐκεῖνος, καὶ ὁτόσα ἀποτζακκίσαν τὸν σουλτάνον, καὶ τόσα τοῦ εἴπασιν, ὅτι: «Ὁ θεὸς θέλει πέψειν μεγάλην παίδευσιν εἰς αὑτῆς μας, ἂν δὲν ποίσῃς ἀγάπην, ὅτι ἐμάθαμεν καὶ ὅλοι οι χριστιανοὶ μέλλει νὰ σωρευτοῦσιν νὰ ἔλθουν κατάδικά σου νὰ σὲ ξηλείψουν, καὶ νὰ καταλύσουν καὶ τὸν σουλτανικὸν λαόν· καὶ φαίνεταί μας καὶ ἀναγγάζεις τους νὰ τὸ ποίσουν.» Εἰς τοῦτον ἐσυνγκατέβην ὁ σουλτάνος νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη, καὶ ὥρισεν μαντατοφόρους νὰ ἔλθουν μὲ τὸν τουρκοπουλίζην εἰς τὴν Κύπρον. Τότε εἴπεν τοῦ σουλτάνου ὁ Νασὰρ Ἐλιτίτι: «Ἀφέντη, οἱ Φράγκοι λαλοῦσιν, ἁποῦ διδεῖ γλήγορα διδεῖ δεύτερον· πρῶτον ὅτι δείχνει πῶς ἔχει θέλημα νὰ τὸ δώσῃ, καὶ τὸ δεύτερον διδεῖ τὸ πρᾶμαν ὅτοιμα. Τὸ λοιπὸν καὶ ἡ ἀφεντιά σου ἐκεῖνον τὸ μέλλει νὰ ποίσῃς ἢ νὰ δώσῃς ἂς γενῇ γλήγορα, διὰ νὰ ἐβγαίννῃ ἡ ἀκουή σου καὶ νὰ ἔρχουνται οἱ πραματεῖες, καὶ ν᾿ ἀννοίξῃ ὁ τόπος καὶ τὸ καλὸν τοῦ θεοῦ.»
Ἑμέρωσεν ὁ λύκος ἄγριος, καὶ μοναῦτα ἔπεψεν καὶ ἐξηφτείασεν (τὸν) τουρκοπουλιέρην καὶ τοὺς μαντατοφόρους μὲ τὰ κανισκία τὰ συνειθισμένα καὶ μὲ καλὸν πρόσωπον· ἐξέβησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, καὶ ηὗραν τὰ κάτεργά τους, καὶ ἐνέβησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κύπρον. Καὶ τὴν παρασκευὴν τῇ ιδʹ ἰουνίου ͵ατξζʹ Χριστοῦ ἔμαθεν πῶς ὁ ρήγας εὑρίσκεται εἰς τὴν Ρόδον. Τότες ἐγδέχτην τοὺς μαντατοφόρους καὶ ἐποῖκεν τους μεγάλην ἀπόλαυσιν εἰς τὴν Ἀμόχουστον καὶ ἐμήνυσέν το τοῦ ρηγός· [καὶ ἄφηκέν τους νὰ τοὺς δηγοῦν εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Καὶ κεῖνος ἐπῆγεν νὰ ᾿δῇ τὴν ρήγαινα. Καὶ τῇ δευτέρᾳ τῇ κδʹ ἰουνίου τῆς αὐτῆς ἐχρονίας τελει(ώ)ννοντα τὲς δουλειές τους, ἐξέβην ἀπὸ τὴν Λευκωσίαν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ὡδήγησεν τὰ κάτεργά του, καὶ ἔμπασεν τους μαντατοφόρους, καὶ ἐνέβην καὶ κεῖνος, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ρόδον· καὶ ἐξέβην ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον τῇ παρασκευὴν κηʹ ἰουνίου τῆς ἄνωθεν ἐχρονίας. Καὶ πεσώννοντά τους εἰς τὴν Ρόδον, εὑρέθην ὁ ρήγας εἰς τὸ κυνήγιν, καὶ μανθάννοντα ὁ ρήγας πῶς ἦρτεν ὁ τουρκοπουλιέρης καὶ οἱ μαντατοφόροι τοῦ σουλτάνου, ἐχάρην πολλά, καὶ ἀφῆκεν τὸ κυνήγιν καὶ ἦλθεν μοναῦτα εἰς τὴν Ρόδον.
Γροικῶντα πῶς δὲν ἐτελειώθην ἡ ἀγάπη τοῦ σουλτάνου, παρὰ ἐξανάπεψεν μαντατοφόρους νὰ τοῦ συντύχουν, ὥρισε ν᾿ ἀπεζεύσῃ ὁ τουρκοπουλιέρης μὲ τὴν συντροφίαν του καὶ ν᾿ ἀφήσουν τοὺς μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου εἰς τὰ ξύλα τους, ἕως ὅπου νὰ ἰδοῦν ἄλλον ὁρισμὸν ἀπὲ τὸν ρήγα. Καὶ μοναῦτα ἐσύντυχεν μὲ τὸν τουρκοπουλιέρην καὶ ἔμαθεν τὰ γεννόμενα· καὶ μοναῦτα ἔπεψεν ἕναν κάτεργον εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἀπάνω ἔπεψεν τὸν σὶρ Λιοῦνκεν τ᾿ Ατιαμὲ νὰ δηγήσῃ ὅσα ἄλογα ἐμπορεῖ νὰ τὰ πάρῃ μετά του, καὶ νὰ δηγήσῃ καραβία ταφουρέντζες καὶ λουσέργια νὰ σηκώσουν τὰ αὐτὰ ἄλογα, ὁμοίως καὶ πολλὲ(ς) σατίες, καὶ πᾶσα ἄλλα ξύλα ὅπου νὰ βρεθοῦν είς τὸν λιμνιόναν τῆς Ἀμοχούστου, καὶ νὰ τὸ ἐγδεχτοῦν. Ὁ ἄνωθεν σὶρ Λιοῦνκεν τ᾿ Ἀτιαμὲ μοναῦτα ἐποῖκεν [τον καὶ ἦλθεν καὶ] ἐπλέρωσεν τὸ μηνιόν τους καὶ ᾿δήγησεν πᾶσα πρᾶμαν κατὰ τὸν ὁρισμὸν τοῦ ρηγός, καὶ ἀπομεῖνεν τὸ νὰ ἔλθῃ.»
O ενθουσιασμός τού Πέτρου για ειρήνη είχε προφανώς περιριοριστεί αφού, σύμφωνα με επιστολή τού Φιλίπ ντε Μεζιέρ, είχε ζητήσει από τούς Αιγύπτιους (τον Ιούνιο τού 1366) την επιστροφή τού βασίλειου τής Ιερουσαλήμ ως Λουζινιανικής κληρονομιάς του, την απελευθέρωση των χριστιανών αιχμαλώτων και την επιστροφή των αγαθών τους, την εκδίωξη των εχθρών του από τα εδάφη των Μαμελούκων και την εξαίρεση των Κυπρίων εμπόρων και των εκπροσώπων τους από κάθε τελωνειακό δασμό. Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 321-22 και «Une collection de lettres de Philippe de Méziêres», Revue historique, XLIX (1892), 49-51 και πρβλ. Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 4141 και εξής, σελ. 125 και εξής. Hill, History of Cyprus, II, 339-40.
Για την προσποίηση των Καϊρινών ότι έκαναν ειρήνη για να κερδίσουν χρόνο για την προετοιμασία τού στόλου τους, καθώς και για τον θάνατο τού Γελμπόγα βλέπε Weil, Gesch. d. Chalifen, IV (1860), 517-18, 542, Herzsohn, Der Uberfall Alexandrien’s (1886), σελ. 13-44, Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 361-62, Machaut, στιχ. 6097 και εξής, σελ. 185 και εξής.
- [←92]
-
Μαχαιράς, βιβλίο II, παρ. 210-13 και πρβλ. II, 123-25:
«Ὁ ρήγας ἐξέβην ἀπὸ τὸ Κίτιν τῇ κζʹ σεπτεβρίου ͵ατξζʹ Χριστοῦ· καὶ ἐπέσωσεν οὕλη ἡ ἀρμάδα εἰς τὸν λιμιόναν τῆς Τρίπολις, καὶ τῇ κυριακῇ τῇ κηʹ σεπτεβρίου ἐνέβην εἰς τὴν Τρίπολιν ἔσσω εἰς τὴν χώραν. Τὸ λοιπὸν ἐμπαίνοντα ὁ λαὸς οὗλος ἐσκολίστην εἰς τὸ κοῦρσος, καὶ ἐσθρέφοντα νὰ ἐμποῦν εἰς τὰ κάτεργά τους [οἱ Σαρακηνοὶ] ἐσφάζαν τους, ὅτι ἀξαπολύθησαν καὶ δὲν εἶχαν καπετάνον νὰ τοὺς ὀρδινιάζῃ· καὶ ἔρχουνταν δύο τρεῖς κ᾿ ἐθαροῦσαν καὶ εἶνε ἔσσω τους. Καὶ εἶχεν ἕναν μίλιν ἀπὸ τὴν χώραν ὡς τὸν λιμιόναν, καὶ ἐκεῖ ὁ τόπος εἶνε γεμάτος περιβολία καὶ πολλὺν καλάμιν τοῦ ζαχάριτος, καὶ οἱ Σαρακηνοὶ ἔτον χωσμένοι ἐ(ι)ς τοὺς φραμοὺς καὶ εἰς τὰ καλαμερὰ τῶν περιβόλαιων, καὶ ἐδόξευγάν τους καὶ ἐσκοτῶσαν πολλούς. Γροικῶντα ὁ ρήγας καὶ θωρῶντα, ὅτι ἐμεῖνα μοναχοί, καὶ ἡ χώρα τειχόκαστρον δὲν εἶχεν, ἐφοβήθην μὲν τοῦ ἀππηδήσῃ φουσάτον καὶ σκοτώσουν τον· ὥρισεν καὶ ἔπαιξεν ἡ τρουππέττα νὰ συνπιαστῇ ὁ λαός, καὶ συνπιάζοντα ἐνέβησαν εἰς τὰ κάτεργα. Καὶ διὰ τούτην τὴν ἀφορμὴν ἀπόλυσεν ὁ ρήγας τὴν Τρίπολιν γλήγορα διὰ τὸν ἀπαίδευτον λαόν, ὅτι διὰ ὀλλίγον κέρδος νὰ παρπατοῦν ἀξαπόλυτοι, καὶ οἱ ἐχθροὶ εὑρίσκουνταν εἰς χῶστρες καὶ ἐσφάζαν τους. Καὶ ἐπῆρεν τὴν πόρταν τὴν σιδερένην τοῦ καστελλίου καὶ ἐβάλεν την εἰς τὸ νησσὶν τοῦ Κουρίκου.
Καὶ ἐξέβην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ταρτούζαν, καὶ τὸ στόλος τοῦ ρηγὸς ἐξέβην ἀπὸ τὴν χώραν· καὶ θεωρῶντα ὁ λαὸς τοῦ χωργιοῦ τοῦ σουλτάνου τῆς ἄνωθε Ταρτούζας τόσον πλῆθος λαοῦ, ἔφυγεν καὶ ἐπῆγεν ἀπάνω εἰς τὸ ὄρος. Τὰ κάτεργα ἀπεζεῦσαν καὶ ἐξέβησαν καὶ ἐκουρσέψαν τὴν χώραν καὶ τὸ χωρίον, καὶ ηὕρασιν κουπία πολλὰ καὶ πίσσαν καὶ στουππίν, ἑδηγίαν τῶν κατέργων τὰ ἐθάρεν ὁ σουλτάνος νὰ ποίσῃ· καὶ ῆτον ἔσσω εἰς τὴν καθολικὴν τῆς χώρας τὴν παλαιὰν τῶν χριστιανῶν. Καὶ ὥρισεν ὁ ρήγας καὶ ἐβάλαν λαμπρὸν καὶ ἐκαῦσαν τα, τὰ δὲ σίδερα καὶ καρφία, τὰ δὲν ἔκαυσεν τὸ λαμπρόν, ἐρίψαν το εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ ἐποῖκεν περίτου μίαν ἡμέραν διὰ νὰ τὰ καύσῃ ὅλα. Καὶ ἐπῆρεν τὴν πόρταν τὴ σιδερένην τῆς Ταρτούζας καὶ ἔπεψέν την εἰς ὸ Κουρίκος.
Καὶ ἐξέβην καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Βαλίναν καὶ ἔβαλεν λαπρὸν καὶ ἔκαυσέν την. Καὶ ἐξέβην καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Λαδικίαν, καὶ ἔχει δυνατὸν λιμιόναν, καὶ διὰ τὴν μεγάλην σκλερίαν καὶ φουρτούναν δὲν ἠμπόρησα νὰ πιάσουν γῆν· καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἦλθαν εἰς τὸν Μάλον, κ᾿ ἐκεῖ ἐποῖκαν βʹ ἡμέρες· καὶ ἔξέβην καὶ ἦλθεν εἰς τ᾿ Ἁγιάσιν· καὶ ἡ ἄνωθεν χώρα ἦτον Τοῦρκοι τῆς Αρμενίας, καὶ ἐπῆραν την οἱ Σαρακηνοί, καὶ ἔχει βʹ κάστρη, τὸ πρῶτον πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ τὸ ἄλλον εὑρίσκεται εἰς τὴν γῆν τὴν στεργιάν, καὶ ἦτον καὶ τὰ δύο γεμάτα Σαρακηνούς· καὶ ὁ ρήγας ἀπέζευσεν τὸ φουσάτον μὲ ἄλογα καὶ ἐκαβαλλίκευσεν καὶ ἐπῆρεν καὶ πολλὺν λαὸν ἀπεζόν· καὶ ἐβούθησεν ὁ θεός, ὅτι πολεμίζοντά τους ἐπέφταν [οἱ Σαρακηνοὶ ἀπὸ τὰ τειχόκαστρα] ἀπὸ τὸν φόβον τους, ἄλλοι ἐφεῦγαν καὶ ἐγλυτῶνναν· καὶ ἐπῆραν τὴν χώραν καὶ ἐσκοτῶσαν πολλοὺς Σαρακηνούς, καὶ κεῖνοι ὅπου ᾿γλυτῶσαν ἐπῆγαν εἰς τὸ κάστρον τῆς γῆς. Καὶ ὁ ρήγας ἔμελλε νὰ πάρῃ τὸ φουσάτο νὰ πάγῃ ἀπάνω τους, ἀμμὲ ἦτον πολλὰ ἀργά, καὶ ἔμεινεν διὰ νὰ πᾶσιν ταχία. Καὶ οἱ Σαρακηνοὶ ἐτρέξαν ἀπὸ παντοῦ καὶ ἐπῆγαν διὰ νὰ φυλάξουν τὸ κάστρον, καὶ τὸ πωρνὸν ἐπῆγα νὰ δοκιμάσου νὰ βάλουν σκάλες καὶ ηὗραν το γεμάτον ἀνθρώπουςο ἐβάλαν βουλήν, ὅτι καλλίττερο νὰ στραφοῦν, παρὰ νὰ βάλῃ τοὺς λᾶς του εἰς τόσον κίντυνον καὶ νὰ κοπιάσῃ χωρὶς διάφορος· καὶ ἤτζου ἐγίνετον, καὶ ἔπαιξεν ἡ τρουμπέττα νὰ ἔρτη ὁ λαὸς ὅλος εἰς τὰ ξύλα· καὶ οὕτως ἐξέβησαν τιμημένα.
Τῇ τετράδῃ τῇ εʹ ὀκτωβρίου ἐπέσωσεν ὁ ρήγας μὲ τὴν ἀρμάδαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ἐβγῆκεν ὁ ρήγας ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον καὶ ἦρτεν εἰς τὴν Λευκωσίαν, καὶ ὥρισεν νὰ πάρουν τονς μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου καὶ μερτικὸν ἀπὸ τοὺς λᾶς του εἰς τὲς φυλακὲς τῆς Κερυνίας· τοὺς δελοιποὺς ἐφυλάκισέν τους εἰς τὸ ἀπλίκιν τοῦ κυροῦ τοῦ Στύρου. Καὶ μοναῦτα ὥρισεν καὶ ἐδιαλαλῆσαν, ὅτι εἴ τις θέλει νὰ πάγῃ εἰς τὴν γῆν τοῦ σουλτάνου νὰ κουρσέψῃ, νὰ πάγῃ, καὶ πάλιν νὰ στρέφουνται εἰς τὴν Κύπρον διὰ ν᾿ ἀ(να)παύγουνται καὶ πάλιν νὰ πηγαίννῃ, καὶ ὅτι χρῆσιν ἔχουν ἀπὸ τὸ τρασινάλλιν νὰ τοὺς διδοῦν εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Γροικῶντα τὸν διαλαλημὸν τὰ δύο κάτεργα τὰ γενουβίσικα τὰ ἦτον εἰς τὴν Ρόδον τοῦ ρηγός, ὁ Περρὴν τε Γριμάντε καὶ ὁ ἀδελφός του ὁ σὲρ Τζουὰν τε Γριμάντε, ἐπῆραν ὁρισμὸν καὶ ἀρματῶσαν τα καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Σαΐτην, καὶ ηὖραν γʹ καραβία φορτωμένα εἰς τὸν λιμιόναν γεμάτα ψιλὴν πραματείαν, καὶ ἐπῆραν τα καὶ ἦλθαν πρὸς τὴν Κύπρον, καὶ ἐμπλάζουν ἄλλον ξύλον σαρακήνικον, καὶ ἐπῆραν τα καὶ ἐφέραν τα οὗλα εἰς τὴν Ἀμόχουστον, εἰς τὴν δόξαν τοῦ τιμίου σταυροῦ.»
Βλέπε επίσης Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 6748-7161, σελ. 205-17, Amadi, σελ. 417-18, Strambaldi, σελ. 84-85 και Florio Bustron, σελ. 265-66, Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 364-69, Hill, History of Cyprus, II, 352-54.
- [←93]
-
Στις 4 Δεκεμβρίου 1367 ο Ούρμπαν είχε απαγορεύσει τον Πέτρο να αντιμετωπίσει τον Φλοριμόν σε μονομαχία, η οποία θα αποτελούσε παρέκκλιση από τη βασιλική αξιοπρέπεια και πηγή ικανοποίησης για τούς Σαρακηνούς και τούς Tούρκους [Lecacheux και Mollat, Lettres sècretes el curiales, I, δέσμη 3, αριθ. 2567, σελ. 450]. Η φιλονικία μεταξύ Πέτρου και Φλοριμόν προβάλλεται πολύ από τούς χρονικογράφους. Βλέπε Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 7380-7935, σελ. 224-45, με ανταλλαγή δηκτικών επιστολών μεταξύ τους, Amadi, σελ. 417, 418, Strambaldi, σελ. 85-87 και Florio Bustron, σελ. 266-67.
Βλέπε επίσης Μαχαιρά, βιβλίο ii, παρ. 206:
«Καὶ τότες [ἐνέβην εἰς λόγια ὁ κύρης σὶρ Λιοῦνκεν τ᾿ Ἀτιαμὲ μὲ τὸν κύρην τοῦ Ροκεφόρτ, μὲ τὸν σὶρ Τζουάν Μουστρή. Ὁ ρήγας ἀνγκρίστην μετά του.] Τότες ἐσάστην ὁ κύρης τοῦ Ροκεφὸρτ μὲ τὸν ἀφέντην τῆ(ς) Σπάρας ν᾿ ἀφήσουν τὸν ρήγα καὶ νὰ πᾶσιν εἰς τὴν δύσιν· καὶ (μο)ναῦτα ἀρματῶσαν αʹ κάτεργον ἀπὸ τὴν Ρόδον, καὶ ᾿τάξαν τὸν ρήγα τῆς Κύπρου νὰ εὑρεθῇ ἔπροσθεν τοῦ πάπα τῆς Ρώμης εἰς τέρμενον τὴν ἡμέραν τῶν Γεννῶν νὰ τοὺς ἀπολογηθῇ γιὰ τὸ ἀγγάλεμαν τὸ ἔχουν μεσόν τους καὶ νὰ δικαιωθοῦν ἀπὸ τὸ ζήτημάν του.»
Ο Πέτρος έφτασε στη Ρώμη τον Μάρτιο τού 1368 [É. Baluze και G. Mollat (επίμ.), Vitae paparum Avenionensium, 4 τόμοι, Παρίσι, 1914-22, I, 366, 389] και βρισκόταν ακόμη εκεί στις 20 Μαΐου [Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre), II, 241, σημείωση και ιδιαίτερα σελ. 302-8].
- [←94]
-
Aug. Theiner, Codex diplomatics dominii temporalis S. Sedis, II (1862, ανατύπ. 1964), έγγραφο ccccxxxi, σελ. 450-52, με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1367, Lecacheux και Mollat, I, δέσμη 3, αριθ. 2511, σελ. 441-43 και σημείωση, αριθ. 2516-17, 2522, 2530-31, 2535-59, 2618.2659 κλπ. 2701, 2713-14 και 2719. Ο Ανγκλίκ διαδέχθηκε τον μάλλον ανεπαρκή Αντρουάν ντε λα Ρος.
- [←95]
-
Για το δρομολόγιο τού Πέτρου στην Ιταλία βλέπε Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 370-79, με παραπομπές και πρβλ. Mαχαιρά, βιβλίο ii, παρ. 217, που λέει ότι Πέτρος πήγε επίσης στο Μιλάνο και βοήθησε στην αποκατάσταση ειρήνης μεταξύ τού πάπα και τού Μπερναμπό Βισκόντι:
«Χαρίσματα καὶ προυμουτιάσματα τὰ τοῦ ἐτάκτησαν τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου οἱ ἀφέντες τῆς δύσις νὰ ἔλθουν· εἰς τὴν συντροφιάν του μὲ πολλὺν φουσάτο νὰ ξηλείψουν [τὴν Συρίαν·] καὶ ὁ ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας πολλὰ ἀνάγγαζεν τὸν πάπαν καὶ τοὺς ἀφέντες τοὺς ἄλλους διὰ νὰ γένῃ τὸ πασάντζιν τοῦτον νὰ τὸ ἀναγγάσῃ διὰ νὰ ἔλθουν, καὶ δὲν ἠπόρησεν ὁ πάπας νὰ τὸ ἀναγγάσῃ διὰ τὴν ἄγκρισιν τὴν εἶχεν μὲ τὸν ἀφέντην τοῦ Μιλᾶ. Καὶ ὁ ρήγας ἐπῆγεν εἰς τὴν Φλουρέντζαν, καὶ ἔμαθεν πῶς ὁ ἐμπαραδούρης τῆς Ἀλαμανίας ἦτον εἰς ἐκείνην τὴν μερίαν, καὶ ἦλθε νὰ διαφεντέψῃ τοὺς ποταμοὺς τοῦ Μιλᾶ· [καὶ ὁ ἀφέντης τοῦ Μιλᾶ ἐποῖκεν τού κάλεσμα καὶ κανισκία μεγάλα, καὶ τόσα ἐποῖκεν, ὅτι ἐποῖκεν τους ἀγάπην μὲ τὸν πάπαν.]»
Πρβλ. Amadi, σελ. 418, Strambaldi, σελ. 87 και Florio Bustron, σελ. 267. Ο Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 313 παρέχει απόσπασμα από το χρονικό τού Marchionne di Coppo Stefani, που έχει σχέση με την επίσκεψη τού Πέτρου στη Φλωρεντία.
- [←96]
-
Πρβλ. Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 7266-82, σελ. 221, Amadi, σελ. 419, Strambaldi, σελ. 87, Florio Bustron, σελ. 267.
- [←97]
-
Πάντα ανήσυχος να επιδώξει την ανολοκλήρωτη επιχείρηση τής εκκλησιαστικής ένωσης με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄, ο Ούρμπαν τού είχε γράψει από την Αβινιόν στις 25 Ιανουαρίου 1366, προσφέροντας να σχηματίσει συνασπισμό των βασιλέων Κύπρου και Ουγγαρίας, μαζί με τον Αμαδέο ΣΤ’ τής Σαβοΐας, ο οποίος σύντομα θα πήγαινε στην ανατολή «με μεγάλη ομάδα ευγενών», για να στραφούν εναντίον των «θανάσιμων εχθρών» (capitales hostes) τού αυτοκράτορα, των Σαρακηνών και των Τούρκων. Σε αντάλλαγμα για αυτή τη βοήθεια ο Ιωάννης έπρεπε να επαναφέρει τη Βυζαντινή Εκκλησία «σε υπακοή και ενότητα με την Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία» (ad obedientiam et unitatem Sanctae Romanae Ecclesiae) [Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1366, αριθ. 1-2, τομ. VII (1752), σελ. 129].
