Σημειώσεις κεφαλαίου 8
- [←1]
-
L. T. Belgrano και G. Imperiale (επιμ.), Annali genovesi, V (1929), 16-20.
- [←2]
-
Από τη μεγάλη βιβλιογραφία για τον Σικελικό Εσπερινό και τις συνέπειές του, σημειώνουμε εδώ τους: Bartolommeo di Neocastro, Historia sicula, κεφάλαια 14 και εξής, επιμ. Giuseppe Paladino, στο Muratori, RISS, XIII, μέρος 3 (Μπολώνια, 1921), 11 και εξής, Salimbene, Cronica, επιμ. Holder-Egger, MGH, SS., XXXII (1905-13, ανατύπ. 1963), 508-10, 512, 513, 517, 523 και εξής, 564-65, Ricordano Malispini, Storia fiorentina, Λιβόρνο, 1850, κεφάλαια 220 και εξής, σελ. 504 και εξής και σε πολύ καλύτερη έκδοση από τον Enrico Sicardi, Due Cronache del Vespro in volgare siciliano del secolo XIII (που περιέχει το Rebellamentu di Sichilia … contra re Carlu από ανώνυμο συγγραφέα από τη Μεσσίνα και το Vinuta e lu suggiornu di lu re Japicu in la gitati di Catania το έτος 1287 από τον Frate Athanasiu di Jaci, καθώς και παράρτημα με άλλα σχετικά κείμενα), στο RISS, XXXIV, μέρος 1 (Μπολώνια, 1922), σελ. 81 και εξής, παράρτημα 3. Ο Sicardi συζητά την ιστορικά αξία των σικελικών φιλολογικών πηγών σε εκτεταμένη εισαγωγή (αυτές προσθέτουν πολύτιμα στοιχεία σε επιστολές και έγγραφα τής εποχής, αλλά είναι συχνά αναξιόπιστες).
Από τις δευτερεύουσες εργασίες αρκεί να αναφέρουμε εδώ τον Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1282, αριθ. 11 και εξής, τομ. XXII (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 496 και εξής, τη διάσημη εργασία τού Michele Amari, La Guerra del Vespro Siciliano, 9η έκδοση, 3 τόμοι, Μιλάνο, 1886, τον Otto Cartellieri, Peter von Aragon und the sizilianische Vesper, Χαϊδελβέργη, 1904, ιδιαίτερα σελ. 138 και εξής, την Helene Wieruszowski, «Der Anteil Johanns von Procida an der Verschworung gegen Karl von Anjou», Gesammelte Aufsätze zur Kulturgeschichte Spaniens (Spanische Forschungen der Görresgesellschaft, 1η σειρά), V (Μύνστερ, 1935), 230-39, τής ιδίας, «Conjuraciones y alianzas politicas del rey Pedro de Aragon contra Carlos de Anjou antes de la Visperas Sicillinas», Boletin de la Academia de la Historia, CVII (Μαδρίτη, 1935), 547-602, με είκοσι νέα έγγραφα (τα δύο άρθρα τής κ. Wieruszowski έχουν πρόσφατα ανατυπωθεί στη συλλογή των έργων της με τίτλο Politics and Culture in Medieval Spain and Italy, Ρώμη, 1971, σελ. 173-83, 223-78, ενώ το τελευταίο παρέχεται σε αναθεωρημένη εκδοχή στα γερμανικά ως «Politische Verschworungen und Bundnisse Konig Peters von Aragon gegen Karl von Anjou am Vorabend der sizilianischen Vesper», στο Quellen und Forschungen aus italienischen Archiven und Bibliotheken, XXXVII (1957), 136-91).
Επίσης Εrwin Dade, Versuche zur Wiedererrichtung der lateinischen Herrschaft in Konstantinopel, Ιένα, 1938, σελ. 59 και εξής, Giuseppe La Mantia, «Studi sulla rivoluzione siciliana del 1282», Archivio storico per la Sicilia, VI (1940), 97-135, Steven Runciman, The Sicilian Vespers, Cambridge Univ. Press, 1958, σελ. 201 και εξής και D. J. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus and the West, Καίμπριτζ, Μασσ., 1959, σελ. 344 και εξής.
Υπάρχει έρευνα ορισμένων από τις πηγές στον C. N. Tsirpanlis, «The Involvement of Michael VIII Palaeologus in the Sicilian Vespers (1279-1282)», στο ελληνικό περιοδικό Byzantina, IV (Θεσσαλονίκη, 1972), 303-29. O Δον Πέδρο είχε συγκεντρώσει τις ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις του για τη σικελική επιχείρηση υπό το πρόσχημα μιας σταυροφορίας εναντίον των μουσουλμάνων στη Βόρεια Αφρική. Πρβλ. Wieruszowski, «Conjuraciones y alianzas…», σελ. 583 και εξής, Politics and Culture (αναφέρθηκε πιο πάνω), σελ. 255-64 και La Mantia, «Studi sulla rivoluzione siciliana», σελ. 101-3.
Σύμφωνα με τα Aνδεγαυά μητρώα, που συνοψίζονται από τον Camillo Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Archivio storico italiano, 4η σειρά, IV (1879), 174-75, στις 7 Απριλίου 1282 ο Κάρολος Ανδεγαυός διέταξε τον εξοπλισμό για την ελληνική του εκστρατεία στόλου εικοσιδύο γαλερών και οκτώ πλοίων μεταφοράς, τα οποία, σύμφωνα με εγγραφή με ημερομηνία 11 Απριλίου «θα σαλπάρουν για το νησί τής Σικελίας» (dovranno navigare verso l’isola di Sicilia) [στο ίδιο].
O Σικελικός Εσπερινός είχε συμβεί πριν από δώδεκα μέρες και τώρα ο Κάρολος «άλλαζε γνώμη» (di avere mutato consiglio) όσον αφορά την αποστολή τού στόλου στη Ρωμανία!
- [←3]
-
Adolf Gotdob, Die papstlichen Kreuzzugs-Steuern des 13. Jahrhunderts, Heiligenstadt (Eichsfeld), 1892, σελ. 116 και εξής.
- [←4]
-
Βλέπε τη βούλλα τού Μαρτίνου Δ΄ που αφορίζει τον Πέδρο Γ΄ τής Αραγωνίας, με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1282 [F. Olivier-Martin (επιμ.), Les Registres de Martin IV (1901-35), αριθ. 276, σελ. 109b]:
«… αναζητούσαμε την ειρήνη και εμφανίστηκε πιο σοβαρή θύελλα, που είχε ήδη δημιουργηθεί πριν από λίγο καιρό, όπως πίστευε η κοινή γνώμη και από επακόλουθη επαρκή εξέταση αποκαλύφθηκαν τεχνάσματα και παγίδες».
(…pacem expectavimus et turbinis gravioris tempestas apparuit, machinatis iam dudum, ut communis quasi fert opinio, et subsecutorum consideratio satis incidat evidenter, dolis et insidiis revelatis.)
Για το γεγονός τής συνωμοσίας, την οποία ο Amari απέρριπτε πάντα, προσπαθώντας να δει τον Εσπερινό ως αυθόρμητη εξέγερση των Σικελών πατριωτών εναντίον τής γαλλικής τυραννίας, Πρβλ. Wierustowski, «Conjuraciones y alianzas», σελ. 549 και εξής και La Mantia, «Studi sulla rivoluzione siciliana», ιδιαίτερα σελ. 101 και εξής.
Όπως είναι γνωστό, ο Πέδρο βρισκόταν σε «σταυροφορία» στο Κόλλο (Collo), βόρεια τής Κωνσταντίνης (Constantine, σήμερα στην Αλγερία) εναντίον των Χαφσιδών τής Τύνιδας όταν δύο σικελικές αντιπροσωπείες τον περίμεναν στα μέσα Αυγούστου. Tου έφερναν επείγουσα έκκληση να παρέμβει για λοαριασμό των επαναστατών εναντίον τού Καρόλου Ανδεγαυού, ο οποίος έκανε γρήγορα σχέδια για την ανακατάκτηση τού νησιού. Ο Charles Émmanuel Dufourcq, L’ Espagne catalane et le Maghreb aux XIIIe et XIVe siècles, Παρίσι, 1966, σελ. 248-59 ισχυρίζεται με καλά επιχειρήματα ότι η βορειο-αφρικανικη επιχείρηση τού Πέδρο αποτελούσε η ίδια σοβαρό εγχείρημα, παρά το γεγονός ότι ο Σικελικός Εσπερινός τού έδωσε υπέροχη ευκαιρία κερδοφόρας εκτροπής στη Σικελία, καθώς η εκστρατεία του εναντίον των Χαφσιδών αποτύγχανε.
- [←5]
-
Πρβλ. τη βούλλα τού Κλήμεντος Δ΄ Cum iamdudum tractatum τής 26ης Φεβρουαρίου 1265, στο J. C. Lünig, Codex Italiae diplomaticus, II (Φρανκφούρτη και Λειψία, 1726), στήλες 945 και εξής:
«…Ομοίως οι κόμητες, οι βαρώνοι, οι στρατιώτες και κάθε άνθρωπος ολόκληρου τού βασιλείου και τής προαναφερόμενης περιοχής θα ζουν σε αυτή την ελευθερία, θα έχουν τα προνόμια και θα απολαμβάνουν τις ασυλίες, που είχαν κατά την εποχή τού καθαρής μνήμης Γουλιέλμου, δεύτερου βασιλιά Σικελίας και άλλων σε παλαιότερους χρόνους» [στήλη 962].
(… Item comites, barones, milites, et universi homines totius regni et terrae praedictae vivent in ea libertate, et habebunt illas immunitates illaque privilegia, ipsisque gaudebunt, quas et quae tempore clarae memoriae Guillelmi secundi Siciliae regis et aliis antiquis temporibus habuerunt)
Στο κείμενο αυτό πρβλ. L. Cadier, Essai sur l’ administration de royaume de Sicile sus Charles I et Charles II d’ Anjou, Παρίσι, 1891, σελ. 10-11 και Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1265, αριθ. 20. τομ. XXII (1870), σελ. 152b.
- [←6]
-
O Paul Durrieu, Les Archives angevines de Naples, I (Παρίσι, 1886), 75-76 έχει υπογραμμίσει ότι μια μελέτη των Ανδεγαυών μητρώων παρέχει ευνοϊκή εντύπωση για τις προσπάθειες τού Καρόλου Ανδεγαυού να συντηρεί τη δικαιοσύνη και την κοινωνική ασφάλεια στο βασίλειο τής Σικελίας. Ο Κάρολος υιοθετούσε για το βασίλειό του τον γαλλικό θεσμό των «μονίμων εξεταστικών επιτροπών» (inquisitores curiae), που άκουγαν τα παράπονα εναντίον όλων των βασιλικών αξιωματούχων και διόρθωναν τις παραβιάσεις τους.
Για την πολλαπλότητα των φόρων που συλλέγονταν στο βασίλειο τής Σικελίας (και είχαν κληρονομηθεί από τούς Φρειδερίκο Β΄ και Μάνφρεντ), βλέπε Durrieu, I, 90 και εξής. Διαμαρτυρόμενος για τη σαρωτική καταδίκη από τον Michele Amari τής Ανδεγαυής διοίκησης στη Σικελία, στο La Guerra del Vespro Siciliano, o Leon Cadier, Essai sur l’ administration de royaume de Sicile, ιδιαίτερα σελ. 10-54, 62 και εξής, έχει περιγράψει σε κάποια έκταση τις προσπάθειες τού Καρόλου να παράσχει στο βασίλειο χρηστή διοίκηση και να αποτρέψει κάθε είδους παραβιάσεις των αξιωματούχων και έχει δείξει ότι το μεγάλο διάταγμα μεταρρύθμισης τού Καρόλου τής 10ης Ιουνίου 1282 αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό επανάληψη νόμων και βασιλικών διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί πριν από τον Εσπερινό.
Παρ’ όλα αυτά ο Cadier, ό. π., σελ. 53 παραδέχεται ότι η Ανδεγαυή διοίκηση επιβάρυνε ιδιαίτερα κάποια τμήματα τού βασιλείου και ιδιαίτερα τη Σικελία, ό. π., σελ. 63 και προκαλούσε παράπονα εναντίον υπερβολών και καταπίεσης. Ο πρόλογος τού μεγάλου διατάγματος μεταρρύθμισης τού Καρόλου καθιστά σαφές ότι οι υπήκοοί του είχαν δυστυχώς υποστεί κακομεταχείριση από διεφθαρμένους αξιωματούχους και τα άρθρα μεταρρύθμισης τού πρίγκηπα τού Σαλέρνο (στις 30 Μαρτίου 1283) επιβεβαιώνουν το γεγονός, ό. π., σελ. 77-96.
- [←7]
-
Πρβλ. γενικά Olivier-Martin, Registres de Martin IV, αριθ. 4, 22, 25-34, 54, 74-76, 79, 81, 86-87, 116, 119-21, 140-45, 150 και εξής, κλπ., 161, 163, 180, 204, 222-23. Ο σταυροφορικός φόρος δεκάτης συλλεγόταν ακόμη επιμελώς ύστερα από τον Εσπερινό, όταν προφανώς τον χρησιμοποιούσαν όχι εναντίον των μουσουλμάνων αλλά εναντίον των Καταλανών [στο ίδιο, αριθ. 244-45, 247-48, 272-74, 286, κλπ., 350-52, 356, κλπ.], πράγμα που προκάλεσε τη διαμαρτυρία που αναφέρθηκε στην παπική κούρτη από ένα συλλέκτη φόρου,
«ο οποίος σημείωνε σε επιστολή του ότι σε τμήματα τής Γερμανίας διαδίδεται με δόλιο τρόπο, ότι ο φόρος δεκάτης για τούς Αγίους Τόπους διοχετεύεται σε άλλες χρήσεις, επιστρέφοντας με πονηρό τρόπο στην Εκκλησία τής Ρώμης…» [στο ίδιο, αριθ. 244, σελ. 84-85, παπική επιστολή γραμμένη στο Orvieto στις 13 Ιανουαρίου 1283].
(qui in litteris suis significaverat in Alamaniae partibus dolosam linguam disseminare quod decimam Terrae Sanctae subsidio deputatam in usus alios nequiter ecclesia Romana converteret…)
Όταν στις 12 Ιανουαρίου 1284 ο Μαρτίνος Δ΄ έγραψε ότι «η επιχείρηση των Αγίων Τόπων βρίσκεται πολύ κοντά στην καρδια μας» (Terre Sancte negotio cordi nobis specialiter insidente) [στο ίδιο, αριθ. 433, σελ. 178], είναι δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι σκεφτόταν μόνο τη συλλογή πόρων, για τούς οποίους ήξερε καλά ότι δεν θα χρησιμοποιούσαν σε υπήρεσία εναντίον των μουσουλμάνων. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1283, αριθ. 39 και εξής, τομ. XXII (1870), σελ. 519 και εξής.
- [←8]
-
Olivier-Martin, Registres de Martin IV, αριθ. 116, σελ. 43-44.
- [←9]
-
«… per soccorrerlo nelle spese della guerra contro la Sicilia». Minieri-Riccio, «Il Regno di Carlo I d’ Angiò…», Arch, stor. ital., 4η σειρά, V (1880), 360.
- [←10]
-
Στο ίδιο, V (1880), 358-59 και πρβλ. σελ. 361. Ο Κάρολος τού Σαλέρνο κυβερνούσε τότε ως γενικός εκπρόσωπος τού πατέρα του, ο οποίος βρισκόταν εκτός βασιλείου [Durrieu, Archives angevines, I (1886), 140 και II (1887), 139]. Για τα δάνεια πρβλ. Cadier, Essai sur l’ administration de royaume de Sicile, σελ. 101, ο οποίος παρατηρεί ότι ο Κάρολος Ανδεγαυός είχε εξουσιοδοτήσει τον γιο του να δανειστεί μέχρι 100.000 ουγγιές χρυσού, αλλά δεν σημειώνει ότι το ποσό αυτό αναμενόταν από τον πάπα. Δεδομένου ότι ο Κάρολος σύντομα επεδίωξε επίσης δάνειο 20.000 μάρκων ασημιού από τον Εδουάρδο Α΄ τής Αγγλίας και μικρότερων ποσών από άλλους Φλωρεντινούς και Λουκκέζους τραπεζίτες, ήταν προφανώς προετοιμασμένος για μεγαλύτερο χρέος από 100.000 oυγγιές χρυσού.
- [←11]
-
Minieri-Riccio, ό. π., VII (1881), 8.
- [←12]
-
Στο ίδιο, VII (1881), 8-9 και πρβλ. εγγραφές 27ης Φεβρουαρίου [στο ίδιο, σελ. 9] και 3ης Σεπτεμβρίου [σελ. 304].
- [←13]
-
Πρβλ. Hans E. Rohde, Der Kampf um Sizilien in den Jahren 1291-1302, Βερολίνο και Λειψία, 1913 (στο Abhandlungen zur mittleren und neueren Geschichte, Heft 42).
- [←14]
-
Ο Ιωάννης Βέκκος υποχρεώθηκε επίσης να αποδεχθεί μια αντι-λατινική ομολογία πίστης, το κείμενο τής οποίας παρέχεται από τον αντίπαλο και διάδοχο τού Βέκκου Γεώργιο Κύπρου, Ἔκθεσις τοῦ τόμου τῆς πίστεως κατά τοῦ Βέκκου, PG 142, στήλες 237-38, για το οποίο σημειώστε J. D. Mansi, Concilia, XXIV (1780, ανατύπ. 1903), στήλες 596-608, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1284, αριθ. 44 και εξής, τομ. XXII (1870), σελ. 544 και εξής και V. Grumel, «Le IIe Concile de Lyon et la reunion de l’ eglise grecque», Dictionnaire de theologie catholique, IX-1 (Παρίσι, 1926), στήλες 1403-9. Για το Βυζάντιο μετά τον θάνατο τού Μιχαήλ Η΄ βλέπε γενικά A. E. Laiou, Constantinople and the Latins, 1282-1328, Καίμπριτζ, Μασσ., 1972.
Βλέπε Γεώργιο Παχυμέρη, Ανδρόνικος Παλαιολόγος, I, 8-11 CSHB, Βόννη, II, 25-36:
Έτσι λοιπόν, κερδίζοντας τούς επισκόπους, κερδίζοντας με κάθε τρόπο και τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο, έναν αξιόλογο άνθρωπο, τοποθέτησαν δύο έδρες, τη μία άδεια, για να τιμήσουν και να εκπροσωπήσουν τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, την άλλη για να υποδεχθεί τον πατριάρχη Αλεξάνδρειας που προήδρευε. Παρουσιάζονται ως νόμιμοι εκπρόσωποι τού ήδη άρρωστου πατριάρχη και συγκροτούν τη σύνοδο των αρχιερέων. Παρών ήταν εκεί και ο μεγάλος λογοθέτης, παρών ήταν επίσης ο Γεώργιος τής Κύπρου και ο ρήτορας Ολόβωλος, που μόλις είχε φύγει από το μοναστήρι τού Μεγάλου Αγρού και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και ο μοναχός Θεοδόσιος Σαπωνόπουλος, τον οποίο ο ηγεμόνας υπολόγιζε μεταξύ των πρωτονοταρίων του και ο οποίος ακολούθησε τη μοναστική ζωή, καθώς και πλήθος άλλων ιεραρχών.
«Τότε δ´ οὖν ὑποποιούμενοι μὲν ἀρχιερεῖς, ὑποποιούμενοι δὲ παντοίως καὶ τὸν Ἀλεξανδρείας πατριάρχην Ἀθανάσιον, ἄνδρα πολλοῦ τινὸς ἄξιον, θρόνους τε προτιθεῖσι δύο, ὃν μὲν κενὸν εἰς τιμὴν καὶ σχῆμα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὃν δὲ τὸν Ἀλεξανδρείας προκαθεζόμενον ἔχοντα. Καί γ´ ἑαυτοὺς καθιστῶσιν εἰς δικαίῳ τοῦ πατριάρχου ἤδη νοσοῦντος τοποτηροῦντας, σύνοδόν τε συγκροτοῦσιν ἀρχιερέων, παρόντος μὲν ἐκεῖσε καὶ τοῦ μεγάλου λογοθέτου, παρόντος δὲ καὶ Γεωργίου τοῦ Κυπρίου καὶ τοῦ ῥήτορος Ὁλοβώλου, ἄρτι ἐκ τῆς τοῦ μεγάλου Ἀγροῦ μονῆς ἐπιδεδημηκότος τῇ Κωνσταντίνου, καί γε τοῦ μοναχοῦ Θεοδοσίου Σαπωνοπούλου, ὃν ἐν πρωτονοταρίοις ἔχοντος τοῦ κρατοῦντος ὁ μοναχὸς διεδέξατο βίος, καὶ ἄλλων πλείστων προκαθημένων.
Ήθελαν να λογοκρίνουν ό,τι είχε γραφτεί, όχι τόσο με σιωπηλό προβληματισμό, εγκρίνοντας τα βέβαια και επικρίνοντας όσα ήσαν παράλογα. Αλλά, επειδή προέκυπταν σκάνδαλα, αν οι συγγραφείς είχαν ορθό δόγμα, δεν σκόπευαν να τούς υποβάλουν σε εξέταση, αλλά, μόνο επειδή είχαν ειπωθεί δόγματα, είχαν γραφτεί κείμενα και είχαν δοθεί για να ακουστούν οι λόγοι των πατέρων. Θεωρώντας ότι επρόκειτο για σοβαρό παράπτωμα, έκριναν όσους δεν ήξεραν καν τι είναι αίρεση σαν επικίνδυνους παραβάτες και απαιτούσαν ομολογίες πίστης από ανθρώπους που προσπαθούσαν να μην παρεκκλίνουν πραγματικά από την ευθεία με κανέναν τρόπο. Αν κάποιος ψιθύριζε ότι είχε γράψει πάνω στο δόγμα, δεν ήταν η γραφή, αλλά ο συγγραφέας εκείνος τον οποίο κατηγορούσαν και υπέβαλαν σε ακραίες ποινές.
Καὶ τὰ τῶν γραφέντων εὐθύνειν ἠβούλοντο, οὐκ εἰρηνικῇ σκέψει μᾶλλον, τὸ μὲν ἀσφαλὲς ἐγκρίνοντες τὸ δ´ ἀπεμφαῖνον εὐθύνοντες· ἀλλ´ ὅτι τὰ σκάνδαλα ᾔρετο, κἂν καλῶς οἱ γράφοντες εἶχον τῆς δόξης, οὐχ ὅπως ἔκρινον ἐξετάζειν, ἀλλὰ μόνον ὅτι καὶ δόγματα ἐλαλήθησαν καὶ γραφαὶ ἀνεπτύχθησαν καὶ λόγοι πατέρων εἰς ἀκοὴν ὠτίου ἐτέθησαν, μεγίστην ταῦτα παραβασίαν ἡγούμενοι, τοὺς μηδ´ ὅ τι καὶ αἵρεσις εἴη γινώσκοντας ὡς τὰ μέγιστα παραβάντας ἔκρινον, καὶ μηδὲν ὀρθοῦ ὅλως παρεκκλῖναι διατεινομένους λιβέλλους ἐζήτουν πίστεως. Εἰ δ´ ἔγρυξέ τις περὶ δογμάτων γράψας, οὐ τὸ γραφέν, τὸν γράψαντα δ´ αἰτιώμενοι καταδίκαις ὑπῆγον ἐσχάταις.
Προηγουμένως ο ίδιος ο μέγας λογοθέτης, που ήταν ένθερμος υπέρ των δογμάτων όπως φαινόταν, έδωσε το έργο του να καεί, όχι επειδή είχε κάνει λάθη, όπως ομολόγησε ο ίδιος ενόρκως ενώπιον τής συνόδου, όταν έγραφε για τα δόγματα, αλλά επειδή τού Πέρασε από το μυαλό να γράψει και να συλλέξει αποσπάσματα από τούς πατέρες που τού φάνηκαν χρήσιμα για τις ενέργειες που βρίσκονταν σε εξέλιξη εκείνη τη στιγμή, και αυτό ενώ πολλές σημαντικές προσωπικότητες είχαν χρησιμοποιήσει προηγουμένως αυτά τα κείμενα για παρόμοιες περιπτώσεις. Επειδή όμως δεν ειπώθηκαν σε καιρό ειρήνης, αλλά όταν τρομερά και με βρυχηθμό κύματα συγκλόνιζαν την Εκκλησία από την εξέγερση τού πλήθους, και ταυτόχρονα επειδή φαινόταν ότι θα υπερέβαινε την ευσέβεια, δεν παρέδωσε στη φωτιά ως αποσπάσματα από τούς πατέρες εκείνα που είχε συντάξει, αλλά ως προσωπικό του σύγγραμμα.
Καὶ προηγουμένως αὐτὸς δὴ ὁ τῶν λογοθετῶν μέγας, ὁ καὶ πῦρ πνέων ὑπὲρ δογμάτων, ὡς ἐῴκει, παρεῖχε τὸ σύγγραμμα καίεσθαι, οὐχ ὅτι ἔσφαλταί οἱ, καθὰ δὴ καὶ αὐτὸς ἔνορκος ἐπὶ τῇ συνόδῳ διωμολόγει, αὐτόθεν λογογραφοῦντι περὶ δογμάτων, ἀλλ´ ὅτι γράφειν ἐπῄει καὶ συντάττειν πατέρων ῥητὰ χρήσιμά πως δοκοῦντά οἱ πρὸς τὰ τότε τελούμενα, ταῦτα καὶ πολλῶν πρότερον καὶ μεγάλων αὐτοῖς δὴ συγχρησαμένων ἐφ´ ὁμοίαις ταῖς ὑποθέσεσιν· ἀλλ´ ὅμως ἐπείπερ οὐκ ἐν καιρῷ εἰρήνης ἐλέχθησαν, ἀλλ´ ὅτε δεινόν τι κῦμα καὶ τετριγὸς κατεστρόβει τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τῆς τῶν πολλῶν ἀνεγέρσεως, ἅμα δὲ καὶ τῷ δοκεῖν περιεῖναί οἱ τῆς εὐσεβείας, οὐχ ὡς ῥητὰ πατέρων ἐδίδου τὰ συνταχθέντα πυρί, ἀλλ´ ὡς ἴδιον σύγγραμμα.
Ακολούθησε και το σύγγραμμα τού πρώην μεγάλου λογοθέτη, που είχε επίσης τον ίδιο χαρακτήρα. Απευθύνοντας μομφές και σε άλλους ανθρώπους που είχαν την ιδέα να γράψουν και να υπενθυμίσουν μόνο τα δόγματα, παρέδιδαν τα βιβλία τους στη φωτιά.
Καθεξῆς δ´ ἐπὶ τούτῳ καὶ τὸ τοῦ παλαιοῦ μεγάλου λογοθέτου σύγγραμμα, ὁμοίως κἀκεῖνο ἔχον, καὶ ἄλλοις οἷς γράφειν ἐπῄει καὶ μόνον μεμνῆσθαι δογμάτων ἐπάγοντες μῶμον, πυρὶ παρεδίδουν τοὺς τόμους.
Από τότε δεν άφηναν από τις κατηγορίες τους ούτε τον πρώην πατριάρχη Ιωάννη, αλλά τον κατηγορούσαν ακόμη περισσότερο για αίρεση, επειδή, εξετάζοντας εξονυχιστικά την αλήθεια των ρητών των πατέρων, διέτρεχε φυσικά τον κίνδυνο να δώσει επιχειρήματα στους κατηγόρους και εμβαθύνοντας πολύ στο νόημα των ρητών, τολμούσε να εξηγήσει με σκέψεις ό,τι υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου. Είναι προτιμώτερο να σιωπάς και να τιμάς τα πράγματα τού Θεού, παρά να τα διατυπώνεις σε ομιλίες και να τα αποδεικνύεις.
Ἐντεῦθεν οὐδὲ τὸν πατριαρχεύσαντα Ἰωάννην αἰτιῶν ἠφίουν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἐκεῖνον αἰτίαις ὑπῆγον αἱρέσεως, ὅτι καὶ ἐπὶ τοῖς πατέρων ταῖς ἀληθείαις ῥητοῖς λιχνευσάμενος ἀντιλαβὰς διδόναι τοῖς αἰτιωμένοις ὡς εἰκὸς ἐκινδύνευε, καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς ταῖς ἐννοίαις τῶν ῥητῶν ἐμβαθύνων ἐπὶ τοῖς ὑπὲρ νοῦν ἀνθρωπίναις διανοίαις παρατολμᾶν· τὰ γὰρ περὶ θεοῦ σιωπῇ μᾶλλον ἔχειν τε καὶ τιμᾶν ἢ λόγοις συνιστᾶν καὶ δεικνύειν πέφυκεν.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος δεν αρκέστηκε να δεχτεί τη διαβεβαίωση των πατέρων ότι, στη θεολογία τού Πνεύματος, το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα «διά» τού Υιού, αφού και οι πατέρες μας είχαν αποτολμήσει προσθήκη σε αυτήν την ίδια την ακατανόητη «εκ τού Πατρός» εκπόρευση τού Πνεύματος, με το οποίο θα μπορούσε ίσως να θεραπεύσει την προσθήκη των Ιταλών, αν το επιδίωκε, αλλά υποβάλλοντας επίσης σε εξέταση και ερευνώντας με ανθρώπινα νοήματα εκείνη που βρίσκονται πέρα από τη νόηση, χωρίς να το γνωρίζει, κατηγορούσε τον εαυτό του με αφόρητες κατηγορίες.
Ἐκεῖνος τοίνυν τὸ ἐκ πατρὸς δι´ υἱοῦ τὸ πνεῦμα παρὰ τῶν πατέρων λεγόμενον ἐκπορεύεσθαι ἐπὶ τῇ θεολογίᾳ τοῦ πνεύματος, μὴ τοῦτο μόνον λαμβάνων ὅτι πρόσθεσις καὶ παρὰ τοῖς ἡμετέροις πατράσι τετόλμηται ἐπ´ αὐτῇ δὴ ταύτῃ τῇ ἀνεννοήτῳ ἐκ πατρὸς ἐκπορεύσει τοῦ πνεύματος, ἐφ´ ᾧ γε τὴν προσθήκην τῶν Ἰταλῶν ἰᾶσθαι μετρίως ἴσως, εἴπερ ἐβούλετο, ἀλλὰ καὶ διδοὺς ἐξετάσεσι καὶ τὰ ὑπὲρ νοῦν ἐρευνῶν ἀνθρωπίνοις νοήμασιν ἔλαθεν οὐκ οἰσταῖς αἰτίαις περιβαλὼν ἑαυτόν.
Δεν είναι χειρότερο να πούμε και να αποκαλύψουμε τι συνέβη και τι γραπτά καταβρόχθισε, πριν βρεθεί εγκλωβισμένος σε ολέθριες κατηγορίες και, παρόλο που ήταν μόνος, αφού κανείς άλλος δεν τολμούσε να συνεργαστεί, να τολμήσει να πλεύσει στον απέραντο ωκεανό τής θεολογίας με το μικρό καράβι τού ανθρώπινου πνεύματος, που κινείται με πανί από τον ζήλο του για ειρήνη, όπως νόμιζε, και με εμπιστοσύνη στους μεταγενέστερους, όπως έλεγε, ακόμη κι αν οι σύγχρονοί του δεν ενέκριναν την προσπάθειά του.
Οὐ χεῖρον δ´ εἰπεῖν καὶ διασαφῆσαι τό γε ξυμβεβηκός, καὶ τίσι περιπαρεὶς τῶν γραφῶν οὐ καλαῖς ταῖς αἰτίαις ξυνείχετο, κἂν μόνος ἐκεῖνος, μηδενὸς ἄλλου συμπράττειν τολμῶντος, θεολογίας ἄπειρον πέλαγος μικρῷ τινὶ ἀκατίῳ, ἀνθρωπίνῳ νοΐ, παραμετρεῖν ἐτόλμα πειρᾶσθαι, τῷ ὑπὲρ τῆς εἰρήνης ζήλῳ ὥσπερ τινὶ φώσσωνι, ὡς ἐκεῖνος ᾤετο, κουφιζόμενος, πιστεύων τοῖς ὀψιγόνοις, ὡς ἔλεγε, κἂν οἱ παρόντες οὐκ ἀπεδέχοντο τὸ ἐγχείρημα.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, μελετώντας με μεγάλη προσοχή τα συγγράμματα των αγίων, έμαθε αφενός ότι το Άγιο Πνεύμα, όπως πολλοί από αυτούς επανειλημμένα επιβεβαίωσαν, προέρχεται, λάμπει, χορηγείται, προχωράει από τον Πατέρα μέσω τού Υιού. Βρήκε, από την άλλη, τη λέξη «εκπορεύεται», που αναφέρεται πρώτα από τον μεγάλο Μάξιμο, ύστερα από τον επιφανή θεολόγο Δαμασκηνό, και κατάλαβε πολύ καθαρά ότι εκτός από αυτούς ο Μέγας Ταράσιος και όλη η έβδομη σύνοδος υιοθέτησαν αυτή τη θεολογία στην ομολογία τής πίστης, που απευθυνόταν στους ανατολικούς πατριάρχες. Ανακάλυψε λοιπόν τα συγγράμματα που συνέθεσε ο Νικήτας, ανιψιός τού επισκόπου Μαρωνείας και χαρτοφύλαξ και αργότερα προέδρος τής Θεσσαλονίκης, και επιπλέον τού Νικηφόρου Βλεμμύδη, και σκόπευε να τα υποστηρίξει ακριβώς υπέρ των Ιταλών ως δήθεν απάντηση. Ανακάλυψε επίσης τον ακόλουθο ισχυρισμό από τον ίδιο τον Φώτιο, ότι και ο Αμβρόσιος και ο Αυγουστίνος και, τρίτον, ο Ιερώνυμος έτσι με την προσθήκη θεολογούσαν για το Άγιο Πνεύμα, αλλά ούτως ή άλλως ως Ρωμαίοι και σε καμία περίπτωση ως Έλληνες έγραφαν και μιλούσαν για την προσθήκη. Ο Βέκκος καταδίκασε απόλυτα τη λύση τού Φωτίου για την αδυναμία της, σαν να ήταν σωστό ο ίδιος πατέρας αλλού να εξυψώνεται ως Έλληνας και αλλού να κατηγορείται για αίρεση ως Ρωμαίος, αλλά, όσον αφορά τον Ιερώνυμο και τον Αυγουστίνο, παραδεχόταν το μεγαλείο τού πρώτου, ο οποίος μορφώθηκε από τον Δαμάσο και ο οποίος ήταν σύγχρονος τού περίφημου Βασιλείου τού Μεγάλου, καθώς και το μεγαλείο τού Αυγουστίνου τού Ιππώνος, που ανακηρύχθηκε σε μακαρία μνήμη και καταξιώθηκε από την έκτη σύνοδο, καθώς και τού Αμβροσίου τού τρίτου, που εορτάζεται και από εμάς στην Εκκλησία. Ότι λοιπόν ο Φώτιος μιλάει και αποφαίνεται με αυτούς τούς όρους για εκείνους, δεν το θεωρούσε λογικό ούτε δίκαιο και πειστικό. Έχοντας εμπιστοσύνη στα έργα αυτών των πατέρων και έχοντας πολύ ανθρώπινο πάθος, είχε τη γνώμη να μοιραστεί και τα συναισθήματά τους, ακόμη κι αν κανένας άλλος δεν ενέκρινε την προσπάθειά του, και, φοβούμενος την απεχθή φήμη που είχε το έργο, ερευνούσε πολύ κοπιαστικά τις γραφές, και από όλες τις ομιλίες των αγίων αντλούσε, για να τις συγκεντρώσει, τις προτάσεις που ήσαν γραμμένες σε αυτές.
Ἐκεῖνος τοίνυν τὰς τῶν ἁγίων γραφὰς ἐπιμελέστερον διερχόμενος, τὸ μὲν ἐκ πατρὸς δι´ υἱοῦ προχεῖσθαι ἐκλάμπειν χορηγεῖσθαι προϊέναι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον πολλῶν καὶ πολλάκις λεγόντων ἐμάνθανε, τὸ δὲ καὶ ἐκπορεύεσθαι πρώτως μὲν παρὰ τῷ μεγάλῳ Μαξίμῳ ῥηθὲν εὕρισκε, δευτέρως δὲ καὶ παρὰ τῷ θεολογικωτάτῳ Δαμασκηνῷ, ἐφ´ οἷς καὶ τὸν μέγαν Ταράσιον σὺν ἑβδόμῃ πάσῃ συνόδῳ, ἐπὶ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως πρὸς τοὺς ἀνατολικοὺς πατριάρχας, ἀριδήλως κατενόει θεολογοῦντας. Εὑρὼν γοῦν τὸν τοῦ Μαρωνείας Νικήταν καὶ χαρτοφύλακα, ὕστερον δὲ καὶ Θεσσαλονίκης πρόεδρον, καὶ ἐπὶ τούτῳ καὶ τὸν Βλεμμίδην Νικηφόρον γραφαῖς συγχρησαμένους εἰς τὴν ὑπὲρ τῶν Ἰταλῶν ὡς δῆθεν ἀπολογίαν, καὶ Φώτιον αὐτὸν λέγοντα ὡς καὶ Ἀμβρόσιός τε καὶ Αὐγουστῖνος καὶ τρίτος Ἱερώνυμος οὕτω μετὰ προσθήκης ἐθεολόγουν περὶ τοῦ πνεύματος, ἀλλ´ ὡς Ῥωμαῖοι πάντως καὶ οὐχ ὡς Γραικοὶ ἔγραφόν τε καὶ ἔλεγον τὴν προσθήκην, τῆς μὲν λύσεως τούτου καὶ λίαν ὡς ἀσθενοῦς κατεγίνωσκεν, ὥσπερ ἂν ἦν ἱκανὸν τὸν αὐτὸν καὶ ἕνα πατέρα νῦν μὲν ὡς Γραικὸν μεγαλύνειν νῦν δ´ ὡς Ῥωμαῖον αἱρέσεως γράφεσθαι, Ἱερώνυμον δὲ καὶ Αὐγουστῖνον τὸν μὲν ὑπὸ Δαμάσῳ παιδευθέντα καὶ σύγχρονον Βασιλείου τοῦ πάνυ καὶ μέγαν ἐγνώριζεν, Αὐγουστῖνον δὲ τὸν Ἱππῶνος καὶ ἐπὶ τῆς ἕκτης συνόδου μακαρίας μνήμης ἠξιωμένον καὶ εὐφημούμενον, τὸν δὲ τρίτον Ἀμβρόσιον καὶ παρ´ ἡμῖν ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας μεγαλυνόμενον. Τὸ γοῦν τὸν Φώτιον οὕτω λέγειν περὶ ἐκείνων καὶ ἀποφαίνεσθαι οὐκ ἔκρινε συνετὸν καὶ ἄλλως δίκαιόν τε καὶ ἰσχυρόν, ἐκείνων δὲ ταῖς βίβλοις προσσχὼν καί τι παθὼν ἀνθρώπινον, φιλοτιμησάμενος, εἴ γε καὶ αὐτὸς σφίσι τῆς γνώμης συνάροιτο, εἰ καὶ οὐδεὶς ἄλλος προσαπεδέχετο τὸ ἐγχείρημα, βάξιν παρηρτημένην ἐντεῦθεν οὐκ ἐπαινετὴν δεδιώς, μέτεισί τε φιλοπονώτερον τὰς γραφὰς καὶ τὰ παρεγγεγραμμένα τοῖς λόγοις ἐκείνων ῥησείδια ἐξ ὅλων λόγων τῶν ἁγίων συνέλεγε.
