Σημειώσεις κεφαλαίου 1
- [←1]
-
«Sane a Domino factum est istud et est mirabile in oculis nostris». Στο Fontes Pontificiae Commissionis ad redigendum Codicem Iuris Canonici Orientalis, 3η σειρά, τομ. II τού Innocent III, Epp., an. VII, αριθ. 154, επιμ. Theodosius Haluščynskyj, Acta Innocentii PP. III 1198-1216, Πόλη Βατικανού, 1944, αριθ. 65, σελ. 278: Η επιστολή αυτή υπάρχει φυσικά και στη Λατινική Πατρολογία τού Migne (PL 215, col. 456A).
- [←2]
-
«Et quid est nostra Italia absque Praesule? Retinemus Apostolatum, Imperio amisso…». Pius II, Commentarii, βιβλίο I, επιμ. Jos. Cugnoni, Aeneae Silvii Piccolomini Senensis qui postea fuit Pius II Pont. Max. opera inedita …, στο Atti della R. Accademia dei Lincei, cclxxx (1882-83), 3η σειρά, Memorie della classe di scienze morali, storiche e filologiche, viii (Ρώμη, 1883), 503. Πρβλ. τη μετάφραση από Florence A. Gragg, The Commentaries of Pius II, με σημειώσεις από Leona C. Cabel, στο Smith College Studies in History, xxii, αριθ. 1-2 (1936-37), σελ. 99.
- [←3]
-
Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310), Ανδρόνικος Παλαιολόγος, βιβλίο IV, 25-26 (CSHB, Βόννη, II, 327-37):
Στις 27 Ιουλίου, κοντά στον Βαφέα (μέρος που βρίσκεται κοντά στην αξιοθαύμαστη Νικομήδεια), εμφανίστηκε ξαφνικά ο Οσμάν συνοδευόμενος από τούς δικούς του, που ήσαν πάρα πολλές χιλιάδες, ή μάλλον… Αλλά ας ξεκινήσουμε την ιστορία από την αρχή. Ο Αλής Αμούριος, με τον αδελφό του Ναστράτιο, που παρέμεινε όμηρος μεταξύ των Ρωμαίων για χρόνια, ενώθηκε με τούς Τούρκους τής Κασταμώνος και έβλαπτε τούς Ρωμαίους. Για κάποιο διάστημα έδειχνε τη σκληρότητά του κατά μήκος τού Πόντου και πιο μέσα, πέρα από τον Σαγγάριο, και για τη δική του ασφάλεια απέφευγε τις προς τα εδώ περιοχές. Φούσκωσε όμως από ακόμη μεγαλύτερη υπερηφάνεια και περιφρονούσε τον λαό μας, από τότε που σκότωσε σε μάχη τον γιο τού σουλτάνου Ιζ αλ-Ντιν, τον Μελέκ Μασούρ. Αυτός άντεξε πολύ με τον πατέρα του να περιπλανιέται στα βόρεια, από τη στιγμή που εκείνος ελευθερώθηκε στην Αίνο, όπως είπαμε πριν. Όταν ο πατέρας του πέθανε εκεί, διέσχισε τον Εύξεινο Πόντο και αποβιβάστηκε στη Θύμαινα. Από μακριά κέρδισε με δώρα τον χάνο των Τατάρων, όπως θα έλεγαν αυτοί οι άνθρωποι, τον Αργούν…
«Μηνὸς γὰρ Ἀνθεστηριῶνος εἰκοστῇ καὶ ἑβδόμῃ περὶ που τὸν Βαφέα (χῶρος δ΄ οὗτος περὶ τὴν θαυμαστὴν Νικομήδειαν) Ἀτμάν συνάμα τοῖς ἀμφ’ αὐτὸν εἰς χιλιάδας πλείστας ποσουμένοις ἐπιστάς αἴφνης, μᾶλλον μὲν οὖν – ἀλλ’ ἀναληπτέον τὸν λόγον ἀρχῆθεν. Ἁλῆς γὰρ Ἀμούριος σὺν ἀδελφῷ Ναστρατίῳ τῷ παρὰ Ῥωμαίοις ἐπὶ χρόνοις ὁμηρεύσαντι, τοὺς περὶ τὴν Καστάμονα Πέρσας προσεταιρισάμενος, Ῥωμαίους κακῶς ἐποίει. καὶ τέως περὶ που τὸν Πόντον καὶ ἐνδοτέρω, πέραν Σαγγάρεως, τὰ τῆς ἀλαστορίας ἐπιδεικνύμενος τῇ καθ’ αὑτὸν ἀοφαλείᾳ ἀπείχετο τῶν ἐπίταδε, ὠγκώθη δὲ τὰ πλεῖστα ἐκ πλείονος καὶ τῶν ἡμετέρων καθυπερηφανεύετο ἐξ ὅτου τὸν τοῦ Ἀζατίνη σουλτὰν υἱὸν τὸν Μελὴκ Μασοὺρ ἀπεκτόνει προπολεμῶν, ὅς δὴ τῷ πατρὶ συμπροφέρων εφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια, ἐξ ὅτουπερ έκεῖνος Αἴνοθεν ἀπελύετο, καθὼς καὶ φθάσαντες εἴπομεν, ἐξ ἀνθρώπων ἐκείνου τῇδε γεγονότος περαιοῦται τὸν Εὔξεινον, καὶ Θυμαίνῃ προσοχὼν, μακρόθεν τῶν Τοχάρων Κάνιν, ὡς αὐτοὶ φαῖεν, Ἀργάνην δώροις ὑποποιούμενος…».
Οι Οθωμανοί συνάντησαν για πρώτη φορά βυζαντινό στρατό, που προστάτευε την περιοχή τής Νίκαιας, το 1302. Πρβλ. Mehmed Fuad Köprülü, Les Origines de l’ empire ottoman, Παρίσι, 1935, σελ. 124, ενώ για την ημερομηνία τής μάχης βλέπε Pia Schmidt, «Zur Chronologie von Pachymeres», Byzantinische Zeitschrift, LI (1958), 85.
Ο Βυζαντινός ιστορικός Παχυμέρης ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία σύγχρονος τού Οσμάν, τού ιδρυτή τού νέου τουρκικού κράτους στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Οι πρώτες οθωμανικές ιστορικές συλλογές, που αποτελούνται από παραμύθια (menagib) και ημερολόγια, είναι έναν αιώνα και περισσότερο παλαιότερες από τον Οσμάν (που πέθανε το 1326) και αποτελούν τα πια σημαντικά γενικά έργα τής Οθωμανικής ιστοριογραφίας, των οποίων οι αρχικές πηγές, που συχνά δεν είναι πια προσπελάσιμες από εμάς, φτάνουν μέχρι τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512), για την οποία βλέπε κεφάλαια επί τής Οθωμανικής ιστοριογραφίας από Halil Inalcik και V.L. Ménage στο Bernard Lewis και P.M. Holt (επιμ.), Historians of the Middle East, Λονδίνο, 1962, σελ. 152-79. Πρβλ. τη γενική διδακτική μικρή μονογραφία τού Ménage, Neshri’s History of the Ottomans, Λονδίνο, 1964.
Η πρώτη εχθρική συνάντηση βυζαντινών και οθωμανικών δυναμεων στις 27 Ιουλίου 1302 «κάπου στον Βαφέα» (περί που τον Βαφέα), σύμφωνα με τον Παχυμέρη [βλέπε στην αρχή αυτής τής σημείωσης], έχει φυσικά τραβήξει την προσοχή των ιστορικών από τον Jos. von Hammer-Purgstall, Gesch. d. osman. Reiches, I (Πέστη, 1827, ανατύπ. Γκρατς, 1963), 67-68, μέχρι τον Halil Inalcik, στο Lewis και Holt, ό. π., σελ. 153.
Μια κάπως συμπτωματική προσπάθεια απεικόνισης τού κοινωνικού υπόβαθρου τής ανόδου τού οθωμανικού κράτους υπάρχει στο βιβλίο τού Ernst Werner, Die Geburt einer Grossmacht– die Osmanen (1300-1481): Ein Beitrag zur Genesis des türkischen Feudalismus, Βιέννη, Κολωνία και Γκρατς, 1972, ειδικά σελ. 93 και εξής, σελ. 117 και εξής.
- [←4]
-
Παχυμέρης, Ανδρόνικος Παλαιολόγος, IV, 29 (CSHB, Βόννη, II, 344):
Καθημερινά μάλιστα αναγγέλλονταν κακοτυχίες, που δεν ξεχύνονταν σε ένα σημείο, αλλά σε όλες τις πλευρές και με όλους τούς τρόπους, όχι μόνο στη στεριά, αλλά και στη θάλασσα. Παλαιότερα μάλιστα, πειρατές είχαν καταλάβει την Τένεδο, την κρατούσαν οι ίδιοι και τη χρησιμοποιούσαν ως βάση. Επιβιβάζονταν εκεί και έκαναν πολλές ατασθαλίες, για να αποβιβαστούν ξανά εκεί κατά την επιστροφή τους. Στη συνέχεια όμως, καθώς ο κόσμος είχε οικειοθελώς απομακρυνθεί από φόβο, το τουρκικό στοιχείο που βρισκόταν πιο μέσα στην ενδοχώρα κατασκεύασε πλοία, και επιτίθεντο στις Κυκλάδες και τις έβλαπταν. Με διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό πλοίων επιτίθεντο από τη μια στη Χίο, από την άλλη στη Σάμο, την Κάρπαθο, ακόμη και στη Ρόδο και σε πολλά άλλα νησιά μαζί τους, και σχεδόν στερούσαν από κατοίκους τα μέχρι τότε κατοικημένα νησιά.
«ἡμέρας γὰρ ἑκάστης ἠγγέλλοντο τὰ δεινὰ, καὶ οὐ καθ΄ ἕν τι μέρος ἀλλὰ πανταχόθεν καὶ πανταχῇ συρρέοντα, οὐ κατὰ γῆν μόνον ἀλλ’ ἤδη καὶ κατὰ θάλασσαν. πρότερον μὲν γὰρ πειραταὶ καταλαβόντες Τένεδον νῆσον ὡς ἰδίαν εἶχον, καὶ ὁρμητηρίῳ ἐχρῶντο, κἀκεῖθεν ἀναπλέοντες καὶ πολλ’ ἄττα τῶν δεινῶν πράττοντες ἐν ταύτῃ καὶ αὖθις προσώκελλον ὑποστρέφοντες. τότε δ΄ ἀλλ’ ἐκείνων καὶ ἑκόντων κατὰ φόβον ἀπαλλαξάντων, τὸ Περσικὸν ὅσον ἦν ἐνδοτέρω ναυπηγησάμενον ταῖς Κυκλάσιν ἐπέχραον καὶ κακῶς ἐποίουν, καὶ τοῦτο μὲν Χίῳ τοῦτο δὲ Σάμῳ καὶ Καρπάθῳ καὶ αὐτῇ Ῥόδῳ καὶ πολλοῖς σὺν αὐταῖς ἑτέραις οὐκ ὀλίγαις προσβάλλοντες ταῖς ναυσὶ τὰς τέως ἐνῳκισμένας σχεδὸν ἀοικήτους εἰργάζοντο.»
- [←5]
-
Πολλές από τις σημαντικές πηγές τού 13ου αιώνα έχουν συζητηθεί από τον Walter Norden στο Das Papsttum und Byzanz: Die Trennung der beiden Mächte und das problem ihrer Wiedervereinigung bis zum Untergange des byzantinischen Reichs (1453). Βερολίνο, 1903, ανατύπ. Νέα Υόρκη. 1958]. Βέβαια το βιβλίο είναι αδέξια γραμμένο, ενώ μερικά χρόνια μετά την εμφάνισή του υποβλήθηκε σε αυστηρή κριτική από τον Johannes Haller στο «Das Papsttum u. Byzanz», Historische Zeitschrift, xcix (1907). 1-34. Ο Haller επικρίνει τον Norden για κακή γραμματική (schlechtestes Zeitungsdeutsch), πολλές ανακρίβειες, για θρασεία και ασύνετη χρήση πηγών, αλαζονικές γενικεύσεις και συνεχή αποτυχία φρόνιμης ερμηνείας (επειδή ο Norden αποδίδει καθαρά πολιτική σημασία στο επί μακρόν αμφισβητούμενο ερώτημα τής ένωσης των εκκλησιών, αγνοώντας τα σημαντικά θρησκευτικά ζητήματα τού δόγματος και τού τελετουργικού).
Όμως η προφανής οργή τού Haller τον τύφλωσε ώστε να μη βλέπει τα εντυπωσιακά προτερήματα τού βιβλίου, που απεικονίζει με καθαρότητα και οξυδέρκεια το πολιτικό και διπλωματικό υπόβαθρο των πολυάριθμων προσπαθειών των Ρωμαίων ποντίφηκων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών. Όμως ο Haller πρέπει να είχε σημειώσει την μεγάλη ευκαιρία που είχε χάσει ο Norden με την πολύ σποραδική μεταχείριση τού 14ου και τού 15ου αιώνα, γιατί το βιβλίο τού Norden, παρά τον τίτλο του, ασχολείται λεπτομερώς μόνο με την περίοδο από το 1204 μέχρι το 1282. Όσο για τα «γερμανικά τής εφημερίδας» (Zeitungsdeutsch), το στυλ τού Haller δεν φαίνεται να εκπροσωπεί μεγάλη βελτίωση σε σχέση με εκείνο τού Norden. Μια πιο συνετή κριτική τού βιβλίου Das Papsttum u. Byzanz παρέχεται από τον Ferd. Chalandon στο Revue de l’Orient latin, x (Παρίσι, 1904, ανατύπ. Βρυξέλλες, 1964), 468-72.
Για άλλες κριτικές τού βιβλίου τού Norden βλέπε ROL, x (1903-4, ανατύπ. 1964), 524 και στο ίδιο, xi (1905-8), 560 και πρβλ. Angelo Pernice, «Il Papato e Byzanzio…», Archivio storico italiano, 5η σειρά, xlii (1908), 241-58. Στα πρόσφατα χρόνια οι απόψεις τού Norden για τον 13ο αιώνα έχουν επεκταθεί και διάφορα ζητήματα έχουν εξεταστεί πιο στενά σε μονογραφίες ή δημοσιεύσεις σε περιοδικά περισσότερων από δέκα ερευνητών, τα ονόματα των οποίων έρxoνται αμέσως στο μυαλό.
Aν και οι πηγές τού 14ου αιώνα για την ιστορία των ελληνο-λατινικών σχέσεων είναι πιο άφθονες από εκείνες τού 13ου αιώνα, φαίνεται ότι ακόμη προκαλούν μικρότερο γενικό ενδιαφέρον, αν και εδώ επίσης ο ενημερωμένος αναγνώστης μπορεί να θυμηθεί πλειάδα συγγραφέων πολύτιμων βιβλίων και άρθρων. Η Σταυροφορία, παρά τη ρητορική απόρριψή της από ορισμένους ιστορικούς, ήταν ακόμη σημαντική κατά τον 15ο και 16ο αιώνα και στην παρούσα εργασία θα ενδιαφερθούμε ιδιαίτερα για τη μεταγενέστερη αυτή περίοδο. Δεδομένου ότι πρέπει να χαραχτούν γραμμές και να υπάρξουν κάποιες εξαιρέσεις, ώστε το βιβλίο αυτό να μη γίνει πάρα πολύ μεγάλο, θα δοθεί λιγότερη προσοχή στους Αγίους Τόπους, την Κύπρο και την Αίγυπτο (με εξαίρεση τη σταυροφορία τής Αλεξάνδρειας το 1365). Ο Sir George Hill, A History of Cyprus, τόμοι ii–iii (1192-1571), Καίμπριτζ, 1948 έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με το ένα από τα ζητήματα αυτά, ενώ διάφοροι οριενταλιστές και άλλοι περιγράφουν την ιστορία τής Αιγύπτου και των Αγίων Τόπων στο συνεργατικό έργο History of the Crusades.
- [←6]
-
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Ισαάκιος Άγγελος, iii, 2 (CSHB, Βόννη, σελ. 553):
Όχι μόνο αυτοί αλλά και άλλοι επαναστατούσαν και τόσο συχνά, που είναι αδύνατο να πούμε πόσες φορές, ξεφυτρώνοντας σαν σπαρμένοι γίγαντες, ενώ σαν κούφιες φουσκωμένες φυσαλίδες έπεφταν κι έσκαγαν.
«Οὐχ οὗτοι δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἄλλοτε πάλιν καὶ πάλιν καὶ οὐκ ἔστιν ὁσάκις εἰπεῖν ἐπανέστησαν ἢ καὶ ὡς σπαρτοὶ ἀνεδόθησαν γίγαντες, κἂν ὡς πομφολυγώδη φυσήματα διάκενα, ὡς ἦν ἰδεῖν, ἀπέπιπτόν τε καὶ διελύοντο».
Πρβλ. Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 292 και εξής.
- [←7]
-
Βλέπε Aug. Potthast, Regesta pontificum Romanorum (από το 1198 μέχρι το 1304), 2 τόμοι, Βερολίνο, 1874-75, I, σελ. 1-2 και εξής, όπου μήνα το μήνα και συχνα μέρα τη μέρα μπορεί να ακολουθηθεί η επίσημη σταδιοδρομία τού Ιννοκέντιου.
- [←8]
-
Βλέπε Gesta Innocentii ΡΡ. III, κεφάλαια xxi–xxii και εξής στο PL 214, στήλες xxxi–xxxiii και εξής). Tα Πεπραγμένα (Gesta) γράφηκαν στην αυλή τού Ιννοκέντιου Γ΄ από ανώνυμο αξιωματούχο τής παπικής κούρτης, που φαίνεται ότι είχε πρόσβαση στα παπικά αρχεία και ότι ολοκλήρωσε το κείμενό του μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 1208. Πρβλ. Franz Ehrle και Hermann Egger, Der Vaticanische Palast in seiner Entwicklung bis zur Mitte des XV. Jahrhunderts, Πόλη Βατικανού, 1935, σελ. 33, με παραπομπές (Studi e documenti per la storia del Palazzo Apostolico Vaticano, τομ. ii).
- [←9]
-
Βλέπε Gesta Innocentii, κεφ. xlvi (για την προώθηση τής 4ης Σταυροφορίας) και κεφ. lx (για τις σχέσεις μεταξύ αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ και Ιννοκέντιου) στην PL 214. Πρβλ. Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 133-43, καθώς και τη συνοπτική μελέτη τού ίδιου Der Vierte Kreuzzug im Rahmen der Beziehungen des Abendlandes zu Byzanz, Βερολίνο, 1898, μαζί με το βιβλίο τού Jean Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principauté de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 19 και εξής.
Για την απόρριψη από τον πατριάρχη Καματηρό τής διακήρυξης τού Ιννοκέντιου Γ΄ για πρωτοκαθεδρία τής Ρωμαϊκής Έδρας βλέπε A. Papadakis και Alice Mary Talbot, «John X Camaterus Confronts Innocent III: An Unpublished Correspondence, l198-1200», Byzantinoslavica, xxxiii (1972), 26-41, με το κείμενο των δύο επιστολών τού Καματηρού. Ο Vitalien Laurent παρουσιάζει τούς λόγους, όπως τούς αντιλαμβάνεται, για τις προφανείς ιδιοτροπίες τής παπικής πολιτικής σε σχέση με το Βυζάντιο κατά τη διάρκεια των δώδεκα περίπου ετών πριν την εκλογή τού Ιννοκέντιου ως πάπα, κατά την περίοδο τής 3ης Σταυροφορίας και τής κομπάζουσας φιλοδοξίας τού Ερρίκου ΣΤ’, «Rome et Byzance: Sous le pontificat de Célestin III (1191-1198)» Échos d’ Orient, xxxix (1940), 26-58.
Σε σχέση με το άρθρο τού Laurent βλέπε Jean Darrouzès, «Les Documents byzantins du XIIe siècle sur la primauté romaine», Revue des études byzantines, xxiii (1965), 42-88 και Georges et Dèmètrius Tornikes, Lettres et discours, Παρίσι, 1970, epp. 30, 33-34, σελ. 325-53, επιστολές που απευθύνθηκαν προς τον Ρωμαίο ποντίφηκα από τον Γεώργιο Τορνίκη, μητροπολίτη Εφέσου, στο όνομα τού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (το 1156) και από τον νεώτερο αδελφό τού Γεώργιου, τον Δημήτριο, «λογοθέτη τού Δρόμου» (δηλ. υπουργό εξωτερικών), για λογαριασμό τού αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου και τού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (το 1193): Η επιστολή, γραμμένη στο όνομα τού πατριάρχη, απορρίπτει ρητά τον ρωμαϊκό ισχυρισμό για πρωτοκαθεδρία, «γιατί (εκτός ίσως από την Ιερουσαλήμ) καμία εκκλησία δεν είναι μητέρα καμίας άλλης εκκλησίας» (στο ίδιο, σελ. 349: «μήτηρ γὰρ οὐδεμία ἐκκλησία ἐκκλησίας ἑτέρας ἐστίν»).
- [←10]
-
Επί τού οποίου σημειώστε το άρθρο τού Henri Grégoire, «The Question of the Diversion of the Fourth Crusade», Byzantion, xv (1940-41), 158-66, όπου ο συγγραφέας αντικρούει τη θεωρία τής τυχαίας εξέλιξης των γεγονότων που οδήγησαν στην κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης όπως αυτά παρουσιάζονται από τον Βιλλεαρδουΐνο (Villehardouin), την ακεραιότητα τού οποίου ως ιστορικού υπερασπίζεται ο εκδότης του Edmond Faral, «Geoffroy de Villehardouin: La Question de sa sincérité», στο Revue historique, clxxvii (1936), ιδιαίτερα σελ. 548 και εξής.
Tο πρόβλημα έχει συζητηθεί μέχρι σημείου να γίνεται κουραστικό, αλλά αν η εμφάνιση τού διεκδικητή τού θρόνου Αλέξιου Δ΄ στην Ιταλία πρέπει να τοποθετηθεί στο έτος 1202, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε με ποιο τρόπο, με τόσο λίγο χρόνο στη διάθεσή της, η παράταξη τής Σουηβίας (Swabia) κατόρθωσε να πείσει τούς ηγέτες τού στρατεύματος να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να ξαναβάλουν τον νεαρό διεκδικητή και τον πατέρα του στον βυζαντινό θρόνο. Όμως τα ίδια τα κείμενα υποδεικνύουν την άφιξη τού Αλέξιου Δ΄ στη δύση κάποια στιγμή μέσα στο 1201, όπως έχει σημειώσει ο Leopoldo Usseglio (1851-1919) στο I Marchesi di Monferrato in Italia ed in Oriente durante i secoli XII e XIII, 2 τόμοι, Τορίνο, 1926, II, 186-99, ο οποίος τοποθετεί την απόδραση τού Αλέξιου από την Κωνσταντινούπολη στο 1201 και ιχνηλατεί λεπτομερώς τον ρόλο που έπαιξε ο Βονιφάτιος Μομφερατικός στα γεγονότα τού 1201-1202 (με κάποια κριτική των απόψεων των Cerone, Riant και άλλων).
Ο Αλέξιος Δ΄ απέδρασε από την Κωνσταντινούπολη πάνω σε πιζάνικο πλοίο. Βλέπε Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Βασιλεία Αλεξίου τού Αγγέλου, III, 8 (CSHB, Βόννη σελ. 710-12):
Αργότερα, ο αυτοκράτορας απελευθέρωσε τον γιο τού Ισαακίου, τον Αλέξιο, από τη φυλακή και τού επέτρεψε να κυκλοφορεί ελεύθερα. Όταν επρόκειτο να εξορμήσει εναντίον τού πρωτοστράτορος και είχε καταφύγει στη Δαμοκράνεια, πήρε μαζί του τον Αλέξιο ως σύντροφο στα ταξίδια. Εκείνος, πιθανώς ακολουθώντας τις οδηγίες τού πατέρα του, διαπραγματεύτηκε τη διαφυγή του με κάποιον Πιζάνο, καπετάνιο ενός τεράστιου στρογγυλού πλοίου [μεταφορών]. Ο Πιζάνος περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να βγει στη θάλασσα χωρίς καθυστέρηση, κρύβοντας τα ίχνη του στα μεγάλα κύματα. Μόλις ο καιρός υπήρξε ευνοϊκός για τον απόπλου, το πλοίο άνοιξε τα πανιά του και, με το δυνατό αεράκι, έφτασε στη στεριά στην Αυλωνία στον Ελλήσποντο, όπου η μικρή του βάρκα έφτασε στα Άθυρα για να παραλάβει τον Αλέξιο. Για να αποφύγει τον εντοπισμό, γέμισε με φορτίο άμμου, για να το χρησιμοποιήσει ως έρμα στο πλοίο, το οποίο υποτίθεται ότι είχε αδειάσει από τα εμπορεύματά του. Ο Αλέξιος έφτασε από τη Δαμοκράνεια, μπήκε στη βάρκα και μεταφέρθηκε στο πλοίο. Όταν έγινε γνωστή η διαφυγή του, ο αυτοκράτορας έστειλε άνδρες να ψάξουν μέσα στο πλοίο, αλλά δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον Αλέξιο. Αυτός, έχοντας κόψει τα μαλλιά του τριγύρω και φορώντας λατινικά ρούχα, μπόρεσε να ανακατευτεί με το πλήθος και να ξεφύγει από τον εντοπισμό των διωκτών του. Όταν έφτασε στη Σικελία, η παρουσία του έγινε γνωστή στην αδελφή του, η οποία έστειλε σημαντική σωματοφυλακή. Αγκάλιασε τον αδελφό της Αλέξιο Άγγελο και παρακάλεσε τον σύζυγό της Φίλιππο να κάνει ό,τι μπορεί για να υποστηρίξει τον πατέρα της, από τον οποίο οι συγγενείς του είχαν στερήσει και την όραση και την εξουσία, και να βοηθήσει τον αδελφό της, που ήταν άστεγος και χωρίς πατρίδα και τριγυρνούσε σαν περιπλανώμενος, παίρνοντας μαζί του τίποτε περισσότερο από το σώμα του.
«…Εἶτα καὶ τὸν υἱέα τούτου Ἀλέξιον τῆς εἱρκτῆς ἀνεικὼς ἐλεύθερον ἀφῆκε τρέφεσθαι. ἐν δὲ τῷ μέλλειν κατὰ τοῦ πρωτοστράτορος ἐξιέναι καταλύσας ἐς Δαμοκράνειαν συνέκδημον καὶ τοῦτον ἐπήγετο. ὁ δὲ κατὰ γνώμην δήπουθεν τοῦ πατρὸς Πισσαίῳ τινὶ περὶ δρασμοῦ κοινολογησάμενος, στρογγύλης προεστῶτι μεγίστης νεώς, ἐκαιροφυλάκει θέσθαι ἐν θαλάσσῃ τὸ ὅρμημα καὶ τὸ ἴχνος ἐν πολλοῖς ὕδασιν. ὡς δ᾿ ἐπέστη καιρὸς οὐκ ἀνάρσιος πρὸς τὴν ἄπαρσιν, ἡ μὲν ναῦς ἱστίοις πτεροῦται καὶ κατ᾿ οὖρον φέρεται καὶ προσοκέλλει τῇ καθ᾿ Ἑλλήσποντον Αὐλωνίᾳ, τὸ δὲ γε ταύτης ἐφόλκιον κατᾶραν ἐς τὸν Ἀθύραν ἐπὶ τῷ δέξασθαι τὸν Ἀλέξιον, τιθὲν τὴν σκέψιν ἀφώρατον, ἐνεφόρει ψάμαθον φόρτον ἐσομένην τῇ νηῒ κεκενωμένῃ δῆθεν τῶν ἀγωγίμων. ὁ δ᾿ Ἀλέξιος ἐκ Δαμοκρανείας ἐκεῖσε παραγενόμενος τὴν ὁλκάδα εἴσεισι καὶ πρὸς τὴν νῆα μετακομίζεται. γνωσθείσης δὲ τῆς τούτου φυγῆς πέμπονται μὲν παρὰ τοῦ βασιλέως οἱ τὸ πλοῖον ἐξερευνήσοντες, οὐ μὴν ἴσχυσαν συλλαβεῖν τὸν Ἀλέξιον· οὗτος γὰρ τὴν κόμην κειράμενος περιτρόχαλα καὶ τὴν αὐτὴν τοῖς Λατίνοις στολὴν ἐνδυσάμενος, ὡς ἐν ὁμίλῳ πολλῷ συναναστρεφόμενος τοὺς διφῶντας ἐλάνθανεν. ἀπαχθεὶς οὖν ἐς Σικελίαν δῆλος τῇ ἀδελφῇ γίνεται· ἡ δὲ δορυφορίαν ἱκανὴν ἀποστείλασα τὸν ἀδελφὸν ἀγκαλίζεται καὶ δεῖται τοῦ ἀνδρὸς Φιλίππου τὰ δυνατὰ τῷ πατρὶ ἐπαμῦναι φάος ἅμα καὶ κράτος ὑπὸ τῶν γνησίων ἀφῃρημένῳ καὶ τῷ ἀδελφῷ ἐπαρήξειν ἀστέγῳ τε καὶ ἀπόλιδι κατ᾿ ἀστέρας μεταφερομένῳ τοὺς πλάνητας καὶ μηδὲν ἐπαγομένῳ πλὴν τοῦ σώματος.»
Πρβλ. τα Χρονικά τού Νόβγκοροντ στο Karl Hopf, Chroniques gréco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 93-94.
Ο Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 31 φαίνεται ικανοποιημένος τοποθετώντας την άφιξη τού Αλέξιου Δ΄ στην Ιταλία το 1202, όπως και ο A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, Madison, Wisc., 1952, σελ. 457 (ακολουθώντας τη γνώμη τού V. G. Vasilievskii).
Όπως ο Faral, ο Roberto Cessi στο «Venezia e la Quarta Crociata», Archivio veneto, xlviii–xlix (1951), 1-52 υποστηρίζει ιδιαίτερα τη θεωρία τού τυχαίου (théorie du hasard), ισχυριζόμενος ότι η εκτροπή τής 4ης Σταυροφορίας υπήρξε αποτέλεσμα μη σχεδιασμένων εξελίξεων. Ο Cessi, La Repubblica di Venezia e il problema adriatico, Νάπολη, 1953, σελ. 264, θεωρεί αυτό το άρθρο ως ένα «που υποδεικνύει ριζικη αναθεώρηση τού όλου προβλήματος» (nel quale è stato sottoposto a radicale revisione tutto il problema), που όμως αποτελεί υπερβολή. Ο Heinrich Kretschmayr, Geschichte von Venedig, I (Γκότα, 1905), 480 και εξής αναλύει τις πηγές και καταλήγει επίσης στη «θεωρία τού τυχαίου» (thèorie du hazard, Zufallstheorie). Παρ’ όλα αυτά ο σχεδιασμός είναι δυνατός, ακόμη και πιθανός, παρά το γεγονός ότι η διασωζόμενη διπλωματική αλληλογραφία τής εποχής είναι ανεπαρκής για να είμαστε βέβαιοι. Πρβλ. τις παρατηρήσεις τού Robert Lee Wolff, «The Fourth Crusade», στο Kenneth M. Setton και άλλοι (επιμέλεια), History of the Crusades, II, Φιλαδέλφεια, 1962, 2η έκδοση Madison, Wisc., 1969, 168- 73.
Ο Σοβιετικός ιστορικός M. A. Zaborov στο «Papstvo i zachvat Konstantinopolya krestonostsami v načale XIII v. (Ο παπισμός και η κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τούς σταυροφόρους στις αρχές τού 13ου αιώνα)», Vizantiiskii Vremennik, n.s., V (1952), 152-77 και στο «K Voprosu o predistorii četvertogo krestovogo pochoda (Επί τού ερωτήματος των προκαταρκτικών τής 4ης Σταυροφορίας)», στο ίδιο, n.s., VI (1953), 223-35, πιστεύει ότι ενώ ο Ιννοκέντιος Γ΄ εμφανιζόταν με ευσεβείς τοποθετήσεις, συνωμοτούσε για την επίθεση εναντίον τής Ζάρας και πρέπει να ήταν συνυπεύθυνος για τον ασυνήθιστο παραλογισμό των σταυροφόρων να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη. πρβλ. σε γενικές γραμμές με το δοκίμιο τού A. Frolow, Recherches sur la deviation de la IV Croisade vers Constantinople, Παρίσι, 1955, καθώς και με το άρθρο των Donald E. Queller και Susan J. Stratton, «A Century of Controversy on the Fourth Crusade», στο Studies in Medieval and Renaissance History, vi (1969), 235-77, που συνοψίζουν τις απόψεις των Hopf, Winkelmann, Riant, Tessier, Norden, Cessi, κλπ., καθώς και εκείνη τού Paul Alphandéry. Με δεδομένο το ευρύ πεδίο και την περίπλοκη φύση των επιχειρήσεων που οδήγησαν στη λατινική κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης, το τυχαίο ήταν αναμφισβήτητα κύριος παράγοντας σε όλη τη διάρκεια, αλλά παραμένει το ερώτημα κατά πόσον η εκτροπή τής σταυροφορίας αποτελούσε ή όχι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού.
- [←11]
-
G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, 3 τόμοι, Βιέννη, 1856-57, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964 (Fontes rerum austriacarum. μέρος II: Diplomataria et acta, τομ. xii-xiv), 1, 43-54. Πρβλ. Freddy Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’ exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι, 1959, σελ. 35-39. Για το ότι ήταν το 1092 και όχι το 1082 η χρονολογία κατά την οποία ο Αλέξιος Α΄ χορήγησε εμπορικά και άλλα προνόμια στους Ενετούς, βλέπε Andre Tuilier, «La date exacte du chrysobulle d’Alexis 1er Comnène en faveur des Vénitiens et son contexte historique», Rivista di studi bizantini e neoellenici, νέα σειρά, iv (1967), 27-48.
- [←12]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I, 95-98, 109-24, 150-67, με παραπομπή σε διάφορες ενετικές και βυζαντινές πηγές.
Πρβλ. Ιωάννη Κίνναμο, Ἐπιτομή Ἱστοριῶν, IIΙ, 5, 6, (CSHB, Βόννη, σελ. 98 και εξής):
Σε αυτή την κατάσταση βρίσκονταν οι υποθέσεις των Ρωμαίων. Ο αυτοκράτοράς τους [Μανουήλ Α’ Κομνηνός] πιθανότατα λυπήθηκε όταν το άκουσε αυτό, αλλά διορίζοντας έναν ναύαρχο στη θέση του, τον διέταξε να συνεχίσει αδιάκοπα την πολιορκία. Καθώς ούτε αυτός δεν πετύχαινε κάτι αξιόλογο (γιατί μια απροσδόκητη σύγκρουση που ξέσπασε μεταξύ Ρωμαίων και Ενετών, οι οποίοι πολεμούσαν ως σύμμαχοί τους, στέρησε από τον στρατό των Ρωμαίων την επιτυχία), ο ίδιος ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε τελικά να πάει εκεί για να εμπλακεί στην πολιορκία. Αφού τερμάτισε τις διαφωνίες μεταξύ των Ενετών και τής δύναμης των Ρωμαίων και επέβαλε κατάλληλες ποινές στους ένοχους και από τις δύο πλευρές, επιτέθηκε πολύ έντονα στο τείχος.
«Καὶ τὰ μὲν τῶν Ῥωμαίων ἐν τούτοις ἦσαν. βασιλεὺς δὲ τούτων ἀκούσας ἠνιάθη μὲν ὡς τὸ εἰκός, στολάρχην δὲ ἀντ’ αὐτοῦ προκεχειρισμένος ἀνενδότως τῆς πολιορκίας ἐκέλευεν ἔχεσθαι. τοῦ δὲ καὶ αὐτοῦ οὐδὲν ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον ἐνδειξαμένου (στάσις μὲν γὰρ Ῥωμαίων μεταξὺ καὶ Οὐεννέτων, οἳ τῇδε σὺν αὐτοῖς ἐστράτευον ἐξαπιναίως ἀναφθεῖσα τὸ κατορθωτικὸν τοῦ Ῥωμαίων παρείλετο στρατοῦ) τέλος ἠνάγκαστο αὐτὸς βασιλεὺς ἐνταῦθα γεγονὼς τῆς πολιορκίας ἅψασθαι. Οὐεννέτοις γοῦν καὶ τῷ Ῥωμαίων στρατῷ τὰ διάφορα λύσας δίκας τε τοῖς ἐξ ἀμφοτέρων αἰτίοις πραξάμενος τὰς προσηκούσας κραταιότατα τῷ περιβόλῳ ἐπέθετο.»
Στο ίδιο, IV, 14 (CSHB, Βόννη, σελ. 170):
Θα αναφέρω αμέσως τον λόγο για τον οποίο πείστηκε ο αυτοκράτορας να το κάνει αυτό. Όταν εκστράτευε στην Κέρκυρα, αναγνώρισε το έθνος των Ενετών ως κακόβουλο και πεισματάρικο, και θεώρησε πολύ σημαντικό να διεκδικήσει την Αγκώνα. Έτσι θα μπορούσε να ταπεινώσει σε μεγάλο βαθμό την υπερηφάνεια των Ενετών και να διεξάγει πολύ εύκολα από εκεί πολέμους στην Ιταλία.
«…ὅθεν δὲ εἰς τοῦτο βασιλεὺς προήχθη, αὐτίκα δηλώσω. ὁπότε ἤδη ἐπὶ Κερκύρας ἐστράτευε, δυσνοῦν καὶ δύστροπον τὸ Οὐεννέτων κατανοήσας ἔθνος, περὶ πλείονος ἔθετο ὅπως ἂν Ἀγκῶνος λοιπὸν μεταποιηθεὶς ὀφρύος τε τῆς Οὐεννέτων τὸ πολὺ καταπαύσειε καὶ τοὺς ἐν Ἰταλίᾳ πολέμους ἐντεῦθεν ῥᾷστα διαγωνίζοιτο.»
Στο ίδιο, V, 9 (CSHB, Βόννη, σελ. 228):
Στο έθνος των Ενετών έστειλε με χρήματα τον Νικηφόρο Χαλούφη, για να δοκιμάσει την καλή θέληση αυτού τού λαού απέναντί του και να διευθύνει εκεί τις υποθέσεις προς όφελος των Ρωμαίων.
«…εἰς δὲ τὸ Οὐεννέτων ἔθνος Νικηφόρον σὺν χρήμασι τὸν Χαλούφην ἔπεμπε, πειρασόμενόν τε τῆς εἰς αὐτὸν τοῦ ἔθνους εὐνοίας καὶ ἐπὶ τῷ Ῥωμαίοις συμφέροντι τὰ τῇδε διοικησόμενον.»
Στο ίδιο, VΙ, 10 (CSHB, Βόννη, σελ. 280-81 και εξής):
Εκείνη την εποχή [ο Μανουήλ Α’] έκλεισε τούς Ενετούς που ζούσαν στο Βυζάντιο και οπουδήποτε αλλού στη γη των Ρωμαίων σε δημόσιες φυλακές και ενέγραψε την περιουσία τους στο κρατικό ταμείο, για λόγο τον οποίο πρόκειται να διηγηθώ. Η χώρα των Ενετών βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο μέρος τού Ιονίου Κόλπου [Αδριατικής Θάλασσας], και προεξέχει αρκετά μακριά από την ακτή, σαν αμμώδης όχθη. Συχνά η θάλασσα, φουσκώνοντας κατά τη διάρκεια τής ημέρας, την καθιστά διαθέσιμη για ναυτιλία εκείνη την ώρα, αλλά. υποχωρώντας ξανά, κάνει το στενό εντελώς αδιάβατο για πλοία και ανθρώπους. Το έθνος είναι διεφθαρμένο στον χαρακτήρα, χυδαίο και αγενές περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, επειδή είναι γεμάτο με τη χυδαιότητα των ναυτικών.
