Σημειώσεις κεφαλαίου 06

Σημειώσεις κεφαλαίου 6

[←1]

L. T. Belgrano και C. Imperiale (επιμ.), Annali genovesi di Caffaro e de’ suoi continuatori, IV (1926), 115. Ο Λουδοβίκος Θ΄ είχε πάρει τον σταυρό στο Παρίσι στις 24 Μαρτίου 1267.

[←2]

Πρβλ. Gino Borghezio, «Un episodio delle relazioni tra la Santa Sede e i Mongoli (1274)», Roma: Rivista di studi e di vita romana, xiv (1936), 363-64.

[←3]

Η επιστολή τού Ιερού Κολλεγίου προς τον Ραούλ Γκροσπαρμύ, καρδινάλιο επίσκοπο τού Αλμπάνο, «γραμμένη στο Βιτέρμπο στις ίδες Μαΐου τού έτους Κυρίου 1270, με χηρεύουσα την Αποστολική Έδρα» (datum Viterbii idibus Maii, A.D. MCCLXX, Apostolica Sede vacante), υπάρχει στους Luke Wadding, Annales Minorum, IV (3η εκδ., Καράτσι, 1931), 338-41, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1270, αριθ. 3-5, τομ. xxii (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 243-45 και A. L. Tautu, Acta Urbani IV, Clementis IV, Gregorii X (1261- 1276), Πόλη Βατικανού, 1953, αριθ. 29. σελ. 78-84, όπου έχει εσφαλμένα ημερομηνία 13 Mαϊου (τον Μάρτιο, Μάιο, Ιούλιο και Οκτώβριο οι ίδες πέφτουν στις 15 τού μηνός).

Για τις ελληνο-γαλλικές πρεσβείες πρβλ. Franz Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 3 (1932), αριθ. 1967- 68, 1971, Louis Bréhier, «Une ambassade byzantine au camp de saint Louis devant Τunis (aout 1270)», Mélanges offerts à M. Nicolas Iorga, Παρίσι, 1933, σελ. 139-46, D. J. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus and the West, Καίμπριτζ, Μασσ., 1959, σελ. 223 και εξής και B. Roberg, Die Union zwischen der griechischen und lateinischen Kirche auf dem. II. Konzil von Lyon (1274), CSHB, Βόννη, 1964, σελ. 65 και εξής.

Στον καρδινάλιο επίσκοπο Ραούλ τού Αλμπάνο είχε επίσης δοθεί ο σταυρός από τον Κλήμεντα Δ΄ και είχε σταλεί στη Γαλλία, όπου υπηρετούσε τώρα ως λεγάτος τής Αποστολικής Έδρας (Apostolicae Sedis legatus) για τη Σταυροφορία [ … ob felicem promotionem ipsius negotii (Terrae Sanctae)], και θα ακολουθούσε τον Λουδοβίκο Θ΄ στην Τύνιδα, όπου και πέθανε [Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1269, αριθ. 7-8, τομ. xxii, σελ. 240-41 και ad ann. 1270, αριθ. 10, τομ. xxii, σελ. 247].

Ο Μιχαήλ Η΄ έστειλε δεύτερη πρεσβεία στον Λουδοβίκο, που τον βρήκε να πεθαίνει έξω από την Καρχηδόνα. Βλέπε Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 9, CSHB, Βόννη, I, 361-64:

Έστειλε επίσης εκκλησιαστικούς άνδρες, πολύ αξιοσέβαστους σε χαρακτήρα και αξιώματα, στον βασιλιά τής Γαλλίας, ο οποίος ήταν αδελφός τού Καρόλου, αλλά καθόλου αδελφός του στην ηθική. Αυτοί ήσαν ο χαρτοφύλακας τής εκκλησίας Βέκκος και ο αρχιδιάκονος τού αυτοκρατορικού κλήρου Μελιτενιώτης. Καθώς δεν τούς επιτρεπόταν να περάσουν στο Μπρίντιζι και να ακολουθήσουν τον χερσαίο δρόμο, τούς πρότεινε να πάρουν το δρόμο για την Αυλώνα χρησιμοποιώντας άλογα και να περάσουν από εκεί, επιβιβαζόμενοι σε πλοίο και διασχίζοντας τη θάλασσα, για να βρουν τον βασιλιά, όπου τον εύρισκαν να κατοικεί. …

«Ἔπεμπε δὲ καὶ ἄνδρας ἐκκλησιαστικούς, πολὺ τὸ ἀξιοπρεπὲς ἔκ τε τοῦ τρόπου καὶ ὀφφικίων ἔχοντας, πρὸς τὸν ῥῆγα Φραγγίας, αὐτάδελφον μὲν τοῦ Καρούλου τὸ γένος ὄντα, τοὺς τρόπους δὲ ἥκιστα ἀδελφίζοντα. Οἱ δ´ ἦσαν ὅ τε τῆς ἐκκλησίας χαρτοφύλαξ ὁ Βέκκος καὶ ὁ τοῦ βασιλικοῦ ἀρχιδιάκονος κλήρου Μελιτηνιώτης· οἷς δὴ καὶ οὐκ ἐκχωροῦν εἰς Βρεντήσιον διαπεραιοῦσθαι καὶ γῇ χρωμένους βαδίζειν, τὴν μὲν μέχρι καὶ Αὐλῶνος ὁδόν, ἵπποις χρωμένους, ὁδεύειν παρεῖχεν, ἐκεῖθεν δέ, νηὸς ἐπιβάντας καὶ θάλασσαν τέμνοντας, τὴν ἐς τὸν ῥῆγα, ὅπου ποτ´ ἂν εὑρεθείη διάγων, ποιεῖσθαι διαπεραίωσιν. …

Μόλις έφτασαν στην Αυλώνα, επιβιβάστηκαν σε πλοίο και αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο Πατσίνο στη Σικελία. Εκεί έμαθαν ότι ο βασιλιάς έχει πάει πέρα από τη θάλασσα στην Καρχηδόνα, που ονομάζεται Τύνιδα, και εκεί πολεμούσε εναντίον των Αιθίοπων τής Λιβύης. Αφού αγκυροβόλησαν εκεί για λίγες ημέρες, ξεκίνησαν κατευθείαν για την Τύνιδα, διασχίζοντας τη θάλασσα τής Σικελίας, όπου ναυάγησαν και παραλίγο να βυθιστούν. Μόλις αποβιβάστηκαν, ύστερα από πολλά βάσανα, πήγαν στον βασιλιά, που ήταν βαριά άρρωστος, και τού έδωσαν τις αυτοκρατορικές επιστολές. Αλλά ο βασιλιάς, μη μπορώντας να κάνει τίποτε, τόσο επειδή ήταν άρρωστος, όσο και επειδή ασχολούνταν με τον πόλεμο, ανέβαλλε την εξέταση τής υπόθεσής τους και ασχολούνταν με τη φροντίδα τού εαυτού του. …

Ὡς δ´ Αὐλῶνα φθάσαντες καὶ νηὸς ἐπιβάντες, Παχύνῳ ἄκρᾳ Σικελίας προσέσχον, μανθάνουσι πέραν πρὸς Καρχηδόνα, ἣν Τούνισιν λέγουσιν, ἀπελθόντα τὸν ῥῆγα τοῖς κατὰ Λιβύην Αἰθίοψι πολεμεῖν. Καὶ δὴ ἐφ´ ἡμέραις ἐκεῖσε ναυλοχησάμενοι, ἀπαυτόθεν εὐθὺ Τουνίσεως ἤλαυνον, τὸ Σικελικὸν καταμετρούμενοι πέλαγος, ἐφ´ οὗ δὴ καί, ναυαγίῳ χρησάμενοι, παρ´ ὀλίγον ἦλθον τοῦ βυθισθῆναι. Ὡς δὲ μόλις πολλὰ παθόντες ἀπέβαινον, τῷ μὲν ῥηγί, ἐν ἀρρωστίᾳ ὄντι χαλεπῇ, προσελθόντες, τὰ βασιλικὰ ἐνεχείριζον γράμματα· ὁ δὲ ῥήξ, μὴ ἔχων ὅ τι καὶ δρῴη, τοῦτο μὲν ἀρρωστῶν, τοῦτο δὲ καὶ πολέμοις ἐνασχολούμενος, ἀνήρτα τε τούτοις τὰ πράγματα καὶ πρὸς τῷ νοσοκομεῖσθαι ἦν. …

Τότε η κατάσταση τού βασιλιά χειροτέρεψε και έχασαν κάθε ελπίδα σωτηρίας του. Χορήγησε ακρόαση στους απεσταλμένους, όσο καλύτερα μπορούσε, έδειξε τη διάθεση που είχε για ειρήνη και την αποφασιστικότητά του να τη στηρίξει με όλη του τη δύναμη, αν θα ζούσε, και τούς ζήτησε να περιμένουν ήσυχα. Αλλά επειδή την επόμενη μέρα τού συνέβη το αναπόφευκτο και ήδη ο βασιλιάς πέθανε, η συνοδεία του ετοίμασε αμέσως το πτώμα αυτού τού ανθρώπου, για τον οποίο πίστευαν με βεβαιότητα ότι ήταν ενωμένος με τον Θεό, τον άλειψαν με μύρο, τον βαλσάμωσαν και τοποθέτησαν τα λείψανά του σε πολύτιμα σεντούκια, για να τα φέρουν πίσω στην πατρίδα του. Όσο για τούς πρέσβεις, επέστρεψαν με άδεια χέρια…

Τότε καὶ ὁ ῥήξ, ἐπεὶ χεῖρον εἶχε καί οἱ τὰ τῆς σωτηρίας ἀπέγνωστο, ὅσον ἦν χρηματίσας ἐκείνοις καὶ δείξας ῥοπὴν πρὸς εἰρήνην ἔχων καί γ´ εἰ περιέσται καὶ συγκροτήσων εἰς δύναμιν, ἐκέλευεν ἀναμένοντας ἡσυχάζειν. Ἐπεὶ δὲ τῆς ἐπιούσης ἐπέστη οἱ τὸ χρεὼν καὶ ἤδη ὁ ῥὴξ ἐτελεύτα, οἱ μὲν ἀμφ´ ἐκεῖνον, εὐθὺς ἐνσκευασάμενοι τὸν νεκρὸν ἐκείνου, ὡς ἐν πληροφορίᾳ ᾠκειωμένου Θεῷ, μύροις ἀλείφοντες καὶ βράσμασι λεβήτων ἐνέψοντες, τιμίοις χηλοῖς ἐναπετίθουν τὰ λείψανα, ὡς τῇ πατρίδι ἀνακομίσοντες, οἱ δέ γε πρέσβεις κεναῖς…»

Πρβλ. με «Ιεράρχη» (Primate), ένα μοναχό τού Σαιν Ντενί, στον M. Bouquet, Recueil des historiens des Gaules et de la France, XXIII. 73, για τον οποίο βλέπε Brehier, «Une Ambassade byzantine», σελ. 143 και εξής.

Επικεφαλής τής πρεσβείας αυτής ήσαν, σύμφωνα με τον Παχυμέρη, οι Ιωάννης Βέκκος, τότε χαρτοφύλαξ τής Αγίας Σοφίας (και αργότερα πατριάρχης) και Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης, «αρχιδιάκονος τού αυτοκρατορικού κλήρου». Σκοπός τής πρεσβείας ήταν να πείσει τον Λουδοβίκο να κάνει τον αδελφό του Κάρολο να απέχει από τα σχέδιά του εναντίον τού Βυζαντίου. Ο Παχυμέρης, όντας κάποτε γραμματέας τού Βέκκου, ήταν καλά πληροφορημένος.

Για το αξίωμα τού χαρτοφύλακος και την αποστολή τού Βέκκου στην Καρχηδόνα Πρβλ. επίσης Brehier, «Jean XI Beccos», Dictionnaire d’ histoire et de geographie ecclesiastiques, VII (Παρίσι, 1934), στήλες 335, 356. Παρεμπιπτόντως ο Ραούλ Γκροσπαρμύ ήταν νορμανδικής καταγωγής, επίσκοπος τού Εβρέ (Évreux) και καγκελλάριος τής Γαλλίας υπό τον Λουδοβίκο Θ΄.

[←4]

Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 29, σελ. 79-84.

[←5]

Στο ίδιο, αριθ. 29a, σελ. 84-85, το οποίο ο Tautu επίσης χρονολογεί λάθος στις 13 Mαϊου. Πρβλ. Chas. J. Hefele, Histoire des conciles, μετάφρ. H. Leclercq, VI-1 (Παρίσι, 1914), 158-59, M. Roncaglia, Les Frères Mineurs et l’ eglise grecque orthodoxe au XIIIe siècle (1231-1274), Κάιρο, 1954, σελ. 141-42 και Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1971, σελ. 56.

[←6]

Tα χρόνια δεν μπόρεσαν να μειώσουν την αξία τού βιβλίου τού Richard Sternfeld, Ludwigs des Heiligen Kreuzzug nach Tunis, 1270, und die Politik Karls I. von Sizilien, Βερολίνο, 1896. Για την αποτυχημένη γαλλική εκστρατεία στην Τύνιδα και τη μετέπειτα θέση τού Καρόλου Ανδεγαυού, σημειώστε τις παρατηρήσεις τού συγχρόνου τού χρονικογράφου Saba Malaspina, Rerum sicularum historia, V, 1-2. 4-6, στο Muratori, RISS, VIII (Μιλάνο, 1726), στήλες 859-64, ενώ για την ιστορία τού Saba βλέπε την κριτική τού Sternfeld, στο Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, xxxi (Ίννσμπρουκ, 1910), 45-53.

[←7]

Για το ιστορικό τής εκλογής τού Γρηγορίου Ι’ και για την άφιξή του στην Ιταλία, βλέπε τη μονογραφία τού Ludovico Gatto, Il Pontificato di Gregorio X (1271-1276), Ρώμη, 1959, κεφ. i και σελ. 48-61 (Istituto storico italiano per il medio evo, Studi storici, fascs. 28- 50). Πρβλ. J. D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et Amplissima collectio (εφεξής Concilia), XXIV (Βενετία, 1780, ανατύπ. Παρίσι και Λειψία: Welter, 1903), στήλες 21 και εξής.

Στις αρχές Νοεμβρίου 1271, πριν φύγει από τούς Αγίους Τόπους, ο Γρηγόριος έκανε κήρυγμα στην εκκλησία τού Τιμίου Σταυρού (Sainte-Croix) στην Άκρα (Acre), πάνω στο κείμενο (από τούς Ψαλμούς, 137: 6):

«Κολληθείῃ ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου ἐὰν μή σού μνησθῶ ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλήμ»

[Charles Kohler, «Deux Projets de croisade en Terre-Sainte (XIIIe- XIVe siècle)», Revue de l’ Orient latin, X (1903-4, ανατύπ. 1964), 410-11]. Tο κήρυγμα το θυμούνταν οι άνθρωποι για καιρό, ενώ μέχρι τον θάνατό του ο Γρηγοριος αναλογιζόταν σχεδόν κάθε ώρα την Ιερουσαλήμ.

[←8]

Για τις συνθήκες στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την εποχή τής εκλογής τού Γρηγορίου Θ΄ ως πάπα (τις σχέσεις και τούς ανταγωνισμούς στην ανασυσταθείσα Βυζαντινή αυτοκρατορία, την Αίγυπτο των Μαμελούκων, την Περσία των Μογγόλων και το μογγολικό χανάτο Κιπτσάκ ή τής Χρυσής Ορδής, με την έδρα του στο Σεράι επί τού Βόλγα, τού οποίου η εξουσία εκτεινόταν σε ολόκληρη τη νότια Ρωσία και γινόταν συνεχώς αισθητή στον Δούναβη), βλέπε Vitalien Laurent, «La Croisade et la question d’ Orient sous le pontificat dc Grégoire X (1271-1276)», Revue historique du sud-est européen, XXII (1945), ιδιαίτερα σελ. 105-18, και Denis Sinor, «Les Relations entre les Mongols et l’ Europe …», Cahiers d’ histoire mondiale, III (1956), 49-54.

Οι κυριότερες εργασίες για τούς Μογγόλους στην Περσία και τη Ρωσία είναι εκείνες των Bertold Spuler, Die Mongolen in Iran: Politik, Verwaltung Und Kultur Der Ilchanzeit, 1220-1350, Λειψία, 1939, 2η εκδ. Βερολίνο, 1955 και τού ιδίου Die Goldene Horde. Die Mongolen in Rußland, 1223-1502, Λειψία, 1943, 2η εκδ. 1965, το πρώτο επιστημονικό βιβλίο για τούς Μογγόλους στη Ρωσία από την εποχή τού Jos. von Hammer-Purgstall, Gesch. d. Goldenen Horde in Kiptschak, das ist: der Mongolen m Rußland, (Βουδαπέστη, 1840).

Για τα ονόματα των Μογγόλων χάνων και ηγεμόνων βλέπε την εκδοθείσα μετά θάνατον εργασία τού Paul Pelliot, Notes sur l’ histoire de la Horde d’ Or, Παρίσι, 1949, σελ. 10 και εξής.

[←9]

Πρβλ. W. B. Stevenson, The Crusaders in the East, Καίμπριτζ, 1907, σελ. 338-41 και M. M. Ziada, «The Mamluk Sultans to 1293», στο Setton, Wolff και Hazard (επιμ.), A History of the Crusades, II (1969), 735 και εξής, ιδιαίτερα σελ. 748-49.

[←10]

Πρβλ. Gatto, Il Pontificato di Cregorio X, σελ. 68-73, για τούς ποιητές και δημοσιολόγους, με καλή βιβλιογραφία. Επίσης A. Lecoy de la Μarche, «La Predication de la croisade au treizieme siècle», Revue des questions historiques, νέα σειρά, IV (Παρίσι, 1890), 5-28, ανάλυση τού Humbert de Romanis, Tractatus solemno … de predicatione sancte crucis (που συντάχθηκε το 1266- 1267), ενός πολύ κατατοπιστικού αλλά μάλλον ανιαρού εγχειριδίου για κήρυκες τής σταυροφορίας.

To γνωστό Opus tripartitum τού Ουμβέρτου γράφτηκε αμέσως μετά τη σύνοδο τής Λυών (1274) και προοριζόταν ως οδηγός για τις συζητήσεις των συνοδικών πατέρων για τη σταυροφορία, την ένωση των εκκλησιών και την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση [K. Michel, Das Opus tripartitum des Humbertus de Romania, O.P., Γκρατς, 1926]. Πρβλ. Roberg, Union, σελ. 85 και εξής. Για τη διαδεδομένη εχθρότητα απέναντι στη Σταυροφορία σε όλα τα επίπεδα τής ευρωπαϊκής κοινωνίας, πριν και κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Γρηγόριου Ι’, βλέπε P. A. Throop, Criticism of the Crusade: A Study of Public Opinion and Crusade Propaganda, Άμστερνταμ, 1940.

[←11]

L. de Thallóczy, Const. Jireček και Em. de Sufflay, Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia, I (Βιέννη, 1913), αριθ. 269, σελ. 77. Ο Κάρολος μιλά σε αυτό το έγγραφο για την «πίστη και αφοσίωση» (fides et devotio) που έδειξαν οι Αλβανοί προς τη Λατινική Εκκλησία. Πρβλ. γενικά Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 232-35 και G. M. Monti, «La Dominazione napoletana in Albania: Carlo I d’ Angiò, primo rè degli Albanesi», Rivista d’ Albania, I (Μιλάνο, 1940), 50-58.

[←12]

Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 270-71, σελ. 77-78, κείμενα γραμμένα στη Νάπολη στις 25 Φεβρουαρίου 1272. Στις 7 Απριλίου 1272, σε σημείωμα από το Τράνι, ο Κάρολος επέπληττε τον πολιτικό διοικητή τού Μπάρι, που δεν είχε μπορέσει να στείλει στον Σινάρ «τοξότες και πεζούς» (ballistarii et pedites lanzerii) όπως είχε πάρει εντολή να κάνει [στο ίδιο, I, αριθ. 273, σελ. 78 και πρβλ. αριθ. 274 και εξής, όπου κάθε επιστολή έχει σχέση με την αποστολή ανδρών και προμηθειών στο Δυρράχιο].

[←13]

«…nostra negotia contra hostes faciendo eis vivam guerram prosequamini viriliter et potenter.» [Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 282, σελ. 80].

[←14]

Eπιστολές από την κούρτη στις 31 Μαρτίου 1272 πληροφορούσαν τον αρχιεπίσκοπο και τον κλήρο τής Σεν (Sens), τον Φίλιππο Γ΄ τής Γαλλίας, τον Ερρίκο Γ΄ τής Αγγλίας και άλλους ηγεμόνες και υψηλόβαθμους κληρικούς, για τη γενική σύνοδο που θα συγκαλούνταν την 1η Μαΐου 1274, «σε τόπο τον οποίο προς το παρόν φοβούμαστε για τον λόγο αυτό να ανακοινώσουμε, αλλά σε κατάλληλο χρόνο θα φροντίσουμε να σάς γνωστοποιήσουμε» (in loco quem licet ad presens subticeamus ex causa, competenti tamen tempore vobis curabimus intimare). Jean Guiraud, Les Registres de Grégoire X (1272-1276), Παρίσι, 1898-1960, αριθ. 160-61, σελ. 53-56 και Abbe J. B. Martin Conciles et bullaire du diocese de Lyon, Lyon, 1905, αριθ. 1542-46, σελ. 378-79. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1272, αριθ. 24, τομ. XXII (1870), σελ. 281-83.

Ο πατριάρχης και ο κλήρος τής Ιερουσαλήμ ενημερώθηκαν για τη σχεδιαζόμενη σύνοδο με επιστολή τής 1ης Απριλίου (1272). Στις 13 Απριλίου 1273 ο Γρηγόριος Ι’ ανακοίνωσε τη Λυών ως τόπο τής συνόδου, στέλνοντας επιστολές στους ηγεμόνες και ιεράρχες τής Γαλλίας, Αγγλίας, Σκωτίας, Νορβηγίας, Πολωνίας, Ισπανίας, Ουγγαρίας, Γερμανίας, στα ιταλικά κράτη, στη Ρωμανία (Ελλάδα) κλπ. Guiraud, ό. π., αριθ. 307-8, σελ. 118. J. B. Martin, ό. π., αριθ. 1567 και εξής, σελ. 384 και εξής. Bλέπε επίσης Raynaldus, Ann. eccl., ad ann 1273, αριθ. 1 και εξής, τομ. XXII, σελ. 300 και εξής.

Για την εκλογή τού Γρηγορίου και ολόκληρη την ιστορία τής Δεύτερης Συνόδου τής Λυών από την ελληνική οπτική γωνία βλέπε Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 11-22 (CSHB, Βόννη, I, 369-99):

Τέλος ο Γρηγόριος, ο οποίος βρισκόταν στη Συρία και ήταν άνθρωπος φημισμένος για την αρετή του και γεμάτος ζήλο για την αρχαία ειρήνη και ομόνοια των Εκκλησιών, διορίστηκε στο αξίωμα τού πάπα και ήδη βρισκόταν στον δρόμο από τη Συρία προς τη Ρώμη. Όμως, καθώς γνώριζε επίσης τα μηνύματα που είχε στείλει ο αυτοκράτορας στον πάπα για να εκφράσει την επιθυμία του για την ειρήνη των Εκκλησιών, τού ήρθε η ιδέα να στείλει μήνυμα στον αυτοκράτορα, πρώτα απ’ όλα για να τον ασπαστεί και ταυτόχρονα για να κάνει γνωστή την εκλογή του. Έλεγε ότι είχε ακραία επιθυμία για την ειρήνη των Εκκλησιών και ότι, αν το ήθελε και ο αυτοκράτορας, η υπόθεση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί καλύτερα από τώρα, που είχε αυτός την παπική εξουσία.

«Τέλος τοῦ κατὰ Συρίαν Γρηγορίου, ἀνδρὸς διαβεβοημένου εἰς ἀρετὴν καὶ ζηλωτοῦ τῆς ἀρχαίας τῶν ἐκκλησιῶν εἰρήνης καὶ ὁμονοίας, εἰς τὸ παπικὸν προσκληθέντος ἀξίωμα καὶ ἤδη τὴν ἐπὶ Ῥώμης ἐκ Συρίας ἀνύοντος, γίνεταί οἱ ἐνθύμιον—ἤκουστο γὰρ ἐκείνῳ καὶ τὰ τῶν τοῦ βασιλέως μηνυμάτων πρὸς πάπαν, ὡς τὴν εἰρήνην τῶν ἐκκλησιῶν αἱροῖτο—πέμψαι πρὸς τὸν βασιλέα καὶ φιλικῶς μὲν τὰ πρῶτα ἐκεῖνον ἀσπάσασθαι, ἅμα δὲ καὶ δηλῶσαι τὴν κλῆσιν, καὶ ὡς τῆς εἰρήνης ἐκτόπως τῶν ἐκκλησιῶν ὀρέγοιτο, κἂν βούλοιτο τοῦτο καὶ βασιλεύς, οὐκ ἂν ἐν ἄλλῳ γενέσθαι κάλλιον ἢ αὐτοῦ γε τὴν παπικὴν ἀξίαν κατέχοντος.

Όταν ο Γρηγόριος έστειλε αυτό το μήνυμα με μοναχούς, έγινε σαφές ότι ο μεν ηγεμόνας αναζητούσε ειρήνη από φόβο για τον Κάρολο, τόσο πολύ, που αν δεν υπήρχε αυτός ο φόβος, δεν θα τη σκεφτόταν ποτέ, ενώ ο Γρηγόριος και οι δικοί του αναζητούσαν αυτό ακριβώς το αγαθό τής ειρήνης και τής ένωσης των Εκκλησιών. Γιατί δεν ήταν σωστό και καθόλου λογικό να εναντιώνονται μεταξύ τους τέτοια έθνη για τόσο μικρά πράγματα. Αλλά είτε ο κατήγορος, εγκαταλείποντας τις κατηγορίες του, θα επέτρεπε στους αδελφούς να ζουν ειρηνικά, είτε, διατηρώντας ο καθένας τα αξιώματα ή τα προνόμιά του, θα δινόταν τέλος σε αυτές τις διαφορές και σε αυτό το αμείλικτο αμοιβαίο μίσος. Γιατί αρκούσαν και τα δύο για να είναι η απώλεια το τέλος των εχθρών τού σταυρού, ενώ όσοι φέρουν το όνομα τού Χριστού, έπρεπε να αρκεστούν στον πόλεμο εναντίον τους, όπου η νίκη είναι αξιέπαινη και η ήττα σώζει εκείνους που έδειξαν στην πράξη την προθυμία τους.

Ταῦτα τοῦ Γρηγορίου διὰ φρερίων διαμηνυσαμένου, δῆλον ἦν ὡς ὁ μὲν κρατῶν κατὰ δειλίαν τὴν πρὸς τὸν Κάρουλον τὴν εἰρήνην ἐζήτει, ὡς, αὐτῆς γε μὴ οὔσης, μηδ´ εἰς νοῦν φέρειν ἐκείνην πώποτε, οἱ δὲ περὶ τὸν Γρηγόριον δι´ αὐτὸ τοῦτο τὸ τῆς εἰρήνης καλὸν καὶ τὴν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν· μηδὲ γὰρ δίκαιον μηδ´ ὅλως εὔλογον ἔθνη τοιαῦτα ἐπὶ μικροῖς τισι διαφέρεσθαι, ἀλλ´ ἤ, ἀποδυόμενον τὰς αἰτίας, τὸν αἰτιώμενον εἰρηνεύειν παρέχειν τοῖς ἀδελφοῖς, ἢ μήν, ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφφικίοις εἴτ´ οὖν προνομίοις ὄνθ´ ἑκάτερον, μὴ οὕτως διαφόρως ἔχειν καὶ ἀκηρύκτως ἀλλήλοις διαπεχθάνεσθαι· ἀρκεῖν γὰρ ἀμφοτέροις τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, καὶ ἀγαπητὸν ἀποχρώντως, φέροντας ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πρὸς ἐκείνους μάχεσθαι, ὅπου καὶ τὸ νικᾶν ἐπαινετὸν καὶ τὸ ἀποτυγχάνειν σωτήριον ἔργῳ τὴν προθυμίαν δείξασιν.

Τέτοιες λοιπόν ήσαν οι διαθέσεις με τις οποίες ο αυτοκράτορας και ο Γρηγόριος βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Ενώ ο δεύτερος συνέχιζε την πορεία του για να λάβει τη χειροτονία, ο αυτοκράτορας εργαζόταν για να επισπεύσει τη σύνοδο και, με την κολακεία του, να πείσει τον πατριάρχη να υποχωρήσει και να πραγματοποιηθεί το έργο. Ο πάπας ήταν πράγματι άνθρωπος τής ειρήνης, με τις καλύτερες προθέσεις. Λίγο μετά, όταν εγκαταστάθηκε ο Γρηγόριος, έφτασαν από εκεί πρέσβεις στο Βυζάντιο. Αυτοί οι πρέσβεις ήσαν μοναχοί, ένας από τούς οποίους ονομαζόταν Ιωάννης Παράστρων, πολίτης τής πόλης στην καταγωγή και μορφωμένος στην ελληνική γλώσσα. Ήταν τόσο ένθερμος για την ένωση των εκκλησιών που, όπως υποστήριζε στις δηλώσεις του, συχνά εξέφραζε την επιθυμία να πεθάνει αμέσως, υπό τον όρο μόνο να συναφθεί ειρήνη. Πράγμα που συνέβη αργότερα. Αυτά έλεγε, και ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ θερμός ζηλωτής τής ειρήνης, ώστε να πηγαίνει συχνά στον πατριάρχη και στη σύνοδο για να τούς παρακαλέσει και να την επισπεύσει. Σεβόταν τις τελετουργίες μας σε τέτοιο βαθμό, που μερικές φορές, όταν ο πατριάρχης λειτουργούσε, όχι μόνο αφαιρούσε το κάλυμμα τού κεφαλιού του, αλλά έπαιρνε μαζί του και τούς συντρόφους του, έμπαινε στο ιερό και, όρθιος κοντά στον επίσκοπο, έλεγε μαζί του τις προσευχές με κάθε ζέση. Με αυτή λοιπόν την ευγένεια και αυτή την ευσέβεια συμπεριφερόταν στους δικούς μας. Απευθυνόμενος στους Ιταλούς από την άλλη, έλεγε ότι θα ήταν καλό και ασφαλές να εγκαταλείψουν την προσθήκη, την αιτία τού σκανδάλου για τούς αδελφούς, και έτσι να συνάψουν ειρήνη. Αν όχι, ήταν σωστό να λάβουν και οι Έλληνες τις εξηγήσεις των Λατίνων επί τής προσθήκης. Έτσι, όταν οι μεν [Λατίνοι] λένε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, και εσείς από τον Πατέρα δια τού Υιού, παραφρονούν και οι δύο, θέλοντας να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια τού Θεού. Εκείνος έλεγε αυτά τα λόγια, συγκαλύπτοντας τη τολμηρή κίνηση που γινόταν για το σύμβολο, επειδή ήταν πρέσβης και ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να κάνει την πρεσβεία του επιτυχημένη.

