Σημειώσεις κεφαλαίου 4
- [←1]
-
Βλέπε David Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, Παρίσι, 1971, σελ. 21-23. Ο Jean Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1946, σελ. 149- 53 πιστεύει ότι ο πρίγκηπας Γουλιέλμος τής Αχαΐας είχε αποκτήσει περιορισμένη επικυριαρχία επί τού δουκάτου τής Νάξου ως αποτέλεσμα των συμφωνιών τού 1267 (για τις οποίες βλέπε πιο κάτω). Το γεγονός τοποθετείται από τούς Hopf, Wm. Miller και άλλους στο έτος 1236, όταν ο Γοδεφρείδος Β΄ Βιλλεαρδουΐνος έσπευσε σε βοήθεια τής Κωνσταντινούπολης και έσπασε την πολιορκία τής πόλης από τούς Βατάτζη και Ιωάννη Β΄ Ασάν (για το οποίο βλέπε πιο πάνω). Εκτός από την υποτιθέμενη επικυριαρχία επί τής Βουδονίτσας, ο πρίγκηπας τής Αχαΐας απέκτησε και επικυριαρχία επί τού Νεγκροπόντε, όπου οι τριάρχες έπρεπε να τον εφοδιάζουν κάθε χρόνο, ύστερα από αίτησή του, με μία γαλέρα ή οκτώ ιππότες, παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί εξασκούσαν de facto έλεγχο επί τού νησιού. Πρβλ. Marino Sanudo Torsello, Istoria del Regno di Romania, στο Chas. Hopf, Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 100 και Hopf, Storia dell’ isola di Andros e de’ suoi signori, μετ. G. B. Sardagna, Βενετία, 1859, σελ. 33-34 και έγγραφο viii, στο ίδιο, σελ. 167, καθώς και Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 89-90. Όμως, μέσα στη γενική σύγχυση, φαίνεται πιο λογική η ερμηνεία τού Jacoby, ό. π.
- [←2]
-
Πρβλ. Γεώργιο Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 48, επιμ. Aug. Heisenberg, I (Λειψία, 1903). 86-88:
Όταν πρίγκιπας τής Αχαΐας Βιλλεαρδουίνος έπλεε προς τη Συρία, φέρνοντας βοηθητικές δυνάμεις στους Φράγκους που είχαν πάει στη Συρία, και είχε στις γαλέρες του βαριά οπλισμένο ιππικό, Βγήκε στη στεριά στο νησί τής Ρόδου και έκανε συμφωνία με τούς Γενουάτες που βρίσκονταν εκεί. Τούς άφησε εκατό περίπου ευγενείς και άξιους ιππείς. Αυτό ανάγκασε τούς Ρωμαίους να αποσυρθούν από την πολιορκία τής πόλης και να αρκεστούν στη διαμονή στον Φιλέρημο.
«…ὡς γὰρ ὁ τῆς Ἀχαΐας πρίγκιψ Βιλαρδουὶν εἰς τὴν Συρίαν ἀνήγετο, συμμαχίαν ἐπάγων τοῖς εἰς Συρίαν ἀφικομένοις Φράγγοις, κἀν ταῖς τριήρεσιν αὐτοῦ ὁπλίτας εἶχεν ἱππότας, προσώκειλε δὲ τῇ νήσῳ Ῥόδῳ, συνθήκην μετὰ τῶν ἐν αὐτῇ Γενουϊτῶν ἐποιήσατο, καὶ καταλέλοιπε παρ’ αὐτοῖς ἄνδρας εὐγενεῖς καὶ ἀγαθοὺς ἱππεῖς ἐγγύς που τῶν ἑκατόν. τοῦτο τοὺς Ῥωμαίους ὑποχωρῆσαι τῆς πολιορκίας τοῦ ἄστεος κατηνάγκασε καὶ εἰς τὴν Φιλέρημον ἐμφιλοχωρεῖν.»
Οι Γενουάτες υποχρεώθηκαν τελικά να παραδώσουν το νησί στον Βατάτζη. Πρβλ. τις ιστορικές σημειώσεις και παραπομπές στο Franz Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 3 (1932), αριθ. 1803, σελ. 22.
- [←3]
-
Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 101-3 και πρβλ. Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principaute de Morée, Παρίσι, 1949, σελ. 218-19. Ο D. M. Nicol, The Despotate of Epiros, Οξφόρδη, 1957, σελ. 142 και 155, σημείωση 2 χρονολογεί την επίθεση των Ηπειρωτών στη Βουδονίτσα το 1246, όταν είναι γνωστό ότι ο Μιχαήλ Β΄ ανέκτησε τον Αλμυρό από τούς Ενετούς, που είχαν αναλάβει την κατοχή τού Κόλπου τού Βόλου μετά τον θάνατο τού δεσπότη Μανουήλ τής Θεσσαλονίκης (το 1241).
Σύμφωνα με τον Sanudo, ό. π., σελ. 102 ο Λουδοβίκος Θ΄ χoρήγησε στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο «την εξουσία να κόβει νομίσματα τορνεσέλλο τής ένωσης τού βασιλιά βάζοντας σε μια λίμπρα 3½ ουγγιές ασήμι» (che’ l potesse battere torneselli della lega del rè, mettendo in una libra tre onze e mezza d’ argento).
Tο μωραΐτικο denier tournou, το οποίο (όπως λέει ο Sanudo) περιείχε 3½ ουγγιές ασημιού ανά λίμπρα το 1250, περιείχε μόνο 2½ oυγγιές ασημιού ανά λίμπρα το 1340, όταν ο Francesco Balducci Pegolotti έγραφε το La Prattica della mercatura [βλέπε την έκδοση τού Allan Evans, Καίμπριτζ, Μασσ., 1936, σελ. 116-17, 118 και Gustave Schlumberger, Numismature de l’ Orient latin, Παρίσι, 1878, σελ. 308-14 και πιν. xii, αριθ. 11-15].
- [←4]
-
Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 46, επιμ. Heisenberg, I, 83-84:
Για να φυλάξει το Μελένικο και τις Σέρρες και τα εδάφη γύρω από αυτά άφησε τον πρωτότοκο γιο τού εν λόγω μεγάλου δομέστικου, τον Μιχαήλ Κομνηνό, τον οποίο μερικά χρόνια αργότερα πλούτισε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για δική της καλή τύχη και τιμή. Άφησε άλλον αλλού για την ασφάλεια των εδαφών και των πόλεων, αλλά πάνω απ’ όλους τοποθέτησε τον μεγάλο δομέστικο, για να υπακούουν όλοι στα λόγια και τις εντολές του.
«…καταλέλοιπε δὲ καὶ εἴς τε τοῦ Μελενίκου καὶ τῶν Σερρῶν καὶ τῶν περὶ αὐτὰς φυλακὴν τὸν τοῦ εἰρημένου μεγάλου δομεστίκου πρῶτον υἱὸν τὸν Κομνηνὸν Μιχαήλ, ὃν μετὰ χρόνους τινὰς ἡ τῶν Ῥωμαίων βασιλεία πεπλούτηκεν εἰς εὐτυχίαν ταύτης καὶ εὐδοξίαν, ἄλλον τε ἀλλαχοῦ ἐπαφῆκεν εἰς ἀσφάλειαν τῶν χωρῶν τε καὶ πόλεων, ἐπάνω δὲ πάντων τὸν μέγαν δομέστικον, ὡς ἂν ὑπείκοιντο πάντες αὐτοῦ τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ λεγομένοις τε καὶ προσταττομένοις.»
- [←5]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 7 (CSHB, Βόννη, I, 21):
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης βασίλευε ήδη μετά τον πατέρα του. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, γαμπρός ενός εξαδέλφου τού αυτοκράτορα, είχε τιμηθεί με το αξίωμα τού μεγάλου κοντόσταυλου, αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος είχε, από αρχαιοτάτων χρόνων, το προνόμιο να διοικεί ολόκληρο το ιταλικό σώμα τού στρατού που υπηρετούσε την αυτοκρατορία. Τώρα ήταν πάντοτε ύποπτος ότι φιλοδοξούσε να γίνει αυτοκράτορας και κρίνοντας από τα κρυφά του σχέδια, ήταν ξεκάθαρο ότι, αν εύρισκε την ευκαιρία, θα επιδιδόταν σε κάποια αναταραχή. Από την άλλη, είχε δώσει στον πατέρα τού ηγεμόνα στέρεους όρκους πίστης και είχε δεσμευτεί ακόμη και για επισκοπικές κατάρες αφορισμού, αν επέλεγε να αποστατήσει και να προχωρήσει σε ανοιχτή ανταρσία απέναντι στους βασιλεύοντες ηγεμόνες.
«Ἤδη μὲν αὐτοκρατοῦντος μετὰ πατέρα τοῦ Λάσκαρι Θεοδώρου, ὁ ἐπὶ θυγατρὶ αὐτανεψίου ἐκείνου γαμβρὸς ὁ Παλαιολόγος Μιχαὴλ τῷ τοῦ μεγάλου κονοσταύλου διέπρεπεν ἀξιώματι—τὸ δ´ ἀξίωμα προνόμιον εἶχεν ἐκ παλαιοῦ εἰς χεῖρας ἄγειν τὸν ἔχοντα τοῦτο ἅπαν τὸ ἐξ Ἰταλῶν στρατιωτικὸν καὶ ὑπήκοον—, ὕποπτος μὲν εἰς βασιλείαν ἀεί ποτ´ ὢν καὶ δῆλος, ἐξ ὧν ὑποκαθημένως εἶχε, νεωτερίσων, εἰ καιροῦ λάβηται, τὰ πιστὰ δὲ δοὺς τῷ τοῦ κρατοῦντος πατρὶ ἀσφαλέσιν ὅρκοις καὶ δὴ καὶ ἀρχιερατικαῖς ἐμπεδωθεὶς ἀφοριζούσαις τῶν πιστῶν ἐκεῖνον ἀραῖς, εἴ που καὶ ἀποστατεῖν προαιροῖτο καὶ δυσνοεῖν ὅλως τοῖς βασιλεύουσι.»
O Ακροπολίτης, που ασχολείται εκτεταμένα με τη δίκη τού Μιχαήλ Παλαιολόγου, ισχυρίζεται ότι λαϊκές διαδόσεις συνέδεαν χωρίς λόγο τον Μιχαήλ με τον Βούλγαρο τσάρο Κολομάν, την αδελφή τού οποίου υποτίθεται ότι θα παντρευόταν [Χρονική Συγγραφή, 50-51, επιμ. Heisenberg, I, 92-101]:
«Αλλά, φίλε, ακόμη κι αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, έτσι κι αλλιώς οι υποθέσεις μας δεν θα πάνε άσχημα, γιατί ο μέγας δομέστικος ζει στη Θεσσαλονίκη που την κυβερνά, και αυτός ο Μιχαήλ Κομνηνός, ο γιος του, είναι φύλακας τής επικράτειάς μας. Διοικούμενοι από τόσο σπουδαίους άνδρες δεν θα ζούσαμε ποτέ κοσμικό κατακλυσμό. Εξάλλου, καθώς η Θάμαρ, αδελφή τού Καλιμάν, τού Βούλγαρου ηγεμόνα, είναι ακόμη ανύπαντρη, μπορεί να συνάψει γαμήλια συμμαχία με τον Μιχαήλ Κομνηνό και να υπάρξουν συνθήκες ανάμεσα σε εμάς και τούς Βουλγάρους». Μιλούσαν για αυτά ενώ ο Μιχαήλ Κομνηνός δεν ήξερε τίποτε [για αυτά]. Ένας από τούς δύο άνδρες πήγε στον εν λόγω Μαγκλαβίτη και τού τα ανέφερε. Εκείνος τον παρέπεμψε στον αυτοκράτορα. Συνελήφθησαν και οι δύο άνδρες και ανακρίθηκαν για όσα είχαν ειπωθεί. Ο ένας κατηγορούσε, ο άλλος υπερασπιζόταν. Ο δεύτερος είπε: «Μίλησε με ειλικρίνεια, γιατί το άκουσε αυτό από εμένα. Δεν μίλησα όμως με γνώση τού Κομνηνού. Αυτές οι δηλώσεις προήλθαν από εμένα ».
«…εἶθ’ οὗτος “ἀλλ’ ὦ φίλος, καὶ εἰ τοιοῦτόν τι ξυνέβη, καὶ οὕτω δὴ οὐ κακῶς τὰ καθ’ ἡμᾶς ἕξουσι. καὶ γὰρ ὁ μέγας δομέστικος ἐν Θεσσαλονίκῃ διάγει ἡγεμονεύων αὐτῆς, καὶ οὑτοσὶ δὲ ὁ Κομνηνὸς Μιχαὴλ ὁ τούτου υἱὸς τὴν τῶν ἡμετέρων χώρων διεξάγει κηδεμονίαν. ὑπὸ τοιούτων γοῦν μεγίστων ἀνδρῶν κυβερνώμενοι οὐκ ἄν ποτε κοσμικὸν κλυδώνιον ἴδοιμεν· ἄλλως τε καὶ ἡ τοῦ βουλγαράρχου Καλιμάνου ἀδελφὴ Θάμαρ, ἄζυξ ἔτι τελοῦσα, εἰς γάμου κοινωνίαν συνέλθῃ τῷ Κομνηνῷ Μιχαήλ, καὶ γενήσονται σπονδαὶ μέσον ἡμῶν καὶ Βουλγάρων.” ταῦτα δὴ λελάληνται παρ’ αὐτῶν μηδὲν εἰδότος τοῦ Κομνηνοῦ Μιχαήλ. Θάτερος οὖν τοῖν δυοῖν ἀπελθὼν πρὸς τὸν εἰρημένον Μαγκλαβίτην ἀνήγγειλεν αὐτῷ τὰ τοιαῦτα, ὁ δὲ ἀνήνεγκε τῷ βασιλεῖ. κατασχεθέντες οὖν καὶ ἄμφω ἠρώτηνται περὶ τῶν λελεγμένων. ὁ μὲν οὖν κατηγόρει, θάτερος δὲ ὑπεραπελογεῖτο. ἔφησεν οὖν ὡς “ἀληθῶς μὲν οὑτοσὶ εἰρήκει, παρ’ ἐμοῦ γὰρ ἀκήκοεν· ἀλλ’ οὐκ εἰδήσει μοι εἴρηται τοῦ Κομνηνοῦ, ἀλλ’ ἐξ ἑαυτοῦ τοὺς λόγους τούτους προήνεγκα.
Πρβλ. Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, II, 8, 3 (CSHB, Βόννη, I, 49):
Όταν έφτασε στη Φιλιππούπολη, παρέμεινε εκεί αρκετές ημέρες και διατυπώθηκαν κάποιες συκοφαντίες εναντίον τού Μιχαὴλ Κομνηνού Παλαιολόγου, ότι αποβλέπει στη θέση τού αυτοκράτορα. Και οδηγήθηκαν οι φίλοι του που τα πρωτοψιθύρισαν αυτά, και οι οποίοι πρότειναν να εξεταστούν από την άλλη πλευρά οι εναντίον< του κατηγορίες. Αλλά και αυτές οι κατηγορίες φάνηκαν ανυπόστατες και ψευδείς, είτε επειδή ήσαν όντως ψευδείς, είτε επειδή πείστηκαν ότι ήσαν τυχαίες. Συμφωνήθηκε όμως ότι αν αυτός επιβεβαίωνε ενόρκως ότι οι συκοφαντίες ήσαν ψευδείς και ότι ποτέ δεν θα επιθυμούσε να διεκδικήσει τη θέση τού αυτοκράτορα, θα απαλασσόταν από κάθε περαιτέρω τιμωρία και θα αποκαθίστατο στις τιμές τού προηγούμενου αξιώματός του, όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένος από κάθε υποψία. Κι έγινε αυτό. Αναχωρώντας λοιπόν από εκεί ο αυτοκράτορας, ο ίδιος έφυγε για να περάσει τον Ελλήσποντο, ενώ άφησε τούς στρατιώτες να πάνε να ξεχειμωνιάσουν στα σπίτια τους.
«Ἐπεὶ δὲ περὶ τὴν Φιλίππων γενόμενος ἡμέρας ἐκεῖσε συχνὰς διατέτριφε, διαβολαί τινες ἀνεφύησαν κατὰ τοῦ Κομνηνοῦ Μιχαὴλ τοῦ Παλαιολόγου, ὅτι βασιλείας ἐφίεται. καὶ ἤγοντο οἵ τε πρώτως τὰ τοιαῦτα διαψιθυρίσαντες φίλοι αὐτοῦ, καὶ οἳ τοὺς κατ’ αὐτοῦ ἐλέγχους ἑτέρωθεν προὔτεινον. ἀλλ’ ἀνίσχυρα τὰ τῶν ἐλέγχων ἐδόκει καὶ ψευδεῖς αἱ διαβολαὶ, εἴτε καὶ τῇ ἀληθείᾳ ψευδῶν οὐσῶν, εἴτε καὶ τοῦ καιροῦ σχεδιάσαντος οὑτωσί. ὅμως ἔδοξεν ὅρκοις αὐτὸν βεβαιώσαντα ὅτι τε ψευδεῖς αἱ διαβολαὶ, καὶ ὅτι οὐ μήποτε βουληθείη βασιλείᾳ ἐπιχειρῆσαι, ἐλεύθερόν τε εἶναι τοῦ λοιποῦ τῆς ἐντεῦθεν καταδίκης καὶ ὑποψίας ἁπάσης μένειν ὡς ποῤῥωτάτω, καὶ πρός γε ἔτι τῆς προτέρας ἐφ’ ὁμοίου τοῦ σχήματος ἀπολαύειν τιμῆς. καὶ γέγονε τοῦτο. ἐκεῖθεν μέντοι ἀπάρας ὁ βασιλεὺς, αὐτὸς μὲν ἀπῄει διαπεραιωσόμενος τὸν Ἑλλήσποντον· τὸν δὲ στρατὸν διαφῆκεν ἀπιέναι περὶ τὰ οἴκοι διαχειμάσοντας.»
Πρβλ. και D. J. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus and the West, Καίμπριτζ, Μασσ., 1959, σελ. 21-26.
- [←6]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 46, επιμ. Heisenberg, I, 84:
Ο αυτοκράτορας, περνώντας στα ανατολικά μέρη, κατοικούσε εκεί. Τον Δημήτριο, από τον οποίο είχε αφαιρέσει την κυριαρχία επί τής Θεσσαλονίκης, τον έκλεισε στο φρούριο των Λεντιανών και τον φρουρούσε.
«…ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς εἰς τὰ τῆς ἕω μέρη διαπεράσας διῆγε, καὶ τὸν Δημήτριον, ὃν τῆς Θεσσαλονικέων ἀρχῆς καθεῖλεν, ἐν τῷ φρουρίῳ καθείρξας τῶν Λεντιανῶν ἐτήρει.»
- [←7]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 49, επιμ. Heisenberg, I, 89-92:
Ο Μιχαήλ από την πλευρά του απελευθέρωσε στον αυτοκράτορα την πόλη Πρίλεπ και το Βέλες και το φρούριο Κρόια στο Άλβανον, και από την πλευρά τού αυτοκράτορα προωθήθηκαν γραπτοί όρκοι και στάλθηκαν σε αυτόν πρέσβεις, ο Φιλαδελφείας Φωκάς, ο πριμμικήριος τής αυλής Ισαάκιος Δούκας, τον οποίο αποκαλούσαν Μούρτζουφλο, ο Μιχαήλ Υαλέας και εγώ ο ίδιος. Πήγαμε λοιπόν στον Μιχαήλ, τον βρήκαμε στη Λάρισα και συνάψαμε τη συνθήκη. Επιστρέψαμε πάλι στον αυτοκράτορα που στρατοπέδευε στα Βοδενά, παίρνοντας μαζί μας τον γιο τού Μιχαήλ, τον Νικηφόρο, στον οποίο ο αυτοκράτορας είχε δώσει το αξίωμα τού δεσπότη λόγω τής εγγονής του, καθώς και αιχμάλωτο τον θείο τού Μιχαήλ, τον Θεόδωρο Άγγελο. Έτσι συνέβησαν αυτά και σε τέτοιο τέλος έφτασαν οι υποθέσεις.
«…καὶ ἀπέλυσε μὲν πρὸς τὸν βασιλέα ὁ Μιχαὴλ τὸ ἄστυ τὸν Πρίλαπον καὶ τὸν Βελεσσὸν καὶ τὸ ἐν τῷ Ἀλβάνῳ φρούριον τὰς Κρόας, καὶ προέβησαν πρὸς τοῦ βασιλέως ἔγγραφοι ὅρκοι, καὶ ἀπεστάλησαν πρὸς αὐτὸν καὶ πρέσβεις, ὅ τε Φιλαδελφείας Φωκᾶς καὶ ὁ τῆς αὐλῆς πριμμικήριος Ἰσαάκιος ὁ Δούκας, ὃν καὶ Μούρτζουφλον ἀπεκάλουν, καὶ ὁ Ὑαλέας Μιχαὴλ καὶ αὐτὸς ἐγώ. ἀπῄειμεν οὖν πρὸς τὸν Μιχαήλ, καὶ εὕρομεν τοῦτον ἐν τῇ Λαρίσσῃ, καὶ πεπληρώκαμεν τὰς σπονδάς. καὶ λαβόντες τὸν υἱὸν αὐτοῦ Νικηφόρον, ὃν καὶ δεσπότην ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν αὐτοῦ ἐγγόνην τετίμηκεν, ἀλλὰ μὴν καὶ τὸν τοῦ Μιχαὴλ θεῖον τὸν Ἄγγελον Θεόδωρον δεσμώτην, πρὸς τὸν βασιλέα ἐπανεζεύξαμεν ἐν τοῖς Βοδηνοῖς σκηνούμενον. καὶ οὕτω μὲν ἐγεγόνει ταῦτα, καὶ εἰς τοιοῦτον τέλος κατηντήκει τὰ πράγματα.»
Βλέπε επίσης Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1806, σελ. 23.
- [←8]
-
Berger (επιμ.), Registres d’ Innocent IV, III (Παρίσι, 1897), αριθ. 5923, σελ. 100.
- [←9]
-
Walter Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1958, σελ. 348-65, K. M. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), 33-34, Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1737a, 1737b, 1795 και 1804.
- [←10]
-
Παρά τούς βίαιους περισπασμούς κατά τη διάρκεια τής παπικής του θητείας, που προκαλούνταν από τον ανταγωνισμό του με τον Φρειδερίκο Β΄ (το «negotium Siciliae»), ο Ιννοκέντιος Δ΄ πήρε διάφορα μέτρα «για τη διατήρηση τής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης» (ad Constantinopolitani conservationem imperii) και φρόντισε για την ευημερία τής Λατινικής Εκκλησίας στην Ελλάδα και τα νησιά (1243-1254), όπως φαίνεται από τις επιστολές του στο Berger, Registres d’ Innocent IV, I (Παρίσι, 1884), αριθ. 8, 22, 32-33, 94, 199, 657, 706, 730, 1385, 1480, 1748, 1826, 1842, 2058, 2298, 2405. τομ. II (Παρίσι, 1887), αριθ. 4560-62, 4565, 4749-50, 4906-7, 5422. τομ. IΙΙ (Παρίσι, 1897), αριθ. 5472, 5728, 5755-58, 5774, 6073, 6117, 6210, 6344, 6362, 6431, 6472, 6479-80, 6583, 6632, 6643- 44, 6657, 6668, 6671, 6676, 6804, 6828, 6831-33, 6835-36, 6838-39, 6845-46, 6848-50, 6894, 6952, 7245-46, 7450, 7845. Έγγραφα που έχουν σχέση με την Κύπρο και τούς Αγίους Τόπους δεν σημειώνονται εδώ.
- [←11]
-
Για την αποστολή τού Ιωάννη τής Πάρμας στην αυλή τής Νικαίας (1249-1251) βλέπε Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-biblio-grafica della Terra Santa e dell’ Oriente francescano, I (Καράτσι, 1906), 222-26, ενώ για το κείμενο τής παπικής επιστολής τής 8ης Αυγούστου 1250 βλέπε στο ίδιο, I, 227-28, από το οποίο είναι φανερό ότι ο Ιννοκέντιος Δ΄ πήρε την πρωτοβουλία να στείλει πρεσβεία στους Έλληνες και ότι ο Ιωάννης τής Πάρμας, «ταπεινός άγγελος ειρήνης» (humilis pacis angelus), έτυχε πολύ καλής υποδοχής από τον Βατάτζη και τον πατριάρχη Μανουήλ Β΄. Ο Golubovich, ό.π., παρέχει αποσπάσματα που έχουν σχέση με την αποστολή τού Ιωάννη τής Πάρμας στη Νίκαια από το χρονικό τού Salimbοne, τη βιογραφία τού Ιννοκέντιου Δ΄ από τον Niccolò di Curbio και από τα Προβλήματα (Tribulationes) τού Angelo Dareno.
