Ο συγγραφέας-> |
Πρόλογος ελληνικής έκδοσης
Η παρούσα έκδοση αποτελείται από πέντε τόμους γραμμένους από τον Κέννεθ Μέγιερ Σέττον (1914-1995). Οι τέσσερις πρώτοι αποτελούν το μνημειώδες έργο του με τίτλο «Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος (1204-1571)» (“The Papacy and the Levant (1204-1571)”), ενώ ο πέμπτος, ουσιαστικά συνέχεια των προηγούμενων, είναι το βιβλίο του «Βενετία, Αυστρία και Τούρκοι κατά τον 17ο Αιώνα» (“Venice, Austria and the Turks in the Seventeenth Century”).
Ο Σέττον θεωρείται αυθεντία στα θέματα τής μεσαιωνικής ιστορίας τής περιοχής μας. Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί επί δεκαετίες έργο αναφοράς, σε βαθμό που είναι πραγματικά απορίας άξιο γιατί καθυστέρησε η έκδοσή του στα ελληνικά. Ο αναγνώστης θα βρει πληροφορίες για τον συγγραφέα στην αμέσως επόμενη ενότητα, όπου αναπαράγεται στα ελληνικά η νεκρολογία τού Χανς Έμπερχαρτ Μάιερ, καθηγητή Μεσαιωνικής και Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τού Κιέλου, η οποία δημοσιεύτηκε το 1997 στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the American Philosophical Society. Σε αυτόν τον πρόλογο τής ελληνικής έκδοσης θα περιοριστούμε λοιπόν στο ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τον Έλληνα αναγνώστη το έργο τού Σέττον, αυτοί οι πέντε τόμοι, και θα δώσουμε μερικές διευκρινίσεις που θα διευκολύνουν την ανάγνωσή του.
Ο συγγραφέας συνδύασε τις δεκαετίες τής σταδιοδρομίας του ως καθηγητής ιστορίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια με τακτικές, ετήσιες σχεδόν, αναζητήσεις στα αρχεία, κυρίως στα Αρχεία τού Βατικανού και στα Κρατικά Αρχεία Βενετίας, αλλά και σε εκείνα άλλων ιταλικών πόλεων, καθώς και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αθήνα, στο αρχείο των Ιωαννιτών Ιπποτών στη Μάλτα και αλλού. Αποτέλεσμα αυτής τής εξειδίκευσής του ήταν, μεταξύ άλλων, η συγγραφή τού έργου «Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος». Πρόθεσή του ήταν να εκδώσει ένα τρίτομο έργο τής ιστορίας τής περιοχής, με αφετηρία την άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τούς σταυροφόρους τής 4ης Σταυροφορίας (1204) και τέλος τη συμμαχική νίκη επί των Οθωμανών στη ναυμαχία τής Ναυπάκτου (1571). Να γράψει δηλαδή την ιστορία τής περιοχής για τέσσερις αιώνες, από τον 13ο μέχρι και τον 16ο.
Τελικά το έργο «Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος» ολοκληρώθηκε σε τέσσερις και όχι τρεις τόμους, οι οποίοι κυκλοφόρησαν διαδοχικά από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1970 μέχρι τις αρχές τής δεκαετίας τού 1980. Ο πρώτος τόμος καλύπτει τον 13ο και 14ο αιώνα, ο δεύτερος τον 15ο και οι επόμενοι δύο τον 16ο αιώνα. Σχηματικά δηλαδή μπορούμε να πούμε ότι στο έργο «Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος» τού Σέττον κάθε αιώνας ιστορίας πιο κοντά στην εποχή μας αναπτύσσεται σε έκταση διπλάσια από τον προηγούμενο. Θεωρώντας την ευρωπαϊκή (ουσιαστικά) ιστορία από υπερεθνική οπτική γωνία, αυτό δείχνει μάλλον δικαιολογημένο, εξαιτίας τής με τον καιρό γεωγραφικής διασποράς των γεγονότων και των αιτίων τους, καθώς και λόγω τού πολλαπλασιασμού των πρωτογενών ιστορικών πηγών, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη τής τυπογραφίας.
Αργότερα, το 1991, εκδόθηκε το βιβλίο τού Σέττον «Βενετία, Αυστρία και Τούρκοι κατά τον 17ο αιώνα», το οποίο, όπως αναγνωρίζει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, είναι από πολλές απόψεις συνέχεια των τεσσάρων τόμων τού έργου του «Ο Παπισμός και η Ανατολική Μεσόγειος (1204-1571)», αν και η έμφαση έχει μετατοπιστεί προς βορρά, από την Αγία Έδρα προς τη Βενετία και την Αυστρία. Οι πέντε λοιπόν τόμοι τής ελληνικής έκδοσης εξετάζουν την ιστορία τής περιοχής για πέντε αιώνες, από το 1200 μέχρι το 1700.
