Σημειώσεις κεφαλαίου 03

Σημειώσεις κεφαλαίου 3

[←1]

G. L. Fr. Tafel και G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, II (Βιέννη, 1856), 205-7. Andrea Dandolo, Chronica, στο νέο Muratori, RISS, XII-1 (Μπολώνια, 1938-48), 288. Freddy Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’ exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι, 1959, σελ. 89-90.

Για παράδειγμα τον Αύγουστο τού 1219 ο Τζάκοπο Τιέπολο, Ενετός ποντεστά στην Κωνσταντινούπολη (και αργότερα δόγης), διαπραγματεύτηκε συνθήκη ειρήνης με τον Θεόδωρο Λάσκαρι τής Νίκαιας για πέντε χρόνια, ενώ στα μέσα τού 14ου αιώνα ο δουκικός χρονικογράφος Andrea Dandolo παρατηρούσε ότι ο Τιέπολο το έκανε «δεδομένου ότι η ισχύς των Γάλλων αποτύγχανε ήδη» (cum iam Gallorum potentia evanesceret).

Πάντοτε ρεαλιστές, οι Ενετοί μπορούσαν να αναγνωρίσουν μια σοβαρή κατάσταση, όταν την έβλεπαν. Για την αυξημένη αυτοπεποίθηση που υπήρχε στη Νίκαια και «τη νοοτροπία τού “Βυζαντίου σε εξορία”», βλέπε N. Oikonomides, «Cinq Actes inédits du patriarche Michel Autoreianos (1208-1214)», Revue des études byzantines, xxv (1967), 113-45.

[←2]

Ο αυτοκράτορας Πέτρος επικύρωσε τη συνθήκη κατάτμησης τού 1204 δύο ημέρες μετά την στέψη του, με πράξη που υπέγραψε στο παλάτι τού Λατερανού στη Ρώμη στις 11 Απριλίου 1217 [Tafel και Thomas, Urkunden, II, 193-95].

Για τη στέψη, βλέπε Corrado di Fabaria, Casus S. Galli, 8, στο MGH, SS., II (Ανόβερο, 1829), 171: «Ο αυτοκράτορας [Πέτρος] καθαγιάστηκε όχι στην εκκλησία τού Αγίου Πέτρου, αλλά στην εκτός των τειχών εκκλησία τού Αγίου Λαυρεντίου» (Consecratus est autem imperator [Petrus] non in ecclesia beati Petri, sed in ecclesia beati Laurencii extra muros).

Πρβλ. επίσης Honorius III, Epp., an. I, αριθ. 525, στο Regesti del pontefice Onorio III, επιμ. Pietro Pressutti, I (Ρώμη, 1884), αριθ. 464, σελ. 130, Regesta Ηonorii Papae ΙΙΙ, επιμ. Pressutti, I (Ρώμη, 1888), αριθ. 497, σελ. 88, Aug. Potthast, Regesta pontificum Romanorum, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1874-75, αριθ. 5517 (τομ. I, σελ. 485), έγγραφο με ημερομηνία 12 Απριλίου 1217, Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1217, αριθ. 4-7, τομ. xx (Λούκκα, 1747), σελ. 404-5.

[←3]

Για τις χρονολογίες των γεγονότων, πρβλ. Girolamo Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica della Terra Santa e dell’ Oriente francescano, I (Καράτσι, 1906), 89 και εξής, ενώ για τις παπικές σχέσεις με την Αίγυπτο κατά τη δεκαετία τού 1240, σημείωσε στο ίδιο, II (1913), 327 και εξής. Βλέπε γενικά K. M. Setton et al., A History of the Crusades, II (Φιλαδέλφεια, 1962, 2η έκδοση Madison, Wisc., 1969), κεφ. xi και εξής, σελ. 377 και εξής.

[←4]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 14, CSHB, Βόννη, σελ. 28-29 και επιμ. Aug. Heisenberg, I (Λειψία, 1903), 25-26:

Όπως είπα, ο προαναφερόμενος Θεόδωρος πήρε τον δικό του στρατό και αντιτάχθηκε στον Πέτρο, που είχε περάσει λίγο πιο πέρα από το Δυρράχιο και βρισκόταν στο ανώμαλο έδαφος τού Αλβάνου. Τότε οι άνδρες τού Θεόδωρου Κομνηνού επικράτησαν τού λατινικού στρατού με τη βία, ώστε όλοι, μέχρι τον τελευταίο, να αιχμαλωτιστούν με όλες τις αποσκευές τους και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Πέτρος να σκοτωθεί με το ξίφος. Αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια για τούς Ρωμαίους εκείνη την εποχή.

«…ὁ μὲν οὖν δηλωθεὶς Θεόδωρος, καθὼς εἰρήκειν, τὸ οἰκεῖον παραλαβὼν στράτευμα ἀντιτάττεται τῷ Πέτρῳ, μικρὸν ὑπερπηδήσαντι τὸ Δυρράχιον καὶ ἐν ταῖς τοῦ Ἀλβάνου δυσχωρίαις γεγενημένῳ. νικῶσι γοῦν κατὰ κράτος οἱ τοῦ Κομνηνοῦ Θεοδώρου τὸ τῶν Λατίνων στράτευμα, ὡς πάντας ἄρδην δεσμώτας ποιῆσαι σὺν πᾶσι σκεύεσι, καὶ αὐτὸν δὲ τὸν βασιλέα Πέτρον ἔργον μαχαίρας γενέσθαι. τοῦτο δὴ τότε μέγα Ῥωμαίοις ἐγεγόνει βοήθημα.»

Βλέπε επίσης Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1217, στο MGH, SS., XXIII, 906, Riccardo di S. Germano, Cron., ad ann. 1217, στο Muratori, RISS, VII (Μιλάνο, 1725), στήλη 990 και MGH, SS., XIX (1866), σελ. 339, γραμμές 1-6.

[←5]

Πρβλ. Jean Longnon, L’ Empire latin de Constantinople, Παρίσι, 1949, σελ. 153-60. Αμέσως μετά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Ροβέρτος επικύρωσε τη συνθήκη διαμελισμού τού 1204 [Tafel και Thomas, Urkunden, II, 227-30, Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 287, 288-89]. Ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Κολόννα, όπως είναι γνωστό, ήταν παρών στην κατάληψη τής Νταμιέτα το 1219 και έφερε στην Ρώμη τη «στήλη τού μαστιγώματος», που διασώζεται ακόμη στην εκκλησία τής Σάντα Πράξεντις. Μεταβίβασε την υποστήριξή του προς τούς Γιβελλίνους (Ghibellines) το 1240, μετά το οποίο οι Κολόννα τηρούσαν επί μακρόν τη λεγόμενη αυτοκρατορική νομιμοφροσύνη τους [πρβλ. E. van Cauwenbergh, στο Dictionnaire d’ histoire et de géographie ecclésiastiques, III (Παρίσι, 1956), 335]. Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1244.

[←6]

Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1220, στο MGH, SS., XXIII (1874), 910, γραμμές 42-43. Μετά τον θάνατο τής Γιολάντας, στην οποία μάλλον και όχι στον σύζυγό της αυτοκράτορα Πέτρο είχαν ορκιστεί φεουδαρχική υποταγή οι βαρώνοι τής Κωνσταντινούπολης, έκαναν τον Κονόν τού Μπετύν βαΐλο τής Λατινικής αυτοκρατορίας. Ο Κονόν πέθανε τον Δεκέμβριο τού 1219 ή ίσως το 1220. Ο νεαρός αυτοκράτορας Ροβέρτος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο τού 1221 [Longnon, L’ Empire latin, σελ. 157-59].

[←7]

Apocaucus, Epp., αριθ. 4, επιμ. V. G. Vasilievskii, «Epirotica saeculi XIII», Vizantinskii Vremennik, III (1896), 246-48, παρατιθέμενο από D. M. Nicol, The Despotate of Epiros, Οξφόρδη, 1957, σελ. 58. Με το πολύ καλά διατηρημένο ενετο-τουρκικό κάστρο του, ο Πλαταμώνας αποτελεί σήμερα μια από τις πιο γραφικές τοποθεσίες στην Ελλάδα.

[←8]

Hon. III an. Ι, ep. 271 (το κείμενο στο Σπ. Π. Λάμπρος, Έγγραφα, Aθήνα, 1906, μέρος I, έγγραφο 7, σελ. 8-9). Regesti, I (1884), αριθ. 302, σελ. 85, Regesta, I (1888), αριθ. 332, σελ. 59. (Ο Ονώριος έκρινε συχνά αναγκαίο να κατηγορεί τον αλαζονικό πατριάρχη Γερβάσιο για τις αυθαίρετες ενέργειές του.) Περίπου δεκαπέντε Λατίνοι τοποθετημένοι σε ελληνικές μητροπόλεις είχαν συμμετάσχει στη σύνοδο τού Λατερανού στη Ρώμη, μεταξύ των οποίων οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών, Θηβών και Κορίνθου.

[←9]

Hon. III an. Ι, ep. 267, σε Regesti, I, αριθ. 312, σελ. 87-88. Regesta, I, αριθ. 340, σελ. 60. Ο Γερβάσιος, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει τον πατριάρχη Μοροζίνι στο κονκορδάτο των Ραβεννίκων τον Μάιο τού 1210, είχε τοποθετηθεί στην έδρα του από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ στη σύνοδο τού Λατερανού το 1215, απόφαση η οποία έφερνε σε πέρας παρατεταμένη διαμάχη για το ποιος θα διαδεχόταν τον Μοροζίνι, που είχε πεθάνει το 1211 [βλέπε Longnon, L’ Empire latin, σελ. 144, 147-48]. Για τον Gervasius βλέπε Louis de Mas Latrie, «Patriarches latins de Constantinople», Revue de l’ Orient latin, III (1895, ανατυπ. 1964), 433, Leo Santifaller, Beiträge zur Geschichte des Lateinischen Patriarchats, Weimar, 1938, σελ. 31-32, 188 και εξής και R. L. Wolff, «Politics in the Latin Patriarchate of Constantinople, 1204-1261», Dumbarton Oaks Papers, VIII (1954), 246-54, 274-76.

[←10]

Hon. III an. Ι, ep. 269, στα Regesti, I, αριθ. 313, σελ. 88. Regesta, I, αριθ. 342, σελ. 61 και βλέπε Elizabeth A. R. Brown, «The Cistercians in the Latin Empire of Constantinople και Greece, 1204-1276», Traditio, XIV (1958), 82, 97 και εξής, 111 και εξής, η οποία λανθασμένα θεωρεί ότι η αναφορά στα παπικά έγγραφα στο dominicum templum Athenarum, δηλαδή στον καθεδρικό ναό τού Παρθενώνα στην Αθήνα, εννοεί τούς Ναίτες ιππότες (Templars) [στο ίδιο, σελ. 97, 99].

[←11]

Hon. III an. Ι, ep. 268, σε Regesti, I, αριθ. 314, σελ. 88-89. Regesta, I, αριθ. 341, σελ. 60.

[←12]

Hon. III an. Ι, ep. 274, σε Regesti, I, αριθ. 331, σελ. 93. Regesta, I, αριθ. 356, σελ. 63.

[←13]

Hon. III an. IΙ, ep. 839 (κείμενο στο Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 8, σελ. 9), Regesti, I, αριθ. 943-44, σελ. 253, Regesta, I, αριθ. 986, σελ. 168, κείμενα με ημερομηνία 9 Ιανουαρίου. 1218.

[←14]

Hon. III an. ΙI, ep. 1002 (πλήρες κείμενο σε Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 9, σελ. 10-12). Πρβλ. Regesti, I, αριθ. 1162, σελ. 303, Regesta, I, αριθ. 1206, σελ. 200, A. L. Tautu, Acta Honorii III (1216-1227) et Gregorii IX (1227-1241), Πόλη Βατικανού, 1950 (Fontes Pontificiae Commissionis ad redigendum Codicem Iuris Canonici Orientalis, 3η σειρά, τομ. IΙΙ), αριθ. 30. σελ. 53-55.

[←15]

Hon. III an. IIΙ, ep. 237 (Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 10, σελ. 12-13), Regesta, I, αριθ. 1819, σελ. 302. Οι επιστολές τής αποστολής τού καρδιναλίου Τζιοβάννι ως παπικού λεγάτου στη Λατινική αυτοκρατορία συντάχθηκαν στις 21-22 Απριλίου 1217 [Potthast, Regesta, αριθ. 5527 (τομ. 1, σελ. 4861), Regesti, I. αριθ. 496, σελ. 137 και πρβλ. αριθ. 503, 546 και άλλες. Regesta, I, αριθ. 526, σελ. 92. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1217, αριθ. 8-9, τομ. XX (Λούκκα, 1747), σελ. 405-6].

[←16]

Πρβλ. Nikos A. Bees, «Bambacoratius, ein Beiname des Kaisers Alexius III Angelos», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbucher, III (1922), 285-86. (Η αναφορά εδώ δεν είναι, όπως θεωρούνταν πριν, στον αυτοκράτορα Αλέξιο Μούρτζουφλο.) Για το όνομα «Bαμβακοράβδης» (Bambacoratius), βλέπε R. J. Loenertz, «La Chronique brève de 1352 …: Première partie, de 1205 à 1327», Orientalia Christiana periodica, xxix (1963), 337-38.

[←17]

«In casali vero xxv et ultra usque ad lxx lares habenti duo erunt papates cum uxoribus, filiis et familiis suis, etc. … Quod si ultra centenarium et vicesimum quintum excesserit, numerus papatum excrescet in sextum». Έγγραφο παρατιθέμενο στην επόμενη σημείωση.

[←18]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 47 (Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 18, σελ. 23-27. PL 216, 968-72). Regesta Honorii papae III, II (1895), αριθ. 4480, σελ. 159. Potthast, Regesta, αριθ. 7077 (τομ. I, σελ. 612), έγγραφο με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1223. Στην πραγματικότητα ο πάπας ανέθεσε επιδόματα 1.150 υπερπύρων (όχι 1.000) στις οκτώ εν λόγω εκκλησίες, αλλά το κείμενο όπως υπάρχει στον Λάμπρο [ό. π., σελ. 26] αναπαράγει ακριβώς το αρχειακό μητρώο [Archivio Segreto Vaticano, Reg. Vat. 12, φύλλο 101].

[←19]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 12, φύλλα 101-102, Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 27-30. PL 216, 970-72.

[←20]

Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 30 (παραβλέποντας την ανακριβή στίξη τού Λάμπρου). Πρβλ. Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 12, φύλλο 103 και Regesta Hon. IΙΙ, II, αριθ. 4480, σελ. 159.

[←21]

Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 31.

[←22]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 25 (Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 12, σελ. 18-19). Regesta, II, αριθ. 4477, σελ. 158, έγγραφο με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1223. Ο ίδιος αγώνας συνεχιζόταν στην Κωνσταντινούπολη για να εξασφαλιστεί η επιστροφή στην Εκκλησία κάποιου μερίδιου τής αξίας τής ελληνικής εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε κατασχεθεί από τη φράγκικη βαρωνία και τούς Ενετούς μετά την κατάκτηση. Το μερίδιο που έπρεπε να δοθεί στην Εκκλησία ορίστηκε αρχικά σε ένα δέκατο πέμπτο, αργότερα σε ένα δώδεκατο και τελικά (το 1219) ορίστηκε σε ένα ενδέκατο, που τέθηκε προφανώς σε ισχύ. Bλέπε Wolff, «Politics in the Latin Patriarchate …», Dumbarton Oaks Papers, VIII, 267- 74.

[←23]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 43 (Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 15, σελ. 21-22). Regesta, II, αριθ. 4503-4, σελ. 163, έγγραφο με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 1223. Την προηγούμενη ημέρα, κάποιες υπευθυνότητες για «πολλούς τόπους» (plura loca) αφαιρέθηκαν από τον πάπα από την Εκκλησία τού Nεγκροπόντε και δόθηκαν στην Εκκλησία τής Αθήνας [Regesta, II, αριθ. 4502].

[←24]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 43, 46 (Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφα 16-17, σελ. 22-23). Regesta, II, αριθ. 4503, 4507, σελ. 163, 164, κείμενα με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 1223.

[←25]

Ο Jean Longnon, «Problemes de l’ histoire de la principauté de Morée», Journal des Savants, 1946, σελ. 158-59 και πρβλ. L’ Empire latin (1949), σελ. 164, 166 έχει δείξει ότι η παραδοσιακή χρονολόγηση τού θανάτου τού Γοδεφρείδου Α΄ στο 1218 (με βάση τον Buchon) είναι εντελώς λανθασμένη και ότι ήταν ο Γοδεφρείδος Α΄ εκείνος που ενεπλάκη σε σύγκρουση με τον πάπα Ονώριο Γ΄ και τη Λατινική Εκκλησία στην Ελλάδα από το 1219 μέχρι το 1223. Η απόδειξη είναι η εξής: Ο Γοδεφρείδος Α΄ είχε δύο γιους, τον Γοδεφρείδο Β΄ και τον Γουλιέλμο. Ο Γοδεφρείδος Β΄, που συνήθως αναφέρεται ότι κυβέρνησε από το 1218 μέχρι το 1246, δεν είχε παιδιά. Όμως την 1η Απριλίου 1222 ο Ονώριος Γ΄ έδωσε εντολή στους αρχιεπισκόπους Θηβών και Αθηνών και στον επίσκοπο τού Nεγκροπόντε να αφορίσουν τον «Γοδεφρείδο, πρίγκηπα Αχαΐας, τον γιο τού Γοδεφρείδου και τούς υποτελείς του» (G. princeps Achaiae, G. natus et vassalli eius), εφόσον δεν υπάκουαν στις παπικές εντολές που είχαν ήδη διαβιβαστεί σε αυτούς και με άλλες επιστολές [Hon. ΙΙΙ, an. VI, ep. 335, στο Pressuti, Regesta, II, αριθ. 3924, σελ. 62]. Όταν είχαν επιλυθεί οι διαφορές τους, στις 16 Σεπτεμβρίου 1223 ο πάπας πήρε υπό την προστασία του τον πρίγκηπα Γοδεφρείδο, «με τη σύζυγο, τα παιδιά του, τη γη και όλα τα αγαθά του» (cum uxore, filiis, terra et omnibus suis bonis). [Hon. III, an. VIII, ep. 42, σε Regesta. II, αριθ. 4501, σελ. 163].

Πολλές επιστολές τού Ονώριου Γ΄ που αφορούν εκκλησιαστικά ζητήματα στην Ανατολή υπάρχουν στον A. L. Tautu, Acta Honorii..,. 1950. Όμως το έργο αυτό είναι λιγότερο πλήρες από τη συλλογή τού Haluščynskyj για τις πράξεις (acta) τού Ιννοκεντίου Γ΄ και δεν περιέχει, για παράδειγμα, αυτές τις επιστολές τής 1ης Απριλίου 1222 και τής 16ης Σεπτεμβρίου 1223.

[←26]

Honorius III Epp., an. I, αριθ. 378, στο Regesti, I, αριθ. 477, σελ. 133. Regesta, I, αριθ. 508, σελ. 89. C. A. Horoy, Honorii III opera omnia, II (Παρίσι, 1879), αριθ. 298, στήλη 364, έγγραφο με ημερομηνία 16 Απριλίου 1217. Ο μαρκήσιος Γουλιέλμος έπαιρνε όλα τα εδάφη, τα έσοδα και τις χώρες που είχαν χορηγηθεί στον πατέρα του Βονιφάτιο από τούς αυτοκράτορες Bαλδουΐνο και Ερρίκο, πράγμα που εξηγεί το ενδιαφέρον τού Γουλιέλμου για την Ελλάδα. Ο Δημήτριος αναζητούσε βοήθεια στη Δύση από τις αρχές τού 1222. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Warin ήταν μαζί του, όπως προκύπτει από πράξη τού Φρειδερίκου Β΄ Χοχενστάουφεν με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1223 στο Φερεντίνο, μάρτυρες τής οποίας ήσαν τόσο ο Δημήτριος όσο και ο αρχιεπίσκοπος [J. L. A. Huillard-Brèholles, Historia Diplomatica Friderici secundi …, τομ. II, μέρος 1 (Παρίσι, 1852), σελ. 329, όπου ο Warin αποκαλείται λανθασμένα Martin].

[←27]

Η προβλεπόμενη αποστολή τού μαρκησίου Γουλιέλμου Δ΄ Μομφερατικού ανακοινώθηκε με υψηλές προσδοκίες από τον Ονώριο, ο οποίος χορήγησε την «πλήρη άφεση αμαρτιών» (plena peccatorum venia) σε μερικούς από τούς οπαδούς του [Hon. III, an. VI, epp. 446-47, στα Regesta, II, αριθ. 4059-60, σελ. 83, κείμενα με ημερομηνία 27 Ιουνίου 1222 και αριθ. 4353, σελ. 134, με ημερομηνία 13 Μαΐου 1223 και βλέπε Potthast, Regesta pontificum Romanorum, αριθ. 7017 (τομ. I, σελ. 607)]. Αφορίστηκε ο Θεόδωρος τής Ηπείρου, ο οποίος επιδίωκε απρόθυμα να γίνει Καθολικός, και η ποινή δημοσιεύτηκε στο Μπρίντιζι [Hon. III, an. VII, ep. 148, στα Regesta, II, αριθ. 4351, σελ. 134].