«…ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον καὶ Οὐεννέτους, ὅσοι ἔν τε Βυζαντίῳ καὶ ταῖς ὅπου δήποτε Ῥωμαίων ᾤκηνται χώραις, δημοσίαις φρουραῖς παραπέμψας τὰς οὐσίας ἀναγράπτους εἰς τὸ δημόσιον ἐποιήσατο, ἀπ’ αἰτίας ἧς αὐτὸς ἐρῶν ἔρχομαι. Οὐεννέτων ἡ χώρα κεῖται μὲν ἐς τοῦ Ἰονίου κόλπου τὰ ἔσχατα,θαλάσσῃ δὲ ἀμφίρρυτος οὖσα τέναγός τι προβάλλεται τῆς ἀκτῆς μακρὸν ὅσον.ἔνθα τῆς ἡμέρας ἡ θάλασσα πολλάκις προσιοῦσα καιρὸν μέν τινα πλώϊμον αὐτὸ ποιεῖται,τὸν πορθμὸν δ’αὖθις ἀναλύουσα ἀπόρευτον παντάπασι ναυσί τε καὶ ἀνθρώποις ἐργάζεται. ἔστι δὲ τὸ ἔθνος ἤθει μὲν διεφθορός, βωμολόχον εἴπερ τι καὶ ἀνελεύθερον,ἅτε καὶ ἀπειροκαλίας μεστὸν ναυτικῆς.»
Πρβλ. και Nικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Μανουήλ Κομνηνός, ΙΙ, 2, (CSHB, Βόννη, σελ. 103):
Οι γαλέρες ήσαν αγκυροβολημένες στην ακτογραμμή των Φαιάκων [Κέρκυρας], που είναι χωρισμένη για ενετικά συμμαχικά πλοία και για ρωμαϊκά πλοία, για να κρατούνται οι δύο ναύσταθμοι χωριστά μεταξύ τους και να αποφεύγονται οι διαμάχες μεταξύ των δύο εθνών. Λίγο αργότερα ξεκίνησε ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τα στρατεύματά του.
«Εἶχε τοίνυν τὰς τριήρεις ἡ τῶν Φαιάκων πάραλος, ἣν καὶ διαμερίζονται πρὸς ἐνόρμισιν αἵ τε τῶν Οὐεντανῶν συμμαχίδες νῆες καὶ αἱ Ῥωμαϊκαὶ αὐταί, ἵν᾿ εἶεν οὕτως οἱ ναύσταθμοι τοῖς γένεσιν ἀμφοτέροις ἄμικτοι καὶ τῶν ἐκ τῆς ἀναμὶξ ἀναστροφῆς ἄγευστοι διαφορῶν. μετὰ βραχὺ δὲ καὶ βασιλεὺς αὐτὸς ἔξεισι μετὰ τῆς στρατιᾶς.»
Στο ίδιο, ΙΙ, 5 (CSHB, Βόννη, σελ. 113-15):
Ο Άρης οργιζόταν με μανία και, ποθώντας αιματοχυσία, ξεσήκωνε τούς ένοπλους πολεμιστές, ιδιαίτερα τούς Ενετούς, και ούτε εμπόδιζε κανέναν από τον αγώνα ούτε ανάγκαζε κανέναν να γυρίσει πίσω. Όσο περισσότερο ο μεγάλος δομέστικος έλεγχε την ορμή τους και εμπόδιζε την ταραχώδη συνάθροισή τους, τόσο περισσότερο εξαγριώνονταν οι Ενετοί και ξεχύνονταν από τις γαλέρες με φρενίτιδα. Όταν ο μεγάλος δομέστικος είδε ότι δεν πετύχαινε τίποτε με την απόπειρα συμφιλίωσης και ότι τα έθνη επρόκειτο να συγκρουστούν, κάλεσε τούς ειδικούς φρουρούς του, εκείνους τούς γενναίους, βαριά οπλισμένους πολεμιστές που τον υπηρετούσαν καλά σε περιόδους μάχης, και τούς έστειλε εναντίον των Ενετών. Επίσης οδήγησε έξω ένα μέρος τού στρατού. Ύστερα από σύντομη αντίσταση, οι Ενετοί γύρισαν την πλάτη και τράπηκαν σε φυγή. Αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα πλοία τους παρά τη θέλησή τους, βαλλόμενοι και φονευόμενοι…
«…ὁ γὰρ Ἄρης ἐκπάγλως ἐμαίνετο καὶ προχύσεως αἱμάτων ἐρῶν ἐπισυνίστη μάλιστα τοὺς ὁπλίτας, καὶ τούτους ἐκ τοῦ τῶν Βενετίκων πλέον στρατολογήματος, καὶ κατεῖχεν οὐδέν, οὐδ᾿ ἐπέστρεφεν. ὅσον γὰρ ὁ μέγας δομέστικος τοὺς Ῥωμαίους ἀνέκοπτε τῆς ὁρμῆς καὶ τὰς τούτων ἐπισυνδρομὰς ἐπετείχιζε, τοσοῦτον ἐβαρυμηνίων Οὐεντανοὶ τῷ θυμῷ σφαδάζοντες κἀκ τῶν τριηρέων ἐξεχέοντο. ἰδὼν τοίνυν ὁ ἀνὴρ ὡς οὐδὲν ὠφελεῖ διαλλαγὰς μετιὼν καὶ ὡς ἄγει ἀναγκαία τὰ γένη μάχῃ διακριθῆναι, τοὺς ἰδίους μεταπέμπεται δορυφόρους, οὓς ἐπὶ καιρῶν μάχης εἶχε χρησίμους ἑαυτῷ καὶ ὁπλίταις ἀγαθοῖς ἐκέχρητο, καὶ διαφίησι τοῖς Βενετίκοις. ἐξάγει δὲ καὶ μέρος τῆς στρατιᾶς. ἐπ᾿ ὀλίγον οὖν οὗτοι ἀντισχόντες τὰ νῶτα μεταβαλόντες προτροπάδην φεύγουσι καὶ ταῖς ναυσὶν ἄκοντες συνωθοῦνται, βαλλόμενοί τε καὶ ἀναιρούμενοι…»
Στο ίδιο, V, 9 (CSHB, Βόννη, σελ. 222-26):
Υπάρχει ένας δυτικός θαλάσσιος κόλπος που ονομάζεται Αδριατική, ο οποίος ξεκινάει από τη Σικελική θάλασσα και, αφού χωρίζεται ως εκροή τού Ιονίου, εκτείνεται πολύ προς την κατεύθυνση τού βόρειου ανέμου. Στις βορειότερες εσοχές του κατοικούν οι Ενετοί, οι οποίοι στη δική τους διάλεκτο αυτοαποκαλούνται Βενέτικοι. Είναι θαλασσινοί άνθρωποι, αγύρτες όπως οι Φοίνικες και πονηροί στο μυαλό. Υιοθετούμενοι από τούς Ρωμαίους όταν υπήρχε ανάγκη για ναυτικές δυνάμεις, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για την Κωνσταντινούπολη κατά σμήνη και φυλές. Από εκεί διασκορπίστηκαν σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Διατηρώντας μόνο τα οικογενειακά τους ονόματα και θεωρούμενοι ως ντόπιοι και γνήσιοι Ρωμαίοι, αυξάνονταν και συνέρρεαν μαζί. Συγκέντρωσαν μεγάλο πλούτο και έγιναν τόσο αλαζονικοί και αναιδείς, που όχι μόνο συμπεριφέρονταν ανάρμοστα στους Ρωμαίους, αλλά αγνοούσαν και τις αυτοκρατορικές απειλές και εντολές.
«…ἔστι τις θαλάσσιος κόλπος ἑσπέριος, Ἀδρίας λεγόμενος, ἀναχωρῶν μὲν τοῦ Σικελικοῦ πελάγους καὶ οἷά τι ἐξέραμα τοῦ Ἰονίου ῥοῦ, καθ᾿ ἑαυτὸν ἰδιάζων καὶ πρὸς βορρᾶν ἄνεμον ἐπὶ πολὺ συρόμενος. τούτου δὴ τὰ μυχαίτατα Ἐνετοὶ νέμονται, οὓς καὶ Βενετίκους εἴποι τις ἂν κατὰ γλώττης ἰδιότητα, ἄνδρες θαλάττης τρόφιμοι, κατὰ Φοίνικας ἀγύρται, πανοῦργοι τὸ φρόνημα. ἀλλ᾿ οὗτοι Ῥωμαίοις ἐσποιηθέντες κατὰ χρείαν ἦν ὅτε ναυμαχικὴν κατὰ σμήνη καὶ φατρίας τὴν Κωνσταντίνου τῆς οἰκείας ἠλλάξαντο, ὅθεν ἁπανταχῇ τῆς τῶν Ῥωμαίων ἐπικρατείας διασπαρέντες καὶ μόνον τὸ ἀπὸ γένους ὄνομα παραμεμενηκὸς αὐτοῖς ἔχοντες, τὰ δ᾿ ἄλλα σύμφυλοι ὄντες καὶ πάνυ Ῥωμαῖοι ηὐξάνοντό τε καὶ ἐχυδάϊζον. οὐκοῦν καὶ περιβαλόμενοι πλοῦτον πολὺν αὐθάδειάν τε καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον, ὡς μὴ μόνον ἀναρσίως ἔχειν Ῥωμαίοις, ἀλλὰ καὶ τῶν βασιλικῶν ἀνεπιστρόφως ἀπειλῶν τε καὶ ἐντολῶν…»
Πρβλ. επίσης W. Regel (επιμ.), Fontes rerum byzantinarum, Ι-1 (S. Petersburg, 1892), 36, 109 και Ι-2 (1917), 219. F. Chalandon, Les Comnèene, II (Παρίσι, 1912), 585-93. Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer (1966), σελ. 231-33, 246. 255-63 και ιδιαίτερα Thiriet, La Romanie vénitienne, σελ. 40-54.
Tα ενετικά προνόμια ανανεώθηκαν το 1187 και το 1198-1199 [Tafel και Thomas, Urkunden, I, 178-203, 246-80], αλλά τότε πια η ευπάθεια των βυζαντινών είχε καταστεί πολύ εμφανής στους Ενετούς για να μην επιδιώξουν κάποια οικονομική ικανοποίηση [Thiriet, ό. π., σελ. 60-62].
Για τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα που χορηγήθηκαν στους Ενετούς πριν από την 4η Σταυροφορία βλέπε Horatio F. Brown, «The Venetians και the Venetian Quarter in Constantinople to the Close of the Twelfth Century», Journal of Hellenic Studies, xl (1920), 68-88. Το σχέδιο τού Brown για την ενετική Συνοικία στη νότια ακτή τού Κεράτιου κόλπου έχει βελτιωθεί προσφάτως, για το οποίο βλέπε Raymond Janin, Constantinople byzantine: Développement urbain el répertoire topographique, Παρίσι, 1950, σελ. 237-39 (με τον χάρτη υπ’ αριθ. 1 στο τέλος τού τόμου) και La Géographie ecclésiastique de l’ empire byzantin, μέρος I: Le Siêge de Constantinople et le patriarchat oecuménique, vol. iii: Les Églises et les monastères, (Παρίσι, 1953), σελ. 583-85 (επίσης με τον χάρτη υπ’ αριθ. 1 στο τέλος τού τόμου).
Γενικά βλέπε επίσης Stefano Borsari, «Il Commercio veneziano nell’ impero bizantino nel XII secolo», Rivista storica italiana, lxxvi (Νάπολη, 1964), 982-1011, με εξαιρετική κάλυψη των πηγών και τής δευτερεύουσας βιβλιογραφίας. Oι εκκλησίες στην κατοχή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη είχαν ειδική σημασία, αφού ήταν ο κύριος κοινωνικός θεσμός στον οποίο στηριζόταν η ζωή στις διάφορες ιταλικές αποικίες στον Βόσπορο, για το οποίο βλέπε R. Janin, «Les Sanctuaires de Byzance sous la domination latine 1204-1261», Revue des Études byzantines, ii (1944), 134-84 και «Les Sanctuaires des colonies latines a Constantinople», στο ίδιο, iv (1946), 163-77, που ασχολείται συνοπτικά με την περίοδο πριν και μετά το 1204.
Οι Tafel και Thomas, Urkunden, I, 286 και εξής και III, 452 και εξής έχουν συγκεντρώσει τις κύριες (λατινικές) πηγές για την 4η Σταυροφορία, που παρακίνησαν τον Ρώσο χρονικογράφο σε ένα από τα μακροσκελέστερα λήμματα στα «Χρονικά τού Νόβγκοροντ» [Chronicle of Novgorod, 1016-1471, μεταφρ. Robert Michell και Nevill Forbes, Camden Society, 3η σειρά, xxv (Λονδίνο, 1914), 43-48]. Tα γεγονότα έχουν θέλξει από καιρό τούς Ενετούς χρονικογράφους. Πρβλ. Andrea Dandolo, Chronica, στα νέα Muratori, RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938- 48), 278-80, 367, που κατά τον 17ο αιώνα συζητούσαν ακόμη την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης, καθώς και φυσικά τη σύγχρονη βιβλιογραφία, που αυξάνεται καθημερινά. Πρβλ. Thiriet, Romanie vénitienne (1959), σελ. 63-79, R. L. Wolff, «The Fourth Crusade», στο K. M. Setton et al. (επιμ.), History of the Crusades, II (1962), 153-85 και D. M. Nicol, «The Fourth Crusade», κλπ., στο Cambr. Med. History, iv, μέρος 1 (1966), σελ. 275 και εξής.
- [←13]
-
Tο κείμενο τής συμφωνίας παρέχεται στο Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο xcii, σελ. 362-68 και επαναλαμβάνεται στο ίδιο, έγγραφο xciii, σελ. 369-73. Παρέχεται επίσης, με κάποια περιγραφή τού ιστορικού του υπόβαθρου, στο Jean Longnon, Recherches sur la vie de Geoffroy de Villehardouin, Παρίσι, 1939, έγγραφο 59, σελ. 177- 81 (Bibliothèque de l’ École des Hautes Études, αριθ. 276).
Πρβλ. τα Gesta Innocentii, κεφ. lxxxiii (PL 214, col. cxxxibc), Villehardouin, La Conquête de Constantinople, παρ. 12-30, επιμ. Edmond Faral, 2 τόμοι, Παρίσι, 1938-39, I, σελ. 16-30 (Classiques de l’ histoire de France au moyen-âge), Dandolo, Chronica ad ann. 1201, RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938 και εξής), 276.
Όπως είναι πολύ γνωστό, οι Ενετοί είχαν συμφωνήσει να μεταφέρουν τούς σταυροφόρους υπό τον όρο ότι θα πληρώνονταν «για κάθε άλογο τέσσερα μάρκα (σε ασήμι Κολωνίας) και για κάθε άνδρα δύο μάρκα», ποσό που ανερχόταν, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος τού προτεινόμενου στρατού (που υπολείφθηκε τελικά των προσδοκιών των σταυροφόρων), σε 85.000 μάρκα ασημιού, για το οποίο βλέπε Faral, Revue historique, clxxvii, 533-37. Πρβλ. Andrea Moresini [sic], L’ Imprese et espeditioni di Terra Santa, etc., Βενετία, 1627, σελ. 103 και βλέπε ιδιαίτερα L. Usseglio, Ι Marchesi di Monfarato, II (1926), 176-78. 194 και εξής.
Για το συνολικό ποσό που οφειλόταν για τη μεταφορά στη Βενετία «ογδονταπέντε χιλιάδων μάρκων καθαρού ασημιού βάρους Κολωνίας, τα οποία χρησιμοποιεί η χώρα μας» (octoginta quinque milia marcaru puri argenti ad pondus Colonie, quo utitur terra nostra), βλέπε το κείμενο τής σύμβασης στο Longnon, ό. π., σελ. 180. Για το εμπλεκόμενο ποσό και τον υπολογιζόμενο αριθμό των σταυροφόρων βλέπε Benjamin Hendrickx, «À propos du nombre des troupes de la Quatrième Croisade et de l’ cmpereur Baudouin I», Byzantina, III (Θεσσαλονίκη, 1971), 31-41.
- [←14]
-
Villehardouin, Conquête, παρ. 30, επιμ. Faral, I, 30.
- [←15]
-
Gesta Innocentii, κεφ. lxxxiii (PL 214, col. cxxxibc). Οι πιθανές επιπτώσεις αυτού τού περάσματος έχουν προκαλέσει κάποια διαμάχη, για την οποία βλέπε Donald E. Queller, «Innocent III και the Crusader-Venetian Treaty of 1201», Medievalia et humanistica, xv (1963), 31-34 και Eric John, «A note on the Preliminaries of the Fourth Crusade», Byzantion, xxviii (1958), 102-3.
- [←16]
-
Inn. III, Epp., an. V, αριθ. 122 (PL 214, 1123-25: 1125A). Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο xcviii, σελ. 406. Potthast, Regesta, αριθ. 1763 (τομ. I, σελ. 154). Πρβλ. Gesta Innocentii, κεφ. lxxxii (PL 214, cols, cxxx-cxxxi), Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1202, αριθ. 35-37, επιμ. J. D. Mansi, τόμος xx (Λούκκα, 1747), σελ. 135-37.
Οι περισσότερες από τις επιστολές τού Ιννοκέντιου Γ΄ που αφορούν τις ανατολικές υποθέσεις έχουν ανατυπωθεί από τον Theodosius Haluščynskyj, στο Acta Innocentii PP. III 1198-1216, Πόλη Βατικανού, 1944, μερικές φορές με λανθασμένες ημερομηνίες.
- [←17]
-
Ο E. John, «…Preliminaries of the Fourth Crusade», Byzantion, xxviii (1958), 95-103 τοποθετεί το τουρνουά τού Εκρύ νωρίς τον Νοέμβριο τού 1198. Σήμερα το Écry-sur-Aisne ονομάζεται Asfeld στις Αρδέννες, στον δήμο τού Rethel.
- [←18]
-
Για τη δραστηριότητα των Κιστερκιανών (Cistercian) στην 4η Σταυροφορία βλέπε Elizabeth A. R. Brown, «The Cistercians in the Latin Empire of Constantinople and Greece, 1204-1276», Traditio, xiv (1958), ιδιαίτερα σελ. 67-78. Η επιστολή, ή μαλλον οι επιστολές, που έστειλαν οι σταυροφόροι από το Σουασσόν για να προσκαλέσουν τον Βονιφάτιο Μομφερατικό να αναλάβει τη διοίκηση τού στρατεύματος [Villehardouin, Conquête, παρ. 42, επιμ. Faral, I, 42] αποτελεί ένα από τα πολλά χαμένα έγγραφα που έχουν σχέση με την 4η Σταυροφορία, η ύπαρξη τού οποίου είναι γνωστή από αναφορά ή παράθεση στις αφηγηματικές πηγές. Πρβλ. Benjamin Hendrickx, «Les Chartes de Baudouin de Flandre…» Byzantina, i (Θεσσαλονίκη, 1969), 76-78 και βλέπε τού ιδίου «Recherches sur les documents Diplomatiques non conservés, concernant la Quatrième Croisade et 1′ empire latin de Constantinople pendant les premières années de son existence 1200-1206)», στο ίδιο, II (1970). 111-81.
- [←19]
-
Gesta Innocentii, κεφ. lxxxiii (PL 214, col. cxxxiia), Norden, Papsttum u. Byzanz, σελ. 144 και βλέπε γενικά David Brader, Bonifaz von Montferrat bis zum Antritt der Kreuzfahrt (1202), Βερολίνο, 1907 και σημειώστε τη χρονολόγηση των γεγονότων στις σελ. 237-38. Hermann Moeser, Gottfried von Ville-Hardouin, διατριβή στο Πανεπιστήμιο τής Βέρνης, Breslau, 1897, σελ. 34 και εξής. Σημειώστε όμως Faral, Revue historique, clxxvii (1936), 547-48. Για το υπόβαθρο βλέπε L. Usseglio, I Marchesi di Monferrato, ii, ιδιαίτερα σελ. 179 και εξής, 189 και εξής.
- [←20]
-
Inn. III, Epp., an. V, αριθ. 122 (PL 214, 1123-25), επίσης στο Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο xcviii, σελ. 404-7. Potthast, Regesta, αριθ. 1763 (τομ. I, σελ. 154). Norden, Papsttum u. Byzanz, σελ. 145-46.
- [←21]
-
Inn. III, Epp., an. V, αριθ. 161 (PL 214, 1178-79). Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο c, σελ. 407-9. Villehardouin, Conquête de Constantinople, παρ. 62-63, 80-85, επιμ. Edm. Faral, I, 64, 66, 80 και εξής. Robert de Clari, La Conquête de Constantinople, παρ. xii και εξής, επιμ. Ph. Lauer, Παρίσι, 1924, σελ. 11 και εξής (Classiques français du moyen-âge). Gesta Innocentii, κεφ. lxxxv (PL 214, col. cxxxixa), ενώ για όλη την υπόθεση βλέπε A. J. Andrea και Ilona Motsiff, «Pope Innocent III and the Diversion of the Fourth-Crusade Army to Zara», Byzantinoslavica, xxxiii (1972), 6-25.
- [←22]
-
Inn. III, Epp., an. V, αριθ. 162 (PL 214, 1179-81), επίσης στο Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cl, σελ. 409-11. Inn. III, Epp., an. VΙ, αριθ. 99, 100 (PL 215, 103-5), επίσης στο Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφα cii, ciii, σελ. 411-14.
- [←23]
-
Villehardouin, Conquête, παρ. 93, επιμ. Faral, I, 92, 94. Πρβλ. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxi, σελ. 431, L. Usseglio, I Marchesi di Monferrato, II, 211 και εξής.
- [←24]
-
«Nullus itaque vestrum sibi temere blandiatur quod terram Graecorum occupare sibi liceat vel praedari tanquam minus sit apostolicae sedi subjecta et quod [Alexius III] imperator Constantinopolitanus, deposito fratre suo et etiam excaecato, imperium usurpavit. … Sod cessantibus … occasionibus frivolis et necessitatibus simulatis in Terrae Sanctae transeatis subsidium et Crucis injuriam vindicetis, accepturi de hostium spoliis quae vos, si moram feceritis in partibus Romaniae, oporteret forsitan a fratribus extorquere. … Vobis sub excommunicationis interminatione vetuimus ne terras Christianorum invadere vel laedere temptaretis…». Inn. III, Epp., an. VΙ, αριθ. 101 (ΡL 215, 106-7). Potthast, Regesta, αριθ. 1948 (τομ. I, σελ. 170). Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο civ, σελ. 416, 417.
Ο νεαρός Αλέξιος βρισκόταν συνεχώς με τούς σταυροφόρους από την παραμονή τους στην Κέρκυρα (πρβλ. Annales Colonienses maximi, ad ann. 1203, στο MGH, SS., XVII, 1861, σελ. 812, II.18-19: «Ο Αλέξιος … ήρθε σε εμάς κοντά στην Κέρκυρα…» (Alexius … venit ad nos apud Corfaut…), επιστολή τού Hugh τού S. Pol και Gesta Episcoporum Halberstadensium, in MGH, SS., XXIII, 1874, σελ. 118, ΙΙ.27-28). Ο συγγραφέας τού Devastatio Constantinopolitana, επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes (1873), σελ. 88 λέει:
«Τη δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα τα πλοία βγήκαν από τη Ζάρα και την ίδια στιγμή ερχόταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος από τη Γερμανία».
(Dominica secunda post pascha naves a ladra ceperunt exire, et ex eodem tempore venit Alexis imperator de Alemannia.)
- [←25]
-
Inn. III, Epp. an. VΙ, αριθ. 102 (PL 215, 108BC), Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cv, σελ. 417-19, Potthast, Regesta, αριθ. 1947 (τομ. I, σελ. 170).
- [←26]
-
Villehardouin, Conquête, παρ. 128, επιμ. Faral, 1, 130 (μεταφρ. Marzials). Οι Odo τού Deuil, Benjamin τού Tudela, Robert τού Clari και ο Χρονικογράφος τού Novgorod επιβεβαιώνουν επίσης το μεγαλείο τής Κωνσταντινούπολης.
- [←27]
-
Filippo Luigi Polidori (επιμ.), La Cronique des Veniciens de Maistre Martin da Canal, στο Archivio storico italiano, 1st ser., VIII (Φλωρεντία, 1845), 270. Ο Κανάλε έγραφε στα γαλλικά και όχι στα ιταλικά,
«επειδή αυτή η γαλλική γλώσσα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και είναι πιο ευχάριστη από κάθε άλλη να τη διαβάζει και να την ακούει κάποιος» [ό. π., σελ. 268].
(por ce que lengue franceise cort parmi le monde, et est la plus delitable a lire et a oir que nule autre)
Παρ’ όλα αυτά η ιστορία του παρέμεινε απολύτως άγνωστη και διασώζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο στη Biblioteca Riccardiana τής Φλωρεντίας. βλέπε γενικά Gina Fasoli, «La Cronique des Veniciens di Martino da Canale», Studi medievali, 3η σειρά, II (Spoleto. 1961), 42-74 και Agostino Pertusi, «Maistre Martino da Canal, interprete cortese delle crociate e dell’ ambiente veneziano del secolo XIII», στο Venezia dalla prima crociata alla conquista di Costantinopoli del 1204, Φλωρεντία, 1966, σελ. 103-35. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Κανάλε ήταν Ενετός.
Για τις παραδόσεις οι οποίες έκαναν τελικά το ενετικό χρονικό δικό του φιλολογικό είδος, καθώς και για συζήτηση τής σχέσης μεταξύ των πολυάριθμων χειρογράφων των Ενετών χρονικογράφων, συνοψιστών, συνεχιστών, παραποιητών και αντιγραφέων, βλέπε την εμπεριστατωμένη μελέτη τού Antonio Carile, La Cronachistica veneziana (secoli XIII-XVI) di fronte alla spartizione della Romania nel 1204, Φλωρεντία, 1969 (Civiltà Veneziana, Studi, αριθ. 25), ο οποίος επανεξετάζει και ασχολείται ιδιαίτερα, όπως δείχνει και ο τίτλος, με εκείνα τα τμήματα των χρονικών, που έχουν σχέση με την 4η Σταυροφορία και τη διανομή τής βυζαντινής επικράτειας μεταξύ των κατακτητών. Οι Ενετοί δημοσιολόγοι θεράπευαν επίσης τη λαϊκή συνείδηση παράγοντας «προφητείες» για την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, επεξηγώντας το θείο αναπόφευκτο (και παρέχοντας πρόσθετη ηθική δικαιολόγηση) των απερίγραπτων γεγονότων τού 1204 [ό. π., σελ. 178-83]. Σε σύγκριση με τις βασιζόμενες σε έγγραφα πηγές, τα ενετικά χρονικά μικρή αξία έχουν για την ιστορία τής 4ης Σταυροφορίας, εκτός από το να δείχνουν τη φαρισαϊκή νοοτροπία τής ενετικής άρχουσας τάξης.
- [←28]
-
Canale, κεφ. xl-xlii, στο Arch. stor. italiano, 1st ser., VIII, 324, 326.
- [←29]
-
Gina Fasoli, «Nascita di un mito», στο Studi storici in onore di Gioacchino Volpe, I (Φλωρεντία, 1958), 469-70 και «…Martino da Canale», Studi medievali, II (1961), 55-56, 68 και εξής, η οποία όμως δείχνει ότι για διάφορους λόγους η ιστορία τού Κανάλε δεν απέκτησε δημοτικότητα στη Βενετία. Γιατί η μεγαλοποίηση τής εξουσίας τού δόγη ήταν απαράδεκτη για την κυβερνώσα ολιγαρχία στη Βενετία. Για περαιτέρω βιβλιογραφία για τον Κανάλε βλέπε Carile, La Cronachistica veneziana, σελ. 177-78, σημειώσεις.
- [←30]
-
Livre de la conqueste de la princée de l’ Amorée: Chronique de Morée (1204-1305), επιμ. Jean Longnon, Παρίσι, 1911, παρ. 31-34, σελ. 10-12.
Πρβλ. τὸ Χρονικόν τοῦ Μορέως, επιμ. John Schmitt, Λονδίνο, 1904, στίχοι 446-517, σελ. 30 και εξής:
«Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ἦτον βασιλέας τῆς πολέου, ἐκεινῆς τῆς Κωνσταντίνου,
ὁ βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης·
εἶχε αὐτάδελφον κακόν, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν·
τὸν βασιλέαν ἐτύφλωσε, τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης
μὲ τοῦ ρηγός, τὴν ἀδελφὴν, ἐκεινοῦ τῆς Ἀλαμάνιας,
εἶχεν υἱὸν παράξενον, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν·
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἐτύφλωσεν ἐκεῖνος τὸν πατήρ του,
εὐθέως ἐμίσσεψε ἀπ᾿ ἐκεῖ στὴν Ἀλαμάνια ἑδιάβη,
ἐκεῖ στὸν θεῖον του ἀπέσωσεν στὸν ρῆγαν τῆς Ἀλαμάνιας·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήσατο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
τὸ πῶς ὁ θεῖος του ὁ ἀσεβὴς τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθην·
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοῦ βοηθήσῃ.
Ἐν τούτῳ λέγει πρὸς αὐτὸν· «Υἱέ μου καὶ ἀνεψιέ μου,
τὸ τί σὲ ποιήσει οὐδὲν ἔχω εἰς τοῦτο, τὸ μὲ λέγεις·
ὅμως μαντᾶτα ἤκουσα -συντόμως μὲ τὰ ἠφέραν-
τὸ πῶς τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ στὴν Συρία ὑπαγαίνουν,
ἐκεῖ στὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν.
«Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται, ἂν θέλῃς ὅτι νὰ τὸ ποιήσῃς,
καὶ δυνηθῇς νὰ ὑποσχεθῇς τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐτοῦτο,
ὅ,τι ἂν ὁρίσῃ τοῦ λαοῦ, ἑκείνων τῶν πελεγρίνων,
ν᾿ ἀφὴσουν τὸ ταξεῖδιν τους, ἐκεῖνον τῆς Συρίας,
καὶ ἀπέλθουν στὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ σοῦ τὴν παραδώσουν,
νὰ πιάσουν τὸ βασίλειον νὰ ἔχῃς τὴν ἀφεντία σου,
νὰ ποιήσουν πάντας τοὺς Ρωμαίους νὰ σέβωνται τὸν Πάπαν,
τῆς Ρώμης γὰρ τὴν ἐκκλησίαν νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
νὰ εἶναι ἕνα μετὰ μᾶς εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν,
οὕτως ἐλπίζω καὶ θαρρῶ στὴν βασιλείαν σου νὰ ἔλθῃς».
Ἀκούσων ταῦτα ὅπου λαλῶ Ἀλέξιος ὁ νέος Βατάτσης,
ὅλα τὰ ὑποσχήθηκεν, ἔταξεν νὰ τὰ ποιήσῃ.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, πρόθυμα νὰ ὑποσχιέται,
ὥρισε γράφουσι γραφάς, πιττάκια εἰς τὸν Πάπα·
μανταταφόρους ὤρθωσε καὶ εἰς αὖτον ἀποστέλνει,
λεπτομερῶς τοῦ ἐμὴνυσεν ὅσον λέγω ἐνταῦτα.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
Ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκε μεγάλως·
ὥρισε, ἔγραψαν παρευτὺς ἐκεῖ εἰς τοὺς πελεγρίνους,
γαρδενάριν ἀπέστειλε, λεγᾶτον τὸν ἐποιῆσεν.
Εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν ἀπέστειλεν εἰς ὅλους,
ὅτι, ἐὰν ἀφήσουν τῆς Συρίας ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ βάλουν τὸν Ἀλέξην,
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, ἐκεινοῦ τοῦ κὺρ Σάκη,
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας νὰ τὸν ἔχουν θρονιάσει,
ὅσοι ἀποθάνουν εἰς αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
νὰ ἔχουν συμπάθειον κι ἄφεσιν ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες τους
ὥσπερ νὰ ἀποθάνασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον.
Ὁ γαρδενάρης ποὺ λαλῶ, ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος,
ἐπῆρεν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα·
ὥδεψε ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσεν,
ἐσέβην εἰς τὸ κάτεργον, ἀπῆλθεν εἰς τὴν Τσάραν.
Ἐκ τὸ ἄλλο μέρος ἔσωσεν Ἀλέξης ὁ Βατάτσης·
ὁ ρῆγας τὸν ἀπέστειλεν ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνιαν.
Ἀφότου ἀποσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσάραν,
ἐγένετον διαλαλημὸς ᾿ς ὅλους τοὺς πελεγρίνους,
νὰ σωρευτοῦν κι ἀκούσωσι τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πάπα.
Ἐν τούτῳ τοὺς ἐσύντυχεν ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος,
τοῦ Πάπα τὰ προστάγματα ὥρισεν κι ἀναγνῶσαν.
Λεπτομερῶς τοὺς ἔδειξεν τὴν στράταν τῆς Πολέου,
Τὸ πῶς ἔνι διαφορικὴ πλέον παρὰ τῆς Συρίας·
ἐπεὶ ἔνι διὰ καλλιώτερον τοὺς χριστιανοὺς νὰ βάλουν
εἰς ἰσιασμὸν καὶ ὁμοιότητα, τοὺς Φράγκους μὲ τοὺς Ρωμαίους,
παρὰ νὰ ὑπάγουν στὴν Συρία ἄνευ καμμίας ἐλπίδος.
Πολλὰ ἐταραχεύτησαν τινὲς εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου ἀγαποῦσαν ν᾿ ἀπελθοῦν ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον·
καὶ διὰ τὸ ἰσιάστησαν οἱ καλλιώτεροί τους
νὰ ἀφὴκουν τὴν στράταν τῆς Συρίας, ν᾿ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν,
ἐστράφησαν εἰς τὴν Φραγκίαν τινὲς πλεῖστοι κλερᾶδες·
διὰ τοῦ λεγάτου τὴν διδαχήν, διὰ τὴν εὐχὴν τοῦ Πάπα,
ἐπέσαν οἱ ἄλλοι εἰς ὄρεξιν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν.»
Για τα Χρονικά τού Μορέως βλέπε παρακάτω, Κεφάλαιο 8.
- [←31]
-
Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ, μεταξύ πολυάριθμων πηγών, τη διατύπωση των ίδιων των σταυροφόρων για τα γεγονότα στην επιστολή τους προς τον πάπα. Inn. III, Epp., an. VΙ, αριθ. 211 (PL 215, 237D-240), Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxi, σελ. 430-31 και ιδιαίτερα την επιστολή τού Hugh τού S. Pol προς τον Ερρίκο Α΄ (Henry I) τής Λουβαίν (Louvain), δούκα τής Μπραμπάντ (Brabant) στο Tafel και Thomas, Urkunden, Ι, 304-11, στο Aubrey of Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1202-1203, στο MGH, SS., xxiii (1874), 880-81.
Υπάρχουν σχεδόν πλήρεις περιγραφές για τις πολιορκίες τής Κωνσταντινούπολης από τούς σταυροφόρους στο Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 36-48 και ιδιαίτερα στο Chas. M. Brand, Byzantium Confronts the West, 1180-1204, Καίμπριτζ, Μασσ., 1968, σελ. 236-69. Χρήσιμος κατάλογος μερικών από τις πιο σημαντικές κύριες και δευτερεύουσες εργασίες που έχουν σχέση με την 4η Σταυροφορία παρέχεται στην έκδοση τού Edm. Faral τής Conquête τού Villehardouin, I (Παρίσι, 1938), σελ. lvi–lxvii.
Ο Πύργος τού Γαλατά, «πύργος πολύ ισχυρός, που ονομάζεται Γαλατά» (turris fortissima, quae Galatha nuncupatur, Tafel και Thomas, Urkunden, Ι, 306), βρισκόταν τότε πάνω στην παραλία. Καταστράφηκε το 1261. Ο τωρινός Πύργος τού Γαλατά (Galata Kulesi) πρωτοφτιάχτηκε το 1349 και αναστηλώθηκε αρκετές φορές.
- [←32]
-
«… de totes conquestes que nos ferons par mer ou par terre, la moitié en avrons et vos 1′ autre». Villehardouin, Conquête, παρ. 23, επιμ. Faral, I. 24.
- [←33]
-
Πρβλ. Inn. III, Epp., an. VΙ, αριθ. 211 (PL 215, 239CD). Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο CXI, σελ. 431.
- [←34]
-
Inn. III, Epp., an. VΙ, αριθ. 210 (PL 215, 236-37). Στην επιστολή αυτή έχει λανθασμένα δοθεί η χρονολογία 1204 στο Theod. Haluščynskyj, Acta Innocentii PP. III (1944), παραρτ. I, αριθ. 12, σελ. 571-72.
- [←35]
-
Villehardouin, Conquête, 207-8 και εξής, επιμ. Faral, II (1939), σελ. 6, 8 και εξής. Robert de Clari, Conquête, 58-59, μεταφρ. Edw. N. Stone, Three Old French Chronicles of the Crusades, Seattle, 1939, σελ. 211-12.
Nικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Βασιλεία Δευτέρα Ισαακίου τού Αγγέλου και τού υιού αυτού Αλεξίου, 3 (CSHB, Βόννη, σελ. 735-37 και εξής):
Καθώς ο Αλέξιος χρειαζόταν να πάρει βοήθεια και από τις λατινικές δυνάμεις (γιατί ο θείος του, ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος, έχοντας εγκαταλείψει τη Δεβελτό, είχε καταλάβει την Αδριανούπολη και είχε παραδώσει την αυτοκρατορία, που είχε αποκηρύξει, σε όσους ποθούσαν παράφορα την εξουσία, ούτε επιθυμούσε ούτε τολμούσε να επιχειρήσει να ανακτήσει τον θρόνο του), παρότρυνε τον μαρκήσιο Βονιφάτιο να τον συνοδεύσει ως στρατηγός του, αλλά μόνο αφού συμφώνησε να πληρώσει 1.600 κεντηνάρια χρυσό. Βαδίζοντας εναντίον του [τού θείου του] Αλεξίου, τον ανάγκασε να φύγει πιο γρήγορα και πολύ πιο μακριά από πριν. Γύριζε τις θρακικές πόλεις, τις υπέτασσε και μετά τις σταχυολογούσε (γιατί τα στρατεύματά του λαχταρούσαν να αντλούν νερό συχνά από τα χρυσά ρυάκια, και σαν εκείνους που τούς δάγκωσε δηλητηριώδες φίδι τού οποίου το δηλητήριο προκαλεί έντονη δίψα, έπιναν αλλά δεν μπορούσαν να χορτάσουν), και κατεβαίνοντας μέχρι τα Κύψελα, επέστρεψε στο παλάτι. Απαγχονίστηκαν όλοι οι συνωμότες που είχαν συνεργαστεί με τον θείο του Αλέξιο για την τύφλωση και την απομάκρυνση τού πατέρα του από τον θρόνο.