Από τη μια ανακάλυψε τον Aθανάσιο που έλεγε: «Θα ήταν αδύνατο να αναγνωρίσουμε, στη διάταξη τής Τριάδας, ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Θεό μέσω τού Υιού όχι από προέλευση, αλλά από δημιουργία, όπως λένε». Από την άλλη, ανακάλυψε τα λόγια τού Μεγάλου Βασιλείου: «Ο λόγος τής αλήθειας αναμφίβολα διδάσκει ότι το Πνεύμα έρχεται σε αξίωμα μετά τον Υιό». Τη δήλωση αυτής τής πρότασης τη βρήκε επίσης να είναι παρούσα σε πολλά βιβλία, αλλά να παραλείπεται σε λίγα. Από την άλλη πλευρά, ανακάλυψε ότι ο Γρηγόριος Νύσσης διέκρινε τις κρίσεις για τον Θεό ως εξής: Καθώς πιστεύουμε ότι το ένα είναι η αιτία και το άλλο προέρχεται από την αιτία, για αυτό που προέρχεται από την αιτία αντιλαμβανόμαστε και πάλι μια άλλη διαφορά. Γιατί το ένα έρχεται αμέσως από το πρώτο, ενώ το άλλο από εκείνο που έρχεται αμέσως από το πρώτο». Και πάλι, στο τέλος τού πρώτου βιβλίου των Αντιρρητικών: «Ο Υιός έρχεται μετά τον Πατέρα ως προς την αιτία, ενώ το Πνεύμα έρχεται μετά τον Υιό κατά τον λόγο τής αιτίας». Αλλού ανακάλυψε ότι ο μεγάλος Κύριλλος έλεγε [για το Άγιο Πνεύμα]: «Αυτό που αντλεί την ουσία του και από τούς δύο, δηλαδή από τον Πατέρα διά τού Υιού». Έλεγε επίσης αφενός ότι ο Υιός είναι το στόμα τού Πατέρα και αφετέρου, θεολογώντας για το Άγιο Πνεύμα, ότι «μας υποδεικνύει τη δική του ύπαρξη ως δια στόματος». Κατάλαβε ότι ο Επιφάνιος έλεγε τα ίδια πράγματα σε πολλά μέρη και ξανά και ξανά. Τού φάνηκε λοιπόν καλό να συγκεντρώσει αυτά τα αποσπάσματα και περισσότερα και να εξηγήσει τη θεολογία των πατέρων, όπως την κατανοούσε.
Καὶ νῦν μὲν εὕρισκεν Ἀθανάσιον λέγοντα «ἦν δὲ ἀδύνατον ἐν τῇ τῆς τρίαδος τάξει τὸ πνεῦμα γινώσκεσθαι μὴ προοδικῶς ὂν ἐκ θεοῦ δι´ υἱοῦ, ἀλλὰ ποιητικῶς, ὡς λέγουσι», νῦν δὲ τὸν μέγαν Βασίλειον «ἀξιώματι μὲν δευτερεύειν τοῦ υἱοῦ τὸ πνεῦμα παραδίδωσιν ἴσως ὁ τῆς ἀληθείας λόγος.» τὴν δὲ κατασκευὴν τῆς προτάσεως, ἐν πολλαῖς μὲν τῶν βίβλων κειμένην καὶ ταύτην, ἐν δέ γ´ ἐνίαις παρῃρημένην εὕρισκεν. Ἑτέρωθι τὸν Νύσσης Γρηγόριον οὕτω πως διαιροῦντα τὰς περὶ θεοῦ δόξας ὡς τὸ μὲν αἴτιον πιστεύειν τὸ δὲ ἐκ τοῦ αἰτίου, καὶ ἐξ αἰτίας ὄντος πάλιν ἄλλην διαφορὰν ἐννοοῦμεν· τὸ μὲν γὰρ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου, τὸ δὲ διὰ τοῦ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου. Καὶ αὖθις ἐν τῷ τέλει τοῦ τῶν Ἀντιρρητικῶν πρώτου «δευτερεύει μὲν ὁ υἱὸς τοῦ πατρὸς αἰτίου, δευτερεύει δὲ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ υἱοῦ κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον.» ἀλλαχοῦ δὲ τὸν μέγαν Κύριλλον λέγοντα «τὸ ἐκ ἀμφοῖν οὐσιωδῶς ὑπάρχον, τουτέστιν ἐκ πατρὸς δι´ υἱοῦ», καὶ αὖθις στόμα μὲν τοῦ πατρὸς λέγοντα τὸν υἱόν, θεολογοῦντα δὲ περὶ τοῦ πνεύματος «καθάπερ διὰ στόματος τὴν ἰδίαν ἡμῖν ὑποσημαῖνον ὕπαρξιν.» Ἐπιφάνιον δὲ καὶ ἐν πολλοῖς καὶ πολλάκις τὰ αὐτὰ λέγοντα κατελάμβανεν. Ἔδοξεν οὖν ἐκείνῳ ταῦτά τε καὶ πλείω συνάγειν καὶ λογογραφεῖν τὴν τῶν πατέρων θεολογίαν, ὡς ᾤετο.
Αφενός σκόπευε να θεραπεύσει και να αντιμετωπίσει, τουλάχιστον στο μέτρο τού δυνατού, το ολέθριο κακό τής κατηγορίας κατά των Ιταλών, το οποίο έπληττε και όσους είχαν κοινωνία με τούς Ιταλούς μέσω τής αναφοράς τού ονόματος. Από την άλλη, φοβούμενος μήπως κατηγορηθεί για αναίδεια, έδωσε πρώτα τον φρικτό όρκο να αποφύγει να καταδικάσει τούς δικούς μας ή να τούς κατηγορήσει για παράλειψη και να προσκολληθεί στους Ιταλούς που το έλεγαν καλύτερα ή συλλάβει κάτι παρόμοιο γραπτώς, αλλά να επιδιώξει μόνο προς το παρόν να αντιμετωπίσει την κατηγορία, όχι των Ιταλών, σίγουρα όχι —γιατί εκείνοι, αν και απαλλαγμένοι από την κατηγορία για όλα τα υπόλοιπα, είναι όμως ένοχοι για τη μεγαλύτερη κατηγορία έχοντας τολμήσει να προσθέσουν τη λέξη στο Σύμβολο— αλλά εκείνων που βρίσκονταν σε κοινωνία μαζί τους για χάρη τής ειρήνης και τής παλιάς σταθερότητας. Στην περίπτωση τού μονογενούς Υιού, αντιπαράθετε την πρόθεση «εκ» στην «διά», σύμφωνα με τη μετατροπή των προθέσεων, όπου αυτή βρισκόταν στα χωρία για τον Υιό. Γιατί αυτό, έλεγε, διδάσκει και το ιερό οπλοστάσιο, το οποίο είναι αποδεκτό μεταξύ των αυθεντικών βιβλίων τής εκκλησίας. Αυτό το έκανε για να συμβιβάσει την προσθήκη των Ιταλών με τα δόγματά μας. Και τέλος το επιστέγασμα τής τόλμης του ήταν ότι βρίσκοντας επίσης τον διαπρεπή θεολόγο Δαμασκηνό, στο δέκατο τρίτο βιβλίο των θεολογικών τού κεφαλαίων, να λέει «παραγωγός από τον λόγο τού αποκαλυπτικού πνεύματος», ερμηνεύοντας τη λέξη παραγωγός [προβολεύς] ως αίτιος (η λέξη δεν μπορούσε να ληφθεί με καμία άλλη έννοια) και ισχυριζόμενος ότι ο Πατέρας ήταν ο αίτιος τού Πνεύματος μέσω τού Λόγου, έδινε χώρο για κατηγορία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί και που δεν ήταν χωρίς σημασία, αυτή τής δοξολογίας και τού Υιού ως αίτιου τής αιτιότητας τού Πνεύματος από τον Πατέρα. Όμως, αν και πρόσφερε τα δικά του λόγια με μετριοπάθεια, όταν κάποιος τού απεύθυνε την κατηγορία ότι λέγονταν πολλά λόγια για τον Θεό και εμπεριείχαν την εμφάνιση κακού, δεχόμαστε τα λόγια ως λόγια αγίων, αλλά δεν παραδεχόμαστε το υποδηλούμενο, έλεγε: «Δεν λέτε ότι ο Πατέρας είναι τέλειος Θεός, ο Υιός τέλειος Θεός και ο Παράκλητος τέλειος Θεός; Επομένως, υπονοώντας ότι υπάρχουν τρεις θεοί, μήπως μολύνουμε τη θεολογία;» Όμως, για να αποφύγει την κατηγορία, επέκτεινε το διάταγμα που διαβάζεται στην εκκλησία την ημέρα τής Ορθοδοξίας, προσθέτοντας σε αυτό τρία σημεία. Υπέβαλε σε τριπλό ανάθεμα όποιον νομίζει ότι ο Υιός είναι η αιτία τού Πνεύματος ή η συναιτία με τον Πατέρα ή όποιον συμφωνεί να κοινωνεί εν γνώσει του με αυτούς που μιλούν και σκέφτονται έτσι. Αυτά έλεγε, αυτά έγραφε. «Αν», έλεγε, «η πρόθεση “διά” υπονοεί κάποια ιδέα αιτιότητας, αυτό είναι τόλμημα να το πεις ή να το σκεφτείς, αλλά, αν κάποιος έχει το θάρρος να το κάνει, θα βεβαιώσει ότι προκύπτει από το κείμενο και θα αναλάβει εξ ολοκλήρου την κατηγορία για το τόλμημα».
Καὶ τὸ ἀτηρὸν μὲν τῆς κατηγορίας τῶν Ἰταλῶν, ὃ δὴ καὶ τοῖς κοινωνοῦσι διὰ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος προσετρίβετο, ἐξιᾶσθαι τέως κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ θεραπεύειν ἠβούλετο· Δεδιὼς δ´ αὖθις καὶ τὰς κατηγορίας τῆς τόλμης, ταῖς ἀληθείαις ὅρκους προανετάττετο τοὺς φρικώδεις ἦ μὴν μὴ ὡς δῆθεν καταγινώσκειν τῶν ἡμετέρων ἢ ἐγκαλεῖν ἐλλείψεως, κἀκείνοις προσκεῖσθαι ὡς κρειττόνως λέγουσιν, ἤ τι τοιοῦτον καὶ ἐννοεῖν γράφοντα, ἀλλ´ ἵνα τέως καὶ μόνον τὸ ἔγκλημα θεραπεύοιτο, οὐ τῶν Ἰταλῶν, οὔμενουν (ἐκείνοις γάρ, κἂν ἐπὶ πᾶσιν ἀφιῶνται τῶν ἐγκλημάτων, ἀλλ´ οὖν τῷ τολμῆσαι προσθεῖναι τῷ συμβόλῳ τὴν λέξιν ἔγκλημα κεῖσθαι τὸ μέγιστον), ἀλλὰ τῶν κοινωνούντων ἐκείνοις εἰρήνης τρόπον καὶ παλαιᾶς καταστάσεως ἕνεκα. Ἀντεπεξῆγε δὲ καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ μονογενοῦς ἐκ εἰς τὴν διὰ κατὰ τὴν τῶν προθέσεων ἀντιπαραχώρησιν, ὅπου ἂν καὶ ἐν τοῖς περὶ τοῦ υἱοῦ τόποις εὑρίσκηται. Οὕτω γάρ φησι διδάσκειν καὶ τὴν ἱερὰν ὁπλοθήκην, βίβλον οὖσαν ἐγκρινομένην ταῖς γνησίαις τῆς ἐκκλησίας. Τοῦτο δ´ ἐποίει τὴν τῶν Ἰταλῶν προσθήκην τοῖς ἡμετέροις βουλόμενος ἐξισοῦν. Καὶ τέλος ἡ κορωνὶς τῆς τόλμης, ὅτι εὑρίσκων μὲν καὶ τὸν θεολογικώτατον Δαμασκηνὸν ἐν τρεισκαιδεκάτῳ τῶν θεολογικῶν αὐτοῦ κεφαλαίων λέγοντα «καὶ διὰ λόγου προβολεὺς ἐκφαντορικοῦ πνεύματος,» ἐκλαμβανόμενος δὲ τὸ προβολεὺς εἰς τὸ αἴτιος (μηδὲ γὰρ εἶναι τὴν λέξιν ἐπ´ ἄλλου σημαινομένου λαμβάνεσθαι) καὶ διὰ λόγου αἴτιον τὸν πατέρα λέγων τοῦ πνεύματος, χώραν αἰτίας δεδώκει καὶ οὐ παροπτέας, οὐδέ γε μὴν τῆς τυχούσης, συνδοξάζειν αἴτιον τὸν υἱὸν ἐπὶ τῇ ἐκ πατρὸς αἰτίᾳ τοῦ πνεύματος. Καίτοι γε τὰ μέτριά γε τοῖς λόγοις αὐτοῦ προσαρχόμενος, ὅτε τις καὶ ἀντεπῆγεν αὐτῷ τὴν αἰτίαν, ὡς πολλῶν ἐπὶ θεοῦ λεγομένων καὶ δὴ καὶ κακίας ἐπιφερόντων ἔμφασιν τὰ μὲν λεγόμενα ὡς ἁγίων ῥήματα προσιέμεθα, τὸ δ´ ὑπεμφαῖνον οὐ προσδεχόμεθα, «λέγετέ» φησιν, «ὦ οὗτοι, θεὸς τέλειος ὁ πατήρ, καὶ θεὸς τέλειος ὁ υἱός, καὶ θεὸς τέλειος ὁ παράκλητος. Ἆρ´ οὖν διὰ τὸ τρεῖς θεοὺς ὑπεμφαίνεσθαι καταρρυπαροῦμεν τὴν θεολογίαν;» τέως εἰς ἀποφυγὴν τοῦ ἐγκλήματος καὶ τρισὶ κεφαλαίοις τὸν ἐπὶ τῇ τῆς ὀρθοδοξίας ἡμέρᾳ ἀναγινωσκόμενον ὅρον ἐπ´ ἐκκλησίας ἐπηύξανε προστιθείς, ποιούμενος ὑπ´ ἀνάθεμα τρίτον τὸν ἤτοι δοξάζοντα ἢ αἴτιον ἢ μετὰ τοῦ πατρὸς συναίτιον τὸν υἱὸν τοῦ πνεύματος, ἢ συγκοινωνεῖν ἐν γνώσει καταδεχόμενον τοῖς οὕτω λέγουσι καὶ δοξάζουσι. Ταῦτα ἔλεγε, ταῦτ´ ἔγραφεν. «εἰ δ´ ἀνήκει τι», φησί, «τῇ διὰ εἰς τὸν τῆς αἰτίας λόγον, τοῦτο τόλμημα μὲν λέγειν ἢ ἐννοεῖν, εἰ δέ τις τολμῴη, τὸ ἐκ τοῦ λόγου μὲν ἐρεῖ ἐμφαινόμενον, αἰτίαν δὲ πάντως ἀποίσεται τοῦ τολμήματος.»
Αυτά λοιπόν στην πραγματικότητα για τον Βέκκο. Τίποτε παραπάνω! Γι’ αυτό και εμείς σκόπιμα παρουσιάσαμε την ιστορία λεπτομερώς, για να καταστήσουμε σαφές πώς και για ποιους λόγους ολόκληρη η Εκκλησία σύντομα θα θέριζε κακοτυχία. Θα ήταν επομένως λογικό, κατά τη γνώμη μου, να μην θιχτούν καθόλου αυτά τα θέματα. Αλλά κι εκείνοι που παρότρυναν τον Βέκκο ήσαν τότε υπεύθυνοι. Γιατί θέλοντας να απαντήσει στους κατηγόρους του για να αποφύγει την κατηγορία τής αίρεσης, δικαίως φάνηκε να βυθίζεται άθελά του στην αίρεση. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν ένα μόνο πράγμα είχαν στον νου τους: να υποτάξουν τον Ιωάννη στον Ιωσήφ και να τον πείσουν να τού ζητήσει συγγνώμη, γιατί, ενώ ζούσε εκείνος [ο Ιωσήφ], τόλμησε [ο Ιωάννης] να ανέβει στον θρόνο και επειδή [ο Ιωάννης] δεν δεχόταν την ειρήνη, αποσύρθηκε [ο Ιωσήφ] για αυτήν, εκείνος [ο Ιωάννης] όχι μόνο αποδέχθηκε τη θέση τού πατριάρχη, αλλά προσπάθησε ακόμη και με τα γραπτά του να αποδείξει ότι η ενέργεια δεν ήταν κατακριτέα.
Ταῦτα κατὰ τὸν Βέκκον ταῖς ἀληθείαις, καὶ πλέον οὐδέν. Διὸ δὴ καὶ ἡμεῖς ἐξεπίτηδες τὰ τῆς ἱστορίας κατὰ λεπτὸν ἐπλατύναμεν, ἵν´ ᾖ δῆλον ὅπως καὶ ἐφ´ οἵαις αἰτίαις ὅσον οὐκ ἤδη ἡ ἐκκλησία πᾶσα τοῦ κακοῦ παραπολαύειν ἤμελλε. σῶφρον ἦν οὖν κατ´ ἐμὴν γνώμην μηδὲν περὶ τούτων κινεῖσθαι. Ἀλλ´ ὅμως τέως καὶ οἱ ἐκεῖνον ἐποτρύνοντες αἴτιοι· βουλόμενος γὰρ τοῖς αἰτιωμένοις ἀπολογεῖσθαι καὶ ἔγκλημα φεύγειν αἱρέσεως ἔλαθεν αἱρέσει δόξας δικαίως περιπαρείς. Ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἓν εἶχον κατὰ σκοπόν, τὸ καθυποκλῖναι τὸν Ἰωάννην τῷ Ἰωσήφ, καὶ παρ´ ἐκείνου πείθειν ζητεῖν συγγνώμην οἷς ὅτι ζῶντος ἐκείνου ἐπιβῆναι τοῦ θρόνου τολμήσειε, καὶ τὰ τῆς εἰρήνης μὴ καταδεχομένου, ὡς καὶ ὑποχωρεῖν διὰ ταύτην, ἐκεῖνος μὴ ὅτι γε μόνον τὴν πατριαρχείαν καταδέχοιτο, ἀλλὰ καὶ γραφαῖς πειρῷτο δεικνύναι τὴν πρᾶξιν ἀνεπιτίμητον.
Συγκαλούσαν λοιπόν κάθε μέρα όλη τη σύνοδο, και, με το επαναλαμβανόμενο χτύπημα των καμπανών τής εκκλησίας, συγκέντρωναν όχλο και πλήθη κόσμου, που αν πείθονταν ότι είχε διαπραχθεί πράξη ασέβειας, θα παρακινούσαν την επίθεση εναντίον εκείνων που υποψιάζονταν ότι τούς βγάζει από τον σωστό δρόμο και θα απαιτούσαν με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα να κληθεί ο Ιωάννης να δικαστεί. Ως εκ τούτου, ο Ιωάννης ειδοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις να παρουσιαστεί για να δώσει περιγραφή των γραπτών του, τα οποία έδειχναν επίμονα στο πλήθος. Εκείνος, φοβούμενος το παράλογο ξέσπασμα τού πλήθους, δίσταζε για πολλή ώρα και ανέβαλλε την άφιξή του σε εκείνους. Γιατί ο κίνδυνος ήταν προφανής ότι, αν το πλήθος ήταν πεπεισμένο ότι είχε διαπράξει ασέβεια, δεν θα κρατούσε τη σωστή στάση, αλλά θα επιτίθετο με όλη του την ορμή στον ένοχο.
Ὅθεν καὶ ὁσημέραι σύνοδον μὲν ἐντελῆ καθίστων, κρότοις δὲ συχνοῖς τῶν τῆς ἐκκλησίας κωδώνων ξύγκλυδας ξυμφοροῦντες καὶ πλήθη, εἴ πού τις ὡς ἠσέβησαν πείθοι, παρακινησείοντα τὰς ὁρμὰς καθ´ ὧν ἄρα τοῦ ὀρθοῦ παρακινησάντων σφᾶς ὑποπτεύσειαν, καὶ μάλα θερμῶς ἠξίουν τὸν Ἰωάννην καταπέμπεσθαι κριθησόμενον. συχνῶν γοῦν διαμηνυμάτων πρὸς ἐκεῖνον γινομένων ἐφ´ ᾧ παραγίνοιτο λόγον δώσων τῶν γεγραμμένων, καὶ μάλ´ ἐκείνων ἐπιδεικνυμένων τοῖς πλήθεσιν, ἐκεῖνος τὸ ἄλογον τῆς ὁρμῆς τῶν πολλῶν δεδιὼς ἐπὶ πολύ τε ὤκνει καὶ ἀνεβάλλετο τὴν ὡς ἐκείνους ἄφιξιν· δήλην γὰρ εἶναι τὴν παρακινδύνευσιν, εἰ πλῆθος ἀσεβῆσαι πεισθείη, ὥστε μὴ μένειν ἐπὶ τοῦ καθεστηκότος τρόπου ἀλλ´ ὅλαις ὁρμαῖς ἐπὶ τὸν αἴτιον τρέπεσθαι.
Αλλά ο μεγάλος λογοθέτης, αφού περιόρισε σθεναρά τη βιασύνη τού πλήθους, ισχυριζόμενος ότι όποιος ξεσήκωνε ταραχή εναντίον τού Ιωάννη, θα φαινόταν να προσβάλλει τον ίδιο τον αυτοκράτορα, και δηλώνοντας ότι τα προληπτικά μέτρα ήσαν ασφαλή, τον έπεισε έτσι να παρουσιαστεί. Έδωσαν μάλιστα στον ελθόντα την τελευταία θέση και τον ανάγκασαν να απαντήσει από εκεί καθιστός.
Ἀλλ´ ὁ μέγας λογοθέτης ἐμβριθέστερον τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστείλας, ὡς εἰς αὐτὸν βασιλέα τοῦ ἐπ´ ἐκεῖνον ἀτακτήσοντος δόξοντος ἁμαρτεῖν, καί οἱ δηλώσας τὴν εὐτρέπισιν ἀσφαλῆ, οὕτω πείθει παραγενέσθαι. Καὶ δὴ τὸν ἔσχατον τόπον ἐλθόντι δόντες ἐκεῖθεν ἀπολογεῖσθαι καθήμενον κατηνάγκαζον.
Εκείνος, γνωρίζοντας ότι οποιαδήποτε άλλη στιγμή από αυτήν θα ήταν πιο ευνοϊκή για απάντηση, απέδωσε την αιτία των γραπτών του σε συνθήκες, που ομολόγησε ότι δεν υπήρχαν πια. Ζητούσαν κατάσταση διαφορετική από εκείνη τής παρούσας στιγμής, που επειδή άλλαξε, ήταν απαραίτητο να θεωρηθούν και τα γραπτά άκυρα. Γιατί οι αιτίες ήσαν όντως επείγουσες, για τις οποίες είχαν γραφεί και κανείς δεν έσπευσε αυθόρμητα. Το να λέγονται λοιπόν πράγματα, όταν δεν υπάρχουν πια οι λόγοι για τούς οποίους ειπώθηκαν, ήταν τόσο παράκαιρο για εκείνους που ρωτούσαν, όσο μάταιο για εκείνους που απαντούσαν. Χρειαζόταν λοιπόν μόνο η σύνοδος να αποφασίσει, αν εκείνος τον οποίο είχαν καλέσει στην αρχιερωσύνη, χωρίς να το γνωρίζει ή να το ζητήσει, και ο οποίος βρισκόταν πια σε αργία μετά την κατάργηση των αποφάσεων αυτών και την ανάκληση τού αυθεντικού ποιμένα, θα εξακολουθούσε να έχει το αξίωμα που είχε στην αρχή —και οι ίδιοι ήσαν οι δικαστές— όταν τον εξέλεξαν και τον κάλεσαν.
Ἐκεῖνος δὲ πάντα μᾶλλον εἰδὼς ἀπολογίας καιρὸν ἢ ἐκεῖνον, τὴν τοῦ γράφειν αἰτίαν ἐπὶ καιροῖς ἐτίθει, οὓς οὐκ εἶναι τότε διωμολόγει, καὶ πράγμασι ζητοῦσι καὶ ταῦτα, ἄλλως ἢ ὡς τὸ παρὸν ἔχουσιν, ὧν μετακινηθέντων ἀνάγκην εἶναι καὶ τὰ γραφόμενα προσαργεῖν. Αἰτίας γὰρ εἶναι τὰς ἀναγκαίας, δι´ ἃς καὶ γεγράφεσαν, μηδενὸς αὐτόθεν ὁρμήσαντος. Τὸ γοῦν κινεῖν λόγους τῶν πραγμάτων ἀπόντων ἐφ´ οἷς ἐλέχθησαν, ὥσπερ τοῖς ἐρωτῶσιν ἔχειν τὸ παρακαίριον, οὕτω τοῖς ἀπολογουμένοις τὸ μάταιον. Ἀναγκαῖον δ´ εἶναι καὶ μόνον τὴν σύνοδον ἀποφαίνεσθαι εἰ ὃν εἰς ἀρχιερωσύνην προσεκαλέσαντο μήτε μὴν εἰδότα μήτε μὴν ἀξιοῦντα, ἀργήσαντα τέως λυθέντων ἐκείνων καὶ τοῦ γνησίου ἀνακληθέντος ποιμένος, ἄξιόν ἐστι, καὶ αὐτοὶ κρίνουσι, τὴν τιμὴν καὶ ἔτι ἐκεῖνον κατέχειν ἣν ἔσχεν ἀρχῆθεν ψηφιζομένων καὶ προσκαλούντων αὐτῶν.
Ήταν αλήθεια ότι αυτά τα λόγια τρύπησαν σαν καρφί την καρδιά των περισσότερων [επισκόπων], που είπαν: «Πώς θα μπορέσεις να ασκήσεις την αρχιερωσύνη, τώρα που είναι παρών ο αυθεντικός αρχιερέας, εσύ, ένας άνθρωπος που έχεις το καθήκον να εκδώσεις ομολογία τής πίστης και να δώσει επείγουσες διαβεβαιώσεις για την ορθότητα τής θρησκείας;» Αφού λοιπόν απέρριψαν αποφασιστικά το αίτημά του και τον δέχτηκαν για τα υπόλοιπα με καλοσύνη, τον οδήγησαν στον Ιωσήφ και τον έπεισαν να κατευνάσει τον πατριάρχη, ο οποίος, υποτίθεται, είχε θυμώσει από τη μετάνοιά του. Ύστερα εξέδωσαν πράξη να τού επιβάλουν ομολογία ορθοδοξίας, απόρριψη πιθανών παραβάσεων και τέλος παραίτηση από την ίδια την ιερωσύνη, και τού την έδωσαν να υπογράψει. Έτσι, αφού τού έδωσαν τα συνήθη δείγματα καλοσύνης, τον απέλυσαν. Μαθαίνοντας γι’ αυτό αργότερα, ο Ιωσήφ θεώρησε άδικη, γιατί δεν ήταν σύμφωνη με τούς κανόνες, τη βία που είχε ασκηθεί για να παραιτηθεί ένας άνθρωπος προσκολλημένος στην ορθοδοξία.
Τὸ δ´ ἦν ἄρα εἰπόντος ἐκείνου τοῖς πολλοῖς ἧλος κατὰ καρδίας, καὶ «ποῦ γε ἄρα» φασίν «ἀρχιερατεύσεις γνησίου τέως παρόντος ἀρχιερέως, ἀνὴρ καὶ λίβελλον ἐπὶ πίστει δίκαιος ἐκτίθεσθαι καὶ πληροφορεῖν ἐξ ἀνάγκης τὸ ὀρθὸν τοῦ σεβάσματος;» οἱ μὲν οὖν οὕτω παρακρουσάμενοι τὴν ἀξίωσιν ἐμβριθῶς, εὐμενῶς ἄλλως λαβόντες αὐτόν, ἄγουσι παρὰ τὸν Ἰωσὴφ καὶ μετανοίᾳ ἐξιλεοῦσθαι ὡς δῆθεν δυσμεναίνοντα πείθουσιν, εἶτα καὶ λίβελλον ἐκτιθέντες εἰς ὁμολογίαν μὲν τοῦ ὀρθοῦ ἀποβολὴν δὲ τῶν εἴ τι καὶ παρεξελέχθη, καὶ αὐτῆς δὴ τέλος τῆς ἱερωσύνης παραίτησιν, ὑπογράφειν διδοῦσι, καὶ οὕτω τὰ εἰκότα φιλοφρονησάμενοι ἀποπέμπουσιν. Ὅπερ μαθὼν ὕστερον Ἰωσὴφ τὴν ἐπὶ τῇ παραιτήσει βίαν ὀρθοσεβοῦντος ὡς οὐ κανονικὴν ἄδικον ἔκρινεν.
Αμέσως μετά, έπεισαν τον αυτοκράτορα να απελάσει στην Προύσα τον άνδρα με τον οποίο είχαν μόλις συμφιλιωθεί. Όμως ο αυτοκράτορας, που τού χορήγησε επαρκές επίδομα διατροφής, παρέδωσε μεν τον Ιωάννη σε εκείνους που θα τον πήγαιναν στην Προύσα, αλλά χρησιμοποίησε αυτούς τούς ανθρώπους για να διευθετήσει άλλα θέματα όσο καλύτερα μπορούσε, μόλις θα έκαναν πρόταση. Άκουγε πρόθυμα τις παρεμβάσεις τους και ικανοποιούσε πολλές επείγουσες ανάγκες σύμφωνα με τις υποδείξεις τους. Υποστήριζε με τις διαθέσεις τής καρδιάς του και με τις επιστολές του, τις απόψεις που εξέφραζαν και από τις οποίες η πρώτη και σημαντικότερη ήταν ότι ο εκλιπών δεν έπρεπε ποτέ να αξιωθεί ούτε καλή μνημόνευση, ούτε ψαλμωδία, ούτε ταφή. Τέτοιες ήσαν λοιπόν οι απαιτήσεις αυτών των ανθρώπων, ενώ ο αυτοκράτορας, πεπεισμένος ότι είχε απαλλαγεί από τις δυσκολίες, πίστευε στην απόλυτη επιτυχία. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλώς όνειρο.
Ὀλίγον τὸ μεταξύ, καὶ βασιλέα πείθουσιν εἰς Προῦσαν περιορίζειν ᾧ τέως καὶ διελύοντο. Ἀλλ´ ὁ βασιλεὺς τάξας αὐτῷ καὶ τὸ σιτηρέσιον αὔταρκες, ἐκεῖνον μὲν τοῖς ἀπάξουσιν ἐπὶ Προύσης ἐκδίδωσιν, αὐτοῖς δ´ ἐχρῆτο τῶν ἄλλων ἐνευκαιρήσας, εἴ τι ἄρα προτείνειαν, καί γε ἡδέως μὲν ἤκουε μεσιτευόντων, πολλὰ δ´ ἐξεπλήρου τῶν ἀναγκαίων ὑπομιμνησκόντων. Ἐβεβαίου δὲ καὶ τὰς γνώμας λεγόντων καὶ προθέσει καρδίας καὶ γράμμασιν, ὧν τὸ μεῖζον καὶ πρῶτον μὴ ἄν ποτ´ εὐφήμου μνήμης, μὴ ψαλμῳδίας, μὴ ταφῆς ἀξιωθῆναι τὸν ἀποιχόμενον. Οἱ μὲν οὖν οὕτω ταῦτα, βασιλεὺς δ´ οἰόμενος πραγμάτων ἀπαλλαγῆναι τὸ πᾶν κατορθοῦν ἐνόμιζε. Τὸ δ´ ἄρα ἦν ὄνειρος».
Στο ιδιο, I, 14, CSHB, Βόννη, II, 42-43:
Αποφασισμένος λοιπόν να ακολουθήσει τη μέση οδό, για να μην εξοργίσει τούς μεν [τους Αρσενίτες] και να παραχωρήσει στους δε [τους οπαδούς τού Ιωσήφ] εκείνα που ζητούσαν (αν και δεν ζητούσαν τίποτε λιγότερο από την κατάλυση, τρόπος τού λέγειν, τής εκκλησίας), ο αυτοκράτορας επέλεξε ως πατριάρχη τον Γεώργιο τής Κύπρου. Ήταν άνθρωπος γεννημένος στα γράμματα, που είχε τη χειροτονία του από τον πατριάρχη Ιωσήφ και που έφερε στο παλάτι το αξίωμα τού πρωτοαποστολαρίου. Με αυτό το μέτρο, ο αυτοκράτορας φαινόταν να επιδιώκει την εύνοια των Ιωσηφιτών λόγω τής χειροτονίας του και να ελπίζει ένθερμα να κερδίσει τούς Αρσενιάτες στην ειρήνη, εμποδίζοντας την εκτέλεση των διαταγών σχετικά με την Εκκλησία που είχε πάρει ο Ιωσήφ. Ο αυτοκράτορας δεν ήθελε να αφήσει την ελευθερία εκλογής πατριάρχη στους επισκόπους, αλλά ούτε θεωρούσε πάλι αξιοπρεπές και σκόπιμο να τον προάγει χωρίς ψήφο. Προτίμησε λοιπόν τη δράση και σε κατάλληλη στιγμή πήρε έναν προς έναν ορισμένους επισκόπους από τούς πιο εξέχοντες και τούς κοινοποίησε την απόφασή του, διαβεβαιώνοντάς τους όσο καλύτερα μπορούσε ότι δεν ενέχει κανένα κίνδυνο για αυτούς στο μέλλον και ταυτόχρονα θεώρησε ότι η συγκατάθεσή τους είχε αξία ψήφου.
«Τῷ τοι καὶ τὴν μέσην ἐγνωκὼς βαδίζειν, ὡς μήτ´ ἀνιᾶν τούτους, κἀκείνους δέχεσθαι τῷ τὰ ζητούμενα παρ´ ἐκείνων συγχωρεῖν γίγνεσθαι (τὰ δ´ ἦσαν πάντως ἡ τῆς ἐκκλησίας ὡς εἰπεῖν μεταποίησις), ἐκλέγεται μὲν εἰς πατριάρχην τὸν ἐκ Κύπρου Γεώργιον, ἄνδρα λόγοις ἐντραφέντα καὶ σφραγῖδα τοῦ πατριάρχου Ἰωσὴφ φέροντα, τὸ τοῦ πρωτοαποστολαρίου εἰς ἀνακτόρων ἐπιφερόμενον σέμνωμα, κἀν τούτῳ δὲ δόξας Ἰωσηφίτας μὲν ἐκ τῆς σφραγῖδος ὑποποιούμενος, Ἀρσενιάτας δὲ τῷ μὴ κατὰ τὰ διατεταγμένα τῷ Ἰωσὴφ ἐπὶ τῇ ἐκκλησίᾳ συγχωρεῖν γίνεσθαι καὶ λίαν ἐξευμενίζειν εἰς εἰρήνην ἐλπίζων, ἀρχιερεῖς μὲν ἐκείνους καὶ τὴν παρ´ αὐτῶν ἐπὶ τῷ πατριαρχεύσοντι ψῆφον μηδ´ ἴκταρ εἰς νοῦν βάλλων, ἀψηφίστως δὲ πάλιν ἀνάγειν μὴ εὐπρεπὲς δοκιμάζων καὶ εὔσχημον. Μᾶλλον μὲν οὖν τῇ πράξει καὶ εἰς καιρὸν προστησόμενον, τινὰς τῶν δοκούντων ἐκλεξάμενος, καὶ τούτους καθ´ ἕνα, ἅμα μὲν αὐτοῖς τὴν βουλὴν ἐκοινοῦτο, πληροφορῶν ὡς εἶχε καὶ τὸ σφίσιν ἐσαῦθις ἀκίνδυνον, ἅμα δὲ καὶ ὡς ψῆφον τὴν ἀπ´ ἐκείνων ἐκχώρησιν ἐλογίζετο.
Ο αυτοκράτορας πήρε επίσης τη γνώμη τού Αθανασίου, πρώην επισκόπου Σάρδεων, μετέπειτα Ανδρόνικου, τον οποίο αποκαλούσε πατέρα στα γραπτά του, και ως εκ τούτου απάλυνε σε αυτόν τον άνθρωπο τη στέρηση τού αξιώματος τού πατριάρχη, που είχε εργαστεί σκληρά για να το αποκτήσει. Έτσι ο ίδιος ο πατριάρχης προσκύνησε αργότερα για να λάβει την ευλογία του, όχι τόσο από ανάγκη όσο από ισχυρή και ακατανίκητη κολακεία και προσέλκυση με χρήση τεχνασμάτων. Τότε ο αυτοκράτορας θεώρησε ότι είχε επαρκείς εγγυήσεις για χειροτονία.
Ἐφ´ οἷς καὶ τὴν τοῦ ἀπὸ Σάρδεων Ἀθανασίου εἴτ´ οὖν Ἀνδρονίκου γνώμην δεξάμενος, ὃν δὴ καὶ εἰς πατέρα ἔταττε γράφων ὁ βασιλεύς, κἀντεῦθεν τὸ τῆς ἀπεντεύξεως τῆς πατριαρχείας ἐκείνου τὰ πολλὰ τεχνιτεύοντος ἐπὶ τούτοις ὡμάλιζεν, ὡς καὶ αὐτὸν δὴ τὸν πατριάρχην ὕστερον καθυποκλίνειν εἰς εὐλογίαν τὴν παρ´ ἐκείνου, οὐ χρείᾳ μᾶλλον ἢ κολακείᾳ καὶ ὑποποιήσει σφοδρᾷ καὶ ἀφύκτῳ, τὸ ἱκανὸν ἔχειν καὶ βέβαιον ἐπὶ ταῖς ψήφοις ἐπίστευεν.
Οι μεγάλες διαταγές έπρεπε να επιβληθούν σύμφωνα με το έθιμο και οι επίσκοποι παραμερίστηκαν. και πώς να μην ήταν έτσι, αφού δεν κρίθηκαν άξιοι απλής ψήφου; Έτσι η φροντίδα τής χειροτονίας τού μελλοντικού πατριάρχη ανατέθηκε σε κάποιον επίσκοπο Κοζύλης, ο οποίος είχε σταλεί από τη Δύση για τις ανάγκες μιας πρεσβείας και ο οποίος δεν φαινόταν μολυσμένος από τις ενέργειες που είχαν γίνει στο παρελθόν, αφού ήταν εντελώς ξένος από τούς δικούς μας, γοητευτικός αγκώνας, όπως λένε (Μερικοί, όπως λεγόταν, τον γνώριζαν πολύ καλά: παρείχε ιερατική υπηρεσία στον μεγάλο άρχοντα Φίλιππο όσο ζούσε (του οποίου την ιστορία έχουμε πει προηγουμένως), ενώ όταν τον σκότωσαν, και το κεφάλι του βρισκόταν σε χρυσό πιάτο, σύμφωνα με απόφαση τής συζύγου του Σφράντζαινας ο επίσκοπος έψαλλε στη μνήμη του τούς νεκρώσιμους ύμνους. Τον ίδιο μήνα Μάρτιο, παίρνοντας μαζί του τον Κύπριο, ο επίσκοπος τον εισήγαγε στο μοναστήρι τού Προδρόμου τής Πέτρας με λίγα άτομα. Βρήκαν μια εκκλησία εκεί σε έναν αμπελώνα, μια εκκλησία που επίσης φαινόταν αχρηστευμένη, και κάνοντας τις συνηθισμένες ιεροτελεστίες εκεί, ως λαϊκό τον χειροτόνησε μοναχό και ως αναγνώστη τον χειροτόνησε διάκονο.
