Σημειώσεις κεφαλαίου 02

Σημειώσεις κεφαλαίου 2

[←1]

Geoffroy de Villehardouin, La Conquête de Constantinople, παρ. 498- 99. επιμ. Edmond Faral, 2 τόμοι, Παρίσι, 1938-39, II, 312, 314. επιμ. Natalis de Wailly (2η έκδ., Παρίσι, 1874), κεφ. CXVI, σελ. 298, 300, Robert de Clari, La Conquête de Constantinople, παρ. CXVI, επιμ. Ph. Lauer, Παρίσι, 1924, σελ. 107.

[←2]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 13 (CSHB, Βόννη, σελ. 26 και επιμ. Aug. Heisenberg, I (Λειψία, 1903), 23:

Το έκανε αυτό, είπε, ως εκδίκηση για τα κακά που είχε κάνει ο αυτοκράτορας Βασίλειος εναντίον των Βουλγάρων και είπε ότι αφού αυτός ο άνθρωπος ονομαζόταν «Βουλγαροκτόνος», ονόμασε τον εαυτό του «Ρωμαιοκτόνο».

«…ἀντάμυναν οὖν, ὡς ἔφασκεν, ἐποιεῖτο τῶν ὧν εἰργάσατο πρὸς Βουλγάρους κακῶν ὁ βασιλεὺς Βασίλειος, καὶ καλεῖσθαι μὲν ἔλεγεν ἐκεῖνον Βουλγαροκτόνον, Ῥωμαιοκτόνον δὲ ὠνόμαζεν ἑαυτόν…».

Η βουλγαρική εκστρατεία από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο τού 1206 υπήρξε ιδιαίτερα τρομερή και είχε οδηγήσει τούς Έλληνες ξανά σε συμμαχία με τούς Λατίνους. Πρβλ. Jean Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principauté de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 84-86 και Günter Prinzing, Die Bedeutung Bulgariens und Serbiens in den Jahren 1204-1219 im zusammenhang mit der Entsehung und Entwicklung der byzantinschen Teilstaaten, Μόναχο, 1972, σελ. 56-63, με παραπομπές.

[←3]

Henri de Valenciennes, Histoire de l’ empereur Henri de Constantinople, επιμ. Jean Longnon, Παρίσι, 1948, παρ. 560, 562, 570-71, 573-78, 596-611 και εξής. (Documents relatifs à histoire des croisades, II).

Επίσης στην έκδοση Wailly τής Κατάκτησης (Conquêete) τού Villehardouin (1874), κεφ, xii, xiv, xvxvi, xixxxii και εξής (αρίθμιση παραγράφων όπως στην έκδοση τού Longnon). J.A.C. Buchon, Recherches et matériaux pour servir à une histoire de la domination française…, I (Παρίσι, 1840), 88-89.

Ο Γουλιέλμος, ο μεγαλύτερος γιος τού Βονιφάτιου, τον διαδέχθηκε ως μαρκήσιος τού Μονφεράτ. Ο κόμης Ομπέρτο ήταν προφανώς ακόμη νεαρός άνδρας το 1207-1208. Το Μπιαντράτε είναι στην επαρχία τής Νοβάρα, στη βόρεια Ιταλία. Πίνακας με τούς κόμητες τού Μπιαντράτε και τη σχέση τους με τούς μαρκησίους τού Μονφεράτ παρέχεται από τον David Brader στο Bonifaz von Montferrat, Βερολίνο, 1907, πίνακας V. Ο Ομπέρτο παρέμεινε μόνο τέσσερα περίπου χρόνια στην Ελλάδα (μέχρι το 1211), ενώ ύστερα από την επιστροφή του στην Ιταλία αντιβασιλιάς τού λατινικού βασίλειου τής Θεσσαλονίκης έγινε ο Μπέρτολτ τού Κατσενέλλενμπόγκεν. Πρβλ. Regesta Honorii papae III, επιμ. Pietro Pressutti, I (Ρώμη, 1888), αριθ. 526, σελ. 92, επιστολή με ημερομηνία 21 Απριλίου 1217, όπου ο Μπέρτολτ είναι ακόμη «βαϊλος τού βασιλείου Θεσσαλονίκης» (baiulus regni Thessalonicensis).

Βλέπε Leopoldo Usseglio, I Μarchesi di Monferratto in Italia ed in Oriente durante i secoli XII e XIII, 2 τόμοι, Τορίνο, 1926, II, 262 και εξής.

[←4]

O Louis Blondel, «Amédée Pofey, de Cologny, grand connétable de Romanie», Bulletin de la Société d’ Histoire et d’ Archéologie de Genève, VII (1939-42), 384-86 και IX (1947-50), 177-200 έχει σχεδιάσει τα λίγα που είναι γνωστά όσον αφορά τη σταδιοδρομία τoυ Αμεδαίου Ποφέι, το όνομα τού οποίου εμφανίζεται ως Meboffa, Buffa, Buffedus, Buffois, κλπ. στις πηγές και ο οποίος έχει συνήθως αποκληθεί Amadeo Buffa. Ο Blondel διερευνά τις ιστορικές συνέπειες μιας πράξης τού 1208, που διατηρείται σε ατελές αντίγραφο στα Αρχεία τού κράτους τής Γενεύης (Archives d’ Εtat de Geneve), σύμφωνα με την οποία ο Ποφέι παραχώρησε τα δικαιώματα και τις ιδιοκτησίες του στο χωριό Κολονύ (Cologny) στην Εκκλησία τής Γενεύης: Ο Ποφέι αναφέρεται ως «μεγάλος κοντόσταυλος» (grand constable) τής Ρωμανίας στην πράξη (ήδη από το 1208), ενώ μέχρι τότε θεωρούνταν ως κοντόσταυλος μόνο τού «βασίλειου» τής Θεσσαλονίκης.

[←5]

Πρβλ. Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 570-90 και ιδιαίτερα 598, επιμ. Longnon (1948), σελ. 60-72, 75 και αλλού, επιμ. Wailly (1874), κεφ. xiv-xvii, xix, σελ. 364 και βλέπε το κείμενο των διάσημου σατιρικού ποιήματος (sirventés) τού Élias Cairel, που ξεκινά «Τώρα που πέφτουν τα φύλλα τής βελανιδιάς» (Pus chai la fuelha deljaric) και παρέχεται από τον V. de Bartholomaeis, «Un Sirventés historique d’ Élias Cairel», στα Annales du Midi, XVI (1904), 468-94.

Ο Cairel κακομεταχειρίζεται τον Γουλιέλμο τού Μονφεράτ, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα να είχε γίνει ηγούμενος τού Κλουνύ ή τού Σιτώ, παρά να προσποιείται ότι ήταν γιος τού πατέρα του: «…αφού έχετε τόσο άτολμο πνεύμα, που προτιμάτε δυό βόδια κι ένα αλέτρι, στο Μονφεράτ και να είστε αυτοκράτορας εκεί έξω» (apois lo cor avez tan mendic | que mais amatz dos bous et un araire | a Monferrat, qu’aillors estr’emperaire) [στίχοι 12-14].

Αν μπορούμε να πιστεύουμε τον Cairel, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα όταν έγραψε τα σατιρικά του ποιήματα (sirventés) το 1208, οι Λομβαρδοί βαρώνοι ήθελαν να κάνουν αυτοκράτορα τον Γουλιέλμο. Στους στασιαστές βαρώνους που υποστήριξαν τον Μπιαντράτε περιλαμβάνονταν οι Αλμπερτίνο ντα Κανόσσα, Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι (μαρκήσιος τής Bουδονίτσας), Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι, Ραϊνέριο ντα Τραβάλια (από τη Σιένα), Πιέτρο Βέντο (από τη Γένουα;) και Αμεδαίος Ποφέι, όπου ο τελευταίος ήταν κοντόσταυλος τής Ρωμανίας. Πρβλ. Usseglio, I Marchesi di Monferrato, II (1926), 262 και εξής, 270, 308-9.

Σημείωση τού μεταφραστή:

Προσπαθώντας να μεταφράσω τα παραπάνω στιχάκια από το μεσαιωνικό σατιρικό ποίημα τού Élias Cairel, το βρήκα ολόκληρο στον Martín de Riquer, Los Trovadores, Historia literaria y textos, τόμος 2, 2η έκδοση, Βαρκελώνη, 2008, σελ. 1151-1153.

Το παραθέτω αυτούσιο, μαζί με πρόχειρη δική μου μετάφραση από την ισπανική μετάφραση τού Martín de Riquer, λόγω τής ειδικής σχέσης αυτού τού ποιήματος με το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης εκείνης τής εποχής:

«Όπως το φύλλο πέφτει από τη δρυ,
συνθέτω νέο σονέτο,
ευτυχής που με στέλνουν εκεί, πέρα από το Μομπέλλο,
στον μαρκήσιο που απέρριψε το επώνυμο
Μομφερρατικός και πήρε εκείνο τής μητέρας του
εγκαταλείποντας ό,τι έχει κατακτήσει ο πατέρας του.
Μικρή ομοιότητα με τον γιο τού Ρομπέρ Ζισκάρ,
που κατέλαβε την Αντιόχεια και το Μονγκιζάρτ
[της Συρίας].

(Pus chai la fuoilla del garric
farai un gai sonnet novel
que trametrai lai part Monbel
al marques, quel sobrenom gic
De Monferrat e pren selh de sa maire,
et a laissat so que conquis sos paire;
mal resembla lo filh Robert Guiscart
qu’Antiocha conques e Mongizart.

Μαρκήσιε, οι μοναχοί τού Κλουνύ
θέλω να σάς κάνουν αρχηγό τους
ή μπορείτε να γίνετε ηγούμενος τού Σιτώ,
αφού έχετε τόσο άτολμο πνεύμα,
που προτιμάτε δύο βόδια κι ένα αλέτρι στο Μονφεράτ
και να είστε αυτοκράτορας εκεί έξω.
Καλά, δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ότι ο γιος τής λεοπάρδαλης
μπήκε στο λαγούμι μεταμφιεζόμενος σε αλεπού.

Marques, li monge de Qlunhic
vuelh que fasson de vos capdel
o siatz abbas de Cystel,
pus lo cor avetz tan mendic
que mais amatz dos buous et un araire
a Monferrat, qu’alhors estr’enperaire;
ben pot hom dir qu’anc mais filhs de leopart
nos mes en cros a guiza de raynart.

Όλοι οι φίλοι σας θα έχουν μεγάλη χαρά,
αν έχετε αφήσει τη γούνα
[της αλεπούς],
με την οποία θα επενδύσουν τον μανδύα και το πανωφόρι,
ενώ είχαν πιστέψει ότι ήσαν ισχυροί
όλοι, όσοι ήσαν σε εσάς αφοσιωμένοι και υπέστησαν δεινά,
που είναι τώρα ψαλλιδισμένοι και φοβούνται τις κραυγές.
Όλοι περιμένουν βοήθεια από εσάς:
αν δεν έρθει, θα δεχτούν το χτύπημα και θα το αντέξουν.

Gran gaug agron tug vostr’amic
uant agües laissada la pel
don folres la capa el mantel,
quar tuyt cuyderon estre ric
silh qui per vos son liurat a maltraíre,
qui son tondut et an paor del raire!
Quascus aten socors de vostra part:
si noy venetz, qui col i a si l guart!

Μαρκήσιε, οι βαρώνοι, ασταθείς και ευμετάβλητοι,
τοξεύουν βέλος στον ουρανό,
που πέφτει στο καπέλλο τους.
Και όσον αφορά τον αυτοκράτορα Ερρίκο,
λέω ότι μοιάζει πολύ με τον βασιλιά Δαρείο,
που έδιωξε τούς βαρώνους του από το παλατι του,
γιατί φοβόταν πολύ ότι θα έχανε τη ζωή του.
Αλλά συχνά καίνε αυτά που φαντάζεσαι χλιαρά.

Marques, li baron vair e pic
an contral cel trait un cairel
que lor tornara sul capel;
e de l’emperador Enric
vos die aitan, que ben sembla l rey Daire
qui sos baros gitet de lor repaire,
dont elh ac pueys de morir gran reguart;
mas manhtas vetz qui s cuyda calfar s’art.

Θα μπορούσατε να πάρετε το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης
χωρίς βαλλίστρες ή καταπέλτες,
καθώς και πολλά άλλα κάστρα,
που δεν θα αναφέρω, ούτε θα πω.
Μα για τον Θεό, μαρκήσιε, ο Ρολαντίνο
[ντε Κανόζα] και ο αδελφός του [Αλμπερτίνο],
ο Γκουϊντο
[Παλλαβιτσίνι] και ο αδελφός του [Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι],
Φλαμανδοί, Φράγκοι, Βουργουνδοί και Λομβαρδοί,
όλοι λένε ότι φαίνεστε κάθαρμα!