Οὕτω μὲν οὖν πρὸς ἀλλήλους ἔχοντες βασιλεὺς καὶ Γρηγόριος, ὁ μὲν ἤιεν εἰς τὸ πρόσω, τὴν χειροτονίαν δεξόμενος, βασιλεὺς δὲ πολὺς ἦν ἐντεῦθεν τῇ συνόδῳ ἐπέχων καὶ τὸν πατριάρχην θωπευτικῶς ὑπερχόμενος ὑποκλίνειν καὶ ἀνύειν τὸ σπουδαζόμενον· εἶναι γὰρ καὶ ἄνδρα τῆς εἰρήνης τὸν πάπαν καὶ ἐπιθυμίας τῆς κρείττονος. Μετ´ οὐ πολὺ δέ, καταστάντος τοῦ Γρηγορίου, πρέσβεις ἐκεῖθεν καταλαμβάνουσι τὸ Βυζάντιον, καὶ οἱ πρέσβεις φρέριοι, ὧν εἷς ἦν Ἰωάννης Παράστρων ὠνομασμένος, πολίτης ἀρχῆθεν καὶ ξυνετὸς τὰ ἐς γλῶσσαν Ἕλληνα, ᾧ δὴ καὶ ζῆλος ἦν ὑπὲρ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν ἑνώσεως, ὡς ἐκεῖνος λέγων παρίστα, ὥστε καὶ πολλάκις κατεύχεσθαι ἑαυτοῦ αὐτίκα θάνατον, ἢν μόνον προβαίη τὰ τῆς εἰρήνης· ὃ δὴ καὶ γίνεται ὕστερον. Ταῦτ´ ἔλεγε καὶ ταῖς ἀληθείαις σπουδαστὴς ἦν τῆς εἰρήνης θερμότατος, ὥστε πολλάκις καὶ παραβάλλων πατριάρχῃ τε καὶ τῇ συνόδῳ κατελιπάρει καὶ ταύτην ἐπέσπευδε, τὰ μὲν καθ´ ἡμᾶς ἐκθειάζων, ὥστ´ ἐνίοτε καὶ ὅτε ὁ πατριάρχης λειτουργοίη, αὐτὸν ἀποτιθέμενον τὴν καλύπτραν, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τοὺς μετ´ αὐτοῦ συλλαμβάνοντα, εἰσέρχεσθαι τὰ ἄδυτα καί, παρὰ τὸν τυχόντα ἀρχιερέα ἱστάμενον, τὰς μυστικὰς συναναγινώσκειν εὐχὰς μετὰ πάσης ἐνθουσιότητος. Τοῖς μὲν οὖν ἡμετέροις οὕτω κοσμίως καὶ εὐλαβῶς προσεφέρετο, πρὸς δ´ Ἰταλοὺς ἀφορῶν, καλὸν εἶναι καὶ ἀσφαλὲς ἔλεγεν, ἀφεμένους τῆς προσθήκης, εἰς σκάνδαλον προκειμένης τοῖς ἀδελφοῖς, οὕτως εἰρηνεύειν· εἰ δ´ οὖν, καὶ αὐτοὺς ἀπολογουμένους ἐπὶ τῇ προσθήκῃ δίκαιον δέχεσθαι, ὥστε καὶ τοὺς μὲν λέγοντας ἐκ Πατρὸς Υἱοῦ τε, ὑμᾶς δὲ ἐκ Πατρὸς δι´ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, παραπληκτίζειν καὶ ἄμφω, εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντας. Ἐκεῖνος μὲν οὖν ταῦτ´ ἔλεγε, συσκιάζων τὸ ἐπὶ τῷ συμβόλῳ τόλμημα, πρέσβις ὢν καὶ προὔργου μᾶλλον παντὸς τὸ πρεσβευόμενον θέλων ἀνύτειν.

Όσο για τούς αξιωματούχους τής εκκλησίας, αυτοί έλεγαν ότι η ειρήνη ήταν κάτι καλό —και πώς θα μπορούσε να μην είναι;—, κυρίως για τέτοιες μεγάλες Εκκλησίες, που χρησιμεύουν ως κεφαλή των παντού μαθητών τού ειρηνάρχη Χριστού. Χρειαζόταν όμως σταθερή ειρήνη και όχι αυτοσχέδια. Γιατί σοβαρός κίνδυνος απειλεί εκείνους που στερούνται με οποιονδήποτε τρόπο την ορθότητα. «Και αυτή η κατάσταση δεν τυχαίνει να έχει δημιουργηθεί από εμάς και μάλιστα πρόσφατα, ώστε να κατηγορούμαστε ότι εισάγουμε καινοτομίες όπως κανένας πριν και ότι δεν θέλουμε να επιστρέψουμε στην κατάσταση που βρισκόμασταν πριν. Αλλά άνθρωποι μεγάλοι σε αρετή και σοφοί σε γνώσεις, που μίλησαν για το θέμα, έδειξαν τη διαφωνία τους και αντιτάχθηκαν στη γνώμη εκείνων. Ούτε εκείνοι ήθελαν να παραταθεί κι άλλο αυτή η διαμάχη, ενώ από εκείνους που επέμεναν, η επιμονή ήταν εξάλλου αποτέλεσμα άγνοιας και νεωτερισμού. Άλλωστε το γεγονός ότι σάς αντιτασσόμαστε στην προσθήκη θα λαμβανόταν υπόψη και δικαίως θα δεχόμασταν μομφές, αν σάς κατηγορούσαμε για ετεροδοξία ή, χειρότερα, για ασέβεια λόγω τής προσθήκης, όπως ομοίως και εμείς θα κατηγορούμασταν για ασέβεια λόγω τής προσθήκης. Αλλά επειδή απορρίπτουμε την προσθήκη στο σύμβολο, επειδή δεν είναι με κανένα τρόπο καλό ούτε ασφαλές να αγγίζουμε αυτό που έχει εδραιωθεί, ακόμη κι αν μιλούσαμε εντός των ορίων τής ορθότητας, γιατί θα ήταν δίκαιο να μάς κατηγορήσουν για το ίδιο; Ποιος από εμάς τόλμησε ποτέ να απαγγείλει το Σύμβολο τής Πίστεως, όπως εσείς, με προσθήκη; Θα ήταν λοιπόν καλό και χρήσιμο αν εσείς, που επιδιώκετε την ένωση των Εκκλησιών, να προσπαθήσετε να την πετύχετε με τον εξής τρόπο: φροντίζοντας ώστε οι Ιταλοί, με τη σοφή σας παρέμβαση, να άρουν το σκάνδαλο και, αν είμαστε εμείς οι υπεύθυνοι. για το σκάνδαλο, να μάς επιπλήξετε δικαίως, κι εμείς θα είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την επίπληξη. Επειδή όμως το σκάνδαλο ανάμεσά τους φύτρωσε, είναι απαραίτητο εσείς, πνευματικός άνθρωπος και πρέσβης τής ειρήνης, να προσπαθήσετε να αφαιρέσετε από αυτούς το σφάλμα που έγινε από την αλλοίωση τού συμβόλου.

Οἱ δὲ τῆς ἐκκλησίας καλὸν μὲν ἔλεγον τὴν εἰρήνην εἶναι—καὶ πῶς γὰρ οὔ; —, καὶ μᾶλλον ἐκκλησίαις τοιαύταις, κεφαλῆς λόγον ἐχούσαις τοῖς ὁπουδήποτε τοῦ εἰρηνάρχου Χριστοῦ μαθηταῖς, πλὴν μετ´ ἀσφαλείας καὶ οὐχ ὡς ἔτυχεν· εἶναι γὰρ τὸν κίνδυνον μέγαν τοῖς τοῦ ὀρθοῦ ὁπωσοῦν ἁμαρτάνουσι. «Καὶ τοῦτο οὐχ ἡμῖν ἄρτι ξυνέβη πεπρᾶχθαι, ὡς καὶ αἰτίαν ἔχειν τοῦ τε καινοτομεῖν ἃ οὐδεὶς πρότερον καὶ τοῦ μὴ θέλειν μεταβάλλειν πάλιν εἰς ὃ καὶ πρὶν ἦμεν· ἀλλ´ ἄνδρες μεγάλοι τὴν ἀρετὴν καὶ σοφοὶ τὴν γνῶσιν, περὶ τούτων λαλήσαντες, διηνέχθησαν καὶ δόξαν ἐκείνοις διέστησαν. Τὸ δὲ καὶ εἰς πλέον τὴν ἔριν ἐκτείνεσθαι οὔτ´ ἐκείνοις ἦν θελητόν, καὶ τοῖς πλεονάζουσιν ἀμαθὲς ἄλλως καὶ τολμηρὸν ὁ πλεονασμός. Πλὴν τὸ καὶ ἡμᾶς τὴν προσθήκην προφέρειν ὑμῖν τότ´ ἂν χώραν εἶχε καὶ δικαίως ὀνειδιζοίμεθα, εἰ δυσσεβείας ὑμᾶς ἢ ἀσεβείας, τὸ χείριστον, διὰ τὴν πρόσθεσιν ἐγραφόμεθα, ὡς ὁμοίως καὶ ἡμῶν ἀσεβούντων διὰ τὴν προσθήκην τὰ ὅμοια. Ἐπεὶ δὲ τὴν ἐπὶ τῷ συμβόλῳ προσθήκην ἀποτρεπόμεθα, ὡς μὴ καλὸν ἄλλως ὂν μηδ´ ἀσφαλὲς τὸ σύνολον κατησφαλισμένοις ἐπεγχειρεῖν, κἂν ἐντὸς λέγοιεν τοῦ ὀρθοῦ, ποῦ δίκαιον ἡμῖν προτείνειν τὰ ὅμοια; Τίς γὰρ ἡμῶν ἐτόλμησε πώποτε οὕτως ὡς λέγεις μετὰ προσθήκης ὁμολογεῖν; Καλὸν οὖν καὶ συμφέρον τὴν εἰρήνην σε σπεύδοντα τῶν ἐκκλησιῶν οὕτω πειρᾶσθαι συνιστᾶν ταύτην, σοφῶς οἰκονομοῦντα παρ´ Ἰταλοῖς τὴν τοῦ σκανδάλου ἀφαίρεσιν, κἂν ἡμεῖς ὦμεν οἱ αἰτιώμενοι τοῦ σκανδάλου, δικαίως ἡμῖν ἐπιπλήττοντα, ὡς ἑτοίμοις οὖσι δέχεσθαι τὴν ἐπίπληξιν. Εἰ δὲ παρ´ ἐκείνοις τὸ σκάνδαλον ἔβλαστεν, ἀνάγκη, πνευματικὸν ὄντα καὶ πρεσβευτὴν τῆς εἰρήνης, ἐκείνοις ὠθεῖν πειρᾶσθαι τὸ ἐπὶ τῇ καινοτομίᾳ τοῦ συμβόλου ἁμάρτημα.»

Έτσι εκφράζονταν οι αξιωματούχοι τής εκκλησίας και οι διαθέσεις τους ήσαν τέτοιες, που σε καμία περίπτωση δεν θα άκουγαν τον αυτοκράτορα, αν αυτός έδινε εντολές για το θέμα, αν έκανε χρήση των χειρότερων απειλών. Αλλά ο αυτοκράτορας, από τη στιγμή που είχε θέσει τέτοιον στόχο, οικειοθελώς ή υπό πίεση, δεν ξέρω, και που τον έκρυβε από αυτούς τούς ανθρώπους ενώ σε εμάς τον αποκάλυπτε, αναφέροντας κινδύνους, πολέμους, αίμα που επρόκειτο να χυθεί, παρέμενε ανένδοτος, ό,τι κι αν έλεγε κανείς.

Οὕτως ἔλεγον οἱ τῆς ἐκκλησίας καὶ οὕτως εἶχον ὡς οὐδὲν ἀκουσόμενοι βασιλέως, εἰ προστάσσοι ἐν τούτοις καί γε τὰ μέγιστα ἀπειλοῖ. Ἀλλ´ ὁ βασιλεύς, ἅπαξ τοῦ τοιοῦδε σκοποῦ γενόμενος, οὐκ οἶδα ἢ θέλων ἢ καὶ προσβιαζόμενος, ὃ δὴ κἀκείνοις μὲν ὑπεκρύπτετο, ἡμῖν δ´ ἐνεφάνιζε, φόβους παραπλέκων καὶ πολέμους καὶ χεθησόμενα αἵματα, ἀμεταθέτως εἶχε, κἂν ὅ τί τις ἔλεγε.

Μια μέρα, λοιπόν, όταν ο πατριάρχης, οι επίσκοποι και μερικά μέλη τού κλήρου συγκεντρώθηκαν γύρω από τον αυτοκράτορα, ο ηγεμόνας τούς μίλησε πιο αποφασιστικά για το εν λόγω ζήτημα. Αφενός απαρίθμησε τούς κινδύνους ως συνήθως, αφετέρου όμως παρουσίασε ένα μέλλον που δεν ήταν καθόλου επικίνδυνο. Γιατί είχε και τούς υποβολείς του, εννοώ τον αρχιδιάκονο Μελιτηνιώτη και τη συνοδεία του, τον πρωτοαποστολάριο Γεώργιο τον Κύπριο και τη συνοδεία του και, τρίτον, αν και δεν ενεργούσε όπως εκείνοι, αλλά από σεβασμό και επιφανειακά, τον ρήτορα τής εκκλησίας Ολόβωλο. Λαμβάνοντας επίσης χάρη σε αυτούς την υποστήριξη ιστορικών βιβλίων, πρόβαλλε αφενός τον αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα, τούς επισκόπους που τον περιέβαλλαν και τον πατριάρχη τους Μανουήλ.

Μιᾶς γοῦν συνιόντων περὶ τὸν βασιλέα τοῦ τε πατριάρχου καὶ τῶν ἀρχιερέων καί τινων ἐκ τοῦ κλήρου, ἐμβριθέστερον σφίσι περὶ τῶν προκειμένων ὁ κρατῶν διελέγετο, συνείρων μὲν καὶ τοὺς φόβους συνήθως, οὐ μὴν δὲ ἀλλ´ οὐδὲ πάμπαν ἐπισφαλὲς ἐδείκνυ τὸ γενησόμενον. Εἶχε γὰρ καὶ τοὺς ὑποβάλλοντας, τοὺς ἀμφὶ τὸν ἀρχιδιάκονον λέγω Μελιτηνιώτην, τοὺς ἀμφὶ τὸν πρωτοαποστολάριον Γεώργιον τὸν Κύπριον καὶ τρίτον, εἰ καὶ μὴ οὕτως ὡς τούτους, ἀλλ´ οὖν ἀφωσιωμένως καὶ ἐπιπολαίως, τὸν ῥήτορα τῆς ἐκκλησίας Ὁλόβωλον. Καί γε λαμβάνων καὶ ἀπ´ ἐκείνων τὰς ἐκ τῶν ἱστοριῶν συνάρσεις, προὐβάλλετο μὲν τὸν Δούκαν Ἰωάννην καὶ βασιλέα καὶ τοὺς ἀμφ´ ἐκεῖνον ἀρχιερεῖς καὶ τὸν πατριάρχην σφῶν Μανουήλ,

Επέτρεπαν στους επισκόπους που είχαν πάει εκεί να λειτουργούν και να μνημονεύουν, με μόνον όρο ότι ο πάπας θα αρνιόταν να βοηθήσει εκείνους που είχαν καταλάβει την πόλη. Άλλοτε προσκομιζόταν ως εγγύηση το βιβλίο των πρακτικών τής εκκλησίας και άλλοτε συγκρίνονταν από τον αυτοκράτορα τα πράγματα τότε και τώρα. Από την άλλη πλευρά, πρόβαλλε τα γραπτά που στρέφονταν κατά των Ιταλών και προέρχονταν από άτομα που παρουσιάζονταν ως μελετητές. Χωρίς να κατηγορούν σε καμία περίπτωση τούς Ιταλούς για ασέβεια, απαιτούσαν, αφαιρώντας την προσθήκη στο σύμβολο, διατηρώντας την καταγεγραμμένη στα άλλα γραπτά, να την εντάσσουν νοερά στην εκφορά την ώρα τής ανάγνωσης. Υποστήριζε επίσης ότι, όσον αφορά τα μεγαλύτερα μυστήρια, οι Έλληνες δεν απέχουν καθόλου από την κοινωνία με τούς Ιταλούς, αλλά για να περάσουν στη δική μας, ήταν σαν να έπαιρναν μια γλώσσα σε αντάλλαγμα. Μια γλώσσα, τα ελληνικά σε αντάλλαγμα για τη δική τους. Τι είδους κοινωνία έφερνε στην εκκλησία η αναφορά τού ονόματος, αφού είναι αναγκαστικά η κοινωνία των πιστών που μοιράζονται στη συνέλευσή τους οι άλλοι Λατίνοι, που δεν είναι ο πάπας, όταν ο ιερέας ιερουργεί και δίνει σε όλους εξίσου την χάρη τής Τριάδας; Το να αποκαλούμε τον πάπα αδελφό και πρώτο είναι μικρότερη αιτία, αφού ο πλούσιος μέσα στις φλόγες αποκαλούσε τον Αβραάμ πατέρα, ενώ διέφερε στον τρόπο ύπαρξής του, όσο το χάσμα που τούς χώριζε μαρτυρούσε την αποξένωσή τους. Αν παραχωρούσαμε και το δικαίωμα έφεσης, θα ήταν δύσκολο για κάποιον να διασχίσει τόσο μεγάλο κομμάτι τής θάλασσας για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.

ὅπως ἐνεδίδουν ἀπελθόντας ἀρχιερεῖς λειτουργεῖν τε καὶ μνημονεύειν, εἰ μόνον ὁ πάπας τῆς πρὸς τοὺς ἐν τῇ πόλει βοηθείας ἀπόσχοιτο. Καὶ ἅμα μὲν τὸ κωδίκιον τῆς ἐκκλησίας εἰς πίστιν προεκομίζετο, ἅμα δὲ καὶ τῷ βασιλεῖ τὰ τότε καὶ νῦν πράγματα συνεκρίνοντο. Προὐβάλλετο δὲ καὶ τὰς κατ´ ἐκείνων ὡς δῆθεν σοφῶν γραφάς, πῶς, μὴ κατηγοροῦντες ὅλως ἀσεβείας τοὺς Ἰταλούς, ἠξίουν, παραιροῦντας τὴν προσθήκην τοῦ συμβόλου, ἐν ταῖς λοιπαῖς γραφαῖς ἀνάγραπτον ἔχοντας, συνδιιέναι τοῖς πεφρασμένοις ἀναγινώσκοντας. Προὔτεινε δὲ καὶ ἐφ´ ὅσοις τῶν μεγίστων μυστηρίων οὐ διαστέλλονται Γραικοὶ κοινωνεῖν Ἰταλοῖς οὐδ´ ὁπωστιοῦν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκείνων πρὸς τοὺς ἡμετέρους μετάβασιν ὁμοίαν εἶναι εἰ γλῶσσαν γλώσσης ἤμειβον, Ἑλληνικὴν τῆς σφετέρας· τίνα δ´ ἔχει τὴν κοινωνίαν ἡ ἐπ´ ἐκκλησίας ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος, ὅπου γε καί, μὴ πάπας ὄντας τοὺς ἄλλους, ἀνάγκη μετέχειν τῆς κοινωνίας τοῖς ἐκκλησιάζουσι συνισταμένους, λειτουργοῦντος τοῦ ἱερέως καὶ τὴν τῆς Τριάδος χάριν πᾶσι διδόντος κοινῶς; Ἀδελφὸν δὲ καλεῖν καὶ πρῶτον ἐκεῖνον μείων αἰτία, ὅπου καὶ πατέρα τὸν Ἀβραὰμ ἐκάλει ὁ ἐν τῇ φλογὶ πλούσιος, τόσον ἀπέχων τοὺς τρόπους ὅσον καὶ τὸ μέσον ἐκείνων χάσμα τῆς ἐκείνων διαστάσεως ἦν μαρτύριον· εἰ δὲ διδοῖμεν καὶ ἔκκλητον, σχολῇ τινα, τόσην τέμνοντα θάλασσαν, τῶν δικαίων ἀμφισβητεῖν.

Ενώ ο αυτοκράτορας έκανε αυτές τις παρατηρήσεις και άλλες παρόμοιες, ο πατριάρχης, που ήταν παρών εκεί και υπολόγιζε στον χαρτοφύλακα, για να βρει αμέσως επιχειρήματα που θα τού επέτρεπαν να ξεφύγει από τη βία που ασκούσε ο αυτοκράτορας, έστω και ακούσια, απείλησε να αφορίσει τον απείθαρχο, ώστε να αναγκαστεί να εκφράσει τη δική του κρίση για τούς Ιταλούς. Συγκρατούμενος και από τις δύο πλευρές, αφενός από τον φόβο τού αυτοκράτορα, αφετέρου για προφύλαξη από τον αφορισμό, βρέθηκε εγκαταλειμμένος ανάμεσα στα δύο και ομολογούσε την αγωνία του που κρεμόταν ανάμεσα στα δύο, τον φόβο και την προφύλαξη. Και καθώς τα ζητήματα τού πνεύματος πρέπει να προτιμώνται από εκείνα τού σώματος, τότε, χρησιμοποιώντας μια διάκριση, έλεγε: «Για ένα δεδομένο πράγμα, άλλοι έχουν και τα χαρακτηριστικά και την ονομασία. Άλλοι δεν έχουν ούτε τα χαρακτηριστικά ούτε την ονομασία. Άλλοι έχουν την ονομασία αλλά όχι τα χαρακτηριστικά. Άλλοι, αντίθετα, έχουν τα χαρακτηριστικά αλλά όχι την ονομασία. Στους τελευταίους πρέπει να τοποθετηθούν οι Ιταλοί: δεν έχουν την ονομασία, αλλά έχουν την ιδιότητα τού ένοχου τής αίρεσης». Η δήλωση αυτή ενίσχυε το θάρρος τού πατριάρχη, ενώ στον αυτοκράτορα φαινόταν μοιραία και βαριά. Μη μπορώντας να αντέξει αυτή τη γλώσσα, σταμάτησε τη συνέλευση, η οποία διαλύθηκε αμέσως. Στην πραγματικότητα το παιχνίδι είχε από τότε ξεφύγει από τον αυτοκράτορα και δεν εύρισκε τίποτα να πει, γιατί ο υπό περιορισμό χαρτοφύλακας φαινόταν να λέει την αλήθεια. Όμως ο αρχιδιάκονος και ο πρωτοαποστολάριος με τη συνοδεία τους όρμησαν μπροστά, σαν σφήκες στον δρόμο, και επιτέθηκαν σθεναρά στον Βέκκο, γιατί κακώς έκρινε, ενώ ήταν ο ίδιος μορφωμένος και θεωρούνταν ότι ήταν ανώτερος από πολλούς σε ευφυΐα.

Ταῦτα καὶ τοιαῦτα τοῦ βασιλέως λέγοντος, ὁ πατριάρχης, παρὼν ἐκεῖσε καὶ τὰ πιστὰ φέρων τῷ χαρτοφύλακι ὡς αὐτίκα ἐλέγξοντι ἐκ τῆς ἀπ´ ἐκείνου βίας καὶ ἀκουσίως, ἀφορισμὸν ἐπιτίθησιν ἱσταμένῳ, ἐφ´ ᾧ κατ´ ἀνάγκην εἴποι τὰ εἰς κρίσιν ἰδίαν περὶ τῶν Ἰταλῶν. Ὁ δ´ ἐνσχεθεὶς ἀμφοτέρωθεν, ἔνθεν μὲν τῷ τοῦ βασιλέως φόβῳ, ἐκεῖθεν δὲ τῇ τοῦ ἀφορισμοῦ εὐλαβείᾳ, μέσος ἐναπολέλειπτο καί γε ὡμολόγει τὸ πάθος, ὡς δυοῖν κρήμναται ἀμφοτέρων, φόβου καὶ εὐλαβείας. Καὶ ὅτι τὰ τοῦ πνεύματος προτιμητέα ἢ τὰ τοῦ σώματος, τότε διαιρῶν ἔλεγεν ὡς· «Οἱ μὲν ἐπί τινι καὶ εἰσὶ καὶ λέγονται, οἱ δὲ οὔτ´ εἰσὶν οὔτε λέγονται, οἱ δὲ λέγονται μέν, οὐκ εἰσὶ δέ, οἱ δ´ ἀνάπαλιν εἰσὶ μὲν, οὐ λέγονται δέ· ἐν τούτοις τακτέον καὶ Ἰταλούς, μὴ λεγομένους μέν, ἀλλ´ ὄντας ἐνόχους αἱρέσει.» Τοῦτο τὸν μὲν πατριάρχην ἐθάρρυνε πλέον, βασιλεῖ δὲ δεινὸν ἔδοξε καὶ βαρύ. Λῦσε δὲ λαιψηρὴν ἀγορὴν αὐτίκα, μὴ οἷός θ´ ὑπενεγκεῖν τοὺς λόγους· ἀνασεσόβηται γὰρ ἐντεῦθεν ἡ θήρα τῷ βασιλεῖ, καὶ οὐκ εἶχεν ὅ τι καὶ λέξοι, ὡς ὑπ´ ἀνάγκης ἀληθεύειν δοκοῦντος. Ἀλλ´ οἱ ἀμφὶ τὸν ἀρχιδιάκονόν τε καὶ τὸν πρωτοαποστολάριον, δίκην σφηκῶν ὁρμήσαντες ἐνοδίων, ἐπεῖχον στερρῶς τῷ Βέκκῳ, ὡς κακῶς κρίνοντι, λογίῳ καὶ ταῦτά γε ὄντι καὶ ὑπὲρ τοὺς πολλοὺς δοκοῦντι φρονεῖν.

Πέρασε εκείνη η μέρα και ο χαρτοφύλακας βρέθηκε εκτεθειμένος στην εχθρότητα τού αυτοκράτορα, ο οποίος έψαχνε να βρει λόγους να τού κάνει κακό. Μέσα σε περίσσεια οργής, δίκασε καλυπτόμενος πίσω από τον Ιωάννη Χούμνο ως δόλιο πρέσβη, που ήταν ο κατήγορος. Ο Χούμνος εισήγαγε την κατηγορία ενώπιον τής συνόδου και ο κατηγορούμενος αμφισβήτησε την υπόθεση και απέρριψε την κατηγορία όπως προβλεπόταν, δηλώνοντας ότι αυτή η κατηγορία προερχόταν μόνο από τον αυτοκράτορα και ότι ο ίδιος δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να αντιδικεί με άρχοντα. Έκανε αυτή τη δήλωση ενώπιον τής συνόδου, όρθιος στο ίδιο σημείο όπου καθόταν πριν, ενώ ο Χούμνος στεκόταν στη μέση και διατύπωνε την κατηγορία, ενώ οι συγκλητικοί άρχοντες, ο μεγάλος λογοθέτης Ακροπολίτης, ο λογοθέτης των οικιακών Ιατρόπουλος και άλλοι, έχοντας σταλεί ως εκπρόσωποι τού αυτοκράτορα, ήθελαν να συνεδριάσει η σύνοδος και να δικάσει. Τότε λοιπόν οι επίσκοποι αρνήθηκαν να δικάσουν, ισχυριζόμενοι ότι δεν μπορούσαν να δικάσουν κληρικό τού πατριάρχη, αν δεν τούς το επέτρεπε εκείνος προσωπικά. Όσο για τον πατριάρχη, δεν το επέτρεψε καθόλου, αλλά αφού είχε βρει σύμμαχο, αποφάσισε να τον υπερασπιστεί. Ακολούθησε απραξία τής συνόδου και των αρχόντων, σε σημείο που ο μεγάλος λογοθέτης, θυμωμένος τότε με τη σύνοδο, να δηλώσει: «Ο χαρτοφύλακας τραβάει τη σύνοδο από τη μύτη και δεν ξέρω τι να κάνω».

Ἡμέρα παρῆλθεν ἐκείνη, καὶ ὁ χαρτοφύλαξ τῷ βασιλεῖ ἀπηχθάνετο, αἰτίας ἐργολαβοῦντι τοῦ βλάψαι. Καὶ δι´ ὑπερβολὴν ὀργῆς, τὸν Χοῦμνον προστησάμενος Ἰωάννην, ὡς παραπρεσβευτήν, ἐκείνου διώκοντος, ἔκρινεν. Εἰσάγει τε τὴν κατηγορίαν ὁ Χοῦμνος ἐπὶ συνόδου, καὶ ὁ κατηγορούμενος τὴν ὑπόθεσιν παρεγράφετο καὶ τὴν κατηγορίαν ὡς ὑπερήμερον παρεκρούετο, κατηγορίαν λέγων εἶναι ταύτην καὶ μόνου τοῦ βασιλέως, αὐτὸν δ´ οὐχ οἷόν τ´ εἶναι μετὰ δεσπότου κρίνεσθαι. Ταῦτ´ ἔλεγεν ἐπὶ συνόδου, σταθεὶς ἐπ´ αὐτοῦ τοῦ τόπου οὗ τὸ πρότερον ἐκαθέζετο, τοῦ Χούμνου μέσον ἱσταμένου καὶ κατηγοροῦντος, τῶν δὲ συγκλητικῶν ἀρχόντων, τοῦ μεγάλου λογοθέτου τοῦ Ἀκροπολίτου, τοῦ λογοθέτου τῶν οἰκειακῶν τοῦ Ἰατροπούλου καὶ ἄλλων συνεδριαζόντων τῇ συνόδῳ καὶ θελόντων κρίνειν, ὡς ἐκ προσώπου τοῦ βασιλέως πεμφθέντων. Τότε τοίνυν οἱ μὲν ἀρχιερεῖς παρῃτοῦντο τὴν κρίσιν, μὴ ἔχειν κρίνειν λέγοντες κληρικὸν πατριάρχου, εἰ μὴ αὐτὸς ἐπιτρέψειεν· ὁ δὲ πατριάρχης οὐδ´ ὅλως ἐδίδου, ἀλλ´ ἅπαξ εὑρὼν συνεργόν, ὑπερμαχεῖν ἤθελεν. Ἀπραξία δ´ ἐντεῦθεν κατηκολούθει καὶ συνόδῳ καὶ ἄρχουσιν, ὡς εἰπεῖν τὸν μέγαν λογοθέτην, τότε καταφερόμενον τῆς συνόδου, ὡς· «Ἀπὸ ῥινὸς ἕλκει ὁ χαρτοφύλαξ τὴν σύνοδον, καὶ τί ποιητέον οὐκ οἶδα.»

Έχοντας έτσι αποκρουστεί, επέστρεψαν στον αυτοκράτορα και τού είπαν τι είχε συμβεί. Αλλά ο χαρτοφύλακας κατέστειλε τα συναισθήματά του, για να μη φαίνεται ότι προσβάλλει τον αυτοκράτορα. Πήγε και τον παρακάλεσε να μην τού κρατήσει κακία, ενός αθώου. Γιατί ήταν έτοιμος να παρατήσει το αξίωμά του και να χάσει όλα του τα εισοδήματα, αλλά να παραμείνει σε κοινωνία με την Εκκλησία και, ό,τι κι αν έκανε, δεν απαρνιόταν τη χάρη τού αυτοκράτορα, και αυτό για να μην φαίνεται ότι διχάζει την Εκκλησία. Διαφορετικά, αν τον έστελνε εξορία, αν αυτό ήταν το θέλημα τού κυρίαρχου, ήταν έτοιμος και γι’ αυτό.

Οὕτως ἀποκρουσθέντες, ὑπέστρεφόν τε πρὸς βασιλέα καὶ ἃ συμβεβήκει ἀπήγγελλον. Περὶ μέντοι τοῦ καθ´ αὑτὸν ὁ χαρτοφύλαξ ὑποστελλόμενος, ὡς μὴ δοκοίη προσκρούειν τῷ βασιλεῖ, ἀπελθὼν ἠντιβόλει μή οἱ ἀκαταιτιάτῳ μηνίειν· αὐτὸς γὰρ ἕτοιμος εἶναι καὶ ὀφφίκιον ἀποθέσθαι καὶ πᾶσαν ἀφεῖναι τὴν πρὸς αὐτὸν πρόσοδον, κοινωνικὸς δ´ εἶναι τῇ ἐκκλησίᾳ, κἂν ὅ τι πράξοι, μὴ παραιτεῖσθαι τὴν βασιλέως χάριν, καὶ τοῦτο ὡς μὴ σχίζειν τὴν ἐκκλησίαν δοκοίη· εἰ δ´ οὖν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐξορίαν πέμπεσθαι, εἰ θελητὸν τῷ κρατοῦντι, καὶ τοῦτ´ εἶναι πρόθυμος.