Ἐπεὶ δ´ ἔδει καὶ τελεῖσθαι τὰ μείζω ὡς εἴθιστο, οἱ δ´ ἀρχιερεῖς ὠβελίζοντο (καὶ πῶς γὰρ οὐ; ὅπου γε καὶ εἰς ψήφους μόνας οὐκ ἠξιοῦντο), τῶν τινὶ ἐπισκόπων Κοζύλης, πεμφθέντι κατὰ χρείαν πρεσβείας ἐκ δυτικῶν, καὶ ἀχράντῳ δόξαντι ἐπὶ τοῖς πραχθεῖσι πάλαι ὡς ξένῳ μάλα τῶν ἡμετέρων, γλυκὺς ἀγκὼν ὃ δὴ λέγεται (τινὲς γάρ, ὡς ἐλέγετο, ἦσαν οἱ καὶ τοῦτον ἐς ἅπαν εἰδότες, τῷ μεγάλῳ κυρίῳ Φιλίππῳ, περὶ οὗ καὶ φθάσαντες ἱστορήκαμεν, καὶ ζῶντι ἱερατικῶς ἐκδουλεύοντα, καὶ σφαγέντος, ἐπὶ χρυσέου πίνακος προκειμένης τῆς κεφαλῆς, οὕτω δόξαν τῇ συζύγῳ Φραντζαίνῃ, τὰ τῶν ἐπιτελευτίων ὕμνων εἰς μνήμην ἐπιτελοῦντα), τὰ τῆς τελετῆς τοῦ πατριαρχεύσοντος ἐγχειρίζουσιν· ὃς δὴ καὶ τοῦ αὐτοῦ Κρονίου μηνὸς παραλαβὼν ἐκεῖνον εἰσάγει τὴν τοῦ Προδρόμου τῆς πέτρας μονὴν σὺν ὀλίγοις τισί, καὶ ναὸν εὑρόντες ἐπ´ ἀμπελῶνος, ἀργὸν ὡς ἐδόκει κἀκεῖνον ὄντα, ἐκεῖσε τὰ εἰκότα τελέσας μοναχὸν μὲν ἐκ λαϊκῶν ἀποδείκνυσι, διάκονον δ´ ἐξ ἀναγνώστου χειροτονεῖ.
Την ίδια μέρα ο αυτοκράτορας τον προήγαγε και σε πατριάρχη. Τότε εκείνος, που είχε εκχωρημένη αρμοδιότητα να εκτελεί με τις διαταγές του ό,τι έκρινε κατάλληλο, έναν μαθητή τού Ακάκιου (που ήταν ευσεβής και πολύ συγκρατημένος άνθρωπος και που φαινόταν δύσπιστος για τις πρόσφατες ενέργειες), τον Γερμανό (άνθρωπο επίσης απόλυτα ευσεβή και τόσο απλό στην ηθική, που περιλαμβανόταν στους πνευματικούς τού παλαιού πατριάρχη), σε συνεννόηση με τον επίσκοπο Κοζύλης, επέλεξε ως πρόεδρο τής Ηράκλειας Θράκης και ως δικό του χειροτονητή και ταυτόχρονα διέταξε τον επίσκοπο, να φροντίσει να τον χειροτονήσει μητροπολίτη. Και ο θεϊκός ναός τής ειρήνης τής Πρεσβυτέρας, τού οποίου η ιερή και μυστική τράπεζα είχε κάποτε πλυθεί άφθονα και αγιαστεί χάρη σε ορισμένες προσευχές, είδε τη χειροτονία του [Γερμανού σε μητροπολίτη]. Κι αυτός πάλι [ο Γερμανός] και ο επίσκοπος [Κοζύλης] χειροτόνησαν τον πατριάρχη πρώτα ιερέα και μετά επίσκοπο στην πανηγυρική εορτή τής Κυριακής των Βαΐων.
Τῆς δ´ αὐτῆς ἡμέρας καὶ πατριάρχην ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνον προβάλλεται. Ἐντεῦθεν ἐκεῖνος ἐκκεχωρημένον ἔχων διὰ προτροπῶν ἐνεργεῖν τά οἱ προσήκοντα, τὸν τοῦ Ἀκακίου, ἀνδρὸς εὐλαβοῦς καὶ τὰ πολλὰ συντετηρημένου καὶ ἐπὶ τοῖς χθὲς πραχθεῖσι δόξαντος ἀμφιγνωμονεῖν, μαθητὴν Γερμανόν, εὐλαβῆ γε κἀκεῖνον ἐς ἅπαν καὶ τὸ ἦθος ἁπλοϊκὸν ὡς καὶ ἐν πνευματικοῖς ταχθέντα τῷ πατριαρχεύσαντι, ἅμα μὲν σὺν τῷ Κοζύλης πρόεδρον Ἡρακλείας τῆς κατὰ Θρᾴκην καὶ χειροτονητὴν ἑαυτοῦ ψηφίζονται, ἅμα δὲ τῷ ἐπισκόπῳ προτρέπεται, οὕτω τοῦ καιροῦ σχεδιάζοντος, εἰς μητροπολίτη χειροτονεῖν· καὶ ὁ τῆς παλαιᾶς Εἰρήνης θεῖος ναός, πολλὰ καταπλυνθείσης πρότερον τῆς ἱερᾶς καὶ μυστικῆς τραπέζης καί τισιν ἁγιασθείσης εὐχαῖς, τὴν ἐκείνου εἶδε χειροτονίαν. Αὐτὸς δ´ αὖθις κἀκεῖνος πρῶτον μὲν ἱερέα, εἶτα δὲ κἀν τῇ λαμπρᾷ ἑορτῇ τῶν βαΐων ἀρχιερέα τὸν πατριάρχην χειροτονοῦσιν.»
Στο ιδιο, I, 34-35, CSHB, Βόννη, II, 89-103:
Ο Νικόλαος Αμαγείρευτος, που πήρε το όνομα Νεόφυτος ως μοναχός, ανακηρύχθηκε πρόεδρος τής Προύσας. Είχε τεθεί ως κανόνας μεταξύ τους, αν και δεν ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με άλλους, να σταθούν τη μία μέρα ενώπιον τού Θεού και των αγγέλων και να ζητήσουν τούς κανόνες τού μοναστηριακού τάγματος, και μετά να χειροτονήσουν επίσκοπο την επόμενη μέρα όποιον είχε θέσει τον εαυτό του υπό τον κανόνα. Αυτό από μόνο του φαινόταν κατακριτέο σε πολλούς. Όταν κατέλαβε την Εκκλησία που τού είχε τύχει, ο ιερέας αποφάσισε να κάνει κάτι πρωτότυπο σε σχέση με τα μέτρα που είχαν ληφθεί λόγω τής μνημόνευσης τού πάπα την προηγούμενη μέρα. Διέταξε να απέχουν όλοι από το κρέας για λίγες ημέρες, ως τιμωρία για τη βεβήλωση. Επειδή λοιπόν το πράγμα φάνηκε βαρύ στους κατοίκους τής Προύσας, καταριούνταν επιπλήττοντας τον υπεύθυνο των γεγονότων την προηγούμενης ημέρας και τον γέμιζαν βρισιές. Αυτός ήταν η αιτία, έλεγαν, που επρόκειτο να υποβληθούν σε νηστείες και κακή μεταχείριση.
«Ἐπεὶ δ´ ἐπὶ τῇ Προύσῃ ἐπικεκήρυκτο πρόεδρος ὁ ἐξ ἀμαγειρεύτων Νικόλαος, μετονομασθεὶς ἐκ μοναχῶν εἰς Νεόφυτον (καὶ τοῦτο γὰρ κανὼν ἐτίθετο παρ´ ἐκείνοις, εἰ καὶ μὴ ἔχων κατὰ τοὺς ἄλλους τὸ ἀπαραίτητον, τὸ σήμερον μὲν ἱστᾶν ἐνώπιον θεοῦ καὶ ἀγγέλων καὶ τὰς συνθήκας ἀπαιτεῖν τῆς μοναχικῆς τάξεως, εἶτα τὸν εἰς ὑποταγὴν ταχθέντα τὴν αὔριον εἰς ἀρχιερέα χειροτονεῖν· ὃ δὴ καὶ αὐτὸ ἐδόκει πολλοῖς ἐπιλήψιμον), καταλαβόντι τὴν λαχοῦσαν τῷ ἱερεῖ ἔδοξε καινόν τι ποιεῖν παρὰ τὰ πραχθέντα διὰ τὸ χθεσινὸν τοῦ πάπα μνημόσυνον, καὶ δὴ κοινῇ προστάσσει ἐφ´ ἡμέραις τισὶν ἀπέχεσθαι τῶν κρεῶν ὡς πρόστιμον τοῦ ῥυπάσματος. Τὸ δ´ οὖν βαρὺ Προυσαίοις δόξαν, τῷ αἰτίῳ τῶν χθὲς συμβάντων ἐνίπτοντες κατηρῶντο καὶ μάλα οἱ ἐνεφόρουν ὕβρεις. Ὁ δ´ ἦν δι´ ὅν, ὡς ἔλεγον, ἔμελλον νηστείαις προστιμᾶσθαι καὶ κακουχίαις.
Όταν το άκουσε αυτό ο Βέκκος (γιατί το πράγμα διαδόθηκε πολύ, όλοι κακολογούσαν ανοιχτά και κορόιδευαν κατά πρόσωπο τούς υποστηρικτές του που ζούσαν έξω), δεν τού φάνηκε ανεκτό ούτε υποφερτό σε σημείο που να το αντέχει. Γι’ αυτό οργίστηκε περισσότερο και, όρθιος στη μέση τής μεγάλης αυλής τού μοναστηριού, για να τον ακούν όλοι, έδειχνε αμέσως μεγάλη περιφρόνηση για τον επίσκοπο Προύσης, επειδή αγνοούσε τα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ επιτέθηκε επίσης βίαια με τα λόγια του στον πατριαρχεύοντα Γρηγόριο. «Τι πάθατε», έλεγε, «εμένα που γεννήθηκα και μεγάλωσα από Ρωμαίους και ανάμεσα στους Ρωμαίους, να με λούζετε με άφθονες προσβολές και ύστερα να με αποφεύγετε, ενώ έναν άνθρωπο που γεννήθηκε και ανατράφηκε ανάμεσα στους Ιταλούς, και όχι μόνο, αλλά διείσδυσε ανάμεσά μας με τα ρούχα και τη γλώσσα μας, τον υποδέχεστε με επαίνους; Αν το κάνετε λόγω των δογμάτων, ας προσκαλέσει ο αυτοκράτορας και αφού μαζευτούν όλοι, ας ακουστούν οι σκέψεις μου, προκειμένου να φανεί ότι κάνω λάθος, από συνετούς και ευσεβείς άνδρες που ερμηνεύουν τις γραφές. Διαφορετικά, γιατί ακολουθείτε τα λόγια αμόρφωτων και χυδαίων ανθρώπων και με σκεπάζετε με τις χειρότερες προσβολές;»
Τοῦτ´ ἀκουσθὲν Βέκκῳ (πολὺ γὰρ ὑφεῖρπε, καὶ πάντες ἀναφανδὸν ἐλοιδόρουν, καὶ οἱ ἐκείνου ἔξω διάγοντες κατὰ πρόσωπον ὠνειδίζοντο) οὐκ ἀνεκτὸν ἐδόκει, οὐδ´ ὥστε καὶ ἐνεγκεῖν φορητόν. ὅθεν καὶ θυμὸν ἀναλαμβάνει μείζω, καὶ ἐπὶ μέσης σταθεὶς τῆς τῆς μονῆς μεγίστης αὐλῆς, ὡς παρὰ πάντων ἀκούοιτο, τῷ μὲν τῆς Προύσης καὶ λίαν καταφρονητικῶς ἔχειν ὡς ἀμαθεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ αὐτόθεν ἐῴκει, τῷ δὲ πατριαρχοῦντι Γρηγορίῳ καὶ λίαν τοῖς λόγοις ἐπεῖχε. Καὶ «τί παθόντες» ἔλεγεν «ἐμὲ μὲν τὸν παρὰ Ῥωμαίοις καὶ ἐκ Ῥωμαίων γεννηθέντα τε καὶ τραφέντα συχναῖς περιβάλλοντες λοιδορίαις ἔπειτα φεύγετε, ἄνδρα δὲ παρ´ Ἰταλοῖς γεννηθέντα τε καὶ τραφέντα, καὶ οὔπω ταῦτα, ἀλλὰ καὶ αὐταῖς στολαῖς καὶ γλώττῃ πρὸς τὰ ἡμέτερα παρεισφρήσαντα, εὐφημοῦντες δέχεσθε; εἰ δὲ δογμάτων ἕνεκα λέγετε, βασιλεὺς προσκαλείτω, καὶ συναχθέντων ἁπάντων ἀκουέτω τὸ φρόνημα, κἂν δόξω κακῶς φρονῶν, ξυνετῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γραφῶν κρινόντων καὶ εὐλαβῶν· εἰ δ´ οὖν, ἀλλ´ ἵνα τί λόγοις ἀμαθῶν καὶ βαναύσων ἑπόμενοι ἐμοὶ τὰ χείριστα περιάπτετε;»
Αυτά έλεγε ανοιχτά ο Bέκκος και ήταν ξεκάθαρο ότι ήθελε να το μάθει και ο αυτοκράτορας. Πράγμα που συνέβη σύντομα. Γιατί οδηγήθηκε σε δημόσια συζήτηση και προχώρησε στη Μονή Κοσμιδίου όταν αποβιβάστηκε από το σκάφος. Ορίστηκε η ημέρα τής συζήτησης και έγινε σύνοδος ιερών ανδρών στο τρίκλινο τού Αλέξιου, παρουσία τού ίδιου τού αυτοκράτορα. Παρευρισκόταν λοιπόν ο πατριάρχης Γρηγόριος, καθώς και ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ο οποίος με το άρρωστο σώμα του ήταν κλινήρης και ξαπλωμένος σε φορείο. Παρευρισκόταν επίσης όλη η συνέλευση των επισκόπων. Εκεί βρίσκονταν και οι προύχοντες τής εκκλησίας και πάρα πολλοί μοναχοί, καθώς και οι επιφανείς λαϊκοί. Προήδρευε ο αυτοκράτορας και γύρω του ήσαν όλα τα μεγάλα και εξέχοντα μέλη τής Γερουσίας. Ήταν επίσης ο μεγάλος λογοθέτης, το πρώτο πρόσωπο τής συνέλευσης, που μαζί με τον πατριάρχη είχαν αναλάβει την εισήγηση. Ήταν και ο ρήτορας τής εκκλησίας, που άνοιξε τη συζήτηση.
Ταῦτ´ ἔλεγε Βέκκος ἀναφανδόν, καὶ δῆλος ἦν θέλων καὶ βασιλεῖ προσαγγέλλεσθαι. Ὃ δὴ καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ἐγεγόνει. Κοινῇ τε γὰρ σκέψει κατάγεται, καὶ τῇ μονῇ τοῦ Κοσμιδίου προσίσχει τῆς νηὸς ἀποβάς, ὥριστό τε ἡμέρα τῆς διαλέξεως, καὶ σύνοδος ἱερῶν ἀνδρῶν, παρόντος καὶ αὐτοῦ βασιλέως, ἀνὰ τὸν Ἀλεξιακὸν τρίκλινον γίνεται. Παρῆν μὲν οὖν ὁ πατριαρχεύων Γρηγόριος, παρῆν δὲ καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος, ἀρρώστως ἔχων τοῦ σώματος κλινοπετής τε καὶ ἐπὶ σκίμποδος. συνῆν δὲ καὶ πᾶσα τῶν ἀρχιερέων ὁμήγυρις. Ἦσαν δὲ καὶ οἱ τῆς ἐκκλησίας καὶ μοναχοὶ πλεῖστοι, καὶ τῶν λαϊκῶν οἱ ἐλλόγιμοι. Ἐφ´ οἷς προυκάθητο βασιλεύς, καὶ ἀμφ´ ἐκεῖνον ἦσαν ὅσοι τε τῶν μεγιστάνων καὶ τὸ τῆς συγκλήτου ἅπαν περιφανές. Ἦν δὲ καὶ ὁ μέγας λογοθέτης, τὰ πρῶτα τῶν συνειλεγμένων, συνάμα πατριάρχῃ ἀναδεξάμενος τὰ τῆς διαλέξεως. Ἐπὶ τούτοις ὁ τῆς ἐκκλησίας ῥήτωρ, ὃς δὴ καὶ τῶν διαλόγων κατήρχετο.
«Γιατί άραγε», είπε ο ρήτορας, «εσύ, ενώ τα γράμματά σου είναι ακόμη υγρά, στα οποία ομολογούσες ότι έκανες λάθος, ζητούσες συγχώρεση και παραιτήθηκες, γιατί σήμερα ξαναρχίζεις τις ομολογίες σου και ισχυρίζεσαι ότι σού φέρονται άδικα, με αποτέλεσμα να συγκληθεί αυτή η σύνοδος, τόσο εξέχουσα σε ποιότητα και συμμετοχή;»
Καὶ «ἵνα τί» φησίν, «ὦ οὗτος, ὑγρῶν οὐσῶν καὶ ἔτι τῶν σῶν συλλαβῶν ἐφ´ οἷς ὡμολόγεις ἐσφάλθαι καὶ συγγνώμην ἐζήτεις καὶ παραίτησιν ἐποιοῦ, σήμερον ἀναλαμβάνεις τὰ ὡμολογημένα καὶ ἀδικεῖσθαι διισχυρίζῃ, ὥστε καὶ τοιαύτην δὴ καὶ τοσαύτην συγκροτηθῆναι τὴν παροῦσαν σύνοδον;»
«Επειδή», είπε ο Βέκκος, «καθώς επικαλεστήκαμε τα λόγια των πατέρων και μάς ζητούσαν εξηγήσεις για αυτά, εμείς, ξέροντας ότι σε άλλο καιρό έπρεπε να τα εξηγήσουμε και ότι η τότε εποχή ήταν διαφορετική, θέλοντας μόνο ειρήνη, πράξαμε έτσι αφήνοντας τα πάντα στην άκρη, και όχι μόνο, ώστε όποιος θέλει, να το εκμεταλλεύεται και να μάς κατηγορεί για το έγκλημα τής αίρεσης».
«ὅτι» φησὶ «λόγους πατέρων εἰπόντες καὶ λόγον ἀπαιτούμενοι περὶ τούτων ἡμεῖς, ἄλλον μὲν εἰδότες καιρὸν τὸν τῆς ἐκείνων ἀναπτύξεως, ἄλλον δὲ τὸν τότε παρόντα, εἰρηνεύειν θέλοντες μόνον, ἀφέντες τὰ πάντα ταῦτ´ ἐπράττομεν, οὐ μὴν δὲ καὶ ὥστε τοὺς βουλομένους ἐργολαβεῖν καὶ περιάπτειν ἡμῖν αἱρέσεως ἔγκλημα.»
Και ο πατριάρχης Γρηγόριος παίρνοντας τον λόγο ρώτησε: «Και οι δικοί σου τι νομίζουν»; Μαζί του ήσαν και οι πρώην αρχιδιάκονοι Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης και Γεώργιος Μετοχίτης.
καὶ τὸν λόγον ἀναλαβόντα τὸν πατριάρχην Γρηγόριον «καὶ τί γε τὸ δοξάμενον» φάναι «τοῖς ἀμφὶ σέ;» ἦσαν γὰρ σὺν ἐκείνῳ καὶ οἱ πάλαι ἀρχιδιάκονοι, ὅ τε Μελιτηνιώτης Κωνσταντῖνος καὶ Μετοχίτης Γεώργιος.
Οι αρχιδιάκονοι είπαν: «Αν θέλεις να μάθεις την απλή θεολογία και το δόγμα που πιστεύουμε στην καρδιά μας και ομολογούμε με το στόμα μας, είναι αυτό που ομολογεί ο καθένας για τον Θεό και που θα κρατήσουμε μέχρι την τελευταία μας πνοή. Αν ζητάς επίσης το δόγμα των πατέρων, το οποίο δηλώνουμε ότι δεν είναι αντίθετο με το Σύμβολο τής Πίστεως, αλλά μάλλον εξήγηση και διευκρίνιση των άρθρων που περιέχονται στο Σύμβολο τής Πίστεως, βρίσκουμε στις Γραφές ότι το Άγιο Πνεύμα χορηγείται, δίνεται, αποστέλλεται, προέρχεται από τον Πατέρα «διά» τού Υιού και μερικές φορές, από κάποιους πατέρες, εκπορεύεται. Ο μεγάλος Ιωάννης Δαμασκηνός λέει επίσης ότι είναι παραγωγός τού λόγου τού αποκαλυπτικού Πνεύματος. Γνωρίζουμε ότι ο παραγωγός ίσον αιτία. Επομένως, δεν λέμε ότι ο Υιός είναι η αιτία τού Πνεύματος που προέρχεται από τον Πατέρα, ούτε συναιτία. Αντιθέτως, αναθεματίζουμε και απορρίπτουμε όποιον το λέει αυτό. Λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αιτία τού Πνεύματος μέσω τού Υιού, αφού η λέξη παραγωγός [προβολεύς] νοείται με την έννοια τής αιτίας».
οἱ δὲ «εἰ μὲν τὴν ἁπλῶς θεολογίαν βούλει μαθεῖν, καὶ τὴν δόξαν ἣν καὶ καρδίᾳ πιστεύομεν καὶ ὁμολογοῦμεν στόματι, αὕτη ἐστὶν ἣν ἅπας θεολογεῖ, ᾗ καὶ ἡμεῖς ἐμμενοῦμεν μέχρι καὶ αὐτῆς τελευταίας ἀναπνοῆς. Εἰ δὲ ζητεῖς καὶ τὴν τῶν πατέρων, ἣν οὐκ ἐναντίαν φαμὲν τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως, ἀλλ´ ἀνάπτυξιν καὶ διασαφήνισιν μᾶλλον τῶν κειμένων ἐν τῷ συμβόλῳ, εὑρίσκομεν ἐν γραφαῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον χορηγούμενον διδόμενον ἀποστελλόμενον προερχόμενον ἐκ πατρὸς δι´ υἱοῦ, ἔστι δ´ οὗ καὶ παρ´ ἐνίοις τῶν πατέρων ἐκπορευόμενον. Λέγει δὲ καὶ ὁ μέγας Δαμασκηνὸς Ἰωάννης καὶ προβολεὺς διὰ λόγου ἐκφαντορικοῦ πνεύματος. Ταὐτὸν δὲ τὸ προβολεὺς τῷ αἰτίῳ γινώσκομεν. Αἴτιον οὖν οὔ φαμεν τὸν υἱὸν ἐπὶ τῇ ἐκ πατρὸς προόδῳ τοῦ πνεύματος, οὔτε μὴν συναίτιον, ἀλλὰ καὶ ἀναθεματίζομεν καὶ ἀποβαλλόμεθα τὸν οὕτω λέγοντα. Τὸν δὲ πατέρα αἴτιον δι´ υἱοῦ τοῦ πνεύματος λέγομεν, ἐπείπερ τὸ προβολεὺς εἰς αἴτιον ἐκλαμβάνεται.»
«Και πώς», είπε ο μεγάλος λογοθέτης, «δεν κάνετε τον Υιό αιτία στην έλευση τού Πνεύματος από τον Πατέρα, όταν ομολογείτε ότι ο Πατέρας είναι η αιτία τού Πνεύματος δια τού Λόγου; Γιατί δείχνετε με τα λόγια σας ότι ο Πατέρας δεν θα παρήγαγε Πνεύμα, αν δεν γεννούσε Υιό. Αυτή είναι ξεκάθαρη αιτία». Θέλοντας να αποφύγουν τον παραλογισμό που θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί, οι αρχιδιάκονοι είπαν ότι πολλά λέγονται στη θεολογία, τα οποία, μετρημένα παρά το μεγαλείο τους με το μικρό όργανο τού λόγου, φανερώνουν, λόγω γήινων ιδεών, κάτι εντελώς παράλογο που δεν αρμόζει σε Θεό. «Μήπως δεν λέμε ότι ο Πατέρας είναι τέλειος Θεός, ο Υιός τέλειος Θεός, το Άγιο Πνεύμα τέλειος Θεός; Αλλά το σύνολο δεν είναι ύποπτο για τριθεΐα. Μήπως δεν λέμε ότι ο Πατέρας γέννησε τον Υιό; Δεν ξαναζεί όμως ο Άρειος, ο οποίος φαντάστηκε μια ριπή και ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στον γεννώντα και τον γεννώμενο. Αντίθετα, αποφεύγουμε τη βλασφημία, παραμένουμε μέσα στα όρια τής ευσέβειας, ομολογώντας τις γραφές και μη δεχόμενοι εσφαλμένες παραστάσεις.
«καὶ πῶς, ὦ οὗτοι», φησὶν ὁ μέγας λογοθέτης, «οὐ ποιεῖτε αἴτιον τὸν υἱὸν ἐπὶ τῇ ἐκ πατρὸς προόδῳ τοῦ πνεύματος, ἐπείπερ διὰ λόγου αἴτιον ὁμολογεῖτε τὸν πατέρα τοῦ πνεύματος; δείκνυτε γὰρ ἐξ ὧν λέγετε, ὡς οὐκ ἂν ὁ πατὴρ προύβαλε πνεῦμα, εἰ μὴ υἱὸν ἐγέννα. Τὸ δ´ ἐστὶν ἐμφαινόμενον αἴτιον.» τοὺς δὲ θέλοντας ἐκφεύγειν τὸ ὑπονοούμενον ἄτοπον φάναι ὡς πολλὰ ἐπὶ τῆς θεολογίας λέγονται ἃ δὴ μικρῷ τῷ λόγῳ τὰ μεγάλα σταθμώμενα ἐμφαίνουσί τι ταῖς χαμερπέσιν ἐννοίαις καὶ ἄτοπον ὅλως καὶ μὴ πρέπον θεῷ. «οὐ λέγομεν τέλειος θεὸς ὁ πατήρ, καὶ τέλειος θεὸς ὁ υἱός, καὶ τέλειος θεὸς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον; οὐχ ὑπονοεῖται τριθεΐα τὸ συναγόμενον. Οὐ λέγομεν ἐγέννησεν ὁ πατὴρ τὸν υἱόν; οὐκ ἀναζῇ Ἄρειος, ἐννοῶν ῥιπὴν καὶ ἄτομον χρόνου μέσον τοῦ γεννῶντος καὶ τοῦ γεννωμένου. Ἀλλὰ τὸ βλάσφημον ἀποφεύγομεν, ἱστάμεθα δὲ καὶ ὅροις τῆς εὐσεβείας, καὶ τὸ τῶν γραφῶν ὁμολογοῦντες καὶ τὸ κακεμφαῖνον οὐ παραδεχόμενοι.»
Εκείνη τη στιγμή ο Γεώργιος Μοσκάμπαρ, που τότε ήταν χαρτοφύλακας τής εκκλησίας, είπε ότι το ρητό ήταν νόθο. Αλλά είπε προς αυτόν ο μέγας λογοθέτης, φέρνοντας το κεφάλι του πολύ κοντά, για να μην τον ακούσουν οι άλλοι: «Και πώς θα φανούμε ότι μιλάμε με επιχειρήματα, αν δώσουμε τέτοια απάντηση; Αφού το απόσπασμα βρίσκεται λέξη προς λέξη στο βιβλίο τού Ιερού Οπλοστασίου ως ρητό αγίου και τού μεγάλου Δαμασκηνού». Φωναχτά όμως, ο μεγάλος λογοθέτης είπε στους αντιπάλους του: «Δέχομαι ότι είναι ρητό αγίου. Όμως δεν θα ομολογήσω ότι το Πνεύμα έχει την αιτία του στον Πατέρα δια τού Λόγου και τού Υιού. Γιατί έτσι θα μιλούσα πιο απερίσκεπτα από εκείνους που λένε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, εκτός από το ότι εκεί η ίδια πρόθεση “εκ” είναι κοινή και για τούς δύο, ακόμη κι αν, σύμφωνα με την ισότητα των υποστάσεων, η ταυτότητα των προθέσεων κρύβει οπωσδήποτε το επιβλαβές τής απερισκεψίας, ενώ εδώ η διαφορά των προθέσεων, που κάνει και τη σημασία τής λέξης διαφορετική, θα κάνει να φαίνεται πολύ μεγάλη διαφορά στην ίδια και μοναδική προέλευση τού Πνεύματος των θεαρχικών υποστάσεων, ώστε ο Πατέρας να είναι μια αιτία και ο Υιός άλλη αιτία. Από το οποίο τι μπορεί να είναι χειρότερο;»
ἐντεῦθεν ὁ Μοσκάμπαρ Γεώργιος, χαρτοφύλαξ ὢν τῆς ἐκκλησίας τότε, νόθον ἔλεγε τὸ ῥητόν. Ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ μέγας λογοθέτης, ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πυθοίατο ἄλλοι, «καὶ πῶς, ὦ οὗτος», φησίν, «ἰσχυρῶς λέγειν δόξομεν οὕτως ἀπολογούμενοι; ἐπεὶ ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ἱερᾶς ὁπλοθήκης κατὰ ῥῆμα κεῖται τὸ ῥητὸν ὡς ἁγίου ῥητὸν καὶ τοῦ μεγάλου Δαμασκηνοῦ.» ἀλλὰ τρανῶς πρὸς τοὺς ἀντιλέγοντας ἔλεγεν ὡς «δέχομαι μὲν τὸ ῥητὸν ἁγίου εἶναι, πλὴν οὐχ ὁμολογήσω τὸ πνεῦμα διὰ λόγου τε καὶ υἱοῦ τὴν αἰτίαν ἐκ τοῦ πατρός. Οὕτω γὰρ καὶ παραβολώτερον εἴποιμι τῶν ἐκ πατρὸς καὶ υἱοῦ λεγόντων τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, παρ´ ὅσον ἐκεῖ μὲν τῆς αὐτῆς προθέσεως ἐπ´ ἴσης κειμένης καὶ τοῖς δυσί, κἂν κατὰ τὴν ἰσοτιμίαν τῶν ὑποστάσεων, τὸ ταὐτὸν τῶν προθέσεων κείμενον τὸ ἀτηρὸν τῆς τόλμης ἀμηγέπη πέφυκεν ἐπειλύειν, ἐνταῦθα δὲ τὸ διάφορον τῶν προθέσεων, διάφορον καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς λέξεως ἐργαζόμενον, διαφορὰν παραστήσει μεγίστην ἐπὶ τῆς αὐτῆς καὶ μιᾶς προόδου τοῦ πνεύματος τῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων, ὡς ἄλλην μὲν αἰτίαν εἶναι τὸν πατέρα ἄλλην δὲ τὸν υἱόν, οὗ τί ἂν εἴη τὸ χείριστον;»
Αφού μίλησε έτσι και φαινόταν να έχει πολύ ισχυρά επιχειρήματα, εκείνοι [οι αρχιδιάκονοι] δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτά, λέγοντας μόνο: «Γιατί τα λες αυτά σε εμάς; Πες τα σε εκείνον που μίλησε. Αν νομίζεις ότι ο Δαμασκηνός λέει μάταια λόγια και παρ’ όλα αυτά αποδέχεσαι τον λόγο του, γιατί κατηγορούμαστε εμείς για αίρεση, αν κάνουμε τα ίδια με σένα και τιμάμε αυτόν τον λόγο ως λόγο αγίου;»
οὕτως εἰπόντος καὶ ἰσχυρὰ πάνυ δόξαντος λέγειν, ἐκείνους μὴ δυναμένους ἀπολογεῖσθαι πρὸς ταῦτα μόνον λέγειν «καὶ τί πρὸς ἡμᾶς λέγεις ταῦτα; λέγε πρὸς τὸν εἰπόντα· καὶ εἰ μὲν κενοφωνεῖν οἴει τὸν Δαμασκόθεν, εἰ δὲ τὸν λόγον δέχῃ, ἵνα τί ἡμεῖς ἐν αἱρέσει κατηγορούμεθα, εἰ ταὐτά σοι πράττομεν καὶ τὸν λόγον καὶ αὐτοὶ ὡς ἁγίου λόγον τιμῶμεν;»
«Τιμά κανείς το ιερό ευαγγέλιο», είπε ο πατριάρχης, «βεβαιώνοντας ότι ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό. Αυτό όμως δεν αρκεί από μόνο του, αν δεν εκτεθεί σωστά ο λόγος που μεταδόθηκε από τον Θεό. Τι γίνεται λοιπόν αν, ενώ αποδέχεστε το ρητό, διαστρεβλώνετε το νόημά του; Άλλωστε τα ρητά των αγίων συνδέονται και αλληλοδιαπλέκονται, γιατί ειπώθηκαν ποικιλοτρόπως με ενιαίο πνεύμα. Δείξε λοιπόν ότι αυτή η λέξη, την οποία προφέρεις, ενισχύεται και από άλλες. Αν δεν μπορείτε, όπως πράγματι δεν μπορείτε, σε ποιο αποτέλεσμα στοχεύει μια τέτοια δεξιοτεχνία, αν όχι στο να παραμορφώσει τη λέξη για να τής δώσει νόημα ξένο προς την κοινή αντίληψη των πατέρων και παράλογο;»
«τιμᾷ τις τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον,» ὁ πατριάρχης φησί, «λέγων μείζονα τοῦ υἱοῦ τὸν πατέρα. Ἀλλ´ οὐχ ἱκανὸν τοῦτο καὶ μόνον, εἰ μὴ καὶ ὀρθῶς ἐξηγοῖτο τὸ θεοπαράδοτον λόγιον. Τί γοῦν εἰ καὶ ὑμεῖς δεχόμενοι τὸ ῥητὸν στρεβλοῦτε τὴν ὑπονόησιν; ἄλλως τε δὲ καὶ ἀλληλένδετά εἰσι τὰ τῶν ἁγίων ῥητὰ καὶ ἀλληλόπλοκα, ἐπεὶ καὶ ἐξ ἑνὸς καὶ ἁπλοῦ πνεύματος διαφόρως ἐρρέθησαν. Δεῖξον τοίνυν τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ὑμεῖς λέγετε, συγκροτούμενον καὶ ἐξ ἄλλων. Εἰ δ´ οὐκ ἔχετε, καθὼς ἄρα οὐδ´ ἔχετε, τί ἄλλο βούλεται ἡ τοιαύτη περινόησις εἰ μὴ στρεβλοῦν τὸ ῥῆμα πρὸς διάνοιαν ξένην τῆς κοινῆς τῶν πατέρων ἐννοίας καὶ ἀπεμφαίνουσαν;»
Όταν ο πατριάρχης είπε αυτά τα λόγια και διαφώνησε πολύ έντονα, οι αρχιδιάκονοι, που βρέθηκαν αποδυναμωμένοι στο δεύτερο σημείο, απάντησαν στο πρώτο σημείο και είπαν: «Το ρητό τού Ευαγγελίου, αγαπητέ μου, έλαβε από τούς πατέρες την κατάλληλη ερμηνεία, και είναι απολύτως κακός αυτός που δεν την αποδέχεται. Αλλά το εν λόγω ρητό σημαίνει αναγκαστικά μια έννοια. Δείξε λοιπόν την εξήγηση και εμείς θα ακολουθήσουμε. Αν όχι, μίλα εσύ, αφού δεν δέχεσαι τη δική μας, και θα ακούσουμε.»
ταῦτ´ εἰπόντος τοῦ πατριάρχου, καὶ μάλα γενναίως ἐνστάντος, ἐκεῖνοι πρὸς τὸ δεύτερον ἀτονήσαντες πρὸς τὸ πρῶτον ἀπελογοῦντο, «τὸ μὲν τοῦ εὐαγγελίου ῥητόν, ὦ τᾶν,» λέγοντες, «ἰδίαν ἔχει παρὰ τῶν πατέρων τὴν ἐξήγησιν πρόσφορον, καὶ κακὸς πάντως ὁ μὴ ταύτην δεχόμενος· τὸ δὲ προκείμενον τοῦτο ῥητὸν ἐξ ἀνάγκης σημαντικὸν ἐννοίας ἐστί. Δείκνυε τοιγαροῦν τὴν ἐξήγησιν, καὶ ἡμεῖς ἑψόμεθα. Εἰ δ´ οὖν, ἀλλὰ σὺ λέγε, ἐπεὶ τὴν ἡμετέραν οὐ παραδέχῃ, καὶ ἀκουσόμεθα.»
«Όσοι βεβαιώνουν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα», λέει ο πατριάρχης, «εξηγούν καλά το ρητό».
«ἐκεῖνοι τὸ ῥητὸν» φησὶν ὁ πατριάρχης «ἐξηγοῦνται, οἳ δὴ ἐκ πατρός φασι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι.»
«Ποιος δεν συμφωνεί με αυτό;» λένε οι αρχιδιάκονοι. «Αυτό και για εμάς είναι ικανοποιητικό και ελπίδα σωτηρίας».
«καὶ τίς οὐ φρονεῖ τοῦτο;» φασίν. «τοῦτο καὶ ἡμῖν ἀγαπητὸν καὶ σωτηρίας ἐλπίς.»
«Αν δέχεστε αυτό», είπε ο μεγάλος λογοθέτης, «γιατί προβάλλετε το άλλο;»
«καὶ εἰ δέχεσθε τοῦτο» ὁ μέγας λογοθέτης φησί, «τί ἐκεῖνο προβάλλεσθε;»
«Επειδή η στιγμή απαιτούσε, για την ειρήνη των εθνών, να το λέμε αυτό», είπαν οι αρχιδιάκονοι.
ὅτι καιρὸς ἀπῄτει εἰς ἐθνῶν εἰρήνην τὸ ταῦτα λέγειν» φασί.
«Τώρα όμως», είπε ο Bέκκος, «αν θέλετε, πρέπει να αποσιωπήσουμε αυτή τη λέξη, που φαίνεται πολύ τολμηρή. Διαφορετικά, για εμάς που κατηγορούμαστε για παραβίαση ιερών δογμάτων, θα είναι μία λιγότερη κατηγορία για να απολογηθούμε. Δώσε μου προσοχή, κύριέ μου μεγάλε λογοθέτη», είπε. «Γιατί σε βλέπω —και δεν το λέω για να παρακάμψω— ότι χρησιμοποιείς κανόνες τής διαλεκτικής και ότι συζητάς όπως αρμόζει».
«νῦν δὲ» φησὶν ὁ Βέκκος, «εἰ μὲν βούλεσθε, σιγητέον ἡμῖν τὸ ῥῆμα πολὺ τὸ τολμηρὸν ἔχειν δοκοῦν. Εἰ δ´ οὖν, ἀλλὰ παραβασίας περὶ τὰ ἱερὰ ἐγκαλουμένοις δόγματα αἰτία, ὡς οἶμαι, μείων ἀπολογεῖσθαι. Καὶ δὴ πρόσχες μοι, κύριέ μου,» φησί, «μέγα λογοθέτα· σὲ γὰρ ὁρῶ (καὶ οὐχ ὑποτρέχων λέγω) διαλεκτικοῖς κανόσι χρώμενον καὶ κατὰ τὸ προσῆκον διαλεγόμενον.»
«Όχι κολακεία! είπε ο μεγάλος λογοθέτης διακόπτοντάς τον.
«ἀλλὰ μὴ θώπευε» ἐγκόψας φησὶν ἐκεῖνος.