- [←12]
-
Georg Hofmann, «Patriarch von Nikaia Manuel II. an Papst Innozenz IV.)», Orientalia Christiana periodica, XIX (1953), 59-70, με επιμέλεια ελληνικού κειμένου (από χειρόγραφο βιβλιοθήκης Bodleian, Cod. Barroccianus 131. φύλλα 360-361), για το οποίο πρβλ. Η. O. Coxe, Catalogus codicum MSS. bibl. Bodleianae, I (Οξφόρδη, 1853), 227), τού οποίου ο Norden, Das Papsttum und Byzanz, παράρτημα υπ’ αριθ. xii, σελ. 756-59 έχει ήδη δημοσιεύσει γερμανική περίληψη με τη λανθασμένη χρονολογία 1253.
- [←13]
-
Τα γεγονότα περιγράφονται κάπως εκτεταμένα στις οδηγίες που έδωσε ο πάπας Αλέξανδρος Δ΄ στον επίσκοπο Κωνσταντίνο τού Ορβιέτο, τον οποίο έστελνε ως λεγάτο στην αυλή τής Νικαίας το 1256, όταν ο διάδοχος τού Βατάτζη, ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, επέδειξε επιθυμία συνέχισης των συζητήσεων, που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του με τον Ιννοκέντιο Δ΄. Bλέπε οδηγίες Aλέξανδρου Δ΄ προς επίσκοπο Κωνσταντίνο στο Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1256, ιδιαίτερα αριθ. 48-50, τομ. XXI (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 516-17, επίσης στο Fritz Schillmann, «Zur byzantinischcn Politik Alexanders IV.», Römische Quartalschrift, XXII (Ρώμη, 1908), 115, 116. Πρβλ. C. Bourel de la Ronciere, Les Registres d’ Alexandre IV, I (Παρίσι, 1902), αριθ. 1406, σελ. 430, έγγραφο χωρίς ημερομηνία. Επίσης Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 328. 367-77, με χρονολογικά λάθη και Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1812, σελ. 23-24, για τις άλλες πηγές.
- [←14]
-
Αν και η ανάγνωση τού κειμένου τού Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 52, επιμ. Heisenberg, I, 103, ότι ο Βατάτζης πέθανε κατά «την τρίτη ημέρα πριν από τις καλένδες τού Νοεμβρίου» (τρίτῃ καλανδῶν Νοεμβρίου), πρέπει προφανώς να γίνεται αντιληπτή ως 30 Oκτωβρίου, ο V. Laurent, «La Date de la mort de l’ empereur Jean III Batatzes», Échos d’ Orient, xxxvi (1937), 162-65 έχει αποδείξει ότι ο Ακροπολίτης στην πραγματικότητα εννοούσε 3 Noεμβρίου. Πρόκειται για το μοναδικό χωρίο στο οποίο ο Ακροπολίτης χρησιμοποιεί τις καλένδες (δεν υπήρχαν «ελληνικές καλένδες») και προφανώς δεν γνώριζε με ποιόν τρόπο να τις χρησιμοποιεί για προσδιορισμό ημερομηνιών.
Ο Ιννοκέντιος Δ΄ πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου. Όταν οι παπικές-αυτοκρατορικές διαπραγματεύσεις έδειχναν να οδηγούνται σε επιτυχία, φάινεται ότι ο Βατάτζης εξέδωσε χάλκινο νόμισμα με τη μορφή τού Αγίου Πέτρου κρατώντας δύο μεγάλα κλειδιά στο δεξί του χέρι. Πρβλ. David Lathoud και Tommaso Bertele, «Le Chiavi di San Pietro su una moneta di Giovanni Doucas Vatatzes, imperatore niceno, 1222-1254», Unitas: Rivista internazionale (ιταλ. εκδ.), III (Ρώμη, 1948), 203-12.
- [←15]
-
Bourel de la Ronciere, Les Registres d’ Alexandre IV, I, αριθ. 34, σελ. 9-10. Πρβλ. στο ίδιο, I, αριθ. 182-83, 621, 1406 και τομ. II, επιμ. Joseph de Loye και Pierre de Cenival, Παρίσι, 1917, αριθ. 2072, σελ. 637, καθώς και αριθ. 2099 και 2458.
- [←16]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 52, επιμ. Heisenberg, I, 101-3:
Η ικανότητα των γιατρών βοήθησε σε αυτό. Έκαναν αμυχές στα πόδια και έβαλαν σε αυτές ευφόρβιο, ενώ έκαναν όλα τα άλλα πράγματα που τούς δίδασκε το επάγγελμά τους. Όμως ο αυτοκράτορας έμενε ακίνητος όλη εκείνη τη νύχτα, την επόμενη μέρα και ξανά την επόμενη νύχτα. Γιατί η ασθένειά του ήταν αποπληξία και ήταν τόσο σοβαρή, που επεκτάθηκε σε παράλυση και αφωνία.
«…χεῖρες δὲ ἰατρῶν ὑπούργουν ἐν τούτῳ καὶ ἀμυχὰς ἐν τοῖς ποσὶν ἐποίουν καὶ ἐφόλβιον ταῖς ἀμυχαῖς ἐνέβαλλον καὶ ἀλλ’ ἄττα ἔπραττον, ὁπόσα ἡ τέχνη ἐδίδασκεν. ἀλλ’ ὁ βασιλεὺς ὅλην τε ταύτην τὴν νύκτα καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν καὶ αὖθις τὴν ἑτέραν νύκτα ἀκίνητος ἔκειτο· ἀποπληξία γὰρ ἦν ἡ νόσος καὶ οὕτω βαρεῖα, ὥστε διαρκέσαι τοσοῦτον εἰς ἀκινησίαν καὶ ἀφωνίαν.»
Ο Ακροπολίτης γράφει «ἀποπληξία γὰρ ἦν ἡ νόσος», αλλά οι μεσαιωνικές λογοτεχνικές πηγές σπάνια περιγράφουν μια πάθηση με ικανοποιητική ακρίβεια, ώστε να την προσδιορίσει σαφώς ένας σύγχρονος γιατρός.
Για την ημερομηνία θανάτου τού Βατάτζη βλέπε πιο πάνω σημείωση 14 και R. J. Loenertz, «La Chronique breve de 1352 … : Premiere partie, de 1205 a 1327», Orientalia Christiana periodica, XXIX (1963), 332, 338-39.
- [←17]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 54, επιμ. Heisenberg, I, 107-9:
Ο λόγος που επέσπευσε την αναχώρησή του από τη Νίκαια ήταν αυτός. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας Μιχαήλ, που ήταν αδελφός τής συζύγου τού αυτοκράτορα Θεόδωρου, έχοντας γεννηθεί από τον πεθερό τού Θεόδωρου, τον Ιωάννη Ασάν και από την κόρη τού Θεόδωρου Άγγελου, όταν έμαθε για τον θάνατο τού αυτοκράτορα Ιωάννη και αφού είδε τα δυτικά μέρη απογυμνωμένα από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, αποφάσισε να επαναφέρει στη βουλγαρική κυριαρχία για άλλη μια φορά την επικράτεια που είχε πάρει ο αυτοκράτορας Ιωάννης από τούς Βούλγαρους, και τις πόλεις μέσα σε αυτήν, γιατί αυτό ήταν από καιρό αιτία αγωνίας για τούς Βούλγαρους. Βρίσκοντας τη στιγμή κατάλληλη, όπως νόμιζε, ξεκίνησε από τον Αίμο, διέσχισε τον Έβρο και σε λίγο καιρό έφερε υπό την εξουσία του μεγάλη περιοχή και χωρίς καμία προσπάθεια έφερε στο πλευρό του πολλές πόλεις.
«…Ἡ δ’ αἰτία τοῦ ἐπισπεύδειν τὴν ἀπὸ τῆς Νικαίας ἔξοδον ἦν αὕτη. ὁ βουλγαράρχης Μιχαήλ, ὃς γυναικάδελφος τοῦ βασιλέως ἐτύγχανε Θεοδώρου, τῷ πενθερῷ αὐτοῦ Ἀσὰν Ἰωάννῃ ἐκ τῆς τοῦ Ἀγγέλου Θεοδώρου θυγατρὸς γεννηθείς, τὸν τοῦ βασιλέως Ἰωάννου πυθόμενος θάνατον, ἐπεὶ τὰ δυτικὰ μέρη γυμνὰ στρατευμάτων ἑώρα Ῥωμαϊκῶν, βουληθεὶς τὴν ἀφῃρημένην πρὸς τοῦ βασιλέως Ἰωάννου χώραν ἐκ Βουλγάρων καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἄστη πρὸς βουλγαρικὴν τὴν ἀρχὴν καὶ αὖθις ἀνακαλέσασθαι–τοῦτο γὰρ ἐκ μακροῦ τοῖς Βουλγάροις ὠδίνετο–καὶ τὸν καιρόν, ὡς ἐδόκει, κατιδὼν ἐπιτήδειον, ἐξορμήσας τοῦ Αἵμου καὶ τὸν Ἕβρον διαπεράσας ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ πολλήν τε χώραν ὑφ’ ἑαυτὸν ἐποιήσατο πολλά τε ἄστη σὺν οὐδενὶ παρεστήσατο πόνῳ.»
- [←18]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 55- 60, επιμ. Heisenberg, I, 109-24 (παραπομπή στη σελ. 112, ΙΙ, 12-16):
Κανένα από τα φρούρια και τις πόλεις που κατέλαβαν οι Βούλγαροι δεν είχε μείνει, γιατί ο αυτοκράτορας τα είχε καταλάβει όλα, εκτός από δύο. Ένα από αυτά, ένα πολύ μικρό φρούριο που βρίσκεται στα βουνά τής Αχρίδας και ονομάζεται Πάτμος, ο Αλέξιος Δούκας Φιλανθρωπηνός το πήρε πολύ εύκολα, αφού τον είχε αφήσει ο αυτοκράτορας να φυλάει τα φρούρια στην Αχρίδα. Η άλλη πόλη, που ονομάζεται Τζέπαινα, είναι πολύ ισχυρή και βρίσκεται στη συμβολή των δύο μεγάλων βουνών, τού Αίμου και τής Ροδόπης, μεταξύ των οποίων ρέει ο ποταμός Έβρος. Ο μονάρχης ήταν αγανακτισμένος που δεν είχε κατακτήσει αυτά τα φρούρια όπως τα άλλα και φαίνονταν πιο δυνατά, καθώς βρίσκονταν ακόμη έξω από τον έλεγχό του. Αλλά για τη Τζέπαινα στενοχωριόταν περισσότερο…
«…πάντα γὰρ ὁ βασιλεὺς ἐχειρώσατο πλὴν δυοῖν, ἑνὸς μὲν φρουρίου πάνυ σμικροτάτου ἐν τοῖς βουνοῖς κειμένου τῆς Ἀχριδοῦ καὶ καλουμένου Πάτμου, ὃ καὶ εὐχερῶς πάνυ ὁ Φιλανθρωπηνὸς Ἀλέξιος εἷλεν ὁ Δούκας, καταλειφθεὶς πρὸς τοῦ βασιλέως εἰς φυλακὴν τῶν ἐν Ἀχριδῷ, καὶ ἄστεος ἄλλου Τζεπαίνης ὀνομαζομένου, λίαν τυγχάνοντος ὀχυροῦ καὶ περὶ τὴν ξυμβολὴν τελοῦντος τῶν δύο μεγίστων ὀρῶν, τοῦ τε Αἵμου καὶ τῆς Ῥοδόπης, καθ’ ὧν μέσον ὁ Ἕβρος ῥεῖ ποταμός, ἐν δεινῷ μὲν ἐποιεῖτο ὁ αὐτοκράτωρ, ὅτι μὴ καὶ αὐτῶν ὡς τῶν ἑτέρων ἐκράτησεν, ἀλλ’ ἔτι τῆς χειρὸς αὐτοῦ κρείττω φανέντα ἔξω τυγχάνουσι· μάλιστα δὲ ὑπὲρ τῆς Τζεπαίνης ἐδυσφόρει τὰ μέγιστα…
Ο αυτοκράτορας έμεινε λίγο στη Λάμψακο για αυτά τα θέματα και αφού γιόρτασε τις γιορτές τού Χριστού, τα Χριστούγεννα και τα Φώτα, έφτασε στο Νυμφαίο λίγες ημέρες αργότερα.
ἐν τῇ Λαμψάκῳ γοῦν μικρὸν διὰ ταῦτα προσκαρτερήσας ὁ αὐτοκράτωρ, καὶ τὰς τοῦ Χριστοῦ πανηγύρεις τῆς τε γέννας καὶ τῶν φώτων ἀποπληρώσας, διὰ μετρίων πάνυ τῶν ἡμερῶν ἐπεφθάκει τὸ Νύμφαιον.»
- [←19]
-
Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 61-62, επιμ. Heisenberg, I, 124-27:
Όταν διευθετήθηκαν όλα με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την κρίση τού ηγεμόνα, ο Ούρος είπε τα λόγια τού χωρισμού και έφυγε, έχοντας κερδίσει αυτοκρατορικά δώρα. Αυτά απαριθμούνταν σε 20.000 και ήσαν όλων των ειδών, άλογα και υφάσματα και άλλα πράγματα. Ο αυτοκράτορας έμεινε στην περιοχή τής Ρήγαινας, περιμένοντας την παραχώρηση τής Τζέπαινας.
«…ἐπεὶ γοῦν οὑτωσὶ ταυτὶ κατὰ γνώμην τετέλεσται τῷ κρατοῦντι, ὁ μὲν Οὖρος τοὺς τῆς ἀποχωρήσεως εἰπὼν λόγους ἐξῄει βασιλικῶν χαρισμάτων τυχών· τὰ δ’ ἦσαν εἰς εἴκοσι χιλιάδας ἀπαριθμούμενα ἁπάντων συνεισαγομένων εἰδῶν ἵππων τε καὶ ὑφασμάτων καὶ λοιπῶν· ὁ δὲ βασιλεὺς διεκαρτέρει ἐν τῷ τῆς Ῥηγίνης τόπῳ, τὴν τῆς Τζεπαίνης περιμένων ἀπόλυσιν.»
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 1, 3-4 (CSHB, Βόννη, I, 55-57):
Γιατί μόλις άκουσε ο ηγεμόνας των Βουλγάρων ότι είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας, απέβλεψε αμέσως στην αθέτηση των συνθηκών που είχε συνάψει με εκείνον, και έκανε συνεχείς επιδρομές εναντίων των φρουρίων των Ρωμαίων στη Θράκη, ενώ πέρασαν στα χέρια του και όχι λίγα από εκείνα στην περιοχή τού όρους Ροδόπη. Το ίδιο είχε κάνει και ο αποστάτης Μιχαήλ στην περιοχή τής Θεσσαλίας, εναντίον των γειτονικών σε αυτόν περιοχών και πόλεων, όσες ήσαν τότε υπήκοοι των Ρωμαίων. Όμως ο αυτοκράτορας πρώτα επικύρωσε, ανανεώνοντας τώρα και ο ίδιος, εκείνες τις συμφωνίες που είχε κάνει ο πατέρας του με τούς Τούρκους, για να μην τον απασχολούν καθόλου οι ανατολικές υποθέσεις. Ύστερα πέρασε τον Ελλήσποντο την εποχή που αρχίζουν να ανατέλλουν οι Πλειάδες. Έφερνε και στρατό πολύ μεγαλύτερο από εκείνον τού πατέρα του, γιατί συγκροτούσε τον στρατό όχι μόνο από εκείνους που ήταν ανάγκη, αλλά και εκείνους που περνούσαν την ώρα τους στην υπηρεσία τού κυνηγιού, τούς απάλλαξε όλους από σκυλιά και όρνεα και συγκέντρωσε στρατό. Όταν ο ηγεμόνας των Βουλγάρων άκουσε για τη βαριά έφοδο τού αυτοκράτορα, άρχισε να τραντάζει την καρδιά του μεγάλος φόβος, ανακυκλώνοντας στο μυαλό του πολλές και διαφορετικές σκέψεις. Κι επειδή το ξεκαθάρισμα τής υπόθεσης με πόλεμο ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν και πραγματικά αδύνατο, αφενός επειδή δεν είχε αντίστοιχο στρατό, ούτε μπορούσε να αντιπαραταχθεί σε τόσο πλήθος εχθρών, ταυτόχρονα τόσο βαριά και λαμπρά οπλισμένων με πανοπλίες, και αφετέρου επειδή έβλεπε αυτοκράτορα νέο, που άνθιζε από λαμπρές φιλοδοξίες και χρησιμοποιούσε στις υποθέσεις εκείνους που ολοκλήρωναν με ορμή το έργο, κατάλαβε ύστερα από αυτά τι τον συνέφερε και επικαλούνταν τις προηγούμενες συνθήκες. Γιατί έλπιζε ότι εύκολα θα κέρδιζε την αυτοκρατορική ευμένεια, επειδή ο αυτοκράτορας ήταν γαμπρός του από την αδελφή του. Γνώριζε επίσης ότι και η φήμη τού αποστάτη Μιχαήλ από τη Θεσσαλία τον τραβούσε με βία στην αντίθετη κατεύθυνση, για να τακτοποιήσει τις εκεί υποθέσεις φεύγοντας το ταχύτερο δυνατό, πριν περάσουν όλα στα χέρια τού Μιχαήλ. Γιατί δεν ήταν μικρό ούτε αυτό, να μπορέσει να τον πείσει να συνάψει μαζί του συνθήκη. Στέλνοντας όμως πρέσβεις στον αυτοκράτορα, κέρδισε συνθήκη πιο εύκολα απ’ όσο έλπιζε, παραδίδοντας όλα τα υποτελή στους Ρωμαίους φρούρια, τα οποία είχε κατακτήσει μετά τη παραβίαση τής [προηγούμενης] συνθήκης.
«Ἀκούσας γὰρ ὁ τῶν Βουλγάρων ἄρχων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἐτεθνήκει, πρὸς ἀθέτησιν ἔβλεψεν αὐτίκα τῶν μετ’ ἐκείνου σπονδῶν, καὶ συνεχεῖς λοιπὸν ἐποιεῖτο τὰς ἐκδρομὰς κατὰ τῶν ἐν Θρᾴκῃ Ῥωμαϊκῶν πολιχνίων, ὡς καὶ οὐκ ὀλίγα τῶν περί γε Ῥοδόπην τὸ ὄρος ποιήσασθαι ὑποχείρια. τὸ δ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀποστάτης περὶ Θετταλίαν ἐπεποιήκει Μιχαὴλ κατὰ τῶν ὁμορούντων αὐτῷ χώρων καὶ πόλεων, ὁπόσαι Ῥωμαίοις τηνικαῦτα ἦσαν ὑπήκοοι. ἀλλὰ γὰρ πρῶτον ὁ βασιλεὺς ἃς μετὰ τῶν Τούρκων ὁ πατὴρ ἐπεποιήκει σπονδὰς, ταύτας ἤδη καὶ αὐτὸς ἀνανεούμενος ἐπεκύρωσεν, ἵν’ εἴη φροντίδος ἁπάσης ἐκτὸς τῶν ἑῴων χάριν πραγμάτων. εἶτα διέβαινε τὸν Ἑλλήσποντον ἐν τούτῳ τοῦ χρόνου, ἐν ᾧ καὶ πλειάδες ἄρχονται ἐπιτέλλειν. ἐπήγετο δὲ καὶ στρατιὰν πολλῷ τῷ μέτρῳ τὴν τοῦ πατρὸς ὑπερβαίνουσαν. οὐ γὰρ μόνον ἐξ ὧν ἔδει συνεκρότει στρατὸν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περὶ τὴν τῶν κυνηγεσίων ὑπηρεσίαν ἐσχόλαζον, πάντας κυνῶν καὶ ὀρνέων ἀπαλλάξας στρατείᾳ συνέλεξεν. Ἐπεὶ δ’ ὁ τῶν Βουλγάρων ἄρχων τὴν τοῦ βασιλέως ἠκηκόει βαρεῖαν ἔφοδον, φόβοις ἤδη μεγάλοις τὴν καρδίαν σπαράττεσθαι ἤρχετο συχνούς τε καὶ ἄλλοτε ἄλλους ἀνεκύκλει τοὺς λογισμούς. ἐπεὶ δὲ καὶ πολέμῳ τὴν τῶν πραγμάτων διδόναι κρίσιν ἄπορον ἦν αὐτῷ καὶ σφόδρα τῶν ἀδυνάτων, τοῦτο μὲν, ὅτι στρατὸς ἀντίῤῥοπος οὐκ ἦν αὐτῷ, οὐδ’ ἱκανὸς ἀντιπαρατάξασθαι πολεμίων τοσούτῳ πλήθει καὶ ἅμα βαρείᾳ καὶ λαμπρᾷ καταπεφραγμένῳ τῇ ὁπλίσει, τοῦτο δ’ ὅτι καὶ βασιλέα ἑώρα νέον καὶ λαμπραῖς ταῖς φιλοτιμίαις ἀνθοῦντα καὶ τελεσιουργοῖς ταῖς ὁρμαῖς χρώμενον ἐς τὰ πράγματα, ἔγνω τὸ συνοῖσον ὀψὲ καὶ τὰς προτέρας ἀνεκαλεῖτο σπονδάς. ἦν γὰρ ἐν ἐλπίσιν αὐτῷ ῥᾷστα τυχεῖν τῆς βασιλικῆς εὐμενείας, ὅτι γαμβρὸς ἦν ἐπ’ ἀδελφῇ τούτῳ ὁ βασιλεύς· καὶ ἅμα ᾔδει ὡς καὶ ἡ ἐκ Θετταλίας φήμη τοῦ ἀποστάτου Μιχαὴλ βιαίως αὐτὸν ἀνθέλκουσα ἵστατο, τὰ ἐκεῖσε τὴν ταχίστην ἀπελθόντα καταστήσασθαι, πρὶν ὑπὸ χεῖρα γενέσθαι πάντα τῷ Μιχαήλ. ἦν γὰρ οὐ μικρὸν οὐδὲ τοῦτο, δυνηθῆναι πεῖσαι σπείσασθαι αὐτῷ. καὶ μέντοι καὶ πρέσβεις ἀποστείλας ἐς βασιλέα ῥᾷον ἢ κατὰ τὰς ἐλπίδας ἔτυχε τῶν σπονδῶν, ἀποδοὺς πάνθ’ ὅσα μετὰ τὴν παρασπόνδησιν εἷλε Ῥωμαίων ὑποτελῆ φρούρια.»
Βλέπε επίσης Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1833-34, σελ. 26-27, με παραπομπές σε άλλες πηγές.
Ο «Ρώσος πρίγκηπας», στον οποίο ο Ακροπολίτης αναφέρεται (ὁ Ῥῶσος Οὖρος, στο ίδιο, σελ. 127, 1, 2 και εφεξής απλώς ως Οὖρος, που σημαίνει «άρχοντας», Mαγυάρος Ur, Ουγγρικός τίτλος ηγεμόνα) ήταν ο Ρόστισλαβ Μιχαήλοβιτς, τού οποίου η σταδιοδρομία στο εδώ πλαίσιο ανιχνεύεται από τον Const. Jireček στην εξέταση τού βιβλίου τού N. Festa, Theodori Ducae Lascaris epistulae CCXVII, Φλωρεντία, 1898, ιδιαίτερα σελ. 279- 82, στο Archiv für slavische Philologie, XXI (Βερολίνο, 1899), 622-26, ενώ βλέπε και G. Ostrogorsky, «Urum-Despotes. Die Anfänge der Despoteswürde in Byzanz», Byzantinische Zeitschrift, XLIV (1951), 455-56.
Ο Ρόστισλαβ ήταν γιος τού Μιχαήλ Βσεβολόντοβιτς, ηγεμόνα τού Τσέρνιγκοβ, τον οποίον είχαν εκτελέσει οι Τάταροι το 1246. Στα νιάτα του ο Ρόστισλαβ εξουσίαζε το Νόβγκοροντ, ενώ αργότερα έζησε στην Ουγγαρία ως γαμπρός τού βασιλιά Μπέλα Δ΄, την κόρη τού οποίου Άννα είχε παντρευτεί. Όταν έγινε «βάνος τής Σκλαβονίας» (banus Sclavonie) εξουσίαζε την Κροατία και αργότερα μικρό μέρος τής Σερβίας, καθώς και μια περιοχή στη βόρεια Βοσνία. Πέθανε περί το 1262, σύντομα αφότου η κόρη του Κουνιγκούντε έγινε βασίλισσα Βοημίας, όταν παντρεύτηκε τον Όττοκαρ Β΄ τού Πρεμύσλ.