Όσο για τον αυτοκράτορα, κρύβοντας το όνειδος τού θυμού του κάτω από υποτιθέμενα αισθήματα ανθρωπιάς απέναντί του, τον έστειλε σπίτι χωρίς να πει λέξη. Εκείνος ετοιμαζόταν για εξορία και, αφού κατέθεσε τα υπάρχοντά του στο σκευοφυλάκιο τής εκκλησίας, εφοδιάστηκε με άθλια ρούχα και κατέφυγε μαζί με τούς δικούς του στη μεγάλη εκκλησία. Επειδή λοιπόν ο αυτοκράτορας δεν έκρινε κατορθωτά εκείνα που σκεφτόταν εναντίον αυτού τού ανθρώπου, ο οποίος είχε καταφύγει στην εκκλησία, στέλνοντάς του αυτοκρατορικές επιστολές υπογεγραμμένες με κόκκινο, τον κάλεσε με κάθε τιμή. Αυτός υπάκουσε, βγήκε αμέσως, πήγε κατευθείαν προς εκείνον που τον κάλεσε και πριν εμφανιστεί εκείνος, συνελήφθη και παραδόθηκε στους Κέλτες σωματοφύλακες για να φυλακιστεί στον πύργο τού Ανεμά. Αυτά λοιπόν τού συνέβησαν.

Ὁ μέντοι γε βασιλεύς, τὴν τῆς ὀργῆς ἀδοξίαν τῷ δῆθεν πρὸς αὐτὸν φιλανθρώπῳ συγκρύπτων, ἀπέπεμπε πρὸς τὰ οἴκοι, μηδὲν εἰπών. Ὁ δὲ καὶ εἰς ἐξορίαν προητοιμάζετο καί, τὰ αὑτοῦ τῷ σκευοφυλακίῳ τῆς ἐκκλησίας ἀνατιθείς, ἱματίων πενιχρῶν ἑαυτῷ προὐνόει καί γε τοὺς ἰδίους φέρων καὶ ἑαυτὸν τῷ μεγάλῳ ναῷ κατεπίστευεν. Ὡς γοῦν οὐκ ἀνυστὰ ἐδόκει τὰ πρὸς ἐκεῖνον τῷ βασιλεῖ, τῷ ναῷ προσφυγόντα, πέμψας βασιλικὰς συλλαβὰς ἐνσεσημασμένας τῷ ἐρυθρῷ, μεθ´ ἁπάσης ἐκεῖνον μετεκαλεῖτο τιμῆς. Καὶ ὃς καθυπήκουε καί, ἐξελθὼν αὐτίκα, εὐθὺ ἄπεισι τοῦ καλοῦντος καὶ πρὶν ἐμφανισθῆναι κατέχεται καὶ εἰς φυλακὴν τὴν τοῦ Ἀνεμᾶ πύργου τοῖς Κελτοῖς σωματοφύλαξι δίδοται. Ὁ μὲν οὖν ἐν τούτοις ἦν.

Ο αυτοκράτορας, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες των λογίων τής συνοδείας του, από τούς οποίους πρώτοι και καλύτεροι ήσαν ο αρχιδιάκονος και ο πρωτοαποστολάριος, συνέθεσε έναν τόμο και, ξεκινώντας από διάφορες ιστορίες και αποσπάσματα, παρουσίασε ως άψογη τη θέση των Ιταλών. Στον πατριάρχη έστειλε τον Αρσένιο Ακαπνίου, που ήταν σεβάσμιος και έντιμος άνθρωπος, που όμως σε αυτή την υπόθεση κούτσαινε και από τα δύο πόδια, και ειδοποίησε: «Πάρτε αυτόν τον τόμο και συνθέστε κοινή απάντηση σε αυτό το κείμενο, αλλά από ιστορίες και αποσπάσματα των γραφών. Γιατί το να μιλάει κανείς από την κοιλιά του είναι έτσι κι αλλιώς άχρηστο και μάταιο. Εξάλλου δεν θα το δεχτώ ούτε εγώ ο ίδιος». Έτσι ο αυτοκράτορας είχε την πεποίθηση ότι κανείς δεν επρόκειτο να επιτεθεί σε εκείνα που θα γράφονταν. Γιατί κρατούσε σε ασφαλές μέρος τον χαρτοφύλακα, στον οποίο έδειχναν να ακουμπούν όλα, και νόμιζε ότι θα έβγαινε νικητής από τις συζητήσεις. Όμως ο πατριάρχης και η σύνοδος, αφού εξέτασαν τον τόμο, ειδοποίησαν και συγκέντρωσαν όσους φαινόταν ότι ήσαν μαζί τους.

Ὁ δὲ βασιλεύς, τοῖς περὶ αὐτὸν λογίοις χρησάμενος, ὧν πρῶτοι καὶ κράτιστοι ὁ ἀρχιδιάκονος καὶ ὁ πρωτοαποστολάριος ἦσαν, συντίθησι τόμον καὶ ἀπὸ διαφόρων ἱστοριῶν τε καὶ χρήσεων ἀκαταιτίατα τὰ κατὰ τοὺς Ἰταλοὺς παριστᾷ καί, πέμψας πρὸς τὸν πατριάρχην τὸν Ἀκαπνίου Ἀρσένιον, ἄνδρα γεραρὸν μὲν καὶ τίμιον, τὰ δέ γε κατ´ ἐκεῖνα τῶν πραγμάτων ἐπ´ ἀμφοτέραις χωλεύοντα ταῖς ἰγνύαις, «Δέξασθε, μηνύει, τόνδε τὸν τόμον καὶ κοινὸν πρὸς ταῦτα τὸν ἀπόλογον σχεδιάσατε, πλὴν ἐξ ἱστοριῶν καὶ γραφικῶν χρήσεων. Τὸ γὰρ ἀπὸ κοιλίας φωνεῖν ἀσθενὲς μὲν ἄλλως καὶ μάταιον, πλὴν δ´ ἀλλ´ οὐδ´ αὐτὸς δέξομαι.» Ἐκεῖνος μὲν οὕτω ταῦτα θαρρῶν, ὡς οὐκ ἀποδύσεταί τις πρὸς τὰ γραφέντα—τὸν γὰρ χαρτοφύλακα ἐν ἀφύκτοις εἶχεν, ἐν ᾧ σαλεύειν ἐδόκει τὰ πάντα—, νικήσειν ἐκ λόγων ᾤετο. Ἀλλ´ ὁ πατριάρχης σὺν τῇ συνόδῳ, περὶ τοῦ τόμου διασκεψάμενοι, πέμψαντες συνῆγον τοὺς μετ´ αὐτῶν εἶναι δοκοῦντας.

Βρέθηκαν λοιπόν εκεί όλοι όσους η Εκκλησία θεωρούσε διακεκριμένους. Εκεί ήσαν και ο Ιωάννης Τορνικόπουλος και οι δικοί του, που βρίσκονταν σε ανοιχτή ρήξη με τον πατριάρχη, αλλά, απέναντι στο κάλεσμα τής ανάγκης, δεν υπήρχε τότε θέση για μικροψυχία. Παρευρισκόταν και η αδελφή τού αυτοκράτορα Ευλογία, συνοδευόμενη από όλους τούς υποστηρικτές της στις τάξεις των μοναχών και των μορφωμένων ανθρώπων. Μοναδικός τους σκοπός ήταν να απαντήσουν στον αυτοκράτορα για τον τόμο. Μάλιστα ο τόμος διαβαζόταν και, σύμφωνα με την έμπνευση, στο εκάστοτε ζήτημα ο ένας αντιτασσόταν στο ένα, ο άλλος στο άλλο. Επειδή χρειαζόταν να σκεφτούν από κοινού τα επιχειρήματα και να συνταχθεί ενιαίος τόμος και αναζητούσαν εκείνον που θα τον συνέθετε, ανέλαβε τη δουλειά ο Ιώβ Ιασίτης, αλλά στην επιλογή των ιδεών είχε και άλλους συνεργάτες, ιδιαίτερα εμένα, τον συγγραφέα αυτών των ιστοριών. Αμέσως μετά, ο τόμος ολοκληρώθηκε. Φυσικά ξαναδιαβάστηκε από κοινού μπροστά σε όλους και τροποποιήθηκε ώστε να αποκτήσει την καλύτερη δυνατή μορφή, για να μην στενοχωρήσει τον αυτοκράτορα από κάποια βάναυση έκφραση, και τού τον στείλαμε με τον Αρσένιο. Όσο για τον αυτοκράτορα, έλαβε την απάντηση, τη μελέτησε προσεκτικά και κατάλαβε ότι ήταν πολύ κατώτερη σε επιχειρήματα και ότι αν εμφανιζόταν, θα προκαλούσε ντροπή στον ίδιο. Έτσι απέφευγε να εξετάσει αυτή την απάντηση, δήθεν από περιφρόνηση και όχι από φόβο, όταν αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος, και ανέβαλε τη δημόσια ανάγνωσή της. Ο αυτοκράτορας και οι συνεργάτες του, έχοντας έτσι αποκρουστεί στο εγχείρημά τους, αποφάσισαν από την άλλη να αναλάβουν τον Βέκκο στη φυλακή του.

Ἦσαν οὖν καὶ ὅσον τὸ τῆς ἐκκλησίας ἔκκριτον· ἦσαν δὲ καὶ οἱ περὶ τὸν Τορνικόπουλον Ἰωαννίκιον, σχιζόμενοι μὲν τοῦ πατριάρχου περιφανῶς, ὅμως δέ, τῆς χρείας καλούσης, τὰ τῆς μικροψυχίας ἐκείνης χώραν οὐκ εἶχον· παρῆν δὲ σὺν τούτοις καὶ ἡ τοῦ βασιλέως αὐταδέλφη Εὐλογία καὶ πᾶν ὅσον ἦν μετ´ αὐτῆς ἐν μοναχοῖς καὶ λογίοις ἐξεταζόμενον, οἷς σκοπὸς εἷς ἦν πρὸς τὸν τόμον ἀπολογεῖσθαι τῷ βασιλεῖ. Καὶ δὴ ἀνεγινώσκετο μὲν ὁ τόμος, ἄλλος δ´ ἄλλο τι πρὸς τὸ παρεστὸς τοῖς προκειμένοις ἀντέλεγεν. Ἐπεὶ δὲ καὶ χρεία ἦν συμφρασθῆναι τοὺς λόγους καὶ εἰς ἕνα συντεθήσεσθαι τόμον καὶ ἐζητεῖτο ὁ συνθησόμενος, ἀνεδέχετο μὲν τὸ ἔργον ὁ Ἰασίτης Ἰώβ, εἶχε δὲ καὶ ἄλλους, καὶ μᾶλλον τὸν συγγραφέα τῶν τοιούτων ἐμέ, τῶν ἐννοιῶν συλλήπτορας. Καὶ μετ´ οὐ πολὺ ὁ τόμος ἐξείργαστο· ὃν δὴ καὶ κοινῶς ἀναγνωσθέντα πάλιν τοῖς ὅλοις καὶ ὅσον ἦν πρὸς τὸ εὐσχημονέστερον μεταπλασθέντα, ὡς μὴ λυποίη σκληρῶς ἔν τισιν ἔχων τὸν ἄνακτα, μετ´ αὐτοῦ δὴ τοῦ Ἀρσενίου πέμπουσιν. Ὁ μέντοι γε βασιλεύς, δεξάμενος τὸν ἀπόλογον καὶ ἀκριβῶς διελθών, ἐπεὶ ἔγνω πολλῷ λελειμμένος τοῖς λόγοις καί, εἴπερ ἐμφανισθείη, αἴτιος αἰσχύνης ἑαυτῷ γενησόμενος, τῷ δοκεῖν ὑπὸ περιφρονήσεως καὶ οὐ κατὰ δειλίαν, ὡς ἦν ἀληθές, περιορᾶν ὑπερηφάνει καὶ ἀνεβάλλετο τὴν ἀνάγνωσιν. Οὕτως οὖν ἐκκρουσθέντες οἱ περὶ τὸν βασιλέα τῆς ἐγχειρήσεως, ἄλλως ἔγνωσαν ὑπελθεῖν τὸν Βέκκον ἐν φυλακαῖς.

Γιατί συγκέντρωσαν αποσπάσματα από ιερά βιβλία, βλέποντας ότι είχαν απέναντί τους έναν λόγιο και ότι ήταν απαραίτητο να πείσουν με λογικά επιχειρήματα, και επομένως παρουσίασαν στον κρατούμενο όλα τα γραπτά των αγίων που φαινόταν ότι ήσαν υπέρ των Ιταλών. Εκείνος τα πήρε, τα εξέτασε και έγειρε ανεπαίσθητα προς την ειρήνη. Καθώς ήταν απλός άνθρωπος, φίλος τής αλήθειας σε όλα, η απλότητα από τη μια τον έκανε να υποτάσσεται στις γραφές, νιώθοντας το ίδιο συναίσθημα με τούς άπορους οι οποίοι, αν απροσδόκητα γίνουν λιγώτερο φτωχοί, φαντάζονται ότι κατέχουν τα πάντα. Η αγάπη του για την αλήθεια, από την άλλη, τον έκανε να μην διστάζει να ομολογεί ό,τι δεν ήξερε και δεν είχε διαβάσει. Ο λόγος ήταν ότι, ασχολούμενος με τη μελέτη τής ελληνικής γραμματείας, δεν είχε μπορέσει να μελετήσει τις ιερές γραφές. Ήθελε όμως να δει τα βιβλία και να τα διαβάσει με περισσότερη προσοχή, για να ασχοληθεί με τα νοήματα των γραπτών. Έτσι είτε θα πειθόταν από αυτά και θα μπορούσε να στηρίξει την εμπιστοσύνη τού σε αυτά και να παραμείνει σταθερός, προς τα όπου κι αν έκλινε, είτε δεν θα πειθόταν από αυτά και θα έλεγε ανοιχτά τούς λόγους για τούς οποίους δεν πείστηκε. Αυτή ήταν η δήλωσή του και ο αυτοκράτορας συμφώνησε. Τον απελευθέρωσε από τη φυλακή και τού έδωσε τα βιβλία να τα διαβάσει με τον ελεύθερο χρόνο του.

Τεμμάχια γὰρ ἐκ βίβλων συλλέγοντες ἱερῶν, ἐπεὶ καὶ λογίῳ ἀντικαθίσταντο καὶ λόγοις ἦν ἀνάγκη πείθειν, λόγους γοῦν ἁγίων, ὅσοι καὶ ὑπὲρ Ἰταλῶν ἐδόκουν εἶναι, προὔτεινον ἐκείνῳ, κατὰ φυλακὴν καθημένῳ. Ὁ δέ, λαμβάνων καὶ διερχόμενος, ἠρέμα πως εἰς εἰρήνην συγκατεκλίνετο. Καί γ´ ἁπλοῦς ὢν καὶ φιλαλήθης εἰς ἅπαν, τῷ μὲν ἁπλῷ ταῖς γραφαῖς καθυπήγετο, ταὐτό γε πάσχων τοῖς ἀποροῦσιν, εἰ μετρίως ἀποροῖεν ἀπροσδοκήτως, τὸ πᾶν οἰομένοις ἔχειν· τῷ δ´ αὖ φιλαλήθει οὐκ ἠδόξει ὁμολογεῖν μὴ εἰδέναι μήτε μὴν ἐντυχεῖν· καὶ ἡ αἰτία τὸ ἐφ´ Ἑλληνικαῖς σχολάζοντι μὴ θείαις γραφαῖς ἐγγενέσθαι οἱ ἐμμελετῆσαι· θέλειν μέντοι καὶ ἰδεῖν τὰς βίβλους καὶ ἀναγνῶναι ἐπιμελέστερον, ἐφ´ ᾧ τῷ νῷ τῶν γραφῶν προσέξειν, καὶ οὕτως ἢ πεισθέντα ἀνάγειν ἔχειν ἐπ´ ἐκείναις τὸ θάρρος καὶ παγίως ἵστασθαι ἐς ὅ τι καὶ κλίνοι, ἢ μὴ πεισθέντα τὰς αἰτίας ἐμφανεῖς παριστᾶν δι´ ἃς μὴ πείθοιτο. Ταῦτ´ ἔλεγε, καὶ ὁ βασιλεὺς κατένευεν, ἐξαγαγών τε τῆς φυλακῆς, τὰς βίβλους εἰς ἀνάγνωσιν παρεῖχεν ἐπὶ σχολῆς.

Όσο για τον πατριάρχη, τον απασχολούσαν οι απαντήσεις που έπρεπε να δίνονται σε κάθε σημείο στον αυτοκράτορα, ο οποίος επέμενε πιο έντονα από τότε και δεν τον άφηνε να ξεκουραστεί. Βλέποντάς το ο μοναχός Ιώβ Ιασίτης, επειδή φοβήθηκε για τη θέληση τού πατριάρχη, μήπως χαλαρώσει την αντίστασή του και υποχωρήσει, μηχανεύτηκε το εξής για να ενισχύσει τη θέληση τού πατριάρχη: τού πρότεινε να γράψει μια δήλωση και να τη στείλει παντού στους ευσεβείς ανθρώπους, προσθέτοντας επίσης έναν όρκο, για να τούς ενισχύσει ακριβώς, ώστε να μην κλονιστούν. Τού πρότεινε να παραμείνει σταθερός, για να μην εγκαταλείψει τούς ανθρώπους που τον εμπιστεύονταν, και έτσι να τούς προσελκύσει με καλύτερη διάθεση, ώστε να τον δεχτούν ακόμη και όσοι είχαν πριν αποσχιστεί. Ο ιεράρχης πείστηκε από αυτά τα λόγια και συμφώνησε να διατυπωθεί γραπτώς η γνώμη του, και αυτή διατυπώθηκε γραπτώς όσο το δυνατόν συντομότερα. Πριν όμως τη στείλει, τού φάνηκε καλά να ακούσει τούς επισκόπους, για να μάθει αν θα αντιστέκονταν μέχρι τέλους. Έτσι συγκεντρωθήκαμε, διαβάστηκε η γνώμη τού πατριάρχη και ρωτήθηκαν αν μπορούσαν να την τηρήσουν και αυτοί. Έδιναν τη συγκατάθεσή τους επί τόπου και καθένας, με εξαίρεση τούς πιο διορατικούς, επιβεβαίωνε και διασφάλιζε τη γνώμη του με την υπογραφή του. Καθώς λοιπόν στάλθηκε η δήλωση και ο πατριάρχης δεν μπορούσε να αλλάξει στάση, ό,τι κι αν συνέβαινε, αφού ήταν αιχμάλωτος των όρκων του, ήταν σαφής και απέναντι στον αυτοκράτορα, όταν έλεγε ότι δεν θα εκτελούσε ούτε θα ολοκλήρωνε το εγχείρημα.

Τῷ μέντοι γε πατριάρχῃ μέλον ἦν ἐφ´ ἑκάστῳ τῶν πρὸς βασιλέα ἀποκρίσεων, μειζόνως ἤδη ἐπιτιθέμενον καί γ´ ἠρεμεῖν μὴ ἐῶντα. Ταῦθ´ ὁρῶν ὁ μοναχὸς Ἰὼβ Ἰασίτης καὶ περὶ τῇ γνώμῃ ὀρρωδήσας τοῦ πατριάρχου, μὴ καθυφείη τῆς ἐνστάσεως ἀπειπών, μηχανᾶταί τι τοιοῦτον ἐπὶ τῷ τὴν γνώμην τοῦ πατριάρχου στηρίξαι· ὑποτίθεται γὰρ γνώμην γράφειν καὶ πέμπειν τοῖς ὁπουδήποτε εὐλαβέσιν ἀνδράσιν, εἰς πληροφορίαν δῆθεν προστιθέντα καὶ ὅρκον, ἐφ´ ᾧ μὴ κλονοῖντο, ἀλλ´ ἀραρότως ἔχειν, ὡς οὐ καθυφείη πιστεύοντας, καὶ οὕτως ἕλξειν ἐκείνους πρὸς τὸ εὐμενέστερον, ὥστε καὶ σχιζομένους τὸ πρῶτον δέχεσθαι. Τούτοις τοῖς λόγοις ὁ ἱεράρχης πεισθεὶς ἐγχωρεῖ οἱ ἐκτιθέναι τὴν γνώμην, καὶ ἐξετίθετο τὴν ταχίστην· πρὶν δὲ πεμφθῆναι, ἔδοξε τῶν ἀρχιερέων ἀποπειρᾶσθαι, ὡς μάθοι εἰ εἰς τέλος ἀντίσχοιεν. Συναχθέντων τοίνυν, ὑπανεγινώσκετο μὲν ἡ γνώμη τοῦ πατριάρχου, ἠρωτῶντο δὲ εἴ γε καὶ αὐτοὶ ἐμμένειν ἔχοιεν κατὰ ταύτην. Καὶ ὡμολόγουν αὐτίκα, καὶ τὴν γνώμην ἕκαστος ἰδίᾳ ὑπογραφῇ, πλὴν τῶν προνοεστέρων, ἐβεβαίου τε καὶ κατησφαλίζετο. Ὡς γοῦν ἐπέμφθη μὲν ἡ γνώμη, ἐν ἀφύκτοις δ´ ἦν ὁ πατριάρχης τοῦ μηδ´ εἴ τι καὶ γένοιτο μεταβάλλειν —τοῖς γὰρ ὅρκοις συνείληπτο—, δῆλος ἦν καὶ πρὸς βασιλέα λέγων ὡς οὐ ποιήσων οὐδὲ καταπραξόμενος τὴν ἐγχείρησιν.

Επομένως ο αυτοκράτορας, χάνοντας κάθε ελπίδα ότι θα συμφωνούσε ο πατριάρχης, αφού τον εμπόδιζαν φοβεροί όρκοι, θεωρούσε το γεγονός φοβερό. Γιατί ο αυτοκράτορας επιθυμούσε εξίσου να συνάψει τη συμφωνία και να γίνει αυτό με τη συγκατάθεση τού πατριάρχη. Όταν αποκρούστηκε από εκείνον, προσέγγιζε τούς επισκόπους πιο βαθυστόχαστα.

Ὁ μέντοι γε βασιλεύς, ἀπογνοὺς οἷον ἐντεῦθεν τῆς ἐκείνου κατανεύσεως —δεινοὶ γὰρ οἱ ὅρκοι κωλύειν—, ἐν δεινῷ μὲν τὸ συμβὰν ἡγεῖτο—ἐπ´ ἴσης γὰρ ἦν αὐτῷ βουλητὸν τὸ προβῆναι τὴν πρᾶξιν εἰς τέλος τῷ μετὰ τοῦ πατριάρχου προβῆναι—, ὅμως δ´ ἀποκρουσθεὶς ἐκείνου, τοὺς ἀρχιερεῖς μετήρχετο ἐμβριθέστερον.

Όμως ο Βέκκος διάβασε τα βιβλία των Αγίων Πατέρων και μπόρεσε να δει εκεί πολλά που βοηθούσαν στην πράξη. Γιατί διαπίστωσε ότι οι Λατίνοι δεν είχαν τολμήσει να προσθέσουν κάτι στο Σύμβολο τής Πίστεως. Παρατήρησε ένα απόσπασμα από τον Άγιο Κύριλλο, το οποίο φαίνεται να φέρνει σε συμφωνία τις δύο Εκκλησίες επί τής ουσίας τού δόγματος. Λέει σε αυτό το απόσπασμα ότι το Άγιο Πνεύμα ουσιαστικά προέρχεται και από τούς δύο, δηλαδή από τον Πατέρα «διά» τού Υιού. Όλη η διαφορά που μένει, έγκειται στον τρόπο έκφρασης, σε αυτό που λένε οι Λατίνοι ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα «και» τον Υιό, αντί για αυτό που λέμε εμείς ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα «διά» τού Υιού. Είδε αυτό και πολλά αντίστοιχα, και επίπλεόν βρήκε τον Άγιο Μάξιμο να το ομολογεί καθαρά, σε μια επιστολή του προς τον Ρουφίνο. Φαίνεται από αυτά ότι [οι Λατίνοι] δεν υποστηρίζουν ότι ο Μονογενής [Υιός] είναι η αιτία τού Αγίου Πνεύματος, αλλά [το λένε] για να δηλώσουν ότι το Άγιο Πνεύμα προχωράει μέσα από αυτόν, για να δείξουν έτσι την ενότητα μιας αδιαίρετης ουσίας. Φρόντισε επίσης να μην ξεχάσει τη μαρτυρία τού Μεγάλου Αθανασίου, που λέει ότι δεν θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε το Άγιο Πνεύμα κατά την τάξη τής Αγίας Τριάδας, αν δεν εκπορευόταν από τον Πατέρα «διά» τού Υιού, όχι «προοδικώς» [κατά εκπόρευση] αλλά «ποιητικώς» [κατά δημιουργία], όπως λένε. Έχοντας αφαιρέσει τούς ενδοιασμούς από τη συνείδησή του με αυτές τις μαρτυρίες και άλλες παρόμοιες, ο Βέκκος ένιωθε πολύ διατεθειμένος για ειρήνη. Ο αυτοκράτορας ένιωθε πολύ δυνατός όταν είχε την ψήφο του, προβάλλοντας τούς πολέμους που θα επιβάλλονταν και τα αίματα που θα χύνονταν και που θα μπορούσε να αποφύγει με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την κρίση των πιο μορφωμένων γύρω του. Ενώ έτσι παρακαλούσε τούς επισκόπους, κρατούσε τούς πρέσβεις τού πάπα να περιμένουν, μέχρι να λάβει τη συγκατάθεση που έλπιζε.

Ἐν τούτῳ δὲ καὶ ὁ Βέκκος, ἐνσχολάσας ταῖς βίβλοις καὶ συνορῶν πολλὴν ἐντεῦθεν ἐπὶ τῇ πράξει βοήθειαν, ὡς μηδὲν πλέον τολμησάντων τῶν Ἰταλῶν ἴσως ἢ τὸ ἐπὶ τῷ συμβόλῳ προσθεῖναι, καὶ τὴν τοῦ θαυμαστοῦ Κυρίλλου λέξιν παρῆγεν, ἡμᾶς τε κἀκείνους κατὰ τὸ ἐγχωροῦν συμβιβάζουσαν, τὴν τὸ ἐξ ἀμφοῖν οὐσιωδῶς ὑπάρχον, τουτέστιν ἐκ Πατρὸς δι´ Υἱοῦ, ὡς ἐκείνων μὲν ἐχόντων τὴν ἐκ, ἡμῶν δὲ τὴν διὰ, καὶ ἀμφοῖν τούτων ἐκεῖνον συμβιβαστὴν γίνεσθαι. Ταῦτα καὶ πολλὰ τῶν τοιούτων ἰδὼν καὶ πρὸς τούτοις τὸν μέγαν Μάξιμον εὑρὼν μαρτυροῦντα, ἐν μιᾷ τῶν ἐπιστολῶν πρὸς Ῥουφῖνον ῥητῶς μετὰ πολλὰ οὕτω λέγοντα· ἐξ ὧν οὐκ αἰτίαν σφᾶς τὸν Μονογενῆ τοῦ Πνεύματος ἀπέδειξαν λέγειν, ἀλλ´ ἵνα τὸ δι´ αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσι καὶ ταύτῃ τὸ συναφὲς καὶ ἀπαράλλακτον τῆς οὐσίας παραστήσωσι, ἀδύνατον δ´ εἶναι—καὶ τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου κατήκουεν—ἐν τῇ τῆς Τριάδος τάξει τὸ Πνεῦμα γινώσκεσθαι μὴ προοδικῶς ὂν ἐκ Θεοῦ δι´ Υἱοῦ, ἀλλὰ ποιητικῶς, ὡς λέγουσι, τούτοις τε καὶ τοῖς τοιούτοις συγκροτηθεὶς οἷον ὁ Βέκκος, ἐφ´ ᾧ τὴν ἰδίαν θεραπεῦσαι συνείδησιν, ὑπεκλίνετο πρὸς εἰρήνην. Καὶ ὁ βασιλεὺς πολλὴν ἐντεῦθεν ἐλάμβανε τὴν ῥοπήν, πολέμους μὲν τοὺς ἐφεστῶτας καὶ αἵματα ἐκχυθησόμενα προβαλλόμενος, ὅμως δὲ τὸ ἐν ἀσφαλεῖ μένειν πράξαντα παρὰ τῶν ἀμφ´ αὑτὸν λογίων λαμβάνων. Ὅθεν καὶ τοῖς ἀρχιερεῦσι πολὺς ἦν ἐμπίπτων καὶ καταναγκάζων τὴν πρᾶξιν, ἐγχρονιζόντων καὶ μᾶλλον τῶν πρέσβεων.

Καθώς λοιπόν παρέμεναν ακόμη εκκρεμή τα ζητήματα και ήταν απαραίτητο να σταλεί πρεσβεία στον πάπα, για να γίνουν και από εκείνους [τους παπικούς] κινήσεις εξασφάλισης ώστε να μην υπάρχει εδώ η υποψία κινδύνου, με την υποταγή στην πρώτη από όλες τις Εκκλησίες [στη Ρωμαϊκή Εκκλησία] και θεωρούμενους πια γνήσια τέκνα της, επιλέχθηκαν οι πρέσβεις. Αυτοί ήσαν από τον κλήρο ο Γερμανός, πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο Θεοφάνης επίσκοπος Νικαίας, και από τη γερουσία ο μεγάλος λογοθέτης Ακροπολίτης, ο πρόεδρος τού βεστιαρίου Πανάρετος και ο μεγάλος διερμηνέας Βερροιώτης. Οι εκκλησιαστικοί ανέβηκαν σε μια γαλέρα, και οι άλλοι πρέσβεις τού αυτοκράτορα σε μια άλλη, εκτός από τον μεγάλο λογοθέτη, και ξεκίνησαν. Κουβαλούσαν και πολλά ιερά δώρα, εννοώ άμφια και ολόχρυσες εικόνες και πολύτιμα θυμιάματα, ακόμη και το χαλί τής εκκλησίας στολισμένο με χρυσάφι και μαργαριτάρια που είχε δώσει ο αυτοκράτορας στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, δώρο όντως αντάξιο, ζητώντας συγνώμη που δεν είχε προλάβει να στολίσει με άλλο την εκκλησία τού πρώτου των Αποστόλων [τού Πέτρου] και που είχε αποσύρει από αυτήν και το είχε στείλει κι αυτό, για να το αντικαταστήσει με άλλο παρόμοιο. Αυτοί λοιπόν έτσι ανέβηκαν στα πλοία και ταξίδευαν…

Ὡς γοῦν καὶ ἔτι ἀνήρτηντο τὰ τοῦ πράγματος καὶ ἦν ἀνάγκη πρέσβεις πέμπεσθαι, ἐφ´ ᾧπερ καὶ παρ´ ἐκείνων τὸ ἀσφαλὲς γενέσθαι, ὡς ἐντεῦθεν μὴ ὑποπτεύειν τὸν κίνδυνον, ὑποταγέντας τῇ τῶν ἐκκλησιῶν πρωτίστῃ καὶ ἤδη γνησίους ἐκείνης νομιζομένους, ἐξελέγοντο μὲν οἱ πρέσβεις· οἱ δ´ ἦσαν ὁ προπατριαρχεύσας Γερμανὸς καὶ δὴ καὶ ὁ Νικαίας Θεοφάνης, καὶ τῶν συγκλητικῶν ὁ μέγας λογοθέτης Ἀκροπολίτης, ὁ προκαθήμενος τοῦ βεστιαρίου Πανάρετος καὶ ὁ μέγας διερμηνευτὴς Βερροιώτης· οἳ δὴ καὶ ἀνὰ μίαν τριήρη, ἐντεῦθεν μὲν οἱ τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖθεν δὲ πλὴν τοῦ μεγάλου λογοθέτου οἱ ἐκ τοῦ βασιλέως λαβόντες, ἀνήγοντο, ἐπιφερόμενοι καὶ πολλὰ τῶν ἱερῶν δώρων, στολὰς λέγω καὶ κατάχρυσα εἰκονίσματα καὶ σύνθετα πολύτιμα θυμιάματα, πρὸς δὲ καὶ τὴν τῆς ἐκκλησίας ἐνδυτὴν ἐκ χρυσοπάστου ὀξείας διὰ μαργάρων, ἣν ὁ βασιλεύς, προσενεγκὼν τῷ θείῳ τεμένει, δῶρον ὄντως ἐπάξιον, συγχωρούμενος, ἐπεὶ οὐκ ἔφθασεν ἑτέραν εὐτρεπισθῆναι τῷ μεγάλῳ τῶν Κορυφαίων ναῷ, ἀνταλλαγὴν τοῦ γινομένου πρὸς τὸ ὂν οἷον ποιούμενος, λαβὼν ἀπέστελλε καὶ αὐτήν. Οἱ μὲν οὖν οὕτως ἀναχθέντες ἀπέπλεον.

Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε εύκολα να αποχωριστεί τον πατριάρχη, γιατί κολλούσε πάνω τού Σαν πεταλούδα στον βράχο λόγω τής άφεσης που είχε λάβει από αυτόν και τής εμπιστοσύνης που είχε σε αυτόν για να σωθεί από αυτόν. Έτσι έκανε συμφωνία με τον πατριάρχη, γιατί οι επίσκοποι είχαν καταλήξει να προσκυνήσουν. Οι όροι ήσαν οι εξής: ο πατριάρχης θα άφηνε το πατριαρχείο για να μείνει στη Μονή Περιβλέπτου, τα προνόμιά του θα διαφυλάσσονταν και θα μνημονευόταν ως συνήθως. Μετά την αναχώρηση των πρέσβεων, αν το ζήτημα παρεμποδιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο, θα γινόταν και πάλι πατριάρχης, θα ανέβαινε στο πατριαρχείο και θα ζούσε σε ειρήνη με τούς επισκόπους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα γεγονότα τού παρελθόντος. Όμως, αν το έργο πετύχαινε και ολοκληρωνόταν ευτυχώς, ο πατριάρχης θα έπαυε κάθε λειτουργία από τότε και θα έβαζε άλλον στη θέση τού επικεφαλής τής εκκλησίας, γιατί δεν θα μπορούσε πια να είναι εκεί, δέσμιος ,όπως ήταν, των όρκων του. Αφού συμφώνησαν αυτά μεταξύ τους, ο πατριάρχης κατέβηκε από τον θρόνο του και εγκαταστάθηκε στη Μονή Περιβλέπτου στις 11 Ιανουαρίου τής δεύτερης ινδικτιώνος τού έτους 6782 από κτίσεως κόσμου [1274 μ.Χ.], έχοντας τα προνόμιά του ανέπαφα. H κατάσταση τής εκκλησίας ήταν ακόμη ήρεμη, εκτός από τούς προύχοντες τής εκκλησίας που είχαν τον βαθμό των αρχόντων.

Ὁ δὲ βασιλεύς, ἐπεὶ οὐκ εἶχε ῥᾷον ἀποσχέσθαι τοῦ πατριάρχου—ἀντείχετο γὰρ ὡς λεπὰς πέτρας ἐκείνου διά τε τὴν ἀπ´ ἐκείνου συγχώρησιν καὶ τὴν πρὸς ἐκεῖνον πληροφορίαν, ὡς ὑπ´ αὐτῷ σωθησόμενος—, συνθήκας ποιεῖται μετὰ τοῦ πατριάρχου—οἱ γὰρ ἀρχιερεῖς καὶ μόγις καθυπεκλίθησαν— οὕτως ἐχούσας· αὐτὸν μέν, ἐξελθόντα τοῦ πατριαρχείου, ἐν τῇ τῆς Περιβλέπτου καθῆσθαι μονῇ, σῳζομένων τῶν προνομίων αὐτῷ καί γε μνημονευομένου κατὰ τὸ σύνηθες· ἀπελθόντων δὲ τῶν πρέσβεων, εἰ μὲν ἡ πρᾶξις ὁπωσδήποτε διακωλυθείη, αὐτὸν καὶ πάλιν εἶναι τὸν πατριάρχην, εἰς τὸ πατριαρχεῖον ἀνελθόντα, καί γε μετὰ τῶν ἀρχιερέων εἰρηνεύειν, μηδὲν τῶν συμβάντων ὑπολογιζόμενον· εἰ δὲ προβαίη καὶ εὐοδοῖτο εἰς τέλος τὸ προτεθέν, αὐτὸν μὲν ἐντεῦθεν ἀργῆσαι πάμπαν, ἄλλον δὲ ἀντ´ αὐτοῦ ἐπιστῆναι τῇ ἐκκλησίᾳ, ὡς μὴ χωροῦν ἐκεῖνον εἶναι, τοῖς ὅρκοις προκατειλημμένον. Ταῦτα πρὸς ἀλλήλους συνθεμένων, ὁ μὲν πατριάρχης, κατελθών, εἰς τὴν τῆς Περιβλέπτου μονὴν προσκαθίζει ἑνδεκάτῃ μηνὸς ἑκατομβαιῶνος δευτέρας ἐπινεμήσεως τοῦ ͵ϛψπβʹ ἔτους, κατέχων καὶ τὰ αὐτοῦ προνόμια ἀναφαίρετα· τὰ δὲ τῆς ἐκκλησίας ἔτι ἐν γαλήνῃ ἦσαν, πλὴν τῶν τῆς ἐκκλησίας τεταγμένων εἰς ἄρχοντας.

Μάλιστα ο ηγεμόνας υποψιαζόταν έντονα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα έδιναν εύκολα τη συγκατάθεσή τους, ιδιαίτερα επειδή δεν πείθονταν καθόλου όταν ο Βέκκος συζητούσε συχνά μαζί τους και πρόβαλλε τα ρητά των αγίων, αλλά ήταν προφανές ότι δεν θα δέχονταν την πράξη, αν προχωρούσε. Κατά συνέπεια ο ηγεμόνας χάλκευσε κατηγορίες εναντίον τους ότι απέκρουαν την υποταγή που τού όφειλαν και ότι αφενός επέπλητταν τούς επισκόπους που είχαν προσκυνήσει και αφετέρου καταριούνταν τον αυτοκράτορα που ανάγκαζε να γίνονται αυτά. Σίγουρα ήθελε πρώτα να τούς κερδίσει με κολακεία. Τούς προσκαλούσε λοιπόν και τούς φερόταν με τιμή, καθισμένος σε κύκλο μαζί τους και προβάλλοντας τούς συνήθεις λόγους: γιατί ο μόνος λόγος για να επιδιώξει κανείς την ειρήνη ήταν η ανακοπή των φοβερών πολέμων και η σωτηρία τού αίματος των Ρωμαίων που κινδύνευε να χυθεί. Η Εκκλησία πάλι θα συντηρούσε τον εαυτό της χωρίς καινοτομία, χωρίς να παραμεληθεί το παραμικρό. Ό,τι διαπραγματευόταν με την Εκκλησία τής Ρώμης θα περιοριζόταν σε τρία σημεία και μόνον αυτά: την πρωτοκαθεδρία, το δικαίωμα έφεσης και τη μνημόνευση, καθένα από τα οποία, αν εξεταζόταν προσεκτικά, εμφανιζόταν αναγκαστικά ως ασήμαντο. «Γιατί πότε θα έρθει ο πάπας εδώ για να προεδρεύσει των άλλων; Πότε θα ερχόταν σε κάποιους η ιδέα να προσέλθουν σε δίκη, έχοντας να διασχίσουν τέτοια θαλάσσια έκταση και να αναμετρηθούν με τόσο απέραντο ωκεανό, για να κερδίσουν το δίκιο που πιστεύουν ότι έχουν; Τέλος, το να μνημονεύεται ο πάπας στη δική μας εκκλησία και μόνο σε αυτήν, καθώς επίσης στη δική σας Μεγάλη Εκκλησία, όταν ιερουργεί ο πατριάρχης, κατά ποιον τρόπο αυτό θα ήταν παράτυπο; Πόσες οικονομίες χρησιμοποίησαν οι πατέρες μας για να αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα; Το ίδιο το γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, υπέμεινε τον σταυρό και δέχτηκε θάνατο κατά τα άλλα ανάξιο για Θεό ή ακόμη και για Θεό ενσαρκωμένο σε σώμα, αυτό έγινε σύμφωνα με την πιο ύψιστη οικονομία και με αυτά που έγιναν, ανάξια για ενσαρκωμένο Θεό, έχει σωθεί όλος ο κόσμος. Άρα η οικονομία είναι κάτι αξιοθαύμαστο. Σε ό,τι μάς αφορά, αν μπορούσαμε να αποτρέψουμε, χρησιμοποιώντας οικονομία, τον κίνδυνο που κρέμεται από πάνω μας, όχι μόνο δεν θα λογιστεί ως αμαρτία, αλλά όσοι έχουν τέλεια γνώση θα το εγκρίνουν. Εσείς όμως, όπως μαθαίνω, απομακρύνεστε από τούς επισκόπους που συμφώνησαν στην υπόθεση, προσπαθείτε να διχάσετε την Εκκλησία και μάς καταριέστε, όπως ακούστηκε. Είναι λοιπόν καιρός να βάλουμε τα πράγματα σε τάξη, να δίνουμε και να λαμβάνουμε διαβεβαιώσεις ως αντάλλαγμα. Γιατί δεν μάς ταιριάζει να ακούμε τέτοιες παρατηρήσεις, όπως δεν είναι ασφαλές για εσάς να κάνετε τέτοιες δηλώσεις και να ενσταλάζατε φόβο στους πολλούς ότι δεν θα παραμείνουμε σταθεροί στο θέμα, αλλά ότι θα αναγκαστούμε να αλλάξουμε τα έθιμά μας και να ομολογήσουμε το ίδιο Σύμβολο με εκείνους [τους Λατίνους]. Τώρα είναι η ώρα να δώσουμε διαβεβαιώσεις για αυτό το θέμα, και θα δώσουμε μερικές. Προς το παρόν, ζητάμε τη συμβουλή σας. Ας λέει ο καθένας αυτό που τού φαίνεται καλό. Μόνο να μην αρκείται στο να τηρεί απλώς τη δική του επιθυμία, αλλά, αφού είναι εκκλησιαστικός, να μιλάει και ως εκκλησιαστικός. Ένα είναι το πραγματικά επείγον: να ξεφύγουμε από επείγοντα κίνδυνο, κάνοντας αυτό. Αφήστε τον καθένα, ενώ συλλογίζεται μόνος του τη σημασία τού θέματος, να εκφράσει τη γνώμη του, γνωρίζοντας ότι χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε καμία υποχρέωση για εμάς να θέτουμε αυτά τα ερωτήματα και θα ήταν απολύτως άχρηστο να λάβετε μέρος σε αυτήν την εξέταση».

Ἐκείνοις γὰρ καὶ λίαν ὑπόπτως ὁ κρατῶν εἶχεν, ὡς οὐ συνθησομένοις ῥᾳδίως, καὶ μᾶλλον, πολλάκις αὐτοῖς τοῦ Βέκκου διαλεγομένου καὶ προβαλλομένου τὰ τῶν ἁγίων ῥητά, μὴ πειθομένοις πάμπαν, ἀλλὰ δήλοις οὖσι μὴ καταδεξομένοις, εἰ προβαίη, τὴν πρᾶξιν. Ὅθεν καὶ αἰτίας σφίσιν ὁ κρατῶν ἐπλάττετο, ὡς πρὸς τὴν πρὸς αὐτὸν δουλείαν ἀφηνιάζουσι καὶ ὡς ὀνειδίζουσι μὲν ἀρχιερεῦσιν ὑποκλιθεῖσι, καταρωμένοις δὲ βασιλεῖ, τοιαῦτ´ ἀναγκάζοντι γίνεσθαι. Ἀμέλει τοι καὶ πρῶτον σφᾶς θωπείαις ὑπελθεῖν ἔγνω καὶ προσεκαλεῖτο καὶ τιμητικῶς προσεφέρετο, κύκλῳ καθίσας καὶ τὰ συνήθη προβαλλόμενος· μηδὲ γὰρ χάριν ἄλλου πραγματεύεσθαι τὴν εἰρήνην ἢ τοῦ δεινοὺς πολέμους ἀνακοπῆναι καὶ Ῥωμαίων αἵματα περιποιηθῆναι, ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δὲ καὶ πάλιν τὴν ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδὲ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου· τρισὶ δὲ κεφαλαίοις καὶ μόνοις τὸ πρὸς τὴν τῶν Ῥωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον περιστήσεσθαι, πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καὶ μνημοσύνῳ, ὧν ἕκαστον, εἴ τις ἀκριβῶς σκοποίη, κενὸν εἶναι ἀνάγκη. «Πότε γὰρ καὶ παρουσιάσας ὁ πάπας προκαθίσει τῶν ἄλλων; Πότε δέ τισι καὶ ἐπέλθοι δίκην ἔχουσι θάλασσαν τοσαύτην ταμέσθαι καὶ τόσον ἀναμετρῆσαι πέλαγος, ἐφ´ ᾧ τῶν νομιζομένων δικαίων τυχεῖν; Τὸ δ´ ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ καὶ μόνῃ ἐκκλησίᾳ καὶ δευτέρᾳ τῇ καθ´ ὑμᾶς καὶ μεγάλῃ τὸν πάπαν μνημονεύεσθαι, τοῦ πατριάρχου λειτουργοῦντος, τί ἂν τῷ ὀρθῷ προσσταίη; Πόσαις οἰκονομίαις οἱ πατέρες πρὸς ὅ τι γενέσθαι συμφέρον ἐχρήσαντο; Καὶ αὐτὸ δὲ τὸ τὸν Θεὸν γενέσθαι ἄνθρωπον καὶ σταυρὸν ὑπομεῖναι καὶ θάνατον καταδέξασθαι, ἄλλως ὄντα Θεῷ ἀπρεπῆ ἢ μὴν καὶ Θεῷ συνειλημμένῳ σώματι, ἀλλ´ οὖν κατ´ οἰκονομίαν τὴν ἀνωτάτω γέγονε καί, τῶν μὴ πρεπόντων Θεῷ σαρκοφόρῳ γενομένων, πᾶσα ἡ οἰκουμένη σέσωσται. Οὕτω χρῆμα θαυμαστὸν ἡ οἰκονομία. Καί γ´ ἡμεῖς, εἴπερ οἰκονομικῶς τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον φύγοιμεν, οὐχ ὅπως εἰς ἁμαρτίαν λογισθήσεται, ἀλλὰ καὶ προσαποδέξονται οἱ γνώσεως ἀρίστης ἐπήβολοι. Ὑμεῖς δέ, ἀλλ´ ὡς ἀκούω, καὶ ἀρχιερεῖς, εἰς τοῦτο συγκατανεύσαντας, ἀποστρέφεσθε καὶ τὴν ἐκκλησίαν πειρᾶσθε σχίζειν καὶ ἡμῖν, ὡς ἤκουσται, καταρᾶσθε. Τὰ μὲν οὖν περὶ τούτων ἐστὶ καιρὸς εὐθετεῖν καὶ πληροφορεῖν καὶ ἀνὰ μέρος πληροφορεῖσθαι· οὔτε γὰρ ἡμῖν εὐπρεπὲς τοιαῦτ´ ἀκούειν, οὔθ´ ὑμῖν ἀσφαλὲς τοιαῦτα λέγειν καὶ φόβον ἐμβάλλειν πολλοῖς ὡς οὐ στησόμεθα ἡμεῖς ἐπὶ τούτοις, ἀλλὰ προσβιασόμεθα ἐφ´ ᾧ καὶ ἔθη ἀλλάττειν καὶ ὁμολογεῖν ὡς ἐκεῖνοι λέγουσι. Ταῦτα πληροφορεῖν ἐστι καιρός, καὶ πληροφορήσομεν. Τὸ δὲ νῦν καὶ βουλῆς τῆς ἐξ ὑμῶν χρῄζομεν, καὶ λεγέτω ἕκαστος ὅ οἱ δοκοίη· μόνον μὴ τῷ οἰκείῳ στοιχείτω θελήματι αὐταρεσκῶν ἄντικρυς, ἀλλ´ ἐκκλησιαστικὸς ὤν, ἐκκλησιαστικῶς καὶ λεγέτω. Τὸ γὰρ κατεπεῖγον ἕν ἐστι, τὸ φυγεῖν κίνδυνον ἀναγκαῖον, εἰ ταῦτα πράττοιμεν. Ὁπόσον δὲ τοῦτο καθ´ αὑτὸν ἕκαστος ἐννοῶν, οὕτω προφερέτω τὴν γνώμην, ὡς ἄνευ γ´ ἐκείνου οὔθ´ ἡμῖν κινητέα ταῦτα καὶ ὑμῖν τὸ περὶ τούτων ὅλως σκοπεῖν ἀνόνητον.»

Με αυτά τα λόγια και άλλα παρόμοια, ο αυτοκράτορας ήθελε να παρακάμψει τούς προύχοντες τής εκκλησίας. Εκείνοι, από τη μια πλευρά, θεωρούσαν ότι ήταν άσεμνο και πολύ επικίνδυνο να καταριούνται τον αυτοκράτορα, αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι το ήθελαν και δήλωσαν έτοιμοι να υποστούν την τιμωρία, αν όντως ατιμάζονταν για υπαιτιότητα. Όσο για τη διαφωνία με τούς επισκόπους, από την άλλη πλευρά, έλεγαν ότι δεν ήταν κάτι απρεπές. Γιατί ήταν απολύτως λογικό ότι οι αντίθετοι στην πράξη έκαναν αντίθετες ομιλίες. Μόνο που δεν μίλησαν άσχημα, όπως ισχυρίστηκαν αυτοί, και δεν τούς επέπληξαν για την υποταγή τους. Γιατί καθένας είναι κύριος τής δικής του άποψης, και αυτό που σήμερα δεν φαίνεται καλό σε κάποιον, αύριο ίσως το δεχτεί και το προτιμήσει, χωρίς να είναι άστατος άνθρωπος που ανακαλεί τυχαία, αλλά ακολουθώντας τις ιδέες του, όπως οι επίσκοποι αποσύρονται για να κάνουν αυτό που τούς φαίνεται συμφέρον. Και αυτό, πιστεύουμε, δεν είναι ενάντια στη συνείδησή μας. «Ρωτιόμαστε για το εν λόγω θέμα, αλλά πρώτα απ’ όλα, αφού δεν εναπόκειται σε εμάς, σύμφωνα με τούς κανόνες, να εξετάσουμε αυτά τα θέματα, σε εμάς που είμαστε υπό την εξουσία επισκόπου και πρέπει να τον ακολουθούμε, τι να πούμε; Ας ερωτηθεί καθένας μόνος και ιδιαιτέρως, και αναμφίβολα δεν θα υπάρχει φόβος να εκφράσει τις σκέψεις του, αφού η μεγαλειότητά σας συζητά για το θέμα».

Τούτοις καὶ τοιούτοις ἑτέροις τοῦ βασιλέως καταδημαγωγοῦντος τοὺς τῆς ἐκκλησίας προέχοντας, ἐκεῖνοι καταρᾶσθαι μὲν βασιλεῖ καὶ ἀπρεπὲς σφίσι καὶ ἄλλως κινδυνῶδες ἡγοῦντο καὶ πάμπαν ἐξ αὐτῆς ἀπηρνοῦντο καί γε σφᾶς πρὸς τιμωρίας ἑτοίμως ἐδίδοσαν, εἰ ἀληθῶς ἐλέγχοιντο. Τὸ δὲ πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς διαφέρεσθαι μὴ εἶναι τῶν ἀπεικότων ἔλεγον· διισταμένους γὰρ ταῖς πράξεσι, τοὺς λόγους ἐναντίους ποιεῖσθαι τῶν λίαν ἀκολούθων εἶναι, πλὴν οὐ κακολογοῦντας, ὡς αὐτοί φασι, καὶ τὴν κατάνευσιν ὀνειδίζοντας σφίσι· γνώμης γὰρ ἰδίας ἕκαστον εἶναι κύριον, καὶ ὃ σήμερον οὐ δοκεῖ τινι, αὔριον ἴσως στέρξειν καὶ ἀγαπήσειν, οὐ παλίμβολόν τινα ὄντα καὶ κατὰ τὸ τυχὸν ἐκτρεπόμενον, ἀλλὰ λογισμοῖς δουλεύοντα, ἐκείνων μετακλινομένων ἐς ὅ τι καὶ δόξοι συμφέρον καὶ αὐτοὺς πράττειν· καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μὴ παρὰ συνείδησιν, ὡς πιστεύομεν. «Τὸ δὲ περὶ τῶν προκειμένων ἡμᾶς ἐρωτᾶσθαι, πρῶτον μὲν ὡς οὐ μετὸν ἡμῖν τῆς περὶ τούτων σκέψεως ἐκ κανόνων, ὑπ´ ἀρχιερεῖ τελοῦσι καὶ ὀφείλουσιν ἕπεσθαι, τί χρὴ καὶ λέγειν; Πλὴν ἀλλ´ ἕκαστος ἰδίᾳ καθ´ αὑτὸν ἐρωτάσθω, καὶ ἴσως φόβος οὐδείς, τῆς σῆς βασιλείας εἰς βουλὴν προτιθείσης τὸ προκείμενον, λέγειν τὸ παριστάμενον.»

Τότε λοιπόν, όταν ρωτήθηκαν, ο ένας αρνούνταν και τα τρία σημεία. Γιατί δεν διανοούνταν καθόλου ότι η Εκκλησία θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα μόνο από αυτά, και ήταν επίσης απαραίτητο να διατηρηθεί, για εκείνους που θα έρχονταν αργότερα, αυτό που οι ίδιοι έλαβαν από τούς προκατόχους τους. Αν προέκυπτε κίνδυνος, δεν είχαν καθήκον να ανησυχούν γι’ αυτό, παρά μόνο με προσευχή, αλλά ο ηγεμόνας δεν έπρεπε να παραλείψει κανένα μέτρο φροντίδας, ώστε να ξεφύγουμε από άλλον δρόμο από τον κίνδυνο, χωρίς να κινδυνεύσουμε. Υπήρχαν κάποιοι που παραχωρούσαν μόνο την πρωτοκαθεδρία και το δικαίωμα έφεσης, γιατί αυτά τα σημεία και μόνο μπορούσαν να προσποιηθούν ότι είχαν εμφάνιση και όνομα, αλλά όχι εφαρμογή. Αλλά η παραχώρηση μνημόνευσης στον πάπα, ο οποίος φαινόταν να διαφωνεί ακόμη και στο σύμβολο τής πίστεως, κινδύνευε να είναι κάτι απολύτως απαγορευμένο.

Τότε τοίνυν ἐρωτωμένων, ὁ μὲν ἀπέλεγε καὶ τὰ τρία· μηδὲ γὰρ καταλαβεῖν ὅλως τὴν ἐκκλησίαν ἑνὶ τούτων χρησομένην καὶ μόνῳ, χρῆναι δὲ διατηρεῖν καὶ τοῖς ὀψὲ γενησομένοις ὃ δὴ σφεῖς ἐκ τῶν προτέρων παρέλαβον· εἰ δ´ ἐπισείεται κίνδυνος, αὐτοὺς μὲν μὴ χρεὼν φροντίζειν, πλὴν μὴν τοῦ εὔχεσθαι, τὸν δέ γε κρατοῦντα μὴ ἀνιέναι μηδὲν τῶν εἰς μέριμναν ἀνηκόντων, ἐφ´ ᾧ ἀκινδύνως τὸν κίνδυνον ἄλλως ἐκφύγοιμεν. Ἦσαν δ´ οἳ καὶ πρωτεῖον μόνον ἐδίδουν καὶ ἔκκλητον, ὡς αὐτῶν γε καὶ μόνων οἵων τ´ ὄντων ὑποκριθήσεσθαι καὶ σχῆμ´ ἕξειν καὶ ὄνομα, πλὴν τοῦ πράττεσθαι· μνημοσύνου δὲ μετεῖναι τῷ πάπᾳ δοκοῦντι διαφέρεσθαι, ἐπὶ συμβόλῳ καὶ ταῦτα πίστεως, μὴ καὶ τῶν λίαν ἀπειρημένων ἦν.

Ο Ξιφιλίνος, τότε μεγάλος οικονόμος, έχοντας εμπιστοσύνη στη μεγάλη του ηλικία και την εξοικείωσή του με τον αυτοκράτορα, τον παρακαλούσε όρθιος, αγγίζοντας ακόμη και τα γόνατα τού αυτοκράτορα, να προσέχει, ώστε προσπαθώντας να καταστείλει έναν ξένο πόλεμο, μη δημιουργήσει έναν άλλο ανάμεσα σε εμάς τούς ίδιους. Γιατί δεν θα μπορούσε να τούς ειρηνεύσει όλους, έλεγε, ακόμη κι αν εμείς ειρηνεύαμε.

Ὁ δὲ Ξιφιλῖνος, μέγας ὢν οἰκονόμος τῷ τότε, τῷ γήρᾳ τε καὶ τῇ πρὸς βασιλέα συνηθείᾳ πιστεύων, καὶ προσελιπάρει, σταθεὶς καί γε τῶν γονάτων τοῦ βασιλέως ἁπτόμενος, μή, ζητῶν ἀναχαιτίζειν ἀλλότριον πόλεμον, ἴδιον καθ´ ἡμᾶς αὐτοὺς προσεπινοεῖν· μηδὲ γὰρ εἰρηνεύσειν πάντας, κἂν ἡμεῖς, φησίν, εἰρηνεύσαιμεν.

Καθώς η μέρα εκείνη τελείωσε με αυτά, ο αυτοκράτορας συγκρατήθηκε για λίγες ημέρες και όταν έμαθε ότι η Εκκλησία βρισκόταν σε θύελλα και ότι ο ένας αρνιόταν να καλωσορίσει τον άλλον, δηλαδή ο δήθεν ανένδοτος τον υποταχθέντα, πρώτα συνέθεσε έναν τόμο, που είχε σκοπό να εξασφαλίσει την καλή διάθεση προς τον αυτοκράτορα, και διέταξε να υπογραφεί, δεν ξέρω για ποιον σκοπό, εκτός από το να φανεί ότι είχε τις υπογραφές των αξιωματούχων τής εκκλησίας, αν και το ζήτημα ήταν διαφορετικό. Κι εκείνοι υπέγραψαν πρόθυμα τα λόγια τού Θεού προς τον Αβραάμ: Όσοι σε ευλογούν να είναι ευλογημένοι και όσοι σε καταριούνται να είναι καταραμένοι.

Ἐν τούτοις τῆς ἡμέρας τελεσθείσης ἐκείνης, ἐπισχὼν ἐφ´ ἡμέραις ὁ βασιλεὺς καὶ μαθὼν ὡς ἐν κλύδωνι τὰ τῆς ἐκκλησίας εἰσὶ καὶ εἷς τὸν ἕνα οὐ παραδέχεται, ὁ δῆθεν ἀνένδοτος τὸν ὑποκλιθέντα, πρῶτον μὲν σχεδιάσας τόμον, σκοπὸν τὴν πρὸς βασιλέα εὔνοιαν ἔχοντα, ἐκέλευεν ὑπογράφειν, οὐκ οἶδ´ ἐπὶ ποίαν χρείαν, πλὴν τοῦ δόξαι σχεῖν τῶν τῆς ἐκκλησίας ὑποσημάνσεις, κἂν αἱ ὑποθέσεις τὸ διάφορον εἶχον. Κἀκεῖνοι προθύμως ὑπέγραφον τὸ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ τοῦ Θεοῦ· Οἱ εὐλογοῦντές σε εὐλογημένοι, καὶ οἱ καταρώμενοί σε κεκατήρανται.

Ύστερα έστειλε τούς δικούς του να ψάξουν τα σπίτια όλων, είτε ήσαν ένοχοι είτε όχι. Το επιχείρημα ήταν ότι εκείνος είχε καταλάβει την Πόλη και, χωρίς να υπολογίζονται τα υπόλοιπα, τα σπίτια ανήκαν μόνο σε αυτόν. Τα είχε χαρίσει σε εκείνους που τού έδειχναν καλοσύνη, αλλά σε εκείνους που τού αντιστέκονταν σε οποιοδήποτε σημείο, απέσυρε τις καλές του χάρες και ήταν σωστό να διεκδικήσει από τούς ενοίκους και τα ενοίκια περασμένων ετών. Ανακεφαλαιούμενα τα ενοίκια, αυξάνονταν επομένως σε μεγάλο ποσό με την πάροδο των ετών, και κατάσχονταν αμέσως ως ενέχυρο διάφορα πολύτιμα αντικείμενα και έπιπλα και ό,τι κατείχε κανείς. Το μεγαλύτερο ήταν ότι κατηγορήθηκαν ακόμη και για έγκλημα καθοσιώσεως. Ετοιμάζονταν και φορτηγά πλοία για να εξοριστούν αυτοί οι άνθρωποι, που έμοιαζαν εκ των προτέρων καταδικασμένοι.

Ἔπειτα πέμψας τοὺς ἰδίους, οἰκίαν ἑκάστου κατεψηλάφα, ὅς τ´ αἴτιος ὅς τε καὶ οὐκί. Καὶ ἡ πρόφασις, ὡς αὐτὸν μὲν εἶναι τὸν κατασχόντα τὴν πόλιν καὶ πρὸς τοῖς ἄλλοις αὐτοῦ καὶ μόνου καὶ τὰς οἰκίας εἶναι, ἀποχαρίζεσθαι δὲ ταύτας τοῖς εὐνοοῦσι, τοῖς δὲ κατά τι ἀφηνιάζουσι καὶ τὴν χάριν ἀνατρέπειν, δίκαιον δ´ εἶναι καὶ τὰ τῶν ὄπισθεν χρόνων ἀναζητεῖν τοὺς ἐνοικοῦντας τὰ ἐποίκια. Ἀνεκεφαλαιοῦντο τοίνυν ἐπὶ χρόνοις εἰς πολὺ τὰ ἐποίκια, καὶ ἐνεχυράζοντο παραυτίκα κόσμιά τε παντοῖα καὶ ἔπιπλα καὶ πᾶν ὅ τί τις εἶχε, καὶ τὸ μεῖζον ἐκρίνοντο καὶ εἰς καθοσίωσιν. Ἡτοιμάζοντο δὲ καὶ φορτίδες τοῦ ἐξορίζεσθαι τοὺς ἤδη κατακρίτους δοκοῦντας.

Μάλιστα αυτά τα δεινά δεν έμειναν στην κατάσταση των απειλών, αλλά κάποιοι τα βίωσαν. Άλλοι εκτοπίστηκαν στη Λήμνο, άλλοι στη Σκύρο, άλλοι στην Κέα και άλλοι στην πόλη τής Νίκαιας. Άλλοι αντίθετα, είτε οικειοθελώς είτε παρά τη θέλησή τους, εξορίστηκαν από την Πόλη, κάποιοι μέχρι τη Σηλυμβρία και τη Ραιδεστό, ενώ κάποιοι, που αποσύρθηκαν μέσα στο λιμάνι τού Φάρου, υπέβαλαν την υποταγή τους και επέστρεψαν.

Οὐ μὴν δὲ καὶ μέχρις ἐλπισμῶν τὰ δεινὰ ἦσαν, ἀλλὰ καὶ πείρᾳ τινὲς τῶν δεινῶν μετεῖχον, ὡς τοὺς μὲν εἰς Λῆμνον, τοὺς δ´ ἐς Σκῦρον, ἄλλους δ´ ἐς Κέω καὶ ἄλλους ἐς Νικαίας πόλιν περιορίζεσθαι, ἄλλους δ´ αὖθις τῆς πόλεως, τοὺς μὲν ἀκουσίως, τοὺς δ´ ἑκοντάς, ἐξορίζεσθαι, ἄλλους δὲ μέχρι Σηλυβρίας καὶ Ῥαιδεστοῦ, τινὰς δὲ καί, ἐντὸς τοῦ κατὰ τὸν Φάρον λιμένος γνωσιμαχήσαντας, ὑποκλῖναί τε καὶ ὑποστρέψαι.