«Δεν πειράζει», είπε ο Bέκκος. «Αλλά φοβάμαι πολύ να αναπαραστήσω αυτό που δεν αναπαρίσταται και σίγουρα πρέπει να ακολουθήσω τα λόγια των αγίων σε αυτό που θα πω, προσκολλώντας τον εαυτό μου απόλυτα στις επάλξεις, ό,τι κι αν πω. Δίνουν ως αναπαράσταση αυτού που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, τον ήλιο, την ακτίνα και το φως, επίσης το μάτι τής πηγής, το νερό και το ποτάμι. Έτσι δεν μιλούν οι θεολόγοι πατέρες για την Αγία Τριάδα; Να λοιπόν ο ήλιος και η ακτίνα που βγαίνει αμέσως από αυτόν. Και από αυτήν, πριν υπονοηθεί οποιαδήποτε καινοτόμος ιδέα, το ίδιο το φως που προέρχεται από τον ήλιο. Η ακτίνα ή ο ήλιος είναι η αιτία; Με τα λόγια μου συμφωνεί και ο Γρηγόριος Νύσσης, που λέει ότι με το προερχόμενο από την αιτία, δηλαδή το αιτιατό, πάλι αντιλαμβανόμαστε μια άλλη διαφορά. Γιατί το ένα έρχεται αμέσως από το πρώτο, ενώ το άλλο από εκείνο που έρχεται αμέσως από το πρώτο».
«μὴ γένοιτο» ἔφη. «ἀλλ´ ἐμοὶ μὲν ἐξεικονίζειν τὰ ἀνεικόνιστα φόβος μέγας, τῶν δὲ ἁγίων λεγόντων ἕπεσθαι, ἐχόμενος πάντως τοῦ προτειχίσματος, ἀσφαλῶς ἕξω ἐς ὅ τι καὶ λέξω. Ἥλιον ἀκτῖνα καὶ φῶς τῶν ἀνεικονίστων εἰκόνα φέρουσι, καὶ αὖθις ὀφθαλμὸν πηγῆς, ὕδωρ καὶ ποταμόν. Οὐχ οὕτω λέγουσιν ἐπὶ τῆς μακαρίας τριάδος οἱ θεολόγοι πατέρες; ἰδοὺ γοῦν, ἥλιος, καὶ ἡ ἀκτὶς προσεχῶς ἐξ αὐτοῦ, δι´ αὐτῆς δέ, πρίν τι καινὸν παρεμπεσεῖν νόημα, καὶ αὐτὸ τὸ φῶς ἐξ ἡλίου. Ἆρ´ ἡ ἀκτὶς ἢ ὁ ἥλιος αἴτιον; εὐθετεῖ μοι τὸν λόγον καὶ ὁ Νύσσης Γρηγόριος λέγων τοῦ δὲ ἐξ αἰτίας ὄντος, τουτέστι τῶν αἰτιατῶν, πάλιν ἄλλην διαφορὰν ἐννοοῦμεν· τὸ μὲν γὰρ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου, τὸ δὲ διὰ τοῦ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου.»
Εκείνοι [ο πατριάρχης και οι δικοί του] τού είπαν: «Δεν ομολογείς ότι το Άγιο Πνεύμα έρχεται αμέσως από τον Πατέρα, όπως ο Υιός; Ποιο αυτί θα παραδεχόταν κάτι τέτοιο, ότι ο Υιός αγγίζει τον Πατέρα, ενώ το Πνεύμα χωρίζεται από αυτόν από ορισμένη τοπική απόσταση; Τι ασυναρτησίες! Γιατί αν ο Κύριος λέει: Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα μου, καλά! Τότε είναι λογικό να πούμε το ίδιο πράγμα και για το Πνεύμα, αν θέλουμε να είμαστε ορθόδοξοι: το Πνεύμα είναι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας μέσα στο Πνεύμα. Και πάλι: είναι μέσα στον Υιό και ο Υιός είναι μέσα στο Πνεύμα. Έτσι δεν είναι;»
πρὸς ὃν ἐκεῖνοι «καὶ οὐχ ὁμολογεῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον προσεχὲς τῷ πατρί, ὥσπερ καὶ τὸν υἱόν; καὶ ποία ἂν ἀκοὴ τὸ τοιοῦτον παραδέξαιτο, εἰ ὁ μὲν υἱὸς προσέχεται τῷ πατρί, τὸ δὲ πνεύματος τοπικῇ τινὶ διεχείᾳ διίσταται, τῆς ἀτοπίας. Εἰ γὰρ ὁ κύριος λέγει ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί, ἀλλ´ οὖν εὔλογον τὰ αὐτὰ λέγειν καὶ περὶ τοῦ πνεύματος, εἴπερ ὀρθοδοξεῖν βουλόμεθα, τὸ πνεῦμα ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν τῷ πνεύματι, καὶ αὖθις ἐν τῷ υἱῷ, καὶ ὁ υἱὸς ἐν τῷ πνεύματι. Ἣ οὐ ταῦθ´ οὕτως ἔχει;»
«Ναι», είπε ο Βέκκος. «Ομολογώ ότι το Πνεύμα αγγίζει τον Πατέρα, γιατί δεν είναι χωρισμένο από αυτόν, όπως και το ότι το φως αγγίζει τον ήλιο (πράγματι εξακολουθώ να εμμένω στην εικόνα) είναι πολύ σωστό και δεν το αμφισβητώ. Αλλά το να καταλαβαίνουμε ότι το Πνεύμα έρχεται αμέσως από τον Πατέρα δεν εξηγεί τη διαφορά. Γιατί», είπε, «το ένα έρχεται αμέσως, το άλλο από εκείνο που έρχεται αμέσως. Εσείς όμως, εισάγοντας χωρικούς ή χρονικούς διαχωρισμούς, οργανώνετε τον απόλυτο παραλογισμό. Το γεγονός επομένως ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα σχεδόν υποδηλώνει ορισμένη εκπόρευση και χωρικό διαχωρισμό. Αλλά η ένωση χωρίς χωρισμό και η προέλευση από εκείνον υποδηλώνει τον Υιό, ενώ το ότι είναι ακόμη μέσα του δεν αφαιρείται. Το ίδιο καταλαβαίνω και για το Πνεύμα. Ας επιστρέψουμε όμως στην εικόνα, ώστε να μιλάμε με περισσότερη βεβαιότητα. Λέμε ότι η ακτίνα προέρχεται από τον ήλιο και δεν γνωρίζουμε ακτίνα κομμένη από τον ήλιο. Λέμε ότι το φως προέρχεται από τον ήλιο μέσω αυτής, εννοούμε τη μεσολάβηση, και δεν αρνούμαστε ότι το φως αγγίζει τον ήλιο με τη μεσολάβηση τής ακτίνας. Γι’ αυτό ο άγιος προσθέτει τη μεσολάβηση τού Υιού, διαφυλάσσοντας για αυτόν την ιδιότητα τού μονογενούς Υιού, χωρίς να αποκλείει το Πνεύμα από τη σχέση με τον Πατέρα».
Βέκκος «ναί» φησίν. «προσεχὲς μὲν ὁμολογεῖν τοῦ πατρὸς τὸ πνεῦμα, ὅτι καὶ ἀδιάστατον, ἐπεὶ καὶ τὸ φῶς προσεχὲς τῷ ἡλίῳ (ἔτι γὰρ ἔχομαι τῆς εἰκόνος), τῶν λίαν εἰκότων ἐστί, καὶ οὐ διαμάχομαι· προσεχῶς δ´ ἐννοεῖν τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πατρὸς ὁ λόγος οὐ δίδωσι τῆς διαφορᾶς. Τὸ μὲν γάρ, φησί, προσεχῶς τοῦ διὰ τοῦ προσεχῶς· ὑμεῖς δὲ τοπικὰς διαστάσεις ἢ μὴν καὶ χρονικὰς ἐμβάλλοντες συνάγετε πάντως τὸ ἄτοπον. Τὸ γοῦν γεννᾶσθαι καὶ τὸν υἱὸν ἐκ τοῦ πατρὸς ἀπορροήν τινα καὶ διέχειαν τοπικὴν σχεδὸν δίδωσιν ἐννοεῖν. Ἀλλὰ τὸ ἀδιαστάτως προσκείμενον καὶ τὸ ἐξ ἐκείνου εἶναι δηλοῖ τὸν υἱόν, καὶ τὸ ἐκείνῳ καὶ αὖθις εἶναι οὐκ ἀφαιρεῖται. Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ πνεύματος νόει μοι. Ἣ μᾶλλον ἐπὶ τῆς εἰκόνος ὁ λόγος γινέσθω, ὡς ἂν ἀσφαλέστερον λέγοιμεν. Ἀκτῖνα λέγομεν ἐξ ἡλίου, ἀποτομὴν ἐξ ἐκείνου ταύτης οὐκ οἴδαμεν. Φῶς λέγομεν δι´ αὐτῆς ἐξ ἡλίου, καὶ τὴν μεσιτείαν ἐννοοῦμεν, καὶ τὸ προσεχίζεσθαι τὸ φῶς τῷ ἡλίῳ διὰ τὴν τῆς ἀκτῖνος μεσιτείαν οὐκ ἀπαρνούμεθα. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπιφέρει ὁ ἅγιος τῆς τοῦ υἱοῦ μεσιτείας καὶ αὐτῷ τὸ μονογενὲς φυλαττούσης, καὶ τὸ πνεῦμα τῆς τοῦ πατρὸς σχέσεως μὴ ἀπειργούσης.»
Όταν μίλησε έτσι ο Bέκκος, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας απάντησε αμέσως από το σκαμνί του: «Τηρούμε τα δόγματα τής εκκλησίας τα οποία παραλάβαμε, αλλά δεν έχουμε διδαχτεί να λέμε αυτά τα λόγια. Αν λοιπόν τα τηρούσε αυτά διεξοδικά η Εκκλησία, αναγκαστικά ούτε από εμάς θα διέφευγαν. Αφού λοιπόν τηρούμε την πίστη με απλό τρόπο και χωρίς έρευνα, με απλό τρόπο θα τηρήσουμε και τα δόγματα τής πίστης στην οποία ανατραφήκαμε. Γιατί λοιπόν προσπαθείτε να εισάγετε στην Εκκλησία τού Θεού τη συνήθεια να χρησιμοποιεί όρους αντίθετους με αυτούς που έχουμε παραλάβει; Είναι σημαντικό να τηρούμε την ειρήνη, αφήνοντας αυτά εντελώς κατά μέρος».
ταῦτ´ εἰπόντος τοῦ Βέκκου, ὁ Ἀλεξανδρείας αὐτόθεν ἀπὸ τοῦ σκίμποδος πρὸς αὐτὸν ὡς «ἡμεῖς τῆς ἐκκλησίας κρατοῦμεν τὰ δόγματα, ἃ καὶ παρελάβομεν, ταῦτα δὲ λέγειν οὐκ ἐδιδάχθημεν. Εἰ μὲν οὖν πλατικῶς ἐκράτει ταῦτα ἡ ἐκκλησία, οὐκ ἂν καὶ ἡμᾶς ἐξ ἀνάγκης διέλαθεν. Ἐπεὶ δὲ ἁπλῶς τὴν πίστιν καὶ ἀπεριέργως ἕξομεν καὶ τὰ τῆς πίστεως δόγματα, οἷς ἄρα καὶ συνανετράφημεν, τί γοῦν ἰσχυρίζεσθε εἰσάγειν ἐν ἐκκλησίᾳ θεοῦ παρὸ παρελάβομεν λέγειν; γενέσθαι δὲ τῆς εἰρήνης, τὰ πολλὰ ταῦτ´ ἀφέντας, ξυμφέρει.»
Είπαν οι αρχιδιάκονοι: «Αλλά κατηγορούμαστε για αίρεση, δέσποτα».
οἱ δὲ «ἀλλ´ ἐγκαλούμεθα αἱρέσεως, δέσποτα.»
«Ναι», είπε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας. «Το να θέλει κανείς να δημιουργήσει ασυνήθιστο δόγμα, ακόμη κι αν ήταν ασφαλές, θα θεωρούνταν αίρεση. Αφήστε το, παρακαλώ, τηρώντας το κοινό και δημόσιο δόγμα και την ειρήνη. Αυτό είναι που έχει σημασία, και αυτό ενώ ο άγιος αυτοκράτορας παίζει τον ρόλο τού μεσολαβητή».
καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας «ναί» φησι· τὸ συνιστᾶν θέλειν ἀσύνηθες, κἂν ἀσφαλὲς ἦν, αἵρεσις ἂν λογισθείη. Ὃ δὴ καὶ ἐατέον, παρακαλῶ, τῆς κοινῆς δόξης γεγονότας καὶ φανερᾶς, καὶ τῆς εἰρήνης, ὃ δὴ καὶ ξυμφέρει, καὶ ταῦτα τοῦ ἁγίου βασιλέως μεσολαβοῦντος.»
Και ο πατριάρχης τούς είπε αμέσως: «Εσείς όμως λέτε ότι σε αυτό το ζήτημα η πρόθεση “διά” είναι ισοδύναμη με την πρόθεση “εκ”, έτσι ώστε, όταν ο άγιος λέει ότι το ένα έρχεται αμέσως από το πρώτο, εσείς λέτε και από το πρώτο. Τι είδους παραλογισμό ξεπερνά κανείς με αυτό; Αφού η φλυαρία είναι μεγάλη και έκδηλη. Γιατί αν έρχεται από εκείνο που έρχεται αμέσως από το πρώτο, πώς έρχεται από το πρώτο; Αν έρχεται από το πρώτο, πώς έρχεται από εκείνο που έρχεται αμέσως από το πρώτο; Δείτε σε τι παγίδες πέφτετε βεβηλώνοντας τη θεολογία!»
καὶ ὁ πατριάρχης εὐθὺς πρὸς αὐτοὺς «ἀλλ´ ὑμεῖς φατὲ ἰσοδυναμεῖν ἐπὶ τούτοις τῇ ἐκ τὴν διά, ὡς τοῦ ἁγίου λέγοντος τὸ δὲ διὰ τοῦ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου ὑμᾶς λέγειν καὶ ἐκ τοῦ πρώτου. Ὃ δὴ καὶ ποῖον τρόπον ἀμαθίας οὐ παρελήλυθεν; ὅπου γε καὶ ἡ ἀδολεσχία μείζων καὶ προφανής. Εἰ γὰρ ἐκ τοῦ προσεχῶς, πῶς ἐκ τοῦ πρώτου; εἰ δὲ ἐκ τοῦ πρώτου, πῶς ἐκ τοῦ προσεχῶς; ὁρᾶτε εἰς ποῖα ἀρκύστατα πίπτετε, τὴν θεολογίαν καταρρυπαίνοντες.»
Και οι περί τον Βέκκο: «Ομολογούμε την παράτολμη πράξη μας και ζητάμε συγχώρεση. Δεν μάς ήρθε αυθόρμητα η επιθυμία να μιλήσουμε έτσι, από μάταιη περιέργεια, αλλά επειδή υπήρχε λόγος που μάς παρότρυνε. Ήταν η ιδέα τής καταστολής τής διαφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών, ώστε εκείνοι να χρησιμοποιούν την πρόθεση “εκ” και εμείς την πρόθεση “διά”, αλλά εφαρμόζοντάς την και οι δύο στο ίδιο σημείο τής θεολογίας. Δεν ήταν δυνατόν να συμφωνήσουμε διαφορετικά, παρά μόνο αν μιλούσαμε έτσι. Γιατί λοιπόν να κατηγορηθούμε γι’ αυτό για απόλυτη παράβαση και αίρεση, σε σημείο που να ακυρωθούν χειροτονίες, να εξαγνιστούν οι άγιες τράπεζες και το ίδιο το ιερό χρίσμα τής μύησης να αμφισβητηθεί και απορριφθεί, επειδή είχε καθαγιαστεί από εμάς; «΄Όταν κι εσείς», είπαν, «έχετε παραβεί κάποιο σημείο τής θεολογίας σας, όπως θα δείξουμε. Για αυτά τα πράγματα λοιπόν, αφήνοντάς μας να σάς κατηγορήσουμε, θα καταστρέψουμε τα πάντα;»
καὶ οἱ περὶ τὸν Βέκκον «ὁμολογοῦμεν τὸ παρατόλμημα, καὶ συγγνώμην αἰτοῦμεν. Οὐδὲ γὰρ αὐτόθεν ἡμῖν ἡ ὁρμὴ τοῦ ταῦτα λέγειν ἐκ ματαίας ὀρέξεως, ἀλλ´ ἦν τὸ παροτρῦναν αἴτιον. Τὸ δ´ ἦν νομιζομένη τῆς τῶν ἐκκλησιῶν διχονοίας διάλυσις, ὥστε ἐκείνων μὲν χρωμένων τῇ ἐκ ἡμῶν δὲ τῇ διά, προστιθέντων καὶ ἀμφοτέρων ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τῆς θεολογίας τόπου, οὐκ ἄλλως ἔχειν συμβιβάζειν, εἰ μὴ οὕτω λέγοιμεν. Τί δαὶ διὰ τοῦτο παραβασίας ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἐφ´ αἱρέσει κριθείημεν, ὡς ἀθετεῖσθαι μὲν χειροτονίαν, καταπλύνεσθαι δὲ τὰ ἅγια, καὶ αὐτὸ δὲ τὸ τελεστικὸν ἅγιον ἀθετεῖσθαι μύρον καὶ παραρρίπτεσθαι, ὅτι ἡμῖν τετέλεσται; ἐπεί τοί γε» φασὶ «καὶ ὑμῖν παραβέβασταί τι θεολογοῦσιν, ὡς δείξομεν. Ἆρ´ οὖν διὰ ταῦτα, ἀφέντες ὑμῖν ἐγκαλεῖν, τὸ πᾶν ἀφανίσομεν;»
Όταν ο πατριάρχης και οι δικοί του είπαν: «Πού και σε ποια σημεία έχουμε διαπράξει παραβάσεις;», ο Bέκκος και οι δικοί του έβγαλαν αμέσως ένα χαρτί και το έδειξαν. Και πάλι ο πατριάρχης και οι δικοί του αφού διάβασαν, αρνήθηκαν και αναθεμάτισαν το κείμενο και μάλιστα σχεδόν και εκείνον που το είχε γράψει. Αλλά όταν το είδε ο Μοσχάμπαρ, ομολόγησε ότι δικό του ήταν το γραπτό και προσπάθησε να απαντήσει. Τότε ο Βέκκος, με όλη την εξυπνάδα που μπορεί να δείξει ένας ρήτορας, είπε στον πατριάρχη: «Από την πλευρά μας, περιμέναμε να είναι δικό σου. Αν δεν είναι δικό σου, αλλά δικό του, όπως ομολόγησε και ο ίδιος, τότε είναι ψύλλος που κάθησε στον ιμάντα τού κάρου. Δεν μπορεί να τραβήξει το καλάθι ούτε μπροστά ούτε πίσω». Αυτό το είπε λόγω τής διπλής ονομασίας τού χαρτοφύλακα. «Αν όμως το δώσουμε», είπε, «τι ποινές θα επιβάλετε στον παραβάτη;»
καὶ τῶν εἰπόντων «καὶ ποῦ καὶ ἐπὶ τίσιν ἡμῖν παραβέβασται;» ἐκείνους ἐκβαλεῖν εὐθὺς χάρτην καὶ ἐμφανίζειν. Καὶ τοὺς αὖθις ἀναγνόντας ἀρνεῖσθαι καὶ ἀναθεματίζειν τὸν λόγον, σχεδὸν δὲ καὶ αὐτὸν τὸν γράψαντα. Ἀλλὰ τὸν Μοσχάμπαρα ἰδόντα ὁμολογεῖν ἑαυτοῦ τὸ σύγγραμμα εἶναι καὶ ἀπολογεῖσθαι πειρᾶσθαι. Ἐφ´ οἷς ὁ Βέκκος, μεθ´ ὅσου εἴποι τις ἂν τοῦ χαριεντισμοῦ, «ἡμεῖς μὲν προσεδοκῶμεν σὸν εἶναι» πρὸς τὸν πατριάρχην φησίν· «εἰ δὲ μὴ σὸν ἀλλὰ τούτου, ὡς καὶ αὐτὸς ὡμολόγησε, ψύλλα τις ἐπικαθίσασα τῷ τῆς ἁμάξης ῥυμῷ οὔτ´ ἀνασπᾶν οὔτε κατασπᾶν ἔχει τὴν πείρινθα.» τοῦτο δ´ εἶπε διωνυμουμένου τοῦ χαρτοφύλακος. «πλὴν εἰ δοίημεν ἄν» φησιν, «ὁποῖα τὰ ἐπιτίμια ἐπάξεις τῷ παραδογματίσαντι;»
Επειδή λοιπόν οι ομιλίες χρονοτριβούσαν πολύ, ο Bέκκος πρόσθεσε ξανά: «Θέλετε εγώ, που παθιάζομαι με την ειρήνη, να πω γνώμη, χρησιμοποιώντας απλή γλώσσα και χωρίς έρευνα; Εμείς, λοιπόν, όταν συναντήσαμε αυτά τα ρητά των αγίων σε συνθήκες που τα απαιτούσαν, τα δεχθήκαμε ως ασφαλή και ορθόδοξα. Εγκρίναμε και εγκρίνουμε αυτόν που ομολογεί ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «εκ τού Πατρός». Ο λόγος είναι πράγματι από τον Σωτήρα και από τη Σύνοδο και αυτήν την ομολογία κάνουμε καθημερινά. Επιπλέον, εκείνον που λέει ότι εκπορεύεται «εκ τού Πατρός διά τού Υιού» τον αποδεχόμαστε και αυτόν, ως ακολουθούντα ολόκληρη την έβδομη σύνοδο. Όποιον όμως δεν τιμά τα ρητά των αγίων, τον κατηγορούμε για αναίδεια. Εδώ, λοιπόν, σήμερα είναι παρόντες πατριάρχες, είναι παρόντες επίσκοποι και όλοι οι κληρικοί και ευσεβείς μοναχοί, καθώς και οι πιο αξιόλογοι από τούς λαϊκούς. Επιθυμώ να βρίσκομαι σε κοινωνία μαζί σας, που είστε Ορθόδοξοι, ενώ αν έχουμε σφάλει από κοινού με οποιονδήποτε τρόπο, θα προτιμούσα να καταδικαστώ μαζί σας από τον Θεό τον Κριτή παρά να έχω τη δική μου ασφάλεια. Δεν μού φαίνεται λοιπόν λογικό να μού ζητάτε και να επιβάλλετε και στους υποστηρικτές μου να απορρίψουμε ένα δόγμα των πατέρων, που είναι τόσο παλιό και επιβεβαιωμένο από πολλούς, χωρίς να σάς νοιάζει καθόλου. Γιατί κι εγώ φοβάμαι μήπως αποκλίνω από την ορθοδοξία. Τώρα όμως, εγκαταλείποντας τη δική μου γνώση, γίνομαι εντελώς δικός σας και σάς χρησιμοποιώ, ας πούμε, ως δασκάλους μου. Προχωράτε μπροστά και θα σάς ακολουθήσω στη δράση σας. Ας εκδοθεί ένας τόμος, ας καταδικαστεί το δόγμα και ας απορριφθεί το «δια τού Υιού», αν θέλετε. Κι αν δεν ακολουθήσω και ο ίδιος, παρόλο που γνωρίζω το ρητό των πατέρων και τον μεγάλο κίνδυνο παράβλεψης που αιωρείται, θα δώσω ο ίδιος αφορμή να κατηγορηθώ είτε για πείσμα είτε για αίρεση. Γιατί θέλω μαζί σας είτε να δικαιωθώ είτε να κατηγορηθώ. Αλλά αν εσείς είσαστε πολύ προσεκτικοί με την πράξη, ενώ σε εμάς επιβάλλετε την απόρριψη, είναι απολύτως λογικό, για να μην πω και απαραίτητο, ότι αφού εσείς είσαστε πολύ προσεκτικοί και αναβάλλετε, τότε να φοβόμαστε κι εμείς, μήπως ο κίνδυνος περιορίζεται σε εμάς, τούς μόνους που κάναμε λάθος».
ἐπὶ πολὺ γοῦν τριβομένων τῶν λόγων, τὸν Βέκκον αὖθις ἐπενεγκεῖν «ἢ βούλεσθε, κἀγὼ τῆς εἰρήνης ὢν ἐραστὴς γνώμην οἴσω, ἁπλῶς καὶ ἀπεριέργως τοῖς λόγοις χρώμενος; ἡμεῖς μὲν οὖν τὰ τῶν ἁγίων ῥητὰ ἐπὶ καιρῶν εὑρόντες ζητούντων, ὡς ἀσφαλῶς ἔχοντα καὶ ὀρθόδοξα προσηκάμεθα. Καὶ τὸν μὲν ὁμολογοῦντα ἐκ πατρὸς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι καὶ ἀπεδεχόμεθα καὶ ἀποδεχόμεθα· λόγος γὰρ τοῦ σωτῆρος καὶ τῆς συνόδου, καὶ ἡμεῖς καθ´ ἑκάστην οὕτως ὁμολογοῦμεν. Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τὸν ἐκ πατρὸς δι´ υἱοῦ λέγοντα ἐκπορεύεσθαι ὡς συνόδῳ πάσῃ τῇ ἑβδόμῃ ἑπόμενον ἀποδεχόμεθα καὶ αὐτόν, τὸν δέ γε μὴ τιμῶντα τὰ τῶν ἁγίων ῥητὰ τόλμης γραφόμεθα. Ἰδοὺ γοῦν σήμερον πάρεισι μὲν πατριάρχαι, πάρεισι δ´ ἀρχιερεῖς καὶ κλῆρος ἅπας καὶ μοναχοὶ εὐλαβεῖς καὶ τῶν λαϊκῶν οἱ ἐλλόγιμοι. Θέλω καὶ ὀρθοδοξοῦσιν ὑμῖν κοινωνεῖν, καὶ κοινῶς ὁπωσδήποτε τοῦ ὀρθοῦ σφαλεῖσι τὴν μεθ´ ὑμῶν καταδίκην αἱροῦμαι παρὰ θεῷ κρίνοντι ἢ μόνος τὴν ἡμετέραν ἀσφάλειαν. Τὸ γοῦν ὑμᾶς ἐμὲ ζητεῖν τε καὶ ἀναγκάζειν καὶ τοὺς μετ´ ἐμοῦ ἀποβαλέσθαι δόγμα πατέρων, οὕτω δὴ παλαιὸν καὶ παρὰ πολλῶν λεγόμενον, ὑμᾶς δὲ μηδὲν περὶ τούτων φροντίζειν, οὔ μοι δοκεῖ ἔχειν τὸ εὔλογον. Ἔστι γὰρ καὶ ἐμοὶ εὐλάβεια μή πως παρασφαλῶ τοῦ ὀρθοῦ. Ἀλλ´ ἰδοὺ καὶ τὴν κατ´ ἐμαυτοῦ γνῶσιν ἀφεὶς ὅλως ὑμῶν γίνομαι, καὶ διδασκάλοις ὡσανεί τισι χρῶμαι. Ὑμεῖς προηγεῖσθε, κἀγὼ ἕψομαι πράττουσιν. Ἐκτιθέσθω τόμος, καὶ ἀποπεποιήσθω τὸ δόγμα, καὶ ἀποβεβλήσθω τὸ δι´ υἱοῦ, εἰ βούλεσθε. Κἂν μὴ ἕψομαι καὶ αὐτός, καίτοι γ´ εἰδὼς πατέρων ῥητὸν καὶ μέγαν ἐπηρτημένον τῆς παροράσεως κίνδυνον, αὐτὸς αἰτίαν ἕξω, εἴτε μὴν πεισμονῆς εἴτε μὴν καὶ αἱρέσεως· θέλω γὰρ σὺν ὑμῖν πᾶσι καὶ δικαιωθῆναι καὶ κατακριθῆναι. Εἰ δ´ ὑμεῖς μὲν διευλαβεῖσθε τὴν πρᾶξιν, ἡμῖν δ´ ἐπιφορτίζετε τὴν ἀποβολήν, εὔλογον εἶναι πάντως, ἵνα μὴ καὶ ἀναγκαῖον εἴπω, ὑμῶν διευλαβουμένων καὶ διαμελλόντων καὶ ἡμᾶς δεδιέναι, μή πως παρασφαλεῖσιν ἡμῖν καὶ μόνοις τὰ τοῦ κινδύνου περιστήσεται.»
«Μα δεν έχουμε γράψει εμείς», είπαν απαντώντας οι περί τον πατριάρχη. «Εσείς γράψατε και ανακατέψατε αυτές τις απόψεις και είναι στο χέρι σας να τις απορρίψετε».
«ἀλλ´ οὐ γεγράφαμεν ἡμεῖς» φασὶν οἱ περὶ τὸν πατριάρχην ἀπολογούμενοι. «ὑμῖν γέγραπται καὶ κεκίνηται. Ὑμῖν καὶ ἀποβλητέον ταῦτα.»
«Τι το εμποδίζει, αν το τολμήσετε;», είπαν οι περί τον Bέκκο, «αφού θα συμφιλιώσετε και τούς αδελφούς φροντίζοντάς το».
«καὶ τί γε τὸ ἐμποδών;» οἱ περὶ τὸν Βέκκον, «ἐθαρρεῖτε,» φασίν, «ὅπου καὶ ἀδελφοὺς προσλήψετε θεραπεύσαντες.»
Δεν έπεισαν όμως με τα λόγια τους. Αντίθετα, ο πατριάρχης ήταν μάλλον εξοργισμένος μαζί του, σε σημείο να τον προσβάλλει βίαια. Kαι ο Bέκκος, οργισμένος εναντίον του, να τον επιπλήξει κατάλληλα και αφού στραφεί στον αυτοκράτορα, να πει με δυνατή φωνή και όρκο, ότι αν δεν έφευγε αυτός ο άνθρωπος από το πατριαρχείο, δεν θα ηρεμούσε ποτέ ο σάλος τής εκκλησίας! Ύστερα από αυτά τα λόγια, ο αυτοκράτορας, κυριευμένος από θυμό, σηκώθηκε και είπε, εκπνέοντας το παράπονό του για την Εκκλησία: «Τι λοιπόν! Δεν αρκούν τα κακά τού παρελθόντος, αλλά θέλετε να ταλαιπωρήσετε ξανά την Εκκλησία και να την τυλίξετε σε δύο πολέμους, αφενός στις επιθέσεις των αντιφρονούντων και αφετέρου στις καλές ευκαιρίες, ας πούμε, που δημιουργείτε; Έτσι η μία και άφθαρτη Εκκλησία διατρέχει, με την εσωτερική της εξέγερση, τον κίνδυνο να αναλωθεί, όταν τα μέλη της καταβροχθιστούν αμοιβαία, αυτή για την οποία ο ίδιος ο Χριστός έχυσε το αίμα του».
ἀλλ´ οὐκ ἔπειθον λέγοντες. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον τραχυνθέντος κατ´ ἐκείνου τοῦ πατριάρχου, ὡς καὶ ὕβρει διαλοιδορήσασθαι, τὸν Βέκκον παροξυνθέντα ἐκείνῳ μὲν εὐφυῶς ἐπιπλῆξαι, πρὸς δὲ τὸν βασιλέα ἐπιστραφέντα μεγαλοφώνως εἰπεῖν μεθ´ ὅρκου ὡς εἰ μὴ αὐτὸς ἐξέλθοι τοῦ πατριαρχείου, οὐκ ἄν ποτε τὸν τῆς ἐκκλησίας καταστορεθήσεσθαι κλύδωνα. Καὶ οὕτως εἰπόντος, ὀργῇ ληφθέντα τὸν βασιλέα ἐξαναστῆναι καὶ «τί δαὶ» φάναι ὑπὲρ τῆς ἐκκλησίας δεινοπαθήσαντα· «οὐκ ἀρκεῖ τὰ πρότερα, ἀλλὰ καὶ πάλιν τὴν ἐκκλησίαν ταράξετε; καὶ δυσὶ περιβαλεῖτε πολέμοις, ἔνθεν μὲν ταῖς τῶν σχιζομένων προσβολαῖς, ἐκεῖθεν δὲ καὶ ταῖς παρ´ ὑμῶν αὐτῶν ὡς εἰπεῖν ἐνευκαιρίαις, ὥστε κινδυνεύειν τὴν μίαν καὶ ἄρρηκτον ἐκκλησίαν καθ´ αὑτὴν στασιάζουσαν ἐν τῷ ἐσθίειν τοὺς αὐτῆς ἀλλήλους δαπανηθῆναι, ὑπὲρ ἧς αὐτὸς ὁ Χριστὸς τὸ οἰκεῖον αἷμα ἐξέχεε.»
Λέγοντας αυτά και άλλα λόγια, έδειξε την απογοήτευσή του ότι η συζήτηση δεν είχε οδηγήσει σε κάποιο καλό και χρήσιμο αποτέλεσμα, όπως περίμενε. Τότε λοιπόν θα μπορούσε κανείς να πεις στον διπλανό σου: «Αχ μεγάλοι θεοί! Τι σοβαρό είναι να θέτεις αυτά τα ερωτήματα και να επιδιώκεις να εδραιώσει καθένας τη δική του δικαιοσύνη, ενώ θα αρκούσε, αν διαλυόταν το σκάνδαλο τού πάπα, να διαλύονταν μαζί και όλα τα υπόλοιπα! Αλλά τώρα, αναζητώντας καθένας τη δική του δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη τού Θεού δεν θα επιτευχθεί ποτέ, όπως είπαν αυτοί οι άνθρωποι». Μέχρι πού έφτασε η υπόθεση, θα το πούμε προχωρώντας.
ταῦτα καὶ πλείω τούτων εἰπὼν δῆλος ἦν ἀλύων, μὴ εἰς καλόν τι μηδ´ εἰς συμφέρον, ὃ δὴ καὶ προσεδόκα, καταληξάσης τῆς διαλέξεως. Τότε δὲ ὧδέ τις ἂν εἶπε πρὸς πλησίον ἄλλον, «ὢ πόποι, ἦ μέγα δὴ τὸ ταῦτα κινεῖν καὶ ζητεῖν συνιστᾶν τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ἕκαστον, ἱκανὸν ὂν εἰ διαλυθέντος τοῦ κατὰ τὸν πάπαν σκανδάλου καὶ τἆλλα πάντα συνδιαλύοιτο. Νυνὶ δὲ ἀλλ´ ἕκαστος τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητῶν, τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην οὐ φθάσειε πώποτε, ὡς ἐκεῖνοι.» τὸ δ´ ἐς ὅ τι προῆλθε, προϊόντες ἐροῦμεν.
Τότε λοιπόν, μόλις διαλύθηκε η σύνοδος, η μονή Κοσμιδίου παρέλαβε αυτούς τούς ανθρώπους, μαζί όμως με φρουρούς και την απαιτούμενη φύλαξη. Στέλνοντάς τους εκεί, ο αυτοκράτορας απαίτησε να κάνουν ειρήνη και, αφήνοντας κάθε δικαιολογία, να ζουν χωρίς περιορισμούς και με τη δική του καλή διάθεση. Διαφορετικά, τούς απείλησε με εξορία, η οποία και θα επέφερε σε αυτούς οδυνηρές συνθήκες. Γιατί δεν ήταν δυνατόν να γίνουν διαφορετικά από εκείνα που είχαν καθοριστεί. Όσο για αυτούς που είχαν κακή φήμη, θα ήταν εντελώς χαμένοι, αν δεν μετανοούσαν για να τηρήσουν την ειρήνη. Ο αυτοκράτορας τούς έστελνε συχνά αυτή την ειδοποίηση και τούς πρόσφερε χάρη, αλλά εκείνοι ούτε υποχωρούσαν ούτε από τον φόβο τής επώδυνης μεταχείρισης, ούτε αμβλύνονταν από υποσχέσεις για χάρες. Επιδεικνύοντας μεγάλη δύναμη απέναντι και στα δύο ενδεχόμενα, έδειχναν ότι ήσαν έτοιμοι να δεχτούν ό,τι αποφάσιζε ο αυτοκράτορας, ώστε να το υποφέρουν οικειοθελώς, αντί να συμφωνήσουν με εκείνους που προωθούσαν αυτές τις καταδίκες εναντίον τους. Ο αυτοκράτορας ερεθιζόταν ολοένα και περισσότερο μαζί τους, που παρέμεναν απολύτως σταθεροί. Όταν στερήθηκε από όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να μαλακώσουν την ψυχή τους, αποφάσισε στο τέλος να τούς καταδικάσει σε εξορία. Διέταξε να τούς μεταφέρουν με βάρκα στο φρούριο που βρισκόταν στα δεξιά εκείνων που έμπαιναν στον κόλπο τού Αστακού και που ονομαζόταν φρούριο τού Αγίου Γρηγορίου. Στάλθηκαν και κλείστηκαν εκεί υπό την επίβλεψη Κελτών φρουρών και ενός πρώην φρουρού τού αυτοκράτορα, χωρίς πρόνοια για όλες τους τις ανάγκες και χωρίς να επωφεληθούν από καμία άλλη βοήθεια από τον αυτοκράτορα, εκτός από το ότι πολύ αργότερα, όταν εξορμούσε προς την Ανατολή, επί πατριαρχείας Αθανασίου, αφού διέσχισε τον κόλπο τής Ελενόπολης, τούς έστειλε τον μεγάλο λογοθέτη, τον οποίο είχε προβιβάσει σε πρωτοβεστιάριο, για να δώσει στον ένα εκατό χρυσά νομίσματα και στον Μελιτηνιώτη πενήντα. Γιατί ο τρίτος, ο Μετοχίτης, με εντολή τού αυτοκράτορα, είχε μεταφερθεί νωρίτερα από εκεί λόγω ασθένειας.