[←28]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 247, στα Regesta, II, αριθ. 4704, σελ. 197.

[←29]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 248, στα Regesta, II, αριθ. 4753, σελ. 205, με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 1224. Τον Μάρτιο τού 1224 ο Μονφερράτ υποσχέθηκε όλες τις κτήσεις και τα εισοδήματά του στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄ έναντι δάνειου 9.000 μάρκων ασημιού, «βάρους Κολωνίας», για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του [Huillard-Brèholles, Hist. Dipl. Frid. ΙΙ, τομ. II, μέρος 1. σελ. 425-26].

[←30]

Hon. III an. VIIΙ, ep. 442, στα Regesta, II, αριθ. 5006, σελ. 250-51. Potthast, Regesta, αριθ. 7258 (τομ. I, σελ. 626).

[←31]

Hon. III an. IX, ep. 83, στα Regesta, II, αριθ. 5186, σελ. 283. Potthast, Regesta, αριθ. 7321 (τομ. I, σελ. 631). Horoy, Honorii III opera omnia, IV (Παρίσι, 1880), αριθ. 34, σελ. 721, έγγραφο με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1224. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1224, αριθ. 24-26, τομ. XX (Λούκκα, 1747), σελ. 536-37. Για την αναφορά στα «δύο βόδια και ένα αλέτρι στο Μονφερράτ», βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 2, σημείωση 5.

[←32]

Jean Longnon, «La Reprise de Salonique par les Grecs en 1224», Actes du VIe Congres international d’ études byzantines, I (Παρίσι, 1950), 141-46, B. Sinogowitz, «Zur Eroberung Thessalonikes im Herbst 1224», Byzantinische Zeitschrift, XLV (1952), 28, Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 60-63.

[←33]

J. B. Pitra (επιμ.), Analecta sacra et classica Spicilegio Solesmensi parata, VII [sic, στην πραγματικότητα τομ. VI] (Παρίσι και Ρώμη, 1891), ιδιαίτερα στήλες 450, 452 και 461 για τα σχετικά χρονολογικά στοιχεία.

[←34]

Πρβλ. Lucien Stiernon, «Le Origines du despotat d’ Epire», Actes du XIIe Congres international d’ études byzantines, II (1964), 197-202. Ο Θεόδωρος Δούκας πήρε τον τίτλο «βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων»:

«…ἐγράφη ταῦτα καὶ τῇ διά κινναβάρεως [βασιλικῇ] ὑπογραφῇ τοῦ εὐσεβοῦς καὶ θεοπροβλήτου κράτους ἡμῶν ὑποσημανθέντα καὶ τῇ χρυσῇ βούλλῃ αὐτοῦ κατασφαλισθέντα ἐπεδόθη τῇ τῷν Κερκυραίων ἐκκλησίᾳ εἰς ἀσφάλειαν αἰωνίζουσαν, μηνὶ ἰουνίῳ ἡμέρᾳ πρώτῃ ἔτει ,ςψλς’. Θεόδωρος ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ρωμαίων Κομνηνὸς ὁ Δούκας».

F. Miklosich και J. Müller (επιμ.), Acta et Diplomata graeca medii aevi, V (Βιέννη, 1887): Acta insularum ionicarum, αριθ. i, σελ. 15, έγγραφο με ημερομηνία Ιουνίου 1228.

Βλέπε επίσης K. Hopf, Graziano Zorzi (στα ελληνικά), μετάφρ. J. A. Romanos, Κέρκυρα, 1870, σελ. 129 και εξής.

Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης [Χρονική Συγγραφή, 21 (CSHB, Βόννη, σελ. 36-37 και επιμ. Heisenberg, I, 34)], ο οποίος είχε προσωπικούς λόγους να είναι προκατειλημμένος απέναντι στους Δούκα τής Ηπείρου, γράφει ότι ο Θεόδωρος φορούσε τις κόκκινες μπότες που υποδήλωναν αυτοκρατορικό βαθμό περισσότερο σαν Βούλγαρος ή άλλος βάρβαρος παρά σαν πραγματικός Έλληνας:

Αλλά ο Θεόδωρος Κομνηνός [της Ηπείρου], τον οποίο ανέφερε η αφήγηση πριν από λίγο, δεν ήταν διατεθειμένος να παραμείνει στη θέση του, αλλά οικειοποιήθηκε τα διακριτικά τού αυτοκρατορικού αξιώματος όταν κατέκτησε τον έλεγχο τής Θεσσαλονίκης και έφερε υπό την εξουσία του μεγάλο μέρος τής επικράτειας τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που είχαν καταλάβει οι Ιταλοί, ακόμη και εκείνη που είχαν κατακτήσει οι Βούλγαροι. Φόρεσε την πορφύρα και φόρεσε κόκκινα πέδιλα, αν και τού εναντιώθηκε πολύ σθεναρά σε αυτό το θέμα ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης. Εξαιτίας αυτού, ο Θεόδωρος υπέβαλε σε μεγάλη κακομεταχείριση και εξορία τον άνθρωπο που τηρούσε τα κανονικά έθιμα. Όμως ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Δημήτριος τον έστεψε με το αυτοκρατορικό διάδημα αφού, όπως έλεγε, ήταν ανεξάρτητος και δεν ήταν υποχρεωμένος. να δίνει λογαριασμό για τις πράξεις του σε οποιονδήποτε, και γι’ αυτό είχε την εξουσία να χρίζει αυτοκράτορες όποιους, όπου και όποτε ήθελε. Όταν ο Θεόδωρος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, χειριζόταν τις υποθέσεις με αυτοκρατορικό τρόπο: διόριζε δεσπότες και σεβαστοκράτορες, μεγάλους δομέστικους, πρωτοβεστιάριους και όλη την υπόλοιπη αυτοκρατορική ιεραρχία. Όμως, όντας φυσικά ακατάλληλος για τούς θεσμούς τού αυτοκρατορικού αξιώματος, χειριζόταν τα πράγματα με πιο βουλγαρικό ή, μάλλον, πιο βάρβαρο τρόπο, γιατί δεν καταλάβαινε ούτε την ιεραρχία ούτε το πρωτόκολλο ούτε τα πολλά αρχαία έθιμα που είχαν καθιερωθεί στα ανάκτορα.

«Ὁ δὲ Κομνηνὸς Θεόδωρος, ὃν πρὸ μικροῦ ὁ λόγος ἱστόρησε, μὴ θέλων μένειν ἐν τῇ οἰκείᾳ τάξει ἀλλὰ τὰ τῆς βασιλείας σφετερισάμενος, ἐπειδὴ τῆς Θεσσαλονίκης γέγονεν ἐγκρατὴς πολλήν τε χώραν τῆς Ῥωμαΐδος ἐκ τῆς κεκρατημένης παρὰ τῶν Ἰταλῶν ὑφ’ ἑαυτὸν ἐποιήσατο, ἔτι δὲ καὶ τῆς παρὰ τῶν Βουλγάρων κεχειρωμένης, πορφυρίδα τε ὑπενδύεται καὶ ἐρυθρὰ περιβάλλεται πέδιλα, ἀντιστάντος αὐτῷ ἐπὶ τούτῳ στερρότατα τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου τοῦ Μεσοποταμίτου, ὃν καὶ πολλαῖς κακουχίαις καὶ ἐξορίαις διὰ ταῦτα ὑπέβαλε τῶν κανονικῶν ἐθῶν ἀντεχόμενον. ὁ δὲ Βουλγαρίας ἀρχιεπίσκοπος Δημήτριος τὸ βασιλικὸν περιδιδύσκει τοῦτον διάδημα, ὡς ἔφασκεν, αὐτόνομος ὢν καὶ μηδενὶ εὐθύνας ὀφείλων δοῦναι, καὶ διὰ ταῦτα ἐξουσίαν ἔχειν βασιλέας χρίειν οὕς τε ἂν καὶ ὅπου καὶ ὅτε βούλοιτο. βασιλεὺς οὖν ἀναγορευθεὶς ὁ Θεόδωρος βασιλικῶς ἐχρῆτο τοῖς πράγμασι, δεσπότας τε προυβάλλετο καὶ σεβαστοκράτορας μεγάλους τε δομεστίκους, πρωτοβεστιαρίους καὶ τὴν λοιπὴν πᾶσαν τάξιν βασιλικήν. ἀφυῶς δὲ ἔχων περὶ τοὺς τῆς βασιλείας θεσμοὺς βουλγαρικώτερον ἢ μᾶλλον βαρβαρικώτερον ταῖς ὑποθέσεσι προσεφέρετο, οὐ τάξιν γινώσκων οὐδὲ κατάστασιν οὐδὲ ὅσα ἐν τοῖς βασιλείοις ἀρχαῖα ἔθιμα καθεστήκασιν.»

Πρβλ. Δημήτριο Χωματιανό, Opera, κεφ. cxiv, ep. ad Germanum CP., στo Pitra, Analecta sacra et classica …. VII, στήλες 488-90 και V. G. Vasilievskii, «Epirotica saeculi XIII», στο Vizantiiskii Vremennik, ΙΙΙ (1896). 285-86.

Πρβλ. επίσης Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, II, 2. CSHB, Βόννη, I, 25-26:

Στο μεταξύ νέο κακό προέκυψε στα Θεσσαλικά βάραθρα, ο Θεόδωρος, ο αδελφός τού Μιχαήλ Άγγελου, που ανέβηκε στην εξουσία μετά τον θάνατο τού αδελφού του. Ήταν άνθρωπος δραστήριος και επιδέξιος στον σχεδιασμό νέων πραγμάτων, και επιθυμώντας πάντοτε περισσότερα άπλωσε τα σύνορά του όσο περισσότερο μπορούσε. Γιατί όσες πόλεις στη δύση είχαν υποδουλωθεί πρόσφατα στην εξουσία των Λατίνων, όλες, αρχίζοντας από εκεί, τις κατέκτησε πολύ εύκολα και τις προσάρτησε στον εαυτό του. Μέχρι που υπέταξε τη μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη, την κύρια πόλη όλης τής Μακεδονίας, όταν έφυγε από εκεί ο μαρκήσιος και επέστρεψε στην πατρίδα του Λομβαρδία. Απένειμε αμέσως στον εαυτό του τον τίτλο τού αυτοκράτορα και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον τότε προκαθήμενο τής αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός είχε στολίσει από παλιά με πολλά άλλα πράγματα εκείνη την πόλη, που είχε γίνει δική του πατρίδα, και την είχε ονομάσει πρώτα Ιουστινιανή. Τής είχε αποδώσει ελεύθερη δικαιοδοσία για πάντα, όχι όμως και να χρίζουν [οι αρχιεπίσκοποί της] τούς Ρωμαίους αυτοκράτορες. Αυτό το προνόμιο οι νόμοι χορηγούν σε άλλους. Όμως ο φόβος για τον ήδη ηγεμονεύοντα Άγγελο, καθώς και η ελαφρότητα και αφέλεια τού τότε διευθύνοντος την αρχιεπισκοπή, κατρακύλισαν την υπόθεση σε τόσο ασυνήθιστη κατεύθυνση.

«Ἐν τούτοις ἀνίσταται τῶν Θετταλικῶν βαράθρων νέον κακὸν, ὁ τοῦ Ἀγγέλου Μιχαὴλ ἀδελφὸς Θεόδωρος. διαδεξάμενος γὰρ θανόντος τοῦ ἀδελφοῦ τὴν ἀρχὴν, ἀνὴρ δραστήριος καὶ καινὰ δεινὸς ἐπινοῆσαι πράγματα, καὶ ἀεὶ τοῦ πλείονος ἐφιέμενος, ἐπηύξησε ταύτην ἐς ὅσον πλεῖστον ἦν. ὅσαι γὰρ ἑσπέριαι πόλεις τῇ Λατίνων ἀρχῇ πρὸ μικροῦ δεδουλεύκασι, πάσας, ἐκεῖθεν ἀρξάμενος, ῥᾷστα κατετροποῦτο καὶ μεθίστη πρὸς ἑαυτὸν, ἕως καὶ αὐτὴν ἣ τῆς τῶν Μακεδόνων προκάθηται γῆς ἐχειρώσατο μεγαλόπολιν τὴν Θεσσαλονίκην, ἀποδημοῦντος τηνικαῦτα τοῦ μαρκεσίου περὶ τὴν πατρίδα Λαμπαρδίαν. αὐτίκα δὲ καὶ βασιλείας ἑαυτῷ περιτίθησιν ὄνομα, καὶ χρίεται βασιλικῶς παρὰ τοῦ τηνικαῦτα τὴν τῆς Βουλγαρίας ἀρχιεπισκοπὴν διιθύνοντος. πλείστοις τε γὰρ ἄλλοις αὐτὴν ὁ βασιλεὺς ἐκ παλαιοῦ τετίμηκεν Ἰουστινιανὸς, ἑαυτοῦ γεγονυῖαν πατρίδα, καὶ πρώτην ὠνόμασεν Ἰουστινιανήν. καὶ δὴ καὶ αὐτονομεῖσθαι ταύτην ἐς τὸ διηνεκὲς προσετετάχει, πλὴν οὐχ ὥστε καὶ βασιλέας χρίειν Ῥωμαίων· τοῦτο γὰρ ἄλλοις ἐφεῖται παρὰ τῶν νόμων. ἀλλὰ διὰ φόβον ἤδη τοῦ τυραννοῦντος Ἀγγέλου, καὶ πρός γε ἔτι διὰ κουφότητα καὶ ἀφέλειαν τοῦ τηνικαῦτα διέποντος τὴν ἀρχιεπισκοπὴν, ἐς τοσοῦτον ἀτοπίας τὸ πρᾶγμα ἐκκεκύλισται.»

Tο ιστορικό των γεγονότων παρέχεται από τον A. D. Karpozilos, The Ecclesiastical Controversy between the Kingdom of Nicaea and the Principality of Epiros (1217-1233), Θεσσαλονίκη, 1973, σελ. 41-86, ο οποίος χρονολογεί τη στέψη τού Θεόδωρου το 1225-1226.

[←35]

Πρβλ. Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 64-71 με τις πηγές και σελ. 76-102. Για τον Γεώργιο Βαρδάνη βλέπε τη γνωστή μονογραφία των Johannes M. Hoeck και Raimund J. Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, Abt von Casole …., Ettal, 1965, σελ. 117 και εξής, 148 και εξής, αναφορά στα οποία γίνεται πιο κάτω.

[←36]

R. J. Loenertz, «Lettre de Georges Bardanes, metropolite de Corcyre, au patriarche oecumenique Germain II» στο Byzantina et Franco-Graeca, Ρώμη, 1970, σελ. 469, 471, 483-84, 501.

[←37]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 22, 24, επιμ. Heisenberg, I, 34-36, 38:

Αμέσως λοιπόν, όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης νίκησε τούς Ιταλούς στο προαναφερθέν μέρος, πολιόρκησε τα ρωμαϊκά φρούρια που κατείχαν και τα κατέκτησε, αφού δεν υπήρχε κανείς να τούς βοηθήσει. Για ένα διάστημα οι άνθρωποι στα φρούρια αντιστέκονταν, αλλά όταν ο αυτοκράτορας έκανε τις πολιορκίες πιο μακροχρόνιες και, κυρίως, εκτός εποχής, γιατί δεν έκανε τις επιθέσεις του την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το τέλος τού φθινοπώρου, αλλά στη μέση τού χειμώνα, στήνοντας πολιορκητικές μηχανές και καταστρέφοντας επάλξεις, οι άνθρωποι μέσα στα φρούρια, ἐχοντας κουραστεί, είτε παραδίνονταν, προδίδοντας τούς όρκους με αντάλλγαμα τη ζωή τους, είτε έπεφταν στη μάχη ή φυλακίζονταν ως αιχμάλωτοι. Με αυτόν τον τρόπο κατακτήθηκαν από τον αυτοκράτορα το Ποιμανηνόν, τα Λεντιανά, το Χαρίορος, το Βερβενίακον. Μάλιστα ο αυτοκράτορας Ιωάννης πολέμησε τούς Λατίνους με διάφορους τρόπους: έφτιαξε γαλέρες και τις τοποθέτησε στον Ελλήσποντο σε μέρος που ονομάζεται Ολκός. Και τούς δημιουργούσε πολλά προβλήματα εξορμώντας στα δυτικά και λεηλατώντας τα μέρη τους, εκπορθώντας την πόλη τής Μαδύτου και την Καλλίπολη και όλες τις παράκτιες περιοχές που υπάγονταν στους Ιταλούς.

«…αὐτίκα γοῦν ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης, ἐπειδὴ τοὺς Ἰταλοὺς ἐν τῷ εἰρημένῳ τόπῳ καταλελύκει, τὰ ὑπ’ ἐκείνων κρατούμενα τῶν Ῥωμαίων ἐπολιόρκει φρούρια, καὶ ἥλισκε ταῦτα μηδενὸς τελοῦντος τοῦ βοηθήσοντος. μέχρι μὲν γάρ τινος οἱ ἐν τοῖς φρουρίοις ἀντείχοντο· ὡς δὲ χρονιωτέρους ἐποίει τὰς πολιορκίας ὁ βασιλεύς, μάλιστα δὲ καὶ παρακαιρίους– οὐ γὰρ ἐν ἔαρι ἢ θέρει ἢ μετοπώρῳ, ἀλλ’ ἐν μέσῳ χειμῶνος τὰς ἐφόδους ἐποιεῖτο– ἑλεπόλεις τε συνίστα καὶ τὰς ἐπάλξεις κατέβαλλεν, ἀποκάμνοντες οἱ ἐντὸς τὰ μὲν προυδίδουν ὅρκοις τὴν ζωὴν ἐξωνούμενοι, ἐκ δὲ τῶν ἔπιπτον μάχῃ καὶ καθείργνυντο ὡς δεσμῶται. ἑάλω γοῦν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ποιμανηνὸν Λεντιανὰ Χαρίορος Βερβενίακον. ὁ γοῦν βασιλεὺς Ἰωάννης παντοίως τοῖς Λατίνοις μαχόμενος τριήρεις τε κατεσκεύασε καὶ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον ταύτας ἔστησεν ἐν τόπῳ, ὃς Ὁλκὸς ὀνομάζεται· καὶ ἦν πολλὰ παρέχων αὐτοῖς πράγματα, κατὰ δύσιν ὁρμώμενος καὶ λείαν τἀκείνων ποιούμενος πορθῶν τε τὸ τῶν Μαδύτων ἄστυ καὶ τὴν Καλλιούπολιν καὶ τὰ παραιγιάλια πάντα τοῖς Ἰταλοῖς ὑπόφορα ὄντα….»

Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, II, 1, 1-3 (CSHB, Βόννη, I, 24- 25):

Δεκαοκτώ χρόνια πέρασαν με αυτόν αυτοκράτορα και έφυγε από την εδώ ζωή, αφήνοντας διάδοχο τής αυτοκρατορίας τον Ιωάννη Δούκα, γαμπρό του από την κόρη του Ειρήνη, γιατί δεν είχε αρσενικά παιδιά. Κι αφέθηκε πίσω η αυτοκράτειρα, έχοντας λίγο επωφεληθεί από την αυτοκρατορία, αφενός επειδή δεν είχε γεννήσει αγόρι και αφετέρου επειδή έζησε λίγο ακόμη και πέθανε και αυτή. Ο αυτοκράτορας λοιπόν Θεόδωρος Λάσκαρις, ήταν πολύ ορμητικός και ακαταμάχητος. Έδωσε πολλές μάχες αψηφώντας τον κίνδυνο και αποκατέστησε πολλές πόλεις με ωραιότατα οικοδομήματα και μεγάλες δαπάνες, τρομάζοντας και αναχαιτίζοντας με αυτά την ορμή των Λατίνων. Νόθευε όμως την επιτυχία του ο λάθος χρόνος που επέλεγε πολλές φορές για τα πράγματα. Ο γαμπρός και διάδοχός του Ιωάννης Δούκας, πλούσιος σε φυσική σωφροσύνη και διατηρώντας σταθερότητα χαρακτήρα, διεύθυνε κάλλιστα την εξουσία και την κοσμούσε. Βελτίωσε γρήγορα τις υποθέσεις και τα στρατεύματα των Ρωμαίων, στο μέρος που τούς αναλογούσε, χωρίς να κάνει τίποτε πριν το σκεφτεί και χωρίς να παραμελεί τίποτε από εκείνα που είχε σκεφτεί. Αλλά τα αντιμετώπιζε όλα με μέτρο και κανόνα και στον κατάλληλο χρόνο. Θα έλεγε όμως κανείς ευστόχως ότι εκείνη η εποχή ζητούσε την οξεία ορμή τού αυτοκράτορα Θεόδωρου. Γι’ αυτό και συνέρρευσε. Ενώ η επόμενη εποχή ζητούσε τη σταθερότητα τού αυτοκράτορα Ιωάννη. Γι’ αυτὀ και ’ν. τοιγαροῦν και συνέπεσε. Γιατί ο άρχοντας που πετύχαινε τα υπάρχοντα από μη υπάρχοντα, βρήκε διαθέσιμους και αυτούς τούς άνδρες, οπότε θέλησε να αναστήσει την κατεστραμμένη και πεθαμένη ηγεμονία των Ρωμαίων. Εκείνη λοιπόν την εποχή είχε την εξουσία στο Βυζάντιο ο Ροβέρτος, ο αδελφός τού Ερρίκου που είχε πεθάνει πριν από λίγο. Δίπλα του συγκεντρώθηκαν οι αδελφοί τού αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρι (ο Αλέξιος και ο Ισαάκιος), καθοδηγούμενοι από φθόνο και μεγάλη ζήλεια, που δεν θα γίνονταν οι ίδιοι διάδοχοι τής αυτοκρατορίας, αν και ήσαν πιο κοντά στο αυτοκρατορικό αίμα, απ’ όσο ο Ιωάννης που είχε συνδεθεί με συγγένεια λόγω γάμου. Αυτοί λοιπόν, με δώρα και υποσχέσεις χρημάτων, αφού συγκέντρωσαν λατινικό στρατό, όσον είχε τότε ο Ροβέρτος (και αυτός ήταν μεγάλος και όχι ευκαταφρόνητος σε όπλα και πολεμική ανδρεία), βγήκαν εναντίον τού αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα, για να τον κατεβάσουν από την εξουσία και να τη μεταθέσουν σε αυτούς τούς ίδιους. Και περνώντας στην Ασία, τα μεν πλοία άφησαν κοντά στη Λάμψακο, ενώ οι ίδιοι, αφού προχώρησαν στην ενδοχώρα πορεία μιας ημέρας, όσην είχε κάνει πρόσφατα υπάκουη στους Λατίνους ο Ερρίκος, συνάντησαν τον αυτοκράτορα που εξόπλιζε τις ρωμαϊκές δυνάμεις εναντίον τους. Ακολούθησε μεγάλη μάχη, νικήθηκαν κατά κράτος οι Λατίνοι, και έχασαν επίσης και όσες πόλεις τής Μικράς Ασίας ήσαν υπήκοες σε αυτούς.