Ας προσθέσουμε επίσης σε αυτή την αφήγηση τη μεταχείριση που επιβλήθηκε στον ρήτορα, μεταχείριση τρομερή να τη βλέπεις, τρομερή επίσης να την υφίστασαι, αν και δεν συνέβη εκείνη την εποχή, αλλά προηγουμένως. Συνδέουμε τα δεινά με τα δεινά, για να αποκαλύψουμε την καταστολή που επικρατούσε τότε. Αλίμονο, αλίμονο, αφού ταλαιπωρηθήκαμε τόσο πολύ, από εκείνους που ήρθαν ύστερα, που δεν είχαν φανεί, που δεν είχαν μιλήσει, που δεν είχαν υποφέρει, αλλά που είχαν μείνει κρυμμένοι χάρη στην αφάνειά τους και επειδή δεν κρίνονταν άξιοι προσοχής, από εκείνους τούς ανθρώπους καταδικαστήκαμε σκληρά και μάλιστα καταδικαζόμαστε, θα έλεγα. Εσείς που καταδικάζετε τα μέλη τής εκκλησίας, πού ήσασταν, πού πήγατε ή τι χρήσιμο έργο έχετε παράγει; Όμως, δεν φταίτε εσείς, αλλά αυτοί που ενέκριναν, αυτών των ανθρώπων τις επιθέσεις υποστήκαμε. Αλλά αρκετά για αυτό. Ήρθε η ώρα να πούμε την παράξενη ιστορία.

Τούτοις προσκείσθω καὶ τὸ κατὰ τὸν ῥήτορα διήγημα, φοβερὸν ὂν ἰδεῖν, φοβερὸν δὲ καὶ παθεῖν, πλὴν οὐκ ἐπὶ τούτου τοῦ καιροῦ γεγονός, ἀλλὰ πρότερον. Συνάπτομεν δὲ τοῖς δεινοῖς τὰ δεινὰ εἰς τὴν τῆς τότε βίας παράστασιν. Αἲ αἲ ὅτι καί, τοσαῦτα παθόντες, τοῖς ὕστερον ἐλθοῦσι, μηδὲν φανεῖσι, μὴ λέξασι, μὴ παθοῦσι, μόνον δ´ ἀφανείᾳ κρυβεῖσι καὶ τοῦ μηδεμιᾶς ἀξιοῦσθαι φροντίδος χάριν, ἀπηνῶς ἐκρινόμεθα, εἴπω δὲ καὶ κρινόμεθα. Ὑμεῖς, ὦ οὗτοι, τοὺς τῆς ἐκκλησίας, ποῦ στάντες ἢ ποῦ βάντες ἢ τί καὶ χρήσιμον ἐνδειξάμενοι; Ἀλλ´ οὐχ ὑμῖν, τοῖς δὲ δεξαμένοις ἡ μέμψις, καὶ μᾶλλον ὅτι κἀκείνοις ἐπιτιθεμένοις ἐχρώμεθα. Ἀλλὰ τὰ μὲν περὶ τούτων ἅλις, ἡμῖν δὲ καιρὸς τὸ καινὸν διηγεῖσθαι διήγημα.

Ήταν ημέρα συνάθροισης στο ιερό ανάκτορο και η συνάντηση ήταν ιερή και συμμετείχε πλήθος ιερομονάχων και άλλων ιερωμένων και μοναχών. Παρών ήταν και ο πατριάρχης και όλη η σύνοδος. Η συζήτηση αφορούσε την εν λόγω ειρήνη. Κάθισαν λοιπόν και έκαναν σε αυτούς τούς δύο άνδρες, τον αρχιδιάκονο Μελιτηνιώτη και τον πρωτοαποστολάριο Κύπριο, την τιμή να καθίσουν για να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα. Ο ρήτορας Ολόβωλος στεκόταν, περιμένοντας την άδεια τού αυτοκράτορα. Αλλά καθώς δεν έλαβε την εντολή να πάρει θέση και ο ίδιος στην καθέδρα, πήγε και κάθισε έξω.

Ἡμέρα ἦν ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀνακτόροις συνάξεως, καὶ ἡ σύναξις ἱερά, καὶ ὅσον ἐν ἱερομονάχοις καὶ ἄλλως ἱερωμένοις καὶ μοναχοῖς πάνδημος· παρῆν δὲ καὶ πατριάρχης καὶ ἅπασα σύνοδος. Ἡ δὲ σκέψις περὶ τῆς κινουμένης εἰρήνης ἐκείνης. Τότε γοῦν καθεσθέντων, τιμηθέντων δ´ ἐπὶ καθέδρᾳ καὶ ἀμφοῖν τούτοιν, ὡς συναγωνιζομένοιν τῷ βασιλεῖ, τοῦ τε ἀρχιδιακόνου Μελιτηνιώτου καὶ τοῦ πρωτοαποστολαρίου Κυπρίου, ὁ ῥήτωρ Ὁλόβωλος ἵστατο, προσδοκῶν τὴν ἀπὸ βασιλέως ἐκχώρησιν· ὡς δ´ οὐχ ὡρίζετο ἐπὶ καθέδρας καὶ αὐτὸν ἕζεσθαι, ἐξελθὼν καθῆστο.

Επειδή, μόλις άρχισε η συζήτηση, αναζητήθηκε και ο ρήτορας και η παρουσία του φάνηκε χρήσιμη, τον ειδοποίησαν και παρουσιάστηκε, χωρίς όμως να φανεί ευδιάθετος απέναντι στον αυτοκράτορα, δήθεν λόγω τής προσβολής που μόλις είχε υποστεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν ρωτήθηκε, δεν απάντησε και, ενώ αναμένονταν ευνοϊκά λόγια από αυτόν, εκείνος έκανε πλήρη ανάκληση τής προηγούμενης συμπεριφοράς του και ξεκάθαρα ξεκίνησε πορεία αντίθετη με τον αυτοκράτορα, ισχυριζόμενος ότι δεν θα συμφωνούσε με τίποτε σε αυτό που ζητούνταν. Και θύμωσε αμέσως ο αυτοκράτορας και φώναξε ότι ήταν πάντοτε ανόητος και ευμετάβλητο πνεύμα. Και ότι για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο για αυτή τη μόνιμη εχθρότητα, είχε πάθει αυτό στη μύτη, υπαινισσόμενος την τιμωρία που τού είχε επιβληθεί [ρινότμηση]. Εκείνος όμως, ανακατεύοντας βίαιο πάθος για τιμή και αίσθημα ταπείνωσης με πρόωρο θυμό, παρουσίαζε με θάρρος την αιτία τής τιμωρίας του: ήταν, όπως έλεγε, η καλοσύνη του προς τον νεαρό αυτοκράτορα Ιωάννη. Αυτά είπε και όσοι περικύκλωναν τον αυτοκράτορα, δήθεν για να τον ευχαριστήσουν, ξεπήδησαν ο ένας από τη μια πλευρά και ο άλλος από την άλλη, και όρμησαν να τον κόψουν σε κομμάτια. Αλλά ο αυτοκράτορας, σε μια χειρονομία φαινομενικής ανθρωπιάς, εναντιώθηκε, ορίζοντας χρόνο για εκδίκηση, όπως φάνηκε αργότερα. Ο ρήτορας λοιπόν, φοβούμενος την οργή τού κυρίαρχου, έσπευσε στην εκκλησία, από την οποία περίμενε τη σωτηρία. Όμως ο αυτοκράτορας τον πήρε από εκεί, τον απέλασε στη Νίκαια και τον έστειλε, δήθεν από εύνοια, στη Μονή Υακίνθου.

Ἐπεὶ δέ, λόγων κινουμένων, καὶ ὁ ῥήτωρ ἐζητεῖτο καὶ χρήσιμος ἐδόκει ἡ παρουσία ἐκείνου, ἀνεζητεῖτό τε καὶ παρίστατο, οὐ μὴν δὲ καὶ ὥστε δοκεῖν εὐμενὴς τὰ πρὸς βασιλέα διὰ τὸ ὡς δῆθεν τῆς ἀτιμίας ἐκείνης ὑπόγυον. Ὅθεν καὶ ἐρωτώμενος οὐκ ἀπεκρίνετο καί, ἐλπιζόμενος τὰ πρὸς χάριν λέγειν, ἐκεῖνος παλινῳδίαν οἷον πρὸς τὰ πρότερον ποιησάμενος, τὴν ἐναντίαν τῷ βασιλεῖ δῆλος ἦν βαδίζων, ὡς μὴ συνοίσοντος οὐδαμοῦ τοῦ εἰς ζήτησιν προκειμένου. Καὶ εὐθὺς αἴρεται μὲν τῷ βασιλεῖ ὁ θυμός, καὶ βοὴ ἦν, καὶ ὡς δύσνους ἀεὶ καὶ τῷ φρονήματι ἀλλοπρόσαλλος, καὶ ὅτι οὐ παρ´ ἄλλην αἰτίαν, ἀλλ´ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀεὶ δυσνοεῖν, καὶ τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς πέπονθεν, αἰνιττομένης τῆς ποινῆς ἐντεῦθεν. Ὁ δέ, ἀκράτῳ πάθει φιλοτιμίας καὶ δόξῃ καταφρονήσεως θυμὸν ἄκαιρον μίξας, τὴν τῆς ποινῆς αἰτίαν ἐπαρρησίαζεν· ἡ δ´ ἦν, ὡς ἐκεῖνον λέγειν, ἡ πρὸς τὸν παῖδα Ἰωάννην καὶ βασιλέα εὔνοια. Καὶ ὁ μὲν εἶπεν· οἱ δὲ περὶ τὸν βασιλέα, ὡς δῆθεν εὐνοοῦντες εἰς χάριν, ἄλλος ἄλλοθέν ποθεν ἐκπηδήσαντες, διασπᾶν ὥρμων, ἀλλ´ ὁ βασιλεύς, ὡς δῆθεν φιλανθρωπευόμενος, διεκώλυε, καιρὸν εἰς ἐκδίκησιν θείς, ὡς ἔδειξεν ὕστερον. Ὁ μὲν οὖν ῥήτωρ, τὴν τοῦ κρατοῦντος ὀργὴν ὑποπτεύων, τῇ ἐκκλησίᾳ προστρέχει καὶ παρ´ αὐτῆς ἤλπιζε σῴζεσθαι. Ὁ δέ, λαβὼν ἐκεῖθεν, περιορίζει εἰς Νίκαιαν, ὡς ἐπ´ εὐμενείᾳ δῆθεν εἰς τὴν τοῦ Ὑακίνθου ἀποστέλλων μονήν.

Δεν είχε περάσει ακόμη χρόνος και οι δικοί μας ήσαν ανήσυχοι, καθώς ο αυτοκράτορας, ακούγοντας ότι και ο Ολόβωλος απέρριπτε τις ληφθείσες αποφάσεις, δεχόμενος κατηγορίες εναντίον του που δεν ίσχυαν σε καμία περίπτωση και πιστεύοντας από την άλλη ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή κι εκείνον να τιμωρήσει και να τρομάξει εμάς, έστειλε να τον φέρουν αλυσοδεμένο. Πρώτα διέταξε να τον βασανίσουν με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο. Ύστερα οργάνωσε αυτόν τον περίεργο και περίφημο θρίαμβο. Έδεσε με μακρύ σχοινί από τον λαιμό πρώτα τον Ολόβωλο, ύστερα τον Μελία Ιασίτη, έπειτα άλλον και άλλον διαδοχικά, ώσπου έφτασε συνολικά τούς δέκα άνδρες, και στο τέλος την ανιψιά τού ρήτορα, δήθεν για να καταγγείλει πρακτικές μαγείας. Όσο για τούς δύο πρώτους, επειδή αρνήθηκαν να εγκρίνουν αυτή την υπόθεση, τούς φόρτωσε με εντόσθια προβάτων, που περιείχαν τα φρικτά περιττώματά τους, με τη διαφορά ότι για τον ρήτορα διέταξε επίσης να τον χτυπούν στο πρόσωπο χωρίς διακοπή με συκώτια προβάτων. Τούς περιέφεραν έτσι σε θρίαμβο σε όλη την Πόλη, τούς γύριζαν γύρω από την εκκλησία, ταπεινώνοντάς τους εκεί, για να κάνουν τούς κληρικούς να νιώσουν περισσότερο τον φόβο και την απειλή. Αυτό λοιπόν συνέβη στις 6 Οκτωβρίου τού επόμενου έτους. Ο πατριάρχης Αρσένιος είχε πεθάνει στο νησί έξι μέρες πριν από αυτό το γεγονός, δηλαδή στις 30 Σεπτεμβρίου.

Οὔπω χρόνος τετέλεστο, καί, κινουμένων τότε τῶν ἡμετέρων, ἐπεὶ κἀκεῖνον ἤκουε τῶν δεδογμένων ἀποστατεῖν, δεξάμενος καὶ κατηγορίας μὴ προσηκούσας ἐκείνῳ μηδ´ ὁπωσοῦν, ἄλλοθεν καιρὸν νομίσας, κἀκεῖνον μὲν τιμωρῆσαι, ἡμᾶς δὲ δεδίξασθαι, ἐκεῖνον εἶναι τὸν πρέποντα, πέμπων ὑπὸ δεσμοῖς ἄγει· καὶ πρῶτον μὲν ἀπηνῶς προστάσσει καὶ ἀπανθρώπως αἰκίζεσθαι, ἔπειτα δὲ τὸν καινὸν ἐκεῖνον θρίαμβον ἀπεργάζεται. Σχοίνῳ γὰρ μακρῷ τῶν τραχήλων κελεύσας ἐκδῆσαι ἐκεῖνόν τε πρῶτον καὶ τὸν Ἰασίτην Μελίαν δεύτερον καὶ ἑξῆς ἄλλον καὶ αὖθις ἄλλον, ἕως καὶ δέκα τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀνδρῶν ποσωθέντος, ὕστατον δὲ καὶ τὴν ἐκείνου ἀνεψιάν, εἰς τὴν μαγειῶν δῆθεν ἔνδειξιν, τοὺς μὲν δύο τοὺς πρώτους, ὡς καὶ ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ἐκείνῃ μὴ κατανεύσαντας, καὶ ἐγκάτοις προβάτων ἐπιφορτίζει σὺν αὐτοῖς τοῖς ἐκείνων διαχωρήμασι, τὸν ῥήτορα δὲ διαφερόντως καὶ ἥπασι προβάτων κατὰ στόμα κελεύει τύπτεσθαι συνεχέστερον, καί, οὕτως ἀνὰ τὴν πόλιν ἅπασαν θριαμβευομένους, κύκλῳ τῆς ἐκκλησίας περιαγαγεῖν, ἀτιμοῦντας ἐκεῖσε πλέον εἰς φόβου καὶ ἀπειλῆς τοῖς κληρικοῖς ἔνδειξιν. Ἐπράττετο μὲν οὖν ταῦτα ἐλαφηβολιῶνος ἕκτῃ μηνὸς τοῦ ἐπιόντος ἔτους, τοῦ πατριάρχου Ἀρσενίου πρότερον ἢ ταῦτα γενέσθαι ἡμερῶν ἓξ κατὰ τὴν νῆσον μεταλλάξαντος, εἴτ´ οὖν τριακοστῇ γαμηλιῶνος μηνός.

Οι κληρικοί, βλέποντας τον κίνδυνο να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, παρακαλούσαν τον ηγεμόνα να γλιτώσουν από την οργή του, ώστε να παραμείνουν ήσυχοι μέχρι την επιστροφή των πρέσβεων από τη Ρώμη. Όμως οι πολλές ικεσίες τους δεν έπειθαν. Αντίθετα, θα κατηγορούνταν ανοιχτά για έγκλημα καθοσιώσεως κατά τού αυτοκράτορα, σε περίπτωση που δεν έδιναν την υπογραφή τους. Καθώς πολλοί κατέφευγαν πίσω από τον φόβο πρόσθετων περιορισμών, ο αυτοκράτορας έδωσε αμέσως διαταγή και εκδόθηκε χρυσόβουλλο, γεμάτο με τρομερές κατάρες και γεμάτο επίσης με φρικτούς όρκους. Ο αυτοκράτορας ορκιζόταν να μην επιβάλει πρόσθετους περιορισμούς, να μην επιχειρήσει, ούτε να αναλάβει, ούτε καν να σχεδιάσει να αλλάξει το σύμβολο ακόμη και κατά ένα κόμμα ή γιώτα, να μη ζητήσει τίποτε περισσότερο από τα τρία σημεία, την πρωτοκαθεδρία, το δικαίωμα έφεσης και τη μνημόνευση, και αυτά τα σημεία να αποδοθούν ως καθαροί τίτλοι σε εφαρμογή τής οικονομίας. Ειδάλλως θα εξοντωνόταν και θα εξολοθρευόταν και θα πάθαινε τα πιο φοβερά κακά. Αφού έγραψε και υπέγραψε αυτές τις δηλώσεις και τις εγγυήθηκε περαιτέρω με χρυσή σφραγίδα, έστειλε το έγγραφο στην εκκλησία με τη διαμεσολάβηση τού πρωτασηκρήτι Μιχαήλ Νεοκαισαρείτη. Καθησυχασμένοι από αυτό το γεγονός, οι αξιωματούχοι υπέγραψαν, με εξαίρεση λίγους εκείνη την εποχή. Αλλά αυτοί, όντας εξόριστοι, συναίνεσαν ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, επέστρεψαν και ενώθηκαν με την Εκκλησία, ώστε να μη λείπει κανένα μέλος τού κλήρου.

Οἱ δὲ τοῦ κλήρου, τὸν κίνδυνον σφίσιν αἰωρούμενον βλέποντες, καθικέτευον τὸν κρατοῦντα ἀνεῖναι αὐτοὺς τῆς ὀργῆς, ἐφ´ ᾧ ἡσύχως καθῆσθαι, μέχρις ἂν ἐκ Ῥώμης οἱ πρέσβεις ἐπαναζεύξωσιν· ἀλλ´ οὐ πεῖθον πολλὰ λιπαροῦντες, ἀλλ´ ἄντικρυς ἐκρίνοντο τῆς πρὸς βασιλέα καθοσιώσεως, ἢν μή γε τὰ τῆς ὑπογραφῆς τελοῖεν. Ὡς δέ τινες εἰς φόβον κατέφευγον τοῦ μή τι καὶ πλέον προσβιασθῆναι, ὁ βασιλεὺς αὐτίκα προστάσσει, καὶ λόγος ἐκτίθεται χρυσοβούλλειος, πλήρης μὲν φρικωδεστάτων ἀρῶν, πλήρης δὲ καὶ ὅρκων παλαμναιοτάτων, ἦ μὴν μὴ ἐκβιάσασθαι πλέον, μὴ διαπράξασθαι, μὴ παρεγχειρῆσαι, μηδ´ εἰς νοῦν βαλεῖν μέχρι καὶ ἐς κεραίαν μίαν καὶ ἰῶτα τὰ τοῦ συμβόλου παραγαγεῖν, μὴ πλέον τῶν τριῶν κεφαλαίων, πρωτείου καὶ ἐκκλήτου καὶ μνημοσύνου, καὶ τούτων ἐπὶ ψιλοῖς ὀνόμασι κατ´ οἰκονομίαν, ζητῆσαι· εἰ δ´ οὖν, ἐξώλη τε καὶ προώλη γενέσθαι καὶ τὰ φοβερώτατα ὑποσχεῖν. Ταῦτα γράψας καὶ ὑπογράψας, προσέτι δὲ καὶ βούλλῃ χρυσῇ κατασφαλισάμενος, πέμπει τῇ ἐκκλησίᾳ διὰ τοῦ πρωτασηκρῆτις Νεοκαισαρείτου Μιχαήλ· ᾧ δὴ καὶ βεβαιωθέντες, καθυπογράφουσιν, ἄνευ καὶ τότε τινῶν, οἳ δὴ καὶ ἐξορισθέντες, μετὰ καιρὸν συγκαταθέμενοι, κατάγονται καὶ ἑνοῦνται τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδενὸς τῶν τοῦ κλήρου ἐλλείψαντος.

Πρέπει όμως να μιλήσουμε και για τούς πρέσβεις. Γιατί αυτοί απέπλευσαν εκτός εποχής, αφού ήταν αρχές τού μήνα Μαρτίου όταν επιβιβάστηκαν στα πλοία και έφτασαν στην ανοιχτή θάλασσα. Στο τέλος τού μήνα έφτασαν στο ίδιο το ακρωτήριο Μαλέας, το οποίο συνήθως ονομάζεται επίσης Ξυλοφάγος. Ήταν τότε βράδυ τής Μεγάλης Πέμπτης και υπέστησαν τρομερό ναυάγιο. Ξαφνικά η θάλασσα έγινε βαριά. Δυνατός άνεμος κατέβηκε από τον Ελλήσποντο και σκέπασε τη στεριά και τη θάλασσα μαζί με σύννεφα. Η νύχτα δεν είχε ακόμη πέσει από τον ουρανό, κι όμως η σκιά που σκέπαζε τη γη ήταν πραγματικά νύχτα και συνηθισμένη νύχτα, εκτός από το ότι ήταν χωρίς φεγγάρι και χωρίς φώτα αστεριών. Η αστάθεια και η σύγχυση τού αέρα αύξαναν την κακή κατάσταση τής θάλασσας και σοβαρός κίνδυνος κρεμόταν πάνω από τούς ναυτικούς. Στην αρχή λοιπόν η καταιγίδα χώριζε το ένα πλοίο από το άλλο και όσοι επέβαιναν δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσο μακριά είχαν φτάσει τα άλλα. Είχαν εγκαταλειφθεί στα πολύ φουσκωμένα κύματα, για να τούς πάνε εκεί που θα τούς παρέσυρε η καταιγίδα. Αυτός είναι ο λόγος που ο Γερμανός, ο μεγάλος λογοθέτης και η ακολουθία τους έσπρωχναν τη γαλέρα τους προς την ανοιχτή θάλασσα και εκμεταλλεύονταν τον ευνοϊκό άνεμο, εμπιστευόμενοι τη θάλασσα κι ενεργώντας έτσι πιο σοφά από τούς άλλους. Γιατί εκείνοι, από μικροψυχία μπροστά στον κίνδυνο και ελπίζοντας να βρουν τη σωτηρία τους στη στεριά που βρισκόταν κοντά, αν τύχαινε να συναντήσουν λιμάνι, απέφευγαν τη στεριά, τής οποίας τούς κινδύνους φοβούνταν, αλλά δεν εμπιστεύονταν ούτε την ανοιχτή θάλασσα. Γι’ αυτό, σιγά σιγά, ο κυβερνήτης ηττήθηκε από την ορμητικότητα των κυμάτων και συγκρούστηκαν μέσα στο σκοτάδι με τα βράχια. Βυθίστηκαν με αυτόν τον τρόπο, μαζί με το πλοίο, τα περίφημα αυτοκρατορικά δώρα και το πολύτιμο τραπεζομάντηλο τής εκκλησίας, ταυτόχρονα με τούς άνδρες. Υπήρξε μόνο ένας επιζών, ο οποίος ήταν και ο αγγελιοφόρος τής καταστροφής.

Ἀλλὰ ῥητέον καὶ τὰ τῶν πρέσβεων. Ἐκεῖνοι γὰρ παρὰ καιρὸν πλεύσαντες —κρονίου γὰρ ἀρχομένου μηνὸς ταῖς ναυσὶν ἐμβάντες ἀπέπλεον—, πρὸς αὐτῷ τῷ Μαλέᾳ, ὃν καὶ Ξυλοφάγον καλεῖν εἰώθασι, λήγοντος τοῦ μηνός, γίνονται καὶ τῇ ἐνισταμένῃ τότε μεγάλῃ πέμπτῃ ἑσπέρας ναυαγίῳ χρῶνται δεινῷ. Αὐτίκα γὰρ ὤδινε μὲν ἡ θάλασσα, καὶ κατέβαινεν Ἑλλησποντίας λαμπρός, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· καὶ νὺξ μὲν οὐκ οὐρανόθεν ὀρώρει, ἀλλ´ ἦν ταῖς ἀληθείαις νὺξ ἡ σκιὰ γῆς καὶ συνήθης, πλὴν ἀσέληνός τε καὶ ἀλαμπὴς ἐξ ἀστέρων. Ἡ δὲ τοῦ ἀέρος ἀκαταστασία καὶ σύγχυσις τὸ δεινὸν ἐπηύξανε τῆς θαλάσσης, καὶ δεινὸς ἐφῆπται τοῖς πλέουσι κίνδυνος. Πρῶτον μὲν οὖν διέσχεν ὁ κλύδων τὰς ναῦς ἀπ´ ἀλλήλων, καὶ οἱ ἐν αὐταῖς οὐκ εἶχον εἰδέναι ποῦ προΐασιν ἄρα ἑκάτεροι· ἐνέδοσαν γὰρ τῷ κύματι σφοδρῶς πλημμυροῦντι, ὅπου προσαράσσων ἀγρίως καὶ φέροι. Ὅθεν καὶ οἱ περὶ τὸν Γερμανὸν καὶ τὸν μέγαν λογοθέτην ἀνώθουν τε πρὸς πέλαγος τὴν τριήρη καὶ ἐξουρίαζον, τῷ πελάγει πιστεύσαντες, σοφώτερον δρῶντες ἢ κατὰ τοὺς λοιπούς. Ἐκεῖνοι γάρ, μικροψυχήσαντες πρὸς τὸν κίνδυνον καὶ τῇ ξηρᾷ, ἐγγὺς οὔσῃ, ἐλπίζοντες σωθήσεσθαι, εἰ λιμένι ἐντύχοιεν, τὴν γῆν μὲν ἐφυλάσσοντο, τὸν ἀπὸ ταύτης δεδιότες κίνδυνον, πλὴν δ´ ἀλλ´ οὐδὲ πάλιν τῷ πελάγει ἐπίστευον. Ὅθεν καὶ κατὰ μικρὸν τῆς φορᾶς τῶν κυμάτων ἡττωμένου τοῦ κυβερνήτου, ἀφανῶς ταῖς ἀκταῖς προσπαίουσι καὶ οὕτως αὐτόνεῳ καταδύονται, δῶρα ἐκεῖνα βασιλικὰ καὶ τὴν τῆς ἐκκλησίας πολύτιμον ἐνδυτὴν αὐτοῖς ἀνδράσι συγκαταδύσαντες, ἑνὸς καὶ μόνου διασωθέντος, ὃς δὴ καὶ ἄγγελος ἐγεγόνει τῆς συμφορᾶς.

Και με αυτόν τον τρόπο ανακοινώθηκε η εξαφάνιση των αρχόντων και τής ακολουθίας τους. Οι εκκλησιαστικοί, ο μεγάλος λογοθέτης και η συνοδεία τους, αφού πολέμησαν όλη τη νύχτα ενάντια στα κύματα και τη θάλασσα και συχνά κινδύνευσαν να βυθιστούν, έφτασαν τελικά με δυσκολία στη Μεθώνη το ξημέρωμα, αφού απέφυγαν οριακά, και ενάντια σε κάθε ελπίδα, τον απειλητικό κίνδυνο.

Καὶ οὕτω μὲν οἱ ἀμφὶ τοὺς ἄρχοντας ἐξαπολωλότες ἠγγέλλοντο· οἱ δὲ περὶ τοὺς τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν μέγαν λογοθέτην, τὴν νύκτα πᾶσαν πρός τε κῦμα πρός τε θάλασσαν διαναυμαχοῦντες καὶ πολλάκις ἐγγὺς ἐλθόντες τοῦ καταδῦναι, μόλις καὶ σὺν πολλῇ βίᾳ, ὑπαυγαζούσης ἡμέρας, πρὸς Μεθώνην γίνονται, μόγις ἀποδράσαντες παρ´ ἐλπίδα πᾶσαν τὸν ἐφεστῶτα κίνδυνον.

Παραμένοντας εκεί πολλές ημέρες, για να μάθουν την τύχη τής άλλης γαλέρας, αν είχε γλιτώσει από την καταιγίδα, ενημερώθηκαν για την πικρή είδηση λίγο αργότερα. Έχοντας απομείνει μόνοι, καθώς ήταν αδύνατο να γυρίσουν πίσω, προχώρησαν να αποπλεύσουν για τη Ρώμη. Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στον πάπα και εκπλήρωσαν το αντικείμενο τής πρεσβείας τους. Ο πάπας δέχτηκε τούς πρέσβεις με τόση χαρά, που τούς δώρισε τιάρες, μίτρες και δαχτυλίδια, όπως συνηθίζουν εκείνοι με επισκόπους. Περνώντας λοιπόν εκεί την άνοιξη και το καλοκαίρι και παίρνοντας από τον πάπα τα επιθυμητά σημάδια καλοσύνης, διεκπεραίωσαν επιτυχώς την πρεσβεία τους και στο τέλος τού φθινοπώρου έφτασαν στην Πόλη μαζί με πρέσβεις.

Ἐκεῖσε δ´ ἀνέσαντες ἡμέρας πλείους, ἐφ´ ᾧ μαθεῖν τὰ τῆς ἄλλης τριήρεως, εἴ που τοῦ κλύδωνος διαγένοιτο, ἐν εἰδήσει γίνονται τῆς πικρᾶς ἀγγελίας μετ´ οὐ πολύ· οἳ δὴ καὶ μόνοι λειφθέντες, ἐπεὶ οὐκ ἦν ὑποστρέφειν, τοῖς πρόσω ἐπιβαλλόμενοι, πρὸς τὴν Ῥώμην ἀπέπλεον. Καὶ δι´ ὀλίγων ἡμερῶν καταλαβόντες τὸν πάπαν, τὰ τῆς πρεσβείας ἐπλήρουν, ἀσμένως ὑποδεξαμένου τοῦ πάπα τοὺς πρέσβεις, ὥστε καὶ τιμῆσαι σφᾶς τιάραις τε καὶ μίτραις καὶ δακτυλίοις, ὡς ἡ ἐκείνων ἔχει ἐπ´ ἀρχιερεῦσι συνήθεια. Ἔαρ οὖν καὶ θέρος ἐκεῖσε διαγαγόντες καὶ τὰ εἰκότα φιλοφρονηθέντες παρὰ τοῦ πάπα, τὰ τῆς πρεσβείας διευθετοῦσι καί, φθινοπώρου λήγοντος, συνάμα πρέσβεσι τὴν πόλιν καταλαμβάνουσιν.