Η ιστορία των τριών πρώτων από αυτούς τούς πέντε αιώνες, δηλαδή από το 1200 μέχρι το 1500, ουσιαστικά αναφέρεται στην εξέλιξη δύο παράλληλων μακροχρόνιων και συνδεδεμένων διαδικασιών.
(α) Η πρώτη από αυτές τις διαδικασίες σηματοδοτεί το τέλος τού δυτικού Μεσαίωνα και το πέρασμα στη σύγχρονη εποχή. Τρία γεγονότα πολύ κοντινά μεταξύ τους σφραγίζουν αυτό το τέλος: η άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τούς Οθωμανούς (1453), η πρώτη μαζική εκτύπωση από τον Γουτεμβέργιο με κινητά τυπογραφικά στοιχεία (1455) και η πρώτη εξερεύνηση τού Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο (1492).
(β) Η δεύτερη από τις παραπάνω διαδικασίες αποτελεί την έναρξη τεσσάρων αιώνων «μεσαίωνα» στην περιοχή μας, παραδόξως σε εποχή που συμπίπτει γενικά, όπως προαναφέραμε, με το τέλος τού δυτικού Μεσαίωνα. Οι Οθωμανοί Τούρκοι επικρατούν σταδιακά σε όλες τις περιοχές τής Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τής «βασιλείας Ρωμαίων», την οποία Γερμανοί και Γάλλοι λόγιοι ονόμασαν πολύ αργότερα «Βυζαντινή» αυτοκρατορία και αυτός ο ανύπαρκτος ιστορικά όρος επικρατεί μέχρι σήμερα.
Στη νεοελληνική συνείδηση η «Βυζαντινή» αυτοκρατορία προκαλεί κάποιες δυσκολίες εθνικής αυτογνωσίας, έτσι όπως παρεμβάλλεται ανάμεσα στο «δικό» μας αρχαίο κλέος και την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η επανάσταση τού 1821. Όμως η κλασσική και ελληνιστική αρχαιότητα βρίσκονται πολύ μακριά και φυσικά δεν πρόλαβαν να δουν τα πολλά μεταγενέστερα γεγονότα που διαμόρφωσαν αυτή την πραγματικότητα. Οι ρίζες των Βαλκανικών κρατών, που προέκυψαν κατά τη διαδικασία αποσύνθεσης τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας τον 19ο αιώνα, βρίσκονται στους τελευταίους αιώνες πριν από την οθωμανική κατάκτηση. Αυτούς ακριβώς τούς αιώνες εξετάζει το βιβλίο. Γιατί μετά την οθωμανική κατάκτηση, οι δείκτες τού ρολογιού τής ιστορίας πρακτικά «σταμάτησαν» για τούς λαούς τής Βαλκανικής επί τέσσερις περίπου αιώνες και όταν «ξαναξεκίνησαν», φορτιζόμενοι από τις ιδέες τής Γαλλικής Επανάστασης, ανέτρεξαν για όλους τούς λαούς σε αυτούς ακριβώς τούς τρεις αιώνες, με παράδοξη εξαίρεση τούς Νεοέλληνες, που προσπέρασαν δύο χιλιετίες ιστορίας συνδεόμενοι, υποτίθεται, απευθείας με τον Μεγαλέξαντρο και με εκείνα που προηγήθηκαν.
Το έργο τού Σέττον είναι γραμμένο με τη μορφή επιστημονικού άρθρου που εκτείνεται σε πέντε τόμους! Ουσιαστικά πρόκειται για δύο «βιβλία»: το κυρίως κείμενο είναι γραμμένο επιστημονικά, δηλαδή απλά και απολύτως κατανοητά, στα αγγλικά και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες στη μετάφραση, αν φυσικά δοθεί προσοχή στα ονόματα τόπων, πόλεων κλπ., που συχνά παρουσιάζονται με τον εκάστοτε τρέχοντα τρόπο. Οι υποσημειώσεις στο κείμενο συγκροτούν ουσιαστικά ένα δεύτερο βιβλίο. Σχολαστικότατα ο συγγραφέας τεκμηριώνει σχεδόν κάθε φράση του από τις πηγές, στις οποίες παραπέμπει επιμόνως. Συνήθως παραπέμπει σε πολλαπλές πηγές, ελληνικές («βυζαντινές») και άλλες. Οι αναφορές στις ελληνικές πηγές περιορίζονται σχεδόν κατά κανόνα σε παραπομπή (συγγραφέας, έργο, έκδοση, κεφάλαιο, σελίδα). Το ίδιο συμβαίνει και με τις πολλές ξενόγλωσσες πηγές, με εξαίρεση λατινικά κείμενα από τα παπικά αρχεία και από τα αρχεία τού κράτους τής Βενετίας, τα οποία παρουσιάζονται στα λατινικά, κατά την παράδοση προγενέστερων παλαιότερων συλλογών, μεταξύ των οποίων και εκείνη τού δικού μας Σάθα. Τέλος κατά καιρούς στις υποσημειώσεις (και σπανιότερα στο κείμενο) ο συγγραφέας παραθέτει φράσεις από πρωτότυπα κείμενα γραμμένα στα μεσαιωνικά γαλλικά, γερμανικά, ενετικά, καταλανικά κλπ.