- [←20]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 63, επιμ. Heisenberg, I. 127-32:
Ο αυτοκράτορας είπε: «Ένας άνδρας που έφτασε πριν από λίγο ανέφερε κάτι ανεπιθύμητο, ότι δηλαδή ο Ρώσος Ούρος μάς εξαπάτησε. Ήρθε εδώ για να κερδίσει, προσποιούμενος τον μεσολαβητή τής ειρήνης και ψευδορκώντας. Ό,τι έκανε ήταν απάτη και λένε ότι έχει πρόσφορη δικαιολογία για να διαλύσει τούς όρκους, ότι ο αρχηγός των Βουλγάρων, ο γαμπρός του, δεν δέχεται την ειρήνη με αυτούς τούς όρους. Τι νομίζετε; Είναι αλήθεια αυτό ή μήπως είναι δήλωση που επινοήθηκε από έναν ψεύτη»; Απαντήσαμε: «Η αναφορά δεν φαίνεται να είναι καθόλου αληθινή. Είναι ψευδής και αναξιόπιστη, γιατί ο Ρώσος Ούρος ορκίστηκε όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για λογαριασμό τού γαμπρού του, τού αρχηγού των Βουλγάρων. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που είναι χριστιανός να έχει υποκύψει σε τέτοια ψευδορκία;». …
«…καὶ ὁ βασιλεύς· «ἄνθρωπός τις πρό τινος βραχείας ὥρας ἐλθὼν ἀπήγγειλέ τι τῶν ἀβουλήτων. τὸ δ’ ἦν, ὡς ὁ Ῥῶσος Οὖρος ἡμᾶς ἐξηπάτηκε· χάριν γὰρ κέρδους ἐνταυθοῖ ἀφιγμένος τὴν μεσιτείαν τῆς εἰρήνης ἐψεύσατο καὶ ἐπίορκον ὤμοσε. φενάκη γοῦν ὑπῆρχε τὰ πάντα ἐκείνῳ ὅσα πεποίηκε, καὶ ἀπολογίαν εὐάφορμον ἔχει, ὥς φασι, πρὸς τὴν τῶν ὅρκων διάλυσιν, ὅτιπερ ὁ τῶν Βουλγάρων ἄρχων ὁ τούτου γαμβρὸς τὴν ἐπὶ συμφωνίαις τοιαύταις εἰρήνην οὐ καταδέχεται. τί οὖν ὑμῖν δοκεῖ; ἆρ’ ἀληθές ἐστι τοῦτο ἢ ῥῆμα πεπλασμένον πρὸς ψευδολόγου;» καὶ ἡμεῖς· «οὐδ’ ὅλως δοκεῖ πως» ἔφημεν «ἀληθείας τὸν λόγον ἔχεσθαι· πάνυ γὰρ τυγχάνει οὗτος ψευδὴς καὶ ἀβέβαιος, ὅτιπερ ὁ Ῥῶσος Οὖρος οὐ μόνον ὑπὲρ ἑαυτοῦ ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ τῶν Βουλγάρων ἄρχοντος ἐπωμόσατο. πῶς οὖν ἐστὶ πεφυκὸς ἄνθρωπον ὄντα χριστιανὸν ἐπιορκίᾳ τοιαύτῃ περιπεσεῖν;» …
Αυτά είπαμε, και ο αυτοκράτορας … «γιατί αυτό το θέμα σάς αφορά και είναι ιδιαίτερα δική σας ευθύνη». Το είπε αυτό θέλοντας να βρει μια πρόφαση για την οργή του.
ταῦτ’ εἴπομεν, καὶ ὁ βασιλεὺς …… «ἡ τοιαύτη γὰρ ὑπόθεσις σοὶ ἁρμόττει καὶ ὡς σὴ καθέστηκε μάλιστα.» ταυτὶ δὲ ἔλεγε πρόφασιν ὀργῆς ζητῶν ἐφευρεῖν.
Απάντησα: «Γιατί είναι δική μου ευθύνη; Αν δεν είχα συντάξει καλά τα έγγραφα ή δεν είχα κάνει σωστά τούς όρκους, ή δεν είχα αντιμετωπίσει σωστά τον ίδιο και τούς συντρόφους του, τότε αυτό θα ήταν δικό μου λάθος και μεγάλη αποτυχία. Αν όμως αυτά τα καθήκοντα εκτελούνταν κατάλληλα και όπως έπρεπε, γιατί φταίω εγώ αν εκείνος κάνει πράγματα που ανατρέπουν εκείνα που έχουν γίνει;»…
ἦν δ’ ἐγώ· «τίνος χάριν ἐστὶν ἐμή; εἰ γὰρ μὴ καλῶς πεποίηκα τὰς γραφὰς καὶ τοὺς ὅρκους τετέλεκα μηδὲ προσηκόντως αὐτόν τε καὶ τοὺς ἀμφ’ αὐτὸν ᾠκονόμηκα, σφάλμα τοῦτο ἐμὸν καὶ πταῖσμα μακρόν· εἰ δὲ πρεπόντως ταῦτα γεγένηται καὶ ὡς οὐκ ἄλλως ἐχρῆν, τί πρὸς ἐμὲ τὰ παρ’ ἐκείνου πρὸς ἀνατροπὴν τῶν γεγενημένων τελούμενα;» ……
Το είπα αυτό και ο αυτοκράτορας, γεμάτος απέραντο θυμό και τρέλα, σαν σε βακχικό παροξυσμό, κινήθηκε να βγάλει το σπαθί του από τη θήκη του, πιάνοντάς το από τη λαβή. Αλλά συγκρατήθηκε. Το έβγαλε για λίγο και το ξανάβαλε στη θήκη του.
καὶ ὀργῆς ὁ βασιλεὺς ἀπλέτου καὶ μανίας πλησθεὶς καὶ οἷον ἐκβακχευθεὶς τῷ θυμῷ ἑλκύσαι μὲν ὥρμησε τὴν σπάθην τοῦ κουλεοῦ, τῆς κώπης ἐπιλαβόμενος. ἀλλὰ τοῦτο μὲν κατέσχε· μικρὸν γὰρ ταύτην ἀπογυμνώσας πάλιν εἰσῆξε…»
Ο Ακροπολίτης μαστιγώθηκε [ό. π.]:
Πρόσταζε τώρα δύο ροπαλοφόρους να με χτυπήσουν. Τούς είχε ορίσει πριν από λίγες ημέρες, εικοσιτέσσερις συνολικά σε αριθμό, δεν ξέρω γιατί, αν όχι για λογαριασμό μου, για να δοθεί στη σκηνή τού δράματος εμφάνιση αντάξια τραγωδίας. Με χτυπούσαν. Εισέπραττα τα χτυπήματα σιωπηλός. Τον τρέλαινε ακόμη περισσότερο που δεν λύγιζα καθόλου από τα χτυπήματα και δεν άρχιζα τις παρακλήσεις. Όταν δέχτηκα πολλά χτυπήματα σε όλο μου το σώμα…
«…δυοῖν κορυνοφόροιν προσέταξε τύπτειν με, χθιζὰ καὶ πρὸ τρίτης τούτους χειροτονήσας, ὡς εἴκοσι τέσσαρας πάντας τὸν ἀριθμόν, οὐκ οἶδα εἰ μὴ δι’ ἐμέ, ἵν’ εἴη καὶ σκηνὴ τοῦ δράματος εἰς τραγῳδίαν ἀξίαν μεμορφωμένη. καὶ οἱ μὲν ἔτυπτον, ἐγὼ δὲ σιγῇ τὰς τύψεις ἐλάμβανον. ὃ καὶ μᾶλλον τοῦτον ἐξέμαινεν, ὅτι μηδ’ ὅλως πρὸς διήσεις κάμπτομαι καὶ πληττόμενος. ἐπεὶ δὲ πολλὰς κατὰ παντὸς ἐδεξάμην τοῦ σώματος…»
- [←21]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 73, επιμ. Heisenberg, I. 152-53:
Ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Μιχαήλ, ο αδελφός τής γυναίκας τού αυτοκράτορα Θεόδωρου, άνθρωπος που έτρεφε μεγάλο μίσος κατά τού αυτοκράτορα κουνιάδου του και κατά των Ρωμαίων, τραυματίστηκε θανάσιμα από τον πρώτο του εξάδελφο Καλιμάν, εν γνώσει ορισμένων κατοίκων τού Τιρνόβου, όταν αυτός [ο Μιχαήλ], που έμενε κάπου έξω από αυτήν την πόλη, πέθανε αμέσως. Ο άνδρας που τον δολοφόνησε, ο Καλιμάν, παντρεύτηκε τη σύζυγό τού Μιχαήλ και περίμενε να κάνει δικό του το βασίλειο των Βουλγάρων, αλλά ο Ρώσος Ούρος ήρθε στο Τίρνοβο με στρατό και πήρε την κόρη του, τη γυναίκα τού Μιχαήλ. Μερικοί άνδρες είχαν ήδη σκοτώσει τον Καλιμάν, καθώς έφευγε από τόπο σε τόπο. Επειδή το βουλγαρικό βασίλειο έμεινε χωρίς νόμιμο κληρονόμο, οι ηγέτες συναντήθηκαν και αποφάσισαν να δεχτούν να τούς κυβερνήσει ο Κωνσταντίνος, ο γιος τού Τιχ. Αλλά για να τού φανεί ελκυστικό το αξίωμα και για να φαίνεται ότι κυβερνά κληρονομικά, έστειλαν πρεσβεία στον αυτοκράτορα Θεόδωρο, ζητώντας να στείλει τη μεγαλύτερη κόρη του, που ονομαζόταν Ειρήνη, για ένωση με τον Κωνσταντίνο, γιο τού Τιχ, και να γίνει νόμιμος γάμος, καθώς ήταν εγγονή τού πρώην ηγεμόνα των Βουλγάρων, τού Ιωάννη Ασάν, και ήταν κατάλληλη για αυτό το βασίλειο. Και επειδή τύχαινε ο Κωνσταντίνος Τιχ να έχει νόμιμη σύζυγο, την χώρισαν από τον άνδρα της και έστειλαν τη γυναίκα στον αυτοκράτορα Θεόδωρο. Αυτή ήταν η κατάσταση των βουλγαρικών υποθέσεων. Έτσι και ο αυτοκράτορας Θεόδωρος είχε ειρήνη από αυτούς και οι υποθέσεις ήσαν ήσυχες και για τις δύο πλευρές.
«Ὁ μὲν οὖν τῶν Βουλγάρων ἄρχων, ὁ γυναικάδελφος αὐτοῦ Μιχαήλ, ὃς πολλὴν τὴν ἔχθραν κατά τε αὐτοῦ τοῦ γαμβροῦ καὶ βασιλέως καὶ τῶν Ῥωμαίων ἐξέτρεφε, πρὸς τοῦ πρωτεξαδέλφου αὐτοῦ Καλιμάνου καιρίαν πληγεὶς εἰδήσει καί τινων οἰκητόρων Τρινόβου, ἔξω που τοῦ τοιούτου διάγων ἄστεος, εὐθὺς ἐτεθνήκει. ὁ δὲ φονεύσας αὐτὸν Καλιμᾶνος τὴν ἐκείνου λαβὼν γαμετὴν ἔδοξε τὴν τῶν Βουλγάρων ἀρχὴν σφετερίσασθαι. ἀλλ’ ὁ Ῥῶσος Οὖρος μετὰ στρατευμάτων ἐπελθὼν τῷ Τρινόβῳ τὴν θυγατέρα τούτου τὴν τοῦ Μιχαὴλ σύζυγον εἴληφε· τὸν γὰρ Καλιμᾶνον προύλαβόν τινες πεφονευκέναι ἐκ τόπου εἰς τόπον φεύγοντα. ἐπεὶ δὲ ἔρημος ἐναπελείφθη κληρονόμου γνησίου ἡ τῶν Βουλγάρων ἀρχή, ξυνιόντες οἱ προύχοντες εἰς βουλὴν τὸν τοῦ Τοίχου υἱὸν Κωνσταντῖνον εἰς τὸ ἄρχειν αὐτῶν ἀναδέξασθαι ἐβουλεύσαντο. ἵνα δὲ καὶ εὐπρόσωπος αὐτῷ ἡ ἀρχὴ γένοιτο καὶ ὡς ἄν γε δόξειεν ἀπὸ κληρονομίας κρατεῖν, πρὸς τὸν βασιλέα Θεόδωρον πρεσβείαν πεπόμφασιν, ἵνα τὴν αὐτοῦ θυγατέρα τὴν πρώτην, ἥτις καὶ Εἰρήνη κατωνομάζετο, εἰς συζυγίαν τῷ τοῦ Τοίχου Κωνσταντίνῳ ἐκπέμψειε, καὶ συζευχθῇ νομίμως αὐτῷ, ἐγγόνη οὖσα τοῦ προκατάρξαντος Βουλγάρων τοῦ Ἀσὰν Ἰωάννου καὶ προσήκουσα τῇ τοιαύτῃ ἀρχῇ. ἐπεὶ δὲ ἔτυχε τὸν τοῦ Τοίχου Κωνσταντῖνον γυναῖκα νόμιμον ἔχειν, χωρισμὸν τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς πεποιήκασι καὶ τὴν γυναῖκα πρὸς τὸν βασιλέα Θεόδωρον ἔστειλαν. οὕτω μὲν οὖν ἔσχε τὰ τῶν Βουλγάρων, οὕτω δὲ καὶ ὁ βασιλεὺς Θεόδωρος τὴν ἐξ αὐτῶν ἔσχεν εἰρήνην, καὶ ἠρέμησαν ἐν ἀμφοτέροις τὰ πράγματα.»
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς ονομάζει Θεοδώρα την κόρη τού Θεόδωρου, προφανώς εσφαλμένα [Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 2, 4-5 (CSHB, Βόννη, I, 60-61)]:
Ο Κωνσταντίνος Τιχ, όταν πέρασε στα χέρια του η βουλγαρική εξουσία, έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα, υποσχόμενος ότι θα ήταν φίλος και σύμμαχος, αν έπαιρνε σε γάμο μία από τις κόρες του. Τη ζητούσε όχι επειδή δεν είχε γυναίκα. Γιατί είχε και γυναίκα και παιδιά. Αλλά επειδή δεν ήταν ευγενούς καταγωγής, ούτε είχε σχέση με τη βουλγαρική εξουσία, στενοχωριόταν που φαινόταν νόθος γι’ αυτήν και λεγόταν επίσης. Γι’ αυτό, και επειδή γνώριζε ότι η κόρη τού αυτοκράτορα ήταν εγγονή τού ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν που είχε πεθάνει προσφάτως, τη ζητούσε για προσωπική του τιμή καθώς και για επιβεβαίωση τής εξουσίας του, υποσχόμενος να χωρίσει αμέσως την προηγουμένη σύζυγο. Αυτό άρεσε και στον ίδιο τον αυτοκράτορα. Και ο Κωνσταντίνος Τιχ παίρνοντας την κόρη του Θεοδώρα σύντροφο στη συζυγική κλίνη και στην εξουσία, έστειλε στη Νίκαια την πρώτη σύζυγο, παρέχοντας στους Ρωμαίους εχέγγυο τής στοργής του για τη δεύτερη.
«Ὅ γε μὴν Κωνσταντῖνος ὁ Τοῖχος τῆς βουλγαρικῆς ἀρχῆς ἐγκρατῆ καταστήσας ἑαυτὸν διαπρεσβεύεται πρὸς τὸν βασιλέα, φίλος εἶναι καὶ σύμμαχος ὁμολογῶν, εἰ λάβοι πρὸς κοινωνίαν γάμου μίαν τῶν αὐτοῦ θυγατέρων. ἐζήτει δὲ ταύτην, οὐχ ὅτι γυναικὸς ἐδεῖτο· ἦν γὰρ αὐτῷ καὶ γυνὴ καὶ παῖδες· ἀλλ’ ἐπειδήπερ ἀπὸ γένους δίκαιον οὐκ ἦν οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν βουλγαρικὴν ἀρχὴν, ἤχθετο νόθος κατ’ αὐτὴν δοκεῖν ὁμοῦ τε καὶ λέγεσθαι. ταῦτ’ ἄρα καὶ ἀδελφιδῆν οὖσαν τοῦ πρὸ μικροῦ τετελευτηκότος ἄρχοντος τῶν Βουλγάρων Ἀσὰν τὴν τοῦ βασιλέως εἰδὼς θυγατέρα ἐζήτει τιμῆς τε ἕνεκα τῆς ἑαυτοῦ καὶ βεβαιώσεως ἅμα τῆς ἀρχῆς, ἀπολύσειν ὑπισχνούμενος αὐτίκα τὴν προτέραν ὁμόζυγον. τοῦτ’ ἀρεστὸν ἔδοξε καὶ αὐτῷ βασιλεῖ· καὶ Θεοδώραν τὴν αὐτοῦ θυγατέρα κοινωνὸν εἰληφὼς τοῦ τε λέχους καὶ τῆς ἀρχῆς Κωνσταντῖνος ὁ Τοῖχος πέμπει πρὸς Νίκαιαν τὴν προτέραν σύζυγον, ἐχέγγυον πίστεως παρεχόμενος τοῖς Ῥωμαίοις τῆς ἐς τὴν δευτέραν στοργῆς.»
Βλέπε Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1843, σελ. 28, για τις δραστηριότητές της σε μεταγενέστερα χρόνια.
Ο Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, III, 18 (CSHB, Βόννη, I, 210) την αποκαλεί Ειρήνη:
Όσο για τούς Βούλγαρους, ούτε τούς άφησε να ξεκουραστούν, αλλά τούς παρενοχλούσε από κοντά. Γιατί ήταν διαβόητο και το μίσος τού Κωνσταντίνο προς εκείνον, που τον ξεσήκωνε η γυναίκα του Ειρήνη εξαιτίας τού νεαρού Ιωάννη, τού αδελφού του, και όσων ο τελευταίος είχε πρόσφατα, ω Δικαιοσύνη, υποστεί άδικα.
«Πρὸς δέ γε τοὺς Βουλγάρους, οὐδ´ ἐκείνους ἠρεμεῖν εἴα, ἀλλ´ ἐκ τοῦ σύνεγγυς παρεκίνει· ἦν γὰρ καὶ ἄλλως προφανὲς τὸ πρὸς ἐκεῖνον ἔχθος τοῦ Κωνσταντίνου, ἐξοτρυνομένου παρὰ τῆς γυναικὸς Εἰρήνης τοῦ παιδὸς χάριν Ἰωάννου, ἀδελφοῦ γε ὄντος, καὶ ὧν ἐξ ὑπογύου οὐκ ἐνδίκως, ὦ Δίκη, πέπονθεν.»
- [←22]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 63, 64, επιμ. Heisenberg, I, 132-33, 134:
Επειδή ήταν Σεπτέμβριος μήνας και η σύζυγος τού δεσπότη Μιχαήλ, η Θεοδώρα, ήρθε στον αυτοκράτορα με τον γιο της Νικηφόρο, για να ολοκληρωθούν οι γαμήλιοι δεσμοί με τον αυτοκράτορα που είχε συμφωνήσει ο πατέρας τού αυτοκράτορα, ο αυτοκράτορας Ιωάννης, πριν από χρόνια, ο μεν αυτοκράτορας έσπευδε να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε σκοπό να κάνει τον γάμο. Και έτσι, φεύγοντας από την περιοχή όπου βρισκόταν, ξεκίνησε τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Στον δρόμο έκανε συμφωνία με τη γυναίκα τού δεσπότη. Η Θεοδώρα, η σύζυγος τού δεσπότη, συμφώνησε, αν και απρόθυμα, με τούς όρους τού αυτοκράτορα, γιατί βρισκόταν στα χέρια του, σχεδόν σαν να βρισκόταν στη φυλακή, και δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έτσι συμφώνησε να παραχωρήσει στον αυτοκράτορα το φρούριο των Σερβίων και μαζί με αυτό και το Δυρράχιο. Επιπλέον, διατυπώθηκαν γραπτώς όρκοι και στάλθηκαν στον δεσπότη Μιχαήλ. Εκείνος, όπως λέει ο ποιητής, συμφώνησε με τούς ορκισμένους όρους, «πρόθυμα αλλά με απρόθυμη καρδιά», γιατί ήθελε να ελευθερωθούν η γυναίκα και ο γιος του και να βρεθούν δίπλα του. … Όταν ο αυτοκράτορας έφτασε στη Θεσσαλονίκη, ολοκλήρωσε τον γάμο τής κόρης του Μαρίας με τον Νικηφόρο, τον γιο τού δεσπότη Μιχαήλ, τον οποίο έκανε επίσης δεσπότη.
«…Ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ Σεπτέβριος ἐφεστήκει μὴν καὶ ἡ τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ σύζυγος Θεοδώρα παρὰ τὸν βασιλέα ἀφίκετο μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Νικηφόρου, τὸ πρὸς τὸν βασιλέα κῆδος ἀποπληρώσοντες, ὅπερ ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ὁ τοῦ βασιλεύοντος πατὴρ πρὸ χρόνων τινῶν συμπεφώνηκεν, ὁ μὲν βασιλεὺς ἔσπευδε τὴν Θεσσαλονίκην καταλαβεῖν, ἔνθα καὶ τοὺς γάμους ποιῆσαι βεβούληται. καὶ δήπερ ἀπάρας ἐξ οὗ περ ἔκειτο τόπου τῆς εἰς τὴν Θεσσαλονίκην φερούσης ἥπτετο· καθ’ ὁδὸν δὲ μετὰ τῆς τοῦ δεσπότου συζύγου τὰς συμβιβάσεις ἐποίει. ἡ μὲν οὖν τοῦ δεσπότου σύζυγος Θεοδώρα καὶ ἄκουσα τοῖς τοῦ βασιλέως λόγοις συνήρχετο· ἐντὸς γὰρ τῶν ἐκείνου χειρῶν οὖσα καὶ μικροῦ δεῖν ὡς ἐν εἱρκτῇ τυγχάνουσα οὐκ εἶχέ τι ἄλλο δρᾶσαι. συμπεφώνηκε γοῦν δοῦναι πρὸς τὸν βασιλέα τὸ κάστρον τὰ Σέρβια καὶ σὺν αὐτῷ καὶ τὸ Δυρράχιον. ἐπὶ τούτοις καὶ ὅρκοι ἐγγράφως προέβησαν καὶ ἀπεστάλησαν πρὸς τὸν δεσπότην Μιχαήλ. ὁ δέ, ὅ φησιν ὁ ποίησις, ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ τοῖς ὀμωμοσμένοις συνῆλθεν· ηὔχετο γὰρ ἐλευθερωθῆναι καὶ παρ’ αὐτὸν γενέσθαι καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὴν σύζυγον. ….. Ἐπεὶ δὲ ὁ βασιλεὺς τὴν Θεσσαλονίκην κατείληφε, τοὺς ἐπὶ τῇ θυγατρὶ Μαρίᾳ γάμους μετὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ Νικηφόρου, ὃν καὶ δεσπότην τετίμηκεν, ἐκπεπλήρωκεν.»
Βλέπε Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1840, σελ. 28 και πρβλ. Nicol, Despotate of Epiros (1957), σελ. 149-50, 159-60.
- [←23]
-
Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος τοποθέτησε ως κυβερνήτη Θεσσαλονίκης και κάποιων άλλων περιοχών, τον θείο τού Μιχαήλ Λάσκαρι, που είχε υπό τις διαταγές του μικρή δύναμη Παφλαγόνων και περίπου τριακοσίων Κουμάνων. Ανέθεσε σε κάποιον Ξυλέα την ευθύνη για το Πρίλαπον (Πρίλεπ) και για τούς στρατιώτες που στάθμευαν εκεί. Έκανε τον Θεόδωρο Καλαμπάκη διοικητή Βελεσού (Βέλεζ) επί τού Βαρδάρη (Αξιού). Τέλος ανέθεσε στον Κωνσταντίνο Χαβάρωνα την πόλη και την περιοχή τού Άλβανου (Ελμπασάν, Έλβανον), στον δρόμο προς το Δυρράχιο.
Για τις αναθέσεις αυτές βλέπε Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 66, επιμ. Heisenberg, I, 139:
Στη Θεσσαλονίκη και στις περιοχές στα δυτικά, άφησε τον θείο του από την πλευρά τού παππού του, τον Μιχαήλ Λάσκαρη, υποτίθεται να φυλάει την περιοχή, δίνοντάς του μικρό, συμπαγή στρατό Παφλαγόνων και, από τούς Σκύθες, στρατό που έφτανε τούς 300. Επικεφαλής τού Πρίλεπ και των στρατευμάτων που στάθμευαν γύρω του, άφησε τον Ξυλέα, τον άνθρωπο που είχε ως σκουτέριο (του είχε δώσει καλό όνομα η Θέμις). Στο Βέλες και την περιοχή γύρω από αυτό τον Θεόδωρο Καλαμπάκη, τον οποίο αποκαλούσαν τατά τής αυλής. Στον Κωνσταντίνο Χαβάρωνα ανέθεσε την αρχηγία στο Άλβανον, ενώ εμένα με όρισε πραίτορα και με έβαλε επικεφαλής όλων αυτών.
«…καταλελοίπει δὲ ἔν τε τῇ Θεσσαλονίκῃ καὶ τοῖς κατὰ δυσμὴν μέρεσιν ὡς πρὸς φύλαξιν δῆθεν τῆς χώρας τὸν πρὸς πάππου θεῖον αὐτοῦ τὸν Λάσκαριν Μιχαήλ, μικρόν τι καὶ εὐσύνοπτον ἐκ Παφλαγόνων στράτευμα ἐπιδοὺς αὐτῷ κἀκ τοῦ Σκυθικοῦ ὅσον εἰς τριακοσίους ἠριθμημένον, τοῦ δὲ Πριλάπου καὶ τῶν περὶ αὐτὸν στρατευμάτων τὸν ὃν εἶχε σκουτέριον Ξυλέαν ὠνομασμένον, φερωνύμως τὴν κλῆσιν νὴ τὴν Θέμιν ἔχοντα, εἰς δὲ τὸν Βελεσὸν καὶ τὰ περὶ αὐτὸν τὸν Καλαμπάκην Θεόδωρον, ὃν καὶ τατᾶν τῆς αὐλῆς κατωνόμαζον, τὸν δὲ Χαβάρωνα Κωνσταντῖνον εἰς ἡγεμονίαν τοῦ Ἀλβάνου κατέστησεν, ἐμὲ δὲ πραίτορα χειροτονήσας πάντων αὐτῶν ἀφῆκε προΐστασθαι.»