- [←98]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 7222-43, σελ. 219-20.
- [←99]
-
Mαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 214-18:
«Τώρα νὰ στραφοῦμεν εἰς τὸ ἀγγάλεμαν τὸ ἀγγάλεσεν ὁ ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας καὶ ὁ ἀφέντης τοῦ Ρεκιφὸρτ τὸν ρήγα, διὰ νὰ πάγη εἰς τὸν πάπαν ν᾿ ἀποδικῃωθῆ τὴν ἡμέραν τοῦ Χριστοῦ γεννῶν. Ὁ ρήγας νὰ δείξη πῶς ἦτον καθαρός, ὥρισεν καὶ ἀρματῶσαν τὸ κάτεργόν του νὰ πάγῃ εἰς τὴν Πάφον, κ᾿ ἐκεῖ νὰ τὸν ἐγδεχτῇ διὰ νὰ μπῇ νὰ περάσῃ ὁ ρήγας· καὶ ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον του τὸν ἀδελφόν του τὸν πρίντζην, καὶ ἐπῆρεν μετά του τὸν γνήσιον του υἱὸν τὸν Περρὴν τὸν Λουζουνίαν τὸν κούντη τε Τρίπολις, καὶ τὸν μισὲρ Ὀτὲτ τὸν ἀδελφότεκνόν του τὸν πρίντζην τῆς Γαλιλαίας, ὁ ποῖος ἁρμάστην εἰς τὴν Κύπρον μὲ τὴν τάμε Μαρίαν θυγατέραν τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου κούντη τε Ρουχᾶς, καὶ τὸν σὶρ Τζάκε τε Νόρες τὸν τουρκοπουλιέρην, καὶ τὸν σὶρ Σιμοὺν Τενούρη, καὶ τὸν σὶρ Πιὲρ τ᾿ Ἀντιότζε, καὶ τὸν σὶρ Τζουὰν Μουστρή, τὸν σίρε Τιπὰτ Πελφανάντζα, καὶ ἄλλους πολλοὺς καβαλλάριδες καὶ πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀποταγήν του· καὶ ἀφῆκεν νὰ παίρνῃ σκοπὸν τὸ σπίτιν του ἕναν πολλὰ ἀντρειωμένον καβαλλάρην, ὀνόματι σὶρ Τζουὰν Βισκούντην.
Καὶ ὁ ρήγας ἐχρήζετον δουκάτα διὰ τὸν ἔξοδόν του· τὸ βάρος ἦτον ἀπάνω τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Καστία, ὅπου ἦτον τζαμπερλάνος τοῦ ρηγάτου τῆς Κύπρου, καὶ εἶχεν οὕλους τοὺς εἰσσόδους τοῦ ρηγάτου τῆς Κύπρου· καὶ [ἐξωδιάστησαν] καὶ δἐν εἶχεν ἀππόθεν νὰ τανύσῃ. Βιγλίζοντα ὅτι ἂν δὲν εἶχεν ποίσειν τρόπον νὰ τοῦ εὕρῃ καρτζά, ἔθελεν ἔχειν ζημίαν καὶ ἐντροπὴν ἀπὸ τὸν ρήγαν, ἐδιαλάλησεν ἀπὸ τὴν μερίαν τοῦ ρηγός, εἴ τις θέλει νὰ ἔλθῃ νὰ λε(υ)θερωθῇ, καὶ ἁποῦ ἔχει ἀμπελία καὶ ἑτέρας κληρο(νο)μίες καὶ θέλει νὰ τὲς λευτερώσῃ, ἂς ἔλθῃ εἰς τὸν τζαμπερλάνον· καὶ ἀρχέψαν οἱ πουρζέζιδες καὶ ἦλθαν καὶ ἐσάσαν ἀποὺ χίλια ὀνομίσματα [εἰς ἄσπρα] τὸ πᾶσα ἀντρόγυνον καὶ μὲ τὰ παιδιά τους τ᾿ ἀνήλικα, καὶ εἰς ὀλλίγον ἐποῖκαν τα ὀνομίσματα ὀκτακόσια, καὶ τόσον ἐγυρέψασιν καὶ εἰς τὸ ὕστερον ἐποῖκαν τους ὀνομίσματα διακόσια τὴν φαμιλίαν, καὶ εἰς τοῦτον ἐλευθερώθησαν πολλοὶ οὗλοι οἱ περίτου, καὶ ἐσυνπιάσαν πολλὺν λογάριν.
Τότες ἐπῆγεν ὁ ρήγας εἰς τὴν Πάφον, καὶ ἐνέβην εἰς τὸ κάτεργον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρόδον καὶ εἰς τὴν Ἀνάπολιν. Καὶ ἡ κυρὰ ἡ Τζουάνα ἡ ρήγαινα τῆς Ἀνάπολις ἐπροσδέκτην τον πολλὰ σπλαγχνικά, καὶ ἐκεῖ ἐποῖκεν πολλὲς ἡμέρες, καὶ τὸ ἀποκάμισον [τῆς γυναίκας του τῆς ρήγαινας ἐστρῶνναν το εἰς τὸ κρεβάτιν του,] ὡς γοιὸν τὸ εἶπα ὀπίσω. Καὶ ἐξέβην καὶ έπῆγεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ πάπα, καὶ ἐπέψαν καὶ ἐτάξαν τὸν ἀφέντην τῆ(ς) Σπάρας νὰ ἔλθῃ ὅτι ἦλθεν ὁ ρήγας καὶ εἶνε ἕτοιμος νὰ [τοῦ] ἀπολογηθῇ ἀποὺ πᾶσα ζήτημαν [ὅπου νὰ τοῦ ζητήσῃ,] καὶ εἶνε καὶ ὅτοιμος νὰ κατεβῇ καὶ εἰς τὸν πόλεμον [μετά τουο. Γροικῶντα ὁ ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας πῶς ἦλθεν ὁ ρήγας τῆς Κύπρου, καὶ ἐννοιάζετοι πῶς δὲν θέλει ἔρτειν, καὶ ἦλθεν ὁ ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας καὶ ἐπῆγεν εἰς τοὺς ἀφέντες καὶ ᾿παρακάλεσέν τους νὰ καταδεκτοῦ νὰ ἐμποῦσιν μέσον τοῦ ρηγὸς καὶ ἐκείνου νὰ τοὺς ποίσουν ἀγάπην, ὅτι ἐμετάνωσεν ἀπ᾿ ἐκεῖνον τὸ εἶπεν τοῦ ρηγός. Καὶ ἅνταν ἐπαρακαλέσαν τὸν ρήγα τοῦτο νὰ γενῇ, ἀτζετίασεν μὲ τοιοῦτον, νὰ ἔλθῃ ὀμπρὸς τοῦ πάπα ν᾿ ἀποπῇ ἐκεῖνον τὸ εἶπεν. Ὁ σὶρ Φιλιμοὺν τε Ρεσπάρε ἦλθεν ἔμπροσθεν τοῦ πάπα καὶ ἀπόπεν ἐκεῖνον τὸ ἔβαλεν ἀπάνω τοῦ ρηγός, καὶ ἑμολόγησεν πῶς ὁ ρήγας εἶνε καλὸς καὶ ὀρθόδοξος χριστιανὸς καὶ κυνηγὸς τῆς ἁγίας ἐκκλησίας, καὶ παίρνει βεντέτταν τοὺς χριστιανούς, καὶ ἄλλες πολλὲς τιμὲς καὶ πολλὲς καλὲς μαρτυρίες ὅπου τοῦ ἐπῆρεν. Καὶ εἰς τοῦτον ὁ ρήγας ἔμπροσθεν τοῦ πάπα ἐσυμπάθισέν του· καὶ ὁ πάπας ἐχάρην πολλὰ διὰ τούτην τὴν ἀγάπην καὶ ἐκάλεσέν τους νὰ φᾶσιν μετά του. Καὶ ὅνταν ἐποφάγασιν, ἐσηκώθην ὁ μισὲρ Φιλίμουν τῆ(ς) Σπάρας καὶ ἐπίασεν τὸ κουφέττον καὶ ἐδούλευσεν τοῦ πάπα καὶ τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου· καὶ οὕτως ἐγίνετον ἡ ἀγάπη τοῦ ρηγὸς καὶ τοῦ ἀφέντη τῆ(ς) Σπάρας.
Χαρίσματα καὶ προυμουτιάσματα τὰ τοῦ ἐτάκτησαν τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου οἱ ἀφέντες τῆς δύσις νὰ ἔλθουν· εἰς τὴν συντροφιάν του μὲ πολλὺν φουσάτο νὰ ξηλείψουν [τὴν Συρίαν·] καὶ ὁ ἀφέντης τῆ(ς) Σπάρας πολλὰ ἀνάγγαζεν τὸν πάπαν καὶ τοὺς ἀφέντες τοὺς ἄλλους διὰ νὰ γένῃ τὸ πασάντζιν τοῦτον νὰ τὸ ἀναγγάσῃ διὰ νὰ ἔλθουν, καὶ δὲν ἠπόρησεν ὁ πάπας νὰ τὸ ἀναγγάσῃ διὰ τὴν ἄγκρισιν τὴν εἶχεν μὲ τὸν ἀφέντην τοῦ Μιλᾶ. Καὶ ὁ ρήγας ἐπῆγεν εἰς τὴν Φλουρέντζαν, καὶ ἔμαθεν πῶς ὁ ἐμπαραδούρης τῆς Ἀλαμανίας ἦτον εἰς ἐκείνην τὴν μερίαν, καὶ ἦλθε νὰ διαφεντέψῃ τοὺς ποταμοὺς τοῦ Μιλᾶ· [καὶ ὁ ἀφέντης τοῦ Μιλᾶ ἐποῖκεν του κάλεσμα καὶ κανισκία μεγάλα, καὶ τόσα ἐποῖκεν, ὅτι ἐποῖκεν τους ἀγάπην μὲ τὸν πάπαν.]
Ἂς ποῦμεν καὶ [περὶ τῶν κουμουνίου τῶν Γενουβίσων καὶ Βενετίκων.] Εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέψαν μαντατοφόρους εἰς τὸν πάπαν καὶ ἀγγαλέσαν τὸν ρήγα, λαλῶντα, ὅτι διὰ τὴν μάχην τὴν ἔχει μὲ τὸν σουλτάνον, καὶ πῶς ἔνι καὶ πιασμένοι εἰς τοὺς τόπους του ὅλοι οἱ χρι(στι)ανοί, καὶ ἔχουν μεγάλην ζημιάν, «καὶ ταπεινὰ καὶ δουλικὰ παρακαλοῦμεν καὶ προσπίπτομεν εἰς τοὺς πόδας σου νὰ τοῦ πῇς νὰ κλίνῃ διὰ νὰ γενῇ ἡ ἀγάπη, διὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ ν᾿ ἀννοικτοῦν οἱ στράτες.» Καὶ ἐπέψαν δόκιμα κανισκία τοῦ πάπα [καὶ τοῦ ρηγός.] Ὁ πάπας ἐπαρακάλεσεν τὸν ρήγα νὰ κλίνῃ νὰ ποίσουν ἀγάπην διὰ τὴν χρῆσιν τους χριστιανούς, καὶ νὰ ἐβγοῦν καὶ οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὲς πρεκιὲς καὶ σκοτεινὲς φυλακές. Γροικῶντα ὁ ρήγας τοῦ πάπα ἐπρουμούτιασέν του νὰ ποίσῃ ἀκωλύτως.»
Βλέπε επίσης Strambaldi, σελ. 87, Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 7244-65, σελ. 220-21.
- [←100]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 219-222:
«Ἐζηλέψαν οἱ Γενουβίσοι τὰ δύο ἀδελφία ὁ περρὴν τε Κριμάντε καὶ ὁ Τζουὰν ὁ ἀδελφός του διὰ τὴν πολλήν σουπ(ε)ρπίαν τοῦ σουλτάνου· ἐπῆραν τὰ βʹ τους κάτεργα, ὅπου ἦτον εἰς τὸ μηνίον τοῦ ρηγός, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, κ᾿ ἐκεῖ ηὗραν μία νάβαν σαρακήνικην ἀπὸ τὴν Τρίπολιν τῆς Βαρβαρίας φορτωμένην ἀκριβὰ πράματα. Θωρῶντα οἱ κλέφτες οἱ Σαρακηνοὶ τὰ δύο κάτεργα ἐβάλαν ἀπάνω πολλοὺς ἄλλους Σαρακηνοὺς διὰ νὰ βοηθιστοῦσιν, καὶ ψέματα ἐκοπιάσαν· τὰ αὐτὰ κάτεργα ἐντικτῆσαν τους καὶ τόσον τὴν ἐπολεμίσαν, ὅτι βοηθῶντος τοῦ θεοῦ μὲ πολλὺν σκοτωμόν καὶ λαβωμοὺς ἐπήραν την καὶ ἐφέραν την εἰς τὴν Ἀμόχουστον τῇ αʹ ἀπριλλίου ἀτξηʹ Χριστοῦ. Καὶ τῇ θʹ ἀπριλλίου [φῶς ἡμῖν ἔλλαψεν τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ κυριακῇ τοῦ πάσχα τῆς ἐχρονίας ͵ατξηʹ Χριστοῦ.]
Καὶ τὸν αὐτὸν μῆναν ὁ σὶρ Τζουὰν τε Σοὺρ ἀρμάτωσεν βʹ σατίες ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον καὶ ἀφῆκεν κεφάλιν τὸν σὶρ Τζουὰν τε Κολιές, καὶ ἐπῆγεν τὴν αὐτὴν ἡμέραν τῆς ἁγίας κυριακῆς εἰς ἕναν χωρίον ὀνόματι Σαρφὲς καὶ ἐπῆρεν ὅσους λᾶς εἶχει τὸ χωργιόν, καὶ ἐκουρσέψαν το· καὶ ὀφωνάξαν οἱ Σαρακηνοὶ καὶ ἀναφάναν ἄλλοι Σαρακηνοὶ ἀπὸ πολλὰ Κωρία· καὶ [θωρῶνταν] (ὁ) Κολλίες μήπως καὶ φράξουν τὸ διάβαν καὶ χάσουν τοὺς λᾶς, καὶ μοναῦτα ἔπεψεν τοὺς αἰχμάλωτους εἰς τὰ κάτεργα, καὶ ἧλθαν κατευοδωμένοι εἰς τὴν Κύπρον εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Τὸ λοιπὸν γροικῶντα τον ὁ σουλτάνος ἐδέκτην (μὲ) μεγάλην χολὴν τὴν ζημίαν ὅπου τοῦ ἐποῖκαν τὰ κάτεργα τῶν Γενουβίσων καὶ διὰ τὲ(ς) σατίες, καὶ ὅτι ἔχουν [τοὺς μαντατοφόρους εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὴν Κύπρον· καὶ μοναῦτα ἀρμάτωσεν βʹ κάτεργα μαγραπίτικα καὶ ἐπέψεν τους νὰ κουρσέψουν τὴν Κύπρον· καὶ ἡ σκλερία ἐπετάξεν τους εἰς τὸ Καστέλλο Ρούζου, καὶ ηὗραν ἕναν καράβιν βενέτικον, καὶ ἐπῆραν το· ὁμοίως ηὗραν καὶ ἕναν γρίππον καὶ εἷχεν γʹ χριστιανούς, καὶ ἐπῆραν το, καὶ ἐστράφησαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν.
Εἰς τὲς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐστράφησαν τὰ ἄνωθεν βʹ ξύλα τὰ μαγραπίτικα εἰς τὴν Κύπρον νὰ κουρσέψουν. Καὶ ἔδωκεν ὁ θεὸς καὶ ἦτοι μία σατία ἀρματωμένη εἰς τὴν Ἀμόχουστον διὰ νὰ πάγῃ εἰς τὸ Κούρικος, καὶ ἐξέβην ἔξω τοῦ λιμιόνος, διατὶ τὰ ταχία ἔμελλε νʹ ἀρμενίσῃ· καὶ ἔνωσεν τὸ λάμνημαν τῶν κουπίων τῶν βʹ κατέργων τῶν μαγραπίτικων, καὶ ἦρτεν εἰς τὸν Πύργον τῆς Τζαΐνας, τῆς ἀλύσου, καὶ εἶπεν το τῆς βίγλας καὶ ἐποῖκαν το νῶσιν τοῦ ἀμιράλλη· καὶ μοναῦτα ὁ ἀμιράλλης ὥρισε νὰ ἐβγοῦν τὰ βʹ κάτεργα τα γενουβίσικα καὶ μιὰ σατία, νὰ δηγηθοῦν,-καὶ ἦσαν καλὰ δηγημένα, καὶ ἦτοι καραβοκύρης τῆς σατίας ὁ μισὲρ Τζουὰν τε Πούς,-νὰ ἐβγοῦ νὰ πᾶ νὰ γυρεύσουν τὰ αὐτὰ κάτεργα, ὥς ὅπου ν᾿ ἀννοίξ᾿ ἡ πόρτα, νὰ συνπιαστοῦν οἱ λᾶς. Τὰ κάτερ(γα) ἦτον δηγημένα καὶ ἐπῆγαν γυρεύγοντά τα, καὶ ἔφτασέν τα καὶ ἡ σατία καὶ ἐπῆγαν γυρεύγοντά τα. καὶ δὲν τὰ ἐφτάσαν, καὶ ἐστράφησαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον.
Καὶ τὰ βʹ κάτεργα τὰ γενουβίσικα ἐπῆγαν εἰς τὸν Δαμιάτην καὶ ηὖραν δύο νάβες σαρακήνιες, οἱ ποῖες ἡ μία ἐνέβην εἰς τὸν ὁλιμιόναν, καὶ ἐνέβησαν ἀπὸ τοὺς λᾶς τῆς γῆς. καὶ ἐδιαφεντέψαν την, ὅτι δὲν ἠμπορῆσαν τὰ κάτεργα νὰ τὴν πάρουν· ἀμμὲ τὴν ἄλλην ὅπου ἦτον ἔξω ἐπῆραν την μὲ πολλὲς πραματεῖες, καὶ ἐφέραν την εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Ἀμμὲ ὅταν ἐστράφην ἡ σατία καὶ ἀφῆκεν τὴν συντροφίαν τῶν βʹ κατέργων, πολλὰ ἀνγκρίστην ὁ ἀμιράλλης καὶ ἐφοβήθην μήπως καὶ ἐμπλαστοῦν τὰ κάτεργα μὲ τὰ μαγραπίτικα, καὶ ἔχουν δισπλαζέριν· τὸν μισὲρ Τζουὰν τε Ποὺν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐπρουμουτίασε νὰ μὲν τὸν ἐβγάλουν ὥς που νἄρτουν τὰ βʹ κάτεργα μὲ καταυγ(ό)διον εἰς τὴν Ἀμόχουστον, ἀλλοίως νὰ κόψῃ τὴν κεφαλήν του. Καὶ τῇ ιʹ μηνὸς μαγίου ͵ατξή ἐποῖκεν ὁ θεὸς τὸ θέλημάν του ἀπὲ τὸ σὶρ Τζουὰν τε Σοὺρ τὸν ἀμιράλλην τῆς Κύπρου εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Τὸ λοιπὸν ἂ(ς) στραφοῦμεν εἰς τὸν ρήγα.»
Βλέπε επίσης Strambaldi, σελ. 87-88.
- [←101]
-
Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II. 291-302, με περίληψη τού κειμένου στον R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 425, σελ. 72.
- [←102]
-
Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 302-8, R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 426, σελ. 72.
- [←103]
-
Μαχαιράς, βιβλίο ii, παρ. 223-30:
«Ἐστάθην κουντέντος ἔμπροσθεν τοῦ πάπα διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ σουλτάνου· ὥρισεν ὅτι οἱ μαντατοφόροι τῶν Γενουβίσων καὶ τοὺς Βενετίκους νὰ πᾶν εἰς τὸν σουλτάνον. Καὶ παραῦτα ἀρματῶσαν οἱ Γενουβίσοι βʹ κάτερ(γα) καὶ ἐβάλαν· μαντατοφόρον ἀπάνω τὸν Καζὰ Ζεγγαρέ· ὁμοίως καὶ Βενέτικοι ἀρματῶσαν βʹ κάτεργα καὶ ἐπέψαν μαντατοφόρον τὸν κύρην Νικολάον Τζουστουνίαν· καὶ ὁ ρήγας ἐμήνυσεν εἰς τὴν Κύπρον τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ πρίντζη νὰ ἐβγάλῃ τους μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου ἀπὸ τὴν Κερυνίαν καὶ νὰ τοὺς δώσῃ τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων νὰ τοὺς πάρουν εἰς τὸ Κάργιος, ὅνταν τοῦ ζητήσουν· καὶ νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην οἱ ἄνωθεν μαντατοφόροι ὡς γοιὸν τοῦ ἐπρουμουτίασαν ὀπρὸς τοῦ ἁγιωτάτου πάπα.
Καὶ τῇ κδʹ μηνὸς ἰουνίου ͵ατξηʹ Χριστοῦ ἀρματῶσαν τὰ δʹ κάτεργα τῶν κουμουνίων, καὶ ἐνέβησαν καὶ οἱ ἀνωθεν μαντα(το)φόροι, καὶ ἀρματῶσαν καὶ μίαν σατίαν καὶ ἐπέψαν την εἰς τὴν Κύπρον διὰ νὰ φέρῃ τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ ρηγὸς εἰς τὸν κουβερνούρην· καὶ ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Ρόδον τῇ κεʹ ἰουνίου καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν. Καὶ οἱ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων ἐπήγασιν ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου εἰς τὸ Κάργιος, καὶ ἐποῖκαν τὴν μαντατοφορίαν, καὶ ἐσυμπάψασιν μὲ τὸν σουλτάνον, καὶ ἐπέψαν εἰς τὴν Κύπρον νὰ φέρουν τοὺς μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου. Καὶ μοναῦτα ὁ σουλτάνος νὰ ἐβγάλῃ τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὲς φυλακάδες καὶ νὰ τοὺς δώση τὸ δικόν τους, καὶ νὰ ποίσῃ τὸν ὅρκον, κατὰ τὸ συνήθιν τῆς ἀγάπης. Καὶ ὅνταν ἐσυμπάψαν οἱ ἄνωθεν μαντατοφόροι, ἐμεῖναν εἰς τὸ Καργίος, καὶ ἐπέψαν ἀπὸ τὴν συντροφίαν τους δύο κάτεργα, ἕναν γενουβίσικον καὶ αʹ βενέτικον εἰς τὴν Κύπρον νὰ πάρουν τοὺς μαντατοφόρους τοὺς Σαρακηνοὺς εἰς τὸ Καργίος· καὶ ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδραν τῇ ηʹ μηνὸς αὐγούστου ͵ατξηʹ Χριστοῦ. Καὶ ἐπέψαν χαρτία τοῦ ποδεστᾶ τοὺς Γενουβίσους καὶ τοῦ μπ(α)λίου τοὺς Βενετίκους νὰ σμικτοῦ νὰ πέψουν γλήγορα τοὺς μαντατοφόρους τοὺς Σαρακηνοὺς εἰς τὸ Κάργιος· καὶ ὁ πάγιλος καὶ ὁ ποδεστᾶς ἐνέβησαν εἰς τὴν Λευκωσίαν ζητῶντα τοὺς μαντατοφόρους. Καὶ ὁ κουβερνούρης ὡς εἶχεν τὸν ὁρισμὸν τοῦ ρηγός, μαναῦτα ὥρισεν καὶ ἔδωκέν τους εἰς τὰς χεῖρας τους, καὶ ἑμολογῆσαν ἔμπροσθεν τοῦ νοτάρη πῶς τοὺς ἐπεριλάβασιν, καὶ γιὰ τοῦτον ἐποῖκαν προβιλίζιν. Τῇ παρασκευῆ τῇ κδʹ αὐγούστου ͵ατξηʹ Χριστοῦ ἐξέβησαν ἀπὸ τῃν Ἀμόχουστον τὰ ὄνωθεν δύο κάτεργα καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, καὶ ἐπῆραν τοὺς μαντατοφόρους τοὺς Σαρακηνοὺς εἰς τὸν σουλτάνον.