Lo regisme de Salonic
sens peireir’e ses manganel
pogratz aver, e maynt castel
d’autres, qu’ieu no mentau ni dic.
Per Dieu, marques, Rotlandis e sos fraire
e Guis Marques e Ravas lor confraire,
flamenc, francés, bergonhon e lombart
van tug dizen que vos semblatz bastart!

Αυτός που βλέπει τη μαντόνα Ιζαμπέλλα [κόρη τού Γκουϊντο Παλλαβιτσίνι]
δεν στενοχωριέται όλη τη μέρα,
σαν το σμαράγδι στο δαχτυλίδι
δίνει χαρά στη θλίψη μου.
Επίσης είναι η πιο όμορφη απ’ όλες και η πιο καλή,
μπορούμε να πούμε, και κάνει όμορφα πράγματα.
Πολλοί συνάδελφοι, που θα ήσαν δειλοί,
γίνονται γι’ αυτήν άξιοι, θαρραλέοι και γενναίοι.

Lo jorn non pot aver destric
sel que ve madona Ysabel,
si com lo maragd’en l’anel,
que dona gaug al pus enic;
atressi es de totas la belaire
e que melhs sap bels plazers dir e faire;
mans cavayers, que serian coart,
son per lieis pros e valen e galhart.

Όλοι οι πρόγονοί σας, απ’ ό,τι ακούω να λένε και να διηγούνται,
ήσαν άξιοι, αλλά δεν θυμάμαι πολλά γι’ αυτούς.
Αν δεν βάλετε την εξυπνάδα σας και δεν χρησιμοποιήσετε την τέχνη σας,
θα χάσετε το τρίτο και το τέταρτο τής τιμής σας
[της γης σας, εννοεί τούς τριάρχες].»

Vostr’ancessor, so au dir c retraire,
foron tug pros, mas vos no n soven guaire;
si del venir non prendetz geynh et art,
de vostr’onor perdretz lo terz e l quart.)

[←6]

Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 593, επιμ. Longnon, σελ. 73, επιμ. Wailly, κεφ. xviii, σελ. 360, όπου ο αυτοκράτορας παρουσιάζεται να λέει:

«… και μού ζητούν όλοι να αποσυρθώ από τη Θήβα, το Νεγκροπόντε [Χαλκίδα, Εύβοια] και από όλη την επικράτεια από το Δυρράχιο μέχρη τη Μάκρη [κοντά στα Στάγειρα]»

(… et sour tout chou me requierent que je lor laisse quitement Estives, Negrepont, et toute la tierre qui est de Duras jusques a Macre).

Οι λομβαρδικές αξιώσεις, όπως σημειώνονται αλλού, ήσαν από το Δυρράχιο μέχρι τα Μέγαρα, περιλαμβανομένης τής Αργολίδας [H. de Val., παρ. 584, επιμ. Longnon, σελ. 68-69] και επίσης από τη Μεθώνη μέχρι τη Μάκρη [στο ίδιο, παρ. 599, σελ. 76]. Αποτελούσαν το σύνολο τής «Ελλάδας», δηλαδή ολόκληρης τής επικράτειας που είχε κερδηθεί ή που θα κερδιζόταν από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό ύστερα από τη συμφωνία του με τον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο και έτσι ο Ομπέρτο τού Μπιαντράτε μπορούσε να προωθεί ευλογοφανή ισχυρισμό για ανεξαρτησία του από αυτοκρατορική επικυριαρχία. Όμως η συνθήκη κατάτμησης τού 1204 είχε δώσει στη Βενετία το μεγαλύτερο μέρος τής Πελοποννήσου, στην οποία εκστράτευαν τότε ο Σαμπλίτ και ο νεαρός Βιλλεαρδουΐνος!

[←7]

Πρβλ. Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 600, επιμ. Longnon, σελ. 77, επιμ. Wailly, κεφ. xx, σελ. 366: «… Ο Αλμπερτίνο, που είναι κύριος των Θηβών» (… Aubertins, qui sires ert d’ Estives). Η πόλη των Θηβών δεν έπεσε λοιπόν στον Αλμπέρτο Παλλαβιτσίνι, όπως πίστευε ο Ferd. Gregorovius, Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter, 2 τόμοι, Στουγκάρδη, 1889, I. 351, ούτε στον Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι, όπως πίστευε ο Σπ. Π. Λάμπρος, Gregorovius-Λάμπρος, Ιστορία τής πόλεως των Αθηνών κατά τούς μέσους αιώνας, 2 τόμοι, Aθήνα, 1904, I, 428. Πρβλ. Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 73, 74.

Ο Αλμπερτίνο ντα Κανόσσα αναφέρεται στις επιστολές τού Ιννοκέντιου Γ΄ [Epp., an. XIII, αριθ. 144, 154, στην PL 216, στήλες 328B, 331C]. Σύμφωνα με τον Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1916, σελ. 88-89 ο Αλμπερτίνο ντα Κανόσσα παρέλαβε τη Θήβα από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό μετά την Κατάκτηση και ήταν «άρχοντας των Θηβών» (sires d’ Estives), όπως υπονοεί ο Henri de Valenciennes, μέχρι το 1211, όταν η πόλη παραχωρήθηκε στους Όθωνα και Γκυ ντε λα Ρος. Ίσως έχει δίκιο, αλλά το επιχείρημά του φαίνεται μάλλον αδύναμο.

[←8]

Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 602-5, επιμ. Longnon, σελ. 77-79, επιμ. Wailly, κεφ. xx, σελ. 366, 368. Ο Δημήτριος, που δεν ήταν ακόμη τεσσάρων χρονών, χρίστηκε ιππότης από τον αυτοκράτορα, «και στη συνέχεια τον έστεψε με την κορώνα» (et puis le couronna voiant toz) [στο ίδιο, 605, επιμ. Longnon, σελ. 79]. Η Μαργαρίτα, ο Δημήτριος και το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό παπική προστασία [Inn. IΙΙ, an. XIII, Εpp. 33-35, 37, με ημερομηνία 30 Mαρτίου 1210, στην PL 216, 226-28]. πρβλ. Jean Longnon, L’ Empire latin, σελ. 106-8. Ο Δημήτριος και όχι ο πατέρας του Βονιφάτιος ήταν ο πρώτος «βασιλιάς» Θεσσαλονίκης, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 1, σημείωση 86.

[←9]

«Lombart defaillirent dou parlement, que il n’i vinrent point. Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 670, επιμ. Longnon, σελ. 110, επιμ. Wailly. κεφ, xxxiii, σελ. 406. Επίσης Gregorovius-Λάμπρος, I, 429, Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 186.

Τα Ραβέννικα είχαν δοθεί στους Ναΐτες Ιππότες από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό [Inn. III, Epp., an. XIII, αριθ. 137 στην PL 216, 324]. Ο Ερρίκος πήρε τα Ραβέννικα από τούς Ναΐτες, που είχαν υποστηρίξει τούς Λομβαρδούς στασιαστές.

[←10]

Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 671-72, επιμ. Longnon, σελ. 110-11, επιμ. Wailly, κεφ. xxxiv, σελ. 406, 408.

[←11]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 16 (CSHB, Βόννη, σελ. 31 και επιμ. Heisenberg, I, 28):

Ο εν λόγω Ερρίκος, παρόλο που ήταν Φράγκος στην καταγωγή, συμπεριφέρθηκε με ευγένεια στους Ρωμαίους και στους ντόπιους τής πόλης τού Κωνσταντίνου και κατέταξε πολλούς από αυτούς στους μεγιστάνες του, άλλους στους στρατιώτες του, ενώ τον κοινό πληθυσμό αντιμετώπιζε ως δικούς του ανθρώπους.

«…Ὁ δ’ εἰρημένος Ἐρῆς, εἰ καὶ Φράγγος τὸ γένος ἐτύγχανεν, ἀλλ’ οὖν τοῖς Ῥωμαίοις καὶ ἰθαγενέσι τῆς Κωνσταντίνου ἱλαρώτερον προσεφέρετο, καὶ πολλοὺς εἶχε τοὺς μὲν τοῖς μεγάλοις τούτου συντεταγμένους, τοὺς δὲ τοῖς στρατιώταις, τὸ δὲ κοινὸν πλῆθος ὡς οἰκεῖον περιεῖπε λαόν.»

[←12]

Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 672-79, επιμ. Longnon, σελ. 111-14, επιμ. Wailly, κεφ. xxxivxxxv, σελ. 406, 408, 410, 412.

Ο αρχιεπίσκοπος Θηβών που οδήγησε τον αυτοκράτορα Ερρίκο στον μητροπολιτικό ναό τής Θήβας ήταν Λατίνος. O Ορθόδοξος μητροπολίτης είχε διαφύγει το 1204. Πρβλ. Mιχαήλ Χωνιάτη: «…εἰ δ΄ ἐγὼ καὶ ὁ Θηβῶν ἱεράρχης καὶ τις που τυχόν ἕτερος τῶν καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησιῶν ἀπεληλάμεθα…» [επ. 100, 32, επιμ. Σπ. Π. Λάμπρος, II (Αθήνα, 1880), 170]. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θηβών ήταν μάλλον παλιός γνώριμος τού αυτοκράτορα Ερρίκου. Όταν στις 12 Aυγούστου 1206, οκτώ μέρες πριν τη στέψη του, ο Ερρίκος ορκίστηκε ενώπιον τού Μαρίνο Ζένο, τού «ποντεστά των Ενετών τής Ρωμανίας», ότι θα σέβεται τα σύμφωνα μεταξύ Φράγκων και Ενετών τού 1204-1205, στάθηκε ενώπιον τού καρδιναλίου λεγάτου Βενέδικτου τής Σάντα Σουζάνα, τού πατριάρχη Τομμάζο Μοροζίνι, «και (παρουσία) τού εκλεγμένου αρχιεπισκόπου Θηβών» (et [in presencia] electi Archiepiscopi Thebani) [G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, 3 τόμοι, Βιέννη, 1856-57, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964, II, έγγραφο clxxiv, σελ. 35]. Ο Ομπέρτο τού Μπιαντράτε απελευθερώθηκε στα τέλη Μαΐου 1209. Απέτυχε σε περαιτέρω μηχανορραφίες κατά τού Ερρίκου.

[←13]

Henri de Valenciennes: «Li empereres ala a la maistre eglyse d’ Athaines en orisons: chou est a une eglyse c’ on dist de Nostre Dame; et Othes de la Roche, qui sires en estoit, car li marchis [Boniface] li avoit donnée, l’ i honnera de tout son pooir. La sejorna li empereres ii. jors, et au tierc s’ en ala viers Negrepont…» [Histoire, παρ. 681, επιμ. Longnon, σελ. 115, επιμ. Wailly, κεφ. xxxvi, σελ. 412].

Πρβλ. Jean Longnon, «Sur 1′ Histoire de I’empereur Henri de Constantinople par Henri de Valenciennes», στο Romania, lxix (1946), 239-41.

[←14]

Demetrius Chomatianus, κεφ. cvi, στο J. B. Pitra (επιμ.), Analecta sacra et classica Spicilegio Solesmensi parata, τομ. VI, (Παρίσι και Ρώμη, 1891), στήλες 447-62, για το οποίο βλέπε M. Drinov, «O nekotorykh trudakh Dimitriia Khomatiana, kak istoricheskom materialye», στο Vizantinskii Vremennik, II (1895). 15-23 και πρβλ. R. L. Wolff, «The Organization of the Latin Patriarchate of Constantinople, 1204-1261», Traditio, VI (1948), 39.

Για τον Χωματιανό σημειώστε τον Mathias Wellnhofer στο Johannes Apokaukos, Metropolit von Naupaktos in Aetolien, c. 1155-1233, Freising, 1913, σελ. 35-38 και ιδιαίτερα το άρθρο τού Lucien Stiernon στο Dictionnaire d’ histoire et de geographic ecclesiastiques, XIV (1960), στήλες 199-205, με εξαιρετική βιβλιογραφία.

Στον Ιννοκέντιο Γ΄ είχαν υποβληθεί παράπονα ότι η βασίλισσα Μαργαρίτα ενθάρρυνε Έλληνες επισκόπους να μην υπακούουν σε παπικές εντολές. Αn. XI, ep. 152, στην PL 215, 1467. Aug. Potthast, Regesta pontifuxim romanorum, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1874- 75, αριθ. 3506 (τομ. I, σελ. 302-3), με ημερομηνία 4 Oκτωβρίου 1208.