«Ὀκτωκαίδεκα δὲ βασιλεύοντι τούτῳ παρεῤῥύησαν ἔτη, καὶ τὸν παρόντα βίον ἀμείβει, διάδοχον τῆς βασιλείας καταλελοιπὼς τὸν ἐπὶ θυγατρὶ Εἰρήνῃ γαμβρὸν Ἰωάννην τὸν Δοῦκαν. ἄῤῥην γὰρ ἦν αὐτῷ παῖς οὐδείς. καταλέλειπται δὲ ἡ βασιλὶς, μικρὰ τῆς βασιλείας ὀναμένη, τοῦτο μὲν καὶ διὰ τὴν ἀπαιδίαν, τοῦτο δὲ καὶ ὅτι μικρὸν ἐπιβιοῦσα τετελεύτηκε καὶ αὐτή. ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς Θεόδωρος ὁ Λάσκαρις, ὀξὺς μὲν ἦν τὴν ὁρμὴν καὶ ἀνυπόστατος· καὶ πλείστας μὲν προκεκινδύνευκε μάχας, πλείστας δ’ ἀνώρθωσε πόλεις καλλίσταις οἰκοδομαῖς καὶ πολλοῖς ἀναλώμασιν, ἀνασοβῶν καὶ ἀναχαιτίζων διὰ τούτων τὴν τῶν Λατίνων ὁρμήν. ἀλλ’ ἐκιβδήλευεν αὐτὴν, ἀωρίᾳ πολλάκις ἐς τὰ πράγματα χρώμενος. Ὁ δὲ γαμβρὸς καὶ διάδοχος Ἰωάννης ὁ Δούκας, σύνεσιν πλουτῶν φυσικὴν καὶ τρόπων εὐστάθειαν καὶ βεβηκὸς ἦθος, κάλλιστα τὴν ἀρχὴν διίθυνε καὶ ἐκόσμει· καὶ τοῖς τε Ῥωμαίων πράγμασι καὶ στρατεύμασι πλείστην ἐν βραχεῖ τὴν ἐπίδοσιν ἐδεδώκει κατὰ τὸ ἑκατέροις ἀνάλογον, μήτε πρὸ βουλῆς ἐργαζόμενος οὐδὲν, μήτε μετὰ τὴν βουλὴν ἀμελῶν οὐδενός· ἀλλὰ πάντα μέτρῳ καὶ κανόνι διδοὺς καὶ καιρῷ τῷ προσήκοντι. ἀλλὰ φαίη ἄν τις εὐστόχως, ὡς καιρὸς ἐκεῖνος τὴν Θεοδώρου τοῦ βασιλέως ὀξεῖαν ἐζήτει ὁρμήν· τοιγαροῦν καὶ ξυνεῤῥύηκεν· ὁ δ’ ἐφεξῆς χρόνος τὴν τοῦ βασιλέως Ἰωάννου εὐστάθειαν· τοιγαροῦν καὶ συνέδραμεν. ὁ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ ὄντα διαπραττόμενος κύριος, προσήκοντας καὶ τούτους εὗρε τοὺς ἄνδρας, ὁπότε φθαρεῖσαν καὶ τεθνηκυῖαν ἀναστῆσαι βεβούληται τὴν τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν. Ἐν τούτοις μέντοι τοῖς χρόνοις ἦρχε τῶν Βυζαντίων Ῥομπέρτος, ὁ τοῦ πρὸ βραχέος τετελευτηκότος Ἐῤῥῆ ἀδελφιδοῦς. τούτῳ προσεῤῥύησαν οἱ τοῦ βασιλέως Θεοδώρου τοῦ Λάσκαρι ἀδελφοὶ (Ἀλέξιος οὗτοι καὶ Ἰσαάκιος) φθόνῳ στρατηγούμενοι καὶ ζηλοτυπίᾳ μακρᾷ, ὅτι μὴ τῆς βασιλείας οὗτοι διάδοχοι γένοιντο, τοῦ βασιλικοῦ τέως τυγχάνοντες αἵματος οἰκειότεροι, ἢ ὁ κατὰ κῆδος προσαρμοσθεὶς Ἰωάννης· οἳ καὶ χρημάτων δωρεαῖς τε καὶ ὑποσχέσεσι στρατὸν λατινικὸν συναθροίσαντες, ὁπόσος τῷ Ῥομπέρτῳ τηνικαῦτα παρῆν (πλεῖστος δὲ οὗτος ἦν, καὶ οὐκ ἀγεννὴς τὰ ἐς ὅπλισιν καὶ ἀνδρίαν πολεμικὴν), ἐξίασι κατὰ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Δούκα, καθαιρήσοντες ἴσως αὐτὸν τῆς ἀρχῆς, καὶ μεταθήσοντες ταύτην ἐς σφᾶς αὐτούς. καὶ διαβάντες ἐς τὴν Ἀσίαν, τὰς μὲν ναῦς ἀφῆκαν περὶ τὴν Λάμψακον, αὐτοὶ δ’ ἀναβάντες εἰς μεσόγειον ἡμέρας ὁδὸν, ὁπόσην Λατίνοις ὑπήκοον πρὸ βραχέος πεποίηκεν ὁ Ἐῤῥῆς, ἀπαντῶσι τῷ βασιλεῖ τὰς Ῥωμαϊκὰς δυνάμεις ὁπλίζοντι κατ’ αὐτῶν· καὶ λαμπροῦ συῤῥαγέντος πολέμου, νικῶνται κατακράτος Λατῖνοι, καὶ ἅμα ζημιοῦνται καὶ ὁπόσαι πόλεις περὶ τὴν Ἀσίαν αὐτοῖς ὑπῆρχον τέως ὑπήκοοι…»

Βλέπε επίσης Νικηφόρο Βλεμμύδη, Curriculum vitae et carmina, επιμ. Aug. Heisenberg, Λειψία, 1896, σελ. 61-63, Franz Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströomischen Reiches, μέρος 3 (1932), αριθ. 1711, σελ. 8, Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 160-62, Hélène Ahrweiler, Byzance et la mer, Παρίσι, 1966, σελ. 315-17, 321-22.

Όμως υπήρχαν προφανώς σοβαροί περιορισμοί στον έλεγχο τού νησιού τής Ρόδου από τον Βατάτζη, όπως φαίνεται από το σύμφωνο που έγινε τον Αύγουστο τού 1234, μεταξύ τού Λέοντα Γαβαλά, «άρχοντα Ρόδου και Κυκλάδων» και τού δόγη τής Βενετίας Τζάκοπο Τιέπολο, σύμφωνα με το οποίο ο Γαβαλάς ορκίστηκε «σε σένα, κύριέ μου Δόγη των Ενετών, θα είμαι πιστός από αυτήν την ημέρα και για πάντα» (quod vobis, domine mi Dux Venetorum, ero fidelis ab hodie usque imperpetuum) [Tafel και Thomas, Urkunden, II (1856), 319-22] και ότι θα βοηθούσε τον Ενετό δούκα τής Κρήτης, όταν χρειαζόταν, παρέχοντας

«βοήθεια και συνδρομή εναντίον τού Βατάτζη και των δικών του ανδρών· και αν ο εν λόγω Βατάτζης κατευθυνθεί ή στείλει εναντίον τού [Ενετού] δούκα τής Κρήτης στρατό, θα προσφέρω βοήθεια και συνδρομή στον ίδιο τον δούκα τής Κρήτης».

(auxilium et juvamentum contra Vatattium et contra suam gentem: et si intelexero Vaccatium ire vel mittere supra Ducham Crete cum exercitu, dabo subsidium et auxilium eidem Duche Crete)

Ο Γαβαλάς υποσχόταν επίσης να βοηθήσει τη Βενετία στην καταστολή κάθε εξέγερσης από την πλευρά των Κρητικών.

[←38]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 24. επιμ. Heisenberg, I, 38-41:

Τα εδάφη που υπάγονταν σε αυτόν τον Σλάβο, όλα είχαν περιέλθει στον Θεόδωρο Κομνηνό. Όταν η Μοσυνόπολη, η Ξάνθεια και η ίδια η Γρατιανού βρέθηκαν κάτω από αυτόν, περνώντας πάνω από το βουνό των Σταγείρων που ο λαός ονομάζει Μάκρη, κατέλαβε τα εδάφη στην άλλη πλευρά τού Έβρου, βρίσκοντας τα πάντα ελεύθερα και μη οχυρωμένα από καμιά φρουρά. Στη συνέχεια πήγε και στο Διδυμότειχο και, λίγο αργότερα, ονομάστηκε αυτοκράτορας εκείνων των τόπων. Όταν έφτασε στην Αδριανούπολη, βρήκε μέσα της τον προαναφερθέντα Ισή τον πρωτοστράτορα και τον Καμμύτζη, με τον στρατό τού αυτοκράτορα Ιωάννη. Παραπλανώντας τούς κατοίκους με δόλιες δηλώσεις ότι θα τούς έκανε εξαιρετικά πλούσιους και θα τούς ανέβαζε πάνω από τούς άλλους Ρωμαίους, τούς έπεισε να διώξουν τον στρατό τού αυτοκράτορα και να βάλουν μέσα αυτόν.

«…τῶν ὑποπιπτόντων τῷ τοιούτῳ Σθλάβῳ χωρῶν τὰ πάντα ὑπὸ τὸν Κομνηνὸν ἐγεγόνει Θεόδωρον. ἐπεὶ γοῦν Μοσυνούπολις καὶ Ξάνθεια καὶ ἡ Γρατζιανοὺς αὐτὴ ὑπὸ τοῦτον ἐτέλει, τὸ τῆς Σταγείρας ὑπερβὰς ὄρος, ὃ δὴ Μάκρην ὀνομάζουσιν οἱ πολλοί, τὰ ἐκεῖθεν τοῦ Ἕβρου κατέδραμεν, ἄνετα εὑρὼν πάντα καὶ μηδενὶ φρουρίῳ περιφραγνύμενα. ἔνθεν τοι καὶ περὶ τὸ Διδυμότειχον γεγονὼς ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ βασιλεὺς ἐπεφημίζετο τούτων. ἀφικόμενος δὲ καὶ περὶ τὴν Ἀδριανούπολιν εὗρεν ἐντὸς τὸν δηλωθέντα Ἰσῆν τὸν πρωτοστράτορα καὶ τὸν Καμμύτζην μετὰ τοῦ στρατεύματος τοῦ βασιλέως Ἰωάννου. ἀπατηλοῖς δὲ λόγοις τοὺς οἰκήτορας ὑπελθών, ὡς πλουτίσειε τούτους ἄκρως καὶ τῶν ἄλλων Ῥωμαίων ὑπερυψώσειε, πείθει τὸ μὲν τοῦ βασιλέως ἐξαγαγεῖν στράτευμα ἔξω, αὐτὸν δὲ εἰσαγαγεῖν.»

[←39]

Πρβλ. Longnon, L’ Empire latin, σελ. 163-64.

[←40]

Σύμφωνα με τον επίσημο ιστορικό τού οίκου των Μονφερράτ, τον Benvenuto Sangiorgio, που ήταν και ο ίδιος κόμης τού Μπιαντράτε (πέθανε το 1527), ο Γουλιέλμος Δ΄ πέθανε το 1225, από δηλητήριο όπως λεγόταν «στην πόλη τής Θεσσαλονίκης», την οποία είχε καταφέρει να ξαναπάρει. Η περιγραφή τού Sangiorgio είναι οπωσδήποτε ανακριβής, γιατί ο Γουλιέλμος πέθανε στη Θεσσαλία, όχι στη Θεσσαλονίκη. Για τη σύγχυση βλέπε Sangiorgio, Hist. dei Μarchesi di Monferrato, ιταλική εκδοχή στο Muratori, RISS, XXIII (Μιλάνο, 1738), 374D, 381DE-382A: «… ο εν λόγω Γουλιέλμος το έτος 1225 στην πόλη τής Θεσσαλονίκης υποκύπτοντας σε δηλητήριο έχασε τη ζωή του» (… il predetto Guglielmo l’ anno MCCXXV nella Città di Salonich soprapreso da veleno lasciò la vita).

Η λατινική εκδοχή στα Monumenta historiae patriae, SS., III (Τορίνο, 1848), 1322:

«… μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο … κατευθύνθηκε στην Ελλάδα· και κουρασμένος από τούς κόπους τής τεράστιας διαδρομής, όχι λιγότερο απ’ όσο από μια εξέγερση τού λαού, τελικά ανέλαβε το βασίλειό του. Το οποίο, λίγο μετα την ελληνική προδοσία, έχασε από δηλητήριο μαζί με τη ζωή του … ο Δημήτριος … αφήνοντας τη Θεσσαλονίκη…»,

(… una cum Demetrio fratre … in Graeciam est profectus: ac post immensos itineris susceptos labores, nec minus populorum rebellione fatigatus, ipsum tandem regnum consecutus est. Quod haud multo post Graeca fraude veneno petitus simul cum vita amisit … Demetrio … apud Thessalonicam relicto …)

ύστερα από το οποίο ο Δημήτριος εκδιώχθηκε ξανά από το λατινικό βασίλειο. Όμως ο Riccardo di S. Germano, Chron., ad ann. 1225, στο Muratori. RISS, VII (1725), 998F και στο MGH, SS., XIX (1866), 345, γραμμή 11, λέει ότι «ο μαρκήσιος πέθανε στη Ρωμανία από φυσικό θάνατο» (in Romania naturali morte defunctus est), πράγμα που φαίνεται πιθανότερο με δεδομένη την παπική μαρτυρία για την ασθένειά του. Πρβλ. Hopf στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyklopadie, τομ. 85 (1867), 250, 257 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 184, 191) και Leopoldo Usseglio, I Marchesi di Monferrato, II (Τορίνο, 1926), 275-77. Toν Γουλιέλμο Δ΄ τού Μονφερράτ διαδέχθηκε ο μαναχογιός του Βονιφάτιος Β΄ (1225-1253), ο οποίος τον είχε συνοδεύσει στην κακότυχη εκστρατεία.

[←41]

Πρβλ. Chas. Du Cange, Histoire de l’ empire de Constantinople, επιμ. J. A. C. Buchon, 2 τόμοι, Παρίσι, 1826 και I, Recueil de chartes, έγγραφο xxii, σελ. 454-55, που απονέμει το βασίλειο τής Θεσσαλονίκης (le Realme de Salenique) στον ευγενή βαρώνο «Ούγο, δούκα τής Βουργουνδίας» (Hugue duc de Borgoigne) και στους διαδόχους του για πάντα (το 1266) και σημειώστε επίσης Buchon, Recherches et matériaux pour servir à une histoire de la domination française…, I (Παρίσι, 1840), σελ. 69, στο λήμμα Eudes de Bourgogne. Επίσης Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 84-85.

[←42]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 25, επιμ. Heisenberg, I, 41:

Όταν ο Θεόδωρος Κομνηνός αύξησε την επικράτειά του με αυτόν τον τρόπο, έφτασε να έχει σύνορα με τούς Βουλγάρους, και έκανε συνθήκη με τον αυτοκράτορα των Βουλγάρων Ιωάννη Ασάν.

«…Οὕτως οὖν ἐπαυξήσας τοῖς πράγμασιν ὁ Κομνηνὸς Θεόδωρος, ἐπειδὴ ὁμορῶν ἐγεγόνει τοῖς Βουλγάροις, εἰς σπονδάς τε συνῆλθε τῷ Βουλγάρων βασιλεῖ Ἰωάννῃ τῷ Ἀσάν…»

Eφραίμιος, De Ιoanne Duca Vatatze, 8038-64 (CSHB, Βόννη, σελ. 324-25):

«Οὕτω κατασχὼν Θεόδωρος τὴν πόλιν
ἀεὶ παρεῖχε πράγματα τοῖς Λατίνοις,
τὰς σφῶν σκυλεύων καὶ κατατρέχων πόλεις.
ἐπῆλθε μὲν Βιζύῃ Λατίνων πόλει,
πρὸς δ΄ αὖ γε Βρύσει χωρίοις θ΄ ὑπηκόοις,
καὶ πάντα πορθεῖ καὶ σκυλεύει τὰ πέριξ.
ἐπιστρατεύει καὶ μέχρι Βυζαντίδος,
καὶ τοῖς Ἰταλοῖς ἐντίθησι δειλίαν.
οὖτος πρὸς Ἀσαν τὸν κρατοῦντα Βουλγάρων
σπονδὰς ἔθηκε συμβάσεις τ’ ἐνωμότους.
Ἀσαν δ΄ ὑπῆρχεν οὗτος υἱὸς Ἀσάνη
τοῦ Βουλγάρων ἄρξαντος ἔμπροσθεν χρονον·
ὅστις θανόντος τῷδε τοῦ φυτοσπόρου,
καὶ τὸν Βορίλα Βουλγάρων σχόντος κράτος,
καθάπερ ἱστόρησε φθάσας μοι λόγος,
φυγάς ἀπέδρα πρὸς Σκύθας παριστρίους·
εἶτα Σκυθικὸν Ῥωσικὸν λαβὼν στῖφος,
ἐπιστρατεύσας τῷ κρατοῦντι Βορίλᾳ
ἀνακαλεῖται τὴν πατρὸς κληρουχίαν,
καὶ κατὰ μάχην συμπλακεὶς τοῦτον τρέπει,
ἑλὠν τε τυφλοῖ καὶ κραταρχεῖ Βουλγάρων.
πρὸς τόνδε τοίνυν Ἀσάνην Ἰωάννην
ἄναξ ἐπακτὸς Θεόδωρος, ὡς ἔφην,
εἰρηνικὰς θεὶς συμβάσεις μεθ΄ ὁρκίων
καὶ κῆδος ἔδρα, τοῦδε παῖδα Μαρίαν
τὴν ἐκ νοθείας προσλαβὼν νὐμφην φίλην
εἰς αὐτάδελφον τὸν Μανουὴλ ἐννόμως.»

Το χρονικό τού Εφραίμιου, γραμμένο έμμετρα στις αρχές τού 14ου αιώνα, ακολουθεί τον Ακροπολίτη για την περίοδο από το 1204 μέχρι το 1261. Δεν έχει ανεξάρτητη αξία [K. Krumbacher, Gesch. d. byzant. Litt., Μόναχο, 1897, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1958, σελ. 390-93 και G. Moravcsik, Byzantinoturcica, 2η επιμ., I (Βερολίνο, 1958), 256-57] και σπανίως θα γίνονται αναφορές σε αυτό στις επόμενες σελίδες.