Καὶ ἄνταν ἀπεσῶσαν τὰ αὐτὰ κάτεργα εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, ἐμηνύσαν τοῦ σὲρ Καζὰ Σεγκαρὴ καὶ τοῦ σὶρ Νικὸλ Ζουστουνία τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων τὸ ἔλα τους. Οἱ πγοὶ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων ἐποῖκαν το νῶσιν τοῦ σουλτάνου, καὶ κεῖνος εἶπεν: «Ἀπεζᾶτε τοὺς μαντατοφόρους μου εἰς τὴν γῆν.» Οἱ μαντατοφόροι εἶπαν του: «Ἀφέντη, ὡρισμένοι εἴμεσταν ἀπὸ τὸν ρήγα τῆς Κύπρου νὰ μὲν βάλωμεν τοὺς μαντατοφόρους σου εἰς τὴν γῆν, ὥς που νὰ τελειώσῃς τὴν ἀγάπην, καὶ νὰ ἐβγάλουν καὶ οὕλους τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν φυλακήν, μηδὲν μετανώσῃς ὥς γοιὸν ἐποῖκες καὶ τὲς ἄλλε(ς) φορές.» Γροικῶντα ὁ σουλτάνος ὁ ὑπερήφανος τὴν συντυχίαν τους μαντατοφόρους, πολλὰ ἐθυμώθην· καὶ εὑρέθην ἐκεῖ ὁ ἀμιρᾶς ὀνόματι Μεχλὶν Πέχνα, ὅπου ἦτον ἀφορμὴ καὶ ἀρχεύτην ἡ μάχη καὶ πάντα ἐμπόδιζεν τὴν ἀγάπην· καὶ ἦτον φουσκωμένος ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Καζὰ Τζεγκαρή, ὄπου ἐκολάκευγεν τὸν σουλτάνον νὰ μαλακτιάνῃ τὸν θυμόν του διὰ νὰ τελειωθῆ ἡ ἀγάπη, καὶ σηκώννεται ἔμπροστεν τοῦ σουλτάνου καὶ ἔδωκεν τοῦ αὐτοῦ σὶρ Καζὰ βʹ φούσκιες, καὶ λαλεῖ του: «Χοιρίδιν δετιποτένον, κομπώννεις τὸν ἀφέντην μου τὸν σουλτάνον! καὶ τότε ζητᾶτε τὴν ἀγάπην μὲ γελοῖον, καὶ νἄρτη ὁ ρήγας τῆς Κύπρου νὰ μᾶς ποίσῃ, ὡς γοιὸν μᾶς ἐποῖκεν καὶ τὲς ἄλλες φορές!» Καὶ πιάννει τον ἀπὸ τὰ γένεια νὰ κόψῃ τὴν κεφαλήν του. Θωρῶντα ὁ ἄνωθεν Καζὰς τὴν ἀντροπὴν ὅπου ἔπαθεν, εἶπεν του: «Ἀφέντη ἀμιρᾶ, δὲν κομπώννω τον σουλτάνον. ἀμμὲ λαλῶ τὸ μοῦ παράγγειλα νὰ πῶ, καὶ σοὺ ἐδέρες με· γειά σου ἂν ἐπεθάναν ὅλοι οἱ Γενουβίσοι, καὶ θέλει ἔρτειν καιρὸς καὶ ὁ δαρμένος θέλει δέρειν!» Τότες εἶπεν τοῦ σουλτάνου: «Ἀφέντη, τάσσομαί σου εἰς τὴν πίστιν μας, ἂν δὲν τελειώσῃς τὴν ἀγάπην, θέλουν ἔρτειν ἀπάνω σου τόσον φουσάτον, καὶ θέλουν σὲ ξηλοθρεύσειν καὶ τοὺς πτωχοὺς τοὺς πραματευτάδες.»
Ἀπάνω εἰς τοῦτα τὰ λογία, ἐσηκώθην ὁ παλαιὸς ἀμιρᾶς καὶ εἶπεν τοῦ σουλτάνου: «Ἀφέντη, μηδὲν γροικᾷς ἐκείνου ὅπου σοῦ λαλεῖ διὰ τὸ δικόν του διάφορος, παρὰ γροίκα ἐκείνου ὅπου σοῦ λαλεῖ διὰ οὕλους τὸ διάφορος· οἱ λᾶς τῶν ἀρμάτων θέλουν νὰ ᾖνε πάντα μάχη, διὰ νὰ κλέψουν καὶ νὰ σκοτώσουν· καὶ γιὰ κείνους μόνον θέλεις ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ σου νὰ κουρσεύεται καθημερινόν; Ἔξευρε πῶς ὁ ρήγας τῆς Κύπρου εἶνε εἰς τὴν δύσιν καὶ συνπιάζει φουσάτον ἀπὸ τοὺς ἀφέντες τοὺς χριστιανοὺς, καὶ ἔρχουνται νὰ ξηλοθρεύσουν τὴν γῆν σου· καὶ ἀνισῶς καὶ μάθῃ πῶς ἐτελείωσες τὴν ἀγάπην, θέλει ἔρτειν χωρὶς ἀρμάδαν, καὶ μεῖς θέλομεν εἶσταιν ἀναπαμένοι· καὶ ἂν δὲν μοῦ γροικήσῃς πολλοὶ θέλουν φύγει ἀπὸ τοὺς τόπου(ς) σου καὶ θέλουν πᾶν [εἰς τόπους ἐλεύθερους καὶ στερεωμένους καὶ θαρούμενους, καὶ ἄλλους θέλουν πάρειν αἰχμάλωτους.] Αρώτα καὶ μάθε πῶς τὰ μακζενία εἶνε γεμάτα πραματεῖες, καὶ δὲν εὑρίσκεται τινὰς ν᾿ ἀγοράσῃ. Ποῦ εἶνε τὰ δουκάτα τοὺς Γενουβίσους; Δὲν θωρεῖς πῶς ἦρταν παρκάτω τὰ κουμερκία σου, καὶ οἱ πραματευτάδες δὲν ἔχουν τίντα νὰ ποίσουν; Καὶ ὡς γοιὸν ἐκεῖνος ὅπου εἴμαι δοῦλος σου καὶ κρατούμενος νὰ εἰπῶ τοῦ ἀφέντη μου ὅλην τὴν ἀλήθειαν· διὰ τοὺς γονεῖς μου καὶ διὰ τὸ διάφορος τοῦ μουσθλουμανίου, εἴπουν σοῦ το· προυμουτιάζω σου, τὸ κρίμαν τοῦ αἴματος ὅπου νὰ χενωθῆ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ὅπου νὰ αἰχμαλωτευτοῦσιν, ὁ θεὸς γιὰ κείνους θέλειν τὸ ζητᾶν ἀπὸ ᾿ξ αὑτόν σου, καὶ ἀπὸ κείνους ὅπου σὲ κωλύουν νὰ μηδὲν ποίσῃς ἀγάπην.» Ὁ σουλτάνος εἶπεν του: «Καλὰ λαλεῖς, καὶ ἀρέσκει μου νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη!»
Τότες ἐσηκώθην ἄλλος ἀμιρᾶς πολλὰ θυμωμένος καὶ λαλεῖ τοῦ σουλτάνου: «Ἀφέντη, ἔχε ἀπομονήν, μήπως καὶ ὁ ρήγας στραφῇ χωρὶς φουσάτον, γροικῶντα πῶς ἡ ἀγάπη ἀρχεύτην, καὶ τότε θέλει-ν γινεῖν ἡ ἀγάπη εἰς τὴν ὄρεξίν σου.»] Ὁ σουλτάνος ἐπεθύμαν εἰς τοῦτον, καὶ ὄχι νὰ τε(λει)ωθῇ, καὶ ἀπομάκριζεν· καὶ γροικῶντα τοῦ ἀμιρᾶ ἀπόμεινεν ὀλλίγες ἡμέρες καὶ ἐφέραν του μαντάτον, πῶς ὁ ρήγας ἐστράφην χωρὶς καμίαν βοήθειαν· καὶ μοναῦτα ἐξαναλόγισεν, καὶ δὲν ἄκουσε νὰ ποίσῃ τὴν ἀγάπην, ἀμμ᾿ ἔδωκεν πάλε γραφὲς τοῦ Καζὰ Τζινγκάρε καὶ ἔστρεψέν τον εἰς τὴν Κύπρον εἰς τὸν ρήγα. Ὁ αὐτὸς σὶρ Καζὰς διὰ ν᾿ ἀποβγῇ καὶ νὰ πῇ καὶ τὰ ἄπρεπά τους λογία, ἐξέβην καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κύπρον, ὁ ποῖος έξηγήθην τοῦ ρηγὸς ὅλην τὴν ἀφορμήν.
Καὶ ὁ ρήγας ἐξαναγράψεν του χαρτὶν καὶ ἐπέψεν του τἀμπρὸς ὀπίσω, καὶ ηὗραν καὶ δύο σκλάβους σαρακηνοὺς ὅπου εὑρέθησαν εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἔπεψέν τους τοῦ σουλτάνου, ὁ ποῖος ἐποῖκεν το διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοὺς χριστιανούς, καὶ πάλε ἐστράφην εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν.
Καὶ ἐβγαίννοντα ὁ ρήγας ἀπὸ τὴν Ἀμόχουστον νὰ πάγῃ εἰς τὴν Κερυνίαν, ἐκακούχισεν καὶ ᾿ποῖκεν κἄποσες ἡμέρες· καὶ ὅνταν έκαλλιττέρισεν, ἐγύρεψε νὰ μάθῃ τὸ πρᾶμαν πῶς ἐδιάβην· καὶ εἶπαν τοῦ το καταληπτῶς. Καὶ [ὁ φρενιμώ(τα)τος ρήγας] μοναῦτα ἐμήνυσέν το τοῦ πάπα, πως ἐγίνην γ-ἡ δουλεία, καὶ πῶς τοῦ ἐδῶκαν οἱ ἀφέντες πολλὰ ξύλα, καὶ γροικῶντα πῶς θέλει νὰ γενῆ ἡ ἀγάπη, ἀπολογιάσεν τα ἀπὸ τοὺς ἀφέντες, καὶ εἶπαν καὶ ἡ ἀγάπη εἶνε τελειωμένη, «καὶ τώρα εὑρισκούμεθαν κομπωμένοι.» Ὁμοίως ἐπῆρεν βουλὴν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του, καὶ ἐπέψαν χαρτία μὲ μίαν σατίαν καὶ ἐπῆραν τα εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, καὶ ἐδῶκαν τα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἡ σατία ἐστράφην.
Θεωρῶντα ὁ σουλτάνος πῶς ἐστράφην ὁ σίρε Καζὰ Τζινγκαρέ, καὶ ἔφερεν ἔντιμον κανίσκιν καὶ ταπεινὸν χαρτίν, εἶπεν εἰς τὸν ἐμαυτόν του: «Φαίνεταί μου πολλὰ ἐταπεινώθην ὁ ρήγας καὶ πολλὰ πεθυμᾷ τὴν ἀγάπην ἀπὸ τὸν φόβον του.» Καὶ ἐννοιάζετον, ὅνταν δὲν εἶδεν τὰ χαρτία ὅπου ἔριψεν ἡ σατία εἰς τὴν γῆν, ἡ ποία γραφὴ ἐλάλεν οὕτως. «Πρὸς τὸν ἠγαπημένον μας φίλον τὸν σουλτάνον Βαβυλωνίας, ὁ δικός σου φίλος ὁ ρήγας τῆς Κύπρου πολλὰ χαιρετίσματα. Γίνωσκε ὅτι γνώθομαι πολλὰ βαρυμένος ἀξ αὑτόν σου, ὅτι ἐσοὺ μὲ τὴν ὄρεξίν σου καὶ εἰς τὴν ἐζήτησιν τὴν δικήν σου ἔγραψες νὰ ποίσῃς ἀγάπην· τὸ ποῖον ἐγίνετον εἰς τὴν ζήτησιν τοὺς Γενουβίσους καὶ τοὺς Βενετίκους μὲ τοὺς Καταλάνους, καὶ [πολλὰ μὲ ᾿παρακαλῆσαν] διὰ νὰ στερεώσω τὴν ἀγάπην· καὶ ἅνταν ἦλθαν οἱ μαντατοφόροι μου ἔμπροσθέν σου, [τοὺς δὲ ἐθέλησες νὰ τοὺ(ς) στρώσης, τοὺς δὲ ἐδέραν τους ὀμπρός σου, καὶ ἐβάσταξές το·] καὶ μίαν ζητᾷς τὴν ἀγάπην καὶ ἄλλην μετανώθεις, καὶ μακρυνίσκεις· τοῦτον δὲν εἶνε τοὺς καλοὺς ἀφέντες, δείχνεις πῶς εἶσαι ἕνας ἀφέντης ὅπου σ᾿ ἐψήλωσεν ἡ τύχη. Καὶ ἐπειδὴ καὶ ὁ θεὸς ἐσυγχωρῆσεν το διὰ τὰ κρίματά μας καὶ ἐδῶκεν σου τούτην τὴν ἀφεντίαν, πρέπει νὰ πολομᾶς ὡς γοιὸν πολομοῦν οἱ ἀφέντες οἱ ρηγάδες, ὅπου ἔχουν τὴν ἀφεντίαν ἀπὸ γεννήσεώς τους. Πρῶτον συμβουλεύτουν μὲ τὴν βουλήν σου καὶ μὲ τοὺς ἐδικο(ύ)ς σου, καὶ μόνος καὶ μοναχός σου καὶ ᾿δὲ τὸν νοῦς σου, καὶ ἀνίσως καὶ ἔχεις ὄρεξι νὰ τελειώσῃς τὴν ἀγάπην, τότε τὴν γύρευγε καὶ ζήτα την· εἰ δὲ νὰ τὴν ζητᾷς καὶ νὰ τὴν ἀξαπολᾷς. Τάσσω σου εἰς τὴν πίστιν μου ὡς χριστιανὸς ὅπου εἶμαι, ὅτι οἱ ἀφέντες τῆς δύσις ἐποῖκαν ὁρισμὸν εἰς τοὺς ἐφφικατόρους τους νὰ ποίσουν μεγάλην ἀρριάδαν νὰ κατεβοῦν ἀπάνω σου, καὶ ἐγὼ ἐκομπώθηκα ἀπὸ τοὺς Βενετίκους καὶ ἐκόμπωσα τοὺς καλούς μου συνγγενάδες τοὺς ἀφέντες, λαλῶντα τους ὅτι ἔχομεν καλὴν ἀγάπην μεσόν μας· καὶ εἰς τοῦτον ἐμεῖναν καὶ δὲν ἦλθαν. Καὶ ἐπίστευσα εἰς τὰ λογία σου ὡς λογία ἀφέντη, καὶ ἔβγαλα τοὺς σκλάβους μου τοὺ(ς) Σαρακηνοὺς ἀπὸ τὲς φυλακὲς καὶ ἔπεψά σου τους, καὶ σοὺ κρατεῖς τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὲς φυλακές. [Διὰ τοῦτον, ἂν τὸ δώσῃ ὁ θεὸς ὡς θέλω, κατεβαίννω ἀπάνω σου καὶ θέλω σοῦ δώσει νὰ γρωνίσῃς ἴντα ἄνθρωπος εἶμαι,] κ ἔχω θάρος εἰς τὸν θεὸν νὰ μοῦ δώσῃ τὸ νίκος. Καὶ πλημελεᾶς με, καὶ περίτου δὲν σοῦ γράφω χωρὶς νὰ ᾖνε καιρὸς καὶ τόπος.»
Βλέπε επίσης Amadi, σελ. 410, Strambaldi, σελ. 89-92, Florio Bustron, σελ. 267-68.
H επιστολή τού Πέτρου προς τον Ιωάννη των Λουζινιάν παρέχεται στον Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 308, με ημερομηνία 20 Μαΐου 1368 και συνοψίζεται στον R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 434, σελ. 73, όπου χρονολογείται λάθος στις 20 Ιουνίου.
- [←104]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλο 136 με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1368:
«Ψηφίστηκε: Επειδή πρόσφατα εμφανίστηκε ενώπιον τού κράτους μας κάποιος απεσταλμένος τού κυρίου βασιλιά Κύπρου με συστατικές επιστολές, ζητώντας μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη μορφή τής συνθήκης, να μπορέσει να πάρει από τη Βενετία 250 άλογα για τις ανάγκες τού νησιού του, αποφασίζεται ότι γίνεται δεκτό…».
(Capta: Cum nuper comparuerit coram dominio quidam nuntius domini regis Cipri cum litteris credulitatis inter alia requirens quod iuxta formam pactorum possit extrahi facere de Veneciis equos CCL pro opportunitate sue insule, vadit pars quod concedatur…)
- [←105]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 32, φύλλα 139-140, δημοσιευμένο στον Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 312. Στις 29 Αυγούστου 1368, η Γερουσία επέτρεψε στον Πέτρο να εξοπλίσει τη γαλέρα του στη Βενετία,
«επειδή ευχαριστεί τον κύριο βασιλιά Κύπρου να μπορέσει να εξοπλίσει στη Βενετία τη γαλέρα του, με την οποία επιθυμεί να επιστρέψει στην Κύπρο, ταξιδεύοντας μαζί με δικές μας γαλέρες…» [στο ίδιο, φύλλο 142].
(quia complaceatur domino regi Cipri quod possit armari facere hic in Veneciis galeam suam cum qua vult redire in Ciprum eundo in societate cum galeis nostris…)
- [←106]
-
Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 381 και 383, σημείωση 2.
- [←107]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 7314-57, 7936-55, σελ. 222-24, 245-46 (ο Machaut, στιχ. 7353, εσφαλμένα αναφέρει ότι ο Πέτρος έφυγε από τη Βενετία στις 28 Σεπτεμβρίου) και πρβλ. Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 241, σημείωση, 310-11. O Πέτρος πιθανώς έμαθε για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για ειρήνη με την Αίγυπτο κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού επιστροφής του στην Κύπρο [πρβλ. Hill, History of Cyprus, II, 359-60].
Για την επιστροφή τού Πέτρου στην Κύπρο βλέπε Mαχαιρά, βιβλίο ii, παρ. 244:
«Τὸ λοιπὸν θωρῶντα ὁ ρήγας πῶς δὲν εἶχεν πλεῖον δουλείαν εἰς τὴν μεργιὰν τῆς δύσις, καὶ ἐθάρεν ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ σουλτάνου ἐγίνην, ἀποχαιρέτησεν τοὺς ἀφέντες τῆς δύσις καὶ ἐνέβην εἰς τὸ κάτεργόν του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κύπρον. Καὶ ἐπροσδεκτῆσαν τον ὡς γοιὸν ἦτον τὸ συνήθιν τὸ ρηγάτικον, καὶ ἐποίκασιν ἑορτὴν καὶ χαρὰν ἡμέρες ὀκτώ.»
Στο ίδιο, βιβλίο ii, παρ. 246-47:
«Ὡς γοιὸν ἔρχετον ὁ ρήγας εἰς τὴν θάλασσαν, ἦρτεν του μία φουρτούνα μεγάλη, καὶ ἐπῆρεν τάμαν, ὅντα νἄρτῃ μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν Κύπρον νὰ γυρέψῃ ὅλα τὰ μοναστήρια τῆς Κώρας νὰ τὰ προσκυνήσῃ. [Καὶ ἐπέσωσεν μὲ τὸ καλὸν καὶ ἦρτεν εἰς τὴν Λευκωσίαν.]»
Για τις λεπτομέρειες τής διαμονής τού Πέτρου στην Ιταλία το 1368, βλέπε Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 369-81.
- [←108]
-
Machaut, Prise d’ Alexandrie, στιχ. 8592-8769, σελ. 266-71, Amadi, σελ. 425-26, Strambaldi, σελ. 112-14, Florio Bustron, σελ. 274-76, G. W. Coopland (επιμ.), Le Songe du vieil pelerin [de Philippe de Mézières], 2 τόμοι, Καίμπριτζ, 1969, I, 259, Baluze και Mollat, Vitae paparum Avenionensium, I, 371, 390, Mas Latrie, II, 332-45, Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 385-91, 394-95, σημείωση 5, Hill, History of Cyprus, II, 360-68.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, ο Πέτρος φαίνεται ότι είχε παρεκκλίνει σε παράνοια. Η μια πράξη παράλογης τυραννίας και σκληρότητας οδηγούσε στην άλλη και τελικά στον βίαιο θάνατό του, όπως περιγράφεται εκτεταμένα από τον Μαχαιρά [βιβλίο ii, παρ. 259-81]:
«Τὸ λοιπὸν μὲ ὅλον τοῦτον ὁ ρήγας δὲν εὑρέθην πλερωμένος, καὶ δὲν ἧτον τόσον ἀνήξευρος, ξεύροντα τὸ πρᾶμαν πῶς ἐγίνετον· ἄρχεψεν καὶ ἀντροπίαζεν τὲς γεναῖκες τοὺς ἐχθρούς του ὅπου ἐσμίκτησαν νὰ ποίσουν τὴν ἀντροπήν. [Πολλὰ έννοιάζουνταν οἱ λᾶς νὰ ποίσουν,] ἀμμὲ τὸ νὰ ᾿δοῦν, ὅτι κάτινες ἀρκέψασιν καὶ ἦτο νὰ τοὺς νώσουν, ἐσύρτησαν ἀπὸ τὸ κακόν· καὶ διατὶ δὲν εὑρέθην τινὰς νὰ τὸ ξηλώσῃ, ἀμμὲ ὅλοι ἐσμίκτησαν, διὰ τοῦτον ἐμίσησεν οὕλους, καὶ ἄρχεψε νὰ τοὺς πλερώσῃ ὅλους τὸν πασἄναν κατὰ τὸ τοῦ ἐδούλευσεν· ὅτι οἱ Γενουβίσοι λαλοῦν, «ὅπου νὰ σοῦ ποίσῃ, ποῖσε του, καὶ ἀνισῶς καὶ δὲν ἐφτάσῃς νὰ τὸ ποίσῃς, μὲν τὸν λησμονήσῃς.» Καὶ εἰς κοντολογίαν ἀντροπίασεν οὗλες τὲς κυράδες τῆς Λευκωσίας, τὲς ποῖες εἶνε μεγάλη ἀντροπὴὺ νὰ τὲς ἀνοματίσωμεν. Οἱ αφέντες ἐμεῖναν ὅλοι ἐννοιασμένοι καὶ κακά ἐθωροῦσαν τὸν ρήγα· καὶ ὁ ἐχθρὸς ὧδε ηὗρεν τόπον, καὶ ἔσπειρεν τὸν σπόρον του, τουτἔστιν ἔχθραν, εἰς τιτοίαν λογήν, ὅτι ἔστρεψέν του μέγαν διάφορος, τὰ ρ᾿ χίλια.