«Δεῆσαν δὲ κἀκ τῶν λατινικῶν δυνάμεων σύναρσιν εὕρασθαι τὸν Ἀλέξιον (ὁ γὰρ θεῖος αὐτῷ καὶ πρώην βασιλεύων Ἀλέξιος ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε, καὶ ἣν ἀπείπατο βασιλείαν ἐρασταῖς καταπροδοὺς ἐκμανέσιν, ἐρᾶν τε πάλιν καὶ πειρᾶν οὐκ ἠνέσχετο), οὐκ ἄλλως συνέκδημον αὐτῷ καὶ συστράτηγον τὸν μαρκέσιον ἐπεσπάσατο Βονιφάτιον, εἰ μὴ χρυσίου δέκα πρὸς τοῖς ἓξ καταθέσθαι οἱ συνέθετο κεντηνάρια. ἐξιὼν τοίνυν φυγάδα δείκνυσι τὸν Ἀλέξιον συντονωτέρῳ τοῦ προτέρου καὶ πολλῷ μακροτέρῳ χρησάμενον δραπετεύματι. ἀμέλει καὶ τὰς Θρᾳκίας πόλεις περιελθών, καὶ ταύτας καταστησάμενος, εἰπεῖν δὲ καὶ καλαμησάμενος (ὁ γὰρ συνέκδημος ἐκείνῳ στρατὸς συχνάκις ὠρεκτία τῶν χρυσορρείθρων ἀρύεσθαι καὶ κατὰ τοὺς διψάσι δηχθέντας πίνων οὐκ ἐκορέννυτο), καὶ μέχρι Κυψέλλων κατιών, ἐπάνεισιν αὖθις εἰς τὰ βασίλεια, ἅπας τῆς φατρίας ἐξηρτημένος, οἳ τὴν τοῦ πατρὸς πήρωσιν καὶ τὴν ἐκ τῆς ἀρχῆς καθαίρεσιν Ἀλεξίῳ τῷ θείῳ συνδιεπράξαντο.
Ο Ισαάκιος περίμενε με ανυπομονησία την ευκαιρία να εκτονώσει τη μνησικακία που σιγόκαιγε από καιρό στο στήθος του, εναντίον εκείνων που τού είχαν φερθεί τόσο αποτρόπαια. Και δεν σταματούσε να μιλάει άσχημα για τον γιο του, ιδιαίτερα από τη στιγμή που παρατήρησε ότι η εξουσία του σταδιακά τού ξεγλιστρούσε και περνούσε στον γιο του. Πνιγόταν από οργή με τη μετάθεση τής αναγόρευσης. Ο γιος του, παίρνοντας το προβάδισμα, χαιρετιζόταν και με δυνατές κραυγές που αντηχούσαν στο παλάτι, ενώ εκείνος ακολουθούσε τον Αλέξιο Άγγελο σαν ηχώ, στις πιο ζωηρές υιικές επευφημίες. Ανίκανος να επηρεάσει τα γεγονότα με οποιονδήποτε τρόπο, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. Αποκαλύπτοντας τα ενδόμυχα μυστικά τής καρδιάς του δυσφημούσε τον γιο του, ισχυριζόμενος ότι η χρησιμότητά του είχε ξοδευτεί, ότι δεν ήταν καθόλου εκπαιδευμένος στον αυτοέλεγχο, ότι ο χαρακτήρας του είχε διαμορφωθεί από τις χειρότερες συνήθειες και ότι έκανε παρέα με διεφθαρμένους άνδρες, τούς οποίους χτυπούσε στους γλουτούς και τον χτυπούσαν κι εκείνοι με τη σειρά τους.
Ὃ καὶ μὴ φέρειν Ἰσαάκιος ἔχων, ὅτι καὶ ἦν καιροφυλακῶν εἰς φῶς ἐκρῆξαι τὸν κότον, ὃν ὑπέτυφεν ἐκ μακροῦ τῇ ψυχῇ κατὰ τῶν σχέτλια ἐκεῖνον ἐργασαμένων, κακηγορῶν οὐκ ἔληγε τὸν υἱόν, καὶ μάλισθ᾿ ὅτι τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν ὑποβαίνουσαν καὶ κατὰ βραχύ πως ἀφιπταμένην καὶ πρὸς τὸν υἱὸν μεταρρέουσαν. ἀπεπνίγετο δὲ καὶ πρὸς τὴν μετάθεσιν τῆς ἀναγορεύσεως· ὁ μὲν γὰρ υἱὸς προταττόμενος κατατεινομέναις ἀνευφημεῖτο φωναῖς, ὡς τῷ πατάγῳ κόπτεσθαι τὰ ἀνάκτορα, ὁ δὲ κατὰ τὸ τῆς ἠχοῦς ὑστερόφωνον παρηκολούθει ταῖς υἱϊκαῖς καὶ στερροτέραις ἀνακηρύξεσιν. οὐδὲν δὲ τι δρᾶσαι πρὸς τὰ συμβαίνοντα οὕτω δυνάμενος ὑπ᾿ ὀδόντα ἐτονθόρυζε καὶ οἷς ὡς ἐξ ἀδύτων τῆς καρδίας ἀνεμήρυε τὰ ἀπόρρητα κατὰ τοῦ υἱοῦ ἀπόφημα διελέγετο, ἕωλα μὲν αὐτῷ τὰ χρηστὰ λέγων εἶναι, καὶ ὡς οὐδ᾿ ὅλως σωφροσύνῃ ἐρρύθμισται, ἐν τοῖς χειρίστοις τὸ ἦθος τυπούμενος, φθόροις τε ἀνδράσι συνδιαιτώμενος καὶ κόπτων ἐν τῷ μέρει τοὺς ἑταίρους κατὰ γλουτῶν καὶ ὑπ᾿ ἐκείνων αὖθις ἐπικρουόμενος.
Ο Ισαάκιος κατηγορούσε τον γιο του ούτε άδικα ούτε αναίτια, γιατί εκείνος διέπραττε πολλά ακόμη εξωφρενικά αδικήματα και κηλίδωνε το μεγαλειώδες, πανένδοξο όνομα τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μαζί με λίγους οπαδούς του περνούσε στις σκηνές των βαρβάρων, όπου ασχολούνταν με το ποτό και περνούσε τη μέρα παίζοντας ζάρια. Οι φίλοι του, αφαιρώντας από το κεφάλι του το χρυσό και στολισμένο με κοσμήματα διάδημα, το φορούσαν οι ίδιοι, ενώ έβαζαν στο κεφάλι τού Αλέξιου ένα μάλλινο δασύτριχο κάλυμμα κεφαλιού λατινικής προέλευσης.
Οὐ μάτην δὲ ταυτὶ καὶ εἰκαίως κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν Ἰσαάκιος, ἀλλὰ καὶ πλείω τούτων καὶ ἀσελγέστερα πολλῷ πλημμελῶν τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας κατερρύπαινεν ὄνομα. εἰς γὰρ τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς μετὰ μετρίων ὀπαδῶν περαιούμενος συνεκραιπάλα τοῖς ἐν αὐταῖς καὶ συνδιημερεύων ἐκύβευεν. οἱ δὲ συμπαίγμονες ἐκείνῳ τὸ τῆς κεφαλῆς ἀφαιροῦντες διάδημα, χρυσόκολλον ὂν καὶ λιθόστρωτον, αὐτοὶ μὲν ἐκεῖνο περιετίθεντο, τὸν δ᾿ Ἀλέξιον περιέβαλλον τὸ λαχνῆεν καὶ ἐρεοῦν καὶ τῆς λατινικῆς ταλασίας κάλυμμα.
Όχι μόνο θεωρούνταν απεχθής ο Αλέξιος από τούς λογικούς Ρωμαίους, επειδή περνούσε την ώρα του με τούς Λατίνους ευγενείς σε τέτοιες δραστηριότητες, αλλά και τον πατέρα του Ισαάκιο δεν τον περιφρονούσαν λιγότερο, καθώς απασχολούνταν με απατηλές αυταπάτες και πρόσεχε αδιάκοπα μαντείες και χρησμούς πιο ανείπωτους από εκείνους τής πρώτης βασιλείας του. Ενώ φανταζόταν τον εαυτό του ως μοναδικό κυρίαρχο όπως πριν, υποστήριζε επίσης ξεδιάντροπα ότι θα ένωνε την Ανατολή με τη Δύση, περιζώνοντας τον εαυτό του με παγκόσμια κυριαρχία. Περίμενε ότι τότε θα έτριβε την τύφλωση από τα μάτια του, θα έδιωχνε την αρρώστια τής ποδάγρας σαν το δέρμα τού φιδιού και θα μεταμορφωνόταν εντελώς σε θεόμορφο άνθρωπο. Επομένως, οι πιο καταραμένοι από τούς μοναχούς (εκείνοι που αφήνουν τα γένια τους να μεγαλώνουν σαν βαθύ σιτοχώραφο, αυτοί οι θεοσεβούμενοι που, προς ντροπή τους, φορώντας το σχήμα που είναι αγαπητό στον Θεό κυνηγούν βασιλικά συμπόσια, όπου καταβροχθίζουν φρέσκα και παχιά ψάρια) γευματίζοντας με τον Ισαάκιο τον καθιέρωναν στα λόγια ως τον μοναδικό άρχοντα, καθώς τούς σέρβιραν ανέρωτο κρασί εκλεκτού αρώματος. Μερικές φορές αγκάλιαζαν τα εξαρθρωμένα χέρια του και, φέρνοντάς τα στα μάτια του, προφήτευαν ότι αυτά θα αποκατασταθούν και θα ενισχυθούν όσο ποτέ άλλοτε. Ήταν, θα λέγαμε, πολύ ευχαριστημένος με τέτοια λεγόμενα και πηδούσε από χαρά με αυτά τα απρεπή αστεία, σαν να ήσαν αλάνθαστες προφητείες.
Οὐ μόνον δὲ ὁ Ἀλέξιος ἐνευκαιρῶν ταῖς πράξεσι ταύταις παρὰ τοῖς τῶν Λατίνων εὐσχήμοσι καὶ τοῖς τῶν Ῥωμαίων ἐχέφροσι βδελυγμίας ἐκρίνετο, ἀλλὰ καὶ ὁ τούτου πατὴρ Ἰσαάκιος οὐκ ἐπ᾿ ἔλαττον ἦν στυγητός, ἐπειδήπερ καὶ πάλιν ἀλλοκότοις δόξαις περιεφέρετο λόγιά τε καὶ ὀμφὰς συντιθεὶς οὐκ ἔληγε τῶν ἐπὶ τῆς προτέρας ἀρχῆς ἀρρητότερα. εἴ γε πάλαι μὲν τὸν μόναρχον ἐφαντάζετο καὶ αὐτὸς εἶναι ἀναιδῶς διετείνετο ὁ τῇ δυσμῇ συνάψων τὴν ἕω καὶ κράτος περιζωσόμενος τὸ παγκόσμιον, τότε δὲ καὶ τὴν πήρωσιν ἀποτρίψασθαι προσεδόκα τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ὡς λεβηρίδα τὴν νόσον ἀποξύσασθαι τὴν ἀρθρίτιδα καὶ τὸ ὅλον εἰς ἄνδρα θεοείκελον ἀμειφθήσεσθαι, ὥστε καὶ τῶν μοναστῶν οἱ καταρατότατοι καὶ βαθεῖ ληΐῳ κομῶντες τὴν τοῦ πώγωνος ἄρουραν, εἰς αἰσχύνην τε οἰκείαν τὸ θεοφιλὲς οἱ θεομισεῖς περικείμενοι σχῆμα, τὰς ἀρχικὰς τραπέζας μεταδιώκοντες καὶ τῶν ἰχθύων τοὺς νεαλεῖς καὶ πίονας περιχαίνοντες, συνδειπνοῦντες Ἰσαακίῳ συγκαθίστων ἐκείνῳ τὴν μοναρχίαν ἐν λόγοις, τὸν ἀνθοσμίαν ζωρότερον προσφερόμενοι, ἐνίοτε δὲ καὶ τὰς ἐξηρθρωμένας χεῖρας περιπτυσσόμενοι καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτὰς προσάπτοντες τὴν ὅσον οὐδέπω τούτων προηγόρευον ἀνακαίνισιν καὶ κραταίωσιν. ὁ δὲ διεχεῖτο πῶς ἂν εἴπῃ τις τοῖς λεγομένοις καὶ ἐπεσκίρτα τοῖς βωμολοχεύμασι τούτοις ὡς ἀψευδέσι θεσπιῳδήμασιν.
Γίνονταν δεκτοί ενώπιόν του και οι θιασώτες τής αστρολογίας και υποτασσόταν στις συμβουλές τους. Κατέφυγε και σε άλλα μέτρα, όπως η αφαίρεση τού καλυδώνιου κάπρου από το βάθρο του στον Ιππόδρομο, τα μαλλιά τής πλάτης τού οποίου έρρεαν, και η τοποθέτησή του στο Μεγάλο Παλάτι με την πεποίθηση ότι θα μπορούσε έτσι να αποτρέψει τον ορμητικό σαν κάπρο και απερίσκεπτο πληθυσμό τής πόλης.
Ἐν πολλοῖς δὲ καὶ τοὺς τῇ ἀστρικῇ προσκειμένους προσιέμενος ἄλλα τε ταῖς αὐτῶν ὑποθήκαις ὑπείκων εἰργάζετο, καὶ δὴ καὶ τὸν Καλυδώνιον σῦν, ὃς ἐν τῷ ἱππικῷ φρίσσων τὴν ἐπινώτιον τρίχα ῥύδην φέρεται, τῆς βάσεως καθελὼν μετήνεγκεν εἰς τὸ μέγα παλάτιον, τὸν τὴν ὁρμὴν συώδη καὶ ἀτάσθαλον δῆμον τῆς πόλεως καταστελεῖν ἐντεῦθεν οἰόμενος.
Οι πιο οινόφιλοι από τις χυδαίες μάζες συνέτριψαν το άγαλμα τής Αθηνάς που βρισκόταν σε βάθρο στο Φόρο τού Κωνσταντίνου, γιατί φάνηκε στον ανόητο συρφετό ότι έγνεφε στους δυτικούς στρατούς. Ανέβαινε σε ύψος τριάντα ποδιών και φορούσε στολή από ορείχαλκο, που ήταν και το υλικό ολόκληρης τής μορφής. Η στολή έφτανε μέχρι τα πόδια της και έπεφτε σε πτυχές σε πολλά σημεία, έτσι ώστε να μην εκτίθεται κανένα μέρος τού σώματος που η φύση έχει ορίσει να είναι ντυμένο. Μια ζώνη έσφιγγε σφιχτά τη μέση της. Κάλυπτε το προεξέχον στήθος και τούς ώμους της επάνω ένδυμα από δέρμα κατσίκας διακοσμημένο με το κεφάλι τής Γοργόνας. Ο μακρύς γυμνός λαιμός της ήταν ακαταμάχητη απόλαυση. Ο ορείχαλκος είχε μεταμορφωθεί τόσο πολύ από την πειστική απεικόνιση τής θεάς σε όλα της τα μέρη, που τα χείλη της έδιναν την εντύπωση ότι, αν σταματούσε κανείς για να ακούσει, θα άκουγε μια απαλή φωνή. Οι φλέβες παριστάνονταν διεσταλμένες, σαν να έρρεε υγρό μέσα από τις διαδρομές τους προς οπουδήποτε χρειαζόταν σε ολόκληρο το σώμα, το οποίο, αν και άψυχο, φαινόταν να συμμετέχει στην πλήρη άνθιση τής ζωής. Και τα μάτια ήσαν γεμάτα βαθιά λαχτάρα. Στο κεφάλι της είχε στηθεί κράνος με λοφίο από τρίχες αλόγου και έκανε τρομερό νεύμα από ψηλά. Τα πλεγμένα μαλλιά της, δεμένα στην πλάτη, ήσαν γιορτή για τα μάτια, ενώ οι μπούκλες, πέφτοντας χαλαρά στο μέτωπο, αντιστάθμιζαν τις πλεγμένες κοτσίδες. Το αριστερό της χέρι μάζευε τις πτυχές τού φορέματός της ενώ το δεξί της έδειχνε προς τον νότο. Το κεφάλι της ήταν επίσης απαλά στραμμένο προς τον νότο, και τα μάτια της κοίταζαν επίσης προς την ίδια κατεύθυνση. Γι’ αυτό κι εκείνοι που αγνοούσαν παντελώς τις θέσεις των σημείων τής πυξίδας υποστήριζαν ότι το άγαλμα κοίταζε προς τα δυτικά και με το χέρι της έγνεφε στους δυτικούς στρατούς, κρίνοντας έτσι λάθος και παρεξηγώντας αυτό που έβλεπαν.
Ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγοραίων οἱ φιλοινότεροι τὸ ἑστὼς ἐπὶ στήλης ἐν τῷ Κωνσταντινείῳ φόρῳ τῆς Ἀθηνᾶς ἄγαλμα εἰς πλεῖστα διεῖλον τμήματα· ἐδόκει γὰρ τοῖς ἄφροσι σύρφαξιν ὑπὲρ τῶν ἐξ ἑσπέρας ἐστοιχειῶσθαι τοῦτο στρατῶν. ἀνέβαινε μὲν τὴν ἡλικίαν ὄρθιον ὡς ἐς τριακάδα ποδῶν, ἠμφίεστο δὲ στολὴν ἐξ ὁποίας ὕλης ὅλον τὸ ἰνδαλλόμενον κεχαλκούργητο. ποδήρης δ᾿ ἦν ἡ στολὴ καὶ συμπτυσσομένη πολλαχῇ τῶν μερῶν, ὡς μή τι τοῦ σώματος παραφαίνοιτο, ὅπερ ἡ φύσις περιστέλλειν ἐπέταξε. μίτρα δ᾿ Ἄρεος τὴν ἰξὺν διειληφυῖα ἱκανῶς αὐτὴν περιέσφιγγεν. εἶχε δὲ κἀπὶ τοῖς στέρνοις ὂν ὀρθοτίτθιον ποικίλον αἰγιδῶδες ἐπένδυμα, τῶν ὤμων διεξικνούμενον, τὴν τῆς Γοργόνης τυποῦν κεφαλήν. ὁ δὲ γε αὐχὴν ἀχίτων ὢν καὶ πρὸς τὸ δολιχόδειρον ἐκτεινόμενος ἄμαχον εἰς ἡδονὴν θέαμα ἦν. τοσοῦτον δ᾿ ὁ χαλκὸς πρὸς τὴν ἑκάστου μίμησιν πειθήνιος ὑπηλλάττετο, ὥστε καὶ τὰ χείλη δόξαν παρεῖχον, ὡς εἰ προσμενεῖ τις, μείλιχον φωνὴν ἐνωτίσεται. καὶ φλεβῶν δὲ διεκτάσεις ὑπεκρίνοντο καὶ ὡς ὑγρὸν ὅλον τὸ σῶμα ἐν οἷς ἔδει περιεκλᾶτο καὶ ζωῆς ἀπέχον μετεῖχεν ὡς ζῶν ἀνθηρότητος, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἱμέρῳ παντὶ ῥεόμενον. ἵππουρις δ᾿ ἐπικειμένη τῇ κεφαλῇ δεινὸν καθύπερθεν ἔνευεν. ἡ δὲ κόμη ἐς πλέγμα συνεστραμμένη καὶ δεσμουμένη ὄπισθεν, ὅση κέχυτο ἐκ μετώπων, τρυφή τις ἦν ὀφθαλμῶν, μὴ ἐπίπαν τῷ κράνει συνεχομένη, ἀλλὰ τι καὶ παρεμφαίνουσα τοῦ πλοχμοῦ. ὧν δὲ χειρῶν ἡ μὲν λαιὰ τὰ συνεπτυγμένα τῆς ἐσθῆτος ἀνέστελλε, θατέρα δ᾿ ἐκτεινομένη πρὸς κλίμα τὸ νότιον εἶχε καὶ τὴν κεφαλὴν ἠρέμα ἐγκλινομένην ἐκεῖ καὶ τὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐπ᾿ ἴσης τεινομένας βολάς· ὅθεν οἱ μηδὲ τὰς θέσεις τῶν περάτων ὁπωσοῦν ἐπιστάμενοι ἐς ἑσπέραν ἀφορᾶν τὸ ἄγαλμα διετείνοντο καὶ οἷον ἐπισπᾶσθαι χειρὶ τὰ ἐκ δυσμόθεν στρατεύματα, κακῶς κρίνοντες καὶ μὴ πρὸς ἔννοιαν ὀρθὴν τοῖς ὁρατοῖς ἐπιβάλλοντες.»
βλέπε επίσης Devastatio Constantinopolitana, επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes (1873), σελ. 90-91. Πρβλ. Chas. M. Brand, «A Byzantine plan for the Fourth Crusade», Speculum, xliii (1968), 462-75, όπου έχει μεταφραστεί, με συνοπτικό σχόλιο, εορταστική ομιλία τού Νικηφόρου Χρυσοβέργη, γραμμένη όπως γίνεται αντιληπτό στα τέλη Νοεμβρίου 1203 και προφανώς προοριζόμενη για παρουσίαση τη μέρα τής γιορτής των Επιφανίων (6 Ιανουαρίου 1204). Η ομιλία, αν και εχθρική προς τούς Λατίνους, αποτελεί πανηγυρικό τού Αλέξιου Δ΄ και υποδεικνύει, από τούς περιορισμούς και την καταστολή τού συνήθους ρητορικού δηλητήριου, κάτι από την αβεβαιότητα στην οποία βρισκόταν ο Αλέξιος κατά τη στιγμή τής σύνθεσής της.
- [←36]
-
Πρβλ. Inn. III, Epp., an. VΙ, αριθ. 229-32 (PL 215, cols. 259-63). Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφα cxii-cxv, σελ. 431-38.
- [←37]
-
Villehardouin, Conquête, 217-20, επιμ. Faral, II, 16, 18. Robert de Clari, παρ. lx, επιμ. Lauer (1924), σελ. 60.
Nικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Ισαάκιος Άγγελος, 5 (CSHB, Βόννη, σελ. 741-42):
Τίποτε όμως δεν επιτεύχθηκε με αυτά τα παράνομα μέτρα. Οι εισπράκτορες των χρημάτων, που χαίρονταν με την απλοϊκότητα των Ρωμαίων και χλεύαζαν την ηλιθιότητα των αυτοκρατόρων, ήθελαν να τούς απαλλάξουν από μερικά από τα πολύτιμα υπάρχοντά τους και να αναγκάσουν άλλους να τα κουβαλήσουν, ενώ άλλοι έπρεπε να έρθουν μπροστά για να τούς οδηγήσουν στο χρυσάφι και μερικοί έπρεπε να ετοιμαστούν για να παραλάβουν τα λάφυρα, και να το κάνουν αυτό χωρίς να σταματούν. Οι αρχηγοί τού στρατού εμφανίστηκαν με τη σειρά τους μπροστά στα πολυτελή κτήματα γύρω από τη μεγαλόπολη, στους ιερούς ναούς κατά μήκος τής Προποντίδας και στα πιο υπέροχα αυτοκρατορικά οικοδομήματα, όπου πήραν τα όπλα ο ένας μετά τον άλλο, τα έγδυσαν απ’ ό,τι είχαν μέσα και παρέδωσαν αυτά τα κτίρια στη φωτιά. Ούτε ένα οικοδόμημα δεν γλίτωσε από αυτούς τούς βάρβαρους, τούς σταλμένους από τούς δαίμονες και εχθρούς τού ωραίου.
«Ἀλλὰ καὶ τούτων οὕτω γινομένων καὶ προδήλως ἀνομουμένων οὐδὲν ἐπεραίνετο. ἠβούλοντο γὰρ οἱ τῶν χρημάτων εἰσπράκτορες, τῆς τῶν Ῥωμαίων εὐηθείας κατατρυφῶντες καὶ τῆς τῶν κρατούντων ἠλιθιότητος καταπαίζοντες, τοὺς μὲν τὰς τιμίας ὕλας ἀποφορτίζεσθαι παρ᾿ αὐτοῖς, τοὺς δὲ παρεστάναι ἀχθοφοροῦντας, ἄλλους προσιέναι χρυσαγωγούς, ἐνίους ἐνσκευάζεσθαι πρὸς τὴν ἄφιξιν, καὶ τοῦτο δρᾶσθαι διὰ παντός. ὅθεν τοῖς περὶ τὴν μεγαλόπολιν τρυφηλοῖς χωρίοις καὶ τοῖς ἐν Προποντίδι ἱεροῖς τεμένεσι τοῖς τε λαμπροτάτοις οἰκοπέδοις τῶν βασιλέων παραλλὰξ οἱ στρατηγοὶ ἐφιστάμενοι, καὶ παρὰ θάτερον ἅτερος ὁπλιζόμενοι, ἐσκύλευόν τε τὰ ἐνόντα καὶ αὐτὰ πυρὶ παρεδίδοσαν, φειδόμενοι μηδενὸς παραλίου οἰκοδομήματος οἱ τοῦ καλοῦ ἀνέραστοι κηρεσιφόρητοι βάρβαροι.
Έπλευσαν πολλές φορές στις ακτές τής πόλης και έδωσαν μάχη. Η νίκη χαμογελούσε με τη σειρά της στους Ρωμαίους και δεν ευνοούσε τον εχθρό με αήττητο από καμμία πλευρά. Γι’ αυτό και ο λαός τής πόλης, απαλλάσσοντας τον εαυτό τους ως άνδρες, πίεζαν τον αυτοκράτορα να συμμετάσχει με τα στρατεύματα στον αγώνα κατά των αντιπάλων, καθώς ήσαν πατριώτες, εκτός αν όντως συμπορευόταν με τούς Ρωμαίους μόνο με τα χείλη του και έκλινε την καρδιά του προς τούς Λατίνους. Οι υποσχέσεις που δόθηκαν αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να πάρει τα όπλα εναντίον των Λατίνων, θεωρώντας ότι αυτό ήταν αφύσικο και άσκοπο, και ο πατέρας του Ισαάκιος τον ενθάρρυνε να αγνοήσει τις άσκοπες κουβέντες τού χυδαίου λαού και να απονείμει τις υψηλότερες τιμές σε εκείνους που τον είχαν αποκαταστήσει. στη χώρα του. Όσοι είχαν απομείνει από την αυτοκρατορική οικογένεια συμφωνούσαν με αυτές τις απόψεις. Ήταν θέμα συντρόφων που ευχαριστούσαν τον σύντροφό τους Αλέξιο. Μερικοί που συνδέονταν με τούς Λατίνους ως συντρόφους αγνοούσαν τις σκέψεις των πολιτών ως κουτσομπολιά των ηλικιωμένων συζύγων, σπεύδοντας να αποφύγουν μάχη με τούς Λατίνους πιο γρήγορα απ’ όσο μια στρατιά ελαφιών με ένα λιοντάρι που βρυχάται.
Πλεῖστα δὲ κἀν ταῖς ᾐόσι τῆς πόλεως ἐπιπλέοντες συνίστων πόλεμον. καὶ ἦν ἡ νίκη ἀμοιβαδὸν ἐπιμειδιῶσα καὶ Ῥωμαίοις καὶ μὴ τιθεῖσα πάντῃ τὰ τῶν ἐναντίων ἀπρόσμαχα. ὁπόθεν καὶ τὸ δημῶδες τῆς πόλεως ἀνδριζόμενοι ἐνέκειντο τὸν βασιλέα αἰτούμενοι συνάρασθαι σφίσι μετὰ στρατεύματος κατὰ τῆς τῶν πολεμίων ἀντιμαχήσεως, πιστοῖς οὖσι καὶ πατριώταις, εἴπερ μὴ χείλεσι μὲν Ῥωμαίοις προστίθεται, τῇ δὲ καρδίᾳ Λατίνοις προσνένευκεν. ἦσαν δὲ αἱ ἐπαγγελίαι πρὸς μηδὲν ἀνύσιμον προϊοῦσαι· ὅ τε γὰρ Ἀλέξιος ὡπλίσθαι κατὰ Λατίνων μὴ πεφυκὸς ᾤετο καὶ ἀσύμφορον καὶ ὁ τούτου πατὴρ Ἰσαάκιος εἰσῆγε παραίφασιν κενοφωνεῖν τοὺς ἐκ τριόδων ἐᾶν, τοὺς δ᾿ αὐτὸν καταγαγόντας εἰς τὴν πατρίδα τιμῆς τῆς ἀνωτάτω καταξιοῦν. αἷς δὲ γνώμαις ταύταις προσέρρεπον καὶ τὰ τοῦ βασιλείου γένους ἐγκαταλείμματα, ἥλικες ἥλικα τέρποντες τὸν Ἀλέξιον. ἔνιοι δὲ καὶ τοῖς Λατίνοις εἰς ἑταίρους ἀνακραθέντες ὡς ἑώλους ὕθλους τὰς τῶν πολιτῶν ἐντεύξεις παρέτρεχον, τὸν τῶν Λατίνων ἐκτρεπόμενοι πόλεμον ὡς οὐδὲ λέοντα βρυχητίαν ἐλάφων στρατόπεδον.
Από όλους τούς άνδρες μόνο ο Αλέξιος Δούκας (που επειδή τα φρύδια του ήσαν ενωμένα και κρεμασμένα πάνω από τα μάτια του, ονομαζόταν ως έφηβος από τούς συντρόφους του Μούρτζουφλος), καταφέρνοντας να κερδίσει τον θρόνο και την εύνοια των πολιτών, τόλμησε να δώσει μάχη εναντίον των Λατίνων. Επιδεικνύοντας την ανδρεία τού Πέρα από κάθε αμφιβολία, συγκρούστηκε με τον εχθρό στην τοποθεσία που ονομάζεται Τρυπητός Λίθος και γύρω από την αψίδα που οδηγεί εκεί. Κανένας από τούς δικούς μας διοικητές που ήσαν παρόντες δεν προσπάθησε να έρθει σε βοήθειά του, επειδή τούς το είχε απαγορεύσει ο αυτοκράτορας. Το άλογο τού Αλέξιου Δούκα σκόνταψε και γλίστρησε στα γόνατά του, και ολόκληρη η εχθρική δύναμη θα είχε πέσει πάνω στον πολέμαρχο, αν δεν τον υπερασπιζόταν σθεναρά μια ομάδα νεαρών τοξοτών από την Πόλη που έτυχε να είναι παρόντες.
Μόνος δ᾿ ἐκ πάντων ὁ Δούκας Ἀλέξιος, ὃς ἐκ τοῦ συνεσπάσθαι τὰς ὀφρῦς καὶ οἷον τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπικρέμασθαι πρὸς τῶν συνεφήβων ἐπωνομάζετο Μούρτζουφλος, πλὴν καὶ οὗτος βασιλειῶν καὶ τὴν τῶν πολιτῶν ἐπιτεχνώμενος εὔνοιαν, τὸν κατ᾿ αὐτῶν ἀπεθάρρει πόλεμον, ἀρετῆς τε ὡς μάλιστα ποιούμενος ἔνδειξιν περὶ τὸν λεγόμενον Τρυπητὸν λίθον καὶ τὴν ἐκεῖσε περιαγομένην ἁψῖδα τοῖς δυσμενέσι συμπλέκεται. μηδενὸς δὲ τῶν παρεστώτων ὁμοφύλων ἡγεμόνων, δόξαν οὕτω βασιλεῖ, ἐπαρήξαντος μικροῦ συνείληπτο ἄν· ὅ τε γὰρ ἵππος ἐπὶ γόνυ ὤκλασεν, ᾧ ἐπεκάθητο, καὶ πᾶσα ἡ ξυμβολὴ πρὸς ἕνα ἀπεκρίθη πολέμαρχον, εἰ μὴ τοξότις νεολαία τῆς πόλεως τὰ δυνατὰ παρατυχοῦσα ἐπήμυνε.
Οι κάτοικοι τής πόλης, μη βρίσκοντας κανέναν συναγωνιστή και σύμμαχο για να τραβήξει το σπαθί εναντίον των Λατίνων, άρχισαν να ξεσηκώνονται σε εξέγερση και, σαν τσουκάλι που βράζει, να βγάζουν ατμούς με βρισιές εναντίον των αυτοκρατόρων, και το μακροχρόνια καταπιεσμένο και κρυφό συναίσθημά τους ήρθε στην επιφάνεια στο φως τής ημέρας. Ήταν η εικοστή πέμπτη ημέρα τού μηνός Ιανουαρίου τής έβδομης ινδικτιώνος τού έτους 6712 από κτίσεως κόσμου [25 Ιανουαρίου 1204], όταν μια μεγάλη και ταραχώδης συνάθροιση συγκεντρώθηκε στη Μεγάλη Εκκλησία. Η σύγκλητος, η συνέλευση των επισκόπων και ο σεβαστός κλήρος αναγκάστηκαν να συνέλθουν εκεί και να συζητήσουν μαζί για το ποιος έπρεπε να διαδεχθεί ως αυτοκράτορας. Mάς παρακάλεσαν ειλικρινά να μιλήσουμε αυθόρμητα για αυτό το θέμα, με αποτέλεσμα να εξαπολυθεί αμέσως επίθεση εναντίον των αυτοκρατόρων και να εκλεγεί άλλος στο θρόνο. Αλλά δεν κάναμε καμία προσπάθεια να προτείνουμε έναν υποψήφιο ενώπιον τής συνέλευσης, γιατί γνωρίζαμε πολύ καλά ότι όποιος προτεινόταν για εκλογή, θα οδηγούνταν έξω την επόμενη κιόλας ημέρα, όπως ένα πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή, και ότι οι στρατηγοί των Λατίνων θα τύλιγαν τα χέρια τους γύρω από τον Αλέξιο και θα τον υπερασπίζονταν. Το πλήθος, απλοϊκό και ευμετάβλητο, υποστήριζε ότι δεν επιθυμούσε πια να το κυβερνάει η οικογένεια των Αγγέλων και ότι η συνέλευση δεν θα διαλυόταν, αν πρώτα δεν επιλεγόταν ένας αυτοκράτορας τής αρεσκείας τους.
Τὸ τοίνυν λαῶδες τῆς πόλεως μηδένα τῆς ἐπὶ Λατίνους ξιφουλκίας συναγωνιστὴν εὑρίσκον καὶ σύμμαχον εἰς ἀποστασίαν οἰδαίνειν ἤρξατο καὶ ὡς λέβης ἐκ πυρὸς κατὰ τῶν κρατούντων ἀτμοὺς ἀνιέναι ὕβρεων καὶ τὴν πάλαι ὕφαλόν τε καὶ ἄγνωστον γνώμην ἐκζέειν πρὸς φῶς. ἦγε μὲν οὖν τότε πέμπτην καὶ εἰκοστὴν ὁ Ἰαννουάριος μὴν τῆς ἑβδόμης ἰνδικτιῶνος τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ ἑπτακοσιοστοῦ δωδεκάτου ἔτους· συνδρομῆς δ᾿ ὅτι πλείστης ἐς τὸν Μέγαν γινομένης Νεὼν ἠναγκάζετο καὶ ἡ σύγκλητος ἥ τε τῶν ἀρχιερέων ὁμήγυρις καὶ οἱ τοῦ βήματος λόγιμοι συνελθεῖν ἐκεῖσε καὶ συνδιασκέψασθαί σφισι περὶ τοῦ ἄρξοντος. περὶ τῶν προκειμένων τοίνυν τὸ παριστάμενον εἰπεῖν λιπαρούμενοι, ἐκ μὲν τοῦ εὐθέος ἐπιθέσθαι τοῖς βασιλεῦσι καὶ χειροτονεῖν ἕτερον εἰς ἀρχήν, οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ὅλως ἐδοκιμάζομεν ὑποθέσθαι τοῖς συνιοῦσι· καλῶς γὰρ ᾔδειμεν ὡς τὸ μεῖον ὁ προβληθεὶς ἀποίσεται τῇ τε ἄλλῃ καὶ ὅτι τῶν Λατίνων οἱ στρατηγοὶ ἀμφοτέραις καὶ πάλιν ἀνθέξονταί τε τοῦ Ἀλεξίου καὶ περιέξονται. οἱ δὲ λαοὶ χρῆμά τι ὄντες ἀφελὲς καὶ εὐρίπιστον καὶ πλέον τοῦ θεληματαίνειν οὐδὲν ἐπιστάμενοι οὐκέτ᾿ ἔφασκον ὑπ᾿ Ἀγγέλων βούλεσθαι βασιλεύεσθαι, καὶ ὡς οὐκ ἄλλως ὁ σύλλογος ἐκεῖνος διαλυθήσεται, εἰ μή τις τῶν πραγμάτων προστήσεται θυμήρης αὐτοῖς.»
Οι σταυροφόροι τής 4ης Σταυροφορίας προκάλεσαν τόσο μεγάλη ζημιά στην Κωνσταντινούπολη, από την οποία η πόλη δεν συνήλθε ποτέ. Υπήρχαν πυρκαγιές στις 17 Ιουλίου 1203, στις 18 Αυγούστου 1203 (που κράτησε δύο ολόκληρες μέρες) και στις 12 Aπριλίου 1204. Για τις πηγές βλέπε A. M. Schneider, «Brände in Konstantinopel (Πυρκαγιές στην Κωνσταντινούπολη)», Byz. Zeitschr., xli (1941), 386-87. Η πυρκαγιά τού Αυγούστου 1203 κατέστρεψε μεγάλο μέρος τής καρδιάς τής πόλης, από τον Κεράτιο κόλπο μέχρι την Προποντίδα, ερημώνοντας πολλές περιοχές που δεν ανοικοδομήθηκαν ποτέ, πράγμα στο οποίο οφείλονται οι μεγάλοι ακάλυπτοι χώροι, οι αγροί και οι κήποι, που παρατηρούσαν οι ταξιδιώτες των αρχών τού 15ου αιώνα.
- [←38]
-
Villehardouin, Conquête, 221, επιμ. Faral, II, 20.
- [←39]
-
Villehardouin, Conquête,222-23, επιμ. Faral, II. 20, 22.
Nικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Iσαάκιος και Αλέξιος, 4 (CSHB, Βόννη, σελ. 742-47):
Γνωρίζοντας μέσα από πικρή εμπειρία το πείσμα των ανθρώπων, σιωπούσαμε και μέσα στη δυστυχία μας αφήναμε πολλά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μας, προβλέποντας τι πιθανότατα μάς επιφύλασσε το μέλλον. Αναζητούσαν με αγωνία διάδοχο τού θρόνου και από παρόρμηση πρότειναν για αυτοκράτορα πότε αυτόν τον γόνο ευγενών και πότε εκείνον. Κουρασμένοι στο τέλος από τούς ταραχοποιούς και τούς δημαγωγούς ανάμεσά τους, παρότρυναν αρκετά μέλη τής δικής μας τάξης να φορέσουν το στέμμα. Αλίμονο! Τι θα μπορούσε να είναι πιο σπαραχτικό και οδυνηρό από τη δοκιμασία εκείνης τής εποχής ή πιο παράλογο και ανόητο από την αβεληρία των συγκεντρωμένων; Γιατί το «Έχεις ένδυμα. Γίνε εσύ ο αρχηγός μας» ήταν το μόνο που χρειαζόταν. Μόλις την τρίτη μέρα, αρπάζοντας έναν νεαρό που ονομαζόταν Νικόλαος και Κανναβός στο επώνυμο, τον έχρισαν αυτοκράτορα παρά τη θέλησή του.
«Πείρᾳ τοίνυν γνόντες τὸ τῶν ἀνδρῶν ἀμετάθετον ἡσυχάζομεν, ἑαυτοὺς ταλανίζοντες, καὶ πολλὰ τῶν παρειῶν κατελείβομεν δάκρυα, τὸ μέλλον, ὡς εἰκός, προορώμενοι. οἱ δὲ τὸν ἄρξοντα ἐπιμελῶς ἀνεδίφων, καὶ νῦν μὲν τόνδε, νῦν δ᾿ ἐκεῖνον ἐκ τῆς εὐγενοῦς φυταλιᾶς ηὐτοσχεδίαζον αὐτοκράτορα. τέλος δ᾿ ἀπειρηκότες τοῖς ὅλοις τοὺς ὀχλαρχικοὺς καὶ δημοκόπους, ἐνίους δὲ καὶ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς τάγματος στεφηφορήσειν ἀνέπειθον. φεῦ φεῦ, τί τοῦ τότε πειρατηρίου θυμαλγέστερον ἢ ἀχθεινότερον, ἢ τῆς τῶν συνειλεγμένων ἀβελτηρίας γελοιωδέστερόν τε καὶ ἀλογώτερον; τὸ γὰρ „ἱμάτιον ἔχεις· γενοῦ ἡμῶν ἀρχηγὸς” ἦν ὁρᾶν ἀτεχνῶς περαινόμενον. μόλις δὲ καὶ τρίτης ἡμέρας παριππευσάσης νεανίσκον τινὰ συλλαβόντες Νικόλαον τὴν κλῆσιν, Κανναβὸν τὴν ἐπίκλησιν, εἰς βασιλέα χρίουσιν ἄκοντα.
Όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος άκουσε αυτά τα γεγονότα (γιατί ο Ισαάκιος άφηνε την τελευταία του πνοή, αφού οι εκτενείς εκείνες προβλέψεις επικείμενης μοναρχίας είχαν αποδειχθεί ψευδείς και διαλύονταν σαν όνειρο ύπνου με πυρετό), κάλεσε τον μαρκήσιο Βονιφάτιο να εξετάσει μαζί του τις παρούσες συνθήκες και κατέληξαν και οι δύο ότι ήταν απαραίτητο να φέρουν λατινικές δυνάμεις στο παλάτι, για να εκδιώξουν τον νέο αυτοκράτορα και τον λαό που τον είχε εκλέξει στη συνέλευση.
Ὡς δ᾿ Ἀλεξίῳ ταῦτα ἠνώτιστο τῷ ἀνάσσοντι (ὁ γὰρ Ἰσαάκιος ἔκειτο πνέων τὰ λοίσθια, τῶν μακρῶν ἐκείνων προαγγελμάτων τῆς μοναρχίας φρούδων ἐληλεγμένων καὶ ὡς κλινεγέρτου ἀποπτάντων ἐνυπνίου), μετάκλητος τίθεται ὑπ᾿ αὐτοῦ ὁ Βονιφάτιος μαρκέσιος, καὶ περὶ τῶν ἐνεστώτων ἄμφω σκεψάμενοι δεῖν ἔγνωσαν δυνάμεις λατινικὰς εἰσενεχθῆναι τοῖς παλατίοις, δι᾿ ὧν ἀπόβλητος ἐσεῖται ὁ δημοπρόβλητος καὶ ὁ τοῦτον ἀρχαιρεσιάσας λεώς.
Μόλις έγιναν αντιληπτές αυτές οι διαβουλεύσεις, ο Δούκας άδραξε την ευκαιρία για να ξεκινήσει την εξέγερση για την οποία είχε προσπαθήσει πολύ. Έχοντας μαζί του πολλούς συγγενείς του, πήρε με το μέρος του τον ευνούχο που ήταν υπεύθυνος για τα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια, έναν άχρηστο άνθρωπο που υπέκυπτε στον προβιβασμό σε αξιώματα και δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό τού άδικου κέρδους. Συγκεντρώνοντας τούς πελεκυφόρους, τούς μίλησε για την πρόθεση τού αυτοκράτορα και τούς έπεισε να θεωρήσουν ως σωστή ενέργεια αυτό που ήταν επιθυμητό και ευχάριστο στους Ρωμαίους. Κατά συνέπεια, η ανατροπή τού αυτοκράτορα έγινε με αυτόν τον τρόπο.
Ὡς δ᾿ ἦν τὰ ἐσκεμμένα ταῦτα πεφωραμένα, τὸν καιρὸν ἁρπάσας ὁ Δούκας ὡς πρὸς ἣν ὤδινεν ἀποστασίαν ἁρμόδιον σὺν τῶν ἐκ τοῦ γένους συχνοῖς καὶ τὸν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν χρυσώνων ὑποποιεῖται θλαδίαν, ἁλωτὸν ἀνθρώπιον τιμῶν ἀναβάσεσι καὶ εὐχείρωτον λήμμασιν. ὁ δὲ τοὺς πελεκυφόρους ἐκκλησιάσας καὶ σφισι κοινωσάμενος τὴν βασιλέως πρόθεσιν ἐκεῖνα φιλητέα τίθησι κρίνοντας, ὅσα οἱ βουλητέα καὶ Ῥωμαίοις ἀσπάσια. κἀντεῦθεν ἡ τοῦ βασιλέως ὧδέ πως δραματουργεῖται καθαίρεσις.
Ο Δούκας επισκέφτηκε τον αυτοκράτορα μέσα στη νύχτα (αναγνωριζόταν πιο εύκολα από οποιονδήποτε άλλον, καθώς είχε τιμηθεί με το αξίωμα τού πρωτοβεστιάριου και φορούσε στα πόδια πέδιλα που διέφεραν στο χρώμα από τούς περισσότερους). Παρασυρμένος από πάθος, ανακοίνωσε στον αυτοκράτορα ότι οι εξ αίματος συγγενείς του, καθώς και πολλοί από τούς ανώνυμους ανθρώπους, αλλά πάνω απ’ όλα το σώμα των βαρβάρων οπλισμένο με τσεκούρια, στέκονταν στις πόρτες ύστερα από εξαγριωμένες επιθέσεις, πρόθυμοι να τον κάνουν κομμάτια με τα χέρια τους, γιατί ήταν φανερό ότι είχε ομονοούσε με τούς Λατίνους και εξαρτιόταν από τη φιλία τους. Τρομοκρατημένος και αιφνιδιασμένος από αυτή την είδηση, παρακάλεσε να γλυτώσει από αυτή τη μοίρα. Ο Δούκας έρριξε έναν φαρδύ μανδύα πάνω στον αυτοκράτορα, που κάλυπτε το σώμα του μέχρι τα πόδια και τον συνόδευσε μέσα από μια ελάχιστα γνωστή μικρή πόρτα στο περίπτερο μέσα στο συγκρότημα τού παλατιού, δήθεν για να τον σώσει.
Πρόσεισιν ὁ Δούκας τῷ βασιλεῖ τῆς νυκτὸς ἀωρὶ (ἐπῳκείωτο γὰρ ὑπὲρ ἅπαντας τιμηθεὶς πρωτοβεστιάριος καὶ τὰ τοῖς πολλοῖς ἑτερόχρωμα καθυποδούμενος πέδιλα) καὶ φησι περιπαθῶς ὡς οἱ τοῦ αἵματος ἐκείνῳ, ἀλλὰ δὴ καὶ πλεῖστοι τῶν ἀνωνύμων, πρὸ δὲ πάντων τὸ πελέκεσιν ὁπλιζόμενον βάρβαρον πάρεισιν ἐπὶ θύραις ὁρμαῖς μανιώδεσιν, αὐτοχειρὶ αὐτὸν διασπάσοντες ὡς ἤδη τοῖς Λατίνοις ἐκφανθέντα ὁμόνοα καὶ τῆς αὐτῶν ἐξηρτημένον φιλίας. ὁ δὲ πρὸς τὴν ἀκοὴν ταύτην μορμολυχθεὶς καὶ δειχθεὶς ἔκθαμβος ὑποθέσθαι οἱ τὸ πραχθησόμενον λιπαρεῖ. περισχὼν τοίνυν τὸν βασιλέα τῷ κατακεχυμένῳ μέχρι ποδῶν καὶ πλατεῖ ἐπενδύτῃ τοῦ σώματος συνέξεισιν ἐκείνῳ καὶ ἄπεισι δι᾿ ἀφανοῦς τοῖς πλείστοις πυλίδος ἐς τὸ σκήνωμα, ὃ δὴ τῶν βασιλείων εἶχεν ἐντός, ὡς δῆθεν αὐτὸν ῥυσόμενος.
Ο αυτοκράτορας, λίγο αφότου συνέβησαν αυτά τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, εξέφρασε βαθιά ευγνωμοσύνη και έψαλλε απαλά τον στίχο τού Δαβίδ που ισχύει άμεσα για τον Δούκα: «Την ημέρα των δεινών μου με έκρυψε στη σκηνή του. Με φύλαξε στα απόκρυφα τής σκηνής του». Ακολούθησε με άλλους στίχους από τούς ψαλμούς τού Δαβίδ: «Τα χείλη του είναι δόλια στην καρδιά του, και η κακία μίλησε στην καρδιά του» και «Σε μένα μιλούσαν ειρηνικά, αλλά φαντάζονταν απάτες στον θυμό τους». Με τα πόδια του δεμένα με αλυσίδες ρίχτηκε αμέσως στην πιο φρικτή από όλες τις φυλακές και έτσι έκανε το σκοτάδι το μυστικό του μέρος, καθώς ο Δούκας στολιζόταν με τα αυτοκρατορικά διακριτικά.
Καὶ βασιλεὺς μὲν ἐπὶ τοῖς οὕτω δρωμένοις μικροῦ καὶ χάριτας ὡμολόγει τῷ Δούκᾳ καὶ τὰ τοῦ Δαυὶδ ὑπέψαλλεν ἄντικρυς ἐπ᾿ αὐτῷ „ἔκρυψέ με ἐν σκηνῇ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ κακῶν μου· ἐσκέπασέ με ἐν ἀποκρύφῳ τῆς σκηνῆς αὐτοῦ.” ὁ δὲ καθ᾿ ἕτερα ψαλτῳδήματα τοῦ Δαυίδ, ἅ φασι „χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά” καὶ „ἐμοὶ μὲν εἰρηνικὰ ἐλάλουν, καὶ ἐπ᾿ ὀργὴν δόλους διελογίζοντο,” ταῦτα ἦν μετιών. καὶ παραχρῆμα ὁ μὲν σιδήρῳ τοὺς πόδας ἀσφαλισθεὶς καὶ παραρριφεὶς δεινοτάτῃ παρὰ πάσας εἱρκτῇ ἔθετο οὕτω σκότος ἀποκρυβὴν αὐτοῦ, ὁ δὲ τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις.
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, μια φατρία συγκεντρώθηκε ενώπιον τού Δούκα και τον χαιρέτησε ως αυτοκράτορα με τις συνήθεις επευφημίες. Μια άλλη τάχθηκε στο πλευρό τού Κανναβού, που είχε παραμείνει στον ναό. Ήταν άνθρωπος ευγενικός από τη φύση του, με έντονη ευφυΐα και έμπειρος στη γενική διοίκηση και τον πόλεμο και στις δουλειές του. Καθώς τα χειρότερα στοιχεία κυριαρχούν στους Κωνσταντινουπολίτες (γιατί η αλήθεια είναι πιο αγαπητή σε μένα από τούς συμπατριώτες μου), ο Δούκας δυνάμωνε και μεγάλωνε, ενώ η λαμπρότητα τού Κανναβού θάμπωνε σαν φεγγάρι που φθίνει. Λίγο αργότερα, κατατροπώθηκε από τα ένοπλα στρατεύματα τού Αλέξιου Άγγελου Δούκα και ρίχτηκε στη φυλακή, χωρίς να λάβει βοήθεια από τούς υπηκόους του, οι οποίοι διαλύθηκαν αμέσως μετά την ανακήρυξη τού Δούκα.
Τὰ δ᾿ ἐπὶ τούτοις οἱ μὲν τῷ Δούκᾳ προσρύονται καὶ τὰς εἰωθυίας τῷ αὐτοκράτορι προσρήσεις ἀποδιδόασιν, οἱ δὲ τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ προσνεύουσι Κανναβῷ, ἀνδρὶ τὸ ἦθος μειλίχῳ καὶ δεξιῷ τὴν γνώμην καὶ στρατηγικῷ τὰ πολέμια. ἐπεὶ δὲ τὰ χείρω ἐπικρατέστερα παρὰ τοῖς Κωνσταντινουπολίταις καὶ μάλιστα (φιλτέρα γὰρ ὑπὲρ τοὺς ὁμογενεῖς ἡ ἀλήθεια), ὁ μὲν Δούκας ἐκραταιοῦτο καὶ ηὔξανεν, ὁ δὲ Κανναβὸς ἀμαυρουμένην εἶχε τὴν αἴγλην κατὰ σελήνην λειψίφωτον. χειροῦται δὲ καὶ πρὸς τῶν ὁπλοφόρων τοῦ Δούκα οὐκ εἰς μακρὸν καὶ εἱρκτῇ παραδίδοται, πρὸς οὐδὲν ἐπαρκέσαντος αὐτῷ τοῦ βασιλευτοῦ λεώ, ἀλλὰ πάντων διασπαρέντων εὐθὺς μετὰ τὴν ἀνάρρησιν.
Δύο φορές ο Δούκας πρόσφερε στον Αλέξιο το κύπελλο που σβήνει τη ζωή. Αλλά όταν το παλικάρι αποδείχθηκε πιο σφριγηλό από το δηλητήριο, παίρνοντας κρυφά αντίδοτα, ο Δούκας έκοψε το νήμα τής ζωής του στραγγαλίζοντάς τον, βγάζοντας την ψυχή του, ας πούμε, από τον ίσιο και στενό δρόμο και ανοίγοντας την παγίδα που οδηγεί στην κόλαση . Είχε βασιλέψει έξι μήνες και οκτώ ημέρες.
Τῷ δὲ βασιλεῖ Ἀλεξίῳ δὶς μὲν προύτεινεν ὁ Δούκας ζωῆς κατευνάστριαν κύλικα· ὡς δ᾿ ἦν ὁ μεῖραξ τοῦ φαρμάκου νεανικώτερος ἀντιδότοις χρώμενος λάθρᾳ, δι᾿ ἀγχόνης τὸν τῆς ζωῆς ἐκείνῳ μίτον ἐκτέμνει, ἢ καὶ οὕτως εἰπεῖν, διὰ στενῆς καὶ τεθλιμμένης τῆσδε πορείας τὴν ψυχὴν ἐκείνῳ ἐκθλίβει καὶ ἐς αὐτὸ τοῦ ᾅδου ἐκπυρηνίζει τὸ πέταυρον, βασιλεύσαντι μῆνας ἓξ σὺν ἡμέραις ὀκτώ…»
Πρβλ. Robert de Clari, Conquête, παρ. lxi-lxii, επιμ. Lauer, σελ. 61-62, Aubrey of Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1204, στο MGH, SS., xxiii (1874), 882-83.
- [←40]
-
Για τη μεταγενέστερη διανομή των λαφύρων βλέπε Villehardouin, Conquête, 25-1, επιμ. Faral, II, σελ. 58-59. Πρβλ. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφα cxix–cxx, σελ. 446, 449-50, Ernst Gerland, Gesch. d. Lateinischen Kaiserreiches von Konslantinopel: Die Kaiser Balduin I. u. Heinrich 1204-1216, Homburg v. d. Höhe, 1905, σελ. 17 και εξής.
- [←41]
-
Villehardouin, Conquête, 234, επιμ. Faral, II, σελ. 34, 36. Robert de Clari, Conquête,lxviii, επιμ. Lauer, σελ. 68-69. Βλέπε και την επόμενη σημείωση.
- [←42]
-
Για λεπτομέρειες βλέπε την Pacta inter Henricum Dandulum et Crucesignatos inita (Συνθήκη μεταξύ Ενρίκο Ντάντολο και σταυροφόρων) στο Tafel και Thomas, Urkunden, I (1856), έγγραφα cxix και cxx, σελ. 446-48, 450-51 (με την οποία η περιγραφή τού Βιλλεαρδουΐνου βρίσκεται σε αρκετη συμφωνία). Η συνθήκη μεταξύ σταυροφόρων και Ενετών έχει επίσης ανατυπωθεί στη Λατινική Πατρολογία τού Migne [PL 215, 517-19]. Αναφέρεται ειδικά στη συνθήκη, ότι φέουδα ήταν δυνατόν να κληρονομούνται από γυναίκες καθώς και από άνδρες. Κανένας πολίτης έθνους εχθρικού προς τη Βενετία (π.χ. Πιζάνος) δεν θα γινόταν δεκτός στην αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Ο περιορισμός αυτός εφαρμόστηκε σύντομα και στους Γενουάτες. Πρβλ. J. K. Fotheringham, Marco Sanudo, Οξφόρδη, 1915, σελ. 21-22, 39 και εξής. Η θέση τού αυτοκράτορα είχε αφεθεί πολύ αδύνατη για τη συγκρότηση ή συντήρηση ισχυρού κράτους. Ο Fotheringham, ό. π., σελ. 21 παρατηρεί για τη συνθήκη τού Μαρτίου 1204, ότι «τα ενετικά προνόμια δεν εξαρτώνται πια από την επιθυμία τού αυτοκράτορα, αλλά αποτελούν τμήμα τού συντάγματος τής αυτοκρατορίας». Για τον πόλεμο μεταξύ Βενετίας και Πίζας πρβλ. W. Heyd, Hist. du commerce du Levant, μετάφρ. Furcy Raynaud, Ι (Λειψία, 1885, ανατυπ. Άμστερνταμ 1967), 289, ενώ βλέπε γενικά και τη μονογραφία τού Silvano Borsari, Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo, Νaples, 1966, σελ. 14 και εξής.
- [←43]
-
Villehardouin, Conquête, 237-251, επιμ. Faral, II, 38-55. Robert de Clari, Conquête, παρ. lxix–lxxx, επιμ. Lauer, σελ. 69-80.
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Βασιλεία Αλεξίου τοῦ Δούκα, τοῦ και Μουρτζούφλου, 2-4 (CSHB, Βόννη, σελ. 751-63):
Άλλα δεινά ξεκινούσαν, άλλα βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και άλλα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Οι συζητήσεις για τη φιλία αγνοήθηκαν, παραμελήθηκαν εντελώς. Ορισμένοι κακοί Τελχίνες μπέρδευαν συχνά τις διαπραγματεύσεις. Ο δόγης τής Βενετίας Ενρίκο Ντάντολο, θέλοντας να συζητήσει όρους ειρήνης με τον αυτοκράτορα, επιβιβάστηκε σε γαλέρα και έδεσε στο Κοσμίδιον. Μόλις έφτασε εκεί ο αυτοκράτορας έφιππος, αντάλλαξαν απόψεις για την ειρήνη, χωρίς να δίνουν σημασία σε κανέναν άλλο. Οι απαιτήσεις τού δόγη και των υπόλοιπων αρχηγών ήταν η άμεση πληρωμή πέντε χιλιάδων κεντηναρίων χρυσού και ορισμένοι άλλοι όροι, οι οποίοι ήσαν θλιβεροί και απαράδεκτοι για όσους έχουν γευτεί την ελευθερία και συνηθίζουν να δίνουν, όχι να παίρνουν, εντολές. Αυτές οι απαιτήσεις θεωρήθηκαν βαριές «λακωνικές μαστιγώσεις» από εκείνους για τούς οποίους ο κίνδυνος αιχμαλωσίας ήταν άμεσος και είχε ξεσπάσει η καθολική καταστροφή, ενώ ο δόγης δήλωνε πάλι δυνατά όσα είχαν ειπωθεί προηγουμένως, ότι οι όροι ήσαν ανεκτοί και καθόλου επαχθείς. Καθώς συζητιούνταν οι όροι για την ειρήνη, δυνάμεις τού λατινικού ιππικού, που εμφανίστηκαν ξαφνικά από ψηλά, κάλπασαν τα άλογά τους και επιτέθηκαν στον αυτοκράτορα, ο οποίος, περιστρέφοντας το άλογό του, μόλις διέφυγε τον κίνδυνο, ενώ κάποιοι από τούς συντρόφους του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Το απεριόριστο μίσος τους για εμάς και η υπερβολική διαφωνία μας με εκείνους δεν επέτρεπαν να υπάρχει κανένα ανθρώπινο συναίσθημα ανάμεσά μας….
«Καὶ τὰ μὲν τῶν δεινῶν ἐκινεῖτο, τὰ δὲ ὠδίνετο, τὰ δ᾿ ἤμελλεν· ἠλόγηντο δὲ καὶ οἱ περὶ φιλίας λόγοι καὶ παντάπασι κατημέληντο. μᾶλλον δὲ καὶ τούτους πονηροί τινες Τελχῖνες πολλάκις συνέχεον· ὁ γὰρ δοὺξ Βενετίας Ἐρίκος Δάνδουλος ὁμιλῆσαι περὶ σπονδῶν ἑλόμενος βασιλεῖ, νῆα εἰσιὼν τριήρη περὶ ταῖς ἀκταῖς προσίσχει τοῦ Κοσμιδίου. ὡς δ᾿ ἔφιππος ἐκεῖσε καὶ βασιλεὺς ἀφίκετο, ἀντεκοινοῦντο μὲν ἀλλήλοις τὰ πρὸς εἰρήνην ῥήματα μηδενὶ τῶν ἄλλων τὴν σπουδὴν χαριζόμενοι. καὶ ἦσαν τὰ παρὰ τοῦ δουκὸς Βενετίας καὶ τῶν λοιπῶν στρατηγῶν αἰτούμενα χρυσίου πεντήκοντα κεντηνάρια ἐκ τοῦ αὐτίκα μάλα καταβληθησόμενα καὶ συμφωνίαι τινὲς ἐπ᾿ αὐτοῖς, ἀποκναίουσαί τε καὶ δυσπαράδεκτοι τοῖς γευομένοις ἐλευθερίας καὶ εἰωθόσιν ἐπιτάσσειν, οὐκ ἐπιτάσσεσθαι, καὶ Λακωνικαὶ βαρεῖαι κρινόμεναι μάστιγες, οἷς δ᾿ αἰχμαλωσίας πρόκειται κίνδυνος καὶ πάνδημος ἀνέρρωγεν ὄλεθρος, τὸ μὲν τι πρώην, τὸ δὲ καὶ ὑπογυίως ἀναστομούμενος, ἀνεκταὶ πάντως μηδὲ παντάπασιν ἀχθειναί. ἐν ᾧ δὲ τὰ πρὸς εἰρήνην εἰς διάλεξιν προύκειντο, ἱππικαὶ λατινικαὶ δυνάμεις ἐξ ὑπερδεξίων αἴφνης ἀναφανεῖσαι ἡνίοις ὅλοις τῷ βασιλεῖ ἐπιτίθενται, ὡς μόλις μὲν ἐκεῖνον παρερύσαντα τὸν ἵππον διεκφυγεῖν τὸν κίνδυνον, τῶν δὲ συνόντων χειρωθῆναί τινας· τὸ γὰρ ἄκρον τῆς ἐκείνων πρὸς ἡμᾶς ἀπεχθείας καὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς ἐπ᾿ ἐκείνους ἡμῶν διχονοίας οὐδεμίαν ἑκατέροις παρεισῆγε ῥοπὴν φιλάνθρωπον……
Καθώς ξημέρωσε η ένατη ημέρα τού μηνός Απριλίου τής έβδομης ινδικτιώνος τού έτους 6712 από κτίσεως κόσμου [9 Απριλίου 1204], τα πολεμικά πλοία και οι δρόμωνες πλησίασαν τα τείχη και ορισμένοι θαρραλέοι πολεμιστές ανέβαιναν στις σκάλες και εξαπέλυαν κάθε είδους βλήματα εναντίον των υπερασπιστών των πύργων. Καθ’ όλη τη διάρκεια τής ημέρας διεξαγόταν μάχη που προκαλούσε στεναγμούς. Οι Ρωμαίοι είχαν το πάνω χέρι. Τόσο τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες όσο και οι δρόμωνες που μετέφεραν τα άλογα απωθούνταν από τα τείχη στα οποία είχαν επιτεθεί χωρίς επιτυχία, ενώ πολλοί σκοτώνονταν από τις πέτρες που ρίχνονταν από τις μηχανές τής πόλης.
Ὡς δ᾿ ἐπέφωσκεν ἡ ἐνάτη τοῦ Ἀπριλλίου μηνὸς τῆς ἑβδόμης ἰνδικτιῶνος τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ ἑπτακοσιοστοῦ δωδεκάτου ἔτους, τὰ μὲν πλοῖα καὶ οἱ δρόμωνες τοῖς τείχεσι προσπελάζουσι, θαρσαλέοι δὲ τινες πολεμήτορες ἐπανίασι τὰς κλίμακας καὶ βέλη παντοῖα κατὰ τῶν ἐν τοῖς πύργοις ἠφίεσαν. ὅλην μὲν οὖν ἐκείνην τὴν ἡμέραν μάχη τις ἐνειστήκει στονόεσσα, ἦν δὲ πως τὰ Ῥωμαίων ἐπικρατέστερα· αἵ τε γὰρ κλιμακοφόροι νῆες σὺν τοῖς ἱππαγωγοῖς δρόμωσιν ἄπρακτοι τῶν τειχῶν ἀπεκρούσθησαν καὶ τὰ τῶν λίθων ἐκ τῆς πόλεως ἀφετήρια πλείστους ὅσους διέφθειραν.
Ο εχθρός σταμάτησε όλες τις εχθροπραξίες την επόμενη και τη μεθεπόμενη, που ήταν ημέρα τού Κυρίου [Κυριακή, 10-11 Απριλίου 1204],.. Την τρίτη ημέρα, τη δωδέκατη ημέρα τού Απριλίου, Δευτέρα τής έκτης εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έπλευσαν πάλι προς την Πόλη και μπήκαν κατά μήκος τής ακτής. Μέχρι το μεσημέρι οι δυνάμεις μας επικρατούσαν, παρόλο που οι μάχες ήσαν πιο έντονες και λυσσαλέες από την προηγούμενη Παρασκευή. Επειδή ήταν απαραίτητο να φορέσει η βασίλισσα των πόλεων τον ζυγό τού δούλου, ο Θεός επέτρεψε να μπουν στα σαγόνια μας φίμωτρα και χαλινάρια, επειδή όλοι εμείς, ιερείς και λαός, είχαμε απομακρυνθεί από αυτόν σαν σκληροτράχηλο και αχαλίνωτο άλογο. Δύο άνδρες σε μια από τις σκάλες πλησιέστερα στην Πύλη Πετρίων, που υψωνόταν με μεγάλη δυσκολία απέναντι από τον αυτοκράτορα, εμπιστευόμενοι τούς εαυτούς τους στην τύχη, ήταν οι πρώτοι από τούς συντρόφους τους που πήδηξαν στον πύργο απέναντί τους. Όταν έδιωξαν τρομάζοντας τούς Ρωμαίους βοηθητικούς που φρουρούσαν, κούνησαν τα χέρια τους από ψηλά ως ένδειξη χαράς και θάρρους για να εμψυχώσουν τούς συμπατριώτες τους. Ενώ πηδούσαν στον πύργο, ένας ιππότης με το όνομα Πέτρος μπήκε από την πύλη που βρισκόταν εκεί. Θεωρούνταν ότι ήταν ο πιο ικανός να οδηγήσει σε καταστροφή όλες τις φάλαγγες, γιατί είχε ύψος εννέα σχεδόν οργιές και φορούσε στο κεφάλι του κράνος σε σχήμα πόλης με πύργο. Οι ευγενείς γύρω από τον αυτοκράτορα και οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν μπόρεσαν καν να δουν το μπροστινό μέρος τού κράνους ενός ιππότη, τόσο τρομερού σε σχήμα και επιβλητικού σε μέγεθος και κατέφυγαν στη συνηθισμένη φυγή τους ως το αποτελεσματικό φάρμακο τής σωτηρίας. Έτσι, έχοντας ενωθεί και συγχωνευτεί σε μια άνανδρη ψυχή, οι χιλιάδες δειλοί, που είχαν το πλεονέκτημα ότι βρίσκονταν πάνω σε ψηλό λόφο, καταδιώκονταν χίλιοι από έναν άνθρωπο από τα οχυρά που έπρεπε να υπερασπιστούν. Όταν έφτασαν στη Χρυσή Πύλη των χερσαίων τειχών, γκρέμισαν το νεόκτιστο τείχος εκεί, έτρεξαν και σκορπίστηκαν, παίρνοντας επάξια τον δρόμο προς το βάραθρο και την απόλυτη καταστροφή. Οι εχθροί, τώρα που δεν υπήρχε κανείς να σηκώσει χέρι εναντίον τους, έτρεχαν παντού και τραβούσαν το σπαθί εναντίον κάθε ηλικία και φύλου. Κανένας δεν ενωνόταν με τον επόμενο για να σχηματίσουν συνεκτική σειρά μάχης, αλλά όλοι ξεχύνονταν και σκορπίζονταν, αφού όλοι τους ήσαν τρομοκρατημένοι.
Ἀνοχευσάμενοι δ᾿ οὖν οἱ πολέμιοι τὴν μετ᾿ ἐκείνην ἡμέραν καὶ τὴν ἐφεξῆς κυριώνυμον, τῇ ὑστεραίᾳ πάλιν τῇ πόλει προσπλέουσι καὶ ταῖς ᾐόσι προσίσχουσιν, ἥτις ἦν δωδεκάτη μὲν τοῦ Ἀπριλλίου μηνός, δευτέρα δὲ τῆς ἕκτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν. μέση μὲν οὖν ἡμέρα, καὶ κατίσχυον τὰ ἡμέτερα, κἂν ἡ ἀκμὴ τοῦ κακοῦ ἰσχυροτέρα τις ἦν καὶ δριμυτέρα τῆς πρότριτα· ἐπεὶ δὲ ἔδει δούλιον ζυγὸν ὑποδῦναι τὴν τῶν πόλεων πασῶν ἄρχουσαν, ἐν κημῷ τε καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας ἡμῶν ἄγξαι θεὸς ἐδικαίωσεν, ὅτι καὶ πάντες ἐξέστημεν ἱερεὺς ὁμοῦ καὶ λαὸς ὡς ἵππος θρασαύχην τε καὶ δυσχάλινος, ἐκ τῶν κλιμάκων μιᾶς, ἥτις ἄγχιστα ἦν τῶν Πετρίων καὶ βασιλέως ἔναντι διεπονεῖτο, ἄνδρες δύο παραδόντες ἑαυτοὺς τῇ τύχῃ πρῶτοι τοῦ ἑταιρικοῦ ἐς τὸν κατ᾿ ὄψιν πύργον καταπηδῶσι καὶ διασοβοῦσι τὸ ἐκεῖσε Ῥωμαίοις φυλακικὸν συμμαχικόν, ἐκ δὲ τούτου διασείσαντες τὴν χεῖρα ἄνωθεν οἷον σύμβολον χαρᾶς καὶ θάρσους τοὺς φυλέτας ἐπέρρωσαν. ἐξίσου δὲ τοῖς εἰς τὸν πύργον ἁλαμένοις καὶ τις ἐκ τῆς ἱππάδος Πέτρος τοὔνομα διὰ τῆς πύλης εἴσεισι τῆς ἐκεῖσε, ὅλας φάλαγγας κλονῆσαι κρινόμενος ἱκανώτατος καὶ τὴν ἀναδρομὴν τοῦ σώματος ὡς γίγας μικροῦ προφαινόμενος ἐννεόργυιος καὶ αὐτὸν δὲ τὸν κάσιν τῆς κεφαλῆς διεσκευασμένον ἔχων κατὰ πόλιν πυργόεσσαν. οὐδὲ κόρυθος τοίνυν μέτωπον ἑνὸς ἀνδρὸς ἱππαστοῦ, καταπληκτικοῦ τὸ εἶδος, ἀξιοθεάτου τὸ μέγεθος, οἱ περὶ τὸν βασιλέα τῷ γένει διάσημοι καὶ τὸ λοιπὸν στράτευμα κατιδεῖν ἐνεγκόντες ἀγαθὸν τοῦ σώζεσθαι φάρμακον τὴν ἐθάδα φυγὴν ὑπειλήφασιν, ὥσπερ εἰς μίαν ἑνισθέντες τε καὶ συντακέντες ἀγεννῆ ψυχήν, ὅθεν εἰς δειλίαν τῶν ὀχυρωμάτων αὐτοῖς τεθειμένων (ἐπὶ γὰρ γηλόφων ὀρθίων ἵσταντο) κατὰ χιλίους ὑφ᾿ ἑνὸς ἐδιώκοντο· καὶ ταῖς χερσαίαις Χρυσέαις πύλαις ἐπιστάντες τῆς πόλεως τὸ νεόδμητον ἐκεῖσε κατασπῶσι τεῖχος ἐκτρέχουσί τε καὶ διασκίδνανται, ὡς ὄφελόν γε τὴν ἐς βάραθρον καὶ πανώλειαν βαδιούμενοι. οἱ δὲ πολέμιοι μηδενὸς εἰς χεῖρας ἰόντος διαθέουσι πολλαχῇ καὶ τὰ ξίφη σπῶσι καθ᾿ ἡλικίας πάσης καὶ γένους παντός, οὐχ εἷς ἑνὶ συνημμένοι καὶ κατὰ σύνταξιν πλείους ἀλληλουχούμενοι, ἀλλὰ διεκκεχυμένοι σποράδες ὡς ἤδη παρὰ πᾶσιν ἐπιφοβώτατοι.
Εκείνο το βράδυ ο εχθρός πυρπόλησε τα ανατολικά τμήματα τής πόλης όχι μακριά από τη Μονή Ευεργέτου. Από εκεί οι φλόγες απλώθηκαν σε εκείνες τις περιοχές που κατεβαίνουν προς τη θάλασσα και καταλήγουν στην περιοχή τής Πύλης Δρουγγαρίου. Αφού λεηλάτησαν το περίπτερο τού αυτοκράτορα και κατέλαβαν χωρίς δυσκολία το παλάτι στις Βλαχέρνες, έστησαν το γενικό τους αρχηγείο στο μοναστήρι των Παντεπόπτη.
Ἑσπέρας δὲ τῷ πυρὶ παραδόντες τὰ πρὸς ἕω καὶ ἔτι πρόσω μικρὸν τῆς τοῦ Εὐεργέτου μονῆς, ὃ καὶ κατενεμήσατο τὰ πρὸς θάλασσαν ἐκεῖθεν ἐπικλινῆ καὶ μέχρι τῶν Δρουγγαρίου καταλήγοντα μέρη τῆς πόλεως, ἐπαναλύουσιν αὖθις καὶ περὶ τὴν μονὴν τοῦ Παντεπόπτου στρατήγιον βάλλουσι, τὴν βασίλειον ἐσκυλευκότες σκηνὴν καὶ αὐτῶν τῶν ἐν Βλαχέρναις ἀρχείων ἀπραγμόνως τε καὶ ἐξ ἐφόδου κεκρατηκότες.
Ο αυτοκράτορας πήγαινε εδώ κι εκεί μέσα από τα στενά δρομάκια τής πόλης, προσπαθώντας να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει τον πληθυσμό που περιπλανιόταν άσκοπα. Ούτε πείθονταν από τις προτροπές του ούτε υπέκυπταν στις ενθαρρύνσεις του, κυριευμένοι όλοι από τον ανεμοστρόβιλο τής απελπισίας. …
Ὁ δὲ βασιλεὺς τῇδε κἀκεῖσε τῶν τῆς πόλεως περιιὼν στενωπῶν ἐπεχείρει μὲν συνιστᾶν καὶ διακροτεῖν πρὸς σύνταξιν τὸν εἰκῇ περιφοιτῶντα λαόν· οἱ δ᾿ οὔτ᾿ ἐπείθοντό οἱ ἐπιρρωννύοντι, οὔθ᾿ ὑπήκουον ἐπιθαρρύνοντι, ἀλλ᾿ ἀπογνώσεως πᾶσιν αἰγὶς ἐπεσέσειστο. …
Όταν είδε ο Δούκας ότι δεν μπορούσε να επιβάλει τίποτε και επειδή φοβήθηκε μήπως τον συλλάβουν και τον βάλουν στα σαγόνια των Λατίνων ως δείπνο ή επιδόρπιο, μπήκε στο Μεγάλο Παλάτι. Ανέβασε σε ένα μικρό ψαροκάικο την αυτοκράτειρα Ευφροσύνη, σύζυγο τού αυτοκράτορα Αλεξίου, και τις κόρες της, μια από τις οποίες αγαπούσε με πάθος [την Ευδοκία] (γιατί είχε συχνά σεξουαλική επαφή από την πρώτη εμφάνιση τριχών στο μάγουλό του, και ήταν αποδεδειγμένος λάγνος στο κρεβάτι, έχοντας απορρίψει δύο παντρεμένες συζύγους) και απέπλευσε από την Πόλη, έχοντας βασιλεύσει δύο μήνες και δεκαέξι ημέρες.
Ἰδὼν τοίνυν ὁ Δούκας ὡς οὐδὲν ὠφελεῖ, καὶ δεδιὼς ἅμα μὴ συλληφθείη καὶ ὡς ὄψον ἢ ἐπιτράγημα ταῖς γνάθοις τῶν Λατίνων προκείσεται, εἴσεισιν ἀρχεῖον τὸ μέγιστον. καὶ δὴ τὴν βασίλισσαν Εὐφροσύνην τὴν τοῦ βασιλέως Ἀλεξίου γυναῖκα καὶ τὰς ταύτης θυγατέρας λεμβαδίῳ ἐνθέμενος, ὧν ἔρωτι μιᾶς προκατείληπτο πολυομίλητος ἐκ πρώτης τριχὸς καὶ ῥυηφενὴς εἰς κοίτας δεικνύμενος καὶ δύο κουριδίους ἀλόχους παρὰ δίκην ἀποπεμψάμενος, τῆς πόλεως ἔξεισι, βασιλεὺσας μῆνας δύο καὶ ἡμέρας ἓξ πρὸς ταῖς δέκα.
Όταν ο αυτοκράτορας τράπηκε σε φυγή με αυτόν τον τρόπο, ένα ζευγάρι νεαρών νηφάλιων και πιο επιδέξιων σε θέματα πολέμου, ο Δούκας και ο Λάσκαρης, που είχαν το ίδιο όνομα με τον πρώτο αυτοκράτορα τής πίστης μας [Κωνσταντίνο], διεκδικούσαν την αρχηγία τού χτυπημένου από την τρικυμία πλοίου, γιατί έβλεπαν τη μεγάλη και φημισμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως το έπαθλο τής Τύχης, ανάλογα με την τυχαία κίνηση ενός σκακιστή. Μπήκαν στη Μεγάλη Εκκλησία, όμορφα ταιριασμένα, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους και συγκρινόμενοι ο ένας με τον άλλον, όπου κανένας δεν είχε να προσφέρει περισσότερα ή λιγότερα από τον άλλον, και θεωρούνταν ισάξιοι, γιατί δεν υπήρχε κανείς να τούς εξετάσει και να τούς κρίνει.
Τοῦ δὲ βασιλέως οὕτω μεταναστεύσαντος νεανιῶν ξυνωρὶς νηφαλίων τε καὶ ἀρίστων τῇ κατὰ πόλεμον δεξιότητι, ὁ Δούκας οὗτοι καὶ ὁ Λάσκαρις, ἀμφοῖν δ᾿ ἡ κλῆσις ὁμώνυμος τῷ ἀρχηγῷ τῆς πίστεως βασιλεῖ, ὡς περὶ νηὸς χειμαζομένης διαφέρονται τῆς ἀρχῆς, τύχης βράβευμα καὶ φορᾶς ἀλογίστου πέττευμα τὸ μέγιστον ὁμοῦ καὶ περίπυστον χρῆμα τὴν τῶν Ῥωμαίων βασιλείαν ὁρῶντες προκείμενον. εἱστήκεισαν οὖν ἀμφήριστοι τὸν Μέγαν εἰσιόντες Νεών, ἁμιλλώμενοί τε ἀλλήλοις καὶ παραβαλλόμενοι, μηδὲν δὲ πλέον ἢ ἔλαττον ἔχοντες, ἀλλὰ τῆς ἴσης ῥοπῆς ἀξιούμενοι, ὅτι μηδ᾿ ἦν ὁ ἀπελέγχων ἢ ἐπικρίνων ἑκάτερον.