[←15]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. John Schmitt, Λονδίνο, 1904, επιμ. Π. Π. Kαλονάρος, Aθήνα, 1940, στιχ. 1903-2009:

«… Ἀφότου γὰρ ἐνέμεινεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
μπάϊλος κι ἀφέντης τοῦ Μορέως, καθὼς σὲ ἀφηγοῦμαι,
στὴν Ἀνδραβίδα ὥρισε νὰ σωρευτῇ ὁ λαός του,
ὅπου ἦτο ἐτότε εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς ἀφεντίας ὅπου ἦτον·
καὶ ὅσον ἐγίνη ἡ ἕνωσις μικρῶν γὰρ καὶ μεγάλων,
εἶπεν κ᾿ ἠφέραν τὸ βιβλίον, ὅπου ἦτο ἡ μερισία
ἐγράφως γὰρ τοῦ καθενὸς, τὸ τί τοῦ ἐπαρεδόθη
νὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται παρὰ τοῦ Καμπανέση…»

Για την κατανομή των φέουδων, που είχε πραγματοποιηθεί την εποχή τού Σαμπλίτ, Βλέπε επίσης Livre de la conqueste Chronique de Morée (1204-1305), επιμ. Jean Longnon, Παρίσι, 1911, παρ. 128-31. σελ. 43-48 και πρβλ. Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 115-37, σελ. 28-32, ενδιαφέρον αλλά αναχρονιστικό μίγμα, για το οποίο βλέπε David Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée», Journal des Savants, 1968, σελ. 165 και εξής. Ο William Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 50 και εξής, ακολουθεί το ελληνικό Χρονικό μάλλον πιστά. Πρβλ. Peter W. Topping, Feudal Institutions, as Revealed in the Assizes of Romania (Univ. of Pennsylvania, Translations and Reprints, 3η σειρά, τομ. III), Φιλαδέλφεια, 1949, σελ. 116-17.

[←16]

Πρβλ. Antoine Bon, La Morée franque, Παρίσι, 1969, σελ. 459, 464.

[←17]

Georges Recoura, Les Assises de Romanie, Παρίσι, 1930, άρθρο 43, σελ. 191 (Bibliothèque de l’ École des hautes études, δέσμη 258). Aγγλική μετάφραση από P. W. Topping, Feudal Institutions, σελ. 41.

Παρά το γεγονός ότι το Χρονικόν τού Μορέως θεωρεί ότι η επανεξέταση τής κατανομής των φέουδων έγινε από τον Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουΐνο το 1209-1210, ο κατάλογος των φέουδων και των κατόχων τους, όπως αυτός παρέχεται στα Χρονικά, αντανακλά μάλλον την κατάσταση στον Μοριά όπως αυτή ήταν όταν o Γοδεφρείδος Β΄ διαδέχθηκε τον πατέρα του περί το 1228. Bλέπε Bon, La Morée franque, σελ. 82-83, 102-15, 128 για τις μωραΐτικες βαρωνίες. Οι Έλληνες ξαναπήραν πιθανώς τα Καλάβρυτα λίγο μετά το 1270 [πρβλ. στο ίδιο, σελ. 468]. Οι γραπτές εκδόχές των Ασσιζών διατήρησαν προφανώς κάποιους αναχρονισμούς, όπως εκείνος που εξακολουθεί να αναφέρει τον άρχοντα Καλαβρύτων (de Collovrata) ως ομότιμο στο πριγκηπάτο. Ο κατάλογος των δώδεκα ομότιμων, όπως παρέχεται στις Ασσίζες, άρθρο 43, προέρχεται από την περίοδο μετά το 1262 [David Jacoby, La féodalité en Grèce médiévale. Les «Assises de Romanie» sources application et diffusion, Παρίσι, 1971, σελ. 24-25]. Για το υπόβαθρο των Ασσιζών, με την ανάμιξη σε αυτές λατινικής πρακτικής, βυζαντινής επίδρασης και ιεροσολυμίτικων παραδόσεων, βλέπε Jacoby, ό. π., σελ. 30-44 και εξής, 62, 70 και εξής, 105 και εξής. Για τη χρονολογία βλέπε στο ίδιο, σελ. 75-82.

[←18]

Assises de Romanie, άρθρο 94, επιμ. Recoura, σελ. 222, μετάφραση Topping, σελ. 57.

[←19]

Longnon, Chronique de Morée, παρ. 218-19, σελ. 79. Schmitt, Chron. of Morea, στίχοι 3145-72:

«Ἐν τούτῳ ἄρχισεν ἐμπρὸς ὁ κάποιος μέγας ἀφέντης,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην του ντὲ Μπριέρες,
ὅπου ἦτο ἀφέντης τῶν Σκορτῶν, τοῦ δρόγγου καὶ τοῦ τόπου.
κάστρον ἐποίησε ἀφιρόν, ὄμορφον δυναμάριν,
Καρύταινα τὸ ὠνόμασεν κ᾿ ἐκεῖνος ὠνομάστην
ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἀπαύτου γὰρ ὁ δεύτερος, μισὶρ Γαρτιέρης ἄκουε,
ντὲ Ροζιέρες τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κάστρον ἐποίησε φοβερὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Μεσαρέαν
καὶ Ἄκωβαν τὸ ὠνόμασεν, κι ἐκεῖνος ἦτο ἀφέντης.
Ὁκάποιον ἄλλον ἔλεγαν τὸ ὄνομα μισὶρ Ἰωάννης,
ντὲ Νουιλὴ τὸ ἐπίκλη του, ὅπου ἦτον καὶ πρωτοστράτωρ
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως κ᾿ εἶχεν το εἰς γονικὸν του·
κάστρον ἐποίησε ὁ λόγου του καὶ Πασσαβᾶν τὸ ἐκράξε.
Ἄλλος ἦτον ντὲ Νιβηλὲτ καὶ ἄκουε μισὶρ Ἰωάννης·
ἔποικεν κάστρο ὁ λόγου του κ᾿ ἔκραξέ το Γεράκιν,
ὅπου ἔνι εἰς τὴν Τσακωνίαν ἐδῶθεν γὰρ τοῦ Ἑλέου».

[←20]

Assises de Romanie, άρθρο 70, επιμ. Recoura, σελ. 209-10, μετάφραση Topping, σελ. 51, Longnon, Chronique de Morée, παρ. 130, σελ. 147, Morel-Fatio, Libro de los fechos, παρ. 138, σελ. 32.

Schmitt, Chron. of Morea, στίχοι. 1995-2001:

«Ὅτι ἐκ τοὺς μῆνας δώδεκα, ὅπου ἔχει ὁ χρόνος ὅλος,
νὰ ἐκπληρώνῃ ὁ κατὰ εἷς τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας
εἰς γαρνιζοῦν καθολικήν, ἔνθα ἀρέσει τοῦ ἀφέντη·
τοὺς δὲ τοὺς ἄλλους τέσσαρους νὰ ἀπέρχεται εἰς φουσσᾶτο,
ἔνθα χρήζει καὶ βούλεται τοῦ προνοιατόρου ὁ ἀφέντης·
τὸ δὲ τὸ τρίτον τοῦ χρονοῦ, τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας,
ὀφείλει ὁ προνοιάτορας νὰ ἔνι ὅπου θέλει».

[←21]

Assises de Romanie, άρθρο 89, επιμ. Recoura, σελ. 219, μετάφραση Topping, σελ. 56. Το κείμενο των Ασσιζών διασώζεται σήμερα μόνο σε δώδεκα μεταγενέστερα χειρόγραφα, που περιέχουν αντίγραφα τα οποία χρησιμοποιούσαν κάποτε οι ενετικές αρχές στα ελληνικά εδάφη τής Δημοκρατίας. Πρβλ. Bon, La Morée franque, σελ. 18-19, 85 και εξής και Jacoby, στο Travaux et Mémoires du Centre de recherche d’ histoire et civilisation byzantines, II (Παρίσι, 1967), 446 και εξής, ιδιαίτερα τις λεπτομερείς αναλύσεις στο αρθρο “La féodalité en Grèce médiévale”, σελ. 95-174.

[←22]

Assises de Romanie, άρθρο 96, επιμ. Recoura, σελ. 223, μετάφραση Topping, σελ. 58. Πρβλ. άρθρα 25 και 183 και Jacoby, Travaux et Mémoires, II, 459-60.

[←23]

Πρβλ. Assises de Romanie, πρόλογος, I, επιμ. Recoura, σελ. 147-48:

«…από τα κοσμικά δικαστήρια, το ένα ονομαζόταν Υψηλή Κούρτη και το άλλο Κάτω Κούρτη, που ήταν το δικαστήριο των αστών, στο οποίο προήδρευε ένας άνδρας [δηλαδή ο δούκας Godfrey τού Bouillon μετά την ίδρυση τού βασίλειου τής Ιερουσαλήμ], που ήταν κυβερνήτης και δικαστής αντί γι’ αυτόν και τον οποίον ονόμαζαν υποκόμη» [σελ. 147].

(…do Corte seculare, la una se clamava l’ Alta Corte e l’ altra, Bassa Corte, zoe la Corte de li Borgesi, a le qual elo stabeli uno homo per esser governador et justicier in luogo de luy, lo qual fo appellato Visconte)

Tο πριγκηπάτο τού Μορέως λέγεται στις Ασσίζες τής Ρωμανίας ότι οργανώθηκε σε σκόπιμη απομίμηση τού βασιλείου τής Ιερουσαλήμ των σταυροφόρων, που είχε ιδρυθεί πριν περισσότερο από έναν αιώνα.

Για τη συνέλευση των ελεύθερων αστών (στην κούρτη τους;) για πολιτική δράση, βλέπε Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt:

«…Κι ὁ κιβιτᾶνος παρευτύς, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ἀπῆρεν ὅλον τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον,
τοὺς ἄρχοντας καὶ βουργησέους ὅλης τῆς Ἀνδραβίδας·»
[στιχ. 2254-56]
… Εἰς τοῦτο ὁρίζει, ἐγράψασιν τοῦ πριγκιπάτου ἁπάντων,
φλαμουραρίων, καβαλλαρίων, ὁλῶν τῶν ἐπισκόπων,
τοῦ Τέμπλου καὶ Ὁσπιταλίου κι ὁλῶν τῶν βουργεσίων,
στὸ Νίκλι τοὺς ἐμήνυσε νὰ εἶναι σωρεμένοι
στὲς εἴκοσι γὰρ τοῦ Μαΐου, ἄνευ καμμίας προφάσης.»
[στιχ. 3208-12]
«…στὴν Ἀνδραβίδα εὑρίσκεται ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος.
Σώρεψιν ἔχει δυνατὴν μὲ ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ βουργισέους, καὶ τοὺς καβαλλαρίους»
[στιχ. 5847-49]
«…Ἀπ᾿ αὔτου ἐβγάνει πρόσταγμα τὸ πῶς ἐμήνα ὁ ρῆγας
δηλώνοντα διὰ γραφῆς ὁλῶν τῶν Μοραΐτων,
τῶν ἀρχιερέων, φλαμουριαρίων, καβαλλαρίων, σιργέντων,
τῶν βουργησέων καὶ ἁπαντῶν, μικρῶν τε καὶ μεγάλων,
νὰ δέξωνται τὸν μισὶρ Φλορᾶν διὰ πρίγκιπα κι ἀφέντην·»
[στιχ. 8630-35].

[←24]

Assises de Romanie, άρθρο 186, επιμ. Recoura, σελ. 276, μετάφραση Topping, σελ. 89.

[←25]

Πρβλ. όμως το άρθρο 139, που επιτρέπει στον φεουδάρχη να ελευθερώσει τον δουλοπάροικό του και να τον προστατεύει στη νέα του κοινωνική θέση με «επιστολές απελευθέρωσης» (le letere de la donation et libertade).

[←26]

Assises de Romanie, επιμ. Recoura, σελ. 282, μετάφραση Topping, σελ. 92.

Σε γενικές γραμμές πρβλ. Topping, ό. π., σελ. 173-74, Win. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 57-58, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 209-11.

Υπάρχουν κάποιες πληροφορίες για τα ζωή των δουλοπαροίκων σε μερικά από τα εκκλησιαστικά αγροκτήματα τής Πάτρας στο Inn. III, an. XIII, ep. 159 [λάθος αριθμημένη στον Migne στην PL 216, 336-37], ενώ βλέπε σε γενικές γραμμές D. A. Zakythinos, «La Société dans le Despotat de Morée», L’ Hellénisme Contemporain, 2η σειρά, V (March-April, 1951), 101-8 και Le Despotat grec de Morée, II (Αθήνα, 1953), 201 και εξής.