Τὸ πρᾶγμαν ἐδιάβαινεν ἡμέραν πρὸς ἡμέραν ὥς που καὶ ᾿βρέθην ὁ καιρὸς έπιτήδειος. Φανερὸν ἐγίνην εἰς τ᾿ αὐτία τοῦ ρηγὸς πῶς ἦτον μισισμένος ἀποὺ ὅλους τοὺς καβαλάριδες, καὶ ἐκεῖνος ἐμισῆσεν τους πολλά· ἦτον πολλὰ ἐννοιασμένος μήπως καὶ ἀποθάνῃ καὶ δὲν πλερωθῇ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ἢ πὰς καὶ ἀπογβάλουν τον, ὡς γοιὸν ἐποῖκαν τοῦ ρὲ Χαρρή. Τὸ λοιπὸν ἕρισεν καὶ ἐκτίσαν του ἕναν πύρ- γον, καὶ [ἀπάνω ἔκτισεν ναὸν ὀνόματι] Μιζερικορδία· [τὴν δὲ φυλακὴν κάτω, τουτἔστιν τὸν πύργον, έκράξεν τον] Μαργαρίτα· καὶ ἐτελείωσέν τον καὶ ἦτον πολλὰ δυνατός, καὶ ὴθελε νὰ τὸ χαντακώσῃ ἀππέξω· Καὶ ἐννοιάστη νὰ ποίσῃ κάλεσμαν μέγαν [μετὰ τὸ χαντάκωμα,] καὶ νὰ σωρευτοῦν ὅλοι οἱ ἄρχοντες οἱ μεγάλοι καὶ παρούνιδες, καὶ νὰ τοὺς ποίσῃ φᾶν, καὶ τότες νὰ φυλακίσῃ τοὺς ἀδελφούς του εἰς τὸν πύργον καὶ μερτικὸν ἀπὸ τοὺς καβαλλάριδες ὁποῦ ἐφοβᾶτον, διὰ νὰ μηδὲν σαστοῦν εἰς τὴν μέσην τους καὶ [ἀδικήσουν τον·] καὶ πολομῶντα τοῦτον θέλ᾿ εἶσταιν χωρὶς φόβον ὅλην του τὴν ζωήν. Καλὰ τὸ ἐννοιάστην, ἀμμὲ κακὰ ἐγίνετον. Ὅνταν ἦρτεν ἡ σαρακοστή, τὴν ἁγίαν ἑβδομάδαν ἔκραξεν τὸν πνευματικὸν νὰ τὸν ξηγορεύσῃ, ὀνόματι φρὲ Τζάκε τοῦ Σὰν Τομένικου, καὶ εἰς τὴν ξηγόρευσιν εἶπεν τοῦ το, τὴν ἔννοιαν [τῆς Μαργα(ρ)ίτας.] Ὁ αὐτὸς πνευματικὸς ἦτον καὶ τοῦ πρίντζη, καὶ ἔκραξέν τον καὶ ὁ πρίντζης νὰ τὸν ξηγορεύσῃ· καὶ ἅνταν τὸν ἐξηγόρευσεν, εἶπεν του οὕλην τὴν ἔννοιαν τοῦ ρηγός· καὶ ἐβλέπετον ὁ πρίντζης νὰ μπῇ εἰς τὴν Μαργ(αρ)ίταν, καὶ οὐδὲ τὸν ἀδελφόν του τὸν Τζάκον ἄφιννε νὰ ἐμπῇ.
Τὸ λοιπὸν εἶνε καιρὸς νὰ θερίσωμεν τὰ στραχιδία τῆς ἔχθρας, καὶ νὰ σᾶς πῶ τὴν κακίαν τὴν εἶχεν ὁ ρήγας μὲ τοὺς καβαλλάριδές του καὶ κεῖνοι μετά του. [Τῇ ηʹ ἰουναρίου] μηνὸς ἡμέρα κυριακῇ, ατξηʹ Χριστοῦ, εὑρισκομένου τοῦ ρηγὸς εἰς τὸ Ἀκάκιν, ἐπῆγεν εἰς τὸ κυνήγιν, καὶ κοντὰ τοῦ Ἀκακίου ἔχει ἕναν χωρίον μικρόν ὀνόματι Μένικον, καὶ ἦτο τοῦ σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλέτ, ὁ ποῖος καβαλλάρης εἶχεν ἕναν υἱὸν μονογενὴν ὀνόματι Τζακέ, καὶ μίαν κόρην ὀνόματι Μαρία, ἡ ποία ἦτον χήρα, καὶ μίαν πορνικὴν ὀνόματι Λόζε· ὁ αὐτὸς καβαλλάρης ἦτον βισκούντης τῆς χώρας, καὶ πολλὰ ἀγάπαν τὰ κυνηγία, καὶ ἐπαράγγειλεν καὶ ἐφέραν του ἀπὸ τὴν Τουρκίαν μίαν ζυγὴν σκυλλία λαγωνικὰ πολλὰ ὄμορφα· καὶ οὗλοι οἱ καβαλλάριδες ὅλοι κακὰ μετὰ Καρᾶς ἐκλουθοῦσαν τοῦ ρηγός, ὡς γοιὸν ἡ τάξις τοὺς καβαλλάριδες καὶ νὰ παραδιαβάζουν εἰς τὰ κυνηγία. Εὑρισκόμενος ὁ ρήγας εἰς τὸ κυνήγιν, ὁ σκυλλομάνγγος τοῦ αὐτοῦ βισκούντη ἐστρέφετον ἀπὸ τὸ κυνήγιν, καὶ ἐδιάβην ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ Ακακίου νὰ πάγῃ εἰς τὸ Μένικον, καὶ εἶχεν τὰ δύο σκυλλία τὰ ὄμορφα, καὶ εἶχεν τα χαρίσει τοῦ Τζάκου τοῦ υἱοῦ του (ὁ) ἄνωθεν σὶρ Χαρρή.
Ὁ κούντης τῆς Τρίπολις ὁ σὶρ Πιὲρ τοῦ Λουζανία ὁ γνήσιος υἱὸς τοῦ ρηγός, καὶ ἔμπλασεν τοῦ σκυλλομάνγκου καὶ ἀρώτησέν τον: «Τίνος εἶνε τοῦτα τὰ λαγωνικά;» Καὶ εἶπεν του : «Ἀφέντη, εἶνε τοῦ ἀφέντη μου τοῦ Τζάκου τε Ζιπλέτ.» Καὶ ἐψηλαφῆσεν τα καλὰ καὶ εἶδεν τα, καὶ ὡς [παιδίος καὶ ἀφέντης] ἐπεθύμησέν τα, καὶ λαλεῖ τοῦ σκυλλομάνγκου: «Δός μου τὰ σκυλλία τοῦτα!» Καὶ ὁ σκυλλομάνγκος λαλεῖ του: «Δὲν τορμῶ, διατὶ φοβοῦμαι τὸν ἀφέντην μου· ζήτα τα τοῦ ἀφέντη μου, καὶ κεῖνος θέλει σοῦ τὰ δώσει.» Καὶ [ὁ ἀφέντης ὁ κούντης] ἐμήνυσεν τοῦ Τζάκου τε Ζιπλὲτ νὰ τοῦ τὰ πέψῃ, καὶ νὰ τὸν πλερώσῃ κουρτέσικα. Απολογήθην του καὶ εἶπεν του: «Ἄμε, πὲ τοῦ ἀφέντη σου, πῶς ἐκεῖνον τὸ δὲν ἔχει ἀγαπᾷ νὰ τὸ ἔχη, ἐγὼ δὲν ἀγαπῶ ἐκεῖνον τὸ δὲν ἔχω· διὰ τοῦτον ἂς μοῦ συμπαθίσῃ, καὶ δὲν τοῦ τὰ διδῶ.» Ὁ ἄνωθεν Τζάκες ἐπῆγεν εἰς τὸν ἀφέντην του, καὶ εἶπεν του πῶς ὁ κούντης ἐμήνυσεν διὰ τὰ σκυλλία, καὶ πῶς τὸν ἀπολόγιασεν, καὶ ἀγκρίστην ὁ αὐτὸς σὶρ Χαρρὴν διὰ τὴν ἀπολογίαν τοῦ υἱοῦ του.
Ἐρχομένου τοῦ βασιλιώτη εἰς τὸν κούντην, καὶ εἶπεν του τὴν ἀπολογίαν τοῦ σὶρ Τζὰκες, ὁ ἀφέντης ὁ κούντης ὁ νέος ἐδάκρυσεν πολλά, καὶ ἔπιασεν τὸ κλάμαν· καὶ ὡς γοιὸν ἔκλαιγεν, [δόξου καὶ τὸν ρήγα] καὶ ἐνέβην τὴν πόρταν τοῦ π(α)λατίου, καὶ ἐγροίκησεν τοῦ υἱοῦ του πῶς ἔκλαιγεν καὶ ἀρώτησέν τον: «Γιὰ τίντα ἀφορφμὴν κλαίεις;» Καὶ ὁ υἱός του ἀποὺ τὸ πολλὺν κλάμαν δὲν ἠμπόρησε νὰ τοῦ ἀπολογηθῇ. Καὶ ὁ ρήγας ἦλθεν πρὸς τὸν καβαλλάρην τὸν μάστρον του καὶ λαλεῖ του: «Τίντα ἔχει ὁ υἱός μου καὶ κλαίγει ἤτζου;» Καὶ ὁ καβαλλάρης λαλεῖ τοῦ ρηγός: «Ἀφέντη, ὁ Τζάκο τε Ζιπλὲτ ἔχει ἕναν ζευγάριν σκυλλία λαγωνικὰ ὀμορφώτατα, καὶ ἐδιάβην ὁ σκυλλομάνγκος του ἀππὦδε, καὶ εἶδεν τα ὁ ἀφέντης μου καὶ πολλὰ τὰ ἐπεθύμησεν, καὶ ἐζητῆσεν τα τοῦ σκυλλομάνγκου καὶ δὲν τοῦ τὰ ἔδωκεν· ἐμηνῦσεν το τοῦ σὶρ Τζάκες μὲ τὸν βαχλιώτην του, καὶ δὲν ἄκουσε νὰ τοῦ τὰ δώσῃ, καὶ ἔστρεψέν τον, καὶ γιὰ τοῦτον παραπονᾶται καὶ κλαίγει.» Γροικῶντα ὁ ρήγας ἐθυμώθην πολλά, καὶ ἡ κακία ἐπιντώθην, καὶ λαλεῖ: «Μὲ μέγαν δίκῃον ἔνι ὁ ἠγαπημένος μου υἱὸς κακόκαρδος!» Καὶ στρέφεται πρὸς τὸν υἱόν του καὶ λαλεῖ του : «Παιδίν μου, [ἔπληξες!] ἐγὼ νὰ μηνύσω τώρα τοῦ κυροῦ του νὰ μοῦ τὰ πέψῃ.»
Καὶ ἔπεψεν ὁ ρήγας ἕναν φρόνιμον καβαλλάρην εἰς τὸν σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλὲτ νὰ τοῦ ζητήσῃ τὰ σκυλλία διὰ τὸν υἱόν του τὸν κούντην τῆς Τρίπολις καὶ νὰ τὸν πλερώσῃ τὸ ξάζουν. Ὁ καβαλλάρης, μωραγάπητος τοῦ υἱοῦ του, καὶ άγάπαν καὶ τὰ κυνηγία, καὶ νὰ φανερώσῃ καὶ ὁ καιρὸς τὴν κακίαν τὴν εἶχαν οἱ ἀφέντες μὲ τὸν ρήγαν, δὲν ἐννοιάστην πόση ζημία καὶ κίντυνος ὅπου μέλλει νὰ τοῦ ἔλθῃ διὰ τόσην μικρὴν ἀποσκότισιν, ὅτι οἱ σκύλλοι εἶνε ὀλλιγόζωτοι καὶ δὲν ἔχουν ζωὴν ὅσον ςʹ χρόνους καὶ ψοφοῦσιν, εἰ δὲ ὁ θυμὸς τοῦ ἀφέντη πολομᾶ πολλὴν ζημίαν εἰς ρέντες, σπιτία καὶ ἕτερα, καὶ ἄλλους ἐμπάζει καὶ ἄλλους κατεβάζει, καὶ πολλοὺς ξηκληρώννει τους ἀποὺ τὰ ἀγαθά τους· ἀποτόλμησεν καὶ εἶπεν τοῦ καβαλλάρη ἁποῦ ἔπεψεν ὁ ρήγας: «Ἄμε, πὲ τοῦ ρηγὸς ἀπὸ ᾿ξ αὑτῆς μου, πῶς ἐκεῖνος θέλει τα διὰ τὸν υἱόν του διὰ τὸ ἀπλαζίριν του, μηδὲν πλήξῃ καὶ ἀρωστήσῃ, καὶ ἐμέναν ψηφᾷ με ὡς γοιὸν κτηνόν, καὶ φονιὰν τοῦ παιδίου μου! ὡς γοιὸν ἐκεῖνος θέλει νὰ θεραπεύσῃ τὸ παιδίν του, ἤτζου καὶ ἐγὼ τὸ παιδίν μου, καὶ στιμιάζει με ὡς γοιὸν πελλόν, νὰ βγάλω τὸ ἀπλαζίριν τοῦ παιδίου μου, καὶ νὰ τὸ δώσω τοῦ παιδίου του· τὰ ποῖα λαγωνικὰ εἶνε δικά του, καὶ ἀνὲν καὶ πάρω τα ἀποὺ τὰ χέρια του θέλει κακοψυχήσει, καὶ φόρτζι νὰ πεθάνῃ· καὶ γιὰ τοῦτον μὴ κάκων᾿μου νὰ τὸ ποίσω· ἀμμέ ἡ Τουρκία κοντά μας εἶνε, καὶ γ-οἱ πραματευτάδες ἐμπαίννουν καὶ κατεβαίννουν, καὶ ἂς δώσῃ λόγον καὶ νὰ τοῦ φέρουν ὅσα θέλει, καὶ ὄχι νὰ πάρῃ τὰ δικά τους ἄλλους, διατὶ θέλω τα διὰ τὸ ἀπλαζίριν μου καὶ τοῦ υἱοῦ μου.» Ὁ καβαλλάρης λαλεῖ του: «Ἀφέντη, βλέπε ὅτι ξεύρεις πῶς ἐμεῖς ἔχομεν νόμον νὰ ᾔμεστεν κρατούμενοι ἕνας τοῦ ἄλλου, καὶ τούτη ἡ ἀπολογία δὲν εἶνε καλὴ πρὸς τὸν ἀφέντην τὸν ρήγαν, καὶ ἀνισῶς καὶ πῶ του τοῦτα τὰ λογία χωρὶς κώλυσιν θέλεις κιντυνεύσει, καὶ ἴδες ἐσού!» Ἐκεῖνος λαλεῖ τοῦ καβαλλάρη: «Ἂν ἦτον μόδος νὰ τοῦ δώκαμεν ὅ,τι καὶ ἂν ἔχωμεν, δὲν ἔχει εὐκαρισ(τ)ίαν, διατὶ μισᾷ μας, καὶ ἂς ποίσῃ το χειρόττερον ὅπου νὰ μπορήσῃ.» Ὁ καβαλλάρης ἔστρεψεν τὸν ἀντίλογον πολλά κουρτέσικα εἰς τὸν ρήγα ὅσον ἐμπόρησεν.
Γροικῶντα τοῦτον ὁ ρήγας καὶ θωρῶντα τὴν χοντροσύνην του, ἐθυμώθην· μοναῦτα ἐκείνην τὴν ὥραν ἔταξεν τὸν σὶρ Χαρρὴν νὰ πάγῃ μὲ τ᾿ἄλογά του καὶ μὲ τ᾿ἄρματά του εἰς τὴν ἐβλέπισιν τῆς Πάφου, καὶ ἔπεψεν καὶ ᾿σιδέρωσεν καὶ τὸν υἱὸν του τὸν Τζάκες καὶ πέμπει τον μὲ μίαν τζάππαν εἰς τὸ χέριν του νὰ σγάφῃ εἰς τὸ χαντάκιν εἰς τὴν Μαργαρίταν, ἤγουν εἰς τὴν Μιτζιρικορδίαν, μὲ τοὺς ἀργάτες ὅπου ἐπολομοῦσαν δουλείαν. Ἀκομὴ ἔπεψε νὰ πάρη τὴν κόρην του τὴν Μαρία τε Τζιπλὲτ νὰ τὴν ἁρμάσῃ μὲ τὸν Καμοὺς τὸν Ράφτην, ἡ ποία ἐχήρευσεν ἀπὲ τὸν σὶρ Γὴν τὸν Βερνήν· ὁ ποῖος Καμοὺς ἦτον χαρκωματᾶς καὶ ἦτον καὶ βαχλιώτης τοῦ σὶ(ρ) Ραμοὺν Παπή. Ἡ καβαλλαρία ἦτον φρένιμη, θωρῶντα τὸ σκάνταλον τοῦ ρηγὸς καὶ τοῦ πατρός της, έφοβήθην, λαλῶντα πῶς εἰς κακὸν θέλημαν θέλει τελειωθεῖν ἡ δουλεία, ἀφῆκεν τα καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ μοναστήριν ἁποῦ δὲν τὲς ἐθῶρεν τινάς, εἰς την Σάντα Κλέραν, νὰ μείνῃ ὥστη νὰ παύσῃ ἡ κακία· ἐγροίκησεν πῶς θέλει νὰ τὴν αρμάσῃ, εξέβην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ταρτούζαν ε(ἰ)ς τὸ μοναστήριν, καὶ ἐκεῖ ἐχώστην. Ὁ ρήγας ἔβγαλεν τὸν πατέραν της ἀπὸ τὸ βισκουντάτον καὶ ἔβαλεν τὸν σὶρ Τζουὰν τε Βιλίες.
Καὶ τῇ κυριακῇ τῇ ιε᾿ μηνὸς ἰαννουαρίου τξη᾿ Χριστοῦ, ἦλθεν ὁ ρήγας ἀπὸ τ᾿ Ἀκάκιν εἰς τὴν Λευκωσίαν καὶ ἐγροίκησεν πῶς δὲν εὑρέθην ἡ καβαλλαρία, καὶ ἐγύρε(υ)σέν την ἀκριβά, καὶ ἔπεψεν δυναστικῶς καὶ ἔβγαλέν την ἀπὸ τὸ μοναστήριν, καὶ ἔβαλέν την εἰς τὸ κριτήριον, καὶ ἔπεψέν την τοῦ βισκούντη νὰ τὴν μαρτυρίσῃ, ὥς ποῦ νὰ ᾿μολογήσῃ τίς τῆς ἐπαράγκειλεν νὰ πάγῃ εἰς τὸ μοναστήρι νὰ χωστῇ. Εἶπεν τοῦ βισκούντη: «Ἀφέντη, θέλω νὰ ποίσω καλὸν διὰ τὴν ψυχήν μου, καὶ ξηκληρώννω τὸν ἀφέντην μου τὸν ρήγαν μὲ τὸ τουέριν μου καὶ ἂς τὸ πάρῃ εἰς τὸν ὁρισμόν του.» Ὁ ρήγας ὥρισεν νὰ τὴν μαρτυρίσουν, καὶ τόσον τὴν ἐμαρτυρίσαν ὅτι ἐτηγανίσαν καὶ τὰ πόδιά της. Ἡ πτωχὴ ἡ ἀρχόντισσα δὲν ἐλάλεν ἄλλον παρού: «Θεέ, κρίσιν!»
Καὶ θωρῶντα οἱ ἀφέντες ἐλαλοῦσαν: «Τοῦτα ἐγδεχούμεστα νὰ θωροῦμεν ἀπὦδε καὶ ὀμπρὸς εἰς τὰς κόρες μας καὶ εἰς τοὺς υἱούς μας, καὶ εἰς τὰς κυράδες τὲς χῆρες!» Καὶ πολλὰ ἐδιαφεντεύγετον ἡ ἀρχόντισσα, καὶ ὁ ρήγας δὲν εἶχεν λύπησιν. Καὶ εἰς τὸ ὕστερον ὁ αὐτὸς σὶρ Τζουὰν τε Νεβιλίες ἑρμάστην την, διότι ἦτον καὶ κεῖνος χηράτος.
Πάλε ἐγέννησεν ὁ διάβολος ἄλλον· καὶ ἐγύρεψεν ὁ ρήγας νὰ πάρῃ βουλὴν τίντα νὰ ποίσῃ τοῦ σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλέτ, ὅτι ἀπὸ τὸν θυμόν του πρὶ νὰ βγῇ νὰ πάγη εἰς τὸ τάμαν του, ἔπεψεν καὶ ἔβαλέν τον εἰς τὴν φυλακὴν τοὺς κλέπτες, χωρὶς μεγάλην αὐλήν, καὶ τὸν Τζάκον καὶ τὴν ἀδελφήν του τὴν τάμε Μαρία τε Τζιπλέτ. Καὶ ὅνταν ἐζήτησεν βουλήν, εἶπαν του οἱ παρούνιδες: «Ἄμε ὀλλίγον ἀποὺ ʹξ αὑτόν μας διὰ νὰ συντύχωμεν μεσόν μας, διὰ νὰ σοῦ στρέψωμεν ρεσπόσταν.» Καὶ θωρῶντα οἱ ἀφέντες τὸν ρήγαν γεμάτον κακοσύνην καὶ ὀργήν, ἐπῆγεν ἐξωμέρου· θεωρῶντα οἱ καβαλλάριδες πῶς ἔβαλεν τὸ χέριν του ἀπάνω τοὺς λιζίους χωρὶς δίκαιον ἄπρεπα, ὅλοι ἀντάμα ἀνακατωθῆκαν καὶ ἐθυμώθησαν, καὶ εἴπασιν: «Μίαν φορὰν ἐφανερώθην ἡ κακία τοῦ ἀφέντη μας μετά μας!» Καὶ ἀρχέψαν ὅτοιμα νὰ μελετήσουν ἄλλον, καὶ τὸ ἐγίνην ἀφῆκαν το.
Καὶ ὅλοι οἱ καβαλλάριδες σηκώννουνται εἰς τοὺς δύο ἀδελφοὺς τοῦ ρηγὸς καὶ λαλοῦν τους: Ἀφέντοι, ξεύ-, ρετε πῶς καὶ ἡμεῖς εἴμεστεν ἕτοιμοι τοῦ ρηγὸς καὶ κεῖνος ἐμᾶς, καὶ εἴμεστεν κρατούμενοι μὲ ὅρκον τοῦ ρηγὸς καὶ ὁ ρήγας ἐμᾶς, καὶ ἐμεῖς ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον· τὸ.λοιπόν, ἀφέντοι, τὴν τάξιν τὴν ἐποῖκεν ὁ ρήγας μὲ τὸν σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλὲτ καὶ μὲ τὰ παιδιά του, παράνομα τὸ ἐποῖκεν καὶ ἄδικα, ὅτι ἔπεψέν τον εἰς τὴν Πάφον, καὶ πρὶ νὰ πάγῃ ἐφυλάκισέν τον, χωρὶς τὴν αὐλήν του, καὶ τὸ παιδίν του καὶ τὴν κόρην του, καθὼς ἄνωθεν δηλοῖ, ὅτι ἦτον ἀνθρῶποι του· καὶ μὲ δίκαίον δὲν ἐδύνετον νὰ βάλῃ χέριν ἀπάνω τους, χωρὶς τοὺς αὐθέντες τῆς βουλῆς του. Εἰς τοῦτον ἀγρωνίζομεν ὅτι εἶνε ᾿φίορκος, ἐπειδὴὺἔμοσε νὰ κρατῇ τὲς ἀσίζες καὶ νόμους στερεωμένα· ἐμεῖς εἴμεσθεν κρατούμενοι νὰ διαφεντέψωμεν τοὺς ὁμοίο(υ)ς μας!» Τότε [εἶπαν τοῦ ρηγός,] καὶ λαλεῖ του ὁ ἀδελφός του ὁ πρίντζης: «Ἀφέντη, φαίνεταί μας ὅτι μὲ δίκαιον ἐποῖκες τοὺς λιζιούς σου ἐκεῖνον τὸ ἐποῖκες χωρὶς νὰ τὸ δώσῃς τῆς μεγάλης σου αὐλῆς καὶ νὰ τὸ γροικήσουν καὶ νὰ τὸ κρίνουν, καὶ πάγεις κατὰ πρόσωπα τοὺς νόμους καὶ τῶν ἀσίζων καθὼς ἔμοσες εἰς τὸ στέψιμόνς σου, ὅτι εἶνε ὅμοιοί σου εἰς τὸν ὅρκον τους.»
Γροικῶντα τοῦτον ὁ ρήγας ἐθυμώθην καὶ συντυχάννει του ἄσχημα καὶ χοντρὰ λογία, καὶ ὁ πρίντζης ἐμούλλωσεν, καὶ [ὁ μικρὸς ἀδελφὸς] εἶπεν τοῦ ρηγός: «Ἀφέντη, εἶσαι πολλὰ θυμωμένος, καὶ ἐσκοτίσθ(ησ)αν οἱ ἀφθαλμοί σου καὶ δὲν θωρεῖς τὸ πρᾶμαν πῶς πάγει· παρακαλοῦμέν σε ὡς ἀφέντης μας νὰ στραφῇς μὲ γλυκὺν βλέμμαν εἰς αὑτῆς μας, κατὰ τὰς παλαιὰς ἀσίζες, συνήθια, καὶ κουστούμια τοῦ αὐτοῦ ἐντίμου ρηγάτου.» Ὁ ρήγας ἀποστρίγκισέν του καὶ ἐτίμασέν τον καὶ κεῖνον καὶ τὴν γεναῖκαν του, καὶ εἶπεν του πολλὰ ἄσχημα λογία. Καὶ ὁ δαίμων ἐχαίρετον· καὶ ἐτίμασεν καὶ ἀντροπίασεν ὅλους τοὺς καβαλλάριδες.