Από τότε, λοιπόν, ήταν απαραίτητο να παύσει εντελώς ο πατριάρχης τα καθήκοντά του, σύμφωνα με παλαιότερες συμφωνίες, να μνημονεύεται ο πάπας και έτσι να εκλεγεί και στη συνέχεια να τοποθετηθεί αυτός που επρόκειτο να ανυψωθεί στη θέση τού πατριάρχη. Η απομάκρυνση τού πατριάρχη ήταν λοιπόν δύσκολη υπόθεση, αφού αυτός ο άνθρωπος δεν παραιτούνταν αυθόρμητα από την προεδρία. Καθώς λοιπόν δεν παραιτούνταν, προσκομίστηκαν μάρτυρες για τη συμφωνία που είχε κάνει ο πατριάρχης με τον αυτοκράτορα. Αυτοί ήσαν ο δικαιοφύλαξ Σκουταριώτης και οι δικοί του. Ο πατριάρχης υποτίθεται ότι είχε δώσει την υπόσχεση για οικειοθελή αποχώρηση, αν πετύχαινε η επιχείρηση. Οι επίσκοποι θεωρούσαν αυτή τη δήλωση ως τέλεια παραίτηση, χωρίς να υπολογίζουν τον όρκο. Η πρώτη αποτελούσε υπόσχεση και ο δεύτερος έκδηλο εμπόδιο. Γιατί ο όρκος τού αφενός να μην αποδεχθεί την πράξη και αφετέρου η υπόσχεσή τού να αποσυρθεί, σε περίπτωση που αυτή πραγματοποιούνταν, καθιέρωναν ξεκάθαρα τη δική του παραίτηση, αφού η πράξη πραγματοποιήθηκε. Γιατί άραγε έπρεπε να παραμένει επικεφαλής των υποθέσεων τής εκκλησίας, αφού είχε πετύχει η επιχείρηση, που τον είχε οδηγήσει να ορκιστεί ότι δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή του και να υποσχεθεί ότι θα αποσυρόταν αμέσως, μόλις πετύχαινε; Για αυτούς τούς λόγους ψήφισαν υπέρ τής αργίας του. Στις 9 Ιανουαρίου σταμάτησε η μνημόνευσή του και πήγε από τη Μονή Περιβλέπτου στη Λαύρα τού Ανάπλου.

Ἦν οὖν ἀπεντεῦθεν ἀργῆσαι μὲν τὸν πατριάρχην κατὰ τὰ συγκείμενα τέλεον, μνημονεύεσθαι δὲ τὸν πάπαν, καὶ εἶθ´ οὕτως καὶ τὸν εἰς πατριάρχην ἀνάγεσθαι μέλλοντα ψηφίζεσθαί τε καὶ καθιστᾶν. Τὸ μὲν οὖν τὸν πατριάρχην παρακινεῖσθαι ἐργῶδες ἦν, ἐπεὶ οὐκ αὐτόθεν ἐκεῖνος παρῃτεῖτο τὴν προστασίαν. Ὡς γοῦν οὐκ ἦν παραιτεῖσθαι, μάρτυρας τῶν πρὸς βασιλέα λόγων ἐκείνου ὡς ἦν παραστήσαντες—οἱ δ´ ἦσαν οἱ περὶ τὸν δικαιοφύλακα Σκουταριώτην—, ὡς ὑπισχνουμένου δῆθεν τοῦ πατριάρχου τὴν ἑκουσίαν ἐκχώρησιν, εἰ εὐοδοῖτο τὸ ἔργον, ταύτην τὴν φωνὴν ὡς παραίτησιν τελείαν, προσέτι δὲ καὶ τὸν ὅρκον, ἔκρινον οἱ ἀρχιερεῖς, τὴν μὲν ὡς ὑπόσχεσιν, τὸν δὲ ὡς κωλύμην ἄντικρυς. Τὸ γὰρ ἔνθεν μὲν μὴ καταδέχεσθαι τὴν πρᾶξιν ὀμνύοντα, ἐκεῖθεν δὲ γεγονυίας ἐκχωρεῖν ὑπισχνούμενον, δηλοῦντος ἦν πάντως, προχωρούσης τῆς πράξεως, τὴν ἰδίαν παραίτησιν· ἐπὶ τί γὰρ καὶ ἐπὶ τῶν τῆς ἐκκλησίας πραγμάτων εἶναι, τῆς πράξεως ἀποβάσης, ἧς χάριν καὶ ὅρκους ἐτίθει τοῦ μὴ δέξασθαι καὶ ὑποσχέσεις τοῦ ἐκχωρεῖν αὐτίκα προβάσης; Διά τοι ταῦτα καὶ ἀργίαν ἐκείνου καταψηφίζονται, καί γε μηνὸς ἑκατομβαιῶνος ἐννάτῃ παύεται τὸ τούτου μνημόσυνον, καὶ πρὸς τὴν κατὰ τὸν Ἀνάπλουν Λαύραν ἐκ τῆς Περιβλέπτου μεταφοιτᾷ.

Στις 16 τού ίδιου μήνα [Ιανουαρίου], όταν ο Νικόλαος Χαλκηδόνος λειτουργούσε στα ανάκτορα και οι πρέσβεις ήσαν παρόντες μαζί με τον αυτοκράτορα, ο απόστολος διαβάστηκε δύο φορές, δηλαδή το απόσπασμα από το βιβλίο των Πράξεων. Γιατί ήταν η μέρα τής γιορτής τού Πέτρου, τού κορυφαίου των αποστόλων, γιορτή που γιορτάζει η Εκκλησία με την ευκαιρία τής κατάθεσης τής τίμιας αλυσίδας του. Με τον ίδιο τρόπο, επίσης, διαβάστηκε το θείο ευαγγέλιο, τόσο στα ελληνικά όσο και στα λατινικά. Και έτσι μνημονεύτηκε στον κατάλληλο χώρο ο πάπας από τον διάκονο. Ήταν ο Γρηγόριος, που μνημονεύτηκε ως ανώτατος αρχιερέας τής αποστολικής Εκκλησίας και οικουμενικός πάπας.

Τοῦ δ´ αὐτοῦ μηνὸς ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ, τοῦ Χαλκηδόνος Νικολάου ἱερουργοῦντος κατὰ τὰ ἀνάκτορα, ἀναγινώσκεται μὲν διττῶς, τῶν πρέσβεων συνάμα τῷ βασιλεῖ ἐκεῖσε παρόντων, ὁ ἀπόστολος, εἴτ´ οὖν ἡ περικοπὴ τῆς τῶν Πράξεων βίβλου—Πέτρου γὰρ τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων ἤγετο ἑορτή, ἣν ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία ἐπὶ τῇ καταθέσει τῶν θείων ἁλύσεων—, ἀναγινώσκεται δὲ ὡσαύτως καὶ τὸ θεῖον εὐαγγέλιον Γραικικῶς τε ὁμοῦ καὶ Ῥωμαϊκῶς, καὶ οὕτως κατὰ τόπον οἰκεῖον καὶ ὁ πάπας παρὰ τοῦ διακόνου ἐμνημονεύετο· ὁ δ´ ἦν ὁ Γρηγόριος, ἄκρος ἀρχιερεὺς τῆς ἀποστολικῆς ἐκκλησίας καὶ οἰκουμενικὸς πάπας μνημονευόμενος.»

Πρβλ. γενικά Belgrano και Imperiale, Annali genovesi, IV (1926), 171-72 και V (1929), 16, 29, Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1 (Μπολώνια. 1938- 48), 320-21 και Sanudo, Regno di Romania, στο Hopf, Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 135. Επίσης για το ιστορικό των τότε ταραχών στη Λυών βλέπε την εξαιρετική μελέτη τού M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V (Pierre de Tarentaise) et son temps, Πόλη Βατικανού, 1947, ανατύπ. 1961, σελ. 110-33 (Studi e testi, αριθ. 129). Ο διάσημος Πιέρ ντε Ταρενταίζ, αργότερα πάπας Ιννοκέντιος Ε΄ (1276), διορίστηκε από τον Γρηγόριο Ι’ στην αρχιεπισκοπική έδρα τής Λυών στις 6 Ιουνίου 1272, για να επιβάλει ειρήνευση στην πόλη και την αρχιεπισκοπή του, ως πρώτο βήμα για την προετοιμασία τής επερχόμενης συνόδου.

[←15]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 194, σελ. 67-73, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1272, αριθ. 25-30, τομ. XXII (1870), σελ. 283-87, Tuatu, Acta … (1261-1276), αριθ. 32, σελ. 91-100. Στις 25 Oκτωβρίου (1272) ο Γρηγόριος έγραψε επίσης στον πατριάρχη Ιωσήφ Α΄ (1267-1275) τής Κωνσταντινούπολης, ζητώντας του να συμμετάσχει προσωπικά στη σύνοδο με τον απαραίτητο ελληνικό κλήρο [Guiraud, ό. π., αριθ. 196, σελ. 74, Tuatu, ό. π., αριθ. 34, σελ. 103-4]. Ο Μιχαήλ Η΄ ανταποκρίθηκε στην επιστολή τού πάπα με ενθουσιώδη επιδοκιμασία [Guiraud, ό. π., αριθ. 313-14, σελ. 119-23, χωρίς ημερομηνία] και ζήτησε ασφάλεια για τούς απεσταλμένους του. Τα λατινικά κείμενα των επιστολών τού Μιχαήλ παρέχονται επίσης στον Wadding, Annales Minorum, IV (1931), 416-21, ενώ σύντομες περιλήψεις παρέχονται από τον Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1553-54, σελ. 380, με παραπομπές στη δημοσίευση των επιστολών από τον Wadding, από τoυς Raynaldus, Labbe, Hardouin, Martène, Sbaralea, κλπ.

[←16]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 194, σελ. 68b:

«… ο αγαπημένος μας γιος, ο αδελφός Ιωάννης τού τάγματος των Μινοριτών [Φραγκισκανών], σταλμένος από τη γαληνότητά σας, έφτασε εδώ ως καλός αγγελιoφόρος από μακρινή χώρα…»

(… dilectus filius frater Johannes de ordine Minorum a tua serenitate transmissus, bonus de terra longinqua nuncius, supervenit…).

Επίσης στους Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1272, αριθ. 26, τομ. XXII (1870), σελ. 284a και Wadding, Annales Minorum, IV (1931), 388. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3 (1932), αριθ. 1986, σελ. 58-59 και γενικά Roberg, Union, σελ. 95 και εξής.

[←17]

Πρβλ. Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, II (CSHB, Βόννη, I, 371):

Λίγο μετά, όταν εγκαταστάθηκε ο Γρηγόριος, φτάνουν από εκεί πρέσβεις στο Βυζάντιο. Αυτοί οι πρέσβεις ήσαν μοναχοί, ένας από τούς οποίους ονομαζόταν Ιωάννης Παράστρων, πολίτης τής πόλης στην καταγωγή και μορφωμένος στην ελληνική γλώσσα. Ήταν τόσο ένθερμος για την ένωση των εκκλησιών που, όπως υποστήριζε στις δηλώσεις του, συχνά εξέφραζε την επιθυμία να πεθάνει αμέσως, υπό τον όρο μόνο να συναφθεί ειρήνη. Πράγμα που συνέβη αργότερα. Αυτά έλεγε, και ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ θερμός ζηλωτής τής ειρήνης, ώστε να πηγαίνει συχνά στον πατριάρχη και στη σύνοδο για να τούς παρακαλέσει και να την επισπεύσει. Σεβόταν τις τελετουργίες μας σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές, όταν ο πατριάρχης λειτουργούσε, όχι μόνο αφαιρούσε το κάλυμμα τού κεφαλιού του, αλλά έπαιρνε μαζί του και τούς συντρόφους του, έμπαινε στο ιερό και, όρθιος κοντά στον επίσκοπο, έλεγε μαζί του τις προσευχές με κάθε ζέση. Με αυτή λοιπόν την ευγένεια και αυτή την ευσέβεια συμπεριφερόταν στους δικούς μας. Απευθυνόμενος στους Ιταλούς από την άλλη, έλεγε ότι θα ήταν καλό και ασφαλές να εγκαταλείψουν την προσθήκη, την αιτία τού σκανδάλου για τούς αδελφούς, και έτσι να συνάψουν ειρήνη. Αν όχι, ήταν σωστό να λάβουν και οι Έλληνες τις εξηγήσεις των Λατίνων επί τής προσθήκης. Έτσι, όταν οι μεν [Λατίνοι] λένε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, και εσείς από τον Πατέρα δια τού Υιού, παραφρονούν και οι δύο, θέλοντας να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια τού Θεού. Εκείνος έλεγε αυτά τα λόγια, συγκαλύπτοντας τη τολμηρή κίνηση που γινόταν για το σύμβολο, επειδή ήταν πρέσβης και ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να κάνει την πρεσβεία τού επιτυχημένη.

«Μετ´ οὐ πολὺ δέ, καταστάντος τοῦ Γρηγορίου, πρέσβεις ἐκεῖθεν καταλαμβάνουσι τὸ Βυζάντιον, καὶ οἱ πρέσβεις φρέριοι, ὧν εἷς ἦν Ἰωάννης Παράστρων ὠνομασμένος, πολίτης ἀρχῆθεν καὶ ξυνετὸς τὰ ἐς γλῶσσαν Ἕλληνα, ᾧ δὴ καὶ ζῆλος ἦν ὑπὲρ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν ἑνώσεως, ὡς ἐκεῖνος λέγων παρίστα, ὥστε καὶ πολλάκις κατεύχεσθαι ἑαυτοῦ αὐτίκα θάνατον, ἢν μόνον προβαίη τὰ τῆς εἰρήνης· ὃ δὴ καὶ γίνεται ὕστερον. Ταῦτ´ ἔλεγε καὶ ταῖς ἀληθείαις σπουδαστὴς ἦν τῆς εἰρήνης θερμότατος, ὥστε πολλάκις καὶ παραβάλλων πατριάρχῃ τε καὶ τῇ συνόδῳ κατελιπάρει καὶ ταύτην ἐπέσπευδε, τὰ μὲν καθ´ ἡμᾶς ἐκθειάζων, ὥστ´ ἐνίοτε καὶ ὅτε ὁ πατριάρχης λειτουργοίη, αὐτὸν ἀποτιθέμενον τὴν καλύπτραν, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τοὺς μετ´ αὐτοῦ συλλαμβάνοντα, εἰσέρχεσθαι τὰ ἄδυτα καί, παρὰ τὸν τυχόντα ἀρχιερέα ἱστάμενον, τὰς μυστικὰς συναναγινώσκειν εὐχὰς μετὰ πάσης ἐνθουσιότητος. Τοῖς μὲν οὖν ἡμετέροις οὕτω κοσμίως καὶ εὐλαβῶς προσεφέρετο, πρὸς δ´ Ἰταλοὺς ἀφορῶν, καλὸν εἶναι καὶ ἀσφαλὲς ἔλεγεν, ἀφεμένους τῆς προσθήκης, εἰς σκάνδαλον προκειμένης τοῖς ἀδελφοῖς, οὕτως εἰρηνεύειν· εἰ δ´ οὖν, καὶ αὐτοὺς ἀπολογουμένους ἐπὶ τῇ προσθήκῃ δίκαιον δέχεσθαι, ὥστε καὶ τοὺς μὲν λέγοντας ἐκ Πατρὸς Υἱοῦ τε, ὑμᾶς δὲ ἐκ Πατρὸς δι´ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, παραπληκτίζειν καὶ ἄμφω, εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντας. Ἐκεῖνος μὲν οὖν ταῦτ´ ἔλεγε, συσκιάζων τὸ ἐπὶ τῷ συμβόλῳ τόλμημα, πρέσβις ὢν καὶ προὔργου μᾶλλον παντὸς τὸ πρεσβευόμενον θέλων ἀνύτειν.»

[←18]

Guiraud, ό.π. και βλέπε ιδιαίτερα G. Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (Καράτσι, 1906), 283 και εξής και II (1913), 415 και εξής. Πρβλ. επίσης Roncaglia, Les Frères Mineurs, 1954, σελ. 140 και εξής, 149 και εξής.

O Μιχαήλ Η΄ έκανε ασφαλώς ό,τι μπορούσε για να επιβάλει την ένωση στον βυζαντινό κλήρο [Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 119, 141, 162-63, 172-73], πράγμα που προκάλεσε φυσικά μεγάλη αντίθεση στην Κωνσταντινούπολη προς την αυτοκρατορική πολιτική. Aνάμεσα στους αντιπάλους με τούς οποίους έπρεπε να ανταγωνιστεί ο Μιχαήλ ήσαν η ίδια η αδελφή του Ευλογία, ο μοναχός με επιρροή Ιώβ Ιασίτης και ο αμφιταλαντευόμενος πατριάρχης Ιωσήφ Α΄, για τον οποίο βλέπε Louis Petit, «Joseph le Galesiote», στο Dictionnaire de theologie catholique, VI11-2 (Παρίσι, 1925), 1541-42.

Ύστερα από σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατριάρχης Ιωσήφ, αν και μετανόησε εκ των υστέρων, υπέγραψε «όρκο» ότι δεν θα αποδεχόταν την προτεινόμενη ένωση των Εκκλησιών μέχρι να αφαιρέσουν οι Λατίνοι το Filioque από το σύμβολο τής πίστεως:

«Ἀπολογία τοῦ παναγιωτάτου καὶ οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Ἰωσήφ ἐπὶ τοῖς προβληθεῖσιν ὑπὲρ τῶν Λατίνων ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ θεομεγαλοδυνάτου καὶ ἁγίου βασιλέως Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας, ἐκπονηθεῖσα τῷ Ἱερομονάχῳ Ἰὼβ τῷ μαθητῇ τούτου διὰ τῆς τούτου παρακελεύσεως καὶ δεικνῦσα μὴ δεῖν εἶναι μήτε τῶν πρωτείων ὡς ἀρχιερεῖ τῷ Πάπᾳ παραχωρεῖν, μητε ἔκκλητον τούτῳ διδόναι, μήτε ἀναφέρειν ἐν τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις αὐτὸν ἕως ἄν στέργῃ τὰ καινοτομηθέντα τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης παρὰ τὰς τῶν ἁγίων Πατέρων παραδόσεις καὶ τὰ θεσπίσματα. Ταῦτα προεβάλλοντό τινες τά τρία κεφάλαια καὶ ἀπροκριμάτιστον εἰσηγοῦντο τὴν τούτων δόσιν, κἄν ὅπως ἄρα καὶ ἔχῃ ὁ Πάπας, τὸ βασιλικὸν ἀναλαμβάνοντες πρόσωπον, πρὸς οὕς ὁ θεῖος Πατριάρχης ἀντικαθιστάμενος καὶ ἀντιπίπτων μετὰ τῆς συμμαχίας τοῦ Πνεύματος τοὐναντίον δείκνυσιν ἅπαν καὶ ἀνασκευάζει τὰ προβαλλόμενα ἐκ περιουσίας, ὡς ἐν τοῖς κατὰ μέρος παντὶ τῷ βουλομένῳ ἐντυγχάνειν γνωσθήσεται. … Εἰ γὰρ τῷ μεγίστῳ Πάπᾳ δοίημεν κατὰ τὴν ἡμῖν ἱεραρχίαν πρεσβεῖα, οὐκ ἀσεβείας παῦλαν οἰκονομήσομεν, ἀλλὰ στήριξιν˙ οὐ λύσιν κακίας, ἀλλ’ ἰσχυροτέραν βεβαίωσιν˙ οὐκ ἀποβολὴν σηπεδόνος καὶ νόσου, ἀλλὰ μονιμωτέραν ἕξιν καὶ φθορὰν καὶ θάνατον ἄντικρυς. Εἰ γὰρ νῦν ἐλεγχόμενος παρ’ ἡμῶν, παρακαλούμενος, ἐγκαλούμενος, ἐπιτιμώμενος, ἔστιν ὅπου δι’ αὐτολέκτων ὁμιλιῶν, δι’ ἐπιστολῶν, δι’ ἑτέρων μυρίων μεθόδων, δι’ ὧν ὑπόμνησίς τε αὐτῷ τῶν τετολμημένων καὶ πρὸς ἐπιστροφὴν παράκλησις γίνεται, καὶ τὴν οἰκείαν πλήττουσαν συνείδησιν ἔχων οἷς ἀπέρρωγε τῆς συναφείας τῶν ἀδελφῶν, οἷς σκανδαλίζει τούτους, οἷς ἀπόβλητος ὀνομάζεται, ὁ δὲ ἀλλὰ ταῦτα μὲν παρ’ οὐδὲν ἡγεῖται, ἀποπηδᾷ δὲ καὶ ἀντιλέγει καὶ πρὸς τὸ σφέτερον μόνως διαβούλιον ἀπονένευκε, πῶς ἡμῶν κρατήσας καὶ ὑπερκαθίσας ὡς δικαστὴς, καὶ τὸ ἀντιπίπτον ὑποχείριον ποιησάμενος οὐκ ἀνομήσει μᾶλλον; οὐκ ἀσεβήσει; οὐ τὰ δεινότερα διαπράξεται; οὐχί καὶ τὸν, εἰ καὶ τις καταλέλειπται τῆς εὐσεβείας σπινθὴρ, συγκατακλύσει τῆς ἀσεβείας τῷ ῥεύματι; Ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ ἄν ποτε τῷ μή διὰ τῆς θύρας, τῆς τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ θεολογίας, εἰσερχομένῳ, ἀλλὰ ἀλλαχόθεν τῇ τοῦ οἰκείου νοὸς φυσιώσει μεταρσιουμένῳ καὶ ἀναβαίνοντι, ἑκὼν τῆς εἰσόδου τῆς εἰς τὴν ποίμνην παραχωρήσαιμι˙ κλέψει γαρ προδήλως καὶ θύσει καὶ ἀπολέσει καὶ ποιμένας καὶ ποίμνια…».

Bλέπε Vitalien Laurent, «Le serment antilatin du patriarche Joseph Ier (juin 1273)», Échos d’ Orient, XXVI (Παρίσι, 1927), 396-407, ο οποίος δημοσιεύει το κείμενο τού όρκου, τον οποίο είχε συντάξει ο Ιώβ Ιασίτης.

[←19]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 195, σελ. 73-74, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 33, σελ. 100-2. O Τζερόμ τού Άσκολι και οι σύντροφοί του έπρεπε να παραλάβουν την ομολογία καθολικής πίστης των Ελλήνων. Η επιστολή τού πάπα παρέχεται επίσης από τον Wadding, Annales Minorum, IV, 395-96 και πρβλ. Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1555, σελ. 381.

[←20]

Wadding, Annales Minorum, IV, 424-25. Η επιστολή τού Γρηγόριου με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1273 (στην οποία γίνεται αναφορά και πιο κάτω), εκθέτει την πίεση που ασκούσε η Ανδεγαυή παράταξη στην παπική κούρτη, να αντιμετωπίσει τον Μιχαήλ Η΄ «με διαφορετικό τρόπο» (via alia) και όχι με διπλωματία [στο ίδιο, IV, 422-23].

[←21]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 197-98, σελ. 74- 75, Wadding, Annales Minorum, IV, 396-97, 397-98, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1557-58, σελ. 381-82.

[←22]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 4-7, σελ. 3, κείμενα με ημερομηνία 5 Mαϊου 1272, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1272, αριθ. 48 και εξής, τομ. xxii (1870), σελ. 293 και εξής.

[←23]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1272, αριθ. 31, τομ. xxii (1870), σελ. 287-88 και πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 40 και εξής, Hefele-Leclercq. Histoire des conciles, VI-1, 162. Στις 12 Ιουλίου 1273 ο Γρηγόριος επικύρωσε ασταθή ειρήνη μεταξύ των Γουέλφων (Guelfs) και των Γιβελλίνων (Ghibellines). Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 335, σελ. 129-32.

[←24]

Πρβλ. Walter Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, ανατύπ. Νέα Υόρκη. 1958, σελ. 501, Roncaglia, Les Frères Mineurs, 1954, σελ. 152. Ο πάπας Γρηγόριος προειδοποίησε την ενετική κυβέρνηση περισσότερες από μία φορά, να μην επιδιώκει «διαπραγματεύσεις εκεχειρίας» (treugarum tractatus) με τον Μιχαήλ Η΄. Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 845-46, 927-29, σελ. 346-47, 363-64, όλες οι επιστολές χωρίς ημερομηνία.

Λόγω των διαφωνιών τού πάπα, η Βενετία προφανώς καθυστερούσε να ανανεώσει την ειρήνη ή εκεχειρία με το Βυζάντιο, αλλά οι δύο πλευρές πρόσεχαν να αποφεύγουν κάθε σοβαρό πρόβλημα στις μεταξύ τους σχέσεις. Μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 1274, όταν ο Γρηγόριος είχε πειστεί για την αποδοχή από τον Μιχαήλ τής ένωσης με τούς παπικούς όρους, προφανώς έδωσε εντολή στον Τιέπολο να συνάψει εκεχειρία με το Βυζάντιο. Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1632, σελ. 399.

[←25]

«… de generali morum reformatione, quorum deformatio in clero et populo nimis generaliter obrepsisse videtur…». Πρβλ. Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 194, σελ. 68. Πρβλ. F. Vernet, «Le Concile oecumenique de Lyon», Dictionnaire de theologie catholique, IX-1 (Παρίσι, 1926), 1374-75.

Στα τέλη Μαΐου και τον Ιούνιο τού 1273 ο Γρηγόριος έκανε πέντε καρδινάλιους στο Ορβιέτο, μεταξύ των οποίων τον Μποναβεντούρα, στρατηγό των Φραγκισκανών και τον Δομινικανό Πιέρ ντε Ταρενταίζ, αργότερα πάπα Ιννοκέντιο Ε΄. Vernet, στο DTC, IX-1, 1375. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1272 (sic), αριθ. 68, τομ. XXII (1870), σελ. 299, που αναφέρει τον Πτολεμαίο τής Λούκκα. Andre Callebaut, «La Date du cardinalat de saint Bonaventure (28 mai 1273)», στο Archivum Franciscanum historicum, XIV (Καράτσι, 1921), 401-14. Πρβλ. επίσης Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1581, σελ. 387-88.

[←26]

Πρβλ. Gatto. Il Pontificato di Gregorio X (1959), σελ. 76-83 και πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1273, αριθ. 35 και εξής, τομ. XXII (1870), σελ. 314 και εξής. Kατά τη διάρκεια τού Ιουνίου και Ιουλίου 1273 ο Γρηγόριος βρισκόταν στη Φλωρεντία, προσπαθώντας να κάνει ειρήνη μεταξύ των Γουέλφων (Guelfs) και των Γιβελλίνων (Ghibellines). Πρβλ. Fritz Kern, Acta Imperii Angliae et Franciae (1267-1313), Τύμπινγκεν, 1911, έγγραφο αριθ. 2, σελ. 2.

[←27]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 316, σελ. 124 και πρβλ. αριθ. 317-19, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 37, σελ. 111-12, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1591, 1593, σελ. 391-92. Εν μέσω τής πλημύρρας των παπικών επιστολών που ζητούσαν άδειες ασφαλούς διέλευσης για τούς απεσταλμένους τού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου μπορούμε επίσης να σημειώσουμε εκείνες που απευθύνονταν στον Φίλιππο των Κουτρεναί, τώρα Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης (γιο τού εκλιπόντος Βαλδουΐνου Β΄) και στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, πρίγκηπα Αχαϊας [Wadding, Annales Minorum, IV, 421-22, 423]. Ο Μπερνάρ Αιγκλιέ (Bernard Ayglier), ηγούμενος τού Μόντε Κασσίνο, θα συναντούσε τούς απεσταλμένους οπουδήποτε αποβιβάζονταν αυτοί στο βασίλειο τής Σικελίας και θα τούς οδηγούσε στον πάπα [Guiraud, ό. π., αριθ. 317, σελ. 124].

Αν και ο Γρηγόριος επέμενε να απέχει ο Κάρολος Ανδεγαυός (Charles d’ Anjou) από κάθε πράξη ένοπλης εχθρότητας κατά τού Βυζαντίου, δεν διαφώνησε με τις συνεχιζόμενες προετοιμασίες τού Καρόλου στην Aχαϊα και την Ήπειρο [πρβλ. Thallóczy, Jireček και Sufflay, Acta et Diplomata Albaniae, I (1913), αριθ. 295, 297, 299, 304, 306, σελ. 84-89], προφανώς για να παρακινήσει την επιθυμία τού Μιχαήλ να δει την ένωση να επιτυγχάνεται. Πρβλ. Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 499-501 και Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus (1959), σελ. 241, 256-57.

[←28]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 315, σελ. 123, Wadding, Annales Minorum, IV, 422-23, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 38. σελ. 112-13, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1273, αριθ. 50, τομ. XXII (1870), σελ. 320, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1596, σελ. 392. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2002-2a, σελ. 62.

[←29]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 320, σελ. 124-25, Wadding, Annales Minorum, IV, 424, έγγραφο γραμμένο στη Λυών στις 25 Νοεμβρίου 1273, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1597, σελ. 392-93.

[←30]

Guiraud, Registres de Grégoire X, αριθ. 327, σελ. 126, έγγραφο με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 1273, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1608, σελ. 394.

[←31]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 29-30, τομ. xxii (1870). σελ. 332-33, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles (Ιστορία των συνόδων), VI-1, 168, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1611, σελ. 395, με σχετικές αναφορές στους χρονικογράφους. Ο Θωμάς Ακινάτης (Thomas Aquinas) αγιοποιήθηκε τον Ιούλιο τού 1323 [Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1323, αριθ. 64-66. τομ. xxiv (1872), 234-36]. Aνακηρύχθηκε διδάσκαλος τής εκκλησίας τον Απρίλιο τού 1567. Για τον θάνατό του πρβλ. τις διαπλαστικές ιστορίες στο Fr. Thomas Pègues και Abbe Maquart, Saint Thomas d’Aquin. Sa vie par Guillaume de Tocco et les témoins au procès de canonisation, Τουλούζ και Παρίσι, 1924, σελ. 128 και εξής, 193-97, 198 και εξής, κλπ., 288-91, κλπ.

[←32]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 1-3, τομ. XXII (1870), σελ. 321-23, με σημειώσεις, Wadding, Annales Minorum, IV, 425, 434-35, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1647, σελ. 404, Hefele-Leclercq, Ηistoire des conciles, VI-1, 168 και εξής, Gatto, Il Pontificato di Gregorio X, σελ. 82-84. Από στιγμιαία απροσεξία ο M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 147 τοποθετεί την έναρξη των εργασιών τής συνόδου στις 7 Μαρτίου. Tο άρθρο τού Αugustin Fliche, «Le Probleme oriental au second concile oecumenique de Lyon (1274)», Orientalia Christiana periodica, XIII (1947), 475-85, είναι μάλλον ελαφρό.

[←33]

Antonino Franchi, Il Concilia II di Lione (1274) secondo la Ordinatio Concilii generalis Lugdunensis, Ρώμη, 1965, σελ. 67-73, ιδιαίτερα σελ. 72 (Studi e testi Francescani, αριθ. 33). To Ordinatio Concilii έχει εμφανιστεί σε εννέα εκδόσεις (από το 1612 μέχρι το 1890) πριν από εκείνη τού Franchi, κυρίως κάτω από τον εντελώς παραπλανητικό τίτλο Brevis nota eorum quae in secundo Concilia Lugdunensi generali acta sunt (Σύντομες σημειώσεις για εκείνα που υπάρχουν στις πράξεις τής δεύτερης γενικής συνόδου τής Λυών) [στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 61-68, ενώ για το εδώ θέμα σημειώστε στήλη 63AB].

[←34]

Heinrich Finke, Konzilienstudien zur Geschichte des 13. Jahrhunderts, Μύνστερ, 1891, σελ. 4-8. Πρβλ. Martin of Troppau (Oppaviensis), Chronicon pontificum et imperatorum, στο MGH, SS., XXII (1872), 442: «Αλλά ο αριθμός των ιεραρχών, που ήσαν στη σύνοδο, ήταν 500 επίσκοποι, 60 ηγούμενοι και χίλιοι άλλοι ιεράρχες» (Numerus autem prelatorum, qui fuerunt in concilio, 500 episcopi, 60 abbates et alii prelati circa mille).

Αυτή είναι η πηγή από την οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διάφροι παρόμοιοι ή μεγαλύτεροι αριθμοί εισέρχονται στις εργασίες των Guillaume de Nangis, Πτολεμαίου τής Λούκκα, Bernard Gui, Martin τής Fulda, Henry τού Herford, στο Chron. S. Dertini τού John Iperius και άλλων. Πρβλ. την μάλλον άκριτη σημείωση τού Mansi, ο οποίος δεν γνωρίζει τον Μάρτιν τουύ Τρόππαου, στο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 1, τομ. XXII (1870), σελ. 322, ενώ για την εξάρτηση των μεταγενέστερων χρονικογράφων από την εργασία τού Μάρτιν βλέπε, πέρα από το Finke, Konzilienstudien, τον M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 3 και εξής, αλλά και ο Laurent, στο ίδιο, σελ. 147, φαίνεται να μη γνωρίζει το Finke, Konzilienstudien και αποδέχεται τούς υπερβολικούς αριθμούς που παρέχονται συνήθως από τούς χρονικογράφους [πρβλ. Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1648, σελ. 405-6].