Η μετάφραση τού Ακροπολίτη στη συλλογή CSHB, Βόννη [σελ. 148 και εξής] δίνει στον Ξυλέα το όνομα Σκουτέριος (Scuterius), το οποίο όμως δηλώνει αξίωμα [σκουτέριος, σκουτάριον (η αυτοκρατορική ασπίδα), λατινικά scutarius, κυριολ. Φρουρός] και δεν είναι κανονικό όνομα. Πρβλ. Codinus «Curopalates», De officiis, κεφ. ii, iv, v, vi, xvi (CSHB, Βόννη), σελ. 11, 24, 39, 48, 82), για την οποία εργασία σημειώστε K. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur von Justinian bis zum Ende des Ostroemischen Reiches (Μόναχο, 1897, ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1958), σελ. 424-25 και βλέπε Jean Verpeaux, Pseudo-Kodinos, Traité des offices, Παρίσι, 1966, σελ. 138, 162, 183, 196, 246, 301, 305 και άλλες.
- [←24]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 64-66, επιμ. Heisenberg, I, 134-39:
Αυτό, νομίζω, το έκανε για να ξεχάσω, λόγω μακράς απουσίας, ό,τι είχα πάθει από αυτόν. Γιατί, μετά τον ξυλοδαρμό, δεν με είδε ποτέ να τού μιλάω ελεύθερα και με χαρούμενα λόγια, όπως συνήθιζα. Το έκανε αυτό για να διαλυθεί με το πέρασμα τού χρόνου η μελαγχολία τού πνεύματός μου, αλλά ίσως και να ενοχλούνταν, κουρασμένος από την παρέα μου.
«…τοῦτο δέ, ὡς οἶμαι, πεποίηκεν, ἵνα τῇ ἐξ αὐτοῦ μακροτέρᾳ ἀποδημίᾳ εἰς λήθην ὧν ἐπεπόνθειν γενοίμην. οὐδὲ γὰρ εἶδέ με πώποτε μετὰ τὰς πληγὰς ἐλευθεριάσαντα καὶ λόγοις χαροπωτέροις ὡς εἰώθειν πρὸς αὐτὸν χρήσασθαι. ἵνα γοῦν τῇ χρονίῳ ταύτῃ διατριβῇ τῆς ψυχῆς ἡ σκυθρωπότης διαλυθείη μοι, πέπραχε τοῦτο, τάχα δὲ καὶ ὡς δυσχεραίνων ἦν τὴν ξυναυλίαν μου βαρυνόμενος.»
Πρβλ. Eφραίμιο, Imperatores, στιχ. 9116-30 (CSHB, Βόννη, σελ. 365):
«Ἐν τοῖσδε διάγοντος ἄνακτος τότε,
γραφὴν τις ἐκπέπομφέν οἱ Βιθυνόθεν
διεξιοῦσαν ὡς ἀποδράσας ἔχει
πρὸς Περσίδος γῆν ἡγεμὼν Βιθυνίας,
Παλαιολόγος Μιχαήλ κομνηνόπαις.
ταῦτ’ ἀνακυκᾷ καρδίαν βασιλέως,
ὅμως ἀπιὼν ἐν φυγῇ πρὸς Περσίδα
γράμμ’ ἐγχαράττει προστάταις Βιθυνίας,
ἐν ὑπογραφαῖς ἀσφαλισθὲν ἰδίαις,
διαγορεῦον ὡς ἐκεῖνος μὲν τάχα
φεύγει δεδιὼς τὴν σβέσιν τῶν ὀμμάτων,
“αὐτοὶ δ΄ ἔχεσθε νουνεχῶς τῶν πραγμάτων,
καί πάντα δρᾶτε πρὸς φυλακὴν ἀστέων
χώρας τε λοιπῆς” φησὶ “και στρατευμάτων.”
τουτὶ κομισθὲν τὸν κρατάρχην ἡδύνει.»Πρβλ. Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 2, 1-3 (CSHB, Βόννη, I, 57-59):
Ενώ ο αυτοκράτορας ασχολούνταν με αυτά, γράμματα έρχονταν από τη Νίκαια, που ενημέρωναν για τη φυγή τού Μιχαήλ Παλαιολόγου στους Τούρκους. Γιατί φεύγοντας [από το στρατόπεδο] είχε στραφεί προς την ηγεμονία τής Νίκαιας, για να επιστρέψει πάλι από τη Δύση στην Ανατολή. Αυτό το γεγονός λύπησε πολύ τον αυτοκράτορα και τον έβαλε σε συγχυσμένες σκέψεις. Λεγόταν ότι το πρόσχημα τής φυγής ήταν το εξής. Όταν είδε, λένε, να κορυφώνεται πολύ και από πολλές πλευρές η ζήλεια και όταν έφτασαν κρυφά στα αυτιά του λόγια γεμάτα φθόνο, και ότι σχεδιάζονταν και ψιθυρίζονταν τιμωρίες εναντίον του από τον αυτοκράτορα, τις οποίες θα καταριόταν κανείς να υποστούν αλλόφυλοι εχθροί του, δεν μπορούσε να παραμείνει καθόλου ήσυχος. Πηγαίνοντας πάνω-κάτω, ήταν γεμάτος εχθρικές σκέψεις, με το μυαλό του να οδηγείται εδώ κι εκεί σαν αιχμάλωτο και να βασανίζεται βάναυσα. Φοβόταν την άκαμπτη, ανελέητη και ορμητική στάση τού αυτοκράτορα στις τιμωρίες, και καταλάβαινε ότι δεν θα μπορούσε να αποσπάσει από αυτόν καμία επιείκεια ή έλεος, επειδή δεν θεωρούσε εύκολο να αντικρούσει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις μεγάλες συκοφαντίες και τις υπερβολές που είχαν ρίξει εναντίον του οι εχθροί του και με τις οποίες είχαν γεμίσει τα αυτιά τού αυτοκράτορα. Επομένως δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναζητήσει ασφάλεια με τη φυγή.
«Ἐν τούτοις δ’ ἀσχολουμένῳ τῷ βασιλεῖ γράμματα ἐφοίτα παρὰ τῶν Νικαέων, τὴν τοῦ Παλαιολόγου Μιχαὴλ ἐς τοὺς Τούρκους φυγὴν ἀπαγγέλλοντα. αὐτῷ γὰρ ἐξιὼν τὴν τῶν Νικαέων ἡγεμονίαν ἐπέτρεψεν, ἕως ἂν ἐκ τῶν ἑσπερίων αὖθις ἐπανέλθῃ πρὸς ἕω. ὃ δὴ καὶ οὐ μετρίως τὸν βασιλέα λελύπηκε καὶ εἰς ταραχὴν ἐνέβαλε λογισμῶν. ἡ δὲ πρόφασις τῆς φυγῆς τοιάδε τις ἐλέγετο. ὁρῶν, φησὶ, κορυφούμενον πολὺν πολλαχόθεν τὸν φθόνον καὶ λόγους φθόνου μεστοὺς λάθρα τὴν ἀκοὴν αὐτοῦ περικλύζοντας καὶ κολάσεις κατ’ αὐτοῦ πρὸς τοῦ βασιλέως μελετωμένας καὶ ψιθυριζομένας, οἵας ἄν τις ἐχθροῖς ἀλλοφύλοις ἐπαράσαιτο, μένειν ὅλως ἐφ’ ἡσυχίας οὐκ εἶχεν· ἀλλ’ ἄναντα καὶ κάταντα φερόμενος μεστὸς ἦν λογισμῶν πολεμίων, τὴν ψυχὴν ὥσπερ αἰχμάλωτον ἀγόντων τε καὶ φερόντων καὶ ἀγεννῶς σπαραττόντων. ἐδεδίει γὰρ τὸ τοῦ βασιλέως πρὸς τὰς τιμωρίας ἀπότομόν τε καὶ ἀπηνὲς καὶ ὀξύῤῥοπον, καὶ ἥμερον οὐδὲν οὐδὲ συμπαθὲς ἐνενόει πρὸς τοῦ βασιλέως αὐτῷ γενησόμενον· ἐπεὶ καὶ μεγάλας διαβολὰς καὶ ἐς ὕψος κορυφωθείσας μακρὸν, ἃς οἱ φθονοῦντες κατ’ αὐτοῦ συνεκύκησαν καὶ τὰς τοῦ βασιλέως ἀκοὰς ἐμπεπλήκασιν, οὐ ῥᾴδιον ἔβλεπεν αὐτῷ ἀπολύεσθαι ἐν βραχεῖ. ταύτῃ τοι καὶ ἀπογνοὺς, φυγῇ τὴν σωτηρίαν πορίζεσθαι βέλτιον πάσης ἐτίθει βουλῆς.
Όταν έφτασε στο Ικόνιο, βρήκε εκεί τον σουλτάνο να συγκεντρώνει με κάθε ταχύτητα τις δικές του δυνάμεις, για να αντιμετωπίσει το πλήθος των στρατευμάτων των Σκυθών [Μογγόλων] που επέλαυναν. Αυτό τού φάνηκε [τού σουλτάνου] πολύ μεγάλο δώρο και σε πολύ κατάλληλο χρόνο. Γιατί τούς πολλούς Ρωμαίους που ήσαν από παλιά υποδουλωμένοι σε αυτόν, αφού τούς οργάνωσε σε λεγεώνα, διέταξε να παραταχθούν με αρχηγό τον Παλαιολόγο, με ρωμαϊκή στολή και οπλισμό, διαφορετική από εκείνη που φορούσαν τα δικά του στρατεύματα, για να αιφνιδιάσει τούς Σκύθες, που θα σκέφτονταν ὀτι είχε μόλις έρθει συμμαχική βοήθεια από τούς Ρωμαίους. Πράγμα που έγινε. Διότι λένε ότι οι Σκύθες, όταν ήρθαν στα χέρια με τούς Τούρκους, ταράχτηκαν και ανησύχησαν όταν είδαν ξαφνικά τον ξένο στρατό να εξορμά εναντίον τους. Και θα είχαν ίσως τραπεί σε φυγή χωρίς καμία τάξη, έχοντας πίσω τους να τούς καταδιώκουν εκείνοι, τούς οποίους οι ίδιοι πίστευαν ότι θα νικούσαν χωρίς κόπο, αν δεν είχε σπεύσει σε βοήθεια των Σκυθών, με μεγάλο στρατό, όταν είχε ήδη αρχίσει η μάχη, ένας συγγενής τού σουλτάνου, λόγω κάποιας προηγούμενης έχθρας. Αυτό το γεγονός ανέτρεψε πολύ τις τύχες των Τούρκων και υπέταξε το μεγαλύτερο μέρος τής κυριαρχίας τους στο δόρυ των Σκυθών.
Ἐπεὶ δὲ καὶ ἀπιὼν παρὰ τὸ Ἰκόνιον εὗρε τηνικαῦτα τὸν Σουλτὰν πάσῃ σπουδῇ τὰς ἑαυτοῦ συγκροτοῦντα δυνάμεις, ἵν’ ἐπελαύνοντα κατὰ πλῆθος τὰ Σκυθικὰ στρατεύματα δέξαιτο, ὥσπερ τι μέγιστον ἕρμαιον ἔδοξεν ἐκείνῳ καὶ μάλα τοι καίριον. ἐπεὶ γὰρ ἦσαν ὑπ’ αὐτῷ πάλαι δεδουλωμένοι Ῥωμαίων συχνοὶ, τούτους εἰς μοῖραν καταλέξας στρατοῦ ὑπὸ στρατηγῷ τῷ Παλαιολόγῳ τάττεσθαι προσετετάχει, Ῥωμαϊκὴν καὶ ξένην ἢ κατὰ τὴν ἐκείνων ἐγχώριον περικειμένους στολήν τε καὶ ὅπλισιν, ἵνα τοῖς Σκύθαις κατάπληξις τὸ πρᾶγμα γένηται, λογισαμένοις χεῖρα συμμαχικὴν ἐκ Ῥωμαίων ἄρτι ἐληλυθέναι. ὁ δὴ καὶ ξυνέβη. φασὶ γὰρ τοὺς Σκύθας, ὁπότε ξυνῄεσαν εἰς χεῖρας τοῖς Τούρκοις, συστολήν τινα καὶ δέος οὐ μέτριον σχεῖν, ἀλλόκοτον ἐξαίφνης ἰδόντας στρατὸν κατ’ αὐτῶν ἐπιόντα. καὶ τάχ’ ἂν σὺν οὐδενὶ κόσμῳ φεύγοντες ᾤχοντο κατὰ νώτου λαβόντες διώκοντας, οὓς ἀπονητὶ χειρώσασθαι ἤλπισαν, εἰ μή τις τῶν τῷ Σουλτὰν κατὰ γένος προσηκόντων διά τινα προειληφυῖαν ἀπέχθειαν πολλὴν ἐπαγόμενος στρατιὰν ἑκὼν προσεῤῥύη τοῖς Σκύθαις, ῥηγνυμένης ἤδη τῆς μάχης. τοῦτο γὰρ τὰ τῶν Τούρκων ῥᾷστα ἀνέτρεψε πράγματα, καὶ τὴν πλείονα χώραν αὐτῶν τῇ τῶν Σκυθῶν ὑπέθηκεν αἰχμῇ.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και έφτασαν από τον αυτοκράτορα επιστολές γεμάτες αυτοκρατορική καλή διάθεση και μεγάλες υποσχέσεις αγάπης και τιμής, με τις οποίες ανακαλούνταν ο Παλαιολόγος, με υποσχέσεις επιβεβαιωμένες με όρκο. Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανέκτησε τον Παλαιολόγο, αλλά όχι πριν δώσει και ο ίδιος εγγύηση τής δικής του νομιμοφροσύνης προς τον αυτοκράτορα, επιβεβαιωμένη με τούς πιο τρομερούς όρκους. Υποσχόταν ότι θα παρέμενε πάντοτε εντός των ορίων τής υποταγής και ότι δεν θα επιδίωκε ποτέ τη θέση τού αυτοκράτορα για τον εαυτό του, ούτε θα επέστρεφε σε εκείνα που είχαν προηγουμένως ειπωθεί εναντίον του και τα οποία θα επιβεβαίωναν και πάλι τις προηγούμενες υποψίες, που είχαν πεθάνει πια. Υποσχόταν επίσης ότι θα τηρούσε και θα μεταβίβαζε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο την ίδια καλή διάθεση και αγάπη προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεόδωρο, τον γιο τού Ιωάννη και τούς επόμενους διαδόχους τόσο τής δυναστείας όσο και τής αυτοκρατορίας. Ύστερα από αυτά λοιπόν, τού απονεμήθηκε πάλι το αξίωμα τού μεγάλου κοντοσταύλου, όπως και πριν. Και στο εξής απολάμβανε λαμπρή προστασία και καλή διάθεση από τον αυτοκράτορα.
Ἀλλ’ οὔπω πολὺς παρεῤῥύη χρόνος καὶ γράμματα πολλῆς τῆς βασιλικῆς εὐμενείας μεστὰ καὶ πολλὴν ὑπισχνούμενα τὴν στοργὴν ᾔεσαν παρὰ βασιλέως, ἀνακαλούμενα τὸν Παλαιολόγον, ἔνορκον ἔχοντα τὴν ἀσφάλειαν ὧν ὑπισχνοῦντο. καὶ οὕτως ἡ Ῥωμαίων γῆ τὸν Παλαιολόγον αὖθις ἐλάμβανεν, οὐ πρότερον μέντοι πρὶν ἢ καὶ αὐτὸν δοῦναι τὴν ἀσφάλειαν τῆς αὐτοῦ πρὸς τὸν βασιλέα πίστεως βεβαίαν δι’ ὅρκων φρικωδεστάτων, ὥστε ἐμμένειν τοῖς ὅροις ἀεὶ τῆς ὑποταγῆς καὶ μὴ ζητεῖν ἐθέλειν ἑαυτῷ βασιλείαν ποτὲ καὶ ἐπανιέναι πρὸς τὰ πρότερον κατ’ αὐτοῦ λαληθέντα καὶ βεβαιοῦν αὖθις διὰ τῶν ἔμπροσθεν ἔργων τὴν ἤδη τεθνηκυῖαν ὑποψίαν, ἀλλὰ τηρεῖν καὶ διαβιβάζειν ὁμοίως ἀεὶ τὴν αὐτὴν εὔνοιαν καὶ στοργὴν πρός τε αὐτὸν δὴ τὸν βασιλέα Θεόδωρον καὶ πρὸς τὸν αὐτοῦ γε υἱὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς ἐφεξῆς διαδόχους τοῦ τε γένους αὐτῶν καὶ τῆς βασιλείας. καὶ μὲν δὴ ἐπὶ τούτοις αὖθις τῷ τοῦ μεγάλου τετίμηται ἀξιώματι κονοσταύλου, καθὰ καὶ τὸ πρότερον· καὶ ἦν τοῦ λοιποῦ λαμπρᾶς τῆς βασιλικῆς κηδεμονίας ἀπολαύων καὶ εὐμενείας.»
Πρβλ. Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 9-10 (CSHB, Βόννη, I, 24-26):
Ενώ ο Παλαιολόγος, στον οποίο είχε ανατεθεί με εντολή τού αυτοκράτορα η κυβέρνηση τής Μεσοθυνίας και τού ίδιου τού θέματος Οπτιμάτων, εργαζόταν σκληρά εναντίον των Ιταλών, τον πλησίασε ένα μέλος τού παλατιού, ένας άνδρας που ονομαζόταν Κότυς, που ήταν από τούς πιο στενούς του φίλους. Από εκείνα που τού είπε, ήταν ξεκάθαρο ότι φοβόταν γι’ αυτόν. «Αν δεν φύγεις», είπε, «σε λίγες ημέρες θα σού συμβεί μεγάλη συμφορά, αλλά ούτε σε μένα δεν θα είναι πια ασφαλές να μείνω. Πρέπει να πάμε και οι δύο στους [Σελτζούκους] Τούρκους, αν σε ενδιαφέρει να μη χάσεις τα μάτια σου. Αυτά τα λόγια είπε και έπεισε ο πληροφορών, που ήταν φίλος, εκείνον που φοβόταν διαρκώς για τον εαυτό του, από το γεγονός ότι ήταν συνήθως τον υποπτεύονταν ότι φιλοδοξούσε να γίνει αυτοκράτορας. Μάλιστα, η υποψία δεν άφησε εκτός κινδύνου ούτε τον θείο του, ο οποίος είχε τον βαθμό τού μεγάλου χαρτουλάριου, ονομαζόταν επίσης Μιχαήλ Παλαιολόγος και όταν ρωτήθηκε για την εξουσία, λέγεται ότι είπε απλώς ότι αν ο Θεός χρωστάει σε κάποιον να κυβερνήσει, δεν είναι υπαίτιος ο εκλεκτός. Εξαιτίας αυτού, ο ηγεμόνας αγανάκτησε τόσο πολύ εναντίον του, που όντας τέτοιος, σε τέτοιες σκέψεις ύψωνε το πνεύμα του, που τον οδήγησαν στη φυλακή αλυσοδεμένο.
«Τότε δὴ καὶ τοῦ Παλαιολόγου εἰς κεφαλὴν τεταγμένου Μεσοθινίας καὶ αὐτῶν Ὀπτιμάτων, ἐκείνου προστάξαντος, καὶ τὰ πολλὰ κατ´ Ἰταλῶν πράττοντος, προσῄει τις τῶν ἐκ τοῦ παλατίου, Κότυς ἐπώνυμον τῷ ἀνδρὶ καὶ ἐς τὰ μάλιστά οἱ τῶν φίλων ὤν, καὶ δῆλος ἦν περὶ τούτῳ ἀγωνιῶν ἐξ ὧν πρὸς αὐτὸν διεξῄει. Καί· «Εἰ μὴ φυγαδείᾳ χρήσαιο, ἔλεγεν, ἡμερῶν ὀλίγων εἰς μέγα συμφορᾶς τὰ κατὰ σὲ προβήσεται· ἀλλ´ οὐδ´ ἐμοὶ τοὐντεῦθεν ἀκίνδυνον μένειν, ἀλλ´ αὐτομολητέον πρὸς Πέρσας καὶ ἀμφοτέροις, εἴ σοι μέλει τῶν ὀφθαλμῶν.» Ταῦτα λέγει καὶ πείθει πληροφορῶν, φίλος ὤν, τὸν ἀεὶ περὶ ἑαυτῷ δεδιότα διὰ τὴν ὑποτρέχουσαν τῆς ἀρχῆς ὑποψίαν· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τὸν θεῖον τούτου, εἰς μέγαν χαρτουλάριον τεταγμένον, Παλαιολόγον Μιχαὴλ καὶ αὐτὸν ἀκούοντα, ἀκίνδυνον εἴα ἡ ὑποψία, ἀλλά, περὶ τῆς ἀρχῆς ἐρωτηθέντα, ἁπλοϊκῶς φάναι λέγεται ὡς, εἰ κεχρεώστηταί τῳ πρὸς Θεοῦ τὸ ἄρξαι, ἀνυπαίτιος ὁ καλούμενος· οὗ δὴ χάριν καὶ νεμεσηθεὶς οἷον παρὰ τοῦ κρατοῦντος, εἰ τοιοῦτος ὢν τοιούτοις μετεωρίζει τὸν νοῦν, τῇ φυλακῇ δίδοται δέσμιος.
Τότε λοιπόν, όταν το έμαθε, ο Παλαιολόγος ανησύχησε φυσικά. Θεωρούσε επικίνδυνο και πολύ θλιβερό το να παραμείνει και να εκτεθεί σε κίνδυνο. Από την άλλη πάλι, το να φύγει σε ξένους το θεωρούσε σωτήριο, αλλά αξιοκατάκριτο. Όμως, ανάμεσα σε δύο υποτιθέμενα κακά, καθώς προστέθηκε και ο φόβος, επέλεξε το μικρότερο. Εξασφαλίζοντας από πολλούς, όσο καλύτερα μπορούσε, ότι δεν θα τον έπιαναν στα πράσα, αφού πήρε μαζί του και μερικούς δικούς τού Πέρασε τον ποταμό Σαγγάριο, όρμησε με όλη του τη δύναμη προς την επικράτεια των Τούρκων και παρουσιάστηκε στον σουλτάνο. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά και τον τίμησε όπως άρμοζε. Στη συνέχεια, αν και σε ξένη χώρα, εκστράτευε μαζί με αυτούς τούς ανθρώπους κάτω από τα αυτοκρατορικά λάβαρα και διακρινόταν εναντίον των εχθρών τού σουλτάνου, σκοπεύοντας έτσι να κατευνάσει τον αυτοκράτορα, όταν το μάθαινε. Έπειτα, μετανιώνοντας και θέλοντας να επιστρέψει, πήγε και βρήκε τον τότε μητροπολίτη Ικονίου και τον χρησιμοποίησε ως ενδιάμεσο με τον αυτοκράτορα, για να μάθει αν ο τελευταίος θα έδινε με επιστολή τη διαβεβαίωση ότι θα συγκρατούσε πραγματικά τον θυμό του, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει. Ο επίσκοπος σχεδίασε γραπτώς από την αποστολή του και ο ηγεμόνας τού έδωσε χάρη. Βεβαιωμένος με αυτοκρατορικά γράμματα ότι δεν είχε τίποτα ατυχές να φοβηθεί εξαιτίας τού θυμού του, επέστρεψε. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε με ευμένεια τον ταπεινωθέντα, τον αγκάλιασε όταν παρουσιάστηκε, συγχώρησε τον άνθρωπο που παραδεχόταν ότι έχει πέσει σε ασυγχώρητα λάθη και τον επανέφερε στο προηγούμενο αξίωμά του.