Ἐκεῖ ἄρχεψεν τὸ δεντρὸν τῆς μισιτείας. Θωρῶντα τόσον θυμωμένον τὸν ρήγα, επῆραν ὁρισμὸν νὰ πᾶσιν, καὶ εἶπαν του: «Ἀφέντη, μηδὲν ἔχῃς ἔννοιαν, καὶ ἀπόψε, θέλομεν τὰ καταμασήσειν καὶ θέλομεν φέρειν καὶ τὲς ἀσίζες, ἀνισῶς καὶ εὕρωμεν καὶ κανέναν κεφάλιν περὶ τούτου, καὶ θέλομεν τὸ φέρειν τῆς ἀφεντιᾶς σου.» Ὁ ρήγας ἐταπεινώθην καὶ ἐκοίμισεν τὸν θυμόν του, καὶ λαλεῖ τους: «Βάλετέ το εἰς γράψιμον καὶ φερτέ μου το αὔριον ὀμπρός μου νὰ τὸ ᾿δῶ.» Τότε ἐπήγασιν, καὶ ἦτον πολλὰ θυμωμένοι καὶ ἀνγκρισμένοι ἀπὲ τὰ ἄπρεπα λογία τοῦ ρηγὸς καὶ ἀντροπὴν ὁποῦ τοὺς ἐπολόμαν ἔμπροσθεν τοὺς παρκάτω ἀνθρώπους· καὶ ἐπῆραν ὁρισμὸν καὶ ἐξέβησαν ἀπὸ ᾿μπρός του. Ἅνταν ἐκατέβησαν τ᾿ ἀδελφία τοῦ ρηγὸς νὰ καβαλλικεύσουν, ἀκλουθῆσαν τους πολλὺς λαὸς ἀπὸ τοὺς καβαλλάριδες καὶ ἐκατέβησαν ὡς κάτω ᾿ς τὸ περρούνιν τῆς καθολικῆς σκάλας ὅπου καβαλλικεύγουν· ἐκεῖ ἀννοῖξαν τὸ στόμαν τους καὶ εἶπαν τῶν ἀδελφίων τοῦ ρηγός: «Εὐχαριστοῦμεν τοῦ θεοῦ, ὅτι ἤτζου σᾶς ἐστιμίασεν ὁ ἀδελφός σας ὡς γοιὸν χωργιάτες, καὶ ἀνισῶς καὶ δὲν θέλετε νὰ τὸν ἀλλάξετε, ὁ θεὸς νὰ ποίσῃ κρίσιν, καὶ [ἡ ἁμαρτία εἶνε] ἀπάνω σας καὶ ἀπάνω τῶν παιδίων σας.»
Καὶ μετὰ τὸ καβαλλίκεμαν, ἐποῖκαν δῆμαν καὶ ὅρκον καὶ σασμὸν μεσόν τους, καὶ ἐδῶκαν λόγον ν᾿ ἀγρυπνίσουν ἐκείνην ὅλην τὴν νύκταν, τίντα μέλλει νὰ γινῇ μὲ τὸν ρήγαν, διὰ νὰ τοὺς φοβηθῇ καὶ νὰ τοὺς κρατῇ εἰς τὸ πρῶτον τους συνήθιν, καὶ ν᾿ ἀποβγοῦν καὶ ἀπὸ τὴν αντροπὴν ὁποῦ τοὺς ἐπολόμαν ὅλους καὶ πασανοῦ καθημέρα· καὶ πάλε ἐμόσα νὰ μηδὲν χωρισθοῦν μεσόν τους [ὡς αὔρι,] καὶ μὲν ἀλλάξουν τὸ θέλημάν τους, καὶ εἶπαν: «Ἅρχοντες, εἴδετε πῶς ὁ ρήγας ἐτζάκκισεν τοὺς ὅρκους τοὺς εἶχεν μεσόν του καὶ μεσόν μας! Ἐπειδὴ ᾿τιμάζει τοὺς ἀδελφούς τους ὡς γοιὸν τοὺς φαρράσιδές του, τίντα ᾿ννοιάζεσθε καὶ μᾶς θέλει-ν ποίσειν; Διὰ τοῦτον ἐμεῖς εἴμεστεν ἐβγαρμένοι ἀπὸ τὸ δῆμμαν τοῦ ὅρκου ὅπου ἐποίκαμεν μεσόν του καὶ μεσόν ἐπειδὴὺ τόσον ἐσουπερπιάστην ἀφ᾿ ὅν ἦλθεν ἀπὸ τὴν Φρανγκίαν, καὶ ἐτζάκκισεν καὶ ἀντροπίασεν τὸν ὅρκον του ἀποὺ τὴν μεγάλην μισητείαν ἁποῦ μᾶς μισᾶ· προυμουτιαζόμεν σας, ἄλλον τόσον εἶνε μισισμένος ἀποὺ ᾿ξ αὑτῆς μας!» Ὁ πρίντζης καὶ ὁ κοντοσταύλης ἐφάνουν(τάν) τους καλὸν τὰ λογία τοὺς καβαλλάριδες καὶ ἐστερεῶσαν τα μὲ τὸν ὅρκον τους.
Καὶ ἅνταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν αὐλὴν τὴν ρηγάτικην, ὁ μισὲρ Τζουὰν Μουστρής, τὸν ἐψήλωσεν ὁ ρήγας καὶ ό ἀμιράλλης τὸν ἔκτισεν, καὶ ἀγάπαν τον πολλά, ὁ ποῖος ἦτον φρόνιμος καβαλλάρης, ἐννοιάστην πῶς τὸ τέλος τοῦτον τὸ ἀρχεύτην, ὁ ρήγας εὔκολα δὲν ᾿ταιργιάζει τούτην τὴν ταραχήν· ἐλυπήθην πολλὰ καὶ [ἐβουλήθην μὲ ἔννοια] νὰ βάλῃ σκοπὸν νὰ γιατρεύσῃ τούτην τὴν πληγήν, ὅτι τὰ νήματα τῆς τέχνης ἦτον ἄκλωστα· καὶ λαλεῖ τοῦ ρηγός: «Ἀφέντη μου, ἐλεμονήθου με, καὶ τίποτε θέλω ν᾿ ἀθθυμίσω τὴν ἀφεντίαν σου, καὶ γροικῆσε μου, καὶ ἀνίσως δὲν τὸ πῶ ὡς γοιὸν πρέπει, ἡ ἀφεντιά σου ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ θεὸς τὸν νοῦν καθαρὸν θέλεις ἀκροθεῖν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ δὲν θέλουν εἶσταιν χαμένα· παρακαλῶ σε, μηδὲν μοῦ ὀργισθῇς εἰς κανέναν λόγον ἁποῦ νὰ πῶ ἄπρεπον.» Ὁ ρήγας εἶπεν του: «Πέ, καὶ μὲν φοβηθῇς.» Λαλεῖ του: «Ἀφέντη μου, ἀποὺ πολλοὺς σοφοὺς ἤκουσα, ἀπὸ παλαιὰν ταραχὴν καὶ μάχην γεννᾶται ἔχθρα, καὶ ἀπὸ ἔχθραν γεννᾶται μῖσος, καὶ ἀπὸ τὴν μισητείαν διαβαίννουν τὴν ἐντολὴν τοῦ θεοῦ καὶ ἀλλάσσουν οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ κακιὲς συνείδησες τῶν ἀνθρώπων, καὶ μεταστρέφουνται εἰς τὰ πάθη μὲ πεῖσμαν· διὰ τοῦτον φαίνεταί μου νὰ δώσῃς τόπον τοὺς κακούς. Οἱ ἀφέντες μου οἱ ἀδελφοί σου ἐπῆγαν ἀππὦδε πολλὰ ἀνκρισμένοι καὶ ἀντροπιασμένοι ἀξ αὑτόν σου, καὶ εἶνε καὶ οὗλοι σου οἱ συνγκενάδες σου μετά τους καὶ πολλοὶ καβαλλάριδες, καὶ πρὶν κοιμηθοῦν ἀνγκρισμένοι καὶ νὰ ᾿ννοιαστοῦν κανέναν κακόν, ὁποῦ μὲν τὸ δώσῃ ὁ θεός, παρακαλῶ σε νὰ τοὺς μηνύσῃς νὰ ἔλθουν, καὶ καλὰ καὶ ὄμνοστα λογία νὰ καταπαύσῃς τὸν θυμόν τους, καὶ ὡς φρένιμος θέλεις σιγουργιάσειν τὴν καρδιάν τους καὶ θέλεις ἐβγάλειν τὸν θυμὸν ἀποὺ ᾿ξ αὑτῆς τους, καὶ θέλεις τοὺς βάλειν ἀποὺ κακὸν εἰς καλόν.»
Τοῦτος ὁ λόγος πολλὰ ἄρεσεν τοῦ ρηγός, καὶ λαλεῖ του: «Καλὰ τὸ ἐννοιάστης ὅμως ἄμε ὡς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ πέ τους νὰ ἔλθουν ὡς ὧδε διὰ τίποτε χρῆσιν, τίποτε ζήτημαν εἰς τὸ μερτικὸν τῆς βουλῆς ὁποῦ θέλου νὰ ποίσουν τούτην τὴὺνύκταν εἰς τὴν ἀφορμὴν ὁποῦ ἐγὼ ἐτάνυσα.» Ὁ καβαλλάρης ἐκαβαλλίκευσεν καὶ ἀναγκάστη νὰ τοὺς ἐφτάσῃ, καὶ τρέχει καὶ πάγει ὡς τὸν Ἅγιον Γεώργιον τῶν Ὀρνιθίων, ὅπου πουλοῦνται τὰ νήματα τὰ πανπακερά· καὶ [κοντὰ εἰς τὴν γωνίαν] εὑρίσκεται μία γούρνα μαρμαρένη καὶ εἶνε ἄξαμος τοῦ μόδι τῆς Λευκωσίας, καὶ τοῦτον γράφω το διὰ ἀθύμησιν καιροῦ καὶ τόπου. Τὸ λοιπὸν ἐκόντεψέν τους ἐκεῖ ὁ ἀμιράλλης καὶ χαιρετᾷ τους· οἱ καβαλλάριδες θωρῶντα τον πῶς ἔρχετον, λαλοῦν τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ρηγός: «᾿Δέτε πῶς ἔπεψε νὰ σᾶς παρακαλέσῃ, διὰ νὰ πᾶτε νὰ μερώσῃ μετά σας, καὶ αὔρι νὰ σᾶς ποί(σῃ) χειρόττερα παρὰ ᾿ποῦ σᾶς ἐποῖκεν, καὶ θέλετε εἶσθαιν ἀντροπιασμένοι ὅληνς σας τὴν ζωήν, ὅτι ὀπίσω εἰς τὴν ἀντροπὴν ὅπου σας ἐποῖκεν, ἔπεψεν τώρα νὰ μᾶς κρατῇ ὡς ἀφέντες ὅπου σᾶς ἔποῖκεν, ἔπεωεν τώρα νὰ σᾶς κολακέψη ὡς γοιὸν τὰ κοπελλία, καὶ ἀππὦδε καὶ ὀμπρὸς νὰ μᾶς κρατῇ ὡς κτηνὰ καὶ μωρούς, καὶ νὰ παγαίνετε ἀπὸ καλὸν εἰς χειρόττερον· εἰ δὲ καὶ θέλετε νὰ ποίσετε ὡς φρίνιμοι, ὡς ἀφέντες ὅπου εὑρίσκεσθε, ἀλαμᾶς νὰ σᾶς ἀγρωνίσουν οἱ παρχατώττεροι ἀνθρῶποι, ἀποδιαβάσετέ τον, καὶ ἔλατε μετά μας κατὰ τὸν ὅρκον σας, [διὰ νὰ καταπαύσῃ εἰς καλλίττερον.»] Καὶ εἰς τὴν αὐτὴν τάξιν ἐκουντεντιάσαν οἱ ἄρχοντες. Τότε ἐκόντεψεν ὁ ἀμιράλλης κοντὰ τοὺς ἀφέντες καὶ ἐχαιρέτησέν τους ἀπὸ τὴν μερίαν τοῦ ρηγός, καὶ ἐστάθησαν ὀμπρὸς εἰς τὸν Ἁγιον Γεώργιον· καὶ ἅνταν ἐχαιρετῆσαν, ἄρχεψεν ὁ ἀμιράλλης καὶ λαλεῖ τους:
Ἀφέντες, ό ἀφέντης μου ὁ ρήγας ὁ ἀφέντης ὁ ἀδελφός σας ζητᾷ σας καὶ θέλει σας νὰ σμίξη ἄλλον ζήτημαν κρυφὸν κοντὰ εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἀνισῶς καὶ ἀγαπᾶτε τον, στραφῆτε νὰ σᾶ(ς) συντύχῃ καὶ πάλε θέλετε πάγειν.» Οἱ ἄρχοντες μὲ θυμὸν καὶ πλῆξιν καὶ πρικρίαν δὲν ἐθελῆσα νὰ στραφοῦν, ἀμμὲ λαλοῦν του: «Ἀφέντη ἀμιράλλη, στράφου εἰς τὸν ρήγαν καὶ ρικουμαντίασ᾿ μας εἰς αὑτόν του, καὶ ἔχομεν μεγάλην ἔννοιαν διὰ τὴν ἔννοιαν τῆς βουλῆς καὶ πέτε τοῦ το, καὶ πᾶμεν ὅλην τὴ νύκτα νὰ κοπιάσωμεν καὶ νὰ ποίσωμεν τὸ θέλημάν του εἰς τίποτε μόδον ὠφέλ(ι)μον ὅπου νὰ μπορήσωμε, καὶ κεῖνο τὸ νὰ γρωνίσωμεν θέλομεν τὸ βάλειν εἰς γράφος καὶ τὸ πωρνὸν θέλομεν τὸ φέρειν.» Τὸ λοιπὸν ὁ ἀμιράλλης λαλεῖ τους: «Διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ στραφῆτε ὀπίσω, καὶ μηδὲν θελήσετε νὰ χαροῦν οἱ ἐχθροί σας, ὅτι τοὺς ἀγγέλους εἶνε ἁποῦ δὲν σκανταλίζουνται· το λοιπὸν ἀνὲν καὶ ὁ ἀδελφό σας ἐσύντυχέν λογία ἄπρεπα, πρέπει ἐσεῖς ὡς γοιὸν περίτου παιδίοι παρὰ κεῖνον, δίκαιο νὰ τὸν βαστάξετε ὡς γοιὸν μεγαλλήττερον ἀδελφὸν καὶ ἀφέντης σας, διὰ τὸν στέφανον ὁποῦ φορεῖ.» Καὶ κεῖνοι εἶπαν του: «Εὔκαιρα κοπιάζεις!» Καὶ ἐπήγασιν εἰς τὸ χανού- τιν τοῦ Γιαφούνη. Καὶ πολλὰ τοὺς ἐσύντυχεν, καὶ κεῖνοι δὲν ἐκουργιάσαν, καὶ εἶπαν του: «Δὲν τὸ διδεῖ ὁ καιρὸς ὅτι νὰ στραφοῦν οἱ καβαλλάριδες καὶ νὰ σκορπιστοῦσιν, καὶ νὰ μὲν πληροφορήσωμεν τὸ θέλημαν τοῦ ρηγός, καὶ δὲν ὠφελᾷ.» «Ἀμμὲ τώρα, ὡς γοιὸν εὑρισκούμεθα νὰ πᾶμεν ἔσσω μου,» εἶπεν του ὁ πρίντζης, «καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ μὲν σκαλευτοῦμεν ὅσ᾿ ὥς που νὰ τελειωθῇ ἡ βουλή, καὶ καλὰ πωρνὸν θέλει τὸ ᾿δεῖν· καὶ τὸ ὥρισε νὰ πιντωθῇ τὸ θέλημάν του, θέλει μᾶς τὸ πεῖν, καὶ θέλομεν τὸ ἰδεῖν, καὶ ρικουμαντίασ᾿ μας εἰς τὴν ἀφεντιάν του.»
Θεωρῶντα ὁ καλὸς καβαλλάρης πῶς τίποτε δὲν ἐφέλαν, ἀποχαιρέτησέν τους καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν ρήγα. Θεωρῶντα ὁ ρήγας τὸν ἀμιράλλην πῶς ἐστράφην χωρὶς τοὺς ἀδελφούς του, ἐπικράνθην καὶ εἶπεν του: «Πῶς ἔν᾿ τ᾿ ἀδέλφιά μου; διατί δὲν τοὺς ἔφερες;» Καὶ εἶπεν του: «Ἀφέντη, ἔφτασά τους εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον καὶ πολλὰ τοὺς εἴπουν ἀπὸ τὴν μερίαν σου καὶ ἔπαρακάλεσά τους, καὶ δὲν ἐθέλησαν, διὰ τὴν εὐλογημένην βουλὴν ὅπου τοὺς εἶπες νὰ ποίσουν, καὶ διὰ νὰ μηδὲν ξηλωθοῦν, καὶ τὸ πρωῒ μέλλει νὰ τελειωθῇ· καὶ μήπως καὶ κακοφανῇ σου, ἐφάνην ὅλους ἀντάμα νὰ πᾶσιν εἰς τὸ σπίτιν τοῦ ἀφέντη τοῦ ᾿δελφοῦ σου τοῦ πρίντζη, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ μηδὲν σκαλευτοῦν ὥς που νὰ ποίσουν ἀπόφαν τὸ μέλλει νὰ γινῇ, καὶ ταχία, ἀν τὸ δώσῃ ὁ θεός, θέλουν τὸ φέρειν ἔμπροσθέν σου, καὶ θέλεις ἰδεῖν τὴν ἀπόφαν, καὶ ρικουμαντιάζουνται εἰς τὴν ἀφεντιάν σου.» Γροικῶντα τοῦτον ἐφάνην καλὸν τοῦ ρηγός.
Οἱ δὲ ἄρχοντες οἱ καβαλλάριδες καὶ οὗλοι τῆς βουλῆς ἐσωρεύτησαν εἰς τὸ σπίτιν τοῦ πρίντζη καὶ ἐφιλονεικοῦσαν ὅλην τὴ νύκταν διὰ τὸν ρήγα· καὶ εἶπαν οἱ καβαλλάριδες τους ἀδελφοὺς τοῦ ρηγός: «Τίντα δίκαιον ἔχει ὁ ρήγας μετά σας, ὁποὖστε ρηγάδες ὡς γοιὸν ἐκεῖνον; Δὲν σᾶς λείπει παρὰ ὁ στέφανος νἆστε ὡς γοιὸν ἐκεῖνον· νὰ σᾶς ᾿τιμάζη καθημερινὸν [ἔμπροσθεν τοὺς ἄτυχους ἀνθρώπους,] πῶς θέλει σᾶς στιμιάσειν ἄλλην φοράν; Καὶ τίντα δίκαιον ἔχει μὲ τους ἀνθρώπους του τοὺς λιζίους νὰ τοὺς βάλῃ εἰς τὴν φυλακὴν χωρὶς τὸν φανὸν τῆς βουλῆς του, καὶ χωρὶς νὰ γρωνίσῃ καὶ ἔχει δίκαιον; ὅτι διὰ τὴν ἀλήθειαν καὶ διὰ τὸν ὄρδινον καὶ νόμον τῶν ἀσίζων, τὲς ποῖες ἔμοσε νὰ τὲς βλεπίσῃ καὶ νὰ τὲς φυλάξῃ, ἀξαπολύσαν οἱ γονεῖς μας τὸ δικόν τους καὶ τὲς κλερονομιές τους καὶ ἦλθαν εἰς τὸ νησσὶν τοῦτον, πρὸς μικρὴν ἀνάπαυσιν, καὶ ἐποῖκαν σασμοὺς καὶ νόμους μεσόν τους· τώρα ὁ ρήγας ἐπῆγεν κατὰ πρόσωπα τοὺς νόμους καὶ τῶν ἀσίζων· πῶς εἶνε τοῦτον; Καὶ ἐφυλάκισεν τὸν σὶ(ρ) Χαρρὴν ὁ ποῖος εἶνε ἄνθρωπος λιζίος, καὶ εἴμεστεν κρατούμενοί ὁ εἶς ὑπὲρ τοῦ ἄλλου εἰς πίστιν· ἀκομὴ ἐπῆρεν τὸν υἱόν του τὸν Τζακές, ὅπου εἶνε πρῶτος έκδεχόμενος τοῦ ψουμιοῦ τοῦ κυροῦ του, καὶ ἔχει καὶ τοῦτος τόσην ἐλευθερίαν ὡς γοιὸν τὸν πατέραν του κατὰ τὰ συνηθία καὶ ἀσίζες τοῦ αὐτοῦ ρηγάτου· πάλε τὴν τάμου Μαρία τε Ζιπλὲτ τὴν κόρην του, καβαλλαρίαν γυναῖκαν τοῦ σὶρ Γὴ τε Βερνή· [τὴν ποίαν ὅταν θελήσῃ νὰ τὴν ἁρμάσῃ, νὰ ᾖνε δουλεμένη ἡ δούλευσι τοὺς καβαλλάριδες.] Γινίσκεται τοῦτον μὲ τὴν αὐλήν, τουτἔστιν γʹ καβαλλάριδες λιζίους, ὁ ἕνας εἰς τὸν τόπον τοῦ ρηγός, καὶ οἱ δύο ἡ αὐλὴ καὶ ὁ γραμματικὸς τοῦ μαρτζασίου· διαβαίνοντα ἕνας χρόνος ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της τοῦ ἀποθαμμένου, καὶ νὰ τῆς δώσου ν(ὰ) γροικήσῃ τὸ θέλημαν τοῦ ρηγός· ὁ ἀφέντης ὁ ρήγας εἰς ὅλα τὰ πράματα θέλει νὰ ὁρίσῃ διὰ νὰ δουλευτῇ ἀπὸ τοὺς λᾶς ὅπου ἔχουν ἀποὺ τὰ καλά του εἰς τὸ αὐτὸν νησσὶν κατὰ τὴν ἀσίζαν, ῾διὰ τοῦτον ἀνοματίζομέν σου τὸν ὀδ(εῖνα)ν καὶ τὸν ὀδ(εῖνα)ν.᾿ Καὶ νὰ τῆς ἀνοματίσουν γʹ καβαλλάριδες νὰ ᾖνε τιτοίας γενεᾶς ὡς γοιὸν τὴν δικήν της ἢ τὴν γενιὰν τοῦ ἀνδρός της ὅπου ᾿πέθανεν, καὶ νὰ διαλέξῃ ἕναν ἀπὸ τοὺς γ᾿ ὅποιον θέλει νὰ πάρῃ ν᾿ ἁρμαστῇ. Ἡ ἀρχόντισσα ἐκδέχεται καιρὸν νὰ ζητήσῃ διὰ ν᾿ ἀπολογηθῇ, διὰ νἄχῃ τὴν βουλήν τους. Καὶ διαβαίνοντα ὁ καιρός, καὶ ἡ ἀρχόντισσα δὲν διαλέξη, τότες ἔχει πογέριν ὁ ρήγας νὰ τὴν ἁρμάσῃ μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς γʹ τοὺς ἄνωθεν, ὡς γοιὸν θέλει ὁ ρήγας. Ἀμμὲ ὁ ρήγας θέλει νὰ τὴν ἁρμάσῃ μ᾿ ἕναν ράφτην. Διὰ τοῦτον φαίνεταί μας εἰς πᾶσα δικαιοσύνην, δὲν εἶνε δίκαιο νὰ τὸ στερεώσωμεν. Ἀμμὲ νὰ μᾶς γροικήσετε νὰ ποίσετε τὸ θέλημάν μας, καὶ μεῖς μὲ τὴν βοήθειάν σας νὰ τὸν ἀρεστιάσωμεν, νὰ τὸν τριγυριάσωμεν, καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ μὲν σκαλέψῃ ὥς που νὰ μᾶς προμουτιάσῃ εἰς τὴν πὶστιν του νὰ μᾶς κρατῇ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγᾷ κατὰ τὲς ἀσίζες μας, τὲς ποῖες οἱ μακαρισμένοι ρηγάδες οἱ προκάτοχοί του ἐποῖκαν τοῦτα τὰ καλὰ συνηθία τοῦ αὐτοῦ ρηγάτου· εἰ δὲ ἀλλοίως, πασαεῖς ἀποὺ μᾶς ν᾿ ἀφήσωμεν τὸ ρηγάτον καὶ νὰ πᾶμεν νὰ γυρέψωμεν τὸ ριζικόν μας ὅπου νὰ μας ὁδηγήσῃ ὁ θεός.»