[←27]

Πρβλ. Libro de los fechos, Morel-Fatio (επιμ.), παρ. 134, σελ. 31:

«…και σε όλους τούς … χωρικούς υπό την εποπτεία μας επιτρεπεται να έχουν τις ιδιοκτησίες τους και όλα τα άλλα χωράφια, που επιβεβαιώθηκε στις απογραφές ότι είχαν…»

(…et á todos los … villanos siervos dexaron en sus posessiones et á todos los otros lauradores confirmaron en los censuales que tenian…)

[←28]

Bλέπε σε γενικές γραμμές το σημαντικό άρθρο τού David Jacoby, «Les archontes grecs et la féodalité en Morée franque», στο Travaux et Mémoires, 2, 421-81, που είναι αντίθετο με την άποψη που αναπτύσσεται από τον Georges Ostrogorskij, Pour l’ histoire de la féodalité byzantine, μετάφρ. H. Grégoire, Βρυξέλλες, 1954, σελ. 55-61.

Παρά το γεγονός ότι η ιεραρχική δομή τής πολιτικής εξουσίας στη Δύση, η αποκαλούμενη «φεουδαρχική πυραμίδα», δεν υπήρχε στον βυζαντινό κόσμο και έχει μεγαλοποιηθεί στη δυτική φεουδαρχία, ο Ostrogorskij πιστεύει ότι όσον αφορά τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις μικρή διαφορά υπήρχε ανάμεσα στην ελληνική πρόνοια και το δυτικό φέουδο και ότι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας εύκολα εγκαταστάθηκαν στα εδάφη τής πρώην Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Όμως για το ζήτημα αυτό ο Ostrogorskij χρησιμοποιεί μόνο το Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως για να στηρίξει το επιχείρημά του, αλλά το ελληνικό Χρονικό μεταφράστηκε αναμφισβήτητα από γαλλική εκδοχή μεταξύ περίπου 1346 και 1388. Bλέπε Jacoby, «Quelques Considerations sur les versions de la Chronique de Morée», Journal des Savants, 1968, ιδιαίτερα σελ. 150-58 και μάλλον δεν αποτελεί στέρεη πηγή για τη θεσμική ιστορία τής πρώτης δεκαετίας τού 13ου αιώνα, όπως υποθέτει ο Ostrogorskij, ό. π., σελ. 58, σημείωση 2.

Επίσης, οι κατάλογοι των φέουδων, οι οποίοι παρέχονται στις διάφορες εκδοχές των Χρονικών, δεν χρονολογούνται από το 1209, όπως πιστεύει ο Ostrogorskij, ό. π., αλλά από είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, ενώ φυσικά η φεουδαρχική ορολογία στο ελληνικό Χρονικόν αποτελεί συνέπεια ενάμιση αιώνα ελληνικής εμπειρίας τού δυτικού φεουδαλισμού. Πρβλ. επίσης Miloš Mladenovic, «Zur Frage der Pronoia und des Feudalismus im byzantinischen Reiche», <ι>Südost-Forschungen, XV (1956), 123-40, ο οποίος διακρίνει έντονα μεταξύ βυζαντινής πρόνοιας και δυτικού φέουδου και ισχυρίζεται ότι «εκτός από κάποιες ομοιότητες στις οικονομικές τους πτυχές, η πρόνοια και το φέουδο (feudum) αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους» [στο ίδιο, σελ. 131].

Όταν ένας Έλληνας άρχοντας πιανόταν στο λατινικό φεουδαρχικό πλέγμα, πιθανώς εκδυτικιζόταν (όπως ο συγγραφέας τής ελληνικής εκδοχής των Χρονικών τού Μορέως) και ζούσε στον κοινωνικό κόσμο τής Νέας Γαλλίας (nova Francia), τον οποίον είχαν δημιουργήσει στον Μοριά οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας. Για την σταδιακή ένταξη των κυρίων Ελλήνων αρχόντων στη λατινική φεουδαρχία τού Μοριά βλέπε D. Jacoby, «The Encounter of Two Societies: Western Conquerors and Byzantines in the Peloponnesus after the Fourth Crusade», American Historical Review, lxxviii (1973), 873-906, ιδιαίτερα σελ. 889-903.

[←29]

Πρβλ. Ernst Gerland, Neue Quellen zur Geschichte des lateinischen Erzbistums Patras, Λειψία, 1903, 84-87, με παραπομπές. Επίσης Longnon, L’ Empire latin, σελ. 210.

[←30]

Η κοινότητα τού ελεύθερου χωριού εξακολουθούσε να επιβιώνει στα τέλη τού 11ου αιώνα, στη Βοιωτία για παράδειγμα, αν και ο αριθμός των μεγάλων γαιοκτημόνων αυξανόταν απαίσια. Έτσι το απόσπασμα κτηματολογίου Θηβών που δημοσιεύτηκε από τον Ν. Γ. Σβορώνο [N. G. Svoronos, «Le cadastre de Thèbes», Bulletin de correspondance hellenique, LXXXIII (1959), 1-145, ιδιαίτερα σελ. 141 και εξής], δείχνει ότι πολλά κτήματα στη Βοιωτία ανήκαν ακόμη ιδιωτικά σε μικρούς καθώς και σε μεγάλους ιδιοκτήτες, ενώ υπήρχαν προφανώς λίγα κτήματα πραγματικής έκτασης λατιφουντίου.

Παρεμπιπτόντως πολλοί από τούς Βοιωτούς γαιοκτήμονες ήσαν Ιταλιώτες Έλληνες, ιδιαίτερα από τη Σικελία, στους οποίους προφανώς είχαν παραχωρηθεί εδάφη στην περιοχή ύστερα από τις βουλγαρικές καταστροφές τού 10ου και των αρχών τού 11ου αιώνα. Είναι δύσκολο να πούμε κατά πόσον η ελευθερία τέτοιων γαιοκτημόνων υπέστη φθορά κατά τον 12ο αιώνα. Αλλά πιθανώς δεν θα ήταν κατάλληλο να διατηρούμε ψευδαισθήσεις για «ελευθερία» των Βυζαντινών αγροτών κατά την εποχή τής 4ης Σταυροφορίας. Οι συνεχείς πόλεμοι και η τουρκική κατάληψη τής Ανατολίας είχαν δημιουργήσει πολλούς «ελεύθερους» ανθρώπους, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήσαν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες και αναφέρονται στις πηγές ως «πτωχοί» και ως «ξένοι». Παρά το γεγονός ότι η βυζαντινή κοινότητα τού χωριού σίγουρα επιβίωνε ως κοινωνική (και φορολογική) μονάδα, παραμένει ιδιαίτερα προβληματική η έκταση κατά την οποία οι κάτοικοι τού χωριού ήσαν ελεύθεροι. Παρ’ όλα αυτά οι «πάροικοι» (δουλοπάροικοι) διατηρούσαν σαφώς κάποια δικαιώματα να αγοράζουν και να πωλούν χωράφια, αμπέλια και άλλες εκμεταλλεύσεις. βλέπε γενικά τις ενδιαφέρουσες διαλέξεις τού G. Ostrogorskij, Quelques problèmes d’ histoire de la paysannerie byzantine, Βρυξέλλες, 1956, ιδιαίτερα σελ. 34 και εξής. Πρβλ. επίσης το άρθρο τού ιδίου, «La commune rurale byzantine», στο Byzantion, XXXII (1962), 139-166, ιδιαίτερα σελ. 158 και εξής. Σημειώστε επίσης την κριτική εξέταση τής μελέτης τού Σβορώνου από τον Ι. Καραγιαννόπουλο στο Byzantinische Zeitschrift, LVI (1963), 361-70.

[←31]

«… et Veneti in quacunque civitate mea vellent, debent habere ecclesiam, fondiculum et curiam. … De Corintho ita teneor ego et mei heredes et succcssores domino Duci, quam de alia terra». Pactum Principis Achaiae Goffredi (1209), στο Tafel και Thomas, Urkunden, II (1856), έγγραφο ccvii, σελ. 97 και εξής.

Πρβλ. Andrea Dandolo, Chron., ad ann. 1209, στο νέο Muratori, HISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938 και εξής), 284: «Επίσης ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος … αναγνωρίζει ότι είναι εκπρόσωπος τού δόγη Ραφαέλε Γκόρο στο πριγκηπάτο τής Αχαΐας, εκτός τής Μεθώνης και τής Κορώνης» (Gofredus etiam de Villa Arduino … a Raphaele Goro ducis nuncio principatum Achaye, Corono et Mothono exclusis, recognovit).

Σημειώστε επίσης Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 59-60 και Longnon, L’ Empire latin, σελ. 112.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η ιστορία τής Μεθώνης και τής Κορώνης από το 1205 μέχρι τo 1208. Πρβλ. Longnon, op. cit., σελ. 73, 90 και Silvano Borsari, Studi sulle colonie veneziane, Νάπολη, 1966, σελ. 28-31. Βλέπε για γενικά Bon, La Morée franque, σελ. 64-67.

[←32]

Χρονικόν τού Μορέως (Chron. of Morea), επιμ. Schmitt, στίχοι 2096-2427, σελ. 146-62:

«Ἐκεῖνος γὰρ ὅπου λαλῶ Ρομπέρτο ντὲ Τσαμπάνια,
ἔκραξε τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἀφότου ἐγὼ ἀποεῖδα το τὴν ἀφεντίαν οὐκ ἔχω,
δός μου ἄλογα καὶ συντροφίαν τοῦ νὰ ἔχω ὑπαγαίνει».
Ὡσαύτως γὰρ ἐζήτησεν ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
τῶν ἀρχιερέων καὶ χρήσιμων ἀνθρώπων ὅπου ἦσαν
εἰς τὴν βουλὴν, κι ἀπόφασιν καὶ κρίσιν ὅπου ἐποῖκαν,
χαρτὶ νὰ τοῦ ποιήσουσιν, νὰ τὸ ἔχουσιν βουλλώσει,
τὸ πῶς ἐκρίναν κ᾿ εἴπασιν τὴν κρίσιν ὅπου ἐδῶκaν,
εἶθ᾿ οὕτως καὶ τὸ ἀντίγραμμα τῆς συμφωνίας ἐκείνης,
ὅπου ἦτον ποιήσοντα ἑνομοῦ ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας
μετὰ τὸν εὐγενέστατον μισὶρ Ντζεφρὲν ἐκεῖνον,
νὰ τὰ βασταίνῃ μετ᾿ αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν,
διὰ νὰ τὸ δείξῃ τοῦ ρηγὸς κι ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
ὅπου ἦσαν τότε εἰς τὴν Φραγκίαν, τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
διὰ νὰ μηδὲν τὸν δέξωνται χωρικὸν τῆς ὑποθέσεως».

Βλέπε επίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 135-70, σελ. 49-59, Cronaca di Morea [ιταλική εκδοχή, βασισμένη στην ελληνική], επιμ. Hopf, Chroniques gréco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 430-33, Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 148-87, σελ. 34-43.

Ο Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 60-61 απολαμβάνει την ιστορία και τη λέει ωραία, αν και πρέπει μάλλον να συμφωνήσουμε με τον Longnon, L’ Empire latin, σελ. 113-15, ότι περιέχει περισσότερο μυθιστόρημα παρά γεγονός. Όμως υπάρχει προφανώς κάποια αληθινή βάση στην άποψη ότι ο Βιλλεαρδουΐνος εξαπάτησε τον κληρονόμο ή τούς κληρονόμους τού Σαμπλίτ. Πρβλ. την παρατήρηση τού Philippe d’ Ibelin στις Assises de Jerusalem, επιμ. Count Beugnot, Recueil des hist. des Croisades: Lois, II (Παρίσι, 1843), 401.

Σύμφωνα με τις Ασσίζες Ρωμανίας, άρθρο 36, επιμ. Recoura (1930), σελ. 184, o κληρονόμος χηρεύοντος φέουδου έπρεπε να διεκδικήσει την κληρονομιά του εντός διαστήματος δύο ετών και δύο ημερών, αν και τα Χρονικά τού Μορέως αναφέρουν ότι προσδιορίστηκε διάστημα ενός έτους και μιας μέρας ως προθεσμία, μέσα στην οποία ο κληρονόμος τού Σαμπλίτ έπρεπε να παρουσιαστεί και να διεκδικήσει αυτοπροσώπως.

[←33]

Inn. III, Epp., an. XIII, αριθ. 23-24 (PL 216. 221D-222), με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1210 στο Potthast, Regesta, αριθ. 3939-40, τομ. I, σελ. 340.