Παίρνοντας το ανώτατο αξίωμα με κλήρωση, ο Λάσκαρης αρνήθηκε τα αυτοκρατορικά διακριτικά. Συνοδευόμενος από τον πατριάρχη στο Μίλιον, προέτρεπε συνεχώς τον συγκεντρωμένο λαό, καλώντας τους να προβάλουν αντίσταση. Πίεζε εκείνους που σηκώνουν από τον ώμο και κραδαίνουν το φονικό σιδερένιο τσεκούρι, στέλνοντάς τους στον επικείμενο αγώνα, υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν έπρεπε να φοβούνται την καταστροφή λιγότερο από τούς Ρωμαίους, αν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υποτασσόταν σε άλλο έθνος. Τότε δεν θα εισέπρατταν πια τούς άφθονους μισθούς των μισθοφόρων, ούτε θα έπαιρναν τα φημισμένα τιμητικά δώρα τής αυτοκρατορικής φρουράς και η αμοιβή τους στο μέλλον θα είχε την αξία μιας τρίχας. Αυτά έλεγε ο Λάσκαρης, αλλά ούτε ένα άτομο από τον λαό δεν ανταποκρίθηκε στις κολακείες του. Οι πελεκυφόροι συμφώνησαν να πολεμήσουν για μισθούς, εκμεταλλευόμενοι δόλια και πονηρά το μέγεθος τού κινδύνου για χρηματικό κέρδος, και όταν εμφανίστηκαν οι λατινικές φάλαγγες φορώντας πανοπλίες, τράπηκαν σε φυγή για να σωθούν.
Ἐκ δὲ κλήρου τὸ πρωτεῖον εἰληφὼς ὁ Λάσκαρις τὰ μὲν τῆς βασιλείας οὐ προσίεται σύμβολα, συνεξιὼν δὲ τῷ πατριάρχῃ κατὰ τὸ Μίλιον οὐκ ἀνίει παραινῶν τοῖς συνιοῦσι καὶ σφας ὑποθωπεύων εἰς ἀντιμάχησιν. ἀλλὰ καὶ τοὺς σείοντας ἐξ ὤμων τὰ ἀρεϊκὰ σιδήρια ἐς τὸν προκείμενον ἀγῶνα πέμπων ἐπώτρυνε, μὴ χρῆναι λέγων Ῥωμαίων ἔλαττον ἐκείνους τὸ ἀπολωλέναι δεδιέναι, εἰ πρὸς γένος ἕτερον τὰ Ῥωμαίων μεταρρέψουσι πράγματα· οὐ γὰρ μισθοφορήσουσιν ἔτι ἁδρῶς, οὐδὲ γέρα περιώνυμα τῆς βασιλέων φυλακῆς ἀπολήψονται, ἀλλ᾿ ἐν αἴσῃ καρὸς τετάξονται. καὶ ὁ μὲν πρὸς τούτοις ἦν· ὡς δ᾿ οὔτε τοῦ λεώ τις τῶν φωνῶν ἐπεστρέφετο, καὶ αὐτὸ δὲ τὸ πελεκυφόρον ἐπὶ μισθῷ τὴν σύναρσιν ἐπηγγέλλετο, ἐμπορίας καιρὸν ὑπούλως καὶ ἐπικλόπως τὴν ἀκμὴν τοῦ κινδύνου τιθέμενον, ἤδη δὲ καὶ κατάφρακτοι λατινικαὶ προυφαίνοντο φάλαγγες, ἐκεῖθεν μεθίσταται καὶ τὸ σωθῆναι φυγῇ διατίθησιν.
Οι εχθροί, που περίμεναν το αντίθετο, δεν βρήκαν κανέναν να αποτολμήσει ανοιχτά στη μάχη ή να πάρει τα όπλα για να αντισταθεί. Έβλεπαν ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά τους και ότι όλα ήσαν εκεί για να τα πάρουν. Τα στενά δρομάκια ήσαν ευκολοδιάβατα και τα σταυροδρόμια ανεμπόδιστα, ασφαλή από επίθεση και συμφέροντα για τούς εχθρούς. Ο λαός, παρακινημένος από την ελπίδα να τούς εξευμενίσει, είχε βγει για να τούς υποδεχτεί με σταυρούς και σεβαστές εικόνες τού Χριστού, όπως συνηθιζόταν στα πανηγύρια και τις επίσημες πομπές. Όμως η διάθεσή τους δεν επηρεαζόταν καθόλου από εκείνο που έβλεπαν, ούτε ξεσπούσε στα χείλη τους το παραμικρό χαμόγελο, ούτε το απροσδόκητο θέαμα μετέτρεπε τη ζοφερή και ξέφρενη ματιά και οργή τους σε όψη ευθυμίας. Αντίθετα, λεηλατούσαν ατιμώρητα και έγδυναν τα θύματά τους ξεδιάντροπα, ξεκινώντας από τα κάρα τους. Όχι μόνο τούς έκλεβαν την περιουσία τους, αλλά και τα αντικείμενα που ήσαν αφιερωμένα στον Θεό, όλοι με ξίφη στα χέρια. Οι υπόλοιποι οχυρώθηκαν τριγύρω με αμυντικά όπλα, καθώς τα άλογά τους ξεσηκώνονταν στον ήχο τής πολεμικής σάλπιγγας.
Οἱ δὲ πολέμιοι μηδένα παρὰ δόξαν ὁρῶντες ἰθυμαχοῦντα ἢ ἀντεγχειροῦντα καὶ ὁπλιζόμενον, ἀλλ᾿ εὔοδα τὰ ἐν ποσίν, εὔκολα τὰ ἐν χερσί, τὰ ἐν στενωποῖς εὐδιάβατα, τὰ ἐν τριόδοις ἀπρόσκοπα, ἀπὸ πολέμων ἀσφάλειαν, ἀπὸ πολεμίων ὠφέλειαν, τύχης τινὸς εὐμενοῦς προαγούσης καὶ συλλαμβανούσης πάντας σφίσι προσυπαντᾶν μετὰ σταυρικῶν σημείων καὶ σεπτῶν ἐκτύπων Χριστοῦ, ὡς ἐν πανηγύρεσιν εἴθισται καὶ πομπαῖς, οὐ πρὸς τὴν ὄψιν τῶν ὁρωμένων τὴν τῆς ψυχῆς μεταμορφοῦσι κατάστασιν, οὐδὲ μέχρι χειλέων ὑπεμειδίασαν, οὐδὲ ἡ ἄελπτος ἐκείνη θέα τὸ στυγνὸν καὶ μανιῶδες βλέμμα καὶ ὅρμημα ἐς εἰκόνα μετέχρωσεν ἱλαρότητος, ἀλλ᾿ ἐπρονόμευον ἀδεῶς, ἀλλ᾿ ἐσκύλευον ἀναιδῶς, ἐκ τῶν ὀχημάτων πρώτως ἀρξάμενοι, οὐ τὰ τῶν πολλῶν μόνον χρήματα, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τὰ τῷ θεῷ ἀνακείμενα, ξιφηφόροι πάντες, οἱ δὲ καὶ σκεπαστηρίοις ὅπλοις τοὺς πρὸς σάλπιγγα ἐγειρομένους ἵππους ἑαυτῶν περιφράττοντες.
Πώς άραγε θ΄ αρχίσω να μιλάω για τις πράξεις που έγιναν από αυτούς τούς κακούς ανθρώπους! Αλίμονο! Οι εικόνες που έπρεπε να λατρεύονται, καταπατήθηκαν! Τα λείψανα των ιερών μαρτύρων ρίχτηκαν σε ακάθαρτους χώρους! Τότε έβλεπες εκείνο που ανατριχιάζεις ακούγοντας: το θεϊκό σώμα και το αίμα τού Χριστού να χύνεται και να ρίχνεται στο έδαφος.
Τί δ᾿ ἂν πρῶτον, τί δ᾿ ἔπειτα, τί δ᾿ ὑστάτιον καταλέξαιμι τῶν τηνικαῦτα τολμωμένων παρὰ τῶν παλαμναίων ἐκείνων ἀνδρῶν; ὤ μοι τῆς ἀτίμου τῶν προσκυνητῶν εἰκόνων κατεδαφίσεως καὶ τῆς τῶν λειψάνων τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ παθόντων κατὰ τόπων ἐναγῶν ἀκοντίσεως. τὸ δὲ φρικῶδες καὶ ἀκουόμενον, ἦν ὁρᾶν τὸ θεῖον αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ κατὰ γῆς χεόμενον καὶ ῥιπτόμενον.
Άρπαζαν τις πολύτιμες λειψανοθήκες, έσπρωχναν στον κόρφο τους τα τιμαλφή που αυτές περιείχαν, ενώ χρησιμοποιούσαν τα σπασμένα υπολείμματα για τηγάνια και ποτήρια, πρόδρομοι τού Α-ντίχριστου, πρωτεργάτες και προάγγελοι των αναμενομένων ασεβών του πράξεων. Στην πραγματικότητα λοιπόν, από αυτό το γένος, όπως είχε συμβεί και παλιά, γδυνόταν ο Χριστός και βριζόταν, έβαζαν σε κλήρο τα ιμάτιά του και τα μοιράζονταν, ενώ, χωρίς να τού τρυπούν με λόγχη την πλευρά, έσταζαν και πάλι στο έδαφος ρυάκια αίματος που χυνόταν από τον Θεό.
οἱ δὲ τὰ τιμαλφῆ δοχεῖα τούτων διαρπάζοντες τὰ μὲν διέθραυον καὶ τοὺς ἐγκειμένους κόσμους ἐνεκολπίζοντο, τὰ δὲ εἰς σίτων κανᾶ καὶ οἴνων κεράσματα ταῖς ἑαυτῶν τραπέζαις παρέφερον, οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι καὶ τῶν προσδοκωμένων πανασεβῶν πράξεων ἐκείνου πρωτουργοὶ καὶ προάγγελοι. ἀτεχνῶς τοίνυν ὑπὸ τοῦδε τοῦ γένους ὡς πάλαι ποτὲ καὶ τότε ἀπημφιάζετο Χριστὸς καὶ ὑβρίζετο, καὶ μερισμοὶ καὶ κλῆροι τῶν αὐτοῦ ἱματίων ἐγίνοντο, καὶ μόνον οὐ λογχευόμενος τὴν πλευρὰν θεορρύτου ῥύακας αἵματος εἰς γῆν καὶ πάλιν ἀπέσταζε.
Η περιγραφή των ασεβών πράξεων που διαπράχθηκαν στη Μεγάλη Εκκλησία δεν είναι ευπρόσδεκτη στ΄ αυτιά. Την τράπεζα τής θυσίας, τη φτιαγμένη από κάθε είδους πολύτιμα υλικά και συγχωνευμένη από τη φωτιά σ΄ ένα σύνολο – αναμειγμένων μαζί σε τελειότητα πολύχρωμης ομορφιάς, πραγματικά εξαιρετικής και θαυμαζόμενης απ΄ όλα τα έθνη – την έσπασαν σε κομμάτια και τη μοιράστηκαν οι ιερόσυλοι, όπως έκαναν και με όλους τούς ιερούς εκκλησιαστικούς θησαυρούς, αμέτρητους σε αριθμό και αξεπέραστους σε ομορφιά. Θεώρησαν ότι ήταν κατάλληλο να πάρουν μαζί τους, σαν να ήσαν λάφυρα, τα πανάγια σκεύη και έπιπλα που είχαν κατασκευαστεί με ασύγκριτη κομψότητα και χειροτεχνία από σπάνια υλικά. Επιπλέον, προκειμένου να πάρουν το καθαρό ασήμι που επικάλυπτε το κιγκλίδωμα τού βήματος, τον θαυμαστό άμβωνα και τις πύλες, καθώς κι εκείνο που κάλυπτε πολλά άλλα στολίδια, όπου όλα ήσαν επιμεταλλωμένα με χρυσό, οδήγησαν μέσα στο ίδιο το ιερό τού ναού μουλάρια και γαϊδούρια με σαμάρια. Κάποια από αυτά, μη μπορώντας να κρατηθούν πάνω στα καλογυαλισμένα μαρμάρινα δάπεδα, γλιστρούσαν και τα τρυπούσαν μαχαίρια, έτσι ώστε τα περιττώματα από τα έντερα και το αίμα που χυνόταν να μολύνουν το ιερό δάπεδο.
Τὰ δ᾿ ἐπὶ Νεὼ τοῦ Μεγίστου ἠσεβημένα οὐδ᾿ ἀκοαῖς εἰσιν εὐπαράδεκτα. ἡ μὲν θυωρὸς τράπεζα, τὸ ἐκ πασῶν τιμίων ὑλῶν σύνθεμα συντετηγμένων πυρὶ καὶ περιχωρησασῶν ἀλλήλαις εἰς ἑνὸς ποικιλοχρόου κάλλους ὑπερβολήν, ἐξαισίου τῷ ὄντι καὶ ἀξιαγάστου παρ᾿ ἔθνεσιν ἅπασι, κατετεμαχίσθη καὶ διεμερίσθη τοῖς σκυλευταῖς, ὥσπερ καὶ πλοῦτος ἅπας ὁ ἱερός, ὁ τοσοῦτος τὸ πλῆθος καὶ τὴν ἀγλαΐαν ἀπέραντος. δεῆσαν δ᾿ ἐκκομισθῆναι καθά τινα σῦλα τὰ παναγῆ σκεύη καὶ ἔπιπλα, τὰ τὴν χάριν καὶ τὴν τέχνην ἄμαχα καὶ τὴν ὕλην σπάνια, ἀλλὰ δὴ καὶ τὸν δοκίμιον ἄργυρον, ὃς τὸν τοῦ βήματος θριγκὸν καὶ τὸν οἷον ἐκπλῆξαι ἄμβωνα καὶ τὰς πύλας περιήμπισχε καὶ εἰς παμπόλλους ἄλλους κόσμους περιετέτηκτο, χρυσῷ περιτρεχόμενος ἅπας, ἡμίονοί τε καὶ ὑποζύγια σεσαγμένα μέχρι τῶν ἀδύτων εἰσήγοντο τοῦ νεώ, ὧν ἔνια διωλισθηκότα μηδ᾿ ἐπὶ ποδῶν στῆναι δυνάμενα διὰ τὴν τῶν ἐπιπέδων λίθων στιλπνότητα μαχαίραις ἐξεκεντήθησαν, ὡς ἐκ τῆς τῶν χολάδων κόπρου καὶ τοῦ προχυθέντος αἵματος τὸ θεῖον μολυνθῆναι δάπεδον.
Επίσης μια ανόητη γυναίκα φορτωμένη με αμαρτίες, ακόλουθος των Ερινύων, υπηρέτρια των δαιμόνων, εργαστήριο ανείπωτης μαγείας και κακόφημης γοητείας, που ορθωνόταν αχαλίνωτη απέναντι στον Χριστό, αφού κάθησε πάνω στον πατριαρχικό θρόνο, άρχισε να τραγουδά κι αφού στροβιλίστηκε πολλές φορές, κουνούσε τα πόδια της πέρα-δώθε σε χορό. …
ἀλλὰ καὶ γυναικάριον σεσωρευμένον ἁμαρτίαις, Ἐριννύων ζάκορον, δαιμόνων πρόσπολον, ἀρρήτων τε γοητειῶν καὶ ἐπιρρήτων ἐπῳδῶν ἐργαστήριον, καταστρηνιᾶσαν Χριστοῦ, ἐπὶ τοῦ συνθρόνου καθῖσαν κεκλασμένον ἀφῆκε μέλος καὶ πολλάκις περιδινηθὲν εἰς ὄρχησιν τὼ πόδε παρενεσάλευσε. …
Καθένας λοιπόν υπέφερε. Στα στενά ακούγονταν θρήνοι και «αλίμονο» και κλάματα, στα σταυροδρόμια οδυρμοί και μοιρολόγια στις εκκλησίες, θρήνοι ανδρών, κραυγές απόγνωσης γυναικών, βίαιες χειρονομίες, υποδουλώσεις, διαμελισμοί και βιασμοί σωμάτων που ήσαν μέχρι τότε ενωμένα. Οι ένδοξοι στην καταγωγή κυκλοφορούσαν γυμνοί, οι σεβάσμιοι στα γερατειά τους ήσαν αξιοθρήνητοι, οι πλούσιοι χωρίς περιουσία. Το ίδιο γινόταν στις πλατείες, το ίδιο και στις γωνίες, το ίδιο στους ναούς, το ίδιο και στις κρυψώνες. Γιατί δεν υπήρχε κανένας τόπος που να μην τον είχαν ψάξει ή που να πρόσφερε άσυλο σε όσους κατέφευγαν εκεί.
Ὅθεν ἦν εἰς πόνον ἅπασα κεφαλή, ἐν στενωποῖς θρῆνοι καὶ οὐαὶ καὶ κλαυθμοί, ἐν τριόδοις ὀδυρμοί, ἐν ναοῖς ὀλοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικῶν ὀλολυγαί, ἑλκυσμοί, ἀνδραποδισμοί, διασπασμοὶ καὶ βιασμοὶ σωμάτων συναφῶν πρότερον. οἱ τῷ γένει σεμνοὶ γυμνοὶ περιῄεσαν, οἱ τῷ γήρᾳ γεραροὶ γοεροί, οἱ πλούσιοι ἀνούσιοι. οὕτως ἐν πλατείαις, οὕτως ἐν γωνίαις, οὕτως ἐν τεμένεσιν, οὕτως ἐν καταδύσεσιν· οὐδὲ γὰρ ἦν τις τόπος ἀνεξερεύνητος ἢ ἀσυλίαν τοῖς προσρυομένοις διδούς.
Βασιλιά μου Χριστέ, πόση θλίψη και πόσα κακά βρήκαν τότε τούς ανθρώπους! Και η βουή τής θάλασσας, το σκοτείνιασμα και το μαύρισμα τού ήλιου, η μεταμόρφωση τού φεγγαριού σε αίμα, οι μετακινήσεις των αστεριών, πώς άραγε με κάθε τρόπο δεν είχαν προμηνύσει τις πρόσφατες αυτές συμφορές; Μάλιστα έχουμε δει το βδέλυγμα τής ερήμωσης να στέκεται στον ιερό τόπο, να στρογγυλεύει πορνικά λογίδρια και άλλα πράγματα που κινούνται σίγουρα, αν όχι εντελώς, αντίθετα προς εκείνα τα πράγματα που οι Χριστιανοί θεωρούν ως ιερά και γεννούν τον λόγο τής πίστης.
Χριστὲ βασιλεῦ τῆς τότε θλίψεως καὶ συνοχῆς τῶν ἀνθρώπων. ὁ δ᾿ ἦχος ὁ θαλάττιος, ὁ δὲ τοῦ ἡλίου σκοτασμὸς καὶ ἡ ζόφωσις, ἡ δὲ τῆς σελήνης εἰς αἷμα μεταστροφή, οἱ δὲ τῶν ἀστέρων ἔξεδροι, ὅπῃ καὶ ὅπως οὐ τὰ τελευταῖα ταῦτα κακὰ προεσήμαναν; καίτοι τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τεθεάκαμεν ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ καὶ πορνικὰ στρογγυλίζον λογάρια καὶ τἆλλα, κἂν μὴ ἐπίπαν, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ δήπουθεν μεταβάντα πρὸς τὸ ἀντίστροφον, ὅσα παρὰ Χριστωνύμοις σεμνὰ καὶ τὸν τῆς πίστεως λόγον ἐξευγενίζοντα.
Συνοψίζοντας, τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον τής κληρονομιάς τού Χριστού, χωρίς να δείξουν φιλανθρωπία σε κανέναν, αλλά απογυμνώνοντας όλους από χρήματα και περιουσίες, από σπίτια και ρούχα, χωρίς να τούς αφήσουν τίποτε απ΄ όλα τα αγαθά τους. Έτσι φέρθηκαν ο μπρούτζινος σβέρκος, το αλαζονικό πνεύμα, το σηκωμένο φρύδι, το πάντοτε ξυρισμένο και νεανίζον μάγουλο, το αιμοδιψές δεξί χέρι, το οργισμένο ρουθούνι, το περιφρονητικό μάτι, το ακόρεστο σαγόνι, η γεμάτη μίσος καρδιά, η διαπεραστική και γρήγορη ομιλία που χορεύει σχεδόν πάνω στα χείλη. Πιο αξιοκατάκριτοι ήσαν οι μορφωμένοι και σοφοί μεταξύ των ανδρών, εκείνοι που ήσαν πιστοί στους όρκους τους, που αγαπούσαν την αλήθεια και μισούσαν το κακό, που ήσαν πιο ευσεβείς και πιο δίκαιοι και προσεκτικοί στην τήρηση των εντολών τού Χριστού από εμάς τούς Γραικούς. Και το πιο σημαντικό, εκείνοι που πήραν τον σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια, ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να παρεκκλίνουν προς τα δεξιά, αλλά ότι θα εξοπλιστούν εναντίον των Σαρακηνών και ότι θα βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους. Εκείνοι που είχαν λεηλατήσει την Ιερουσαλήμ και είχαν ορκιστεί να μην παντρευτούν και να μην έχουν σαρκικές σχέσεις με γυναίκες όσο έφεραν τον σταυρό στους ώμους τους, εκείνοι που ήσαν αφιερωμέ-νοι στον Θεό και είχαν αναλάβει ν΄ ακολουθήσουν τα βήματά του.
Τοιαῦθ’, ὡς ἐκ πολλῶν βραχέα δοῦναι τῇ ἱστορίᾳ, οἱ ἐξ ἑσπέρας στρατοὶ κατὰ τῆς Χριστοῦ κληρονομίας παρηνομήκασιν, ἐπ᾿ οὐδενὶ τῶν ὅλων τὸ φιλάνθρωπον ἐνδειξάμενοι, ἀλλὰ πάντας ἀποξενώσαντες χρημάτων καὶ κτημάτων, οἰκημάτων τε καὶ ἐσθημάτων, καὶ μηδενὸς τῶν πάντων μεταδόντες τοῖς ἔχουσι. ταῦτα ὁ χαλκοῦς αὐχήν, ἡ ἀλαζὼν φρήν, ἡ ὀρθὴ ὀφρύς, ἡ ἀεὶ ξυριῶσα καὶ νεανισκευομένη παρειά, ἡ φιλαίματος δεξιά, ἡ ἀκροχολῶσα ῥίν, ὁ μετέωρος ὀφθαλμός, ἡ ἄπληστος γνάθος, ἡ ἄστοργος γνώμη, ἡ τορὴ καὶ τροχαλὴ λαλιὰ καὶ μόνον οὐκ ἐπορχουμένη τοῖς χείλεσι, μᾶλλον δὲ οἱ παρ᾿ ἑαυτοῖς ἐπιστήμονες καὶ σοφοί, οἱ εὔορκοι καὶ φιλαλήθεις καὶ μισοπόνηροι καὶ τῶν Γραϊκῶν ἡμῶν εὐσεβέστεροί τε καὶ δικαιότεροι καὶ τῶν Χριστοῦ διαταγμάτων φύλακες ἀκριβέστεροι, τὸ δὲ πλέον, οἱ τὸν σταυρὸν ἐπ᾿ ὤμων ἀράμενοι καὶ πολλάκις κατὰ τούτου καὶ τῶν θείων λογίων ἐπομοσάμενοι τὰς μὲν τῶν Χριστωνύμων χώρας παρελθεῖν ἀναιμωτί, μὴ προσνεύσαντες ἀριστερά, μηδ᾿ ἐκκλίναντες δεξιά, κατὰ δὲ Σαρακηνῶν ὁπλίσαι τὰς χεῖρας καὶ τὰ ξίφη πορφυρῶσαι τοῖς αἵμασιν, οἳ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐξεπόρθησαν, μηδ᾿ ἀνδρίσασθαι γυναιξὶν ἢ καθ᾿ ὁμιλίαν αὐταῖς συνελθεῖν ἐφ᾿ ὅσον ἂν χρόνον τὸν σταυρὸν ἐπωμάδιον φέρωσιν ὡς ἡγνισμένοι θεῷ καὶ τὴν αὐτοῦ πορείαν στελλόμενοι.
Στην πραγματικότητα εκτέθηκαν ως απατεώνες. Προσπαθώντας να εκδικηθούν για τον Πανάγιο Τάφο, λυσσομανούσαν ανοιχτά εναντίον τού Χριστού και αμάρτησαν ανατρέποντας τον Σταυρό με τον σταυρό που έφεραν στις πλάτες τους, χωρίς ν΄ ανατριχιάζουν που ποδοπατούσαν πάνω του για χάρη ενός μικρού κομματιού από χρυσάφι ή ασήμι. Αρπάζοντας μαργαριτάρια, απέρριψαν τον Χριστό, το πολύτιμο μαργαριτάρι, σκορπίζοντας τον πιο ιερό και άγιο ανάμεσα στα πιο καταραμένα κτήνη.
Ὄντως λογοποιοὶ ἐξεφάνθησαν καὶ τοῦ θείου τάφου διφῶντες ἐκδίκησιν κατὰ Χριστοῦ προδήλως ἐλύττησαν καὶ μετὰ σταυροῦ τὴν τοῦ σταυροῦ κατάλυσιν ἠνομήκασιν, ὃν ἐπινώτιον ἔφερον, τοῦτον πρὸ ποδῶν τιθέναι μὴ φρίττοντες διὰ χρυσίον βραχὺ καὶ ἀργύριον. καὶ μαργαρίτας ἐγκολπιζόμενοι τὸν πολύτιμον μαργαρίτη χριστὸν ἠθετήκασι, τοῖς ἐναγεστάτοις τῶν ζώων τὸν παναγέστατον διασπείραντες.
Όμως οι απόγονοι τού Ισμαήλ [οι Σαρακηνοί] δεν έκαναν έτσι, γιατί φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Ούτε λοιπόν πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε έκαναν ομαδικό τάφο τον άδειο τάφο τού Χριστού, ούτε μετέτρεψαν σε πέρασμα προς τον Άδη την είσοδο στον τάφο που έφερνε ζωή, ούτε αντικατέστησαν τη ζωή με τον θάνατο, την Ανάσταση με την πτώση. Αντίθετα, τούς άφησαν όλους να φύγουν, με αντάλλαγμα την καταβολή μικρού αριθμού χρυσών νομισμάτων. Έπαιρναν μόνο τα χρήματα των λύτρων, αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμη κι αν ήσαν τόσο πολλά, όσοι οι κόκκοι τής άμμου. Έτσι μεγαλόψυχα φέρθηκε προς τούς αλλόπιστους Λατίνους το γένος που μαχόταν τον Χριστό: χωρίς ξίφος, χωρίς φωτιά, χωρίς λιμό, χωρίς διωγμούς, χωρίς απογύμνωση, χωρίς μώλωπες, χωρίς περιορισμούς. Σ΄ εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά οι φιλόχριστοι και ομόθρησκοι, όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα εναντίον τους.
οἱ δ᾿ ἐξ Ἰσμαὴλ οὐχ οὕτως, ὅτι μὴ καὶ πάνυ φιλανθρώπως καὶ προσηνῶς τοῖς ἐκ τοῦ γένους αὐτῶν προσηνέχθησαν τῆς Σιὼν κατισχύσαντες. οὔτε γὰρ γυναιξὶ Λατινίσιν ἐπεχρεμέτισαν, οὔτε τὸ Χριστοῦ κενήριον πολυάνδριον πεσόντων ἔδειξαν, οὐδὲ κάθοδον ἐς ᾅδου τὴν πρὸς τὸν ζωηφόρον τάφον εἴσοδον, οὐδὲ θάνατον τὴν ζωήν, οὐδὲ πτῶσιν τὴν ἀνάστασιν, ἁπαξάπασι δ᾿ ἀνέντες τὴν ἔξοδον χρυσίνοις ἀριθμῷ κατ᾿ ἄνδρα βραχέσιν ἀφώριζον τὰ ζωάγρια, τὰ λοιπὰ τοῖς κεκτημένοις παρέντες, κἂν ψάμμῳ ἦσαν παρόμοια. καὶ τοιῶσδε μὲν τὸ χριστομάχον τοῖς ἀλλοπίστοις Λατίνοις ἐχρήσατο, μὴ ξίφος, μὴ πῦρ, μὴ λιμόν, μὴ διωγμόν, μὴ γυμνότητα, μὴ συντρίμματα, μὴ πιέσματα μεγαλοψύχως σφίσιν ἐπενεγκόν· ἡμῖν δ᾿ ἐκείνως τὸ φιλόχριστον καὶ ὁμόδοξον προσενήνεκται, ὡς ἐπιτρέχοντες εἴπομεν, μηδὲν ἐπεγκαλεῖν ἀδίκημα ἔχοντες.
Ω πόλη, πόλη, καμάρι των πόλεων, ξακουστή σ΄ όλο τον κόσμο, θέαμα πέρα από κάθε λογική, εσύ που γαλουχείς εκκλησίες και δείχνεις την ορθή πίστη, που οδηγείς την ορθοδοξία, που φροντίζεις για την καλλιέργεια τού λόγου και είσαι κατοικία για κάθε καλό. Ω πόλη που ήπιες από το χέρι τού Κυρίου το ποτήρι τού θυμού του! Ω πόλη, που έγινες παρανάλωμα πυρός πολύ πιο αποτελεσματικά από τη φωτιά που έπεσε τα παλιά χρόνια πάνω στην Πεντάπολη! «Με τι να σε συγκρίνω; Προς τι να σε παρομοιάσω; Γιατί το ποτήρι τής καταστροφής σου είναι βαθύ και πλατύ», λέει ο Ιερεμίας, που δάκρυζε καθώς θρηνούσε την αρχαία Σιών. Άραγε ποιες κακοποιές δυνάμεις σε διεκδίκησαν και σε πήραν για κοσκίνισμα; Ποιοι ζηλότυποι και αμείλικτοι εκδικητικοί δαίμονες έχουν κάνει εναντίον σου ταραχώδη επίθεση με άγρια απόλαυση; Αυτοί οι αδυσώπητοι και τρελοί μνηστήρες, που ούτε έφτιαξαν νυφικό κρεβάτι για σένα, ούτε άναψαν γαμήλιο δαυλό για σένα, άραγε μήπως δεν άναψαν τα κάρβουνα τής καταστροφής;
Ὦ πόλις, πόλις, πόλεων πασῶν ὀφθαλμέ, ἄκουσμα παγκόσμιον, θέαμα ὑπερκόσμιον, ἐκκλησιῶν γαλουχέ, πίστεως ἀρχηγέ, ὀρθοδοξίας ποδηγέ, λόγων μέλημα, καλοῦ παντὸς ἐνδιαίτημα. ὢ ἡ ἐκ χειρὸς Κυρίου τὸ τοῦ θυμοῦ πιοῦσα ποτήριον, ὢ ἡ γενομένη πυρὸς μερὶς πολλῷ δραστικωτέρου τοῦ καταιβασίου πάλαι πυρὸς Πενταπόλεως. „τί μαρτυρήσω σοι; τίνι ὁμοιώσω σε; ὅτι ἐμεγαλύνθη ποτήριον συντριβῆς σου,” Ἱερεμίας φησὶν ὁ φιλόδακρυς τὴν πάλαι Σιὼν κοπτόμενος. τίνες κακοποιοὶ δυνάμεις ᾐτήσαντό σε καὶ ἔλαβον εἰς σινίασιν; τίνες ἀλάστορες φθονεροὶ καὶ ἀμείλικτοι κῶμόν σοι ἐπεκώμασαν ἄγριον; ἢ γοῦν ἀνάρσιοι καὶ μανιώδεις ἐρασταὶ παστάδα σοι μὲν οὐκ ἐπλέξαντο, οὐδ᾿ ἀνῆψάν σοι δᾷδα γαμήλιον, ἀφανιστηρίους δ᾿ ἀνέκαυσαν ἄνθρακας;
Ω πλούσια πόλη, κάποτε ντυμένη στο βασιλικό μετάξι και την πορφύρα και τώρα βρώμικη και άθλια και κληρονόμος πολλών κακών, έχοντας ανάγκη από αληθινά παιδιά! Ω πόλη, κάποτε θρονιασμένη ψηλά, που βάδιζες μακριά υψωμένη από το έδαφος, θαυμάσια στη μεγαλοπρέπεια και θελκτική στο ανάστημα. Τώρα τα πολυτελή σου ενδύματα και τα κομψά βασιλικά σου πέπλα έχουν σχιστεί. Το χαρωπό σου βλέμμα έχει σκοτεινιάσει και μοιάζεις με γριά γυναίκα στο καμίνι, σκεπασμένη με στάχτες και με το προηγουμένως λαμπερό και ευχάριστο πρόσωπό σου ν΄ αγκαλιάζεται τώρα από χαλαρές ρυτίδες. Δεν θα μιλήσω για εκείνους που έβαλαν λόγια στη μουσική τής λύρας και τραγούδησαν τις συμφορές σου και, μεθυσμένοι από κρασί, μετέτρεψαν την τραγωδία σου σε κωμωδία, κάνοντας επάγγελμα την κωμική απαγγελία των μαρτυρίων σου: τα χτυπήματα τα δοσμένα με τη γροθιά και το πόδι, τούς μώλωπες και τα μαυρισμένα μάτια, που σού επιφέρουν κάθε ώρα τής ημέρας. Γιατί με το θέλημα τού Θεού προκάλεσες τη ζήλεια των ανόητων εθνών, ή μάλλον, εκείνων των ανθρώπων που δεν αποτελούν στην πραγματικότητα έθνη, αλλά σκοτεινές και διάσπαρτες φυλές, τις οποίες, αν και δεν γέννησες εσύ τις περισσότερες, όμως τις ανύψωσες και τούς διέθεσες το λίπος τού σταριού.
Ὢ ἡ πολύγονος καὶ βύσσον καὶ πορφύραν ἠμφιεσμένη βασίλειον, πιναρὰ δ᾿ ἀρτίως καὶ αὐχμηρὰ καὶ πολλῶν κακῶν κληροῦχος καὶ τέκνων τῶν γνησίων χατίζουσα. ὢ ἡ πρώην ὑψίθρονος καὶ βιβῶσα μακρὰ καὶ μετέωρα, μεγαλοπρεπὴς τὸ εἶδος, ἀξιοπρεπεστέρα τὸ μέγεθος, νυνὶ δὲ κατερραγμένη καὶ διερρηγμένη τοὺς χλιδῶντας χιτῶνας καὶ τὰ κομψὰ καὶ ἀρχικὰ κρήδεμνα καὶ τὸ ὄμμα ἀπεσβεσμένη τὸ χαροπὸν καὶ γρηῒ καμινοῖ ἴση ἐκ τοῦ κατησβολῶσθαι πυρὶ καὶ ῥυτίσι χαλαραῖς ηὐλακισμένη τὴν στιλπνὴν καὶ τερπνὴν ὄψιν πρότερον. ἐῶ γὰρ λέγειν τοὺς πρὸς λύραν ἐντείνοντάς τε καὶ ψάλλοντας τὰ σὰ δυσπραγήματα καὶ κωμῳδίαν τιθεμένους τὴν σὴν τραγῳδίαν ἐν τῷ τὸν οἶνον προσίεσθαι καὶ βίου τέχνην ποιουμένους τὴν γελοιώδη τῶν κακῶν σου ἀφήγησιν, τοὺς κονδυλισμούς τε καὶ πτερνισμούς, ἔτι δὲ τὰς ἀθετήσεις καὶ τὰ ὑπώπια, ἅ σοι καθ᾿ ὥραν πᾶσαν προστρίβονται, παρεζηλωμένῃ θεόθεν ἐπὶ μὴ ἐχέφροσιν ἔθνεσιν, ἢ οὐδ᾿ ἔθνεσιν ἀληθῶς, ἀλλ᾿ ἀμυδροῖς καὶ σποραδικοῖς γένεσιν, ὧν τὰ πλείω εἰ μὴ ἐγέννησας, ἀλλ᾿ ὕψωσάς τε καὶ στέατος πυροῦ μετέδωκας.»
Πρβλ. Count Paul Riant, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, 2 τόμοι, Γενεύη, 1877-78 και F. de Mely, τομ. 3 (Παρίσι, 1903), που εξετάζουν τη διακίνηση στη δύση ιερών λειψάνων που είχαν αποκτηθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Υπάρχει ακόμη μια περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα για την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1204) σε επικήδειο λόγο που εκφωνήθηκε από τον μητροπολίτη Εφέσου Νικόλαο Μεσαρίτη περίπου το 1213, για τον αδελφό τού Ιωάννη, που πέθανε το 1207. Βλέπε Aug. Heisenberg, Neue Quellen zur Gesch. des lateinischen Kaisertums und der Kirchenunion, I: Der Epitaphios des Nikolaos Mesarites auf seinen Bruder Johannes, Μόναχο, 1923, σελ. 41-48. Για τον Μεσαρίτη βλέπε Glanville Downey, Nikolaos Mesarites: Description of the Church of the Holy Apostles at Constantinople, Φιλαδέλφεια, 1957 (Transactions of the American Philosophical Society, νέα σειρά, τομ. 47, μέρος 6), όπου γίνεται αναφορά στις διάφορες μελέτες τού Heisenberg.
Για τις κατηγορίες ιεροσυλίας που αποδίδεται ότι διέπραξαν οι Λατίνοι όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, βλέπε J. Darrouzès, «Le Mémoire de Constantin Stilbès contre les latins», Revue des études byzantines, xxi (1963), 81-86. 98-99.
- [←44]
-
Ο ίδιος ο Βαλδουΐνος περιέγραψε την ίδρυση τής Λατινικής αυτοκρατορίας σε μακροσκελή, ρητορική επιστολή του προς τον Ιννοκέντιο Γ΄, Inn. III, Epp., an. VII, αριθ. 152, PL 215, 447-54. Πρβλ. Gesta Inn. III, κεφ. xci, PL 214, col. cxlibc, Tafel και Thomas, Urkunden, I (1856), έγγραφο cxxii, σελ. 501-11, Villehardouin, Conquête, 256-61, επιμ. Faral, II, 60-68, Robert de Clari, παρ. xcv και εξής, επιμ. Lauer, σελ. 92 και εξής.
Nικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, τὰ μετά τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως συμβάντα τοῖς Ρωμαίοις, 6 (CSHB, Βόννη, σελ. 789-90):
Όμως η γνώμη τού Ντάντολο, δόγη τής Βενετίας, ήταν ότι η επιλογή έπρεπε να αφεθεί σε ψηφοφορία. Επιλέχθηκαν οι πέντε ευγενέστεροι υποψήφιοι από το γαλλικό και το λομβαρδικό έθνος και επίσης πέντε από τούς Ενετούς. Η ψήφος τής πλειοψηφίας επικράτησε και ο κλήρος τής αυτοκρατορίας έπεσε στον Βαλδουίνο, κόμη τής Φλάνδρας, αλλά ήταν γνωστό ότι ο Ντάντολο είχε χειραγωγήσει το αποτέλεσμα μέσω απάτης και εξαπάτησης.
«Δόξαν δὲ τῷ Βενετίας δουκὶ τῷ Δανδούλῳ εἰς ψῆφον ἀπολυθῆναι τὴν πρόβλησιν, ἐκλέγονται ψηφηφόροι πέντε μὲν ἐκ τοῦ τῶν Φραγγίσκων καὶ Λαμπάρδων γένους, οἱ παρ᾿ ἐκείνοις ἄριστοι, ἐκ δὲ τῶν Βενετίκων ὁμοίως ἕτεροι πέντε. καὶ τῆς τῶν πλειόνων ψήφου κρατησάσης ὁ τῆς ἀρχῆς ἔπεσε κλῆρος πρὸς Βαλδουῖνον τὸν τῆς Φλάντρας κόμητα, πλήν, ὡς ᾔδετο παρὰ πᾶσι, κατὰ δόλον τε καὶ περίνοιαν τοῦ δουκὸς Βενετίας Δανδούλου.