Τούτη ἡ βουλὴ καλὰ ἄρεσεν τοῦ πρίντζη καὶ τοῦ κοντοσταύλη, καὶ ἐκάτζα νὰ φᾶσιν, νὰ δειπνήσουν· καὶ ἅνταν ἐδειπνῆσαν, καὶ ἐππέσα νὰ κοιμηθοῦσιν εἰς τὸ μέγαν παλάτιν ὅπου ἐκάθουνταν, ἔφτασεν ὁ καιρὸς ὅπου ὁ ἐχθρὸς ἐθέλησε νὰ ᾿σσοδιάσῃ τοὺς καρποὺς τοὺς ἔβαλεν εἰς τὴν καρδιάν τους, νὰ σκοτώσουν τὸν ρήγαν. Θωρῶντα ὅτι τ᾿ ἀδελφία τοῦ ρηγὸς ἦσαν εἰς τὴν συντροφιάν τους, ἐγινῆκαν ἀπό- τορμοι καὶ ἐβουλεύτησαν μεσόν τους καὶ εἴπασιν: «Ἄρχοντες, εἶνε ἀλήθεια καὶ εἴπαμεν τοὺς ἀφέντες τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ρηγός, πρῶτο ν᾿ ἀρεστιάσωμεν τὸν ρήγαν καὶ νὰ μᾶς προμουτιάσῃ νὰ μᾶς κρατῇ ὡς γοιὸν πρέπει· νὰ τὸν ἀφήσωμεν, ὅλοι θέλομε ν᾿ ἀποθάνωμεν· ἔμοσεν ἑπτὰ φορὲς πρωτήττερα παρὰ νὰ στεφθῇ, καὶ τότες τὸν ἐφόρησεν καὶ ἐλησμόνησεν τοὺς ὅρκους του καὶ πάγει κατὰ πρόσωπα τῶν ἀσίζων καὶ τοῦ θεοῦ ὅπου ἔμοσεν· τίς νὰ ᾿μπιστευθῇ τοῦ ὅρκου του πλέον, καὶ τὰ προυμουτιάσματά του ἀπὦδε καὶ ὀμπρός;» Οἱ δελοιποὶ εἶπαν: «Καλῶς λαλεῖτε· προυμουτιάζω σας δὲν εἴμεστεν κρατούμενοι, ἀφ᾿ ὅν ἐτζάκκισεν τὸν ὅρκον του· ἀμμὲ στέκοντα ἔμπροσθέν του νὰ τὸν σκοτώσωμεν.» Ἄλλοι εἶπα: «Νὰ πᾶμεν ἀργὰ εἰς τὸ σπίτιν του, καὶ ὡς γοιὸν κοιμᾶται νὰ τὸν σκοτώσωμεν, καὶ ν᾿ ἀναγκάσωμεν τοὺς ἀδελφούς του, καὶ νὰ καβαλλικεύσωμεν τὴν αὐγήν· καὶ οὕτως θέλομεν τελειώσειν ἐκεῖνον τὸ συντυχάννομεν, ἀλλοίως μήπως καὶ οἱ ᾿δελφοί του ἀποκτείνουν μας.» Ἄλλοι εἴπασιν: «Ἂς τὸ ποίσωμεν· ἀμμὲ παρακαλοῦν καὶ τ᾿ ἀδελφία του νὰ τοῦ ἀποβγοῦν.» Χωρὶς τῶν ἀδελφιῶν του ἐξηγοῦνταν, καὶ δὲν ἤξευραν τίποτε ἀπὸ τὴν βουλὴν τούτην. [Ὁ λόγος λαλεῖ: τόσην πέναν ἔχει] ἁποῦ κρατεῖ τὸ πόδιν τοῦ ᾿ριφίου, ὡς γοιὸν ἐκεῖνον ὁποῦ τὸ γδέρνει. Τὸ λοιπὸν τὸ μεσανυκτικὸν ἀναγκάσαν τοὺς ἀφέν- ες νὰ ὁρίσουν διὰ νὰ σελλώσουν καὶ νὰ πέψου νὰ ἐβγάλουν τοὺς φυλακισμένους καβαλλάριδες καὶ νὰ τζακκίσουν καὶ τὰ σίδερα ἀποὺ τὰ ποδία τους, τοῦ Τζάκο τε Ζιπλὲτ καὶ τῆς Μαρία τε Ζιπλέτ, ὡς γοιὸν ἐγίνετον.
Πάλι νὰ στραφοῦμεν εἰς τὸν ρήγα. Ὅνταν ἐτελείωσεν τὲς δουλειές του, ἐκάτζε νὰ φᾷ νὰ δειπνήση πολλὰ πικραμμένος, τῇ τρίτῃ τῇ ιςʹ ἰαννουαρίου ατξηʹ Χριστοῦ, τὴν παραμονὴν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Οἱ ποῖοι θεωρῶντα τὸν ρήγα ὁτοσαῦτα θυμωμένον ἐποῖκεν τὸν ἐμαυτόν του καὶ ἦτον ἄρρωστος, καὶ πολλοὶ καβαλλάριδες μετά του. Ὁ ρήγας ἐνήστευγεν τὴν παραμονὴν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, [καὶ ὀπίσω εἰς πολλοὺς μίσους ἐφέραν του ἀγρελλία,] καὶ ὁ βαχλιώτης του ἐζήτησεν λάδιν νὰ βάλῃ εἰς τʹ ἀγρελλία, καὶ ἐλησμόνησα ν᾿ ἀγοράσουν, καὶ τὰ χανουτία ἐσφαλίσαν ὅτι ἦτον ἀργά· καὶ ὁ ρήγας ἐγδέχετο νὰ τὰ φέρουν ὀμπρός του· θωρῶντα πῶς δὲν τὰ ἐφέραν, εἶπεν: «Εἰς τ᾿ ὄνομαν τοῦ θεοῦ τοῦτα τ᾿ ἀγρελλία φέρνετέ τα!» Καὶ ὁ βαχλιώτης εἶπεν του: «Ἀφέντη, λάδιν δὲν ἔχουν, καὶ οἱ μυροψοὶ έσφαλίσαν, καὶ πῶς ἐλησμονῆσα νὰ φέρουν ἀνωράς, καὶ ἂς ἔχουν συμπάθειον.» Ὁ ρήγας ἀγκρίστην, ἔχοντα καὶ ἦτον θυμωμένος καὶ φουσκωμένος, καὶ εἶπεν: «Τοῦτον ἐποῖκεν μοῦ το ὁ ἐμπαλὴς τῆς αὐλῆς μου διὰ πεῖσμαν.» Καὶ πέμπει μοναῦτα καὶ βάλλει τον εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐφοβέρισέν τον ὅτι τὸ πωρνὸ νὰ κόψη τὴν κεφαλήν του. Τὸν ποῖον ἐβγάλαν τον ἅνταν ἐβγάλαν καὶ τοὺς ἄλλους· καὶ ἦλθαν ὅλοι ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἔσσω τοῦ πρίντζη, καὶ ἐξηγήθησάν του εἴ τι ἐγίνετον.
Καὶ τὴν τετράδην τῇ ιζʹ ἰανουαρίου ατξηʹ Χριστοῦ καλὰ ταχία ἦλθαν ὅλοι οἱ καβαλλάριδες εἰς τὴν συντροφιὰν τοῦ πρίντζη καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του εἰς τὸ ρηγάτικον ἀπλίκιν καὶ ἀπεζεῦσαν εἰς τὸ περροὺνιν, καὶ ἐνέβησαν τὴν σκάλαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν λόντζαν μὲ ὅσους ἦσαν εἰς τὴν φυλακήν. Τότες ἀκτυπᾷ ὁ πρίντζης τὴν πόρταν πιδεξία· ἡμέρα τοὺς λουχιέριδες ἦτον τοῦ Τζιλὲτ τε Κορναλίε· ἄνοιξεν, καὶ ὅταν ἐνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ρηγὸς ἐνέβησαν ὅλοι ἀντάμα. Ἐγροίκησεν ὁ ρήγας τὴν ἀναμιγὴν καὶ ἐσηκώθην ἀπὸ τὸ κρεβάτιν καὶ λαλεῖ: «Ποῖγοι εἶνε τοῦτοι ὅπου ἦλθαν;» Ἡ τάμου Τζίβα τε Σκαντελίε, ἡ καύχα του ὁποῦ: ἐκοιμᾶτον μετά του, εἶπεν του: Τίς θέλει εἶσταιν παρὰ τ᾿ ἀδελφία σου;» Καὶ ἐσκουλλίστην ἡ ἀρχόντισσα τὴν κότταν της καὶ ἐξέβην ἔξω εἰς τὴν λόντζαν καὶ ἐκατέβην εἰς τὸ σέντε· καὶ ἐκεῖ ἐκείθουνταν σέλλες τῶν τζούστων· καὶ ἐσφαλίσαν τὴν δράππαν. Ὁ πρίντζης θωρῶντα τὴν τάμου Τζίβαν πῶς ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ πλευρὸν τοῦ ρηγός, ἐνέβην εἰς τὴν τζάμπραν τοῦ ρηγὸς καὶ ἐχαιρέτησεν τὸν ρήγαν· καὶ ὁ κοντοσταύλης δὲν ἐνέβην ἔσσω, οὐδὲ ὁ πρίντζης ἔθελε νὰ μπῇ, ἀμμὲ οἱ καβαλλάριδες τὸν ἐβιάσαν καὶ ἐμπῆκεν, ὅπου ἄλλον ἐννοιάζουντα. Τότε λαλεῖ τοῦ ρηγός: «Ἀφέντη, καλημέρα πάνω σου.» Καὶ ὁ ρήγας εἶπεν του: «Καλημέρα νἄχῃς, καλέ μου ἀδελφέ.» Καὶ ὁ πρίντζης εἶπεν του: «Ἀπόψε πολλὰ ἐκοπιάσαμεν ὅλην τὴ νύκταν καὶ ἐγράψαμεν τὸν φανόν μας καὶ ἐφέραμέν σου νὰ τὸν ἰδῇς.» Ὁ ρήγας ἦτον γυμνὸς μὲ τὸ ἀποκάμισον καὶ ἔθελε νὰ ᾿ντυθῇ, καὶ ἀντράπη νὰ ἐντυθῇ ὀμπρὸς τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ λαλεῖ του: «Αδελφὲ πρίντζη, ἄμε ὀλλί(γ)ον ἔξω νὰ ᾿ντυθῶ, καὶ θέλω ᾿δεῖν τὸ γράψιμόν σας.» Ὁ πρίντζης ἀναχώρησεν. Τότες ἐβρούθησεν (ὁ) ἀφέντης τοῦ Ἀρσεφίου καὶ ᾿βάσταν μίαν κουρτέλλαν ὡς γοιὸν σπαθόπουλλον εἰς τὸ χέριν του, κατὰ τὰ ᾿γουζιάζαν τὸν αὐτὸν καιρόν, καὶ κοντά του ὁ σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλέτ. Καὶ ὅνταν ἐβγῆκεν ὁ πρίντζης, ἔβαλεν τὰ ροῦχα του νὰ ᾿ντυθῇ, καὶ ἔβαλεν [τὄναν του μανίκιν,] καὶ ᾿γύρισεν τὸ πρόσωπόν του νὰ βάλῃ καὶ τὸ ἄλλον, καὶ θωρεῖ τοὺς καβαλλάριδες εἰς τὴν τζάμπραν του· καὶ λαλεῖ τους: «Ἄπιστοι, παράβουλοι, ἴντα θέλετε τούτην τὴν ὥραν εἰς τὴν τζάμπραν μου ἀπανω θιόν μου;» Καὶ ἦτον ὁ σὶρ Φιλίππη τε Ἴνπελὴν ἀφέντης τοῦ Ἀρσεφίου, καὶ ὁ σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλέτ, καὶ ὁ σὶρ Τζάκες τε Γαβριάλε, τοῦτοι οἱ γʹ ἐνέβησαν μοναῦτα καὶ ἐβγάλαν τὰ σπαθιά τους καὶ ᾿δῶκαν του τρεῖς τέσσαρεις κόρπους πασαεῖς, καὶ ὁ ρήγας ἔβαλεν φωνές: «Βοήθειαν! ἐλεμοσύνην!» Καὶ μοναῦτα ἐβρούθησεν καὶ ἐνέβην ὁ σὶρ Τζουὰν Γκοράπ, ὁ ἐμπαλὴς τῆς αὐλῆς, καὶ ηὗρεν τον ἐλλιγωμένον, καὶ ἐβγάλλει τὸ μαχαίριν του καὶ ἔκοψεν τὴν κεφαλήν του, λαλῶντα: «Ἐσοὺ σήμερον ἔθελες νὰ κόψῃς τὴν κεφαλήν μου, καὶ ᾿γὼ νὰ κόψω τὴν δικήν σου, καὶ τὸ ἀναπάλημάν σου νὰ ππέσῃ ἀπάνω σου!»
Καὶ οὕτως ἐνέβησαν οἱ καβαλλάριδες ν-εἷς ὀπίσω τοῦ ἄλλου, καὶ ὅλοι ἐβάλαν τὰ μαχαίργια τους διὰ τὸν ὅρκον, καὶ ἐκρατοῦσαν τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ρηγός κοντὰ καὶ σφικτά, διὰ νὰ μηδὲν γενῇ τίποτες ταραχή· ἐκεῖνοι ἐφοβοῦνταν μηδὲν τοὺ(ς) σκοτώσουν. Καὶ τἄπισα παρὰ οὕλους ἦρτεν ὁ τουρκοπουλιέρης ὅπου δὲν ἦτον εἰς τὴν βουλήν τους· διὰ νὰ μηδὲν ᾖνε ἔξω τῆς βουλῆς, ηὗρεν τον τυλιμένον (᾿ς) τὸ αἷμαν του, ἀναβράκωτον καὶ κομμοκέφαλον, καὶ ἔβγαλεν τὴν μάχαιράν του καὶ κόβγει τὰ λυμπά του μὲ τὸν αὐλόν, καὶ εἶπεν του: Διὰ τοῦτα ἔδωκες θάνατον!» Καὶ πολλά τὸν ἐλυπήθην, ἀμμὲ διὰ νἆνε εἰς τὴν συντροφιάν τους τὸ ᾿ποῖκεν.»
Για τα προσωπικά, οικονομικά και νομικά παράπονα των Κυπρίων βαρώνων από τον Πέτρο βλέπε Jean Richard, «La Revolution de 1369 dans le royaume de Chypre», Bibliothèque de l’ École des Chartes, CX (1952), 108-23.
- [←109]
-
Για τη γεωγραφική θέση τού Πορτ ντε Παλλί (Port de Paus, Porius Pallorum) βλέπε E. G. Rey, «Les Periples des cotes de Syrie et de la Petite Armenie», Archives de l’ Orient latin, II (1884, ανατύπ. 1964), 348-49, με χάρτη στη σελ. 329.
- [←110]
-
Μαχαιράς, βιβλίο iii, παρ. 284-88:
«Τώρα νὰ ξηγηθοῦμεν περὶ τοῦ τρισκατάρατου σουλτάνου, ὅπου ἀπομάκριζεν τὴν ἀγάπην καὶ δὲν ἔθελε νὰ τὴν τελειώσῃ. Ἐθυμώθην ὁ κουβερνούρης τῆς Κύπρου ὁ ἀφέντης ὁ πρίντζης περὶ τοὺς Γενουβίσους τοὺς μαντατοφόρους ὅπου εἶχαν πάγειν μὲ τὸ κάτεργον τοῦ ρηγὸς μὲ χαρτία· καὶ ὅταν ἔδωκεν τὰ χαρτία ὁ σὶρ Καζὼ Σουγκάρε εἰς τὸν σουλτάνον, ὁ σουλτάνος ἐποῖκεν μικρὸν φανὸν ὅτι δὲν ἐψήφισεν τὸν ρήγαν καὶ δὲν ἐθέλησε νὰ γροικήσῃ διὰ τὴν ἀγάπην. Μανθάνοντα τὸ κάτεργον τὰ μαντάτα τοῦτα, ἀφῆκεν τα καὶ ᾿στράφη νὰ ἔλθη εἰς τὴν Κύπρον· καὶ ὡς γοιὸν ἔρκετον, εἰς τὴν στράταν ἐπάντησε ᾿νοῦ καραβίου σαρακήνικου ὅπου ἐπήγαιννεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν, καὶ ᾿πολέμισεν καὶ ᾿πῆρεν το, καὶ ἔφερέν το εἰς τὴν Κύπρον. Τοῦτα οὕλα ἀνάφερέν τα ὀμπρὸς τοῦ πρίντζη, καὶ πῶς ἐκαταδίκαζεν τοὺς χριστιανοὺς ὁ σουλτάνος εἰς τὲς φυλακές· ἐλυπήθην ὁ κουβερνούρης, πολλά, καὶ πολομᾷ ἕναν διαλαλημόν, ὅτι πᾶσα ἄνθρωπος ὅπου θέλει νὰ πάγῃ νὰ κουρσέψῃ εἰς τὴν γῆν τῆς Συρίας νἄχῃ πογέρι, καὶ νὰ τοὺς δώσῃ καὶ ξύλα καὶ ἄρματα.
Τότε οἱ Ἀμουχουστιανοὶ ἀρματῶσαν μίαν σατίαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Συρίαν καὶ ἐμπλάσα ᾿νοῦ καραβίου φορτωμένου ψιλὴν πραματείαν καὶ ἐπῆραν το· ὁμοίως ἐμπλάσαν καὶ ἄλλα δʹ καὶ ἐπῆραν τα εὔκαιρα καὶ ἐφέραν τα εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Τότε ὁ κουβερνούρης ὁ πρίντζης ἀρμάτωσεν δʹ κάτεργα καὶ ἔβαλεν καπετάνον τὸν σὶρ Τζουὰν τε Μόρφου, καὶ ἄλλους γʹ καβαλλάριδες εἰς τὰ γ᾿ κάτεργα, τὸν σὶρ Γρινιὲρ Λε Πεντίτ, καὶ τὸν σὶρ Πιὲρ τε Σούρ, καὶ τὸν σὶρ Τζουὰν τε Κολλίες· καὶ ἐξέβησαν ἀπὸ τὺν Αμόχουστον τῇ τρίτῃ ἰουνίου ατξθʹ Χριστοῦ, καὶ τῇ πέμπτῃ αὐτοῦ μηνὸς ἐπῆγαν εἰς τὸ Σαΐτιν. Καὶ ἐθέλα νὰ ἐμποῦν εἰς τὴν χώραν, καὶ ἐσυνεπαντῆσαν τους καὶ ἐπολεμίζαν ἀπὸ τὸ πωρνὸν ὡς τὸ δεῖλις, καὶ ἐτζακκίστησαν οἱ Σαρακηνοί· τότες ἐσηκώθην ἕνας κακὸς καιρός, καὶ ἐφοβήθησαν διὰ τὰ κάτεργα, καὶ ἐνέβησαν ὅλοι μέσα διὰ νὰ τ᾿ ἀγιτιάσουν· καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἐσηκῶσαν νερόν, καὶ ἐμεῖναν ὅλην τὴ νύκταν. Καὶ ἀπʹ ἐκεῖ ἐξέβησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Βερούτιν, καὶ δὲν ἠμπορῆσα νὰ μποῦν, ὅτι ὁ τόπος ἦτον στενός, καὶ δὲν ἠμπορῆσα νὰ πιάσουν ἐκεῖ· καὶ ὁ πύργος ὅπου ῆτον ὀμπρὸς ἦτον καλὰ δηγημένος καὶ ἐδιαφέντευγέν τους, καὶ ἔσσω εἰς τὴν χώραν εἶχεν πολλοὺς ἀνθρώπους, κοντὰ τετρακοσίους, καὶ πολλοὺς πραματευτάδες, καὶ καβαλλάριδες καὶ ἀπεζούς. Τὰ κάτεργα ἦλθαν πρὸς τὸ Ζίπλι, καὶ οἱ Σαρακηνοὶ ἀκλουθῆσαν τους τῆς γῆς, καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Πετρούνιν καὶ ἐπιάσαν τὴν γῆν δυναστικῶς, καὶ ἐστάθησαν εἰς πόλεμον καὶ ἐτζακκίσαν τοὺς Σαρακηνούς, καὶ ἐνέβησαν εἰς τὴν χώραν καὶ ἐκουρσέψαν την, καὶ ἐβάλαν λαμπρὸν καὶ ᾿κάψαν την. Καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἦλθαν εἰς τὴν Ταρτούζαν καὶ ἐκουρσέψαν την, καὶ ἐμεῖναν μίαν ἡμέραν εἰς τὸ νησσὶν τῆς Ταρτούζας.
Καὶ ἔρκουνταν παραγιάλιν παραγιάλιν κοντὰ εἰς τὴν γῆν, ἐκουρσέψαν καὶ ἐζημιῶσαν ὅλους τοὺς τόπους εἰς τὴν Λαδικείαν· καὶ δὲν ἠμπορῆσα νὰ πιάσουν γῆν, ὅτι ἐδιαφεντεῦγαν τους οἱ πύργοι· καὶ ἀπεσῶσαν εἰς τὴν γῆν τῆς Αρμενίας, καὶ τῇ κυριακῇ τῇ ιζʹ μηνὸς ἰουνίου ατξθʹ Χριστοῦ ἐπῆγαν εἰς τὸ Αγιάσιν καὶ τίποτες δὲν ἠμπορῆσα νὰ ποίσουν διὰ τὸν πολλὺν λαὸν τὸν εἶχεν· καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Πορτὰλ κ᾿ ἐκεῖ ἐποῖκαν γʹ ἡμέρες. Τὄναν κάτεργον ἔβαλε νερὸν καὶ ἔπεψέν το εἰς τὸ Κούρικος νὰ πάρῃ πίσσαν καὶ νὰ πάγῃ εἰς τὴν Αταλείαν, ὅτι ἐμέλλαν καὶ τἄλλα κάτεργα νὰ πᾶσιν εἰς τὴν Αταλείαν διὰ νὰ καλαφατίσουν. Τὰ κάτεργα ὅμως ἐξέβησαν καὶ ἐποῖκαν ζημίαν, καὶ ἐπεσώθησαν ε(ἰ)ς τὴν Ἀταλείαν καὶ ἐκεῖ ἐκαλαφατίσαν, καὶ ἦλθεν καὶ τὸ κάτεργον τοῦ Γραμμάδη. Καὶ τελειώννοντα ἐπῆγαν εἰς τὸν Φοὶνικαν, καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν.
Καὶ τῇ δευτέρα, τῇ ι´ μηνὸς ἰουλίου ατξθ´ Χριστοῦ, τὰ ἄνωθεν κάτεργα δυναστικῶς ἐνέβησαν εἰς τὴν Αλεξάνδραν εἰς τὸν λιμιόναν. Ὁ καπετάνος νὰ μάθῃ τὴν ὄρεξιν τοῦ σουλτάνου, ἀνοσῶς καὶ θέλῃ τὴν ἀγάπην ἢ ὄχι, ἔριψεν μίαν βάρκαν ἀπὸ τὸ κάτεργον καὶ ἔπεψέν την εἰς τὴν γῆν μὲ γραφὴν εἰς τὸν ἀμιρᾶν, λαλῶντα πῶς: «Ὁ ἀφέντης μας ὁ ρήγας ἔπεψεν μαντατοφόρους νὰ πᾶσιν εἰς τὸν σουλτάνον, καὶ θέλω νὰ τὸν κατεβάσω εἰς τὴν γῆν, καὶ νὰ πέψῃς ἀνθρώπους νὰ τὸ συντροφιάσουν εἰς τὸ Καργίος.» Ἔκεῖνος μηνᾷ του: «Φίλε μου, ὁ σουλτάνος δὲ εἶνε εἰς ὄρεξι νὰ ποίσῃ διὰ τώρα ἀγάπην, ὅτι ξηλοθρεύγουνται οἱ μουσθλουμάνοι.»