Χρονικόν τού Μορέως (Chron. of Morea), επιμ. Schmitt, στίχοι 2770-72:

«Ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη,
λέγας γὰρ ὅτι ἐὰν οὐδὲν ἔχῃ τὰ κάστρη ἐκεῖνα,
οὐδὲν πρέπει νὰ τὸν λαλοῦν πρίγκιπα τοῦ Μορέως».

Πρβλ. Jean Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1946. σελ. 83-84 και τού ιδίου Recherches sur la vie de Geoffroy de Villehardouin, Παρίσι, 1939, σελ. 31.

Μια επιστολή τής 4ης Μαρτίου 1210 αναφέρεται στον Βιλλεαρδουΐνο απλώς ως «ευγενή άνδρα, αρχιοικονόμο τής Ρωμανίας» (nobilis vir G. Romaniae seneschalcus) [Inn. III, Epp., an. XIII, ep. 6, στην PL 216, 201D και Potthast, Regesta, αριθ. 3925, τομ. I, σελ. 339]. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Βιλλεαρδουΐνος πήρε τον τίτλο τού πρίγκηπα από μόνος του ή αν ο πάπας πρώτος τον προσφώνησε έτσι, αλλά φαίνεται πιθανό ότι ο Βιλλεαρδουΐνος πρώτος ονόμασε τον εαυτό του πρίγκηπα κάποια στιγμή πριν το τέλος τού 1209.

[←34]

Tafel και Thomas, Urkunden, I, 468-73, Freddy Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’ exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι, 1959, σελ. 76-78. Για την ιστορία τού Νεγκροπόντε μετά το 1204 βλέπε D. Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale (1971), σελ. 185 και εξής.

[←35]

Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 282, 284. Για τούς τριάρχες τού Νεγκροπόντε, βλέπε Louis de Mas Latrie, «Les Seigneurs tierciers de Negrepont», Revue de l’ Orient latin, I (Παρίσι, 1893, ανατύπ. 1964), 413-32 και ιδιαίτερα R. J. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont de 1205 a 1280: Regestes et documents», στο Byzantion, XXXV (1965), 235-71, Regg. αριθ. 7-8, 15, 21-24.

[←36]

Henri de Valenciennes, Histoire, παρ. 688-94, επιμ. Longnon (1948), σελ. 118-21. Innocent III, Epp., an. XIII, αριθ. 184, επιμ. Theod. Haluščynskyj, Acta Innocentii PP. III (1198-1216), Πόλη Βατικανού, 1944, αριθ. 173, σελ. 402-3 και PL 216, 353D-354A, με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1210, R. L. Wolff, «A New Document from the Period of the Latin Empire of Constantinople: the Oath of the Venetian Podestà», Annuaire de l’Institut de philologie et d’ histoire orientales et slaves de l’ Université Libre de Bruxelles, XII (1952), 548-49. Πρβλ. επίσης D. M. Nicol, Despotate of Epiros, Οξφόρδη, 1957, σελ. 28 και εξής.

[←37]

Tafel και Thomas, Urkunden, II, 119-23, έγγραφα με ημερομηνία Ιούνιος 1210. Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 284. Lorenzo de Monads, Chron. de rebus venetis, επιμ. F. Cornelius, Βενετία, 1758, σελ. 144-45, παράρτημα στο Muratori, RISS, τομ. VIII.

[←38]

Inn. III, Epp., an. XIII, αριθ. 184, επιμ. Haluščynskyj, Acta Innocentii Epp. III, αριθ. 173, σελ. 402-3, έγγραφο με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1210 και PL 216, 353-54.

[←39]

Πρβλ. Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 36-39.

[←40]

Tafel και Thomas, Urkunden, II, 89-96, έγγραφα με ημερομηνία Μαρτίου 1209 και Φεβρουαρίου 1211, για τα οποία Πρβλ. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, XXXV (1965), αριθ. 8, 15, σελ. 239-40, 241. Ορισμένες δεσμεύσεις τις οποίες ανέλαβαν για λογαριασμό του οι επίτροποι τού Ραβάνο με την κοινότητα και τον δόγη τής Βενετίας τον Μάρτιο τού 1209 [Tafel και Τόμας, ΙΙ, 90-91] ανανεώθηκαν από τούς τριάρχες μετά το θάνατό του τον Νοέμβριο τού 1216 [στο ίδιο, ΙΙ, 176-78, Loenertz, ό. π., αριθ. 23. σελ. 243-44] και επαναλήφθηκαν ξανά από τούς τριάρχες με σημαντικές επεκτάσεις τονο Ιούνιο τού 1256 [Tafel και Τόμας, IΙΙ, 14-15], για το οποίο βλέπε πιο κάτω.

Στο Nεγκροπόντε, όπως και αλλού στη «Ρωμανία», οι Ενετοί επιδίωκαν να χαλαρώσουν για τούς Έλληνες την κοινωνική ένταση τής κατάκτησης τού 1204:

«Αλλά οφείλουμε να διατηρήσουμε τούς Έλληνες στην κατάσταση, που βρίσκονταν την εποχή τού άρχοντα Μανουήλ [δηλαδή τού Μανουήλ Α΄ Κομηνού, 1143-1180]»

(Grecos vero tenere debemus in eo statu, quo domini Emanuelis tempore tenebantur)

[στο ίδιο, II, 183 και πρβλ. σελ. 92, 178].

[←41]

Ένα αιώνα αργότερα (στις 28 Mαρτίου 1310) ο δόγης Πιέτρο Γκραντενίγκο υπενθύμιζε στο βασιλιά Φρειδερίκο Β΄ τής Σικελίας ότι ακόμη και η πόλη τού Νεγκροπόντε δεν υπαγόταν απόλυτα στην ενετική δικαιοδοσία. Archivio di Stato di Venezia, Lettere del Collegio, 1308-1310, φύλλο 73 (η αρίθμηση των φύλλων και των εγγράφων σε αυτό το μητρώο είναι μάλλον χαοτική, παρατιθέμενο με λάθος ημερομηνία από τον Gregorovius, Stadt Athen, I, 1889, 431-32, σημείωση 3 και τούς Gregorovius-Λάμπρος, I, 1904, 512, σημείωση και με διορθωμένη ημερομηνία στον Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, σελ. 193, σημείωση 2:

«Να απαντήσουμε στον γαλήνιο βασιλιά ότι η πόλη τού Νεγκροπόντε δεν βρίσκεται στο σύνολό της στη δικαιοδοσία μας, αλλά μόνο ένα συγκεκριμένο τμήμα της, που βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, εξ αιτίας κάποιας μορφής συμφώνων [ιδιαίτερα εκείνων τής 14ης Ιουνίου 1256], που έχουμε με τούς εν λόγω Λομβαρδούς άρχοντες, ώστε να μπορούμε να χρησιμοποιούμε [το τμήμα αυτό] για εμπόριο με εκείνους που έρχονται από τη θάλασσα».

(serenitati regie rescribimus quod civitas Nigropontis non est tota nostre iurisdictioni supposita, sed solum quedam pars eius, que est supra mare, propter quam ex forma pactorum que cum dictis dominis Lombardis habemus a venientibus per mare commercium possumus accipi facere).

Η Βενετία δεν ανέλαβε ολόκληρο το νησί πριν το 1390.

[←42]

Πρβλ. το Estratti degli Annali veneti τού Stefano Magna στο Hopf. (επιμ.) Chroniques greco-romanes (1873), σελ. 179-80. Επίσης Tafel και Thomas, Urkunden, II, 175-84, Thiriet, Romanie venitienne (1959), σελ. 93-94, Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Βyzantion, xxxv, αριθ. 5, 21-24, σελ. 238, 243-44.

[←43]

Η Μονεμβασία δεν έπεσε μέχρι το 1248, οπότε καταλήφθηκε από τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο. Όμως ανακαταλήφθηκε από τούς Έλληνες ύστερα από τη μάχη τής Πελαγονίας και προβιβάστηκε σε μητρόπολη από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 3 (1932), αριθ. 1897a, σελ. 39. V. Laurent, στο Échos d’ Orient, XXIX (1930), 184-86. και St. Binon, στο ίδιο, XXXVII (1938), 277-78.

Η Πράξις τής Κορίνθου τού 1397 χρονολογεί την αναγνώριση τής Μονεμβασίας ως μητρόπολης από την 4η Σταυροφορία: «…ἡ γὰρ Μονεμβασία ἐπισκοπή μὲν τοῦ Κορίνθου τὸ πρότερον ἦν, τετίμητο δὲ εἰς μητρόπολιν, αἰχμαλωσίᾳ λατινικῇ περιπεσούσης τής μητροπόλεως…». F. Miklosich και J. Müller (επιμ.), Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana, 6 τόμοι, Βιέννη, 1860-90, II (1862), 287, 289.

Ο Ισίδωρος, αργότερα μητροπολίτης Κιέβου, σε αναφορά που ετοίμασε το 1429 προς τον πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ για λογαριασμό τού μητροπολίτη Μονεμβασίας, που διεκδικούσε τη Μάινα και τα Ζεμενά ως υπαγόμενες σε αυτόν επισκοπές (διεκδίκηση την οποία αμφισβητούσε η Κόρινθος), ισχυρίζεται ότι η Μονεμβασία όταν έπεσε σε φράγκικα χέρια «ήταν τότε μητρόπολη και όχι επισκοπή» [Nέος Ελληνομνήμων, XII (1915), σελ. 288, 11, 11-12], πράγμα που δεν ήταν αληθές.

[←44]

Marino Sanudo Torsello, Istoria del Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes, σελ. 100, Inn. IΙΙ an. XIII, ep. 6, PL 216, 201D-202, με ημερομηνία 4 Μαρτίου 1210 [Pottthast, Regesta, αριθ. 3925, τομ. I, σελ. 339], όπου η πτώση τής Κορίνθου αναμένεται από στιγμή σε στιγμή κατά τον Ιννοκέντιο Γ΄:

«…για τη φροντίδα των Κορινθίων πρέπει να να συνεχίσουμε να έχουμε ποιμαντικό ενδιαφέρον … γιατί πιστεύεται ότι η πόλη τους θα περάσει σύντομα στην κυριαρχία των Λατίνων ή μπορεί να έχει ήδη περάσει…»

(…de cura Corinthiorum sollicitudinem decet nos gerere pastoralem … cum corum civitas ad dominium Latinorum credatur in proximo perventura vel iam forsitan pervenisse…).

Πρβλ. Χρονικόν τού Μορέως (Chron. of Morea), επιμ. Schmitt:

«Ὁ Σγοῦρος γὰρ ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης,
ὅπου εἰς τὸ κάστρο εὑρίσκετον ἐκεῖνον τῆς Κορίνθου,
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐμίσσεψαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα,
τὴν νύχταν ἐκατέβηκεν κ᾿ ἐσέβην εἰς τὴν χώραν
μ᾿ ὅσον λαὸν ἠμπόρεσεν νὰ ἐπάρῃ μετ᾿ ἐκεῖνον.
Ζημίαν μεγάλην ἔποικεν, φονοκοπεῖο στοὺς Φράγκους,
ὅπου εἰς τὴν χώρα εὑρέθησαν πολλ᾿ ἀποθαρρεμένοι·
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ὑγιεῖς εἰς τὰ κορμιά τους
καὶ ἔφτασαν κι ἀρματώθησαν, πόλεμον τοὺς ἐδῶκαν,
οἱ δὲ ὅπου ἦσαν ἀστενεῖς κ᾿ ἐκοίτονταν εἰς ζάλην,
ὅλους ἐσφάξασιν εὐτύς, οὐδ᾿ ἕναν ἐλεῆσαν.
Τὴ νύχτα ἐκείνη παρευτὺς ἔσωσεν τὸ μαντᾶτο
στὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ἐκεῖ ὅπου ἦτον στὸ Ἄργος·
πολλὰ τὸ ἐθλίβη λυπηρὰ διὰ τοὺς ἀρρωστημένους
ὅπου τοὺς ἐκατέσφαξαν ἀπ᾿ ἔσω εἰς τὰ κρεββάτια·
τὴν χώραν τοῦ Ἄργου ἄφηκεν καλὰ σωταρχισμένην·
καλοὶ στρατιῶτες ἔμειναν διὰ νὰ τὴν φυλάττουν,
κ᾿ ἐκεῖνος στρέμμαν ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κόρινθον.»

[στιχ. 1528-45, σελ. 104, 106].