Ἐκείνους μὲν οὖν τότε τῆς συνόδου διαλυθείσης ἡ τοῦ Κοσμιδίου εἶχε μονή, πλὴν ὑπὸ φρουροῖς καὶ φυλακαῖς προσηκούσαις· οὓς δὴ καὶ πέμπων ὁ βασιλεὺς εἰρηνεύειν ἠξίου, καὶ πᾶσαν δικαιολογίαν ἀφέντας διάγειν ἀνέδην καὶ τὴν ἀπ´ αὐτοῦ εὐμένειαν ἔχοντας. Εἰ δ´ οὖν, ἀλλ´ ἐξορίας προσηπείλει καὶ κακουχίας ἐπαξομένας σφίσι· μηδὲ γὰρ εἶναι ἄλλως ἢ ὡς ἐτάχθη γίγνεσθαι, αὐτοὺς δὲ φήμην κακὴν ἔχοντας παραπόλλυσθαι, εἰ μή γε μετανοήσαντες τῆς εἰρήνης γένωνται. Ταῦτα τοῦ βασιλέως συχνάκις διαμηνυομένου καὶ ἀγαθὰ προτείνοντος, ἐκεῖνοι οὔτε πρὸς δέος τῶν λυπῶν προήχθησαν οὔτε πρὸς τὰς τῶν ἀγαθῶν ἐπαγγελίας ἐμαλακίσθησαν, διευτονοῦντες δὲ πρὸς ἀμφότερα ἑτοίμους ἑαυτοὺς παρεῖχον πρὸς ὅ τι δόξει τῷ βασιλεῖ, ὡς ἐκεῖνο μᾶλλον πεισομένους ἡδέως ἢ τοῖς οὕτω καταδικάζουσι σπεισομένους. Ἐπὶ μᾶλλον δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς παρωξύνετο ἀνενδότως μένοντας τὸ παράπαν. Πάντων δ´ ἀπορηθεὶς τῶν μαλάττειν ἐχόντων ψυχὴν τέλος ἐξορίαις δικαιοῦν ἔγνω. Καὶ δὴ πρὸς τὸ κατὰ δεξιὰ εἰσπλέοντι τὸν Ἀστακηνὸν κόλπον φρούριον, τὸ οὕτω πως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐπιλεγόμενον, προστάσσει πλῷ χρησαμένους ἀπάγεσθαι. Οὗ δὴ καὶ ἐγκλεισθέντες ὑπὸ φρουροῖς Κελτοῖς καί τινι τῶν ἐκπροκοιτούντων τῷ βασιλεῖ ἀφεῖντο, ὅσα τὰ εἰς χρείαν τῶν ἀναγκαίων ἀπρονόητοι, οὐδὲν πλέον ἀπονάμενοι βασιλέως, ὅτι μὴ μετὰ καιρὸν ἐπ´ ἀνατολῆς ὁρμῶντος πατριαρχοῦντος Ἀθανασίου, τόν τε κατὰ τὴν Ἑλενόπολιν περαιωθέντος πορθμόν, καὶ τὸν μέγαν λογοθέτην ἐπ´ αὐτοὺς πέμψαντος, ὃν καὶ εἰς πρωτοβεστιάριον ἀνεβίβασεν, ὁ μὲν ἑκατὸν χρυσίνοις ἐνικανοῦτο, ὁ δέ γε Μελιτηνιώτης πεντήκοντα. Ὁ γὰρ τρίτος ὁ Μετοχίτης διὰ νόσον προκατήχθη ἐπὶ τὰ οἴκοι ἐκεῖθεν, βασιλέως προστάξαντος.»
Βλέπε Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, VI, 1, 2, CSHB, Βόννη, I, 160:
Ο αυτοκράτορας ήταν απαραίτητο επιστρέφοντας στη βασιλεύουσα να αναγγείλει τον θάνατο τού πατέρα του και αυτοκράτορα στη μητέρα του και δέσποινα Θεοδώρα, και να θεσπίσει το δημόσιο πένθος που αρμόζει στους αυτοκράτορες. Διέταξε λοιπόν να οδηγηθεί η σορός τού αυτοκράτορα μέσα στην πόλη τής Σηλυμβρίας, ώστε να μην κλαπεί από Λατίνους, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στο Βυζάντιο. Όταν ολοκληρώθηκε το πένθος, θεώρησε πρώτο και μεγαλύτερο καθήκον τη διόρθωση τής εκκλησίας. Γιατί όσο ζούσε ο πατέρας του, έκρυβε τις σκέψεις του για αυτήν στο μυαλό του, όπως κρύβονται στην παχιά γη τον χειμώνα κάποιοι πολύτιμοι σπόροι. Έπειτα, όταν ξεφύτρωσε η άνοιξη, όπως θα λέγαμε, έδειξε τελικά ποιος ήταν πραγματικά. Στέλνονταν παντού κήρυκες και αυτοκρατορικά διατάγματα, που έφερναν τα καλά νέα τής διόρθωσης τής εκκλησίας και καλούσαν πίσω όσους είχαν εξοριστεί για το συμφέρον τής εκκλησίας ή είχαν υποστεί ακρότητες. Στο μεταξύ ο Βέκκος, εγκαταλείποντας κρυφά τον πατριαρχικό θρόνο, αποσύρθηκε και κλείστηκε στη Μονή Παναχράντου, φοβούμενος μήπως σπεύσουν κάποιοι ξαφνικά και τον κατασπαράξουν, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την πλήρη μεταβολή τής κατάστασης. Ανέβασαν αμέσω στη θέση του το ίδιο πρόσωπο που είχε προηγουμένως παραχωρήσει τη θέση του στον Βέκκο, τον πατριάρχη Ιωσήφ, με το σώμα ήδη ταλαιπωρημένο από την αρρώστια και τα γηρατειά και με τα προφανή προοίμια τού θανάτου να τον οδηγούν προς τον τάφο.
«Τῷ δὲ βασιλεῖ ἀναγκαῖον ἦν τῇ βασιλευούσῃ ἐπιδημήσαντι τὸν τοῦ πατρὸς καὶ βασιλέως ἀπαγγεῖλαι θάνατον τῇ μητρὶ καὶ δεσποίνῃ Θεοδώρᾳ καὶ τὸ τοῖς βασιλεῦσι προσῆκον δημοσίᾳ στήσασθαι πένθος. ὅθεν τὸν τοῦ βασιλέως νεκρὸν ἐντὸς τοῦ ἄστεος Σηλυβρίας ἀπαχθῆναι κελεύσας δέει τοῦ μὴ κλαπῆναι παρὰ Λατίνων αὐτὸς ἐς Βυζάντιον ἐπανῆκε· καὶ τελεσθέντος τοῦ πένθους ἔργον πεποίηται μέγιστόν τε καὶ πρῶτον τὴν τῆς ἐκκλησίας κατάστασιν. ζῶντος μὲν γὰρ τοῦ πατρὸς ἔκρυπτε τὴν μελέτην αὐτῆς ἐν τοῖς λογισμοῖς, καθάπερ ἐν πίονι γῇ χειμῶνος εὐγενῆ τινα σπέρματα. νῦν δ’ ἦρος, ὡς εἰπεῖν, ἐπιγενομένου τοῖς πράγμασιν ἔδειξεν ὅστις ὢν ἐλάνθανε. καὶ μὲν δὴ κήρυκες πανταχῇ καὶ βασιλικὰ διατάγματα διεπέμποντο τήν τε τῆς ἐκκλησίας διόρθωσιν εὐαγγελιζόμενα καὶ ἅμα τοὺς διὰ τὸν τῆς ἐκκλησίας ζῆλον ὑπερορίους κατάγοντα καὶ ὅσοι τῶν ἀνηκέστων τι ἐπεπόνθεσαν. ἐπὶ τούτοις ὁ Βέκκος λάθρα τὸν θρόνον καταλιπὼν ὑπεχώρησε καὶ συνέκλεισεν ἑαυτὸν εἰς τὴν τῆς Παναχράντου μονὴν, δείσας μὴ πρόφασιν τὴν ἀθρόαν μεταβολὴν τῶν πραγμάτων λαβόντες τινὲς διασπαράξωσι τοῦτον δραμόντες ἐξαίφνης. ἀνήχθη δ’ εὐθὺς ὁ τῷ Βέκκῳ πρότερον παραχωρήσας τοῦ θρόνου πατριάρχης Ἰωσὴφ, νόσῳ καὶ γήρᾳ τὸ σῶμα καταπεπονημένος ἤδη καὶ λαμπροῖς τοῦ θανάτου τοῖς προοιμίοις εἰς τὸν τάφον ὅλος συνελαυνόμενος.»
Στο ίδιο, VI, 1, 5, CSHB, Βόννη, I, 163:
Όμως ο αυτοκράτορας, από την ευγενική του φύση, μη θέλοντας να στενοχωρήσει ούτε αυτούς ούτε εκείνους, αλλά να αποφύγει τα σκάνδαλα και από τις δύο πλευρές, ακολουθούσε πορεία στη μέση. Στην ανατολική πλευρά τού πορθμού τού Ελλησπόντου υπάρχει μέρος που ονομάζεται Αδραμύττιον. Σε αυτόν τον τόπο καλούσαν εκείνους τούς άνδρες τα διατάγματα τού αυτοκράτορα, ενώ και ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν παρών εκεί. Συνέρρεαν λοιπόν εκεί όχι μόνο εκείνοι των οποίων ο ζήλος διέπεται από τη λογική, αλλά και πλήθος που έχει ανατραφεί, ως επί το πλείστον, με την έλλειψη σεβασμού και με την αναίδεια. Άλλοι επιθυμούσαν επισκοπικές έδρες, οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ την κατάστασή τους, άλλοι χρήματα, άλλοι μάταιη δόξα και τις διάφορες τιμές, τού είδους που παραπλανούν σε αυτόν τον κόσμο. Ξέχασα όμως κάτι, το οποίο πρέπει πρώτα να εξηγηθεί, για να προχωρήσει η διήγηση με τη σειρά και για να μην διακοπεί μετά ο ειρμός της. Όταν λοιπόν, όπως είπαμε, ο Ιωσήφ άφησε σε λίγο τον πατριαρχικό θρόνο και έφυγε από τη ζωή, δεν φάνηκε ούτε δίκαιο, ούτε μακριά από λαθεμένη ζωή, να παραμένει η Εκκλησία χωρίς ποιμένα, σε τέτοιον καιρό γεμάτο σύγχυση. Υπήρχε τότε ένας άνδρας αξιόλογος στην ομιλία, περιλαμβανόμενος στους εκκλησιαστικούς τού αυτοκράτορα, ο Γεώργιος Κύπριος, ο οποίος, με την επιδεξιότητα τής ιδιοφυΐας και τη μοναδική του επιμέλεια, έφερε στο φως και κατά κάποιον τρόπο χάρισε την αναβίωση στον ευγενή στις γραφές ελληνικό ρυθμό και σε εκείνη την αττικίζουσα γλώσσα, που είχαν κρυφτεί από πολύ καιρό στον βυθό τής λήθης. Αυτόν είχε στο μυαλό του ο αυτοκράτορας και προσπαθούσε να τον ανεβάσει στον πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα πριν από λίγο καιρό είχε γίνει και μοναχός. Δεν ήθελε όμως να πάρει τη χειροτονία του από κανέναν από εκείνους που είχαν συμμετάσχει στη δογματική καινοτομία, αλλά από κάποιον που είχε κρατήσει τον εαυτό του καθαρό από την κοινωνία τους. Υπήρχε λοιπόν κίνδυνος να καθυστερήσει το θέμα. Διορίστηκε όμως από τον αυτοκράτορα ύστερα από τις απαραίτητες ψηφοφορίες και μαρτυρίες και έλαβε την ποιμαντορική του ράβδο πάνω στο αυτοκρατορικό βήμα από τα χέρια τού ίδιου τού αυτοκράτορα, σύμφωνα με την παλιά συνήθεια. Και από τότε ασχολούνταν με τη διαχείριση πραγμάτων τα οποία, αν και ανήκαν στο πατριαρχικό αξίωμα, δεν χρειάζονταν την ιεροσύνη.
«Ὁ μέντοι βασιλεὺς φύσει πρᾷος ὢν καὶ μήτε τούτους ἐθέλων λυπεῖν μήτ’ ἐκείνους, ἀλλὰ τὰ ἑκατέρωθεν φυλαττόμενος σκάνδαλα, τὴν μέσην ἔγνω βαδίζειν. ἔστι δὲ παρὰ τὰ ἑῷα πλευρὰ τοῦ Ἑλλησποντίου πορθμοῦ χῶρός τις Ἀτραμύτιον κεκλημένος. πρὸς δὴ τοῦτον ἐκάλει τὰ βασιλέως προστάγματα τοὺς ἄνδρας ἐκείνους, ἐκεῖ τηνικαῦτα καὶ αὐτοῦ γε παρόντος. καὶ δὴ συνέῤῥεον οὐ μόνον οἱ λόγῳ τὸν ζῆλον λαχόντες ἡνιοχεῖν, ἀλλ’ ὄχλος τὸ πλεῖστον ἀλογίᾳ καὶ ἀναιδείᾳ συντεθραμμένος, οἱ μὲν θρόνων ἐρῶντες, πρᾶγμα πολλῷ τὴν τάξιν αὐτῶν ὑπερβαῖνον, οἱ δὲ χρημάτων, οἱ δὲ δόξης κενῆς καὶ τιμῶν, οἷαι παρὰ τὸν βίον πλανῶνται πολυειδεῖς. ἀλλ’ ἐκεῖνο μικροῦ με παρέδραμεν, ὃ προδιαληφθῆναι χρεὼν, ἵνα καθ’ εἱρμὸν λόγος βαδίζῃ καὶ μὴ διακόπτηται τὴν συνέχειαν ἐφεξῆς προϊών. ἐπεὶ γὰρ Ἰωσὴφ, ὡς εἰρήκειμεν, ἐν βραχεῖ τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀπολιπὼν μικρὸν ὕστερον καὶ τοῦ βίου μετέστη, οὐ δίκαιον ἔδοξεν οὐδὲ πόῤῥω διαίτης ἡμαρτημένης, ἄνευ ποιμένος ἐν οὕτω συγχύσεως γέμοντι χρόνῳ τὴν ἐκκλησίαν τυγχάνειν. καὶ ἦν τηνικαῦτα ἀνὴρ ἐν λόγοις ἐπίσημος τῷ βασιλικῷ συγκατειλεγμένος κλήρῳ Γεώργιος ὁ ἐκ Κύπρου, ὃς τὸν ἐν ταῖς γραφαῖς εὐγενῆ τῆς Ἑλλάδος ῥυθμὸν καὶ τὴν Ἀττικίζουσαν γλῶσσαν ἐκείνην, πάλαι πολὺν ἤδη χρόνον λήθης κρυβέντα βυθοῖς, φύσεως δεξιότητι καὶ φιλοπονίᾳ τελεωτέρᾳ πρὸς φῶς ἤγαγε καὶ οἱονεί τινα ἐχαρίσατο ἀναβίωσιν. τοῦτον ἐμελέτησέ τε καὶ προὐτεθύμητο ἐς τὸν πατριαρχικὸν ἀναγαγεῖν θρόνον ὁ βασιλεὺς, ἄρτι καὶ τὸ μοναχικὸν ἀλλαξάμενον σχῆμα πλὴν οὐχ ὑπ’ οὐδενὸς τῶν ἁπάντων ἐβούλετο τὴν χειροθεσίαν αὐτὸν εἰληχέναι, ὁπόσοι τῇ τοῦ δόγματος καινοτομίᾳ κεκοινωνήκεσαν, ἀλλ’ ὃς ἀκοινώνητον ἑαυτὸν συνετήρησεν· ὡς κινδυνεύειν ἐντεῦθεν βραδύνειν τὰ τῆς σπουδῆς. προεβλήθη μέντοι παρὰ τοῦ βασιλέως μετὰ τὰς ψήφους καὶ μαρτυρίας τὰς ὀφειλούσας καὶ τὴν ποιμαντικὴν ῥάβδον ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ βήματος παρὰ τῆς τοῦ βασιλέως εἰλήφει χειρὸς κατὰ τὸ πάλαι κρατῆσαν ἔθος. καὶ ἦν διενεργῶν καὶ διοικῶν ἔστιν ἃ τῶν πατριαρχικῶν δικαίων, ὅσα οὐχ ἱερωσύνης ἐδεῖτο.»
- [←15]
-
Για την αυξανόμενη δύναμη των Τούρκων και την εδαφική τους επέκταση κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μιχαήλ Η΄ βλέπε Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, III, 21 (CSHB, Βόννη, I, 219-20):
Όμως ο αυτοκράτορας ανακάλεσε τον δεσπότη Ιωάννη από τη Θεσσαλονίκη και, αφού ο τελευταίος πέρασε λίγο καιρό μαζί του, τον έστειλε με τα στρατεύματα στην Ανατολή για να πολεμήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τούς Τούρκους. Ο τελευταίος χάρηκε που θα βάδιζε εναντίον τους και θα κατάφερνε κάτι αντάξιο τής φήμης του.
«Τὸν μέντοι γε δεσπότην Ἰωάννην μετακαλεσάμενος ἐκ Θεσσαλονίκης ὁ βασιλεύς, μικρὸν ὅσον συνδιατρίψαντά οἱ, ἅμα ταῖς δυνάμεσι πρὸς ἀνατολὴν ἐκπέμπει, τοῖς Πέρσαις ὡς ἦν συμμίξοντα. Ἦν δὲ κἀκείνῳ τρυφὴ τὸ ἐκείνοις ἐφιστάναι καί τι τῆς αὐτοῦ δόξης ἄξιον διαπράξασθαι.
Για να πω την αλήθεια, ήταν πράγματι πολύ ζωηρός άνθρωπος. Έτσι, ακούγαμε ότι βρισκόταν σε ένα μέρος, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή εκεί που δεν περιμέναμε ποτέ να τον δούμε. Αφήνοντας όλες αυτές τις αποσκευές, τα σαμάρια και τούς συνοδούς, οπλιζόταν το βράδυ, χρησιμοποιούσε γρήγορα άλογα και εξέπλησσε ανθρώπους, που δεν μπορούσαν καν να φανταστούν την παρουσία του. Και για να μην καταστρέφεται το σώμα του, καθώς κινούνταν πάνω σε άλογα και ταράζονταν συνεχώς, το έδενε και το έσφιγγε με λουριά. Γι’ αυτό πετύχαινε τα μεγαλύτερα κατορθώματα, τον φοβούνταν όλοι, τόσο όταν άκουγαν γι’ αυτόν, όσο και όταν ήταν παρών. Φούντωνε τον στρατό με ομιλίες και τον φρόντιζε με δώρα και, το πιο ουσιαστικό, συμπεριφερόταν στους στρατιώτες όχι ως κύριος, αλλά ως αδελφός, όντας άνθρωπος ευσεβής, ευγενικός και ειλικρινά τίμιος. Ξεπερνούσε τούς πάντες σε γενναιοδωρία. Επίσης άνθιζε μέσα του η εγκράτεια σε τέτοιον βαθμό, που κανείς δεν άκουσε ποτέ ότι είχε αποκτήσει, μέσω δόλιας επιδίωξης παράνομης απόλαυσης, άλλη σύζυγο εκτός από τη γυναίκα του. Εκείνη όμως τού γέννησε φυσική κόρη, αλλά μόνη της και παράνομα, η οποία δόθηκε σε γάμο στον Δαβίδ, τον μέπε [βασιλιά] τής Ιβηρίας. Κατά τα λοιπά, ήταν μετριοπαθής και ανθεκτικός σε όλα, πολύ αξιοπρεπής στην τάξη τού σπιτιού του και αξιόλογος από κάθε άποψη.
Ἦν γὰρ ταῖς ἀληθείαις ὁ ἀνὴρ ὀξύτατος, ὡς νῦν μὲν ἐνταῦθα ἀκούεσθαι, νῦν δὲ παρεῖναι ὅπου τις μηδὲ προσεδόκησεν ἂν πώποτε. Σκευὰς δ´ ἐκείνας καὶ σαγμάτων πλήθη καὶ θεραπείας ἀφείς, ἑσπέρας ἐνσκευαζόμενος, ἵπποις ἐχρᾶτο ταχυδρομοῦσι καὶ τοῖς μηδ´ εἰς νοῦν τὴν ἐκείνου ἔχουσι παρουσίαν ἐφίστατο. Καὶ ἵνα μὴ καταχαλῷτο τὸ σῶμα κινούμενον ἐφ´ ἵππων καὶ ἀναβρασσόμενον συνεχῶς, κειρίαις τὸ σῶμα διείληπτό τε καὶ συνεσφίγγετο. Διὰ ταῦτα καὶ ἠνδραγάθει τὰ μέγιστα, φοβερὸς ἅπασιν ὤν, ἅμ´ ἀκουόμενος καὶ ἅμ´ ἐφιστάμενος. Τὸ μέντοι γε στρατιωτικὸν καὶ λόγοις ἔθαλπε καὶ δώροις ἐθεράπευε καί, τὸ μέγιστον, οὐ δεσποτικῶς ἐκείνοις, ἀλλ´ ἀδελφικῶς προσεφέρετο, ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ πρᾶος καὶ χρηστὸς ἀνυπόκριτος. Εἰς δὲ φιλοδωρίαν καὶ πάντας ἐνίκα. Ἐπήνθει δὲ καὶ τὸ σῶφρον ἐκείνῳ, ὡς μηδὲν παρὰ μίαν ἀκουσθῆναι ὑποταγεῖσαν αὐτῷ πλὴν τὴν σύζυγον εἰς ἡδονῆς νόθου κλωπείαν· ἐκείνη δ´ ἐκ νοθείας καὶ μόνη τούτῳ θυγάτριον φυσικόν, ἀλλ´ οὐ νόμιμον, ἀπεγέννησεν, ὃ καὶ τῷ μέπε Ἰβηρίας Δαυῒδ εἰς γάμον ἐδίδοτο. Τὰ δ´ ἄλλα μέτριος ἦν καὶ καρτερικὸς ἐφ´ ἅπασιν, εἰς δ´ οἰκειακὴν τάξιν καὶ λίαν φιλότιμος καὶ τὸ σύμπαν περιφανής.
Ένα σαφές σημάδι τής αγάπης του για το καλό και τής ομορφιάς στις σχέσεις του με τούς δικούς του, χάρη στις οποίες εκπαιδεύονταν στην ακρίβεια και γίνονταν ειλικρινείς υπηρέτες, είναι αυτό. Όταν πέθανε, οι υπηρέτες τού κρίθηκαν άξιοι να υπηρετήσουν τον αυτοκράτορα στα υψηλότερα αξιώματα. Από την άλλη πλευρά, ένα ακριβές σημάδι τής αδιαφορίας του για τα χρήματα ή, για να μιλήσουμε πιο σωστά, τής περιφρόνησής του για τα χρήματα, είναι ότι τα άφηνε όλα στους στρατιώτες, ενώ μπορούσε να είχε βαρέλια χρήματα και να είναι πολύ πλούσιος. Γιατί έκανε πολλούς και μεγάλους πολέμους και υπέταξε ολόκληρες χώρες χάρη στη στρατιωτική του εμπειρία, ενώ μπορούσε ακόμη, από οικονομία στα δικά του αγαθά να προσθέτει περισσότερα, κάτι που είναι επιπλέον πολύ μετριοπαθής στάση, γιατί πολλοί θεωρούν ως ένδειξη ύψιστης αρετής το να απολαμβάνει κανείς τούς καρπούς των δικών του, χωρίς να οικειοποιείται τίποτε περισσότερο από έξω. Ενώ η τύχη πρόσφερε τέτοιες ευκαιρίες για πλουτισμό, απεχθάνονταν και περιφρονούσε εξαιρετικά έναν τέτοιο πλουτισμό εμπνευσμένο από απληστία, απολαμβάνοντας μόνο τη δόξα, από την οποία δεν προτιμούσε τίποτε άλλο. Γιατί μόνο η δόξα των επίγειων πράξεών τους είναι πιθανό να συνοδεύει τούς νεκρούς. Και είναι νόμος τού Χριστού, νομοθέτη των χριστιανών, όχι τού Σόλωνα ή τού Λυκούργου, αλλά τού ίδιου τού Θεού, πλάστη και δημιουργού, να χαρίζει από τα αγαθά του και να παίρνει περισσότερα. Πρέπει αναγκαστικά να γίνει πιστευτό, αν κάποιος πιστεύει στον Χριστό, όχι μόνο επειδή βαφτίστηκε, αλλά και επειδή τον θεωρεί αληθινό σε εκείνα που υπόσχεται. …
Καὶ ἀκριβῆ σημεῖα τῆς μὲν φιλαγαθίας αὐτοῦ καὶ φιλοκαλίας περὶ τοὺς οἰκείους, ἐξ ὧν ἐκείνους παιδεύεσθαι συνέβαινεν ἐς τὸ ἀκριβὲς καὶ εἰς ἀληθινοὺς ὑπηρέτας ἀποβαίνειν, τό, θανόντος ἐκείνου, τοὺς ἐκείνου θεραπευτὰς ἐπ´ ἀξιώμασι μεγίστοις ἀξίους λογισθῆναι δουλεύειν τῷ βασιλεῖ· τῆς δέ γ´ ἀφιλοχρηματίας ἢ μᾶλλον μισοχρηματίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, καὶ τὸ πάντα στρατιώταις προΐεσθαι, ἐξὸν πιθάκνας ἔχειν χρημάτων καὶ ὑπερπλουτεῖν, ὡς πολλοὺς καὶ μεγάλους διενεγκόντα πολέμους καὶ χώρας πάσας ταῖς στρατιωτικαῖς ἐμπειρίαις παραστησάμενον, ἔτι δὲ κἀκ τῶν ἐνόντων εἰς ἰδίας οἰκονομίας προσκτᾶσθαι πλείονα, τὸ μετριώτατον, ὅτι καὶ πολλοῖς δοκεῖ ἀρετῆς ἄκρας σημεῖον τὸ τὰ οἰκεῖα καρπίζεσθαι, μηδὲν ἔξωθεν προσκτωμένους. Ὁ δέ, τοιαύτας εἰς τὸ πλουτεῖν ἀφορμὰς προβαλλομένης τῆς τύχης, τὸ οὕτω πλουτεῖν ἐκ πλεονεξίας ἐκτόπως ἀπέστυγε καὶ ἐμίσει, μόνῃ τῇ δόξῃ ἐνασμενίζων, ἧς οὐδὲν εἶχε προτιμᾶν ἄλλο· μόνη γὰρ τῶν κατὰ βίον πραγμάτων δόξα τοῖς ἀπελθοῦσι παρέπεσθαι πέφυκε. Καὶ ὁ μὲν νόμος τοῦ τῶν χριστιανῶν νομοθέτου Χριστοῦ, οὐ Σόλωνος οὐδὲ Λυκούργου, ἀλλ´ αὐτοῦ τοῦ πλάστου καὶ ποιητοῦ καὶ Θεοῦ, ἐκ τῶν προσόντων διδόναι καὶ ἀντιλαμβάνειν τὰ μείζω· ὃ δὴ καὶ πιστευτέον ἐπάναγκες, εἰ πιστεύοι τις τῷ Χριστῷ, μὴ μόνον καθότι βαπτίζοιτο, ἀλλὰ καὶ καθότι ἀληθινὸν ἐκεῖνον ἔχοι, ἐφ´ οἷς ἐπαγγέλλεται· …
Αυτός ήταν λοιπόν ο δεσπότης. Είχε πράγματι τη θέρμη τής νιότης, και ήταν ξεκάθαρο ότι έδινε μεγάλη σημασία στην εδραίωση τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε λοιπόν, καθώς οι υποθέσεις τής Ανατολής πήγαιναν άσχημα, ο δεσπότης ήρθε ολοταχώς να εγκατασταθεί στην περιοχή τού Μαιάνδρου. Εξάλλου τα περίφημα και μεγάλα μοναστήρια τής περιοχής ενοποιήθηκαν υπό την επίβλεψη και την κηδεμονία τού δεσπότη. Και το μέρος που είχαν πάρει οι Τούρκοι πριν και είχαν καταλάβει, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν πάει με τούς αυτοκράτορες και ο δεσπότης δεν βρισκόταν εκεί, εννοώ η περιοχή τού Στρόβιλου και τής Σταδιοτραχίας, δεν μπορούσε να ανακτηθεί. Οπότε ούτε εκείνος προσπάθησε να την πάρει. Αλλά όσον αφορά την περιοχή τού Μαιάνδρου, των Τράλλεων και τού Καΰστρου, καθώς και τα πιο απομακρυσμένα μέρη τής Ασίας, με τις μάχες του έγινε κυρίαρχος αυτών και τούς έδωσε την απόλαυση τής ασφάλειάς τους. Όσο για τούς Μαγεδωνίτες, τούς οποίους το θράσος των Τούρκων εναντίον εκείνων που είχαν μείνει πίσω, όταν μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε για να υπηρετήσει στη Δύση, είχε ζημιώσει ουσιαστικά, ο δεσπότης τούς εδραίωσε και ενίσχυσε σημαντικά την κατάστασή τους. Γιατί αυτός ο πληθυσμός βασιζόταν στα τόξα του και ήταν πολύ επιδέξιος στην αντίσταση. Ο δεσπότης ενίσχυσε το θάρρος τους με χρυσάφι και τούς χάρισε πολλές τιμές.
Καὶ τὰ μὲν κατὰ τὸν δεσπότην οὕτως· ἐνέαζε γὰρ ταῖς προθυμίαις καὶ δῆλος ἦν τὴν τῆς Ῥωμαΐδος σύστασιν περὶ πλείστου ποιούμενος. Τότε τοίνυν τῶν κατὰ τὴν ἕω πραγμάτων κακῶς ἐχόντων, σὺν πολλῷ τῷ τάχει τοῖς κατὰ τὸν Μαίανδρον τόποις ἐπεχωρίαζεν. Ἔτι δὲ καὶ αἱ περιφανεῖς κατ´ ἐκεῖνο καὶ μεγάλαι μοναὶ ὑπὸ σκοπῷ καὶ φύλακι τῷ δεσπότῃ συνίσταντο. Καὶ δὴ ἃ μὲν οἱ Πέρσαι προκαταλαβόντες κατέσχον, συνεκχωρησάντων τῶν πολλῶν ἐκεῖθεν τοῖς βασιλεῦσι κἀκείνου λείποντος, τὰ περὶ τὴν Στρόβιλον λέγω καὶ τὴν Σταδιοτραχίαν, ὡς ἀδύνατα ὄντα ἐπανακεκλῆσθαι, οὐδ´ ἐπεχείρει κατὰ πεῖραν κατασχεῖν. Ὅσον δ´ ἦν τὸ κατὰ Μαίανδρον καὶ Τράλλεις καὶ Κάϋστρον καὶ τὰ τῆς Ἀσίας βαθύτατα, ἐκράτυνέ τε προπολεμῶν καὶ τῆς κατὰ σφᾶς ἀσφαλείας μετέχειν ἐδίδου. Τοὺς δέ γε Μαγεδωνίτας—ἐκάκου γὰρ αὐτοὺς τό, πολλῶν ἔνθεν εἰς τὰς κατὰ δύσιν δουλείας μεταγομένων, καταθαρρεῖν τῶν λελειμμένων τοὺς Πέρσας—καὶ λίαν συνίστα καὶ ἠσφαλίζετο· ἦν γὰρ τὸ ἐκείνων πλῆθος πίσυνον τόξοις καὶ περὶ τὸ ἀντιμαχεῖν δεξιώτατον· καί γε τὰς προθυμίας ἐρρώννυ χρυσίῳ καὶ σφᾶς ἐδωρεῖτο φιλοτιμίαις.
Αλλά οι Τούρκοι, μαθαίνοντας για αυτή την ταχεία επέμβαση, έτρεμαν και επιστρέφοντας στα μετόπισθεν, πήγαιναν να κρυφτούν στα απόκρημνα μέρη. Χάνοντας κάθε θάρρος, έστειλαν αμέσως πρέσβεις, απελευθέρωσαν τούς αιχμαλώτους και αρκούνταν στο να είναι ασφαλείς. Ο δεσπότης είχε πλήρη πεποίθηση ότι οι Τούρκοι θα τηρούσαν ειρήνη στο μέλλον, όχι από εκείνα που υπόσχονταν, αλλά επειδή ο ίδιος ήξερε ότι θα επιτίθετο και θα νικούσε, αν τύχαινε να κινηθούν. Θεωρούσε εντελώς άδικο να μην υποστούν αντίποινα για το κακό που είχαν κάνει στους γείτονές τους. Όμως έκανε δεκτές τις παρακλήσεις τους και τούς έθεσε όρια στο πόσο μακριά θα ταξίδευαν για να κατέβουν στα βοσκοτόπια τους, με την κατανόηση ότι θα πλήρωναν ακριβά, αν παραβίαζαν τη συμφωνία. Έτσι ο δεσπότης αποκατέστησε την κατάσταση στην Ανατολή, απελευθέρωσε τούς κατοίκους τού τόπου από την προηγούμενη κακή τους μοίρα και έδωσε θάρρος σε όσους δούλευαν τη γη τους, να την καλλιεργούν ελεύθερα.
Οἱ μέντοι γε Πέρσαι, τὸ τάχος τῆς ἐπιστασίας μαθόντες, κατωρρώδουν τε καὶ αὖθις παλινοστοῦντες ταῖς δυσχωρίαις ἐνεδύοντο· ἀπογνόντες δὲ τοῦ θαρρεῖν, αὐτίκα διεπρεσβεύοντο, ἀπέλυόν τε τοὺς αἰχμαλώτους καὶ ἠγάπων σῳζόμενοι. Ὁ δὲ τὸ μὲν ἡσυχίαν σχήσειν ἐκείνους εἰσαῦθις καὶ μάλα θαρρῶν ἐπίστευεν, οὐκ ἐξ ὧν ἐκεῖνοι διωμολόγουν, ἀλλ´ ἐξ ὧν αὐτὸς οἶδεν ἐπιθησόμενος καὶ νικήσων, εἴ που καὶ παρακινηθεῖεν· τὸ δὲ μὴ παθεῖν ἀντίποινα ὧν ἔδρασαν τοὺς προσχώρους οὐκ ἐδικαίου τὸ σύνολον. Πλὴν ἱκετεύοντας προσεδέχετο καὶ σφίσιν ὅρους ἐτίθει, ἐς ὁπόσον ἂν καὶ κινηθεῖεν προσκαταβαίνοντες ταῖς νομαῖς, ὡς τὰς μεγίστας δώσοντες δίκας, εἰ παρασπονδοῖεν. Καὶ οὕτω μὲν τὰ κατὰ τὴν ἕω ὁ δεσπότης καθιστῶν τῆς προτέρας δυσκληρίας ἀνελάμβανε τοὺς ἐκεῖ καὶ θαρρεῖν παρεῖχεν ἀνέδην τὰς αὐτῶν γεωργοῦντας καρπίζεσθαι.»
Στο ίδιο, Μιχαήλ Παλαιολόγος, IV, 27 (CSHB, Βόννη, I, 310-12):
Ο δεσπότης Ιωάννης, που διοικούσε τις χερσαίες επιχειρήσεις, είχε από κάτω του πολλούς μεγάλους στρατηγούς. Ο στρατός αποτελούνταν από πολλά αλλάγια, όπως έλεγαν τα συντάγματα οι ίδιοι οι στρατιωτικοί στις συνομιλίες τους. Γιατί υπήρχε το σύνταγμα των Παφλαγόνων, που ήταν δυνατό και μεγάλο. Υπήρχε ένα σύνταγμα Αλιζώνων, πολυάριθμο και καλό στον πόλεμο, τούς οποίους συνήθως ονομάζουν Μεσοθυνίτες. Από τη μια πλευρά υπήρχαν Θράκες και από την άλλη Φρύγες, από τη μια Μακεδόνες και από την άλλη Μυσοί και Κάρες. Σε αυτό προστίθετο ισχυρό σώμα από τη Μαγεδώνα και οι Σκύθες, καθώς και το πολύ ισχυρό σώμα αλλοδαπών που αποτελούνταν από Ιταλούς. Με μια λέξη, το σύνολο συνέθετε ακαταμάχητη δύναμη, χάρη στην οποία ο δεσπότης, βάζοντάς την σε κίνηση, έσπερνε τον τρόμο όπου εμφανιζόταν, ιδιαίτερα στο δυτικό μέρος.
«Τῶν δὲ κατὰ γῆν ὁ δεσπότης Ἰωάννης ἐξηγούμενος πολλοὺς καὶ μεγάλους εἶχεν ὑφ´ αὑτῷ στρατηγούς· τὸ δὲ στρατιωτικὸν ἐν ἀλλαγίοις, ὡς αὐτοὶ φαῖεν ἂν οἱ ἐπὶ τῶν ταγμάτων κοινολογούμενοι, πλείστοις συνίστατο. Ἦν γὰρ τὸ Παφλαγονικόν, πολύ τε καὶ μέγιστον· ἦν δ´ ἐξ Ἁλιζώνων πλεῖστον καὶ τὰ ἐς πόλεμον ἀγαθόν, οὓς καὶ Μεσοθινίτας ὁ κοινὸς εἴποι λόγος. Ἦσαν ἔνθεν μὲν Θρᾷκες, ἐκεῖθεν δὲ Φρύγες, ἔνθεν μὲν Μακεδόνες, ἐκεῖθεν δὲ Μυσοί, καὶ Κᾶρες ἄλλοι, καὶ πολὺ τὸ ἐκ Μαγεδῶνος καί γε τὸ Σκυθικὸν προσῆν, καὶ τὸ ξενικὸν Ἰταλικὸν πλεῖστον ἄλλο. Καὶ ἁπλῶς φάναι, τὸ ὅλον ἐν ἀνυποστάτῳ δυνάμει συνεκροτεῖτο, οὓς κινῶν ὁ δεσπότης φοβερὸς ἦν, ὅπῃπερ ἐπισταίη, καὶ μᾶλλον τοῖς δυτικοῖς.
Αυτή ήταν η αιτία για την οποία αποδυναμώθηκε η κατάσταση στην Ανατολή, οι Τούρκοι έγιναν πιο τολμηροί και επιτίθεντο στις επαρχίες, αφού δεν υπήρχε αντίπαλος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ερημώθηκε ο Μαίανδρος, όχι μόνο από τούς κατοίκους που ήσαν εγκατεστημένοι σε πολλές και πολύ μεγάλες επαρχίες, αλλά και από τούς ίδιους τούς μοναχούς. Γιατί η χώρα γύρω από τον Μαίανδρο ήταν μια άλλη Παλαιστίνη, όχι μόνο κατάλληλη για τον πολλαπλασιασμό κοπαδιών μεγάλων και μικρών ζώων και την παραγωγή καλών ανθρώπων, αλλά και ιδιαίτερα κατάλληλη για να συγκεντρώνει πλήθη μοναχών, των πολιτών τού ουρανού που ζουν στη γη. Τόσο επικρατούσε τής Παλαιστίνης η περιοχή σε όλα τα άλλα σημεία, όσο υστερούσε στο ένα και μεγαλύτερο, το γεγονός ότι εκεί ήταν η διαμονή τού Χριστού και Θεού μου. Έτσι σιγά σιγά ο Μαίανδρος ερήμωνε, οι κάτοικοί του εισχωρούσαν πιο μέσα στην ενδοχώρα λόγω των επιδρομών των ειδωλολατρικών εθνών, ενώ ολόκληρος ο Ζυγός των Νεοκάστρων, τα Άβαλα, οι περιοχές τού Καΰστρου, η Μαγεδών και ολόκληρη η περίφημη Καρία βλάπτονταν από τούς εχθρούς. Παραλείπω να μιλήσω για την Τραχεία [Κιλικία] και τη Σταδία, τον Στρόβιλο και την περιοχή απέναντι από τη Ρόδο. Οι περιοχές αυτές, που χθες και προχθές βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων, έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα ορμητήρια των εχθρών.
Παρ´ ἣν αἰτίαν καὶ τὰ τῆς ἀνατολῆς ἐξησθένουν, τῶν Περσῶν ἐπιθαρρούντων καὶ εἰσβαλλόντων ταῖς χώραις παρὰ πᾶσαν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν. Ὅθεν καὶ Μαίανδρος μὲν ἐξῳκεῖτο, οὐκ ἀνδρῶν μόνων τῶν ἐν πλείσταις τε καὶ μεγίσταις χώραις, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν μοναχῶν· ἄλλη γὰρ Παλαιστίνη ὁ χῶρος ὁ περὶ Μαίανδρον ἦν, οὐ βοσκημάτων καὶ μόνον ἀγέλας αὐξῆσαι καὶ ποίμνια, οὐδ´ ἀνδρῶν φορὰν ἐνεγκεῖν ἀγαθός, ἀλλὰ καὶ μοναχῶν οὐρανοπολιτῶν ἐπιγείων συστῆσαι πληθύας ἄριστος, παρὰ τοσοῦτον ἐπ´ ἄλλοις τὰ πρωτεῖα φέρων πρὸς Παλαιστίνην παρ´ ὅσον ἑνὶ καὶ μεγίστῳ ἡττᾶτο, τῷ τὰς διατριβὰς ἐκεῖσε γενέσθαι τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Καὶ οὕτω μὲν κατ´ ὀλίγον Μαίανδρος ἠρημοῦτο, εἰσχωρούντων ἐνδοτέρω τῶν ἐκεῖσε διὰ τὴν τῶν ἐθνῶν ἐπίθεσιν, ἅπας δὲ Ζυγὸς ἐκεῖνος τῶν Νεοκάστρων, Ἄβαλά τε καὶ Καΰστρου χῶραι καὶ Μαγεδὼν καὶ ἡ περίπυστος Καρία πᾶσα τοῖς ἐχθροῖς κατετρέχοντο· ἐῶ λέγειν Τραχεῖαν καὶ Στάδια, Στρόβιλόν τε καὶ τὰ ἀντίπεραν Ῥόδου· ἃ χθὲς καὶ πρώην ὑπὸ Ῥωμαίους τελοῦντα ἐχθρῶν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ ἐγένοντο ὁρμητήρια.