Τὸ κάτεργον τοῦ σὶρ Πιὲρ τε Σοὺρ ἐνέβην εἰς τὸν παλαιὸν λιμιόναν τῆς Αλεξάνδρας, καὶ ηὗρεν μίαν μεγάλη νάβαν μαγραπίτικην, καὶ ἐπολέμισέν την· καὶ μέσα εἶχεν τετρακοσίους ἀνομάτους, καὶ ἀπὸ τὴν γῆν ἐδιδοῦσαν της βοήειαν· καὶ θωρῶντα ὅτι εὔκαιρα ἐκοπιάζαν, ἐμήνυσέν το τοῦ καπετάνου, καὶ ἦλθεν μὲ τὰ γ´ κάτεργα, καὶ πολλὰ τὴν ἐπολεμίσαν, καὶ τίποτες δὲν ἠμπορῆσα νὰ ποίσουν, καὶ ἐλα- βώθησαν ἀπὸ τοὺς λᾶς τῶν κατέργων κοντὰ ρʹ ἀνομάτοι. Θωρῶντα ὁ καπετάνος πῶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ποίσῃ τίποτες, ἐξέβην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ νησσὶν τοῦ Ρισίου, καὶ δὲν ἠμπόρησε νὰ πιάσῃ γῆν, διατὶ ἦτον σκλερία μεγάλη· καὶ ἐξέβησαν, καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Σαΐτιν. Καὶ τῇ ιθʹ μηνὸς ἰουλίου τὰ ἄνωθεν κάτεργα ἦτον εἰς τὸ Σαΐτιν, καὶ ἐπεζεῦσαν ἐκεῖ, καὶ ἦτον πολλὰ καλὰ βλεπημένα· [ἐπολεμίσαν] τοὺς Σαρακηνούς, καὶ ἐσηκώθην σκλερία, καὶ οἱ λᾶς ἐστράφησαν εἰς τὰ κάτεργα, καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Βερούτιν. Θωρῶντα ὁ καπετάνος τοὺς λᾶς πῶς ἦτον κοπιασμένοι καὶ λαβωμένοι, ἐποῖκεν ἄρμενα καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἔραξεν εἰς τὴν Αμόχουστον τῇ κυριακῇ, τῇ κβʹ ἰουλίου ατξθʹ Χριστοῦ.»
Βλέπε επίσης Amadi, σελ. 427, Strambaldi, σελ. 115-16, Florio Bustron, σελ. 277.
- [←111]
-
R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, III, βιβλίο vii, αριθ. 506, σελ. 82-83.
- [←112]
-
Στο ίδιο, III, βιβλίο vii, αριθ. 509, σελ. 83.
- [←113]
-
Στο ίδιο, αριθ. 510, σελ. 83.
- [←114]
-
Στο ίδιο, αριθ. 512, σελ. 84 και σημείωση, αριθ. 513, 517-21.
- [←115]
-
Στο ίδιο, αριθ. 514-15, σελ. 85.
- [←116]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλα 28, 30.
- [←117]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 33, φύλλο 30.
- [←118]
-
Μαχαιράς, βιβλίο iii, παρ. 303:
«Καὶ τῇ ςʹ μηνὸς αὐγούστου τοʹ Χριστοῦ, ἐπεσῶσαν τὰ ηʹ κάτεργα εἰς τὴν Αλεξάνδραν, καὶ μοναῦτα οἱ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων ἐπεζεῦσαν εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐπέψαν τοὺς δʹ μαντατοφόρους εἰς τὸ Κάργιος νὰ ᾿ποῦν τοῦ σουλτάνου τὸ ἔλα τοὺς μαντατοφόρους. Καὶ τότε ὁ σουλτάνος ἔμαθεν τὸν θάνατον τοῦ ρηγός, καὶ πῶς δὲν τοὺς ἔρχεται, βοήθεια ἀπὸ τὴν δύσιν, καὶ ἐσπλαγχνίστην μας, καὶ ἔθελε νὰ τελειώσῃ τὴν ἀγάπην. Τότε ὁ σουλτάνος ἐδιάλεξεν μεγάλους ἀμιράδες καὶ ἐπέψεν τους εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν νὰ συντροφιάσουν τοὺς μαντατοφόρους εἰς τὴν συντροφίαν τοὺς δʹ πραματευτάδες, καὶ ἐπῆρεν τοὺς πραματευτάδες καὶ τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων· οἱ δὲ τοῦ ρηγάτου δὲν ἐπῆγαν· καὶ εὑρισκόμενοι ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου ἐρώτησέν τους: «Ποῦ εἶνε οἱ μαντατοφόροι τῆς Κύπρου;» Εἶπαν του: «Ἀφέντη, ὁρισμὸν ἔχουν ἀπὸ τὴν ἀφεντίαν τῆς Κύπρου νὰ μὲν ἀπεζεύσουν χωρὶς νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη.» Καὶ οἱ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων ἐδεῖξαν του τὰ χαρτία τὰ ἐβαστοῦσαν, καὶ ἀναγνῶσαν τα ἔμπροσθέν του. Καὶ γροικῶντα τα, εἶπεν τοὺς ἄρχοντες: «Ἂν θέλετε νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη, κιτιάσετέ με ἀπὸ τὰ πράματα τῶν πραματευτάδων ὁποῦ ἐπῆρα τὰ παλαιὰ καὶ τὰ νιά, ὡς γοιὸν τὸ ἐστερέωσὲν ὁ μισὲρ Μάρκο Πριούλης καὶ ὁ μισὲρ Παρθολομαῖο Μαλό· καὶ ἀνίσως καὶ δὲν θέλετε, τίποτε δὲν πολομῶ.» Εἶπαν του: «Ἀφέντη, τοῦτον τὸ πρᾶμαν δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ποίσωμεν, οὐδὲ ὁ σὶρ Μάρκο Πριούλης, οὐδὲ ὁ σὶρ Παρθολομαῖος Μαλὸ δὲν εῖχαν ἐξουσία νὰ ποίσουν τιτοῖον πρᾶμαν· ἐμποροῦν καλὰ νὰ κιτιάσουν τὰ πράματά τους, καὶ ὄχι τῶν ἄλλων.» Τοῦτα τὰ λογία εἶπεν τα τού σουλτάνου ὁ σὶρ Γατάνια Τῲργιας· καὶ ὁ σουλτάνος ἀνγκρίστην ὅτοιμα καὶ ἔβαλέν τον εἰς τὴν φυλακήν. Τότε ἐζήτησε καὶ ὁ μισὲρ Πιὲρ Τζουστουνιὰς ὁ Βενίτικος νὰ πᾷ καὶ κεῖνος εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὴν συντροφίαν τοῦ Γενουβίσου, καὶ ἐβάλαν καὶ κεῖνον μετά του, κ᾿ ἐκεῖ ἐμεῖναν δʹ ἡμέρες.»
Όμως ο Strambaldi, σελ. 122 λέει ότι ο σουλτάνος «δεν ήθελε να ολοκληρώσει την ειρήνη» (non ha volesto finir la pace).
- [←119]
-
Μαχαιράς, βιβλίο iii, παρ. 290-309:
«Καὶ τῇ κυριακῆ, τῇ εʹ μηνὸς αὐγούστου, ἀναφάναν καὶ ἦλθαν καὶ ἐράξαν εἰς τὴν Αμόχ(ουστ)ον ἕναν μέγαν καράβιν γενουβίσικον, καὶ ἀπάνω ἦτον ὁ μισὲρ Πιὲρ Μαλοζὲς τζαμπερλάνος τοῦ ρηγάτου τῆς Κύπρου· καὶ ἐφέραν [τὸν ἀφέντην τὸν κουβερνούρην ἀπὸ τὴν Γένουβαν,] καὶ ἐρχουνταν εὶς τὸν ρήγαν ἀπὸ τὸν ἁγιώτατον πάπαν, λαλῶντα: «Εἰς τὴν ἐζήτησιν τῶν Γενουβίσων καὶ τῶν Βενετίκων, νὰ πέψετε μαντατοφόρους εἰς τὸν σουλτάνον τοῦ Καρίου νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην, διὰ ν᾿ ἀποβγοῦν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν κριτηρεμόν.» Ὁ κουβερνούρης ἀρμάτωσεν δύο κάτεργα καὶ ἔβαλεν ἀπάνω καραβοκυροὺς καβαλλάριδες, ἤγουν τὸν σὶρ τε Κασὶν καὶ τὸν σὶρ Τζουὰν Γκοράπ, καὶ πουρζέζιδες ἀπὸ τὴν Αμόχουστον, διὰ νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην.
καὶ τῷ σαββάτῳ τῇ ηʹ ὀκτωβρίου τξθʹ, ἐξέβησαν οἱ αὐτοὶ μαντατοφόροι ἀπὸ τὴν Αμόχουστον, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ρόδον καὶ ηὗραν τὰ βʹ κάτεργα τοὺς Βενετίκους· καὶ τὰ κάτεργα τῶν Γενουβίσων δὲν ἤρτασιν· ἀκομὴ τὰ κάτεργα τὰ καταλάνικα ἐπήγασιν εἰς τὴν ριβιέραν τῆς Γένουβας καὶ ἐζημιῶσαν τοὺς Γενουβίσους· καὶ τότε ἐπῆγαν τὰ κάτεργα εἰς τὴν Σαρδενίαν μήπως καὶ εὕρουν τ(ους) καὶ ἐπῆγαν καὶ δὲν τοὺς ηὕρασιν, καὶ διὰ τοῦτον ἀργῆσαν. Καὶ τὰ κάτεργα τὰ κυπριώτικα καὶ τὰ βενέτικα ἐποῖκαν πολλὲς ἡμέρες, ὥς που καὶ ἦλθαν· καὶ ἔδωκεν καὶ ἡ Ρόδος δύο κάτεργα, καὶ ᾿γίνησαν ηʹ κάτεργα· καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Αλεξάνδραν. Καὶ εἶπαν το τοῦ ἀμιράλλη τῆς Ἀλεξάνδρας τὸ ἔλα τους, καὶ κεῖνος νὰ ποίσῃ νῶσιν τοῦ σουλτάνου νὰ τοὺς πέψῃ χαρτὶν σάλβο κουντοῦτο νὰ μποῦν ὀμπρός του. Καὶ ὁ ἀμιρᾶς ἐποῖκε νῶσιν τοῦ σουλτάνου, καὶ μοναῦτα ὁ σουλτάνος ἔπεψεν χαρτὶν σάλβο κουντοῦτο, καὶ ἔπεψέν του το νὰ τοὺς περιλάβῃ ἀσπασίως καὶ νὰ τοὺς τιμήσῃ ὡς τοὺς πρέπει. Ἅνταν τοὺς ἐμήνυσεν ὁ ὰμιρᾶς τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ σουλτάνου δὲν έπιστεύσασιν διατὶ ἀθθυμοῦνταν τὰ πολλὰ κομπώματα ὁποῦ τοὺς ἐκόμπωσεν· καὶ μὲ βουλὴν μεσόν τους ἐγράψαν χαρτία εἰς τὸν σουλτάνον καὶ ἐλαλοῦσαν οὕτως:-
«Ἀφέντη, ὀπίσω εἰς τὰ πολλὰ ρικουμαντιάσματα εἰς τὴν ἀφεντίαν σου· γίνωσκε νὰ ξεύρῃ ἡ ἀφεντιά σου, ὅτι ὁ μπαλίος τῆς Κύπρου μὲ τὴν εἴδησιν τῆς ἀφεντίας καὶ τοὺς καβαλλάριδες τοῦ αὐτοῦ ρηγάτου, καὶ μὲ τὸ θέλημαν τοῦ κουμουνίου τῆς Γένουβας καὶ τοὺς Βενετίκους, καὶ μὲ τὴν εἴδησιν τοῦ μεγάλου μαστόρου τῆς Ρόδου, καὶ διὰ ὁρισμὸν τοῦ ἁγιωτάτου πάπα τῆς Ρώμης, ἐπέψεν με εἰς τὴν ἀφεντιάν σου νὰ ἰδοῦμεν τὸ θέλημάν σου πόταπον εἶνε· ὅτι διὰ ἄλλες φορὲς ἔπεψάν σου τοὺς μαντατοφόρους τους ζητῶν(τα) τοὺς πραματευτάδες τους ἔχες φυλακισμένους καὶ τὰ πράματά τους, καὶ ἡ ἀφεντιά σου ὡς φρόνιμος ἐζήτησες τοὺς Σαρακηνοὺς ὅπου ἦτον εἰς τὰς φυλακὰς εἰς τὴν Κύπρον καὶ τοὺς μαντατοφόρους· καὶ γροικῶντα τὸ ζήτημάν σου, καὶ ἔμοσες καὶ εἶπες νὰ ἔλθουν οί μαντατοφόροι σου καὶ ὅλοι σου οἱ σκλάβοι ἀπὸ τὴν Κύπρον, καὶ μοναῦτα νὰ πέψῃς τοὺς χριστιανοὺς τοὺς μαντατοφόρους καὶ πραματευτάδες εἰς τὴν Κύπρον· καὶ κατὰ κεῖνον τὸν λόγον ἐπέψαν τοὺς ἐδικούς σου, καὶ ἐσοὺ δὲν ἔπεψες τοὺς ἐδικούς τους, οὐδὲ ἔβγαλές τους ἀπὸ τὲς φυλακές. Τώρα οἱ ἄνωθεν ἀφέντες ζητοῦ σου ἀπὸ τὰ δύο πράγματα νὰ ποίσῃς αʹ, οὔ ἀνισῶς καὶ θέλεις νὰ γινῇ ἡ ἀγάπη, νὰ ἐβγάλῃς τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὲς φυλακές, ἢ ἂ δὲν ᾿νε, νὰ τοὺς μηνύσῃς τὸ θέλημάν σου, νὰ πᾶμεν πασαεῖς νὰ ποίσῃ τὴν δουλειάν του, καὶ ὡς δώσῃ ὁ θεός. Καὶ τοῦτον ἂς ᾖνε τὸ ὕστερον τέλος.»
Καὶ ἐβγάλουν δʹ σοφοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐδῶκαν τους τὰ χαρτία, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Κάργιος καὶ ἐδῶκαν τὰ χαρτία τοῦ σουλτάνου· καὶ ὁ σουλτάνος ἦτον εἰς τὸ κυνήγιν, καὶ ἐπῆραν τους ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου καὶ ἐδῶκαν του τὰ χαρτία. Καὶ ὥρισεν καὶ ᾿διαβάσαν τα, καὶ ὥρισεν μοναῦτα καὶ ἐποίκασιν ἀντίλογον καὶ ἔδωκέν τους τα νὰ τὰ φέρουν εἰς τὰ κάτεργα. Τὰ ποῖα ἐλαλοῦσαν οὕτως: «Ἀγρωνίσετε πῶς ἐπεριλάβαμεν τὰ χαρτιά σας, καὶ τὸ ἐγράφαν ἐγροικήσαμεν· ἀπὸ τὸ μᾶς γράφετε, ὅτι διὰ ὁρισμοῦ τοῦ πάπα καὶ ἑτέρους ἀφέντες πῶς ἤλθετε νὰ ᾿δῆτε ἀνισῶς καὶ ἔχωμεν θέλημα νὰ τελειώσωμεν τὴν ἀγάπην ἢ ὄχι, καὶ ἄλλα πολλά. Τὸ πῶς ἐζητήσαμεν τοὺς λᾶς μας καὶ νὰ σᾶς δώσωμεν τοὺς λᾶς σας, μὲ ὅρκον· ἐμεῖς μὲ τὸν Κα(ζὰ) Τζικάλε τὸν μαντατοφόρον δὲν ἐποίκα(με)ν τίποτες σασμούς, λόγον εἴχαμεν μόνον, καὶ οὐδὲ κεῖνος ἐκράτησεν τὸν λόγον του, οὐδὲ ἐμεῖς. Ἐσεῖς εἶσθε μαντατοφόροι, ἔλατε καὶ θέλομενς σᾶς προσδεκτεῖν μετὰ χαρᾶς κατὰ τὸ συνήθιν τοὺς μαντατοφόρους· Καὶ ἀνισῶς καὶ πιστεύγετε τοὺς λόγους μας, ἀμέτε ποίσετε τὸ χειρόττερον τὸ νὰ μπορήσετε.»
Γροικῶντα τὸν λόγον τοῦ σουλτάνου, ἐνῶσαν ὅτι ὁ σουλτάνος δὲν ἔχει ὄρεξιν νὰ ποίσῃ τὴν ἀγάπην. Τότε γράφουν ἕναν κακὸν χαρτὶν καὶ βάλλουν το εἰς τὴν μούττην τοῦ κονταρίου καὶ ἐμπήγουν το εἰς τὸν λιμιόναν τῆς Αλεξάνδρας, καὶ ἀποβγάλαν τον ἀποὺ τὴν ἀγάπην. Καὶ ἐξέβησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Πάφον τῇ θʹ μηνὸς δικεβρίου ατξθʹ Χριστοῦ· καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ έξέβησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ρόδον· καὶ τὰ ξύλα τοὺς Γενουβίσους καὶ τοὺς Βενετίκους ἐπῆγεν τὸ κάτωθεν εἰς τὸν τόπον του· καὶ τὰ δύο κυπριώτικα ἐστράφησαν εἰς τὸν τόπον τους εἰς τὴν Ἀμόχουστον.
Γροικῶντα ὁ ἐμπαλὴς καὶ ὁ κουβερνούρης τὲς πράξες τοῦ σουλτάνου, πολλὰ τὸ ἐλυπήθην καὶ ἔπληξεν· καὶ μοναῦτα ἐμήνυσεν τοῦ καπετάνου τῆς Ἀμοχούστου νὰ ὁρίσῃ νὰ γενῇ ὁδηγία εἰς τὰ κάτεργα νὰ πᾶσιν εἰς τὸ κοῦρσος εἰς τοὺς Σαρακηνούς.
Μανθάνοντα τὸ χαρτὶν ὁ σουλτάνος τὸ ἐβάλαν εἰς τὸ κοντάριν, καὶ πῶς ἀποκάτζαν τὴν ἀγάπην καὶ ἐκηρύξαν τὴν μάχην, ἐσυνπίασεν ὁ σουλτάνος ὅλους τοὺς ἀμιράδες καὶ ἐζήτησέν τους βουλήν· ὅλοι ἐφοβήθησαν μήπως καὶ ὁ ρήγας, ἠστόντα του εἰς τὴν Φρανκίαν, ἐζὴτησεν βοήθειαν κατάδικά τους, καὶ εἶπαν: «Ὡς ὅπου ν᾿ ἀνοίξῃ ὁ καιρὸς θέλομεν ἰδεῖν· ἂν τοὺς ἔλθῃ βοήθεια, θέλομεν ποίσειν τὴν ἀγάπην· διὰ τοῦτον ἂς τοὺς ἀποδιαβάζωμεν ὥς που νʹ ἀνοίξῃ ὁ καιρός, ἂν τοὺς ἔλθῃ ἢ ὄχι· καὶ μήνα τους μὲ ὄμορφα λογία πῶς θέλομεν ποίσειν τὴν ἀγάπην, καὶ τὰ ἑξῆς.»
Τότε έβγάλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν βʹ πραματευτάδες χριστιανούς, ὁ ἕνας Γενουβίσος ὀνόματι μισὲρ Παρθο λομαῖος, καὶ ἄλλος Βενέτικος ὀνόματι σὶρ Μάρκος Πρίν· καὶ ἔπεψέν τους εἰς τὴν Κύπρον, λαλῶντα τοῦ ἐμπαλὴὺκαὶ τοὺς προδέλοιπους, πῶς δὲν ἐτελειώθην ἡ ἀγάπη τώρα, καὶ ἦτον οἱ μαντατοφόροι ἐκεῖ· «ὅτι οἱ μαντατοφόροι καὶ οἱ πραματευτάδες ἐξέβησαν πολλὰ ἀνκρισμένοι καὶ θυμωμέ(ν)οι, καὶ δὲν ἐκαταδέκτησαν νὰ ἔλθουν εἰς αὑτόν μας,» άμμὲ θέλουν νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην· «μόνον νὰ πέψετε τοὺς μαντατοφόρους εἰς τὸ Κάργιος διὰ νὰ τελειωθῇ.»
Καὶ ἅνταν ἐπεσῶσαν εἰς τὴν Αμόχουστον, καὶ γροικῶντα τὰ μαντάτα οἱ πραματευτάδες τῆς Ἀμοχούστου τὴν ἀγάπην ἐχάρησαν πολλύ, καὶ ἀπὸ τὴν χαράν τους ἐσυντροφιάσαν τους εἰς τὴν χώραν, καὶ ἐξηγήθησάν το τοῦ μπαλὴ τὸ γενόμενον, πῶς τοὺς εἶπεν ὁ σουλτάνος. Καὶ ὁ μπαλὴς ἐμήνυσεν εἰς τὴν Ἀμόχουστον νὰ μὲν πάγῃ τινὰς νὰ τοῦ ποίσῃ ζημίαν εἰς τὴν Συρίαν, οὐδὲ ξύλα ν᾿ ἀρματώσουν. Τότε ἐπολογήθην τοῦ σουλτάνου πῶς τώρα δὲν θέλει ποίσειν τὴν ἀγάπην ὥς που νὰ ἔλθουν τὰ κουμουνία, ἀμμὲ μὲν ἔχῃ ἔννοιαν ὅτι καμία ζημία δὲν θέλειν τοῦ γινεῖν.
Ὧδε εἶχεν ποδέσταν τοὺς Γενουβίσους καὶ μπαλὴν τοὺς Βενετίκους ὀνόματι μισὲρ Παρθολομαῖον Κουρή· τότε ἐζητῆσαν τοῦτοι οἱ ἄρχοντες οἱ Γενουβίσοι καὶ Βενετίκοι ν᾿ ἀρματώσουν ἕναν κάτεργον εἰς τὴν ἔξοδόν τους διὰ νὰ μηνύσουν εἰς τὴν Γένουβαν καὶ εἰς τὴν Βενετίαν τὸ θέλημαν τοῦ σουλτάνου. Ἁρματῶσαν τὸ κάτεργον καὶ ἐβάλαν ἀπάνω τοὺς δύο πραματευτάδες ἁποῦ ἦλθαν ἀποὺ τὸ Κάργιος, καὶ ἐξέβησαν τῇ ιʹ φεβ(ρουα)ρίου ατξθʹ Χριστοῦ.
Θεωρῶντα ὁ σουλτάνος πῶς οὐδὲν ἐστράφησαν οἱ πραματευτάδες ἁποῦ ἦλθαν ἀπὸ τὸ Κάργιος νὰ μάθῃ τὸ θέλημάν τους, έπίασέν τον ἡ ἔννοια καὶ ἔβγαλεν ἄλλους δύο πραματευτάδες ἀπὸ τὴν φυλακήν, ὁ ἕνας Γενουβίσος ὀνόματι σὶρ Πιὲρ Καστανίε, καὶ ὁ ἕτερος Βενέτικος ὀνόματι Περνάρδος δε Χέντε, καὶ ἔπεψέν τους εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ἐπεσῶσαν μὲ τὸ καλὸν καὶ ηὗραν τὸ χαρτὶν τὸ ἔπεψεν τοῦ σουλτάνου ὁ βαλ(ής), καὶ ἐπῆραν το καὶ ἐστράφην εἰς τὴν Αλεξάνδραν. [Θωρῶντα τους εἰς τὴν Αμόχουστον πάλιν ἐχάρησαν καὶ ᾿μήνυσαν τοῦ ἐμπαλὴ καὶ τοῦ παλίου] μὲ παρακάλεσιν νὰ πέψου νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην· καὶ [εἶπεν τους:] «Δὲν ἠμποροῦμε νὰ ποίσωμεν τίποτες [χωρὶς καὶ ᾿μήνυσά το τῶν κουμουνίω.»] Καὶ πάλε ὁ ποδέστας τοὺς Γενουβίσους καὶ ὁ μπαλίος τοὺς Βενετίκους ἀρματῶσαν μίαν σατίαν καὶ ἐπέψαν την μὲ τοὺς δύο πραματευτάδες, καὶ ἐβάλαν καὶ μίαν παντιέραν παννὶν σχαρλάτον μετὰ τῶν δύο κουμουνίων. Ὅνταν έπῆγεν ἡ σατία εἰς τὴν δύσιν, ἐπῆγεν ὁ πασαγεῖς εἰς το κουμούνιν του καὶ εἶπαν τὸ θέλημαν τοῦ σουλτάνου. Καὶ ἐποῖκαν μεγάλην χαρὰν τὰ κουμουνία, καὶ μοναῦτα ἐμηνῦσαν το τοῦ ἁγιώτατου πάπα, καὶ ἐπαρακαλέσαν το νὰ γράψῃ εἰς τὴν Ρόδον καὶ εἰς τὴν Κύπρον νὰ πέψουν τοὺς μαντατοφόρους νὰ τελειώσουν τὴν ἀγάπην. Ὁ ἁγιώτατος πατὴρ ὁ πάπας, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν κουμουνίων καὶ διὰ τὸ συμφέρον τῆς χριστιανοσύνης, ἐποῖκαν τον καὶ ἔπεψεν εἰς τὴν Ρόδον εἰς τὸν μέγαν μάστρον καὶ εἰς τὸν κουβερνούρην τῆς Κύπρου, νὰ πέψουν τοὺς μαντατοφόρους εἰς τὴν Συρίαν διὰ νὰ τελειώσουν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην. Καὶ ἐπέψαν καὶ τὰ κουμουνία.