Καθώς ο ίδιος ήταν τυφλός και γι’ αυτόν τον λόγο είχε αποκλειστεί από τον κατάλογο των αυτοκρατορικών υποψηφίων, ο Ντάντολο ήθελε να διοικείται η αυτοκρατορία από κάποιον που θα ήταν ευγενικός με τούς τρόπους του και όχι πολύ φιλόδοξος στην αποφασιστικότητά του να κυβερνήσει. Η μεγαλύτερη ανησυχία του ήταν ότι τα εδάφη που παραχωρούνταν στον μελλοντικό αυτοκράτορα ήσαν εξαιρετικά απομακρυσμένα από τα σύνορα τής Βενετίας, έτσι ώστε, αν ο αυτοκράτορας και οι Ενετοί συγκρούονταν κάποτε, ο αυτοκράτορας δεν θα μπορούσε να καλέσει τις μεγαλύτερες δυνάμεις του από κοντά και να διεισδύσει εύκολα στα σύνορα τής Βενετίας, καταπατώντας και λεηλατώντας αυτά ατιμώρητα. Ήξερε ότι ο μαρκήσιος Βονιφάτιος, που καταγόταν από τη Λομβαρδία, είχε τη δύναμη να κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Η Λομβαρδία βρίσκεται στην παραλία και μπορεί κανείς εύκολα να πλεύσει από εκεί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δεδομένου ότι η Λομβαρδία συνορεύει με τη Βενετία, θα μπορούσε εύκολα να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στους Ενετούς. Έτσι ο Ντάντολο παρακινήθηκε από τέτοιες σκέψεις που δεν ήσαν εντελώς παράλογες, και εκείνα τα πράγματα, που πολλοί από αυτούς που έβλεπαν δεν μπορούσαν να αντιληφθούν καθαρά, αυτός που ήταν αόμματος διέκρινε μέσα από τα μάτια τού μυαλού του και απέτρεψε τον μαρκήσιο Βονιφάτιο. Με την κοινή υποστήριξη των Ενετών και των Γάλλων, επέλεξε τον Βαλδουίνο, γνωρίζοντας ότι καταγόταν από την κάτω Γαλλία και ότι τα σύνορα Γαλλίας και Βενετίας ήσαν τόσο μακριά το ένα από το άλλο, όσο μακριά ήταν η Βενετία από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επιπλέον ο Βαλδουίνος έδειχνε απόλυτο σεβασμό στον Ντάντολο και συμπεριφερόταν απέναντί του ως πατέρα. Δεν είχε μακρά εμπειρία σε κρατικές υποθέσεις, λόγος για τον οποίο ο Ντάντολο δεν εμπιστευόταν τον μαρκήσιο.
Πηρὸς γὰρ ὢν οὗτος τὰς ὄψεις καὶ τοῦ κλήρου κατὰ τοῦτο τῶν ἀρξόντων διαγραφεὶς ἠβούλετο χειρίζειν τὴν βασιλείαν τὸν τὸ ἦθός τε ἱλαρώτερον καὶ μὴ τὸ φρονεῖν ἀρχικώτερον, τὸ δ᾿ ἐν μείζονι παρ᾿ ἐκείνῳ μᾶλλον σπουδῇ, καὶ τὴν ἰδίαν χώραν κληρούμενον τῶν τῆς Βενετίας ὅρων διισταμένην κατὰ πολύ, ὡς εἴ ποτε διχονοήσειαν ἀλλήλοις βασιλεὺς καὶ Βενέτικοι, μὴ εἴη ἐκ τοῦ σχεδὸν βασιλεῖ δυνάμεις πλείους οἰκειακὰς μεταπέμπεσθαι ἢ γοῦν εὐμαρῶς εἰσιέναι τὰ Βενετίκων ὅρια καὶ ταῦτα ὁπωσδὴ κατατρέχειν καὶ σίνεσθαι, ἃ δὴ πάντα ᾔδει πρὸς ἰσχύος ἔχοντα δρᾶν τὸν Βονιφάτιον μαρκέσιον ἐκ Λαμπαρδίας τὴν γένεσιν ἕλκοντα· Λαμπαρδίαν δὲ οἰκεῖσθαι παράλιον καὶ ῥᾳδίας εἶναι τὰς ἐκεῖθεν εἰς τὴν Ῥωμαίων ἐκπλοίας, καὶ Βενετίᾳ δὲ ἀγχουροῦσαν πολλὰ ἂν κατ᾿ εὐπέτειαν Βενετίκοις κακουργεῖν ἀποτρόπαια. ὑπ᾿ ἐννοιῶν τοίνυν τοιῶνδε μὴ πάντῃ ἀλογίστων κεκινημένος ὁ Δάνδουλος, καὶ τὰ πολλοῖς τῶν ὁρώντων δυστέκμαρτα ταῖς τοῦ νοῦ καταλαμβάνων ὁράσεσιν ὁ πηρὸς ἐκεῖνος τὰς κόρας τοῦ σώματος παρεκρούσατο μὲν τὸν Βονιφάτιον μαρκέσιον, τῶν δὲ Βενετίκων καὶ τῶν Φραγγίσκων εἰς μίαν συνδραμόντων γνώμην τὸν Βαλδουῖνον ἀνθείλετο, εἰδὼς ἐκ τῶν κάτω Γαλλιῶν ὁρμώμενον, Γαλλιῶν δὲ καὶ Βενετίας ἐς τοσοῦτον τοὺς ὅρους ἀφεστάναι, ἐς ὅσον Βενετία Ῥωμαίων ἀποσχοινίζεται, καὶ ἅμα οἱ Βαλδουῖνον ὅλῃ ψυχῇ προσκεχηνότα καὶ ἀσμένως ὡς πατρὶ προσφερόμενον, μήτε μὴν ὑπὸ χρονίας γυμνασίας ἐντακέντα πράγμασιν, ὁποῖον ἠπίστατο τὸν μαρκέσιον· οὐ γὰρ πω Βαλδουῖνος τριάκοντα καὶ δύο ἔτη γεγένητο.»
Edm. Faral στο Revue historique, clxxvii (1936), 573-75. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 4-7, 11-12. L. Usseglio, Ι Marchesi di Monferrato, II (1926), 242-44. Jean Longnon, L’ Empire latin de Constantinople (1949), σελ. 49-51.
Για την ίδρυση τής «αυτοκρατορίας σε εξορία» τής Νικαίας βλέπε τη σημαντική μελέτη τού B. Sinogowitz, «Über das byzantinische Kaisertum nach dem Vierten Kreuzzuge, 1204-1205», Byzantinische Zeitschrift, XLV (1952), 345-56, που δείχνει ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, όχι ο αδελφός του Θεόδωρος, αυτός που ανακηρύχθηκε «αυτοκράτορας» στην Αγία Σοφία στις 13 Aπριλίου 1204, ύστερα από τη φυγή τού Αλέξιου Ε΄ την προηγούμενη νύχτα. Ο Κωνσταντίνος πέθανε στις αρχές τής άνοιξης τού 1205 και ο Θεόδωρος τον διαδέχθηκε ως αυτοκράτορας. Για τούς λόγους που εξηγεί ο Franz Dölger, στο ίδιο, LII (1959), 445, είναι καλύτερο να μην αποκαλούμε τον πρώτο Λασκαρίδη αυτοκράτορα «Κωνσταντίνο ΙΑ΄» (όπως κάνουν κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί), γιατί αυτό θα έκανε τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα τουλάχιστον Κωνσταντίνο ΙΔ΄.
- [←45]
-
Fotheringham, Marco Sanudo, σελ. 22-24.
- [←46]
-
Villehardouin, Conquête, 263, επιμ. Faral, II, 68, 70. Robert de Clari, Conquête, xcvi-xcvii, επιμ. Lauer, σελ. 93-95. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 7-9. Longnon, L’ Empire latin, σελ. 51-53.
- [←47]
-
Inn. III, Epp. an. VΙΙ, αριθ. 152, PL 215, 447–54. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxii, σελ. 501-11.
- [←48]
-
Ο πάπας απείλησε τούς Γενουάτες με απαγόρευση. Inn. III, Epp., an. VΙΙ, αριθ. 147, στην PL 215, 433, με ημερομηνία 4 Noεμβρίου 1204. Πρβλ. Ogerio Pane, Annales, στο L. T. Belgrano και C. Imperiale (επιμ.), Annali genovesi di Caffaro e de’ suoi continuatori, II (1901), σελ. 93, που παρατίθεται από τον Fotheringham στο Marco Sanudo (1915), σελ. 39-40.
- [←49]
-
Inn. III, Epp. an. VΙΙ, αριθ. 201, PL 215, 510D-511A. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxvii, σελ. 520-21.
- [←50]
-
Inn. III, Epp. an. VΙΙ, επ. 203, PL 215, 516A. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxix, σελ. 527, με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1205 [Potthast, Regesta, αριθ. 2382, τομ. I, σελ. 205 και στο ίδιο, an. VII, VI id. Febr.], στο Tafel και Thomas, Urkunden, Ι, έγγραφο cxxxiv, σελ. 536, με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1205 [Potthast, Regesta, αριθ. 2407 (τομ. I, σελ. 206)].
- [←51]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, αριθ. 202, PL 215, 511-12. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxviii, σελ. 521-23. Gesta Innocentii, κεφ. xcvii (PL 214, col. cxliiia).
- [←52]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 153, PL 215, 454-55. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxiv, σελ. 516-17. Potthast, Regesta, αριθ. 2321 (τομ. I, σελ. 200).
- [←53]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 154, PL 215, 456-61: 456A. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxv, σελ. 518-19. Potthast, Regesta, αριθ. 2324 (τομ. I, σελ. 200).
- [←54]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 164, PL 215, 471-72. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxvi, σελ. 519-20. Potthast, Regesta, αριθ. 2339 (τομ. I, σελ. 201).
- [←55]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφα cxliv-cxlv, σελ. 547-51. Πρβλ. Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 203 (PL 215, 516C). Potthast, Regesta, αριθ. 2382 (τομ. I, σελ. 205), επιστολή με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1205. Οι νεοεκλεγέντες «εφημέριοι» τής Αγίας Σοφίας, τούς οποίους αποκήρυξε ο πάπας, ορκίστηκαν όλοι εφεξής να δέχονται μόνο Ενετούς (ή κληρικούς που είχαν υπηρετήσει δέκα χρόνια σε ενετικές εκκλησίες) στην κοινότητα κληρικών τού καθεδρικού ναού τής Κωνσταντινούπολης.
Οι όρκοι των έντεκα εγγράμματων εφημερίων (με ημερομηνία 8 Mαϊου 1205) και των τεσσάρων αγράμματων, «που … δεν μπορούν να γράψουν» (qui … scribere non potuerunt) (με ημερομηνία 14 Mαίου), γράφτηκαν δεόντως στη Λευκή Βίβλο και στη Βίβλο Συμφώνων (Libri Albus et Pactorum) στη Βενετία [Tafel και Thomas, Urkunden, I, 547, 550 και Tafel και Thomas, Der Doge Andreas Dandolo … Mit den Original-Registern des Liber Albus, des Liber Blancus und der Libri Pactorum, ανάτυπο από τα Πρακτικά τής Βασιλικής βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών (Abhandlungen der Königlich Bayerischen Akademie der Wissenschaften), Μόναχο, 1855, σελ. 36, 67].
- [←56]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 203 [PL 215, 515BCD]. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxix, σελ. 527. Potthast, Regesta, αριθ. 2382 (τομ. I, σελ. 205) και Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxxiv, σελ. 536. Potthast, Regesta, αριθ. 2407 (το τελευταίο έγγραφο δεν υπάρχει στον Migne). Πρβλ. Gesta Innocentii, κεφ. xcvi (PL 214, cols. cxliid-cxliiia). Devastatio Constantinopolitana, επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes (1873), σελ. 92. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 14-15. Leo Santifaller, Beiträge zur Geschichte des Lateinischen Patriarchats von Konstantinopel (1204-1261) und der venezianischen Urkunde, Weimar, 1938, σελ. 25-28, Historisch-Diplomatische Forschungen, τομ. 3. Για την εκλογή τού Μοροζίνι και τις προσπάθειες των Ενετών να ελέγξουν το λατινικό πατριαρχείο παρά την αντίθεση τού Ιννοκέντιου Γ΄ βλέπε Robert Lee Wolff, «Politics in the latin Patriarchate of Constantinople, 1204-1261», Dumbarton Oaks Papers, VIII (1954), 227-42.
- [←57]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 203-204, PL 215, 512D-517AB. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφα cxxix-cxxx, σελ. 524-29.
Potthast, Regesta, αριθ. 2382-83 (τομ. I, σελ. 205):
«… Οι Ενετοί κληρικοί, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται εκλεγμένοι εφημέριοι τής εκκλησίας τής Αγίας Σοφίας, … [δεν] είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε εκλογή … επομένως, όσον αφορά αυτή την εκλογή, αποφασίσαμε σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο να την αρνηθούμε, με κοινή συνηγορία των αδελφών μας, και έχουμε επιλέξει και επιβεβαιώσει … τoν ίδιo υποδιάκονό μας [Θωμά Μοροζίνι] … ως πατριάρχη τής ίδιας Εκκλησίας» [PL 215, 516CD].
(…clerici Venetiarum, qui ecclesiae Sanctae Sophiae se canonicos electos appellant, … [non] jus habuerant eligendi … propter quod electionem ipsam, de communi fratrum nostrorum consilio, curavimus in publico consistorio reprobare … eundem subdiaconum nostrum [Thomam Maurocenuum] … elegimus et confirmavimus eidem Ecclesiae patriarcham)
Στις 5 Mαρτίου 1205 ο Τομμάζο Μοροζίνι χειροτονήθηκε διάκονος, στις 26 τού μηνός ιερέας, στις 27 επίσκοπος και στις 30 τού μηνός πήρε το αρχιεπισκοπικό ένδυμα. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 16.
Για την προσωπική εμφάνιση τού Μοροζίνι βλέπε Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν… (Urbs capta), 12 (CSHB, Βόννη, σελ. 824) και De Signis CP, I, στο ίδιο, σελ. 854-855:
Αυτός φορούσε το πατρικό του φόρεμα: ήταν κεντημένο και υφαντό, ώστε να εφαρμόζει σφιχτά στο σώμα, αλλά χαλαρό στο στήθος και τούς καρπούς. Τα γένια του ήσαν ξυρισμένα πιο απαλά απ’ όσο αν αφαιρούνταν με αποτριχωτικό, έτσι ώστε η επιφάνεια των μάγουλών του να μη δίνει καμία ένδειξη για την πρώτη εμφάνιση τριχών, αλλά να μοιάζει με χωράφι απογυμνωμένο από καλλιέργειες.
«ἦν δὲ οὗτος ἐσθῆτά τε τὴν πάτριον περικείμενος, συνυφασμένην μικροῦ τῷ σώματι καὶ ῥαφιδουμένην ἑκάστης τὰ εἰς καρποὺς καὶ τὸ στῆθος ἀφιεῖσαν ἄνετον, καὶ τὸ γένειον ξυρόμενος δρώπακος ἀκριβέστερον, ὡς εἶναι τὸ τῶν παρειῶν ἐδάφιον μηδ᾿ ὑποφαιούμενον ὅλως ταῖς πρώταις ἀνατολαῖς τῶν τριχῶν, ἀλλ᾿ ὡς ληϊστὸν παντάπασιν ἄχλοον.»
Ο Μοροζίνι αποτελούσε αντικείμενο ιδιαίτερης αντιπάθειας για τούς Έλληνες. Πρβλ. Longnon, L’ Empire latin, σελ. 84, 95.
- [←58]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφα cxix-cxx, σελ. 448, 452. Instrumentun concordiae, στην PL 215, 519BC.
- [←59]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 206 [PL 215, 520AC]. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxxi, σελ. 530. Potthast, Regesta, αριθ. 2398 (τομ. I, σελ. 206).
- [←60]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 206 [PL 215, 520B]. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxxi, σελ. 530.
- [←61]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 206 [PL 215,520D-521AB]. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxxi, σελ. 531. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1205, αριθ. 9, τομ. xx (Λούκκα, 1747), σελ. 208.
- [←62]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 207 [PL 215, 521CD]. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxxii, σελ. 532. Potthast, Regesta, αριθ. 2399 (τομ. I, σελ. 206).
- [←63]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙ, επ. 208 [PL 215, 521D-523A]. Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxxiii, σελ. 532-34. Potthast, Regesta, αριθ. 2406, 2408 (τομ. I, σελ. 206, 207).
- [←64]
-
Inn. III, Epp., an. ΙΧ, επ. 142 (PL 215. 967). Tafel και Thomas, Urkunden, II (1856), έγγραφο clxxiii, σελ. 31-34, με χωρίο παρατιθέμενο από τη σελ. 34. Potthast, Regesta, αριθ. 2867 (τομ. I, σελ. 245). Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1206, αριθ. 5. τομ. XX (Λούκκα, 1747), σελ. 233. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 75-78 και Wolff, «Politics in the latin Patriarchate…, 1204-1261», Dumbarton Oaks Papers, VIII (1954), 256-58.
- [←65]
-
Villehardouin, Conquête, παρ. 258, 264, επιμ. Faral, II (1939), σελ. 64, 70, Tafel και Thomas, Urkunden, I (1856), σελ. 461 και έγγραφο cxxvi, σελ. 513.
- [←66]
-
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν… (Urbs capta), 6, CSHB, Βόννη, σελ. 787-88:
Όταν άρχισαν να ρίχνουν κλήρο για τις πόλεις και τις επαρχίες, ήταν θαύμα να βλέπεις και να γίνεσαι μάρτυρας για κάποιο διάστημα τής αξεπέραστης απώλειας κάθε λογικής αυτών των παραπλανημένων ανθρώπων, ή όπως θα ήταν ίσως πιο κατάλληλο να πούμε, τής διαταραχής τους. Σαν να είχαν ήδη εγκατασταθεί ως βασιλείς των βασιλέων και κρατούσαν στα χέρια τους όλη την υδρόγειο, ανέθεταν σε φορολογικούς εκτιμητές να καταγράψουν τις φορολογούμενες ρωμαϊκές γαίες, θέλοντας να γνωρίζουν εκ των προτέρων τα ετήσια εισοδήματά τους πριν τις κατανείμουν με κλήρο, ενώ χώρισαν αμέσως τις ηγεμονίες και τις εξουσίες που απολάμβαναν άλλα έθνη και βασιλείς. Ακόμη και η Αλεξάνδρεια, πλούσια μεταξύ των πόλεων, που βρίσκεται κοντά στον Νείλο, μπήκε στην κλήρωση, όπως και η Λιβύη και τα εδάφη που εκτείνονται από τη Λιβύη μέχρι τη Νουμιδία και το Κάδιθ, συμπεριλαμβανομένων Πάρθων και Περσών, των ανατολικών Ιβήρων, των εδαφών τής Ασσυρίας και τής Υρκανίας, και όλα τα εδάφη που χωρίζονται από τα νερά των μεγαλύτερων ποταμών. Ούτε οι βόρειες περιοχές δεν εξαιρέθηκαν από τον κλήρο, αλλά και αυτές κατανεμήθηκαν. Ένας συνέχαιρε τον εαυτό του για την καλή του τύχη και επαινούσε τις πόλεις που τού είχαν παραχωρηθεί ως πλούσιες σε άλογα και ξεχειλίζουσες από φορολογικά έσοδα, ενώ άλλος φούσκωνε που είχε κερδίσει άλλα αγαθά τής τύχης και δεν έπαυε ποτέ να εκφράζει τον θαυμασμό του. Μερικοί μάλωναν για τις πόλεις που τούς είχαν παραχωρηθεί και αντάλλασσαν μεταξύ τους πόλεις και εδάφη. Ορισμένοι άλλοι, που είχαν μεγάλες ελπίδες ότι θα κέρδιζαν το Ικόνιο με κλήρο, φιλονικούσαν έντονα.
«Ὡς δὲ καὶ κλήρους πόλεων καὶ χωρῶν ἤρξαντο βάλλειν, ἦν ἰδέσθαι καὶ θέσθαι διὰ πλείστου ὅτι τοῦ θαύματος ἀνδρῶν τυφομανῶν μὴ ξυμβλητὴν ἀπόνοιαν, εἴτ᾿ οὖν παράνοιαν εἰπεῖν οἰκειότερον. ὡς γὰρ βασιλέων ἤδη βασιλεῖς καθεστῶτες καὶ τὸ περίγειον ἅπαν ἐν χερσὶν ἔχοντες τοῖς μὲν Ῥωμαϊκοῖς σχοινίσμασιν ἀπογραφεῖς ἐπέστησαν, γνῶναι πρότερον τὰς ἐπετείους ἀποφορὰς θέλοντες, εἶθ᾿ οὕτω κατὰ πάλους αὐτὰ μερίσασθαι, τὰς δὲ παρ᾿ ἄλλοις ἔθνεσι καὶ βασιλεῦσι καρπουμένας ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας ἐκ τοῦ αὐτίκα διείλοντο. ἥ τε οὖν ἐν πόλεσιν εὐδαίμων καὶ πρὸς τῷ Νείλῳ κειμένη Ἀλεξάνδρεια τῷ κλήρῳ ὑπέκειτο καὶ Λιβύη, καὶ Λιβύης τὰ ἐς Νομάδας καὶ Γάδειρα παρατείνοντα, Πάρθοι τε καὶ Πέρσαι, ἔτι δὲ καὶ Ἴβηρες ἑῷοι καὶ Ἀσσυρία γῆ καὶ Ὑρκάνιος, καὶ ὅσα οἱ πρὸς ἕω μέγιστοι ποταμοὶ τοῖς ὕδασι διειλήφασιν. ἀλλ᾿ οὐδὲ τὰ πρὸς βορρᾶν νενευκότα κλίματα εἰάθη ἀκλήρωτα, ἀλλὰ κἀκεῖνα οἱ αὐτοὶ διενείμαντο. καὶ ὁ μὲν ὡς ἱπποτρόφους καὶ φόροις περιβριθεῖς ἃς ἐκληρώσατο πόλεις δι᾿ ἐπαίνου ἐτίθετο καὶ τοῦ κλήρου ἑαυτὸν ἐμακάριζεν, ὁ δὲ ὡς κομώσας ἄλλοις ἀγαθοῖς θαυμάζων οὐκ ἔληγεν. οἱ δὲ καὶ περὶ κλήρου πόλεων ἤρισαν καὶ ἀντέδοσαν ἄλλοις ἕτεροι καὶ ἀντέλαβον πόλεις καὶ ὅρια. τινὲς δὲ καὶ μάλα δόξαν ἀσπάσιον τὸ Ἰκόνιον εἰς κλῆρον εἰληφέναι διηγωνίσαντο.
Έστειλαν πύλες τής πόλης στους συμπατριώτες τους στη Συρία, καθώς και κομμάτια τής αλυσίδας που απλωνότα μπροστά στο λιμάνι εμποδίζοντας την είσοδο σε αυτό, ενώ έστειλαν αγγελιοφόρους παντού για να αναγγείλουν την άλωση τής πόλης.
Καὶ πύλας τῆς πόλεως καὶ τέμαχος τῆς ἁλύσεως, ἣ διαταθεῖσα ξυνεῖχε τὸν ναύσταθμον, τοῖς ἐν Συρίᾳ ὁμογενέσι μετὰ πλοίων πεπόμφασι καὶ διαφῆκαν ἀγγέλους ἁπανταχῇ τὴν τῆς πόλεως διατρανώσοντας ἅλωσιν».
Όμως ο Νικήτας αποδίδει στους Λατίνους μεγαλύτερες εδαφικές φιλοδοξίες από εκείνες που πραγματικά είχαν.
- [←67]
-
Villehardouin, Conquête, παρ. 264-65, Πρβλ. 262, επιμ. Faral, II, σελ. 70, 72, 68. Η Μαργαρίτα τής Ουγγαρίας αποκαλείται Μαρία από τον Ιννοκέντιο Γ΄ καθώς και από τούς Έλληνες [Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν… (Urbs capta), 6 (CSHB, Βόννη, σελ. 792)]. O Aubrey of Trois-Fontaines την αποκαλεί Μαργαρίτα. πρβλ. τη χωρίς ημερομηνία επιστολή τού Ιννοκέντιου (τέλος Αυγούστου 1205;) προς τη Μαρία, «κάποτε αυτοκράτειρα Κωνσταντινουπόλεως» (quondam Constantinopolitana imperatrix) στο Inn. III, Epp., an. VΙΙΙ, αριθ. 134 (PL 215,714). Potthast, Regesta, αριθ. 2574 (τομ. I, σελ. 221). Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1205, αριθ. 8. τομ. xx (Λούκκα, 1747), σελ. 208.
- [←68]
-
Villehardouin, Conquête, 265, 272-82, επιμ. Faral, II, σελ. 70, 72. 80-90, Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 20-25, L. Usseglio, Ι Marchesi di Monferrato, σελ. 247-49, Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 58-60.
- [←69]
-
Villehardouin, Conquête, 283-88. επιμ. Faral, II, 92-96. Η Μαργαρίτα αποκαλούνταν συχνά αυτοκράτειρα, λόγω τού προηγούμενου γάμου της με τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο.
- [←70]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I (1856), έγγραφο cxxiii, σελ. 513, 514:
«… το νησί τής Κρήτης, που υποσχέθηκε να δώσει ή να παραχωρήσει σε εμένα ο αυτοκράτορας Αλέξιος [πιθανώς στην Κέρκυρα], ο γιος τού νεκρού τώρα Ισαάκιου, που υπήρξε κάποτε αυτοκράτορας … και ολόκληρο το φέουδο [μέσα ή κοντά στη Θεσσαλονίκη], το οποίο ο επίσης νεκρός αυτοκράτορας Μανουήλ έδωσε στον πατέρα μου [εννοεί στον αδελφό μου] … εγώ αφήνω με κάθε δικαιοδοσία στην πληρέστατη εξουσία σας. … Εσείς επί τού παρόντος πρέπει να δώσετε σε μένα χίλια μάρκα ασήμι και τόσες κτήσεις στα μέρη τής δύσης [δηλαδή από το Imperii Constantinopolitani, επιστρέφοντας έτσι στον Βονιφάτιο την πόλη και την επικράτεια τής Θεσσαλονίκης, την οποία είχε μόλις παραχωρήσει στους Ενετούς, για το οποίο πρβλ. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 25-27], που να αποδίδουν ετησίως 10.000 χρυσά υπέρπυρα…»
(…de insula Crete, que michi data vel promissa sive concessa fuit per Alexium imperatorem, filium Ysachii quondam defuncti Imperatoris … et de toto feudo quod et Manuel quondam defunctus Imperator dedit patri [fratri?] meo … me foris facio cum omni iurisdictione et in vestra plenissima potestate relinquo. … Vos ad presens michi dare debetis mille marchas argenti et tantas possessiones a parte occidentis quarum redditus sint decem milium yperperorum aureorum … annuatim. …).
Πρβλ. Usseglio, ό. π., II, 249.
Yπάρχουν δύο κλασσικά χωρία στους παρατιθέμενους χρονικογράφους, που περιγράφουν το φέουδο τού αδελφού τού Βονιφάτιου στη Θεσσαλονίκη: Ο Robert τού Torigny, ηγούμενος τού Mont S. Michel (de Monte), γράφοντας αμέσως μετά το γεγονός (πέθανε το 1186), αναφέρει ότι
«Ο αυτοκράτορας Μανουήλ τής Κωνσταντινούπολης έδωσε στον Ραϊνέριο, τον γιο τού Γουλιέλμου, ηγεμόνα τού Μομφερράτ, την κόρη του. … Και όταν είπε ότι ποτέ δεν θα παντρευτεί άλλην, εκτός αν επρόκειτο να γίνει βασιλιάς [!] … [ο αυτοκράτορας] έστεψε τον Ραϊνέριο … και τού έδωσε τον τίτλο [=φέουδο] τής Θεσσαλονίκης, που είναι η μεγαλύτερη δύναμη στο βασίλειό του μετά την πόλη τής Κωνσταντινούπολης»
(Manuel Imperator Constantinopolitanus dedit Rainerio, filio Willermi principis Montis Ferrati, filiam suam. … Que cum diceret, se numquam alicui nupturam, nisi esset rex [!] … [Imperator] fecit coronari Rainerium … et dedit ei honorem [= feudum] Thesolonicensium, qui est maxima potestas regni sui post civitatem Constantinopolitanam)
[Cronica (Χρονικά), ad ann. 1180 (1179), στο MGH, SS., VI (1844), σελ. 528, ΙΙ. 17-22 και στις Rolls Series, IV (1889), σελ. 28 και εξής, ad ann. 1180].
Ο επίσκοπος Sicard τής Κρεμόνα, στα Χρονικά (Cronica) που γράφτηκαν περί το 1210-1212, λέει ότι
«έστειλε [δηλαδή ο πατέρας του, ο μαρκήσιος Γουλιέλμος] να δουν στην Κωνσταντινούπολη τον Ραϊνέριο, που ήταν όμορφος νέος και τού υποσχέθηκε [δηλαδή ο αυτοκράτορας Μανουήλ] ότι μαζί με την αυτοκρατορική κόρη του θα έπαιρνε επίσης το στέμμα τής Θεσσαλονίκης»
(Rainerium adolescentem decorum aspectu Constantinopolim misit, qui promissam imperialem filiam pariter cum Salonicensi corona suscepit)
[MGH, SS., XXXI (1903), σελ. 173]. Πρβλ. Usseglio, ό. π., I, 156-57.
Παρά το γεγονός ότι ο Νέριο τού Μονφερράτ δεν υπήρξε ποτέ «βασιλιάς Θεσσαλονίκης», ονομάστηκε καίσαρ από τον Μανουήλ.
Πρβλ. Nικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Βασιλεία Αλεξίου τού Πορφυρογεννήτου, τού υιού τού βασιλέως Μανουήλ τού Κομνηνού (Alexius, Manuelis Comneni Filius), 4, στο CSHB, Βόννη, σελ. 300:
Ήταν κατεξοχήν η πορφυρογέννητη Μαρία, ετεροθαλής αδελφή τού αυτοκράτορα Αλεξίου, εκείνη που μαζί με τον καίσαρα, τον Ιταλό σύζυγό της [Ρενιέ], ενθάρρυναν τον Ανδρόνικο να προχωρήσει γενναία.
«Διαφερόντως δὲ αὐτὸν παρεκρότει καὶ θαρραλέως προσιέναι διένυττεν ἡ πορφυρογέννητος Μαρία ἡ τοῦ βασιλέως Ἀλεξίου ἑτεροθαλὴς ἀδελφὴ καὶ ὁ παριαύων ταύτῃ καῖσαρ ἐξ Ἰταλῶν ὁρμώμενος».
Πρβλ. επίσης William of Tyre, Historia transmarina, XXII, 4, στο PL 201, 850. O Νέριο λοιπόν προφανώς απέκτησε τότε κάποια περιουσία ή ίσως ένα κανονικό βυζαντινό «φέουδο» (πρόνοια), στο οποίο αναφέρεται ο Βονιφάτιος στο έγγραφο τής 12ης Aυγούστου 1204, στο οποίο το patri (πατέρας) φαίνεται ότι είναι λάθος τού γραφέα αντί για fratri (αδελφός), πράγμα που ήταν αρκετά εύκολο να γίνει σε κείμενο που γραφόταν καθ΄ υπαγόρευση. πρβλ. όμως Fotheringham, Marco Sanudo, 26-35 και Antonio Carile, «Partitio terrarum imperii Romanie», Studi veneziani (του Fondazione Giorgio Cini, Βενετία), VII (Φλωρεντία, 1965-66), 139, σημείωση 81, 152-53, 156 και εξής.
Στις 12 Aυγούστου ο Βονιφάτιος εισέπραξε την άμεση πληρωμή 1.000 μάρκων ασημιού, για την οποία έδωσε απόδειξη στους Μάρκο Σανούντο και Ραβάνο ντάλλε Κάρτσερι [δημοσιευμένο από τον V. Cervellini με σχολιασμό στο Nuovo Archivio veneto, νέα σειρά, XVI (1908), 262-78, το κείμενο στη σελ. 274-75, παραπομπή από Fotheringham]. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν προφανώς με την μεγαλύτερη ταχύτητα και με τη μεγαλύτερη μυστικότητα. Με το σύμφωνο τής 12ης Aυγούστου 1204 η Κρήτη μετατράπηκε σε άμεση εξάρτηση τής Βενετίας και ο τοπάρχης (podestà) στην Κωνσταντινούπολη δεν είχε εξουσία επί τού νησιού [Borsari, Studi sulle colonie veneziane (1966), σελ. 21].
- [←71]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxi, σελ. 487-88, 493 (η κεντρική Ελλάδα στους σταυροφόρους) και σελ. 468-69, 490 (ο Μοριάς στους Ενετούς). Το μερίδιο τού Βονιφάτιου στην κατάτμηση δεν περιγράφεται στη συνθήκη [πρβλ. Tafel και Thomas, I, 460]. Με εξαίρεση μερικούς σημαντικούς τόπους όπως το Διδυμότειχο και η Τραϊανούπολη, ακριβώς δυτικά από τον ποταμό Μαρίτσα (Έβρο), η μεγάλη εδαφική έκταση προς τα δυτικά μέχρι τον Βαρδάρη (Aξιό) δεν κατανέμεται με τη συνθήκη, επιτρέποντας έτσι σιωπηρώς (ex silentio) την κυριαρχία τού Βονιφάτιου στη Θεσσαλονίκη. Όλοι γνώριζαν ποιο θα ήταν το μερίδιο τού Βονιφάτιου. Πρβλ. Gunther of Pairis, στο Paul Riant, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, I (1877), 109 και Jean Longnon, Journal des Savants, 1946, σελ. 78 και εξής.
- [←72]
-
Πρβλ. Latein Kaiserreich, σελ. 31.
- [←73]
-
Villehardouin, Conquête, 289-99, επιμ. Faral, II, σελ. 96-106.
- [←74]
-
Gunther of Pairis (Αλσατίας), Historia Constantinopolitana, xviii, xix, επιμ. Riant, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, I (1877), 104, 107-8, Robert de Clari, Conquête, cvi, επιμ. Lauer (1924), σελ. 101-2 και πρβλ. Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 54-55.
- [←75]
-
Πρβλ. Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 29-30, Heyd, Hist. du commerce du Levant, I (1885, ανατύπ. 1967), 269 και εξής, Longnon, L’ Empire latin, σελ. 49-50, 60, 61-62, Carile, «Partitio terrarum imperii Romanie», Studi veneziani, VII (1965-66), 157 και εξής, που διαφωνεί με τούς προκατόχους του σε διάφορες λεπτομέρειες. Όλες οι ιδιαιτερότητες των τελικών σχεδίων τής κατάτμησης ποτέ πιθανώς δεν θα διευκρινιστούν απόλυτα.
- [←76]
-
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν… (Urbs capta), 13, CSHB, Βόννη, σελ. 828:
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, γόνος διακεκριμένης οικογένειας και επιφανής, επειδή συνδεόταν με γάμο με την αυτοκρατορική οικογένεια, τον ανέτρεψε [τον Μαυροζώμη], φόρεσε τα κόκκινα πέδιλα και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων από όλες τις ανατολικές πόλεις.
«…Ὁ δὲ Λάσκαρις Θεόδωρος, ὡς γένει διαπρεπέστατος καὶ κήδει βασιλείῳ περίδοξος, ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται καὶ βασιλεὺς Ῥωμαίων ὑφ᾿ ὅλων τῶν ἑῴων ἀναγορεύεται πόλεων.
Ο Δαβίδ Κομνηνός στρατολόγησε Παφλαγόνες και κατοίκους τής Ηράκλειας Ποντικής και προσέλαβε ως μισθοφόρους μια μεραρχία Ιβήρων που ζούσαν στις όχθες τού ποταμού Φάση. Με αυτούς υπέταξε κωμοπόλεις και πόλεις, και εξυψώνοντας τον ίδιο του τον αδελφό που ονομαζόταν Αλέξιος, έγινε πρόδρομος και κήρυκάς του. Θα περνούσε τον χρόνο του στις περιοχές τής Τραπεζούντας και, όπως ο παροιμιώδης Ύλας, επικαλούνταν το όνομά του αλλά δεν τον έβλεπαν ποτέ.
Ὁ δ᾿ ἐκ Κομνηνῶν Δαυὶδ στρατολογήσας Παφλαγόνας καὶ οἳ τὴν Ποντικὴν οἰκοῦσιν Ἡράκλειαν καὶ μοῖραν μισθωσάμενος Ἰβήρων τῶν πινόντων τοῦ Φάσιδος κώμας καὶ πόλεις ὑπεποιεῖτο καὶ τὸν οἰκεῖον μεγαλύνων κασίγνητον, ᾧ ἡ κλῆσις Ἀλέξιος, πρόδρομος ἐκείνου καὶ προκῆρυξ ἐγίνετο. ὁ δὲ ἔμελλεν ἀεὶ χρονίζων ἐν τοῖς τῆς Τραπεζοῦντος μέρεσι καὶ παροιμιακὸς ἐδείκνυτο Ὕλας, φωνούμενος καὶ μὴ ὀπτανόμενος.
Όταν αυτός ο Δαβίδ πλησίασε τη Νικομήδεια στέλνοντας δύναμη υπό τη διοίκηση ενός απλού νεαρού, που ονομαζόταν Συναδηνός, ο Λάσκαρης μάζεψε τα στρατεύματά του και βγήκε εναντίον του. Δίνοντας την εντύπωση ότι έπαιρνε το πατημένο και επίπεδο μονοπάτι αλλά παρακάμπτοντάς το, πήρε άλλο που ήταν τραχύ και δύσκολα βατό και έπεσε πάνω στον Συναδηνό απαρατήρητος. Έχοντας κατανικήσει τον νεαρό με αυτόν τον τρόπο, τον αιχμαλώτισε, σκόρπισε τα στρατεύματά του και επικράτησε τού Δαβίδ για να προχωρήσει όχι μακρύτερα από την Ηράκλεια Ποντική.
Ἐπεὶ δὲ καὶ τῇ Νικομήδους ὁ Δαυὶδ οὗτος προσεπέλασε διά τινος αὐτῷ στρατηγοῦντος μείρακος, Συναδηνοῦ τὴν ἐπίκλησιν, στράτευμα ξυναγείρας ὁ Λάσκαρις κατ᾿ αὐτοῦ ἔπεισι, διὰ μὲν τῆς τετριμμένης καὶ λείας ἔμφασιν δοὺς πορεύεσθαι, ἐκπεριελθὼν δὲ τραχεῖαν ἄλλην καὶ δύσβατον καὶ προσπεσὼν ἀφώρατος τῷ Συναδηνῷ. ὅθεν καταστρατηγήσας οὕτω τὸν νεανίαν αὐτὸν τε συνείληφε καὶ τὸ ἐκείνου στράτευμα διεσκέδασε καὶ τὸν Δαυὶδ μὴ περαιτέρω προϊέναι τῆς Ποντικῆς Ἡρακλείας παρέπεισε…».
Πρβλ. τού ιδίου, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν… (Urbs capta), 16, σελ. 842, 844-48 και Wm. Miller, Trebizond: The Last Greek Empire, Λονδίνο, 1926, σελ. 17-18.