Τότε τοίνυν μαθὼν καὶ ὡς εἰκὸς δείσας, εἰ μένων μὲν κινδυνεύοι, δεινὸν ἡγεῖτο καὶ λίαν ἐλεεινόν, τὸ δ´ αὐτομολεῖν αὖθις πρὸς ἀλλοτρίους σωτήριον μέν, ἀλλ´ ἐπίμωμον ἔκρινε. Τέως δὲ δυοῖν νομιζομένοιν κακοῖν, τοῦ φόβου προστεθέντος, αἱρεῖται τοὔλαττον. Καὶ δὴ ἐκ πολλῶν, ὡς εἶχε, προμηθευσάμενος τὸ ἀφώρατον, παραλαβὼν καί τινας τῶν οἰκείων καὶ τὸν ποταμὸν περαιωθεὶς Σάγγαριν, τὴν εὐθὺ Περσίδος ἀνὰ κράτος ἵεται καὶ τῷ σουλτὰν προσχωρεῖ. Ὁ δ´ ἀσμένως δέχεται τοῦτον καὶ τιμᾷ τοῖς προσήκουσι. Τέως δέ γε κἀν τῇ ἀλλοδαπῇ σημαίαις βασιλικαῖς παραταξάμενος σὺν ἐκείνοις, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ σουλτὰν ἀριστεύει, τὸν βασιλέα, εἴ που ἀκούσοι, ἐντεῦθεν ἐκμειλισσόμενος. Εἶτα μεταμεληθεὶς οἷον καὶ παλινδρομεῖν προαιρούμενος, τῷ τηνικάδε Ἰκονίου προσέρχεται καί οἱ μεσίτῃ χρᾶται πρὸς βασιλέα, εἴ πως, τὰ πιστὰ γράμμασι δόντος ἐκείνου ἦ μὴν τὴν ὀργὴν καθαρῶς ἀνασχεῖν, αὐτῷ καὶ πάλιν ἐπανελθεῖν γένοιτο. Τοῦ δ´ ἱεράρχου γράμμασι σχεδιάσαντος τὴν πρεσβείαν, ὁ κρατῶν κατένευσε τὴν συμπάθειαν, καὶ βασιλικαῖς συλλαβαῖς ἐπ´ ἀσφαλείᾳ τοῦ μή τι παθεῖν ἀνήκεστον ἐξ ὀργῆς ἐπάνεισιν· ὁ δὲ καὶ δέχεται τοῦτον πρόφρων ταπεινωθέντα καὶ ἀγκαλίζεται προσιόντα καὶ ὁμολογοῦντα ὡς ἑαυτῷ σύνοιδε πταίσας ἀσύγγνωστα συμπαθεῖ, καὶ ἐπὶ τῆς προτέρας ἔχων τιμῆς.
Επειδή η πόλη τής Επιδάμνου [Δυρραχίου] στη Δύση είχε μόλις καταληφθεί από τούς δικούς μας, όπως ανακοινώθηκε, οι κάτοικοι τού τόπου χρειάζονταν επίσκοπο. Χρειάζονταν επίσης κυβερνήτη και στρατιωτικό σώμα. Επίσκοπος εξελέγη ο Χαλκούτζης, ο οποίος είχε το αξίωμα τού μεγάλου σκευοφύλακα τής Μεγάλης Εκκλησίας. Μαζί του έστειλε κι εκείνον [τον Παλαιολόγο] ο αυτοκράτορας, για να κυβερνήσει την περιοχή, με εντολή να αποφασίζει σε συνεργασία με τούς άλλους αρχηγούς τού τόπου, αλλά κυρίως με τον ιερέα. Όταν λοιπόν έφτασαν ολοταχώς στη Θεσσαλία και βρίσκονταν ήδη στο σημείο να περάσουν τον ποταμό Βαρδάρη, πέρασε πρώτα ο κυβερνήτης με τα στρατεύματα και βρήκε τη χώρα σε σύγχυση και με διάθεση να επαναστατήσει. Ήταν τότε που και ο Μανουήλ, ο νόθος γιος τού δεσπότη Μιχαήλ, βρέθηκε εκεί επικεφαλής ισχυρού στρατού και συμμετείχε στη μάχη. Στην αρχή, όταν προχώρησε ενάντια στον κυβερνήτη, τον χτύπησε με το ακόντιό του και τον έριξε κάτω. Ύστερα ὀμως, όταν εκείνος σηκώθηκε και ανέβηκε στο άλογό του, έδωσε αποφασιστικό χτύπημα στον Μανουήλ, χωρίς εκείνος να το ανταποδώσει.
Ἐπεὶ καὶ τῆς κατὰ δύσιν Ἐπιδάμνου κατειλημμένης πρὸς τῶν ἡμετέρων, ἠγγέλλετο τὸ συμβάν, καὶ τοῖς ἐκεῖσε ἔδει μὲν ἀρχιερέως, ἔδει δ´ ἡγεμόνος καὶ στρατιώτιδος τάξεως, ἀρχιερέως ἐπικηρυχθέντος τοῦ Χαλκούτζη, ὃς καὶ τὴν τοῦ μεγάλου σκευοφύλακος ἐπὶ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας εἶχε τιμήν, τούτῳ συνεκπέμπει κἀκεῖνον ἡγεμονεύσοντα τῶν ἐκεῖ, προστάξας συμπράττειν τὸ δόξαν καὶ ἄλλοις μὲν ἀρχηγοῖς τοῖς ἐκεῖ, μάλιστα δέ γε τῷ ἱερεῖ. Ὡς γοῦν Θετταλίας διὰ ταχέων ἐπέβησαν καὶ ἤδη πρὸς τῷ περαιοῦσθαι τὸν ποταμὸν Βαρδάριον ἦσαν, περαιοῦται μὲν ὁ ἡγεμὼν σὺν ταῖς τάξεσι πρότερον, εὑρίσκει δὲ τὰ τῇδε συγκεχυμένα καὶ πρὸς ἀπιστίαν κλίναντα, ὅτε καὶ ὁ τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ ἐκ νοθείας σκότιος παῖς Μανουήλ, τυχὼν ἐκεῖσε σὺν ἱκανῷ στρατεύματι καὶ συμπλακεὶς τῷ πολέμῳ, τὰ πρῶτα μέν, ὁμόσε χωρήσας τῷ ἡγεμόνι, τῷ κοντῷ συνωθεῖ καὶ ῥιπτεῖ, ἔπειτα δέ, συστάντος καὶ ἐπικαθεσθέντος τῷ ἵππῳ, παρ´ ἐκείνου καιρίαν βάλλεται, μὴ λαβὼν ἴσην.»
Πρβλ. Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes (1873), σελ. 135.
Για τη φυγή τού Μιχαήλ στους Τούρκους βλέπε Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus (1959), σελ. 28-30.
- [←25]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 67, επιμ. Heisenberg, I, 139-40:
Ο αυτοκράτορας έφυγε για την ανατολή, ενώ εγώ έμεινα πίσω με τούς άνδρες στη δύση. Αναχωρώντας από τη Θεσσαλονίκη, έφτασα στη Βέροια. Ἠταν εκεί οι απεσταλμένοι τού πάπα, τούς οποίους επρόκειτο να απολύσω με αυτοκρατορική εντολή.
«…Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς πρὸς τὴν ἕω ἀπῄει, ἐγὼ δὲ καταλελείμμην τοῖς ἐν δυσμῇ. τῆς γοῦν Θεσσαλονίκης ἐξιὼν ἀφικόμην περὶ τὴν Βέρροιαν· ἐκεῖσε γὰρ ὑπῆρχον καὶ οἱ τοῦ πάπα πρέσβεις, οὓς ἀπεκβαλεῖν βασιλικῷ προστάγματι ἔμελλον.»
- [←26]
-
Για αλβανικά τοπωνύμια και αντίστοιχες πληροφορίες στις βυζαντινές πηγές πρβλ. Ludwig v. Thallóczy και Const. Jireček, Archiv für slavische philologie, XXI (Βερολίνο, 1899), 78 και εξής, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η Κρόια ήταν το κέντρο τής περιοχής τού Αλβάνου, όπως φαίνεται για παράδειγμα σε χωρίο τού Ακροπολίτη, «…καὶ τὸ ἐν τῷ Ἀλβάνῳ φρούριον τὰς Κρόας…», κεφ. 49, CSHB, Βόννη, σελ. 98, γραμμή 24, επιμ. Heisenberg, I, 92, γραμμές 1-2, αλλά ότι η πόλη τού Αλβάνου πρέπει να ταυτίζεται με το Ελμπασάν. Πρβλ. G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, 3 τόμοι, Βιέννη, 1856-57, ανατύπ. Άμστερνταμ, 1964, I (1856), 472-73 (σημειώσεις) και πρβλ. Antonio Carile, «Partitio terrarum imperii Romanie», στο Studi veneziani, VII (Φλωρεντία, 1965- 66), 264.
- [←27]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 67, επιμ. Heisenberg, I, 140: «…ταύτην γοῦν τὴν πορείαν τὴν ἐκ Θεσσαλονίκης μέχρι καὶ αὐτοῦ τοῦ Πριλάπου διὰ τριῶν πεποίηκα τῶν μηνῶν χειμῶνος ὥρᾳ· Δεκέβριος γὰρ ἦν ὁπότε τῆς Βερροίας ἐξώρμων, καὶ τὸ Φεβρουαρίου τέλος ἐπὶ τὸν Πρίλαπον εἶχέ με.»
- [←28]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 68, επιμ. Heisenberg, I, 140-43:
Υπήρχαν όμως εμπόδια για μένα και για τούς άνδρες μας εκεί. Ο επαναστάτης Μιχαήλ είχε κρατήσει τις γύρω περιοχές και φρούρια. Ένα μόνο, το Πρίλεπ, τού έλειπε και πίεζε, όσο μπορούσε, να φέρει το Πρίλεπ υπό την εξουσία του. Με αυτόν τον τρόπο θα τού ήταν δυνατό να κυβερνήσει με ασφάλεια τη γύρω περιοχή. Έτσι, λίγο αργότερα, ο αποστάτης Μιχαήλ έκανε την πρώτη του επίθεση εναντίον μας με ολόκληρο τον στρατό του και έκανε απόπειρες στην πόλη με στρατιωτικά μέσα. Αλλά εκείνη ήταν ασφαλής και δεν ήταν εύκολο να καταληφθεί. Βασιζόταν μάλλον κι αυτός στις συνωμοσίες των κατοίκων.
«…Ὑπῆρξε δὲ καὶ ἐμοὶ καὶ τοῖς ἐκεῖσε οὖσιν ἡμετέροις τὰ ἐναντία. τῶν γὰρ πέριξ χωρῶν καὶ κάστρων ὁ ἀντάρτης ἐπιδραξάμενος Μιχαὴλ ἑνὸς καὶ μόνου τοῦ Πριλάπου ἐλείπετο, καὶ ἔσπευδεν, ὅσον ἦν αὐτῷ δυνατόν, ὑφ’ ἑαυτὸν ποιῆσαι τὸν Πρίλαπον· οὕτω γὰρ ἦν ἐξὸν αὐτῷ καὶ ἀσφαλῶς τῶν πέριξ κρατεῖν. ἐπῆλθε γοῦν καὶ ἡμῖν μετ’ οὐ πολὺ τὸ πρῶτον ὁ ἀποστάτης Μιχαὴλ μετὰ τοῦ περὶ αὐτὸν στρατεύματος ἅπαντος, καὶ ἀπεπειράσατο στρατιωτικαῖς μεθοδίαις τοῦ ἄστεος. τὸ δὲ ἦν ἀσφαλὲς καὶ οὐ ῥᾴδιον χειρωθῆναι, ἐθάρρει δὲ οὗτος μᾶλλον ταῖς τῶν οἰκητόρων ἐπιβουλαῖς.»
- [←29]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 70, επιμ. Heisenberg, I, 144-46:
«…οὕτω μὲν οὖν τὸ ἐν τῷ Πριλάπῳ καταλέλυται στράτευμα, καὶ ἡμεῖς ἐγκεκλεισμένοι τῷ τοῦ Πριλάπῳ ἄστει γεγόναμεν καὶ οἷον ἐγκαθειργμένοι.»
Πρβλ. Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 10 (CSHB, Βόννη, I, 26):
Επειδή η πόλη τής Επιδάμνου [Δυρραχίου] στη Δύση είχε μόλις καταληφθεί από τούς δικούς μας, όπως ανακοινώθηκε, οι κάτοικοι τού τόπου χρειάζονταν επίσκοπο. Χρειάζονταν επίσης κυβερνήτη και στρατιωτικό σώμα. Επίσκοπος εξελέγη ο Χαλκούτζης, ο οποίος είχε το αξίωμα τού μεγάλου σκευοφύλακα τής Μεγάλης Εκκλησίας. Μαζί του έστειλε κι εκείνον [τον Παλαιολόγο] ο αυτοκράτορας, για να κυβερνήσει την περιοχή, με εντολή να αποφασίζει σε συνεργασία με τούς άλλους αρχηγούς τού τόπου, αλλά κυρίως με τον ιερέα. Όταν λοιπόν έφτασαν ολοταχώς στη Θεσσαλία και βρίσκονταν ήδη στο σημείο να περάσουν τον ποταμό Βαρδάρη, πέρασε πρώτα ο κυβερνήτης με τα στρατεύματα και βρήκε τη χώρα σε σύγχυση και με διάθεση να επαναστατήσει. Ήταν τότε που και ο Μανουήλ, ο νόθος γιος τού δεσπότη Μιχαήλ, βρέθηκε εκεί επικεφαλής ισχυρού στρατού και συμμετείχε στη μάχη. Στην αρχή, όταν προχώρησε ενάντια στον κυβερνήτη, τον χτύπησε με το ακόντιό του και τον έριξε κάτω. Ύστερα ὀμως, όταν εκείνος σηκώθηκε και ανέβηκε στο άλογό του, έδωσε αποφασιστικό χτύπημα στον Μανουήλ, χωρίς εκείνος να το ανταποδώσει..
«Ἐπεὶ καὶ τῆς κατὰ δύσιν Ἐπιδάμνου κατειλημμένης πρὸς τῶν ἡμετέρων, ἠγγέλλετο τὸ συμβάν, καὶ τοῖς ἐκεῖσε ἔδει μὲν ἀρχιερέως, ἔδει δ´ ἡγεμόνος καὶ στρατιώτιδος τάξεως, ἀρχιερέως ἐπικηρυχθέντος τοῦ Χαλκούτζη, ὃς καὶ τὴν τοῦ μεγάλου σκευοφύλακος ἐπὶ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας εἶχε τιμήν, τούτῳ συνεκπέμπει κἀκεῖνον ἡγεμονεύσοντα τῶν ἐκεῖ, προστάξας συμπράττειν τὸ δόξαν καὶ ἄλλοις μὲν ἀρχηγοῖς τοῖς ἐκεῖ, μάλιστα δέ γε τῷ ἱερεῖ. Ὡς γοῦν Θετταλίας διὰ ταχέων ἐπέβησαν καὶ ἤδη πρὸς τῷ περαιοῦσθαι τὸν ποταμὸν Βαρδάριον ἦσαν, περαιοῦται μὲν ὁ ἡγεμὼν σὺν ταῖς τάξεσι πρότερον, εὑρίσκει δὲ τὰ τῇδε συγκεχυμένα καὶ πρὸς ἀπιστίαν κλίναντα, ὅτε καὶ ὁ τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ ἐκ νοθείας σκότιος παῖς Μανουήλ, τυχὼν ἐκεῖσε σὺν ἱκανῷ στρατεύματι καὶ συμπλακεὶς τῷ πολέμῳ, τὰ πρῶτα μέν, ὁμόσε χωρήσας τῷ ἡγεμόνι, τῷ κοντῷ συνωθεῖ καὶ ῥιπτεῖ, ἔπειτα δέ, συστάντος καὶ ἐπικαθεσθέντος τῷ ἵππῳ, παρ´ ἐκείνου καιρίαν βάλλεται, μὴ λαβὼν ἴσην.»
Οι τής Νικαίας είχαν μόλις χάσει τη Βέροια. Πρβλ. Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 56, επιμ. Heisenberg, I, 74:
Όταν όμως πήρε συμβουλές, προχώρησε στη Βερόη και μόλις έφτασε εκεί, πήρε το φρούριο χωρίς μάχη.
«…βουλὴν δὲ ποιησάμενος περὶ τὴν Βερόην χωρεῖ, κἀκεῖσε δὲ ἀφιγμένος αὐτοβοεὶ τὸ φρούριον εἷλεν.»
- [←30]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 71, επιμ. Heisenberg, I, 146-49:
Καθώς ο Μιχαήλ Κομνηνός, ο Μιχαήλ Λάσκαρης και οι στρατηγοί μαζί τους υποχρεώθηκαν από εμάς να έρθουν στο Πρίλεπ και να συναντηθούν μαζί μας, ήρθαν θέλοντας και μη. Έμειναν μαζί μας λίγες ημέρες, αλλά καθώς δεν είχαν τη στρατιωτική δύναμη να εμπλακούν σε εκ τού συστάδην μάχη και να πολεμήσουν τον αποστάτη Μιχαήλ, αφήνοντάς μας, επέστρεψαν. Γιατί αντιλήφθηκαν την προδοσία των κατοίκων και συνειδητοποίησαν την αμφίβολη πίστη εκείνων στους οποίους είχε ανατεθεί να φυλάξουν την πόλη. Ύστερα έμεινα πίσω στο Πρίλεπ, μαζί με εκείνους που βρίσκονταν εκεί για να φυλάνε την πόλη. Αυτό με είχε διατάξει ο ηγεμόνας να κάνω.
«…Ὁ μὲν οὖν Κομνηνὸς Μιχαὴλ καὶ ὁ Λάσκαρις Μιχαὴλ καὶ οἱ ἀμφ’ αὐτοὺς ἡγεμόνες τυγχάνοντες τοῦ στρατεύματος, ἐπεὶ παρ’ ἡμῶν ἠναγκάζοντο καταλαβεῖν εἰς τὸν Πρίλαπον καὶ ἡμῖν ξυντυχεῖν, ἑκόντες ἄκοντες ἀφίκοντο παρ’ ἡμᾶς. καὶ ὀλίγας ἡμέρας προσκαρτερήσαντες μεθ’ ἡμῶν, ἐπεὶ μὴ εἶχον δυνάμεως συστάδην ξυνελθεῖν καὶ τὸν ἀποστάτην μαχέσασθαι Μιχαήλ, ἀφέντες ἡμᾶς ὑπέστρεψαν· τήν τε γὰρ ἀπιστίαν τῶν οἰκητόρων διενοήσαντο καὶ τὸ ἀμφίβολον τῶν εἰς φύλαξιν αὐτοῦ τεταγμένων νουνεχῶς ἐτεκμήραντο. ἐναπελείφθην γοῦν καὶ αὐτὸς ἐν Πριλάπῳ μετὰ τῶν ὄντων εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ ἄστεος· οὕτω καὶ γάρ μοι ὁ κρατῶν προστέταχεν.»
- [←31]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 72, επιμ. Heisenberg, I, 149-50:
Όσοι με γνώριζαν καλύτερα, επέμεναν ότι δεν θα ενεργούσα ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Όταν όμως πέρασε πολύς καιρός και έμαθε από τούς επόμενους ότι ήμουν αιχμάλωτος και έγκλειστος στη φυλακή και δεμένος με δεσμά στα πόδια και χειροπέδες, αρκέστηκε σε αυτή την κατάσταση και ήταν καλύτερα διατεθειμένος απέναντί μου. Εξέδωσε διατάγματα που αφορούσαν τις περιουσίες μου, λέγοντας ότι κανείς δεν πρέπει να τολμήσει ποτέ να τα καταπατήσει και να προκαλέσει ζημιές.
«…οἱ δὲ τὰ κατ’ ἐμὲ ἀκριβέστερον ἐπιγνόντες διισχυρίζοντο μὴ ἄν ποτε τοιοῦτον φανῆναί με. ἐπεὶ δὲ χρόνος παρερρύη συχνὸς κἀκ τῶν ἐπερχομένων δεσμώτην ἐμάνθανεν εἶναί με καὶ εἱρκτῇ περικλείεσθαι ποδοκάκαις τε καὶ χειροπέδαις ξυνέχεσθαι, ἠγάπα τε τὴν πρᾶξιν καί μοι προσφιλέστερον διετίθετο, ὁρισμοὺς δὲ ἐπεποιήκει κτημάτων πέρι τῶν ἐμῶν, μηδένα τολμῆσαί ποτε πόδα τε βαλεῖν ἐν αὐτοῖς καὶ ζημίαν ἐπεμβαλεῖν.»
- [←32]
-
Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 109.
- [←33]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή 72, επιμ. Heisenberg, I, 151:
Γιατί είχε μάθει ότι οι καλύτεροι από τούς στρατηγούς του στη δύση, στους οποίους είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, είχαν υποταχθεί στον αποστάτη Μιχαήλ, μερικοί ακόμη και πριν από την κατάληψη των φρουρίων, δηλαδή ο σκουτέριος Ξυλέας, ο Μανουήλ Ραματάς, ο Πουλάχας, και κάποιοι άλλοι που ήσαν μαζί τους. Άλλοι πάλι είχαν παραδοθεί μετά την κατάληψη των φρουρίων, δηλαδή ο επί τής τραπέζης Ισαάκιος Νεστόγγος, τον οποίο είχα ο ίδιος διορίσει να κυβερνά την Αχρίδα, όπως ανέφερα προηγουμένως, καθώς και αρκετοί άλλοι από τούς διακεκριμένους και φημισμένους άνδρες που είχαν υποταχθεί πρόθυμα στον αποστάτη. Φοβόταν και για μένα, μήπως κι εγώ κάνω το ίδιο.
«…ὡς γὰρ ἐμεμαθήκει τοὺς κρείττους τῶν στρατηγούντων ἐν τῇ δυσμῇ, ἐν οἷς ἐθάρρει καὶ τὰ πολλά, ὑπὸ τὸν ἀποστάτην Μιχαὴλ γεγενῆσθαι, τοὺς μὲν καὶ πρὸ τῶν κατασχέσεων τῶν φρουρίων, ἤγουν τὸν σκουτέριον Ξυλέαν, τὸν Ῥαματᾶν Μανουήλ, τὸν Πουλάχαν καὶ ἄλλους ἐνίους τῶν σὺν αὐτοῖς, αὖθις δὲ καὶ μετὰ τὰς κατασχέσεις, εἴτουν τὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης Ἰσαάκιον τὸν Νεστόγγον, ὃν αὐτὸς εἰς ἀρχήν, καθὰ προϊστορήκειν, ἀποκατέστησα τῆς Ἀχρίδος, καὶ ἄλλους οὐκ ὀλίγους τῶν γνωρίμων τε καὶ ὀνομαστῶν ὑπὸ τὸν ἀποστάτην ἑκόντας τελέσαι, ἐδεδίει καὶ περὶ ἐμοῦ, μή ποτε καὶ αὐτὸς πάθω τὰ ὅμοια.»
- [←34]
-
Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 11 (CSHB, Βόννη, I, 27):
Τώρα όμως φτάνει και ο κόμης των αυτοκρατορικών αλόγων, ο προαναφερθείς Χαδηνός, που μπαίνει γρήγορα στη Θεσσαλονίκη. Έδειξε αμέσως με την πράξη του την εγκυρότητα τής φήμης που διαδόθηκε, συλλαμβάνοντας τον Παλαιολόγο. Όμως δεν αποφάσισε να αλυσοδέσει τα πόδια του, όπως τον είχαν διατάξει. Δεν ξέρω αν ήταν από σεβασμό στην ευγενή θέση τού ανθρώπου ή από αίσθημα φιλίας απέναντί του, γιατί τα σημάδια τού αυτοκρατορικού θυμού δεν προμήνυαν τίποτε καλό γι’ αυτόν.
«…Πλὴν ἀλλ´ ἐν τοσούτῳ φθάνει καὶ ὁ τῶν βασιλικῶν ἵππων κόμης, ὁ δηλωθεὶς Χαδηνός, καὶ ἐπιβαίνει ἀπτέρῳ τάχει Θεσσαλονίκης καὶ αὐτίκα τὸ πιστὸν τῆς φήμης ἔδειξε πράξας, τὸν Παλαιολόγον ἐν ἀσφαλεῖ κατασχών. Σιδήροις μέντοι οὐκ ἔγνω δεσμεύειν τὼ πόδε, ὡς δή οἱ καὶ προστεταγμένον ἦν, οὐκ οἶδ´ εἴτε τὸ τοῦ ἀνδρὸς αἰδούμενος εὐγενές, εἴτε τι καὶ φιλίας πρὸς ἐκεῖνον ἔχων· τὸ γὰρ ὑπονοεῖν τι περὶ ἐκείνου τῶν ἀγαθῶν τὰ τῆς ὀργῆς οὐκ ἐδίδουν.»
- [←35]
-
Nic. Blemmydes, Curriculum vitae et carmina, επιμ. Aug. Heisenberg, Λειψία, 1896, σελ. 45-47. Πρβλ. Alice Gardner, Lascarids of Nicaea, Λονδίνο, 1912, σελ. 209. Για τον Βλεμμύδη βλέπε Louis Brehier στο Dictionn. d’ hist. et de geogr. eccclesiastiques, IX (Παρίσι, 1937), 178-82.
- [←36]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 74-75, επιμ. Heisenberg, I, 153-56:
Όταν αντιλήφθηκε την προσέγγιση τού κόσμου, ο πρωτοβεστιάριος μπήκε μέσα στην εκκλησία μαζί με τον αδελφό του Ανδρόνικο, τον οποίο ονόμαζαν μεγάλο δομέστικο, και τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον οποίο αποκαλούσαν πρωτοκυνηγό. Όταν όμως είδαν το πλήθος να προχωράει εναντίον τους με γυμνά ξίφη, μπήκαν στο ίδιο το ιερό και, ενώ αγκάλιαζαν την αγία τράπεζα, τούς σκότωσαν εκεί με το ξίφος. Οι δολοφόνοι τους δεν ένιωσαν συμπόνια για αυτούς ούτε μετά τη δολοφονία. Τόσο μεγάλη ήταν η οργή που έτρεφε όλος ο λαός εναντίον τους, που τούς έκοψαν χέρια και πόδια, ή μάλλον από άρθρωση σε άρθρωση, ή ακόμη και τεμάχισαν μικρές φέτες σάρκας. Κρατώντας καθένας γερά τη δική του μπουκιά, χόρτασαν την όρεξή τους.