Όσο για τούς πληθυσμούς που ήσαν εγκατεστημένοι στην άλλη θάλασσα [τον Εύξεινο Πόντο] (για να μην αναφέρουμε τούς ενδιάμεσους πληθυσμούς), που αποτελούνταν τόσο από τούς Μαριανδυνούς και τούς Μοσσύνοικους, όσο και από τούς περήφανους Ενετούς και υπάκουους στους Ρωμαίους, και μαζί τους και εκείνους τού εσωτερικού μέχρι τον Σαγγάριο, αυτοί είχαν εκμηδενιστεί σε τέτοιο σημείο, που χρειάζεται «Μαριανδυνός θρηνητής» για να θρηνήσει αντάξια την κατάσταση τού τόπου. Ενώ οι στρατοί, πολυάριθμοι και θαυμαστοί, εξαντλούνταν στην επαφή με τούς Δυτικούς και αναλώνονταν εκεί σιγά-σιγά, ο κίνδυνος στην Ανατολή κατέληξε να γίνει τόσο πιεστικός, που όσοι έφευγαν από την Πόλη δεν μπορούσαν πια να πάνε από τη στεριά ούτε καν στην Ηράκλεια τού Πόντου, γιατί τα σύνορα οριοθετούνταν σε αυτό το μέρος από τον Σαγγάριο και όλη η περιοχή πέρα από αυτόν είχε γίνει όχι «λεία Μυσών» [κατά το λεγόμενο], αλλά λεία των Τούρκων. Μόνο τα φρούρια κοντά στη θάλασσα απέμεναν, εκείνα τής Κρώμνης, τής Άμαστρης, τής Τίου και τής Ηράκλειας, τα μόνα που διέσωζαν τα ονόματα των τόπων. Και τα ίδια, αν δεν χρησιμοποιούσαν τη θάλασσα, με τις γύρω περιοχές κάτω από την εξουσία των Τούρκων, θα είχαν επίσης χαθεί εδώ και πολύ καιρό μαζί με αυτές τις περιοχές.
Τὰ δὲ πρὸς θατέρᾳ θαλάσσῃ φῦλα, ἵνα μὴ τὰ μέσα λέγω, ὅσα τε ἐν Μαρυανδηνοῖς τε καὶ Μόσυσι καὶ ὅσα ἐν τοῖς μεγαθύμοις Ἑνετοῖς ὄντα τῇ Ῥωμαίων ὑπήκουον, σὺν οἷς καὶ ἔτι τὰ ἔνδον μέχρι Σαγγάρεως, ἐπὶ τοσοῦτον ἠφάνιστο ὥστε καὶ Μαρυανδηνοῦ θρηνητῆρος χρῄζειν ἀξίως τἀκεῖ θρηνήσοντος. Τῶν γὰρ δυνάμεων, πολλῶν τε καὶ θαυμαστῶν οὐσῶν, συγκατατριβομένων τοῖς δυτικοῖς καὶ κατ´ ὀλίγον δαπανωμένων, τοῖς κατ´ ἀνατολὴν τοσοῦτον ὁ κίνδυνος περιέστη ὥστε μηδ´ εἰς αὐτὴν Ἡράκλειαν τὴν τοῦ Πόντου βαδίζειν εἶναι πεζῇ τοὺς ὁρμωμένους ἐκ πόλεως, τῶν ἐκεῖσε ὁρίων τῷ Σαγγάρει περικλεισθέντων καὶ τῶν πέραν πάντων λείας γεγονότων οὐ Μυσῶν, ἀλλά γε Περσῶν. Μόνα δὲ τὰ πρὸς θάλασσαν φρούρια κατελείφθησαν, τὰ περί τε Κρῶμναν καὶ Ἄμαστριν καὶ Τῖον καὶ Ἡράκλειαν, τόπων ὀνόματα μόνα σῴζοντα· ἃ δή, εἰ μὴ τῇ θαλάσσῃ προσεχρῶντο, καὶ ταῦτα τῶν χωρῶν κατεχομένων τοῖς Πέρσαις, πάλαι ἂν ταῖς χώραις καὶ αὐτὰ συναπώλοντο.
Μια αιτία, πολύ πιο ισχυρή από τις άλλες, συνέβαλε στην απώλεια αυτών των περιοχών, όπως ομολογούσε αργότερα ο ίδιος ο αυτοκράτορας, όταν, πατώντας αυτά τα εδάφη λίγο πριν από τον θάνατό του, έβλεπε το θέαμα, μαζί με μεγάλο και τώρα στρατό, και θρηνούσε: η φιλαργυρία και η τσιγκουνιά των αρχηγών τού στρατού που στέλνονταν εκεί, η βιασύνη να πάρουν, που δεν περιοριζόταν από μέτρο ή κορεσμό, και οι παραπλανητικές πληροφορίες που έφταναν από εκεί στον ηγεμόνα, ο οποίος δεν εκστράτευε, δεδομένου ότι [όπως τού έλεγαν] η απώλεια ήταν ελάχιστη, η ζημιά αφορούσε λεπτομέρειες, το σύνολο κρατούσε τα ουσιαστικά και τα μέρη που είχαν αφαιρεθεί μπορούσαν να ανακτηθούν με την ελάχιστη προσπάθεια, χωρίς να υπολογίζονται οι άλλες πληροφορίες, ευχάριστες στην εμφάνιση, πικρές στην πραγματικότητα, με τις οποίες πλημμύριζαν συνεχώς τα αυτιά τού αυτοκράτορα από επιστολές και αναφορές.
Ἓν δὲ τὸ συντελέσαν τῇ τούτων ἀπωλείᾳ καὶ τῶν ἄλλων μέγιστον, ὡς αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ὕστερον ἔλεγεν, ὅτε, μικρὸν πρὸ θανάτου πατῶν τὸν τόπον, ἑώρα, σὺν οὐκ ὀλίγῳ καὶ ταῦτα στρατῷ, καὶ τὰ πλεῖστα κατῳκτίζετο, ἡ τῶν πεμπομένων ἐκεῖσε ταξιαρχῶν γλισχρότης τε καὶ φειδωλία καὶ ἡ ἐπὶ τῷ λαμβάνειν σπουδή, οὐ περιοριζομένη μέτρῳ καὶ κόρῳ, καὶ ἡ ἐκεῖθεν πρὸς τὸν κρατοῦντα ψευδολογία, μηδὲν ἐκστρατεύοντα, ὡς ὀλίγιστόν τι ἀπώλετο, ὡς ἐπὶ μικροῖς ἡ ζημία, ὡς τὸ πᾶν ἐπὶ κεφαλαίοις ἵσταται καὶ τὸ ἀφαιρεθὲν σπουδῆς ὀλίγης ἀνακαλεῖσθαι, καὶ τἆλλα οἷς συνεχέσι, ποτίμοις μὲν τῷ φαινομένῳ, ἁλμυροῖς δὲ τῇ ἀληθείᾳ, τὰς βασιλικὰς ἀκοὰς περιήντλουν καὶ γράφοντες καὶ διαμηνυόμενοι.
Ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε εκστρατεία ήταν, όπως ομολογούσε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, το σχίσμα που ξέσπασε στην Εκκλησία, το τεράστιο πλήθος των ανυπότακτων ρακένδυτων και ρασοφόρων, ο τεράστιος συρφετός κατηγοριών που διατυπώνονταν εναντίον του και ο φόβος που ένιωθε για αυτά ο αυτοκράτορας, ο οποίος υποπτευόταν εξέγερση. Μάλιστα αυτοί οι άνθρωποι δεν ησύχαζαν, αλλά γλιστρώντας στα σπίτια των ανθρώπων εκτόξευαν εύκολα πολλές κατηγορίες εναντίον τού αυτοκράτορα, ότι είχε αδικήσει τον κληρονόμο, ότι είχε διώξει τον πατριάρχη από τον θρόνο του, ότι τούς όρκους, ότι τις συνθήκες, ότι αυτό κι ότι εκείνο! Εκείνοι οι άνθρωποι ζούσαν από αυτό, παίρνοντας πολλά από τούς ακροατές τους. «Όσο για μένα», έλεγε ο αυτοκράτορας, «με πίεζαν ο φόβος και ο τρόμος, με την ανησυχία ότι μπορούσε να ξεσπάσει κάποια ανεπιθύμητη αναταραχή». Από αυτά προέκυπταν υποψίες, από τις οποίες έπρεπε να προφυλαχτεί, να τις αποκρούσει και να ηρεμήσει, στη συνέχεια να φροντίσει με μεγάλη προσοχή και να αναθέσει τη διαχείριση των υποθέσεων. Αυτά έλεγε αργότερα ο ηγεμόνας στον Αθανάσιο Αλεξανδρείας, όπως μάς είπε ο ίδιος, όταν, συνοδεύοντας επίσης τον αυτοκράτορα σε εκείνη την εκστρατεία για να τον παρηγορήσει, έβλεπε την ερήμωση των περιοχών πέρα από τον Σαγγάριο και άκουγε αυτά τα λόγια, ενώ ο ηγεμόνας θρηνούσε για αυτή την ερημιά. Αλλά και για αυτό θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη θέση του.
Τὸ δὲ τῆς ἀστρατείας αἴτιον, ὡς καὶ τοῦτο αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ὡμολόγει, τὸ συρραγὲν σχίσμα τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ πολὺ τῶν ἀνυποτάκτων ῥακενδυτῶν τε καὶ σακκοφόρων πλῆθος καὶ ὁ πολὺς ἐκείνων φορυτὸς τῶν εἰς αὐτὸν κατηγορημάτων καὶ ἡ πρὸς ταῦτα δειλία τοῦ βασιλέως, τὴν ἀποστασίαν ὑποπτεύοντος. Οὐ γὰρ ἦν ἡσυχάζειν αὐτούς, ἀλλ´ εἰσδυομένοις τὰς τῶν ἀνθρώπων οἰκίας, σφίσιν ἦν ἐκ προχείρου συνείρειν τὰ πολλὰ κατὰ βασιλέως, ὡς τὸν κληρονόμον ἀδικήσειεν, ὡς ἐξελάσειεν τοῦ θρόνου τὸν πατριάρχην, ἀλλ´ οἱ ὅρκοι, ἀλλ´ αἱ συνθῆκαι, ἀλλὰ τὸ καὶ τό, οἷς ἐκεῖνοι μὲν πορίζεσθαι εἶχον, πλεῖστα τῶν ἀκουόντων ἀπολαμβάνοντες. «Ἐμὲ δέ, φησίν, οἱ φόβοι καὶ αἱ δειλίαι περιίσταντο, μὴ καί τι τῶν ἀβουλήτων νεωτερισθείη.» Ἐξ ὧν συνέβαινον ὑποψίαι, ἃς ἀνάγκη φυλαττόμενον ἀποκεκλεῖσθαι καὶ ἠρεμεῖν, τὸ καθ´ αὑτὸν πολυωροῦντα καὶ τὰ τῶν πραγμάτων τοῖς τυχοῦσιν ἐπιτρέποντα. Ταῦτ´ ἔλεγε μὲν ὕστερον ὁ κρατῶν πρὸς τὸν Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιον, ὡς αὐτὸς ἡμῖν ἀπήγγειλεν, ὅτε, συνὼν κἀκεῖνος ἐπὶ τῆς ἐκστρατείας κατὰ παραμυθίαν τῷ βασιλεῖ, ἑώρα μὲν τὰς τῶν χωρῶν πέραν τοῦ Σαγγάρεως ἐρημώσεις, κατήκουε δὲ τῶν τοιούτων, ἐποικτιζομένου τοῦ κρατοῦντος ταῖς ἐρημώσεσιν. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ ἡμεῖς κατὰ τόπον ἐροῦμεν πλατύτερον.»
Ο Μιχαήλ έκανε φυσικά κάποια προσπάθεια εναντίον των Τούρκων [Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 372-73].
- [←16]
-
Salimbene, Cronica, στο MCH, SS., XXXII, 594, ο οποίος είχε πολύ κακή άποψη για τον Ωνόριο Δ΄ [στο ίδιο, σελ. 618-19, 629]. Για τη σικελική πολιτική τού πάπα, ο οποίος συνέχισε εκείνη τού Μαρτίνου Δ΄, βλέπε Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1285, αριθ. 16 και εξής, τομ. XXII (1870), σελ. 553 και εξής και Cadier, Essai sur l’ administration de royaume de Sicile, σελ. 122 και εξής.
- [←17]
-
Πρβλ. Joseph R. Strayer, «The Crusade against Aragon», Speculum, XXVIII (1953), 102-13.
- [←18]
-
G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig (Έγγραφα τής παλαιότερης εμπορικής και πολιτικής ιστορίας τής Δημοκρατίας τής Βενετίας), III (Βιέννη, 1857, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964), αριθ. ccclxxviii, σελ. 322-39.
- [←19]
-
Η επικύρωση από τον δόγη τής εκεχειρίας με τον Ανδρόνικο Β΄ παρέχεται από τούς Tafel και Thomas, Urkunden, III, 339-53. Την επιτυχή τρίτη ενετική αποστολή προς την αυτοκρατορική αυλή ανέλαβαν οι Άντζελο Μαρτσέλλο και Μάρκο Ζένο [στο ίδιο, III, 323, 324, 340]. Η πορεία δύο τουλάχιστον ετών διαπραγματεύσεων μπορεί να ακολουθηθεί στον Roberto Cessi, Deliberazioni del Maggior Consiglio di Venezia, III (Μπολώνια, 1934), με εγγραφές από το Liber Luna. Τον Απρίλιο τού 1283 οι Ενετοί έμποροι δεν έπρεπε να πηγαίνουν στα «εδάφη τού Παλαιολόγου» [Luna, αριθ. 35, σελ. 25]. Ένα μήνα αργότερα το Μεγάλο Συμβούλιο απέρριψε αίτημα Ανδεγαυής πρεσβείας για βοήθεια [στο ίδιο, αριθ. 45-46, σελ. 27], αναφέροντας ότι ενετική πρόθεση ήταν «να προσέξουμε και να κάνουμε εκείνο, που πρέπει να κάνουμε και που ζητά η λογική σε αυτή την περίπτωση» (attendere et facere illud quod nos debemus et ratio vult in isto facto) [αριθ. 51, σελ. 28].
Στις 8 Aυγούστου το Μεγάλο Συμβούλιο εξουσιοδότησε τον βαΐλο και τούς συμβούλους τού Νεγκροπόντε να δανειστούν 5.000 υπέρπυρα «για τον σκοπό τής υπεράσπισης τής πόλης και τού νησιού τού Νεγκροπόντε, αν χρειαστεί, εναντίον τού στρατού τού Έλληνα αυτοκράτορα» [αριθ. 116, σελ. 41].
Όμως όταν στις 16 Σεπτεμβρίου υποβλήθηκε πρόταση στο Μεγάλο Συμβούλιο να γίνει «σύνθεση μιας ανακωχής με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο» (compositio seu treugua cum Imperatore Andronico), το αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας υπήρξε σχεδόν συντριπτικά καταφατικό: «η πρόταση υπερψηφίστηκε με 166 υπέρ, 40 κατά και 38 λευκά» (capta fuit pars quod sic, et fuerunt clxvi de sic, xl de non, xxxviii non sinceri) [στο ίδιο, αριθ. 157, σελ.49]. Στις ενετικές διαδικασίες ψηφοφοριών οι ψήφοι «non sinceri» δεν σήμαιναν «αποχή», αλλά αμφίβολες ψήφους, που είχαν συχνά σημασία, όχι όμως και στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Στις 18 Σεπτεμβρίου το Μεγάλο Συμβούλιο συμφώνησε να στείλει δύο απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευτούν εκεχειρία «από επτά έως δέκα χρόνια» [αριθ. 160, 163-64], η οποία θα έπρεπε, αν ήταν δυνατό, να περιλαμβάνει το νησί τού Νεγκροπόντε [αριθ. 165]. Στους Ενετούς απεσταλμένους είπαν να μην επιτρέψουν στους Έλληνες να παρατείνουν τις διαπραγματεύσεις για περισσότερο από δύο μήνες. Καθένας από τούς απεσταλμένους πήρε από το κράτος 400 λίρες «ως μισθό και για τις δαπάνες τού ταξιδιού» [αριθ. 167, 170, σελ. 50]. Τον Μάρτιο τού 1284 δεν επιτρεπόταν ακόμη σε Ενετούς εμπόρους να πηγαίνουν «σε εδάφη Παλαιολόγων» (ad terras Paleologi) [στο ίδιο, αριθ. 7, σελ. 62], ενώ η ίδια απαγόρευση ίσχυε ακόμη στις 17 Ιουνίου, όταν Βυζαντινοί πρέσβεις πληροφορούσαν την ενετική κυβέρνηση ότι οι απαιτήσεις τής Δημοκρατίας για επανορθώσεις, οι οποίες φαίνεται ότι κυμαίνονταν από 67.000 μέχρι 100.000 υπέρπυρα, δεν ήσαν αποδεκτές από τον Ανδρόνικο Β΄. Το Μεγάλο Συμβούλιο αποφάσισε λοιπόν, ξανά με με μεγάλη πλειοψηφία, να στείλει άλλον εκπρόσωπο ή εκπροσώπους στον Βόσπορο, με την ίδια πλήρη εξουσιοδότηση διαπραγμάτευσης που είχαν και οι πρώτοι απεσταλμένοι, οι Αντρέα Ζένο και Μαρίνο Μοροζίνι [αριθ. 53, σελ. 69]. Στις 20 Ιουνίου δόθηκαν εντολές για τον εξοπλισμό γαλέρας, που θα μετέφερε τούς νέους απεσταλμένους τής Δημοκρατίας στην αυτοκρατορική αυλή. Προτάθηκε να επιστρέψουν μαζί τους στην πατρίδα τους και οι πρέσβεις τού Ανδρόνικου. Tο Μεγάλο Συμβούλιο ήθελε τώρα να δει να περιλαμβάνεται στην εκεχειρία όχι μόνο το Νεγκροπόντε, αλλά και το αθηναϊκό δουκάτο [αριθ 59-61, σελ. 70-71].
Δόθηκε άδεια σε δύο εμπόρους, τούς Λούκα Μιτσιέλ και Μάρκο Μπομπίζο (στις 8 Ιουλίου 1284) να συνοδεύσουν τούς απεσταλμένους με δαπάνες τού κράτους, για να υπερασπιστούν τις δικές τους υποθέσεις, καθώς και εκείνες άλλων, «και αν μπορέσουν να πάρουν πίσω αυτά που έχασαν όταν αιχμαλωτίστηκαν με τα πλοία τους, μπορούν να τα επενδύσουν σε σιτηρά ή άλλα πράγματα που θα φέρουν πίσω μαζί τους, αλλά όχι σε εμπορεύματα από την Ανατολική Μεσόγειο…». Απαγορεύτηκε στους Μιτσιέλ και Μπομπίζο να πάρουν χρήματα μαζί τους. Δεν πήγαιναν για εμπορικούς σκοπούς. Έπρεπε επίσης να ορκιστούν «ότι θα πουν την αλήθεια, σύμφωνα με την καθαρή συνείδησή τους, για το τι υπήρχε στα πλοία όταν αιχμαλωτίστηκαν…» [αριθ. 76, σελ. 73 και πρβλ. αριθ. 88, 177, σελ. 75, 90]. Οι απεσταλμένοι τής Δημοκρατίας πήραν τις συνήθεις οδηγίες και εξουσιοδότηση να συνάπτουν δάνεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης [αριθ. 77, 89, σελ. 73, 75], ενώ οι Βυζαντινοί πρέσβεις πήραν τα συνήθη δώρα, καθώς ετοιμάζονταν για την αναχώρησή τους [αριθ. 85, σελ. 74].
Οι Ενετοί πρέσβεις σημείωσαν κάποια πρόοδο, επειδή στις 15 Φεβρουαρίου 1285 μια βυζαντινή πρεσβεία βρισκόταν πίσω στη Βενετία. Όμως οι πρσβευτές τού Ανδρόνικου πληροφορούσαν τον δόγη ότι η αυτοκρατορική κυβέρνηση δεν θα υπέγραφε την εκεχειρία με κόστος 66.600 υπέρπυρα, πόσο μάλλον με 100.000. Η αποτίμηση τού ίδιου τού Ανδρόνικου για τις ενετικές ζημιές ήταν 24.000 υπέρπυρα [στο ίδιο, αριθ. 214, σελ. 96 και αριθ. 17, σελ. 98]. Στις 10 Μαρτίου το Μεγάλο Συμβούλιο ψήφισε να στείλει και τρίτη αποστολή στην Κωνσταντινούπολη [αριθ. 9, σελ. 98] και στις 13 τού μηνός συμφώνησαν σε διακανονισμό για τα 24.000 υπέρπυρα, τα οποία ο Ανδρόνικος ήταν διατεθειμένος να πληρώσει, αν και οι Ενετοί απεσταλμένοι έπρεπε να πάρουν περισσότερα, αν μπορούσαν [αριθ. 17, σελ. 98]. Επιτράπηκε στον έμπορο Λούκα Μιτσιέλ να επιστρέψει με τούς νέους απεσταλμένους, τον Άντζελο Μαρτσέλλο και τον Μάρκο Ζένο. Σε έναν άλλον έμπορο, στον Μπράτσο Μπρεντάνι, ο οποίος είχε υποστεί ζημιές από τούς Έλληνες [αριθ. 17, σελ. 98], χορηγήθηκε επίσης άδεια να συνοδεύσει τούς Μαρτσέλλο και Ζένο στην αυλή τού Ανδρόνικου [αριθ. 25-28, 30, 33, σελ. 100-1]. Απαγορευόταν ακόμη σε Ενετούς εμπόρους να πηγαίνουν στα «εδάφη των Παλαιολόγων» [αριθ. 48, σελ. 103] και στις 3 Ιουλίου, μη γνωρίζοντας την αποδοχή τής εκεχειρίας από τον αυτοκράτορα (στις 15 Ιουνίου), το Μεγάλο Συμβούλιο φρόντιζε ακόμη «για την υπεράσπιση τής νήσου Νεγκροπόντε εναντίον τού στρατού τού αυτοκράτορα των Ελλήνων» (pro defensione insule Nigropontis contra exercitum Impetatoris Grecorum) [αριθ. 98, σελ. 113].
Aκόμα και μέχρι τις 7 Ιουλίου το Μεγάλο Συμβούλιο ετοιμαζόταν για ενετικό στόλο δέκα γαλερών, που θα πολεμούσε τούς Βυζαντινούς αν δεν υπογραφόταν η εκεχειρία [αριθ. 103, σελ. 113].
Oι Μαρτσέλλο και Ζένο πρέπει να είχαν επιστρέψει, με την εκεχειρία συμφωνημένη, μέσα στις επόμενες δέκα περίπου ημέρες, επειδή στις 22 Ιουλίου το κείμενο διαβάστηκε στο Μεγάλο Συμβούλιο και έγινε αποδεκτό [στο ίδιο, αριθ. 115, σελ. 115 και πρβλ. αριθ. 120, σελ. 116]. Στις 28 τού μηνός έτυχε επίσημης αποδοχής από τον δόγη [αριθ. 122] και την επόμενη μέρα το Μεγάλο Συμβούλιο διακήρυξε ότι ήταν νόμιμη η μετάβαση «στις αγορές τής Ρωμανίας και στα αυτοκρατορικά εδάφη και στη Μαύρη Θάλασσα» (ad mercatum in Romaniam et ad terras Imperatoris et ad Mare Maius) [αριθ. 123].
Θα εκλέγονταν ένας βαΐλος και δύο σύμβουλοι και θα στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη [αριθ. 124, 128-33, σελ. 116-17, με ημερομηνία 29 Ιουλίου έως 4 Αυγούστου 1285]. Η βυζαντινή κυβέρνηση πλήρωσε την αποζημίωση των 24.000 υπερπύρων πριν τις 5 Δεκεμβρίου 1286, επειδή εκείνη τη μέρα το Μεγάλο Συμβούλιο πήρε απόφαση «να κοπούν δουκάτα από τα 24.000 υπέρπυρα, που είχαν έρθει προσφάτως από την Κωνσταντινούπολη, προς όφελος εκείνων στους οποίους ανήκαν, έτσι ώστε η κοινότητά μας να μην κερδίσει τίποτε από αυτά και να μη χάσει τίποτε» [Liber Zaneta, στο ίδιο, αριθ. 147, σελ. 160-61].
Παρά το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτόν αποκαταστάθηκε ειρήνη μεταξύ Βυζάντιου και Βενετίας, αυτή θα διαρκούσε μόνο για τη δεκαετία που προέβλεπε η εκεχειρία. Συνοπτικές περιλήψεις μερικών από τα πιο σημαντικά έγγραφα υπάρχουν στο Freddy Thiriet, Délibérations des assemblées vénitiennes concernant la Romanie, I (Παρίσι και Χάγη, 1966), αριθ. LXVI και εξής, σελ. 43-51 και αριθ. CXIV, σελ. 53 και βλέπε τη γενική συζήτηση στην A. E. Laiou, Constantinople and the Latins, σελ. 57-67.
- [←20]
-
Strayer, «Crusade against Aragon», Speculum, XXVIII, 102-3.
- [←21]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1285, αριθ. 79, τομ. XXII (1870), σελ. 573-74, όπου η επιστολή προς τον πάπα έχει ημερομηνία 18 Μαΐου 1285 [στο Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 44, φύλλο 128]. J. B. Chabot, «Notes sur les relations du roi Arghun avec l’ Occident», Revue de l’ Orient latin, II (1894), 568-74. Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica della Terra Santa e dell’ Oriente francescano, II (Καράτσι, 1913), 432-33. A. C. Moule, Christians in China before the Year 1550, Λονδίνο, 1930, σελ. 105-7. Ο πάπας ενδιαφερόταν πολύ για την οργάνωση σταυροφορίας [Bernard Pawlicki, Papst Honorius IV., Μύνστερ, 1896]. Bλέπε γενικά το συνοπτικό αλλά κατατοπιστικό άρθρο τού Jean Richard, «The Mongols και the Franks», Journal of Asian History, III (Βισμπάντεν, 1969), 45-57.
- [←22]
-
Ο Ραμπάν Σάουμα ήταν τουρανικής καταγωγής [Paul Pelliot, Notes sur I’ histoire de la Horde d’ Or, Παρίσι, 1949, σελ. 45-46].
- [←23]
-
Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι μέχρι τα τέλη καλοκαιριού τού 1291 ο Νικόλαος Δ΄ έδινε μεγαλύτερη προσοχή στη «βοήθεια προς το βασίλειο τής Σικελίας» (subsidium regni Siciliae) [Ernest Langlois (επιμ.), Les Registres de Nicolas IV, 2 τόμοι, Παρίσι, 1905, I, αριθ. 96-105, 107-9, 560-61, 597, 613, 615, 617-18, 991-1009, 1136, 1178-80, 1227, 1354-55, 1882-83, 2114, 2170-71, 2178, 2181-85, 2245 κλπ. 3261-64 και τομ. II, αριθ. 4306-7, 4404, 6702-3, 6724, 6731, κλπ.] παρά στην «υπεράσπιση των Αγίων Τόπων» (defensio Terrae Sanctae) [στο ίδιο, 1, αριθ. 620-22, 649, 679, 1357 (για την υπεράσπιση τής Άκρας), 1585, 1906, 1934, 2056-57, 2252-60, 2265-70 (για το κήρυγμα τής σταυροφορίας και την αποστολη γαλερών στην Άκρα), 2516-18, 2772, 3676-78 και τομ. II, αριθ. 4300-02, 4385-4403, 4409-14, 5319, 6664-6701, 6778-92, κλπ.. κλπ.]. Από τον Αύγουστο περίπου τού 1291 η παπική κούρτη έδινε μεγαλύτερη προσοχή στους Αγίους Τόπους, αλλά ο Νικόλαος σίγουρα εκδήλωνε μεγαλύτερη συμπάθεια για τα δεινα των ανατολικών χριστιανών και έκανε εκκλήσεις για λογαριασμό τους [Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1289-1290, τομ. XXIII (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1871), σελ. 66-76].
- [←24]
-
Πρβλ. επιστολές Νικόλαου Δ΄ προς Arghun, Mar Jabalaha και άλλους, με ημερομηνία Απριλίου 1288 στους Langlois, Registres de Nicolas IV, αριθ. 571-72, 575-78, 581 και πρβλ. αριθ. 2218 και εξής, Luke Wadding, Annales Minorum, V (3η εκδ., Καράτσι, 1931), 188-93 και πρβλ. σελ. 216 και εξής και Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1288, αριθ. 32-38, τομ. XXIII (1871), σελ. 38-40. Για τις μεταγενέστερες δύο πρεσβείες τού Αργούν το 1289-1290 στη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο πρβλ. Moule, Christians in China before the year 1550, σελ. 117-19 και σημειώστε Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1289, αριθ. 60-64, τομ. XXIII, σελ. 64-66.
- [←25]
-
J. B. Chabot, «Histoire De Mar Jabalaha III et du moine Rabban Sauma» (μεταφρ. από συριακά), Revue de l’ Orient latin, I (1893, ανατύπ. 1964), 567-610 και στο ίδιο, τομ. II (1894), 73-142 (και ιδιαίτερα σελ. 87-121 για τις πρεσβείες τού Ράμπαν Σάουμα στη Ρώμη, το Παρίσι και τη Γασκωνία), 235-304 (με χρονολόγηση των γεγονότων στις σελ. 301-4) και 566-643. Ο Bar Hebraeus γνωρίζει την πρεσβεία τού Ράμπαν Σάουμα στη Ρώμη για λογαριασμό τού ιλ-χάνου Αργούν [The Chronography of Gregory Abu’l Faraj … Commonly Known as Bar Hebraeus, μεταφρ. από τα συριακά E. A. Wallis Budge, I (Οξφόρδη και Λονδίνο, 1932), 492]. Βλέπε επίσης Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, II (1913), 434-37, ενώ για τις επιστολές που πήρε μαζί του πίσω στην Περσία ο Ράμπαν Σάουμα, καθώς και για άλλες (μεταγενέστερες) παπικές επιστολές προς ανατολικούς ιεράρχες και ηγεμόνες (με ημερομηνία Ιουλίου 1289), στο ίδιο, II, 438-42 και ιδιαίτερα Chabot, «Notes», στο ROL, II (1894), 576-600. Ο συνεχιστής τού Florence τού Worcester σημειώνει ότι ο Εδουάρδος Α΄ υποδέχθηκε τούς Μογγόλους απεσταλμένους στο Μπορντώ πριν τα Χριστούγεννα τού 1287 [Chron., επιμ. Benj. Thorpe. II (Λονδίνο, 1849), 239 και Chabot, ROL, IV (l896), 417]. Πρβλ. γενικά Denis Sinor, «Les Relations entre les Mongols et l’ Europe», Cahiers d’ histoire mondiale, III (1956), 54-57. O ιλ-χάνος Αργούν έστειλε και τρίτη πρεσβεία στη Δύση το 1289-1290, τέταρτη το 1290-1291, ενώ ακολούθησαν άλλες τα επόμενα χρόνια. βλέπε Chabot, ROL, II, 592 και εξής, 616 και εξής και ιδιαίτερα Antoine Mostaert, Les Lettres de 1289 et 1305 des ilkhan Aryun et Oljeitu a Phillipe le Bel, Καίμπριτζ, Μασσ., 1962.
Αγγλικές μεταφράσεις τής αξιόλογης συριακής ιστορίας που παρέχει λεπτομέρειες των δυτικών ταξιδιών τού Ράμπαν Σάουμα υπάρχουν στους Norman McLean, «An Eastern embassy to Europe in the Years 1287-88», English Historical Review, XIV (1899), 299-312, James A. Montgomery (μετάφρ.), The History of Yaballaha III, Nestorian patriarch and of his Vicar Bar Sauma, Mongol ambassador to the Frankish Courts at the End of the Thirteenth Century, Νέα Υόρκη, 1927, εισαγωγή και σελ. 51-73 (Columbia Univ. Records of Civilization), που περιέχει την περιγραφή τού Ράμπαν Σάουμα και παρέχει περίπου το μισό από ολόκληρο το χρονικό και E. A. Wallis Budge (μετάφρ.), The Monks of Kublai Khan, Emperor of China: or The History of the Life and Travels of Rabban Sawma, Envoy and plenipotentiary of the Mongol Khans to the Kings of Europe, Λονδίνο, 1928, εισαγωγή, σελ. 63-71 και σελ. 165-97, το οποίο παρέχει μετάφραση ολόκληρου τού συριακού κείμενου, όπου οι αναφορές στις σελίδες έχουν σχέση με τα ταξίδια τού Ράμπαν Σάουμα. Για την ιστορική σημασία τής αποστολής τού Ράμπαν Σάουμα στη Ρώμη, το Παρίσι και το Μπορντώ σημειώστε επίσης την εμπεριστατωμένη μελέτη τού (καρδινάλιου) Eugene Tisserant, «L’ Eglise nestorienne: Relations avec Rome», στο Dictionnaire de theologie catholique, XI (Παρίσι, 1931), ιδιαίτερα στήλες 221 και εξής. Giovanni Soranzo, Il papato, l’ Europa cristiana e i Tartari, Μιλάνο, 1930, σελ. 260-71 και πρβλ. σελ. 281 και εξής, Moule, Christians in China before the Year 1550, σελ. 94-127 και B. Spuler, Die Mongolen in Iran, 2η εκδ. Βερολίνο, 1955, σελ. 229-30 με παραπομπές και πρβλ. σελ. 233, 457.
Για τη σημασία τής ομολογίας πίστης τού Ράμπαν Σάουμα στη Ρώμη, σημειώστε Jean Richard, «La Mission en Europe de Rabban Cauma et l’ union des eglises», Convegno di scienze morali, storiche e filologiche (1956): Oriente ed Occidente nel medio evo, Ρώμη, 1957, σελ. 162-67 (Accademia Nazionale dei Lincei, Atti dei convegni, 12), ενώ για την παράξενη σχέση τού Σάουμα με τον επίσκοπο Λεοτέριο τού Βέρολι και τον καθεδρικό ναό του βλέπε M.-H. Laurent, «Rabban Sauma, ambassadeur de I’H-Khan Argoun, et la cathedrale de Veroli», Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, LXX (1958), 331-65. Παράδειγμα τής σφραγίδας τού Σάουμα σε κόκκινο κερί διασώζεται ακόμη (στο Βατικανό) και έχει περιγραφεί από τον Laurent, ό. π., σελ. 339-40 και εικ. 1, αριθ. 1. Ήταν κατά τη διάρκεια τής δεύτερης διαμονής του στη Ρώμη (Μάρτιος-Απρίλιος 1288) όταν ο Ράμπαν Σάουμα πρόσθεσε το όνομα και τη σφραγίδα του μαζί με εκείνα δεκατριών άλλων αρχιεπισκόπων και επισκόπων σε συγχωροχάρτι για εκείνους τούς πιστούς τού Χριστού (fideles Christi) που θα έδιναν ελεημοσύνη βοηθώντας στην κατασκευή ή συντήρηση τού καθεδρικού τού Σαν Αντρέα στο Βέρολι.
- [←26]
-
Charles Perrat και Jean Longnon, Actes relatifs à la principauté de Morée (1289-1300), Παρίσι, 1967, έγγραφο 1, σελ. 21. Ο Χιού, κόμης τής Μπριέν και τού Λέτσε, κατείχε τότε την Καρύταινα και το Μπουσελέ, έχοντας παντρευτεί την Ισαβέλλα ντε λα Ρος, χήρα τού Γοδεφρείδου τού Μπριέλ, άρχοντα τής Καρύταινας. Ως αποζημίωση για την απώλεια που υπέστη, ο Κάρολος Β΄ Ανδεγαυός έδωσε στον Χιού το αξίωμα τού καστελλάνου τού Μπωβουάρ (Ποντικόκαστρο), λιμένιου οχυρού στο Ιόνιο πέλαγος (σήμερα Κατάκολο) [στο ίδιο, έγγραφα 2-3, σελ. 22-23, με ημερομηνία 10 και I6 Ιουλίου 1289]. Στις 16 Σεπτεμβρίου ο Κάρολος Β΄ επικύρωσε ανταλλαγή φέουδων μεταξύ Χιού ντε Μπριέν και Ζαν Σωντερόν, κοντόσταυλου Αχαϊας, με την οποία ο Χιού έπαιρνε το Κονβερσάνο στην περιφέρεια τού Μπάρι στη νότια Ιταλία (το οποίο ο Σωντερόν είχε πάρει από τον Κάρολο Α΄) και σε αντάλλαγμα ο κοντόσταυλος έπαιρνε το παραθαλάσσιο κάστρο τού Μπωβουάρ, που λεγόταν ότι άξιζε 150 oυγγιές χρυσού ετησίως [στο ίδιο, έγγραφο 6, σελ. 25-26].
Για τη σύλληψη τού Καρόλου Β΄ Χωλού από τον ναύαρχο Ρότζερ ντε Λουρία σε ναυμαχία στον κόλπο τής Νάπολης στις 5 Ιουνίου 1284 βλέπε J. L. A. Huillard-Breholles, Chronicon Placentrum et Chronicon de rebus in Italia gestis, Παρίσι, 1856, σελ. 385. Στις 29 Μαΐου 1285, βασιλιάς Πέδρο Γ΄ διέταξε να σταλεί ο Κάρολος στην Καταλωνία [Giuseppe La Mantia, επιμ. Codice diplomatico dei re aragonesi di Sicilia, I (Παλέρμο, 1917), έγγραφο lxxviii, σελ. 162-64], πράγμα που έγινε το Νοέμβριο [στο ίδιο, σελ. 165, 354-55 και πρβλ. κείμενα xcvii, cxlvii, clv, clix και εξής]. Ο Κάρολος απελευθερώθηκε μετά τη συνθήκη τού Καμποφράνκο (στα Πυρηναία), η οποία υπογράφηκε στις 27 Οκτωβρίου 1288 [πρβλ. έγγραφα clxxix, clxxxi, cxc και εξής, με σημειώσεις τού La Mantia] και επέστρεψε στην Ιταλία τον Μάιο τού 1289.
- [←27]
-
Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 5, σελ. 24-25.