[←35]

Πρβλ. Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, Concilio II di Lione, σελ. 69-70 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 62, 133, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, Vl-1, 169, Vernet στο Dictionnaire de theologie catholique, IX-1 (1926), στήλη 1376. Επίσης πρβλ. Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1649 και εξής, 1763. Ο Τζερόμ τού Άσκολι, που έφτασε έγκαιρα από την αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη για να συμμετάσχει στη σύνοδο, έγινε καρδινάλιος από τον Νικόλαο Γ΄ το 1278, ενώ εκλέχτηκε ο ίδιος ως πάπας Νικόλαος Δ΄ ύστερα από μια δεκαετία (τον Φεβρουάριο τού 1288).

[←36]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 3, τομ. XXII (1870), σελ. 323, Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, Concilio II di Lione, σελ. 75-77, 106 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 63E-64A. Την επιστολή την οποία διάβασε ο Γρηγόριος στον καθεδρικό είχε στείλει ο Τζερόμ τού Άσκολι από τη Λευκάδα. Έχει ημερομηνία 5 Απριλίου 1274. Βλέπε Finke, Konzilienstudien, σελ. 119-20, Od. van der Vat, Die Anfange der Franziskanermissionen, Werl in Westfalien, 1934, σελ. 251-52 και Roncaglia, Les Frères Mineurs, 1954, σελ. 168-70.

O Τζερόμ βρισκόταν καθ΄ οδόν προς Λυών, ταξιδεύοντας μαζί με τούς Βυζαντινούς απεσταλμένους, όπου η μία από τις δύο γαλέρες τους βυθίστηκε σε θύελλα στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου Μαλέας, με σημαντικές απώλειες σε ζωές και με απώλεια επίσης των πλούσιων δώρων που προορίζονταν για τον πάπα. Ο Τζερόμ πληροφορούσε τον πάπα ότι ο Μιχαήλ Η΄ είχε αποδεχτεί το σύμβολο και είχε αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία τής Αγίας Έδρας. Προσδιόριζε επίσης τούς Βυζαντινούς απεσταλμένους, που στέλνονταν στη Λυών [Finke, van der Vat και Roncaglia, ό. π.]:

«…είχαμε απομακρυνθεί από την Κωνσταντινούπολη, αλλά μια ισχυρή καταιγίδα χτύπησε στον δρόμο τη γαλέρα την οποία ακολουθούσαμε, στην οποία ήσαν 314 άνδρες και η οποία δεν είχε φτερά και χάθηκε στα βράχια τού Νεγκροπόντε… [αλλά η γαλέρα βυθίστηκε στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου Μαλέας και όχι στο νησί τού Νεγκροπόντε]. Έχοντας φύγει από την Κωνσταντινούπολη την 4η Κυριακή των Νηστειών [11 Μαρτίου 1274], φτάσαμε στην πόλη (στο κεφάλι) τής Λευκάδας μόλις στις 5 Απριλίου. Σπεύδουμε στην αγιότητά σας, μαζί με τούς τρεις αποκρισάριους…»

(…qui nobiscum de Constantinopoli recesserunt, sed tempestate valida insurgente cum galea in qua erant CC et XIIII viri viam ligni in qua nos eramus non sequentes alisi ad Nigropontis scopulos perierunt … Nos Constantinopoli in dominica, qua cantatur Letare, recessimus et applicavimus vix V die mensis Aprilis in capite Leucarum. Ad vestram sanctitatem cum illis trihus apocrisariis festinamus…).

Πρβλ. Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 17, 21 (CSHB, Βόννη, I, 384-85, 396-97):

Καθώς λοιπόν παρέμεναν ακόμη εκκρεμή τα ζητήματα και ήταν απαραίτητο να σταλεί πρεσβεία στον πάπα, για να γίνουν και από εκείνους [τους παπικούς] κινήσεις εξασφάλισης ώστε να μην υπάρχει εδώ η υποψία κινδύνου, με την υποταγή στην πρώτη από όλες τις Εκκλησίες [στη Ρωμαϊκή Εκκλησία] και θεωρούμενους πια γνήσια τέκνα της, επιλέχθηκαν οι πρέσβεις. Αυτοί ήσαν από τον κλήρο ο Γερμανός, πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο Θεοφάνης επίσκοπος Νικαίας, και από τη γερουσία ο μεγάλος λογοθέτης Ακροπολίτης, ο πρόεδρος τού βεστιαρίου Πανάρετος και ο μεγάλος διερμηνέας Βερροιώτης. Οι εκκλησιαστικοί ανέβηκαν σε μια γαλέρα, και οι άλλοι πρέσβεις τού αυτοκράτορα σε μια άλλη, εκτός από τον μεγάλο λογοθέτη, και ξεκίνησαν. Κουβαλούσαν και πολλά ιερά δώρα, εννοώ άμφια και ολόχρυσες εικόνες και πολύτιμα θυμιάματα, ακόμη και το χαλί τής εκκλησίας στολισμένο με χρυσάφι και μαργαριτάρια που είχε δώσει ο αυτοκράτορας στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, δώρο όντως αντάξιο, ζητώντας συγνώμη που δεν είχε προλάβει να στολίσει με άλλο την εκκλησία τού πρώτου των Αποστόλων [τού Πέτρου] και που είχε αποσύρει από αυτήν και το είχε στείλει κι αυτό, για να το αντικαταστήσει με άλλο παρόμοιο. Αυτοί λοιπόν έτσι ανέβηκαν στα πλοία και ταξίδευαν…

«Ὡς γοῦν καὶ ἔτι ἀνήρτηντο τὰ τοῦ πράγματος καὶ ἦν ἀνάγκη πρέσβεις πέμπεσθαι, ἐφ´ ᾧπερ καὶ παρ´ ἐκείνων τὸ ἀσφαλὲς γενέσθαι, ὡς ἐντεῦθεν μὴ ὑποπτεύειν τὸν κίνδυνον, ὑποταγέντας τῇ τῶν ἐκκλησιῶν πρωτίστῃ καὶ ἤδη γνησίους ἐκείνης νομιζομένους, ἐξελέγοντο μὲν οἱ πρέσβεις· οἱ δ´ ἦσαν ὁ προπατριαρχεύσας Γερμανὸς καὶ δὴ καὶ ὁ Νικαίας Θεοφάνης, καὶ τῶν συγκλητικῶν ὁ μέγας λογοθέτης Ἀκροπολίτης, ὁ προκαθήμενος τοῦ βεστιαρίου Πανάρετος καὶ ὁ μέγας διερμηνευτὴς Βερροιώτης· οἳ δὴ καὶ ἀνὰ μίαν τριήρη, ἐντεῦθεν μὲν οἱ τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖθεν δὲ πλὴν τοῦ μεγάλου λογοθέτου οἱ ἐκ τοῦ βασιλέως λαβόντες, ἀνήγοντο, ἐπιφερόμενοι καὶ πολλὰ τῶν ἱερῶν δώρων, στολὰς λέγω καὶ κατάχρυσα εἰκονίσματα καὶ σύνθετα πολύτιμα θυμιάματα, πρὸς δὲ καὶ τὴν τῆς ἐκκλησίας ἐνδυτὴν ἐκ χρυσοπάστου ὀξείας διὰ μαργάρων, ἣν ὁ βασιλεύς, προσενεγκὼν τῷ θείῳ τεμένει, δῶρον ὄντως ἐπάξιον, συγχωρούμενος, ἐπεὶ οὐκ ἔφθασεν ἑτέραν εὐτρεπισθῆναι τῷ μεγάλῳ τῶν Κορυφαίων ναῷ, ἀνταλλαγὴν τοῦ γινομένου πρὸς τὸ ὂν οἷον ποιούμενος, λαβὼν ἀπέστελλε καὶ αὐτήν. Οἱ μὲν οὖν οὕτως ἀναχθέντες ἀπέπλεον. …

Πρέπει όμως να μιλήσουμε και για τούς πρέσβεις. Αυτοί, στην πραγματικότητα, απέπλευσαν εκτός εποχής, γιατί ήταν αρχές τού μήνα Μαρτίου όταν επιβιβάστηκαν στα πλοία και έφτασαν στην ανοιχτή θάλασσα. Στο τέλος τού μήνα έφτασαν στο ίδιο το ακρωτήριο Μαλέας, το οποίο συνήθως ονομάζεται επίσης Ξυλοφάγος. Ήταν τότε βράδυ τής Μεγάλης Πέμπτης και υπέστησαν τρομερό ναυάγιο. Ξαφνικά η θάλασσα έγινε βαριά. Δυνατός άνεμος κατέβηκε από τον Ελλήσποντο και σκέπασε τη στεριά και τη θάλασσα μαζί με σύννεφα. Η νύχτα δεν είχε ακόμη πέσει από τον ουρανό, κι όμως η σκιά που σκέπαζε τη γη ήταν πραγματικά νύχτα και συνηθισμένη νύχτα, εκτός από το ότι ήταν χωρίς φεγγάρι και χωρίς γώτα αστεριών. Η αστάθεια και η σύγχυση τού αέρα αύξαναν την κακή κατάσταση τής θάλασσας και σοβαρός κίνδυνος κρεμόταν πάνω από τούς ναυτικούς. Στην αρχή λοιπόν η καταιγίδα χώριζε το ένα πλοίο από το άλλο και όσοι επέβαιναν δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσο μακριά είχαν φτάσει τα άλλα. Είχαν εγκαταλειφθεί στα πολύ φουσκωμένα κύματα, για να τούς πάνε εκεί που θα τούς παρέσυρε η καταιγίδα. Αυτός είναι ο λόγος που ο Γερμανός, ο μεγάλος λογοθέτης και η ακολουθία τους έσπρωχναν τη γαλέρα τους προς την ανοιχτή θάλασσα και εκμεταλλεύονταν τον ευνοϊκό άνεμο, εμπιστευόμενοι τη θάλασσα κι ενεργώντας έτσι πιο σοφά από τούς άλλους. Γιατί εκείνοι, από μικροψυχία μπροστά στον κίνδυνο και ελπίζοντας να βρουν τη σωτηρία τους στη στεριά που βρισκόταν κοντά, αν τύχαινε να συναντήσουν λιμάνι, απέφευγαν τη στεριά, τής οποίας τούς κινδύνους φοβούνταν, αλλά δεν εμπιστεύονταν ούτε την ανοιχτή θάλασσα. Γι’ αυτό, σιγά σιγά, ο κυβερνήτης ηττήθηκε από την ορμητικότητα των κυμάτων και συγκρούστηκαν μέσα στο σκοτάδι με τα βράχια. Βυθίστηκαν με αυτόν τον τρόπο, μαζί με το πλοίο, τα περίφημα αυτοκρατορικά δώρα και το πολύτιμο τραπεζομάντιλο τής εκκλησίας, ταυτόχρονα με τούς άνδρες. Υπήρξε μόνο ένας επιζών, ο οποίος ήταν και ο αγγελιοφόρος τής καταστροφής.

Ἐκεῖνοι γὰρ παρὰ καιρὸν πλεύσαντες —κρονίου γὰρ ἀρχομένου μηνὸς ταῖς ναυσὶν ἐμβάντες ἀπέπλεον—, πρὸς αὐτῷ τῷ Μαλέᾳ, ὃν καὶ Ξυλοφάγον καλεῖν εἰώθασι, λήγοντος τοῦ μηνός, γίνονται καὶ τῇ ἐνισταμένῃ τότε μεγάλῃ πέμπτῃ ἑσπέρας ναυαγίῳ χρῶνται δεινῷ. Αὐτίκα γὰρ ὤδινε μὲν ἡ θάλασσα, καὶ κατέβαινεν Ἑλλησποντίας λαμπρός, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· καὶ νὺξ μὲν οὐκ οὐρανόθεν ὀρώρει, ἀλλ´ ἦν ταῖς ἀληθείαις νὺξ ἡ σκιὰ γῆς καὶ συνήθης, πλὴν ἀσέληνός τε καὶ ἀλαμπὴς ἐξ ἀστέρων. Ἡ δὲ τοῦ ἀέρος ἀκαταστασία καὶ σύγχυσις τὸ δεινὸν ἐπηύξανε τῆς θαλάσσης, καὶ δεινὸς ἐφῆπται τοῖς πλέουσι κίνδυνος. Πρῶτον μὲν οὖν διέσχεν ὁ κλύδων τὰς ναῦς ἀπ´ ἀλλήλων, καὶ οἱ ἐν αὐταῖς οὐκ εἶχον εἰδέναι ποῦ προΐασιν ἄρα ἑκάτεροι· ἐνέδοσαν γὰρ τῷ κύματι σφοδρῶς πλημμυροῦντι, ὅπου προσαράσσων ἀγρίως καὶ φέροι. Ὅθεν καὶ οἱ περὶ τὸν Γερμανὸν καὶ τὸν μέγαν λογοθέτην ἀνώθουν τε πρὸς πέλαγος τὴν τριήρη καὶ ἐξουρίαζον, τῷ πελάγει πιστεύσαντες, σοφώτερον δρῶντες ἢ κατὰ τοὺς λοιπούς. Ἐκεῖνοι γάρ, μικροψυχήσαντες πρὸς τὸν κίνδυνον καὶ τῇ ξηρᾷ, ἐγγὺς οὔσῃ, ἐλπίζοντες σωθήσεσθαι, εἰ λιμένι ἐντύχοιεν, τὴν γῆν μὲν ἐφυλάσσοντο, τὸν ἀπὸ ταύτης δεδιότες κίνδυνον, πλὴν δ´ ἀλλ´ οὐδὲ πάλιν τῷ πελάγει ἐπίστευον. Ὅθεν καὶ κατὰ μικρὸν τῆς φορᾶς τῶν κυμάτων ἡττωμένου τοῦ κυβερνήτου, ἀφανῶς ταῖς ἀκταῖς προσπαίουσι καὶ οὕτως αὐτόνεῳ καταδύονται, δῶρα ἐκεῖνα βασιλικὰ καὶ τὴν τῆς ἐκκλησίας πολύτιμον ἐνδυτὴν αὐτοῖς ἀνδράσι συγκαταδύσαντες, ἑνὸς καὶ μόνου διασωθέντος, ὃς δὴ καὶ ἄγγελος ἐγεγόνει τῆς συμφορᾶς.

Και με αυτόν τον τρόπο ανακοινώθηκε η εξαφάνιση των αρχόντων και τής ακολουθίας τους. Οι εκκλησιαστικοί, ο μεγάλος λογοθέτης και η συνοδεία τους, αφού πολέμησαν όλη τη νύχτα ενάντια στα κύματα και τη θάλασσα και συχνά κινδύνευσαν να βυθιστούν, έφτασαν τελικά με δυσκολία στη Μεθώνη το ξημέρωμα, αφού απέφυγαν οριακά, και ενάντια σε κάθε ελπίδα, τον απειλητικό κίνδυνο.

Καὶ οὕτω μὲν οἱ ἀμφὶ τοὺς ἄρχοντας ἐξαπολωλότες ἠγγέλλοντο· οἱ δὲ περὶ τοὺς τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν μέγαν λογοθέτην, τὴν νύκτα πᾶσαν πρός τε κῦμα πρός τε θάλασσαν διαναυμαχοῦντες καὶ πολλάκις ἐγγὺς ἐλθόντες τοῦ καταδῦναι, μόλις καὶ σὺν πολλῇ βίᾳ, ὑπαυγαζούσης ἡμέρας, πρὸς Μεθώνην γίνονται, μόγις ἀποδράσαντες παρ´ ἐλπίδα πᾶσαν τὸν ἐφεστῶτα κίνδυνον.

Παραμένοντας εκεί πολλές ημέρες, για να μάθουν την τύχη τής άλλης γαλέρας, αν είχε γλιτώσει από την καταιγίδα, ενημερώθηκαν για την πικρή είδηση λίγο αργότερα. Έχοντας απομείνει μόνοι, καθώς ήταν αδύνατο να γυρίσουν πίσω, προχώρησαν να αποπλεύσουν για τη Ρώμη. Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στον πάπα και εκπλήρωσαν το αντικείμενο τής πρεσβείας τους. Ο πάπας δέχτηκε τούς πρέσβεις με τόση χαρά, που τούς δώρισε τιάρες, μίτρες και δαχτυλίδια, όπως συνηθίζουν εκείνοι με επισκόπους. Περνώντας λοιπόν εκεί την άνοιξη και το καλοκαίρι και παίρνοντας από τον πάπα τα επιθυμητά σημάδια καλοσύνης, διεκπεραίωσαν επιτυχώς την πρεσβεία τους και στο τέλος τού φθινοπώρου έφτασαν στην Πόλη μαζί με πρέσβεις.

Ἐκεῖσε δ´ ἀνέσαντες ἡμέρας πλείους, ἐφ´ ᾧ μαθεῖν τὰ τῆς ἄλλης τριήρεως, εἴ που τοῦ κλύδωνος διαγένοιτο, ἐν εἰδήσει γίνονται τῆς πικρᾶς ἀγγελίας μετ´ οὐ πολύ· οἳ δὴ καὶ μόνοι λειφθέντες, ἐπεὶ οὐκ ἦν ὑποστρέφειν, τοῖς πρόσω ἐπιβαλλόμενοι, πρὸς τὴν Ῥώμην ἀπέπλεον. Καὶ δι´ ὀλίγων ἡμερῶν καταλαβόντες τὸν πάπαν, τὰ τῆς πρεσβείας ἐπλήρουν, ἀσμένως ὑποδεξαμένου τοῦ πάπα τοὺς πρέσβεις, ὥστε καὶ τιμῆσαι σφᾶς τιάραις τε καὶ μίτραις καὶ δακτυλίοις, ὡς ἡ ἐκείνων ἔχει ἐπ´ ἀρχιερεῦσι συνήθεια. Ἔαρ οὖν καὶ θέρος ἐκεῖσε διαγαγόντες καὶ τὰ εἰκότα φιλοφρονηθέντες παρὰ τοῦ πάπα, τὰ τῆς πρεσβείας διευθετοῦσι καί, φθινοπώρου λήγοντος, συνάμα πρέσβεσι τὴν πόλιν καταλαμβάνουσιν.»

[←37]

Βλέπε Finke, Konzilienstudien, σελ. 11-15 με το λατινικό κείμενο τής αγόρευσης τού Γρηγόριου στο ίδιο, σελ. 113-16 και πρβλ. Gatto, Il Pontificate di Gregorio X, σελ. 84 και εξής, ο οποίος ασχολείται ιδιαίτερα με τις οικονομικές προετοιμασίες τού Γρηγόριου.

Στη δεύτερη συνεδρίαση (18 Mαϊου), ο συγγραφέας τού Ordinatio, όπως παρέχεται στο Franchi, Concilio II di Lione, σελ. 74, αναφέρει

«ότι ο κύριος μας ο πάπας δεν έκανε κήρυγμα, αλλά μίλησε λίγο μόνο … κι όταν τελείωσε, διαβάστηκαν διατάγματα, προφανώς για την θρησκευτική πίστη…»,

(…quod dominus papa non fecit sermonem, sed allocutionem tantum. … Qua allocutione finita, lecte sunt constitutiones, scilicet, Zelo fidei…),

τα οποία διατάγματα (constitutiones) ή κανόνες, όπως έχει δείξει ο Finke, ό. π., σελ. 11-12, αφορούσαν την επιβολή σταυροφορικών φόρων δεκάτης. Πρβλ. τη βιβλιογραφία που έχει συγκεντρωθεί από τον Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1768, σελ. 420-22.

[←38]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 5-12, τομ. XXII (1870), σελ. 323-26 και πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 44-61, σελ. 337-44. Περίπου δύο μήνες μετά τη σύνοδο ο Γρηγόριος διακήρυξε επίσημα την άνοδο τού Ροδόλφου (Rudolph) στον αυτοκρατορικό θρόνο (με βούλλα με ημερομηνία 26 Σεπτεμβρίου 1274):

«… επίσης μαζί με τούς αδελφούς μας, με απόφαση που πήραμε πρόσφατα, η ίδια σύνοδος ονόμασε εσάς βασιλιά των Ρωμαίων»

(… cum fratribus tamen nostris nuper deliberatione praehabita, te regem Romanorum de ipsorum consilio nominamus)

[στο ίδιο, αριθ. 55, σελ. 340]. Η παπική απόφαση ήταν φυσικά πολύ προσβλητική για τον Αλφόνσο Ι΄ (Alfonso X) τής Καστίλλης και τον Όττοκαρ Β΄ (Ottokar II) τής Βοημίας, όπου ο πρώτος ήταν ο κύριος ανταγωνιστής τού Ροδόλφου για τον θρόνο και ο δεύτερος ο κύριος εχθρός τού Ροδόλφου [πρβλ. Hefele-Leclercq, VΙ-1, 170-71, με παραπομπές και M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 152-54, με παραπομπές και πρβλ. σελ. 102-97]. Οι πηγές έχουν συγκεντρωθεί στο Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1783-84, σελ. 426-27.

[←39]

Πρβλ. Wadding, Annales Minorum, IV (1931), 434. Βλέπε επίσης Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, Concilio II di Lione, σελ. 78:

«… Ο κύριος πάπας … έδωσε την άδεια σε όλους τούς ιεράρχες να βγουν έξω από τη Λυών και να απομακρυνθούν το πολύ μέχρι έξι λεύγες»

(… dominus papa … dedit licentiam omnibus prelatis quod possent exire Lugdunum et elongare se usque ad sex leucas)

[και όχι σε απόσταση έξι μιλίων, όπως αναφέρεται στο Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 172]. Πρβλ. Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1788, σελ. 428.

[←40]

Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 79 και «Brevis nota» στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 64C.

[←41]

Wadding, Annales Minorum, IV, 434-35, 436 και εξής, Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 79-81 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 64CD, Tautu, Acta … (1261-1276) (1953), αριθ. 41, σελ. 116 και εξής. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 14, τομ. xxii (1870), σελ. 326-27, μερικό κείμενο και Dölger, Regesten, μέρος 3 (1932), αριθ. 2006-9, σελ. 63-64. (Δεν πρέπει να μάς απασχολούν διαφορετικές αναγνώσεις μικρότερης σημασίας σε αυτές τις αντιγραφές.)

[←42]

Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 82-83 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 64-65A, ο συγγραφέας τού οποίου παραδόξως τοποθετεί εσφαλμένα τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πέτρου και Παύλου στις 28 Ιουνίου, Wadding, Annales Minorum, IV, 446-47, Martin, Conciles el bullaire, αριθ. 1634, 1638-39, 1790-95, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 173, M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 155-56, Roncaglia, Les Frères Mineurs, 1954, σελ. 171-72.

Για την εκλογή από τον πάπα Νικόλαο Γ΄ τού Ουίλιαμ τού Μέρμπεκε ως αρχιεπίσκοπου Κορίνθου (στις 9 Απριλίου 1278), βλέπε Martin Grabmann, Guglielmo di Moerbeke, O.P., il traduttore delle opere di Aristotele, Ρώμη, 1946, σελ. 52-56 (Miscellanea Historiae Pontificiae, τομ. XI, αριθ. 20), ενώ για τον Moerbeke ως μεταφραστή βλέπε L. Minio-Paluello στο Dictionary of Scientific Biography, IX (Νέα Υόρκη, 1974), 434-40. Η παπική βούλλα που ονόμαζε τον Μέρμπεκε αρχιεπίσκοπο Κορίνθου υπάρχει στο Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 39, φύλλο 6, ενώ σχετική σημείωση υπάρχει στους Jules Gay και Suzanne Vitte, Les Registres de Nicolas III (1277-1280), δέσμη 5 (Παρίσι, 1938), αριθ. 20, σελ. 8. To κείμενο προφανώς δεν έχει δημοσιευθεί, αλλά (κατά τη γνώμη μου) δεν περιέχει τίποτε σημαντικό, εκτός από τον προσδιορισμό τής ημερομηνίας προαγωγής τού Μέρμπεκε στην αρχιεπισκοπική έδρα:

«… εσάς το τάγμα των αδελφών κηρύκων, το σωφρονιστήριό μας, με τη συνηγορία των αδελφών μας και την πληρότητα τής αποστολικής εξουσίας, ορίζει αρχιεπίσκοπο και ποιμένα τής εν λόγω εκκλησίας Κορίνθου και σκεφτήκαμε ότι χειροτονώντας εσάς με τα χέρια μας προσφέρουμε σταθερή ελπίδα ότι με την αξιέπαινη επιμέλεια και προσπάθειά σας η εν λόγω Κορινθιακή εκκλησία θα αναπτυχθεί πνευματικά και κοσμικά»

(… te ordinis fratrum predicatorum penitentirium nostrum predicte Corinthiensi ecclesie de fratrum nostrorum consilio et apostolice plenitudine potestatis in archiepiscopum preficimus et pastorem et tibi munus consecrationis nostris manibus duximus impendendum firmam spem fiduciamque tenentes quod dicta Corinthiensis ecclesia per diligentiam et industriam tuam laudabilia in spiritualibus et temporalibus suscipiet incrementa).

Όπως έχει παρατηρήσει ο D. M. Nicol, «The Byzantine Reaction to the Second Council of Lyons, 1274», στο Studies in Church History, VII, (επιμ.) G. J. Cuming και D. Baker, Καίμπριτζ, 1971, σελ. 114, η συχνά επαναλαμβανόμενη ιστορία ότι ο Θεοφάνης Νικαίας σταμάτησε να ψάλλει τη στιγμή τής εκφώνησης τού «και εκ τού Υιού» (filioque), ίσως για να πάρει ανάσα, δεν είναι αληθινή. Συνολικά οι Έλληνες, περιλαμβανομένου τού Θεοφάνη, έψαλλαν στη σύνοδο το σύμβολο τής πίστεως με το «και εκ τού Υιού» πέντε φορές [Franchi, Concilio II di Lione, σελ. 83, 91-92, 111, 114]. Μάλιστα ο Θεοφάνης ήταν ενωτικός και οπαδός τού Μιχαήλ Η΄, τον οποίο υπηρέτησε αργότερα ως απεσταλμένος στην ατυχή βυζαντινή αποστολή, την οποία έστειλε ο Μιχαήλ στην παπική κούρτη το 1280-1281.

[←43]

Ο Gino Borghezio, «Un Episodio delle relazioni tra la Santa Sede e i Mongoli (1274)», Roma: Rivista di studi e di vita romana, XIV (1936), 369-72, δημοσιεύει το κείμενο τής (χωρίς ημερομηνία) διαπιστευτήριας επιστολής, την οποία έφεραν οι Μογγόλοι απεσταλμένοι στον Γρηγόριο και στο Ιερό Κολλέγιο στη Λυών για λογαριασμό τού Αμπάγα, αναφορά στον οποίο γίνεται στην επιστολή σε τρίτο πρόσωπο:

«Τελικά επιθυμώντας ομόνοια με τούς Λατίνους και συγκρότηση ειδικής συνομοσπονδίας με όλες τις πόλεις τους και τα κάστρα, τα εδάφη και τις κτήσεις, διέταξε ειρήνευση και ρύθμισε και απαγόρευσε να γίνεται οποιαδήποτε ζημιά με δική του πρωτοβουλία. Επιπλέον, ένωσε την ιερότατη πόλη τής Ιερουσαλήμ μαζί με όλο το βασίλειό της και το έθεσε στην κατοχή της, όπως είναι γνωστό σε όλους τούς χριστιανούς πέρα από τη θάλασσα και στον θρησκευτικό αδελφό Δαβίδ [τον Δομινικανό που είχε οδηγήσει τη μογγολική αποστολή στη Λυών και ο οποίος έχει μόλις περιγραφεί ως «αγγελιοφόρος τού άρχοντα πατριάρχη Ιεροσολύμων και τού άρχοντα βασιλιά αυτού τού βασιλείου και τής Κύπρου], ο οποίος μάς οδήγησε ενώπιον τής ιεράς συνόδου με αξιέπαινη ασφάλεια», που ακούγεται σαν να είχε γραφτεί αυτό τμήμα τής επιστολής μετά την άφιξη τής αποστολής στη Λυών!], πράγματα τα οποία φρόντισε με μεγάλο ζήλο μαζί με τούς αδελφούς τού τάγματός του που ήσαν μαζί του» [ό. π., σελ. 370-71].

(Tandem volens concordiam cum latinis et confederationem contrahere specialem omnes civitates eorum et castra, terras et possessiones quiescere precepit et ne lederentur a suis districtissime prohibuit et ordinavit. Insuper civitatem sanctissimam Ierusalem cum toto regno eiusdem contulit et in possessionem poni fecit, sicut noverunt omnes christiani ultra mare et religiosus frater David, nuntius domini patriarche Ιerosolimitani et domini regis regni eiusdem et Cypri, qui nos usque ad presens sacrum concilium incolumes laudabiliter conduxit, qui omnia ista una cum fratribus eiusdem ordinis qui cum eo erant studiosius procuravit),

Πρβλ. Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 84, 92, 96, 97. Επίσης στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 65B, 66C, 67C και 68A, Wadding, Annales Minorum, IV, 447, 449, Gatto, Il Pontificato di Gregorio X, σελ. 93-95, ο οποίος εσφαλμένα αναφέρεται στην εμφάνιση των Μογγόλων στις 14 Ιουλίου αντί στις 4 Ιουλίου, για το όποίο πρβλ. Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 84. Ο Gatto τοποθετεί επίσης εσφαλμένα μια συνεδρίαση τής συνόδου στις 14 Ιουλίου. Υπήρχαν συνεδριάσεις στις 6, 16 και 17 Ιουλίου αλλά όχι στις 14 τού μηνός. Πρβλ. γενικά M. Η. Laurent, Le B. Innocent V, σελ. 156-60, με παραπομπές, Giovanni Soranzo, Il Papato, l’ Europa cristiana ei Tartari, Μιλάνο, 1930, σελ. 219-22 (Pubbl. Univ. Catt. Sacro Cuore, σειρά 5, τομ. 12) και ιδιαίτερα τη λεπτομερή περιγραφή τού B. Roberg, Die Union zwischen der griechischen und lateinischen Kirche (1964), σελ. 135 και εξής.

[←44]

Χειρόγραφο VindoBon, 389, φύλλο 114, αντίγραφο τού οποίου παρέχει ο Borghezio [ό. π.]. Tο κείμενο μπορεί να είχε γραφεί από τον νοτάριο Rychaldus, ο οποίος υπηρετούσε τούς Μογγόλους ως Λατίνος μεταφραστής και αναφορά στον οποίον γίνεται στο έγγραφο σε πρώτο πρόσωπο [στο ίδιο, φύλλο 115, Borghezio, ό. π., σελ. 371-72]: «…των οποίων ελάχιστος ήμουν ο Ρυχάλδος, νοτάριος, … διερμηνέας λατινικής…» (… quorum minimus eram Rychaldus, notarius … interpres latinorum…).

[←45]

Χειρόγραφο VindoBon, 389, φύλλο 115, επιμ. Borghezio, ό. π., σελ. 372. Σύμφωνα με τον συγγραφέα τού Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 92 η επιστολή τού Αμπάγα διαβάστηκε στη σύνοδο από ιερέα [Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 66G].

[←46]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 21-23, τομ. xxii (1870), σελ. 329-30, Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 80, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1 (1914), 174, 180 και πρβλ. Spuler, Die Mongolen in Iran, 2η εκδ. (1955), σελ. 228-29, 233.