«… Γνοὺς οὖν ὁ πρωτοβεστιάριος τὴν ἔφοδον τοῦ λαοῦ, συνάμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ἀνδρονίκῳ, ὃν καὶ μέγαν δομέστικον κατωνόμαζον, καὶ τῷ πρώτῳ αὐτοῦ ἀδελφῷ, ὃν καὶ πρωτοκυνηγὸν ἐκάλουν, ἐντὸς ἐγένοντο τοῦ ναοῦ. ὡς δὲ τὸ πλῆθος εἶδον γυμνοῖς τοῖς ξίφεσι κατ’ αὐτῶν χωροῦντας, ἐντὸς εἰσῄεσαν καὶ τοῦ ἱεροῦ βήματος, καὶ τὴν παναγῆ περιπτυξάμενοι τράπεζαν ἐκεῖσε ξίφους ἔργον γεγένηνται, μηδὲ μετὰ τὸν φόνον οἶκτον λαβόντων τῶν φονευτῶν· τοιοῦτον γὰρ τὸν θυμὸν ὁ λαὸς ἅπας ἐπέτρεφε κατ’ αὐτῶν, ὥστε καὶ μεληδὸν διατεμόντες αὐτούς, μᾶλλον δὲ κατὰ ἄρθρα, ἢ καὶ σμικρὰ τῶν σαρκῶν διελόντες τεμμάχια ἕκαστος τὸ οἰκεῖον τμῆμα κρατῶν τῆς ἐπιθυμίας ἐνεφορήθησαν.»
Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, III, 3, 1-5 (CSHB, Βόννη, I, 62-66):
Αλλά δεν είχαν περάσει ακόμη όλες οι εννέα ημέρες, όταν ορισμένοι ευγενείς και πλούσιοι, ωθούμενοι από βίαιο φθόνο, έριξαν τον στρατό σε αναβρασμό και όπλισαν τα χέρια του για τη σφαγή τού Μουζάλωνος. Εκείνους τούς φρικτούς όρκους που είχαν ορκιστεί χτες και προχτές και τις ολέθριες κατάρες (αλίμονο, για την αρχή των κακών), τις έριξαν στην πιο βαθιά λήθη και βυθίστηκαν σε βαθιά κύματα. Γιατί είχε περάσει η ένατη μέρα από τον θάνατο τού αυτοκράτορα και βρέθηκαν μαζί όλες οι γυναίκες των ευγενών στη Μονή Σωσάνδρων, όπου είχε ταφεί και το σώμα τού αυτοκράτορα, για να τελέσουν το συνηθισμένο πένθος και τα μνημόσυνα. Παρευρίσκονταν μαζί και όλοι οι άρχοντες και αρχόμενοι, μεταξύ των οποίων ήσαν και εκείνοι που ετοίμασαν τη συνωμοσία. Και συνέρρεε όλος ο στρατός, άλλοι λόγω πένθους και άλλοι αναδίδοντας φονική ορμή. Γιατί να χρονοτριβούμε; Ενώ ακόμη ψάλλονταν οι ιεροί ύμνοι, όλοι οι στρατιώτες, τραβώντας τα ξίφη, πήδηξαν ξαφνικά μέσα στην εκκλησία και κατέσφαξαν ανελέητα τον Μουζάλωνα, που είχε καταφύγει δίπλα στην αγία τράπεζα. Σκότωσαν επίσης τούς δύο αδελφούς του, τον μεγάλο δομέστικο Ανδρόνικο και τον πρωτοκυνηγό Θεόδωρο, καθώς και το γραμματέα τους κατά λάθος, λόγω κάποιας ομοιότητας (έτσι το θέλησε η τύχη). Κι έτσι οι γυναίκες και το υπόλοιπο πλήθος, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το μνημόσυνο, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, τρέπονταν από φόβο σε φυγή με μεγάλη ταχύτητα, προς διάφορες κατευθύνσεις. Όμως ολόκληρη η τάξη των ιερέων και η ομάδα των μοναχών, που θέλοντας και μη έμπαιναν στην εκκλησία, γλιστρούσαν κι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, αφενός επειδή ωθούνταν με δύναμη και βία από άλλους, και αφετέρου επειδή δεν στηρίζονταν καλά στα πόδια τους, από τα αίματα που είχαν χυθεί.
«… Ἀλλὰ τέλειαι μὲν οὔπω παρήλλαττον ἡμέραι ἐννέα, καί τινες τῶν γένει καὶ πλούτῳ προὐχόντων φθόνῳ δεινῷ στρατηγούμενοι τὸν στρατὸν συνεκύκησαν καὶ τὰς αὐτῶν ὥπλισαν δεξιὰς κατὰ τῆς σφαγῆς τοῦ Μουζάλωνος. τοὺς δὲ χθὲς καὶ πρότριτα τελεσθέντας φρικώδεις ὅρκους ἐκείνους καὶ τὰς παλαμναιοτάτας ἀρὰς, φεῦ τῆς ἀρχῆς τῶν κακῶν, λήθης ἀπολαβόντες βυθοὶ καὶ πλημμύραι διέφθειραν. ἐννάτη μὲν γὰρ ἡμέρα παρῆν μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ βασιλέως καὶ ἅπασαι τῶν ἐνδόξων συνῄεσαν γυναικῶν ἐπὶ τῇ μονῇ τῶν Σωσάνδρων, ἔνθα καὶ τὸ τοῦ βασιλέως τέθαπται σῶμα, τὸ νενομισμένον τελέσουσαι πένθος καὶ τὰ μνημόσυνα. παρῆσαν δ’ ὁμοῦ καὶ πάντες ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, ἐν οἷς καὶ οἱ τὴν ἐπιβουλὴν ἐξαρτύσαντες ἦσαν· καὶ συνέῤῥει πᾶς ὁ στρατὸς, οἱ μὲν πένθους ἕνεκα, οἱ δὲ φονικὴν ὠδίνοντες ὁρμήν. καὶ τί δεῖ διατρίβειν; ἔτι τῆς ἱερᾶς τελουμένης ὑμνῳδίας, τὰ ξίφη γυμνώσαντες πάντες οἱ στρατιῶται ἔνδον ἐξαίφνης τοῦ νεὼ εἰσεπήδησαν καὶ παρὰ τῇ θείᾳ καὶ ἱερᾷ τραπέζῃ καταφυγόντα τὸν Μουζάλωνα κατέσφαξαν ἀπηνῶς, κἀπὶ τούτῳ τοὺς δύο ἅμα ἀδελφοὺς, Ἀνδρόνικόν τέ φημι τὸν μέγαν δομέστικον καὶ Θεόδωρον τὸν πρωτοκυνηγόν· καὶ πρὸς τούτοις τὸν σφῶν ὑπογραμματέα δι’ ὁμοιότητα προσώπου τινὰ, συμβὰν οὑτωσί πως, σφαλέντες. καὶ οὕτως αἵ τε γυναῖκες καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ἀτέλεστον ἀφέντες τὸ πένθος ἄλλος ἐπ’ ἄλλῳ συντριβόμενοι διὰ τὸν φόβον ἔφυγον ὅλοις ποσὶν ὅποι τύχοιεν ἕκαστοι. τὸ δὲ ἱερατικὸν ἅπαν καὶ ὁ τῶν μοναχῶν σύλλογος ἔνδον τοῦ ἱεροῦ τεμένους ἑκόντες ἄκοντες συνελαθέντες ὠλίσθαινόν τε καὶ ἔπιπτον ἄλλος ἐπ’ ἄλλῳ, τοῦτο μὲν καὶ διὰ τὸ βίᾳ καὶ ῥύμῃ σφοδρᾷ παρ’ ἀλλήλων συνωθεῖσθαι, τοῦτο δὲ καὶ ὅτι ἀνέδραστον εἶχον τὴν τῶν ποδῶν βάσιν ἐκ τῶν χεθέντων αἱμάτων.»
O Γεώργιος Παχυμέρης, περιγράφοντας τον θάνατο τού Γεωργίου Μουζάλωνος εκτεταμένα και με κουραστική ρητορική, λέει ότι τον σκότωσε Λατίνος ονομαζόμενος Κάρολος [Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 19 (CSHB, Βόννη, I, 55-62)]:
Όσο για τον πρωτοβεστιάριο, κάποιον Κάρολο, που τόλμησε να μπει στο ιερό και δεν βρήκε τίποτε ύστερα από μακρά αναζήτηση, τα παράτησε και ήταν έτοιμος να επιστρέψει. Αλλά ούτε η μοίρα επέτρεψε στον Μουζάλωνα να ξεφύγει από τα βασανιστήρια. Γιατί ο Κάρολος μπήκε στην πρόθεση, εξέτασε εδώ κι εκεί γύρω και είδε τον άτυχο άνδρα γονατισμένο στο έδαφος. Μόλις τον είδε, όρμησε και τον σκότωσε χωρίς έλεος.
«Τὸν μέντοι γε πρωτοβεστιάριον, Κάρουλός τις, τῶν ἀδύτων κατατολμήσας καὶ τὰ πολλὰ διερευνησάμενος, ἐπεὶ οὐχ εὕρισκεν, ἀπειπών, ἔμελλεν ὑποστρέφειν, ἀλλ´ ἡ μοῖρα οὐδ´ ἐκεῖνον εἴα τοῦ πάθους ἐκτός· τὴν γὰρ πρόθεσιν εἰσελθὼν καὶ τῇδε κἀκεῖσε περιβλεψάμενος, ἐπὶ γόνασι συνιζάνοντα κάτωθεν εἶδε τὸν οἴκτιστον καὶ ἰδὼν ὁρμᾷ καθαιρεῖν ἀπηνῶς.»
Πρβλ. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus (1959), σελ. 39-41.
- [←37]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 76-77, επιμ. Heisenberg, I, 156-59:
Με αυτόν τον τρόπο μπήκε ο Μιχαήλ Κομνηνός στον αγώνα για το αυτοκρατορικό αξίωμα. Πρώτα τον ανέβασαν στο δεσποτικό αξίωμα και τού έβαλαν την ταινία τού δεσπότη στο κεφάλι. Ύστερα από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανυψώθηκε, θέλοντας ή μη, στην αυτοκρατορική περιοχή, περιοριζόμενος πολύ από τούς επιφανείς άνδρες και από εκείνους τούς οποίους απασχολούσαν οι δημόσιες υποθέσεις. Αυτοί που ήσαν στο αξίωμα και οι άλλοι, οι καλύτεροι των στρατευμάτων, τον ανέβασαν στην αυτοκρατορική ασπίδα και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα. Επειδή όμως έπρεπε να στεφθεί και με το αυτοκρατορικό διάδημα, πήγε στην πρωτεύουσα τής Βιθυνίας, τη Νίκαια, όπου στέφθηκε με το αυτοκρατορικό διάδημα από τον πατριάρχη Αρσένιο.
«…καὶ οὕτω μὲν καὶ ὁ Κομνηνὸς Μιχαὴλ τὸν ἀγῶνα τῆς βασιλείου ἀρχῆς ὑπεισέδυ. καὶ πρῶτα μὲν ἐν τῷ δεσποτικῷ τοῦτον ἀνήγαγον ἀξιώματι, καὶ ταινίαν δεσποτικὴν τὴν τούτου περιτιθέασι κεφαλήν. μικρόν τι πάνυ χρονικὸν παρῆλθε διάστημα, καὶ ἑκὼν ἄκων εἰς τὴν βασίλειον ἀνήχθη περιωπήν, πολλὰ πρὸς τῶν προυχόντων ἐκβιασθεὶς καὶ οἷς τὰ κοινὰ τῶν πραγμάτων ἔμελε· καὶ γὰρ ἐπὶ τῆς βασιλικῆς ἀσπίδος οἱ τῶν ἐν τέλει καὶ οἱ ἄλλοι τῶν στρατευμάτων κρείττους ὄντες καθίσαντες βασιλικῶς ἐπεφήμισαν. ἐπεὶ δὲ ἔδει καὶ βασιλικῷ διαδήματι τοῦτον στεφθῆναι, ἐπὶ τὴν προκαθημένην πόλιν τῶν Βιθυνῶν ἀφίκετο Νίκαιαν, ἔνθα παρὰ τοῦ πατριάρχου Ἀρσενίου τὸ βασιλικὸν ἐταινιώθη διάδημα.»
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει ότι ο Μιχαήλ υψώθηκε στην αυτοκρατορική ασπίδα την 1η Δεκεμβρίου 1258 και στέφθηκε από τον απρόθυμο πατριάρχη Αρσένιο ένα μήνα αργότερα, πιθανώς τη μέρα των Χριστουγέννων [Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IV, 1 (CSHB, Βόννη, I, 78-79)]:
Αλλά ενώ εκεί αυτά γίνονταν, εδώ, κοντά στη Μαγνησία, ανέβασαν πάνω στην ασπίδα τον Μιχαήλ Παλαιολόγο και τον αναγόρευσαν αυτοκράτορα οι προύχοντες σε δόξα και εξουσία. Μόλις το άκουσε ο πατριάρχης Αρσένιος, που ζούσε τότε στη Νίκαια, δέχτηκε τη λύπη στην καρδιά του πιο βαριά και από χτύπημα ξίφους. Και δεν μπορούσε καθόλου να ηρεμήσει, επειδή φοβόταν για το παιδί. Επομένως προσπάθησε αρχικά να αφορίσει τόσο τον αναγορευθέντα όσο και εκείνους που τον αναγόρευσαν. Έπειτα συγκρατήθηκε, σκεπτόμενος ότι θα ήταν πιο μετριοπαθές και καλύτερο να τούς δεσμεύσει με τρομερούς όρκους, ότι ούτε θα συνωμοτούσαν εναντίον τής ζωής τού παιδιού, ούτε θα σκέφτονταν να κάνουν κάποια απάτη ή αδικία στο δικό του αυτοκρατορικό δικαίωμα.
«Ἀλλὰ τούτων οὕτως ἐκεῖ τελουμένων, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος ἐνταῦθα περὶ τὴν Μαγνησίαν καθίσαντες Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον ἀναγορεύουσι βασιλέα οἱ δόξῃ καὶ γένει προὔχοντες. ὅπερ ἀκηκοὼς ὁ πατριάρχης Ἀρσένιος, κατὰ Νίκαιαν τότε διάγων, ξίφους παντὸς χαλεπωτέραν κατὰ καρδίας τὴν λύπην ἐδέξατο· καὶ ἠρεμεῖν ὅλως οὐκ εἶχε δεδιὼς περὶ τοῦ παιδός. ὅθεν ἀφορισμῷ καθυποβαλεῖν ἐπεχείρησε πρῶτον τόν τε ἀνηγορευμένον καὶ τοὺς ἀναγορεύσαντας. ἔπειτα ἐπέσχε μετριώτερόν τε καὶ βέλτιον ἡγησάμενος ὅρκοις φρικώδεσιν αὐτοὺς ἀσφαλίσασθαι, μήτε τῇ ζωῇ τοῦ παιδὸς ἐπίβουλον χεῖρα ἐπιβαλεῖν, μήτε στέρησίν τινα καὶ παρευδοκίμησιν τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἐνθυμηθῆναι.»
Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, σελ. 30.
Ο Γεώργιος Παχυμέρης γράφει ότι ο Μιχαήλ στέφθηκε για πρώτη φορά αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου 1259:
«Ὥριστο μὲν οὖν ἡ ἡμέρα τῆς ἀναρρήσεως, ἑκατομβαιῶνος νουμηνία τῆς τότε τρεχούσης δευτέρας ἐπινεμήσεως»
[Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 29 (CSHB, Βόννη, I, 81)] και
«Τέως δ´ ἡ κυρία παρῆν, ἥτις ἦν, ὡς ἐρρέθη, ἑκατομβαιῶνος νουμηνία»
[στο ίδιο, II, 4 (CSHB, Βόννη, I, 96)].
Βλέπε V. Laurent, στο Échos d’ Orient, XXXVI (1937), 166-68. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν υπάρχει τρόπος προσδιορισμού τής ακριβούς ημερομηνίας τής πρώτης στέψης τού Μιχαήλ Η΄ (ξαναστέφθηκε μετά την ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης το 1261) και το ζήτημα δεν έχει μεγάλη σημασία. Πρβλ. Geo. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Οξφόρδη, 1956, σελ. 397, σημείωση 2, αλλά ο Laurent παρουσιάζει πειστικούς λόγους για τούς οποίους ακολουθεί τον Παχυμέρη και δέχεται την 1η Ιανουαρίου 1259. Για τον σφετερισμό τού θρόνου από τον Μιχαήλ βλέπε Michael Angold, A Byzantine Government in Exile… (1204-1261), Οξφόρδη, 1975, σελ. 80-93.
- [←38]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 67, επιμ. Heisenberg, I, 139-40:
Ο αυτοκράτορας έφυγε για την ανατολή, ενώ εγώ έμεινα πίσω με τούς άνδρες στη δύση. Αναχωρώντας από τη Θεσσαλονίκη, έφτασα στη Βέροια. Ἠταν εκεί οι απεσταλμένοι τού πάπα, τούς οποίους επρόκειτο να απολύσω με αυτοκρατορική εντολή. Έμεινα εκεί για λίγο για την απόλυση των απεσταλμένων και για μερικά άλλα θέματα. Ύστερα, φεύγοντας από εκεί, ξεκίνησα τον δρόμο που οδηγεί στο Άλβανον.
«Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς πρὸς τὴν ἕω ἀπῄει, ἐγὼ δὲ κατελελείμμην τοῖς ἐν δυσμῇ. τῆς γοῦν Θεσσαλονίκης ἐξιὼν ἀφικόμην περὶ τὴν Βέρροιαν· ἐκεῖσε γὰρ ὑπῆρχον καὶ οἱ τοῦ πάπα πρέσβεις, οὓς ἀπεκβαλεῖν βασιλικῷ προστάγματι ἔμελλον. κἀκεῖσε μικρὸν προσκαρτερήσας διὰ τὴν τῶν πρέσβεων ἀπεκβολὴν καὶ δι’ ἑτέρας τινὰς ὑποθέσεις, ἐκεῖθεν ἐξιὼν τῆς πρὸς τὸ Ἄλβανον φερούσης ἡπτόμην.»
Βλέπε Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1835-36 και βλέπε ιδιαίτερα F. Schillmann, «Alexander IV», Römische Quartalschrift, XXII (1908), 108-31, όπου δημοσεύονται δέκα τουλάχιστον έγγραφα που έχουν σχέση με την πρεσβεία τού Κωνσταντίνου τού Oρβιέτο το 1256. Πρβλ. Guglielmo della Valle, Storia del duomo di Orvieto, Ρώμη, 1791, σελ. 29, 31. Βλέπε επίσης Norden, Das Papsttum und Byzanz, 1903, ανατύπ. 1958, σελ. 378-80, ο οποίος από απροσεξία αναφέρει τον Κωνσταντίνο ως «επίσκοπο Τσιβιταβέκια« [Bischof von Civitavecchia, σελ 379]. Επίσης A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, Madison, Wisc., 1952, σελ. 544-45.
- [←39]
-
Πρβλ. V. Laurent, «Le Pape Alexandre IV (1254-1261) et l’ empire de Nicée», Échos d’ Orient, XXXIV (1935), ιδιαίτερα σελ. 42 και εξής.
- [←40]
-
Το ότι ο Μιχαήλ είχε στείλει τέτοια πρεσβεία εμφανίζεται τουλάχιστον σε δήλωση σε έγγραφο το οποίο έγραψε γι’ αυτόν ο βυζαντινός ρήτορας Μιχαήλ Ολόβωλος τον Απρίλιο τού 1265. Η επιστολή απευθύνεται στο πάπα Κλήμεντα Δ΄ και δημοσιεύεται στο Ν. Festa, «Lettera inedita dell’ Imperatore Michele VIII Paleologo al Pontefice Clemente IV» στο Bessarione, ann. IV, τομ. 6 (1899-1900), ιδιαίτερα σελ. 48, καθώς και στο «Ancora la lettera di Michele Paleologo a Clemente IV» στο ίδιο, σελ. 530, 532. Ο Festa χρονολογεί εσφαλμένα αυτή την επιστολή στο 1267 (βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 5, σημείωση 71). Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1864 και 1942. Ο Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 383 θεωρεί ότι «ένας μεγαλύτερος πάπας στη θέση τού Αλέξανδρου Δ΄ δεν θα είχε αφήσει να ξεγλυστρίσει αυτή η μοναδική ευκαιρία να επιβληθεί στους Έλληνες, αλλά ο Αλέξανδρος Δ΄, ο ανεπαρκής πολιτικός, έχασε την ευκαιρία», άποψη την οποία ο Vasiliev, Hist. Byz. Emp., σελ. 545 αναπαράγει από τον Norden.
- [←41]
-
Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 103-4, R. J. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negropont de 1205 a 1280, Regestes et documents», Byzantion, XXXV (1965), αριθ. 41-44, σελ. 248-49. Ο σύζυγός τής Καριντιάνα, το όνομα τού οποίου παραμένει άγνωστο, προφανώς είχε εξαιρεθεί από τη διαδοχή στο βόρειο τρίτο τού νησιού. Πήρε το μέρος τού πρίγκηπα Γουλιέλμου [Sanudo, Hopf. (επιμ.), σελ. 104]: «Ο πρίγκηπας, για την ανάκτηση τής πόλης, έστειλε στο νησί όσους άνδρες μπορούσε να διαθέσει αμέσως, καθώς και από τον Μοριά και το “τρίτο” των Ωρεών, όσους διατηρούσε εκεί (εκτός αν γίνεται κατανοητό ότι ο Sanudo αναφέρεται εδώ στον Λεόνε ντάλλε Κάρτσερι)» (Il principe per ricuperar la città mandò sopra l’ isola quanta gente potè metter ad uno e della Morea e del terzero del Rio [Oreos], che teniva in se).
Ο Loenertz, ό. π., διόρθωσε διάφορα σφάλματα στο άρθρο τού Hopf στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), 274-75, 277-80, 284a, 285-86 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 208-9, 211-14. 218a, 219-20), που είχαν μετατραπεί σε τυπική περιγραφή.
- [←42]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, IΙΙ (1857), 13-14, ανοιχτή επιστολή τού Ναρζόττο γραμμένη στη Θήβα στις 14 Ιουνίου 1256. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, XXXV, αριθ. 45-46, σελ. 249-50.
Σύμφωνα με την ενετική Λευκή Βίβλο [Liber Albus, φύλλο 96], «παρόμοιο σύμφωνο έχουμε με τον κύριο Γουλιέλμο» (simile pactum habemus cum domino Guilelmo). Πρβλ. Loenertz, ό. π., που δεν καταγράφεται στους Tafel και Thomas, Der Doge Andreas Dandolo unit die von demselben angelegten Urkundensammlungen zur Staats- und Handelsgeschichte Venedigs, mit den Original-Registern des Liber Albus, des Liber Blancus und der Libri Pactorum … (από το Abhandlungen der k. bayer. Akad. d. Wissen., III. CL, VIII. Bd., I. Abt.), Μόναχο, 1855, σελ. 38.
Για τη σημασία τής νέας «συνοικίας» για τη Βενετία, σημειώστε Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, σελ. 191.
- [←43]
-
Για την πρακτική βλέπε Ernst H. Kantorowicz, Laudes Regiae: A Study in Liturgical Acclamations and Medieval Ruler Worship, Μπέρκλεϋ και Λος Άντζελες, 1958, ιδιαίτερα σελ. 147-56.
- [←44]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 14-16.
- [←45]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 16-23, A. Potthast, Regesta pontificum Romanorum, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1874-75, αριθ. 16.468, 16.481 (τομ. II, σελ. 1350, 1351) και πρβλ. Andrea Dandolo, Chronica, στο νέο Muratori, RISS, XII, μέρος 1, δέσμη 4 (Μπολώνια, 1941), 305-6. Ο πατριάρχης τού Γκράντο συνήθως διέμενε στη Βενετία, όπου ήταν επικεφαλής τής εκκλησίας. Ο καθεδρικός ναός τής Βενετίας ήταν ο Σαν Πιέτρο ντι Καστέλλο, ο οποίος ποτέ δεν διακρίθηκε δίπλα στην εκκλησία των δόγηδων, τον Άγιο Μάρκο, στον οποίο μεταφέρθηκε τελικά ο επισκοπικός θρόνος το 1807.
- [←46]
-
Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 306.
- [←47]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 4, 9-10.
- [←48]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 1-4,7-9, όπου τα έγγραφα χρονολογούνται εσφαλμένα στις 7 Ιανουαρίου 1256, για το οποίο βλέπε Loenertz, «Les Seigneurs tierciers», Byzantion, xxxv, αριθ. 48-49, σελ. 251. Ο Γκουλιέλμο ντα Βερόνα έδωσε επίσης ένα από τούς γιους του ως όμηρο στους Ενετούς, μέχρι τον τερματισμό τού πολέμου με τον πρίγκηπα Γουλιέλμο [Tafel και Thomas, III, 8]. Ο Ουίλιαμ ντε λα Ρος, άρχοντας τής Βελιγοστής, κατονομάζεται ως μάρτυρας στα πρακτικά.