- [←28]
-
Στο ίδιο, έγγραφα 7-8, σελ. 26-29, γραμμένα στο Ριέτι στις 26 Σεπτεμβρίου και στη Νάπολη στις 3 Οκτωβρίου 1289. Ο Κάρολος Β΄ σημείωνε ότι η Ισαβέλλα
«στην οποία έχει ανατεθεί από εμάς αυτό το πριγκιπάτο με χρυσό στέμμα … έδωσε πρώτα, όπως είναι το έθιμο, τον συνήθη όρκο πίστης και από εκείνη τη στιγμή αποτίει σε εμάς φόρο τιμής…»
(invesuta per nos de principatu ipso per coronam auream … prestito prius ut moris est fidelitatis solite juramento, ligium homagium exinde in manibus [nostria fec]it…)
[στο ίδιο, έγγραφο 7, σελ. 27]. Ένας υποτελής έδινε όρκο φεουδαρχικής υποταγής και απέτιε φόρο τιμής.
Για τον γάμο τής Iσαβέλλας Βιλλεαρδουΐνης με τον Φλωρέντιο τού Αινώ και την εκ μέρους τους κατοχή τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας, σημειώστε το Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. John Schmitt, Λονδίνο, 1904, στιχ. 8483-8652:
«Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ἦτον ἡ πριγκίπισσα ἐκείνη ἡ Ζαμπέα
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν μετὰ τὸν ρῆγα Κάρλον.
Κι ὁ ρῆγας γὰρ ἀφέντευεν ἐτότε τὸν Μορέαν
εἰς τρόπον γὰν κ᾿ εἰς ἀφορμήν, στὲς συμφωνίες ἐκεῖνες
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος
μετὰ τὸν ρῆγαν Κάρουλον τὸν γέρο, τὸν πατήρ του,
ὁμοίως καὶ διὰ τὸν πρίγκιπα, τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον,
τὸ ὄνομα μισὶρ Λοΐς, τὸν ἄντρα τῆς Ζαμπέας.
Λοιπὸν καθὼς ἀφέντευεν ὁ ρῆγας τὸν Μορέαν,
ἦσαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ὁκάποιοι δύο καβαλλάριοι, ἐνῷ ἦσαν φλαμουριάροι.
Ὁ ἕνας ἄκουεν Τζαντεροῦς, κοντόσταυλος ὁ μέγας
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως ἦτον ἐτότε ἐκεῖνος·
κι ὁ ἄλλος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ντὲ Τουρνᾶ τὸ ἐπίκλην.
Ὁ ρῆγας τοὺς ἀγάπησεν, εἰς σφόδρα τοὺς ἐτίμα·
τὸν μέγαν γὰρ κοντόσταυλον, τὸν Τζαντεροῦν ἐκεῖνον,
μέγαν ἀμιράλην τὸν ἔποικεν ὅλου του τοῦ ρηγάτου.
Κι ὡσὰν ὑπηγαινοέρχονταν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν εἰς τοῦ ρηγὸς τὴν κούρτην,
ἦτον τοῦ κόντου ντὲ Ἀϊνὰτ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖσε,
μισὶρ Φλορὰν τὸν ἔλεγαν, ντὲ Ἀϊνὰτ τὸ ἐπίκλην.
Ἦταν μέγας κοντόσταυλος ᾿ς ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
Κι ὡς τὸ ἔχει γὰρ τὸ κοσμικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
κι ἀλλήλως συμβιβάζονται καὶ κάμνουσι φιλίαν,
ὠρέχτη κ᾿ ἐφιλεύτηκε μισὶρ Φλορᾶς ἐκεῖνος
μὲ ἐκείνους τοὺς καβαλλαρίους τοὺς δύο Μοραΐτες,
τὸν μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Τζαντεροῦ καὶ τὸν μισὶρ Ντζεφρόη.
Καὶ μέσα εἰς τούτην τὴν φιλίαν ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁ μισὶρ Φλορᾶς, ὡς φρόνιμος, λέγει ἐκεινῶν τῶν δύο·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἂν θέλετε ἐσεῖς οἱ δύο
νὰ μ᾿ ἔχετε ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν φίλον καὶ σύντροφόν σας
ὅρκον νὰ ποιήσω πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ ἀπεχωριστοῦμε,
νὰ εἴμεθεν ὡς ἀδελφοί, νὰ ζήσωμεν ἀλλήλως.
ἐγὼ θεωρῶ ὀφθαλμοφανῶς, ὁ ρῆγας ἀγαπᾷ σας,
κ᾿ ἔχει σας εἰς προσορώτησιν κ᾿ εἰς τὴν βουλήν του πρώτους.
Λοιπόν, ἂν ἔχετε εἰς ἐμὲν ἀγάπην, ὡς παντέχω,
συντύχετέ του ὡς διὰ ἐμὲν νὰ ἐπάρω τὴν κυράν σας,
αὐτούνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν ᾿ς ὁμόζυγον γυναῖκαν,
καὶ δείξετέ του ἀφορμὲς καὶ τρόπους ἀληθείας,
τὸ πῶς ὁ τόπος τοῦ Μορέως εὑρίσκεται εἰς τὴν μάχην,
καὶ κιντυνεύει, χάνεται μὲ τοὺς ὀφφικιαλίους του·
τοὺς μπάϊλους ὅπου στέλνει ἐκεῖ, αὐτοὶ εἶναι ρογατόροι
καὶ βιάζονται τὸ διάφορον τὸ ἐδικόν τους πάντα,
κι ὁ τόπος πάντα ἀπορεῖ χάνεται, κιντυνεύει,
κι ὁ ρῆγας ἔχει τὴν ἔξοδον καὶ ἄλλοι διαφορίζουν.
Καὶ ἔνι γὰρ καὶ ἁμαρτία νὰ ἔχῃ τὸν κληρονόμον
ἐδῶ – ὡς περνᾷ ἦτον φυλακή, ὁ κόσμος τὸ θαυμάζει.
Κ᾿ ἤθελεν ποιήσει ψυχικὸν καὶ ἔπαινόν του μέγαν,
νὰ ὑπάντρεψε τὴν ντάμα Ζαμπέα μὲ ἕναν καβαλλάρην,
μὲ ἄνθρωπον εὐγενικόν, νὰ ἦτον τῆς τιμῆς της,
νὰ ἐπόθησε κ᾿ ἐφύλαξε τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
μὴ προῦ ἀπορήσῃ παντελῶς, καὶ χάσουν τον οἱ Φράγκοι.
Καὶ τί νὰ λέγω τὰ πολλὰ καὶ νὰ σᾶς διερμηνεύω;
τόσα βιαστῆτε, ὡς φρόνιμοι, κ᾿ εἰπέτε τον τὸν ρῆγαν
ὅπως νὰ τὸν διακλίνενε, νὰ ἔλθῃ εἰς θέλημά σας·
ἐπεὶ μὲ λέγει ὁ λογισμὸς κι ὁ νοῦς μου μὲ τὸ δίδει,
ὅτι ἐὰν τὸ ποθὴσετε, ὡς φρόνιμοι ὅπου εἶστε,
τὸ πρᾶγμα θέλει πληρωθῆ καὶ θέλετε κερδίσει
τὸ πριγκιπᾶτον ὡς διὰ ἐσᾶς κ᾿ ἐγὼ νὰ εἶμαι ἐδικός σας·
ἐμὲν νὰ λέγουν πρίγκιπα, κ᾿ ἐσεῖς νὰ εἶστε ἀφέντες».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ Τζαδροῦς κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
πολλὰ τὸ ἀγαπήσασιν, ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν
ὅτι νὰ βάλουσιν βουλήν, τὸ πρᾶγμα νὰ ποιήσουν,
κ᾿ εἶχαν ἐλπίδα στὸν Θεὸν νὰ τὸ κατευοδώσουν,
Ἐνταῦτα ἐκύτταξαν καιρὸν νὰ εὕρουσιν τὸν ρῆγαν
εἰς ὥραν γὰρ καλοψυχίας νὰ τοῦ ἔχουσιν συντύχει.
Κι ὅταν τὸν ηὗραν τὸν καιρὸν τοῦ ἐσύντυχαν οἱ δύο·
καλόψυχα τὸν ηὕρασιν στὴν τσάμπραν του ἀπέσω·
πολλοὺς τρόπους τοῦ εἴπασιν καὶ ἀφορμὴν τοῦ ἐδεῖξαν·
τὸ πῶς ὁ τόπος τοῦ Μορέως τὸ πριγκιπᾶτο Ἀχαΐας
ἀπόρει κ᾿ ἐκιντύνευεν, καὶ ἦτον εἰς ἀπώλειαν,
διατὸ ἔλειπεν ὁ πρίγκιπας ὅπου ἦτον πάντα εἰς αὖτον.
«Ἐσὺ ἀποστέλνεις στὸν Μορέαν, μπάϊλον καὶ ρογατόρους
καὶ τυραννίζουν τοὺς φτωχούς, τοὺς πλούστους ἀδικοῦσιν
τὸ διάφορόν τους πολεμοῦν, κι ὁ τόπος ἀπορεῖται.
Ἐὰν οὐ μὴ βάλῃς ἄνθρωπον νὰ ἔνι κληρονόμος,
νὰ στήκεναι καθολικῶς, νὰ κυβερνῇ τοὺς πάντας,
νὰ ἔχῃ ἔννοιαν καὶ σκοπὸν τὸν τόπον νὰ προκόβῃ,
ἔχε το εἰς πληροφορίαν, χάνεις τὸ πριγκιπᾶτο.
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐσὺ ἔχεις τὸν κληρονόμον,
αὐτείνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν, τοῦ πρίγκιπος θυγάτηρ,
καὶ δός της ἄντρα, ἄνθρωπον εὐγενικὸν καὶ μέγαν,
τὸ πριγκιπᾶτο νὰ κρατῇ ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου,
καὶ θέλεις ποιήσει ψυχικὸν καὶ διάφορόν σου μέγα,
κι ὅσοι τὸ ἀκούσουν πάντοτε σὲ θέλουν ἐπαινέσει».
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ τί νὰ σᾶς τὰ γράφω;
τόσα τοῦ εἶπαν τοῦ ρηγὸς ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
τόσα ἐσυντύχαν τοῦ ρηγός, τόσα τὸν ἀναγκάσαν,
ὅτι ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἐκείν᾿ ἡ ὑπαντρεία,
νὰ ἐπάρῃ ὁ μισὶρ Φλορᾶς τὴν ντάμα τὴν Ζαμπέαν
εἰς γυναῖκα εὐλογητικὴν, νὰ ἔχῃ τὸ πριγκιπᾶτο
ὡς ἴδιον γονικὸν αὐτοῦ, νὰ τὸ κληρονομήσῃ.
Τὲς συμφωνίες ἐγράψασιν λεπτῶς καὶ τὰ κεφάλαια,
τὸ τί ἐχρεώστει ὁ πρίγκιπας νὰ κάμνῃ πρὸς τὸν ρῆγαν,
κι ὁ ρῆγας πρὸς τὸν πρίγκιπα, ὁ εἷς γὰρ πρὸς τὸν ἄλλον.
Ἕναν κεφάλαιο ἐγράψασιν στὸ προβελέντζι ἐκεῖνο,
ἐνῷ ἦτον τρόπος ἁμαρτίας καὶ ἄδικον μεγάλον·
ὅτι πολλάκις ἐὰν συμβῇ κ᾿ ἔλθῃ τὸ πριγκιπᾶτο
εἰς κληρονόμον θηλυκόν, εἰς γυναῖκα νὰ ἀφεντέψῃ,
νὰ μὴ τολμήσῃ ὑπαντρευτῇ εἰς ἄνθρωπον τοῦ κόσμου
ἄνευ εἰδήσεως κι ὁρισμοῦ, ὅποιος κι ἂν ἔνι ρῆγας·
εἰ δὲ εὐρεθῇ καὶ ποιήσῃ το, νὰ ἔνι ἀκληρημένη
ἀπ᾿ τοῦ Μορέως τὴν ἀφεντίαν κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον δι᾿ ἐτοῦτο τὸ κεφάλαιον·
μετὰ ταῦτα ἀκληρήσασιν τὴν πριγκίπισσα Ζαμπέαν,
διατὶ γὰρ εὐλογήθηκε τὸν Φίλιππο ντὲ Σαβόη,
ὅταν ἀπῆλθεν στὸ παρτοῦν ἐτότε γὰρ τῆς Ρώμης.
Ἀφότου γὰρ ἐγράψασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὥρισε ὁ ρῆγας παρευτὺς κ᾿ ἐποιήσασιν τὸν γάμον·
κ᾿ ἐνταῦτα εὐλογήθηκεν μισὶρ Φλορὰνς ἐκεῖνος
ἐκείνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν, τοῦ πρίγκιπος θυγάτηρ,
ἐκείνου τοῦ μακαριτοῦ τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου.
Ὁ γάμος γὰρ ἐγένετον μὲ παρρησίαν μεγάλην,
μὲ χαρμοσύνην καὶ χαρές, καὶ μὲ ἔξοδες μεγάλες.
Κ᾿ ἐκεῖ ὅπου ἦσαν στὸν ναόν, στὴν ἐκκλησίαν ἀπέσω,
ὅπερ τοὺς εὐλόγησεν ἀτός του ὁ μητροπολίτης,
ἐκεῖνος τῆς Νεάπολης· κ᾿ ἐρρεβέστισεν ὁ ρῆγας
ἐκείνην τὴν ντάμα Ζαμπέα ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο
ὡς κληρονόμος φυσικός· κ᾿ ἐνταῦτα πάλε ἀπὸ αὗτο
κράζει τὸν μισὶρ Φλορᾶν καὶ ἐρρεβέστισέ τον
ὡς ἀβουέρην, τὸν ἔποικεν ὁμοίως καὶ κληρονόμον·
πρίγκιπα τὸν ἐθρόνιασε νὰ λέγεται Ἀχαΐας.
Κι ἀφότου ἐπλήρωσε ἡ χαρά, τοῦ πρίγκιπος ὁ γάμος,
ἐδιόρθωσε τὸ μίσσεμα νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν Πούλιαν,
τιμητικά, μὲ παρρησίαν νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Μορέαν.
Τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν, ἀπηλογίαν ἐπῆρεν,
τοὺς κόντους καὶ καβαλλαρίους ἀπεχαιρέτησέν τους,
τὴν φαμελίαν του αὔξησεν, ἐρρόγεψεν καὶ ἄλλους·
εἶχεν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα καβαλλαρίους, σιργέντες,
ἀπάνω γὰρ τῶν ἑκατόν, τριακοσίους τζαγραόρους.
Εἰς τὸ Βροντῆσι ἀπέσωσεν, ηὗρεν τὰ πλευτικά του,
ἐσέβη ἀπέσω εἰς αὐτὰ κ᾿ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσα.
Ὁ μπάϊλος τότε τοῦ Μορέως, ὁ γέρο μισὶρ Νικόλαος,
στὴν Ἀνδραβίδα εὑρίσκετον· τὸ μάθει τὸ μαντᾶτο,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν κ᾿ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσα·
τὸν πρίγκπα ἐπροσκύνησεν κι ὅσοι ἦσαν μετ᾿ αὖτον,
κι ὁ πρίγκιπας τὸν ἔποικεν ἀναδοχὴν μεγάλην.
Κι ὅσον ἐκατεστόλιασεν ὁ πρίγκιπας τὸν λαόν του
ἐκεῖσε εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπου εἶναι οἱ Φρεμενοῦροι,
ὥρισεν κ᾿ ἐσωρεύτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Ἔδειξεν τὰ προστάγματα καὶ τὰ χαρτία ποῦ ἐβάστα,
τοῦ μπάϊλου ἐπροσκόμισεν τὸν ὁρισμὸν τοῦ ρήγα·
τὸ πῶς ὁ ρῆγας τὸν ὥριζεν, ἐγράφως τοῦ τὸ ἐμήνα,
τὸ πριγκιπᾶτον τοῦ Μορέως νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ,
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
Ἀπ᾿ αὔτου ἐβγάνει πρόσταγμα τὸ πῶς ἐμήνα ὁ ρῆγας
δηλώνοντα διὰ γραφῆς ὁλῶν τῶν Μοραΐτων,
τῶν ἀρχιερέων, φλαμουριαρίων, καβαλλαρίων, σιργέντων,
τῶν βουργησέων καὶ ἁπαντῶν, μικρῶν τε καὶ μεγάλων,
νὰ δέξωνται τὸν μισὶρ Φλορᾶν διὰ πρίγκιπα κι ἀφέντην·
τὸ ὁμάτζιον γὰρ καὶ τὴν λιζίαν, ὅπου χρεωστεῖ ὁ καθένας,
διὰ τὲς προνοῖες κ᾿ ἰγονικὰ ὅπου κρατοῦσι ἀπ᾿ αὖτον,
νὰ ποιήσουν πρὸς τὸν πρίγκιπα, σωζομένου τοῦ ὅρκου,
τὴν πίστην γὰρ καὶ τὴν λιζίαν ὅπου χρεωστοῦν τοῦ ρήγα.
Ἐνταῦτα ὡρίσαν κ᾿ ἤφεραν τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
καὶ λέγουσιν τοῦ πρίγκιπος· «Ὅμοσε ἐσὺ ἐμᾶς πρῶτα
νὰ μᾶς κρατῇς δικαιολογᾷς στοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
κ᾿ εἰς τὴν φραγκίαν ὅπου ἔχομεν νὰ μὴ μᾶς σκανταλίσῃς·
καὶ μετὰ ταῦτα πάλε ἡμεῖς νὰ ποιήσωμεν τὸ ὁμάτζιο
ἐπεὶ ἐτέτοιον ἔχομεν συνήθειον ᾿κ τῶν γονέων μας».
Καὶ ὥμοσεν ὁ πρίγκιπας στὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
τοῦ νὰ κρατεῖ τοὺς ἅπαντας ἀνθρώπους τοῦ Μορέως
εἰς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν, ὁμοίως κ᾿ εἰς τὲς φραγκίδες.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐποίκασιν οἱ φλαμουριάροι πρῶτον,
οἱ καβαλλάριοι κ᾿ οἱ ἕτεροι τὸ ὁμάτζιον καὶ λιζίαν,
ὅπου ἐχρεώστει ὁ κατὰ εἷς διὰ τὴν προνοίαν ποῦ ἐκράτει,
σωζομένου γὰρ τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ρηγὸς τοῦ ὅρκου.
Ἐνταῦτα τοῦ ἐπαράδωκεν τὸ πριγκιπᾶτο ὁ μπάϊλος,
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τὰ κρατῇ ἐκ τὸν ρῆγαν.»Βλέπε επίσης το γαλλικό Chronique de Morée, επιμ. Jean Longnon. Παρίσι, 1911, παρ. 589-96. σελ. 236-39: όταν ο Φλωρέντιος πήγε στον Μοριά,
«βρήκε τη χώρα σε πολύ μεγάλη δυστυχία, όλους ταλαιπωρημένους και εξορισμένους από την κακή διακυβέρνηση των αξιωματούχων, που επέφεραν πολλά δεινά στον φτωχό λαό, ιδιαίτερα οι άνδρες τής αυλής»
(si trova le pays en moult grant povreté, tout gasté et exillié par le mauvais gouvernement des officiaux qui souffrirent a faire grans tors a la povre gent, especialement aux hommes de la court).
- [←29]
-
Πρβλ. Longnon, L’ Empire latin, 1949, σελ. 264-78, ενώ για τις προσπάθειες τής Ισαβέλλας και τού Φλωρέντιου τού Αινώ να εξασφαλίσουν αναγνώριση τής επικυριαρχίας που διεκδικούσαν επί τού δουκάτου των Αθηνών, βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 16. Για γενική περιγραφή τής μωραΐτικης ιστορίας από την 4η Σταυροφορία μέχρι τo 1460, βλέπε το κεφάλαιο τού Jean Longnon και ιδιαίτερα εκείνα τού Peter Topping στους K. M. Setton, R. W. WoIff και H. W. Hazard, A History of the Crusades, II (2η εκδ. 1969), 235-74 και III (1975), 104-66. H αξιόλογη εργασία τού D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, 2 τόμοι, Παρίσι και Αθήνα, 1932-53 έχει αναδημοσιευθεί με προσθήκες και διορθώσεις από την Dr. Chryssa A. Maltezou [Λονδίνο: Variorum, 1975].
- [←30]
-
O. Eubel, Hierarchia Catholica Medii Aevi, I (1913, ανατύπ. 1960), 482, 358. Για τούς δύο πρώτους πολέμους μεταξύ Βενετίας και Γένουας (1256-1269/70, 1293/94-1299) βλέπε Heinrich Kretschmayr, Geschichte von Venedig, II (Γκότα, 1920, ανατύπ. Άαλεν, 1964), 59-67 και για τις πηγές, στο ίδιο, σελ. 574. Ο πρώτος πόλεμος περιγράφεται αρκετά εκτεταμένα στον W. Heyd, Hist. du commerce du Levant, I (1885, ανατύπ. 1967), 344-54 και ο δεύτερος στον Heyd, I, 445-48 και στην A. E. Laiou, Constantinople and the Latins, σελ. 101-14. Υπάρχει περιγραφή ενετικών, γενουατικών, ανδεγαυών, βυζαντινών και καταλανικών-σικελικών διπλωματικών κινήσεων το 1301-1302 στον Paolo Sambin, «La Politica mediterranea di Venezia alla fine della guerra del Vespro», στο Atti dell’ Istituto Veneto di scienze, lettere ed arti, CIV-2 (Βενετία, 1944-45), 971-98, με περιγραφή τού Ενετο-Bυζαντινού πολέμου στο ίδιο, σελ. 978-86.
- [←31]
-
Georges Digard, Antoine Thomas, et al., Les Registres de Boniface VIII, I (1884-1907), αριθ. 426, 471, 492, Eubel, Hierarchia, I, 393. Κάποιος Λεονάρ, αρχιδιάκονος Πατρών, διορίστηκε επίσκοπος Ωλένης στις 26 Μαρτίου 1300 [Registres, II (1890-1904), αριθ. 3520, στήλη 664, Eubel, Hierarchia, I, 375] και κάποιος άλλος Λεονάρ, από την εκκλησία τού Σαν Μπαρτολομμέο κοντά στο Ριάλτο στη Βενετία, ονομάστηκε Λατίνος πατριάρχης στις 31 Μαρτίου 1302 [Registres, III (1906-21), αριθ. 488, στήλη 428, Eubel, Hierarchia, I, 206].
- [←32]
-
Registres de Boniface VIII, I, αριθ. 516, στήλες 180-81, με ημερομηνία 20 Απριλίου 1295. Ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατοικούσε πιθανώς τότε στο Νεγκροπόντε. Την 1η Ιουλίου 1296 ο Βονιφάτιος απάλλαξε τον επίσκοπο τού Νεγκροπόντε από την πατριαρχική δικαιοδοσία [στο ίδιο, I, αριθ. 1143, στήλη 408].
- [←33]
-
Στο ίδιο, II, αριθ. 3783, στήλη 845.
- [←34]
-
Perrat και Longnon, Actes relatifs a la principaute de Morée (1967), έγγραφο 40, σελ. 52-53.
- [←35]
-
Στο ίδιο, έγγραφο 188, σελ. 162.
- [←36]
-
Στο ίδιο, έγγραφο 97, σελ. 99, με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1294. Η Κρόια ήταν επισκοπική έδρα υπαγόμενη στο Δυρράχιο (Durazzo) [Eubel, Hierarchia, I, 216].
- [←37]
-
Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 131, σελ. 125-26, με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1295, Eubel, Hierarchia, I, 142.
- [←38]
-
Perrat και Longnon, Actes, έγγραφα 167-68, σελ. 149-51 και σημειώστε τα έγγραφα 186-87. Tο όνομα τού αρχιεπίσκοπου ήταν Στέφανος. Δεν υπάρχει στον Eubel, Hierarchia, I, 209. Ο διάδοχος τού Στέφανου ονομαζόταν Δημήτριος [Actes, έγγραφο 213], επίσης άγνωστος στον Eubel. Έλληνες και Λατίνοι μαζί εύρισκαν τη διοίκηση των αξιωματούχων τού Φιλίππου τού Τάραντα εντελώς δυσάρεστη παντού στη Ρωμανία [Πρβλ. στο ίδιο, έγγραφα 206-7, 213, 216]. Οι magistri massarii (στα ελληνικά μαστρομασσάροι) είναι γνωστοί αξιωματούχοι στην Ανδεγαυή Κέρκυρα. Φρόντιζαν οικονομικές και άλλες υποθέσεις, που είχαν σχέση με το πριγκηπικό «κτήμα» (massa).
- [←39]
-
Πρβλ. G. Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (1906), 347-49 και πρβλ. στο ίδιο τομ. II (1913), 80-81, 97, 466 και εξής
- [←40]
-
Perrat και Longnon, Actes, έγγραφο 230, σελ. 197-98 και πρβλ. έγγραφο 231 προς Iσαβέλλα, πριγκήπισσα Αχαϊας και Karl Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 350-51 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 284-85).
- [←41]
-
Perrat και Longnon, Actes, έγγραφα 58, 73, 77, 84-85, 98, 114, 132, 203, 209.
- [←42]
-
Στο ίδιο, έγγραφα 48, 115, 122. 157, 166, 193-95.
- [←43]
-
Στο ίδιο, έγγραφα 55, 67, 94, 124. Για τις αγροτικές συνθήκες στον Μοριά, ιδιαίτερα από τη δεκαετία τού 1330, βλέπε Jean Longnon και Peter Topping, Documents sur le regime des terres dans la prmcipaute de Morée au XIV siècle, Παρίσι, 1969 με πλούσιο σχολιασμό.
- [←44]
-
Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 841-47, σελ. 333-35, Libro de los fechos, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 504-5, σελ. 111, Eubel, Hierarchia, I, 13, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 280-82.
- [←45]
-
Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. 351 (ανατύπ. I, 285) και «Journal de la dépense de l’hostel du Prince Philippe de Savoye faitte par clerc Guichard», στο Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 231-35. Οι Γκυ τού Σαιν Πολ και Πιέρ Φλοτ είχαν έρθει στην Ιταλία ως απεσταλμένοι τού βασιλιά Φιλίππου Δ΄ τής Γαλλίας, ο οποίος προσπαθούσε τότε να κατευνάσει τη διχόνοια (discordia) μεταξύ των Γενουατών από τη μία πλευρά και τού πάπα και τού Καρόλου Β΄ από την άλλη [H. Finke, Acta Aragonensia, I (1908), έγγραφο 62, σελ. 89-90 και πρβλ. τομ. IΙI (1922), έγγραφο 43, σελ. 93-94]. Λέγεται ότι η Iσαβέλλα είχε παντρευτεί τον Φίλιππο τής Σαβοϊας «με επιθυμία τού πάπα» (par la voulenté dou pape) [Longnon, Chronique de Morée, σελ. 401].
- [←46]
-
J. A. G. Buchon, Nouvelles recherches historiques sur la principauté française de Morée et ses hautes baronnies, II (Παρίσι, 1845): Νaples, έγγραφο xxxiv, σελ. 339-43.
- [←47]
-
Finke, Acta Aragonensia, I, έγγραφο 71, σελ. 101, γραμμένο στο Ανάγκνι στις 14 Σεπτεμβρίου 1301.
- [←48]
-
Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 855.σελ. 338.
- [←49]
-
Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II, 342-43.
- [←50]
-
Για τη σταδιοδρομία τού Φιλίππου τής Σαβοϊας βλέπε Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 848-71, 886-89, 919-72, 979-95, 1007-8, 1014, 1017 και σελ. 401-2 και πρβλ. Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 504-15, Friedrich Kunstmann, «Studien über Marino Sanudo den alteren, mit einem Anhange seiner ungedruckten Briefe», στο Abhandlungen der historisch. Classe der Königl. Bayerisch. Akademie der Wissenschaften, VII (Μόναχο, 1855), 775, Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85, σελ. S5lb-55a, 362b-63a, 364a-65a, 366, 367, 368b (ανατύπ. I, 285 και εξής), Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 195 και εξής, και Longnon, L’ Empire latin, σελ. 282-83, 287-91, με ένδειξη των πηγών.
O Hopf, ό. π., σελ. 365a, 366a χρονολογεί την επιστροφή τού Φιλίππου τής Σαβοϊας στην Ιταλία τον Νοέμβριο τού 1305. Παρά τη συμφωνία τής 11ης Μαΐου 1307, ο Φίλιππος δεν εγκατέλειψε το τίτλο τού πρίγκηπα Αχαϊας, τον οποίο διατήρησαν οι απόγονοί του μέχρι το 1418.
- [←51]
-
Ο Chas. du Fresne du Cange, Histoire de l’ empire de Constantinople (1657), επιμ. J. A. C. Buchon, 2 τόμοι, Παρίσι, 1826, II, 172-88 βασίζει πολύ την περιγραφή του σε κείμενο που υποτίθεται ότι χρονολογείται στο 1344 (και οπωσδήποτε μετά το 1324), που ονομάζεται Declaratio summaria super facto de morte domini Infantis Ferrandi de Majorica [στο ίδιο, σελ. 383-92], σύμφωνα με το οποίο ο Φερντινάντο παρασύρθηκε από τούς συμβούλους του και σκοτώθηκε μετά τη μάχη τής Μανωλάδας, καθώς υποχωρούσε προς το Χλεμούτσι.
Tο αποκαλούμενο αραγωνικό Χρονικό τού Μορέως, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Libro de los fechos, Γενεύη, 1885, παρ. 560-626, σελ. 122-37 περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια τον παρατεταμένο ανταγωνισμό για το πριγκηπάτο τής Αχαΐας, καθώς και την κατάληψη τής Γλαρέντζας από τον Φερντινάντο τής Μαγιόρκα [στις αρχές Αυγούστου 1315], για το οποίο βλέπε Rubió i Lluch, στο έργο που αναφέρεται πιο κάτω, έγγραφο αριθ. xxxiv, σελ. 360-61, επίσης τού Χλεμουτσιού, τής Ανδραβίδας και τής Χαλανδρίτσας, την ήττα και τον θάνατό του, καθώς και τον θάνατο τού ίδιου τού Λουδοβίκου τής Βουργουνδίας (στις 2 Αυγούστου 1316) λίγο μετά τη νίκη του. βλέπε όμως γενικά Antoni Rubió i Lluch, «Contribucio a la biografia de l’infant Ferran de Mallorca», Estudis Universitaris Catalans, VII (1913), 291-379, ιδιαίτερα σελ. 308 και εξής, ο οποίος δημοσιεύει αριθμό σημαντικών (κυρίως νέων) εγγράφων, σχετικών με τη μωραΐτικη σταδιοδρομία τού Φερντινάντο, ιδιαίτερα υπ’ αριθ. xxix και εξής, περιλαμβανομένου τού Declaratio summaria που αναφέρθηκε πιο πάνω (αριθ. xl).
- [←52]
-
Για τούς μεταγενέστερους Ανδεγαυούς βλέπε G. Leonard, Les Angevins de Naples, Παρίσι, 1954, σελ. 161 και εξής, 199 και εξής, 295 και εξής, ο οποίος στο βιβλίο αυτό δίνει όμως ανεπαρκή προσοχή στις ανατολικές υποθέσεις. Για τον Φίλιππο τού Τάραντα βλέπε Leonard, La Jeunesse de Jeanne Ie, reine de Naples, comtesse de Provence, I (Μονακό και Παρίσι, 1932), 126-31, 136 και εξής, 145.
- [←53]
-
Βλέπε τη λεπτομερή περιγραφή στο Αραγωνέζικο Χρονικό τού Μορέως [Morel-Fatio (επιμ.), Libro de los fechos, παρ. 641-54, σελ. 140-43]. Σύμφωνα με τον χρονολογικό πίνακα που προτάσσεται στο χειρόγραφο Βρυξελλών τής γαλλικής εκδοχής τού Χρονικού τού Moρέως [βλέπε πιο κάτω], την Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 1320 ο καστελλάνος τού Αγίου Γεωργίου παρέδωσε προδοτικά το κάστρο στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο Aσέν (ή Aσάν), τον βυζαντινό κυβερνήτη τού Μυστρά, ο οποίος κατέλαβε επίσης το Ματάγριφον, την Πολύφεγγο, την Καρύταινα «και άλλα κάστρα, τα οποία ο προδότης που τα φρουρούσε είχε πουλήσει στον εν λόγω Ασάν με την εξαπάτησή του» (et autres chastiaux que li traytor qui les gardoient vendirent a cellui Assaigni par son decevement) [Chronique de Morée, επιμ. Longnon (1911), σελ. 404-5].
Για τον Ασέν βλέπε Averkios Th. Papadopulos, Versuch einer Genealogie der Palaiologen, 1259-1453, Μόναχο, 1938, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1962, αριθ. 46, σελ. 23-29. Επίσης για το ιστορικό υπόβαθρο βλέπε D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, I (Παρίσι, 1932), 70-72, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 311, R.J. Loenertz, «La Chronique breve moreote de 1423», στα Mélanges Eugene Tisserant, II (Studi e testi, 232), Πόλη Βατικανού, 1964, αριθ. 5, σελ. 403, 413-14 και πρβλ. D. Jacoby, «Un Regime de Coseigneurie greco-franque en Morée», Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, 1963, σελ. 111-125. O G. M. Monti, Nuovi Studi angioini, Trani, 1937, σελ. 612 και εξής δημοσιεύει οκτώ έγγραφα με ημερομηνία από 18 Ιουλίου μέχρι 10 Νοεμβρίου 1321.
Παρά φυσικά το γεγονός ότι οι Έλληνες είχαν καταλάβει τον Άγιο Γεώργιο, το Ματάγριφον και την Καρύταινα, ο βασιλιάς Ροβέρτος φαινόταν να νομίζει στις 18 Ιουλίου 1321 ότι αυτοί οι τόποι είχαν καταληφθεί από τούς Καταλανούς [Monti, ό. π., σελ. 626]. Ο βασιλιάς ήταν πολύ θλιμμένος
«που αυτό το έθνος των σχισματικών Ελλήνων και η ακατονόμαστη Καταλανική Εταιρεία και οι Σαρακηνοί Τούρκοι πληβείοι, εχθροί τής πίστης των χριστιανών, αλλά όχι χωρίς απερίσκεπτο αλαζονικό θράσος, με συνεχείς επιθέσεις αμφισβητούν εχθρικά το πριγκηπάτο μας τής Αχαΐας και έτσι δεν παύουν να επιφέρουν πλήθος κακών σε άτομα και πράγματα»
(quod gens Grecorum scismatica et societas Catalanorum nefanda ac Turchorum pleps Saracenica Christiane fidei inimica non absque temerarie presumpcionis audacia principatum nostrum Achaye continuis aggressionibus impugnant hostiliter et tam personis quam rebus dampna multiplicia inferre non cessant)
[Monti, σελ. 614, έγγραφο με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου και πρβλ. σελ. 617, 620, 621, 623, κείμενα με ημερομηνία 12 και 20 Οκτωβρίου].
Στις 21 Ιουλίου φοβόταν επίθεση από τούς Βυζαντινούς στο μωραΐτικο πριγκηπάτο, τού οποίου ήταν επικυρίαρχος [Rubió i Lluch, Diplomatari de l’ Orient català, Βαρκελώνη, 1947, έγγραφο cxix, σελ. 147], ενώ τρία περίπου χρόνια αργότερα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1324, τον βρίσκουμε να αναζητά συμμαχία με τούς Ενετούς εναντίον των Ελλήνων και τής «ακατονόμαστης Καταλανικής Εταιρείας» [στο ίδιο, έγγραφο cxxii, σελ. 150- 51]. Δεν επρόκειτο φυσικά για την πρώτη προσπάθεια τού Ροβέρτου να εξασφαλίσει ενετική υποστήριξη, αλλά τον Οκτώβριο (1324) ο δόγης απάνησε ότι η Δημοκρατία δεν μπορούσε να συμμαχήσει μαζί του εναντίον είτε των Ελλήνων ή των Καταλανών, γιατί βρισκόταν σε ειρήνη τόσο με τον βυζαντινό αυτοκράτορα όσο «και με εκείνους τής Εταιρείας» [στο ίδιο, έγγραφο cxxiii, σελ. 152-53].
- [←54]
-
Πρβλ. Longnon, L’ Empire latin, σελ. 316-18, 325 και Monti, Nuovi Studi Angioini, σελ. 630-34.
Η περιγραφή στο Χρονικόν τού Μορέως, που αναφέρεται στον διακανονισμό τής διεκδίκησης τής Μαργαρίτας τού Πασσαβά (Passavant) στη βαρωνία τής Άκοβας στην Αρκαδία [Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 501-31, σελ. 197 και εξής και Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt (1904), στιχ. 7301-7752, σελ. 474 και εξής] δείχνει ότι γραπτό βιβλίο χρήσεων (livre dez usages ή livre des loys) υπήρχε στην κατοχή τού Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, ίσως το 1276 [Chronique de Morée, παρ. 519-24, σελ. 205-7 και Χρονικόν τού Μορέως, ό. π.]:
«…Κι ὁ λογοθέτης παρευτὺς ἀπῆλθεν κ᾿ ἔφερέν την·
τὸ ἔλθει ἡ πρωτοστρατόρισσα, ὁ πρίγκιπας τῆς λέγει·
«Τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα, καλή μου θυγατέρα,
στὴν ὄρεξιν καὶ θέλημα, ὅπου εἶχα πρὸς ἐσέναν,
τοῦ νὰ σὲ ποιήσω κουρτεσίαν καὶ χάριταν ὁμοίως
στὸ ἰγονικὸν ποῦ σὲ ἔρχετον, στὴν μπαρουνίαν Ἀκόβου.
ἐπεὶ διὰ τοῦτο ἐρώτησα τὸν γέρο μισὶρ Νικόλα
ἐτότε ὅταν ἤλθετε ἐνώπιον μου εἰς τὴν κούρτην·
τὸ τί μοῦ ἐζήτει πρότερον κι ὠρέγετον νὰ ποιήσω,
κἂν δίκαιον κἄν τε χάριταν, τὸ ὅποιον θέλει ἐκ τὰ δύο;
κ᾿ ἐκεῖνος ἀπὸ ἀλαζονείας καὶ ἔπαρσιν ὅπου εἶχεν,
οὐδὲν ἐχρειάστη χάριταν νὰ λάβῃ ἀπὸ ἐμέναν,
ἀλλὰ τὸ δίκαιον ἤθελεν νὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν κούρτην.
Κ᾿ ἐγὼ διὰ τοῦτο ἤφερα τοῦ νόμου τὸ βιβλίον·
τῆς κούρτης τὸ ἐπαράδωκα, μετὰ ταῦτα μᾶς ἐκρῖναν·
κι ἀφῶν ἡ κούρτη τὸ ἔκρινεν τὸ τί σὲ ποιήσει οὐκ ἔχω.
Ὅμως ἐγὼ διὰ χάριταν ἐξεύροντα μὲ ἀλήθειαν
ὅτι διὰ ἐμὲν εὑρέθηκες ὄψιδα εἰς τὴν Πόλιν
ὅταν γὰρ σὲ ἐξέπεσεν ἡ μπαρουνία Ἀκόβου·
ἔχοντα δὲ τὴν διάκρισιν καὶ σπλάχνος εἰς ἐσέναν,
ἐχώρισα καὶ δίδω σε τῆς μπαρουνίας τὸ τρίτον
ὡς νέον δόμα καὶ κληρονομίαν ἐσὲν καὶ τῶν παιδίων σου·
καὶ σήκωσε τὸ ὑπάπλωμα κι αὐτὸ τὸ κουβερτάριν
νὰ εὕρῃς τὸ προβελέγγι σου, πάρ᾿ το μὲ τὴν εὐχήν μου…».Για το θέμα αυτό βλέπε και D. Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, Παρίσι, 1971, σελ. 63 και εξής. Όμως υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι η διασωζόμενη σύνταξη των Ασσιζών τής Ρωμανίας χρονολογείται στην περίοδο μεταξύ 1333 και 1346 [στο ίδιο, σελ. 75-82]. Για το γεγονός ότι δεν υπήρχε γραπτή κωδικοποίηση τής μωραΐτικης φεουδαρχικής νομοθεσίας μέχρι τις αρχές τού 14ου αιώνα βλέπε Georges Recoura, Les Assises de Romanie: Edition critique avec un introduction et des notes, Παρίσι, 1930, σελ. 37-40 (Bibliothèque de l’ École des Hautes Études, δέσμη 258).