«…Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτο,
ἐδιόρθωσε τοῦ νὰ γενῇ τὸ σέντζιον τῆς Κορίνθου.
Ἐνταῦτα ὁρίζει, γράφουσιν τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἀφέντου,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην,
ν᾿ ἀπέρχεται εἰς βοήθειαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου.
Ἀπαύτου γὰρ ἀπέστειλεν στὸν δοῦκα τῆς Νηξίας,
στοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ᾿ εἰς ὅλους τῶν νησίων,
νὰ ἔλθουν μετὰ δύναμης ἀρμάτων καὶ φουσσάτων·
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ἐδιόρθωσεν, ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν τους.
Λοιπόν, διατὶ ἔνι τὸ βουνὶ τοῦ κάστρου τῆς Κορίνθου
πλατὺ καὶ μέγα, φοβερόν, κι ἀπάνω ἔνι τὸ κάστρον,
εὑρίσκεται πρὸς μεσημβρίαν τοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κάστρου
ὁκάτι ἕνα βουνόπουλον, τραχῶνι γὰρ μὲ σπήλαιον.
Κι ὁρίζει ἐνταῦτα ὁ πρίγκιπας κι ἀπάνω ἔχτισε κάστρον,
Μοῦντ᾿ Ἐσκουβὲ τὸ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ κράζουν πάλε·
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν, τὸ λέγουσιν πρὸς ἄρκτον,
ὁ Μέγας Κύρης ἔποικεν κάστρο ἐδικό του ἐκεῖσε.
Ἐβάλασιν σωτάρχισιν, σκουταροτζαγρατόρους.
Καὶ τόσα τοὺς ἐστένεψαν τοὺς Κορινθαίους ἐνταῦτα,
ὅτι ποσῶς οὐκ εἶχαν ἀπάδειαν ξύλο κανὲν νὰ ἐμπάσουν,
οὐδὲ σωτάρχιση καμμία νὰ τοὺς ἐμπῇ ποθόθεν·
μόνι τὸ ὕδωρ τὸ πολὺ τῶν βρύσων καὶ πηγάδων,
ὅπου εἶναι ἀπάνω στὸ βουνὶ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον,
αὐτὸνο εἴχασι πολύ, καὶ ποῖος νὰ τοὺς τὸ ἐπάρῃ.
Λοιπόν, ἂν ἤθελα λεπτῶς νὰ σὲ τὰ ἔγραψα ὅλα
ὅσα καὶ γὰρ ἐγίνησαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου,
πολλὰ ἠθέλαν βαρεθῆ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἀκοῦσιν.
Ἀλλὰ ἐκ τὴν στένεψιν τὴν πολλὴν ποῦ εἶδαν ἐκεῖνοι οἱ ἀπέσω,
ὅτι ποθὲν οὐκ ἠμποροῦν νὰ ἔχουσι βοήθειαν,
ἔπεσαν εἰς συμβίβασιν κ᾿ ἐδώκασιν τὸ κάστρον,
μεθ᾿ ὅρκου γὰρ καὶ συμφωνίες, νὰ ἔχουν τὲς προνοῖες τους,
καθὼς κ᾿ οἱ ἕτεροι Ρωμαῖοι τοῦ πριγκιπάτου ὅλου.»

[στιχ. 2791-2823, σελ. 186, 188].

Πρβλ. επίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 99-102, 191-94, σελ. 32-33, 68-69, Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 91-99, 188, σελ. 23-25, 43, Villehardouin, Conquête, επιμ. Faral, II, παρ. 324, 331-32, Hopf, στo Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), σελ. 240, ανατύπ. ως Gesch. Griechenlands, I (Νέα Υόρκη, 1960), σελ. 174, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 62, D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, I (1932), 14.

[←45]

Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt. στιχ. 2865-83, σελ. 192:

«Τὸ καλοκαῖρι ἐπέρασεν, ὁ χειμῶνας εἰσῆλθεν,
κἀκεῖσε ἐξεχειμάσασιν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
Κι ὡς ἦλθε ὁ δεύτερος καιρός, ἦλθε τὸ καλοκαῖρι,
κ᾿ εἶδαν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου τὸ πῶς ἔνι κλεισμένον
κι οὐκ εἶχαν τίποτε ποσῶς καμμίαν βοήθειαν νὰ ἔλθῃ,
ἐποίησαν συμβίβασιν κ᾿ ἐδώκασιν τὸ κάστρον.
Τὸ Ἀνάπλι γὰρ εὑρίσκετον κάστρον εἰς δύο τραχώνια·
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσουσιν τὸ πρῶτον.
καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀχαμνότερον νὰ τὸ κρατοῦν οἱ Ρωμαῖοι·
μεθ᾿ ὅρκου καὶ προστάγματα τὲς συμφωνίες ἐποῖκαν.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας τὸ Ἀνάπλι,
μὲ προθυμίαν τὸ ἐχάρισεν τότε τὸν Μέγαν Κύρη,
νὰ τὸ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν ἐκεῖνο καὶ τὸ Ἄργος.
Τὴν χάριν, ὅπου ἐχάρισεν ὁ πρίγκιπας, τὸ Ἀνάπλι
κ᾿ εἶθ᾿ οὕτως τὸ Ἄργος ἑνομοῦ τότε τὸν Μέγαν Κύρη,
ἦτον διὰ τὴν συνδρομὴν ὅπου ἔποικεν ἐτότε
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, στὸ πιάσμα τῆς Κορίνθου,
ὡσαύτως διατὸ ἀπάντεχεν ὁ πρίγκιπας μετ᾿ αὖτον
νὰ τοῦ βοηθήσῃ εἰς τὸν πιασμὸν κάστρου Μονοβασίας.»

βλέπε επίσης Sanudo, Istoria, στo Hopf, Chron. greco-romanes, σελ. 100, Chronique de Morée, επιμ. Longnon. παρ. 199-200, σελ. 71, Inn. III an. XV, ep. 77 (PL 216, 598), Λάμπρος, Ἔγγραφα ἀναφερόμενα εἰς την μεσαιωνικήν ἱστορίαν τῶν Ἀθηνῶν (αναφερόμενα εφεξής ως Έγγραφα), δημοσιευμένα ως τομ. 3 τής δικής του μετάφρασής τού Gregorovius, Aθήνα, 1906, μέρος I. έγγραφο 5, σελ. 5-6, με ημερομηνία 25 Μαΐου 1212:

«…με τον ευγενή άνδρα Θεόδωρο Γραικό, κάποτε άρχοντα Κορίνθου, … που παρέδωσε το κάστρο τού Άργους που κρατούσε, παραδόθηκε και ο θησαυρός τής Κορινθιακής Εκκλησίας, που βρισκόταν στο ίδιο. Επειδή έχει αναφερθεί από τούς Έλληνες ότι ο θησαυρός δεν βρίσκεται στον ίδιο τόπο, οι ευγενείς άνδρες Γοδεφρείδος πρίγκηπας Αχαϊας, Όθων ντε λα Ρος και μερικοί άλλοι Λατίνοι … να επανορθώσουν την αντίφαση στην ίδια εκκλησία»

(… cum nobilis vir Theodorus Grecus quondam dominus Corinthi … castrum de Argos nuper tradiderit, quod tenebat, thesaurus Corinthiensis Ecclesie, quem illuc idem Grecus detulerat, est inventus ibidem, quem nobiles viri Gaufridus princeps Achaie, Odo de Rocca, et quidam alii Latini … eidem ecclesie restituere contradicunt).

Η Εκκλησία τής Κορίνθου οργανώθηκε αμέσως ως λατινική μητροπολητική έδρα με επτά υπαγόμενες σε αυτήν επισκοπές [Inn. III, an. XV, Epp. 58, 61, στην PL 216, 586D-587, 588, με ημερομηνία 22 Μαΐου και 18 Μαΐου 1212 αντίστοιχα, Potthast, Regesta, αριθ. 4478, 4452, τομ. I, σελ. 387, 385], δηλαδή: 1) Kεφαλληνίας, 2) Zακύνθου, 3) Δαμαλά, κοντά στην αρχαία Τροιζήνα, 4) Moνεμβασίας, που παρέμεινε ελληνική μέχρι το 1248, 5) Άργους, 6) Έλους (Gilas) και 7) Ζεμενών (Gimmes) [PL 216, 587B].

Όμως επακόλουθες ανάγκες σύντομα εισήγαγαν αλλαγές σε αυτή τη δομή, αλλά δεν χρειάζεται να μάς απασχολήσουν εδώ [πρβλ. Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 62-63]. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Aubrey de Trois-Fontaines, που αποτελεί καλή πηγή [στο MGH, SS., XXIII (1874), 939], το Άργος αποτελούσε επισκοπή υπαγόμενη στην Αθήνα το 1236, αλλά δεν γνωρίζω αν όντως ίσχυε αυτό. (Σίγουρα το Άργος ήταν φέουδο τού ντε λα Ρος τής Αθήνας.) Το 1212 οι Λατίνοι είχαν απλώς αναλάβει, σχεδόν χωρίς αλλαγές, την οργάνωση τής Eλληνικής Εκκλησίας τής Κορίνθου, όπως αυτή παρέχεται στα ελληνικά Τακτικά τής εποχής τού αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ και τού πατριάρχη Nικόλαου Μυστικού [Heinrich Gelzer, «Ungedruckte und ungenügend veröffentlichte Texte der Notitiae episcopatuum», στα Abhandlungen d. kön. Akad. d. Wissen, Philos.-philol. Cl., XXI (1901), 556], επίσης τής εποχής τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γύρω στο 940 [Gelze, Georgii Cyprii Descriptio orbis romani, Λειψία, 1890, σελ. 75] και ακόμη τής εποχής τού πρώτου μισού τού 11ου αιώνα, μεταξύ 1022 και 1035 [Gustav Parthey (επιμ.), Hieroclis Synecdemus et Notitiae graeeae episcopatuum, Βερολίνο, 1866, τoμ. 3, σελ. 117].

Για την Eλληνική Εκκλησία στην Πελοπόννησο πριν από την 4η Σταυροφορία, βλέπε τη γενική περιγραφή στον Antoine Bon, Le Péloponnèse byzantin jusqu’ eu 1204, Παρίσι, 1951, σελ. 103-13.

[←46]

Inn. III, ep. cit., στην PL 216, 598B και Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 5, σελ. 6.

[←47]

Inn. IΙΙ an. XV, ep. 66 (PL 216, 590, Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 4, σελ. 5). Potthast, Regesta, αριθ. 4458 (τομ. I, σελ. 385). Η ίδια επιστολή στάλθηκε στον Βιλλεαρδουΐνο [Inn. IΙΙ,, an. XV, ep. 65, στην PL 216, 590].

[←48]

Longnon, Chronique de Morée, παρ. 198-202, σελ. 71-72:

«… Και όταν ο πρίγκηπας Γουλιέλμος [Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουΐνος] πήρε στην κατοχή του το όμορφο κάστρο τού Ναυπλίου, το έδωσε ευγενικά στον κύριο Γουλιέλμο [Όθωνα] ντε λα Ρος, τον άρχοντα των Αθηνών, όπως και την πόλη και το κάστρο τού Άργους, μαζί με τα προσαρτήματά του. Και το έκανε λόγω τής μεγάλης καλοσύνης και τής καλής συντροφικότητας που έδειξε αυτός [ο ντε λα Ρος] στην πολιορκία τής Κορίνθου, πράγμα που περίμενε να κάνει αυτός και στη Mονεμβασία» [Longnon, Chronique de Morée, παρ. 198-202, σελ. 71-72].

(…Et quant li princes Guillerme fu en possession dou beau chastel de Νaples, si le donna benignement a messire Guillerme de la Roche, le seignor d’ Atthenes, ou tout la cité et le chastel d’ Argues avec les appartenances. Et tout ce fist il pour la grant bonté et bone compaignie que il lui tint au siege de Corinte, et pour celle qu’ il attendoit a avoir ancores de lui a Malevesie)

Επίσης Χρονικόν τού Μορέως, Schmitt, Chron. of Morea, στιχ. 2875-83, βλέπε πιο πάνω σημείωση 45, Morel-Fatio, Libro de los fechos, παρ. 210-13, σελ. 48, όπου η χρονολόγηση είναι μπερδεμένη, Cronaca di Morea, (ιταλική εκδοχή), επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom. (1873), σελ. 436 και Sanudo, Ist. di Rom., στο ίδιο, σελ. 100, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 58, 62, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 115, 117-18.