- [←49]
-
Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. John Schmitt, Λονδίνο, 1904, στιχ. 3195-96, 3294-95, σελ. 212, 218:
«…ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ Σάλωνος μισὶρ Τομᾶς ἐκεῖνος,
οἱ τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ᾿ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
αὐτοὶ ἐβαστοῦσαν φλάμουρα, οἱ δ᾿ ἄλλοι οἱ καβαλλάροι,
ὅπου ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην…».Βλέπε επίσης Chronique de Morée, επιμ. Longnon, Παρίσι, 1911, παρ. 234, σελ. 85, Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, Chron. greco-romanes (1873), σελ. 439, το οποίο βασίζεται στην ελληνική εκδοχή. Σύμφωνα με τον Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 306, o Μάρκο Γκραντενίγκο εμφανίστηκε στο Νεγκροπόντε με επτά γαλέρες.
- [←50]
-
Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 104-5: Οι Ενετοί τραβούσαν τούς Φράγκους ιππείς από τις σέλλες τους με αιχμηρές λόγχες (rampigoni), νικώντας τους εύκολα και πιάνοντας πολλούς αιχμαλώτους, τούς οποίους έστειλαν στη Βενετία, «όπως άκουσα από τούς ίδιους τούς αιχμαλώτους», λέει ο Sanudo, «με τούς οποίους μίλησα στη Βενετία».
- [←51]
-
Chronicle of Morea, επιμ. Schmitt, στιχ. 3282-3331, σελ. 220-22:
«… Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸν Μέγαν Κύρη εἰς πόλεμον ποῦ ἐγίνη στοῦ Καρύδη,
ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐσέβην εἰς τὴν Θήβαν».Βλέπε επίσης Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 105, Chronique de Morée, επιμ. Longnon. παρ. 230-35, σελ. 84-85, Libro de los fechos, επιμ. Alfred Morel-Fatio, Γενεύη, 1885, παρ. 220-24, σελ. 50-51.
Για τον Όθωνα ντε Κικόν, άρχοντα τής Καρύστου τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο τού 1250 μέχρι τις 21 Μαρτίου 1263, ημερομηνία μετά την οποία χάνονται τα ίχνη του, Βλέπε R. J. Loenertz, «Gcnealogie des Ghisi …», Orientalia Christiana periodica, XXVIII (1962), 158-61. Ο Όθων ντε Κικόν ήταν ανηψιός τού Όθωνα ντε λα Ρος, τού πρώτου Λατίνου άρχοντα τής Αθήνας. Ο Όθων ντε Κικόν εμφανίζεται να έχει παντρευτεί την Αγνή (Agnese) Γκίζι, αδελφή ή ετεροθαλή αδελφή των νησιωτών δυναστών Τζερεμία και Αντρέα Γκίζι. Ύστερα από τον θάνατο τού Othon (το 1264-1265;) η Αγνή έγινε «αρχόντισσα τής Καρύστου».
- [←52]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 5-6, 10-11, Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, XXXV, αριθ. 54, σελ. 252. Ο Ουίλιαμ ντε λα Ρος ήταν μάρτυρας σε αυτά τα πρακτικά.
- [←53]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 29-31. Η επικύρωση από την δόγη τής προγενέστερης παραχώρησης προς τον Ουίλιαμ ντε λα Ρος έγινε με χρυσόβουλλο. Το διασωζόμενο κείμενο έχει ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1259, τής δευτέρας ινδικτιώνος (η οποία όμως διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου 1258 μέχρι τις 31 Αυγούστου 1259). Ο Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, XXXV, αριθ. 51, 57, σελ. 251, 253, έχει λοιπόν διορθώσει την ημερομηνία τού εγγράφου. Το φέουδο τού Ουίλιαμ, που απέδιδε ετησίως 1.000 υπέρπυρα, προσδιορίζεται στο κείμενο σε σχέση με τη σκάλα Λαουρέτι (scala Laureti), την οποία ο Jacoby, La Feodalité en Grèce médiévale, σελ. 192, έξυπνα ταυτίζει με τον εμπορικό σταθμό των Ωρεών. Παραιτούμενος από το φέουδό του ο Ουίλιαμ μπορούσε να τερματίσει την υποταγή του (homage) στη Βενετία υπό συγκεκριμένες συνθήκες [Tafel και Thomas, IΙΙ, 31]. Ο Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 104 λέει ότι «η Σινιορία τής Βενετίας υποσχέθηκε (στον Ουίλιαμ ντε λα Ρος) με ρητό σύμφωνο, ότι αν έχανε την κληρονομική κατάσταση που είχε στη Ρωμανία, [η Βενετία] θα τού έδινε κάθε χρόνο 11.000 μεγάλους σόλιδους (soldi de grossi)».
- [←54]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 26.
- [←55]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 27 και πρβλ. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, xxxv, αριθ. 60, 62, σελ. 253, 254 και Les Ghisi, dynastes venitiens dans l’ Archipel (1207-1390), Φλωρεντία, 1975, σελ. 429-35.
- [←56]
-
Tafel και Thomas, Urkunden, III, 46-55, έγγραφα με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου και 15-16 Μαΐου 1262, για τα οποία Πρβλ. Loenertz, «Les seigneurs tierciers de Negrepont…», Byzantion, xxxv, αριθ. 65-66a, σελ. 254-55 και Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron.gr.-rom., σελ. 108-11. Οι Eνετοί έχαναν το κάστρο τού Νεγκροπόντε στη θάλασσα, τo οποίο έπρεπε να κατεδαφιστεί με δαπάνες των τριαρχών, στους οποίους επανερχόταν η γη, στην οποία μπορούσαν να κατασκευάσουν μικρά σπίτια, αλλά στην περίπτωση που οι τριάρχες ήσαν διατεθειμένοι να πουλήσουν τη γη (ή οποιοδήποτε μέρος της) σε μη κάτοικο τού Νεγκροπόντε, έπρεπε να δώσουν στους Ενετούς μια πρώτη άρνηση για την ίδια τιμή [Tafel και Τόμας, IΙΙ, 48, 54-55]. Οι Ενετοί είχαν την πρόθεση να παραμείνουν στο Νεγκροπόντε, όπου διατηρούσαν τον έλεγχο στα μέτρα και σταθμά ολόκληρου τού νησιού [ό. π., σελ. 48, 54] και σε όλα τα τελωνεία (totum comercium maris), με την επιφύλαξη των διακαιωμάτων τού πρίγκηπα Αχαΐας, των τριαρχών και ορισμένων άλλων [σελ. 47, 53-54]. Οι Ενετοί αύξησαν το μέγεθος τής συνοικίας τους στην πόλη, αποκτώντας σπίτια και γη στην περιοχή τής εκκλησίας τής Σάντα Μαργκαρίτα, έτσι ώστε η ενετική συνοικία εκτεινόταν τώρα από το λιμάνι μέχρι την οδό (Callis) μεταξύ τού Δομινικανού μοναστηριού και τού σπιτιού τού Αρόλντο ντα Μιλάνο και μέχρι την ιδιοκτησία τού Σιβίνο ντα Κάριστο [σελ. 47-48, 54]. Η Γκραπέλλα ντάλλε Κάρτσερι, η κληρονόμος τού Λεόνε, προφανώς τον διαδέχθηκε στους Ωρεούς (ή σε μέρος τού φέουδου) και εμφανίζεται στην ειρήνη ως μία από τούς τρεις τριάρχες [Guillielmus de Verona et Crapella de Carceribus Verone et Narzotus de Carceribus Verone, dominatores insule Nigropontis, σελ. 46].
- [←57]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 76, επιμ. Heisenberg, I, 157, II 14-19:
Τα εδάφη στα δυτικά, μέχρι τον ίδιο τον Αξιό ποταμό που ο απλός λαός αποκαλεί Βαρδάρη, τα είχε υποτάξει ο αποστάτης Μιχαήλ και είχε επιβάλει όρους στις μικρές πόλεις και τα φρούρια σε αυτή την περιοχή. Τούς κυβερνούσε χωρίς φόβο και ήταν κύριός τους χωρίς κίνδυνο.
«…καὶ τὰ ἐν δυσμῇ μέχρι καὶ αὐτοῦ τοῦ Ναξειοῦ ποταμοῦ, ὃν καὶ Βαρδάρειον ὁ πολὺς καλεῖ λαός, ὁ ἀποστάτης Μιχαὴλ ὑφ’ ἑαυτὸν ἐποιήσατο, καὶ τὰ ἐν αὐτῇ πολίχνιά τε καὶ φρούρια παρεστήσατο, καὶ ἀφόβως τούτων ἦρχε καὶ ἀκινδύνως ἐδέσποζεν.»
- [←58]
-
Γεώργιος Παχυμέρης, Μιχαήλ Παλαιολόγος, Ι, 30 (CSHB, Βόννη, I, 82-83),ο οποίος λέει ότο ο Μιχαήλ στόχευε στην Κωνσταντινούπολη και στον αυτοκρατορικό θρόνο:
Αυτή ήταν η απόφαση: Αφού συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις και πλησιάσει την Πόλη, να την πολιορκήσει και να προσπαθήσει να την καταλάβει, και έτσι να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Γιατί ούτε ο Λάσκαρης ούτε κανένας άλλος ήταν πιο κατάλληλος να βασιλεύσει από αυτόν, έναν ευγενή πρίγκιπα και από τη γενεαλογία των Αγγέλων.
«…Ἡ δὲ βουλή· πλείστας ὅσας συναθροίσας δυνάμεις καὶ τῇ πόλει προσσχών, περικαθίσαι καὶ πειραθῆναι κατασχεῖν, καὶ οὕτως βασιλεὺς ἀναγορευθῆναι Ῥωμαίων· μηδὲ γὰρ εἶναι πρὸς αὐτὸν μηδὲν μήτε Λάσκαριν μήτ´ ἄλλον ὁντιναοῦν αὐτάρκη πρὸς βασιλείαν, εὐγενῆ γε ὄντα καὶ τῶν Ἀγγέλων».
Πρβλ. Norden, Das Papsttum und Byzanz (1903, ανατύπ. 1958), σελ. 332.
- [←59]
-
Τον Φεβρουαριο τού 1258 ο Μάνφρεντ είχε στην κατοχή του το Δυρράχιο (Durazzo), το Μπεράτι (Belegrada), την Αυλώνα, τούς λόφους τής Σφενάριτζας (στις εκβολές τού ποταμού Βογιούσα-Αώου) και τις γύρω περιοχές, όπως προκύπτει από πράξη πώλησης (μισού αμπελώνα), που καταρτίστηκε από συμβολαιογράφο τού Δυρραχίου στις 23 τού μηνός:
«…Ἐν ὀνόματι τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος. ἐπὶ τοῦ εὐτυχοῦς κράτους τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου, κυρίου Μανφρέδου, υἱοῦ τοῦ ἀειαυγούστου βασιλέως, κυροῦ Φερδερήκου δευτέρου, χάριτι θεοῦ ὑψηλοτάτου πρίγγιπος Ταράντου, τῆς τιμῆς τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου ἀγγέλου κυρίου, ἔτει ἤδη ὀγδόῳ τοῦ ῥηγάτου τῆς Σικελίας τοῦ ῥηγὸς κυροῦ Κουράδου δευτέρου, βαΐούλου καθολικοῦ, ἔτει ἤδη τετάρτῳ καὶ τῆς κυριότητος τῆς πόλεως Δυρραχίου, Βελαγράδου, Αὐλῶνος, Σφηναρίτων λόφων καὶ τῶν ἐπικρατημάτων καὶ θεμάτων τῶν τοιούτων χωρῶν ἔτει πρώτῳ, ἡμεῖς οἱ ὁμόζυγοι, ὅ τε Δαυίδ Λακκιώτης ὁ Μαγέσης, αὐτάδελφος τοῦ Ἀλεξίου, καὶ Μαρία, οἱ ἄνωθεν τοῦ παρόντος ὕφους τοὺς τιμίους καὶ ζωοποιοὺς σταυροὺς οἰκείοις χερσὶν ἐγχαράξαντες τὴν παροῦσαν ἔγγραφον καὶ ἐνυπόγραφον κυρίαν, βεβαίαν, ἀμετάτρεπτον, ἀναλλόκοτον, ἀρᾳδιούργητον, ἀπαρασάλευτόν τε καὶ ἀπερίεργον καὶ πᾶσαν τὴν τῶν θείων καὶ φιλευσεβῶν νόμων ἰσχὺν καὶ δύναμιν ἔξουσαν, καθαρὰν καὶ φανερὰν πρᾶσιν μετὰ καθολικοῦ δεφενσιῶνος, ἔτι [δὲ] ἀπεντεῦθεν ἀπόδοσιν καὶ σωματικὴν παράδοσιν τοῦ ῥηθησομένου ἡμίσεως ὅλου ἀμπελίου τιθέμεθα καὶ ποιοῦμεν ἑκουσίᾳ ἡμῶν τῇ γνώμῃ καὶ αὐτοπροαιρέτῳ βουλήσει, ὡς ἀποβαλλομένης ἐμοῦ τῆς Μαρίας πᾶσαν καὶ παντοίαν νομικὴν βοήθειαν καὶ αὐτὸ τὸ βελειάνειον δόγμα τὸ ταῖς ἀπατωμέναις καὶ περιγραφομέναις γυναιξὶ προσβοηθοῦν διὰ τὴν φυσικὴν ἀσθένειαν καὶ οὐ ταῖς πανούργοις, πρὸς σε, κῦριν Πασχάλην, υἱὸν τοῦ Μαστρογέρου ἐκείνου τοῦ Πίτζου, καὶ πρὸς τὸ ξύμπαν μέρος σου, καθὼς δηλωθήσεται, καὶ γὰρ τῇ πολλῇ ἡμῶν θελήσει καὶ ἀρεσκείᾳ πεπράκαμεν πρὸς σὲ ἀπὸ τοῦ διαφέροντος ἡμῖν ὅλου ἀμπελίου τοῦ καὶ παρ’ ἡμῶν φυτευθέντος εἰς τόπον τῆς μονῆς τῶν ἁγίων Θεοδώρων τοῦ Ἰλυκέτου ἐπὶ ἐτησίῳ δόσει κυροῦ λιτρῶν τεσσάρων, τὸ ἥμισυ μετὰ τῶν δικαίων αὐτοῦ πάντων καὶ προνομίων τοῦ ὄντος καὶ διακειμένου ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῇ ἐπονομαζομένῃ Μαρέντζια πλησίον ὡς πρὸς ἀνατολάς τοῦ τοῦ παπᾶ Νικολάου ἐκείνου τοῦ νομικοῦ ἀμπελίου, ὡς πρὸς δυσμὰς πλησίον τῆς ὁδοῦ τῶν ἐκεῖσε ἀμπελίων, ὡς πρὸς βορρᾶν πλησίον τοῦ ἀμπελίου τοῦ ἀνεψιοῦ μου Ἰωάννου καὶ ὡς πρὸς νότον τῆς ὁδοῦ. ὑπὲρ οὗ ἡμίσεως τοῦ ὅλου ἡμῶν, ὡς δεδήλωται, ἀμπελίου ἀνελαβόμεθα ἀπὸ σοῦ τὸ ἀναμεταξὺ ἡμῶν συμφωνηθὲν καὶ ἀρεσθὲν τίμημα ἤγουν νομίσματα ὑπὲρπυρα δέκα ἑπτὰ, πραττόμενα διὰ δηνάρων τῶν ἀνὰ δώδεκα τὸ ὑπὲρπυρον, καὶ ἐξεθέμεθα πρὸς σε τὴν παροῦσαν τελείαν καὶ κυρίαν πρᾶσιν, δι’ ἧς καὶ ὀφείλεις κατέχειν τὸ τοιοῦτον ὅλον ἥμισυ τοῦ ῥηθέντος ἀμπελίου ἡμῶν εἰς τοὺς ἑξῆς ἅπαντας καὶ διηνεκεῖς χρόνους κατὰ τελείαν καὶ ἀναφαίρετον δεσποτείαν, λόγον και κυριότητα, ἤγουν νέμεσθαι, ἐκποεῖσθαι, βελτιεῖν, προικοδοτεῖν, εἰς ε[ὐαγεῖς] οἴκους ἀφιεροῦν, οἰκείοις κληρονόμοις καὶ διαδόχοις ἀποπέμπειν καὶ πάντα ποιεῖν καὶ πράττειν σε ἐπ’ αὐτὸ καὶ τῶν δικαίων αὐτοῦ, ὅσα τὸ δόξαν σοι ἐστὶ καὶ ὅσα ἐφεῖται τοῖς ἀληθέσι δεσπόταις ἐν τοῖς ἑαυτῶν διαπράττεσθαι πράγμασιν, ὡς τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐξουσίαν παρ’ ἡμῶν εἰληφὼς, μὴ ὅλως παρὰ τινος ἐμποδιζόμενος καὶ [κ]ωλυόμενος, μήτε παρ’ ἡμῶν αὐτῶν, μήτε παρὰ τῶν μεθ’ ἡμᾶς εὑρεθησομένων ἡμῖν γνησίων παίδων ἤ ἀδελφῶν ἤ ἀνεψιῶν ἤ ἐγγόνων ἤ ἀπεγγόνων ἤ θείων ἤ ἐξαδέλφων, μήτε παρ’ ἑτέρου οἱουδήτινος προσώπου τὸ σύνολον, συγγενικοῦ τε καὶ ἐξωτερικοῦ, μείζονός τε και ἐλάττονος. εἰ δ’, ὅπερ οὐχ ἡγούμεθα, φανεῖ τὶς ποτε τῶν καιρῶν καὶ χρόνων τὴν οἱανοῦν ζήτησιν ἤ ἀγωγὴν ποιῆσαι κατὰ σοῦ ἤ κατὰ τοῦ μέρους σου ἕνεκεν τοῦ τοιούτου ἀμπελίου καὶ τῶν ὅλων δικαίων αὐτοῦ καὶ προνομίων, ἡμεῖς αὐτοὶ ὀφείλομεν ἵστασθαι καὶ δεφενδεύειν σὲ τε καὶ ἅπαν τὸ μέρος σου μετὰ παντὸς τοῦ μέρους ἡμῶν καὶ ἀζήμιον πάντως καὶ ἀνενόχλητον διατηρεῖν σε· πλὴν ὀφείλεις παρέχειν σὺ τε καὶ ἅπαν τὸ μέρος σου πρὸς τὸ μέρος τῆς δηλωθείσης μονῆς τῶν ἁγίων Θεοδώρων καθ’ ἕκαστον ἔτος τούτου ἕνεκεν κηροῦ λίτρας δύο, ὡς παρ’ ἡμῶν καὶ τοῦ μέρους ἡμῶν ἕτεραι λίτραι δύο τοῦ ἑτέρου ἡμίσεως ἕνεκα καὶ πλεῖον οὐδὲν˙ ὅθεν καὶ ἐπερωτόμενοι ὁμολογοῦμεν καὶ κατατιθέμεθα ἐξασφαλιζόμενοι τοῦ διαφυλάξαι ἅπαντα τὰ ἐν τῷ παρόντι ὕφει ἀναταττόμενα βέβαια καὶ ἀπαράθραυστα˙ εἰ δ’ ἴσως τοῦτο οὐ ποιήσομεν, ἀλλὰ καθ’ οἱονδήτινα τρόπον καὶ πρόφασιν θελήσομεν ἀναβάλλειν τοῦ παρόντος ἡμῶν πρατηρίου ἐγγράφου ἄχρι καὶ μιᾶς κεραίας τῶν ἀναγεγραμμένων οὐ μόνον πρὸς τὸ τῷ μη εἰσακούεσθαι ἡμᾶς, ἐφ’ οἷς ἄν καὶ ἔχωμεν λέγειν, ἐκβαλλόμενοι δὲ καὶ ἀπὸ παντὸς δικαστηρίου ζημιοθησόμεθα ἡμεῖς καὶ τὸ μέρος ἡμῶν πρὸς σὲ καὶ τὸ μέρος σου τὰ ἄνωθεν δηλούμενα ὑπὲρπυρα δέκα ἑπτὰ εἰς τὸ διπλάσιον καὶ τὸ κατὰ νόμους πρὸς τὸ δημόσιον πρὸς τῷ καὶ οὕτως ἐρρῶσθαι τὸ παρὸν πρατήριον ἔγγραφον, ὅπερ ἐγράφη προτροπῇ ἡμῶν χειρὶ Γεωργίου διακόνου, πρωτονοταρίου τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Δυρραχίου καὶ ταβουλλαρίου τοῦ Παγάνου καὶ ἑρμηνεύθη ἡμῖν σαφῶς καὶ κατὰ ῥῆμα παρὰ τοῦ πανεντιμοτάτου σακελλίου τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Δυρραχίου καὶ ταβουλλαρίου κυροῦ ……. Κωνσταντίνου τοῦ Σισιννίου, καὶ ἀρεσθέντες προετρέψαμεν ὑπογραφῆναι παρὰ τῶν προσκληθέντων μαρτύρων μηνὶ φευρουαρίῳ κγ’ ἰνδικτιῶνος πρώτης, ἔτους ,ςψξς’…».
F. Miklosich και J. Müller (επιμ.), Acta et Diplomata graeca medii res graecas italasque illustrantia, III (Βιέννη, 1865), 239-42, L. de Thallóczy, Const. Jireček και Em. de Sufflay, Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia, I (Βιέννη, 1913), αριθ. 246, σελ. 71-72, για το οποίο βλέπε M. A. Δένδιας, «Ἑλένη Ἀγγελίνα Δούκαινα βασίλισσα Σικελίας καὶ Νεαπόλεως», Ἠπειρωτικά Χρονικά, I (1926), 223-27. 234-35 και πρβλ. D. J. Geanakoplos, «Greco-Latin Relations on the Eve of the Byzantine Restoration: The Battle of Pelagonia (1259)», Dumbarton Oaks Papers, VII (1953), 103 και Emperor Michael Palaeologus (1959), σελ. 49-51. Ο Μάνφρεντ στέφθηκε βασιλιάς Σικελίας στο Παλέρμο στις 10 Αυγούστου 1258.
- [←60]
-
Sanudo, Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 107 και πρβλ. γενεαλ. πίνακα στη σελ. 529:
«… Ο βασιλιάς Mάνφρεντ τής Απουλίας και τής Σικελίας, ο οποίος είχε πάρει προίκα το Δυρράχιο, την Αυλώνα και την Κέρκυρα, και την Κέρκυρα ο Μάνφρεντ έδωσε στον κύριο Φιλίπ Σινάρ, τον ναύαρχό του, ο οποίος καταγόταν από την Κύπρο»
(… Rè Manfredi di Puglia e Sicilia, a cui avea dato in dote Durazzo e la Vallona e Corfù, el qual Corfù Manfredi diede a Miser Filippo Zonardo [Chinardo] suo armiraglio, ch’era nativo di Cipri).
Η Κέρκυρα και το Βουθρωτό (Butrinto) δεν αναφέρονται στη συμβολαιογραφική εγγραφή τής 23ης Φεβρουαρίου 1258 (βλέπε προηγούμενη σημείωση) και άρα αποκτήθηκαν πιθανώς ύστερα από αυτήν την ημερομηνία.
Για τον γάμο βλέπε γενικά Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 76, επιμ. Heisenberg, I, 157-58:
Επιπλέον μια άλλη ανησυχία προβλημάτιζε τούς περισσότερους ανθρώπους, ιδιαίτερα εκείνους που ήσαν συνετοί. Εννοώ τούς γαμήλιους δεσμούς τού αποστάτη Μιχαήλ. Γιατί πάντρεψε την κόρη του Ελένη με τον βασιλιά τής Σικελίας, Μάνφρεντ, όπως αναφέραμε προηγουμένως, και συνήψε άλλη γαμήλια συμμαχία για την κόρη του Άννα με τον πρίγκιπα τής Αχαΐας. Υπήρχε και η φυλή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη, επίσης εχθροί των Ρωμαίων, μεταξύ των οποίων ο Βαλδουίνος κυβερνούσε ως αυτοκράτορας.
«…οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἑτέρα τις προσδοκία τοὺς πολλούς, μᾶλλον δὲ τοὺς ἐχέφρονας ἔθραττε, τὰς ἐπιγαμβρίας φημὶ τοῦ ἀποστάτου Μιχαήλ· τόν τε γὰρ ῥῆγα Σικελίας Μαφρέ, καθὼς προειρήκειμεν, τῇ ἑαυτοῦ θυγατρὶ Ἑλένῃ συνέζευξε, καὶ κῆδος δὲ ἄλλο ἐπὶ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Ἄννῃ μετὰ τοῦ τῆς Ἀχαΐας πρίγκιπος ἐπεποίητο. ἦν δὲ καὶ ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει τὸ τῶν Λατίνων γένος, ἐχθρὸν καὶ αὐτὸ τυγχάνον Ῥωμαίοις, ἐν οἷς καὶ βασιλεύων ὁ Βαλδουῖνος ἐτύγχανεν…»
Βλέπε Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 30 (CSHB, Βόννη, I, 82-83):
Γαμπρούς είχε πρώτο τον Μάνφρεντ, βασιλιά τής Απουλίας, επίσης αδελφό τής Άννας, αυτοκράτειρας των Ρωμαίων, την οποίο ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία. Ο δεσπότης λοιπόν είχε γαμπρό αυτόν τον Μανφρέντ από την κόρη του Ελένη. Είχε επίσης έναν άλλο γαμπρό από την κόρη του Άννα, τον Γουλιέλμο, τον πρίγκιπα τής Αχαΐας.