Στα δύο αυτά «βιβλία» που συγκροτούν το έργο, δηλαδή στο κυρίως κείμενο και τις υποσημειώσεις, προσθέσαμε και ένα τρίτο στην ελληνική έκδοση, ιδιαίτερα στους δύο πρώτους τόμους. Το τρίτο «βιβλίο» αναπτύσσεται μέσα στις υποσημειώσεις, σε τμήματα δηλαδή που δεν υπάρχουν στην πρωτότυπη έκδοση. Τα τμήματα αυτά είναι τριών ειδών:
(α) Είναι κατ’ αρχάς αποσπάσματα από την πρωτότυπη ελληνική πηγή στην οποία παραπέμπει επιγραμματικά ο συγγραφέας. Τα αποσπάσματα αυτά αναπτύσσονται εδώ παρατιθέμενα τόσο στο πρωτότυπο κείμενο όσο και σε δική μας νεοελληνική μετάφραση.
(β) Είναι επίσης μεταφράσεις αποσπασμάτων τα οποία ο συγγραφέας παραθέτει στις υποσημειώσεις του σε ξενόγλωσσο (όχι αγγλικό) πρωτότυπο κείμενο. Πρόκειται συνήθως για αμετάφραστα (από τον συγγραφέα) λατινικά κείμενα από τα αρχεία τού Βατικανού και από τα κρατικά ενετικά, καθώς και από άλλα ιταλικά αρχεία. Πρόκειται επίσης για αποσπάσματα από παλιά βιβλία σε μεσαιωνικά γαλλικά, γερμανικά, ενετικά, καταλανικά κλπ. Σε κάθε τέτοια περίπτωση παρέχονται αντικρυστά η νεοελληνική μετάφραση και το πρωτότυπο κείμενο, στη γλώσσα στην οποία έχει αυτό δημοσιευτεί στην πρωτότυπη αγγλική έκδοση τού έργου.
(γ) Τέλος υπάρχουν και αποσπάσματα από ελληνικά κείμενα, τα οποία πρόσθεσε ο επιμελητής-μεταφραστής «καθ’ υπέρβαση», με την καλή έννοια. Συνήθως πρόκειται για κείμενα, στα οποία είτε δεν παραπέμπει ρητά ο συγγραφέας ή, όταν παραπέμπει, η παραπομπή δεν δικαιολογεί την πλήρη παράθεση τού κειμένου σε έκδοση τού βιβλίου σε άλλη γλώσσα. Σε άλλη γλώσσα ναι, αλλά εδώ ο μεταφραστής έκρινε ότι θα ήταν απαράδεκτο αν σε ένα έργο που περιέχει, για παράδειγμα, ολόκληρο σχεδόν κεφάλαιο για τις διαπραγματεύσεις τού Βαγιαζήτ Β’ με τούς Ιωαννίτες ιππότες τής Ρόδου για τον αδελφό του, τον Τζεμ σουλτάν, δεν παρέθετε μέρος τής διασωζόμενης (στα ελληνικά) αλληλογραφίας μεταξύ τού σουλτάνου και τού μεγάλου μάγιστρου Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν. Ή αν με αφορμή την υποσημείωση τού συγγραφέα για κάποιους στίχους ενός ποιήματος, στο οποίο ένας γενίτσαρος απειλούσε να σκοτώσει τον σουλτάνο Μουράτ Β’, αν αυτός τρεπόταν σε φυγή από το πεδίο τής μάχης τής Βάρνας (1444), ο μεταφραστής δεν δημοσίευε ολόκληρο το γραμμένο στα ελληνικά ποίημα.