Πρβλ. Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, II, 2, 3 (CSHB, Βόννη, I, 27-28):

Γιατί ο Θεόδωρος Άγγελος, έχοντας ήδη εγκατασταθεί ως αυτοκράτορας, όπως αναφέρθηκε, ερήμωνε τα χωράφια, προχωρώντας πιο πέρα, ξεφεύγοντας και ξεπερνώντας συνεχώς το ένα όριο μετά το άλλο, μέχρι που έφτασε και στις ίδιες τις πύλες τού Βυζαντίου χωρίς καμία απολύτως αντίσταση. Γιατί οι πόλεις τής Μακεδονίας και τής Θράκης είχαν εξαντληθεί πλήρως, υφιστάμενες συχνές και σφοδρές λεηλασίες σε σύντομο χρονικό διάστημα, άλλοτε από τούς Λατίνους, άλλοτε από τούς Βουλγάρους και τούς Σκύθες. Γιατί τι άραγε δεν έκαναν οι Σκύθες, αιμοβόρο έθνος, ενσκήπτοντας ανελέητα πάνω στους χριστιανούς; Ενώ και οι Λατίνοι δεν φέρθηκαν καθόλου πιο ήμερα από τούς Σκύθες, αφού ξεπέρασαν κατά πολύ τη σκυθική απανθρωπιά. Και δεν υπέστησαν οι ταλαίπωροι μία φορά αυτή την τρομερή λεηλασία από καθένα από αυτά τα έθνη, αλλά και δυό και τρεις και πολλές φορές. Τώρα όμως, αυτή η επίθεση τού Αγγέλου, αν είχε απομείνει κάτι μικρό, το κατέφαγε σχεδόν όλο. Και έβλεπε κανείς σπίτια να έχουν γκρεμιστεί, τείχη να έχουν αφαιρεθεί, «Λήμνια κακά», θρήνους Τρωϊκούς, εν ολίγοις θέαμα πολλών και κάθε είδους κακών.

«…Ὁ γὰρ Ἄγγελος Θεόδωρος ἤδη καὶ βασιλεὺς, ὡς εἴρηται, καταστὰς, ἐδῄου τὴν γῆν, προϊὼν καὶ παρεξελαύνων καὶ ὑπερβαίνων ὅρους ἄλλους ἐξ ἄλλων ἀεὶ, ἕως ἤλασε μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν Βυζαντίων πυλῶν κατὰ πολλὴν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν. αἱ γὰρ Μακεδονικαί τε καὶ Θρᾳκικαὶ πόλεις ἐς τέλος ἐξέκαμον, συχνὰς ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ καὶ δεινὰς ὑπομείνασαι τὰς αἰχμαλωσίας, νῦν μὲν τῶν Λατίνων, νῦν δὲ τῶν Βουλγάρων, καὶ τῶν Σκυθῶν. τί γὰρ οὐκ ἂν ἔδρασαν ἔθνος αἱμοβόρον οἱ Σκύθαι χριστιανοῖς ἐπιβρίσαντες ἀπηνῶς; οἱ δὲ Λατῖνοι οὐδὲν ἡμερώτερον τῶν Σκυθῶν διετέθησαν, ὅτι μὴ καὶ πολλῷ τῷ μέτρῳ τὴν Σκυθικὴν ἀπήνειαν ὑπερέβησαν. καὶ οὐχ ἅπαξ τοῖς ταλαιπώροις ἐξ ἑκατέρων τῶν ἐθνῶν τὰ τῆς δεινῆς ταύτης αἰχμαλωσίας ξυνεπεπτώκει παθεῖν, ἀλλὰ καὶ δὶς καὶ τρὶς καὶ πολλάκις. τὸ δὲ νῦν τοῦτο τοῦ Ἀγγέλου μικροῦ πᾶν, εἴ τι ἐλλέλειπται, προσανάλωσε. καὶ ἦν ἰδεῖν οἰκίας κατεσκαμμένας, τείχη περιῃρημένα, Λήμνια κακὰ, θρήνους Τρωϊκοὺς, πολλῶν καὶ παντοδαπῶν κακῶν πανήγυριν.

Εκείνη λοιπόν την εποχή ηγεμόνευε στους Βούλγαρους ο γιος τού πρώτου Ασάν που ονομαζόταν Ιωάννης. Αυτός, βλέποντας ότι ο προαναφερθείς Θεόδωρος Άγγελος δεν ήθελε να απομακρυνθεί από τις βουλγαρικές υποθέσεις, αλλά άπλωνε ήδη βαρύ και εχθρικό χέρι εναντίον τους επίσης, παίρνοντας συμμάχους από τούς Σκύθες, συγκρούεται μαζί του σε δυνατή μάχη, τον νικά, τον συλλαμβάνει αιχμάλωτο και τού βγάζει τα μάτια, με αποτέλεσμα να υποστεί ύστερα από καιρό την τιμωρία, επειδή είχε περιφρονήσει τη νόμιμη αυτοκρατορία των Ρωμαίων δίνοντας στον εαυτό του το όνομα τού αυτοκράτορα και επειδή στους ομοφύλους του, που είχαν πληγεί από ιταλικές και βουλγαρικές επιδρομές και ταλαιπωρηθεί από αξιοθρήνητα κακά, δεν έδειξε έλεος, αλλὰ πρόσθετε συμφορές πάνω στις συμφορές και φόνους πάνω στους φόνους.

Ἐν τούτοις γε μὴν τοῖς καιροῖς ἦρχε τῶν Βουλγάρων ὁ τοῦ πρώτου Ἀσὰν υἱὸς ὄνομα Ἰωάννης. οὗτος ὁρῶν τὸν εἰρημένον Θεόδωρον τὸν Ἄγγελον οὐδὲ τῶν βουλγαρικῶν ἀφίστασθαι πραγμάτων βουλόμενον, ἀλλ’ ἤδη κἀκείνοις βαρεῖαν καὶ βλάπτουσαν ἐπάγοντα χεῖρα, συμμάχους ἐκ τῶν Σκυθῶν· εἰληφὼς, συῤῥήγνυσιν αὐτῷ πόλεμον ἰσχυρὸν, καὶ νικᾷ καὶ χειροῦται τοῦτον καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξορύττει, τῆς δίκης ὀψὲ περιελθούσης αὐτὸν, ὧν τε τὴν νόμιμον περιεφρόνησε τῶν Ῥωμαίων βασιλείαν, βασιλείας ἑαυτῷ περιθεὶς ὄνομα· καὶ ὧν τοὺς ὁμοφύλους κακοπραγοῦντας ὑπὸ τῶν Ἰταλικῶν καὶ βουλγαρικῶν ἐφόδων καὶ δακρύων ἄξια πάσχοντας, οὐκ ἠλέησεν, ἀλλὰ δυστυχήμασι δυστυχήματα προσετίθει καὶ φόνοις φόνους…»

[←43]

Πρβλ. γενικά Lucien Auvray, Les registres de Grégoire IX, I (Παρίσι, 1896). αριθ. 47, στήλη 23, παπική βούλλα στις 7 Απριλίου 1227, που χορηγεί στον αυτοκράτορα Ροβέρτο τα έσοδα επιβολής επί των αγροτικών Ελλήνων ιερέων.

Από την αρχή τής παπικής του θητείας ο Γρηγόριος Θ΄ ήταν επιμελής με το «πέρασμα στους Αγίους Τόπους» (negotium Terrae Sanctae), αν και η φιλονικία του με τον Φρειδερίκο Β΄ εξέτρεπε την προσοχή του από τη Σταυροφορία [πρβλ. στο ίδιο I, αριθ. 1-2, 18-19, 24, 28-33, 125, 132, 136, 139, 152, 166, 178-79, 181, 188. 193, 249 και εξής]. Ο στόχος τής καταστροφής τής Αλβιγενσιανής αίρεσης από την ένοπλη ισχύ των σταυροφόρων (crucesignati) αποτελόυσε περαιτέρω απόσπαση από τις ελληνικές και παλαιστινιακές υποθέσεις. Περίπου από το 1236 η έχθρα τού Γρηγόριου Θ΄ προς τον Φρειδερίκο αποτέλεσε τη βάση τής παπικής πολιτικής [στο ίδιο, II (1907), αριθ. 2482-83, 2778, 2986, 3181, 3362, 3565 και εξής και III (1908), αριθ. 5092 και εξής, 5686, 6007 και εξής], αλλά παρ’ όλα αυτά πρέπει να αναγνωριστεί ότι κατά το τέλος τής θητείας τού Γρηγορίου η παπική κούρτη ασχολούνταν ευσυνείδητα με τις υποθέσεις τής Ελλάδας [πρβλ. στο ίδιο, IΙΙ, αριθ. 4810-12, 4917-18, 5086, 5308, 5384. 6034-35, 6071, 6085].

[←44]

Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1 (1938-1948), 291 και πρβλ. Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (1906), 136-37, που δεν είναι εντελώς ακριβής.

[←45]

Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1229, αριθ. 46-48, τομ. xxi (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 13-14. Ο Γρηγόριος Θ΄ σίγουρα δεν ήταν χαλαρός στις προσπάθειές του «για να … συνδράμουμε, με τούς τρόπους που μπορούμε, την αυτοκρατορία τής Ρωμανίας» (ut … succurramus modis quibus possumus imperio Romano). βλέπε J. Van den Gheyn, «Lettre de Grégoire IX concernant l’ empire latin de Constantinople, Perugia, 13 Decembre 1229», στο Revue de l’ Orient latin, ix (1902, ανατύπ. 1964), 230-34.

Οι αντιβασιλείς βαρώνοι στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Ναρζώ τού Τουσύ κατέληξαν στη συμφωνία τους (treuga) με τον Θεόδωρο Δούκα τον Σεπτέμβριο τού 1228. Οι Ενετοί προσυπέγραψαν επίσης τη συμφωνία, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει για ένα χρόνο, ενώ υπήρχε πρόβλεψη για τη συμμετοχή σε αυτήν τού πρίγκηπα Αχαΐας και των κατοίκων τής Μονεμβασίας (Greci de peloponisso), εφόσον το επιθυμούσαν. Οι Μονεμβασιώτες αναγνώρισαν την επικυριαρχία των Δούκα. Η συμφωνία ή ανακωχή τού 1228 είχε ιδιαίτερα ως στόχο την προστασία των εμπόρων, Λατίνων και Ελλήνων, οι οποίοι εμφανίζονται να έχουν εμπλακεί σε καθόλου αμελητέες συναλλαγές μεταξύ τους, παρά τη σχεδόν συνεχή κατάσταση πολέμου που υπήρχε μέχρι τότε. Το κείμενο υπάρχει στον Riccardo Predelli, Il Liber Communis dello anche plegiorum: Regesti, Βενετία, 1872, αριθ. 691. σελ. 162, 184-85 και στον Roberto Cessi, Deliberazioni del Maggior Consiglio di Venezia, I (Μπολώνια, 1950), αριθ. 140. σελ. 209-10.

Για τις αυτοκρατορικές υποθέσεις στο στάδιο αυτό, σημειώστε το προβλεπόμενο σύμφωνο μεταξύ των αντιβασιλέων βαρώνων και τού βασιλιά Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ, για τον γάμο τής κόρης του με το νεαρό Βαλδουΐνο Β’ [Predelli, Liber Communis, αριθ. 692. σελ. 162-63, 185-86. και πρβλ. Tafel και Thomas, Urkunden, II (1856), έγγραφο cclxxiii, σελ. 265-70]. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ροβέρτος, άφησε ως κληρονόμο του στον θρόνο τον αδελφό του Bαλδουΐνο, που ήταν τότε δέκα ή έντεκα χρονών. Ο Ιωάννης τής Μπριέν είχε ήδη εγκαταλείψει τα δικαιώματά του επί τού λατινικού βασίλειου τής Ιερουσαλήμ στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β Χοχενστάουφεν. Ο Ιωάννης στέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη τού έτους 1231. Πρβλ. Dandolo, Chron., στο RISS, XII-I, 292 και σημειώστε τα έγγραφα στους Tafel και Thomas, Urkunden, II, αριθ. cclxxvii-cclxxx, σελ. 277-99 και στον Auvray, Les registres de Grégoire IX, an. III, επ. 5. in τομ. 1 (1896), αριθ. 290, στήλες 175-76 και αλλού. Ο Ιωάννης τής Μπριέν πέθανε μάλλον στις 23 Μαρτίου 1237 (X. Kal. Apr.) [Du Cange-Buchon, Hist. de Constantinople, I (1826), 233-34], ύστερα από το οποίο ο Βαλδουΐνος βασίλευσε μόνος, έχοντας στεφθεί το 1240 [Hopf, στο Ersch και Gruber Allgemeine Encyclopädie, τομ. 85 (1867), 255 και πρβλ. σελ. 252-53, 271 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 189 και πρβλ. 187- 88, 205)]. Για σύντομη περιγραφή τής σταδιοδρομίας τού Ιωάννη τής Μπριέν βλέπε Louis Brehier, «Jean de Brienne», Dictionnaire d’ histoire et de geographie ecclesiastiques, X (1938). στήλες 698-709 και πρβλ. Longnon, L’Empire latin, σελ. 169-74.

[←46]

Πρβλ. τη συμφωνία τού Απριλίου 1229, η οποία επιτεύχθηκε με τη βοήθεια τού πάπα Γρηγορίου Θ΄ και με την οποία ο Ιωάννης τής Μπριέν αποδέχθηκε το λατινικό στέμμα τής Κωνσταντινούπολης [Tafel και Thomas, ΙΙ, 267]:

«… λόγω τής αδύναμης κατάστασης τής αυτοκρατορίας, ο κύριος βασιλιάς Ιωάννης πρέπει να έχει την αυτοκρατορία και να στεφθεί αυτοκράτορας και να είναι αυτοκράτορας για όλη του τη ζωή και να έχει πλήρη εξουσία και πλήρη κυριαρχία, ως αυτοκράτορας, για όλη τη ζωή του …»,

(… propter debilem statum imperii dominus Rex Johannes habebit imperium et coronabitur in imperatorem et erit imperator ad totam vitam suam, et plenariam habebit potestatem et plenarium dominium, tanquam imperator, ad totam vitam suam …),

όπως αναφέρεται σε επιστολή τού Γρηγόριου Θ΄ «προς όλους τούς αποδέκτες τής επιστολής» (universis presentes literas inspecturis), με ημερομηνία 9 Απριλίου 1229 και πρβλ. Auvray, Les registres de Grégoire IX, I. αριθ. 290-91. στήλες 175-76.

Είναι φυσικά γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Φρειδρίκος Β΄ διαπραγματευόταν για κάποιο διάστημα με τον αλ-Μαλίκ αλ-Καμίλ (al-Malik al-Kamil), τον σουλτάνο τής Αιγύπτου που είχε παραχωρήσει την Ιερουσαλήμ στους χριστιανούς το 1229 [Πρβλ. E. Blochet, «Les Relations Diplomatiques des Hohenstaufen avec les sultans d’ Egypte», Revue historique, lxxxi (1902), 51-64], ενώ αργότερα ο Φρειδερίκος θα διαπραγματευόταν με την ίδια ευχαρίστηση με τούς Έλληνες τής Νίκαιας.

[←47]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, I, αριθ. 304. στήλη 186. Επιστολή τού Τεύτονα μεγάλου μάγιστρου Χέρμανν τής Σάλτσα προς τον Γρηγόριο Θ΄ με ημερομηνία Μαρτίου 1229 και πρβλ. στο ίδιο, I, αριθ. 306, 308-9, 317, 320-21, 324-25, 332, 350-51.

[←48]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 25-26, επιμ. Heisenherg, I, 41-43 (αναφορά στη σελ. 42, II, 7-8):

Όταν, όπως διηγήθηκα στην αφήγησή μου, ο Θεόδωρος Άγγελος έπεσε αιχμάλωτος τού Ασάν, μαζί με άλλους συγγενείς εξ αίματος και επιφανείς άνδρες, φυλακίστηκε από τον Ασάν, αλλά τού φέρθηκαν καλά ως επί το πλείστον. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό. Όταν όμως εντοπίστηκε ότι σχεδίαζε εξέγερση στο σπίτι, ο Ασάν τον τύφλωσε.

«…Ἐπεὶ γοῦν, ὡς ὁ λόγος ἱστόρησεν, ὁ Ἄγγελος Θεόδωρος λάφυρον ἐγεγόνει μετὰ καὶ λοιπῶν προσηκόντων τῷ γένει καὶ ἐκκρίτων ἀνδρῶν τῷ Ἀσάν, ἐφρουρεῖτο μὲν παρ’ αὐτοῦ, ἐφιλοφρονεῖτο δὲ τὰ πολλά. καὶ τοῦτο ἦν ἐπὶ πολύ· ἐπεὶ δὲ εἰς τὰ οἴκοι νεωτερισμοῖς χρᾶσθαι πεφώραται, ἐκτυφλοῖ αὐτὸν ὁ Ἀσάν…».

Πρβλ. Eφραίμιο, Imperatores, στιχ. 8065- 8110 (CSHB, Βόννη, σελ. 325-26):

«μετὰ δὲ μικρὸν συμβάσεις διαλύσας
καὶ συναλίσας στρατιᾶς πλεῖστον στῖφος
ἐπεστράτευσε Βουλγάρων ἀρχηγέτῃ·
καὶ συρραγείσης ἐξ ἑκατέρων μάχης
ἧτταν ὑπέστη Θεόδωρος ἐσχάτην,
αὐτοῦ στρατιᾶς ἀκλεῶς λελυμένης.
και συσχεθεὶς αἴσχιστα Μυσοῖς βαρβάροις
πρὸς Ἀσάν αἰχμάλωτος ἀπήχθη τάλας
μετὰ λογάδων προσγενῶν ἐριτίμων
ἄλλου τε πολλοῦ μυριαρίθμου στίφους.
ἀλλ’ Ἀσάνης μὲν Θεόδωρον κατέχων
πολλῆς θεραπείας τε τιμῆς ἠξίου,
πλῆθος δ΄ ἁλωτὸν ἐκλύει πρὸς πατρίδας
ποσὶν ἐλευθέροις τε και δίχα φόβου
ἐπαναδραμεῖν ἐκ φιλανθρώπου τρόπου,
τάχα δ΄ ἑαυτῷ καὶ τιθεὶς τὸ συμφέρον·
μετὰ γὰρ ἀπόλυσιν αὐτῶν εὐθέως
μετὰ στρατιᾶς ἐξιών πρὸς τὰς πόλεις
ᾓρει τε ταύτας εὐχερῶς ἄνευ μάχης,
καὶ τοῖς ὑπ’ αὐτὸν συνέταττε φρουρίοις.
τήν Ἀδριανοῦ παραλαμβάνει πόλιν,
μεθ’ ἥν Διδυμότειχον ἀσφαλῆ πόλιν,
ἔπειτα Θρᾴκην Μακεδονίαν ὅλην,
Βολερὸν εἷλε καὶ Ξάνθειαν καὶ Σέρρας,
ἄστυ Πριλάπου, Πελαγονίας πλάτη
σὺν τοῖς πέριξ ἅπασι χωρίοις τόποις.
αἱρεῖ τε Πρέσπαν Δεάβολιν Ἀχρίδα,
Ἀλβανόν ἅπαν, Ἰλλυριῶν τὸ κλίμα,
καί τῆς Βλαχίας τοὺς ὅρους κατατρέχει.
ἔπειτ’ ἐπανέζευξε πρὸς τὴν πατρίδα,
καί φρουρίων μὲν τινα Ῥωμαίοις νέμει,
ἄλλα δ΄ ἀφῆκεν ὑφ’ ἑαυτὸν τυγχάνειν.
ἐντεῦθεν οὖν ἔδοξεν οὗτος Ἀσάνης
θαυμαστὸς ἀνὴρ μακαριστὸς τοῖς ὅλοις,
ἦν γὰρ ἀληθῶς συμπαθὴς πρᾶος πάνυ·
οὐ γὰρ ἐχρῆτο καθ’ ὑπηκόων φόνοις,
οὐδ΄ εἶχεν ὠμότητα τὴν ἐν βαρβάροις
σύμφυτον οἷον συμπεφυκυῖαν γένει,
ἤ Ῥωμαϊκοῖς αἵμασιν ἐνετρύφα,
ὡς πρὶν κρατάρχαι Βουλγάρων κακοτρόπως,
ἀλλ’ ἦν ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος φύσει,
τῷ τοι ποθεινὸς Αὔσοσιν ἦν Βουλγάροις.
Φρουρούμενος δὲ Θεόδωρος ὡς ἔφην,
φιλοφροσύνης τ’ ἀπολαύων ἐν χρόνῳ,
ἐπεὶ τυρεύειν μηχανὰς ἐφωράθη,
τοὺς ὀμμάτων ἔσβεστο λύχνους ἐνδίκως.»

Πρβλ. Νικηφόρο Γρηγορά, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, II, 3, 1 (CSHB, Βόννη, I, 28), πιο πάνω σημείωση 42 και Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1230, στο MGH, SS., XXIII (1874), 927, ad ann. 1233, στο ίδιο, σελ. 933 και ad ann. 1236, στο ίδιο, σελ. 938.

[←49]

Marino Sanudo Torsello, Istoria del Regno di Romania, επιμ. Hopf, Chroniques greco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 101. Η τελευταία παπική επιστολή που απευθύνθηκε στον Γοδεφρείδο Β΄ έχει ημερομηνία 6 Mαϊου 1246: Élie Berger (επιμ.), Les Registres d’ Innocent IV, I (Παρίσι, 1884), αριθ. 1842, σελ. 275, «προς ευγενή άνδρα Γ[οδεφρείδο] πρίγκηπα Αχαϊας» (nobili viro G[aufrido] principi Achaiae).

[←50]

A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, Madison, Wisc., 1952, σελ. 524-25. Η επιγραφή αναπαράγεται από τον Th. I. Uspenskii στο Izv. russk. Arkh. Instit. v Kpole, Izvestiia τού Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη, VII (Odessa, 1901), πιν. 5.