Μου φαίνεται ότι ο Longnon, που ξεκινά από λίγο-πολύ παραδοσιακή χρονολόγηση των γεγονότων, δεν δικαιολογεί τη χρονολόγησή του από τις πηγές και επισπεύδει για δέκα τουλάχιστον μήνες την πτώση τής Ακροκορίνθου και την κατάληψη τού Ναυπλίου και τού Άργους. Παρά το γεγονός ότι στο σύμφωνό του τον Ιούνιο τού 1209 με τη Βενετία ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος αναγνωρίζει ότι

«για την Κόρινθο είμαι έτσι υποχρεωμένος εγώ και οι κληρονόμοι και διάδοχοί μου στον άρχοντα δόγη [τον Ενετό Petro Ziani]…»

(de Corintho ita teneor ego et mei heredes et successores domino Duci…)

[Tafel και Thomas, Urkunden, II, 98], η δήλωση προβλέπει απλώς την αναμενόμενη επιτυχία στην ευρισκόμενη τότε σε εξέλιξη πολιορκία.

Στις 4 Μαρτίου 1210 ο Ιννοκέντιος Γ΄ έγραφε ότι ήταν σωστό για τον παπισμό να ασκεί ποιμαντική μέριμνα επί των Κορινθίων, «δεδομένου ότι η πόλη τους πιστεύεται ότι πρόκειται να τεθεί υπό λατινική κυριαρχία ή ίσως έχει ήδη τεθεί» [Inn. IΙΙ, an. XIII, ep. 6. στην PL 216, 201D, έγγραφο που αναφέρεται πιο πάνω]. Είναι απολύτως σαφές ότι δεν είχε λάβει ακόμη νέα τής πτώσης τής Ακροκορίνθου. Ακόμη και κάτω από τις άστατες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στον Μοριά, δεν χρειαζόταν περισσότερο από δύο μήνες για να φτάσει ένα μήνυμα από τον στρατόπεδο τής Κορίνθου στο παλάτι τού Λατερανού στη Ρώμη. Η Ακροκόρινθος έπεσε στις αρχές τού έτους 1210. Πρβλ. Bon, La Morée franque, σελ. 68.

[←49]

Για τη λατινική ιεραρχία στον Μοριά βλέπε Bon, La Morée franque, σελ. 92-94, με παραπομπές και πρβλ. Δ.Α. Ζακυθηνός, «Ο Αρχιεπίσκοπος Άντελμος και τα πρώτα έτη τής Λατινικής Εκκλησίας Πατρών», Ἐπετηρίς τῆς Ἑταιρείας βυζαντινῶν Σπουδῶν, X, 1932, 401-17.

[←50]

Πρβλ. Bon, La Morée franque, σελ. 97 και εξής.

[←51]

Για το θέμα αυτό σημειώστε Franz Dölger, «Die Kreuzfahrerstaaten auf dem Balkan und Byzanz», Südost-Forschungen, XV (Μόναχο, 1956), 141-59, που σκιαγραφεί την ιστορία τής Φραγκοκρατίας (Frankenherrschaften) στην Ελλάδα και στο Αιγαίο (με διάφορα λάθη στις χρονολογίες) και καταλήγει ότι τα λατινικά κράτη δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από μηχανισμοί αποικιακής εκμετάλλευσης. Ισχυρίζεται ότι οι Λατίνοι δεν άσκησαν καμία σημαντική επιρροή στην ελληνική γλώσσα, θρησκεία, νομοθεσία ή τέχνη και παρά το γεγονός ότι άφησαν προφανώς αποτύπωμα στη μεταγενέστερη ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα στα ελληνικά μυθιστορήματα, δεν είχαν ευδιάκριτη επίδραση στην ελληνική νοοτροπία.

[←52]

Inn. IΙΙ an. XVIII, συμπλήρωμα, ep. 201 (PL 217, 241, πρβλ. PL 216, 993A), Potthast, Regesta, αριθ. 5043, τομ. I, σελ. 443.

[←53]

Πρβλ. Inn. IΙΙ, Epp., an. XI, αριθ. 116-18, 120-21, 152-54 (PL 215, 1434-35, 1467-68). Επίσης an. XIII, αριθ. 98-117, 136-37, 151-56, 161 και εξής (PL 216, 296-304, 323-24, κλπ.) και αλλού.

[←54]

Inn. IΙΙ, an. XIII, επιστολή 102 (PL 216, 298D) προς τον αρχιεπίσκοπο Νεοπατρών, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1210.

[←55]

Inn. IΙΙ, an. XIII, επιστολή 192 (PL 216, 360) με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 1210.

[←56]

Οι επιστολές που ανακοίνωναν την αποστολή τού Πελάγιου ως παπικού λεγάτου στην αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης συντάχθηκαν στις 30 Αυγούστου 1213 [Inn. IΙΙ, an. XVI, epp. 104-6, στην PL 216, 901-4. Επίσης Potthast, Regesta, αριθ. 4802-4, τομ. I, σελ. 418].

[←57]

Η επιστολή τού Oνώριου Γ΄ [Honorius III, an. IΙΙ, αριθ. 254 (Archivio Segreto Vaticano, Reg. Vat. 10, φύλλα 52-53], «γραμμένη στο Λατερανό 14 ημέρες πριν από τις καλένδες Φεβρουαρίου, κατά το τρίτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Laterani XIIII Kal. Febr., pontificatus nostri anno tertio), φύλλο 53, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1219 δεν παρέχεται στον Potthast, Regesta, ενώ συνοψίζεται πολύ περιληπτικά στο Regesta Honorii papae III, επιμ. Ρ. Pressutti, I (1888), αριθ. 1816, σελ. 301.

Tο πλήρες κείμενο περιλαμβάνεται με λάθος ημερομηνία στον Λάμπρο, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 11, σελ. 13-17, όπου παρέχεται πλήρης η επιστολή Ιννοκεντίου Γ΄ με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1216 (που επίσης δεν υπάρχει στον Potthast).

Η επιστολή Ιννοκεντίου παρέχει το παλαιότερο αντίγραφο τού κονκορδάτου των Ραβεννίκων [Reg. Vat. 10, φύλλα 52-53, Λάμπρος, ό. π., σελ. 15-17]. Tο κείμενο τού κονκορδάτου έχει συχνά τυπωθεί από την μεταγενέστερη επικύρωση τού Ονώριου Γ΄ [Hon. III, an. VIII, ep. 47, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1223], η οποία υπάρχει στο Epp. Inn. III, επιμ. Etienne Baluze, II (Παρίσι, 1682), 835-37, στον Migne, Appendix lib. XVI epp. Inn. III, στην PL 216, 970-72 και στον C. A. Horoy, Honorii III opera omnia, IV (Παρίσι, 1880), αριθ. 10, στήλες 414-16, με περιλήψεις στον Pressutti, Regesta, II (1895), αριθ. 4480, σελ. 159 και στον Potthast, Regesta, αριθ. 7077 (τομ. I, σελ. 612). Επίσης στον Jean Longnon, Recherches sur la vie de Geoffroy de Villehardouin: Catalogues des actes des Villehardouin, Παρίσι, 1939, αριθ. 99. σελ. 209-10.

H επιστολή Iννοκεντίου Γ΄ τής 23ης Ιανουαρίου 1216 έχει πρόσφατα τυπωθεί από τον Theod. Haluščynskyj, Acta Innocentii pp. ΙΙΙ (1944), αριθ. 217, σελ. 462-65, όπου είναι ατελής και λάθος χρονολογημένη στις 25 Ιανουαρίου και από τον A. L. Tautu, Acta Honorii III …, Πόλη Βατικανού, 1950, αριθ. 48, σελ. 72-75, όπου τώρα είναι λάθος χρονολογημένη στις 23 Ιανουαρίου 1215, «datum Laterani X Kalendas Februarii pontificatus nostri anno octavo decimo». Το 18ο έτoς (anno octavo decimo) τής θητείας τού Ιννοκέντιου εκτεινόταν από τις 22 Φεβρουαρίου 1215 μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1216. Αν εξαιρεθούν μερικές απροσεξίες, ο Haluščynskyj παρέχει καλά κείμενα των επιστολών τού Ιννοκέντιου Γ΄ που έχουν σχέση με εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Ανατολή και παραπέμπει στην προγενέστερη δημοσίευσή τους από τούς Baluze, Bosquet, Tafel και Thomas, Migne, κλπ. Η έκδοση Tautu των επιστολών τού Ονώριου Γ΄ είναι μάλλον λιγώτερο ικανοποιητική (βλέπε πιο κάτω, σελ. 50, σημείωση 25). Για το κονκορδάτο των Ραβεννίκων πρβλ. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 208-9 και Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 123.

[←58]

Το όνομα τού Παλλαβιτσίνι εμφανίζεται ως Guido Μarchio στο κείμενο τού Migne [PL 216, 970C] και παρά το γεγονός ότι είναι σχεδόν αγνώριστο ως Wido Marelo στη μεταγραφή του στον Λάμπρο [Έγγραφα, σελ. 15], ο τελευταίος έχει στην πραγματικότητα αντιγράψει με ακρίβεια το όνομα αυτό και άλλα στο ίδιο χωρίο από τo Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 10, φύλλο 52, όπου ο Αμεδαίος Ποφέι εμφανίζεται ως Nameus Bovedus (παραβλέποντας τη στίξη τού Λάμπρου). Ο Ποφέι καταγράφεται στο κείμενο τού Migne ως Nameus Rοffredus [αντί για Boffedus] comestabulus regni T[h]essalonici. Γενικά οι μεταγραφές τού Λάμπρου είναι αρκετά ακριβείς.

[←59]

Για εκείνους που ήσαν παρόντες βλέπε Λάμπρο, Έγγραφα, σελ. 17 και Migne [PL 216, 972AB]. Ούτε ο πατριάρχης Τομμάζο Μοροζίνι ούτε ο αυτοκράτορας Ερρίκος ήσαν προσωπικά στα Ραβέννικα, όπως δεν ήσαν ούτε ο Όθων ντε λα Ρος, ο Γκουΐντο Παλλαβιτσίνι, ο Θωμάς των Σαλώνων και άλλοι σημαντικοί βαρώνοι [σε αντίθεση με την περιγραφή στο Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 75-76]. Όμως η λατινική ιεραρχία στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωπικώς παρούσα. Ο αυτοκράτορας και οι φεουδάρχες εκπροσωπούνταν προφανώς από τον χρονικογράφο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο, «στρατάρχη ολόκληρης τής αυτοκρατορίας τής Ρωμανίας» και από κάποιoυς άλλους βαρώνους μικρότερης σημασίας. Ο άρχοντας Ερρίκος (Henry), «εφημέριος τής εκκλησίας τής Αγίας Σοφίας», ο οποίος συμμετείχε επίσης στο κονκορδάτο των Ραβεννίκων [Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 17], μπορεί ενδεχομένως να ήταν ο Ανρί ντε Βαλανσιέν, ο ιστορικός τής εξέγερστης των Λομβαρδών βαρώνων το 1208 -1209 [Longnon, L’ Empire latin, σελ. 141].

[←60]

Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 15-16. PL 216, 970D-97IA.

[←61]

Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 16-17. PL 216, 971-72. Πρβλ. Longnon, Geoffroj de Villehardouin, σελ. 100, 209-10.

[←62]

Πρβλ. Hon. IΙΙ, an. I, ep. 371 στον Ρ. Pressutti (επιμ.), Regesti del pontefice Onorio III …., I (Ρώμη, 1884, εκτός εκτύπωσης), αριθ. 455, σελ. 128.

Regesta, I (1888), αριθ. 487, σελ. 86, έγγραφο με ημερομηνία 9 Απριλίου 1217:

«Ιωάννης, Επίσκοπος Kρότωνος: «αυτός έχει ικανότητα και στις δύο γλώσσες, ελληνικά δηλαδή και λατινικά και στην επισκοπή του κατοικεί λαός που μιλά και στις δύο γλώσσες. Αναγνωρίζει [ο πάπας] ότι και στις δύο γλώσσες μπορεί να γιορτάζει τα θεία, χωρίς να δημιουργείται τίποτε επιζήμιο στη δική του εκκλησία»

(Iohanni episcopo Crotonensi: Ipsi utriusque linguae, graecae videlicet et latinae, peritiam habenti, et in cuius dioecesi utriusque linguae populus commoratur, concedit [Papa] ut in utraque lingua divina possit celebrare, nullum exinde ecclesiae suae praeiudicium generando).