Με όλες αυτές τις προσθήκες η έκταση τού ήδη εκτεταμένου έργου αυξήθηκε αρκετά. Βέβαια το έργο είναι έτσι κι αλλιώς πολύτιμο, αλλά στην παρούσα νεοελληνική του έκδοση αποκτά μια ακόμη διάσταση: εκείνη ενός από τις πηγές ευρετηρίου των πρωτότυπων αποσπασμάτων για την ελληνική ιστορία τής περιόδου την οποία καλύπτει το έργο τού Σέττον.
Στην ελληνική έκδοση προστέθηκαν επίσης χάρτες, ένας σε κάθε κεφάλαιο, εβδομηνταδύο συνολικά, πράγμα που αποτελούσε εκφρασμένη αλλά ανεκπλήρωτη επιθυμία τού συγγραφέα, όπως θα διαβάσει πιο κάτω ο αναγνώστης στον πρόλογο τού δεύτερου τόμου αυτής τής σειράς. Επίσης στην παρούσα ελληνική έκδοση τού πρώτου τόμου προστέθηκαν κάποιες εισαγωγικές πληροφορίες, όπως κατάλογοι «Βυζαντινών» αυτοκρατόρων, παπών, Ενετών δόγηδων, Οθωμανών σουλτάνων και αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για την υπόψη περίοδο, καθώς και τέσσερις διαγραμματικοί πίνακες επισκόπησης (ένας για κάθε αιώνα από το 1100 μέχρι το 1500), με τη διάρκεια καθενός από τούς παραπάνω αυτοκράτορες, πάπες, δόγηδες και σουλτάνους στο αντίστοιχο αξίωμα, σε συνδυασμό με τα κύρια γεγονότα τής εποχής.
Στην παρούσα ελληνική έκδοση έχουν υιοθετηθεί οι παρακάτω δύο συμβάσεις:
Όπως υποδεικνύουν πρόσφατες απόψεις για την εξέλιξη τού μονοτονικού μας συστήματος, προς αποφυγή αμφισημιών οι επτά μονοσύλλαβες άτονες λέξεις «μου», «μας», «σου», «σας», «της», «του» και «τους» χρησιμοποιούνται μόνο με την κτητική έννοια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (άρθρα γενικής ή αιτιατικής πτώσης κλπ.) εφαρμόζεται δεύτερη εκδοχή τους με τόνο («μού», «μάς», «σού», «σάς», «τής», «τού», «τούς»).
Στις υποσημειώσεις κάθε τόμου, όταν υπάρχει παραπομπή σε σελίδα τού ίδιου ή άλλου τόμου αυτού τού έργου, η παραπομπή δεν παρέχεται στον αριθμό σελίδας τού εν λόγω τόμου (όπως στο αγγλικό πρωτότυπο), αλλά στην περιοχή μεταξύ δύο υποσημειώσεων τού συγκεκριμένου κεφάλαιου αυτού τού τόμου. Για παράδειγμα, όχι Τόμος II, σελ. 156, αλλά Τόμος II, Κεφ. 3, περιοχή σημ. 140-141. Αυτό γίνεται για να υπάρχει συμβατότητα και με την ηλεκτρονική (e-pub) μορφή αυτής τής έκδοσης, όπου οι αριθμοί σελίδων δεν είναι σταθεροί αλλά αποτελούν συνάρτηση των χαρακτηριστικών ανάγνωσης, τα οποία επιλέγει ο αναγνώστης.
Η επιμέλεια-μετάφραση τής ελληνικής έκδοσης τού έργου τού Σεττον ξεκίνησε το 2010 και ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ενώ είχε προηγηθεί ο εντοπισμός και η ψηφιοποίηση μέρους τού σχετικού υλικού. Υπήρξε μοναχική εργασία, πράγμα που περιορίζει και τον κατάλογο των ευχαριστιών:
– Ευχαριστώ τούς δεκάδες ανώνυμους, με την εργασία των οποίων ψηφιοποιήθηκαν και διατίθενται ελεύθερα στο διαδίκτυο εκατοντάδες βιβλία περασμένων αιώνων, κυρίως από τα υπόγεια των βιβλιοθηκών των μεγάλων πανεπιστημίων τού εξωτερικού, ώστε να μπορεί κανείς να εργάζεται και να διαβάζει κυριολεκτικά από το σπίτι του. Σε όχι πολύ μακρινά χρόνια (δεκαετίες 1980 και 1990) κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο, όπως μαρτυρά τουλάχιστον η προσωπική μου εμπειρία στην Ελλάδα και αλλού.
– Ευχαριστώ την Ελένη που ανέχτηκε στο σπίτι αδιαμαρτύτητα την εξαντλητικά πολύωρη παρουσία-απουσία μου.
Αθήνα, Αύγουστος 2025
Ιορδάνης Παραδεισόπουλος
Ο συγγραφέας-> |