- [←77]
-
Για το μερίδιο τού αυτοκράτορα στην κατάτμηση τής Eλληνικής αυτοκρατορίας (Partitio regni Graeci) βλέπε Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxi, σελ. 473-79, 491-92 και πρβλ. K. v. Spruner και Th. Menke, Hand-Atlas f. die Gesch. d. Mittelalters u. d. neueren Zeit, 3η έκδοση, Γκότα, 1880, χάρτης υπ’ αριθ. 86 και σελ. 40. Πρβλ. τη συμφωνία τού Οκτωβρίου 1205 μεταξύ τού Ενετού ποντεστά στη Ρωμανία Μαρίνο Ζένο και τού τότε αντιβασιλέα τής αυτοκρατορίας Ερρίκου [Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο clx, σελ. 571-73], που προέβλεπε περαιτέρω όρους για την κανονικοποίηση των ενετικών-αυτοκρατορικών σχέσεων [Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 69-71]. Φαίνεται ότι ο αυτοκράτορας είχε αποκτήσει το μερίδιο των σταυροφόρων στην πρωτεύουσα, γιατί ένα έγγραφο στις 7 Aπριλίου 1231 δείχνει ότι αυτός κατείχε τα πέντε όγδοα τής πόλης: «civitatis Constantinopolitane quinque partibus de octo artibus pro sua parte remanentibus Imperatori» [Tafel και Thomas, Urkunden, II, έγγραφο cclcxvii, σελ. 283]. Για την οργάνωση τής ενετικής αποικίας στην Κωνσταντινούπολη πρβλ. Heyd, Hist. du commerce du Levant, I, 285-89, 296, καθώς και τις εργασίες των Brown, Thiriet και Borsari που αναφέρονται πιο πάνω.
- [←78]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxi, σελ. 464-73, 489-91. Η παραχώρηση στη Βενετία των Ωρεών και τής Καρύστου («Oreos [et] Caristos») έχει εσφαλμένα θεωρηθεί ότι αποτελούσε παραχώρηση όλης τής Εύβοιας, αν και αργότερα η Δημοκρατία επέκτεινε την επιρροή της σε ολόκληρο το νησί. Πρβλ. Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1946, σελ. 82, 154.
Για πλήρη συζήτηση τής συνθήκης κατάτμησης και τής νέας έκδοσης τού κειμένου συμβουλευθείτε τον Carile, «Partitio terrarum imperii Romanie», Studi veneziani, vii (1965-66), 125-305 και βλέπε επίσης J. K. Fotheringham, Marco Sanudo (1915), σελ. 36-38, καθώς και τον χάρτη υπ’ αριθ. 86 στο Hand-Atlas τού Spruner-Menke, 3η έκδοση (1880).
Οι Ενετοί απέκτησαν επίσης κάποια κυριαρχία επί των νησιών τού Αιγαίου μέσω αριθμού εκστρατειών τής ίδιας εποχής αλλά ασυντόνιστων, η πρώτη από τις οποίες έλαβε χώρα το καλοκαίρι τού 1206. Πρβλ. Andrea Dandolo, Chron. ad ann. 1206-1207, στο νέο Muratori, RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938 και εξής), 282:
«… Πολλοί ευγενείς, καθώς και άλλοι συνεργαζόμενοι με αυτούς [δηλαδή άλλοι Λατίνοι ευγενείς, ιδιαίτερα Ενετοί], αποφάσισαν να εισβάλουν τολμηρά σε πόλεις τής Ελλάδας και πλέοντας χωριστά ο Μάρκο Σανούντο και οι οπαδοί του απέκτησαν τα νησιά Νάξος, Πάρος, Μήλος και Σαντορίνη και ο Μαρίνο Ντάντολο την Άνδρο».
(… Plerique nobiles, ceteris sibi conligatis, Grecie opida audacter invadere statuunt et segregatim navigantes Marcus Sanuto cum suis sequacibus insulas Nixie, Parii, Melli et Sancte Herini adeptus est, et Marinus Dandulo Andram.)
Όταν ο Ντάντολο λέει ότι οι Ενετοί ευγενείς «έπλευσαν χωριστά» (segregatim navigantes), το εννοεί.
Με την πιο σημαντική από τις εκστρατείες αυτές ο περιπετειώδης Μάρκο Α΄ Σανούντο κέρδισε το διάσημο δουκάτο τής Νάξου περί το 1207, ενώ ύστερα από αυτόν οι απόγονοί του έφεραν το δουκικό σκήπτρο τού Αρχιπελάγους (του Αιγαίου πελάγους) για περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Τούς διαδέχθηκαν βίαια οι Κρίσπι το 1383. Εικοσιένας δούκες των δύο δυναστειών κυβερνούσαν ως υποτελείς, πρώτα των Λατίνων αυτοκρατόρων, ύστερα των Βιλλεαρδουΐνων πριγκήπων τής Αχαΐας και στη συνέχεια των Ανδεγαυών τής Νάπολης και τού Τάραντα. Διατηρούσαν όμως κάποιο είδος ανεξαρτησίας, μέχρις ότου έγιναν φόρου υποτελείς στην Υψηλή Πύλη.
Ο τελευταίος χριστιανός δούκας, ο Τζάκοπο Δ΄ Κρίσπο, εκθρονίστηκε το 1566 από τον σουλτάνο Σελήμ Β΄, ο οποίος διόρισε ως τελευταίο δούκα τού Αρχιπελάγους τον Πορτογάλο Εβραίο Ιωσήφ Νάσι. βλέπε γενικά Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 570-649, με πολλά σφάλματα, Fotheringham, Marco Sanudo (1915), σελ. 41-51, 56-79 και ιδιαίτερα R.J. Loenertz, «Marino Dandolo, seigneur d’ Andros…», Orientalia Christiana periodica, xxv (1959), 165-68 και εξής.
Με εξαίρεση τον Μαρίνο Ντάντολο, τον πρώτο Λατίνο άρχοντα τής Άνδρου, οι κατακτητές τού Αρχιπελάγους δεν απέτιαν φόρο τιμής στον δούκα τής Νάξου: ούτε ο Τζερεμία Γκίζι, άρχοντας Σκιάθου, Σκοπέλου και Σκύρου, ούτε ο Αντρέα Γκίζι, άρχοντας Τήνου και Μυκόνου θεώρησαν ποτέ τον εαυτό τους ως υποτελή τού Μάρκο Σανούντο (μάλιστα ξεκίνησαν ως υποτελείς τού Λατίνου αυτοκράτορα). Οι Γκίζι κατείχαν την Τήνο και τη Μύκονο μέχρι το 1390, όταν ανέλαβε τα νησιά η Βενετία [David Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, Παρίσι, 1971, σελ. 237 και εξής].
Καμιά νησιωτική δυναστική οικογένεια δεν έχει μελετηθεί γενεαλογικά περισσότερο από τούς Γκίζι, για τούς οποίους οι ιστορικοί τού Αιγαίου οφείλουν ιδιαίτερη υποχρέωση στον R. J. Loenertz, «Genealogie des Ghisi, dynastes venitiens dans l’ Archipel, 1207-1390», Orientalia Christiana periodica, xxviii (1962), 121-72, 322-35. Ο Loenertz έχει τώρα παράσχει λεπτομερή έκθεση τής ιστορίας και γενεαλογίας τής οικογένειας Γκίζι στο βιβλίο του, Les Ghisi, dynastes vénitiens dans l’ Archipel (1207-1390), Φλωρεντία, 1975, ενώ έχει επίσης δείξει ότι η κατάληψη τού νησιού τής Αστυπάλαιας («Stampalia») από τούς Κουρίνι (Querini) δεν χρονολογείται ούτε από το 1207 ούτε από το 1310, όπως συνήθως αναφέρεται, αλλά μόλις από το 1413 και ότι ο γενεαλογικός πίνακας των Κουρίνι, όπως παρέχεται στο Ηopf, Chroniques greco-romanes (1873), είναι μη πλήρης και ανακριβής. βλέπε Loenertz, «Les Querini, comtes d’Astypalée, 1413-1537», Orientalia Christiana periodica, xxx (1964), 385-97 και «Les Querini, comtes d’ Astypalée et seigneurs d’ Amorgos, 1413-1446-1537», στο ίδιο, xxxii (1966), 372-93. Τον Ιούλιο και Αύγουστο τού 1446 οι Κουρίνι αγόρασαν το νησί τής Αμοργού.
Καθώς γίνονταν κατανομές εδαφών ύστερα από την 4η Σταυροφορία, Γενουάτες πειρατές είχαν οχυρά στην Κέρκυρα και στην Κρήτη, καθώς και στην πόλη τής Μεθώνης, που ήταν από καιρό πειρατικό καταφύγιο. Η Βενετία χρειάστηκε λοιπόν να πάρει αυτούς τούς τόπους με τη βία από τον πιο αποφασισμένο εχθρό της. Ύστερα από αγώνα τεσσάρων ετών (1207-1211), κατόρθωσε να αποσπάσει την Κρήτη από τον Ενρίκο Πεσκατόρε, τον Γενουάτη κόμη τής Μάλτας [Fotheringham, ό. π., σελ. 81-87]. Για συνοπτικό διάγραμμα των νησιωτών δυναστών Πρβλ. K. M. Setton, «The Latins in Greece και the Aegean…», Cambridge Medieval History, IV-1 (1966), 425 και εξής.
- [←79]
-
«Quarte partis et dimidie tocius imperii Romanie dominator» [Dandolo, Chron., ad ann. 1204, στο RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938 και εξής), 279-80]. Στον τίτλο αυτό σημειώστε ότι το “dimidie” (dimidicie) είναι επίθετο: ο δόγης έγινε «κύριος ενός τετάρτου και μισού» (δηλαδή μισού τετάρτου), πράγμα που σημαίνει ότι οι Ενετοί έλεγχαν τα τρία όγδοα τής πρώην Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι δόγηδες χρησιμοποιούσαν τον τίτλο μέχρι το 1346. Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, I (1905), 489. Πρβλ. Tafel και Thomas, Urkunden, II, σελ. 4, 18, 47, 55, 90 και άλλα.
Για τον τίτλο τού δεσπότη βλέπε Γεώργιο Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 8, CSHB, Βόννη, σελ. 15 και επιμ. Aug. Heisenberg, Georgii Acropolitae opera, I, (Λειψία, 1903), σελ. 13:
Όπως ανέφερα, ο εν λόγω αυτοκράτορας Αλέξιος έφτασε στη Θεσσαλονίκη και έγινε δεκτός από την κουνιάδα του, η οποία ήταν Ουγγρικής καταγωγής αλλά είχε παντρευτεί τον αυτοκράτορα Ισαάκιο μετά τον θάνατο τής συζύγου του. (Όσοι την είδαν, έλεγαν ότι ήταν πολύ όμορφη στην όψη.) Τώρα, όταν οι Ιταλοί χώρισαν τα εδάφη τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε πολλά μέρη, ο Βαλδουίνος, που ήταν από τη Φλάνδρα, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, ενώ ο δόγης τής Βενετίας, που βρισκόταν και αυτοπροσώπως εκεί, κράτησε όχι μικρή μερίδα και τιμήθηκε με τον τίτλο τού δεσπότη, που τού έδινε το δικαίωμα να έχει το ένα τέταρτο και το μισό τέταρτο τού συνόλου που είχε αποκτήσει η φυλή των Φράγκων. Δεδομένου ότι ο μαρκήσιος είχε φέρει αξιόλογη δύναμη στη συμμαχία, τιμήθηκε από τον Βαλδουίνο τής Φλάνδρας ως βασιλιάς Θεσσαλονίκης, και πήρε για σύζυγο την εν λόγω Μαρία τής Ουγγαρίας, η οποία είχε προηγουμένως παντρευτεί τον αυτοκράτορα Ισαάκιο.
«ἀφίκετο μέν, ὡς εἰρήκειν, εἰς Θεσσαλονίκην ὁ εἰρημένος βασιλεὺς Ἀλέξιος καὶ ὑπεδέχθη παρὰ τῆς αὐτοῦ νύμφης, ἣ ἐξ Οὔγγρων μὲν ὥρμητο, ἐπεγαμβρεύθη δὲ τῷ βασιλεῖ Ἰσαακίῳ μετὰ τὴν τῆς γυναικὸς αὐτοῦ τελευτήν· ἣν καὶ ὡραίαν πάνυ τῷ εἴδει οἱ κατιδόντες ἔφασκον εἶναι. τῶν γοῦν Ἰταλῶν εἰς πολυμέρειαν τὰ τῆς Ῥωμαΐδος κληρωσαμένων καὶ τοῦ μὲν ἐκ Φλάντρας ὡρμημένου Βαλδουΐνου βασιλέως ἀναγορευθέντος, τοῦ δὲ δουκὸς Βενετίας, ὃς καὶ αὐτοπροσώπως συνῆν, μερίδα οὐ σμικρὰν ἐσχηκότος καὶ δεσποτικῷ ἀξιώματι τιμηθέντος ἔχειν τε ἐξ ὅλου πρὸς τὸ ὅλον, ὃ τὸ τῶν Φράγγων ἐκτήσατο γένος–τὸ τέταρτον καὶ τοῦ τετάρτου τὸ ἥμισυ, ἐπειδὴ καὶ ὁ μαρκέσιος ἀξιόλογον μοῖραν τῇ συμμαχίᾳ ἦν ἐνεγκάμενος, ῥὴξ Θεσσαλονίκης παρὰ τοῦ Φλάντρα τετίμητο, προσλαβόμενος καὶ γυναῖκα τὴν δηλωθεῖσαν Μαρίαν τὴν ἐξ Οὐγγρίας, πρότερον προσηρμοσμένην Ἰσαακίῳ τῷ βασιλεῖ.»
Πρβλ. Sam. Romanin, Storia documentata di Venezia, II (Βενετία, 1854), 184-85 και ιδιαίτερα. R. Cessi, «L’ Eredita di Enrico Dandolo», Archivio veneto, 4η σειρά LXVII (1960), 11 και εξής, για τις προσωπικές απόψεις τού Ντάντολο για την θεσμική του θέση στη νέα αυτοκρατορία, καθώς και για εκείνες των δόγηδων που τον διαδέχθηκαν.
- [←80]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο cxxi, σελ. 480-88, 492-93 (ιδιαίτερα σελ. 488, 493): «καί τὸ ὅριον Άθηνῶν σὺν τῇ Μεγάρων επισκέψει». Η Θήβα και η Βοιωτία δεν αναφέρονται σε αυτό το έγγραφο. Πρβλ. Spruner-Menke, Hand-Atlas, χάρτης υπ’ αριθ. 86, Ferdinand Gregorovius, Gesch. d. Stadt Athen im Mittelalter…, μετάφρ. και επιμ. Σπ. Π. Λάμπρος, 2 τόμοι, Aθήνα, 1904, Ι, 378, Gerland, Latein Kaiserreich, σελ. 30.
Ο λατινικός όρος οrium στα ελληνικά είναι το ὅριον, εδαφική διαίρεση για φορολογικούς υπολογισμούς. Πρβλ. Mιχαήλ Χωνιάτη, Ὑπομνηστικόν προς τον αύτοκράτορα Άλέξιον (Γ΄) (Άγγελον) Κομνηνόν, επιμ. Georg Stadtmüller, Michael Choniates, Metropolit von Athen, Ρώμη, 1934, σελ. 283 και σημείωση στη σελ. 289 και πρβλ. με Tafel και Thomas, Urkunden, I, έγγραφο lxxxv, σελ. 264-65 για την παραχώρηση εμπορικών προνομίων από τον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο προς τον Ενετό δόγη Ενρίκο Ντάντολο: «Orion Patron et Methonis. Orion Corinthii, Argus et Nauplii. Orion Thebarum … Orion Athenarum…».
Για τούς διοικητικούς όρους ἐπίσκεψις (στα λατινικά pertinentia) και ὅριον βλέπε Carile στο Studi veneziani, VII, 228, 229.
- [←81]
-
Corpus chronicorum Flandriae, στο Tafel και Thomas, Urkunden, I, σελ. 302 και πρβλ. Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 63, 64.
- [←82]
-
Gunther of Pairis, Historia Constantinopolitana, xx, στο Exuviae sacrae Constantinopolitanae, I (1877), 109, Tafel και Thomas, Urkunden, I, σελ. 457.
- [←83]
-
Inn. III, Epp. an. VΙΙΙ, Ι, αριθ. 70, PL 215, 636-37, Potthast, Regesta, αριθ. 2512, τομ. Ι, σελ. 215.
- [←849]
-
Inn. III, Epp. an. VΙΙ, ep. 71, PL 215,637-38, Potthast, Regesta, αριθ. 2513, τομ. I, σελ. 215, έγγραφο προφανώς με ημερομηνία 25 Mαϊου 1205. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1205, αριθ. 11, τομ. xx (Λούκκα, 1747), σελ. 209.
- [←85]
-
Ep. Imp. Henrici fratri suo Gaudefrido missa, γραμμένη τον Σεπτέμβριο τού 1206, στο Tafel και Thomas, Urkunden, II, έγγραφο clxvi, σελ. 37-42.
Ο Νικήτας Χωνιάτης μαρτυρά επίσης τον βασανισμό και τον θανατο τού αυτοκράτορα Βαλδουΐνου, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν (Urbs capta), 16, CSHB, Βόννη, σελ. 847-48:
Ο Βαλδουίνος συνελήφθη ζωντανός και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Μυσία, απ’ όπου τον οδήγησαν στο Τίρνοβο, όπου τον έριξαν στη φυλακή και έβαλαν δεσμά στον τράχηλό του.
«…ὁ δὲ Βαλδουῖνος χειροῦται καὶ ζωγρίας ἐς Μυσίαν ἀπάγεται κἀκεῖθεν ἐς Τέρνοβον κομισθεὶς εἱρκτῇ παραδίδοται καὶ δεσμοὺς ἕως τραχήλου ὑφίσταται.»
[Urbs capta, 10, στην επιμ. CSHB, Βόννη, σελ. 814]. Και πιο κάτω:
Ο θάνατος τού Βαλδουίνου συνέβη με τον ακόλουθο τρόπο. Αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο των Κουμάνων και αλυσοδεμένος, όπως έχω αφηγηθεί, κλείστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Τίρνοβο. Όταν αυτομόλησε ο Ασπιέτης και ενώθηκε με τούς συντρόφους και τούς υποστηρικτές του, ο Ιωάννιτσα έβραζε από οργή εναντίον των Λατίνων, και η οργή του έγινε πιο έντονη, αποσπώντας του σχεδόν την προσοχή. Βγάζοντας τον Βαλδουίνο από τη φυλακή, έδωσε εντολή να τού κόψουν με τσεκούρια τα πόδια στα γόνατα και τα χέρια του στους αγκώνες, πριν πεταχτεί με το κεφάλι σε χαράδρα. Για τρεις ημέρες ο Βαλδουίνος ήταν ξαπλωμένος ως τροφή για τα όρνεα, πριν τελειώσει η ζωή του άθλια.
«Ὁ δὲ τοῦ Βαλδουΐνου θάνατος οὕτω συμβέβηκεν. ἐν τῷ Σκυθικῷ συλληφθεὶς πολέμῳ καὶ δεσμοῖς ὑποβληθείς, ὡς ἐρρέθη μοι, συχνὸν ἤδη χρόνον καθείργνυτο ἐς τὸν Τέρνοβον. ἀποστάντος δὲ τοῦ Ἀσπιέτου καὶ τῶν τῆς αὐτῆς ἐκείνῳ ἑταιρείας τε καὶ συντροφίας προσερρυηκότων, Λατίνοις θυμῷ ὑπερζέσας ὁ Ἰωάννης, καὶ τοῦ πάθους ἀεὶ ἐπίτασιν λαμβάνοντος, εἰς μανιώδη σχεδὸν ἐξώκειλε διάθεσιν· ὅθεν τῆς εἱρκτῆς τὸν ἄνδρα ἐξαγαγὼν κελεύει τοὺς μὲν πόδας ἀπὸ γόνατος, τὰς δὲ χεῖρας ἐκ βραχιόνων Τενεδείῳ ἄντικρυς πελέκει ἀποκοπῆναι, εἶτα καὶ κατὰ κεφαλῆς ἐπὶ φάραγγος ὠθησθῆναι. οὐκοῦν καὶ τρεῖς ἐξαρκέσας ἡμέρας, βορὰ προκείμενος ὄρνισιν, ἐλεεινῶς τὸν βίον κατέστρεψεν».
Βλέπε επίσης Γεώργιο Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 13 (CSHB, Βόννη, σελ. 24 και επιμ. Heisenberg, I. 22):
Αλλά καθώς οι Σκύθες είναι πιο ελαφρά οπλισμένοι, επιτίθενται στους εχθρούς τους πιο ελεύθερα. Δεδομένου ότι οι Ιταλοί δεν το γνώριζαν αυτό, κατατροπώθηκαν και νικήθηκαν από τούς Σκύθες, έτσι ώστε ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από αυτούς και οδηγήθηκε αλυσοδεμένος στον αυτοκράτορα των Βουλγάρων Ιωάννη. Λένε ότι αφού ο Ιωάννης σκότωσε τον Βαλδουίνο, το κεφάλι του χρησίμευε ως κύπελλο για τον βάρβαρο, αφού καθαρίστηκε από όλο το περιεχόμενό του και διακοσμήθηκε ολόγυρα.
«…Σκύθαι δὲ κουφότερον ὡπλισμένοι ἐλευθερώτερον ἐπιπηδῶσι τοῖς ἐναντίοις. οὗ μὴ ξυνιέντες οἱ Ἰταλοὶ παρὰ τῶν Σκυθῶν καταστρατηγοῦνται καὶ νικῶνται, ὥστε καὶ αὐτὸν τὸν βασιλέα Βαλδουῖνον ὑπ’ αὐτῶν ἁλῶναι καὶ δέσμιον ἀπαχθῆναι πρὸς τὸν βασιλέα Βουλγάρων Ἰωάννην· οὗπερ, ὥς φασι, καὶ τὴν κεφαλὴν μετὰ τὴν σφαγὴν εἰς κύπελλον χρηματίσαι τῷ βαρβάρῳ, τῶν ἐντὸς ταύτης πάντων κεκαθαρμένην καὶ κόσμῳ περιπυκασθεῖσαν κύκλωθεν.».
Βλέπε επίσης Villehardouin, Conquête, 439, 441, επιμ. Faral, II (1939), 252, 254, Aubrey of Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1205, στο MGH, SS., XXIII, 885 και ad ann. 1225, στο ίδιο, σελ. 915-16, καθώς και Dandolo, Chron., ad ann. 1205, στο RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938 και εξής), 280-81.
Ο ίδιος ο Ιωαννίτσα έγραψε στον Ιννοκέντιο Γ΄ ότι ο Βαλδουΐνος «πλήρωσε με τη ζωή του ενώ βρισκόταν στη φυλάκή» (Gesta Innocentii, κεφ. cviii, στην PL 214, col. cxlviii). Ο αυτοκράτορας Ερρίκος έγραψε: «…έχουμε πραγματικά μάθει ότι ο εχθρός τού σταυρού Ιωαννίτσα δολοφόνησε τον άρχοντα και αδελφό μας, τον αυτοκράτορα …» (…dominum et fratrem nostrum Imperatorem … Johannicius, crucis inimicus, interfecerat, veraciter didicimus).
Ο Βαλδουΐνος εξαφανίζεται τώρα από το φως τής ιστορίας και περνάει στη σκιά τού θρύλου, για το οποίο βλέπε R. L. Wolff, «Baldwin of Flanders και Hainaut, first Latin Emperor of Constantinople: His Life, Death, and Resurrection, 1172-1225», Speculum, xxvii (1952), 281-322. Σημειώστε επίσης τη διδακτορική διατριβή τού Gunter Printing, Die Bedeutung Bulgariens und Serbiens in den Jahren 1204-1219 im Zusammenhang mit der Entstehung und Entwicklung der byzantinischen Teilstaaten nach der Einnahme Konstantinopels infolge des 4. Kreuzzuges, Μόναχο, 1972, καθώς και εκείνη τής Αλεξάνδρας Κραντονέλλη, Η κατά των Λατίνων ελληνο-βουλγαρική σύμπραξις εν Θράκη 1204-1206, Αθήνα 1964.
- [←86]
-
O Božidar Ferjančić, «Beginnings of the Kingdom of Salonica, 1204-1209» (στα σερβοκροατικά με γαλλική περίληψη), Recueil de travaux de l’Institut d’ Études byzantines, VIII-2 (Mélanges Georges Ostrogorsky, II), Belgrade, 1964, σελ. 101-16, έχει δείξει ότι ο τίτλος βασιλεὺς δεν χρησιμοποιείται για τον Βονιφάτιο Μομφερατικό ούτε στη λογοτεχνία τής εποχής ούτε στις πρωτογενείς πηγές.
Πρώτος Λατίνος βασιλιάς Θεσσαλονίκης ήταν ο γιος τού Βονιφάτιου, ο Δημήτριος, που στέφθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1209 από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο, για το οποίο βλέπε πιο κάτω. Στη σφραγίδα του καθώς και στα έγγραφα ο Βονιφάτιος χρησιμοποιεί μόνο τον τίτλο τού μαρκησίου (marchio), όπως έχουν εδώ και χρόνια σημειώσει οι G. Schlumberger, F. Chalandon και A. Blanchet στο Sigillographie de l’ Orient latin, Παρίσι, 1943, σελ. 193-94, αλλά φυσικά μεταγενέστεροι χρονικογράφοι, όπως ο Martino da Canale, κεφ. liv, στο Archivio storico italiano, 1η σειρά, VIII (Φλωρεντία, 1845), σελ. 338, όντως μάς πληροφορούν ότι «ο μαρκήσιος τού Μονφερράτ γίνεται βασιλιάς τής Θεσσαλονίκης» (li marquis de Monferat fu fait roi de Saluniq).
Πρβλ. A. Carile, La Cronachistica veneziana (1969), σελ. 186, 189, 196, καθώς και τα αποσπάσματά του από ενετικά χρονικά στις σελ. 301, 513, όπου όμως ο Βονιφάτιος σπάνια αναφέρεται ως βασιλιάς ή η Θεσσαλονίκη ως βασίλειο.
- [←87]
-
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν (Urbs capta, 7, CSHB, Βόννη, σελ. 794):
Ύστερα κατέσχεσε τις πιο υπέροχες κατοικίες από τούς ιδιοκτήτες τους και τις έδωσε να τις κατοικούν οι ιππότες του.
«…εἶτα καὶ τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας ἐκ τῶν ἐχόντων ἀφελόμενος τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ διαδέδωκεν εἰς ἐνοίκησιν.»
Ύστερα από την επιστροφή του από την ανεπιτυχή πολιορκία τού Ναυπλίου (η πολιορκία εγκαταλείφθηκε λόγω των προφανών σχεδίων τού Ιωαννίτσα εναντίον τής Θεσσαλονίκης) ο Βονιφάτιος επέστρεψε και επέβαλε πρόστιμο στους κατοίκους τής πρωτεύουσας πόλης του [στο ίδιο, σελ. 818-19]:
Αλλά πριν προλάβει να πάρει την πολυπόθητη εκδίκησή του, έφτασε άλλος αγγελιοφόρος, ανακοινώνοντας τον θάνατο τού κόμη τού Μπλουά και τη σύλληψη τού Βαλδουίνου. Επιστρέφοντας στην αρχική του πορεία, ο μαρκήσιος μπήκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί επιβεβαίωσε ότι όλες οι πληροφορίες που περιείχαν οι επιστολές ήσαν αληθινές και σταχυολόγησε ό,τι υπήρχε ακόμη στα σιτοχώραφα τής πόλης, η συγκομιδή των οποίων είχε γίνει κατά τη διάρκεια τής μάχης που έλαβε χώρα πριν από την άφιξή του. Απομυζώντας τούς πολίτες από τα αγαθά τους, τούς άφησε γυμνούς σαν γουδοχέρια, ενώ άλλους σκότωσε και άλλους κρέμασε από τις λαϊκές μάζες και τον κλήρο. Ο άθλιος αυτοκράτορας Αλέξιος και η γυναίκα του Ευφροσύνη στάλθηκαν πέρα από τη θάλασσα στον ηγεμόνα των Γερμανών. Αλίμονο! Ένα τέτοιο νέο και ασυνήθιστο γεγονός ήταν πρωτόγνωρο στους Ρωμαίους, και τέτοιο θέαμα δεν είχαν ξαναδεί!
«…ἀλλ᾿ οὔπω ἔφθη ἐπιβαλεῖν οἷς ὤδινε πράγμασι, καὶ ἄγγελος ἕτερος ἐφίσταται τὴν τοῦ κόμητος Πλέης ἀναδιδάσκων ἀπώλειαν καὶ τὴν τοῦ βασιλέως Βαλδουΐνου κατάσχεσιν. ἣν οὖν ὥδευε πρότερον πάλιν ἁψάμενος τὴν Θεσσαλονίκην εἴσεισι· καὶ γνοὺς ἀληθῆ ὅσα διὰ γραμμάτων πέπυστο πρότερον ἐπικαλαμᾶται τὸ μὴ ἀκριβῶς ἀμηθὲν ἐκ τοῦ ληΐου τῆς πόλεως ἐν τῷ ἀμήτῳ τοῦ πολέμου, ὃς πρὸ τῆς ἐκείνου συνέστη ἀφίξεως. οὓς μὲν γὰρ τῶν πολιτῶν ζημιώσας ἐς χρήματα γυμνοτέρους ὑπὲρου διαφῆκε τῆς πόλεως, οὓς δὲ ἀπέκτεινεν, οὓς δὲ καὶ ἀπεκρέμασεν ἐκ τοῦ λαώδους πλήθους καὶ τοῦ ἱερωμένου θεῷ τάγματος· καὶ τὸν δυσπραγῆ ἐν βασιλεῦσιν Ἀλέξιον καὶ τὴν τούτου σύνευνον Εὐφροσύνην διαποντίους τῷ τῶν Ἀλαμανῶν ἐξέπεμψεν ἄρχοντι. φεῦ φεῦ τοῦ καινοῦ τοῦδε καὶ ἀνηκούστου παρὰ Ῥωμαίοις ἀκούσματος, εἰπεῖν δὲ καὶ ἀθεάτου ἐς δεῦρο θεάματος.»
- [←88]
-
Villehardouin, Conquête, 300-1, 309, 324, πρβλ. 331-32, επιμ. Faral, II, 109 και εξής. Ο Βιλλεαρδουΐνος ονομάζει τον Σγουρό Asgur ή Argur. Ο Ιννοκέντιος Γ΄ τον ονομάζει Argurus [Epp., an. xiv, αριθ. 98, με ημερομηνία 21 Aυγούστου 1211, στην PL 216. 460D, Potthast, Regesta, αριθ. 4299 (τομ. I. σελ. 370-71)].
Πρβλ. Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, I, 2, 3 (CSHB, Βόννη, σελ. 14):
Είχε λοιπόν αρχίσει η εποχή τής άνοιξης, όταν οι Λατίνοι εκπόρθησαν τη βασιλεύουσα. Αφού τη χώρισαν σε τρία κομμάτια, τη μοιράστηκαν μεταξύ τους, ο κόμης τής Φλάνδρας Βαλδουΐνος και ο κόμης Πλέης Δολόϊκος [Louis de Blois, Ludovicus Blessensis], ενώ ο μαρκήσιος τού Μομφεράτ διορίστηκε μοναδικός βασιλιάς Θεσσαλονίκης και των πέρα από αυτήν περιοχών. Από αυτούς, αυτοκράτορας των Ρωμαίων ἀναγορεύθηκε ο Βαλδουΐνος. Αυτός εξόρμησε αμέσως εναντίον των δυτικών πόλεων, όσες είναι διεσπαρμένες στην περιοχή τής Θράκης καὶ πολύ γρήγορα τις πήρε όλες με το μέρος του. Από την πλευρά του ο μαρκήσιος τού Μομφεράτ, κάνοντας έφοδο μέχρι τη Θεσσαλονίκη και καταλαμβάνοντας αυτήν την πόλη, από εκεί γρήγορα σαν φλόγα κατένειμε όλες τις πιο πέρα κωμοπόλεις και πόλεις, φτάνοντας και στην ίδια την Πελοπόννησο. Εκείνο το έτος οι υποθέσεις των Λατίνων εξελίσσονταν ευνοϊκά. Μάλιστα ονειρεύονταν ότι το επόμενο έτος θα καταλάμβαναν και την ίδια την ανατολή, και θα υπέτασσαν όλα τα εκεί μέρη, ώστε να μην απομείνει ούτε προσάναμμα εξουσίας Ρωμαίων. Όταν λοιπόν ήρθε η άνοιξη, σχεδίαζαν να βάλουν λατινικὰ στρατεύματα να περάσουν προς τα ανατολικά, μαζί με τον ίδιο τον Βαλδουΐνο. Θα περνούσαν λοιπόν απέναντι, και θα προκαλούσαν τη μεγαλύτερη καταστροφή στους υπόλοιπους Ρωμαίους, αν δεν τούς αιφνιδίαζε και δεν αναχαίτιζε την ορμή τους η είδηση για τούς Βούλγαρους, που ξέσπασε ξαφνικά σαν τον ήχο μεγάλης βροντής.
«Ἦρος μὲν οὖν ἐνειστήκει καιρὸς, ὅτε Λατῖνοι τὴν βασιλεύουσαν ἐξεπόρθησαν. τριχῆ δ’ αὐτὴν διελόμενοι, διενείμαντο κατὰ σφᾶς, ὅ τε κόμης Φλάνδρας Βαλδουῖνος, καὶ ὁ κόμης Πλέης Δολόϊκος· μόνος δὲ Μοντησφεράντας μαρκέσιος ῥὴξ ἀποδέδεικται Θεσσαλονίκης καὶ τῶν ἐπέκεινα· βασιλεὺς δ’ ἐξ αὐτῶν ἀνηγόρευτο Βυζαντίδος ὁ Βαλδουῖνος· ὃς εὐθὺς καὶ κατὰ τῶν ἑσπερίων ἐξώρμησε πόλεων, ὅσαι περὶ Θρᾴκην σποράδες εἰσί. καὶ ταύτας μὲν τὴν ταχίστην ἁπάσας αὐτὸς παρεστήσατο. ὁ δὲ Μοντησφεράντης μαρκέσιος μέχρι Θεσσαλονίκης τὴν ἔφοδον ποιησάμενος, καὶ ταύτης γενόμενος ἐγκρατὴς, ῥᾷστα καθάπερ φλὸξ ἐκεῖθεν ἐπενέμετο πάσας τὰς πρόσω κώμας καὶ πόλεις, ἕως καὶ αὐτῆς ἐπέβη τῆς νήσου τοῦ Πέλοπος. τὸν μὲν δὴ ἐνιαυτὸν ἐκεῖνον εὔδρομα τὰ Λατίνων ἐχώρει. ὠνειροπόλουν γε μὴν ἐς τοὐπιὸν ἔτος καὶ αὐτῆς ἐπιβῆναι τῆς ἕω, καὶ ὑποχείρια πάντα ποιήσασθαι τὰ ἐκεῖσε, ὡς μηδὲν ἔτι Ῥωμαίοις ἀρχῆς ὑπέκκαυμα λείπεσθαι. καὶ μὲν δὴ ἦρος ἐπιστάντος, λατινικὰ στρατεύματα διαπεραιοῦσθαι πρὸς ἕω διὰ μελέτης εἶχον ἅμα αὐτῷ Βαλδουίνῳ. τάχα δ’ ἂν καὶ διεπεραιώθησαν, καὶ τὰ ἔσχατα τῆς ἀπωλείας τοῖς ἐπιλοίποις Ῥωμαίοις ἐπήνεγκαν, εἰ μὴ καθάπερ ἦχος μεγάλης βροντῆς ἐξαίφνης ἡ βουλγαρικὴ φήμη καταῤῥαγεῖσα, τούτους ἐξέπληξέ τε καὶ τὴν τούτων ὁρμὴν ἀνεχαίτισεν.»
Πρβλ. επίσης και τις παραπομπές που παρέχονται σε άλλα σημεία στις εργασίες τού Νικήτα και τού αδελφού τού Μιχαήλ Χωνιάτη.
- [←89]
-
Πρβλ. Μιχαήλ Χωνιάτη:
Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που μάς πολεμούν από πλεονεκτική θέση, πρώτος από τούς οποίους είναι ο πανυπέρτιμος [Σγουρός], ο οποίος, έχοντας ήδη υποτάξει τις περιοχές μέσα από τον Ισθμό, τώρα επιτίθεται και στην Αττική, σφοδρότερα από πριν, και όχι όπως ο Αρχίδαμος, κόβοντας τα δέντρα στις Αχαρνές και λεηλατώντας τούς καρπούς, αλλά κάνοντας πολύ χειρότερα και μετατρέποντας, κατά τον [ρήτορα] Δημάδη, σε ναυάγια την πόλη ή μάλλον την ερημιά τής κάποτε πόλης.
«…πολλοὶ γὰρ οἱ πολεμοῦντες ἡμᾶς ἀπὸ ὕψους, ὧν πρῶτος ὁ πανυπέρτιμος, ὅς τὰ ἐντὸς Ἰσθμοῦ ἤδη κατεργασάμενος καὶ τῇ Ἀττικῇ σφοδρότερον προσβάλλει νῦν ἤ πρότερον, καὶ οὐχ’ ὥσπερ Ἀρχίδαμος δενδροτομῶν Ἀχαρνὰς καὶ τοὺς καρποὺς ληϊζόμενος, πολλῷ δὲ δεινότερα δρῶν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν Δημάδην ἐπεγείρων τῇ πόλει ναυάγια, μᾶλλον δὲ τῇ ἐρημίᾳ τῆς ποτε πόλεως.»
Eπιστολή 77, επιμ. Σπ. Π. Λάμπρος, II (Aθήνα, 1880, 124-25), γραμμένη προς τον Κωνσταντίνο Τορνίκη, λογοθέτη τού Δρόμου, προφανώς το 1201-1202. Πρβλ. Stadtmüuller, Michael Choniates, σελ. 251-52.
Για τη σταδιοδρομία τού Σγουρού βλέπε Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως συμβάντα τοῖς Ῥωμαίοις (Liber de rebus post captam urbem gestis), οι παραπομπές παρακάτω είναι στην έκδοση CSHB, Βόννης, Chronique de Morée, επιμ. Longnon (1911), παρ. 96-102. σελ. 31-33.
Βλέπε επίσης Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt (1904), επίσης επιμ. Π. Π. Καλονάρος, Aθήνα, 1940:
«…Τὸ κάστρον γὰρ τῆς Κόρινθος κεῖται ἀπάνω εἰς ὄρος·
βουνὶν ὑπάρχει θεόχτιστον καὶ ποῖος νὰ τὸ ἐγκωμιάσῃ;
ἡ χώρα γὰρ εὑρίσκετον κάτωθεν εἰς τὸν κάμπον,
μὲ πύργους γὰρ καὶ μὲ τειχέα καλὰ περικλεισμένη.
Λοιπὸν εὑρίσκετον ἐκεῖ ἐτότε ὅπου σὲ γράφω
ὁκάποιος μέγας ἄνθρωπος καὶ φοβερὸς στρατιώτης,
κ᾿ εἶχεν τὴν Κόρινθο ἀλλὰ δὴ τὸ Ἄργος καὶ Ἀνάπλι·
ὡς κεφαλὴ καὶ φυσικὸς ἀφέντης τὰ ὑποκράτει
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων,
Σγουρὸν τὸν ὠνομάζασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κι ὡς ἐπληροφορέθηκεν ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι,
ἀπὸ τὴν χώρα ἐξήβαλεν γυναῖκες καὶ παιδία,
ὡσαύτως καὶ τὸν λίον λαὸν ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν,
κι ἀπάνω τοὺς ἀνέβασεν στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου·
κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν
μὲ ὅσοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα διὰ νὰ τὴν διαφεντέψῃ.
Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν ἐκεῖσε ὁ Καμπανέσης,
ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήσομαι, στῆς Κόρινθος τὴν χώραν,
κ᾿ ἔβαλεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ περιεγύρισέ την.
Ἀφῆκεν κι ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωΐ, ὡσὰν ἐξημερῶσεν,
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν.