Ο επίσκοπος Ιωάννης, στον οποίο απευθυνόταν η παραπάνω επιστολή, χρησιμοποιήθηκε λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα ως παπικός απεσταλμένος στον Θεόδωρο Δούκα τής Ηπείρου, ο οποίος τότε κρατούσε φυλακισμένο των παπικό λεγάτο Τζιοβάννι Κολόννα. Ο λεγάτος είχε συλληφθεί μαζί με τον Λατίνο αυτοκράτορα Πέτρο τού Κουρτεναί κοντά στο Δυρράχιο στις αρχές καλοκαιριού τού 1217, καθώς ξεκινούσαν το μακρύ προς ανατολάς ταξίδι τους στην Κωνσταντινούπολη. Πρβλ. Regesta, I, αριθ. 1021, σελ. 174, με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1218 και στο ίδιο, αριθ. 1029, με ημερομηνία 26 Ιανουαρίου και βλέπε επίσης Longnon, L’ Empire latin, σελ. 154-56.

Για τη γνώση των ελληνικών στην Ιταλία κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου βλέπε Kenneth M. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), passim, καθώς και το Levant in the Middle Ages and the Renaissance, Λονδίνο, 1974, ενώ πρβλ. γενικά Johannes M. Hoeck και Raimund J. Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto Abt von Casole. Beiträge zur Geschichte der ost-westlichen Beziehungen unter Innozenz III. und Friedrich II, Ettal, 1965 (Studia patristica et byzantina, II).

[←63]

Bλέπε την ενδιαφέρουσα μελέτη τού Yves M.-J. Congar, «Conscience ecclesiologique en Orient et en Occident du VIe au XIe siècle», Istina, VI (1959), 187-236, με πλούσια βιβλιογραφία και πρβλ. Congar, L’ Ecelesiologie du haut moyen-age (Παρίσι, 1968), ιδιαίτερα σελ. 321 και εξής και After Nine Hundred Years (Νέα Υόρκη, 1959). Eπίσης G. Hofmann, «The Idea of the Ecumenical Council as Means of Union in Dealings between Byzantium και Rome», Unitas, 11-1 (1950), 68- 69, 76.

[←64]

Inn. III, Epp., an. II. αριθ. 211 (PL 214, 771). Potthast, Regesta, αριθ. 863 (τομ. I, σελ. 82) και πρβλ. με τις εργασίες τού Congar που αναφέρονται στην προηγούμενη σημείωση.

[←65]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 17 (CSHB, Βόννη, σελ. 32-33 και επιμ. Heisenberg, I, 29-30:

Αυτό δυσαρέστησε τούς κατοίκους τής πόλης τού Κωνσταντίνου και κυρίως τούς προύχοντες. Πήγαν στον αυτοκράτορα Ερρίκο και είπαν: «Αν και είμαστε άλλης φυλής και έχουμε άλλον επίσκοπο, υποτάξαμε τούς εαυτούς μας στην κυριαρχία σου, για να κυριαρχείς στα σώματά μας, αλλά σίγουρα όχι στα πνεύματα και τις ψυχές μας. Είναι αναγκαίο να πολεμήσουμε για σένα στον πόλεμο, αλλά είναι εντελώς αδύνατο να εγκαταλείψουμε τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές μας. Είτε ελευθέρωσέ μας από τα τρομερά πράγματα που μάς έχουν συμβεί είτε άφησέ μας ως ελεύθερους ανθρώπους να πάμε στους δικούς μας». Αυτά είπαν κι εκείνος, επειδή δεν ήθελε να στερηθεί τόσους καλούς ανθρώπους, παρά τη θέληση τού εν λόγω λεγάτου, άνοιξε τις εκκλησίες και απελευθέρωσε όλους εκείνους τούς μοναχούς και τούς ιερείς που ήσαν κλεισμένοι στη φυλακή, και ησύχασε τη φουρτούνα που επικρατούσε στην πόλη τού Κωνσταντίνου.

«Τοῦτο εἰς βαρυθυμίαν ἦγε τοὺς οἰκήτορας τῆς Κωνσταντίνου, καὶ μάλιστα τῶν ἄλλων τοὺς προὔχοντας, οἵ καὶ πρὸς τὸν βασιλέα Ἐρρῆν ἀφιγμένοι, «Ἡμεῖς μεν,» ἔφασαν, «ἄλλου γεγονότες γένους, καὶ ἄλλον ἀρχιερέα ἔχοντες, ἑαυτούς τῷ κράτει σου ὑπετάξαμεν ὥστε σωματικῶς κατάρχειν ἡμῶν, οὐ μήν γε ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς. Σοῦ μὲν γὰρ ἐν πολέμῳ ὑπερμαχεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων, τῶν δ΄ ἡμετέρων ἐκστῆναι σεβασμάτων καὶ θρησκευμάτων τῶν ἀδυνάτων πάντῃ καθέστηκεν. Ἤ γοῦν λύσον ἡμῖν τὰ ἐπελθόντα δεινά, ἤ ἄφες ὡς ἐλευθέρους ἐν τοῖς ἰθαγενέσιν ἀφίχθαι.» Ταῦτ’ εἶπον, κἀκεῖνος μή βουλόμενος ἐν στερήσει γενέσθαι τοσούτων καλῶν κἀγαθῶν ἀνθρώπων, καὶ ἄκοντος τοῦ εἰρημένου λεγάτου τοὺς τε ναούς ἀνέῳξε, καὶ τοὺς ὅσοι ταῖς εἱρκταῖς ἦσαν κατισχημένοι μοναχούς τε και ἱερεῖς ἀπολέλυκε, καὶ τὸν κατασχόντα τότε τὴν Κωνσταντίνου κλύδωνα κατεστόρεσε.»

Υπάρχει προσαρμογή τού παραπάνω εδαφίου στο ιαμβικό χρονικό τού Εφραιμίου [Ephraem, Imperatores, στιχ. 7429-57 (CSHB, Βόννη, σελ. 301-2)]:

«Ἐρρῆ κρατοῦντος τοῦδε τῆς Κωνσταντίνου
Πελάγιός τις ἀρχιθύτης Λατίνων,
θερμουργός ἀνήρ, ὑπερόπτης τῶν νόμων,
προς πάπα πεμφθείς εἰς πόλιν βασιλίδα
ὡς ποιμενάρχης καὶ λεγάτος τοῦ πάπα,
ἐνημμένος δίκαια τοῦ πεπομφότος,
πάντας θυηπόλους τε καὶ μονοτρόπους
οἰκήτορας ἔδρασε τῆς Κωνσταντίνου
πάνδεινα κακά καὶ καθείρξεις ἀτόπους
χάριν ἐθῶν τι δογμάτων ἀμφιβόλων·
ὅ δὴ λύπην ἤνεγκεν ἀστοῖς και βάρος,
μάλιστα τοῖς προύχουσι καὶ τοῖς ἐν τέλει,
οἵ πρὸς τὸν Ἐρρῆν τὸν κρατοῦντ’ ἀφιγμένοι
ᾐτοῦντο λύσιν δυσχερῶν τοῖς φυλέταις,
καί τάδ΄ ἐπιλέγοντες ἐν παρρησίᾳ,
ὡς πρίν μὲν ἡμεῖς ἀλλοδαπῆς ἐκ φύτλης
φύντες, βασιλεῦ, καὶ νομῆς ἐλευθέρας,
ἄλλοις τ’ ἐθίμοις παρ’ ὑμᾶς κεχρημένοι,
σοῦ πλήν ἑκόντες ὑπετάγημεν κράτει,
καὶ σωματικήν ἐλτίνειν ὑπουργίαν,
οὐ πνευματικήν ψνχικήν κοινωνίαν
ἡμᾶς παρεσχηκαμεν αὐτούς σοι τάχα.
ἤ γοῦν τὰ δεινά λῦσον ἡμῖν εὐθέως,
ἤ χειρός ἀπόλυσον ὡς ἐλευθέρους
παλινδρομῆσαι πρὸς νομάς τῶν Αὐσόνων.
ταῦτα βασιλεὺς εὐμενῶς δεδεγμένος,
καί Πελαγίου μή θέλοντος λεγάτου,
την συμφοράν λέλυκε τοῖς καθειργμένοις,
δεσμώτας ἀφείς καὶ νεώς βατούς ὅλοις.»

Πρβλ. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 238-39 και Longnon, L’ Empire latin, σελ. 145.

[←66]

J. B. Cotelerius (Cotelier), Ecclesiae Graecae monumenta, III (Παρίσι, 1686), σελ. 516-17 (Criminationes adversus Ecclesiam Latinam), παρατιθέμενο από Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 239, 240-41 και Walter Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, ανατύπ. Νέα Υόρκη. 1958, σελ. 228-29.

Παρόμοια διατύπωση εμφανίζεται στο Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως [Chronicle of Morea, επιμ. Schmitt (1904), στιχ. 2089-95, σελ. 140 και εξής]:

«Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ ἀφέντης μας, τὰ κάστρη νὰ τὰ ἐπάρῃ,
κ᾿ ἡμεῖς, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων, δοῦλοι σου νὰ ἀποθάνουν,
τοῦτο ζητοῦμεν, λέγομεν, μεθ᾿ ὅρκου νὰ μᾶς τὸ ποιήσῃς
ἐγγράφως, νὰ τὸ ἔχωμεν ἡμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας·
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν, Φράγκος νὰ μὴ μᾶς βιάσῃ
ν᾿ ἀλλάξωμεν τὴν πίστιν μας διὰ τῶν Φραγκῶν τὴν πίστιν,
μήτε ἀπὸ τὰ συνήθειά μας, τὸν νόμον τῶν Ρωμαίων».

[←67]

Πρβλ. Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 301-13. Για τον Θεόδωρο βλέπε Demetrios I. Polemis, The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography, Λονδίνο, 1968, σελ. 89-90. Για τον Δημήτριο Χωματιανό βλέπε το άρθρο τού Lucien Stiernon που αναφέρθηκε πιο πάνω στο Dictionnaire d’ histoire et de géographie ecclésiastiques, XIV (1960), στήλες 199-205. Υπάρχει συνοπτική περιγραφή τής ιστορίας τής Νίκαιας από τον Michael Angold, A Byzantine Government in Exile: Government and Society under the Laskarids of Nicaea, Οξφόρδη, 1975.

[←68]

Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 249-50, με παραπομπές και Longnon, L’ Empire latin, σελ. 150-52. Για την προφανή αναβίωση τού Ελληνισμού («Ελληνικού εθνικισμού») μετά το 1204, όταν οι Έλληνες λόγιοι άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες και όχι Ρωμαίοι, Βλέπε την ζωηρή έκθεση τού A. E. Bακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Θεσσαλονίκη, 1961, σελ. 43-83 και Origins of the Greek Nation, αναθ. εκδ., μετάφρ. Ian Moles, New Brunswick, N.J., 1970, σελ. 27-45, καθώς και τη συζήτηση τού Johannes Irmscher, «Nikäa als ‘Mittelpunkt des griechischen Patriotismus», Byzantinische Forschungen, IV (1972), 114-37.

Για τη χρήση των όρων βάρβαροι, Έλληνες, Ρωμαίοι και Γραικοί από τούς Σφραντζή, Δούκα, Κριτόβουλο Ίμβριο και Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, σημείωστε το άρθρο τού Hans Ditten στα Actes du XIIe Congrès International des Études Byzantines (1961), II (Belgrade, 1964), 273-99.

[←69]

Εφραίμιος:

«Ἔτι κραταρχοῦντί γε τῷ Λασκαρίῳ
πράγματα πολλὰ καὶ μακρὰς ἀγωνίας
Ἐρρῆς παρεῖχεν ὁ κρατῶν Βυζαντίδος,
τιθείς ὑφ’ αὑτὸν Ῥωμαϊκά χωρία
λεηλατῶν τε καὶ κατατρέχων πόλεις˙
δραστήριος γὰρ και σθεναρὸς ὤν χέρας
καί πρὸς μάχας ἕτοιμος, ἄντικρυς Ἄρης…»

Ephraem, Imperatores, στιχ. 7735 (CSHB, Βόννη, σελ. 312), προφανώς λογοπαίγνιο τής ελληνικής προφοράς τού Ερρίκου (Henri, Ανρί) ως Ερής [Longnon, L’ Empire latin, σελ. 143].
Για τον αυτοκράτορα Ερρίκο στους ελληνικούς λαϊκούς θρύλους και στίχους (και την προσαρμογή στη σταδιοδρομία του ρομαντικών εννοιών που αφορούν τον Μεγάλο Αλέξανδρο), βλέπε M. I. Maνoύσακα, «Tό ἑλληνικό δημοτικό τραγούδι για το βασιλιά Ἐρρῖκο τῆς Φλάντρας», στο ελληνικό περιοδικό Λαoγραφία, XIV (1952), ανάτυπο 52 σελ. και στο ίδιο, XV (1954), 336-70.

Scroll to Top