[←51]

«… et ex quo rex Iohannes venerat ad partes illas [δηλαδή Κωνσταντινούπολη], mittebat [ο Γοδεφρείδος] quolibet anno 22.000 perpres ad conducendos auxiliarios. Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1236, στο MGH, SS., XXIII, 939.

Τον Απρίλιο και Μάιο τού 1231 ο Ιωάννης τής Μπριέν επικύρωσε τη συνθήκη κατάτμησης τού 1204 και όλα τα μετεγενέστερα σύμφωνα και συνθήκες, που είχαν συναφθεί μεταξύ των Λατίνων αυτοκρατόρων και των δόγηδων τής Βενετίας [Tafel και Thomas, Urkunden, II. 277, 281-99]. Απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη με ενετικό στόλο την 1η Αυγούστου [Dandolo, Chron., στο RISS, XII-1, 292 και πρβλ. Auvray, Les registres de Grégoire IX, I. αριθ. 656, στήλη 418]. Παπική επιστολή τής 10ης Οκτωβρίου 1231 μαρτυρά τούς κινδύνους που αντιμετώπιζε κάποιος εκείνη την εποχή στην ηπειρωτική Ελλάδα και στον Μοριά [Auvray, I, αριθ. 729, στήλη 452]. Προφανώς η εξουσία τού Γοδεφρείδου στον Μοριά και τού Γκυ ντε λα Ρος στη Βοιωτία και την Αττική δεν είχαν απομακρύνει τούς «κινδύνους τού ταξιδιού» (viarum pericula). Παρ’ όλα αυτά κατέφθαναν τώρα οι Φραγκισκανοί σε κάποιους αριθμούς [Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I, 137 και εξής]. Στη Γενική Συνέλευση (Chapter General) τής Πίζας το 1263 η επαρχία Ρωμανία ή Ελλάδα αποσπάστηκε από εκείνη των Αγίων Τόπων και απέκτησε αυτόνομο καθεστώς. Βλέπε Golubovich, ό. π., II (1913), 221, 232-33, 241-42, 261, 265, 271, 398-99, 402-3.

[←52]

L. T. Belgrano και Cesare Imperiale, Annali genovesi di Caffaro e de’ suoi continuatori (1099-1293-4), 5 τόμοι, Genoa και Ρώμη, 1890-1929 (Fonti per la storia d’ Italia, αριθ. 11-14), III (1923), 57. Δεδομένου ότι ο Caffaro έγραψε στο πρώτο μισό τού 12ου αιώνα, οι παραπομπές στην παρούσα εργασία στα Annali genovesi αφορούν προφανώς τμήματα που συντάχθηκαν από τούς συνεχιστές του, για τούς οποίους βλέπε τούς προλόγους που γράφτηκαν από τον Imperiale.

[←53]

Bλέπε τα ονομαζόμενα Acta concilii primo apud Nicaeam, tum apud Nymphaeam, habiti, στον J. D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et Amplissima collectio, XXIII (Βενετία, 1779), 292F-293A, στον Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I, 165, καθώς και σε νέα έκδοση τού κειμένου από τον Golubovich, «Disputatio latinorum et graecorum [1234]» στο Archivum franciscanum historicum, XII (Καράτσι, 1919), 446:

«Επιπλέον η επικράτεια τής Κωνσταντινούπολης, όπως είναι, στερείται παντελώς προστασίας. Ο αυτοκράτορας κύριος Ιωάννης είναι φτωχός. Όλοι οι μισθοφόροι στρατιώτες του αναχώρησαν. Ενετικά πλοία, πιζάνικα, αγκωνίτικα, καθώς και από άλλα έθνη ετοιμάζονται να αναχωρήσουν και μερικά έχουν ήδη αναχωρήσει. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη την έρημη χώρα, φοβόμαστε τον κίνδυνο, επειδή αυτή η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε εχθρούς»

(Preterea terra Constantinopolis quasi destituta fuit omni presidio: dominus Imperator Ioannes pauper erat. Milites stipendiarii omnes recesserunt. Naves Venetorum, Pisanorum, Anconitanorum, et aliarum nationum parate fuerunt ad recedendum, et quedam vero iam recesserant. Considerantes igitur terram desolatam, timuimus periculum, quia in medio inimicorum terra illa sita est).

Για τις ελληνο-λατινικές θεολογικές διαπραγματεύσεις τού 1234 βλέπε ιδιαίτερα M. Roncaglia, Les Freres Mineurs et l’ egiise grecque orthodoxe au XIIIe Siècle (1231-1274), Cairo, 1954, σελ. 43-84. Για τον Ιωάννη τής Μπριέν σημειώστε επίσης τον Golubovich, Ι, 178-80 και II, 122-24 και τον J. M. Buckley, «The Problematical Octogenarianism of John of Brienne», Speculum, XXXII (1957), 315-22.

[←54]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 31, 33, επιμ. Heisenberg, I, 48-49, 50-51:

Έτσι, ο αυτοκράτορας έστειλε πρεσβεία στον ηγεμόνα των Βουλγάρων, τον Ασάν, και ανέφερε τον αρραβώνα των παιδιών και τη συγγένεια γάμου και για τα δύο μέρη, και τη στρατιωτική συμμαχία μεταξύ τους και την αλληλεγγύη. Και ο Ασάν δέχτηκε την πρεσβεία. και οι συμφωνίες ολοκληρώθηκαν και υπήρξαν όρκοι για τον σκοπό αυτό.

«…πρεσβείαν γοῦν στέλλει ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν τῶν Βουλγάρων ἄρχοντα τὸν Ἀσάν, καὶ μνηστείας τῶν παίδων μνημονεύει καὶ τῆς ἀμφοῖν ἀγχιστείας καὶ τοῦ δι’ ἀλλήλων εἰς ἀλλήλους συνασπισμοῦ τε καὶ συγκροτήσεως. καὶ δέχεται ὁ Ἀσὰν τὴν πρεσβείαν, καὶ πληροῦνται καὶ συμφωνίαι, καὶ ἐπὶ τούτοις καὶ ὅρκοι προύβησαν.»

Κανονίστηκε γάμος μεταξύ τού εντεκάχρονου γιου τού Θεόδωρου Λάσκαρι και τής εννιάχρονης Ελένης, κόρης τού Ασάν. Για πληροφορίες και χρονολογίες βλέπε Dölger, Regesten, μέρος 3 (1932), αριθ. 1730, 1745-47. Πρβλ. Geo. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Οξφόρδη, 1956. σελ. 388-89 και Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto (1965), σελ. 167-68.

[←55]

Πρβλ. Γεώργιο Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, 33, επιμ. Heisenberg, I, 50-51:

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης και ο Ασάν, παίρνοντας τις δυνάμεις τους μαζί τους, κατέλαβαν και οι δύο το μέρος τής δυτικής επικράτειας που υπαγόταν στους Λατίνους. Πήραν πολλά λάφυρα, μετατρέποντας τα πάντα σε «σκυθική έρημο», όπως λέει η παροιμία, και μοίρασαν μεταξύ τους τις πόλεις και την περιοχή, σύμφωνα με τούς όρκους τους. Επειδή η Καλλίπολη είχε καταληφθεί από τον αυτοκράτορα πριν από τη συνάντησή του με τον Ασάν, υποτάχθηκε στον αυτοκράτορα. Ομοίως η Μάδυτος και ολόκληρη η περιοχή που ονομάζεται [Θρακική] Χερσόνησος. Ο αυτοκράτορας πήρε και το φρούριο τού Κισσού και έβαλε τα όριά του μέχρι τον ποταμό που οι άνθρωποι ονομάζουν Μαρίτσα [Έβρο]. Επιπλέον κατέκτησε το βουνό Γάνος στο οποίο έχτισε φρούριο. Έστειλε εκεί τον Νικόλαο Κοτέρτζη για να το φρουρεί και να προκαλεί προβλήματα στους Λατίνους που βρίσκονταν στο Τζούρουλον. Ήταν άνδρας [ο Κοτέρτζης] που είχε δοκιμαστεί σε πολλούς πολέμους και τού είχαν τόσο μεγάλη εκτίμηση, που όλοι είχαν την άποψη ότι δεν είχε υπάρξει ούτε πριν ούτε μετά από αυτόν άλλος που είχε διαπράξει τέτοια κατορθώματα ή είχε καταφέρει τόσο πολλά. Ο Ασάν, από την πλευρά του, υπέταξε τα μέρη πέρα από τα προαναφερθέντα εδάφη και στραμμένα προς τον βορρά. Και οι δύο άνδρες έφτασαν μέχρι τα ίδια τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης, ενώ ο [Λατίνος] βασιλιάς Ιωάννης καθόταν και τούς παρακολουθούσε, και προκάλεσαν μεγάλο τρόμο στους Λατίνους και έθεσαν σε δοκιμασία τις υποθέσεις τους. Αλλά επειδή η εποχή τού φθινοπώρου περνούσε και πλησίαζε ο χειμώνας, ο αυτοκράτορας Ιωάννης και ο Ασάν χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλον. Ο δεύτερος αναχώρησε για τη δική του γη των Βουλγάρων, ενώ ο αυτοκράτορας πέρασε στα ανατολικά.

«…ὁ δὲ βασιλεὺς Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀσὰν τὰς οἰκείας δυνάμεις προσειληφότες καὶ ἄμφω τὴν δυτικὴν κατέδραμον χώραν, ὁπόση ἦν τοῖς Λατίνοις δουλεύουσα. καὶ λείαν μὲν πολλὴν ἐποιήσαντο καὶ Σκυθῶν ἐρημίαν–τὸ τῆς παροιμίας εἰπεῖν –τὴν ἅπασαν ἀπειργάσαντο, σφίσι δὲ αὐτοῖς κατὰ τοὺς ὅρκους τὰ ἄστη καὶ τὴν χώραν διεμερίσαντο. καὶ Καλλιούπολις μέν, ἐπεὶ καὶ πρὸ τῆς συνελεύσεως τοῦ Ἀσὰν παρὰ τοῦ βασιλέως ἑάλω, ὑπὸ τὸν βασιλέα ἐγένετο, ὁμοίως καὶ Μάδυτα καὶ πᾶσα ἡ ὀνομαζομένη Χερρόνησος. εἷλε δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ τὸ τοῦ Κισσοῦ φρούριον, καὶ μέχρι ποταμοῦ, ὃν Μαρίτζαν ὁ πολὺς κατονομάζει λαός, τὰ σύνορα ἔθετο. ἐκράτησε δὲ καὶ τοῦ ὄρους τοῦ Γάνου καὶ ἐν αὐτῷ ἐδείματο καὶ πολίχνιον, ἔνθα καὶ τὸν Κοτέρτζην Νικόλαον φυλάττειν ἐξέπεμψε καὶ πράγματα παρέχειν Λατίνοις τοῖς ἐν τῇ Τζουρουλῷ, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις καὶ ἐς τοσοῦτον εὐδοκιμήσαντα, ὡς πάντας τοιαύτην δόξαν περὶ τούτου σχεῖν, μήτε πρὸ αὐτοῦ μήτε μὴν μετ’ αὐτὸν ἄλλον φανῆναι τοιούτοις ἔργοις ἐγκεχειρηκότα ἢ τοσαῦτα κατωρθωκότα. ὁ δὲ Ἀσὰν τὰ ὑπεράνω τῶν εἰρημένων χώρων καὶ πρὸς Βορρᾶν νεύοντα ὑφ’ ἑαυτὸν ἔσχε. μέχρι μὲν οὖν καὶ αὐτῶν τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντίνου καὶ ἀμφότεροι κατηντήκεσαν, τοῦ ῥηγὸς Ἰωάννου ἐπ’ αὐτῶν καθεζομένου καὶ καθορῶντος, καὶ πτοίαν πολλὴν τοῖς Λατίνοις ἐνέβαλον καὶ ἐν στενῷ κομιδῇ τὰ κατ’ αὐτοὺς ἔθεντο. ἐπεὶ δὲ ὁ τοῦ μετοπώρου παρερρύη καιρὸς καὶ ὁ χειμὼν ἤγγιζεν, ἀλλήλοις συνταξάμενοι ὅ τε βασιλεὺς Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀσὰν ὁ μὲν εἰς τὴν οἰκείαν χώραν τῶν Βουλγάρων χωρεῖ, ὁ δὲ βασιλεὺς εἰς τὴν ἕω διαπερᾷ.»

Πρβλ. επίσης Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (1907), αριθ. 2872-79, στήλες 217-18, κείμενα με ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 1235, Hopf στο Ersch και Gruber Allgemeine Encyklopadie, τομ. 85 (1867), 253-54 (ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1960, I, 187-88), Longnon, L’ Empire latin, σελ. 167-73.

[←56]

Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1236, στο MGH, SS., XXIII, 938-39. Αν και o Aubrey λέει ότι ο Γοδεφρείδος Β΄ είχε 120 πλοία (naves), σύμφωνα με τον Robert Saulger (1637-1709) είχε μόνο έξι δικά του. Ο Saulger αποτελεί γενικά καλή πηγή, παρά το γεγονός ότι έγραψε αρκετά μετά τα γεγονότα, λόγω τής πρόσβασής του σε Nαξιώτικες επιστολές και έγγραφα που δεν είναι υπάρχουν πια. Στην ιστορία του, που δημοσίευσε ανώνυμα με τίτλο Histoire nouvelle des anciens ducs et autres souverains de l’ Archipel [Παρίσι, 1698, σελ. 44], γράφει:

«… ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος ήρθε ο ίδιος προσωπικά με έξι μεγάλα πλοία, οι Ενετοί έστειλαν δεκαέξι … ο δούκας τής Νάξου εξόπλισε τέσσερα»

(…Geofroy de Villehardouin vint lui même en personne avec six gros vaisseaux; les Vénitiens en envoiérent seize … le Duc de Naxe en arma quatre …)

Κατά τον Saulger επίσης ο Άντζελο Σανούντο, δεύτερος δούκας τής Νάξου (Αρχιπελάγους), μοιράζεται με τον Βιλλεαρδουΐνο την τιμή τής ναυτικής νίκης εναντίον των Ελλήνων. Πρβλ. Buchon, Recherches et matériaux, I (1840), 152, 154 και ιδιαίτερα Auvray, Les registres de Grégoire IX, II, αριθ. 3382, 3408-9, στήλες 506, 521-23, κείμενα με ημερομηνία 22 Noεμβρίου και 23 Δεκεμβρίου 1236, που πληροφορούσαν τη λατινική ιεραρχία στην Ελλάδα ότι φόρος δεκάτης επρόκειτο να επιβληθεί και να χρησιμοποιηθεί για την υπεράσπιση τής Λατινικής αυτοκρατορίας, με τον τρόπο που θα θεωρούσε καλύτερο ο Βιλλεαρδουΐνος, ο οποίος είχε υποστεί μεγάλη δαπάνη «για βοήθεια και υπεράσπιση τής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης» (pro succursu et defensione imperii Constantinopolitani).

Ο Auvray λανθασμένα αναγνωρίζει τον «G. princeps Achaie» ως Γουλιέλμο (Guillelmus). Ένα ενετικό έγγραφο στις 13 Απριλίου 1227 αναφέρεται σε αγωγή κατά κάποιου Νικκολό Καλμπάνι, ο οποίος είχε πωλήσει γαλέρα στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο «εναντίον τής τιμής τής Βενετίας» (contra honorem Venecie). Bλέπε R. Predelli, Il Liber Communis dello anche Plegiorum: Regesti (1872), αριθ. 525, σελ. 128, πράγμα που μπορεί να βοηθήσει να εξηγηθεί από πού πήρε ο Βιλλεαρδουΐνος τουλάχιστον ένα από τα πλοία του. Σχετικά με τη βοήθειά του προς την Κωνσταντινούπολη, πρβλ. Philippe Mouskes, Chronique rimée, επιμ. F. A. F. Th. de Reiffenberg, Βρυξέλλες, 1836-38, II. στιχ. 29. 238-59. σελ. 620-21. Στις 18 Ιανουαρίου 1238 ζητήθηκε από τούς Λατίνους κληρικούς στην Ελλάδα το ένα τρίτο των κινητών αγαθών και εισοδημάτων τους, για να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση τής υπεράσπισης τής Κωνσταντινούπολης [Auvray, Les registres de Grégoire IX, II, αριθ. 4035-36, στήλες 858-60 και πρβλ. αριθ. 4711].

[←57]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 26, επιμ. Heisenberg, I. 43-44:

Όταν, όπως διηγήθηκα στην αφήγησή μου, ο Θεόδωρος Άγγελος έπεσε αιχμάλωτος τού Ασάν, μαζί με άλλους συγγενείς εξ αίματος και επιφανείς άνδρες, φυλακίστηκε από τον Ασάν, αλλά τού φέρθηκαν καλά ως επί το πλείστον. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό. Όταν όμως εντοπίστηκε ότι σχεδίαζε εξέγερση στο σπίτι, ο Ασάν τον τύφλωσε. Όμως ο αδελφός τού Μανουήλ Άγγελος, που είχε τιμηθεί από τον αδελφό του [Θεόδωρο] με τον βαθμό τού δεσπότη, τράπηκε σε φυγή όταν ο ρωμαϊκός στρατός κατατροπώθηκε, πήγε στην περιοχή τής Θεσσαλονίκης και ονομάστηκε δεσπότης. Ήταν κύριος αυτής τής πόλης και τής περιοχής γύρω από αυτήν και επικύρωνε τα έγγραφά του με υπογραφές με κόκκινο [μελάνι]. Ένας από τούς πρέσβεις που είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη παρατήρησε κοροϊδευτικά αναφερόμενος σε αυτόν ότι «ο ύμνος που ψάλλεται στον Χριστό ισχύει περισσότερο για σένα, «σύ ο βασιλεύς και δεσπότης». Έτσι λοιπόν, από τότε ο Μανουήλ Άγγελος είχε τον έλεγχο των εδαφών και των πόλεων που είχαν απομείνει στα δυτικά μέρη, χωρίς να ενοχλείται καθόλου από τούς Βουλγάρους, επειδή ζούσε μαζί με την κόρη τού Ασάν από παλλακίδα.

«Ἐπεὶ γοῦν, ὡς ὁ λόγος ἱστόρησεν, ὁ Ἄγγελος Θεόδωρος λάφυρον ἐγεγόνει μετὰ καὶ λοιπῶν προσηκόντων τῷ γένει καὶ ἐκκρίτων ἀνδρῶν τῷ Ἀσάν, ἐφρουρεῖτο μὲν παρ’ αὐτοῦ, ἐφιλοφρονεῖτο δὲ τὰ πολλά. καὶ τοῦτο ἦν ἐπὶ πολύ· ἐπεὶ δὲ εἰς τὰ οἴκοι νεωτερισμοῖς χρᾶσθαι πεφώραται, ἐκτυφλοῖ αὐτὸν ὁ Ἀσάν. ὁ μὲν οὖν ἀδελφὸς αὐτοῦ Μανουὴλ ὁ Ἄγγελος, ὃς δεσποτικῷ ἀξιώματι παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ τετίμητο, φυγῇ χρησάμενος, ἡνίκα τὸ Ῥωμαϊκὸν ἐτρέπετο στράτευμα, περὶ τὴν Θεσσαλονίκην ἀπῄει καὶ δεσπότης ὠνομάζετο, ταύτης τε κυριεύων καὶ τῶν περὶ αὐτήν, ἐρυθροῖς δὲ γράμμασι τὰς αὐτοῦ γραφὰς ἐπεκύρου. πρὸς ὃν καὶ ἀπέσκωψέ τις τῶν πρέσβεων παρὰ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου ἀποσταλείς, ὡς εἰς σὲ καὶ μᾶλλον ἁρμόσει τὸ εἰς Χριστὸν ψαλτῳδούμενον, σὲ τὸν βασιλέα καὶ δεσπότην. ἦν μὲν οὖν τὸ ἀπὸ τοῦδε ὁ Ἄγγελος Μανουὴλ τῶν ἐναπολειφθεισῶν πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη χωρῶν τε καὶ πόλεων ἐγκρατής, μὴ παρὰ τῶν Βουλγάρων τὸ σύνολον ἐνοχλούμενος, ἐπεὶ τῇ ἐκ παλλακίδος τοῦ Ἀσὰν συνεκοιτάζετο θυγατρί.»

Πρβλ. Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, σελ. 151 και Polemis, The Doukai, 1968, σελ. 90.

[←58]

Πρβλ. Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, σελ. 168-69, 170, ενώ για τον Μιχαήλ Β΄ σημειώστε Polemis, The Doukai, σελ. 93-94.

[←59]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, I, αριθ. 786, στήλες 491- 93, για το οποίο βλέπε Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, σελ. 154-55. Το 1232 ο πατριάρχης Νικαίας Γερμανός Β΄ βρισκόταν επίσης σε αλληλογραφία με τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ για τη δυνατότητα ένωσης των εκκλησιών [Auvray, Les registres de Grégoire IX, I, αριθ. 803-4, στήλες 502-3, με παραπομπές και πρβλ., αριθ. 849, 1316]. Πρβλ. Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I (1906), 161-62, 168 και τομ. II (1913), 510- 12, καθώς και Roncaglia, Les Frères Mineurs, 1954, σελ. 31-42.