«Καὶ δὴ ἐπεὶ γαμβροὺς ἐπὶ θυγατράσιν εἶχε τόν τε ῥῆγα Πουλείας Μαφρέ, τὸν καὶ τῆς δεσποίνης τῶν Ῥωμαίων Ἄννης αὐτάδελφον, ᾗ πρὸς τῷ γήρᾳ ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ἡρμόσατο … Εἶχε μὲν οὖν ἐκεῖνον ἐπὶ τῇ θυγατρὶ Ἑλένῃ γαμβρὸν ὁ δεσπότης, εἶχε δὲ καὶ ἄλλον ἐπὶ τῇ Ἄννῃ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλίελμον.»
Βλέπε και Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, IΙΙ, 5 (CSHB, Βόννη, I, 71-72):
Δέχτηκαν με χαρά την πρεσβεία του και ήρθαν γρήγορα ο πρίγκιπας Πελοποννήσου καὶ Αχαΐας, που ήταν γαμπρός του από την κόρη του Άννα, και ο τότε ηγεμόνας τής Σικελίας Μάνφρεντ, γαμπρός του από την κόρη του Ελένη.
Πρβλ. Thallóczy, Jireček και Sufllay, Acta et diplomata, I, αριθ. 245, σελ. 71.
«…τὴν γὰρ αὐτοῦ πρεσβείαν ἀσμένως δεξάμενοι τάχιστα ἥκουσιν ὅ, τε Πελοποννήσου καὶ Ἀχαΐας πρίγκιψ γαμβρὸς ἐπὶ Ἄννῃ τῇ θυγατρὶ τυγχάνων αὐτοῦ καὶ ὁ τῆς Σικελίας τότε κρατῶν Μαφρὲ, γαμβρὸς καὶ αὐτὸς ἐπὶ Ἑλένῃ τῇ θυγατρὶ τυγχάνων αὐτοῦ…»
Για την Ελένη, η ζωή τής οποίας τελείωσε με τραγωδία (το 1271), βλέπε Δένδια, «Ἑλένη Ἀγγελίνα Δούκαινα…», Ἠπειρωτικά Χρονικά, I (1926), 219-94, Giuseppe del Giudice, «La Famiglia di Re Manfredi», Archivio storico per le province napoletane, III (1878), 3 και εξής, 19, 35 και εξής, 53 και εξής, IV (1879), 46-97, 299-334, V (1880), 21 και εξής, 76 και σελ. 470 και εξής, καθώς και την παλαιά εργασία, που βασίζεται σε έγγραφα από τα Ανδεγαυά Αρχεία τής Νάπολης και σε αλλα αδημοσίευτα μέχρι τώρα κείμενα, τού Domenico Forges Davanzati, Dissertazione sulla seconda moglie del Re Manfredi e su’ loro figliuolo, Νaples, 1791, αν και ο Julius Ticker, «Manfreds zweite Heirat und der Anonymus von Trani», Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, III (1882), 358-68 κατηγορεί τον Davanzati (ίσως άδικα) για πλαστογραφία τού σχετικού χρονικού, γνωστού ως Anonymus Tranensis.
- [←61]
-
F. Ughelli, Italia sacra, VI (Βενετία, 1720), 774-76, B. Capasso, Historia Diplomatica regni Siciliae, Νaples, 1874, σελ. 145-46, Del Giudice στο Arch. storico per le province napoletane, III, 30, Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 331, Δένδιας στα Ηπειρωτικά Χρονικά, I (1926), 245.
Ίσως τώρα πήρε ο Μάνφρεντ την Κέρκυρα και το Βουθρωτό (Μπουτρίντο), όπως προτείνει ο Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 167, αν και ο Geanakoplos, Dumbarton Oaks Papers, VII, 105 και σημείωση 18, πιστεύει ότι τα πρόσθεσε ως τμήμα τής προίκας τής Ελένης, για να παράσχει περαιτέρω κίνητρο στον Μάνφρεντ, να τον βοηθήσει στην κατάκτηση τής Θεσσαλονίκης και τής Κωνσταντινούπολης.
Το τελευταίο μέρος τής Translatio S. Thomae Apostoli, που αναφέρεται στην υποτιθέμενη μεταφορά από τον Σινάρ των λειψάνων τού Aποστόλου Θωμά από την «Έδεσσα» (Βοδενά) στην Ορτόνα τής Ιταλίας, έχει αποκληθεί μοναστική εφεύρεση από τον Fedor Schneider, «Eine Quelle für Manfreds Orientpolitik», Quellen und Forschungen, XXIV (Ρώμη, 1932-33), 112-23, o οποίος προβάλλει επίσης αμφιβολία, ίσως εσφαλμένα, για την ιστορικότητα ολόκληρης τής εκστρατείας στην Ήπειρο.
Για τον Σινάρ βλέπε E. Bertaux, «Les Français d’ outre-mer en Apulie et en Épire au temps des Hohenstaufen d’ Italie», Revue historique, LXXXV (1904), 233-51. O Σινάρ ήταν Γάλλος Κύπριος με μεγάλη εμπειρία στους Αγίους Τόπους, αφοσιωμένος οπαδός τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’, στον οποίο χρωστούσε παραχωρήσεις εκτεταμένων εκτάσεων στην Ιταλία. Κόμης τού Κονβερσάνο και μεγάλος ναύαρχος τού βασιλείου τής Σικελίας, ο Σινάρ πέθανε άρχοντας τής Κέρκυρας. Τον αποστρεφόταν ο παπισμός, που αρνήθηκε μετά τον θάνατό του να άρει τις απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί στους γιους του. Ήταν ο «αφορισμένος κάποτε Φιλίπ Σινάρ» (excommunicatisimus quondam Philippus Chinardus). Edouard Jordan, επιμ. Les Registres de Clement IV (1265-1268), Παρίσι, 1894-1945, αριθ. 1131, σελ. 392, από επιστολή προς τον Κάρολο Ανδεγαυό (Charles of Anjou), γραμμένη στο Βιτέρμπο την 1η Οκτωβρίου 1260.
- [←62]
-
Anonymus Tranensis, επιμ. Forges Davanzati, Dissertatione, σελ. 11 και εξής. Del Giudice στο Arch. stor. per le prav. napoletone, III, 18, 54-55. Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 177-78. Geanakoplos, Emperor Michael Palaeologus, σελ. 50-52 και πρβλ. τις αντιρρήσεις τού Picker, Mitteilungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung, III (1882), 362 και εξής.
- [←63]
-
G. Valenti, «Vestigia di Manfredi di Hohenstaufen Re di Sicilia e Signore di ‘Romania’», στο Numismatica, 1939, σελ. 65.
- [←64]
-
Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Π. Π. Kαλονάρος, Aθήνα, 1940, στιχ. 3127-32, σελ. 134:
«Χιλιάδες ἑξῆντα ὑπὲρπυρα ἦτον γὰρ τὸ προικίον,
ὅπου ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Δεσπότης
δι᾿ ἐκείνην τὴν παράξενον τὴν ἀδελφήν του, λέγω,
ἄνευ γὰρ τὰ στολίσματα καὶ τὰ χαρίσματά της…»Πρβλ. Chronique de Morée, επιμ. Longnon (1911), παρ. 216, σελ. 77-78.
Για τούς γάμους των θυγατέρων τού δεσπότη Μιχαήλ βλέπε ξανά Γεώργιο Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, I, 30 (CSHB, Βόννη, I, 82-83):
Τότε και ο Μιχαήλ, δεσπότης τής Δύσης, ανιψιός τού Θεόδωρου που είχε προηγουμένως βασιλεύσει εκεί, … επειδή γαμπρούς από κόρες είχε τον Μάνφρεντ, βασιλιά τής Απουλίας, επίσης αδελφό τής Άννας, αυτοκράτειρας των Ρωμαίων, την οποία ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία. … Ο δεσπότης είχε λοιπόν εκείνον τον γαμπρό [τον Μάνφρεντ] από την κόρη του Ελένη. Είχε επίσης έναν άλλο γαμπρό από την κόρη του Άννα, τον Γουλιέλμο, τον πρίγκιπα τής Αχαΐας.
«Ἐν τοσούτῳ δὲ καὶ ὁ ἐν τῇ δύσει δεσπότης Μιχαήλ, τοῦ προβεβασιλευκότος ἐκεῖσε Θεοδώρου ἀνεψιός, …… ἐπεὶ γαμβροὺς ἐπὶ θυγατράσιν εἶχε τόν τε ῥῆγα Πουλείας Μαφρέ, τὸν καὶ τῆς δεσποίνης τῶν Ῥωμαίων Ἄννης αὐτάδελφον, ᾗ πρὸς τῷ γήρᾳ ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ἡρμόσατο … Εἶχε μὲν οὖν ἐκεῖνον ἐπὶ τῇ θυγατρὶ Ἑλένῃ γαμβρὸν ὁ δεσπότης, εἶχε δὲ καὶ ἄλλον ἐπὶ τῇ Ἄννῃ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλίελμον…»
- [←65]
-
«…e li diede per dote il castello della Liconia e alcune altre terre» [Sanudo, Regno di Romania, Hopf. (επιμ.) Chron. gr.-rom., σελ. 107].
- [←66]
-
«… ac fructus perceptos ex eis [δηλ. casale Liconiae cum pertinentiis suis] quos decem milia ypperpera extimabat…». Lucien Auvray (επιμ.), Les registres de Grégoire IX, II (Παρίσι, 1907), αριθ. 4390, στήλη 1046, έγγραφο με ημερομηνία 26 Μαΐου 1238. Επίσης Σπ. Π. Λάμπρος, Έγγραφα (Aθήνα, 1906), μέρος 1, έγγραφο 26, σελ. 42. O A. L. Tautu, Acta Honorii III (1216-1227) et Gregorii IX (1227-1241), Πόλη Βατικανού, 1950 δεν παρέχει το κείμενο αυτής τής επιστολής.
Από το 1235 το Κιστερκιανό αββαείο τού Δαφνιού διεκδικούσε το δικαίωμα κατοχής των Λεχωνιών σε αγωγή εναντίον κάποιου Albertus «Bokaron» ή Boccerannus, «στρατιώτη στην επισκοπή Νεγκροπόντε» (miles Nigripontensis diocesis) [Auvray, II, αριθ. 2671, στήλες 108-9 και πρβλ. αριθ. 3214, 3583]. Το 1240 η υπόθεση εκδικάστηκε προς όφελος τού ηγουμένου και τής μονής Δαφνίου, ενάντια στις διεκδικήσεις των θυγατέρων τού εκλιπόντος πια Albertus [στο ίδιο, IΙΙ (1908), αριθ. 5204. στήλες 256-57], αλλά η δικαστική διαμάχη δεν τερματίστηκε [III, αριθ. 6085].
- [←67]
-
Δωρόθεος, στο J. A. C. Buchon, Chroniques étrangères relatives aux expéditions françaises pendant le XIII siècle, Παρίσι, 1841, σελ. xxxv:
«Ἀκούσας δε τοῦτο ὁ αὐτὸς Νικηφόρος δεσπότης τῆς Ἑλλάδος, ὅτι ὁ ἀδελφός του ὁ νόθος ἐπῆγε καὶ ἐπροσκύνησε τον βασιλέα, ἐσφάγη μέσα εἰς τὴν καρδίαν, ἵνα μη θανατώσῃ αὐτὸν. καὶ εἶχαν ἀδελφήν εὐμορφοτάτην, και χαριτωμένην ἀπὸ κεφαλήν καὶ ὅλον τὸ κορμί, ὡς δευτέραν Ἑλένην τοῦ Μενελάου. Χωρίς νά στολισθῇ, ἦτον στολισμένη ἀπὸ τὰ κάλλη της τὰ εὔμορφα, καὶ ἔδωκέ την γυναῖκα τοῦ μισέρ Γουλιέλμου, τοῦ πριγκίπου τοῦ Μωρέως, διά νά τὸν ἔχῃ βοήθειαν εἰς τοὺς πολέμους˙ καὶ ἔδωκέ του προικίον ἑξῆντα χιλιάδες ὑπὲρπυρα, καὶ ἔκαμαν τὸν γάμον εἰς τὴν Παλαιάν Πάτραν, καὶ ἐπῆρεν ὁ πρίγκιπος αὐτὴν διά γυναῖκά του εὐλογητικήν.»
Tα Χρονικά τού Μορέως παρουσιάζουν ότι ο γάμος τού Γουλιέλμου και τής Άννας κανονίστηκε από τον αδελφό της, τον δεσπότη Νικηφόρο, ύστερα από τον θάνατο τού πατέρα τους Mιχαήλ Β΄:
Ελληνικό Χρονικόν τού Μορέως, (επιμ. Kαλονάρος):
«Κι ὡς εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατήρ του ὁ Καλοϊωάννης,
κ᾿ ἐνέμεινε ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκεῖνος ὁ Νικηφόρος,
ὅστις οὐκ ἦτον φρόνιμος ὡς ἦτον ὁ πατήρ του,
ἠθέλησεν κι ὠρέχτηκε νὰ ἐπάρῃ τὴν Βλαχίαν,
νὰ ἐπάρῃ γὰρ καὶ τὸ ἥμισον ὅλου τοῦ Δεσποτάτου.
Ἐποίησε κάστρον ἀφιρόν, τὸ λέγουν ἡ Νέα Πάτρα,
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν μετὰ τὸν ἀδελφόν του,
τὸν κὺρ Νικηφόρον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην.
Καὶ διὰ τὸ ἐβοηθούσασιν οἱ Φράγκοι τοῦ Δεσπότου,
ἐδιάβη ὁ κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖ εἰς τὸν βασιλέαν,
στὸν κὺρ Μιχάλην, σὲ λαλῶ, τὸν μέγαν Παλαιολόγον.
Πολλὰ τὸν ὑποσχήθηκεν κ᾿ ἔταξεν νὰ ποιήσῃ,
τὸν ἀδελφόν του ἔταξεν νὰ δώσῃ, τὸν Δεσπότην,
δεμένον ὡς πανάπιστον, καὶ νὰ τὸν προσκυνήσῃ.
Σεβαστοκράτορα τὸν ἔποικε ὅλης τῆς Ρωμανίας
καὶ τὰ φουσσᾶτα του τοῦ ἔδωκεν νὰ τὰ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του,
νὰ μάχεται, δικάζεται Δεσπότην τὸν ἀδελφόν του·
μεγάλως τὸν ἐτίμησεν κ᾿ εὐεργεσίες τοῦ ἐδῶκεν.
Κι ὡς εἶδεν τὴν πληροφορίαν ἐτότε ὁ Δεσπότης
τὸ πῶς τὸν ἐρροβόλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ ἀδελφός του,
κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον γὰρ ἐχτρός του,
μεγάλως τὸ ἐλυπήθηκεν κ᾿ εἰς σφόδρα τὸ ἐδειλιάσεν.
Τοὺς ἄρχοντές του ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει·
κι ὅλοι τὸν ἐσυμβούλεψαν τὴν ἀδελφὴν νὰ δώσῃ
γυναῖκαν γὰρ ὁμόζυγον τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου·
ἐπεὶ ἂν ἔχῃ τὸν πρίγκιπα βοήθειαν κι ἀδελφόν του,
οὐδὲν ψηφᾷ τοῦ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι.
Κι ἀφῶν ἐπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του,
μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον.
Ἄνθρωποι ἦσαν φρόνιμοι, γοργὸν τὸν ἐσυμβιβάσαν·
τὲς συμφωνίες ἐποίκασιν τῆς προίκας καὶ τοῦ γάμου.
Γοργὸν στρέμμαν ἐποίκασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην·
ὅλα τοῦ ν᾿ ἀφηγήθησαν, ἐκ στόματος τὸν εἶπαν,
τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν τὴν ὑπαντρείαν ἐκείνην.
Χιλιάδες ἑξῆντα ὑπὲρπυρα ἦτον γὰρ τὸ προικίον,
ὅπου ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Δεσπότης
δι᾿ ἐκείνην τὴν παράξενον τὴν ἀδελφήν του, λέγω,
ἄνευ γὰρ τὰ στολίσματα καὶ τὰ χαρίσματά της.
Οὐδὲν γὰρ ἄργησαν οὐδὲ ποσῶς τὸν γάμον νὰ ποιήσουν·
ἐκεῖ εἰς τὴν Πάτραν τὴν παλαιὰν ἐγίνετον ὁ γάμος.»
[στιχ. 3093-3132]
«Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω στὸ βιβλίον μου
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν Δεσπότης ὁ Κουτρούλης
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
τὴν ἀδελφήν του ἔδωκεν ὁμόζυγον γυναῖκαν.»[στιχ. 3469-72]
Πρβλ. Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 211-16, 255, Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 245-49 και Cronaca di Morea, επιμ. Hopf, Chron. gr.-rom., σελ. 438, 440, ενώ σύγχυση χρονολογιών και προσώπων υπάρχει επίσης στον Δωρόθεο, ό. π., τού οποίου κυρία πηγή είναι το ελληνικό Χρονικό.
Η χρονολόγηση τού γάμου τής Ηπειρώτισσας πριγκήπισσας προκαλεί κάποια δυσκολία. Ο Δένδιας, Ηπειρωτικά Χρονικά, I (1926), 243-44 πιστεύει ότι δύο αναφορές στον Ακροπολίτη [κεφ. 76, επιμ. Heisenberg, I, 157-58 και κεφ. 79, σελ. 164, II, 3-6] δείχνουν ότι ο γάμος τής Ελένης και τού Μάνφρεντ προηγήθηκε εκείνου τής Ελένης και τού Βιλλεαρδουΐνου, αλλά δεν παίρνω την ίδια εντύπωση από αυτά τα κείμενα. Ο αρραβώνας τής Ελένης και τού Μάνφρεντ προηγήθηκε τού γάμου τής αδελφής της με τον Βιλλεαρδουΐνο, αλλά ο γάμος τής Ελένης καθυστέρησε τελικά ένα χρόνο και στο μεταξύ η Άννα είχε παντρευτεί τον Βιλλεαρδουΐνο, πιθανώς στα τέλη καλοκαιριού τού 1258.
- [←68]
-
Πρβλ. το Libro de los fechos, επιμ. Morel-Fatio, παρ. 250, σελ. 55-56:
«… και με τη χάρη τού Θεού πετύχαμε νίκη και ανακτήσαμε όλη τη Βλαχία [Θεσσαλία] και το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης. Και εγώ θα έχω τη Βλαχία και σεις θα έχετε το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης».
(… et con la gracia de Dios auremos victoria et recobraremos toda la Blaquia et el realme de Salonich; et yo aure la Blaquia, et vos auredes el realme de Salonich.)
- [←69]
-
Χρονικόν τού Μορέως, επιμ. Kαλονάρος, στιχ. 3480-3520:
«…Καθὼς ἐγίνη ἡ ἕνωσις, ὅπου σᾶς ἀφηγήθην,
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης
ἐκεῖ στὴν Πάτραν ποῦ ἔσμιξαν κι ἀπῆραν τὴν βουλήν τους
διὰ ν᾿ ἀπεράσωσιν ὁμοῦ στοῦ βασιλέως τὸν τόπον,
νὰ μαχιστοῦν τὸν βασιλέα, τὸν τόπον του κουρσέψουν,
νὰ ἐπάρουσιν καὶ τὴν Βλαχίαν τοῦ Σεβαστοκρατόρου…»Πρβλ. Chronique de Morée, επιμ. Longnon, παρ. 256-62. Tα Χρονικά αναφέρουν ότι η εκστρατεία θα κατευθυνόταν εναντίον τού «άρχοντα Θεόδωρου τής Βλαχίας», δηλαδή τού Ιωάννη Δούκα των Νεοπατρών, τού νόθου γιου τού Μιχαήλ Β΄ από την ερωμένη του Γαγγρηνή, αλλά στην πραγματικότητα ο Ιωάννης βρισκόταν στο πλευρό τού πατέρα του, εναντίον τής Νίκαιας: Ο μικρότερος αδελφός τού Ιωάννη Δούκα ονομαζόταν Θεόδωρος.
- [←70]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 78, επιμ. Heisenberg, I, 161-63:
Ο αυτοκράτορας είπε: «Δεν θα σού δώσω τίποτε. Αλλά αν θέλεις να έχεις ειρήνη από μένα (γιατί με ξέρεις καλά και καταλαβαίνεις τι σημαίνει πόλεμος μαζί μου· όταν είχα την αρχηγία τής Βιθυνίας και τής Ταρσίας, ήξερα πώς να σε πολεμήσω) θέλω οι Λατίνοι στην Κωνσταντινούπολη να πληρώνουν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το μισό μερίδιο από το κομμέρκιό τους και το ίδιο ποσό εσόδων από το νομισματοκοπείο τους. Αν υποσχεθείτε ότι θα μού τα δώσετε, θα συμφωνήσω να συνάψω ειρήνη. Αν όχι, ας γίνει μάχη η οποία, θαρρώ, θα αποδειχθεί, με τη βοήθεια τού Θεού, προς όφελος των Ρωμαίων». Έτσι, ντροπιασμένοι, οι πρέσβεις των Λατίνων επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να καταφέρουν τίποτε.
«…«ἐγὼ μέν,» ἔφη ὁ βασιλεύς, «οὐδέν· ἀλλ’ εἴπερ ἐθέλητε τὴν ἐξ ἐμοῦ εἰρήνην λαβεῖν (καλῶς γάρ με ἐπίστασθε καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ μάχην ξυνίετε, ἡνίκα τὴν ἡγεμονίαν Βιθυνίας καὶ Ταρσίας εἶχον, ὅπως ὑμῖν οἶδα μαχέσασθαι) ἐθέλω τοὺς ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει Λατίνους πρὸς τὴν τῶν Ῥωμαίων τελεῖν ἀρχὴν μερίδα μὲν τὴν ἐκ τοῦ κομμερκίου αὐτῶν τὴν ἀνάλογον ὡσαύτως εἴσοδον. εἰ ταῦτά μοι παρασχεῖν ὑποσχοίητε, εἰς εἰρήνην συνέρχομαι. εἰ δ’ οὖν, ἀλλ’ ἔστω μάχη, ἥτις σὺν θεῷ φάναι μᾶλλον λυσιτελήσει Ῥωμαίοις.» οὕτως καταισχυνθέντες οἱ τῶν Λατίνων πρέσβεις ἄπρακτοι πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὑπενόστησαν…».
Το Βολερόν φαίνεται ότι είναι περιοχή ανατολικά τού ποταμού Νέστου [K. Άμαντος, στα Ελληνικά, II (1929), 124-26].
Πρβλ. Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 328-29 και K. M. Setton et al., A History of the Crusades, II (Φιλαδέλφεια, 1962), σελ. 152, χάρτης 6. Στην αναθεώρηση των χαρτών για τη 2η έκδοση (Madison, Wisc., 1969) το όνομα μετατέθηκε ανεξήγητα προς τα ανατολικά.
- [←71]
-
Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 79, επιμ. Heisenberg, I, 163-65:
Ο αποστάτης ήταν ανένδοτος σε όσα άκουγε και κουφός στις συζητήσεις. Όχι μόνο δεν δέχτηκε την πρεσβεία, αλλά έδωσε και απαντήσεις που δεν ταίριαζαν. Γιατί τον φούσκωνε όχι μόνο η γαμήλια συμμαχία με τον βασιλιά τής Σικελίας, αλλά και εκείνη με τον πρίγκιπα τής Αχαΐας Γουλιέλμο. Είχε ήδη σχηματίσει και αυτόν τον συγγενικό δεσμό. Ως εκ τούτου, είχε μεγάλες ιδέες και μιλούσε αλαζονικά.
«…ἀλλ’ ἦν ὁ ἀποστάτης πρὸς τὰς ἀκροάσεις σκληρὸς καὶ πρὸς τοὺς λόγους ἀπόκροτος· οὐ μόνον γὰρ τὴν πρεσβείαν οὐ κατεδέξατο, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀποκρίσεις οὐ προσηκούσας ἐποιεῖτο. ἐφύσα γὰρ αὐτὸν οὐ μόνον τὸ ἐπὶ τῷ ῥηγὶ τῆς Σικελίας τῷ Μαφρὲ κῆδος, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπὶ τῷ πρίγκιπι τῆς Ἀχαΐας τῷ Γουλιέλμῳ· ἤδη γὰρ καὶ τὴν τοιαύτην ἀγχιστείαν πεπλήρωκεν· ἐντεῦθεν μεγάλα τε ἐφρόνει καὶ ὑπέρογκα διελέγετο…»
- [←72]
-
Για την πρεσβεία τού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου προς τον πάπα περί τις αρχές τού 1259, βλέπε πιο πάνω, σελ. 77b και πρβλ. Geanakoplos, στο Dumbarton Oaks Papers, VII, 118-20 και στο Emperor Michael Palaeologus, σελ. 60-62.