[←47]

Σύμφωνα με τον συγγραφέα τού Ordinatio Concilii, ο Γρηγόριος υπογράμμισε ότι η ομολογία τής καθολικής πίστης από τούς Έλληνες και η αναγνώριση τής παπικής πρωτοκαθεδρίας δεν αποτελούσαν «καθόλου προσωρινές επιδιώξεις» (nichilque temporale petendo), [επιμ. Franchi, σελ. 86 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 65D και πρβλ. Hefele-Leclercq, Conciles, VI-1, 174], αλλά η αποτροπή Ανδεγαυής επίθεσης επί τού Βυζαντίου αποτελούσε προφανώς κάτι (quid pro quo) με κάποια σημασία, όπως καταλάβαινε καθένας στη σύνοδο, περιλαμβανομένου τού συγχρόνου συγγραφέα τού Ordinatio, ο οποίος προσθέτει ότι «υπήρχε πολλή αμφιβολία» (de qua multum dubitabatur) για την προθυμία των Ελλήνων να αποδεχθούν το λατινικό σύμβολο.

[←48]

Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 41 και εξής, σελ. 116 και εξής. Η ελληνική ιεραρχία αναγώρισε τόσο την ένωση όσο και την πρωτοκαθεδρία σε γενικές γραμμές [Tautu, ό. π., αριθ. 42, σελ. 125-26]. Η επιστολή τού Ανδρόνικου, την οποία υπαινίσσεται ο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 14, τομ. xxii (1870), σελ. 327, δεν είναι «χαμένη σήμερα» (aujourd’ hui), όπως αναφέρουν οι Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 176, αλλά υπάρχει στον Tautu, ό. π., αριθ. 44, σελ. 130-31 και έχει ήδη δημοσιευθεί από τον Leopold Delisle, «Notice sur cinq manuscrits de La Bibliotheque Nationale et sur un manuscrit de la Bibliotheque de Bordeaux, contenant des recueils epistolaires de Bérard de Νaples» (ενός νοτάριου στην παπική αυλή γνωστού για το στυλ των επιστολών του), Notices et extraits des manuscrits de la Bibliothèque Nationale …. XXVII, μέρος 2 (Παρίσι, 1879), έγγραφο iii, σελ. 158-59. Ο Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus (1959), σελ. 262, δείχνει επίσης να υπονοεί ότι η επιστολή Ανδρόνικου έχει χαθεί.

Tο ρωμαϊκό σύμβολο τής πίστεως (μέχρι τις λέξεις Haec est vera fides catholica ….) για το οποίο βλέπε το κείμενο στους Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 70, Hefele-Leclercq, VI-1, 175, σημείωση, Tautu, ό. π., σελ. 117-18 και Vernet, «IIe Concile oecumenique de Lyon», Dictionn. de theologie catholique, IX-1 (1926), στήλες 1384-85, αποτελεί βασικά την ομολογία πίστης τού πάπα Λέοντος Θ΄, όπως παρέχεται στην επιστολή «Congratulamur vehementer» προς τον επίσκοπο Πέτρο Αντιοχείας, με ημερομηνία 13 Απριλίου 1053 στον H. Denzinger, Enchiridion symbolorum, επιμ. C. Rahner, Freiburg-im-Breisgau και Βαρκελώνη, 1952, αριθ. 343-48, σελ. 169-71, η οποία είναι ακόμη αυτή που χρησιμοποιείται με ερώτηση και απάντηση στη χειροτονία επισκόπων, σύμφωνα με τούς «αρχαίους κανόνες τής εκκλησίας» (Statuta ecclesiae antiqua), που στο παρελθόν αποδίδονταν στην ανύπαρκτη 4η Σύνοδο τής Καρχηδόνας (398), αλλά των οποίων ο Caesarius τής Arles (502-542) πιστεύεται ότι ήταν ο συγγραφέας ή ο συντάκτης. Πρβλ. τις σημειώσεις στους Denzinger-Rahner, σελ. 72, 214-15. Δεδομένου ότι οι Κανόνες (Statuta) δεν περιέχουν τίποτε για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος, ο Λέων Θ΄ φρόντισε να βεβαιώσει ότι «Πιστεύω επίσης ότι το Άγιο Πνεύμα … από τον Πατέρα και τον Υιό εκπορεύεται…» (Credo etiam Spiritum Sanctum … a Patre et Filio procedentem…), για το οποίο πρβλ. Vernet, ό. π., στήλη 1387.

[←49]

Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 88-90 καθώς και στους Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 73-74, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 48, σελ. 134, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 18, τομ. xxii (1870), σελ. 328-29, Martin, Conciles et bullaire (1905), αριθ. 1802-8, σελ. 432-34, με εκτεταμένη βιβλιογραφία, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 177-78, Roberg, Union, σελ. 147-48.

Σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε ο πάπας Ιννοκέντιος Ε΄ σε παπική πρεσβεία που πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη δύο χρόνια αργότερα (στις 23 και 26 Μαΐου 1276), ο Γεώργιος Ακροπολίτης, δεν είχε μπορέσει να επιδείξει έγγραφο, που θα τον εξουσιοδοτούσε επισήμως να αποκηρύξει το σχίσμα στο όνομα τού Mιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και έτσι ο Ιννοκέντιος έδωσε εντολή στους απεσταλμένους του να πάρουν προσωπικό όρκο από τον Μιχαήλ για την αποδοχή τού λατινικού συμβόλου τής πίστεως και την αναγνώριση τής Ρωμαϊκής πρωτοκαθεδρίας. Βλέπε E. Martène και U. Durand, Veterum scriptorum … Amplissima collectio, VII (Παρίσι, 1733), αριθ. 34, στήλες 254D, 257E και M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, παραρτ. 5, αριθ. 153, σελ. 480 και πρβλ. σελ. 160, σημείωση. Βλέπε επίσης Mansi, Concilia. XXIV, στήλη 133E και Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VΙ-1, 177.

Οι Έλληνες απεσταλμένοι είχαν παρουσιάσει συστατική επιστολή στον Γρηγόριο Ι’ με την άφιξή τους στη Λυών, το κείμενο τής οποίας παρέχεται από τούς Tautu, ό. π., αριθ. 45, σελ. 131-32 και Delisle, «…Recueils epistolaires de Bérard de Νaples», Notices el extraits des manuscrits de la Bibl. Nationale, XXVII-2 (1879), έγγραφο IV, σελ. 159:

«και θα εφαρμόζετε απολύτως και θα δηλώνετε υπεύθυνα και θα επιβεβαιώνετε απολύτως ότι ακολουθεί η αυτοκρατορία μου αυτό που η επίδειξη τού παρόντος διδάσκει στην αυτοκρατορία μου…».

(Et quiequid tractaveritis et quiequid affirmaveritis et confirmaveritis, attendit hoc imperium meum ostensione presentis precepti imperii mei…)

Αλλά επειδή σε αυτό το έγγραφο αποστολής δεν γινόταν ειδική αναφορά ούτε στο λατινικό σύμβολο ούτε στη Ρωμαϊκή πρωτοκαθεδρία, τα νομικά μυαλά τής κούρτης θεώρησαν ανεπαρκή τη φρασεολογία της για τη θέσπιση τού δεσμευτικού κύρους τού όρκου τού Ακροπολίτη. Για τη χρονολόγηση των επιστολών τού Γρηγορίου Ι’, όπως αυτές περιέχονται στη συλλογή παπικής αλληλογραφίας τού Μπεράρ τής Νάπολης (στο χειρόγραφο Μπορντώ 761), βλέπε Palemon Glorieux, «Autour des Registres de Grégoire X», Rivista di storia della Chiesa in Italia, V-3 (1951), 305-25 και πρβλ. πιο κάτω, Κεφάλαιο 7, σημείωση 1.

[←50]

Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 90-92 και Mansi, Concilia, XXIV, 66D, όπου το δεύτερο λανθασμένα αναφέρει ως Δευτέρα την 11η Ιουλίου. Μπορεί να παρατηρηθεί ότι από την εποχή των διαπραγματεύσεων τού Ιννοκέντιου Δ΄ το 1249-1251 με τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και τον πατριάρχη Μανουήλ Β΄ τής Νικαίας, ο παπισμός ήταν έτοιμος να παραδεχτεί ότι οι Έλληνες δεν χρειαζόταν να αναφέρουν ρητά την προσθήκη «και εκ τού Υιού» (Filioque) στο σύμβολο, με την προϋπόθεση ότι δεν θα αρνούνταν τη δογματική διδασκαλία που υπονοούσε αυτή η προσθήκη [πρβλ. Georg Hofmann, στο Orientalia Christiana periodica, XIX (1953), 64].

[←51]

Βλέπε τον δεύτερο κανόνα τής συνόδου στον Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 81-86 και επίσης στo Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 182-86. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 24-27, τομ. XXII (1870), σελ. 330-31. Ο Γρηγόριος χρειάστηκε να κάνει πολλές παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις για να περάσει αυτόν τον κανόνα από τη σύνοδο, γιατί ήταν πολύ αποφασιστική η αντίθεση των καρδιναλίων [Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 93-94 και στο Mansi, XXIV, στήλες 66DE-67A, για το οποίο βλέπε M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 161-62].

Το διάταγμα Γρηγορίου για τις παπικές εκλογές (Ubi periculum) στερούσε φυσικά από τούς καρδιναλίους την επικερδή δυνατότητα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τής εκκλησίας κατά τη διάρκεια τού παπικού μεσοδιαστήματος. Ο Αδριανός Ε΄ ακύρωσε το διάταγμα τού Γρηγορίου στα μέσα καλοκαιριού 1276 και ο Ιωάννης ΚΑ΄ επικύρωσε την πράξη τού Αδριανού [Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1951-52, σελ. 473].

[←52]

Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 95 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλη 67AB, Wadding, Annales Minorum, IV (1931), 452-53, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1810- II, σελ. 436-37, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 28, τομ. xxii (1870), σελ. 332, Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, II (1913), 87-88.

[←53]

Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 179-80, Wadding, Annales Minorum, IV, 450 και Franchi, Concilia II di Lione, σελ. 160-62, η εργασία των οποίων είναι πολύτιμη για όλες τις πτυχές τής δεύτερης συνόδου τής Λυών.

[←54]

Ordinatio Concilii, επιμ. Franchi, σελ. 96-100 και στο Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 67-68, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 33, τομ. xxii (1870), σελ. 333-34, Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1812 και εξής, 1844 και εξής, Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 180-81.

[←55]

E. L. Richter και Emil Friedberg, Corpus Iuris Canonici, 2 τόμοι, Λειψία, 1879, ανατύπ. Γκρατς, 1955, II, σελ. 936 και εξής και passim. Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 81-102. Hefele-Leclercq, Histoire des conciles, VI-1, 181-208. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 32, τομ. xxii (1870), σελ. 333. Finke, Konzilienstudien (1891), σελ. 8-11. Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1900, σελ. 457-61. Vernet στο Dictionn. de theologie catholique, IX-1 (1926), στήλες 1379-81, 1383.

[←56]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 21 (CSHB, Βόννη, I, 397-98):

Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στον πάπα και εκπλήρωσαν το αντικείμενο τής πρεσβείας τους. Ο πάπας δέχτηκε τούς πρέσβεις με τόση χαρά, που τούς δώρισε τιάρες, μίτρες και δαχτυλίδια, όπως συνηθίζουν εκείνοι με επισκόπους. Περνώντας λοιπόν εκεί την άνοιξη και το καλοκαίρι και παίρνοντας από τον πάπα τα επιθυμητά σημάδια καλοσύνης, διεκπεραίωσαν επιτυχώς την πρεσβεία τους και στο τέλος τού φθινοπώρου έφτασαν στην Πόλη μαζί με πρέσβεις,

ο οποίος φαίνεται να νομίζει ότι η σύνοδος συγκλήθηκε στη Ρώμη!

«Καὶ δι´ ὀλίγων ἡμερῶν καταλαβόντες τὸν πάπαν, τὰ τῆς πρεσβείας ἐπλήρουν, ἀσμένως ὑποδεξαμένου τοῦ πάπα τοὺς πρέσβεις, ὥστε καὶ τιμῆσαι σφᾶς τιάραις τε καὶ μίτραις καὶ δακτυλίοις, ὡς ἡ ἐκείνων ἔχει ἐπ´ ἀρχιερεῦσι συνήθεια. Ἔαρ οὖν καὶ θέρος ἐκεῖσε διαγαγόντες καὶ τὰ εἰκότα φιλοφρονηθέντες παρὰ τοῦ πάπα, τὰ τῆς πρεσβείας διευθετοῦσι καί, φθινοπώρου λήγοντος, συνάμα πρέσβεσι τὴν πόλιν καταλαμβάνουσιν»

[←57]

Wadding, Annales Minorum, IV, 461, «datum Lugduni, V Kal. Αugusti, (pontificatus nostri) anno tertio». Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 20, τομ. xxii (1870), σελ. 329 και Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1848- 53, σελ. 446-48. Για την πρεσβεία τού Ayglier (Ayglerio) στην Κωνσταντινούπολη Πρβλ. επίσης M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V… (1947, ανατύπ. 1961), σελ. 268-69.

[←58]

Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (1906), 288-89, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 54, σελ. 141-42. Σύμφωνα με τον Φραγκισκανό χρονικογράφο Nicholas Glassberger, Chronica, στα Analecta Franciscana, IΙ (Καράτσι, 1887), 88 (και πρβλ. Golubovich, ό. π., I, 289), ο Ιωάννης Παράστρων πέθανε το 1275 στην Κωνσταντινούπολη.

[←59]

Για τα κείμενα των τριών επιστολών βλέπε Wadding, Annales Minorum, IV, 460. 461-62, Mansi, Concilia, XXIV, στήλες 78-80, Tautu, Acta … (1261-1276), αριθ. 51-53, σελ. 138-41 και πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1274, αριθ. 19-20, τομ. xxii (1870), σελ. 329, ο οποίος παραθέτει επιλογές από τις επιστολές.

Ο ηγούμενος Μπερνάρ πέτυχε στην αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη [Martin, Conciles et bullaire, αριθ. 1899, σελ. 457], διαπραγματευόμενος εκεχειρία ενός έτους μεταξύ τού Μιχαήλ Η΄ και των οίκων Ανδεγαυών-Κουρτεναί (Anjou-Courtenay), η οποία θα διαρκούσε από την 1η Μαΐου 1275 μέχρι τις 30 Απριλίου 1276. Πρβλ. Delisle, «… Recueils epistolaires de Bérard de Νaples», Notices et extraits des MSS., XXVII-2 (1879), 134, 163 και Dölger, Regesten, μέρος 3 (1932), αριθ. 2014, σελ. 65.

[←60]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 26 (CSHB, Βόννη, I, 410):

Ο πάπας, μάλιστα τού αντιτάχθηκε με τα δικαιώματα που υπήρχαν υπέρ των Ελλήνων: Ότι η μεγάλη Πόλη που ήταν δική τους, είχε επιστρέψει ξανά σε αυτούς. Και ότι είναι νόμος των ανθρώπων ότι οι πόλεις και ο πλούτος είναι δώρα πολέμου. Και το πιο σημαντικό, ότι κι εκείνοι είναι γιοι τής εκκλησίας και χριστιανοί. Αν αφήσουμε χριστιανούς να επιτεθούν σε χριστιανούς, φοβόμαστε ότι θα προκαλέσουμε την οργή τού Θεού.

«…Ἀντεπῆγε γὰρ καὶ ὁ πάπας τὰ ὑπὲρ τῶν Γραικῶν δίκαια, ὡς ἐκείνων οὖσα ἡ μεγαλόπολις ἐκείνοις πάλιν καὶ προσεγένετο καὶ ὅτι νόμος ἀνθρώποις ταῦτα, καὶ δῶρα πολέμου καὶ πόλεις καὶ χρήματα, τὸ δὲ μεῖζον ὅτι κἀκεῖνοι τῆς ἐκκλησίας υἱοὶ καὶ χριστιανοί· χριστιανοῖς δὲ κατὰ χριστιανῶν ἐφεῖναι, μὴ καὶ εἰς παροργισμὸν τοῦ θείου πράττοιμεν.»

[←61]

Thallóczy, Jireček και Sufflay, Acta et Diplomata Albaniae, I (1913), αριθ. 316-17, σελ. 92 και πρβλ. αριθ. 326-28, 344, 347-49, 358 κλπ.. Πριν τις 29 Σεπτεμβρίου 1275 τα στρατεύματα τού Μιχαήλ Η΄ είχαν φτάσει «στους αμπελώνες τής πόλης τού Δυρραχίου» (ad vineas civitatis Durachii) [στο ίδιο, I, αριθ. 348]. Η Aυλώνα ήταν εξίσου καλά προστατευμένη [στο ίδιο, I, αριθ. 336-37, 352, 355-56, 366-67 κλπ.]. Στις 21 Φεβρουαρίου 1272 ο Κάρολος Ανδεγαυός αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς Αλβανίας, για τη σημασία τού οποίου Βλέπε Gennaro M. Monti, «Ricerche sul dominio angioino in Albania», στο Nuovi Studi angioini, Trani, 1937, σελ. 565 και εξής (R. Deputazione di Storia Patria per le Puglie, Documenti e Monografie, n.s., τομ. XXI).

[←62]

Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 319.

[←63]

Στο ίδιο, I, αριθ. 323, 330, 332, 339 και πρβλ. M. H. Laurent, Le B. Innocent V, σελ. 258 και εξής, με παραπομπές.

[←64]

Acta et Diplomata Albaniae, I, αριθ. 345. Tα έγγραφα που έχουν δημοσιευτεί από τον Riccardo Filangieri και τούς Ναπολιτάνους αρχειοφύλακες [I Registri della cancelleria angioina, 20 τόμοι, Νάπολη, 1950-66] δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια των ετών ο Κάρολος Ανδεγαυός έστελνε πολλή βοήθεια στην Αχαϊα [π.χ. τομ. VII (1955), σελ. 91, 105-6, 107, 108, 183, 184, 201, 244-45, τομ. VIII (1957), 4, 18, 31, 48, 51, 84, 249, 283, 289, τομ. IX (1957), 30, 32, 166, 211, 212, 299, τομ. X (1957), 28-29, 38, 52, 78, 240, τομ. XI (1958), 51, 71, 110, 206, 208, 214, 249, 250, τομ. XII (1959), 40, 105, 115-16, 120, 129-30, 135, 139, κλπ., κλπ., κλπ.]. Σε μια περίπτωση ο Κάρολος διέθεσε πόρους «για την υπόθεση την Αχαϊας, που απασχολεί πολύ την καρδιά μας» (pro negotio Achaye quod multo imminet cordi nostro) [στο ίδιο, VIII, 84].

[←65]

F. Vernet, «Le Concile oecumenique de Lyon», Dictionn. de theologie catholique, IX-1 (1926), στήλη 1388.

[←66]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 22-23, 28 (CSHB, Βόννη, I, 398-401, 413-14):

Γιατί είχε προηγηθεί αρκετά το προηγούμενο σχίσμα τού Αρσένιου, όταν συνέβη και αυτό το δεύτερο σχίσμα. Αποτελούσαν και τα δύο τις πιο κρίσιμες ασθένειες και μπορούσαν να καταστρέψουν το μεγάλο σώμα τής εκκλησίας ακόμη και χωρίς διχόνοια. Από την άλλη, ήσαν απολύτως ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Με τη σειρά τους, τα μέλη κάθε μερίδας ήσαν ίδια στη μεταξύ τους αντίθεση. Άλλοι συμπεριφέρονταν για το σχίσμα με τον έναν τρόπο και άλλοι με άλλον. Άλλοι απλά και άλλοι πιο αυστηρά.

«…Προόντος γὰρ ἀποχρώντως τοῦ κατὰ τὸν Ἀρσένιον σχίσματος, ἐπισυμπίπτει καὶ δεύτερον τόδε, ὥστ´ εἶναι μὲν καὶ ἄμφω τὰ μέγιστα ἀρρωστήματα καὶ τὸ μέγα τῆς ἐκκλησίας σῶμα καὶ ἀστασίαστον οἷά τε διαλυμαίνεσθαι, καθ´ αὑτὰ δὲ καὶ λίαν ἀξύμβατα, αὐτοὺς δ´ αὖθις τοὺς ἑκατέρας μερίδος πρὸς ἀλλήλους διαφωνεῖν καὶ τοὺς μὲν οὕτως, τοὺς δ´ ἄλλως, καὶ τοὺς μὲν ἁπλῶς, τοὺς δ´ ἀκριβέστερον, ἐπὶ τῷ σχίσματι διακεῖσθαι.»

[←67]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 24 (CSHB, Βόννη, I, 402-3 και εξής):

Επομένως, αφού συγκεντρώθηκαν οι επίσκοποι στον ιερό και μεγάλο ναό, εξέλεξαν ένα και το ίδιο πρόσωπο ως πρώτο και δεύτερο και τρίτο υποψήφιο. Στις 26 Μαΐου, εορτή των Αγίων Πατέρων τής Νίκαιας, ο Βέκκος προήχθη σε πατριάρχη και στις 2 Ιουνίου, την επόμενη Κυριακή, πανηγυρική ημέρα τού Πνεύματος, έλαβε το Πνεύμα και χειροτονήθηκε επίσκοπος.

«…Ὅθεν καὶ συναχθέντες οἱ ἀρχιερεῖς ἐν ταὐτῷ ἐπὶ τοῦ θείου καὶ μεγάλου τεμένους ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν καὶ πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον ψηφίζονται. Καὶ ὁ Βέκκος εἰκοστῇ μὲν ἕκτῃ πυαντιῶνος μηνός, κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ, πατριάρχης προβέβληται, δευτέρᾳ δὲ μαιμακτηριῶνος, τῇ ἐπιούσῃ κυριακῇ, ἐν ἐπισήμῳ ἡμέρᾳ τοῦ Πνεύματος, τὰ τοῦ Πνεύματος δέχεται καὶ τελειοῦται ἀρχιερεύς.»

[←68]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 24 (CSHB, Βόννη, I, 402):

Ύστερα από χρόνια ήρθε από εκεί και προσχώρησε στον αυτοκράτορα. Τού ανατέθηκε η Μονή Παντοκράτορος και χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης. Στη συνέχεια στάλθηκε σε πρεσβεία στους Ανατολικούς Τάταρους, οδήγησε εκεί στον Αμπάγα ως νύφη τη Μαρία, φυσική κόρη τού αυτοκράτορα, και έζησε μετά την επιστροφή του ειρηνικά σε ένα κελί τής Μονής Οδηγών. Αργότερα ανυψώθηκε σε πατριάρχη τής εκκλησίας τής Αντιοχείας.

«…Ἐκεῖθεν δὲ μετὰ χρόνους τῷ βασιλεῖ προσχωρεῖ καί, τὴν τοῦ Παντοκράτορος μονὴν πιστευθείς, καταστὰς εἰς ἀρχιμανδρίτην, εἶτα καὶ τὰ πρὸς τοὺς ἀνατολικοὺς Τοχάρους διαπρεσβεύσας, τὴν νόθον Μαρίαν τοῦ βασιλέως εἰς νύμφην ἀγαγὼν ἐκεῖσε τῷ Ἀπαγᾷ, πρός τινι κελλίῳ τῆς τῶν Ὁδηγῶν μονῆς ἐπανελθὼν ἡσύχαζεν· ὕστερον δὲ κἀν τῇ τῆς Ἀντιοχείας ἐκκλησίᾳ εἰς πατριάρχην καθίσταται.»

Η Μαρία είχε παντρευτεί τον Αμπάγα λίγο μετά τον θάνατο τού πατέρα τού Ουλάγου το 1265, με τον οποίο είχε αρχικά αρραβωνιαστεί [Spuler, Die Mongolen in Iran, 2η εκδ. (1955), σελ. 66-67, 181, 214, 253]. Η Μαρία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1282 και έζησε μέχρι το 1308 [στο ίδιο, σελ. 539]. Για τη σημασία της ανάμεσα στους Μογγόλους πρβλ. επίσης James A. Montgomery, The History of Yaballaha III, Νέα Υόρκη, 1927, εισαγωγή, σελ. 7 και Sir E. A. Wallis Budge, The Monks of Kublai Khan, Emperor of China, Λονδίνο, 1928, εισαγωγή, σελ. 107-8.

Πέρα από τη συνεννόησή του με τούς Μογγόλους, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος διατηρούσε γνωστή συμμαχία με τον Μαμελούκο «σουλτάνο» (soldan) τής Αιγύπτου. Πρβλ. Marius Canard, «Un traité entre Byzance et l’ Egypte au XIIIe siècle et les relations de Michel Paléologue avec les sultans mamluks Baïbars et Qala’un», Mélanges Gaudefroy-Demombynes, Cairo, 1935-45, σελ. 219-22 και Canard, «Le traité de 1281 entre Michel Paleologue et le sultan Qala’un …», Byzantion, X (1935), 669-80. Φυσικά η Ένωση τής Λυών θα απαιτούσε τελικά από τον Μιχαήλ να συμμετάσχει σε σταυροφορία εναντίον των Μαμελούκων. Πρβλ. M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 275-76.

[←69]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 26 (CSHB, Βόννη, I, 409):

Όσο για τον αυτοκράτορα, ετοίμασε πρέσβεις και τούς έστειλε στον πάπα, τόσο για να ειδοποιήσουν για την πραγματοποίηση τής επιχείρησης όσο και για να μάθουν για τις διαθέσεις τού Καρόλου, αν είχε αφήσει την περίφημη ορμή του και έτεινε σε περισσότερη μετριοπάθεια. Έφτασαν στον προορισμό τους, ανέφεραν την επίτευξη τής ειρήνης και έτυχαν καλής υποδοχής.

«…Ὁ μέντοι γε βασιλεὺς πρέσβεις εὐτρεπίσας ἀποστέλλει πρὸς πάπαν, ἅμα μὲν δηλώσοντας τὸν τῆς πράξεως ἐπιτελεσμόν, ἅμα δὲ καὶ τὰ κατὰ τὸν Κάρουλον μαθησείοντας, εἰ καθυφῆκε τῆς ὁρμῆς ἐκείνης καὶ πρὸς τὸ ταπεινότερον ὑπεκλίθη. Οἱ δὲ παραγενόμενοι, τὰ μὲν τῆς εἰρήνης δηλώσαντες, ἀπεδέχθησαν…»

[←70]

Η αναφορά στον Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών είναι καταφανής στο υπόμνημα τού Μιχαήλ Η΄ τού Ιουλίου ή Αυγούστου 1274 προς τον πάπα Γρηγόριο [Delisle, «… Recueils epistolaires de Bérard de Νaples», Notices et extraits des MSS., XXVI1-2 (1879), 163]:

«Επίσης, που δεν επιστρέφει στον ιερότατο άνθρωπο, τον κύριό μας τον πάπα, ζει στην άπιστη αυτοκρατορία των Ελλήνων και έχει εδάφη και κάστρα και που δεν επιτρέπει στον κύριο πάπα να πάρει αυτός μερικά από τούς λατίνους πρίγκηπες»

(Item quod non recipiat sanctissimus dominus noster papa hominem qui fuerit infidelis imperio Grecorum et habeat terras et castra, et quod non permittat dominus papa aliquem Latinorum principum suscipere eum).

Για το αίτημα τού Μιχαήλ Η΄ προς την Αγία Έδρα για αφορισμό τού Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών, πρβλ. M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 274.

Ο φιλο-ενωτικός «Λατινόφρων» Γεώργιος Μετοχίτης ήταν ο πατέρας τού γνωστού τώρα Θεόδωρου (πέθανε το 1332), ενός από τούς κύριους φωστήρες των αρχών τής Παλαιολόγειας «αναγέννησης», ο οποίος έγινε πρωθυπουργός στο Βυζάντιο το 1305 και για τον οποίο βλέπε Ihor Ševčenko, Études sur la polémique entre Théodore Métochite et Nicéphore Choumnos, Editions de Byzantion, Βρυξέλλες, 1962 και ιδιαίτερα το άρθρο του «Theodore Metochites, the Chora and the Intellectual Trends of His Time», στο Ρ. A. Underwood (επιμ.), The Kariye Djami, IV: Studies in the Art of the Kariye Djami and Its Intellectual Background (Bollingen Series, LXX), Πρίνστον, N.J., 1975, σελ. 19-91.

[←71]

Πρβλ. M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 180 και εξής.

[←72]

Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, V, 26 (CSHB, Βόννη, I, 409-10):

Αν αφήσουμε χριστιανούς να επιτεθούν σε χριστιανούς, φοβόμαστε ότι θα προκαλέσουμε την οργή τού Θεού.

«…χριστιανοῖς δὲ κατὰ χριστιανῶν ἐφεῖναι, μὴ καὶ εἰς παροργισμὸν τοῦ θείου πράττοιμεν…».

Ο Γρηγόριος Θ΄ είχε φύγει από τη Λυών προς το τέλος Απριλίου 1275. Για το δρομολόγιό του, καθώς και για τις δραστηριότητές του κατά την πορεία του, βλέπε M. H. Laurent, Le Bienheureux Innocent V…, σελ. 179-99, 270 και πρβλ. Martin, Conciles et bullaire (1905), αριθ. 1936 και εξής, σελ. 469 και εξής.

Σε επιστολή στις 23 Μαΐου 1276 ο διάδοχος τού Γρηγορίου, ο Ιννοκέντιος Δ΄, έγραφε στον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο ότι ο Γρηγόριος πριν τον θάνατό του είχε επιφυλάξει στους Έλληνες απεσταλμένους εγκάρδια υποδοχή [Martène και Durand, Veterum scriptorum … Amplissima collectio, VII (1733), Acta varia … conc. Lugdunen., αριθ. 28, στήλη 245A]:

«φυσικά ο εν λόγω προκάτοχος συνήθιζε να ακούει τούς απεσταλμένους με καλωσύνη…»

(Sane dictus praedecessor nuncios ipsos solita benignitate audivit. …).

Για το γεγονός ότι ο Γρηγόριος υποδέχθηκε τον Μετοχίτη στο Μπωκαίρ, βλέπε Laurent, ό. π., σελ. 270-71 και R. J. Loenertz, «Notes d’ histoire et de chronologie byzantines», Revue des études byzantines, XX (1962), 177-78, ο οποίος δείχνει επίσης ότι τα αναγραφόμενα στο Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 2022, σελ. 67 πρέπει να διαγραφούν και τα ιστορικά στοιχεία που παρέχονται σε αυτή την εγγραφή να τοποθετηθούν κάτω από το υπ’ αριθ. 2015, σελ. 65.

[←73]

Για τις προτάσεις που έκανε ο Μετοχίτης στο όνομα τού αυτοκράτορα Μιχαήλ βλέπε Vitalien Laurent, «Grégoire X (1271- 1276) et le projet d’ une ligue antiturque», Échos d’ Orient, XXXVII (Βουκουρέστι, 1938), 257-73, ενώ για την περιγραφή τού Μετοχίτη για την πρεσβεία του βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 7, σημείωση 3.

Όμως δεν είναι σαφές αν ο Μετοχίτης πρόσφερε αργότερα στον Ιννοκέντιο Ε΄ ελεύθερη διέλευση μέσω βυζαντινής επικράτειας, ώστε να ακολουθήσουν οι σταυροφόροι τη χερσαία διαδρομή προς Ιερουσαλήμ μέσω Μικράς Ασίας. βλέπε M. H. Laurent, «Georges le Métochite, ambassadeur de Michel VIII Paléologue auprès d’ Innocent V», Miscellanea Giovanni Mercati, III (Πόλη Βατικανού, 1946), 141 και εξής και Le B. Innocent V, σελ. 269-74.

O Iννοκέντιος δεν αναφέρει τη χερσαία διαδρομή στην επιστολή του προς τον Μιχαήλ στις 23 Μαΐου 1276, ούτε όταν βρέθηκε «προ ολίγου στην έδρα» (Dudum ad sedem), για την οποία βλέπε παρακάτω. Παρ’ όλα αυτά είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ο Ιννοκέντιος δεν ήξερε τίποτε για τη βυζαντινή πρόταση.

Scroll to Top