[←60]

Πρβλ. Hoeck και Loenertz, ό. π., σελ. 156-58 και έγγραφο αριθ. 10, στο ίδιο, σελ. 190-93, επιστολή τού Γεωργίου Βαρδάνη, μητροπολίτη Κερκύρας, προς τον πατριάρχη Γερμανό Β΄, γραμμένη προφανώς στις αρχές καλοκαιριού τού 1232.

[←61]

Όλες οι παλαιότερες περιγραφές τής ιταλικής αποστολής τού Βαρδάνη είναι εσφαλμένες. Η χρονολογία θεσπίστηκε για πρώτη φορά από τούς Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, σελ. 117-25, 148 και εξής και ιδιαίτερα σελ. 164-68. Πρβλ. τη σύγχυση τού καρδινάλιου Baronius (Cesare Baronio), Annales ecclesiastici, ad ann. 1176 (I), αριθ. 23-29 και σημειώστε στο ίδιο τα έτη που ακολουθούν μέχρι το 1188 [τομ. XII (Antwerp: Plantin, 1629), 667-69 και εξής], με λατινικές μεταφράσεις έντεκα επιστολών τού Βαρδάνη [τις οποίες μετά το 1176 ο Baronius αποδίδει (στην έκδοση Plantin) ad ann. 1178 αριθ. 16-19, 1179 αριθ. 13-16, 1180 αριθ. 34-42 και 1188 αριθ. 36-38], για την κατανόηση των οποίων βλέπε το άρθρο τού Kurtz, «Georgios Bardanes, Metropolit von Kerkyra», Byzantinische Zeitschrift, XV (1906), 603-13. Στο εδώ πλαίσιο παρατηρήστε την τέταρτη επιστολή που χρονολογείται από τον Baronius στο 1178 [!], την οποία ο Kurtz [ό. π.] έχει εσφαλμένα αποδώσει στο φθινόπωρο τού 1231. Η επιστολή αυτή, που υπάρχει στην έκδοση των Hoeck και Loenertz, ως υπ’ αριθ. 15, σελ. 203-4, είχε γραφτεί προς το τέλος τού 1235. Ο Baronius είχε φυσικά μπερδέψει τον Μανουήλ Δούκα (1230-1237) με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180) και τον Φρειδερίκο Β΄ (1212-1250) με τον Φρειδερίκο Α΄ Μπαρμπαρόσσα (1152-1190). Βλέπε επίσης Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, I, 170 και εξής, Martiniano Roncaglia, Les Frères Mineurs, 1954, σελ. 23-25, επίσης K. M. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of the American Philosophical Society, τομ. 100 (1956), 14-15, 32-33. Για το ιστορικό υπόβαθρο σημειώστε επίσης Silvano Borsari, «Federico II e l’ Oriente bizantino», Rivista storica italiana, LXIII (Νάπολη, 1951), 279-83, με παραπομπές, αλλά όλες αυτές οι μελέτες, όπως οτιδήποτε έχει γραφεί στο θέμα αυτό πριν τη μονογραφία των Hoeck και Loenertz, πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά.

Ο Γεώργιος Βαρδάνης έχει αφήσει έξι επιστολές του, που έχουν σχέση με την άκαρπη αποστολή του στην Ιταλία το 1235-1236 [Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, αριθ. 15-20, σελ. 203-18], στις οποίες περιγράφει τις δυσκολίες τού ταξιδιού του όπου σχεδόν ναυάγησε [στο ίδιο, σελ. 204, 214], την πρόθεσή του να πάει στην παπική κούρτη [σελ. 204, 206, 215] και τις ξαφνικές εντολές τού Μανουήλ Δούκα προς αυτόν να επιστρέψει στην Κέρκυρα και να περιμένει για νέες εντολές [σελ. 215]. Θα ήταν δύσκολο να δει τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄, που βρισκόταν τότε στη Γερμανία, αλλά ο Φρειδερίκος δεν έδειχνε πρόθυμος να εγκαταλείψει τις διεκδικήσεις του επί τής Κέρκυρας [σελ. 217-18].

[←62]

Job Monachus, που έγραψε κατά τον 13ο αιώνα, στο επιμ. J. A. C. Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II (Παρίσι, 1845), Corfou, έγγραφο ii, σελ. 401-6 και J. P. Migne, PG 127, στήλες 904-8. Xρονικό τοῦ Γαλαξειδίου, επιμ. Κ. Ν. Σάθας, Aθήνα, 1865, ανατύπ. 1914, σελ. 197-200 και επιμ. Γ. Βαλέτας, Aθήνα, 1944, σελ. 110-14 και πρβλ. Wm. Miller, Latins in the Levant, (1908), σελ. 97 και Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 128-31.

Η Θεοδώρα Πετραλίφα ήταν μέλος σημαντικής, εντελώς εξελληνισμένης οικογένειας νορμανδικής-ιταλικής καταγωγής, καταγόμενη από κάποιον Πιέτρο ντ’ Αλίφα ή Pierre d’ Aulps, τα μέλη τής οποίας είχαν υπηρετήσει πιστά για πολύ περισσότερο από έναν αιώνα πριν από την 4η Σταυροφορία.

Πρβλ. Nικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Βασιλεία Μανουήλ τού Κομνηνού, II, 4 (CSHB, Βόννη, σελ. 110-11):

Ο ισχυρότεροι και γενναιότεροι από όλους τούς πολεμιστές επιλέχθηκαν για να ανέβουν τη σκάλα, γιατί ο ίδιος ο αυτοκράτορας διακήρυξε: «Όποιος αγαπά τον αυτοκράτορα και είναι πρόθυμος να διακριθεί μπροστά στον κίνδυνο, ας ανέβει». Όμως αυτή η έκκληση δεν προκάλεσε κανέναν. Αρνήθηκαν όλοι να ανέβουν, φοβούμενοι το μέγεθος τού κινδύνου, μέχρι που οι τέσσερις αδελφοί Πετραλίφα, που κατάγονταν από το φράγκικο έθνος [Νορμανδοί] και κατοικούσαν στο Διδυμότειχο, ανέβηκαν πρώτοι στη σκάλα υπακούοντας στον αυτοκράτορα. …

«Ἐπιλέγδην οὖν οἱ ἐπ᾿ αὐτῆς ἀναβησόμενοι ἐπεκρίνοντο καὶ οἱ ἁπάντων ἔξοχοι ἄλλων καὶ ἄλκιμοι κατὰ πόλεμον, ὅτι καὶ „ὁ τὸν βασιλέα φιλῶν καὶ φιλότιμος ἐν δεινοῖς ἀναβαινέτω” βασιλεὺς αὐτὸς προεκήρυττεν. οὐδένα μὲν οὖν συνηγηόχει τὸ τοιοῦτον διακηρύκευμα, ἀλλὰ πάντες ἀνένευον πρὸς τὴν ἄνοδον τὸ τοῦ κινδύνου μέγεθος εὐλαβούμενοι, ἕως Πετραλίφαι τινὲς αὐτάδελφοι τέσσαρες, ἐκ τοῦ τῶν Φράγγων γένους ὁρμώμενοι καὶ κατὰ τὸ Διδυμότειχον τὴν οἴκησιν ἔχοντες, ἐπέβησαν πρῶτοι τῆς κλίμακος τῷ βασιλεῖ πειθαρχήσαντες. ……

Όπως είπα, ο Πουπάκης έκανε τον σταυρό του και άρχισε πρώτος την ανάβαση. Ύστερα από αυτόν ήρθαν οι αδελφοί Πετραλίφα, και τούς ακολουθούσαν άλλοι, ο ένας μετά τον άλλον, μέχρι που η σκάλα δεν χωρούσε άλλον.

Πρῶτος οὖν ὁ Πουπάκης, ὡς ἔφην, τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ διατυπώσας ἐν ἑαυτῷ τῆς ἀναβάσεως ἄρχεται καὶ μετ᾿ αὐτὸν οἱ Πετραλίφαι κασίγνητοι καὶ καθεξῆς ἕτεροι, ἕως πάντας ἡ κλῖμαξ ἐδέξατο».

Η Θεοδώρα γέννησε τρεις γιους τού Μιχαήλ Β΄, από τούς οποίους ο μεγαλύτερος, ο Νικηφόρος, είχε γεννηθεί αφού είχε αρχίσει η αποξένωσή τους. Ο Νικηφόρος κληρονόμησε το δεσποτάτο τής Ηπείρου μετά τον θάνατο τού Μιχαήλ, ο οποίος, όπως έχει πρόσφατα αποδείξει ο B. Ferjančić, επήλθε μεταξύ Σεπτεμβρίου 1266 και Αυγούστου 1268, όχι το 1271 όπως πίστευαν πριν. Πρβλ. τη σημείωση στο άρθρο του στο Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta, IX (1966), 29-32, στο Byzantinische Zeitschrift, LIX (1966), 436.

Η Μαρία Πετραλίφα, η όμορφη αδελφή τής Θεοδώρας, είχε λιγότερο «ευλογημένο» χαρακτήρα και ήταν συνένοχη στη δολοφονία τού συζύγου της, τού ηλικιωμένου Φιλίπ Σινάρ, άρχοντα τής Κέρκυρας. Πρβλ. E. Bertaux, «Les Français d’ outre-mer en Apulie et en Epire», Revue historique, LXXXV (1904), 244.

[←63]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 49, επιμ. Heisenberg, I, 88-89:

Δεδομένου ότι ήταν μήνας Σεπτέμβριος και η σύζυγος τού δεσπότη Μιχαήλ Θεοδώρα ήρθε στον αυτοκράτορα με τον γιο της Νικηφόρο για να ολοκληρώσουν τούς γαμήλιους δεσμούς με τον αυτοκράτορα, τούς οποίους είχε συμφωνήσει ο πατέρας τού αυτοκράτορα, ο αυτοκράτορας Ιωάννης, χρόνια πριν, ο αυτοκράτορας έσπευδε να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε σκοπό να κάνει τον γάμο.

«Ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ Σεπτέβριος ἐφεστήκει μὴν καὶ ἡ τοῦ δεσπότου Μιχαὴλ σύζυγος Θεοδώρα παρὰ τὸν βασιλέα ἀφίκετο μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Νικηφόρου, τὸ πρὸς τὸν βασιλέα κῆδος ἀποπληρώσοντες, ὅπερ ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ὁ τοῦ βασιλεύοντος πατὴρ πρὸ χρόνων τινῶν συμπεφώνηκεν, ὁ μὲν βασιλεὺς ἔσπευδε τὴν Θεσσαλονίκην καταλαβεῖν, ἔνθα καὶ τοὺς γάμους ποιῆσαι βεβούληται.»

Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1799, σελ. 21. Λόγω τού πολέμου μεταξύ Νικαίας και Ηπείρου ο γάμος δεν έγινε παρά το φθινόπωρο τού 1256 [Ακροπολίτης, 63, 64, στο ίδιο, I, 132-33, 134, για το οποίο βλέπε πιο κάτω], απ’ όπου φαίνεται ότι για να το πετύχει η Θεοδώρα έκανε κι άλλο μακρύ ταξίδι με τον γιο της, πετυχαίνοντας δυστυχώς τη δεύτερη φορά.

[←64]

Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nektarios von Otranto, σελ. 170-71, Paul Lemerle, «Trois actes du despote d’ Epire Michel II concernant Corfou», Ἑλληνικά, IV, συμπλ. (Θεσσαλονίκη, 1953), σελ. 414-18.

[←65]

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 38, επιμ. Heisenberg, I, 60-62:

Όταν ενώθηκαν, τα δύο αδέρφια έπεισαν τον Μανουήλ να εγκαταλείψει την ανακωχή του με τον αυτοκράτορα Ιωάννη. «Πρόθυμα αλλά με απρόθυμη καρδιά» συναίνεσε στις επιθυμίες τους, όπως είπαν όσοι έτυχε να βρεθούν εκεί και γνώριζαν αυτά τα πράγματα. Από τότε ήσαν ενωμένοι, ικανοποιημένοι με τα δικά τους εδάφη που μοιράζονταν μεταξύ τους, και είχαν επίσης συμφωνίες ειρήνης με τούς Λατίνους στην Πελοπόννησο και στον Εύριπο.

«…ἐπεὶ δὲ συνῄεσαν, πείθουσι καὶ ἄμφω τὼ ἀδελφὼ τὸν Μανουὴλ τῶν σπονδῶν ἐκστῆναι τῶν πρὸς τὸν βασιλέα Ἰωάννην. ὁ δὲ ἑκὼν ἀέκων, ὡς ἔφασκον οἱ παρατυχόντες καὶ περὶ τῶν τοιούτων εἰδότες, συνῄνεσεν αὐτῶν τοῖς βουλεύμασι· καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε ὑπῆρχον συνδεδεμένοι, ταῖς σφετέραις χώραις ταῖς μεμερισμέναις αὐτοῖς ἀρκούμενοι, καὶ μετὰ τῶν ἐν Πελοπονήσῳ καὶ Εὐρίπῳ Λατίνων συμβιβάσεις ἔχοντες εἰρηνικάς.»

Eφραίμιος, Imperatores, στιχ. 8325-69 (CSHB, Βόννη, σελ. 335-36):

«ὁ δ΄ Ἀσάνης ἔστεργε συμβάσεις τέως,
εἰ μὴ καθαρῶς, ἀλλὰ τὸ πλέον μέρος,
τούτῳ θανούσης ὡς ἔφην τῆς συζύγου
τῆς ἐξ Οὐγγρίας, πρὸς γάμους γε δευτέρους
ἠγάγετ’ ἀθέσμως τε καὶ παρανόμως
τὴν Θεοδώρου παῖδα Κομνηναγγέλου,
ὅν φωτὸς ἐστέρησε τὸ πρὶν ὀμμάτων,
κλῆσιν Εἰρήνην, ἀγαθὴν ὄψιν πάνυ,
μὴ κασιγνήτου κῆδος ἐν νῷ λαμβάνων.
παίδων δ΄ ὑπῆρχε τετρακτὺς Θεοδώρῳ,
Ἰωάννης τε Δημήτριος σὺν Ἄννῃ
Εἰρήνῃ τ’ αὖ, σύνευνος Ἀσὰν Βουλγάρου,
ἥ παῖδάς οἱ τρεῖς ἀποτέξασα φθάνει,
Μιχαὴλ Μαρίαν τε καὶ Θεοδώραν.
εἱρκτῆς δὲ δεσμῶν ἐκλυθεὶς κήδους χάριν
ὁ μνημονευθεὶς Θεόδωρος πολλάκις
Θεσσαλονίκην καταλαμβάνει πόλιν·
μετὰ φενάκης δ΄ εὐτελῶν τε ῥακίων
εἴσω παρελθὼν τῆσδε λαθὼν τειχέων
συνιστόρων σθένει τε καὶ συνεργίᾳ
δεσμοῖ τ’ ἀδελφὸν, ἐν κεφαλαίῳ φάναι,
καὶ τὸ πρὶν ἀνείληφε τῆς χώρας κράτος.
εἶτ’ Ἰωάννην υἱέων φίλων ἕνα
τοῖς βασιλικοῖς ὡραΐσας συμβόλοις,
πρὸς δ΄ αὖ καλεῖσθαι θεσπίσας βασιλέα,
αὐτὸς διεῖπε πραγμάτων τὰς φροντίδας.
τὸν σύγγονον δὲ πρὸς πόλιν τὴν Ἀττάλου
ἔπεμψεν ἀόριστον, αὐτοῦ δ΄ εὐνέτιν
Ἀσάν πατρὶ πέπομφεν. ἀστάτου τύχης.
ἀλλὰ Μανουὴλ ἀπάρας ἐξ Ἀττάλου
πρὸς τὸν χαριτώνυμον ἄνακτα τρέχει,
καὶ τοῦδε τυχὼν εὐμενοῦς γε προστάτου,
φιλοφρονηθεὶς δ΄ ἱκανῶς ὥσπερ δέον,
χρήματα λαβὼν καὶ τριήρεις ἕξ πάλιν,
δι’ ὧν κατασχεῖν ἠδυνήθη τὸν τόπον,
πρὸς τὰ Βλαχίας ἐξαπεστάλη μέρη.
καί καταλαβὼν Δημητριάδος τόπον,
στράτευμ’ ἱκανὸν ἐν βραχεῖ συναλίσας,
ἄρχει Φαρσάλων Πλαταμῶνος Λαρίσσης·
εἶτα συνῆλθε τοῖν δυοῖν ὁμαιμόνοιν,
πηρῷ Θεοδώρῳ τε καὶ Κωνσταντίνῳ.
καὶ τοῖσδε πεισθεὶς ἀμελεῖ τῶν ὁρκίων
ἕκων ἄκων, ὥς φασι, καὶ συγκειμένων
τῶν πρὸς κρατάρχην Αὐσόνων Ἰωάννην,
ἐσπείσατο σφίσι δε καὶ συνεκράθη.»

Πρβλ. Hoeck και Loenertz, Nikolaos-Nekiarios von Otranto, σελ. 169-70.

[←66]

Ο θάνατος τού Ιωάννη Ασάν «γύρω στη γιορτή τού Αγίου Ιωάννη» (circa festum sancti Iohannis, 24 Ιουνίου) είναι ένα από τα τελευταία γεγονότα που καταγράφονται στο χρονικό που αποδίδεται στον Aubrey de Trois-Fontaines, ο οποίος σημειώνει ότι η λατινική κυβέρνηση τής Κωνσταντινούπολης συνήψε διετή εκεχειρία με τον Κολομάν, τον διάδοχο τού Ασάν, καθώς και με τον Βατάτζη [Chron., ad ann. 1241, στο MGH, SS., XXIII, 950].

[←67]

Auvray, Les registres de Grégoire IX, δέσμη 12 (Παρίσι, 1910), αριθ. 6057-62, στήλες 523-24 και πρβλ. με Jean Richard, «The Mongols and the Franks», Journal of Asian History, III (Βισμπάντεν, 1969), ιδιαίτερα σελ. 45-52.

[←68]

Πρβλ. γενικά Georges Rocheau, «Innocent IV devant le péril tatar. Ses lettres à Daniel de Galicie et à Alexandre Nevsky», Istina, VI (Boulogne-sur-Seine, 1959), 167-86 και για τις αποστολές τού Ιννοκέντιου Δ΄ προς τούς Μογγόλους σημειώστε επίσης G. G. Guzman, «Simon of Saint-Quentin and the Dominican Mission to the Mongol Baiju: A Reappraisal», Speculum, XI.VI (1971), 232-49. Από τις πηγές που είναι τώρα διαθέσιμες στα αγγλικά και έχουν σχέση με τούς Μογγόλους τού 13ου αιώνα (ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή), ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στον Juvaini, The History of the World-Conqueror, μετάφρ. John Andrew Boyle, 2 τόμοι, Καίμπριτζ, Μασσ., 1958, ενώ σημειώστε και τον Jean Richard, Simon de Saint-Quentin, Histoire des Tartares (μερικώς ανακτημένο από το κείμενο τού Vincent of Beauvais, Speculum historiale, βιβλία xxx-xxxii), Παρίσι, 1965, passim, με παραπομπές και σημειώσεις και ιδιαίτερα σελ. 76 και εξής, για τις μογγολικές εισβολές στην Τραπεζούντα, το Ικόνιο, την Ουγγαρία και την Πολωνία στις αρχές τής δεκαετίας τού 1240. Για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των μογγολικών εισβολών Βλέπε Bernard Lewis, «The Monguls, the Turks και the Muslim Polity», Transactions of the Royal Historical Society, 5η σειρά, XVIII (1968), 49-68.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε να σημειώσουμε εδώ ότι το 1238 ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουΐνος Β΄, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι αναζητώντας πόρους για την υπεράσπιση τής Κωνσταντινούπολης, συμφώνησε να πουλήσει στον Λουδοβίκο Θ΄ το ακάνθινο στεφάνι, που έφτασε στο Παρίσι τον Αύγουστο τού 1239 [P. Pelliot, «Les Mongols et la Papauté», Revue de l’ Orient chretien, 3η σειρά, VIII (XXVIII, 1931- 32), 4-6]. Ένα τέτοιο κειμήλιο προκαλούσε φυσικά μεγάλο ενδιαφέρον [Aubrey of Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1239, στο MGH, SS., XXIII, 947. Golubovich, Biblioteca bio-bibliografica, II (1913), 306-11].

[←69]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 40-41, επιμ. Heisenberg, 1, 65-68:

Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, συντάχθηκαν οι συνθήκες και δόθηκαν οι όρκοι. Έβγαλε τα κόκκινα πέδιλα και την «πυραμίδα» τη στολισμένη με μαργαριτάρια, στην κορυφή τής οποίας καθόταν μια κόκκινη πέτρα, αυτοκρατορικά διακριτικά αυτά, και τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα με το αξίωμα τού δεσπότη, και έδειξε καλά διατεθειμένος προς τον αυτοκράτορα.

«…πληρουμένων γοῦν ἡμερῶν τεσσαράκοντα ἐγένοντο αἱ σπονδαὶ καὶ οἱ ὅρκοι προέβησαν· τὰ μὲν γὰρ ἐρυθρὰ πέδιλα ἀπεβάλλετο καὶ τὴν περιμάργαρον πυραμίδα, εἰς ἣν καὶ λίθος ὑπερκάθηται κόκκινος, βασιλικὰ ταῦτα σύμβολα, τετίμηται δὲ πρὸς τοῦ βασιλέως τῷ δεσποτικῷ ἀξιώματι, καὶ εὔνους ἀνεφάνη τῷ βασιλεῖ.»

Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1775, σελ. 19.

[←70]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 41, επιμ. Heisenberg, I, 69:

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης, όντας επιδέξιος σε τέτοιου είδους θέματα, καλωσόρισε την πρεσβεία με χαρά και επέλεξε να ενωθεί με τον σουλτάνο για να αποτρέψει τον εχθρό. Διότι με δύο μεγάλους ηγέτες όπως αυτοί ενωμένους μεταξύ τους, ήταν πιθανό να γεννηθεί φόβος στον εχθρό, αφού θα έστρεφαν τον στόχο τους σε έναν εχθρό, αλλά εκείνος θα βρισκόταν αντιμέτωπος με δύο ταυτόχρονα.

«…ὁ γοῦν βασιλεὺς Ἰωάννης, οἷα ἐκεῖνος δεινὸς ἐν τοιούτοις πράγμασιν, ἀποδέχεται ἄσμενος τὴν πρεσβείαν καὶ εἰς ἕνωσιν συνελθεῖν ᾑρετίσατο τῷ σουλτάν, ὡς ἂν τοῦτο τοῖς ἐναντίοις εἰς ἀποτροπὴν γένοιτο· ἡνωμένων γὰρ τῶν τοιούτων δύο ἀρχῶν μεγίστων εἰκὸς πτοίαν γενέσθαι τοῖς πολεμίοις, πρὸς ἕνα μὲν ἔχουσι τὸν σκοπόν, πρὸς δὲ δύο ἀθρόον εὑρισκομένοις.»

Βλέπε και Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1776, σελ. 19, με παραπομπές.

[←71]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 42, 45, επιμ. Heisenberg, I, 70, 79:

Λίγο αργότερα ο Ιωάννης, τον οποίο αναφέραμε προηγουμένως, τον οποίο είχε κάνει δεσπότη ο αυτοκράτορας Ιωάννης, πλήρωσε το χρέος του. Είχε έναν αδελφό Δημήτριο, ο οποίος, αφού έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα, κληρονόμησε το δεσποτικό αξίωμα τού αδελφού και ορίστηκε να είναι κύριος όλων των εδαφών που υπάγονταν στον νεκρό.

«…Μετ’ οὐ πολὺ δὲ καὶ ὃν προειρήκειμεν Ἰωάννην τὸν δεσπότην γεγενημένον παρὰ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τὸ χρεὼν εἰλήφει. ὑπῆρχε δὲ αὐτῷ ἀδελφὸς Δημήτριος, ὃς μεταστειλάμενος πρεσβείαν εἰς τὸν βασιλέα τοῦ τε δεσποτι κοῦ ἀξιώματος ἐκεκληρονομήκει τοῦ ἀδελφοῦ καὶ δεσπόζειν πάντων τῶν ὑπ’ ἐκεῖνον προστέτακται.»

Βλέπε και Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1778, σελ. 19.

[←72]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 42, επιμ. Heisenberg, I, 71:

Διότι, όταν ο σύζυγος τής μοιχαλίδας μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιο, ο Δημήτριος προσπάθησε να ξεφύγει από το παράθυρο, αλλά έπεσε από μεγάλο ύψος και τραυμάτισε τούς γλουτούς του. Ήταν άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά ανάρρωσε, αν και κούτσαινε λίγο από το ένα του πόδι και δεν περπατούσε ομοιόμορφα.

«…ἐκ γὰρ θυρίδος τοῦ ἀνδρὸς τῆς μοιχευομένης ἀθρόον ἐπεισελθόντος βουληθεὶς ἀποδρᾶσαι, ὡς ἐξ ὑπερυψήλου τοῦ τόπου πεσών, τὸν γλουτὸν ἐπλήγη· ἱκανὰς δὲ ἡμέρας νοσηλευθεὶς ἰάθη μέν, ὑπέσκαζε δὲ τῶν ποδῶν θάτερον καὶ οὐκ ἐβημάτιζεν ὁμαλῶς.»

Η λατινική μετάφραση στη συλλογή CSHB, Βόννη, σελ. 76, μού φαίνεται λανθασμένη: ήταν ο Δημήτριος εκείνος που έφυγε από το παράθυρο και όχι ο μη αναμενόμενος σύζυγος που μπήκε από εκεί!

[←73]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 43, επιμ. Heisenberg. I, 72-75:

Όταν ο αυτοκράτορας το έμαθε αυτό, προχώρησε και έφτασε γρήγορα στους Φιλίππους περνώντας από τη Χριστούπολη. Εκεί συζήτησε με τούς εκλεκτούς του, αν έπρεπε να επιτεθεί στα εδάφη των Βουλγάρων και να πάρει μερικά από τα εδάφη που κατείχαν και αν ήταν εύκολο για εμάς να κατακτήσουμε την πόλη των Σερρών.

«…Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς ταῦτα μαθὼν τοῦ πρόσω εἴχετο, καὶ τάχος φθάνει τὴν Φιλίππου, παραμείψας Χριστούπολιν. κἀκεῖσε σκέψιν ἐποιεῖτο μετὰ τῶν αὐτοῦ λογάδων, εἰ δεῖ προσβαλεῖν τοῖς τῶν Βουλγάρων καὶ χειρώσασθαί τινα τῶν παρ’ αὐτοῖς κρατουμένων, καὶ εἰ εὐχερές ἐστιν ἁλῶναι ἡμῖν τὸ τῶν Σερρῶν ἄστυ.»

Το 1244 ο Βατάτζης παντρεύτηκε τη νεαρή κόρη τού Φρειδερίκου Κονστάνς, η οποία πήρε το ελληνικό όνομα Άννα όταν ασπάστηκε την Ορθοδοξία [Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1779-81, σελ. 19]. Έχοντας σύντομα απορριφθεί από τον σύζυγό της που προτίμησε κάποια από τις κυρίες επί των τιμών της, έχοντας μείνει για καιρό φυλακισμένη στη Νίκαια, έχοντας αργότερα συλληφθεί κατά την εισβολή των Ανδεγαυών στην Ιταλία, όπου φονεύθηκε ο αδελφός της Μάνφρεντ, η Κονστάνς πέθανε τελικά στη Βαλένθια, όπου η ξύλινη σαρκοφάγος της διατηρείται ακόμη στη μικρή εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη τού Οσπιταλίου. Bλέπε Giuseppe del Giudice, «La Famiglia di Re Manfredi», Archivio storico per le province napoletane, III (1878), 27 και εξής και V (1880), 21 και εξής. Επίσης J. Miret y Sans, «Tres Princesas griegas en la corte de Jaime II de Aragon», Revue hispanique, XV (1906), 668 και εξής, 680-83, 690-702, 717-19. Επίσης Chas. Diehl, Figures byzantines, II (1909), 207-25 και C. Marinesco, «Du nouveau sur Constance de Hohenstaufen, impératrice de Nicée», Byzantion, 1 (1924), 451-68 και Vasiliev, Hist. Byz. Emp., 1952, σελ. 528-29.

Η Κονστάνς ήταν κόρη τής Μπιάνκα Λάντσια, μητέρας τού Μάνφρεντ. Όταν το 1262 οι Ηπειρώτες συνέλαβαν τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο (τον στρατηγό τής Νικαίας που είχε ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό τού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) και τον έστειλαν ως αιχμάλωτο στον Μάνφρεντ, η Κονστάνς επιστράφηκε στον αδελφό της σε ανταλλαγή με τον Στρατηγόπουλο [βλέπε παρακάτω, Κεφάλαιο 5, σημείωση 27]. Πέθανε στη Βαλένθια στις 15 Απριλίου 1307, σε ηλικία περίπου εβδομηνταπέντε ετών [βλέπε Miret y Sans, ό. π., σελ. 700 και εξής].

[←74]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 44, επιμ. Heisenberg, I, 75-79:

Αυτή την τροπή πήραν τα γεγονότα, ενώ εγώ ο ίδιος βοηθούσα στο γράψιμο επιστολών, συντάσσοντας αυτοκρατορικό έγγραφο για κάθε μια από τις πόλεις και τις περιοχές που είχαν κατακτηθεί. Γιατί αυτό είναι παλιό έθιμο μεταξύ των αυτοκρατόρων των Ρωμαίων, να κάνουν γνωστά μέσω επιστολών τα επιτεύγματά τους σε όσους βρίσκονται μακριά και να τούς διεγείρουν ευχαρίστηση μέσω των πράξεων στις οποίες έχουν και αυτοί μερίδιο.

«…καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἔσχον τὸν τρόπον, ἐγὼ δὲ αὐτὸς ἐν τοῖς ἐπιστολιμαίοις τῶν λόγων ὑπούργουν, ἑκάστῳ τῶν ἁλισκομένων ἄστεών τε καὶ χωρῶν καὶ γραφὴν ἐγχαράττων βασιλικήν· ἔθος γὰρ τοῦτο παλαιὸν τοῖς βασιλεῦσι Ῥωμαίων, δῆλα τοῖς μακρόθεν διὰ γραμμάτων ποιεῖν τὰ σφῶν αὐτῶν κατορθώματα καὶ πρὸς ἡδονὴν ἐπεγείρειν, ἧς δὴ καὶ οὗτοι διὰ τῶν ἔργων μεταλαγχάνουσιν.»

Βλέπε Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1787-89, σελ. 20-21 και πρβλ. Nicol, Despotate of Epiros, σελ. 144-45.

[←75]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 45, επιμ. Heisenberg, I, 79-83:

Όταν έλαβε ένορκες διαβεβαιώσεις από τον αυτοκράτορα ότι αυτός δεν θα έχανε την όρασή του, πήγε στον αδελφό της και τον έφερε έξω στον αυτοκράτορα. Ήταν νεαρός σε ηλικία, μόλις στην αρχή τής ανδρικής ηλικίας, γιατί δεν είχαν ακόμη φυτρώσει τα πρώτα γένια στο πηγούνι του. Ήταν όμορφος στη μορφή και το ανάστημα. Ο αυτοκράτορας την τίμησε παίρνοντας στάση ταπεινότητας σαν τη δική της. Γιατί όταν κατέβηκε από το άλογό της, ο αυτοκράτορας κατέβηκε κι αυτός από τη δική του άμαξα και στάθηκε μαζί της πεζός.

«…ἐγγύας δὲ ἐνωμότους πρὸς τοῦ βασιλέως λαβοῦσα, ὡς οὐκ ἀπολέσει οὗτος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀπῄει τε παρὰ τὸν ἀδελφὸν καὶ πρὸς τὸν βασιλέα τοῦτον ἐξήγαγεν. ἦν δὲ φέρων οὗτος τὴν ἡλικίαν τοῦ μείρακος, προσεχῶς εἰς αὐτὴν παραγγείλας καὶ μήπω χνοάζων τὸ γένειον, ὡραῖος δὲ τὸ εἶδος καὶ τὴν φυήν. τετίμηκε δὲ ταύτην ὁ βασιλεύς, οἷα ἐκείνης σχηματιζόμενος τὴν ταπείνωσιν. ὡς γὰρ ἀπέβη αὕτη τοῦ ἵππου, τηνικαῦτα καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ οἰκείου ὀχήματος ἀποβὰς πεζὸς ἕστηκε σὺν αὐτῇ.»

Βλέπε Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1790-91, σελ. 21, O. Tafrali, Thessalonique des origines au XIVe siècle, Παρίσι, 1919, σελ. 228-31.

[←76]

«… l’ Empereur [Ιωάννης τής Μπριέν] sollicité par le Duc de Naxe [δηλαδή τον Άντζελο Σανούντο, κατ’ εντολή τού Βατάτζη] consentit à une tréve de deux ans…» [Robert Saulger, Histoire … de l’ Archipel, 1698, σελ. 45-46]. Το καλοκαίρι τού 1238 ο στόλος τού Γοδεφρείδου Β΄, συνεργαζόμενος με τούς Ενετούς, βοήθησε ξανά τη λατινική πρωτεύουσα εναντίον τού Βατάτζη [πρβλ. Longnon, L’ Empire latin (1949), σελ. 176, 180].

[←77]

Έγγραφο δημοσιευμένο από τον Ι. Σακκελίωνα στο ελληνικό περιοδικό Αθήναιον, I (Αθήνα, 1872), 375 (sic) και συνοψιζόμενο στον Αντ. Μηλιαράκη, Ιστορία τού βασιλείου τής Νικαίας και τού Δεσποτάτου τής Ηπείρου, Aθήνα, 1898, σελ. 277.

Σημείωση ελληνικής έκδοσης: Ολόκληρο το έγγραφο υπάρχει πιο κάτω στη σημείωση 81.

[←78]

Auvray, Registres de Grégoire IX, III (1908), αριθ. 4983, στήλη 141.

[←79]

Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1237, στο MGH, SS., XXIII (1874), 941. Ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ βρισκόταν σε επαγρύπνηση για λογαριασμό τού νεαρού Βαλδουΐνου [Auvray, Les registres de Grégoire IX, III (1908), αριθ. 4944-45, 5047, 5305].

[←80]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 18, φύλλο 291, δημοσιευμένο από τον W. Norden, Das Papsttum und Byzanz, Βερολίνο, 1903, παραρτ., αριθ. VII, σελ. 751-52. Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (1907), αριθ. 3693, στήλες 659-60 και βλέπε ιδιαίτερα V. Grumel, «L’ Authenticite de la lettre de Jean Vatatzes, empereur de Nicee, au pape Grégoire IX», Échos d’ Orient, XXIX (1930), 450-58, ο οποίος παρέχει βελτιωμένο κείμενο τής παπικής επιστολής, «datum Viterbii, XII Kalendas Iunii, [pontificatus nostri] anno undecimo.» Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στις 13 Μαρτίου 1238 ο Γρηγόριος Θ΄ κατηγορούσε τούς Ιωαννίτες ότι βοηθούσαν τον Βατάτζη [Auvray, II, αριθ. 4156, στήλες 919-20]. Η πρώτη άμεση παπική φορολόγηση τής εκκλησίας τής Ελλάδας συμβαίνει το 1238, για τη συγκέντρωση χρημάτων για την προστασία τής Κωνσταντινούπολης από τούς Βατάτζη και Ιωάννη Β΄ Ασάν. Πρβλ. Raynaldus, Ann. eccl., ad ann. 1238, αριθ. 1-5, τομ. XX (Μπαρ-λε-Ντουκ, 1870), σελ. 168-69. Bλέπε επίσης Adolf Gottlob, Die päapstlichen Krenzzugs-Steuern des 13. Jahrhunderts, Heiligenstadt (Eichsfeld), 1892, σελ. 64.

[←81]

Μηλιαράκης, Ιστορία τού βασιλείου τής Νικαίας και τού δεσποτάτου τής Ηπείρου, Aθήνα, 1898, σελ. 276-79 [από Ι. Σακκελίωνα, Αθήναιον, I (Αθήνα, 1872), 372-78]. Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1757, σελ. 16, V. Grumel, Échos d’ Orient, XXIX, 452-58, ο οποίος έχει αποδείξει ότι η επιστολή τού Βατάτζη είναι αυθεντική, αν και μπορεί να μη στάλθηκε ποτέ στη Ρώμη, τουλάχιστον με αυτή τη σύνταξη.

«Iωάννης ο Δούκας, πιστός βασιλιάς και αυτοκράτορας των Ρωμαίων με τον Χριστό τον Θεό, προς τον αγιότατο πάπα τής παλαιότερης Ρώμης Γρηγόριο, με αίτηση για σωτηρία και ευχές.

«Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὁ Δούκας, τῷ ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Γρηγορίῳ σωτηρίας καὶ εὐχῶν αἴτησιν.

Οι κομιστές τού γράμματος αυτού που στάλθηκαν από την αγιότητά σου, ισχυρίζονται ότι το γράμμα είναι τής δικής σου αγιότητας, αλλά η βασιλεία μου, όταν διάβασε αυτά που γράφονται, δεν θέλησε να πιστέψει ότι είναι δικό σου, αλλά ότι είναι ανθρώπου που ζει με απόλυτη απώλεια των αισθήσεων, έχοντας και την ψυχή του γεμάτη υπεροψία και αυθάδεια.

Οἱ ἀποσταλέντες παρὰ τῆς σῆς ἁγιότητος κομισταὶ τοῦ γράμματος τούτου διετείνοντο ὅτι εἶναι τῆς σῆς ἁγιότητος, ἀλλ’ ἡ βασιλεία μου ἀναγνοῦσα τὰ γεγραμμένα, δὲν ἠθέλησε νὰ πιστεύσει ὅτι εἶναι σὸν, ἀλλ` ἀνθρώπου ζῶντος ἐν ἐσχάτῃ ἀπονοίᾳ, ἔχοντος δὲ τὴν ψυχὴν πλήρη τύφου καὶ αὐθαδείας,

Γιατί πώς άραγε να μη θεωρήσουμε σαν τέτοιον τον συγγραφέα τού γράμματος, που απευθύνεται σε μένα τον αυτοκράτορα σαν να είμαι ένας από τούς ανώνυμους, άσημους και αφανείς, χωρίς αυτός να έχει διδαχθεί από την πείρα για το μέγεθος τής εξουσίας και τής δύναμής μας;

διότι πῶς νά μὴν ὑπολάβωμεν τοιοῦτον τὸν γράψαντα, απευθυνόμενον εἰς τὴν βασιλείαν μου, ὡς ἕνα τῶν ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων καὶ ἀφανῶν, μὴ διδαχθέντα ἐκ τῆς πείρας περὶ τοῦ μεγέθους τῆς ἀρχῆς ἡμῶν καὶ τῆς δυνάμεως;

Δεν χρειαζόμασταν σοφία για να κατανοήσουμε ποιος και τι είδους είναι ο δικός σου θρόνος. Αν βρισκόταν στα σύννεφα ή κρεμόταν κάπου, ίσως υπήρχε ανάγκη μετεωρολογικής σοφίας για την ανεύρεσή του. Επειδή όμως πατάει στη γη και δεν είναι σε τίποτε διαφορετικός από τούς άλλους θρόνους, η κατανόησή του είναι εύκολη για όλους.

Δὲν εἴχομεν χρείαν σοφίας ἵνα διαγνώσωμεν τὶς καὶ ποῖος εἶναι ὁ σὸς θρόνος. Ἐάν ἔκειτο ἐπὶ τῶν νεφελῶν ἡ μετέωρός που, ἴσως ὑπῆρχεν ἀνάγκη σοφίας μετεωρολογικῆς πρὸς ἀνεύρεσίν του, ἀλλ` ἐπειδὴ εἶνε ἐστηριγμένος ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ οὐδόλως διαφέρει τῶν λοιπῶν θρόνων, ἡ τούτου γνῶσις πρόχειρος εἶναι τοῖς πᾶσι.

Βέβαια σωστά γράφεται στο γράμμα ότι από το δικό μας γένος άνθισε η σοφία και τα καλά από αυτήν και διαδόθηκαν και σε άλλους. Γιατί όμως αγνοήθηκε ή, αν δεν αγνοήθηκε, γιατί άραγε αποσιωπήθηκε, ότι μαζί με τη σοφία έχει αποδοθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στο δικό μας γένος και η αυτοκρατορία; Ποιος άραγε αγνοεί ότι το μερίδιο τής διαδοχής εκείνου πέρασε στο δικό μας γένος και ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;

καὶ ὅτι μὲν ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου γένους ἡ σοφία καὶ τὸ ἐκ ταύτης ἀγαθὸν ἤνθησε καὶ εἰς ἄλλους διεδόθη, καλῶς εἴρηται. Πῶς ὅμως ἠγνοήθη ἤ καὶ μή ἀγνοηθὲν, πῶς ἐσιγήθη, ὅτι μετὰ τῆς σοφίας εἶναι προσκεκληρωμένη εἰς τὸ γένος ἡμῶν παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ βασιλεία; Τὶς ἀγνοεῖ ὅτι καὶ ὁ κλῆρος τῆς διαδοχῆς ἐκείνου εἰς τὸ ἡμέτερον διέβη γένος, καὶ ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα οἱ τούτου κληρονόμοι καὶ διάδοχοι;

Στη συνέχεια ζητάς να μην παραβλέπουμε τον δικό σου θρόνο και τα προνόμιά του, αλλὰ κι εμείς ζητάμε με τη σειρά μας να δεις και ν΄ αναγνωρίσεις τα δικαιώματά μας στην εξουσία και το κράτος τής Κωνσταντινούπολης, το οποίο, ξεκινώντας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο κι έχοντας διατηρηθεί για χίλια χρόνια, έφτασε μέχρι εμάς. Οι γενάρχες τής αυτοκρατορίας μου, εκείνοι που κατάγονταν από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην αναφερθώ και στους άλλους, που κατάγονταν από ελληνικά γένη, διατηρούσαν επί πολλούς αιώνες την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη, ενώ και η Εκκλησία τής Ρώμης καθώς και οι ιεράρχες τούς προσφωνούσαν αυτοκράτορες των Ρωμαίων.