Τότε οἱ Γενουβίσοι ἀρματῶσαν δύο κάτεργα, καὶ ἐβάλαν ἕναν φρόνιμον ἄνθρωπον μαντατοφόρον ὀνόματι σὶρ Γατιὲρ Τόρια· ὁμοίως καὶ οἱ Βενετίκοι ἄλλα δύο κάτεργα καὶ ἕναν φρόνιμον ἄνθρωπον μαντατοφόρον ὀνόματι μισὲρ Πιὲρ Τζουστουνίαν, καὶ ἐπέψαν καὶ τοὺς δʹ μαντατοφόρους τοὺς ἔπεψεν ὁ σουλτάνος. Καὶ ἦρταν τὰ δʹ κάτεργα εἰς τὴν Ρόδον καὶ ἐδῶκαν τὰ χαρτία ὅπου ἐβαστοῦσαν ἀπὸ τὸν πάπαν τοῦ μεγάλου μαστόρου· ὁ ποῖος μοναῦτα ἀρμάτωσεν δύο κάτερ(γα) καὶ ἔπεψεν ἕναν μαντατοφόρον τὸν μισὲρ τα Βέρνε. Καὶ ἐξέβησαν καὶ τὰ ςʹ καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον τῇ ι᾿ μηνὸς ἰουλίου τ οʹ Χριστοῦ, καὶ ἦλθαν εἰς, τὴν Λευκωσίαν [εἰς τοῦ παλίου·] καὶ μοναῦτα ὥρισεν καὶ ἐξέβησαν βʹ κάτεργα, καὶ ἔβαλεν δύο μαντατοφόρους, τὸν σὶρ Τουμᾶς τε Ρρὰς καὶ τὸν σὶρ Στιένην τὸν Φάρδην· καὶ πρὶ νὰ βγοῦν τὰ κάτεργα ἀπὸ τὸ νησσίν, ἐπέθανεν ὁ ἄνωθεν σὶρ Τουμᾶς τε Ρράς, καὶ ὁ ἐμπαλὴς ἔβαλεν ἄλλον ὀνόματι Τζουὰν Πετουνὴὺ λ᾿ Ἀχνέ. Καὶ τῇ κη ʹ ἰουλίου αὐτῆς ἐχρονίας τοʹ Χριστοῦ ἐξέβησαν ἀπὸ τὸν λιμνιό(ν)αν τὰ ηʹ κάτεργα καὶ τοὺς μαντατοφόρους καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν σουλτάνον, καὶ εἶπαν οὕτως:
«Ἀκριβὲ φίλε διατὶ εἴμεσθεν πεθυμημένοι νὰ γροικήσωμεν περὶ τῆς ὑγείας σου, παρακαλοῦμέν σε νὰ μᾶς τὸ ποίσῃς φανερὸν μὲ τὴν γραφήν σου· ἀνισῶς καὶ κατα- δέχεσαι νὰ μάθης καὶ περὶ ἐμᾶς, χάριτι κυρίου τοῦ θεοῦ εἴμεστεν καλά. Ἀδελφέ, γίνωσκε ὅτι οἱ ἄρχο(ν)τες τῶν κουμουνίων ἐμηνῦσαν μου παρακαλέματα νὰ σοῦ μηνύσω νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη· διὰ τοῦτον πέμπω σου τὸν σὶρ Τζουὰν Πετουνήν, τοῦ ποίου ἐπαραγγείλαμέν του πολλὰ λόγια νὰ σοῦ εἰπῇ, καὶ κεῖνον τὸ νὰ σοῦ πῇ πίστευσέ του ὡς γοιὸν νὰ ᾔμεσθεν ἐμεῖς, καὶ ὅ,τι ἀστοιχήματα καὶ σασμοὺς ποίσῃ μετά σου, ἐμεῖς στερεώννομέν το διὰ καλόν, καὶ τοῦτον ἐποίκαμέν το μὲ τὴν βουλήν μας. Καὶ στερεώννοντα τὴν ἀγάπην, θέλομεν σοῦ στείλειν τοὺς Σαρακηνοὺς τοὺς ἔχομεν εἰς τὴν φυλακήν, μὲ τὸ ἐδικόν τους.»
Καὶ τῇ ςʹ μηνὸς αὐγούστου τοʹ Χριστοῦ, ἐπεσῶσαν τὰ ηʹ κάτεργα εἰς τὴν Αλεξάνδραν, καὶ μοναῦτα οἱ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων ἐπεζεῦσαν εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐπέψαν τοὺς δʹ μαντατοφόρους εἰς τὸ Κάργιος νὰ ᾿ποῦν τοῦ σουλτάνου τὸ ἔλα τοὺς μαντατοφόρους. Καὶ τότε ὁ σουλτάνος ἔμαθεν τὸν θάνατον τοῦ ρηγός, καὶ πῶς δὲν τοὺς ἔρχεται, βοήθεια ἀπὸ τὴν δύσιν, καὶ ἐσπλαγχνίστην μας, καὶ ἔθελε νὰ τελειώσῃ τὴν ἀγάπην. Τότε ὁ σουλτάνος ἐδιάλεξεν μεγάλους ἀμιράδες καὶ ἐπέψεν τους εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν νὰ συντροφιάσουν τοὺς μαντατοφόρους εἰς τὴν συντροφίαν τοὺς δʹ πραματευτάδες, καὶ ἐπῆρεν τοὺς πραματευτάδες καὶ τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων· οἱ δὲ τοῦ ρηγάτου δὲν ἐπῆγαν· καὶ εὑρισκόμενοι ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου ἐρώτησέν τους: «Ποῦ εἶνε οἱ μαντατοφόροι τῆς Κύπρου;» Εἶπαν του: «Ἀφέντη, ὁρισμὸν ἔχουν ἀπὸ τὴν ἀφεντίαν τῆς Κύπρου νὰ μὲν ἀπεζεύσουν χωρὶς νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη.» Καὶ οἱ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων ἐδεῖξαν του τὰ χαρτία τὰ ἐβαστοῦσαν, καὶ ἀναγνῶσαν τα ἔμπροσθέν του. Καὶ γροικῶντα τα, εἶπεν τοὺς ἄρχοντες: «Ἂν θέλετε νὰ τελειωθῇ ἡ ἀγάπη, κιτιάσετέ με ἀπὸ τὰ πράματα τῶν πραματευτάδων ὁποῦ ἐπῆρα τὰ παλαιὰ καὶ τὰ νιά, ὡς γοιὸν τὸ ἐστερέωσὲν ὁ μισὲρ Μάρκο Πριούλης καὶ ὁ μισὲρ Παρθολομαῖο Μαλό· καὶ ἀνίσως καὶ δὲν θέλετε, τίποτε δὲν πολομῶ.» Εἶπαν του: «Ἀφέντη, τοῦτον τὸ πρᾶμαν δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ποίσωμεν, οὐδὲ ὁ σὶρ Μάρκο Πριούλης, οὐδὲ ὁ σὶρ Παρθολομαῖος Μαλὸ δὲν εῖχαν ἐξουσία νὰ ποίσουν τιτοῖον πρᾶμαν· ἐμποροῦν καλὰ νὰ κιτιάσουν τὰ πράματά τους, καὶ ὄχι τῶν ἄλλων.» Τοῦτα τὰ λογία εἶπεν τα του σουλτάνου ὁ σὶρ Γατάνια Τῲργιας· καὶ ὁ σουλτάνος ἀνγκρίστην ὅτοιμα καὶ ἔβαλέν τον εἰς τὴν φυλακήν. Τότε ἐζήτησε καὶ ὁ μισὲρ Πιὲρ Τζουστουνιὰς ὁ Βενίτικος νὰ πᾷ καὶ κεῖνος εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὴν συντροφίαν τοῦ Γενουβίσου, καὶ ἐβάλαν καὶ κεῖνον μετά του, κ᾿ ἐκεῖ ἐμεῖναν δʹ ἡμέρες.
Τότε οἱ χριστιανοὶ οἱ μαντατοφόροι ἐμηνῦσαν κρυφὰ τοὺς φίλους τους τοὺς χριστιανοὺς καὶ Σαρακηνοὺς ἀπὸ τὴν μίαν μερίαν καὶ ἀποὺ τὴν ἄλλην νὰ τοὺς βουλεύσουν ἴντα στράτα νὰ κρατήσουν, μήπως καὶ τελειωθῇ ἡ εὐλογημένη ἡ ἀγάπη. Τοῦτοι καὶ κεῖνοι ἐμηνῦσαν τους: «Νὰ ξεύρετε ὅτι ἀνισῶς καὶ νὰ ἦλθεν ὅλος ὁ κόσμος, δὲν τζακκίζεται νὰ ποίσῃ ἀγάπην χωρὶς νὰ γενῇ ἡ αὐτὴ κιτάσσα.» Γροικῶντα οἱ δύο μαντατοφόροι τοῦτα τὰ λογία, ἐμηνῦσαν τοῦ σουλτάνου πῶς ἐκεῖνον τὸ τοῦ φαίνεται διὰ τὴν κιτάσσαν, ἀρέσκει τους καὶ κείνους. Μοναῦτα ὁ σουλτάνος ὥρισεν καὶ ἐβγάλαν τους ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ ἐμήνυσε νὰ ἔλθῃ καὶ τῆς Κύπρου ὁ μαντατοφόρος νὰ τοὺς στερεώσῃ τὴν ἀγάπην. Ὁ σουλτάνος ἐποῖκεν ἕναν χαρτὶν σάλβο κουντοῦτον, τὸ ποῖον ἐποῖκεν τοῦ μαντατοφόρου τῆς Κύπρου, καὶ ἔπεψέν το μὲ ἕναν μέγαν ἀμιρᾶν νὰ πάγῃ νὰ τοῦ συντροφιάσῃ.
Ὅταν ἐπερίλαβεν [ὁ σὶρ Τζουὰν Πετούνην] τὸ σάλβο κουντοῦτον, καὶ εἶδεν τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων τὸ πῶς τοῦ ἐπέψαν γρ(αφ)ὲς νὰ πάγῃ εἰς τὸ Καργίος χωρὶς φόβον, καὶ μοναῦτα ἀπέζευσεν ἀπὸ τὸ κάτεργον, καὶ ὁ μέγας ἀμιρᾶς ἁποῦ ἦλθεν ἀπὸ τὸ Καργίος, τὸν ἔπεψεν ὁ σουλτάνος, ἐπερίλ(αβ)έν τον τιμημένα καὶ μὲ καλὸν πρόσωπον· τὸ ὅμοιον καὶ ὁ μέγας Μελὲκ ἀμιρᾶς ἐποῖκεν του πολλὴν καὶ μεγάλην τιμήν, τὸ αὐτὸ καὶ οὗλοι οἱ ἀμιράδες. Τὸ λοιπὸν ἐπῆραν τον καὶ ἐπήγασιν εἰς τὸ Καργίος. Τότε ὁ σουλτάνος ὥρισε νὰ πᾶσιν ὅλοι οἱ ἀποκλισιάροι ἀντάμα ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου νὰ ποίσουν τὴν μαντατοφορίαν τους· καὶ μοναῦτα ὅλοι οἱ μαντατοφόροι ἐπῆγαν ἔμπροσθεν τον σουλτάνου καὶ εἶπαν του καταληπτῶς τὴν μαντατοφορίαν τους· καὶ ὀπίσω εἰς πολλὲς διαφορὲς καὶ ἔννοιες ὁποῦ ἐκαταδικάζουνταν, ἐστερεῶσαν τὴν ἀγάπην, ἡ ποία νὰ ᾖνε εἰς καλὴν καὶ εὐλογημέ- νην ὥραν. Καὶ ὁ σουλτάνος ἔμοσεν ἀπάνω εἰς τὸν Κόραν καὶ εἰς τὸ σπαθὶν τὸ γυμνόν, νὰ κρατήσῃ στερεωμένην τὴν ἀγάπην καὶ κατὰ τὰ στοιχήματα τὰ ἔχουν συνειθισμένα· ὁμοίως οἱ μαντατοφόροι τῶν κουμουνίων καὶ τῆς Κύπρου ἐμόσασιν εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον νὰ κρατήσουν τὴν ἀγάπην στερεωμένην. Καὶ μοναῦτα ὁ σουλτάνος ὥρισεν δύο ἀμιράδες μεγάλους ἀνθρώπους νὰ ἔλθουν μαντατοφόροι εἰς τὴν Κύπρον νὰ δώσουν τὰ χαρτία καὶ τὰ στοιχήματα τῆς ἀγάπης, καὶ νὰ ᾿μόσουν ἔμπροσθέν τους διὰ ὄνομαν τοῦ σουλτάνου, καὶ ὁ κουβερνούρης ἔμπροσθεν τοὺς ἀμιράδες διὰ ὄνομαν τοῦ ρηγάτου νὰ κρατήσῃ στερεωμένην τὴν ἀγάπην καὶ τὰ στοιχήματα.
Τότε ἐξέβησαν ὅλοι οἱ μαντατοφόροι καὶ οἱ δύο ἀμιράδες τοῦ Καργίου καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Αλεξάνδραν, καὶ πεσώννοντά τους ἐκεῖ ἐπέψασιν δύο κάτεργα καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κύπρον εἰς τὸν κουβερνούρην νὰ τοῦ φέρουν τὰ μαντάτα τῆς αγάπης, τὰ ποῖα κάτεργα ἦτον τὰ ροδίτικα. Καὶ τῇ κθʹ μηνὸς σεπτ(εβ)ρ(ίου), ατοʹ Χριστοῦ, ἐράξαν εἰς τὴν Ἀμόχουστον τὰ ςʹ κάτεργα, τὰ δʹ τῶν κουμουνίων καὶ τὰ δύο τὰ κυπριώτικα, καὶ ἐφέραν τοὺς μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου, καὶ οἱ Κυπριῶτες, καὶ τῶν κουμουνίων, καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κύπρον, τουτἔστιν εἰς τὴν Λευκωσίαν, καὶ ἐπερίλαβάν τους μὲ μεγάλην τιμὴν καὶ χαράν, καὶ ἐπέψαν τους εἰς ὄμορφα ἀπλικία καὶ ἀναπαύτησαν.
Καὶ [τἄπισα] ὥρισεν ὁ κουβερνούρης καὶ ἦ(λ)θαν ὀμπρός του· καὶ ἐμήνυσεν καὶ τοῦ ἀδελφοτέκνου του τοῦ ρηγὸς καὶ ἦλθεν, καὶ οὕλους τοὺς ἀφέντες τοῦ ρηγάτου. Καὶ ἐνέβησαν οἱ μαντατοφόροι τοῦ σουλτάνου καὶ δὲν ἐχαιρέτησαν τὸν ρήγαν πρεπάμενα οὐδὲ τὸν κουβερνούρην, ἀμμὲ μὲ μεγάλην σουπερπίαν εἶπαν τοῦ πρίντζη καὶ τοῦ ρηγός: «Ἀφέντες, ὁ ψηλότατος ἀφέντης ὁ μέγας σουλτάνος πόλεως Καργίου καὶ τῆς Βαβυλωνίας καὶ ἀφέντης τῶν νησσίων καὶ ἀφέντης μας χαιρετᾷ σε καὶ πολομᾷ σε νὰ ἠξεύρῃς πῶς ἐσυμπάθισέν σου ἀπὸ τὸ πταίσιμόν σας, ὅτι ὁ πατήρ σου ὁ ρὲ Πιὲρ ἦτον ἡ ἀφορμὴὺτούτης τῆς μάχης, ὅτι ἐκόμπωσέν τον καὶ ἦλθεν εἰς τοὺς τόπους τοῦ ἀφέντη μου, καὶ ἐποῖκεν πολλὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὴν Αλεξάνδραν καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς, τόπους· ὅμως ἐσυγχώρησέν τα ὅλα, καὶ τώρα ἐστερέωσεν τούτην τὴν ἀγαπην, ὄχι δι᾿ ἄλλον παρὰ διὰ τὲς μεγάλες παρακάλεσες τῶν κουμουνίων, καὶ βλέπε μηδὲν ᾖστε ἀπότορμοι ἀππὦδε καὶ ὀμπρὸς νὰ ποίσετε τίτοια πράματα, καὶ ἀλλοίως ἂν δοκιμάσετε, θέλετε τὸ νώσειν ἐσεῖς καὶ ὄχι ἄλλος.»
Γροικῶντα ὁ κουβερνούρης τίτοια λογία ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, ἐθυμώθην, καὶ ἀρωτᾷ τὸν σὶρ Τζουὰν Πεντουὴν καὶ τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων, ἀνὲν καὶ ᾿γροικῆσαν τοῦ σουλτάνου καὶ εἶπεν τίτοια λογία καὶ ἀναπειλήματα. Καὶ κεῖνοι ἀπολογήθησαν καὶ εἶπαν: «Ἀφέντη, ὁ κύριος οἶδεν ὅτι τώρα τὰ ἐγροίκησα τοῦτα τὰ λογία, ὁ δὲ ὁ σουλτάνος μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ πολλὴν ἀγάπην ἐστερέωσεν καὶ ἐβεβαίωσεν τὴν αὐτὴν ἀγάπην.» Τότε μὲ πολλὺν θυμὸν καὶ ὀργὴν ἐνέβην εἰς τὸ παλάτιν καὶ ὥρισεν μοναῦτα νὰ τοὺς βάλουν εἰς τὴν φυλακὴν τοὺς μαντατοφόρους τοῦ σουλτάνου· καὶ οὕτως ἐγίνετον. Καὶ ἐκαταγνῶσαν τους, καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἐσυγκατέβησαν. Τἄπισα ἐζητῆσαν συμπάθειον τοῦ κουβερνούρη, καὶ ὁ κουβερνούρης διὰ τὸ καλὸν τοὺς πτωχοὺς τοὺς χριστιανούς, ἐσυνγκατέβην ὁ κουβερνούρης, καὶ ἐφῆκεν τους δʹ ἡμέρες εἰς τὴν φυλακήν, καὶ τότε ἔβγαλέν τους· καὶ ἦλθαν ὀμπρός του καὶ ἐδῶκαν λόγον, πῶς συνήθιν ἔχουν οἱ μαντατοφόροι νὰ μεγαλυνίσκουν τοὺς ἀφέντες τους, ὅνταν θέλουν, καὶ νὰ συντύχουν ὀλλίγον δυνατὰ καὶ χωρὶς ἄνκρισιν, διὰ νὰ γενῇ ἡ ἀγάπη ὄμορφη, «τὸ ποῖον πέφτομεν ὡς ἄξιος ἀφέντης καὶ προσκυνοῦμεν τὸ κράτος τῆς βασιλειᾶς σου νὰ μᾶ(ς) συγχωρήσῃς.» Μοναῦτα ὥρισεν καὶ ἐφέραν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ ἔμοσεν ὁ κουβερνούρης νὰ κρατήσῃ τὴν ἀγάπην στερεωμένην μὲ τὴν δικαίαν ἐξουσίαν, χωρὶς καμίαν κακίαν οὒ καμίαν ἀπιστίαν. Ὁμοίως καὶ οἱ μαντατοφόροι τοῦ σουλτάνου τὸ ὅμοιον ἐποῖκαν ὅρκον.
Ὁ κουβερνούρης ἔπεψεν καὶ ᾿διαλαλῆσαν τὴν ἀγάπην εἰς τὴν Λευκουσίαν καὶ εἰς ὅλες τὲς χῶρες τῆς Κύπρου, καὶ ἐπερίλαβεν τὰ χαρτία καὶ τὰ κανισκία τοῦ σουλτάνου, καὶ ἔδωκέν τους ἄλλες γραφὲς καὶ κανισκία νὰ πάρουν τοῦ σουλτάνου, καὶ ἔδωκεν καὶ τοὺς μαντατοφόρους δόκιμα κανισκία, καὶ ἐπολόγιασέν τους, καὶ ἀποχαιρετῆσαν καὶ ἐπῆγαν μὲ τοὺς μαντατοφόρους τῶν κουμουνίων εἰς τὴν Ἀμόχουστον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὰ κάτεργά τους, καὶ ἐπῆγαν μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν Αλεξάνδραν. Καὶ ἐβγάλαν τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν φυλακήν, ὅσους εἶχαν εἰς τὴν Συρίαν, καὶ ὅσους Σαρακηνοὺς εἴχασιν εἰς τὴν Κύπρον εἰς τὲς φυλακές, ὅλους ἐβγάλαν τους, καὶ πασαεῖς ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον του.»
Βλέπε επίσης Amadi, σελ. 428-29, Strambaldi, σελ. 117-25, Florio Bustron, σελ. 277-80, Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 347-50, Iorga, Philippe de Mizieres, σελ. 397-402, Hill, History of Cyprus, II, 374-76.
- [←120]
-
Pauli, Codice diplomatico del Sacro Militare Ordine Gerosolimitano, II (1737), αριθ. lxxxvi, σελ. 108-10: «Και πρώτον ότι την ειρήνη, η οποία έγινε με τον ηγεμόνα τής Αλεξάνδρειας, περιφρουρούσαν και τηρούσαν ολόκληρες γενιές Γάλλων, σύμφωνα με αυτά που περιλαμβάνονται στα άρθρα που έχουν φτιαχτεί» (Et primierement que la paix, qui fu faicte apres la Prince d’Alixandre, soit gardee et observee a toutes generacions francx, selon quelle est contenue es chapitres qui en furent feit) [σελ. 108].
Οι προσκυνητές έπρεπε να πληρώνουν τα ίδια δικαιώματα (drois), που πλήρωναν «πριν από την άλωση τής Αλεξάνδρειας» (avant la prise d’ Alixandre) [για τα ποσά βλέπε στο ίδιο, σελ. 109]. Βλέπε επίσης Mas Latrie, Hist. de l’ile de Chypre, II, 348-49, Hill, History of Cyprus, II, 376, ενώ για τον Λεσκούρ βλέπε J. Delaville le Roulx, La France en Orient au XIVe siècle, Παρίσι, 1886, I, 505-6.
- [←121]
-
Tο κείμενο μιας επικυρωμένης από συμβολαιογράφο περιγραφής αυτόπτη μάρτυρα τής τελετής παρέχεται από τον Louis de Mas Latrie, «Nouvelles Preuves de l’ histoire de Chypre», Bibliothèque de l’ Ecole des Chartes, XXXIV (1873), 75-76, σημείωση, στο Η ζωή τού ένδοξου Άγιου Ιωάννη, απόστολου και ευαγγελιστή, με κάποια θαύματα τού Τιμίου Σταυρού, που διασώζονται στη μεγάλη σχολή τού εν λόγω αγίου και αποκτήθιηκαν από δωρεά στο τέλος τού έτους 1370 (Vita del glorioso S. Giovanni apostolo ed evangelista, con alcuni miracoli della santissima croce che conservasi nella scuola grande di detto santo, avuto in dono fino dall’ anno 1370), Βενετία, 1752.
Βλέπε επίσης Iorga, Philippe de Mézières, σελ. 393-94, 402-3, Boehlke, Pierre de Thomas (1966), σελ. 280, 301-2.
Για ένα σύντομο ιστορικό τής εκκλησίας αυτής και των καλλιτεχνικών της θησαυρών βλέπε G. M. Urbani de Gheltof, Guida storico-artistico della Scuola di S. Giovanni Evangelista in Venezia, Βενετία, 1895, 72 σελ., με οκτώ έγγραφα.