- [←55]
-
Βλέπε γενικά Recoura, Les Assises de Romanie, σελ. 48 και εξής, 83 και εξής και ιδιαίτερα Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, σελ. 115 και εξής, 174, 185 και εξής. Η διεισδυτική μελέτη τού Jacoby μάς επιτρέπει να απαλλαγούμε από την εισαγωγή τού Recoura στη δική του έκδοση των Ασσιζών.
- [←56]
-
Jacoby, ό. π., σελ. 82-88, 170.
- [←57]
-
Tα χειρόγραφα είναι γνωστά και προσδιορίζονται όλα με αριθμούς σήμανσης ραφιών στο πρόσφατο άρθρο τού David Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée (Μερικές σκέψεις για τις εκδοχές των Χρονικών τού Μορέως)», Journal de Savants, 1968, σελ. 133-34, σημείωση 1. Είναι το Χρονικόν τού Μορέως (Chronicle of Morea) τού John Schmitt, σελ. xv–xviii, xxviv και εξής, που δημοσιεύει σε αντικρυστές σελίδες τα χειρόγραφα Κοπεγχάγης και Παρισιού (βλέπε πιο κάτω). Η έκδοση Schmitt τού χειρογράφου Κοπεγχάγης ανατυπώθηκε στο Π. Π. Καλονάρος, To Xρονικόν τού Μορέως, Αθήνα, 1940. Είναι επίσης το Jean Longnon, Livre de la conqueste de la princée de l’Amorée. Chronique de Morée (1204-1305), σελ. xxi και εξής, lxxxv και εξής.
Tο μοναδικό χειρόγραφο τού γαλλικού Χρονικού, τού οποίου ο Longnon, ό. π. ετοίμασε προσεκτική έκδοση, βρίσκεται στις Βρυξέλλες, στην Bibliothèque Royale, αριθ. 15.702. Χρονολογείται στο τέλος τού 14ου ή στις αρχές τού 15ου αιώνα.
Το ελληνικό Χρονικό διασώζεται σε πέντε χειρόγραφα, παλαιότερο από τα οποία είναι εκείνο τής Κοπεγχάγης (γνωστό ως Havniensis 57, τού τέλους τού 14ου ή των αρχών τού 15ου αιώνα, που βρισκόταν πριν στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη και τώρα στη Βασιλική Βιβλιοθήκη Κοπεγχάγης). Μεγάλη σημασία για την κάλυψη κάποιων κενών στο χειρόγραφο Havniensis 57 έχει ένα χειρόγραφο τού τέλους τού 15ου ή των αρχών τού 16ου αιώνα στο Παρίσι (Βibl. Nationale, Paris, gr. 2898). Υπάρχει και δεύτερο «χωρίς αξία» αντίγραφο τού ελληνικού Χρονικού στο Παρίσι (Cod. gr. 2753) και άλλα στο Τορίνο και τη Βέρνη, για τα οποία βλέπε Schmitt, ό. π., σελ. xvii–xviii.
Υπάρχει μόνο ένα χειρόγραφο τής ονομαζόμενης αραγωνικής εκδοχής, που βρισκόταν πριν στη βιβλιοθήκη τού δούκα τής Οσούνα και τώρα στη Μαδρίτη, στη Biblioteca Nacional (MS. 10.131), τού οποίου έχει επιμεληθεί ο Alfred Morel-Fatio στο Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, Γενεύη, 1885. Αυτό το χειρόγραφο έχει χρονολογία 1393.
Τέλος ο Chas. Hopf βρήκε και δημοσίευσε στο βιβλίο του [Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 414-68] το μόνο γνωστό αντίγραφο μεταγενέστερης ιταλικής εκδοχής (Cronaca di Morea), το οποίο βρίσκεται στη Βενετία, στη Bibl. Nazionale Marciana [MS. Ital., CI. VII, αριθ. 712 (8754), φύλλα 25-47] και εξαρτάται από το χειρόγραφο Τορίνο [Πρβλ. Longnon, Chronique, σελ. lxxii]. Tο πρώτο μέρος τού χειρογράφου στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη [φύλλα 1-25, δεμένα με αταξία], που είναι γραμμένο με καθαρό, μικροσκοπικό γραφικό χαρακτήρα, περιέχει την Ιstoria di Romania composta per Marin Sanudo detto Torsello, περιλαμβανομένου τού «Il principato d’Achaia ebbe prima principe Ser Zuffredo» και εξηγώντας ότι «ο Κάρολος των Βαλώνων επέστρεψε στη Νάπολη ή από τη στεριά η από τη θάλασσα, όπως τού άρεσε» (Carlo di Valois tornar a Napoli οr per mar or per terra, come li piacesse), επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes, σελ. 99-170, ο οποίος έχει κάνει αναγκαίες διορθώσεις στο κείμενο καθώς και κάπως ελεύθερη διασκευή. Η ιταλική εκδοχή τού μωραΐτικου χρονικού έχει τίτλο Istoria della Morea στο χειρόγραφο [φύλλα 25-47], με σημείωση στο κάτω μέρος τού φύλλου 47 ότι «λείπει ένα κομμάτι» (manca un foglio), περιλαμβανομένου τού «έτους που πίστευαν στον αυτοκράτορα» (Anno creduto all’ imperatore) και εξηγώντας ότι «όμως ο στρατός συνέχισε τον δρόμο προς την Άρτα και είχε μεγάλες δυσκολίες και κάλεσε και τον πρίγκηπα και τον κόμη κλπ.» (tuttavia l’ armata continuava il camino verso l’ Arta ed ebbe gran dolor, e convocati il principe et conte, etc.), επιμ. Hopf, ό. π., σελ. 414-68, όπως σημειώθηκε πιο πάνω. Η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη απέκτησε το χειρόγραφο το 1831.
- [←58]
-
Δεν υπάρχει λόγος να παραπέμψουμε εδώ στην παλαιότερη βιβλιογραφία για τα Χρονικά, αλλά ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στον Giuseppe Spadaro, «Studi introduttivi alla Cronaca di Morea», Siculorum Gymnasium, νέα σειρά, XII (Catania, 1959), 125-52, XIII (1960), 133-76 και ιδιαίτερα XIV (1961), 1-70, ο οποίος ύστερα από διερευνητική ανάλυση τής γλώσσας τού ελληνικού Χρονικού συμπεραίνει ότι προέρχεται από γαλλικό πρωτότυπο, καθώς και στον Harold E. Lurier, Crusaders as Conquerors. The Chronicle of Morea, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1964, ο οποίος έχει μεταφράσει ολόκληρο το ελληνικό Χρονικό και πιστεύει επίσης ότι «η γαλλική και η ελληνική εκδοχή … προέρχονται από πρωτότυπο γραμμένο στα γαλλικά» (σελ. 52). Όμως ο Peter Topping, στην κριτική του εξέταση τού βιβλίου τού Lurier, Speculum, XL (1965), 737-42], διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις, όπως και ο Antoine Bon, La Morée franque, Παρίσι, 1969, σελ. 15-17, ο οποίος συμφωνει με τον Longnon, Chronique de Morée, σελ. lxxvi και εξής, ότι το πρωτότυπο μπορεί να ήταν γραμμένο στα ιταλικά, πιθανώς στα ενετικά. Ο M. J. Jeffreys πιστεύει ότι πρόκειται για ελληνικό πρωτότυπο [Byz. Zeitschr., LXVIII (1975), 304-50].
- [←59]
-
Chronique de Morée, επιμ. Longnon, σελ. 1 και πρβλ. παρ. 128, σελ. 46, σχετικά με την ανάθεση από τον Γκυγιώμ ντε Σαμπλίτ των πρώτων μωραΐτικων φέουδων σε βαρώνους και ιεράρχες, ιππότες, ευγενείς και αρχιφύλακες, «για τα οποία τα βιβλία δεν αναφέρουν που βρίσκονταν» (de quay li livres ne fait mencion cy endroit), πράγμα που φαίνεται να αποτελεί κι άλλη αναφορά στο αρχικό Χρονικό, το οποίο περιλάμβανε επίσης κάποια σημείωση για τα κοσμήματα, τα οποία η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουΐνη έδωσε στο ναύαρχο Ρότζερ ντε Λουρία το 1292 (παρ. 798), «τα όμορφα κοσμήματα, για τα οποία το βιβλίο δεν αναφέρει» (de beaux joiaux, de quoy le livre ne fait mencion).
- [←60]
-
Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée (Μερικές σκέψεις για τις εκδοχές των Χρονικών τού Μορέως)», Journal des Savants, 1968, σελ. 133-50. O Longnon, Chronique, σελ. lxxiv πίστευε ότι το πρωτότυπο είχε γραφεί (rédigé) μεταξύ 1305 και 1331, πιθανώς κατά τη διάρκεια τής κατοχής τής Θήβας από τούς Γκίζι, για το οποίο βλέπε πιο κάτω στην παρούσα σημείωση. Όταν παραλειφθούν οι προφανείς παρεμβολές από το γαλλικό Χρονικό, όπως οι αναφορές στην καταστροφή τού κάστρου των Θηβών (1331) και στον θάνατο τού Νικκολό Α΄ Σανούντο (1341) και διαγραφούν επίσης οι σημειώσεις για τα γεγονότα τού 1331-1333 από τον χρονολογικό πίνακα που προτάσσεται τού χειρογράφου Βρυξελλών, επιμ. Longnon, Chronique, σελ. 400-5, για το οποίο σημειώστε τις σημαντικές παρατηρήσεις τού Jacoby, ό. π., σελ. 141-47, τότε είναι σαφές ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο Χρονικό συνέβησαν όλα πριν το 1320 περίπου και στον χρονολογικό πίνακα πριν το 1323 περίπου. Δεδομένου όμως ότι οι παρεμβολές προσδιορίζονται στη βάση τού τι «έπρεπε να συμβαίνει», προκύπτει αναμφίβολα επιφύλαξη, ότι ίσως τουλάχιστον μια από αυτές τις παρεμβολές αποτελούσε στην πραγματικότητα τμήμα τής πρώτης σύνταξης τού γαλλικού κειμένου από το πρωτότυπο. Αναμφίβολα υπάρχουν παρεμβολές στο κείμενο και έχουν αποτελέσει δύσκολο πρόβλημα από τότε που τις σκέφτηκε ο A. Ellissen, πριν εκατό περίπου χρόνια [Analekten der mittel- und neugriechischen Literatur, μέρος ΙΙ (Λειψία, 1856), xvii–xxvii], ενώ ο John Schmitt βάσισε σε αυτές ορισμένα επιχειρήματα, στη διατριβή του [Chronik von Morea, Μόναχο, 1889, για την οποία σημειώστε Longnon, Chronique, σελ. liv–lvii].
O Μπαρτολομμέο Β΄ Γκίζι ίσως είχε αναλάβει διαμονή στο κάστρο των Θηβών από το 1327, όταν ο γιός του Τζόρτζιο Β΄ παντρεύτηκε τη Σιμόνα τής Αραγωνίας, την κόρη τού Δον Αλφόνσο Φαντρίκε, γενικού εκπρόσωπου τού καταλανικού δουκάτου Αθηνών και Νεοπατρών μέχρι περίπου το 1330. Tο κάστρο πέρασε πιθανώς στον Τζόρτζιο ως προίκα τής Σιμόνα. Είναι δελεαστικό να πιστεύουμε ότι ο συγγραφέας τού γαλλικού προλόγου γνώριζε ότι το «πρωτότυπο» κείμενο τού Χρονικού ανήκε στον «Μπαρτολομέο Γκίζι … που το είχε στο κάστρο των Θηβών» (Βartholomée Guys …, lequel livre il avoit en son chastel d’Estives), απλώς επειδή το όνομα τού Γκίζι ήταν γραμμένο στο εσώφυλλο, με ένδειξη ότι το είχε (ή το απέκτησε;) όταν διέμενε στο κάστρο των Θηβών, το οποίο, αφού ο χρονικογράφος λέει ότι ήταν «κάστρο του» (son chastel), θα σήμαινε πιθανώς μεταξύ 1327 και 1331. Οι Καταλανοί όμως κατέστρεψαν το κάστρο, πιθανώς στα τέλη τού 1331, για να μην καταληφθεί ή παραδοθεί στον Γκωτιέ ΣΤ’ ντε Μπριέν, κατ’ όνομα δούκα τής Αθήνας, ο οποίος προσπαθούσε τότε να ανακατακτήσει το πρώην δουκάτο τού πατέρα του από την Καταλανική Εταιρεία, η οποία είχε καταλάβει τη Θήβα και την Αθήνα το 1311. Για λεπτομέρειες πρβλ. K. M. Setton, Catalan Domination of Athens, αναθ. εκδ., Λονδίνο, 1975, σελ. 39-41, 49. Για το ίδιο το κάστρο βλέπε R. J. Loenertz, Les Ghisi, dynastes vénitiens dans l’ Archipel (1207-1390), 1975, σελ. 151-52, 155-56.
O Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée», Journal des Savants, 1968, σελ. 138 θεωρεί ότι αφού ο Μπαρτολομμέο Γκίζι είχε κάποτε το πρωτότυπο στο κάστρο τού Σαιν Ομέρ, άρα πρέπει να χάθηκε ή να καταστράφηκε το 1331, για το οποίο φυσικά δεν υπάρχει απόδειξη. Πριν κατεδαφίσουν οι Καταλανοί το κάστρο, πιθανώς απομάκρυναν όλα τα αντικείμενα αξίας. Μάλιστα ο Longnon, Chronique, σελ. lxxiv, lxxxiv πιστεύει ότι η αναφορά στον πρόλογο για το πρωτότυπο, «που είχε κάποτε ο ευγενής βαρώνος» (qui fu jadis del noble baron), υποδεικνύει ότι όντως πέρασε σε άλλα χέρια. Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε για πόσον καιρό ή σε ποια χέρια διασώζονταν το πρωτότυπο. Ο Jacoby, σελ. 137 πιστεύει ότι αν το πρωτότυπο είχε περάσει σε άλλα χέρια ή είχε μεταφερθεί αλλού, «ο πρόλογος θα μπορούσε πιθανώς να το αναφέρει» (le prologue l’aurait sans doute signalé), αλλά κατά μείζονα λόγο (a fortiori), αν ο συγγραφέας τού προλόγου γνώριζε ότι το πρωτότυπο είχε καταστραφεί το 1331, θα ανέφερε οπωσδήποτε το γεγονός. Ενώ φαίνεται ότι ο αντιγραφέας (ή παρεμβολέας) τού πρόλογου δεν γνώριζε πού ή αν το αρχικό υπήρχε, είναι προφανές ότι ο συγγραφέας (ή μάλλον συντάκτης) τού διασωζόμενου γαλλικού Χρονικού είχε συνεχή πρόσβαση στο πρωτότυπο, το οποίο, λέει, μάς έδωσε «όχι όπως το βρήκα γραμμένο, αλλά στην πιο συνεπτυγμένη μορφή που μπορούσα» (παρ. 1). Άραγε ήταν όμως το αντίγραφο τού Γκίζι το μοναδικό κείμενο τού πρωτοτύπου;
- [←61]
-
Πρβλ. Longnon, Chronique, σελ. lix-lx, lxxiv.
- [←62]
-
Οι Buchon, Hopf και Morel-Fatio πίστευαν ότι το χειρόγραφο Κοπεγχάγης τού ελληνικού κειμένου και το χειρόγραφο Βρυξελλών τού γαλλικού κειμένου ανέτρεχαν και τα δύο ανεξαρτήτως στο ίδιο πρωτότυπο, σε μια πιο εκτεταμένη μορφή τού Χρονικού, γραμμένη στα γαλλικά [Longnon, Chronique, σελ. lxv]. Οι Ellissen και Schmitt πίστευαν ότι το πρωτότυπο ήταν γραμμένο στα ελληνικά.
- [←63]
-
Chronique (française) de Morée, επιμ. Longnon, σελ. 399: «Όπως τη βρήκα, έτσι την έγραψα αυτή την κατάκτηση τού Μορέως» (Tant com j’ay trové, tant j’ay escript de ceste conqueste de la Morée). Η δήλωση υπάρχει στο τέλος τού κειμένου, το οποίο διακόπτεται απότομα.
- [←64]
-
Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée», Journal des Savants, 1968, σελ. 153 και εξής.
- [←65]
-
Schmitt, Chronicle of Morea (1904), σελ. 548, 549 και πρβλ. Lurier, Crusaders as Conquerors: Chron. of Morea (1964), σελ. 307, σημείωση 54.
- [←66]
-
Longnon, L’ Empire latin, σελ. 337 και Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée», Journal des Savants, 1968, σελ. 140, 157. Είναι πολύ πιθανό ότι μερικές από τις μωραΐτικες πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την αραγωνική εκδοχή τού Χρονικού συγκεντρώθηκαν στην αυλή τού Εράρ Γ΄, ό. π., σελ. 168-69, 177-78. Για τον Καλόφερο βλέπε D. Jacoby, «Jean Lascaris Calopheros, Chypre et la Morée», Revue des études byzantines, XXVI (1968), 189-228 και ιδιαίτερα Fr. Ambrosius K. Eszer, Das abenteuerliche Leben des Johannes Laskaris Kalopheros: Forschungen zur Geschichte der ost-westlichen Beziehungen im 14. Jahrhundert, Βισμπάντεν, 1969, με τα σχόλια τού R. J. Loenertz, στο Revue des études byzantines, XXVIII (1970), 129-39 και Jacoby, στο Βyzantinische Zeitschrift, LXIV (1971), 378-81.
- [←67]
-
Πρβλ. Morel-Fatio, Libro de los fechos (1885), πρόλογος, σελ. lvii–lix, ο οποίος έχει παρατηρήσει ότι «ο Αραγωνέζος συγγραφέας δείχνει σε κάθε σελίδα ότι είχε μπροστά του γαλλικό βιβλίο … Ο Αραγωνέζος συντάκτης έχει χρησιμοποιήσει κείμενο μερικές φορές πληρέστερο από το χειρόγραφο των Βρυξελλών, από το οποίο διαφέρει συχνά» (l’auteur aragonais manifeste a chaque page qu’il a eu sous les yeux un livre francais … Le compilateur aragonais a eu recours a un texte parfois plus complet que celui du manuscrit de Bruxelles et qui en differe souvent), άποψη την οποία οι Schmitt και Ad. Adamantiou αμφισβητούσαν [Longnon, Chronique, σελ. lxii].
- [←68]
-
Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée», Journal des Savants, 1968, ιδιαίτερα σελ. 148, 160-77.
- [←69]
-
David Jacoby, «Les Archontes grecs et la feodalite en Morée franque», in Travaux et Mémoires, II (Παρίσι, 1967), 470-78, Longnon και Topping, Documents sur le regime des terns dans la principaute de Morée au XIVe siècle (1969), σελ. 21, 33, 45, 48, 52, 73, 121 και εξής, 127 και εξής, 149, 150, 196, 198, 213, 226 και αλλού.
- [←70]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1322, αριθ. 48, τομ. XXIV (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1872), σελ. 187-88.
- [←71]
-
Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II (1845): Φλωρεντία, έγγραφο ii, σελ. 32-44 και πρβλ. αριθ. iii, έγγραφο με ημερομηνία 22 Ιανουαρίου 1336, σελ. 46-50. Οι συνεργάτες τής Εταιρείας Ατσαγιόλι μεταβίβασαν τα Λεχαινά και τη Λα Μάντρια στον Νικκολό την 1η Σεπτεμβρίου 1334, ό. π., II, έγγραφο ii, σελ. 35 και εξής. Δεδομένου ότι ο Ροβέρτος τού Τάραντα ήταν ανήλικος και η βασιλική συναίνεση ήταν επιθυμητή σε κάθε περίπτωση, ο βασιλιάς Ροβέρτος ο Σοφός τής Νάπολης επικύρωσε στις 28 Ιουνίου 1336 και 27 Απριλίου 1342 τις εκχωρήσεις που είχαν γίνει από την Αικατερίνη και τον γιο της προς τον Νικκολό Ατσαγιόλι, ό. π., II, έγγραφα iii και xv, σελ. 44-51, 109-14. Μέχρι το 1342 ο Νικκολό είχε πάρει πρόσθετες εκτεταμένες εκχωρήσεις, που περιλάμβαναν τη βαρωνία τής Καλαμάτας και το οχυρό τής Πιάδας στην Αργολίδα, ενώ η βασιλική πράξη επικύρωσης αναφέρει ότι η Αικατερίνη είχε εξασφαλίσει δάνειο περίπου 40.000 ουγγιών (χρυσού, που αντιστοιχούσε σε 200.000 φλουριά) από την Εταιρεία Ατσαγιόλι [societas Acharellorum] για την αγορά τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας, «καθώς και για τη διατήρηση τού εν λόγω πριγκηπάτου και την ισχυρή του υπεράσπιση εναντίον διαφόρων, ισχυρών και εχθρικών γειτόνων -Ελλήνων, Καταλανών και Τούρκων- πράγμα που αν δεν έκανε, Θεός φυλάξοι, το εν λόγω δουκάτο θα ήταν εκτεθειμένο σε σοβαρούς κινδύνους και ζημιές…» [έγγραφο xv, σελ. 112-13]. Στη βιογραφία τού Νικκολό, ο Matteo Palmieri δίνει εκπληκτικά λίγη προσοχή στις υποθέσεις τής Ελλάδας, επιμ. Gino Scaramella, στο RΙSS, XIΙI-2 (Μπολώνια, 1934), σελ. 6, 8, 29, 31.
- [←72]
-
Buchon, ό. π., II: Φλωρεντία, έγγραφο v, σελ. 65-67.
- [←73]
-
Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1335, αριθ. 29, τομ. XXV (1872), σελ. 31, «εκδόθηκε στην Αβινιόν, 13 μέρες πριν από τις καλένδες Απριλίου (20 Μαρτίου), κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Avin. XIII Kal. Αprilis, anno I).
- [←74]
-
Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1336, αριθ. 40-41, 43-45, τομ. XXV (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1872), σελ. 75-76, 77-78, ad ann. 1337, αριθ. 24, 33, σελ. 103-4, 109-10, ad ann. 1338, αριθ. 72, 73 και εξής, σελ. 140-41 και εξής [για την ταταρική πρεσβεία στην Αβινιόν], ad ann. 1339, αριθ. 19 και εξής, σελ. 159 και εξής [αποστολή Βαρλαάμ στην Αβινιόν, ζητώντας βοήθεια για τούς Έλληνες εναντίον των Τούρκων] και ad ann. 1340, αριθ. 23-24, 28, σελ. 198-99, 200.
- [←75]
-
O Νικκολό Ατσαγιόλι έφυγε από τη Νάπολη για το Μοριά με την Αικατερίνη των Βαλώνων στις 10 Oκτωβρίου 1338 [Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II (1845): Φλωρεντία, έγγραφο xvi, σελ. 106, επιστολή κάποιου Ντομένικο Μπονκιάνι προς τον πατέρα τού Νικκολό, τον Ατσαγιόλο Ατσαγιόλι, με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1338]. Η παραμονή τους διήρκεσε δύο χρόνια και έξι μήνες, αφού αναχώρησαν για την πατρίδα τους στις 16 Ιουνίου 1341. Πρβλ. την περιγραφή τής ίδιας τής Αικατερίνης στο Leopoldo Tanfani, Niccolò Acciaiuoli, Φλωρεντία, 1863, σελ. 42, σημείωση 3:
«…στις δεκαέξι τού μηνός Ιουνίου [της ενάτης ινδικτιώνος] αποχωρήσαμε από τούς εν λόγω τόπους, στους οποίους είχαμε μείνει συνολικά δύο χρόνια και έξι μήνες…»
(… die sextodecimo ipsius mensis Iunii [none indictionis] nobis recedentibus de partibus supradictis, quod totum tempus est annorum duorum et mensium sex…).
Στις 28 Αυγούστου 1341 ο Βοκκάκιος (Boccaccio) έγραφε στον Νικκολό από τη Φλωρεντία, συγχαίροντάς τον για την ασφαλή επιστροφή του από τον Μοριά. Buchon, ό.π., II: Φλωρεντία, έγγραφο xvi, σελ. 114-16. Βλέπε επίσης Tanfani, ό. π., σελ. 40-44, 227-28 και Leonard, La Jeunesse de Jeanne Ie, I (1932), 184-85.
- [←76]
-
Πρβλ. Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 326, Geo. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, μεταφρ. Joan Hussey, Οξφόρδη, 1956, σελ. 454-55 και πρβλ. Setton, Catalan Domination of Athens (1975), σελ. 65. Η διασωζόμενη γαλλική εκδοχή τού Χρονικού τού Μορέως είχε ίσως ετοιμαστεί για την Αικατερίνη των Βαλώνων (Catherine de Valois), όταν εκείνη κατοικούσε στο πριγκηπάτο [σημειώστε τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τού Longnon, ό. π., σελ. 325].
- [←77]
-
Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστορία, IV, 13 (CSHB, Βόννη, III, 85-86):
Καθώς ο Μοριάς είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά, όχι μόνο από τις επιδρομές των Τούρκων που αποβιβάστηκαν εκεί με ισχυρούς στόλους, αλλά και από τα όπλα των Λατίνων που είχαν γίνει κύριοι τής Αχαΐας, και κυρίως από την οργή των κατοίκων που σκότωναν ο ένας τον άλλον δυστυχώς, και κατέστρεφαν τις πόλεις, ενώ η ύπαιθρος ήταν ερημωμένη από τούς ξένους, ο αυτοκράτορας προσπάθησε να φροντίσει για αυτές τις ταραχές. Επειδή δεν είχε κοντά του τον Ματθαίο, τον μεγαλύτερο γιο του, έστειλε τον δεσπότη Μανουήλ εκεί με γαλέρες, να διοικεί τούς Πελοποννήσιους και να φροντίσει κατά το δυνατόν. Ερχόμενος αυτός, πρώτα κατεύνασε τις εμφύλιες αναταραχές, τιμωρώντας εκείνους που ήσαν οι δημιουργοί τους και εκφοβίζοντας τούς άλλους για να μην επιχειρήσουν τα ίδια. Έπειτα συνήψε συνθήκη με τούς Λατίνους, με την οποία εξασφάλισε ότι δεν θα βλάπτονταν από αυτούς οι δικοί του, ενώ αντιστεκόμενος στους βαρβάρους και νικώντας σε πολλές μάχες, τούς δίδαξε να μην περιφρονούν πια τούς Πελοποννήσιους. Οι πόλεις ξαναδυνάμωναν και φαίνονταν σαν να συνέρχονται από μεγάλες συμφορές, η περιοχή κατοικούνταν, ενώ ήταν άδεια και οι άνθρωποι ζούσαν στα χωράφια και η Πελοπόννησος που φαινόταν πιο έρημη και άγονη από την «έρημο τής Σκυθίας», καλλιεργούνταν όπως πριν και έδινε ελπίδες όχι κακές για τη μελλοντική ευημερία.
«Ἐπεὶ δὲ καὶ Πελοπόννησος διέφθαρτο παντάπασιν οὐ μόνον ὑπὸ τῶν Περσῶν στόλοις μεγάλοις ἐπιόντων καὶ ὑπὸ Λατίνων τῶν τὴν παρ´ Ἕλλησιν Ἀχαΐαν λεγομένην κατεχόντων, ὑπηκόων ὄντων πρίγγιπι, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὑπὸ σφῶν αὐτῶν, διηνεκῶς ἀλλήλοις ἀντικαθισταμένων καὶ διαρπαζόντων τὰ ἀλλήλων καὶ ἀποκτεννόντων, καὶ κῶμαι μὲν ἀτείχιστοι ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ἀνάλωνται πολεμίων, αἱ πόλεις δὲ ὑπὸ τῶν ἐνοικούντων, καὶ παντάπασι προσεδοκῶντο ἐκλιπεῖν· πρόνοιάν τινα αὐτῶν ποιήσασθαι ἐσκέψατο ὁ βασιλεύς. Μείζω δὲ οὐκ ἔχων, τὸν υἱὸν ἔπεμψε δεσπότην τὸν Μανουὴλ τριήρεσιν, ἄρξοντα Πελοποννησίων καὶ πρόνοιαν ποιησόμενον τὴν δυνατήν. Ὃς ἐλθὼν πρῶτα μὲν τὰς ἐμφυλίους ἔλυσε στάσεις, τούς τε πρώτους ἀρχομένους κολάζων, ὥσπερ δίκαιον, καὶ τοὺς ἄλλους ἐκφοβῶν μὴ τοῖς ὁμοίοις ἐγχειρεῖν. Ἔπειτα δὲ καὶ πρὸς Λατίνους θέμενος σπονδὰς, ἀβλαβεῖς τοὺς οἰκείους ἐξ ἐκείνων διετήρει, καὶ πρὸς τοὺς βαρβάρους ἀντικαθιστάμενος καὶ μάχαις πολλαῖς νικήσας, ἔπεισε μὴ πάνυ Πελοποννησίων καταφρονεῖν. Ἐξ ὧν αἵ τε πόλεις ἀνεῤῥώννυντο καὶ ὥσπερ ἀναφέρειν ἐκ μεγάλων συμφορῶν ἐδόκουν, καὶ ἡ χώρα συνῳκίζετο, ἀδείας οὔσης τοῖς ἀγροῖς ἐνδιατρίβειν, καὶ ἡ Σκυθῶν ἐρημοτέρα Πελοπόννησος ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ ἐφαίνετο γεωργουμένη, καὶ τῆς μελλούσης εὐεξίας οὐκ ἀγεννεῖς παρείχετο ἐλπίδας.»
- [←78]
-
Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II: Φλωρεντία, έγγραφο xxv, σελ. 143-53 και πρβλ. έγγραφα xxvi-xxix. Μια απελπισμένη επιστολή προς τον Ροβέρτο τού Τάραντα, γραμμένη στην Κόρινθο στις 5 Φεβρουαρίου 1358, θρηνούσε τη «συνεχή και αφόρητη θλίψη, με την οποία οι άπιστοι Τούρκοι μάς πλήττουν καθημερινά» (continue et insupportabiles afflicciones quibus ab infidelibus Turchis affligimur omni die) [II, έγγραφο xxv, σελ. 145]. Tanfani, Niccolò Acciaiuoli, σελ. 120-22, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908). σελ. 285-87 και Leonard, Jeanne Ie, III: Le Regne de Louis de Tarente, Μονακό και Παρίσι, 1937, σελ. 329, 371-72.
Για τα μωραΐτικα φέουδα τού Νικκολό Ατσαγιόλι και των απογόνων του, που είχαν γίνει εκτεταμένα το 1336, βλέπε Longnon και Topping, Documents sur le regime des terres dans la principaute de Morée au XIV Siecle (1969), κείμενα i-vi, ix-xii και πρβλ. γενικά Bon, La Morée franque, ιδιαίτερα τομ. I, 208 και εξής. Δεν υπάρχει τίποτε νέο (και υπάρχουν δυστυχώς πολλά λάθη) στον Curzio Ugurgieri della Berardenga, Gli Acciaioli di Firenze nella luce dei loro tempi, 2 τόμοι, Φλωρεντία, 1962, II, 350-406.
- [←79]
-
Buchon, ό. π., II: Φλωρεντία, έγγραφο xxv, σελ. 135-36.
- [←80]
-
Πρβλ. Léonard, La Jeunesse de Jeanne Ire, I, 100-3.
- [←81]
-
Η Τσερτόζα (Certosa) έξω από τη Φλωρεντία (… in comitatu Florencie quoddam monasterium ordinis Cartusiensis), όπου κείται τώρα θαμμένος ο Νικκολό Ατσαγιόλι, χτίστηκε μερικώς από τα λάφυρα τής Ελλάδας. Πρβλ. την παραχώρηση τής Αικατερίνης των Βαλώνων στον Νικκολό στις 15 Ιουλίου 1338, στο Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II: Φλωρεντία, έγγραφο XI, σελ. 104-5. Στην πρώτη διαθήκη του (με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 1338), που συντάχθηκε πριν την αναχώρησή του από το Μοριά με την Αικατερίνη των Βαλώνων, ο Νικκολό προέβλεπε την οικοδόμηση τής Τσερτόζα από τα έσοδα των εκμεταλλεύσεών του στον Μοριά:
«Και επειδή αυτό το μέρος (ένα μοναστήρι τού τάγματος των Καρθουσιανών το οποίο ονομάζεται Σάντο Λορέντσο) θα απαιτήσει πολλά χρήματα για να μπει σε τάξη, σάς το αφήνω και θέλω όλοι οι καρποί τής γης που κατέχω ή θα διατηρώ στο πριγκιπάτο τού Μορέως να πωλούνται και να αποδίδονται σε αυτό το μέρος, ώστε να μπορούμε πιο σύντομα να δοξολογούμε και να κάνουμε τις λειτουργίες τού Θεού».
[Leopoldo Tanfani, Niccola Acciaiuoli, Φλωρεντία, 1863, σελ. 35-36].
(E però che questo luogo [uno munistero dell’ ordine di Certosa il quale si chiami santo Lorenzo] richiederà grande moneta a metterlo a seguzione, si lascio e voglio che tutti i frutti della terra mia la quale io tengo o tenessi nel principato della Morea si convertano e si stribuiscano nel detto luogo a compiere, acciò che più tosto vi si possa uficiare e fare i servigi di Dio…)
Σε υπεράσπιση τής σταδιοδρομίας του σε μεταγενέστερη μακροσκελή επιστολή του προς τον Άντζελο Σοντερίνι (στις 26 Δεκεμβρίου 1364), ο Νικκολό σημείωνε ότι στην παπική κούρτη τής Αβινιόν υπήρχε η άποψη, ή τουλάχιστον είχε αναφερθεί ότι τού είχαν δοθεί τόσο πολλές βασιλικές γαίες για τις υπηρεσίες του, ώστε οι Ανδεγαυοί δυσκολεύονταν να πληρώσουν το ναπολιτάνικο ενοίκιο (census) στην Αγία Έδρα. Βλέπε Tanfani, ό. π., σελ. 228, με καλύτερο κείμενο στο Gino Scaramella, επιμ. Matthei Palmeri, Vita Nicolai Acciaioli, στο RISS, XIII-2 (Μπολώνια, 1934), σελ. xvii και παραρτ. I, σελ. 49-50. O Νικκολό αρνιόταν την κατηγορία, επισημαίνοντας ότι τα καθήκοντά του ως αρχιοικονόμος (grand seneschal) τού βασιλείου δεν είχαν καμμία σχέση με τη συλλογή ή εκταμίευση πόρων [Tanfani, σελ. 230-31 και Scaramella, σελ. 51]. Βελτιωμένα κείμενα τής ολόγραφης διαθήκης τού Νικκολό τής 28ης Σεπτεμβρίου 1338 και τής διαθήκης που υπαγόρευσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1359 υπάρχουν σε παραρτήματα στην έκδοση Scaramella τού Palmieri [Vita Nicolai, σελ. 57-80].
- [←82]
-
Ο κατάλογος των Μωραϊτών φεουδαρχών που αποδίδεται από τον Hopf στο έτος 1364, χρονολογήθηκε σωστά για πρώτη φορά στο 1377 από τον Anthony T. Luttrell, «A Fourteenth-Century List of the Barons of Achaea (1377?)», Byzantinische Zeitschrift, LI (1958), 355-56 και «The Principality of Achaea in 1377», στο ίδιο, LVII (1964), 340-45, ο οποίος παρέχει βελτιωμένο κείμενο τού εγγράφου (σελ. 343-45), το οποίο είχε δημοσιευθεί πριν από τον Hopf, Chron. greco-romanes, σελ. 227-29, όπου έχει παραλειφθεί η αναφορά στην Πάτρα μεταξύ των «οχυρών τού aρχιεπισκόπου Πατρών» (fortize de Archivescovo de Patraxo).
Πρβλ. επίσης Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 86 (ανατύπ., II), 7, Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 287, 290-91, Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 329-30. Από τούς πενηντατέσσερις τόπους που αναφέρονται στο παρατιθέμενο έγγραφο, το κάστρο τής «γης τής Μάινας» (la terre de Mayna) βρισκόταν σε βυζαντινά χέρια από το 1262, ενώ η «Χριστιανική γή» (terre de la Cristiana) στα «Grisera», δηλαδή η κάτω κοιλάδα τού Αλφειού μεταξύ Ήλιδος και Τριφυλίας, την οποία κατείχε ο αρχιοικονόμος (grand seneschal), φαίνεται ότι περιλάμβανε σημαντικό φρούριο. Ο Νέριο Ατσαγιόλι ήταν ο «άρχοντας τής Βόστιτζας» (signore de la Avostitza), δηλαδή τού Αιγίου.
Αν και ο Luttrell πιστεύει ότι η Τζοάννα Α΄ μίσθωσε το πριγκηπάτο τής Αχαΐας στους Ιωαννίτες «περί τον Ιούνιο τού 1377» [πρβλ. το κεφάλαιό του στο Setton και Hazard (επιμ.), A History cf the Crusades, III (1975), 302 και το άρθρο του στο Byzantinische Zeitschrift, LVII (1964), 341-42], φαίνεται ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η μίσθωση δεν διήρκεσε για πέντε πλήρη χρόνια. Tο πριγκηπάτο επιστράφηκε στη Τζοάννα λίγο πριν (nuper) τις 24 Αυγούστου 1381, πράγμα που θα τοποθετούσε την έναρξη τής μίσθωσης στα τέλη Ιουλίου ή στις αρχές Αυγούστου 1376, για το οποίο βλέπε R. J. Loenertz, «Hospitallers et Navarrais en Grece (1376-1383): Regestes et documents», Orientalia Christiana periodica, XXII (1956), Reg. αριθ. 1, 29, σελ. 329-30, 337 και σημειώστε σελ. 351, από τούς οικονομικούς λογαριασμούς τού τάγματος, με ημερομηνία 24 Αυγούστου 1381 στη Ρόδο, ανατυπωμένο στο Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, Ρώμη, 1970, σελ. 339, 347, 361.
- [←83]
-
Πρβλ. γενικά την εμπεριστατωμένη μελέτη τού R. J. Loenertz, «Hospitaliers et Navarrais en Grece, 1376-1383», Orientalia Christiana periodica, XXII, Reg. αριθ. 37-38, 40-43, 45-49, 51, 53-54, 57, 59-60, 62-63, 66, σελ. 340-49.
- [←84]
-
Ο Θεόδωρος έφτασε στον Μοριά περί το τέλος τού 1382: Loenertz, «La Chronique breve moreote de 1423», στο Mélanges Eugene Tisserant, II (Studi e testi, 232), Πόλη Βατικανού, 1964, σελ. 417-20.
- [←85]
-
Arch. di Stato di Venezia, Grazie, Reg. 20 (αρχικά αριθ. 17, Oκτ. 1407-Ιαν. 1416, με τον ενετικό τρόπο), φύλλα 4-5 (2-3), αναφερόμενο από N. Iorga, «Notes et extraits pour servir à l’histoire des croisades au XVe siècle», στο Revue de l’ Orient latin, IV (1896), 290.