Ἔπειτα σὺ ἀπαιτεῖς νὰ μὴν ἀγνοήσωμεν τὸν σὸν θρόνον καὶ τὰ τούτου προνόμια, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἔχομεν νὰ ἀνταπαιτήσωμεν ὅπως διαβλέψῃς καὶ γνωρίσῃς τὰ δικαιώματα ἡμῶν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπερ ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου επί χιλιετηρίδα παραταθὲν, ἔφθασεν ἄχρις ἡμῶν. Οἱ γενάρχαι τῆς βασιλείας μου, οἱ ἀπὸ τοῦ γένους τῶν Δουκῶν καὶ Κομνηνῶν, ἵνα μὴ τοὺς ἄλλους λέγω, τοὺς ἀπὸ γενῶν Ἑλληνικῶν ἄρξαντας ἐπὶ πολλὰς ἑκατοστύας ἐτῶν τὴν ἀρχὴν κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οὕς καὶ ἡ τῆς Ῥώμης ἐκκλησία καὶ οἱ ἱεράρχαι προσηγόρευον Ῥωμαίων αὐτοκράτορας.

Πώς λοιπόν άραγε σού φαινόμαστε ότι πουθενά δεν εξουσιάζουμε ούτε βασιλεύουμε, ενώ χειροτονήθηκε από σένα [Λατίνος αυτοκράτορας] ο Ιωάννης τής Μπριέν; Τίνος το δίκιο επικράτησε σε αυτή την περίπτωση; Πώς άραγε το δικό σου τίμιο κεφάλι επαινεί την άποψη τής αδικίας και πλεονεξίας και θεωρεί ότι είναι νόμιμη η ληστρική και αιμοδιψής διατήρηση τής κατοχής τής Κωνσταντινούπολης από τούς Λατίνους;

Πῶς λοιπὸν ἡμεῖς φαινόμεθά σοι ὅτι οὐδαμοῦ ἄρχομεν καὶ βασιλεύομεν, ἐχειροτονήθη δὲ παρὰ σοῦ ὁ Ἰωάννης ἐκ Βριέννης (Πρετούνας); Τίνος δίκαιον ἐπρυτάνευσεν ἐν τῇ περιστάσει ταύτῃ; Πῶς ἡ σὴ τιμία κεφαλὴ ἐπαινεῖ τὴν ἄδικον καὶ πλεονεκτικὴν γνώμην καὶ τὴν ληστρικὴν καὶ μιαιφόνον κατάσχεσιν ὑπὸ τῶν Λατίνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν μοίρᾳ τίθεται δικαίου;

Έχουμε αναγκαστεί ν΄ αποχωρήσουμε από την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν ικετεύουμε ως χάρη από κανέναν τα δικαιώματά μας στην εξουσία και την αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας έχει αρχή και εξουσία πάνω σε έθνος, σε λαό, σε ανθρώπινα όντα, όχι πάνω στα δοκάρια και τις πέτρες που συγκροτούν τα τείχη και τούς αμυντικούς πύργους.

Ἡμεῖς βιασθέντες μετεκινήθημεν τοῦ τόπου, ἀλλὰ δὲν παραιτούμεθα τὰ δικαιώματα ἡμῶν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ βασιλεὺς ἄρχει καὶ κρατεῖ ἔθνους καὶ λαοῦ καὶ πλήθους, οὐχὶ λίθων τε καὶ ξύλων, ἅτινα ἀποτελοῦσι τὰ τείχη καὶ τὰ πυργώματα.

Το γράμμα σου περιλάμβανε επίσης την ανακοίνωση, ότι κήρυκες τής τιμιότητάς σου εξάγγειλαν το κήρυγμα τού σταυρού σε ολόκληρο τον κόσμο και ότι πλήθος ανδρών πολεμιστών έσπευσε σε διεκδίκηση των Αγίων Τόπων. Μαθαίνοντάς το χαρήκαμε και γεμίσαμε ελπίδες, ότι αυτοί οι διεκδικητές των Αγίων Τόπων θ΄ άρχιζαν τη διεκδίκηση από τη δική μας πατρίδα και ότι θα τιμωρούσαν εκείνους που την αιχμαλώτισαν, επειδή βεβήλωσαν αγίους οίκους, επειδή σύλησαν άγια σκεύη, επειδή διέπραξαν κάθε είδους ανοσιούργημα εναντίον Χριστιανών.

τὸ γράμμα σου περιεῖχε καὶ τοῦτο ὅτι κήρυκες τῆς σῆς τιμιότητος τὸ τοῦ σταυροῦ διήγγειλαν κήρυγμα εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὅτι πλῆθος ἀνδρῶν πολεμιστῶν ἔσπευσεν εἰς ἐκδίκησιν τῆς Ἁγίας Γῆς. Τοῦτο μαθόντες ἐχάρημεν καὶ ἐλπίδων μεστοὶ γεγόναμεν ὅτι οὗτοι οἱ ἐκδικηταὶ τῶν ἁγίων τόπων ἤθελον ἀρχίσει τὴν ἐκδικίαν ἀπὸ τῆς ἡμετέρας πατρίδος, καὶ ὅτι ἤθελον τιμωρήσει τοὺς αἰχμαλωτιστὰς αὐτῆς, ὡς βεβηλώσαντας ἁγίους οἴκους, ὡς ἐνυβρίσαντας θεῖα σκεύη, καὶ πᾶσαν ἀνοσιουργίαν διαπράξαντας κατὰ χριστιανῶν.

Επειδή όμως το γράμμα ονόμαζε τον Ιωάννη τής Μπριέν αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως και αγαπημένο γιο τής δικής σου τιμιότητας, ο οποίος όμως έχει πεθάνει εδώ και καιρό και σε βοήθεια τού οποίου στέλνονταν οι νέοι σταυροφόροι, γελάσαμε σκεπτόμενοι την ειρωνία των αγίων τόπων και τα παιχνίδια που παίζονται σε βάρος τού σταυρού.

Ἐπειδὴ ὅμως τὸ γράμμα ὠνόμαζε βασιλέα τὸν Ἰωάννην Βριέννιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ φίλον υἱὸν τῆς σῆς τιμιότητος, ἀλλ` ὅστις πρὸ πολλοῦ ἀπεβίωσε, καὶ πρὸς βοήθειαν τούτου ἐστέλλοντο οἱ νέοι σταυροφόροι, ἐγελῶμεν ἀναλογιζόμενοι τὴν τῶν ἁγίων τόπων εἰρωνείαν καὶ τὰ κατὰ τοῦ σταυροῦ παίγνια.

Επειδή όμως η τιμιότητά σου μάς προτρέπει με το γράμμα να μην παρενοχλούμε τον δικό σου φίλο και γιο, τον Ιωάννη τής Μπριέν, ενημερώνουμε την τιμιότητά σου ότι δεν γνωρίζουμε σε ποιο σημείο τής γης ή τής θάλασσας βρίσκεται η επικράτεια αυτού τού Ιωάννη. Κι αν γίνεται λόγος για την Κωνσταντινούπολη, καθιστούμε σαφές και στη δική σου αγιότητα και σε όλους τούς χριστιανούς, ότι δεν θα σταματήσουμε ποτέ να μαχόμαστε και να πολεμάμε εκείνους που κατέχουν την Κωνσταντινούπολη.

Ἐπειδὴ δὲ ἡ σὴ τιμιότης διὰ τοῦ γράμματος παρακινεῖ νὰ μὴ παρενοχλῶμεν τὸν σὸν φίλον καὶ υἱὸν Ἰωάννην Βριέννιον, καθιστῶμεν γνωστὸν εἰς τὴν σὴν τιμιότητα ὅτι δὲν γνωρίζομεν ποῦ γῆς ἤ θαλάσσης εἶναι ἡ ἐπικράτεια αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου. Ἐὰν δὲ περὶ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ λόγος, δῆλον καθιστῶμεν καὶ τῇ σῇ ἁγιότητι καὶ πᾶσι τοῖς χριστιανοῖς, ὡς οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καὶ πολεμοῦντες τοῖς κατέχουσι τὴν Κωνσταντινούπολιν.

Θα αδικούσαμε και τούς νόμους τής φύσης και τούς θεσμούς τής πατρίδας και τούς τάφους των πατέρων και τα θεία και ιερά προσκυνήματα, αν δεν αγωνιζόμασταν με όλη μας τη δύναμη γι΄ αυτά. Κι αν κανείς αγανακτεί γι΄ αυτό, στενοχωριέται και εξοπλίζεται εναντίον μας, έχουμε τον τρόπο ν΄ αμυνθούμε εναντίον του, πρώτον με τη βοήθεια τού Θεού και στη συνέχεια με τα όπλα και τα άλογα που έχουμε κι εμείς, καθώς και με πλήθος ανδρών μάχιμων και πολεμιστών, οι οποίοι πολλές φορές πολέμησαν τούς σταυροφόρους.

Ἤ γὰρ ἄν ἀδικοίημεν καὶ φύσεως νόμους καὶ πατρίδος θεσμοὺς, καὶ πατέρων τάφους, καὶ τεμένη θεῖα καὶ ἱερὰ, εἰ μὴ ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος τούτων ἕνεκα διαγωνισόμεθα. Ἐὰν δὲ τις διὰ τοῦτο ἀγανακτῇ καὶ δυσχεραίνῃ καὶ ὁπλίζεται καθ` ἡμῶν, ἔχομεν πῶς κατὰ τούτου νἀ ἀμυνθῶμεν, πρῶτον μὲν διὰ τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, ἔπειτα δὲ διὰ τῶν ὑπαρχόντων καὶ παρ` ἡμῖν ἁρμάτων καὶ ἵππων καὶ πλήθους ἀνδρῶν μαχίμων καὶ πολεμιστῶν, οἵτινες πολλάκις ἐπολέμησαν τοὺς σταυροφόρους.

Κι εσύ, ως μιμητής τού Χριστού και διάδοχος τού κορυφαίου των Αποστόλων και γνώστης των θείων και των ανθρώπινων και των νομίμων θεσμών, θα μάς επαινέσεις που υπερασπιζόμαστε την πατρίδα μας και τη συγγενή με αυτήν ελευθερία. Αλλά αυτά, αν θέλει ο Θεός, θα βρουν τέλος. Η βασιλεία μου λαχταρά πολύ και ποθεί να διατηρεί τον σεβασμό που οφείλει στην αγία Εκκλησία τής Ρώμης, να τιμά τον θρόνο τού Πέτρου, τού κορυφαίου των αποστόλων, και με την αγιότητά σου να έχει σχέση και τάξη υιού και να πράττει όσα αποβλέπουν στην τιμή και περιποίησή της, μόνο αν και η δική σου αγιότητα δεν παραβλέπει τα δικαιώματα τής δικής μας βασιλείας και δεν γράφει προς εμάς επιπόλαια και απερίσκεπτα.

Σὺ δὲ, ὡς Χριστοῦ μιμητὴς, καὶ τοῦ τῶν Ἀποστόλων κορυφαίου διάδοχος, καὶ γνῶσιν ἔχων θείων τε νομίμων, και τῶν κατ` ἀνθρώπους θεσμῶν, θὰ ἐπαινέσῃς ἡμᾶς ὑπερμαχοῦντας τῆς πατρίδος καὶ τῆς ἐγγενοῦς αὐτῇ ἐλευθερίας. καὶ ταῦτα μὲν θά συμβῶσι κατὰ το δοκοῦν τῷ Θεῷ. Ἡ δὲ βασιλεία μου πάνυ ὀρέγεται καὶ ποθεῖ νὰ διασώσῃ τὸ πρὸς τὴν ἁγίαν τῆς Ῥώμης ἐκκλησίαν προσῆκον σέβας, καὶ νὰ τιμᾷ τὸν θρόνον τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου, καὶ εἰς τὴν σὴν ἁγιότητα νά ἔχῃ σχέσιν καὶ τάξιν υἱοῦ, καὶ νὰ κάμνῃ ὅσα εἰς τιμὴν καὶ θεραπείαν ἀφορῶσιν αὐτῆς, μόνον ἐὰν καὶ ἡ σὴ ἁγιότης μὴ παρίδῃ τὰ δικαιώματα τῆς ἡμετέρας βασιλείας, καὶ μὴ γράφῃ πρὸς ἡμᾶς ἀφερεπόνως καὶ ἰδιωτικῶς.

Επειδή αντιμετωπίζουμε με ειρηνική διάθεση την αγιότητά σου, υποδεχθήκαμε χωρίς πόνο την αδιαλλαξία τού γράμματος και φερθήκαμε φιλικά σ΄ εκείνους που το έφεραν».

Ὅπως δὲ διακείμεθα ἐν εἰρήνῃ πρὸς τὴν σὴν ἁγιότητα, τὴν τοῦ γράμματος ἀπαιδευσίαν ἀλύπως ὑπεδέχθημεν καὶ πρὸς τοὺς κομιστὰς αὐτοῦ ἠπίως προσηνέχθημεν.»

[←82]

Aubrey de Trois-Fontaines, Chron., ad ann. 1241, στο MGH, SS., XXIII, 950, Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1773, σελ. 18.

[←83]

Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 39-40, επιμ. Heisenberg. I, 64-65:

Από την κόρη τού Άγγελου γεννήθηκαν τρία παιδιά στον Ασάν: ένα γιος, ο Μιχαήλ και, όπως αναφέραμε, δύο κόρες, η Μαρία και η Άννα. Όταν λοιπόν ανέλαβε ο Καλιμάν την εξουσία τού πατέρα του, ανανέωσε τις συνθήκες με τον αυτοκράτορα Ιωάννη και επικρατούσε ειρήνη.

«…ἐκ δὲ τῆς τοῦ Ἀγγέλου θυγατρὸς τῷ Ἀσὰν τρεῖς παῖδες γεγέννηνται, ἄρρην ὁ Μιχαὴλ καὶ θήλειαι, ὡς εἰρήκαμεν, ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἄννα. ὁ μὲν οὖν Καλιμᾶνος τὴν πατρικὴν ἀρχὴν ἀναζωσάμενος καὶ τὰς μετὰ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου σπονδὰς ἀνενεώσατο, καὶ εἶχον εἰρήνην ἐν τοῖς τοιούτοις τὰ πράγματα…»

Βλέπε επίσης Aubrey de Trois-Fontaines, ό.π.], Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1773a, σελ. 18.

[←84]

Matthew Paris, Chronica Μajora, επιμ. H. R. Luard (Rolls Series, αριθ. 57), IV (Λονδίνο, 1877), 299, Dölger, Regesten, μέρος 3, αριθ. 1781a, σελ. 19 και γενικά πρβλ. Norden, Das Papsttum und Byzanz, σελ. 323-26.

[←85]

Greg. IX an. XI, επ. 358, Λάμπρος, Έγγραφα (1906), μέρος 1, έγγραφο 25, σελ. 38-39, Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (1907), αριθ. 4035, στήλες 858-60, Pottast, αριθ. 10,502 (τομ. I, σελ. 890). Ο κύριος Φιλίπ προφανώς συνάντησε κάποια δυσκολία στη συλλογή πόρων όταν ήρθε στην Ελλάδα [Greg. IX. an. XII, επ. 265, έγγραφο με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1238, στον Auvray, II, αριθ. 4546, στήλη 1145 και πρβλ. αριθ. 4547]. Ο κόμης Πιέρ τής Βρετάννης είχε σχεδιάσει την εκστρατεία του στην Κωνσταντινούπολη πριν τον Οκτώβριο τού 1236 [Auvray, II, αριθ. 3363, στήλες 497-98 και αριθ. 4027, στήλη 853, με ημερομηνία 12 Ιανουαρίου. 1238].

[←86]

Λάμπρος, Έγγραφα, σελ. 39-40, Auvray, Les registres de Grégoire IX, II, αριθ. 4036, στήλη 860, Potthast, Regesta, αριθ. 10.503 (τομ. I, σελ. 890), με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1238.

[←87]

Greg. IX, an. XII, επ. 370. Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 27, σελ. 42-43. Reg. Greg. IX, II, αριθ. 4711, στήλες 1210-11.

[←88]

Reg. Greg. IX, II, αριθ. 2671 και 3214, στήλες 108 και 421.

[←89]

Corpus inscriptionum Graecorum, IV (1856-59), αριθ. 8752, σελ. 345, αναφορά στο οποίο γίνεται και πιο κάτω, στο Κεφάλαιο 16, σημείωση 85.

[←90]

Longnon, L’ Empire latin, σελ. 152.

[←91]

Recits d’ un menestrel de Reims, επιμ. Noel de Wailly, Παρίσι, 1876. κεφ. XV, σελ. 225, παράθεση από Longnon, L’ Empire latin, σελ. 178. Chronicle of Reims, κεφ. xi, 1, μετάφρ. E. N. Stone, University of Washington Publications in the Social Sciences, X (Seattle, 1939), 348.

[←92]

Bald. Imp. CP., B. Reg. Francorum, γραμμένο στην Κωνσταντινούπολη στις 5 Αυγούστου 1243, στο Alex. Teulet, Layettes du trésor des Chartes, II (Παρίσι, 1866), έγγραφο 3123, σελ. 519.

[←93]

«… nec est qui velit vel valeat subsidii porrigere sibi manum. …» [Greg. IX, an. XV, επ. 60, επιμ. Auvray, Les registres de Grégoire IX, δέσμη 12 (1910), αριθ. 6035, στήλη 515].

Το 1236 ο πάπας πληροφορούσε τη λατινική ιεραρχία στον Μοριά, ότι ο Λατίνος πατριάρχης είχε χάσει όλα τα εισοδήματά του και άλλα αγαθά, λόγω τής τύχης τού πολέμου και τής κακίας των Ελλήνων [Reg. Greg. IX, II, αριθ. 3382, στήλη 506]. Αργότερα τον ίδιο χρόνο διακηρύχθηκε φόρος δεκάτης στον Μοριά, προς όφελος τού Λατίνου πατριάρχη [στο ίδιο, αριθ. 3408-9, στήλες 521-23]. Στο βιβλίο τού Leo Santifaller, Beiträge zur Geschichte d. Lateinisehen Patriarchats (1938) και στα άρθρα τού R. L. Wolff για το λατινικό πατριαρχείο πρέπει να προστεθεί το άρθρο τού Giorgio Pedalto, «Il Patriarcato latino di Costantinopoli (1204- 1261)», Studia patavina, XVIII (1971), 390-464.

O αυτοκράτορας Βαλδουΐνος Β΄ πέρασε την περίοδο από το 1236 μέχρι το 1239 στη Δυτική Ευρώπη, αναζητώντας βοήθεια για την απειλούμενη πρωτεύουσά του και διεκδικώντας επίσης τα δικαιώματά του στην ηγεμονία τού Κουρτεναί στη Γαλλία και στην κομητεία τής Ναμύρ στη Φλάνδρα, αλλά το 1239-1240 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με σημαντική στρατιωτική δύναμη. Τον είχαν βοηθήσει ιδιαίτερα ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ΄ και ο πάπας, ο οποίος είχε επιδιώξει να παρεκκλίνει την «σταυροφορία» τού 1239 από τούς Αγίους Τόπους προς όφελός του [Longnon, L’ Empire latin, σελ. 179-82]. Ο Βαλδουΐνος είχε προηγουμένως προσπάθήσει να δώσει στον Γοδεφρείδο Β΄ Βιλλεαρδουΐνο την ηγεμονία τού Κουρτεναί σε αντάλλαγμα για χρήματα και βοήθεια, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΑ΄ είχε αρνηθεί να κυρώσει την επιχορήγηση [Jean du Bouchet, Histoire genealogique de la maison royale de Courtenay, Παρίσι, 1661, σελ. 74-76].

[←94]

Berger, Registres d’ Innocent IV, I, αριθ. 22, σελ. 6-7.

[←95]

Reg. Inn. IV, I, αριθ. 33, σελ. 8-9. αυτοκρατορικά μοναστήρια και σπίτια Ναϊτών και Ιωαννιτών ιπποτών εξαιρούνταν από την πληρωμή τού φόρου δεκάτης. Στις 2 Σεπτεμβρίου ο πάπας έγραψε ξανά για αυτόν τον φόρο δεκάτης στις εκκλησίες Αθηνών και Θηβών [στο ίδιο, αριθ. 94, σελ. 21].

[←96]

Reg. Inn. IV, I, αριθ. 706, σελ. 120, Potthast, Regesta, αριθ. 11.388, τομ. II, σελ. 967.

[←97]

Reg. Inn. IV, I, αριθ. 707, σελ. 120, έγγραφο με ημερομηνία 30 Μαΐου 1244.

[←98]

«…propter frequentes guerrarum impulsus et vastationem civitatis Thebane, que a Grecis sepius est vastata…. Auvray, Les registres de Grégoire IX, II (1907), αριθ. 2671 και 3214, στήλες 108 και 421, επιστολές με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1235 και 27 Ιουνίου 1236. Πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 88.

[←99]

Inn. IV, an. I, επ. 656 (Λάμπρος, Έγγραφα, μέρος I, έγγραφο 28, σελ. 43-44). Registres d’ Innocent IV, I, αριθ. 657, σελ. 112-13. Santifaller, Beiträge zur Geschichte des lateinischen Patriarchats, σελ. 208.

Scroll to Top