Τὰ τριπουτσέτα ἐσύρνασιν γύρωθεν εἰς τοὺς πύργους,
κ᾿ οἱ τζάγρες οὐκ ἀφήνασιν ἄνθρωπον νὰ προσκύψῃ
ἔξω ἐκ τὰ δόντια τοῦ τειχίου νὰ ἰδοῦν τὸ ποῖος τοξεύει.
Τὲς σκάλες ὅπου εἴχασιν ἐστῆσαν εἰς τοὺς τοίχους,
κ᾿ εὐθέως ἀπέσω ἐσέβησαν, ἐπιάσασιν τὴν χώραν.
Ὅσοι ἐπαρεδόθησαν ἐλεημοσύνην ηὗραν·
οἱ δὲ ποῦ εἰς πόλεμο ἔστηκαν ἀπὸ σπαθίου ἀποθάναν.
Ὁ Σγουρὸς γὰρ ὡς φρόνιμος καὶ βέβηλος ὅπου ἦτον,
ἔφυγεν καὶ ἀνέβηκεν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον…»
[στίχοι 1459-89].«…Ὁ Σγοῦρος γὰρ ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης,
ὅπου εἰς τὸ κάστρο εὑρίσκετον ἐκεῖνον τῆς Κορίνθου,
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐμίσσεψαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα,
τὴν νύχταν ἐκατέβηκεν κ᾿ ἐσέβην εἰς τὴν χώραν
μ᾿ ὅσον λαὸν ἠμπόρεσεν νὰ ἐπάρῃ μετ᾿ ἐκεῖνον.
Ζημίαν μεγάλην ἔποικεν, φονοκοπεῖο στοὺς Φράγκους,
ὅπου εἰς τὴν χώρα εὑρέθησαν πολλ᾿ ἀποθαρρεμένοι·
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ὑγιεῖς εἰς τὰ κορμιά τους
καὶ ἔφτασαν κι ἀρματώθησαν, πόλεμον τοὺς ἐδῶκαν,
οἱ δὲ ὅπου ἦσαν ἀστενεῖς κ᾿ ἐκοίτονταν εἰς ζάλην,
ὅλους ἐσφάξασιν εὐτύς, οὐδ᾿ ἕναν ἐλεῆσαν…»
[στίχοι 1528 και εξής].Βλέπε επίσης Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885. παρ. 53, 92-101, σελ. 14, 23-25, Cronaca di Morea [ιταλική εκδοχή], επιμ. Hopf, Chron. greco- romanes (1873), σελ. 423-24 και πρβλ. Hopf, «Geschichte Griechenlands vom Beginn des Mittelalters…» στο J. S. Ersch και J. G. Gruber (επιμ.), Allgemeine Encyclopädie der Wissenschaften und Künste, τομ. 85 (1867). σελ. 183, 210-11 (ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 117, 144-45), Gregorovius, Stadt Athen, μεταφρ. Λάμπρος, I. 366-70, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 31-32, 33, 35-36, 42, Stadtmüuller, Michael Choniates, σελ. 179-82.
Για την οικογένεια Τορνίκη, περιλαμβανομένου τού Κωνσταντίνου που αναφέρεται στην αρχή αυτής τής σημείωσης, Βλέπε Jean Darrouzès, Georges et Dhemetrios Tornikes. Lettres et discours, Παρίσι, 1970 (πρβλ. πιο πάνω με σημείωση 9).
- [←90]
-
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις. Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως συμβάντα τοις Ρωμαίοις (Urbs capta, 8, CSHB, Βόννη, σελ. 800):
Ήταν αδελφός μου, ναι δικός μου. Είμαι περήφανος για τη συγγένειά μας και χαίρομαι που είμαι ομοαίματος με τον άνδρα, παρόλο που απέχω πολύ από αυτόν σε αρετή και γνώσεις.
«Κασίγνητος οὗτος ἐμὸς, ναὶ ἐμὸς· ἐγκαλλωπίζομαι γὰρ τῇ ὁμογνιότητι καὶ χαίρω καθ᾿ αἷμα τῷ ἀνδρὶ συναπτόμενος, εἰ καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ λόγου κατὰ διάμετρον ἐκδιίσταμαι.»
Για τούς μητροπολίτες Αθηνών πριν από τον Μιχαήλ Χωνιάτη βλέπε Vitalien Laurent, «La liste épiscopale de la metropole d’ Athenes …», Memorial Louis Petit, Βουκουρέστι και Λιμόζ, 1948, ιδιαίτερα σελ. 277-91 και ιδιαίτερα Jean Darrouzès, «Obit de deux métropolites d’Athènes, Léon Xéros et Georges Bourtzès, d’après les inscriptions du Parthénon», Revue des études byzantines, xx (1962), 190-96.
Ο Λέων Ξηρός πέθανε την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 1153 και ο διάδοχός του Γεώργιος Βουρτζής τη Δευτέρα 16 Mαϊου 1160. Η έδρα των Αθηνών ήταν προφανώς πιο σημαντική απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση τη λυπηρή περιγραφή τού Μιχαήλ Χωνιάτη για την πόλη. Τόσο στον Βουτζή όσο και στον διάδοχό του Νικόλαο Αγιοθεοδωρίτη φαίνεται ότι είχαν ανατεθεί αποστολές στη Ρώμη.
Ο Darrouzès, «Georges et Démétrios Tornikes. Lettres et discours», σελ. 113-26, 152-55, 204-19 έχει αναδημοσιεύσει έξι επιστολές τού Γεώργιου Τορνίκη, γραμμένες μεταξύ 1153 και 1155, προς τον μητροπολίτη Βουρτζή. O Σπ. Π. Λάμπρος έχει εσφαλμένα θεωρήσει ότι οι επιστολές αυτές απευθύνονταν στον Χωνιάτη (1182-1204) όταν δημοσίευσε τα έργα τού τελευταίου σε 2 τόμους [Aθήνα, 1879-80, ανατύπ. Groningen, 1968]. Βλέπε τομ. II, σελ. 409-29 για τις εν λόγω έξι επιστολές, για τις οποίες σημειώστε το άρθρο τού Robert Browning, «The Patriarchal School at Constantinople in the Twelfth Century», Byzantium, xxxiii (1963), 34-37.
- [←91]
-
Ο χρονικογράφος Εφραίμιος έχει προφανώς σε μεγάλη εκτίμηση την ικανότητα πειθούς τού Μιχαήλ, όταν γράφει σε ιαμβικό στίχο (iambico carmine), για την αποχώρηση τού Σγουρού από την Αθήνα [Imperatores, στιχ. 7287-90 (CSHB, Βόννη, σελ. 295)]:
Ο Σγουρός επιτίθεται και στην Αθήνα,
αλλά έχοντας απoκρουστεί από τα λόγια τού μητροπολίτη,
του πανσόφου Μιχαήλ Χωνιάτη,
εφορμά στη Θήβα με τις επτά πύλες…«Σγουρὸς προσαράσσει δἐ καὶ ταῖς Ἀθήναις,
ἀλλ’ ἀποκρουσθεὶς ἀρχιποιμένος λόγοις,
τοῦ Χωνειάτου Μιχαὴλ τοῦ πανσόφου,
Θήβαις έφορμᾷ ταχέως ἑπταπύλοις…»
- [←92]
-
Νικήτας Χωνιάτης, ό. π., σελ. 803:
Αντιμέτωπος με τέτοιον αντίπαλο, επιδέξιο στην τακτική, άνθρωπο μεγάλης μόρφωσης και ασυναγώνιστο στην αρετή, ο εχθρός Σγουρός απελπίστηκε. Συνειδητοποιώντας ότι δεν ωφελούσε να χτυπήσει το κεφάλι του στις βραχώδεις πλαγιές τής ακρόπολης, ξέσπασε την οργή του ενάντια στην πόλη, τής οποίας την ακρόπολη δεν μπορούσε να υποτάξει. Έβαλε φωτιά στα σπίτια και πήρε τα ζώα που ήσαν κατάλληλα για ζυγό και ως τροφή. Αναχωρώντας από εκεί μερικές ημέρες αργότερα, επιτέθηκε στη Θήβα των επτά πυλών, και αφού κατέλαβε την πόλη με την πρώτη επίθεση, προχώρησε πρόθυμα μπροστά.
«Πρὸς οὖν τοιοῦτον ἀντίμαχον, οὕτω μὲν ἴδριν τῶν τακτικῶν, οὕτω δὲ τὸν λόγον πολύν, οὕτω δὲ τὴν ἀρετὴν ἀπαράμιλλον, ὁ ἀντίπαλος Σγουρὸς ἀπειπών, καὶ γνοὺς ὡς εἰκῇ ταῖς τῆς ἀκροπόλεως ῥαχίαις διακυρίττεται, τὸν θυμὸν ἐκριπίζει κατὰ τῆς πόλεως, ἧς οὐκ ἔσχε χειρώσασθαι τὴν ἀκρόπολιν, καὶ δὴ τοῖς οἰκοπέδοις ἐνίησι πῦρ καὶ προνομεύει τῶν ζώων τὰ εἰς ζεύγλην καὶ δίαιταν ἐπιτήδεια. καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἐκεῖθεν ἀπαναστὰς ταῖς Θήβαις προσβάλλει ταῖς ἑπταπύλοις. καὶ ταύτας ὡς ἐξ ἐφόδου παραστησάμενος ἐπιτείνει πρὸς τὰ πρόσω τὸ πρόθυμον.»
- [←93]
-
Νικήτας Χωνιάτης, ό. π., σελ. 804-5:
Στη συνέχεια πέρασε από τις Θερμοπύλες και κατέβηκε την Οίτη, φτάνοντας στη Λάρισα, όπου συνάντησε τον αυτοκράτορα Αλέξιο [Γ’] (ο τελευταίος, κατεβαίνοντας ορμητικά τις πλαγιές από τα βόρεια, φυγάδας από τη βασίλισσα των πόλεων, μπήκε στα Θεσσαλικά Τέμπη). Εδώ ο Σγουρός έγινε σύζυγος τής κόρης του Ευδοκίας. Παλαιότερα ήταν παντρεμένη με τον Στέφανο, τον ηγεμόνα των Σέρβων, ο οποίος την έδιωξε ανελέητα. Επέστρεψε στο Βυζάντιο όπου αργότερα, μετά την άλωση τής πόλης και την επιστροφή της από εκεί, παντρεύτηκε τον Αλέξιο Δούκα, τον επονομαζόμενο Μούρτζουφλο, τον τελευταίο που κρατούσε τα σκήπτρα των Ρωμαίων. Αλλά αυτός ο Δούκας δεν έζησε σε γάμο με την Ευδοκία μέχρις ότου ήταν γέροντας, προχωρημένος στα χρόνια. Ο πατέρας της ο Αλέξιος, δεν ξέρω για ποιον λόγο, πήρε τον άνδρα αιχμάλωτο με δόλο και τύφλωσε τις κόρες των ματιών του. Περιπλανώμενος ο ίδιος, περιφρονούσε τον περιπλανώμενο. Λιποτάκτης από τον θρόνο, εναντιώθηκε σε εκείνον που διώχτηκε από αυτόν.
«Οὐκοῦν Θερμοπύλας διιὼν καὶ τὴν Οἴτην ὑποκαταβὰς εἰς Λάρισσαν ἔξεισι καὶ τῷ βασιλεῖ Ἀλεξίῳ συγγίνεται· (οὗτος γὰρ τῶν τοῦ βορρᾶ πλευρῶν κατασυρεὶς καὶ τῆς ἐν πόλεσιν ἀρχούσης ἐκσφαιρισθεὶς τοῖς Θετταλοῖς παρέβαλε Τέμπεσιν), ἐπὶ δὲ καὶ τῆς ἐκείνου θυγατρὸς Εὐδοκίας εὐνέτης γίνεται. αὕτη δὲ Στεφάνῳ συναφθεῖσα πρότερον τῷ ἀρχηγοῦντι τῶν Τριβαλλῶν παρὰ μὲν ἐκείνου ἐμβριθῶς ἀποπέμπεται, τὸ δὲ Βυζάντιον κατειληφυῖα εἰς γυναῖκα ἄγεται ὕστερον μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως καὶ τὴν ἐκ ταύτης ἀπονόστησιν Ἀλεξίῳ τῷ Δούκᾳ, ὃς ἐπωνομάζετο Μούρτζουφλος καὶ τὰ σκῆπτρα Ῥωμαίων λοῖσθος ἐνεχειρίσατο. πλὴν οὐδ᾿ οὗτος ὁ Δούκας ἕως γήρως καὶ πρεσβείου τῇ Εὐδοκίᾳ συνῴκησεν· ὁ γὰρ ταύτης πατὴρ Ἀλέξιος, οὐκ οἶδ᾿ ὅ τι παθών, σὺν δόλῳ τὸν ἄνδρα συνείληφε καὶ κακῶς ἐς τὰς κόρας διέθετο, πλάνης πλάνητα μισῶν κομιδῇ καὶ φυγὰς βασιλείας τῷ ἀποπεσόντι ταύτης ἀντικαθήμενος.»
Πρβλ. Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 8 (CSHB, Βόννη, σελ. 15 και επιμ. Ηeisenberg. I, 13):
Από αυτήν, όπως ανέφερα, έγινε δεκτός ο αυτοκράτορας Αλέξιος. Όμως ύστερα από λίγο, όταν ο Αλέξιος συνελήφθη να σχεδιάζει εξέγερση με τούς ανθρώπους εκεί, διώχτηκε μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του Ευδοκία, τηυν οποία, όταν έφτασε στην Κόρινθο, ένωσε σε γάμο με το πρόσωπο που κυβερνούσε τη χώρα εκεί, τον Σγουρό. Αυτός ο Σγουρός είχε επίσης σφετεριστεί την εξουσία μετά την κατάκτηση τής πόλης τού Κωνσταντίνου, και κυβερνούσε την Κόρινθο και τα γύρω εδάφη, όπως και άλλοι αλλού. Ο Αλέξιος, αφού πέρασε λίγο καιρό σε εκείνα τα μέρη, όταν έμαθε από ορισμένους ότι επρόκειτο να συλληφθεί, τράπηκε σε φυγή.
«…ὑπὸ ταύτης, ὡς ἔφην, ὁ βασιλεὺς ὑπεδέχθη Ἀλέξιος. μετὰ μικρὸν δὲ φωραθεὶς τοῖς ἐκεῖσε νεωτερίζεσθαι ἀπεδιώχθη συνάμα τῇ γυναικὶ καὶ τῇ θυγατρὶ Εὐδοκίᾳ, ἣν καὶ ἐς Κόρινθον ἀφικόμενος τῷ ἐκεῖσε τῆς χώρας κατάρχοντι συν εζεύξατο Σγουρῷ· ἦν γὰρ καὶ ὁ Σγουρὸς οὗτος μετὰ τὴν τῆς Κωνσταντίνου ἅλωσιν νεωτερίσας καθ’ ἑαυτὸν καὶ Κορίνθου ἄρχων καὶ τῶν περὶ ταύτη χωρῶν, ὡς καὶ ἑτέρων ἕτεροι. μικρὸν δὲ καὶ τοῖς ἐκεῖσε προσδιατρίψας, γνοὺς παρά τινων ὡς ἁλίσκεσθαι μέλλει, ἀπέδρα.»
Πρβλ. επίσης τις διάφορες εκδοχές τού Χρονικού τού Μορέως (παραπομπές πιο πάνω).
Ο Νικήτας λέει ότι επιτράπηκε στον Αλέξιο Γ΄ από τον Βονιφάτιο, στον οποίο παρέδωσε τα αυτοκρατορικά διάσημα (που στάλθηκαν τότε στον αυτοκράτορα Βαλδουΐνο), να εγκατασταθεί στον Αλμυρό, στον κόλπο τού Βόλου στη Θεσσαλία, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε από τη συνθήκη κατάτμησης, βρισκόταν στα εδάφη τής αυτοκράτειρας Ευφροσύνης [Tafel και Thomas, Urkunden, I, σελ. 487, αρ. 5], τής δεσπόζουσας συζύγου τού Αλεξίου Γ΄.
- [←94]
-
Νικήτας Χωνιάτης, ό. π., σελ. 799-800:
Ο Σγουρός, που μπερδεύτηκε από αυτά τα γεγονότα και είδε το Άργος να καταλαμβάνεται και τις γειτονικές πόλεις να έχουν παρθεί, κρυβόταν στην Ακροκόρινθο σαν δασύτριχο θηρίο ή σαν έρπον φίδι κουλουριασμένο στη φωλιά του. Η Ακροκόρινθος ήταν η ακρόπολη τής αρχαίας πόλης τής Κορίνθου. Βρισκόταν στην κορυφή απόκρημνου βουνού και ήταν δύσκολο να την πάρεις με επίθεση.
«Ὁ δὲ δὴ Σγουρὸς ἐπὶ τούτοις ἠπορηκὼς καὶ τὸ Ἄργος ὁρῶν ἐχόμενον καὶ τὰς περιοικίδας πόλεις συνειλημμέναις ὡς ἐς ἄντρον λάσιος θὴρ ἢ ὡς ὄφις ἑρπυστὴς ἐς χειὰν συσπειρᾶται τὸν Ἀκροκόρινθον· ὁ δὲ ἐστιν ἡ τῆς πάλαι πόλεως Κορίνθου ἀκρόπολις, ἐπ᾿ ἀνάντους ὄρους κειμένη καὶ δυσάλωτος τοῖς προσβάλλουσιν.»
Πρβλ. Usseglio, I Marchesi di Monferrato, II (1926), 252-53.
- [←95]
-
Νικήτας Χωνιάτης, ό. π., σελ. 805: «… ἷα τῆς τῶν πόλεων βασιλίδος ἁλούσης, τῆς δ᾿ ἑσπερίου καὶ ἑῴας ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως τὴν σκιὰν ὑπιούσης τοῦ λατινικοῦ δόρατος, ἀναιμωτὶ τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται».
Πρβλ. Andrea Moresini (sic), L’ Imprese et espeditioni di Terra Santa, et l’ acquisto fatto dell’ Imperio di Constantinopoli dalla Serenissima Republica di Venetia, Βενετία, 1627, σελ. 244-45 και Paolo Ratnusio, Della Guerra di Costantinopoli, etc., Βενετία, 1604, ιδιαίτερα σελ. 115, 121, 134- 35 και εξής (παράξενο μίγμα επιστολών και πληροφοριών).
- [←96]
-
Ο Σγουρός είχε δολοφονήσει τον νεαρό γιο τού Γεωργίου, ανηψιού τού Μιχαήλ [Mιχαήλ Χωνιάτης, επ. 88-89 σε Λάμπρος, II, 139-42 και επ. 100-1, για τις οποίες βλέπε πιο κάτω].
Σε δύο μακροσκελείς επιστολές, ή μάλλον επικήδειες ομιλίες, που απευθύνονταν στον Γεώργιο, ο Μιχαήλ περιγράφει τη ζωή τού Σγουρού και των ακολούθων του στην Ακροκόρινθο, που βρισκόταν τότε υπό παρατεταμένη πολιορκία. Ο μεγαλύτερος γιός τού Γεώργιου που ονομαζόταν Μιχαήλ, πιθανώς από το όνομα τού μητροπολίτη, είχε συλληφθεί από τον Σγουρό, προφανώς κατά τη σύντομη πολιορκία τής Αθήνας στις αρχές τού 1204 [επ. 100-1 σε Λάμπρος, II, σελ. 165, 178, 181]. Ο Σγουρός τον κρατούσε ως υπηρέτη για τέσσερα χρόνια [στο ίδιο, σελ. 185, 186]. Αλλά όταν το αγόρι έσπασε ένα γυάλινο κύπελλο, ο Σγουρός το σκότωσε σε ξαφνική μανία [αναφορές σε Λάμπρος, II, 611]. Έτσι λοιπόν οι επιστολές υπ’ αριθ. 88-89 και 100-101 τού μητροπολίτη Μιχαήλ πρέπει να χρονολογούνται στις αρχές τού έτους 1208 [πρβλ. Gregorovius, μεταφρ. Λάμπρος, I, 368. Stadtmüller, Michael Choniates, σελ. 182, 254-55]. Σε μια από αυτές τις επιστολές τού έτους 1208, δηλαδή στην επ. 100, 29-32 [Λάμπρος, II, 169-70], υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τα αποτελέσματα τής λατινικής κυριαρχίας στην Ελλάδα ύστερα από μόλις τρία ή τέσσερα χρόνια κατάκτησης (για το οποίο βλέπε παρακάτω).
- [←97]
-
Σημειώστε για παράδειγμα Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Schmitt, στίχοι 1607-50, σελ. 110, 112:
«Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἐσώρεψεν τοὺς ἄρχοντες καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀπάρτε καὶ συντρόφοι,
ἐσεῖς θεωρεῖτε, ἐβλέπετε τὸν ἀφέντην ἐτοῦτον,
ὅπου ἦλθε ἐδῶ εἰς τοὺς τόπους σας ὅπως νὰ τοὺς κερδίσῃ·
μηδὲν σκοπήσετε, ἄρχοντες, ὅτι διὰ κοῦρσον ἦλθεν,
νὰ ἐπάρῃ ροῦχα καὶ ζῶα καὶ νὰ μισέψῃ ἀπέδω·
ὡς φρόνιμους ποῦ σᾶς θεωρῶ πληροφορίαν σᾶς λέγω·
θεωρεῖτε τὰ φουσσᾶτα του, τὴν παρρησίαν ὅπου ἔχει.
ἀφέντης ἔνι, βασιλέας, καὶ ἦλθε νὰ κερδίσῃ.
Ἐσεῖς ἀφέντη οὐκ ἔχετε τοῦ νὰ σᾶς συμμαχήσῃ·
κι ἂν δράμουν τὰ φουσσᾶτα μας, τὸν τόπον σας κουρσέψειν,
νὰ αἰχμαλωτίσουν τὰ χωρία καὶ νὰ σφαγοῦν οἱ ἀνθρῶποι
ὕστερον τί νὰ ποιήσετε, ὅταν σᾶς μετανοήσῃ;
λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται διὰ καλλιώτερόν σας
νὰ ποιήσωμεν συμβίβασιν, νὰ λείψουν καὶ οἱ φόνοι,
τὰ κούρση κ᾿ ἡ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὰ ἰγονικά σας,
κ᾿ ἐσεῖς ὅπου εἶστε φρόνιμοι κ᾿ ἐξεύρετε τοὺς ἄλλους,
ὅπου εἶναι, λέγω, συγγενεῖς, φίλοι σας καὶ συντρόφοι,
πρᾶξιν νὰ ποιήσετε εἰς αὐτοὺς τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσειν».Πρβλ. Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 106-7, σελ. 34-35.
- [←98]
-
Μιχαήλ Χωνιάτης, επ. 100, 29-31 (Λάμπρος, II, 169-70): «…οἴμοι, ὅτι έπλουτίσθημεν ἐν τοῖς κακοῖς· οὐκ ἀπέχρησεν ἡμῖν τὸ ὑπ’ ἀλλοφύλλων τυραννεῖσθαι καὶ ὡς ἐν ἀνδραπόδων μοίρᾳ τάττεσθαι, ἀλλ’ ἐπὶ τὸ τόσον ἄλγος τῶν ἡμετέρων τραυμάτων καὶ ὁ τάχα ὁμοεθνὴς οὗτος προστίθησιν, οὗπερ ἡ φλὸξ μὲν πρὸ τῆς Ἰταλικῆς ἐφόδου τὰ πολλὰ τῆς Ἑλλάδος κατενεμήσατο καὶ Πελοποννήσου, οἱ δ’ ἄνθρακες μετὰ τὴν ἔφοδον ἐπικάουσι. παρ’ οὗ καὶ Ἰταλοὶ δεδικαίωνται (τῶν γὰρ αὐτοῦ κακώσεων αἱ παρὰ τούτων φιλανθρωπότεραι) καὶ δοκοῦσι τοῦ ὁμογενοῦς οἱ ἑτερογενεῖς ἡμερώτεροι Ῥωμαίοις καὶ ὡς ἐπίπαν ἐπιεικέστεροι· τεκμήριον δέ· ἀπὸ τῶν δουλουμένων τοῖς Ἰταλοῖς πόλεων οὐδεὶς ὡς ὁμοφύλῳ τῷ τοιῷδε προσπέφευγε (τοῦτο γὰρ οὐδὲν ἦν ἀλλ’ ἤ φεύγοντα καπνὸν ἐμπίπτειν πυρὶ), ἐκ δὲ γε τῶν τυραννουμένων αὐτῷ φρουρίων, ὅσοι ἄν ὑπεκδῦναι δύναιντο, αὐτομολοῦσι πρὸς τούτους ἄσμενοι καὶ ὡς ἐξ Ἅδου αὐτοῦ ἀναλύοντες. μαρτυρεῖ δε σφίσι καὶ ἡ τῶν πραγμάτων ἐνάργεια· ποῦ γὰρ οἱ τοσοίδε Ἄργους, Ἑρμιόνης, Αἰγίνης οἰκήτορες; ποῦ δὲ οἱ τῆς Κορίνθου πολῖται οἱ ὄλβιοι; οὐκ οἴχονται ἄϊστοι πάντες, ἄπυστοι; Αθηναῖοι γε μήν Θηβαῖοί τε και οἱ Χαλκιδεῖς καὶ οἱ ἀνωτέρω ἐπιθαλαττίδιοι μένουσιν οἴκοι καὶ οὐδέπω τὰς ἑαυτῶν πατρίδας πεφεύγασιν.»
Ο Μιχαήλ συνεχίζει παρατηρώντας ότι ακόμη και η Ελληνική Εκκλησία περνούσε χειρότερα υπό τον Σγουρό απ’ ό,τι υπό τούς Λατίνους, γιατί ο Μιχαήλ και ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Θηβών, αν και εκθρονισμένοι, βρίσκονται ακόμη «ανάμεσα στους ζωντανούς και σε εκείνους που βλέπουν το φως τής ημέρας», ενώ ο Σγουρός έχει δολοφονήσει τον μητροπολίτη Κορίνθου Νικόλαο, αφού τον προσκάλεσε σε δείπνο και ύστερα τον πέταξε από το βραχώδες ύψωμα τού Ναυπλίου [στο ίδιο, 32, σελ. 170]:
«…εἰ δ΄ ἐγὼ καὶ ὁ Θηβῶν ἱεράρχης καὶ τις που τυχὸν ἕτερος τῶν καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησιῶν ἀπεληλάμεθα, ἀλλὰ καὶ τοῦτο γε τὸ μέρος πολὺ τού Ναυπλιώτου τυράννου διήνεγκαν Ἰταλοὶ καὶ ὅσον θανάτου, καὶ τούτου βιαίου, διοίσει φυγή· ἡμεῖς μἐν γὰρ φυγαδευθέντες ἐν τοῖς ζῶσιν ὅμως ἐσμὲν και βλέπουσιν ἥλιον· ὁ δὲ ἱεράρχης Κορίνθου οὐδ’ ὅπως ἠφάντωται τοῖς πολλοῖς ὡμολόγηται, ἀλλ’ οἱ μὲν φασὶν ἐκ τῶν παρακρήμνων Ναυπλίου σκοπέλων ὠσθέντα εἰς βυθὸν ῥιφῆναι θαλάσσιον, οἱ δε νευραῖς τόξων ἀπαγχονισθῆναι ἰσχυρίζονται.»
Βλέπε επίσης Nικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως συμβάντα τοῖς Ῥωμαίοις (Urbs capta, 15, στην έκδοση CSHB, Βόννη, σελ. 841-42):
Οι δυτικές επαρχίες χωρίστηκαν σε πολλές τυραννίες. Ποιο καλό δεν απουσίαζε και ποιο κακό δεν ήταν παρόν; Οι κατασχέσεις χρημάτων, οι εκτοπίσεις ντόπιων, οι σφαγές και οι φυγές αφθονούσαν, με αμέτρητες άλλες φρικαλεότητες, τις περισσότερες από τις οποίες προκαλούσαν οι Ρωμαίοι τύραννοι, πρώτος μεταξύ των οποίων ήταν ο Λέων Σγουρός, ο οποίος δεν λυπήθηκε ούτε τη γενέτειρά του. Ο Σγουρός έκανε ειρήνη με τον Νικόλαο, τον αρχιποιμένα τής μητρόπολης Κορίνθου, και έβαλε τέλος στις προηγούμενες διαφωνίες τους. Προσκάλεσε τον άνδρα να γίνει σύμβουλός του, αλλά συνδέθηκε μαζί του μόνο στο σώμα, ενώ στην καρδιά του ήταν τόσο εχθρικός όσο πριν. Αργότερα τού έβγαλε τα μάτια και τον πέταξε από την ακρόπολη.
«Εἰς τοσαύτας δὲ τυραννίδας διαιρεθείσης τῆς ἑσπέρας τί μὲν τῶν καλῶν οὐκ ἀπῆν, τί δὲ τῶν κακῶν οὐ παρῆν; χρημάτων ἀφαιρέσεις, τῶν θρεψαμένων ἐκτοπίσεις, σφαγαὶ καὶ φυγαί, καὶ μυρία πρὸς τούτοις ἄλλα δεινά, ὧν τὰ πλείω οἱ ἐκ Ῥωμαίων ἐπετόλμων τύραννοι, μάλιστα δ᾿ ἁπάντων ὁ Σγουρὸς Λέων, ὃς οὐδὲ τῆς γειναμένης εὖ ποιῶν ἐφείσατο, ἀλλὰ καὶ τῷ τῆς μητροπόλεως Κορίνθου ἀρχιποίμενι Νικολάῳ σπεισάμενος καὶ τὰς πρώην διχονοίας διαλυσάμενος καὶ σύσσιτον οὕτω τὸν ἄνδρα παρειληφὼς τὸ μὲν σῶμα συνέστιος ἦν, τὸ δὲ φρόνημα δυσμενὴς ὁποῖος καὶ πρότερον, ὅθεν τὰς κόρας αἱμάξας εἶτα καὶ κατὰ σκοπέλων ἀφίησι.»
Μιχαήλ Χωνιάτης, επ. 100, 35, (Λάμπρος, II, 171):
Να μη την αποκαλείτε Ακροκόρινθο, άνθρωποι, αλλά ακρόπολη τού Άδη, φρούριο θανάτου, τόπο συνάντησης δαιμόνων, τόπο εστίασης των Ερινύων. Γιατί δεν είναι απόκρημνη κορυφογραμμή που προσφέρει σωτηρία στους ανθρώπους, αλλά προμαχώνας βασανιστηρίων και τιμωριών και τιτανικών φυλακών και λιβάδι τής Άτης [θεάς τής παράνοιας] που ξεχειλίζει φόνους καὶ κατακλύζεται από αίματα.
«…Μηκέτι ἄκραν Κορίνθου καλεῖτε ταύτην, ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἀκρόπολιν Ἅδου, θανάτου φρούριον, ἀλαστόρων κωμαστήριον, Ἐριννύων ἑστιατόριον· οὐκέτι γὰρ ἐρυμνὴ καὶ σωτηριώδης ἀνθρώπων ἀκρώρεια, ἀλλὰ βασανιστηρίων και κολαστηρίων καὶ τιτανικῶν δεσμωτηρίων πυργόβαρις καὶ λειμὼν Ἄτης βρύων φόνοις καὶ κατάρρυτος αἵμασιν…»
Ο Μιχαήλ βρισκόταν ακόμη στην Αθήνα το καλοκαίρι τού 1205. Ύστερα πήγε στη Θεσσαλονίκη, ξαναγύρισε μέχρι την Εύβοια και από εκεί αναζήτησε καταφύγιο σε εξορία στο νησί τής Κέας, την οποία δεν είχαν ακόμη καταλάβει οι Λατίνοι σταυροφόροι [πρβλ. Borsari, Studi sulle colonie veneziane (1961) σελ. 37].
- [←99]
-
Για τη λατινική κατάκτηση τού Μοριά βλέπε γενικά την πρόσφατη εργασία τού Antoine Bon, La Morée franque: Recherches historiques, topographiques et archealogiques sur la principalite d’ Achaie (1205-1430), Παρίσι, 1969, σελ. 54 και εξής, η οποία είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για την τοπογραφία και τα τοπωνύμια τής χερσονήσου κατά τη διάρκεια τής Φραγκοκρατίας.
- [←100]
-
Villehardouin, Conquête, 325-26, επιμ. Faral, II, σελ. 134, 136. Σύμφωνα με τον Hopf στο Ersch και Gruber’s Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), 212 (ανατύπ. 2 τόμοι, Νέα Υόρκη, 1960, I, 146), ο πρώτος συνεργάτης τού νεαρού Βιλλεαρδουΐνου στην μωραΐτικη κατάκτηση ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Ο Longnon, στο βιβλίο τού L’ Empire latin, 1949, σελ. 72, ακολουθεί τον Hopf στον προσδιορισμό τού Έλληνα άρχοντα, «τον οποίο πολλοί λένε κύριο τής χώρας» (qui mult ere sire del pais) [Faral, II, 134], αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ταύτιση αυτή είναι εντελώς υποθετική, όπως έχει σημειωθεί από τον D. M. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenos, Washington. D.C., Dumbarton Oaks, 1968, σελ. 7, σημείωση 15.
- [←101]
-
Για τον Μιχαήλ Δούκα, τον κάποιες φορές ονομαζόμενο Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα (αλλά όχι Άγγελο), βλέπε το πολύτιμο άρθρο τού Lucien Stiernon, «Les Origines du despotat d’ Épire», Revue des études byzantines, XVII (1959), 90-126. Ο Μιχαήλ ήταν φυσικός γιός τού σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα, που ο ίδιος ήταν γιός τού Κωνσταντίνου Άγγελου και τής Θεοδώρας Κομνηνής [βλέπε Stiernon, «Notes de prosopographie», στο ίδιο, XIX (1961), 273-83]. Η Θεοδώρα ήταν η μικρότερη κόρη τού Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και τής Eιρήνης Δούκαινας.
Ο Μιχάηλ ανήκε στην οικογένεια των Αγγέλων, αλλά ούτε αυτός ούτε ο πατέρας του χρησιμοποιούσε το όνομα. Ποτέ δεν έφερε τον τίτλο τού δεσπότη και επομένως δεν υπήρξε ο «ιδρυτής» τού δεσποτάτου τής Ηπείρου. Αν και μεταγενέστεροι (δυτικοί) χρονικογράφοι χρησιμοποιούν τον τίτλο δεσπότης και τον όρο δεσποτάτο όταν αναφέρονται σε γεγονότα περίπου από το 1205 [πρβλ. Aubrey of Trois-Fontaines, Chron., στο MGH, SS., XXIII, 886, γραμμές 1-2], αμφότεροι χρησιμοποιήθηκαν επίσημα και σωστά μόνο μετά το 1230, ενώ για το ζήτημα αυτό ο Stiernon κανει την βαρύνουσα παρατήρηση, «ότι δεν είναι το δεσποτάτο τής Ηπείρου αυτό που γέννησε την αυτοκρατορία τής Θεσσαλονίκης, αλλά αντιστρόφως, η αυτοκρατορία τής Θεσσαλονίκης γέννησε το δεσποτάτο τής Ηπείρου» (que ce n’ est point le despotat d’ Epire qui donna naissance a l’empire de Thessalonique, mais a l’ inverse, que l’ empire de Thessalonique engendra le despotat d’ Epire) [ό. π., σελ. 124].
Μάλιστα ο όρος «δεσποτάτο» δήλωνε τον τίτλο τού αξιώματος μάλλον, παρά κάποια επικράτεια την οποία εξουσίαζε δεσπότης.
Αργότερα κατά τον ίδιο αιώνα οι Δούκα τόσο τής Ηπείρου όσο και των Νεοπατρών όντως χρησιμοποιούσαν το όνομα Άγγελος, όπως είναι φανερό από τα έγγραφα που δημοσίευσαν οι Charles Perrat και Jean Longnon, Actes relatifs à la principauté de Morée (1289-1300), Παρίσι, 1967, όπου βρίσκουμε Κομνηνό Δούκα Άγγελο [έγγραφα 183, 185, σελ. 159, 160] και Κομνηνό Άγγελο [έγγραφο 161, σελ. 145], καθώς και Κομνηνό Δούκα [έγγραφα 41, 201, σελ. 53, 172].
Ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης γνώριζε επίσης την οικογένεια ως Αγγέλους [Ανδρόνικος Παλαιολόγος, III, 4 (CSHB, Βόννη, II, 200)]:
Όμως ο δυτικός δεσπότης Νικηφόρος, απόγονος των Αγγέλων, έβαλε τέλος στη ζωή του νωρίτερα, αφήνοντας υπό κηδεμονία δύο παιδιά, ένα ανήλικο αγόρι, τον Θωμά, και ένα κορίτσι, την Ιθάμαρ, που προηγούνταν σε ηλικία τού αγοριού.
«Ἀλλὰ φθάνει καὶ ὁ ἐν δύσει δεσπότης ὁ ἐξ Ἀγγέλων Νικηφόρος τελευτῆσαι τὸν βίον, ἐπὶ δυσὶν ὑπεξουσίοις τέκνοις, παιδὶ τε ἄρρενι ἀτελεῖ τῷ Θωμᾷ καὶ θυγατρὶ προφερούσῃ τὴν ἡλικίαν τοῦ ἄρρενος τῇ Ἰθάμαρ.»
Για τούς Δούκα βλέπε Demetrios I. Polemis, The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography, Λονδίνο, 1968, σελ. 87 και εξής, ενώ για τον Μανουηλ (πέθανε το 1215;) στο ίδιο, σελ. 91-92.
- [←102]
-
Inn. III, Epp., an. VΙΙΙ, αριθ. 153, επιμ. Theod. Haluščynskyj, Acta Innocentii pp. III, αριθ. 86, σελ. 310 και PL 215, 728A: «…ευγενής άνδρας Γουλιέλμος Καμπανίας, πρίγκηπας ολόκληρης τής επαρχίας Αχαΐας» (…nobilis vir, Willelmus Campanensis, princeps totius Achaiae provinciae).
Το «πριγκηπάτο» τού Σαμπλίτ φαίνεται έτσι ότι είχε ξεκινήσει ως εκκλησιαστικό περίγραμμα, ως η «επαρχία» υπό τη μητροπολιτική αρχή τής Πάτρας. Ο τίτλος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε εκκλησιαστικό πλαίσιο, καθώς ο Ιννοκέντιος, ό. π., κατευθύνει τον πατριάρχη Τομμάζο Μοροζίνι να προχωρήσει στη χειροτονία τού νεοεκλεγέντος Λατίνου αρχιεπισκόπου Πατρών, τού οποίου ο τίτλος στην καθομιλουμένη ήταν συνήθως πρίγκηπας τού Μορέως [πρβλ. Jean Longnon στο Journal des Savants, 1946, σελ. 83-84 και στο L’ Empire Latin, σελ. 74-75].
O εκκλησιαστικός όρος «επαρχία» φαίνεται ότι σύντομα κατέπεσε τουλάχιστον εν γένει και η Αχαΐα γρήγορα μετατράπηκε σε λαϊκό «πριγκηπάτο», αλλαγή που φαίνεται να αντανακλάται στην αλληλογραφία τού Iννοκέντιου, όπως στο an. IX, ep. 244 (PL 215, 1079A), με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1207 (nobilis vir, W. Campenen., nunc princeps Achaiae). Πρβλ. an. IX, ep. 247 [στο ίδιο, στήλη 1080A] και an. X. ep. 56 [στο ίδιο, στήλη 1151D]: «princeps Achaiae». Για τη μάχη στον Κούντουρα βλέπε Bon, La Morée franque, σελ. 62-63, ενώ για τα φράγκικα κάστρα που χτίστηκαν στο νοτιοανατολικά Μοριά εναντίον των Τσακώνων, των Μελίγγων και των Μανιατών βλέπε A. Kriesis, «On the Castles of Zarnata και Kelefa», Byzantinische Zeitschrift, LVI (1963), 308-16.